Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Ενα πρώιμο σημείωμα για την ΠΟΙΗΣΗ του Στέφανου Μπεκατώρου


  ΣΤΕΦΑΝΟΣ Κ. ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ
    (1947-Αθήνα 26/6/2006)

Ημείς μέν στεινωπόν ανεπλέομεν γοόωντες
        από το Μ της Οδύσσειας
         Ο ποιητής και δοκιμιογράφος, μεταφραστής και επιμελητής Στέφανος Κ. Μπεκατώρος που στις 26/6/ συμπληρώνονται δέκα τέσσερα χρόνια από το θάνατό του, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947 και πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2006. Καταγόταν από την Κεφαλληνία και την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε χημεία και είχε κάνει σπουδές νεοελληνικής λογοτεχνίας και βιβλιοθηκονομίας. Παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1968 με την ποιητική σύνθεση “Terra Rossa”. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1972 από τις εκδόσεις Κέδρος εκδίδει την πρώτη μορφή της συλλογής του «Πατριδογνωσία». Ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας στην ελλάδα, πάλι από τις εκδόσεις Κέδρος 1975 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Περιορισμένος Χώρος», Ενώ μέχρι την τελευταία του ποιητική συλλογή «ΔΥΣΤΙΧΙΑ ΣΤΑ ΔΑΚΤΥΛΑ» εκδόσεις Πατάκη-Αθήνα Δεκέμβριος 2002, σελ. 52, τιμή 5 ευρώ, εξώφυλλο Μιχάλη Γεωργά ο Μπεκατώρος θα κυκλοφορήσει την συλλογή «Οδός Κυδαθηναίων» 1991, «Πηγάδι με Ουρανό» 1994 και «Ο Ουρανός είναι το Χώμα» 1998. Η δεύτερη ποιητική του συλλογή-που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1972-θα επανεκδοθεί «ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ» Επιλογή 1969-1981, από τις εκδόσεις Θεωρία-Αθήνα 1982, σελίδες 96, δρχ. 1500, μακέτα εξωφύλλου Γιάννης Βαλαβανίδης. Την επιμέλεια της έκδοσης είχε η ποιήτρια Χριστίνα Γιατζόγλου. Η συλλογή ανατυπώνεται και το 1999.Η κύρια αυτή συλλογή του ποιητή Στέφανου Μπεκατώρου, περιέχει και τις ενδιάμεσες συλλογές του: Πατριδογνωσία, 1969-1981. Περιορισμένος Χώρος, 1973-1977, και Ποιήματα 1975-1981, με σημειώσεις σ. 91-92 του ποιητή. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «Στη Μαρία». Το 2004 οι εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα-Αθήνα, εκδίδουν την συλλογή του Πατριδογνωσία 1968-1998, δια χειρός Στέφανου Μπεκατώρου. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί έργο του Θεόδωρου Στάμου, σελίδες 295, τιμή 14 ευρώ. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει τις εξής συλλογές: Terra Rossa-1968 (αποσπάσματα).- Πατριδογνωσία- 1972.-Περιορισμένος Χώρος-1975.-Στίχοι 1975-1981, Διάδρομος 17976-1977.-1982. Οδός Κυδαθηναίων-1991.-Πηγάδι με Ουρανό-1994, και Ο Ουρανός είναι το Χώμα-1998. Ο πλούσιος αυτός τόμος με την ποιητική παραγωγή του Στέφανου Κ. Μπεκατώρου ανοίγει την αυλαία του με τους στίχους του Alexander Pope, «ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ»:
«Κρυμμένος λοιπόν κι άγνωστος αφήστε με να ζήσω.
Άκλαυτος έτσι να πεθάνω αφήστε με.
Κλεμμένος από τον κόσμο.»
Και τελειώνει με το ποίημα «Επίκληση»
3. Brahms,  Σονάτα για βιολί και πιάνο, αρ. 1, op. 78, μέρος 3ο.
Παρακαλώ ακούστε με Κύριε. Έφερα ως εδώ
Αυτά τα στιχουργήματα’ τυπώστε τα παρακαλώ
Κύριε τυπώστε τα σαν ψυχικό για κάποιον πικρό
Διαβάτη του βίου κι ανήμπορο ή σαν μνημόσυνο
Για την ψυχή αγαπημένου σας προσώπου. Βεβαίως
Θα ξοδέψετε (όχι πολλά με τα μέσα που έχετε)
Και τίποτε υλικό δεν θα αποφέρετε ή έστω
Κάποιο δημόσιο εγκώμιο μιά μικρή δόξα.

Ό,τι εκόμισα εδώ ένα κουρέλι ψυχής μόνο
Άχρηστο εντελώς σε αυτή την ζωή’ ρήγματα
Λόγια ρημαγμένα εντελώς ξένα εντελώς από
Τίς χρείες του χρόνου. Γιατί επιμένω τόσο
Θα πείτε. Απλή φιλοδοξία να φανεί
Ο παραπεταμένος ο άδοξος. Έχετε δίκιο
Κύριε. Τι άλλο θα κάμει ο αγνοημένος
Ο άκαρπος; Στόματα πληγές θα δείξει μόνο.

Ψύχος μόνο ψυχής. Ένα κομμάτι από το
Κομμάτιασμα της καρδιάς. Έχετε δίκιο
Κύριε. Φιλοδοξία να πλάσει τρίτο χέρι
Με τρία μόνο δάχτυλα αφού τα δύο του
Χέρια έχουν κοπεί. Φιλοδοξία να στερεώσει
Δάκρυα καλά στο στήθος. Φιλοδοξία
Να ετοιμάσει το δικό του πέρασμα
Στο γαλάζιο χώμα να φυτέψει στο μνήμα

Τήν ρίζα του να παραδοθεί στον σωτήριο
Χαμό νέο σώμα να κερδίσει εις τον αιώνα.
Καλέ μου Κύριε Πρίγκιπα των εκδοτών
Ακούστε με παρακαλώ. Σελ. 283.
      Ακολουθούν οι «Σημειώσεις» σελ. 285-288, και σελ. 289-295, το «ΠΡΩΤΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΝ ΕΛΘΕΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ.», είναι η συνέντευξη-απαντήσεις σε επτά ερωτήματα που έθεσε στον ποιητή ο ο κ. Στέλιος Λουκάς, για την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Αγγελιοφόρος της Κυριακής»-  Πολιτισμός σσ. 28-29, 15 Ιουνίου 2003. Με την ευκαιρία της έκδοσης της συλλογής του «Δυστυχία στα δάχτυλα». Δημοσιεύονται οι 5 από τις 7 ερωτήσεις.
      Η συγγραφική, εκδοτική, μεταφραστική και εκδόσεων επιμέλεια παραγωγή του Κεφαλλήνα ποιητή, περιλαμβάνει εκτός των εκδόσεων των ποιητικών του συλλογών, τα μικρά του μελετήματα, τις βιβλιοπαρουσιάσεις και τα σκόρπια ποιήματά του που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Σημαντικές είναι και οι μελέτες του για έλληνες ποιητές και το έργα τους. Βλέπε: «ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ-Η ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ» Ένα πλησίασμα, εκδόσεις Μπουκουμάνη-Αθήνα 1974, (Ανάτυπο από τον τόμο «Κατάθεση ‘73», σελίδες 72.). Ένας άλλος τομέας ασχολιών του είναι οι επιμέλειες απάντων ελλήνων ποιητών. Βλέπε τον τόμο: «ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ, ΦΥΛΑΚΑΣ ΕΡΕΙΠΙΩΝ. ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ». Επιμέλεια-Πρόλογος: ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ- ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ. Εκδόσεις Πλέθρον-Αθήνα Δεκέμβριος 1991, σελ. 336, δραχμές 2600. Στις Επιστολές μιας δεκαετίας (1970-1979) του αυτόχειρα ποιητή Αλέξη Τραϊανού, διαβάζουμε και (απόσπασμα επιστολής) προς τον Σ. Μπεκατώρο, Θεσσαλονίκη 23/3/1976. Ένα χρόνο πριν την έκδοση της δεύτερης ποιητικής του σύνθεσης «Πατριδογνωσία» Κέδρος 1971, ο Στέφανος Κ. Μπεκατώρος με την συνεργασία του Αλέκου Κ. Φλωράκη, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κέδρος 1971 την Ανθολογία: «Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ» ΠΟΙΗΤΙΚΉ ΑΝΘΟΛΟΓΊΑ 65-70. Στέφανου Κ. Μπεκατώρου- Αλέκου Ε. Φλωράκη. «Τυπώθηκε το Δεκέμβριο του 1971 στο τυπογραφείο «το ελληνικό βιβλίο», για λογαριασμό των ανθολόγων, με επιμέλεια δική τους και κόσμημα εξωφύλλου Σοφίας- Ρόζας Βεργή.», σελίδες 130, Κέδρος, δραχμές 40. Περιλαμβάνει 21 έλληνες ποιητές και ποιήτριες, εισαγωγικό σχόλιο και σημειώσεις. Δύο από τους ποιητές κατάγονται από την πόλη του Πειραιά. (Γιάννης Κακουλίδης- Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος). Ενώ έξι είναι ποιήτριες.  
     Περίοπτη θέση και σημασία στις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες, συμβολισμός στην σύνολη συγγραφική του διαδρομή, αποτελεί η σύνταξη συλλογικών τόμων και οι επιμέλειες κλασικών πολυσέλιδων έργων, η έκδοση ποιητικών απάντων ελλήνων ποιητών της γενιάς του 1970, καθώς και η σημαντική συμβολή του «στις εκδηλώσεις συλλογικής πνευματικής αντίστασης» (όπως χαρακτηρίστηκε) του δίτομου έργου: «ΚΑΤΑΘΕΣΗ ‘73», εκδόσεις Μπουκουμάνη-Αθήνα Μάρτιος 1973. Ανάμεσα στα «αντιστασιακά» αυτά κείμενα ελλήνων ποιητών και πεζογράφων διαβάζουμε και την μελέτη του Στέφανου Κ. Μπεκατώρου: «ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ» Η Εποχή και το Πρόσωπο. Ένα πλησίασμα. 
1.Α. Μια διευκρίνιση για τη σχέση της Ιστορίας με την Ποίηση σελ. 233-239. 
Β. Ο Καρυωτάκης και ο δεύτερος μεσοπόλεμος, σ. 240-245. Γ. Η πτώση της Εποχής και του Προσώπου, 1941-1950, σ. 246-256. 
2. Δ. Ο τείχος και η λειψανοθήκη, 1950-1967, σ. 256-261. 
Ε. Η περιμετρική μιάς συνείδησης, 1967-1971: Μιά λέξη που κρύβεται, σ. 261-262. 
Στ΄. Η απόληξη μιάς εκφραστικής: Ποιητική θεματογραφία και πνευματική ευθύνη, σ. 263-267. 
3. Σημειώσεις, σ. 268-295. 
Οι Σταγόνες, σ. 296-299. 
Η συμβολή του ποιητή Στέφανου Κ. Μπεκατώρου συνεχίζεται και στον δεύτερο «αντιστασιακό» σπονδυλωτό τόμο που εξέδωσαν οι εκδόσεις Μπουκουμάνη, (Ακαδημίας 57) τον Μάιο του 1974 στο τυπογραφείο Γεωργίου Λεοντακιανάκου. Στην σελίδα 8 πριν τις σελίδες των Περιεχομένων του τόμου διαβάζουμε: Υπεύθυνοι για τη Σύνταξη. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ και ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. Σύμβουλος: ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ. Επιμέλεια-Διόρθωση: Χριστίνα Γιατζόγλου. Μακέτα εξωφύλλου: ΛΙΚΑ ΦΛΩΡΟΥ. 
Ο Μπεκατώρος συμμετέχει με τα εξής κείμενα-ποιήματα: «Η ΚΑΜΑΡΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ». Πραγματικό σχόλιο, Η Κάμαρη, Το Δάκρυ, Τα Έπιπλα. Μια Παραλλαγή ενός περιστατικού. Η Περιαυτολογία ή Περί Ρεαλισμού. LA MALA MORTE. Το Υστερόγραφο, ή Ο Ουρανός από το παράθυρο. (Α, Β, Γ), σελ. 403-414.
      Ένας άλλος εξίσου σημαντικός τομέας των συγγραφικών ασχολιών του, για την ακρίβεια, μεταφραστικών, είναι και ο κύκλος μεταφράσεων ξένων ποιητών και δοκιμίων τους. Βλέπε Tomas Stern Eliot: «ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ» (Επιλογή 1919-1961), μετάφραση-επιμέλεια: Σ. Μ. εκδόσεις Ηριδανός-Αθήνα Νοέμβριος 1983, σελ. 356, δραχμές 850. Και: Τόμας Στερν Έλιοτ, «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΕΧΕΙ», Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές. Μετάφραση- Σχόλια: Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πατάκη-Αθήνα Απρίλιος 2003, σελ. 546, τιμή 25 ευρώ. Και ακόμα μία μελέτη του Τόμας Στερν Έλιοτ: «ΔΑΝΤΗΣ» Θεία Κωμωδία και Νέα Ζωή. Μετάφραση-Πρόλογος-Σχόλια: Στέφανος Μπεκατώρος, εκδόσεις Πατάκη-Αθήνα Μάϊος 2005, σελ. 280, τιμή 12 ευρώ. Επίσης, ο Μπεκατώρος συνμεταφράζει μαζί με τον κριτικό και δοκιμιογράφο Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, τον μικρό τόμο D. H. LAWRENCE- P. RENTVHNICK, «ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ EDGAR ALLAN POE», ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΕΝΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  ΤΟΥ E. A. POE., μτφ. Σ.Μ.- Κ. Γ. Π., εκδόσεις Ηριδανός-Αθήνα Δεκέμβριος 1985, σελίδες 112, δραχμές 350. Και ακόμα, είχε την επιμέλεια και μετάφρασε τον αμερικανό ποιητή Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Βλέπε το δίτομο έργο EDGAR ALLAN POE, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ-ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ», τόμος Α΄. και «ΙΣΤΟΡΙΕΣ» τόμος Β΄, εκδόσεις Πλέθρον-Αθήνα Μάρτιος 1991. Ο δεύτερος τόμος των ιστοριών του Έντγκαρ Άλλαν Πόε περιλαμβάνει διάφορες μεταφράσεις όπως του Δημοσθένη Κούρτοβικ, της Μαρίας Λαϊνάς, του Κοσμά Πολίτη, του Φώτη Κόντογλου, του Νίκου Προεστόπουλου, της Στέλλας Βουρδουμπά, της Νάτα Κοκκόλη. Έχει μεταφράσει ακόμα έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε, ενώ έχει επιμεληθεί ή έχει γράψει μελέτες για Επιστολές του Άγγελου Σικελιανού στην Αγγελική Χατζημιχάλη, του Ίωνος Δραγούμη «Το Ανθολόγιο του Νουμά». Επιστολές του Περικλή Γιαννόπουλου στον Ίωνα Δραγούμη, για τον πεζογράφο Μάριο Χάκκα, τον υδραίο ποιητή Μίλτο Σαχτούρη και άλλα. Ποιήματά του, δημοσιεύονται στο περιοδικό «Τραμ», «Συνέχεια» τους ετήσιους τόμους «Ποίηση» κ. ά. Υπήρξε και επιμελητής εκπομπών στο ραδιόφωνο για την ποίηση.
Τον Γενάρη του 2019, οι εκδόσεις "Γκοβόστη", στην σειρά "Έλληνες Ποιητές" της γενιάς του 1970, κυκλοφορούν την μελέτη του Σ. Μπεκατώρου: "ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ", σελ. 160, τιμή 6,50 ευρώ. Το βιβλίο είναι μια μελέτη-ανάγνωση πάνω στο ποιητικό έργο του κριτικού και ποιητή Κ. Γ. Παπαγεωργίου. Περιλαμβάνει:
Στέφανος Μπεκατώρος, ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΠΛΑΧΝΩΝ. ΔΟΚΙΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ.
ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.
   « Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα» 
               Νίκος Καρούζος
              
ΕΝΑ ΠΡΩΙΜΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ για την ποίηση
Περιοδικό «Η νέα ποίηση». ποιητικό περιοδικό. Τεύχος 3/1,1975, σ. 48-50.
      Όταν κάθομαι καμιά φορά και κοιτάζω να δω τι περίπου κάνω με τα ποιήματα, σκέφτομαι πως εκείνο που κύρια προσπαθώ να φροντίζω πρέπει να είναι το να βγάζω κάθε τόσο στο φως μερικά πράγματα μέσα από τα βαθύτερα στρώματα του εαυτού μου, με τον τρόπο ίσως που βγαίνει το δάκρυ απ’ το σώμα μου-κι αυτό, σε μένα τουλάχιστον, δε συμβαίνει συχνά κι εύκολα’ χρειάζεται να στοιβαχτούν μέσα μου πολλά πράγματα, να σιγοβράσουν εκεί, ύστερα να εκραγούν. Έχω την εντύπωση ότι γράφοντας ένα ποίημα βγάζω έξω πράγματα που ίσως τ’ αναγνωρίσουν και άλλοι άνθρωποι, αφού το δάκρυ δεν είναι προνόμιο δικό μου’ εδώ είναι που βλέπω το είδος του κοινωνικού χαρακτήρα αυτών των ποιημάτων. Πάντα αισθάνομαι ανίκανος να επεχταθώ και να μιλήσω για πράγματα μακρυνά ή που δεν έτυχε να μ’ αγγίξουν. Συχνά θυμούμαι το λόγο του Σεφέρη:
               Δέξου ποιος είσαι.
                  Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα-
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρείς.
     Είναι για μένα μια βαθύτατη υπεύθυνη και σοφή υποθήκη κι ένας κανόνας που νομίζω ότι ποτέ στη ζωή μου δε θα μπορέσω να παραβώ. Νιώθω τα πράγματα όταν τα πλησιάσω κι αφεθώ (μπορέσω κι αφεθώ) να μ’ αγγίξουν και τύχει να τ’ αγγίξω κι εγώ. Μόνο όταν τα πράγματα γίνουν για μένα συγκεκριμένα, τότε νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να μιλήσω γι’ αυτά, για τη σχέση μου μαζί τους. Δεν ασχολούμαι με αόριστα πράγματα, με πράγματα-αφαιρέσεις. Έτσι ελπίζω ότι θα μπορέσω να διαφυλάξω την εγκυρότητα της μαρτυρίας μου. Γιατί στην ποίηση οι λέξεις δεν παίζουν το ρόλο σημάτων που παραπέμπουν στα πράγματα’ είναι οι ίδιες πράγματα. Δεν παραπέμπουν στη γνωστή μας αντί-κείμενη πραγματικότητα, αλλά σε μιάν άλλη, σωματική, υπό-κείμενη, θα έλεγα, περιοχή πραγμάτων. Είναι βέβαια σήματα, όμως δε λειτουργούν όπως τα γνωστά κοινόχρηστα λίγο πολύ σήματα πού παραπέμπουν σε γνωστά πράγματα του εξωτερικού μας κόσμου. Είναι σήματα άλλου είδους, που εγκαθίστανται από τον ίδιο τον ποιητή σε μιά ιδιωτική αρχικά σχέση. Ο ποιητής έχει τη φιλοδοξία η σχέση αυτή ν’ αποχτήσει ν’ αποχτήσει σιγά σιγά καθολικότερη διάσταση-πράγμα καθόλου εύκολο. Η γλώσσα φορτίζεται ανάλογα με τη σχέση που έχω με κάποιο πράγμα και παραπέμπει σ’ ένα σημείο που δε βρίσκεται στο περιβάλλον μου. Η λέξη είναι ένα ηλεκτρικό φορτίο εμπειριών που εντάσσεται μέσα στο «πεδίο δυναμικού» της φράσης, του στίχου, του ποιήματος-έχει την υπόστασή της μόνο μέσα στην περιοχή αυτή. Λέξη που στερείται εμπειρικού αντικρίσματος, λέξη που δεν έχει γίνει πράγμα, είναι σύννεφο που θολώνει το χώρο του ποιήματος, αφρός που διαλύεται στο πρώτο φύσημα. Η λέξη μένει τότε χωρίς Τρίτη και τέταρτη διάσταση, είναι επίπεδη. Εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο αμάρτημα που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος των ποιημάτων. Εδώ κιόλας βρίσκεται νομίζω το πρώτο και βασικό κριτήριο για να εντάξουμε ένα κείμενο στην περιοχή του ποιητικού λόγου. Δεν είναι δυνατόν να περιγράφει κανείς ενέργειες ή πάθη του με λέξεις και λεκτικούς τρόπους πού δεν πείθουν ότι είναι γι’ αυτόν πράγματα. Και νομίζω ότι δεν είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς το γνήσιο ποίημα, την αυθεντική έκφραση πραγμάτων, από τη σκέτη διανοητική κατασκευαστική δεξιοτεχνία (όταν κιόλας υπάρχει). Στη δεύτερη περίπτωση, βλέπει κανείς ότι η γλώσσα αποφορτίζεται, το μίγμα λέξη-πράγμα εξαχνώνεται, αφήνοντας ένα αβαρές υπόλειμμα γλωσσικών «καλλυντικών», ένα πτώμα που μυρίζει. Κάποτε η γραμματική, συντακτική και πραγματική ανάλυση των ποιημάτων, μιά εξέταση της δομής τους με άλλα λόγια, αρκεί για να δούμε καθαρά τα «αναπόδοτα» γλωσσικά λίπη και καρκινώματα και να πειστούμε έτσι για τη μη εγκυρότητα ενός κειμένου.
     Η επιμονή μου εδώ δεν πρέπει να εννοηθή σαν μια άκρατη υποστήριξη της μορφής’ απεναντίας. Νομίζω όμως ότι τα στοιχεία της μορφής ενός ποιήματος, όταν αναλυθούν και μελετηθούν συστηματικά και σωστά από τον επαρκή αναγνώστη, μπορούν να μαρτυρήσουν για το περιεχόμενο (πού είναι ένα με τη μορφή): αν δηλαδή έχουμε μπροστά μας μια έκφραση με εσωτερικό (αλλά και εξωτερικό) αντίκρισμα, διατυπωμένη διά μέσου της γλώσσας και που να ικανοποιεί κάποιους όρους της αισθητικής, αν έχουμε κάποιο είδος ποιητικής έκφρασης. Παράλληλα όμως υποστηρίζω ότι η φροντίδα για μορφή είναι αναγκαστική σε όσους νιώθουν κατά βάθος την κοινωνική, και, πιό μακριά, ιστορική διάσταση (αλλά και αποστολή) της ποίησης. Έχω την εντύπωση ακόμη ότι εδώ βρίσκεται βασικά το πιό βαρύ περιεχόμενο της ποίησης, ένα κριτήριο κιόλας για τη μεγαλοσύνη της) και που νομίζω πώς είναι συνυφασμένο με την ιστορική μοίρα το ανθρώπου.
     Κατά τη διάρκεια της Ιστορίας, η ανθρωπότητα έχασε πολλές φορές την αξιοπρέπειά της και κυλίστηκε στο βούρκο των τυφλωτικών παθών, γιατί αφέθηκε να πιστέψει σε αφαιρέσεις σε συνθήματα, σε παρανοϊκούς τυράννους, που κατάφερναν κάθε τόσο να δονούν τα κατώτερα ένστικτα, ανεβάζοντας στον αφρό όσα αποθέματα του κακού, βρίσκονται στην ανθρώπινη ψυχή. Στην εποχή μας το κακό πληθαίνει, λαβαίνει νέες παραπειστικές μορφές, επεκτείνεται με αστραπιαία ταχύτητα, πιάνει ρίζες πολύ εύκολα. Όσο οι ανθρώπινες κοινωνίες γεμίζουν υλικά αγαθά, όσο ο άνθρωπος γίνεται δούλος-καταναλωτής των αγαθών αυτών, τόσο η ψυχή του ανθρώπου αδειάζει, γίνεται εξάρτημα των πραγμάτων, το καλό πρόσωπο του ανθρώπου συντρίβεται και βουλιάζει στη λάσπη της ανωνυμίας, ο άνθρωπος γίνεται πολτός, ουσιαστικά πεθαίνει πρίν απ’ το βιολογικό θάνατο, πεθαίνει στη ζωή, κι ο θάνατος τότε είναι γι’ αυτόν δίχως ιδιαίτερη σημασία είναι απλά και μόνο η φυσιολογική συνέχιση μιάς κατάστασης που άρχισε στη ζωή. Το αφτί συνήθισε ν’ ακούει ηχερά και πρησμένα λόγια, που είναι άναρθρες κραυγές ζώων, συνήθισε ν’ ακούει αντικειμενικές δήθεν διακηρύξεις της μιάς και μόνης αλήθειας (κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής, ηθικής θρησκευτικής), κενούς ρητορισμούς. Η αδικία, το καθημερινό μικρό ή μεγάλο ψέμα, η ατιμία, το έγκλημα, η συκοφαντία, η σπίλωση κάθε άδολου πράγματος, κάθε τίμιου ανθρώπου όπου γης, η καταπίεση του όποιου ολοκληρωτισμού (πολιτικού, ιδεολογικού, ηθικού, ψυχολογικού, θρησκευτικού, οικονομικού), ο εκβιασμός που ασκεί η δύναμη, η προπαγάνδα, η διαφήμιση, ο πόλεμος, μας πολιορκούν από παντού, μπαίνουν μέσα στο σπίτι μας με τα καταναλωτικά αγαθά, ανεβαίνουν σαν αρπαχτικά όρνεα πάνω στο πνευματικό μας σώμα, που ναρκώνεται και σαπίζει, δηλητηριάζουν κάθε στιγμή της ζωής μας, γεμίζουν το μυαλό και μας τρελαίνουν. Ο κίνδυνος κάθε μέρα μεγαλώνει. Διατρέχουμε τον έσχατο κίνδυνο της Ιστορίας.
     Αν πρόκειται ν’ ανακουφιστεί κάποτε ο άνθρωπος από όλους αυτούς τους παιδεμούς, τους καθημερινούς θανάτους, αν πρόκειται να βρει μία μέρα το πραγματικό του πρόσωπο, να μπει στον καλό του εαυτό του, να εξαγοράσει το κακό της Ιστορίας, πρέπει να σκάψει βαθιά μέσα του και να βρει τ’ αληθινά αγαθά της ζωής, τα αγαθά του που απώθησε για χάρη ενός απάνθρωπου πολιτισμού. Τα αγαθά του εξωτερικού κόσμου δίχως τα αγαθά της ψυχής, είναι τυραννία, υποδούλωση, θάνατος. Αν πρόκειται ο άνθρωπος να ανεβεί πάνω στον εαυτό του, να στηριχθεί γερά πάνω σ’ αυτόν, πρέπει να να λατρέψει τον Θεό που είναι μέσα του, που πάντα βρισκόταν εκεί, καταδιωγμένος όμως από χίλιους δυό δαίμονες. Γιατί, τελικά, δε μας μένει τίποτε άλλο μέσα στον καταποντισμό των πάντων για να συγκροτηθούμε, παρά μόνο η προσπάθεια να ορίσει ο καθένας μας ένα δικό του κέντρο, απόλυτα δικής μας επιλογής και χρήσης, όπου θα συναρμολογήσουμε και θα συσπειρώσουμε ό,τι δυνάμεις εξαρτώνται από μας, ό,τι έχει τον ιδιαίτερο εκείνο χαρακτήρα μιας «πατρίδας» πρώτα και κύρια με το χρώμα και την ατμόσφαιρα της ψυχής, όπου ν’ ακουμπά το κάθε πράγμα που έχει κάτι απ’ το δέρμα της ψυχής και της αγάπης μας. Ίσως αυτό να υπονοούσε μέσα στην περίφημη παρένθεσή του ο Σολωμός, αυτό το altra cosa Αν πρόκειται λοιπόν ο άνθρωπος να λυτρωθεί απ’ τις έτοιμες καλοσερβιρισμένες «αλήθειες-λύσεις», έχει ανάγκη το θερμό προσωπικό λόγο της ποίησης, την «αλήθεια μιάς ψυχής κι ενός κορμιού» του Ρεμπώ, το λόγο που βγαίνει απ’ τις βαθειές χαραγματιές μιας αδιάκοπα ανήσυχης και αγωνιζόμενης ψυχής’ το λόγο τον εκφρασμένο με λέξεις που έχουν εσωτερικό αντίκρισμα, δίχως να έχουν αποκοπεί από τον λώρο της πραγματικότητας αλλά και χωρίς να υποτάσσονται στην πραγματικότητα, φορτισμένος από το χτύπημα του ανθρώπου, με τα πράγματα και τους ανθρώπους, ποτισμένες με το αίμα, τον πόνο και την αγάπη για τα πράγματα και τους ανθρώπους, τη χαρά της άδολης ζωής.
      Με την έννοια αυτή νομίζω ότι η ποίηση, η κάθε γνήσια αναστηλωτική ποίηση, είναι ταυτόχρονα κι ένας κανόνας πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής λύτρωσης του ανθρώπου, μια θρησκεία του μόνου αληθινού Θεού, μιά προσευχή στο μόνο αληθινό Θεό, τον προσωπικό άνθρωπο μιά ευχή για την ανάσταση του γένους των ανθρώπων, μια παρηγοριά στη σημερινή τους κατάπτωση- μιά παρουσία, τέλος, της αγάπης. Αυτά όμως, με την επίγνωση ότι στην πραγματικότητα έχουμε να δημιουργήσουμε ένα έργο πού δεν πρόκειται να μας δώσει κανένα αντάλλαγμα, καμιά κοινωνική αίγλη και απήχηση. Ο δρόμος είναι γεμάτος εμπόδια. Γιατί η παλιά καλή εποχή του ποιητή-ιεροφάντη πέρασε για πάντα. Σήμερα τα τέρατα της τεχνοκρατίας και της βίας δημιούργησαν ένα σωρό υποκατάστατα. Μέσα σε έναν κόσμο ξεκοιλιασμένο η φωνή του ποιητή μόλις ακούγεται. Δίχως αυταπάτες η ποίηση στην εποχή μας δεν έχει σημασία μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έτσι στον ποιητή μένει ο ταπεινός ρόλος του ψιθυριστή, που ψιθυρίζει πράγματα ακατανόητα στους πολλούς αφού η συνομιλία του γίνεται με ταπείνωση σε μιά περιοχή χαμηλών φωνών. Γι’ αυτό ζητά βαθύτατη ψυχική και πνευματική μέθεξη. Είναι ίσως, γιατί όχι, μιά λειτουργία μυστική, μιά μυσταγωγία, πού μέσα στην καταφρόνια οραματίζεται και προετοιμάζει το φωτεινό αύριο της ανθρωπότητας ενώ έξω στην αγορά τα πλήθη ανύποπτα γίνονται βορά της καθημερινής κακομοιριάς, του κακόβουλου φθόνου, του φανατισμού και του μίσους.
     Τα πράγματα αυτά επιχειρεί να τραυλίσει ο ποιητής με όση ένταση θα τύχει να τον φορτίσουν τα εξωτερικά και τα εσωτερικά περιστατικά της ζωής του. Θα είναι βέβαια πράγματα βγαλμένα μέσα απ’ το αίμα του, που θα τρέχει απ’ την πληγή σε κάθε χτύπημα με συγκεκριμένα περιστατικά και συγκεκριμένους ανθρώπους, σε μιά συγκεκριμένη γλώσσα, που σε μας εδώ έρχεται από τα βάθη μιας μεγάλης γλωσσικής παράδοσης, από τον Όμηρο και τους τραγικούς ποιητές μέχρι την Κρητική ποίηση, τον Σολωμό και τον Σεφέρη.
     Νομίζω ότι αν μου επιτρέπεται να επιμείνω στο σημείο αυτό, είναι γιατί η γλώσσα ακριβώς στάθηκε για τον Έλληνα ποιητή μιά πολύ μεγάλη δοκιμασία και σε στιγμές εθνικής αγωνίας και αδιεξόδου, το πρώτο και κύριο αίτημα και μέλημα για τη διατήρηση και συνέχιση της πνευματικής μας παράδοσης, πού έγινε έτσι μιά ματωμένη πορεία. Πρίν αρκετά χρόνια σύντριψε το μεγαλύτερο ποιητικό ανάστημα που έδωσε ο τόπος μας στη νέα εποχή, τον Διονύσιο Σολωμό. Στο καιρό μας στάθηκε η μόνιμη αγωνία και η έντονη φροντίδα του Γιώργου Σεφέρη. Τώρα, σε μιά εποχή μεγάλης δοκιμασίας του ελληνισμού, όταν όλες οι δυστυχίες του κόσμου πέφτουν στο κεφάλι μας και προσπαθούν να μας αφανίσουν όσα χαρακτηριστικά μας απομένουν και σαν Έθνος και σαν άτομα, η γλώσσα, κυριότερος ανά τους αιώνες φορέας του χαρακτήρα και των βαθύτερων γνωρισμάτων μας, διατρέχει μεγάλο κίνδυνο όχι μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι η κηλίδωσή της στην κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική εκφορά-αλλά και από εκείνους που υποτίθεται ότι θέλουν διαμέσου της γλώσσας να εκφράσουν πράγματα. Νομίζουν οι δύστυχοι αυτοί ότι θα εκφράσουν την αποσύνθεση και την αποσάθρωση της κοινωνικής δομής και του ατόμου με την αποσύνθεση και κηλίδωση της γλώσσας. Και υπήρξαν πνευματικοί άνθρωποι, κατά τα άλλα σωστά και έντιμα τοποθετημένοι απέναντι στο εθνικό μας πρόβλημα, που περιέβαλλαν με τις φροντίδες τους και πρόβαλλαν «ποιητικά» εκτρώματα κάποιων νέων ανθρώπων δίχως ψυχικό και πνευματικό περιεχόμενο και δίχως το ταλέντο (οι περισσότεροι) να δημιουργήσουν αισθητικές μορφές. Είναι λυπηρό μιά τέτοια ανεύθυνη στάση ανθρώπων που βαστούν την πνευματική ζωή του τόπου σήμερα. Η γενικότερη ασυναρτησία της εποχής μολύνει τώρα και το σώμα της γλώσσας. Είναι υπέρογκος ο κίνδυνος.
     Όμως ο ποιητής, ο Έλληνας ποιητής, που ζει σ’ ένα βαθειά δοκιμαζόμενο χώρο, αποχτά σήμερα την κοινωνική του διάσταση και λειτουργία, μόνο όταν κοντά στην καλλιτεχνική συνείδηση έχει και καταθέτει μιά υπεύθυνη και αμετακίνητη πνευματική στάση, για τα κοινά. Μόνο τότε ο λόγος του μπορεί και έχει το δικαίωμα να γίνει λίγο ή πολύ κοινόχρηστος και να φτάσει μέχρι το κάθε πνευματικά υπαρκτό άτομο. Στοιχείο της στάσης αυτής πρώτο και κύριο είναι η συνείδηση της γλώσσας και η βαθύτατη εκφραστική αγωνία του ποιητή, το πάθος του για την τέλεια μορφή και το ανώτερο περιεχόμενο, που είναι ένα. Και ακόμα μια ισχυρή αίσθηση: ο εσωτερικός του κόσμος (με τα πάθη του, την αγωνία, τη στέρηση, τη μοναξιά, όλες τις πληγές που του ανοίγει η καθημερινή απάνθρωπη πραγματικότητα) γίνεται ανθρώπινος, υπάρχει και λειτουργεί μέσα στους ανθρώπους για τους ανθρώπους, μόνο όταν έρθει σε κοινωνία με τους άλλους και τα πράγματα. Όταν αγαπήσει τους άλλους με κατανόηση και επιείκεια, διατηρώντας όμως την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του. Όταν ζητήσει απ’ τους άλλους να τον καταλάβουν και να τον αγαπήσουν, γνωρίζοντας ότι είναι άξιος της αγάπης τους.
1 Μαϊου 1974.
--
Μαρίας Λαϊνά, «Αλλαγή Τοπίου» Κέδρος 1974
(Μιά διαλεκτική της ζωής και του θανάτου).
Περιοδικό «Η νέα ποίηση» τχ. 6/Καλοκαίρι –Σεπτέμβρης 1975, σ. 133-134.
      ΣΑΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ενός ιδιωτικού χώρου άρχισε να γίνεται γνωστή η ποίηση της Μαρίας Λαϊνά. Απ’ το πρώτο της βιβλίο (Ενηλικίωση, 1968) μέχρι το τρίτο και πρόσφατο, προσπάθειά της στάθηκε η προσέγγιση του καθολικού διαμέσου του «υπογείου» χώρου της ατομικής συνείδησης. Κεντρική βίωση σε όλη την πορεία της ο έρωτας, με τον οποίο συνδέονται όλα τα θεματικά στοιχεία της γραφής της και πιό πολύ ο θάνατος. Η Λαϊνά «καταπιάστηκε» με το αιώνιο στοιχείο της ζωής και η φωνή της μεταφέρει ένα σπαραγμό που λίγες φορές θα συναντήσει κανείς σε άλλους ποιητές του ’70. Η ποιήτρια έμεινε μακριά απ’ το συρφετό που εντυπωσιάζεται σήμερα απ’ την αμετουσίωτη και λιπαρή καθημερινότητα. Είναι σε θέση να γνωρίζει τι μπορεί να περάσει  στο χώρο της ποίησης ως γλώσσα , διακρίνει πίσω  απ’ τα επιφαινόμενο το αιώνιο συστατικό του και αφού πρώτα το βιώσει το μορφοποιεί σε έκφραση πού μεταφέρει κάτι απ’ τον ανείπωτο κραδασμό του, με την βοήθεια μιας γλώσσας που λειτουργεί μουσικά. Απ’ την «Ενηλικίωση» η σχέση της με τον κόσμο είναι σχέση τραγική, πράγμα που χαρακτηριστικά διακρίνεται στον τρόπο με τον οποίο βιώνει την ομορφιά, τη «δύσκολη» όπως γράφει μια σχέση θανάσιμα επικίνδυνη, μιά κατάχτηση επώδυνη. Η ποιήτρια συνειδητοποιεί ως η χαμένη αθωότητα είναι το αντίτιμο που οπωσδήποτε θα πληρώσει αν επιμείνει να κρατηθεί στη ζωή. Στο «Επέκεινα» (1970), η Λαϊνά θα μας δώσει μιά συγκλονιστική της εμπειρία θανάτου. Τα πράγματα αναδύονται τώρα μ’ ένα μεταφυσικό φωτοστέφανο. Οι ιδιοτυπίες της γραφής της αρχίζουν να γίνονται σαφείς, ενώ είναι φανερό το βασικό μειονέκτημα μιάς έκφρασης πού, κάτω απ’ την επίδραση μιάς μεταφυσικής προβληματικής, αναγκάζεται ν’ απομακρυνθεί επικίνδυνα απ’ τα πράγματα, με αποτέλεσμα να εκφράσει πολύ εξατομικευμένα αισθήματα και ποιήματα που προσφέρονται στον αναγνώστη δίχως επαρκή «σημεία αναφοράς». Έχεις την εντύπωση ότι η ποιήτρια χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων της έτσι η επικοινωνία μαζί της γίνεται δύσκολη Η Λαϊνά ωστόσο διαμέσου μιάς γλώσσας «λειτουργικής», κινουμένης μουσικά, δίνει ποιήματα μεγάλης έντασης και υποβολής και ταυτόχρονα «διατυπώνει» μερικές οξύτατες λυρικές παρατηρήσεις, όπως πχ. «εγώ λοιπόν ήμουν πάντα τα παιδικά μου χρόνια» η πεισματική προσήλωση στο μύθο του χαμένου παραδείσου σε στιγμές μεγάλης δοκιμασίας.
     Όμως η Λαϊνά δεν κατέχει μόνο το χάρισμα του ποιητικού λόγου. Η ποιητική λειτουργία της έχει τη δυνατότητα να κινηθεί σ’ ένα χώρο πνευματικό, πού είναι η βασική προϋπόθεση στον ποιητή για να προσεγγίσει τη μεγάλη ποίηση. Η δυνατότητα αυτή της επέτρεψε να συνειδητοποιήσει έγκαιρα τους κινδύνους που εγκυμονούσε η υπερβολική απομάκρυνση απ’ τον εξωτερικό χώρο των πραγμάτων. Απόδειξη αποτελεί το πρόσφατο βιβλίο της. Ο τίτλος του, «Αλλαγή τοπίου», είναι εύγλωττος και δηλώνει ασφαλώς το πέρασμα της ποιήτριας σε μιά νέα φάση. «Αν στην πρώτη φάση, η συνείδησή της βαθύτατα πληγωμένη απ’ την τροπή που παίρνουν για ένα νέο άνθρωπο τα πράγματα της ζωής, επιχείρησε την υπέρβασή τους δημιουργώντας έναν άλλο χώρο ιδιωτικό, όπου συσπειρώθηκαν η οδύνη και οι πικρές απώλειες του οράματός της, τώρα η συνείδησή της έχοντας πλέον συμφιλιωθεί με την Ανάγκη, προσγειώνεται στα πράγματα και, στο πρώτο στάδιο της ωριμότητας, επιχειρεί να δώσει στον κόσμο μιά τάξη και έναν νόημα, τέτοια ώστε να εκπληρώνουν το προσωπικό της όραμα, που είναι βέβαια σε ασυμφωνία με την πάγια απάνθρωπη πραγματικότητα και τη λειτουργία της κάθε φορά στα πλαίσια των κοινωνιών και της Ιστορίας. Στην ποίησή της περνούν τώρα τα στοιχεία εκείνα που θα την οδηγήσουν (με καιρό και με κόπο) σε μιά καθολικότερη και συνθετότερη έκφραση της ζωής και του κόσμου. Στα δύο μέρη του βιβλίου η ποιήτρια ταξινομεί στη συνείδησή της εμπειρίες που εκφράστηκαν στην προηγούμενη εργασία της, κάτω όμως τότε απ’ τη διαλυτική επίδραση του συναισθήματος. Ο κεντρικός χώρος στον οποίο κινείται και τώρα, είναι βασικά ο ίδιος εκείνος της ατομικής ύπαρξης. Διευρύνεται μόνο ο χώρος της έρευνας και βελτιώνεται ο τρόπος επεξεργασίας των στοιχείων. Η Λαϊνά κάνει τώρα βιωμένη οντολογία. Τη φορά αυτή τη απασχολούν και πάλι τα πανάρχαια ζεύγη έρωτας-θάνατος, φως-σκοτάδι, έρωτας-μοναξιά, παροδικό-αιώνιο, στάση-κίνηση, φαινόμενο-ουσία, το εγώ-ο άλλος. Η διαλεκτική λειτουργία των ζευγών αυτών μέσα στα νέα τούτα ποιήματα  πείθει ότι η Λαϊνά είναι κάτοχος του μοναδικού «κλειδιού» της μεγάλης ποίησης, πού είναι η κατανόηση-βίωση της αντιπαλότητας των φυσικών στοιχείων έξω και μέσα στον άνθρωπο, η «διατύπωση» της πάλης αυτής σε αισθητικές μορφές ισόρροπες και που να λαβαίνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης εποχής, όμως να μετακινηθούν άνετα μέσα στο χρόνο.
      Στο πρώτο μέρος του βιβλίου (Τα πουλιά), έχουμε μιά γενική θεώρηση των πραγμάτων και τη διαλεκτική τους σχέση με το χρόνο (λειτουργία της μνήμης) και το χώρο (λειτουργία στάσης-κίνησης), προτού περάσουμε στο δεύτερο μέρος όπου η διερεύνηση γίνεται από πιό «κοντά». Συνεχής είναι η υπόμνηση της άλλης διάστασης των πραγμάτων, που είναι η ίδια πάντα πίσω απ’ τις ποσοτικές και ποιοτικές μεταβολές της Ιστορίας. Ρητά δηλώνεται αυτή η στάση σε δύο σημεία: «Η κίνηση γελοία» (σελ. 15) και «Η ιστορία/ δεν ντρέπεται καλύτερα» (σελ. 17).
Οι πιό πάνω προθέσεις πραγματοποιούνται εκφραστικά διαμέσου συμβόλων με κυριότερο το βαλσαμωμένο πουλί του μουσείου, που κατέχει μεγάλες δυνατότητες να μεταδώσει  την παγωνιά, τη φρίκη και την τραγικά άδοξη πτώση του θανάτου. Το θέμα του θανάτου, απ’ τα μονιμότερα  στην ποίησή της, έχει στη νέα φάση ενδοκοσμική έννοια κι όχι μεταφυσική, όπως στο «Επέκεινα». Συγκεκριμένα, στο πολύ σημαντικό ποίημα «Τα Ψαρά», ο θάνατος είναι προσγειωμένος πάνω σ’ ανθρώπινα σώματα και τα πράγματα του κόσμου αυτού και δεν χρησιμεύει για προφητείες «παρά για αυτοψία» (σελ. 12). Όπως και πρίν έτσι και τώρα η αίσθηση που έχει για το θάνατο είναι κοντινή με αυτή του έρωτα-συνυπάρχει στην κορύφωσή του. Ακόμα και το μικρό πουλί που βάζει να θρηνεί το θάνατο, το θέλει σπουργίτι, γιατί αυτό «περισσότερο απ’ τα πουλιά/ επιθυμεί τον έρωτα». Όμως το νεκρό πουλί σαν σύμβολο φορτίζεται εκτός απ’ την αίσθηση που έχει η ποιήτρια για τον έρωτα και το θάνατο, και με ό,τι άλλο ανυπεράσπιστο χαρακτηρίζει την εσωτερική της ζωή’ φθάνει μέχρι το σημείο μάλιστα να ταυτίζει τη μοίρα της (αλλά και τη δική μας) με την τραγική κατάληξη των πουλιών. Σχετικά τώρα με την διαλεκτική των πραγμάτων μέσα στο χρόνο και το χώρο, θα σημείωνα επίσης τον τρόπο με τον οποίο επιζητεί το ξανακέρδισμα του χαμένου χρόνου. Αφού «μες από μας υπάρχουν τα γράμματα» (σελ. 35), είναι επόμενο η μνήμη να μπορεί να λειτουργήσει σαν αντλία που δίνει αίμα στα πράγματα του παρελθόντος, όπως το όνειρο στα πράγματα του παρόντος και του μέλλοντος.
      Συμπερασματικά, μου επιτρέπεται νομίζω, με βάση την πρόσφατη εργασία της Λαϊνά, να υποθέσω πώς πίσω απ’ όλη αυτή την «πραγματογνωσία» υπάρχει μιά μεγάλη απογοήτευση που εκδηλώνεται και με τάσεις ησυχασμού (σελ. 41) μακριά από τη σημερινή κατάντια της ζωής και των ανθρώπων. Είναι «λογικό» να μην εμπνέει τίποτε σήμερα την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο της ανθρωπότητας. Η ευαισθησία και η συνείδηση είναι πηγή αφόρητης οδύνης. Αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς συνειδητός άνθρωπος στην εποχή μας. Ζούμε σε καιρούς παρακμής και διάλυσης των πάντων. Το πνεύμα έντρομο αναζητεί νέες βεβαιότητες, κάτι που να του παρέχει μονιμότερη ασφάλεια μετά τον ξεπεσμό των ιδεολογιών και των πολιτικών συστημάτων Αν μπορεί να υπάρξει μιά ελπίδα σήμερα είναι το όραμα της θεμελίωσης ενός άλλου κόσμου πάνω στο εγώ. Διαμέσου του εγώ και με μιά σχέση, όσο γίνεται, αγάπης και επιείκειας να αναζητούσαμε τον άλλο και τα πράγματα. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται τώρα και η αναζήτηση της Λαϊνά, προκειμένου να επιστρέψει το ανθρώπινο πρόσωπο στο δικό του τοπίο (σελ. 37). Στο τεχνικό μέρος θα είχα να παρατηρήσω έναν ωριμότερο χειρισμό των εκφραστικών της μέσων, αν εξαιρέσω μερικές ασάφειες, έναν αποσπασματικό χαρακτήρα σε μερικά ποιήματα, που αφορά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η μετάβαση από το ένα στοιχείο στο άλλο (πχ. στο ποίημα α, σελ. 14). Νομίζω πως το πέρασμά της σε μιά υπερβολικά ελλειπτική γραφή έγινε απότομα, δίχως να προσεχθεί η δομή και η λειτουργία των ποιημάτων. Ωστόσο είναι πολύ σωστή νομίζω η αφαίρεσή της, με αποτέλεσμα να έχουμε ποιήματα στα οποία δεν κινδυνεύει η ουσία από επιφανειακά στοιχεία.
     Η Μαρία Λαϊνά είναι σήμερα, μετά το τρίτο και σημαντικότερο βιβλίο της, ένας απ’ τους λίγους νεότερους ποιητές μας που έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη δημιουργίας μιάς αναστηλωτικής ποίησης με στοιχεία πνευματικά, η οποία αξιοποιώντας ό,τι απ’ την παράδοση αποδείχτηκε στέρεο στο χρόνο, προχωρεί με ταπεινοσύνη και με βαριά συνείδηση πνευματικής ευθύνης στην κωδικοποίηση των συγκλονιστικών περιστατικών της εποχής μας, αναζητώντας με σπαραγμό μέσα σ’ αυτήν τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν τα αιώνια χαρακτηριστικά της ζωής και του ανθρώπινου προσώπου.
--
Μικρό ανθολόγιο από τις συλλογές του.
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Δεν ξέρω να μιλώ για όνειρα.
Ξέρω να ονειρεύομαι ιχνογραφώντας λέξεις
ανιχνεύοντας χορδές, πλήττοντας χορδές
επιδεικνύοντας προκλητικά γυμνό
το σώμα μου.

Το ποίημα
ένα τηλέφωνο που ηχεί σπαραχτικά
ώρες του ύπνου
τεμαχίζοντας τον ύπνο.
Ο ποιητής
ένας χαιρέκακος
φαρσέρ του τηλεφώνου
καλώντας δίχως τελειωμό
ώρες του ύπνου
έξω απ’ τον ύπνο.
Η  ΛΕΞΗ
Ήταν μιά λέξη μόνο
πάνω στο χαρτί.
Ένα λευκό χαρτί.
Κάποιος ήθελε να τυλίξει κάτι.
Το βρήκε πρόχειρο, το πήρε.
Σε λίγο η λέξη μύριζε άσχημα.

Τώρα εκείνος που έγραψε τη λέξη
κλαίει. Έτσι, όπως εμείς
κλαίμε κάποιον δικό μας
που πέθανε.
Και τα δύο ποιήματα από την συλλογή «ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ» εκδ. Θεωρία-Λογοτεχνία 1982.
--
ΣΥΝΝΕΦΑ ΚΟΠΑΔΙΑ
Τα όνειρά μου σύννεφα κοπάδια.
Ένας αέρας βοσκός τα ρίχνει ένα
Ένα στην θάλασσα για να τα πάει
Κατά εκεί πού θέλω.
ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Ώ να επέστρεφα στις παιδικές λιακάδες
Με ένα φτωχό πατίνι να τραντάζω πάλι
Τις κατηφοριές με ένα φτηνό ποδήλατο
Να τριποδίζω στα χώματα στις ανηφόρες
Εκεί του ονείρου να εχάιδευε ξανά
Τα μαλλιά μου ο τρελός άνεμος.
Και τα δύο από την συλλογή «ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΣΤΑ ΔΑΚΤΥΛΑ», εκδ. Πατάκη 2002
--
ΣΩΜΑ ΣΗΜΕΙΟ
Πικρό μου δάκρυ
ποίημα σωθικό του κορμιού μου
ανυπεράσπιστο.
ΓΙΑ ΛΙΓΟ
                  Μνήμη Κ. Π. Καβάφη
Α΄
Ολόκληρος ο κόσμος ο πρίν ο μετά
έχει ένα νόημα πάντοτε ίδιο
για μια μονάχα στιγμή του παρόντος
         όταν
το σώμα οδηγείται ολομόναχο εμπρός
στο χαρτί.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Είναι βαριά τα γόνατα του πολυπικραμένου
όταν μετράει αργά αργά τα σκαλοπάτια
ή όταν πηγαίνει για το σπίτι στον ανήφορο
λες κι έχει ο δύστυχος στην πλάτη φορτωθεί
αυτός μονάχα ολόκληρο το θάνατο.
V ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Καίει αρπαχτικός ήλιος
Στη μαύρη άσφαλτο
άδειο τσουβάλι χάρτινο κουφάρι
σκύλου με ολάνοιχτα στον ουρανό
τα πόδια.
ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΙ
Μή ρωτάτε ηλικία
Συνομήλικοι εμείς όλοι
Στο αχόρταγο μαύρο

Ήσυχη ομίχλη που πέφτει
Λίγο πρίν από τα μέσα
Ψηλά γαλάζιο.
ΜΟΝΟ ΤΟ ΧΕΡΙ
Δεν πειράζει απάντησε δίκαια
σιωπούν για όσα γράφω.
Ας είναι μόνο καλά το πικρό
χέρι μου συνέχεια του κορμιού
ας κολυμπάει καλά
να μην το πάρει ο θόρυβος
βαθιά κάτω.
ΑΔΙΑΚΟΠΑ
Τί θέλει για να ζήσει;
Ένα κρεβάτι.
Ένα ποτήρι.
Κι ένα μεγάλο πιάτο.
Κι ένα μεγάλο
μάτι να τον κοιτάζει
αδιάκοπα.  
ΣΤΟ ΧΩΜΑ;
Όλο αυτό εδώ
τριγύρω ένας θόρυβος
σκόνη μέσα στο φως
σβήνει κατακαθίζει χάνεται
βαθιά
στο χώμα;
ΙΙΙ ΤΡΟΧΑΙΟ
Τρομερό τριήμερο
Τόσα κορμιά μαύρο σιτάρι
τόσες ψυχές στους δρεπανηφόρους
τροχούς.
ΙΙ. ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ
Είπε ο γιατρός
γρήγορα γρήγορα
προϊσταμένη γρήγορα γρήγορα τη νεκρή
στο υπόγειο στα σκουπίδια γρήγορα
το φορείο γρήγορα
σηκώστε την ξεφορτωθείτε την
θέλω κρεβάτι καθαρό
για τον πελάτη μου
Μην ενοχλείστε πηγαίνω μόνη μου
είπε η νεκρή.
Κι εγώ επείγομαι να φύγω
από το μαύρο νοσοκομείο σας.
Στέγνωσα εσάπισα εδώ.
Σ’ αυτό τον τόπο όσο εζούσα
όλα με οδηγούσαν στα χλομά
σκουπίδια.
          Ξέρω καλά τον δρόμο
για το υπόγειο.
          ‘Ώστε καπνείστε ήσυχα
εσείς το τσιγαράκι σας.
IV. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Ολοένα και πιο παραπεταμένος. Σε μιά γωνιά της ζωής άχρηστος για όλους και για τον εαυτό του. Σα να τον έσπρωξαν έξω από την θύρα του κόσμου. Είναι φορές που θέλει να φτύσει καταγής την ανάγκη του για προσφορά και να δοθεί ολοκληρωτικά στη δημιουργία του Έργου του. Εκφράζοντας το αδιέξοδο της εποχής την αγωνία της υπάρξεως να ομολογήσει επί τέλους ταπεινά την ήττα του. Να ενσωματωθεί και αυτός στη γενική σκοτοδίνη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020      
        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου