Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Τρεις κορυφαίοι της πνευματικής μας ζωής μιλούν στο περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

              ΤΡΕΙΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΤΣΑΤΣΟΣ- ΝΙΚΟΣ   ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

                         ΠΡΌΛΟΓΟΣ

      Το δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά εκδόθηκε από τον λόγιο Νίκο Σ. Μοναχό. Χρόνος Α΄ Τόμος Α΄, τεύχος 1 Αθήνα 1 Μαρτίου 1944 σελίδες 72 δραχμές 40.000 διαστάσεις 21,5 Χ 14,5 εκατοστά.  Στο εξώφυλλο αναγράφονται τα περιεχόμενα και άλλα πληροφοριακά στοιχεία της «δεκαπενθήμερης λογοτεχνικής έκδοσης». Ο τίτλος του περιοδικού και το νούμερο του τεύχους έχουν χρώμα βαθύ κόκκινο ενώ τα άλλα στοιχεία του μαύρο. Ο τίτλος υπογραμμίζεται με μαύρη γραμμή. Το σημαντικό αυτό περιοδικό κυκλοφόρησε συνολικά 44 τεύχη, διπλά, τριπλά, πενταπλά, έως τα Χριστούγεννα του 1946. Χρόνος Γ΄, τόμος Δ΄, σελίδες (281-344) δραχμές 2000. Το κείμενο που ανοίγει την αυλαία της έκδοσης είναι το μελέτημα του δοκιμιογράφου από την Θεσσαλονίκη Πέτρου Ωρολογά, «Η ΛΥΡΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ» σελ. 1-14, ενώ το κείμενο του Σπύρου Γρανίτσα, «ΕΝΑΣ ΘΕΑΤΗΣ ΤΟΥ ΓΚΡΕΚΟ» σελ. 343-344 κλείνει τον κύκλο της κυκλοφορίας του. Την συντακτική επιτροπή της «δεκαπενθήμερης έκδοσης τέχνης και σκέψης» αποτελούσαν ο διευθυντής του περιοδικού Ν. Σ. Νομικός και κατά διαστήματα, οι συγγραφείς Αλκης  Αγγελόγλου και Αστέρης Κοββατζής. Οι δύο συνεργάτες και συγγραφείς χρησιμοποιούν τα ψευδώνυμα Α. Σπύρης και Α. Σγουρός στις δημοσιεύσεις τους. Προσθετικά να σημειώσουμε, ότι τους Α. Αγγελόγλου και Α. Κοββατζή τους συναντάμε στα κατοπινά χρόνια και στην συντακτική επιτροπή του περιοδικού Ελληνική Δημιουργία του θεατράνθρωπου Σπύρου Μελά.

     Το περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά κυκλοφόρησε  την σκοτεινή και δύστοκη δεκαετία που περνούσε η χώρα μας και ο Κόσμος, με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χώρα βίωσε την φριχτή περίοδο του ελληνοιταλικού πολέμου, την γερμανική εισβολή και κατοχή, έναν πόλεμο άδικο και καταστροφικό για την ίδια της την γεωγραφική «οντότητα», το σύνολο του ελληνικού λαού. Κακουχίες, φτώχεια, πείνα, θάνατοι στους δρόμους, εξαθλίωση, φόβος, τρομοκρατία, δολοφονίες, εξορίες, έλληνες εβραίοι και πατριώτες αντιστασιακοί πολίτες στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι ναζί, υλικές και οικονομικές καταστροφές, εκδικητικές δολοφονίες άμαχου ελληνικού πληθυσμού τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία. Χωριά και κωμοπόλεις, κεφαλοχώρια και πόλεις τυλίχτηκαν στις φλόγες και οι κάτοικοί τους εξανδραποδίστηκαν, φυλακίστηκαν, δολοφονήθηκαν εκδικητικά από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής με γερμανικό πείσμα στο όνομα της υπεροχής της άρειας φυλής. Η Ελλάδα, σε σχέση με τον πληθυσμό της και τις οικονομικές δυνατότητές της, είχε τα περισσότερα θύματα πολέμου και ποικίλες άλλες ανθρώπινες απώλειες  και υλικές καταστροφές τα χρόνια αυτά. Ένας μικρός φτωχός λαός, ο Ελληνικός, που πέτυχε με τις ισχνές του δυνάμεις αλλά το θεόρατο ψυχικό και αγωνιστικό σθένος το Ελληνικό θαύμα. Άντεξε, αγωνίστηκε, αντιστάθηκε, πολέμησε, μεγαλούργησε, ύψωσε το πατριωτικό του ανάστημα απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις και τους συμμάχους του Άξονα. Δημιούργησε το Έπος του 1940, το Αλβανικό Έπος, την πάνδημη Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων, το ΕΑΜ, το μεγαλείο της Απελευθέρωσης, παρά τα μυριάδες πολλαπλά σωματικά, ψυχικά, πνευματικά και άλλα τραύματα, υλικές καταστροφές που υπέστει. «Φτωχός λαός που πολεμά….» μας λέει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος. «Τα θεμέλιά μου στα βουνά, και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους…»  γράφει ο νομπελίστας  ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Και μέσα σε αυτούς τους άγονους και σκοτεινούς καιρούς έβρισκε το κουράγιο, την τόλμη, το θάρρος, τη διάθεση να ασχολείται με την τέχνη, την ποίηση, την μουσική, το θέατρο, τον πολιτισμό. Να γράφει ποιήματα, να εκδίδει μυθιστορήματα, να δημοσιεύει λαϊκούς ύμνους, να κυκλοφορεί λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία, μελέτες, για να παίρνει κουράγιο, να ενθαρρύνεται, να χαίρεται, να εμψυχώνεται. Να κρατά άσβεστη την συλλογική μνήμη ενός λαού πανάρχαιου, ιστορικού, ενός αγωνιζόμενου έθνους μέσα στην Ιστορία. Μια ακαταμάχητη ελπιδοφορία που κρατούσε ζωντανό και ακμαίο το πνευματικό αγωνιστικό ήθος και φρόνημα των Ελλήνων και Ελληνίδων. Βιβλία που περνούσαν από χέρι σε χέρι μέσα στο σκοτάδι. Θεατρικές παραστάσεις που στήνονταν πρόχειρες στα χιονισμένα βουνά. Παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών σε αυλές καφενείων και μπακάλικων, με ένα λευκό σεντόνι και την φλόγα ενός σπαρματσέτου μόνο, μαζί με τις χάρτινες ή πάνινες φιγούρες που έφτιαχναν με μεράκι οι ίδιοι οι Καραγκιοζοπαίχτες. Μουσικά λαϊκά ακούσματα ρεμπετών σε υπόγειες ταβέρνες μισοσκότεινες. Αγωνιστικές αντιστασιακές συγκεντρώσεις μέσα σε κλειστά σπίτια, πίσω από παράθυρα με τα τζάμια σκεπασμένα με μπλε κόλλες ή εφημερίδες για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους κατακτητές. Όσο τεράστιος ήταν ο πολεμικός οργασμός του κατακτητή σε βάρος της χώρας μας, άλλο τόσο και ακόμα μεγαλύτερος ήταν ο αγωνιστικός και αντιστασιακός δυναμισμός των Ελλήνων. Της σωματικής και ψυχικής του δύναμης και αντοχής, της πνευματικής του ρώμης εκείνη την σκοτεινή δεκαετία. Τα πεινασμένα της Κατοχής χρόνια, του ελληνικού σωματικού λοιμού αλλά του εύρωστου πνευματικά έλληνα. Ένας λαός, ο Ελληνικός (όπως και άλλοι δημοκρατικοί λαοί , Άγγλοι, Γάλλοι, Βέλγοι, Ισπανοί, Ολλανδοί, τότε Σοβιετικοί, που πολέμησαν εναντίον του άξονα) που σθεναρά αντιστάθηκε στον εχθρό με το όπλο και το κοντύλι. Τον πρόχειρο, αυτοσχεδιαστικό πολλές φορές οπλισμό τους, και το μολύβι που έγραφαν τα αντιστασιακά τους φλογερά κείμενα, η νέα ηλικιακά γενιά των ελλήνων ποιητών και συγγραφέων μαζί με τις παλαιότερες. Πατριωτικά κείμενα και ηρωικές μπροσούρες που έγραφαν στα κατριγέ φύλλα τετραδίου και τα μοίραζαν στους έφηβους συμμαθητές τους κάτω από το θρανίο. «Οι νέοι που τους έλεγαν αλήτες….» όπως μας λέει και πάλι ο Ηλιοπότης ποιητής. Στους τοίχους έγραφαν στίχους του Διονυσίου Σολωμού, στις μάντρες με κόκκινη μπογιά, αντιστέκονταν, τις νύχτες με κίνδυνο της ζωής τους μοίραζαν προκηρύξεις ενάντια στους κατακτητές, άφηναν τα πνευματικά και οραματικά τους  χνάρια. Και άντεξε, αυτός ο λαός, άντεξε υπερήφανα και γενναία, έγινε παράδειγμα σε υπέρτερους οικονομικά και στρατιωτικά από αυτόν ευρωπαϊκούς λαούς. Πολέμησε με θάρρος που τον ξεπερνούσε, είτε ατομικά είτε εντασσόμενος σε αντιστασιακές οργανώσεις της εποχής του. Ύψωσε το μπόι του πάνω στα χιονισμένα ελληνικά βουνά της Πίνδου και στις κατεστραμμένες από τους κατακτητές πόλεις και χωριά. Σαν τον  αρχαίο Ανταίο ο ελληνικός λαός, άντλησε σωματική και ψυχική δύναμη από το ελληνικό χώμα της πατρίδας του, το λίπασμα της ιστορίας του και την παράδοσή του.

Ο πόλεμος τέλειωσε με την ήττα των δυνάμεων του άξονα, η απελευθέρωση για τον ελληνικό και τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς ήρθε με δάκρυα χαράς και ικανοποίησης.  Για τις μελλοντικές των ελλήνων γενιές  ευτυχώς, σαν παρακαταθήκη, πέρα από τις ιστορικές μνήμες και τα αιματηρά βιώματα της σκοτεινής περιόδου, έμειναν και τα χιλιάδες κείμενα και δημοσιεύματα. Ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, εικαστικές απεικονίσεις, χαρακτικές παραστάσεις, μουσικές παρτιτούρες, αλφαβητάρια, τραγούδια αυτοσχέδια, και άλλες δημιουργίες, που δηλώνουν την πνευματική ζωντάνια του βασανισμένου λαού μας. Η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή των χρόνων εκείνων φυλάχθηκε, διατηρήθηκε, ερευνήθηκε, ταξινομήθηκε μέσα στο σεντούκι της μνήμης των κατοπινών ελληνικών γενεών, που κοίταζε να ξεπεράσει της κατοχής και του εμφύλιου κατόπιν σπαραγμού τραύμα. Κείμενα μιας εποχής που διδάσκουν, υπενθυμίζουν στις νεότερες γενιές των Ελλήνων και Ελληνίδων μέσα στον χρόνο,  για ποια ιδανικά και αξίες της ζωής, της παράδοσης, της ιστορίας, του έθνους, της πίστης, της ελευθερίας της δημοκρατίας οφείλουν να αγωνίζονται οι άνθρωποι. Οι Ωραίοι Έλληνες.

     Μέσα στους χαλεπούς εκείνους καιρούς παρουσιάστηκε η νεότερη ηλικιακά πνευματική γενιά των ελλήνων και ελληνίδων ποιητών, πεζογράφων, δοκιμιογράφων, μεταφραστών. Εικαστικών και θεατρικών δημιουργών, μουσικών, ενώ παράλληλα, οι προηγούμενες πνευματικές γενιές συνέχιζαν μαζί με τις νεότερες τον ανθηρό και συγγραφικό τους δρόμο. Η γενιά του 1920, η γενιά του μεσοπολέμου, η παντοδύναμη (για πολλές δεκαετίες) γενιά του 1930. Μια ενιαία διαδρομή πνευματικών αγώνων διάσωσης της εθνικής μας μνήμης και γραμματείας. Της εθνικής και θρησκευτικής ιδιοπροσωπείας της φυλής μας. Μια κοινή επιθυμία για ένα καλύτερο αύριο, ένα μέλλον ειρηνικό, δικαιοσύνης, οικονομικής ανάπτυξης, αισιοδοξίας, ελευθερίας. Αν ξεφυλλίσουμε τα παλαιά περιοδικά της περιόδου του πολέμου, της κατοχής, και των χρόνων του εμφύλιου σπαραγμού που κυκλοφόρησαν, και διαβάσουμε τα κείμενα που δημοσιεύθηκαν, θα δούμε τις παλαιότερες γενιές λογοτεχνών μας να συνυπάρχουν αρμονικά με τις νεότερες, και αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αμελητέο. Οι νεότερες γενιές πάτησαν στις πλάτες των παλαιότερων και αναδείχθηκαν. Η παλαιά γενιά, έδινε όχι πάντα, χωρίς αψιμαχίες και προβλήματα, πνευματικές εντάσεις και προστριβές, ακόμα και έχθρες σε ατομικό επίπεδο, την σκυτάλη στην νεότερη. Παρέδιδε όχι πάντα με μεγάλη ικανοποίηση το έδαφος της καλλιτεχνικής δημιουργίας στις νεότερες να συνεχίσουν την σπορά, την καλλιέργεια, την πρόοδο, την ανάπτυξη ακόμα και την αναγκαία ανατροπή στα διάφορα πεδία της τέχνης. Τους έδινε το πνευματικό σιτάρι να σπείρουν τους σπόρους του μέλλοντος κόσμου που ανέτειλε μετά την λαίλαπα του πολέμου. Μέσα σε αυτό το χρονικό και ιστορικό πλαίσιο οφείλουμε να διαβάζουμε και να ερμηνεύουμε τα επιτεύγματα των εκατοντάδων δημιουργών. Να ερευνούμε την έκδοση νέων λογοτεχνικών περιοδικών, λαθρόβιων εντύπων των λογίων της εποχής. Οι ιδεολογίες συνήθως διχάζουν τους ανθρώπους, οι θρησκείες τους δίνουν μια μονοδιάστατη όψη της ζωής, η πολιτική χωρίζει τους ανθρώπους στους δικούς μας και τους άλλους, η Τέχνη όμως, ενώνει με τις εφεδρικές δυνάμεις του παρελθόντων της, της παράδοσής της που ανασύρει από το χρόνο, ακόμα και τα οράματα του μέλλοντός της. Αν δεν υπήρχαν τα λογοτεχνικά περιοδικά που εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν από χέρι σε χέρι εκείνη την περίοδο, θα ήμασταν πνευματικά φτωχοί, ορφανοί, περισσότερο «αλλοπρόσαλλοι και πνευματικά ανερμάτιστοι»  από όσο είμαστε σήμερα, που ζούμε μέσα σε έναν σκοτεινό κυκεώνα αυτοκαταστροφής, πολιτικής και κοινωνικής νοσηρότητας σαν λαός, σαν έθνος, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Τα λογοτεχνικά αυτά περιοδικά ή ολιγοσέλιδα φυλλάδια, ανέδειξαν όχι μόνο νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές δυνάμεις αλλά και ένα ήθος αγωνιστικής αλληλεγγύης, κοινής μας οραματικής στοχοθεσίας. Οι νέοι και οι νέες της τότε εποχής αισθανόντουσαν ότι ανήκαν στην μαγιά των ωραίων αγωνιστών ελλήνων, είχαν ένα πνευματικό χώρο, ένα συγγραφικό στέκι, που μπορούσαν να εκφράσουν τον ενθουσιαστικό τους παλμό, να κοινοποιήσουν τις καινούργιες ιδέες που ανέτειλαν, τα όνειρα της νιότης τους, τα οράματα που εμφορούνταν οι ίδιοι και η πατρίδα τους. Να εκθέσουν τους προβληματισμούς τους, τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα, τα διλήμματα της εφηβείας τους, τα ερωτήματα της νιότης τους. Τίποτα δεν πήγε χαμένο από ότι γράφτηκε και δημοσιεύτηκε μέσα στις σελίδες των περιοδικών αυτών. Ακόμα και οι πνευματικοί διαξιφισμοί τους, οι συγγραφικές τους αντιπαλότητες, οι λογοτεχνικές τους απαξιώσεις έχουν την αξία τους. Έχουν την σημασία τους ακόμα και οι επιστολές που έστελναν στα περιοδικά, συμφωνώντας ή διαφωνώντας με κάτι που δημοσιεύθηκε, με ένα σχόλιο, μια επισήμανση της διεύθυνσης. Τα χιλιάδες δημοσιεύματα στα λογοτεχνικά περιοδικά, πέτυχαν τον στόχο τους,- ακόμα και παρά ίσως την φιλοδοξία του προσώπου που τα έγραψε,- κοινοποίησαν το μήνυμά τους, πέρασαν τις ιδέες τους, άφησαν τα ίχνη τους και ας μην θυμόμαστε τα πλείστα από τα ονόματα αυτά των δημιουργών. Θα τολμούσα να σημειώσω ότι, το Κοινό των Ελλήνων ήταν τα λογοτεχνικά αυτά περιοδικά, (μεταξύ άλλων) οι πνευματικές «αμφικτιονίες» του Λαού.

     Προμηθεύτηκα πριν χρόνια από παλαιοπωλείο τους τρείς τόμους των Φιλολογικών Χρονικών. 1944, 1945, 1946, σε μια κάπως υποφερτή τιμή, και ανατρέχω σε αυτούς όταν επιθυμώ να χαρώ και να γνωρίσω το πνεύμα και την γραφή της εποχής εκείνης. Να γνωρίσω τους στόχους και τις πνευματικές ζυμώσεις, τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες, τις ιδεολογικές συγκρούσεις, τις φιλολογικές έριδες, τα νέα ρεύματα στον χώρο των τεχνών, το γλωσσικό ιδίωμα και την γραφή των τότε Ελλήνων. Ακόμα και οι ασπρόμαυρες διαφημίσεις που δημοσιεύονται μας πληροφορούν, μας ενημερώνουν για την οικονομική κίνηση της εποχής. Το ταλέντο των σκιτσογράφων. Τα παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων, μας γνωρίζουν ξένους ευρωπαίους και αμερικανούς ποιητές και μυθιστοριογράφους, συγγραφείς από όλο τον κόσμο. Είναι σημαντική η συνεισφορά των ελλήνων μεταφραστών στην ανάπτυξη των ενδιαφερόντων των ελλήνων δημιουργών. Ανακοινώνονται ειδήσεις και παρουσιάζονται κείμενα και αποσπάσματα, δοκίμια και μελέτες για ευρωπαίους συγγραφείς, φιλόσοφους και στοχαστές που δημοσιεύθηκαν σε ξένα λογοτεχνικά περιοδικά. Νέες εκδόσεις και κυκλοφορίες βιβλίων του εξωτερικού. Πολιτιστικές εκδηλώσεις και άλλα γεγονότα. Υπάρχουν σελίδες τους που διατίθενται στην παρουσίαση ή κριτική νέων θεατρικών παραστάσεων που ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές εντός και εκτός ελλάδος. Σελίδες αφιερωμένες σε εικαστικούς και εκθέσεις τους. σε κινηματογραφικές ταινίες.  Ζητήματα σχετικά με την χρήση και τους κανόνες της γλώσσας, συζητιούνται ή γράφονται άρθρα προκαλώντας διαξιφισμούς μεταξύ των λογοτεχνών. Τις μάχες και τους κοινωνικούς αγώνες που έδινε η πλειοψηφία των ελλήνων συγγραφέων υπέρ της δημοτικής γλώσσας. Τους κοινωνικούς και πνευματικούς αγώνες των δημοτικιστών μέσα από τις σελίδες περιοδικών όπως παραδείγματος χάριν, ο «Νουμάς». Τους παραδοσιακούς που εξέφραζε η «Νέα Εστία» και τους μοντέρνους της γενιάς του 1930 που εξέφραζαν οι σελίδες του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα». Τα αριστερά, αριστερόφρονα ή αμιγώς κομμουνιστικά περιοδικά όπως ήσαν οι παλαιοί «Πρωτοπόροι» ή «Οι Νέοι Πρωτοπόροι», τα «Ελεύθερα Γράμματα», η σημαντική αν και «σοβιετίζουσα» «Επιθεώρηση Τέχνης» κλπ. Περιοδικά χριστιανικού προσανατολισμού ή συντηρητικότερων θέσεων όπως ήταν το ακραίο πολιτικά «Το Νέο Κράτος». Περιοδικά που φέρουν έντονο το στίγμα και τις θέσεις του εκδότη τους, όπως ήταν Οι «Ορίζοντες» του αειθαλούς Μάριου Βαιάνου. Λογοτεχνικά σημαντικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης και της Επαρχίας, όπως ήταν «Τα Μακεδονικά Γράμματα» και τα «Μακεδονικά Φύλλα», περιοδικά που εξέδιδαν άλλες ελληνικές περιφέρειες, πέραν της Αθήνας, όπως η πόλη του Πειραιά, με τίτλους όπως «Αργώ», «Νέα Αβγή», «Νεοελληνική Μούσα», «Ξεκίνημα» κ. ά. Απαραίτητες, χρηστικές και σημαντικές πληροφορίες μας παράσχει η κατατοπιστική και καίρια και φροντισμένη εργασία της καθηγήτριας Αλεξάνδρας Μπουφέας, «Τα Λογοτεχνικά Περιοδικά της Κατοχής» που εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις Σοκόλη. Εξετάζονται αυτόνομα, αλλά και συνεξετάζονται εν συνόλω, 37 τίτλοι λογοτεχνικών περιοδικών, η θεματική τους ύλη, ο προσανατολισμός τους, η αισθητική τους, οι συνεργάτες και συγγραφείς τους, τα ψευδώνυμά τους, πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις, με τις ανάλογες ευρετηριάσεις και αποδελτιώσεις τους. Εξετάζεται το συγγραφικό στίγμα του κάθε συγγραφέα, το ιδεολογικό του αντίστοιχου περιοδικού. Η περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα και έργα των παλαιότερων. Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Μπουφέα και την εργασία της, έχουμε την κυκλοφορία 17 τίτλων περιοδικών που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα, 5 από την πόλη του Πειραιά και 1 από την Σαλαμίνα, 3 τίτλους από την Θεσσαλονίκη και 6 από άλλες περιφέρειες της Ελλάδος. Δωδεκάνησο, Ήπειρο, Εύβοια κλπ. Από την θεματική ύλη των περιοδικών και αυτά που μας καταθέτουν οι συγγραφείς της εποχής πληροφορύμαστε και τις άμεσες ή έμμεσες πολιτικές τους προτιμήσεις. Βενιζελικοί-Αντιβενιζελικοί. Και μια μικρή μερίδα βασιλόφρονες λογοτέχνες. Ιδέες που μας παραπέμπουν στα χρόνια της εθνικής παλιγγενεσίας  του 1821 και του διαχωρισμού των Ελλήνων σε αγγλόφιλους, γαλλόφιλους, ρωσόφιλους κλπ. Επίσης, διαβάζουμε για τις νέες τεχνοτροπίες και τα ρεύματα στον χώρο των τεχνών και της φιλοσοφίας. Πχ. το ρεύμα και οι αρχές του Νιτσεισμού στα περιοδικά των αρχών του αιώνα. Βλέπε «Προπύλαια». Της μαρξιστικής ιδεολογίας βλέπε περιοδικό «Αναγέννηση». Των αρχών του φρουδισμού, του κοσμοπολιτισμού, του αλητισμού-της περιπλάνησης, του υπερρεαλισμού κλπ., βλέπε πχ. δημοσιεύματα και άρθρα του περιοδικού και των αφιερωμάτων της «Νέας Εστίας», των «Πειραϊκών Γραμμάτων». Εκατοντάδες μεταφράσεις ρώσων ή (παλαιών σοβιετικών» συγγραφέων, σλάβων δημιουργών που αγαπήθηκαν από το ελληνικό κοινό. Μέσα στην ταραγμένη δεκαετία του 1940-1950 ανήκουν και οι ετήσιοι τόμοι της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς». Με πρωτότυπες δημοσιεύσεις και αναδημοσιεύσεις από τον τύπο της εποχής. Και ασφαλώς, δεν θα μπορούσαμε να λησμονήσουμε το παλαιότερο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» που γαλούχησε και μεγάλωσε χιλιάδες ελληνόπουλα. Μικρή παρένθεση, Θυμάμαι όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά την ποιήτρια και μεταφράστρια Λένα Κάσδαγλη στο σπίτι της,-έπειτα από πρόσκλησή της-το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι κύριε Γιώργο, είμαι ακόμα και σήμερα, σε αυτήν την ηλικία «Διαπλασοπούλα».  Το αναφέρω για να δείξω, πόση επίδραση και τι επιρροή είχαν τα παλαιά λογοτεχνικά και άλλα παιδικά περιοδικά και μη στις συνειδήσεις και τις ψυχές των ελλήνων εκείνα τα χρόνια. Η λέξη διάπλασης δεν αφορά μόνον έναν τίτλο περιοδικού.

       Παρόλα αυτά, είχαμε και τότε, ένα κλίμα ιδεολογικού και πολιτικού διχασμού. Δηλαδή, από την μία έχουμε τα αριστερά περιοδικά και από την άλλη τα κεντρώα, τα δεξιά, της αστικής ιδεολογίας. Υπάρχει μεταξύ τους μια φανερή «εχθρότητα» μια αντιπάθεια μεταξύ των λογοτεχνών, μια έκδηλη απαξίωση έργων, μια επιθετικότητα που εκφράζεται στην γραφή πολλών νέων και παλαιότερων λογοτεχνών, στην γραφή και τα κείμενά τους. Είτε αυτή προέρχεται από την πλευρά των αριστερών (της ηττημένης πολιτικά παράταξης) και τα καθαρά κομμουνιστικά λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα, που ενθαρρύνουν, υποστηρίζουν και προπαγανδίζουν την μαρξιστική ιδεολογία, και τα κοινωνικά επιτεύγματα της ρώσικης επανάστασης, εναντίον της αστικής τάξης και των εκπρόσωπών της, είτε έχουμε την επιθετική στάση από τα αντίστοιχα αστικά λεγόμενα περιοδικά, της Γενιάς του 1930, της «πεφωτισμένης» και περισσότερο «πεπαιδευμένης» λογοτεχνικής γενιάς που συνήργησε στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του Νέου Ελληνισμού και στην διατήρηση της συνέχειας και της επανεύρεσης της Ελληνικότητας,  μέσα στην κατασπαραγμένη ελληνική κοινωνία και τέχνη της εποχής. Εξαίρεση αποτελεί το ακραιφνώς δεξιό περιοδικά όπως ήταν το «Νέο Κράτος», και ορισμένοι ελάχιστοι τίτλοι ξενόγλωσσων περιοδικών που ήθελαν να φέρουν σε κοινή φιλική συνεργασία τους κατακτητές και τους κατακτημένους Έλληνες. Άδοξες προσπάθειες των δυνάμεων της κατοχής, που δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος στους αγωνιζόμενους για την εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία έλληνες. Η δυσκολότερη και πλέον επικίνδυνη πνευματική και καλλιτεχνική περίοδος για τα περιοδικά αυτά που κυκλοφόρησαν εκείνα τα χρόνια, ήταν η τετραετία του εμφύλιου σπαραγμού, όπου τα μίση ήταν εντεύθεν κακείθεν άσβεστα και το ποτάμι της ιστορίας είχε κοπεί στα δύο. Από την μία εξορία και φυλακίσεις για τους αριστερούς καλλιτέχνες από την άλλη δολοφονίες γυναικών ηθοποιών και αθώων πολιτών. Όπως λίγες δεκαετίες πρωτύτερα είχαμε την δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από οπαδούς της Βενιζελικής παράταξης σαν αντίποινα αρκετών αποπειρών δολοφονίας του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου. Όπως βλέπουμε οι πολιτικές έριδες και τα μίση είχαν περάσει και στο χώρο του πνεύματος. Αλλά, πως θα γινόταν ίσως διαφορετικά όταν οι συγγραφείς ήσαν και αυτοί Έλληνες, κάτοικοι αυτής της χώρας και βίωναν, ζούσαν τα κοινωνικά και άλλα αδιέξοδά της. Ένα είναι βέβαιο, αν διαβάσουμε την ύλη των περιοδικών αυτών θα διαπιστώσουμε ότι η κυρίαρχη πνευματική και καλλιτεχνική «παντοδυναμία» των δημιουργών της Γενιάς του 1930 έχει αρχίσει να αμφισβητείται και να δημιουργούνται τριγμοί απαξίωσης των ποιητών, των λογοτεχνών, των κριτικών και των εντύπων που κυκλοφορούσε και συμμετείχε η γενιά του ‘30. Το «ελεύθερο πνεύμα» του Γιώργου Θεοτοκά έδινε την απάντησή της και την υπεράσπισή της. Δεν είναι υπερβολικό αν θα σημειώναμε ότι ακόμα και στις μέρες μας, η Γενιά του 1930 και οι λόγιοί της προκαλούν αντιπάθεια και αρνητικούς σχολιασμούς, από ελάχιστη έστω, μερίδα λογοτεχνών και νέων κριτικών. Η Γενιά του 1930, σαν σημείο αντιλεγόμενο όχι μας εποχής ή μιας γενιάς αλλά σχεδόν του συνόλου της νεότερης λογοτεχνίας μας, έχει ενοχοποιηθεί-κυρίως και πρωτίστως-από την αριστερή-κομμουνιστική κριτική, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη ελληνική πνευματική γενιά, από νέους μεταμοντέρνους  «εαμοτραφείς» κριτικούς και κύκλους. Λογοτέχνες και κριτικούς που δεν έζησαν ηλικιακά τα φοβερά αυτά χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού και επιμένουν επικίνδυνα στο ρήγμα. Θέλω να πω με αυτά τα γνωστά, το ιστορικό σαράκι του διχασμού της φυλής μας, έχει δυστυχώς επικρατήσει και μεταφερθεί και στον χώρο του πνεύματος από παλιά. Η Ιδεολογική ερμηνεία της τέχνης προηγείται άλλων της αξιών και προτεραιοτήτων. Είναι κρίμα που υπάρχουν άτομα της τέχνης που δεν θέλουν να κλείσουν τις πληγές του εμφύλιου. Αυτό δεν σημαίνει έλλειψη ιστορικής μνήμης αλλά συνείδηση του ελληνικού τραύματος που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά αντί να γιατρευθεί, να επουλωθεί. Είναι πικρό να βλέπεις αξιόλογους κριτικούς να υιοθετούν πολιτικές διχαστικές και κομματικές πρακτικές αντί να τις υπερβούν και να τις καταλαγιάσουν. Κομματικά έντυπα που χάνεται η φωνή τους μέσα σε ένα αντιρρητικό λόγο ενάντια όλων και για το τίποτα. Η Τέχνη αν μεταφέρει ένα αξιακό σύστημα αναφορών, που υποτίθεται ότι επιδρά στις ανθρώπινες συνειδήσεις, αυτό, δεν μπορεί να διχάζει όπως η Ιδεολογία. Δεν είναι Ιδεολογία η πνευματική δημιουργία, εμπεριέχει στοιχεία της, την πολιτική, αλλά είναι κάτι άλλο που υπερβαίνει ακόμα και την ίδια την λειτουργία της Τέχνης. Μπορεί να κάνω λάθος. Όμως ο σύγχρονος έλληνας-άνθρωπος, έχει απηυδήσει και κουραστεί από όλο αυτό το επαναλαμβανόμενο επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι αντιπαλότητας και έχθρας μέσα στο ελληνικό σώμα. Διχαστικών χαρακωμάτων που στο τέλος είναι εις βάρος του καθόλου σώματος του ελληνικού λαού και της ιστορίας του. Οι νέες γενιές των ελλήνων, όπως φαίνεται, έχουν αφήσει πίσω τα εμφύλια της ιδεολογίας πάθη. Εξαίρεση αποτελούν οι κομματικές νεολαίες. Ο αγώνας όμως είναι κοινός. Η οικονομική και κοινωνική σημερινή εξαθλίωση και πτώχευση ενός λαού και κάθε έλληνα και ελληνίδας ξεχωριστά. Αυτό είναι το κοινωνικό ζητούμενο των ημερών μας, σε ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο η χώρα μας, ζήτημα είναι αν θα κατορθώσει στο μέλλον τόσο να διατηρήσει την γλώσσα της όσο και την ελληνική εθνικότητα των κατοίκων της, με τόσες άλλες νησίδες εθνοτήτων που την περιβάλλουν, πληθυσμιακά υπέρτερες. Αλλά ακόμα και αν διασώσουμε ψήγματα ιστορικής Ελληνικότητας, θα είναι τόσο έντονη η αφομοίωση στην χοάνη των Ηνωμένων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κάθε παλαιό ευρωπαϊκό κράτος θα είναι μια νομαρχιακή επαρχία της κεντρικής ανώνυμης εξουσίας των οικονομικών πολυεθνικών εταιρειών. Και το ελληνικό πνεύμα, θα έχει φυλακιστεί μέσα στο λυχνάρι του Αλαντίν των άλλων θρησκευτικών και πολιτιστικών ομάδων. Η ελληνική γλώσσα, δεν θα έχει σημασία αν γράφεται ή εκφέρεται ορθά, όταν οι νεοέλληνες και οι άλλοι κάτοικοι γύρω τους θα ομιλούν αγγλικά ή την παραφρασμένη γλώσσα της εργασιακής τους  επικράτειας. Η οικουμενικότητα της γλώσσας των ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν γνωρίζει και δεν ενδιαφέρεται για ιστορία και εθνικές ρίζες αλλά μόνο για κέρδη και υπερ κέρδη. Είναι η παντοδυναμία της γλώσσας των άπειρων μηδενικών που ακολουθούν έναν αριθμό. Όταν η Αμερικάνικη Ήπειρος πατά στον κόκκινο πλανήτη, τον Άρη, όταν μπορούν οι δυνάμεις του διαδικτύου να αποκλείουν τον όποιο δημόσιο πολιτικό λόγο ενός πλανητάρχη, πιστεύει κανένας εχέφρων νους ότι οφείλουμε να στεκόμαστε σε διχαστικές ιδεολογίες των προηγούμενων αιώνων; Μα αν το πιστεύει, τότε επιβάλλεται να μας εξηγήσει και ερμηνεύσει πως γίνεται από τους αιώνες των φώτων, του διαφωτισμού και της αναγέννησης, του κλασικισμού και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού να οδηγήθηκε ο ευρωπαίος άνθρωπος και πολίτης, μετά την Ναπολεόντεια νομοθεσία, στα στρατόπεδα του Άουσβιτς, σε εκείνα του Νταχάου, στα στρατόπεδα εξορίας της αχανούς Σιβηρίας κλπ. Οι κλασικές επιστήμες και οι ουμανιστικές σπουδές δεν απέτρεψαν δύο παγκόσμιους πολέμους που γεννήθηκαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ούτε τις δεκάδες τοπικές δικτατορίες και κρατικές διαμάχες. Η Τέχνη στις μέρες μας έχει αντικατασταθεί από την τεχνολογία και τα επιτεύγματά της που είναι ρέοντα και ανώνυμα. Το δε πρόσωπο του Ευρωπαίου ανθρώπου από το νούμερό του στην αλυσίδα των ηλεκτρονικών δεδομένων. Οι αριθμοί, δηλαδή οι Πυθαγόρειοι, νίκησαν το αλφάβητο δηλαδή την Ποίηση. Τον μαθουσάλα Αριστοκλή και το Συμπόσιό του, που επί των ημερών μας-εν μέσω πανδημίας-η ερμηνεία του γίνεται μέσω ανώνυμων καταγγελιών και τηλεφωνημάτων στον Μεγάλο Αδερφό.

      Σε αυτό, το 5ο σημείωμα για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αναφέρομαι και στο λογοτεχνικό περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, - ώστε να έχουμε μια σύντομη γνωριμία ποιο ήταν το έντυπο που δημοσιεύθηκαν οι τρείς συνεντεύξεις (Κ. Τσάτσου, Ν. Καζαντζάκη, Π. Κανελλόπουλου) οφείλουμε μεταξύ άλλων να μνημονεύσουμε τις εργασίες του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνία και κριτικού κυρού Αλέξανδρου Αργυρίου για τα περιοδικά της Κατοχής σε μελέτες του, σε λογοτεχνικά περιοδικά (Διαβάζω) και βιβλία του. (έχω δημοσιεύσει παλαιότερα). Ακόμα, την εργασία της καθηγήτριας Αγγέλας Καστρινάκη, «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940- 1950», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005. Στην εξαιρετική αυτή εργασία στο Έβδομο Κεφάλαιο, «τέλος της κατοχής νέες απαιτήσεις», το Β’ μέρος είναι αφιερωμένο στα «Τα Φιλολογικά Χρονικά και η διαμάχη των γενεών», σελίδες 184-188. Τα άλλα δύο κεφάλαια, αναφέρονται στα «Οι Πρωτοπόροι και η «αμοιβαία κατανόηση…» και «Αριστερά ανοίγματα και δεξιές αγωνίες». Επίσης, συμπληρωματικά πληροφορίες αντλούμε από το καλογραμμένο κείμενο της ποιήτριας και μεταφράστριας Λύντιας Στεφάνου, στα «Πρακτικά Έκτου Συμποσίου Ποίησης, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ (1945-1985). Πανεπιστήμιο Πατρών 4-6 Ιουλίου 1986, εκδόσεις Γνώση 1987. Την Πρώτη Ημέρα, στην εισήγηση της Λύντιας Στεφάνου: «Τα περιοδικά της μεταβατικής περιόδου», σελίδες 39-58.  Άλλοι εισηγητές ήσαν ο καθηγητής και ιστορικός Μιχάλης Γ. Μερακλής, ο ποιητής Νίκος Φωκάς, ο κριτικός της λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας.  Την δεύτερη Ημέρα των Εισηγήσεων, είναι ενδιαφέρον να διαβάσουμε και να απολαύσουμε την σκωπτική ομιλία του, το άρτια γραμμένο κείμενο του ποιητή Σταύρου Βαβούρη. Ένα θαυμάσιο προσωπικό κείμενο που χαμογελάς επιβραβευτικά όταν το διαβάζεις. Από τις ωραίες εισηγήσεις του Συμποσίου, ανάμεσα στις άλλες. Επίσης έχουμε το λήμμα για το Περιοδικό που υπογράφει η καθηγήτρια Μαρία Αντωνίου- Τίλλιου, στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»  των εκδόσεων Πατάκη 2007, σελ.2289-2290. Και, τέλος, να μνημονεύσουμε για ακόμη μία ακόμα φορά, την σημαντική ερευνητική και φιλολογική εργασία της καθηγήτριας Αλεξάνδρας Κ. Μπουφέας, «ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», εκδόσεις Σοκόλη 2006. Ένας πολύτιμος τόμος 606 σελίδων που η Αλεξάνδρα Κ. Μπουφέα μας δίνει με επιμέλεια, υπευθυνότητα και εγκυρότητα το Περιοδικό και όχι μόνο πανόραμα της Ελλάδας την περίοδο εκείνη.  Ανάμεσα στους 17 τίτλους των Αθηναϊκών λογοτεχνικών περιοδικών που αποδελτιώνονται ο δέκατος τρίτος αναφέρεται στα ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Οι σελίδες 233-275 εξετάζουν, ταξινομούν, αναλύουν διεξοδικά και εμπεριστατωμένα την θεματική ύλη-ελληνική και ξένη- και την συγγραφική παρουσία συγγραφέων, ποιητών, μεταφραστών, θεατρικών κριτικών, δοκιμιογράφων και άλλων λογίων που συμμετέχουν με δημοσιεύματά τους στα Φ. Χ, και σχολιάζεται η σύνολη μέχρι τότε συγγραφική τους παρουσία και οι αλληλοεπιδράσεις τους.

      Ανάμεσα στους συνεργάτες του περιοδικού ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, αναγνωρίζουμε παλαιότερους και νεότερους δημιουργούς,  γνωστούς και καταξιωμένους και άγνωστούς μας. Πρόσωπα που έμειναν στην επιφάνεια της λογοτεχνικής μνήμης και σημάδεψαν θετικά την εξέλιξη και ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα λησμονημένα. Ονόματα όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο  Νίκος Καζαντζάκης, η Ελένη Σαμίου, (δεύτερης γυναίκας του Καζαντζάκη) ο Νίκος Γκάτσος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Βάσος Βαρίκας, ο Στρατής Δούκας που γράφει και θεατρικές κριτικές με ψευδώνυμο, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Νίκος Παππάς, με την δημοσίευση του ποιήματος «Η Κυριακή των ποιητών». Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Οδυσσέας Ελύτης, (που κρίνεται αρνητικά ποιητική του συλλογή), ο καθηγητής Γιώργος Π. Σαββίδης, (που υπογράφει χωρίς το πατρώνυμό του τις μεταφράσεις του) ο Κώστας Στεργιόπουλος, (πανεπιστημιακός, ποιητής και κριτικός), ο Γιάννης Σκαρίμπας, (με την χιουμοριστική οπτική του της ανάγνωσης της Επανάστασης του 1821. Βλέπε τα βιβλία τους στις εκδόσεις Κάκτος. Η Μιμίκα Κρανάκη, με τις δημοσιογραφικές της ανταποκρίσεις, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Ζήσιμος Οικονόμου, ο Βασίλης Λαούρδας από τον Πειραιά, που στηλιτεύει την γλώσσα της «Αιολικής Γης» του Ηλία Βανέζη. Η γεννημένη στον Πειραιά μυθιστοριογράφος Εύα Βλάμη, με μεταφράσεις τεύχη 13-14 και 15-16/1944. Ο κριτικός Μάρκος Αυγέρης, ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος, ο Βάσος Βασιλείου, (που έγραφε τις εισαγωγές των αρχαίων συγγραφέων και μετέφραζε στην δημοτική τα κείμενα των εκδόσεων Ι. Ζαχαρόπουλος, αμέσως μετά την δικτατορία), ο ποιητής Γιάννης Ζερβός, ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας, (που χάθηκε νεότατος από αδέσποτη σφαίρα στα δύσκολα αυτά χρόνια), ο Γιάννης Σφακιανάκης, η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, ο Κλέων Παράσχος, (με τις εκατοντάδες κριτικές του σε πολλά περιοδικά), ο πειραιώτης θεατράνθρωπος  Μάριος Πλωρίτης, ο μυθιστοριογράφος του εσωτερικού μονολόγου Στέλιος Ξεφλούδας, ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός, ο φιλόσοφος Ντίμης Αποστολόπουλος, ο Μιχάλης Σακελλαρίου, (που δημοσιεύει σε συνέχεις την ιστορική του έρευνα), ο Πέτρος Δήμας, ο Μενέλαος Λουντέμης  με ένα ωραίο διήγημα και άλλοι συγγραφείς της εποχής. Επίσης, ευρωπαίοι φιλόσοφοι και ποιητές όπως ο Montaigne, (που μεταφράζεται για πρώτη φορά;;;) ο αμερικανός ποιητής Ezra Pound, τεύχη 8-12/30-6-1944, σ. 422, ο γερμανός Rainer Maria Rilke, ο G. V. DE L. Milosz, τεύχη 17-19/15-10-1944, ο γάλλος Paul Valery, τεύχος 25/15-4-1945, σ. 49-50, τεύχη 35-36/11,12,1945, σ. 481-483, και τεύχη 38-40/2,3,1946, 77-82. Ο πατριάρχη της αμερικανικής ποίησης Walt Whitman, τεύχη 20-24/11,12, 1944, σ. 241-243, τεύχος 26/1-5-1945, σ. 81, και τεύχη 35-36/11,12,1945, σ. 480. Ο  νοτιαμερικανός «καταραμένος»   ποιητή (προδρόμους του υπερρεαλισμού) Isidor Dicas,  διαβάζουμε διήγημα της Catherine Mansfield, τεύχη 13-14/31-7-1944, σ. 23-28, της βραβευμένης μυθιστοριογράφου Pearl Buck, τχ. 26/1-5-1945, του Thomas Carlyle, επιστολές στον (Goethe), τεύχη 25 και 26/1945 των γάλλων ποιητών Arthur Rimbaud τχ. 37/1-1-1946, και Charles Pierre Baudelaire, τχ. 44/ χρ/να 1946, σ.285-293, του ισπανού δολοφονημένου ποιητή και θεατρικού δημιουργού, Federico Garcia Lorca. Από τις σελίδες των Φιλολογικών Χρονικών παρελαύνουν τα σημαντικότερα ονόματα της τότε ελληνικής και ευρωπαϊκής διανόησης. Κάτι που δείχνει και το μεγάλο ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού εκείνα τα δύσκολα, επικίνδυνα και φτωχά χρόνια, για τα γράμματα, την ποίηση, τις τέχνες. Σε τεύχος του Περιοδικού να σημειώσουμε ότι ο Γιώργος Βαλέτας δημοσιεύει για πρώτη φορά το ανέκδοτο διήγημα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Αλιβάνιστος» με κατατοπιστική εισαγωγή. Ενώ ο ποιητής Νίκος Γκάτσος μεταφράζει ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τεύχος διπλό 6-7/1-6-1944, σ.325-328 αλλά και του Stephen Spender, τεύχη 15-16/ 31-8-1944, σ.84 και, τχ. 25/ 15-4-1945, σ. 8. Μάλλον έκπληξη, προκαλεί η διπλή μετάφραση αποσπασμάτων του έργου του Κόμη ντε Λωτρεαμόν. Τεύχη 8-12/30-6-1944, σ. 413-416 και τεύχος 25/15-4-1945, σ. 31-35.

     Μέσα σε αυτό το πραγματικά πλούσιο πνευματικό και καλλιτεχνικό κλίμα, μέσα σε αυτήν την ανθοφορούσα ποιητική και μεταφραστική ατμόσφαιρα, στην δοκιμιακή και φιλολογική «πανδαισία» κειμένων, και ενός λογίου από τον Πειραιά, του Βασίλη Λαούρδα, οφείλουμε να δούμε και να διαβάσουμε τις τρείς συνεντεύξεις  κάτω από τον γενικό τίτλο «Με τους κορυφαίους της πνευματικής μας ζωής». Αν εξαιρέσουμε την παρουσία του Νίκου Καζαντζάκη με δοκίμιά του, βλέπε Δάντης τεύχη 15-16/31-8-1944, με αποσπάσματα από μυθιστόρημά του και μελέτη για το έργο του (συνολικά 7 τεύχη 8-12, 15-16, 26, 32, 34, 37, 38-40) οι άλλοι δύο συνεντευξιαζόμενοι διανοητές, φιλόσοφοι και στοχαστές, πολιτικοί, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν παρουσιάζονται ξανά από τις σελίδες του περιοδικού ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Ούτε αναφέρεται το όνομά τους. Όμως, οι απαντήσεις τους προκαλούν ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα, θέλω να πιστεύω. Και μας δείχνουν την πορεία και τους οραματισμούς που είχαν για την πορεία και το μέλλον της Ελλάδας, και του Ελληνισμού..

ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

                ΜΑΣ ΜΙΛΑΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

      Φλογερή, γιομάτη οράματα, μνήμη, πάθος και πειθαρχία η μορφή του Νίκου Καζαντζάκη. Όταν πλησιάσεις, όταν «συζητήσεις» δημιουργικά με το έργο του, έχεις την εντύπωση ότι σου γλύφει όλη σου την ύπαρξη η καυτερή γλώσσα μιάς φλόγας. Πηδάς απότομα από την πεδιάδα του πνεύματος, στην κορφή, αγκομαχάς από αγωνία, ανατριχιάζεις από συγκίνηση μπροστά σ’ ένα έργο που ξεπερνάει τα συνηθισμένα, τα καθημερινά, τα «τετριμμένα» και υψώνεται αυτοδύναμο, πλάθει ψυχές, θεμελιώνει πολιτείες και πορεύεται μοναχικό στην Ελλάδα, ξεπερνώντας τα σύνορά της και οδοιπορώντας αντάμα με τα λίγα άξια έργα του κόσμου.

      Από τον «Πρωτομάστορα» μέχρι τον «Ιουλιανό», από τον «Οδυσσέα», το «Χριστό» ή το «Νικηφόρο Φωκά» μέχρι τον «Προμηθέα Πυρφόρο», από τη μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας» μέχρι την μετάφραση της «Ιλιάδας», από την «Ασκητική» μέχρι τά «Ταξίδια» του, μέχρι την «Οδύσσειά» του κι από την απόλυτη μοναξιά της Αίγινας μέχρι την έντονη σημερινή του κοινωνικότητα, που πραγματώνει το πολιτικό του χρέος της τωρινής ώρας, ο δημιουργικός Καζαντζάκης, με σπάνιο ήθος και εργατικότητα, μένει πιστός στα υψηλότερα πεπρωμένα του πνεύματος, στην καλύτερη μοίρα του ανθρώπου, μένει ο αιώνιος εραστής της τέχνης, ο γνήσια υπεύθυνος άντρας μπροστά στην εποχή του.

     Ανήσυχη ψυχή, ταξιδεύει γύρω-γύρω στον κόσμο, με τις αισθήσεις διψασμένες για το καινούργιο, με το μυαλό ανοιχτό σ’ όλα τα μηνύματα, προφήτης τρομερός, χωρίς φόβο, χωρίς ελπίδα, μ’ έναν μόνο Θεό, τον Αγώνα, μ’ ένα μόνο σκοπό, τη Λύτρωση. Ρωσσία, Αίγυπτος, Ιταλία, Ισπανία, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία, χώρες ειρηνικές ή χώρες σπαραγμένες απ’ τον άγριο πόλεμο, λογιών λογιών άνθρωποι, καθ’ ένας και μιά πίστη, καθ’ ένας κι ένα πάθος, καθ’ ένας και μιά μοίρα. Κάτοχος μιάς απέραντης παιδείας, με διαρκείς τους πνευματικούς «συντρόφους» το Νίτσε, το Μπαρρές και το Μπέρξον, ζει με έντονο παλμό τα προβλήματα της κοσμογονικής εποχής μας, είναι ερωτευμένος μ’ όλο τον ανεχτίμητο πλούτο της γλώσσας του λαού μας, δημιουργεί στις τραγωδίες του μορφές τιτανικές και σήμερα τριγυρνάει ανήσυχος απάνω στα πατρικά μας χώματα και οσμίζεται τον αέρα.

     Έπειτα από τόσα πνευματικά και γεωγραφικά ταξίδια, από τόσες αγωνίες, μεσ’ απ’ το αίμα της ψυχής μας και του κορμιού μας, μεσ’ απ’ τη γη μας, ξεπετάχτηκε κι ο ήρωας της «Οδύσσειας». Ο Οδυσσέας που εκφράζει όλη τη διαλεχτική πορεία του νου απ’ τη θέση στην αντίθεση και μετά στη σύνθεση, πού παλεύει για λύτρωση, πικραίνεται και χαίρεται, γκρεμίζεται και υψώνεται, πεθαίνει και ζει. Μέσα του παλεύουν οι σκοτεινές δυνάμεις του Διόνυσου και οι φωτεινές δυνάμεις του Απόλλωνα. Στέκεται ο Οδυσσέας μπρός στο γκρεμό και τον κοιτάζει με θερμό αθόλωτο μάτι, χωρίς πανικό, γιομάτος αντρεία και χαρούμενη απελπισία. Το μεγάλο αυτό μελοδραματικό ποίημα είναι ό,τι καλύτερο μας έχει χαρίσει μέχρι σήμερα ο Έλληνας αυτός δημιουργός, που με το σφυρί και το κοπίδι ολάκερης της ύπαρξής του πελεκάει απάνω στο πολύχρωμο μάρμαρο της εποχής μας, το γερό, ρωμαλέο, λυτρωτικό του έργο.

      Και ο Νίκος Καζαντζάκης μας μίλησε.

-Ποια είναι η αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου;

-Η αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου είναι η ίδια, η παλιά, εκάστοτε ανανεούμενη, αγωνία που πλακώνει τους ανθρώπους στις μεταβατικές εποχές της ιστορίας. Όταν ένας κόσμος που ξετέλεψε το χρέος του γκρεμίζεται κι ο κόσμος ο νέος, διασκορπίζοντας τα παλιά, οργανώνοντας τα καινούρια, μάχεται ακόμα να δημιουργηθεί, οι άνθρωποι κυριέβονται από ένα είδος ομαδικής παραφροσύνης με διπλά διαφορετικά φανερώματα: άλλοι, οι βολεμένοι, οι προνομιούχοι, οι άρχοντες της εποχής, κυριέβονται από φόβο μη χάσουν τ’ αγαθά τους, υλικά και πνευματικά’ άλλοι, οι δημιουργοί, (που φαντάζουν, φυσικά, για τους βολεμένους σαν αντάρτες) κυριέβονται από ανυπομονησία και λύσσα να καταστρέψουν τον παλιό κόσμο και να δημιουργήσουν ένα, καινούργιο, καλύτερο. Πόλεμοι, αναγκαστικά, ξεσπούν, το αίμα των ανθρώπων ποτίζει τις σκοτεινές, χωμένες μέσα στη λάσπη, ακατάπαφτα διψασμένες ρίζες της αρετής.

     Φριχτή, όλο αίματα είνε η μέθοδος που ανανεόνεται ο κόσμος, μας έως τώρα άλλη, ειρηνικότερη «ανθρωπινότερη» δεν υπάρχει. Σωστός άντρας είναι αφτός που τολμάει να δει κατάματα το τρομαχτικό αφτό θέμα και να μην τρομάξει. Όχι μονάχα να μην τρομάξει παρά, αν μπορεί και να το αγαπήσει. Έτσι μονάχα θα μπορέσει, ίσως, να μετατρέψει την αγωνία σε γόνιμη συνεργασία και την αβεβαιότητα σ’ εμπιστοσύνη.

     Μεταβατική είναι η εποχή πού ζούμε και πρέπει με γενναιότητα να δεχόμαστε όλες τις συνέπειες. Δυστυχισμένοι κι ανόητοι όσοι ελπίζουν σε πρόχειρους συμβιβασμούς, σε συμφιλίωση των δύο αντίμαχων σε ειρήνη και σ’ εφτυχία’ όσοι κοιτάζουν πίσω τις αγαπημένες τους νομοθετημένες αδικίες, τις παλιές ατιμίες, κ’ ελπίζουν ακόμα πως θα τις σώσουν. Θα σωθούν; Είναι χαμένοι, και το ξέρουν, γι’ αφτό φοβούνται. Η ανθρωποφάγα ιστορική στιγμή που περνούμε θα τους φάει. Η γενεά τούτη κ’ η ερχόμενη, κ’ άλλες ακόμα, είναι γενημένος για τον πόλεμο. Χαρά σε αφτόν που το ξέρει και το δέχεται και παίρνει γεναία την απόφαση να εχτελέση πιστα και τίμια το πολεμικό του χρέος.

     -Ειδικά, ποιά είναι η αγωνία του Έλληνα, ποιό είναι το σημερινό μας χρέος;

-Η αγωνία του Έληνα είναι-πρέπει να είναι-ακόμα μεγαλήτερη. Πιστέβω πως ο βράχος τούτος με τη γαλάζια θάλασα, που λέγεται Ελάδα, είναι κατά τέτοιο τρόπο τοποθετημένος ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, που, μοιραία, θα γίνεται πάντα παλέστρα όπου θα συγκρούονται μεγάλες αντίδρομες δυνάμεις. Και, μοιραία, στο βράχο τούτον πάλι, έτσι πιστέβω, οι αντίδρομες δυνάμεις, αφου παλέψουν κ’ έτσι γνωριστούν, θα προσπαθήσουν να φιλιώσουν και να βρουν τη σύνθεση.

     Μικρός ο άγιος τούτος τόπος, η Ελάδα, λιγοστοί, ανήσυχοι, πεινασμένοι πάντα, οι άνθρωποι που την κατοικούν, ζυμωμένα τα χώματα με πολύ αίμα, με πολήν ιδρώτα, πηχτός ο αγέρας του από αόρατες μεγάλες παρουσίες’ φτενος, φτωχός, καταστραμένος πάντα αλληλοσπαραγμένος ο τόπος μας, όμως του  δόθηκε κάποτε μια μεγάλη εντολή και την εξετέλεσε κατά τρόπο τόσον άρτιο, που από τότε πια έγινεν, ο ιερότερος βράχος της γης. Ποιάν εντολή; Να μετουσιόσει την ανατολίτικη σκλαβιά σε ελεφτερία.

     Από τότε η εφθύνη του Έληνα πλήθηνε, πλούτισε κ’ ένας Έληνας σήμερα που ξέρει συνειδητά, βαθειά, τι θα πει Ελάδα, νιόθει πως έχει εφθύνη όχι μονάχα απέναντι στη μικτή πατρίδα παρα κι απέναντι στην ανθρωπότητα’ και μάχεται να διατυπόσει κατά τέτοιο τρόπο τη σύγχρονη ανάγκη, που ο συντελεστής «Ελάδα» όχι μονάχα να μη χαθεί παρα και να προσδώσει Εληνικην ουσία στο σύνολο.

     Ακόμα μια φορά στην ιστορία βλέπαμε με υπερηφάνεια και τρόμο να ετοιμάζεται πάλι από τα μοίρα της η Ελάδα να ξαναγίνει παλέστρα. Ποιο είναι πάλι το χρέος μας;

     Ο Έληνας δεν μπορεί να βαρύνει στην τύχη του κόσμου μήτε με το περίσιο του πλήθος, μήτε με το στρατό, μήτε με τον πλούτο του’ ένα μονάχα όπλο είχε πάντα, ένα μα παντοδύναμο: το Πνέμα. Ακλόνητα πιστέβω πως αφτή η μυστική, σκληρή, ανήσυχη δύναμη που τη λέμε Πνέμα, είναι η μοίρα της Ελάδας. Και γι’ αφτό όσοι νιόθουν μέσα τους τη μεγάλη εφθύνη  νάναι  Έληνες πρέπει στην κρίσιμη τούτη ώρα, ακολουθώντας την παράδοση του Γένους, να επιστρατέψουν τις μέσα τους δυνάμεις και να δουλέψουν. Να εντείνουν το νου, ν’ αγνίσουν την ψυχή, να νικήσουν τη μεγάλη σκλαβιά, την αναντρία. Όλες οι σύγχρονες αγωνίες-ψυχικες, πνεματικες, κοινωνικες, οικονομικες-είναι και δικές μας αγωνίες’ δεν μπορουν αναγκαστικά πια, στο σύγχρονο αδιαίρετο κόσμο, παρα να λυθούν ομαδικά’ αφτο που λέμε «Εληνική πραγματικότητα» θ’ ακολουθήσει την παγκόσμια πραγματικότητα» θ’ ακολουθήσει την παγκόσμια  πραγματικότητα’ όμως εμες οι Έληνες έχουμε χρέος, θαρώ, να προσπαθήσουμε στην παγκόσμια λύση που θα δοθεί στην κάθε γωνία, στη νέα μορφη του μάχεται να πάρει η πραγματικότητα, να δόσουμε τα αιώνια γνωρίσματα της Ελάδας: το μέτρο, την ευγένεια, την ανθρωπια.

      -Πώς βλέπετε την τωρινή Ελληνική πραγματικότητα;

     Όποιος βλέπει το τι γίνεται σήμερα στην Ελλάδα, την ασυναρτησία της, τα τυφλά πάθη, την εγκληματική ανοχή της ατιμίας, τους ανάξιους ηγέτες, νοιώθει αβάσταχτη πίκρα και αγανάχτηση και μια στιγμη τον κυριέβει απόγνωση’ όποιος γνωρίσει από κοντα τους σημερινούς ανθρώπους και τα πράγματα στην Ελάδα, τρομάζει’ φοβερα ερωτήματα σπαθίζουν το νούτου: Γιατι τον σπρώχνουν έναν τέτοιον τόπο κ’ έναν τέτοιο λαο στο βάραθρο; Ποιος δαίμονας πάλι, από τους παλιους συνηθισμένους της δαίμονες, σπρώχνει τόσο ακαταμάχητα την Ελάδα στον γκρεμνο; Θα κατορθόσει και πάλι ο Έληνας να γλυτόσει από τον Έληνα και να σωθει;

     Μια γεναία σύγχρονη ψυχη έδοκε τούτον τον ορισμο του Έληνα: Έληνας είναι ο άνθρωπος που άξαφνα, απροσδόκητα, στα χείλια του γκρεμου δημιουργει το αδύνατο. Είμαι βέβαιος πως, στη στιγμή τούτη που περνούμε, στην άκρα απελπισία, δημιουργείται κιόλας μέσα μας το αδύνατο. Αφτο είναι-κι όχι το άλλο, η ομορφια-το Εληνικο θάμα. Θάμα μεγάλο είναι, αλήθεια, πως σώθηκε ωστόρα, ύστερα από τόσες αδελφικες και ξένες παραφροσύνες, και δεν εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης η Ελάδα. Και τόρα, σίγουρα, θα σωθει, γιατι, σίγουρα υπάρχουν κιόλας ψυχες μέσα στην τόση ατιμία και τύφλα, που κατεργάζονται το αδύνατο: τη σωτηρία.

      -Η στάση του λαού μας, στον καιρό της πείνας της κατοχής δε μας δίνει κ’ αυτή ελπίδες μεγάλες;

    -Η πείνα κ’ η κατοχη στάθηκαν οι δυο μεγάλες φωτιες, οι δυο μεγάλες «πείρες αγνότητας» απόπου βγήκε καταπληγομένος και θριαμβεφτής ο λαος μας. Θάρθει μέρα που θα γαληνέψουν μέσα μας τα φοβερα θεάματα: τα παιδια που ξεψυχούσαν στους δρόμους από την πείνα κ’ οι μεγαλομάρτυρες που βασανίζουνταν και τουφεκίζουνταν από τους βάρβαρους. Θάρθει μέρα που όλο αφτο το έπος θα κατασταλάξει στη μνήμη μας και στη μνήμη των απόγονων σαν ένας θρύλος’ ή και θα ξεχαστει σιγα,σιγα, με τους αιώνες. Όμως εμεις που τα ζήσαμε πρέπει να ξέρουμε τούτο: από την τρομερη δοκιμασία της πείνας και της κατοχης ο λαος μας βγήκε μετουσιομένος. Μεταμορφόθηκε, φωτίστηκε, είδε’ δεν είναι πια σαν πρώτα αφελης, σκοτεινος, ανοργάνοτος. Τον οργάνοσαν η τυρανία-οι τυρανίες-κ’ η πείνα’ του φώτισε το μυαλο η πυρκαγια του σπιτιου του και του χωριου του. Αλοίμονο σ’ εκείνους που δεν το ένοιοσαν κ’ έχουν ακόμα την αναίδεια να του φέρνουνται και να το ξεγελουν όπως του φέρνουνταν και τον ξεγελούσαν πριν από την πείνα και την κατοχή. Τέτοια παληκαρια και τόση αντοχη, τέτοια περιφρόνηση του θανάτου, τόση ένθεη μανία σε τόσους νέους και νεες δε μπρουν να πάνε χαμένες.

     Κάτι άλαξε στην Ελάδα’ κάτι βαθι, αποφασιστικο, ανεπανόρθωτο’ ένας καινούργιος λαος βγήκε απο την πείνα και τη σκλαβια’ αλοίμονο σε όσους δεν το ένιοσαν ακόμα.

      Στη συνέχεια της συνομιλίας μας, μου μίλησε για τη μελλοντική οργάνωση του κόσμου, ιδιαίτερα της Ευρώπης, για τα πεπρωμένα της Ρωσσίας, της Αγγλίας και των Ενωμένων Πολιτειών, για τα ειδικώτερα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας, για τους προσανατολισμούς της πολιτικής της και γι’ άλλα πολλά! Μιά αξέχαστη συνομιλία, που για διάφορους λόγους και υπακούοντας σε παράκλησή του, δεν είναι δυνατό, σήμερα τουλάχιστο να γραφτεί.

     Όλη την ώρα που μου μιλούσε στο πρόσωπό του ήτανε διαχυμένη μιά απέραντη γαλήνη. Είναι πιά ο άνθρωπος που ξέρει την αλήθεια, ξέρει καλά πού πάμε, όλα τα περιμένει, για όλα είναι έτοιμος.

     Και θυμήθηκα την ινδιάνικη ιστορία, πού μου είχε διηγηθεί σε μιά παλαιότερή μας συζήτηση, τόσο χαρακτηριστική της βαθύτερης ουσίας της ύπαρξής του, την ιστορία που του εσυνειδητοποίησε πλέρια τη στάση του στη ζωή.

     «Ένας Ινδός ξεκίνησε με τη βάρκα του, κωπηλατώντας σ’ ένα ποτάμι. Αγωνιζότανε γιομάτος ελπίδες και πόθους και απογοητεύσεις, ίδρωνε κωπηλατώντας για να προχωρήσει και να φτάσει στον προορισμό του. Και ξαφνικά μπροστά του είδε έναν απότομο, τρομερό καταρράχτη. Τότε, λυτρώθηκε από κάθε αγωνία κ’ ελπίδα, κι άρχισε χαρούμενα να τραγουδάει.»

      Το καλύτερο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, οι σημερινές του ακόμα τόσο αποκαλυπτικές σκέψεις, εκείνο που μελλοντικά θα μας χαρίσει, δεν είναι παρά αυτό το τραγούδι μιάς λυτρωμένης ψυχής μπρός στο γκρεμό.

       ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ  ΜΕΤΑΞΑΣ

Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, χρόνος Β΄, τόμος Γ΄, τεύχος 26/1-5-1945, σελίδες 65-70.

ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ

                ΜΑΣ ΜΙΛΑΕΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ

      Τα χαλάσματα μέσα στις ψυχές και  στο πνεύμα μας είναι περισσότερα και ασκούν στη ζωή μας αποφασιστικότερη επίδραση από τα υλικά χαλάσματα.

     Ο πρώτος όρος για την ανάπτυξη του πνεύματος είναι η ελευθερία. Το μαύρο σύννεφο της σκλαβιάς σκίασε κάμποσα χρόνια τις συνειδήσεις μας. Οχτώ περίπου χρόνια το πνεύμα στην Ελλάδα κρύβεται, αναπνέει με δυσκολία, οδηγείται προς το θάνατο.

     Με τέτοιες προϋποθέσεις τα χαλάσματα στην ψυχή μας ήταν μοιραία. Έλλειψη «γνώσης» των καθολικών γενικώτερων ζητημάτων, σβύσιμό τους ή απλουστευτική ισοπέδωσή τους, ασυναρτησία, μαρασμός.

     Το πρώτο χρέος σήμερα του κάθε αληθινού πνευματικού ανθρώπου είναι το παιδαγωγικό. Το γνήσιο βέβαια πνευματικό δημιούργημα αναμφίβολα ασκεί «παιδείαν» θα πρέπει όμως να αντιμετωπισθούν υπεύθυνα και τα ειδικώτερα προβλήματα που υψώνουν την παρουσία τους μέσα απ’ τις καταστροφές και που σπαρταράνε μέσα μας και γύρω μας, τραγικά ερωτηματικά. Θα πρέπει, λοιπόν, ο διανοούμενος και μάλιστα εκείνος που από τη φύση του έχει κληθεί σαν πλάστης και οδηγός συνειδήσεων, θα πρέπει να σκύψει-αντιμετωπίζοντάς τα «σφαιρικά», ψύχραιμα και θετικά-απάνω στα βασικά πνευματικά και κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδος και της Ευρώπης.

     Οι περισσότεροι και καλύτεροι περιμένουν να τους τεθούν προβλήματα, να τους δοθεί η πρώτη «ύλη» για τη λύση τους, να πάρουν απόκριση σε ερωτήματα που έθεσε στην ύπαρξή τους η ίδια τραγικά ώμορφη, επική εποχή μας.

     Αυτές οι σκέψεις μας ωδήγησαν στην απόφαση ν’ απευθυνθούμε στους κορυφαίους της πνευματικής μας ζωής. Οι απαντήσεις τους, όπως ακριβώς μας δίνουνται, θα δημοσιεύονται κατά σειρά στο φύλλο του περιοδικού μας, χωρίς βέβαια η σειρά αυτή να συνιστά καμμιά αξιόλογη διαβάθμιση.

     Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος κατέχει ανάμεσα στους πνευματικούς μας ανθρώπους μιά ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση.

     Πορεύεται συντροφεμένος από ελάχιστους τον πιό δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο, το δρόμο της πολυμέρειας.

     Στέκει ανάμεσα-και με τί διαρκή αγώνα-στην πολυπραγμοσύνη που διαλύει την ενότητα της ψυχής και στη μονομέρεια που μαραζώνει το πνεύμα.

     Έξω και πέρα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός δημιουργού, τον τρόπο της εργασίας του, τις ασχολίες του, την ιδιωτική του ζωή-πράγματα που απασχολούσαν τους διαλυμένους ανθρώπους του μεσοπολέμου- βρίσκεται το έργο του. Ο «ιδιώτης» δεν έχει απολύτως κανένα ενδιαφέρον για την εποχή μας. Το πνεύμα δεν ενδιαφέρεται παρά για τα στοιχεία εκείνα μιάς προσωπικότητας που το εκφράζουν όσο το δυνατό πιό ολοκληρωτικά.

     Καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ο Κ. Τσάτσος, ποιητής, κριτικός, δοκιμιογράφος, πολιτικός.

     Σαν φιλόσοφος του Δικαίου μας χάρισε πολλά έργα-μερικά απ’ αυτά δημοσιεύτηκαν στο Αρχείο φιλοσοφίας και θεωρίας των επιστημών-έργα που ανάμεσά τους θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την «Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων», έργο επιστημονικό γραμμένο σε ατόφια δημοτική.

      Σαν ποιητής έχει γράψει και δημοσιεύσει πολλούς στίχους που προδίδουν σπάνια ευαισθησία και αξιόλογη ρωμαλεότητα μορφής και ουσίας.

     Κριτικός βέβαια δεν είναι με τη συνηθισμένη κοινή σημασία του όρου. Δεν είναι προχειρογράφος  σημειωματογράφος. Γράφει για τα έργα που αγαπάει. Ο «Παλαμάς» του είναι έργο έμπνευσης και μόχθου.

     Ανάμεσα στα δοκίμιά του, στις μελέτες του ξεχωρίζει το «Πρίν απ’ το ξεκίνημα» που δημοσιεύτηκε το 1938 στο περιοδικό «Προπύλαια». Η μελέτη είναι μιά τυπολογία της υποκειμενικής πνευματικής ζωής και απ’ αφορμή ωρισμένων διαπιστώσεών της για την ποίηση των νέων, έγινε η υπέροχη σε ήθος και πνευματική ουσία «συζήτηση» Κ. Τσάτσου και Γ. Σεφέρη.

     Πέρα απ’ το θεωρητικό ενδιαφέρον του για τα προβλήματα της Πολιτείας, τα τελευταία χρόνια ο Κ. Τσάτσος έχει και πρακτικό ενδιαφέρον προς αυτά αντιμετωπίζοντας όλα τα επίκαιρα προβλήματα Ελληνικής Πολιτικής απ’ τη σκοπιά μιάς ωρισμένης πολιτικής κίνησης.

     Άκουσε με προσοχή και ενδιαφέρον τις ερωτήσεις μας. Για τις κατευθύνσεις της πνευματικής μας ζωής, για την πνευματική ζωή της Ελλάδος τα τελευταία χρόνια. Για την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στα προβλήματα της εποχής. Για τη γνώμη του για το λαό μας και ιδιαίτερα τους νέους μας τον καιρό της σκλαβιάς. Για το αν μπορεί και πρέπει να δοθεί στην χώρα μας «Ελληνική» λύση στο κοινωνικό πρόβλημα. Για τη σύγχρονη Ελλάδα, το νόημά της, τη θέση της, την αποστολή της. Για την αυριανή οργάνωση της Ευρώπης, για το πού πάει σήμερα η Ευρώπη, ο κόσμος ολόκληρος.

     Σε μερικά από τα ερωτήματά μας ή δεν έδωσε απάντηση ή αποκρίθηκε έμμεσα, δίνοντας όλη του την προσοχή στο πρόβλημα της Ελλάδας. Η συζήτηση μαζί του γύρω απ’ αυτόν τον πυρήνα είχε τόση ενότητα, ώστε προτιμάμε χωρίς καμμιά διακοπή είτε υποκειμενικής κριτικής, είτε διασάφησης, είτε οποιασδήποτε άλλης σκοπιμότητας ν’ αφήσουμε να μας μιλήσει συνέχεια ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.

     Όσοι ζήσανε συνειδητά το σάλο της προπολεμικής και της πολεμικής εποχής, δεν μπορεί να μη δοκιμάσανε βαθειές ηθικές και πνευματικές κρίσεις. Τα θεμελιακά προβλήματα δέθηκαν τούτον τον καιρό στενά με τα επίκαιρα-γιατί τα ίδια τα θεμέλια σειόνταν-και μαζί με αυτά αξιούσανε από κάθε υπεύθυνο άνθρωπο να πάρει μια θετική απέναντί των στάση. Μιά τέτοια αναμόχλευση είναι μαζί και μιά ανανέωση εκ βάθρων. Γεμάτος από πείρα χτίζεις απ’ αρχή το μέσα σου κόσμο που πρίν τον είχες χτίσεις χωρίς πείρα. Προλήψεις και καθιερωμένα σχήματα ευτυχώς δεν υπάρχουν πιά για να σε παραπλανήσουν. Και  είσαι έτσι πολύ μόνος και πολύ  ελεύθερος. Η ωρίμανσή μου εκδηλώθηκε σε ένα προχώρεμα από τα γενικά και αφηρημένα προς τα ειδικά και συγκεκριμένα. Μιά πάντα πιό έντονη αγάπη προς το συγκεκριμένο μ’ έκανε σ’ αυτό μέσα να ανακαλύπτω και το καθολικό. Μιά προσγείωση ήταν η εξέλιξή μου, που  όμως δεν σημαίνει την απομάκρυνση από το καθολικό’ μάλλον την αδιάκοπη καθαρότερη σύνδεση του με το συγκεκριμένο.

     Έτσι τα καθολικά ηθικά και κοινωνικά θέματα δέθηκαν με μιά συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: τη σύγχρονη Ελλάδα. Ποιό είναι το νόημά της, ποια είναι η θέση της και η αποστολή της;, ποιές δυνατότητες παρουσιάζει για την εκπλήρωσή της;

     Θα σας πω σύντομα τις σκέψεις μου. Αυτά που θα σας πω για την Ελλάδα,-το τονίζω απ’ την αρχή-πιστεύω πως έχει τις δυνατότητες να τα πραγματοποιήσει. Σε στηρίζομαι στο τί συμβαίνει σήμερα, αλλά στις ψυχολογικές, τις ιστορικά βεβαιούμενες βιολογικές δυνατότητες της φυλής.

      Υπάρχουν ιδεατοί τύποι πολιτισμού πού κάποτε συμπίπτουν με τον κύκλο της ζωής ορισμένου λαού. Αυτό συμβαίνει με τον Ελληνικό λαό πού σ’ όλη του την ιστορία ανεξάρτητα από τις βιολογικές του αλλοιώσεις ενσαρκώνει έναν ιδεατό τύπο πολιτισμού, ένα σύνολο οργανικό από πνευματικές, ηθικές, αισθητικές, θρησκευτικές αρχές, από αντίστοιχες ροπές, από έναν τρόπον ζωής ιδιότυπο και ανεπανάληπτο, από ένα κλίμα ξέχωρο μέσα σε όλα τα άλλα, από έναν κλειστό και ενιαίο ψυχικό και μεταφυσικό κόσμο.

      Αυτός ο ιδεατός Ελληνικός τύπος κατά κάποια στοιχεία του έγινε συστατικό του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, και κατά κάποια άλλα στοιχεία είναι αχώριστος από την Ελληνική γη και από την εκπληκτικά κοινή ή συγγενική ψυχολογία των ανθρώπων που στη σειρά των αιώνων την κατοικήσανε. Μεταγγίστηκε στην Ευρώπη κατά το βαθμό και κατά τα στοιχεία που είταν μεταδοτός. Κατά τα αμετάδοτα στοιχεία μοιράστηκε την τύχη της Ελληνικής γης και των κατοίκων της. Τα μεταδοτικά καλλιεργήθηκαν σε όλη την Ευρώπη και βρίσκονταν και εκεί. Τα αμετάδοτα βρίσκονται ακόμα σήμερα όσο βρίσκονται μόνον στην Ελλάδα.

     Τούτα τα αμετάδοτα στοιχεία του ιδεατού τύπου του Ελληνικού πολιτισμού πιστεύω πώς είχαν στην ιστορία και έχουν ακόμα σήμερα μιάν ύψιστη αξία. Πρέπει να ζήσουν για χάρη όλης της ανθρωπότητας, γιατί αν λείψουν, θα λείψει κάποια όψη του πανανθρώπινου πολιτισμού. Αυτός είναι ο εθνικισμός μου. Η διατήρηση μιάς μορφής πολιτισμού επιβάλλει την ύπαρξη ενός έθνους, που βέβαια θα του δοθούν και οι εξωτερικοί όροι όχι μόνο να υπάρχει αλλά και να πραγματώνει τούτη την μορφή πολιτισμού. Οι εσωτερικοί όροι πιστεύω πώς υπάρχουν’ βρίσκονται στη ψυχοσύνθεση του λαού και των κορυφαίων του.

      Χρειάζεται γι’ αυτό πρώτα η κατοχύρωση της ζωής του Ελληνικού λαού μέσα σε άνετα και πρόσφορα για την πολιτιστική αποστολή του  πλαίσια. Αυτός είναι ο αγώνας προς τα έξω ύστερα, χρειάζεται ο αγώνας προς τα μέσα. Η εμβάθυνση του εαυτού μας για να συνειδητοποιήσουμε όλο και πληρέστερα την αποστολή μας. Χρειάζεται γι’ αυτό γνώση του ιστορικού  υλικού, προσωπική από τον καθένα μας ανακατάκτηση της ιστορίας μας.

     Καθώς ο εαυτός μας κατά τόσα σημαντικά του στοιχεία είναι οργανικά δεμένος με όλα τα περασμένα το σωστό γνώθι σ’ αυτόν δεν εξαντλείται παρά με τη γνώση όλης της ιστορίας που είμαστε καρποί της.

     Δεν φτάνει όμως η γνώση του υλικού. Πιό βαθιά σκαλίζοντας πρέπει να φτάσουμε στις μεταφυσικές ρίζες της ύπαρξής μας. Ανάγκη να ανεβάσουμε ως την επιφάνεια της συνείδησης το Ελληνικό ιδανικό της αρετής, της δικαιοσύνης, της ωραιότητας, τον Ελληνικό τρόπο, ν’ αντικρύζεις το Θεό-αν είναι ένας τρόπος-το θάνατο, τον συνάνθρωπό σου. Από τα συγκεκριμένα που θα μας δώσει η ιστορία και η δική μας η προσωπική ζωή, θα υψωθούμε σε ορισμένες πρώτες αρχές. Και αυτές τις αρχές θα πρέπει να τις ζήσουμε’ και δεν φτάνει αυτό. Θα πρέπει να τις συνθέσουμε. Όπως οργανικά γεννήθηκαν μέσα στην ιστορία, έτσι πρέπει οργανικά να ξαναγεννηθούν εντός μας.

     Πρέπει να σας τονίσω  ότι όλα αυτά δεν σημαίνουν γύρισμα στα περασμένα. Δεν σημαίνουν ούτε στάση στα υπάρχοντα. Σημαίνουν αναζήτηση των αρχών που από τις βιολογικές, τις ψυχολογικές και τις από την ιστορική παράδοση πνευματικές προϋποθέσεις μας είναι οι πιό πρόσφορες για να μας κινήσουν προς τα μπρός, προς νέες μορφές, νέους τύπους ζωής, νέες συνθέσεις, νέες δημιουργίες. Σημαίνουν την επέμβαση του αιώνιου και αναλλοίωτου όχι για να σταματήσει την εξέλιξη, αλλά για να της χαράξει την οργανικά πρόσφορη τροχιά της. Το πολικό αστέρι κανένα ταξείδι δεν απαγορεύει με την ακινησία του Απεναντίας όλα τα οδηγεί.

     Ειδικώτερα πιστεύω, πώς αν συντρέξουν κάπως ευνοϊκοί οικονομικοί και πολιτικοί όροι, η Ελλάδα μπορεί σε ορισμένες θεωρητικές επιστήμες, σε ορισμένες καλές τέχνες, σε ορισμένους τομείς της οικονομικής ζωής και μάλιστα σ’ ένα σύντομο διάστημα, να έχει εξαιρετικές επιδόσεις και να παρουσιάσει έργα που να γίνουν πρότυπα και να επηρεάσουν ωφέλημα ολόκληρο τον κύκλο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κάτι περισσότερο μάλιστα. Έχω τη γνώμη πώς κανείς τύπος πολιτισμού δεν είναι σήμερα πιό αναγκαίος από τον Ελληνικό. Αποβλέπω εδώ και σε στοιχεία μεταδοτικά, απ’ εκείνα που έγιναν πανευρωπαϊκά. Όμως και αυτά τα στοιχεία παρουσιάστηκαν πάντα από την Ελλάδα με μιά οξύτητα, με μιά διαφάνεια, με μιά απλότητα και καθαρότητα μαζί που δε τη σηκώνει καμμιά άλλη ατμόσφαιρα, καμμιά άλλη γη. Και για τούτων λοιπόν των στοιχείων την αναζωπύρωση ο Ελληνικός κόσμος είναι πιό ικανός, αν δουλέψει και αν τον βοηθήσουν να δουλέψει.

     Τα στοιχεία αυτά σκόπιμα δεν τα ορίζω. Αν τα όριζα, έτσι στα πεταχτά, θα τα πρόδινα. Όσοι το ξέρουν, περιττό να τους τα πω. Και όσοι πάλιν δεν τα ξέρουν, με λίγα λόγια δεν θα τα μάθουν. Μόνο μια πλατειά μελέτη φιλοσοφική και ιστορική μαζί για την έννοια της ελευθερίας, του μέτρου, της ανδρείας, του καλού θα βοηθούσαν να ζήσουμε τούτα τα στοιχεία, το καθένα χωριστά αλλά και όλα μαζί, στην αυστηρήν ενότητά τους.

     Άλλωστε τούτο είναι το έργο όλων μας, το δούλεμα τούτων των στοιχείων του Ελληνικού πολιτισμού, τη συνειδητοποίησή τους. Και ότι αυτό είναι προπαντός έργο των νέων, των ωριμασμένων, σκληρά και πρόωρα, από την τραχύτητα ης εποχής, αυτό είναι περιττό να το τονίσω.

Μιά τέτοια συνειδητοποίηση θα ακτινοβολήσει σ’ όλους τους τομείς της ζωής και εκεί που λιγότερο το φανταζόμαστε. Λόγου χάριν σ’ ένα τομέα, όπως ο πολιτικός, εκεί κοντά στα διδάγματα για την οργάνωση της πολιτείας και της οικονομίας που μοιραία θα δεχθούμε από τους πιό προχωρεμένους σ’ αυτόν τον τομέα λαούς, επιβάλλεται να ληφθεί υπ’ όψιν και κάθε τι πού επιβάλλει η απόλυτη ιδιοτυπία της Ελληνικής πραγματικότητας. Διδάγματα θα δεχτούμε, καλούπια όχι. Το καλούπι θα γίνει εδώ επί τόπου, και θα σπάσει επί τόπου, όταν περάσει ο καιρός του. Από τη μίξη των κοινών και των ιδιοτύπων θα συντεθεί η ζωή  μας, η πολιτική, η επιστημονική, η οικονομική. Ούτε Ελληνικές, μόνο Ελληνικές, ούτε Ευρωπαϊκές λύσεις υπάρχουν. Υπάρχουν συγκεκριμένες λύσεις και όσο πιό συγκεκριμένο κάτι τόσο και πιό σύνθετο.

     Αυτή η τελευταία μου παρατήρηση ίσως να με απαλλάσσει από την υποψία πώς όσα σημείωσα παρά πάνω προδίνουν σωβινιστικές διαθέσεις. Σωβινιστής δεν είμαι. Πιστεύω στην Ελλάδα σε ορισμένες δυνατότητες που έχει για το μέλλον. Αλλά θα πίστευα το ίδιο και αν είμουν Πορτογάλος. Δεν μεροληπτώ υπέρ της Ελλάδος γιατί είμαι Έλληνας εγώ, από στενό πατριωτισμό, αλλά γιατί με ευσυνειδησία μελετώντας τη ζωή διέγνωσα την υπεροχή της πολιτιστικής της αποστολής και τις δυνατότητες, να την εκπληρώσει. Θέλω την Ελλάδα, όχι για την Ελλάδα αλλά για την ανθρωπότητα. Χάριν της ανθρωπότητας πρέπει να γίνει το έργο που της είναι εμπιστευμένο. Σαν άτομο, άξιο και απαραίτητο της πανανθρώπινης κοινωνίας, έτσι τη βλέπω. Προφήτης δεν είμαι και δεν ξέρω τι θα  γίνει. Αλλά είμαι άνθρωπος και ξέρω τί πρέπει να γίνει. Θέλω ενιαία την οικονομία της ανθρωπότητας. Στην υλική ζωή δεν χρειάζονται ιδιοτυπίες. Θέλω την πολιτική ζωή της ανθρωπότητας πειθαρχημένη όπως τη ζωή των ατόμων σε μιάν αληθινή δημοκρατία. Αλλά δεν θέλω κατάλυση της πολιτικής αυτονομίας των ενοτήτων πολιτισμού. Όπου κύκλος πολιτισμού εκεί και αυτόνομος κύκλος πολιτικός. Γιατί όποιος λαός δεν έχει πολιτική αυτονομία, δεν ρυθμίζει αυτόνομα την πολιτική του ζωή, αυτός σε λίγο θα χάσει και την πνευματική του αυτονομία και θα σβύσει η ιδιοτυπία, η πρωτοτυπία της πολιτιστικής του δημιουργικότητας. Δεν θέλω μιά πολιτεία, θέλω μιά πειθαρχημένη , δημοκρατικά, σοσιαλιστικά οργανωμένη υπερπολιτεία, μιά κοινωνία πολιτειών. Κι’ ακόμα πρέπει να σας πω ότι μέσα σ’ αυτή η μικρή Ελλάδα έχει το μεγάλο της ρόλο να διαδραματίσει, ρόλο όχι δυναμικό μα πολιτιστικό, όχι λαού κυριάρχου αλλά λαού με εξέχουσα πολιτιστική δημιουργικότητα. Η Ελλάδα σα σύνοψη όλων της των δημιουργικών αγώνων, έχει χρέος να χαρίσει στην ανθρωπότητα έναν αιώνιον και πάντα νέο γιατί πάντα ανανεώνεται σύμφωνα με τους καιρούς, ένα νέον ιδεατό τύπο ανθρώπου: τον Έλληνα.

     Η τελευταία του φράση άθελα μου θυμίζει Δραγούμη. Όλη του την ομιλία θα την έλεγα ένα εθνικιστικό πιστεύω. Το εθνικιστικό πιστεύω του Κ. Τσάτσου. Και τις τρείς φορές που σε ώρες τρομερά δύσκολες τον καιρό της κατοχής, τον «είδα», ήτανε πλημμυρισμένος από την ίδια πίστη στην Ελλάδα και από την ίδια μαχητικότητα και αποφασιστικότητα.

     Βγαίνοντας απ’ το σπίτι του, στο λαμπερό ήλιο του πρωϊνού,-πρωϊνό της Αττικής-σκεφτόμουνα ότι οι σκέψεις που μου εξέθεσε ο Κ. Τσάτσος θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σαν ένας δημιουργικός διάλογος με την ψυχή εκείνων πού γυρεύουν την αλήθεια.

                    ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ  ΜΕΤΑΞΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, χρόνος Β΄, τόμος Γ΄, τεύχος 25 Αθήνα 15 Απριλίου 1945, σελ. 1-7.

  ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ

                ΜΑΣ ΜΙΛΑΕΙ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Την συνέντευξη πήρε ο Επαμεινώνδας Μεταξάς.

     Το βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι η συνθετική πολυμέρεια. Κοινωνιολόγος, μυθιστοριογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, πολιτικός. Σε εποχές αποφασιστικά μεταβατικές σαν τη δική μας, εποχές γκρεμίσματος και οικοδόμησης, οι συνθετικές προσωπικότητες είναι ο ωραιότερος καρπός της ιστορίας, είναι οι μορφές πού όχι μόνο δικαιώνουν την τραχεία όλο πάθος εποχή μας, αλλά και με την πολυμέρειά τους οραματίζονται το «ερχόμενο» και χτίζουν το σημερινό. Τέσσερα βασικά στάδια εξέλιξης μπορούμε να δούμε στην προσωπικότητά του. Το πρώτο: Νωρίς ξεκινάει το πνεύμα του. Δίνει τους πρώτους του στίχους. Ένα μυθιστόρημα. Μελέτες απάνω στο Δίκαιο. Προσανατολισμός της σκέψης του προς την κοινωνιολογία. Πρώτος καθηγητής του μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Βασικά κοινωνιολογικά του έργα: «Ο άνθρωπος και αι κοινωνικαί αντιθέσεις». «Η κοινωνία της εποχής μας». «Φιλοσοφία της ιστορίας» και άλλα πολλά.

     Τα έργα του διαπνέονται από μιά έντονη παιδαγωγική πνοή. Η διδασκαλία του φωτίζει συνειδήσεις, πλάθει ψυχές, διαμορφώνει γνησίους πνευματικούς ανθρώπους.

     Το δεύτερο στάδιο: Το 1935 είναι η τελευταία ώρα και για την Ευρώπη και για την Ελλάδα. Οι σκοτεινές δυνάμεις της βίας υψώνουν απειλητικό και άγριο το μαύρο τους ανάστημα απάνω στην ήπειρό μας. Σε μεγάλες πολιτείες αντηχεί βαρύγδουπο το βήμα των λεγεώνων της βίας. Η Ελλάδα μικρολογεί, διχασμένη σε δυό παρατάξεις, πού με τη στάση τους, της ανοίγουν τον τάφο. Η βία καιροφυλαχτεί με το εγχειρίδιο στο χέρι.

     Τότε ακριβώς η πολιτική του βούληση διαμορφώνεται και ξεσπάει γεμάτη ορμή και πάθος.

     Το τρίτο στάδιο: Η απόφαση του αγώνα, η θυσία, το μαστίγωμα των κακοποιών δυνάμεων του τόπου μας «πληρώνουνται». Η εξορία. Η απόλυτη μοναξιά. Η ευκαιρία του «πρώτου  απολογισμού». Η μοναξιά για ένα άξιο πνεύμα είναι δώρο του Θεού. Σ’ ένα νησί ή σε μιά παραλία βλέπει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος με απόλυτη καθαρότητα τον πόλεμο που έρχεται, την υπέρτατη αξία της ελευθερίας, το χρέος της Ελλάδας. Αισθάνεται ότι με το χτύπημα του σήμαντρου της ιστορίας πού θα σημαίνει τον πόλεμο, η Ευρώπη υλικά τουλάχιστο θα βυθιστεί στην καταστροφή. Και τότε τι θα μείνει; Το Ευρωπαϊκό πνεύμα μόνο να φτερουγίζει απάνω απ’ τα ερείπια. Στο βιβλίο του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος»,-έχει κυκλοφορήσει μόνο ο πρώτος τόμος,-με ευφράδεια καταπληκτική, με γνώση, με μιά γλώσσα γεμάτη μουσικότητα, μας μιλάει για όλους και για όλα. Στέκεται όμως πολύ περισσότερο σε κείνους και σε κείνα που αγαπάει. Όλο αυτό το έργο,-έργο που πλουτίζει τα ευρωπαϊκά γράμματα,-θα το έλεγα μιά εξομολόγηση. Η εξομολόγηση είναι η ανώτατη μορφή της τέχνης.  Ο πνευματικός αυτός ταξιδευτής τριγυρνάει με πάθος αγάπης στους πνευματικούς «τόπους» της Ευρώπης και μας τραγουδάει την αγάπη του.

     Παράλληλα στη μοναξιά της εξορίας γράφτηκαν ένα μυθιστόρημα, ποιήματα, μελέτες, βιογραφίες, μεταφράσεις, ένα ιστορικό δράμα ο «Όλιβερ Κρόμβελ» και ένα ιστορικοκοινωνικό γύρω από την Ελληνική πραγματικότητα το «1919-1935», όλα ανέκδοτα, εκτός απ’ τα εξαίσια ποιήματα «Οι απλοί φθόγγοι», που βγήκαν με ψευδώνυμο. Η βία δεν επέτρεπε μέχρι χτες ακόμα να χαρούμε το πνευματικό του έργο.

     Το τέταρτο στάδιο: Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό απλός «στρατιώτης» στο παγκόσμιο στράτευμα της Ελευθερίας.

      Σ’ όλο του τον αγώνα σμίγει θεωρία και πράξη, που δεν είναι παρά μορφές της ίδιας ενιαίας πνευματικής δράσης. Σ’ ένα υψηλό σημείο συναιρείται δημιουργικά η κάθε μορφή δράσης του. Και διαμορφώνεται μιά συνθετική προσωπικότητα που με το πνεύμα της, την καρδιά της αλλά και το κορμί της παλεύει στην παλαίστρα των πεπρωμένων του πνεύματος και της Ελλάδας. Η πολυσύνθετη, πολυδύναμη μορφή του βρίσκει σιγά-σιγά την τάξη και το νόμο της. Αγωνίζεται για την Αλήθεια. Και μοίρα της Αλήθειας είναι ο πολυμέτωπος σκληρός αγώνας.

     Ο αγώνας αυτός μ’ όλες τις δικαιολογημένες ίσως επιφυλάξεις, τους ενθουσιασμούς ή και τη βίαιη άρνηση πού μπορεί να προκαλεί είναι κ’ όλας μιά «εκπλήρωση», είναι ήδη μιά νίκη.

     Του θέσαμε τα ερωτήματά μας-για την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, για το κοινωνικό πρόβλημα, για την αποστολή και το νόημα της σύγχρονης Ελλάδας, για την οργάνωση της Ευρώπης και του  κόσμου. Τις απαντήσεις του τις δίνουμε χωρίς διακοπή, σε μιά ενότητα.

     Με ρωτάτε ποιες είναι οι αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, και ειδικώτερα του Έλληνος.

     Εγώ θα  σας απαντήσω λέγοντάς σας ποιες είναι οι βεβαιότητες και οι ηθικές ασφάλειες του σύγχρονου ανθρώπου και του Έλληνος. Αν μιλούσα γι’ αγωνίες θα μιλούσα για κάτι το υπερβολικά σημερινό. Μιλώντας, αντίθετα, για βεβαιότητες, μιλώ για τ’ αυριανά.

     Και κάτι  άλλο ακόμα. Τί σημαίνει, στο βάθος, «αγωνία»;

«Αγωνία» σημαίνει κάτι το πολύ ιδιωτικό. Σημαίνει μιά βαριά σύγχυση του ιδιωτικού στοιχείου της ζωής μας με το ιστορικό στοιχείο του κόσμου. Συνήθως «αγωνιούμε» γιατί φοβόμαστε για τον εαυτό μας-για την οικογένειά μας, για το σπίτι μας, για τις συνήθειές μας, για τη ζωή μας. Και τον κίνδυνο που απειλεί τη ζωή μας ή και μόνο την περιουσία μας και τις συνήθειές μας, τον βλέπουμε σαν κίνδυνο που απειλεί τον κόσμο ή την πατρίδα μας. Και «αγωνιούμε» για την Ελλάδα! «Αγωνιούμε» για τον Άνθρωπο!

     Η ιστορία δε φτιάχνεται με αγωνίες, με ανησυχίες, με φόβους. Σ’ αιώνες πολύ πιό μεταβατικούς από το δικό μας αιώνα, πολύ πιό άπιαστους, οι αληθινοί άνθρωποι και σ’ αυτήν ακόμα την ώρα του μαρτυρίου τους είχαν βεβαιότητες μέσα τους, όχι ανησυχίες. Οι τελευταίοι των Αθηναίων ήξεραν ότι με το να πεθαίνουν αυτοί ως οι τελευταίοι δεν πέθαινε και η Αθήνα μαζί τους. Κι’ ο Αυγουστίνος, πεθαίνοντας στην έδρα της επισκοπής του πού ήταν πολιορκημένη από τους Βάνδαλους, ήταν βέβαιος ότι ο κόσμος θα σωζόταν, έστω και αν η πόλη του θάπεφτε.

     Άς μιλήσουμε, λοιπόν, για τις βεβαιότητες που υπάρχουν σήμερα μέσα μας.

     Σαν άνθρωποι-σαν πολίτες του κόσμου ολόκληρου-πρέπει νάμαστε βέβαιοι ότι σημειώνονται βήματα που μας πάνε στο παγκόσμιο σύνολο πλησιέστερα παρά ποτέ. Ποτέ ο παγκόσμιος χώρος δεν έγινε τόσο απτός (έστω, αιματηρά απτός) όσο στις μέρες μας. Μεσ’ από το γεγονός αυτό ξεπηδούν καινούργιες δυνατότητες ζωής, συλλογικής και ατομικής, εθνικής και προσωπικής, πού αντί να προκαλούν ανησυχίες και την αγωνία του άβουλου στοχαστή, πρέπει να γεννήσουν, αντίθετα, μιά πιό συμπυκνωμένη δραστηριότητα, μιά βούληση πιό έντονη και πιό συγκροτημένη.

     Σαν Έλληνες πρέπει νάμαστε βαθύτατα βέβαιοι ότι οι καινούργιες δυνατότητες ζωής που γεννάει η τάση προς την παγκοσμιότητα θα βγουν σε καλό της Ελλάδος. Τί άλλο σημαίνει η Ελλάς από παγκοσμιότητα; Ο Μαραθών, ο Πλάτων, ο ελληνικός εποικισμός, ο εξελληνισμός του Χριστιανισμού και του Ρωμαϊκού Κράτους, το ακριτικό ήθος, το Εικοσιένα, η νεοελληνική μετανάστευση, η εγκατάλειψη προαιώνιων εστιών και η σύμπτυξη του γένους σα θυσία σχεδόν εκούσια, η αλβανική εποποιϊα και η εθνική αντίσταση των Ελλήνων με το μοναδικό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη παλλαϊκό χαρακτήρα της-, τα γεγονότα αυτά τί άλλο σήμαναν και σημαίνουν παρά βήματα προς το Παγκόσμιο;

     Τα βήματα αυτά τα κάνει στις μέρες μας και η τεχνική πρόοδος, η μηχανή. Τα κάνουν και μηχανικά κουρδισμένες ιδεολογίες, οι δογματικοί φανατισμοί. Αυτό ήταν φυσικό, φυσικώτατο. Ωστόσο, θάναι αφύσικο-άρα: ιστορικά αδύνατο-να δώσουν τις οριστικές λύσεις οι παράγοντες που εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις. Τις λύσεις τις δίνουν πάντοτε οι παράγοντες που δημιουργούν τις περιστάσεις. Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός δεν πήγε τάχα, μονταρισμένος αριστοτεχνικά πάνω στο νόημα της εποχής μας, να εκμεταλλευθεί τις περιστάσεις της παγκοσμιότητας; Πολλοί στον κόσμο πίστευαν ότι θα πετύχαινε. Εγώ διακήρυξα από την πρώτη στιγμή ότι θα την πάθαινε. Γιατί το διακήρυξα; Μήπως γιατί μισούσα τους Γερμανούς; Όχι, αλλά γιατί αγαπούσα την αλήθεια. Την ίδια αλήθεια πού  διατύπωσα παραπάνω και που θα κάνει αργά ή γρήγορα όλες τις βαρβαρότητες, όλους τους δογματικούς φανατισμούς να ηττηθούν.

     Προς την οργάνωση του κόσμου, κοινωνικά και υπερεθνικά, θα οδηγήσει τελικά μόνο και μόνο η Ελληνική Αλήθεια: η Ισορροπία, το Μέτρο, η Ενωτική Γραμμή. Και μόνο του το γεγονός ότι οι ιδεολογίες που τείνουν προς την παγκοσμιότητα συγκρούονται, είναι αντίθετες μεταξύ τους, κ’ είναι μάλιστα συνυφασμένες και με φορείς που ως αριθμητικές, βιολογικές και αριθμητικές δυνάμεις είναι όλες και η καθεμία αμετακίνητα θετικά δεδομένα-, και μόνο του το γεγονός αυτό, που η πιστοποίησή του είναι μιά ωμή πρώτη ύλη φιλοσοφικού λογισμού, αρκεί για να μας πείσει ότι η λύση θα βασισθεί στην ισορροπία. Άρα: Άρα στην Ελληνική Αλήθεια. Η Γερμανία την έπαθε, γιατί, απλούστατα, μόνη της δεν αποτελούσε μιά τέτοια ακατάβλητη θετική δύναμη σαν τις Ενωμένες Πολιτείες, σαν το Ενωμένο Βασίλειο των Βρεττανών και σαν τη Σοβιετική Ένωση. Χωρίς γεωγραφικό φόντο που να σου το δίνει ο άπειρος ωκεανός, η άπειρη στέππα’ ο αριθμός και η βιολογική ρώμη θυσιάζονται άδικα. Μ’ άλλα λόγια: θυσιάζονται δίκαια, δηλαδή ήταν δίκαιο να θυσιασθούν, αφού πήγαν συνθλίβοντας αθώους να πραγματοποιήσουν το αδύνατο. Η ύβρις τιμωρείται από τους θεούς. Αλλά ως πού να τιμωρηθεί υπάρχουν και θύματα. Κι’ αυτή τη φορά τα θύματα ήταν πολλά.

     Αφού στον κόσμο ολόκληρο δεν είναι νοητή μιά λύση άλλη από την ελληνική, γιατί τάχα η εσωτερική κοινωνική λύση του ελληνικού προβλήματος πρέπει νάναι ξενική; Θάταν η πιό ανόητη ιστορική πράξη μας αν αντιγράφαμε τα λάθη των άλλων τη στιγμή που οι άλλοι θάναι αναγκασμένοι να υιοθετήσουν την αλήθεια τη δική μας.

     Ναι, θ’ αναγκασθούν να το κάνουν. Οι άλλοι, οι ξένοι, θ’ αναγκασθούν. Εμείς, αντίθετα, δεν έχουμε παρά να εκφράσουμε τον εαυτό μας. Μόνον η ενωτική κοινωνική ιδέα της δημοκρατίας που πηγάζει από την ηθική συνείδηση του Μέτρου και την τεχνική ανάγκη της Ισορροπίας μπορεί να λύσει το κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Κάθε ακρότητα είναι ανθελληνική. Το ανθελληνικό και το απάνθρωπο είναι έννοιες ταυτόσημες. Το Ελληνικό και το Πανανθρώπινο είναι Λόγοι ταυτόσημοι.

     Από την Ελλάδα ως τη Πανανθρώπινη Αλήθεια δεν παρεμβάλλεται καμμιά απόσταση και δεν χωρεί καμμιά ενδιάμεση βαθμίδα. Το Πανανθρώπινο είναι βίωμα, και μάλιστα βίωμα ελληνικό, άμεσα συνυφασμένο με τη γη μας και με τη ψυχή μας, με την πραγματικότητα μας και με την πανάρχαιη «ουτοπία» μας. Αυτό είναι ακριβώς το μεγάλο προνόμιο της φυλής μας, αλλά και ο ωραίος κίνδυνος που αδιάκοπα διατρέχουμε. Με το νάναι το Πανανθρώπινο ένα άμεσο βίωμά μας βρεθήκαμε πάντοτε σε μιά θέση ηθικά δύσκολη απέναντι των άλλων λαών που στριμώχτηκαν γύρω μας ή εισχωρήσανε στο χώρο μας. Εκείνοι δεν είχαν ανάγκη να λογαριάσουν τίποτα, ενώ εμείς λογαριάζουμε τα πάντα, ακόμα και τη δική τους ανάγκη για μόρφωση και ευημερία. Το Ελληνικό Βυζάντιο, ενώ αντιμετώπιζε εχθρούς απ’ όλες τις πλευρές, έφτιαχνε ταυτόχρονα λαούς. Οι περισσότεροι από τους εχθρούς ήταν βάρβαροι, ήταν φυλές με προϊστορική τη σύνθεση και βούληση της ζωής τους. Κανένα κράτος του κόσμου δεν πέτυχε στην παιδαγωγική του αποστολή απέναντι των εχθρών του όσο το Βυζάντιο και δεν έκανε τόσες βάρβαρες φυλές να μπουν στη ζωή της ιστορίας, δηλαδή να γίνουν έθνη. Ποιά, όμως, ήταν και είναι η ανταπόδοση; Ακόμα και σκλαβωμένη η φυλή μας στους αιώνες της Τουρκοκρατίας διαπαιδαγωγούσε τους Βουλγάρους που ως τα χθες ακόμα δεν είχαν δική τους γραπτή γλώσσα και που αν την έφτιαξαν μηχανικά (γιατί αποδείχθηκαν ανίκανοι να την γεννήσουν οργανικά) την έφτιαξαν αφού έμαθαν κ’ έγραφαν, ως τα τέλη του περασμένου αιώνα, ελληνικά. Και μόλις κατάφεραν να μιμηθούν μιά ξένη γλώσσα και μερικούς ξένους κρατικούς θεσμούς, άρχισαν να μας σφάζουν!

     Ωστόσο, η Ελλάς μ’ όλη την ασύλληπτη δύσκολη και κρίσιμη γεωγραφική και ηθική θέση της δεν ξεφεύγει, ούτε ποτέ της θα ξεφύγει από το χρέος της και την αποστολή της. Ο Έλλην είναι προπάντων Άνθρωπος, και θ’ αντιμετωπίσει, χωρίς άλλο θριαμβευτικά και το μοντέρνο τρόπο επιδρομών που σημειώνονται με το να εξαπολύονται σα στρατεύματα «κρούσεως», πρίν από τις λαϊκές εχθρικές μάζες, «μαζικές» ψυχολογίες και ιδεολογίες που πάνε ν’ αχρηστεύσουν τον Άνθρωπο μέσα στον ίδιο τον Έλληνα. Αυτό, όμως, δε θα πετύχει. Η υψηλότερη ακριβώς αποστολή μας σήμερα, ελληνικώτατη κι’ αυτή όπως όλες οι προηγούμενες, είναι τούτη: ν’ αποδείξουμε στον κόσμο ότι όπως οι μηχανοκίνητες εθνικοσοσιαλιστικές μάζες, έτσι και οι μαζικές ψυχώσεις οποιωνδήποτε μηχανοκινήτων ιδεολογιών σπάζουν απάνω στον αιώνιο βράχο της Ελληνικής ψυχής. Κι’ αφού τ’ αποδείξουμε αυτό, θα προσφέρουμε στον κόσμο ένα μεγάλο παράδειγμα. Αλλά το παράδειγμα δεν πρέπει νάναι μόνον ηθικό. Πρέπει νάναι και πολιτικό. Πρέπει μέσα στο πλαίσιο μιάς Ελληνικής Δημοκρατίας, να δημιουργήσουμε ήρεμα και πολιτισμένα μιά σοσιαλιστική κοινωνία. Τί άλλο είναι ο βράχος μας’ από ένα γερό και ακλόνητο αίτημα σοσιαλισμού; Αν δείξουμε και στην ειρήνη τόση πίστη στην Ελλάδα και τόση ελληνική φιλοτιμία όση δείχνουμε και στο πεδίο της μάχης ή μπρός στα εκτελεστικά αποσπάσματα των εχθρών, το θαύμα θα γίνει. Θα γίνει, γιατί απλούστατα δε θάναι θαύμα. Θάναι μιά οργανική εκδήλωση γνήσιας ελληνικότητας.

     Φυσικά, δε λέω ότι  η Ελλάς θα λύσει το παγκόσμιο πρόβλημα, όπως δε μπορώ να πω ότι η Ελλάς έδωσε τη Νίκη στους Συμμάχους. Θα μπορούσε όμως να ρθει η Νίκη όπως ήρθε χωρίς το επτάμηνο της Αλβανικής και της Κρητικής Εποποιίας, δηλαδή χωρίς τη συμβολή της Ελλάδος που  ματαίωσε την κάθοδο των Γερμανών στο Σουέζ και καθυστέρησε την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ρωσσίας: Μιά ισοδύναμη συμβολή στην ειρηνική αναδημιουργία του κόσμου είναι μιά αξίωση που προβάλλοντάς την στην ίδια μας τη βούληση δε σημαίνει καμιάν υπεροψία. Όσο βάρος είχε στην πλάστιγγα των παγκόσμιων γεγονότων το αίμα που χύσαμε, δε μπορεί νάχει τάχα και το  πνεύμα μας; φτάνει να θελήσουμε, και μπορεί χωρίς άλλο.

     Άλλωστε, η οργάνωση του νέου κόσμου θα μας χρειασθεί και καθαρά τεχνικά. Αν από την Ελλάδα ως την Πανανθρώπινη Αλήθεια δεν παρεμβάλλεται, όπως είπαμε, καμιά απόσταση και δε χωρούν ενδιάμεσες βαθμίδες, από την Ελλάδα σαν Κράτος ως την παγκόσμια οργάνωση οδηγούν βαθμίδες που είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν. Ο κόσμος ως σύνολο δεν μπορεί να νοηθεί και να οργανωθεί χωρίς την οργανωμένη Ευρώπη. Κ’ η Ευρώπη, επίσης, δε μπορεί να οργανωθεί χωρίς την οργανωμένη ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και χωρίς οργανωμένα Βαλκάνια. Η Ελλάς είναι καθαρά γεωπολιτικά το πιό κρίσιμο για την Ανθρωπότητα σταυροδρόμι. Χωρίς το συνεκτικό ιστό που λέγεται Ελλάς, η οργανική διάρθρωση του κορμού της ειρήνης δεν είναι συλληπτή. Για να οργανωθεί ο κόσμος σ’ ένα σύστημα ασφάλειας και ειρήνης, η οργάνωση πρέπει να προχωρήσει από τα μέρη προς το σύνολο όσο ακριβώς κι’ από το σύνολο προς τα μέρη. Όπως είχα την ευκαιρία, τα τελευταία χρόνια, να γράψω, αλλά και ν’ αναπτύξω σε πολιτικά υπεύθυνες συνομιλίες στο Λονδίνον και αλλού, η Ελλάς πρέπει ν’ αποτελέσει τον κρίκο ανάμεσα σε δυό αναγκαίες ενώσεις. Η μιά είναι η  ένωση των λαών της Ανατολικής Μεσογείου, κ’ η άλλη η Βαλκανική. Ανάλογους ρόλους συνεκτικών ιστών μπορεί να παίξουν και άλλοι λαοί σε λιγώτερο κρίσιμα σημεία της Ευρώπης για να μπορέσει ο συνολικός οργανισμός της Ευρώπης και γενικώτερα του κόσμου να βασισθεί στην αρχή της αλληλουχίας.

     Μού είναι, βέβαια, δύσκολο να ξέρω πώς θα μπορέσουν να φτάσουν οι Μεγάλοι Σύμμαχοι στην οργανική συγχώνευση των ιδεωδών τους που είναι ως ένα σημείο (ως ένα ανθρώπινο δυνατό σημείο) απαραίτητη για την ουσιαστική συμβολή της Ελλάδος στην τεχνική οργάνωση του κόσμου. Γι’ αυτό δε μπορώ σήμερα να πω και περισσότερα πάνω στις δυνατότητες της συμβολής μας αυτής. Όσο για την ηθική συμβολή στη δημιουργία του νέου κόσμου, σ’ αυτήν ξαναγυρίζω με απόλυτη ευρύτητα και καθαρότητα λογισμού. Για την ηθική συμβολή μας οι ορίζοντες είναι όλοι γύρω μας ανοιχτοί. Τους ορίζοντες αυτούς τους ορίζουμε και μας ορίζουν. Αλλά χρειάζεται βέβαια, πίστη. Χρειάζεται έντονη μέσα μας ελληνικότητα. Χρειάζεται μέθη στη βούληση, και ταυτόχρονα καθαρότητα νου. Ελληνικές είναι κ’ οι δύο ιδιότητες. Πανάρχαια ελληνικές. Άς τις συνδυάσουμε πάλι τις δύο, κι’ ας γεμίσει η καρδιά μας από ηθικές βεβαιότητες.

     Έτσι μας μίλησε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Χρέος μας είναι ν’ ακούμε τη φωνή όλων εκείνων που μπορούν να «μιλήσουν». Και  να είμαστε έτοιμοι να πέσουμε-αφού διαμορφώσουμε ελεύθερα την πίστη μας-, για ό,τι είναι Ωραίο Μεγάλο, Αγαθό.

Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ. Διευθυντής Ν. Σ. ΜΟΝΑΧΟΣ. Διεύθυνση Γ΄ Σεπτεμβρίου 28. Χρόνος Β΄, Τόμος Γ΄, Τεύχος 27/Αθήνα 15 ΜΑΪΟΥ 1945, δρχ. 125, σελίδες 129-136.

Σημειώσεις:

       Μεταφέρω τις τρείς παλαιές συνεντεύξεις σημαντικών διανοουμένων και συγγραφέων, που διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο τόσο στα πολιτικά όσο και στα πνευματικά πράγματα της Ελλάδας τον προηγούμενο αιώνα, και που οι πνευματικές τους δημιουργίες και  πολιτικές των δύο εξ αυτών παρεμβάσεις, επηρέασαν τις μεταγενέστερες γενιές των νεότερων ελλήνων. Ο καθένας με τον τρόπο του και από το δικό του μετερίζι που υπηρέτησε υπεύθυνα, συνειδητά και με το ανάλογο δημόσιο ζήλο. Τρείς θέσεις-απαντήσεις που παρουσιάστηκαν πρίν 76 χρόνια, το 1945, στο λογοτεχνικό περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ που εξέδιδε ο Νίκος Σ. Μοναχός. Τις συνεντεύξεις είχε πάρει ο συνεργάτης συγγραφέας του περιοδικού Επαμεινώνδας Μεταξάς. Κατά σειρά δημοσίευσης των συνεντεύξεων, κάτω από τον γενικό τίτλο «ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ» έχουμε πρώτα την απάντηση που έδωσε ο πολιτικός πρώην πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, πανεπιστημιακός, φιλόσοφος και νομικός Κωνσταντίνος Τσάτσος τεύχος 25/15 Απριλίου 1945, σελίδες 1-7. Η δεύτερη απάντηση είναι του πασίγνωστου και αγαπημένου Κρητικού συγγραφέα και παραμυθά Νίκου Καζαντζάκη τεύχος 26/1 Μαϊου 1945, σελίδες 65-70. Τέλος, η τρίτη απάντηση προέρχεται από τα χείλη του παλαιού πολιτικού, υπουργού και πρώην πρωθυπουργού, πανεπιστημιακού και κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κανελλόπουλου τεύχος 27/15 Μαϊου 1945, σελίδες 129-136. Και οι τρείς συνεντεύξεις ανοίγουν τις σελίδες των τευχών του περιοδικού. Και οι τρείς απαντήσεις, προκαλούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών του παλαιού περιοδικού. Ιδέες και θέσεις πρωτότυπες και καθαρές, απόψεις συγγραφέων που εκφράζουν σημαντικά δημόσια πρόσωπα της ελληνικής και ακαδημαϊκής διανόησης, την πρωτοπορία της σκέψης,- την περίοδο εκείνη- ιδιαίτερα του πολιτικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που υπήρξε και ο πρώτος πανεπιστημιακός καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα.  Των απαντήσεων προηγείται μικρό εισαγωγικό σημείωμα και, μετά τις απαντήσεις, έχουμε επιλογικά ελάχιστα σχόλια από τον Επαμεινώνδα Μεταξά που πήρε την συνέντευξη και όπως φαίνεται, έθεσε και τις ερωτήσεις-εκ μέρους-του περιοδικού. Το όνομά του γράφεται με κεφαλαιογράμματα στο τέλος. Ο καθένας από τους ερωτώμενους,  εκθέτει τις σκέψεις του ή γράφει τις απαντήσεις του με τον δικό του τύπο ορθογραφίας που υιοθετεί. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει η ορθογραφική τυπολογία του Νίκου Καζαντζάκη ο οποίος χρησιμοποιεί το μονοτονικό και μια «ιδιαίτερη» και όχι συνηθισμένη γλωσσική ορθογραφία. Πέρα από ελαχιστότατες δικές μου ορθογραφικές παρεμβάσεις, (που ήταν φανερά τυπογραφικές) άφησα τα κείμενα όπως συναντώνται στις σελίδες του περιοδικού, έστω και αν μας «ξενίζει» σήμερα, η ορθογραφία τους. Μιλώ φυσικά για την γραφή του Νίκου Καζαντζάκη, που χρησιμοποιεί θα τολμούσα να έγραφα μια λαϊκή προφορική δημοτική ορθογραφία. Μια ορθογραφία της ντοπιολαλιάς, που μπορεί να μας ακούγεται ηχητικά ξένη, ή να δυσκολεύει την οπτική ορθογραφική μνήμη μας, της μεγάλης πλειοψηφίας των ελλήνων που μιλούν και γράφουν μια στρωτή δημοτική, όπως αυτή καθιερώθηκε από το επίσημο εκπαιδευτικό μοντέλο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας μας, είναι όμως μια τυπολογία λέξεων που ο Νίκος Καζαντζάκης γνώριζε να διαχειρίζεται με ευκολία και λειτουργικά μέσα στο συγγραφικό του έργο. Σίγουρα πιά, τέτοιοι γλωσσικοί τύποι δεν μιλιούνται και γράφονται ανήκουν στην ιστορία της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας και στα κείμενα του προηγούμενου και προ-προηγούμενου αιώνα ελλήνων συγγραφέων. Ευτυχώς για εμάς αυτός ο γλωσσικός διχασμός τερματίστηκε. Μας έμειναν δυστυχώς άλλοι ακόμα παθιασμένοι πολιτικοί και άλλου είδους διχασμοί «στα κάστρα των ελληνικών καντονίων» της χώρας. Πέρα όμως από την ορθογραφία, σημασία έχει το τι μας λένε τα ίδια τα κείμενα, σε ποιο πλαίσιο πνευματικών και πολιτιστικών αναφορών, ζυμώσεων και ερωτημάτων εντάσσονται, τι υποστηρίζουν οι συγγραφείς τους, ποια είναι η διαφορά της σκέψης τους, σε σχέση με τους υπόλοιπους συνεργάτες των 44 τευχών που εκδόθηκαν των Φιλολογικών Χρονικών και ιδιαίτερα τα σκοτεινά εκείνα ιστορικά χρόνια της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης, του Εμφύλιου σπαραγμού. Και τα τρία κείμενα (εν συνόλω) φανερώνουν έλληνες λογίους συγγραφείς που αγαπούν την Ελλάδα, ενδιαφέρονται ειλικρινώς για τον Ελληνικό Λαό και έχουν έντονη την αίσθηση της μεγαλοσύνης του Έθνους και των Αγώνων των Ελλήνων. Οι πολιτικών χρωματισμών θέσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου (ενός πολιτικού που άνηκε στην συντηρητική παράταξη) για την οικοδόμηση μιας ελληνικής κοινωνίας, και πολιτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης που θα τείνει προς τον σοσιαλισμό, είναι νομίζω, πολύ ενδιαφέρουσα ακόμα και σήμερα. Γράφει, «να δημιουργήσουμε ήρεμα και πολιτισμένα μια σοσιαλιστική κοινωνία», και μάλιστα, όταν την συνδέει με την ελληνική αρχαιότητα, την Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία, την Δημοκρατία του Δήμου, του βράχου της Πνύκας, εποχές Περικλή. Θέσεις που οι μεταγενέστεροι έλληνες και ξένοι επιστήμονες όπως γνωρίζουμε επιβεβαιώνουν, ερευνούν και προτάσσουν στις εργασίες τους. Θεωρώ, ότι οι απόψεις του Κανελλόπουλου, είναι ακόμα και σήμερα επίκαιρες, προκαλούν πεδίο συζητήσεων και για μερίδα ελλήνων πολιτικό ζητούμενο. Να επαναλάβω ότι, είναι έκπληξη το γεγονός ότι οι θέσεις αυτές εκφράζονται από έναν συντηρητικό έλληνα πολιτικό και πρώην αρχηγό της ΕΡΕ, και όχι από έναν κοινωνιολόγο ή πολιτικό της αριστεράς. Αν και για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου μας, και οι τρείς λόγιοι,-πολιτικοί, ανήκαν στον Βενιζελικό χώρο της εποχής τους. Ήσαν δηλαδή κεντρώοι ή κεντροδεξιοί, και όχι αμιγώς δεξιοί ή βασιλικοί. Αυτό φαίνεται αν διαβάσουμε και άλλα κείμενα-έργα των συγγραφέων και ελλήνων πολιτικών, και ακούσουμε τις απόψεις τους. Η πατριωτική συνείδηση ότι εμείς οι Έλληνες ανήκουμε σε ένα πανάρχαιο ιστορικό Έθνος, με στέρεες εθνικές ρίζες και πολιτιστικές αναφορές, ήταν ισχυρά ριζωμένη στις συνειδήσεις και πεποιθήσεις όχι μόνο των λογίων μας και των ανηκόντων στην αστική τάξη συγγραφέων αλλά, και στους απλούς καθημερινούς ανώνυμους έλληνες και ελληνίδες, που είχαν πάρει στους ώμους τους τον αγώνα της ανεξαρτησίας και ελευθερίας της Ελλάδας. Στους ήρωες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, στους πατριώτες και πατριώτισσες του Αλβανικού Έπους, του Έπους του 1940. Αριστεροί και Δεξιοί, απλοί ανώνυμοι Έλληνες και Ελληνίδες και επώνυμοι, ενωμένοι στον κοινό αγώνα για την ανεξαρτησία, είτε με το ΕΑΜ είτε κάτω από την ομπρέλα άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, ο Ελληνικός Λαός στάθηκε στα ύψος των περιστάσεων που του επέβαλαν οι ιστορικές εκείνες στιγμές. Στιγμές ηρωϊσμού και υπερηφάνειας, πρίν το σαράκι της φυλής μας, μας οδηγήσει από το Ηρωικό Έπος στην Αιματηρή εμφύλια αμέσως μετά την απελευθέρωση, σύγκρουση. Τα Ημερολόγια, οι Αναμνήσεις, οι Εξομολογήσεις, τα Γραπτά, τα Κείμενα, τα Ποιήματα και τα Διηγήματα, τα Μυθιστορήματα που  μας κληροδότησαν οι ήρωες έλληνες της δεκαετίας του 1940, μας αποκαλύπτουν πόσο έντονα και δυναμικά ήταν χαραγμένη μέσα στην ψυχή και την σκέψη τους η έννοια του Έθνους, της Πατρίδας, του αγωνιστικού φρονήματος των Ελλήνων που συνέχιζαν μια πανάρχαια ιστορική παράδοση πολιτισμού και ανθρωπιστικής προσφοράς. Στο κοινωνικό και πολιτιστικό αυτό ιστορικό πλαίσιο οφείλουμε να εντάξουμε και να ερμηνεύσουμε τις απόψεις τους, τις τότε ιδέες και οραματισμούς τους. Τις επισημάνσεις που κάνει, ιδιαίτερα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος για την περίοδο του Βυζαντίου. Της χιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πρίν προβούμε σε οποιαδήποτε αρνητική κρίση, εκ των υστέρων, των συγγραφέων αυτών ως «εθνικιστές», «πατριδολάτρες», «σωβινιστές» και άλλους προσδιορισμούς που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι αποδομιστές της Εθνικής Ιστορίας στην χώρα μας, και στο εξωτερικό. Οι Ιστορικές αφηγήσεις και καταγραφές ανήκουν στο πλαίσιο και την ατμόσφαιρα της εποχής τους που κυοφορήθηκαν. Οι προφορικές και γραπτές αυτές μνήμες των Ελλήνων εκείνη (για να σταθούμε στα συγκεκριμένα χρονολογικά και ιστορικά όρια) την περίοδο, είτε προέρχονται από τον χώρο της αριστεράς είτε από τον χώρο της αστικής τάξης, και ιδεολογία, εμφορούνται από έναν άδολο γνήσιο και ειλικρινή πατριωτισμό. Μια εθνική θεώρηση της ελληνικής ιστορίας υγιή και εμψυχωτική, ωφέλιμη του συνόλου του Ελληνικού Λαού. Πέρα από τις ταξικές τους διαφορές και ιδεολογικές εχθρότητες. Έναν εθνικό ελληνικό πατριωτισμό που βλέπουμε να υιοθετούν και οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί-πχ. ο σοβιετικός λαός-την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, των δημοκρατικών λαών της ευρώπης που αγωνίστηκαν ενάντια στις κατακτητικές δυνάμεις του άξονα και των συμμάχων του.

Κάτω από αυτό το πλαίσιο θεωρώ θετικό να ξεφυλλίζουμε παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά και να διαβάζουμε το τι εξέφραζαν και έγραφαν, δημοσίευαν οι έλληνες συγγραφείς και διανοούμενοι τις παλαιότερες ιστορικά εποχές. Μας κρατούν πέρα από τις θέσεις και κρίσεις, φωνασκίες που εκφράζει στις μέρες μας ένας διαδικτυακός όχλος-δήθεν κοινής γνώμης, νηφάλιους και λογικούς στην ερμηνεία και αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει τόσο η χώρα μας όσο και ο σύγχρονος κόσμος. Τα κείμενα αυτά, μα ς δείχνουν στο που κάναμε στην πορεία λάθος. Στου ότι ξεστρατίσαμε από των εκείνων οραματισμούς, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Αλλά αυτό, είναι μιά άλλη συζήτηση, Τα σημειώματα αυτά γράφονται και αντιγράφουν κείμενα που αφορούν και θέλουν να τιμήσουν τον πολιτικό και επιστήμονα, διανοούμενο και πολυγραφότατο Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021.

 Η πολιτική και οι πολιτικοί της χώρας, οι άνθρωποι της τέχνης του θεάτρου, μια βουβή και σκοτεινή θλίψη. Μια πίκρα χωρίς δημοσιογραφικό ντόρο. Αμαρτίες παιδιών παιδεύουν μνήμες σημαντικών πατεράδων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου