ΑΠΟΝΟΜΗ
ΑΡΙΣΤΕΙΩΝ
Έχοντες υπ’ όψιν, ότι η συμφώνως προς τον Νόμον 1001 απονομή, κατ’ έτος μέν διά την Λογοτεχνίαν, κατά τριετίαν δε διά την Μουσικήν, Ζωγραφικήν και Γλυπτικήν, ενός μόνον εκάστοτε Εθνικού Αριστείου των Γραμμάτων και των Τεχνών, δεν επιτρέπει να τιμηθώσι δι’ αυτού εγκαίρως οπωσδήποτε πάντες οι από μακροτέρου ήδη χρόνου καθιερωθέντες διά της κοινωνικής αναγνωρίσεως αριστείς των Γραμμάτων και της Τέχνης εν πάση αυτής εκδηλώσει, προς μερικήν τουλάχιστον επί του παρόντος θεραπείαν του πράγματος,
Αποφασίζομεν:
1)Απονέμεται το «Εθνικόν Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών» μετά των διασήμων αυτού και του διπλώματος, άνευ της κατά το άρθρον 5 του Νόμου 1001 χρηματικής χορηγίας, εις τους:
Λογοτέχνας:
Ιωάννην Ψυχάρην, Αλέξανδροςν Πάλλην, Ιωάννην Βλαχογιάννην, Δημοσθένην Βουτυράν, Δημήτριον Καμπούρογλου, Μιλτιάδην Μαλακάσην, Σπύρου Μελάν, Παύλου Νιρβάναν, Γρηγόριον Ξενόπουλον, Ζαχαρίαν Παπαντωνίου, Λάμπρον Πορφύραν, Σωτήρη Σκίπην, Δημήτριον Ταγκόπουλον, Παντελήν Χορν, Εμμανουήλ Λυκούδην.
Ζωγράφους:
Κωνσταντίνον Μαλέαν
Μουσικούς:
Μάριον Βάρβογλην, Αιμίλιον Ριάδην
Ηθοποιούς:
Κυβέλην Θεοδωρίδου, Μαρίκαν Κοτοπούλην
2)Είς έκαστον των ως άνω τιμωμένων διά του Εθνικού Αριστείου, καταβάλλεται υπό του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, το ποσόν 5000 δραχμών προς κατασκευήν του χρυσού μεταλλίου, αναγραφομένης εφ’ άπαξ προς τον σκοπόν τούτον καθώς και δια την εκτύπωσιν των διπλωμάτων και πάσαν άλλην σχετικήν δαπάνην πιστώσεως εκατόν είκοσι χιλιάδων (120,000) δραχμών εν τω Ειδικώ Προϋπολογισμώ των εξόδων του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της τρεχούσης χρήσεως.
3)Η απονομή των διπλωμάτων του Εθνικού Αριστείου, δύναται να γίνη εν σώματι κατά τινα των προσεχών δημοσίων εορτών, ορισθησομένην εν καιρώ παρ’ ημών.
Αθήναι τη 15 Νοεμβρίου 1923.
ο Αρχηγός
Ν. ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ
Σημειώσεις:
Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από εκδότη λογοτεχνικού περιοδικού και συγγραφέα, συνεργάτη τηλεοπτικής σειράς για έλληνες συγγραφείς και την εποχή τους, που ενδιαφέρονταν για τιμημένο του προηγούμενου αιώνα πειραιώτη ποιητή του μεσοπολέμου, μαχόμενο σοσιαλιστή και δημοτικιστή, δραστήριο μέλος του εκπαιδευτικού ομίλου, αφύπνισε μνήμες παλαιότερων διαβασμάτων και σημειώσεών μου. Με κέντρισε η ολιγόλεπτη ευγενική συνομιλία και ανέτρεξα σε κιτρινισμένους από τον χρόνο και την υγρασία φακέλους και ξεθωριασμένες αντιγραφές, μισοσβησμένες σημειώσεις που πριν χρόνια-στις αποδελτιώσεις μου-κρατούσα. Ξεφύλλισα παλαιές μου χειρόγραφες σημειώσεις που συνήθιζα να κρατώ με φάμπερ μολυβάκι ή μπικ μαύρο στυλό, βούτηξα μέσα σε αποκόμματα παλαιών πειραϊκών εφημερίδων και λογοτεχνικών εντύπων, σε αντιγραφές κειμένων και πληροφοριών για τον ποιητή που λάμπρυνε και τίμησε με το έργο του την πόλη μας. Ο λυρικός ποιητής του μεσοπολέμου που μιλούσαμε, ήταν ο Λάμπρος Πορφύρας (Χίος 1879-Πειραιάς 3/12/1932). Στάθηκα και στην δική του βράβευση από τον «μαύρο καβαλάρη», τον έλληνα στρατηγό και πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα, που είχα διαβάσει σε τεύχος του γνωστού περιοδικού των δημοτικιστών «Ο Νουμάς». Για τον πειραιώτη ποιητή Δημήτριο Σύψωμο όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, (το ψευδώνυμο με το οποίο έμεινε γνωστός στα ελληνικά γράμματα παραπέμπει σε δύο ομώνυμα ποιήματα του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού) δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Θέλω να πιστεύω ότι οι σταθεροί, τουλάχιστον, αναγνώστες της ελληνικής ποίησης, γνωρίζουν το όνομά του. Έχουν διαβάσει, ακούσει και συγκινηθεί από τα μουσικά ποιήματά του. Οι δε πειραιώτες πνευματικοί δημιουργοί, λόγιοι, πεζογράφοι, ποιητές, δημοσιογράφοι και άλλοι καλλιτέχνες, που γεννήθηκαν ή κατοικούν στο πρώτο λιμάνι, γνωρίζουν από παιδιά την παρουσία και την ποίησή του. Έχουν ακούσει να αναφέρεται το όνομά του από τους γύρω τους, ίσως και τους γονείς τους. Η προτομή του βρίσκεται σε πλατεία της πόλης. Την Πλατεία Φρεαττύδος και φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γρηγόριος Ζευγώλης.
Ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, «ο Βάρδος της Φρεαττίδας» όπως τον αποκαλεί σε άρθρο του στην εφημερίδα Ο Ριζοσπάστης 29/1/1978 ο ποιητής Στέλιος Γεράνης, αποτελεί έναν από τους κεντρικούς κρίκους της αλυσίδας της πολύμορφης και ακμαίας πνευματικής και καλλιτεχνικής παράδοσης της πόλη μας. Ανήκει στους ποιητικούς κτήτορες της πνευματικής υποδομής του Πειραιά. Τα πειραιώτικα περιοδικά και οι εφημερίδες, τα λευκώματα, εξακολουθητικά, συχνότατα αναφέρονται στο όνομά του, δημοσιεύουν ποιήματά του από τις δύο ποιητικές του συλλογές ή άτακτα, αδημοσίευτες ποιητικές του μονάδες, που κάποιος επώνυμος φιλότιμος ερευνητής των πειραϊκών γραμμάτων ξέθαψε, ξεφυλλίζοντας παλαιά τεύχη περιοδικών και εφημερίδων, ημερολογίων. Εξέδωσε την συλλογή «Σκιές» εκδ. Γεωργίου Βασιλείου, Αθήνα 1920, σχήμα 16ο, σελ. 132 (βλέπε και «Ο Νουμάς» τχ. 687/6-6-1920, σ. 635) δεύτερη έκδοση εκδόσεις Ζηκάκη 1926, όσο απολάμβανε ακόμα τα πανέμορφα ηλιοβασιλέματα από τις δαντελωτές και βραχώδεις φιδίσιες ακτές της Φρεαττύδας και της Πειραϊκής, που συνήθιζε στους μοναχικούς του περιπάτους, στις επισκέψεις του στους απότομους ορμίσκους της. Σε αυτόν τον γραφικό ορμίσκο της Φρεαττύδας που το γεωγραφικό του τοπόσημο είναι στα δυτικά του λιμανιού της Ζέας, η αρχαία Φρεαττώ, γνωστή από την αρχαιότητα για τις μικρές ιαματικές της πηγές. Σε αυτά τα πανάρχαια με την μακραίωνη ιστορία πειραιώτικα χώματα βάδιζε ο «Μικρός, χλωμός, αδύνατος, μελαγχολικός, συμπαθητικός, αλλά σχεδόν άτονος στην έκφρασή του, ρεμβαστικός μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο πάντα, ολιγόλογος και βραδύς στην κίνηση, επιμελημένος, χωρίς τίποτε απάνω του το μποέμικο, πλούσιος δύο φορές, τη μία γιατί είχε αρκετά χρήματα και την άλλη γιατί εχρειάζονταν λιγώτερα, ή καλύτερα λίγα, να το στιγμιότυπο του υπέροχου αυτού νέου. Θα τον αποκαλούσα Keats της Ελλάδας εάν είχε, με μερικά άλλα εκείνου χαρίσματα και την Ολύμπια ωραιότητα του μεγάλου Άγγλου ποιητή του «Αμφορέα»……» όπως σκιαγραφεί τον πειραιώτη ποιητή στο πολυσέλιδο άρθρο του ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης στο περιοδικό «Το Νέον Κράτος» τχ. 5/1, 1938, σ. 114. Στους αμέτρητους απογευματινούς περιπάτους του και ρεμβασμούς του στο «λιμανάκι του ποιητή» όπως σημειώνει ο Γ. Τιμογένους, στο περιοδικό «Ο Πυρσός» τχ. 14/4, 1961, σ. 14, τριάντα χρόνια μετά την κοίμησή του. Ξεκουράζονταν ακουμπώντας στα Μακρά Τείχη της αρχαίας πόλης, έσκυβε και ανέπνεε την θαλάσσια αύρα της, μύριζε τα μικρά λουλουδάκια της που στόλιζαν αναδυόμενα από τις πέτρες της την Πειραϊκή γη. «Συχνά τόνε βλέπανε, στον περιφερειακό δρόμο της Πειραϊκής, να προχωράει απαλά κι’ ελαφρά σκυμμένος, στο μπαστουνάκι του, μικρή ψιλή μπανέλλα. Λοξοδρομούσε στο δρόμο του, να παρατηρήσει καλύτερα, ένα ρόδινο κυκλάμινο, που είχε προβάλη ανάμεσα από μιά σκιμάδα βράχου, κατά το φθινόπωρο. Έσκυβε καλά και περιεργαζότανε το παρθενικό λουλούδι, έσκυβε να νιώση την επαφή του των πετάλων του με τα χείλη του. Δίπλα του φωτρώνανε και ασφόδελοι, τα καραμπούσια, που ανθίζανε λαμπαδιαστά στα βράχια. Πολλά λευκά μικρά λουλούδια, μαζωμένα απάνω σ’ ένα βλαστάρι που έβγαινε και ψήλωνε από τη ρίζα. Κάτι πεταλούδες κόκκινες και μαύρες συχνάζανε απάνω στα λουλούδια του ασφοδέλου. Και τ’ άνθια του πολλές φορές ήτανε βρεμμένα με το πρωινό αγιάζι. Παραπέρα μια κάπαρη άπλωνε τα κλωνιά της στο βράχο κι’ είχεν ανθίσει το μωβ της λουλούδι. Ο μακαρίτης ο ποιητής σα να έβοσκεν απάνω στα χορτάρια του χινόπωρου. Έπειτα σηκωνότανε και σκάλιζε τα πετραδάκια με τη μπανέλλα του……..» εικονογραφεί την πειραϊκή ακτογραμμή, την εποχή του και τον ποιητή ο έτερος ποιητής του Πειραιά, των «Ειδυλλίων», ο πειραιολάτρης δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας στα «Πειραιώτικά» του που δημοσίευε στις εφημερίδες που εργάζονταν. Το απόσπασμα, από την αναδημοσίευση του πειραιώτικου περιοδικού «Το Περιοδικόν μας» τχ. 19-20/ 1,2, 1960, σελ. 130. Μετά την εκδημία του Λάμπρου Πορφύρα, κυκλοφόρησαν οι «Μουσικές Φωνές» του, εκδόσεις «Τα Χρονικά», Αθήνα 1934, σχήμα 8ο, σελίδες 64. Βλέπε και κριτική του ποιητή Ρήγα Γκόλφη στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» τχ. 1/14-4-1935, σ.3. Η δεύτερη αυτή συλλογή του που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Η μεταθανάτια συλλογή του κυκλοφόρησε με την θέληση και την αμέριστη φροντίδα του αδερφού του Θεόδωρου Σύψωμου, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος οικογενειακώς και εργάζονταν στην αφρικανική ήπειρο. Στο Τουρμπάν της Νοτίου Αφρικής. Ο εύπορος αδερφός του τον φρόντιζε και τον συντηρούσε οικονομικά όσο ζούσε, μια και ο πειραιώτης συμβολιστής ποιητής που έφυγε μόλις στα 53 του χρόνια, δεν εργάστηκε ποτέ του. Ο αδερφός του ακόμα, τρέφοντας σεβασμό και αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και την ποιητική και μεταφραστική δημιουργία του Πορφύρα, κληροδότησε στην Ακαδημία Αθηνών τα υπάρχοντά του-μετά τον θάνατό του-με την επιθυμία να καθιερωθεί(ανά τριετία) βραβείο Λάμπρου Πορφύρα. «Ο Πορφύρας ήταν ένας άνθρωπος χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες ή το σωστότερο, ένας άνθρωπος που πολύ νωρίς τις περιόρισε στο ελάχιστον όριο τις φιλοδοξίες του…..», και συνεχίζει: «τα ποιήματά του συνιστούν ένα έργο, εκφράζουν έναν άνθρωπο, μια στάση ζωής, μιά περιπέτεια. Θα μπορούσαμε να πούμε είναι τα ποιήματα του ανθρώπου που έζησε κοιτάζοντας τη θάλασσα. Δεν είναι πράγμα πολύ απλό το να κοιτάζεις τη θάλασσα!....» γράφει ο μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, στο συσχετισμό μεταξύ των δύο πειραιωτών ποιητών «Ο ΠΟΡΦΥΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ», στον ετήσιο τόμο της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς» τόμος 14/1957, σελίδα 13. Ενώ ο πειραιώτης συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» αρ. 13478/20-11- 1990, συσχετίζει την ποίηση του Πορφύρα με την Μελισσάνθη. Το 1956 εκδόθηκαν σε δεύτερη έκδοση τα «ΑΠΑΝΤΑ» του περιπαθή ποιητή από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Βασιλείου. Η έκδοση εξαντλήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, πράγμα που φανερώνει το αληθινό ενδιαφέρον και την αγάπη του αναγνωστικού κοινού για την ποίησή του, παρά την «ένταξη» της ποιητικής λαλιάς του, στις «χαμηλές φωνές» της ποιητικής μας παράδοσης. Ο τόμος των Απάντων του κυκλοφόρησε σε επιμέλεια και φροντίδα του Γιώργου Βαλέτα. Το 1964 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και επιμελητή κυκλοφόρησαν εκ νέου τα «Άπαντά» του. Τέλος, σε γ΄ έκδοση το 1982 συμπληρωμένη,-έκρινε ο Γ. Βαλέτας-επανατυπώθηκαν τα «ΑΠΑΝΤΑ» από τον εκδοτικό οίκο του Ιωάννη Γ. Βασιλείου. Έχουμε έτσι το συνολικό corpus του. Ο τόμος έχει 488 σελίδες και κόστιζε, τότε, 600 δραχμές. Την έκδοση αυτή προμηθεύτηκε η γενιά μου, η νεότερη γενιά των αναγνωστών του ποιητικού λόγου και όχι μόνο, ήρθαμε σε επαφή με την σύνολη παρουσία του «ταπεινού» ποιητή. Ο τόμος περιέχει τις δύο ποιητικές του συλλογές, «Σκιές» και «Μουσικές Φωνές», «Σκόρπια Κι Ανέκδοτα» ποιήματά του, τα «Μεταφράσματά» του, τα «Γράμματα» που απέστειλε ο ποιητής στον φίλο του Κώστα Χατζόπουλο, τον Γεράσιμο Μαρκορά και τον Κωστή Παλαμά, καθώς και τα Γράμματα προς τον Πορφύρα του Κ. Χατζόπουλου, του Γιάννη Γρυπάρη και τις επιστολές προς μέλη της οικογένειάς του ποιητή. Ακολουθεί το Στ΄ κεφάλαιο με τις «Συνεντεύξεις» του, και το κεφάλαιο με τα «Κριτικά Υπομνήματα». Ο τόμος περιλαμβάνει ακόμα την Εισαγωγή στο έργο του, του Γιώργου Βαλέτα, Βιβλιογραφία του και 16 ασπρόμαυρες μικρές φωτογραφίες. Η ποιητική ευαισθησία του αδερφού του Πορφύρα και του εκδότη Γ. & Ι. Βασιλείου μας πρόσφεραν μία πραγματικά αξιόλογη και ολοκληρωμένη έκδοση. Την ίδια επιμέλεια, αγάπη, ποιητική αίσθηση και φροντίδα, έχουμε και στην έκδοση της φιλολόγου και καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίας Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, η οποία επιμελήθηκε φιλολογικά και τυπογραφικά τον τόμο «ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1894-1932)», των εκδόσεων του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993. Σελίδες 410. Η διάταξη του τόμου είναι η εξής: Πρόλογος και Εισαγωγή της επιμελήτριας, (Η Εποχή και η Ζωή του Λάμπρου Πορφύρα.- Η Ποίησή του). Το Εκδοτικό Σημείωμα. Ακολουθούν τα ποιήματα των δύο συλλογών του, οι Μεταφράσεις του, (μετέφρασε Samuel Taylor Coleridge, Rudyard Kipling, Percy Bysshe Shelley, Jean Moreas, Paul Verlain, Victor Hugo και άλλους.) Έπονται τα δύο Παραρτήματα, η σχετική Βιβλιογραφία και τα απαραίτητα σε τέτοιου είδους εμπεριστατωμένες εργασίες Ευρετήρια. Να συμπληρώσουμε ότι την επιμέλεια και την εποπτεία της σειράς «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη» του Ιδρύματος είχε ο Απόστολος Σαχίνης. Μια ανέκδοτη μετάφραση του ποιητή είχε παρουσιάσει και ο Νώντας Έλατος στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 251/1-6-1937, σελ. 866. Ενώ για τά «Άγνωστα ποιήματα του Λ. Π.» μας μίλησε ο Γιώργος Κατσίμπαλης στη «Νέα Εστία» τχ. 682/1-12-1955, σελ. 1570-1587. Την έκδοση υποδέχθηκαν επαινετικά με βιβλιοκρισίες τους σύγχρονοι έλληνες βιβλιοκριτικοί όπως ο καθηγητής Γιώργος Σαββίδης, «Ο Πορφύρας εδώ και τώρα», εφημερίδα Τα Νέα 19/4/1994, ο καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ξαναδιαβάζοντας τον Λάμπρο Πορφύρα», εφημερίδα Η Καθημερινή 28/6/1994 και ο συγγραφέας Δημήτρης Σταμέλος, «Αναζητώντας την ελληνικότητα», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18/5/1994. Και με αυτήν την νεότερη έκδοση, διαπιστώνουμε για μία ακόμα φορά το συνεχές, ειλικρινές ενδιαφέρον των ειδικών και μη για τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα. Θα τολμούσαμε να γράφαμε ότι το ενδιαφέρον για την ποίησή του με την πάροδο του χρόνου γιγαντώνεται. Θεωρείται πλέον ένα από τα πολύτιμα συγγραφικά τιμαλφή της πειραϊκής ποιητικής παράδοσης. Το 1999 στην σειρά ο ανθολόγος Ερμής (διευθυντής της είναι ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης) των εκδόσεων Ερμής, και στο νούμερο 19, η καθηγήτρια Έλλη Φιλοκύπρου επιμελείται και ανθολογεί τον Λάμπρο Πορφύρα στον τόμο «ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΑΝΤΑ ΣΙΩΠΗΛΗ». (ο τίτλος παραπέμπει σε στίχο του). Σελίδες 84, τιμή 8.50 ευρώ. Το Ανθολόγιο περιέχει την Εισαγωγή της επιμελήτριας, σχετική Βιβλιογραφία και Επιλογή Μελετημάτων και Ποιήματα από τις δύο του συλλογές. (22+7 ποιητικές μονάδες και ενότητες ποιημάτων του). Για την ανθολόγηση του «ΕΡΜΗ», υπάρχει και κείμενο της συγγραφέως Λίτσας Χατζοπούλου στον τόμο «Ποίηση» τ. 15/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2000, σελ. 255-260. Και πάλι διαπιστώνουμε με ικανοποίηση, ότι το ποιητικό σκαρί του πειραιώτη ποιητή αντέχει στην φουρτούνα του χρόνου. Ο συγγραφέας και ανθολόγος Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, στην σειρά «Ανθολογία της νεοελληνικής ποίησης» των εκδόσεων Γκοβόστη, στο τομίδιο λβ΄, σελίδες 84, δραχμές 1000,ανθολογεί τον Λάμπρο Πορφύρα με 33 ποιήματα. Ενώ στο δεύτερο μέρος του μικρού ανθολόγιου, σελίδες 51έως τέλος, δημοσιεύονται αποσπάσματα της επιστολικής του αλληλογραφίας, (από την έκδοση του Γ. Βαλέτα), Στιγμιοτυπικές κρίσεις και γνώμες για το έργο του και λιλιπούτεια βιβλιογραφία. Το λήμμα του ποιητή και κριτικού Τέλλου Άγρα, (που χάθηκε άδοξα από αδέσποτη σφαίρα στην Κατοχή) για τον Λάμπρο Πορφύρα, στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 20ος, σελίδες 586-587, είναι το κύριο διαβατήριό του για την θέση του μέσα στην ελληνική ποίηση. Ένα αντιπροσωπευτικό της ποιητικής του ταυτότητας και του κλίματος της εποχής μέσα στο οποίο κινήθηκε. Το πρώιμο αυτό λήμμα-κρίση του Τέλλου Άγρα να επαναλάβω, νομίζω ότι ορίζει, μάλλον, και την επερχόμενη πορεία της ποίησής του, της αποδοχής του, ως αξιοπρόσεκτος ποιητής μέσα στον ποιητικό λειμώνα της ελληνικής γραμματείας. Τις οφειλές μεταγενέστερων ποιητών στο έργο του. Πέρα από ενδεχόμενους «σοβινιστικούς» περιορισμούς εντός της Πειραϊκής επικράτειας, και τις φτιασιδωμένες ορθής καθαρότητας κρίσεις ποιητικής αποδοχής του έργου του, από μεταγενέστερους κριτικούς και ανθολόγους. Που συνήθως, μάλλον, εγκλωβίζουν φωνές σαν του Λάμπρου Πορφύρα σε ένα ποιητικό πλαίσιο κλειστών ατομικών αναφορών και ίσως «εύπεπτων» ανθολογήσεων. Αν κρίνουμε τις σταθερές ποιητικές μονάδες του ποιητή με τις οποίες συνήθως ανθολογείται επαναλαμβανόμενα και ορισμένες φορές αποσπασματικά. Θεωρώ ότι ο Τέλλος Άγρας έδωσε με την κατοπινή κριτική του, το διαβατήριο της καθιέρωσης και στον άλλο πειραιώτη ποιητή τον Νίκο Χαντζάρα. Γράφει σχετικά ο Άγρας για τον Λ. Πορφύρα:
«………Από μετρικής απόψεως ο Πορφύρας
στιχουργεί επί του ιάμβου, τονικώς προσιδιάζοντος άλλωστε προς ελεγειακόν
περιεχόμενον, ομαλού περί τον ρυθμόν και άνευ παρατονισμών’ δίς ή τρίς μόνον
απαντά παρ’ αυτώ ο τροχαίος και ο ανάπαιστος, εις ίσον δε αριθμόν και
παραδείγματα εκ της αρχαίας μετρικής, υπό την μορφήν του δακτυλικού εξαμέτρου
(«Κάτι μπουμπούκια», «Το ταξίδι») και πενταμέτρου («Το έρημο μονοπάτι»), μη υπάρχοντα, μετά τους Επτανησίους, ειμή
μόνον παρά τω Παλαμά και τω Ποριώτη. Τα ιαμβικά μέτρα αναπτύσσονται κατά κανόνα
επί δεκαπεντασυλλάβου, οικείας αυτοίς συλλαβικής αναπτύξεως. Από απόψεως δ’
ομοιοκαταληξίας ο Πορφύρας αφήνει συχνάκις ομοιοκαταληκτικώς ανανταποδότους
τους δύο εκ των τεσσάρων στίχων εκάστης στροφής’ επί οξύτονων καταλήξεων περιορίζεται εις
απλήν παρήχησιν. Εκ της ποιήσεως «παγίας μορφής» ο Πορφύρας μετεχειρίσθη την
στροφήν («Ανεμώνες στον άνεμο»). Η γλώσσα αυτού είναι απλή, άνευ παραγώγων,
συνθέτων ή βυζαντινών λέξεων. Υπό έποψιν περιεχομένου, εξαιρέσει επυλλίου
(«Θρύλος αγάπης») και δραματικού μονολόγου («ο Χάρος») ο Πορφύρας είναι ποιητής
λυρικός και, ιδία, συμβολικώς περιγραφικός. Η ποιητική αξία, υπό απλούν
στιχουργικόν ένδυμα, έγκειται εν τη βαθυτέρα μορφική υφή του έργου του. Εν
αντιθέσει προς άλλους εκ των συγχρόνων, ο Πορφύρας μετά του Χατζόπουλου, του
Γρυπάρη και του Μαλακάση, είναι οι αποδεχθέντες υπό έποψιν μορφής τε και
περιεχομένου επιδράσεως εκ της καθαυτό πρωτοτύπου δυτικής ποιήσεως, δηλαδή του
ρωμαντισμού και του εκ των κόλπων αυτού προελθόντος συμβολισμού. Ειδικώτερον ο
Πορφύρας, υπό έποψιν τόνου, ανήκει εις τον λυρισμόν, υφ’ ήν έννοιαν ο
ρωμαντισμός συνέλαβε και εξέφρασεν αυτόν, και δη ο αγγλικός ρωμαντισμός, καθόσον
ο Πορφύρας εκαλλιέργησε μόνον τα καθεαυτό ποιητικά μέσα εναργείας, εν οίς και η
προσωποποιία, η συγγενής αυτή μυθοπλασία και η τηρουμένη ωχρότης των
αντιθέσεων, η απόστασις αυτών και η αποχή από παντός ρητορικού τόνου. Η μυστική
μορφική σύστασις του έργου του Πορφύρα είναι γραφική. Προκειμένου δε περί
θεμάτων, αι εμπνεύσεις του, υπό βραχέα μορφικά περιγράμματα, είναι βαθείαι και
ακαθόριστοι’ τα σχήματα, δίκην συμβόλων, άγουσιν αυτόν πάντοτε περαιτέρω,
εκφεύγοντα προς τον μυστικισμόν και την έκστασιν. Αποφεύγει το μεγαλοπρεπές και
το υψηλόν, αναζητεί δε το ιδεώδες, πλήρης ευαγγελικού ρωμαντισμού εις πάν ό,τι
γεγηρακός, ευτελές κά άχαρι, ελκόμενος προς ταύτα δια της “grace des choses fanees” ως την απεκάλεσεν ο
Μαλλαρμέ. Τινά των θεμάτων του είναι αρχαϊκά και κατ’ επίφασιν («Κεραμεικός»,
«Προσκυνητής», «Μάρμαρα» κτλ.) αλλ’ (ιδίως ο έρως, και πολύ μάλλον
φυσιολατρεία, και δή θαλασσολατρεία, παρέχει τα πολυαριθμότατα εξ αυτών. Αλλ’ η
φύσις παρ’ αυτώ είναι η έντεχνος και κατωκημένη, η δε φυσιολατρεία συγχέεται
προς υποτυπώδη κοινωνικήν ζωήν, επικαθημένην, εν αρμονική συμβιώσει, επί της φύσεως’ προς τον άνθρωπον, το
«εσωτερικόν» οικίας, τον κήπον, την αυλήν. Καίτοι δε, δυνάμει καταληπτικής
φαντασίας ποιητικής, η τοιαύτη περιπαθής και βαθεία φυσιολατρεία κατετοπίσθη
εντελώς, παρ’ ημίν και προσηρμόσθη ήδη προς την όρασιν άνευ δισταγμού ή
υποψίας, ούχ ήττον η προέλευσις αυτής ελέγχεται ξένη και δή εκ βορρά, ως
δύναται να καταφανή δια παραβολής προς το γηγενές φυσιολατρικόν συναίσθημα,
διαυγές και εύχαρι, το παρά τω Σολωμώ και Παπαδιαμάντη διαγεγραμμένου.
Διακατέχεται από απισιοδοξίαν, αλλ’ απαισιοδοξίαν όχι σχετικήν-ρωμαντικήν ή
ερωτικήν-αλλά μεταφυσικήν. Ως επίγραμμα του βιβλίου του θα εχρησίμευεν ο στίχος
του H. de Regnier: “et je savais le mot dernier de la chimere”. Εντεύθεν ο Πορφύρας το μεν άγεται προς την θεωρίαν του περιβάλλοντος,
το δε προς γνωμικά ποιήματα, προσφιλή εις τους στωϊκούς και τους απαισιόδοξους.
Επιδράσεις επί νεαρωτέρων έσχε πολλάς.».,
σ. 586-587.
Τις προηγούμενες πέντε δεκαετίες στην πόλη μας, αναφέρομαι στα αμέσως μετά την μεταπολίτευση του 1974 χρόνια, διοργανώθηκαν ομιλίες, εκδηλώσεις, τελετές μνήμης, μνημόσυνα, (ο τάφος του βρίσκεται στο παλαιό νεκροταφείο της Ανάστασης, το μνημείο είναι έργο του ξαδέρφου του ποιητή πειραιώτη αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη), δίνονταν διαλέξεις, βραδιές μνήμης του ποιητή, τιμητικές επετείους, για να τιμήσουν οι νέοι πειραιώτες, ο Δήμος του Πειραιά, τον ποιητή και το έργο του. Ευτύχησα να παρακολουθήσω πολλές από αυτές τις επετειακές εκδηλώσεις και ομιλίες, ιδιαίτερα τις εκδηλώσεις μνήμης του Φιλολογικού Σωματείου της πόλης μας «Φιλολογική Στέγη», που δεν είναι και λίγες. (μια αποδελτίωση των τευχών του περιοδικού θα μας δείξει το «πλήθος» των εκδηλώσεων στον Λ.Π., των ποιημάτων που έχουν δημοσιευθεί, των άρθρων και των μεταφράσεών του). Άκουσα με ικανοποίηση να μιλούν για την ποίησή του, παρακολούθησα ντοκιμαντέρ στην δημόσια τηλεόραση, στην ΕΡΤ, βλέπε εκπομπή «Οι ποιητές μας» 27/6/1983, σε σκηνοθεσία Ερμή Βελόπουλου. Χάρηκα να απαγγέλλουν ποιήματά του πειραιώτες ποιητές (Γιώργος Μετσόλης). Διάβασα άρθρα και κείμενα για τον ποιητή, πάμπολλα. Βλέπε μεταξύ άλλων και το κείμενο του πρώην προέδρου της Φιλολογικής Γιάννη Γ. Χατζημανωλάκη, «60 χρόνια από το «μεγάλο ταξίδι» του Ποιητή Λάμπρου Πορφύρα», στο περιοδικό «Λιμάνι» τχ. 18/12, 1992, σ. 78-79, και κείμενά του στα βιβλία που έχει εκδώσει για τον Πειραιά. Ο ίδιος επίσης μαζί με τον Παύλο Μπαλόγλου επιμελήθηκε την Αναμνηστική έκδοση του 16σέλιδου τεύχους ΕΤΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΠΟΡΦΥΡΑ» εκδ. Ινστιτούτου Πειραϊκών Μελετών, Πειραιάς 1979. Δημοσιεύονται «Οι εκδηλώσεις του έτους Πορφύρα στον Πειραιά», Βιογραφικό σημείωμα, το ποίημα αφιερωμένο στον ποιητή του Κωστή Παλάμα, Αυτόγραφο ποίημα του ποιητή, το ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, «Η θλίψη του μαρμάρου» στο περιοδικό «ΤΟ ΣΤΑΔΙΟΝ», Πέντε ποιήματα του ποιητή, «Το ταξίδι»-«Μην κλαίς»-«Παλιά αυλή»-«Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου…», «Θλιμμένο βράδυ». Δύο φωτογραφίες της Φρεαττύδας, της «ποιητικής πατρίδας του ποιητή». Το ψήφισμα του Δεκέμβρη του 1932 της Φιλολογικής Στέγης επί προεδρίας Γρηγόρη Θεοχάρη για τον θάνατο του ποιητή. Το ποίημα του πειραιώτη ηθοποιού Αιμίλιου Βεάκη το Μάη του 1938 στα «Αποκαλυπτήρια της προτομής του» Το ποίημα του Κ. Θεοφάνους, και ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τις επετειακές εκδηλώσεις στην μνήμη του. Ένα έκτακτο τεύχος με τις ανάλογες πληροφορίες και στοιχεία για τις δράσεις των νέων πειραιωτών στην επιθυμία τους και την αγάπη τους να τιμήσουν και να μην λησμονήσουν τον Λάμπρο Πορφύρα. Να μνημονεύσουμε ακόμα, την ομιλία της Ποτούλας Σταυριανάκου-Τσατσαρού, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στην οποία είχε παρευρεθεί και η εγγονή της αδερφής του ποιητή Σμαράγδας, Ειρήνη Π. Φραγκοπούλου, που απήγγειλε δύο ποιήματα του ποιητή. Βλέπε "Φωνή του Πειραιώς" Τρίτη 16/2/1999, σελ. 6.. στις εκδηλώσεις της "Φ. Σ.". Η ωραία αυτή ομιλία δημοσιεύθηκε σε τέσσερεις συνέχειες στην εφημερίδα "Η Φωνή του Πειραιώς" Πέμπτη 15/4/1999 σ.6, Παρασκευή 16/4/1999, σ.6, Δευτέρα 19/4/1999, σ.6, και το Δ΄ μέρος Τρίτη 20/4/1999. σ.6. Η ομιλήτρια στέλνει επίσης επιστολή στην εφημερίδα Τρίτη 15/5/1999, σ. 5,8, σαν απάντηση σε επιστολή του Χ. Τσιρίδη σχετικά με την ομιλία της. Ταξίδεψα ακόμα με το άρθρο του ποιητή Δημήτρη Γιατράκου, «Η Γυναίκα στην ποίηση του Λ. Π.» , σ. 215-218 στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» τχ. 41/10,12, 2004, του ποιητή Στέλιου Γεράνη «Η πνευματική έκφραση του ποιητή των «Σκιών», περιοδικό «Το Περιοδικόν μας» τχ. 2/8, 1958, σ.44-46. Του Παύλου Μπαλόγλου «Λάμπρος Πορφύρας» στο περιοδικό «Κιβωτός» τχ, 1/ 2, 1972, σελ. 1-2. Του Ευάγγελου Πανάγου, «Λ.Π. για τα 21 χρόνια από το θάνατό του» στο περιοδικό «Πνευματική Πορεία» τχ. 1/12, 1953. Του Νότη Καμπέρου, στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» 30/5/1938, για την «Προτομή του Πορφύρα. Η θέση του ποιητού εν τη Κοινωνία». Του Τάκη Μενδράκου, στην εφημερίδα «Η Αυγή» 1/4/1979, «Ένας λυρικός της καρτερίας. 100 χρόνια από γη γέννηση του Λ. Π.». Το κείμενο του Πάνου Παπαρρηγόπουλου, «Ο Απρίλης στην Ποίηση» περιοδικό «Φιλολογική Πρωτομαγιά» τχ. 1/5, 1959, σελ. 38-40. Του Γιώργου Χ. Μπαλούρδου, αναφορές στα δημοσιεύματά του και στα βιβλία που εξέδωσε για τον Πειραιά, (Πειραϊκό Πανόραμα, Βιβλιογραφία), σε κείμενά του στην «Φωνή του Πειραιώς», καθώς και στο block του «Λογοτεχνικά Πάρεργα» 21/9/2014 (αντέγραψα το κείμενο του Β. Δ. ΚΑΣΤΡΙΏΤΗ στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» 5/12/1932 για την απώλειά του) κλπ. (υπήρχε και μια συνομιλία για τον ποιητή με απαγγελίες ποιημάτων του για την εκπομπή «ΤΑ ΜΑΚΡΑ ΤΕΙΧΗ» με πειραιώτη συγγραφέα που δεν πραγματοποιήθηκε). Αναφέρομαι σε σχετικές πληροφορίες που κατέχω από Πειραιώτες συγγραφείς και ποιητές που έγραψαν για τον Λ.Π.. Πειραιώτες επίσης δημιουργοί έχουν αφιερώσει ποιήματά τους στον Λάμπρο Πορφύρα. Βλέπε και πάλι ενδεικτικά την ποιητική συλλογή του Αναστάσιου Δ. Αρβανιτάκη, «Τραγούδι της Αθήνας και του Πειραιά», σ. 17, 20 «Στη μνήμη του Λ.Π», το ποίημα του Κώστα Θεοφάνους, «Στη γαλάζια ψυχή του Λάμπρου Πορφύρα», στο περιοδικό «ΠΛΑΤΩΝ» Χειμώνας 1955, σελ. 2. Το ποίημα «Λάμπρος Πορφύρας» του Άγγελου Παρθένη, σελ. 27 στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» τχ. 30/1,3, 2002, και άλλα.
Εξαιρετική και ενδιαφέρουσα να υπενθυμίσουμε ακόμα, υπήρξε η εκδήλωση του Δήμου Πειραιά και το Πολιτιστικό και Πνευματικό Κέντρο, που διοργάνωσαν τα «60 χρόνια από το θάνατο του Λάμπρου Πορφύρα (1879-1932)», ΠΟΛΗ & ΠΟΙΗΣΗ, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, την Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 1992 8 μ.μ. Τα τρία Π. Πειραιάς-Πορφύρας-Ποίηση. Την εκδήλωση είχαν επιμεληθεί ο θεατράνθρωπος Νίκος Αξαρλής και ο Χάρης Λιωνής. Στην εκδήλωση κύρια ομιλήτρια ήταν η πανεπιστημιακός Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού που επιμελήθηκε το 1993 την έκδοση «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1894-1932) του ποιητή για τις εκδόσεις του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Μίλησαν επίσης ο ποιητής και εκδότης Τάσος Κόρφης και ο επιμελητής της εκδήλωσης. (είχε κυκλοφορήσει και μεγάλη κόκκινου χρώματος αφίσα με ολοσέλιδο κείμενο στην μία της πλευρά). Ο τότε δήμαρχος Πειραιά Στέλιος Λογοθέτης Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου ημέρα θανάτου του ποιητή, κατέθεσε στεφάνι στην προτομή και τον τάφο του στην Ανάσταση. Γνωρίζω αφιερώματα πειραϊκών και όχι μόνο λογοτεχνικών περιοδικών που στις σελίδες τους διαβάζουμε ενδιαφέρουσες εργασίες για το έργο του, ή δημοσιευμένα ποιήματά του. Βλέπε το περιοδικό «Ρυθμός» του 1933, το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» του 1952, την κλασική «Νέα Εστία» του 1933, πολλά τεύχη του περιοδικού Φιλολογική Στέγη κλπ.. Σε πειραϊκά βιβλία που εξέδωσα και εργασίες μου, τον έχω αποδελτιώσει σε ποιητικές ανθολογίες, ιστορίες της λογοτεχνίας και μελετήματα συγγραφέων. Η πρώτη μαγιά της βιβλιογραφίας που συνέταξε για τον Λάμπρο Πορφύρα ο βιβλιογράφος Γιώργος Κατσίμπαλης, μέχρι και των ημερών μας συμπληρώνεται πανηγυρικά. Στην ιστοσελίδα που διατηρώ από το 2013 τον μνημονεύω συχνότατα και έχω δημοσιεύσει 3 σημειώματα για το έργο του πειραιώτη ποιητή του μεσοπολέμου, φίλο του Κωστή Παλαμά, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, του Μήτσου Παπανικολάου, του Παύλου Νιρβάνα, του Γιώργου Σταυρόπουλου που κυκλοφόρησε το 1949 από τις εκδόσεις «Τα Πειραϊκά Χρονικά» του πειραιολάτρη Αργύρη Κωστέα, το μελέτημα: «ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ» (Σχεδίασμα του πνευματικού ανθρώπου), σελίδες 32. Να προσθέσουμε ακόμα και το βιβλίο της Ανθούλας Σ. Σεφεριάδου, "Συμβολισμός και Ποίηση για τον Λάμπρο Πορφύρα", εκδόσεις Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1989, σελίδες 112, δραχμές 520. Το μελέτημα χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια "Πορεία ζωής", "Το έργο της Ποίησης", "Σκιές", "Μουσικές Φωνές" και "Σκόρπια ποιήματα" Επίλογος-Βιβλιογραφία-Πίνακας Ονομάτων.
Ο Λάμπρος Πορφύρας, είναι ίσως, και όχι αδίκως, ο πλέον πολυμνημονευόμενος ποιητής του Πειραιά. Το όνομά του είναι γνωστότερο και από τους πειραιώτες πεζογράφους Κώστα Σούκα και Χρήστο Λεβάντα. Βρίσκεται στην κορυφή της πειραϊκής τριάδας των πειραιωτών ποιητών. Μαζί με τον Νίκο Καββαδία και τον Στέλιο Γεράνη. Οφείλουμε να μην λησμονήσουμε όμως, εφόσον μιλάμε για την πειραϊκή ποιητική παράδοση και την συνεισφορά στα ελληνικά γράμματα και άλλων πειραιωτών δημιουργών.
Τις ποιητικές φωνές του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Χαντζάρα, του ποιητή Κώστα Γαρίδη, της ποιήτριας και μεταφράστριας Όλγας Βότση, της ποιήτριας Ειρήνης Αλιφέρη, της Μαρίας Αδάμ, του ποιητή και πεζογράφου Δημήτρη Φερούση, του πειραιολάτρη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου, του ειδικού ποιητικού και μεταφραστικού βάρους Ανδρέα Αγγελάκη, του ποιητή και εκδότη Γιώργου Χρονά, του Δημήτρη Γιατράκου, του Χρίστου Αδαμόπουλου, του Γιώργου Μετσόλη, και του Γεωργίου Στρατήγη. Των δημοσιογράφων- ποιητών Γιώργου Κόμη και Παναγιώτη Τσουτάκου και του νεότερου ηλικιακά ποιητή και κριτικού Αντώνη Ζαρίφη, για να μνημονεύσω ενδεικτικά ελάχιστα από τα ονόματα των πειραιωτών συγγραφέων που κόσμησαν και εξακολουθούν να τιμούν το πρώτο λιμάνι της χώρας με τα γραπτά τους και την δημόσια παρουσία τους. Δίχως, φυσικά, να παραγνωρίζω και να αγνοώ και τις άλλες πειραϊκές αντρικές και γυναικείες φωνές που δεν είναι και λίγες. Όπως ο Δημήτρης Πιστικός, ο ποιητής και μεταφραστής Άγγελος Παρθένης, ο Τάσος Ζερβός, ο εκδότης του περιοδικού «Τρίτη Χιλιετία» Μόσχος Κεφάλας, η ποιήτρια και ηθοποιός Ματίνα Μοσχόβη, η στιχουργός και θεατρική συγγραφέας Κωστούλα Μητροπούλου, η διηγηματογράφος Τούλα Μπούτου, ο Κώστας Θεοφάνους, ο Τάκης Μενδράκος, η εκδότρια και ποιήτρια Μαντώ Κατσουλού, που εξέδιδε το περιοδικό «Αντιπαραθέσεις», ο δοκιμιογράφος και παλαιός διευθυντής της «Νέας Εστίας», Ε. Ν. Μόοχος, ο συγγραφέας και ανθολόγος Γιώργος Τσάκαλος, ο ναυτικός Λευτέρης Μαρματσούρης, ο Γκίκας Μπινιάρης, ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος-Γκρέκας, ο Διονύσης Κουλεντιανός, ο Μιχάλης Πετρίδης… και μια πλειάδα πειραιωτών πνευματικών δημιουργών που γεννήθηκαν στην πόλη μας, δημιούργησαν και άφησαν τα συγγραφικά τους ίχνη, σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, ή έδρασαν και έζησαν πέραν των γεωγραφικών της ορίων. Πειραιώτες και Πειραιώτισσες πνευματικοί δημιουργοί και καλλιτέχνες όλων των γενεών, ακόμα και των ημερών μας, που αν εξετάσουμε την παρουσία και το έργο τους, ατομικά και εν συνόλω, τότε αβίαστα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα πλέον, για Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή μέσα στην Ελληνική Γραμματεία. Μια Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή (Πνευματική και Καλλιτεχνική) που έχει τις ρίζες της στα πρώτα περίπου χρόνια μετά την ίδρυση του Δήμου μας, 1835, και συνεχίζετε ακόμα και σήμερα. Μια πανελλήνια αποδοχή του λογοτεχνικού όρου από τους ειδικούς, ιστορικούς και γραμματολόγους των ελληνικών γραμμάτων που το δικαιούνται νομίζω επάξια οι συνδημότες μας.
Το περιοδικό που δημοσιεύεται η αναγγελία της βράβευσης των ελλήνων καλλιτεχνών και συγγραφέων, να γράψουμε ότι γίνεται ένα χρόνο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, που οι έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας βρίσκονταν ακόμα άστεγοι και άσιτοι, ζουν σε αντίσκηνα και κοιμούνται στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, είναι το όργανο των αγωνιστών Δημοτικιστών του μεσοπολέμου «Ο ΝΟΥΜΑΣ», ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ που έβγαινε κάθε μήνα με διευθυντή τον Πάνο Δ. Ταγκόπουλο. Εκδοτική Εταιρία «Τύπος», οδός Σοφοκλέους –Στοά Ραζή 5-7 Αθήναι. Το τεύχος είναι διπλό 9-10 (778-9), χρονιά Κ΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1923, σελίδα 700. Το περιοδικό όπως μου υπενθυμίζουν οι σημειώσεις μου έχει διαστάσεις 15Χ 22,5. Από τα περιεχόμενα του τεύχους διαβάζουμε την συμμετοχή του ποιητή Ρήγα Γκόλφη, «Στο Γύρισμα της Ρίμας». Το «Ένα ανέκδοτο γράμμα του Σολωμού» του Στέφανου Δαφνη. Το «Πιο υπερήφανος» του διηγηματογράφου Δημοσθένη Βουτυρά και το «Ένα Γράμμα» του Γιάννη Ψυχάρη. Τον «Γάμο της Καλογρηάς» της ποιήτριας Αθηνάς Ταρσούλη και του Αν Στρατηγόπουλου: «Ο Σέλλεϋ- Ο Ενδυμίων του Κήτς». Το μελέτημα «Για τη νέα μας Ποίηση» του Μιχάλη Πετρίδη και την συμμετοχή άλλων λογοτεχνών. Ο παλαιός πειραιώτης δήμαρχος Τάκης Παναγιωτόπουλος είναι ο μόνος δήμαρχος της πόλης που προνόησε και είχε το καλλιτεχνικό κριτήριο να βραβεύσει και να τιμήσει Πειραιώτες δημιουργούς.
Ανάμεσα στους ποιητές και πεζογράφους που βραβεύτηκαν με το «Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών» αναγνωρίζουμε και τα ονόματα των πειραιωτών: Αλέξανδρου Πάλλη, Δημοσθένη Βουτυρά, Παύλου Νιρβάνα και Σπύρου Μελά που συνδέθηκε στενά με την πόλη μας, ώστε να θεωρείται πειραιώτης. Πρόσωπα γνωστά στην πόλη μας που δραστηριοποιήθηκαν δυναμικά και άφησαν τα ίχνη τους στην πειραϊκή παράδοση των γραμμάτων. Συγγραφείς που συγκεντρώνονταν όπως γράφει ο πρώτος ιστορικός της πόλης του Πειραιά, Ιωάννης Αλέξ. Μελετόπουλος, στο βιβλίο του «ΠΕΙΡΑΪΚΆ», Αθήνα 1945, σελίδα 134-136, στο κεφάλαιο Θ΄ «Πνευματική και Καλλιτεχνική Ζωή»
«…..Υπήρξεν όμως άλλωστε και εν
ιστορικόν δια την εποχήν του «πνευματικόν κέντρον»…. Το καφενείον Διονυσιάδου
εις το Πασά-Λιμάνι. Εις αυτό εσύχναζον οι Πειραιείς λογοτέχναι Πέτρος
Αποστολίδης (Παύλος Νιρβάνας), Δημήτριος Σύψωμος (Λάμπρος Πορφύρας). Σπύρος
Μελάς, Νίκος Χαντζάρας, Άριστος Καμπάνης, Δημοσθένης Βουτυράς, Άγγελος Κοσμής,
Ρώμος Φιλύρας, Γιαννούλης Μπόνης, Γεράσιμος Βώκος, Αλέκος Βραχνός, Π. Σεφερλής
κ.λ.π. Περί τους κορυφαίους εξ αυτών συνηθροίζοντο και διάφοροι μαθηταί και
θαυμασταί των φιλολογούντες.
Πάντες σχεδόν οι ανωτέρω ήσαν συνεργάται των εν Πειραιεί, κατά το 1900
εκδιδομένου αρίστου φιλολογικού περιοδικού του Γεράσιμου Βώκου, το οποίον
επεγράφετο το «Περιοδικόν μας».
Η μικρά τότε κοινωνία του
Πειραιώς με στοργήν τους παρηκολούθησεν εις τα πρώτα των βήματα και εις
την εξέλιξίν των και με υπερηφάνειαν κατόπιν είδε τους περισσότερους εξ αυτών
να καταλαμβάνουν θέσιν εις τα γράμματα και την δημοσιογραφίαν.
Τους διαπρεπείς αυτούς εκπροσώπους του πνευματικού Πειραιώς, ο Δήμος
ετίμησεν επαξίως, δια της απονομής ειδικού μεταλλείου προς τους «εν τοίς
γράμμασι τον τε Πειραιά και το Ελληνικόν τίμησαντας όνομα» Παύλου Νιρβάναν,
Λάμπρον Πορφύραν, Σπύρον Μελάν, Νικόλαον Χατζάρα, Άριστον Καμπάνην, Ιωάννην
Δαμβέργην, Δημοσθένην Βουτυράν, Γεώργιον Στρατήγη, ως και δια της ανεγέρσεως
των προτομών των αποθανόντων δύο πρώτων. Σημειωτέον ότι το αυτό μετάλλιον
απένειμεν ο Δήμος και εις την Σοφίαν Ανδρέου Αντωνιάδου καθηγήτριαν του
Πανεπιστημίου του Λέϋδεν της Ολλανδίας, και τον Ιωάννην Πολίτην καθηγητήν του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μεταξύ των τιμησάντων ιδιαιτέρως τον Πειραιά είναι και ο κράτιστος των
Ελλήνων θαλασσογράφων, ο Κωνσταντίνος Βολωνάκης, του οποίου τα κύρια και
αγαπητά θέματα έχουν ληφθή από το λιμάνι και τις ακροθαλασσιές του Πειραιώς και
ο καλός ζωγράφος Μιχαήλ Οικονόμου.
Έτερος επίσης εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού Πειραιώς είναι ο μουσουργός
Ιωσήφ Παπαδόπουλος, όστις μετά του διακεκριμένου ποιητού και δημοσιογράφου
Νικολάου Χατζάρα, δεν απεμακρύνθησαν του Πειραιώς αλλά εξακολουθούν, ιδία ο
δεύτερος, να ζούν εις αυτόν και δι’ αυτόν……»
Μεταφέρω συμπληρωματικά, μια πληροφορία
που μας δίνει ο κριτικός Κλέων Παράσχος για τον Κλέαρχο Στ. Μιμίκο εκδότη του
γνωστού μας πειραϊκού περιοδικού.
Κλέαρχου Στ. Μιμίκου: «Λάμπρος Πορφύρας»
Μια διάλεξη που
είχε κάμει ο κ. Μιμίκος για τον Πορφύρα στο Αίγιο, λίγο μετά τον θάνατο του
ποιητού, την δημοσίεψε σε φυλλάδιο τώρα. Είναι καμμιά τριανταπενταριά σελίδες,
όπου ο κ. Μιμίκος σκιτσάρει τη ζωή του Πορφύρα και κατόπι μιλεί για το έργο
του. Ο τόνος του ομιλητού είναι θερμός, γεμάτος συμπάθεια για τον ποιητή των
«Μουσικών Φωνών». Ο κ. Μιμίκος φαίνεται να γνωρίζη καλά τη ζωή και το έργο του
Πορφύρα, αλλά η γνώση, η αγάπη, ο θαυμασμός δεν του φτάνουν για να ιδή κάπως
βαθύτερα στην τόσο ιδιόρρυθμη ζωή και στο τόσο πιστό αντιφέγγισμά της, στο έργο
του Πορφύρα. Ο κ. Μιμίκος μένει στα γνωστά. Άλλωστε, μου φαίνεται ότι και οι
άλλοι πού ασχολήθηκαν με τον Πορφύρα, αν έρριξαν πιο διεισδυτικές ματιές στη
ζωή και το έργο του, δεν προσπάθησαν να εξηγήσουν το βαθύτερο μυστήριο της ζωής
αυτής, πού εξηγούμενο θα φώτιζε και το έργο του. Τέτοιος οξύς, νοσηρός και σαν
ανέκκλητος τόνος μελαγχολίας σε ποιήματα πού τάγραψε παιδί δεκαεννιά- είκοσι
χρόνων,-τα πρώτα ποιήματα- του Πορφύρα- και ύστερα άλλα τριάντα, ,
τριάντα-πέντε χρόνια, μια ζωή πνιγμένη σε τόση μόνωση και όπου μαντεύεις τόση
οδύνη! Λίγοι άνθρωποι ανάδιναν την μελαγχολία που ένοιωθες στον Πορφύρα. Και
αυτό χωρίς να έχη κανένα από τα σωματικά εκείνα ελαττώματα πού πληγώνουν
αγιάτρευτα έναν άνθρωπο, και μάλιστα ποιητή, και χωρίς ν’ αντιμετωπίζη το
φρικτό δίχως τέλος δράμα της βιοπάλης, που τσακίζει και τους πιο αισιόδοξους και
τους πιό δυνατούς. Νομίζω ότι το βαθύ τραύμα του Πορφύρα ήταν ψυχικό και ήταν
έμφυτο. Στον μελαγχολικό αυτόν δεν χρειαζόταν καμμιά πικρή φιλοσοφική θεώρηση
του κόσμου για ν’ αυξηση η πικρία του. Του έφτανε η δική του ψυχή, η δική του
πείρα, ό,τι κάθε μέρα και κάθε στιγμή καταστάλαζε από τη ζωή μέσα του. Αυτό το
καταστάλαγμα, άμεσα και αμεταποίητα, αλλά και λιγάκι απλοικά και μονότροπα, το
έκλεισε στα ποιήματά του. Και σπάνια, αλήθεια, ζωή και έργο ποιητή δέθηκαν τόσο
σφιχτά.
Κ. Παράσχος, περιοδικό Νέα Εστία τόμος 20ος,
τεύχος 235/1-10-1936, σελίδα 1388.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Χαιρετισμοί της Παναγιάς:! Φτωχές
Αυλές, που μέσα στον αγέρα
Ολανθισμένες σειούνται οι πασχαλιές’
Χαιρετισμοί κι’ ανθοί στις εκκλησίες
Στις εκκλησούλες πέρα.
Λυώσαν, ψυχή, τα χιόνα τα στερνά
Απάνω στα βουνά, το χαμομήλι
Ασπρολογάει παντού ξανά,
Σε κάμπους και περβόλια ασπρολογά,
Και στου παλιού του πηγαδιού τα χείλη.
Η χλόη μαζί του τώρα πιά
Ανέβηκε στου λόφου τη ραχούλα,
Πήγε να ζώση το χωριό μακρυά,
Πλημμύρισ’ όλη την πλαγιά.
Μέσα στην ανοιξιάτικη εκκλησούλα,
Στής Παναγιάς την άγια εικόνα εκεί,
Άγια κ’ εσύ στο πλάϊ της σκυμμένη,
Κι’ ακούγονται σιγά οι Χαιρετισμοί
Για Κείνη και για σένα. Κι’ είναι η Γή
Από τις πασχαλιές θυμιατισμένη…
Η ΜΑΝΝΑ ΤΩΝ
ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ
Του χάρου το λιβάνι πάλι τώρα
Σκορπάει τη βαρειά του μυρωδιά.
Θανατικόν επλάκωσε τη χώρα
Κ’ ενέκρωσε όλα τα μικρά παιδιά.
Της εκκλησιάς ανοίγει η πλατειά θύρα,
Κι’ αργά, σκυφτοί, περνούν οι χριστιανοί.
-Ελέησόν μας’ τώγραφεν η Μοίρα.
Το θέλημά σου-Θέ μου-ας γενή.
Δυό νειές μαννούλες κλαίν, μοιρολογούνε,
Άλλες τρελλές τραβούνε τα μαλλιά,
Κι’ άλλες βουβές χείλη νεκρά φιλούνε:
Καμμιά δεν παίρνει πίσω τα φιλιά.
Κι’ η καλή Μάννα των Θλιμμένων μόνο,
Ζωγραφιστή στο θόλο εκεί ψηλά,
Ευτυχισμένη μεσ’ στον ξένο πόνο,
Κοιτάζει το παιδί της και γελά…
ΠΑΝΑΓΙΑ
Κάθε γιορτή και Κυριακή,
Οι πράσινοι βασιλικοί
Σαν από πλούσιο θυμιατήρι
Σε θυμιατίζουνε στο παραθύρι.
Στην κάτασπρη σου την φωληά
Με μυστική φεγγοβολιά
Σαν Παναγιά απ’ τα ουράνια
Χάνεσαι στ’ άνθινα λιβάνια…
Πάναγνη, εκείθε σπλαχνική
Κάθε γιορτή και Κυριακή
Ώ! Παναγιά μυροφόρα
Σκορπάς τον θάνατον στη χώρα.
ΤΑ ΕΡΗΜΟΚΚΛΗΣΙΑ
Είναι στα ερημοκκλήσια που γκρεμίζονται
Θλιμμένες Παναγίες, χλωμές εικόνες,
Και μονάχα αγαπάνε τα αγριολούλουδα:
Κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ανεμώνες.
Σα θυμιατήρια αγροτικά κ’ εφήμερα,
Σκόρπια ή δεμένα σ’ άτεχνο στεφάνι,
Την άνθινή τους την ψυχή σκορπίζουνε
Ψυχομαχώντας σ’ άϋλο λιβάνι.
Άχ! όποιος πάει εκεί με τ’ αγριολούλουδα
Στο πρώτον άγγιγμά του ανοίγει η πόρτα,
Πού ολόγυρα οι φωλιές την επλουμίσανε,
Της λησμονιάς την κέντησαν τα χόρτα.
Ανοίγει η πόρτα έτσι όπου συνείθισε
Να την ανοίγη μόνον ο αγέρας,
Σάμπως να την ανοίγη η Παναγιά
Με την ανησυχία γλυκειάς μητέρας,
Χαροκαμένης γρηάς, πού τη λησμόνησαν
Στο έρμο φτωχικό της και προσμένει
Κάποιους ναρθούνε περ’ από μιά θάλασσα
Αιώνια σκοτεινή, φουρτουνιασμένη…
Τα ελάχιστα παραπάνω, συνηγορούν στο ότι ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, υπήρξε και είναι ένας διαρκής αναμμένος φάρος της Πειραϊκής Σχολής και Γραμματείας.
ΥΓ. Και μιά πληροφορία από έναν παλαιό πειραιώτη, τον Φώτη Πετρόπουλο. Ο πατέρας του Φώτη Πετρόπουλου, διατηρούσε στον μεσοπόλεμο και στα μεταγενέστερα χρόνια στην πόλη μας, μπακαλοταβέρνα. Δηλαδή μεγάλο μπακάλικο που ήταν ταυτόχρονα ο εσωτερικός του χώρος και ταβέρνα, (όπως στην ταινία "ο μπακαλόγατος" με τον Κώστα Χατζηχρήστο, είχε αυλή που χρησιμοποιούνταν και για ταβέρνα). Η μπακαλοταβέρνα του Αναστάσιου Πετρόπουλου, βρίσκονταν στην οδό Αλκιβιάδου και Χαριλάου Τρικούπη γωνία (Τώρα γωνία Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά). Σε αυτόν τον χώρο, σύχναζε ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας έπινε την ρετσίνα του και έτρωγε τον μεζέ του. Όπως θυμάται ο Φώτης, ο γιος του Αναστάσιου Πετρόπουλου, η μπακαλοταβέρνα του πατέρα του, ήταν η δεύτερη επιλογή του ποιητή. Πήγαινε δηλαδή πρώτα σε μία άλλη ταβερνούλα κοντά στο γιαλό και κατόπιν πάντα περνούσε και από την δική τους. Συνήθιζε να τρώει τηγανητά αυγά, και πολλές φορές, τα τύλιγε και τα πρόσφερε στους διπλανούς του φτωχότερους πειραιώτης της ταβέρνας που δεν είχαν να πληρώσουν. Θυμάται ακόμα ο Φώτης, ότι ο ποιητής του χάρισε ένα μπαστουνάκι του που το είχε σαν φυλακτό για πολλά χρόνια. Όταν πέθανε ο ποιητής, ο πατέρας του τοποθέτησε την φωτογραφία του στο μαγαζί, και όσοι από τους πελάτες επισκέπτονταν την ταβέρνα είχαν κάτι να διηγηθούν από την γνωριμία τους με τον Λάμπρο Πορφύρα. Μία άλλη επίσης μπακαλοταβέρνα υπήρχε στην γωνία Αλκιβιάδου και οδός Φιλελλήνων. (τώρα ακατοίκητη παλαιά οικία. Ακριβώς στην δεξιά πλευρά της κλινικής "Λευκός Σταυρός" του Παντελή και της Τούλας Μπούτου, και για μικρό διάστημα του Γιώργου Λαμπράκη).
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Μεγάλη Τετάρτη 28 Απριλίου 2021.