Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Βράβευση Πειραιωτών Δημιουργών ή υπάρχει Πειραϊκή Σχολή;


ΑΠΟΝΟΜΗ   ΑΡΙΣΤΕΙΩΝ

     Έχοντες υπ’ όψιν, ότι η συμφώνως προς τον Νόμον 1001 απονομή, κατ’ έτος μέν διά την Λογοτεχνίαν, κατά τριετίαν δε διά την Μουσικήν, Ζωγραφικήν και Γλυπτικήν, ενός μόνον εκάστοτε Εθνικού Αριστείου των Γραμμάτων και των Τεχνών, δεν επιτρέπει να τιμηθώσι δι’ αυτού εγκαίρως οπωσδήποτε πάντες οι από μακροτέρου ήδη χρόνου καθιερωθέντες διά της κοινωνικής αναγνωρίσεως αριστείς των Γραμμάτων και της Τέχνης εν πάση αυτής εκδηλώσει, προς μερικήν τουλάχιστον επί του παρόντος θεραπείαν του πράγματος,

               Αποφασίζομεν:

1)Απονέμεται το «Εθνικόν Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών» μετά των διασήμων αυτού και του διπλώματος, άνευ της κατά το άρθρον 5 του Νόμου 1001 χρηματικής χορηγίας, εις τους:

Λογοτέχνας:

Ιωάννην Ψυχάρην, Αλέξανδροςν Πάλλην, Ιωάννην Βλαχογιάννην, Δημοσθένην Βουτυράν, Δημήτριον Καμπούρογλου, Μιλτιάδην Μαλακάσην, Σπύρου Μελάν, Παύλου Νιρβάναν, Γρηγόριον Ξενόπουλον, Ζαχαρίαν Παπαντωνίου, Λάμπρον Πορφύραν, Σωτήρη Σκίπην, Δημήτριον Ταγκόπουλον, Παντελήν Χορν, Εμμανουήλ Λυκούδην.

Ζωγράφους:

Κωνσταντίνον Μαλέαν

Μουσικούς:

Μάριον Βάρβογλην, Αιμίλιον Ριάδην

Ηθοποιούς:

Κυβέλην Θεοδωρίδου, Μαρίκαν Κοτοπούλην

2)Είς έκαστον των ως άνω τιμωμένων διά του Εθνικού Αριστείου, καταβάλλεται υπό του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, το ποσόν 5000 δραχμών προς κατασκευήν του χρυσού μεταλλίου, αναγραφομένης εφ’ άπαξ προς τον σκοπόν τούτον καθώς και δια την εκτύπωσιν των διπλωμάτων και πάσαν άλλην σχετικήν δαπάνην πιστώσεως εκατόν είκοσι χιλιάδων (120,000) δραχμών εν τω Ειδικώ Προϋπολογισμώ των εξόδων του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της τρεχούσης χρήσεως.

3)Η απονομή των διπλωμάτων του Εθνικού Αριστείου, δύναται να γίνη εν σώματι κατά τινα των προσεχών δημοσίων εορτών, ορισθησομένην εν καιρώ παρ’ ημών.

       Αθήναι τη 15 Νοεμβρίου 1923.

                                                      ο Αρχηγός

                                                  Ν.  ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ

Σημειώσεις:

     Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από εκδότη λογοτεχνικού περιοδικού και συγγραφέα, συνεργάτη τηλεοπτικής σειράς για έλληνες συγγραφείς και την εποχή τους, που ενδιαφέρονταν για τιμημένο του προηγούμενου αιώνα πειραιώτη ποιητή του μεσοπολέμου, μαχόμενο σοσιαλιστή και δημοτικιστή, δραστήριο μέλος του εκπαιδευτικού ομίλου, αφύπνισε μνήμες παλαιότερων διαβασμάτων και σημειώσεών μου. Με κέντρισε η ολιγόλεπτη ευγενική συνομιλία και ανέτρεξα σε κιτρινισμένους από τον χρόνο και την υγρασία φακέλους και ξεθωριασμένες αντιγραφές, μισοσβησμένες σημειώσεις που πριν χρόνια-στις αποδελτιώσεις μου-κρατούσα. Ξεφύλλισα παλαιές μου χειρόγραφες σημειώσεις που συνήθιζα να κρατώ με φάμπερ μολυβάκι ή μπικ μαύρο στυλό, βούτηξα μέσα σε αποκόμματα παλαιών πειραϊκών εφημερίδων και λογοτεχνικών εντύπων, σε αντιγραφές κειμένων και πληροφοριών για τον ποιητή που λάμπρυνε και τίμησε με το έργο του την πόλη μας. Ο λυρικός ποιητής του μεσοπολέμου που μιλούσαμε, ήταν ο Λάμπρος Πορφύρας (Χίος 1879-Πειραιάς 3/12/1932). Στάθηκα και στην δική του βράβευση από τον «μαύρο καβαλάρη», τον έλληνα στρατηγό και πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα, που είχα διαβάσει σε τεύχος του γνωστού περιοδικού των δημοτικιστών «Ο Νουμάς». Για τον πειραιώτη ποιητή Δημήτριο Σύψωμο όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, (το ψευδώνυμο με το οποίο έμεινε γνωστός στα ελληνικά γράμματα παραπέμπει σε δύο ομώνυμα ποιήματα του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού) δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Θέλω να πιστεύω ότι οι σταθεροί, τουλάχιστον, αναγνώστες της ελληνικής ποίησης, γνωρίζουν το όνομά του. Έχουν διαβάσει, ακούσει και συγκινηθεί από τα μουσικά ποιήματά του. Οι δε πειραιώτες πνευματικοί δημιουργοί, λόγιοι, πεζογράφοι, ποιητές, δημοσιογράφοι και άλλοι καλλιτέχνες, που γεννήθηκαν ή κατοικούν στο πρώτο λιμάνι, γνωρίζουν από παιδιά την παρουσία και την ποίησή του. Έχουν ακούσει να αναφέρεται το όνομά του από τους γύρω τους, ίσως και τους γονείς τους. Η προτομή του βρίσκεται σε πλατεία της πόλης. Την Πλατεία Φρεαττύδος και φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γρηγόριος Ζευγώλης.

     Ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, «ο Βάρδος της Φρεαττίδας» όπως τον αποκαλεί σε άρθρο του στην εφημερίδα Ο Ριζοσπάστης 29/1/1978 ο ποιητής Στέλιος Γεράνης, αποτελεί έναν από τους κεντρικούς κρίκους της αλυσίδας της πολύμορφης και ακμαίας πνευματικής και καλλιτεχνικής παράδοσης της πόλη μας. Ανήκει στους ποιητικούς κτήτορες της πνευματικής υποδομής του Πειραιά. Τα πειραιώτικα περιοδικά και οι εφημερίδες, τα λευκώματα, εξακολουθητικά, συχνότατα αναφέρονται στο όνομά του, δημοσιεύουν ποιήματά του από τις δύο ποιητικές του συλλογές ή άτακτα, αδημοσίευτες ποιητικές του μονάδες, που κάποιος επώνυμος φιλότιμος ερευνητής των πειραϊκών γραμμάτων ξέθαψε, ξεφυλλίζοντας παλαιά τεύχη περιοδικών και εφημερίδων, ημερολογίων. Εξέδωσε την συλλογή «Σκιές»  εκδ. Γεωργίου Βασιλείου, Αθήνα 1920, σχήμα 16ο, σελ. 132 (βλέπε και «Ο Νουμάς» τχ. 687/6-6-1920, σ. 635) δεύτερη έκδοση εκδόσεις Ζηκάκη 1926, όσο απολάμβανε ακόμα τα πανέμορφα ηλιοβασιλέματα από τις δαντελωτές και βραχώδεις φιδίσιες ακτές της Φρεαττύδας και της Πειραϊκής, που συνήθιζε στους μοναχικούς του περιπάτους, στις επισκέψεις του στους απότομους ορμίσκους της. Σε αυτόν τον γραφικό ορμίσκο της Φρεαττύδας που το γεωγραφικό του τοπόσημο είναι στα δυτικά του λιμανιού της Ζέας, η αρχαία Φρεαττώ, γνωστή από την αρχαιότητα για τις μικρές ιαματικές της πηγές. Σε αυτά τα πανάρχαια με την μακραίωνη ιστορία πειραιώτικα χώματα βάδιζε ο «Μικρός, χλωμός, αδύνατος, μελαγχολικός, συμπαθητικός, αλλά σχεδόν άτονος στην έκφρασή του, ρεμβαστικός μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο πάντα, ολιγόλογος και βραδύς στην κίνηση, επιμελημένος, χωρίς τίποτε απάνω του το μποέμικο, πλούσιος δύο φορές, τη μία γιατί είχε αρκετά χρήματα και την άλλη γιατί εχρειάζονταν λιγώτερα, ή καλύτερα λίγα, να το στιγμιότυπο του υπέροχου αυτού νέου. Θα τον αποκαλούσα Keats της Ελλάδας εάν είχε, με μερικά άλλα εκείνου χαρίσματα και την Ολύμπια ωραιότητα του μεγάλου Άγγλου ποιητή του «Αμφορέα»……» όπως σκιαγραφεί τον πειραιώτη ποιητή στο πολυσέλιδο άρθρο του ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης στο περιοδικό «Το Νέον Κράτος» τχ. 5/1, 1938, σ. 114.    Στους αμέτρητους απογευματινούς περιπάτους του και ρεμβασμούς του στο «λιμανάκι του ποιητή» όπως σημειώνει ο Γ. Τιμογένους, στο περιοδικό «Ο Πυρσός» τχ. 14/4, 1961, σ. 14, τριάντα χρόνια μετά την κοίμησή του. Ξεκουράζονταν ακουμπώντας στα Μακρά Τείχη της αρχαίας πόλης, έσκυβε και ανέπνεε την θαλάσσια αύρα της, μύριζε τα μικρά λουλουδάκια της που στόλιζαν αναδυόμενα από τις πέτρες της την Πειραϊκή γη. «Συχνά τόνε βλέπανε, στον περιφερειακό δρόμο της Πειραϊκής, να προχωράει απαλά κι’ ελαφρά σκυμμένος, στο μπαστουνάκι του, μικρή ψιλή μπανέλλα. Λοξοδρομούσε στο δρόμο του, να παρατηρήσει καλύτερα, ένα ρόδινο κυκλάμινο, που είχε προβάλη ανάμεσα από μιά σκιμάδα βράχου, κατά το φθινόπωρο. Έσκυβε καλά και περιεργαζότανε το παρθενικό λουλούδι, έσκυβε να νιώση την επαφή του των πετάλων του με τα χείλη του. Δίπλα του φωτρώνανε και ασφόδελοι, τα καραμπούσια, που ανθίζανε λαμπαδιαστά στα βράχια. Πολλά λευκά μικρά λουλούδια, μαζωμένα απάνω σ’ ένα βλαστάρι που έβγαινε και ψήλωνε από τη ρίζα. Κάτι πεταλούδες κόκκινες και μαύρες συχνάζανε απάνω στα λουλούδια του ασφοδέλου. Και τ’ άνθια του πολλές φορές ήτανε βρεμμένα με το πρωινό αγιάζι. Παραπέρα μια κάπαρη άπλωνε τα κλωνιά της στο βράχο κι’ είχεν ανθίσει το μωβ της λουλούδι. Ο μακαρίτης ο ποιητής σα να έβοσκεν απάνω στα χορτάρια του χινόπωρου. Έπειτα σηκωνότανε και σκάλιζε τα πετραδάκια με τη μπανέλλα του……..» εικονογραφεί την πειραϊκή ακτογραμμή, την εποχή του και τον ποιητή ο έτερος ποιητής του Πειραιά, των «Ειδυλλίων», ο πειραιολάτρης δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας στα «Πειραιώτικά» του που δημοσίευε στις εφημερίδες που εργάζονταν. Το απόσπασμα, από την αναδημοσίευση του πειραιώτικου περιοδικού «Το Περιοδικόν μας» τχ. 19-20/ 1,2, 1960, σελ. 130.  Μετά την εκδημία του Λάμπρου Πορφύρα, κυκλοφόρησαν οι «Μουσικές Φωνές» του, εκδόσεις «Τα Χρονικά», Αθήνα 1934, σχήμα 8ο, σελίδες 64. Βλέπε και κριτική του ποιητή Ρήγα Γκόλφη στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» τχ. 1/14-4-1935, σ.3. Η δεύτερη αυτή συλλογή του που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Η μεταθανάτια συλλογή του κυκλοφόρησε με την θέληση και την αμέριστη φροντίδα του αδερφού του Θεόδωρου Σύψωμου, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος οικογενειακώς και εργάζονταν στην αφρικανική ήπειρο. Στο Τουρμπάν της Νοτίου Αφρικής. Ο εύπορος αδερφός του τον φρόντιζε και τον συντηρούσε οικονομικά όσο ζούσε, μια και ο πειραιώτης συμβολιστής ποιητής που έφυγε μόλις στα 53 του χρόνια, δεν εργάστηκε ποτέ του. Ο αδερφός του ακόμα, τρέφοντας σεβασμό και αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και την ποιητική και μεταφραστική δημιουργία του Πορφύρα, κληροδότησε στην Ακαδημία Αθηνών τα υπάρχοντά του-μετά τον θάνατό του-με την επιθυμία να καθιερωθεί(ανά τριετία) βραβείο Λάμπρου Πορφύρα.  «Ο Πορφύρας ήταν ένας άνθρωπος χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες ή το σωστότερο, ένας άνθρωπος που πολύ νωρίς τις περιόρισε στο ελάχιστον όριο τις φιλοδοξίες του…..», και συνεχίζει: «τα ποιήματά του συνιστούν ένα έργο, εκφράζουν έναν άνθρωπο, μια στάση ζωής, μιά περιπέτεια. Θα μπορούσαμε να πούμε είναι τα ποιήματα του ανθρώπου που έζησε κοιτάζοντας τη θάλασσα. Δεν είναι πράγμα πολύ απλό το να κοιτάζεις τη θάλασσα!....» γράφει ο μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, στο συσχετισμό μεταξύ των δύο πειραιωτών ποιητών «Ο ΠΟΡΦΥΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ», στον ετήσιο τόμο της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς» τόμος 14/1957, σελίδα 13. Ενώ ο πειραιώτης συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» αρ. 13478/20-11- 1990, συσχετίζει την ποίηση του Πορφύρα με την Μελισσάνθη. Το 1956 εκδόθηκαν σε δεύτερη έκδοση τα «ΑΠΑΝΤΑ» του περιπαθή ποιητή από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Βασιλείου. Η έκδοση εξαντλήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, πράγμα που φανερώνει το αληθινό ενδιαφέρον και την αγάπη του αναγνωστικού κοινού για την ποίησή του, παρά την «ένταξη» της ποιητικής λαλιάς του, στις «χαμηλές φωνές» της ποιητικής μας παράδοσης. Ο τόμος των Απάντων του κυκλοφόρησε σε επιμέλεια και φροντίδα του Γιώργου Βαλέτα. Το 1964 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και επιμελητή κυκλοφόρησαν εκ νέου τα «Άπαντά» του. Τέλος, σε γ΄ έκδοση το 1982 συμπληρωμένη,-έκρινε ο Γ. Βαλέτας-επανατυπώθηκαν τα «ΑΠΑΝΤΑ» από τον εκδοτικό οίκο του Ιωάννη Γ. Βασιλείου. Έχουμε έτσι το συνολικό corpus του. Ο τόμος έχει 488 σελίδες και κόστιζε, τότε, 600 δραχμές. Την έκδοση αυτή προμηθεύτηκε η γενιά μου, η νεότερη γενιά των αναγνωστών του ποιητικού λόγου και όχι μόνο, ήρθαμε σε επαφή με την σύνολη παρουσία του «ταπεινού» ποιητή. Ο τόμος περιέχει τις δύο ποιητικές του συλλογές, «Σκιές» και «Μουσικές Φωνές», «Σκόρπια Κι Ανέκδοτα» ποιήματά του, τα «Μεταφράσματά» του, τα «Γράμματα» που απέστειλε ο ποιητής στον φίλο του Κώστα Χατζόπουλο, τον Γεράσιμο Μαρκορά και τον Κωστή Παλαμά, καθώς και τα Γράμματα προς τον Πορφύρα του Κ. Χατζόπουλου, του Γιάννη Γρυπάρη και τις επιστολές προς μέλη της οικογένειάς του ποιητή. Ακολουθεί το Στ΄ κεφάλαιο με τις «Συνεντεύξεις» του, και το κεφάλαιο με τα «Κριτικά Υπομνήματα». Ο τόμος περιλαμβάνει ακόμα την Εισαγωγή στο έργο του, του Γιώργου Βαλέτα, Βιβλιογραφία του και 16 ασπρόμαυρες μικρές φωτογραφίες. Η ποιητική ευαισθησία του αδερφού του Πορφύρα και του εκδότη Γ. & Ι. Βασιλείου μας πρόσφεραν μία πραγματικά αξιόλογη και ολοκληρωμένη έκδοση. Την ίδια επιμέλεια, αγάπη, ποιητική αίσθηση και φροντίδα, έχουμε και στην έκδοση της φιλολόγου και καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίας Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, η οποία επιμελήθηκε φιλολογικά και τυπογραφικά τον τόμο «ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1894-1932)», των εκδόσεων του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993. Σελίδες 410. Η διάταξη του τόμου είναι η εξής: Πρόλογος και Εισαγωγή της επιμελήτριας, (Η Εποχή και η Ζωή του Λάμπρου Πορφύρα.- Η Ποίησή του). Το Εκδοτικό Σημείωμα. Ακολουθούν τα ποιήματα των δύο συλλογών του, οι Μεταφράσεις του, (μετέφρασε Samuel Taylor Coleridge, Rudyard Kipling, Percy Bysshe Shelley, Jean Moreas, Paul Verlain, Victor Hugo και άλλους.) Έπονται τα δύο Παραρτήματα, η σχετική Βιβλιογραφία και τα απαραίτητα σε τέτοιου είδους εμπεριστατωμένες εργασίες Ευρετήρια. Να συμπληρώσουμε ότι την επιμέλεια και την εποπτεία της σειράς «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη» του Ιδρύματος είχε ο Απόστολος Σαχίνης. Μια ανέκδοτη μετάφραση του ποιητή είχε παρουσιάσει και ο Νώντας Έλατος στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 251/1-6-1937, σελ. 866. Ενώ για τά «Άγνωστα ποιήματα του Λ. Π.» μας μίλησε ο Γιώργος Κατσίμπαλης στη «Νέα Εστία» τχ. 682/1-12-1955, σελ. 1570-1587. Την έκδοση υποδέχθηκαν επαινετικά με βιβλιοκρισίες τους σύγχρονοι έλληνες βιβλιοκριτικοί όπως ο καθηγητής Γιώργος Σαββίδης, «Ο Πορφύρας εδώ και τώρα», εφημερίδα Τα Νέα 19/4/1994, ο καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ξαναδιαβάζοντας τον Λάμπρο Πορφύρα», εφημερίδα Η Καθημερινή 28/6/1994 και ο συγγραφέας Δημήτρης Σταμέλος, «Αναζητώντας την ελληνικότητα», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18/5/1994. Και με αυτήν την νεότερη έκδοση, διαπιστώνουμε για μία ακόμα φορά το συνεχές, ειλικρινές ενδιαφέρον των ειδικών και μη για τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα. Θα τολμούσαμε να γράφαμε ότι το ενδιαφέρον για την ποίησή του με την πάροδο του χρόνου γιγαντώνεται. Θεωρείται πλέον ένα από τα πολύτιμα συγγραφικά τιμαλφή της πειραϊκής ποιητικής παράδοσης. Το 1999 στην σειρά ο ανθολόγος Ερμής (διευθυντής της είναι ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης) των εκδόσεων Ερμής, και στο νούμερο 19, η καθηγήτρια Έλλη Φιλοκύπρου επιμελείται και ανθολογεί τον Λάμπρο Πορφύρα στον τόμο «ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΑΝΤΑ ΣΙΩΠΗΛΗ». (ο τίτλος παραπέμπει σε στίχο του). Σελίδες 84, τιμή 8.50 ευρώ. Το Ανθολόγιο περιέχει την Εισαγωγή της επιμελήτριας, σχετική Βιβλιογραφία και Επιλογή Μελετημάτων και Ποιήματα από τις δύο του συλλογές. (22+7 ποιητικές μονάδες και ενότητες ποιημάτων του).  Για την ανθολόγηση του «ΕΡΜΗ», υπάρχει και κείμενο της συγγραφέως Λίτσας Χατζοπούλου στον τόμο «Ποίηση» τ. 15/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2000, σελ. 255-260. Και πάλι διαπιστώνουμε με ικανοποίηση, ότι το ποιητικό σκαρί του πειραιώτη ποιητή αντέχει στην φουρτούνα του χρόνου. Ο συγγραφέας και ανθολόγος Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, στην σειρά «Ανθολογία της νεοελληνικής ποίησης» των εκδόσεων Γκοβόστη, στο τομίδιο λβ΄, σελίδες 84, δραχμές 1000,ανθολογεί τον Λάμπρο Πορφύρα με 33 ποιήματα. Ενώ στο δεύτερο μέρος του μικρού ανθολόγιου, σελίδες 51έως τέλος, δημοσιεύονται αποσπάσματα της επιστολικής του αλληλογραφίας, (από την έκδοση του Γ. Βαλέτα), Στιγμιοτυπικές κρίσεις και γνώμες για το έργο του και λιλιπούτεια βιβλιογραφία. Το λήμμα του ποιητή και κριτικού Τέλλου Άγρα, (που χάθηκε άδοξα από αδέσποτη σφαίρα στην Κατοχή) για τον Λάμπρο Πορφύρα, στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 20ος, σελίδες 586-587, είναι το κύριο διαβατήριό του για την θέση του μέσα στην ελληνική ποίηση. Ένα αντιπροσωπευτικό της ποιητικής του ταυτότητας και του κλίματος της εποχής μέσα στο οποίο κινήθηκε. Το πρώιμο αυτό λήμμα-κρίση του Τέλλου Άγρα να επαναλάβω, νομίζω ότι ορίζει, μάλλον, και την επερχόμενη πορεία της ποίησής του, της αποδοχής του, ως αξιοπρόσεκτος ποιητής μέσα στον ποιητικό λειμώνα της ελληνικής γραμματείας. Τις οφειλές μεταγενέστερων ποιητών στο έργο του. Πέρα από ενδεχόμενους «σοβινιστικούς» περιορισμούς εντός της Πειραϊκής επικράτειας, και τις φτιασιδωμένες ορθής καθαρότητας κρίσεις ποιητικής αποδοχής του έργου του, από μεταγενέστερους κριτικούς και ανθολόγους. Που συνήθως, μάλλον, εγκλωβίζουν φωνές σαν του Λάμπρου Πορφύρα σε ένα ποιητικό πλαίσιο κλειστών ατομικών αναφορών και ίσως «εύπεπτων» ανθολογήσεων. Αν κρίνουμε τις σταθερές ποιητικές μονάδες του ποιητή με τις οποίες συνήθως ανθολογείται επαναλαμβανόμενα και ορισμένες φορές αποσπασματικά. Θεωρώ ότι ο Τέλλος Άγρας έδωσε με την κατοπινή κριτική του, το διαβατήριο της καθιέρωσης και στον άλλο πειραιώτη ποιητή τον Νίκο Χαντζάρα. Γράφει σχετικά ο Άγρας για τον Λ. Πορφύρα:

«………Από μετρικής απόψεως ο Πορφύρας στιχουργεί επί του ιάμβου, τονικώς προσιδιάζοντος άλλωστε προς ελεγειακόν περιεχόμενον, ομαλού περί τον ρυθμόν και άνευ παρατονισμών’ δίς ή τρίς μόνον απαντά παρ’ αυτώ ο τροχαίος και ο ανάπαιστος, εις ίσον δε αριθμόν και παραδείγματα εκ της αρχαίας μετρικής, υπό την μορφήν του δακτυλικού εξαμέτρου («Κάτι μπουμπούκια», «Το ταξίδι») και πενταμέτρου («Το έρημο μονοπάτι»),  μη υπάρχοντα, μετά τους Επτανησίους, ειμή μόνον παρά τω Παλαμά και τω Ποριώτη. Τα ιαμβικά μέτρα αναπτύσσονται κατά κανόνα επί δεκαπεντασυλλάβου, οικείας αυτοίς συλλαβικής αναπτύξεως. Από απόψεως δ’ ομοιοκαταληξίας ο Πορφύρας αφήνει συχνάκις ομοιοκαταληκτικώς ανανταποδότους τους δύο εκ των τεσσάρων στίχων εκάστης στροφής’  επί οξύτονων καταλήξεων περιορίζεται εις απλήν παρήχησιν. Εκ της ποιήσεως «παγίας μορφής» ο Πορφύρας μετεχειρίσθη την στροφήν («Ανεμώνες στον άνεμο»). Η γλώσσα αυτού είναι απλή, άνευ παραγώγων, συνθέτων ή βυζαντινών λέξεων. Υπό έποψιν περιεχομένου, εξαιρέσει επυλλίου («Θρύλος αγάπης») και δραματικού μονολόγου («ο Χάρος») ο Πορφύρας είναι ποιητής λυρικός και, ιδία, συμβολικώς περιγραφικός. Η ποιητική αξία, υπό απλούν στιχουργικόν ένδυμα, έγκειται εν τη βαθυτέρα μορφική υφή του έργου του. Εν αντιθέσει προς άλλους εκ των συγχρόνων, ο Πορφύρας μετά του Χατζόπουλου, του Γρυπάρη και του Μαλακάση, είναι οι αποδεχθέντες υπό έποψιν μορφής τε και περιεχομένου επιδράσεως εκ της καθαυτό πρωτοτύπου δυτικής ποιήσεως, δηλαδή του ρωμαντισμού και του εκ των κόλπων αυτού προελθόντος συμβολισμού. Ειδικώτερον ο Πορφύρας, υπό έποψιν τόνου, ανήκει εις τον λυρισμόν, υφ’ ήν έννοιαν ο ρωμαντισμός συνέλαβε και εξέφρασεν αυτόν, και δη ο αγγλικός ρωμαντισμός, καθόσον ο Πορφύρας εκαλλιέργησε μόνον τα καθεαυτό ποιητικά μέσα εναργείας, εν οίς και η προσωποποιία, η συγγενής αυτή μυθοπλασία και η τηρουμένη ωχρότης των αντιθέσεων, η απόστασις αυτών και η αποχή από παντός ρητορικού τόνου. Η μυστική μορφική σύστασις του έργου του Πορφύρα είναι γραφική. Προκειμένου δε περί θεμάτων, αι εμπνεύσεις του, υπό βραχέα μορφικά περιγράμματα, είναι βαθείαι και ακαθόριστοι’ τα σχήματα, δίκην συμβόλων, άγουσιν αυτόν πάντοτε περαιτέρω, εκφεύγοντα προς τον μυστικισμόν και την έκστασιν. Αποφεύγει το μεγαλοπρεπές και το υψηλόν, αναζητεί δε το ιδεώδες, πλήρης ευαγγελικού ρωμαντισμού εις πάν ό,τι γεγηρακός, ευτελές κά άχαρι, ελκόμενος προς ταύτα δια της “grace des choses fanees” ως την απεκάλεσεν ο Μαλλαρμέ. Τινά των θεμάτων του είναι αρχαϊκά και κατ’ επίφασιν («Κεραμεικός», «Προσκυνητής», «Μάρμαρα» κτλ.) αλλ’ (ιδίως ο έρως, και πολύ μάλλον φυσιολατρεία, και δή θαλασσολατρεία, παρέχει τα πολυαριθμότατα εξ αυτών. Αλλ’ η φύσις παρ’ αυτώ είναι η έντεχνος και κατωκημένη, η δε φυσιολατρεία συγχέεται προς υποτυπώδη κοινωνικήν ζωήν, επικαθημένην, εν αρμονική συμβιώσει,  επί της φύσεως’ προς τον άνθρωπον, το «εσωτερικόν» οικίας, τον κήπον, την αυλήν. Καίτοι δε, δυνάμει καταληπτικής φαντασίας ποιητικής, η τοιαύτη περιπαθής και βαθεία φυσιολατρεία κατετοπίσθη εντελώς, παρ’ ημίν και προσηρμόσθη ήδη προς την όρασιν άνευ δισταγμού ή υποψίας, ούχ ήττον η προέλευσις αυτής ελέγχεται ξένη και δή εκ βορρά, ως δύναται να καταφανή δια παραβολής προς το γηγενές φυσιολατρικόν συναίσθημα, διαυγές και εύχαρι, το παρά τω Σολωμώ και Παπαδιαμάντη διαγεγραμμένου. Διακατέχεται από απισιοδοξίαν, αλλ’ απαισιοδοξίαν όχι σχετικήν-ρωμαντικήν ή ερωτικήν-αλλά μεταφυσικήν. Ως επίγραμμα του βιβλίου του θα εχρησίμευεν ο στίχος του H. de Regnier: “et je savais le mot dernier de la chimere”. Εντεύθεν ο Πορφύρας το μεν άγεται προς την θεωρίαν του περιβάλλοντος, το δε προς γνωμικά ποιήματα, προσφιλή εις τους στωϊκούς και τους απαισιόδοξους. Επιδράσεις επί νεαρωτέρων  έσχε πολλάς.»., σ. 586-587.

     Τις προηγούμενες πέντε δεκαετίες στην πόλη μας, αναφέρομαι στα αμέσως μετά την μεταπολίτευση του 1974 χρόνια, διοργανώθηκαν ομιλίες, εκδηλώσεις, τελετές μνήμης, μνημόσυνα, (ο τάφος του βρίσκεται στο παλαιό νεκροταφείο της Ανάστασης, το μνημείο είναι έργο του ξαδέρφου του ποιητή πειραιώτη αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη), δίνονταν διαλέξεις, βραδιές μνήμης του ποιητή, τιμητικές επετείους, για να τιμήσουν οι νέοι πειραιώτες, ο Δήμος του Πειραιά, τον ποιητή και το έργο του. Ευτύχησα να παρακολουθήσω πολλές από αυτές τις επετειακές εκδηλώσεις και ομιλίες, ιδιαίτερα τις εκδηλώσεις μνήμης του Φιλολογικού Σωματείου της πόλης μας «Φιλολογική Στέγη», που δεν είναι και λίγες. (μια αποδελτίωση των τευχών του περιοδικού θα μας δείξει το «πλήθος» των εκδηλώσεων στον Λ.Π., των ποιημάτων που έχουν δημοσιευθεί, των άρθρων και των μεταφράσεών του).  Άκουσα με ικανοποίηση να μιλούν για την ποίησή του, παρακολούθησα ντοκιμαντέρ στην δημόσια τηλεόραση, στην ΕΡΤ, βλέπε εκπομπή «Οι ποιητές μας» 27/6/1983, σε σκηνοθεσία Ερμή Βελόπουλου. Χάρηκα να απαγγέλλουν ποιήματά του πειραιώτες ποιητές (Γιώργος Μετσόλης). Διάβασα άρθρα και κείμενα για τον ποιητή, πάμπολλα. Βλέπε μεταξύ άλλων και το κείμενο του πρώην προέδρου της Φιλολογικής Γιάννη Γ. Χατζημανωλάκη, «60 χρόνια από το «μεγάλο ταξίδι» του Ποιητή Λάμπρου Πορφύρα», στο περιοδικό «Λιμάνι» τχ. 18/12, 1992, σ. 78-79, και κείμενά του στα βιβλία που έχει εκδώσει για τον Πειραιά. Ο ίδιος επίσης μαζί με τον Παύλο Μπαλόγλου επιμελήθηκε την Αναμνηστική έκδοση του 16σέλιδου τεύχους ΕΤΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΠΟΡΦΥΡΑ» εκδ. Ινστιτούτου Πειραϊκών Μελετών, Πειραιάς 1979. Δημοσιεύονται «Οι εκδηλώσεις του έτους Πορφύρα στον Πειραιά», Βιογραφικό σημείωμα,  το ποίημα αφιερωμένο στον ποιητή του Κωστή Παλάμα, Αυτόγραφο ποίημα του ποιητή, το ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, «Η θλίψη του μαρμάρου» στο περιοδικό «ΤΟ ΣΤΑΔΙΟΝ», Πέντε ποιήματα του ποιητή, «Το ταξίδι»-«Μην κλαίς»-«Παλιά αυλή»-«Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου…», «Θλιμμένο βράδυ». Δύο φωτογραφίες της Φρεαττύδας, της «ποιητικής πατρίδας του ποιητή». Το ψήφισμα του Δεκέμβρη του 1932 της Φιλολογικής Στέγης επί προεδρίας Γρηγόρη Θεοχάρη για τον θάνατο του ποιητή. Το ποίημα του πειραιώτη ηθοποιού Αιμίλιου Βεάκη το Μάη του 1938 στα «Αποκαλυπτήρια της προτομής του» Το ποίημα του Κ. Θεοφάνους, και ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τις επετειακές εκδηλώσεις στην μνήμη του. Ένα έκτακτο τεύχος με τις ανάλογες πληροφορίες και στοιχεία για τις δράσεις των νέων πειραιωτών στην επιθυμία τους και την αγάπη τους να τιμήσουν και να μην λησμονήσουν τον Λάμπρο Πορφύρα. Να μνημονεύσουμε ακόμα, την ομιλία της Ποτούλας Σταυριανάκου-Τσατσαρού, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στην οποία είχε παρευρεθεί και η εγγονή της αδερφής του ποιητή Σμαράγδας, Ειρήνη Π. Φραγκοπούλου, που απήγγειλε δύο ποιήματα του ποιητή. Βλέπε "Φωνή του Πειραιώς" Τρίτη 16/2/1999, σελ. 6.. στις εκδηλώσεις της "Φ. Σ.". Η ωραία αυτή ομιλία δημοσιεύθηκε σε τέσσερεις συνέχειες στην εφημερίδα "Η Φωνή του Πειραιώς" Πέμπτη 15/4/1999 σ.6, Παρασκευή 16/4/1999, σ.6, Δευτέρα 19/4/1999, σ.6, και το Δ΄ μέρος Τρίτη 20/4/1999. σ.6.  Η ομιλήτρια στέλνει επίσης επιστολή στην εφημερίδα Τρίτη 15/5/1999, σ. 5,8, σαν απάντηση σε επιστολή του Χ. Τσιρίδη σχετικά με την ομιλία της. Ταξίδεψα ακόμα με το άρθρο του ποιητή Δημήτρη Γιατράκου, «Η Γυναίκα στην ποίηση του Λ. Π.» , σ. 215-218 στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» τχ. 41/10,12, 2004, του ποιητή Στέλιου Γεράνη «Η πνευματική έκφραση του ποιητή των «Σκιών», περιοδικό «Το Περιοδικόν μας» τχ. 2/8, 1958, σ.44-46. Του Παύλου Μπαλόγλου «Λάμπρος Πορφύρας» στο περιοδικό «Κιβωτός» τχ, 1/ 2, 1972, σελ. 1-2. Του Ευάγγελου Πανάγου, «Λ.Π. για τα 21 χρόνια από το θάνατό του» στο περιοδικό «Πνευματική Πορεία» τχ. 1/12, 1953. Του Νότη Καμπέρου, στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» 30/5/1938, για την «Προτομή του Πορφύρα. Η θέση του ποιητού εν τη Κοινωνία». Του Τάκη Μενδράκου, στην εφημερίδα «Η Αυγή» 1/4/1979, «Ένας λυρικός της καρτερίας. 100 χρόνια από γη γέννηση του Λ. Π.». Το κείμενο του Πάνου Παπαρρηγόπουλου, «Ο Απρίλης στην Ποίηση» περιοδικό «Φιλολογική Πρωτομαγιά» τχ. 1/5, 1959, σελ. 38-40. Του Γιώργου Χ. Μπαλούρδου, αναφορές στα δημοσιεύματά του και στα βιβλία που εξέδωσε για τον Πειραιά, (Πειραϊκό Πανόραμα, Βιβλιογραφία), σε κείμενά του στην «Φωνή του Πειραιώς», καθώς και στο block του «Λογοτεχνικά Πάρεργα» 21/9/2014  (αντέγραψα το κείμενο του Β. Δ. ΚΑΣΤΡΙΏΤΗ στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» 5/12/1932 για την απώλειά του) κλπ. (υπήρχε και μια συνομιλία για τον ποιητή με απαγγελίες ποιημάτων του για την εκπομπή «ΤΑ ΜΑΚΡΑ ΤΕΙΧΗ» με πειραιώτη συγγραφέα που δεν πραγματοποιήθηκε). Αναφέρομαι σε σχετικές πληροφορίες που κατέχω από Πειραιώτες συγγραφείς και ποιητές που έγραψαν για τον Λ.Π.. Πειραιώτες επίσης δημιουργοί έχουν αφιερώσει ποιήματά τους στον Λάμπρο Πορφύρα. Βλέπε και πάλι ενδεικτικά την ποιητική συλλογή του Αναστάσιου Δ. Αρβανιτάκη, «Τραγούδι της Αθήνας και του Πειραιά», σ. 17, 20 «Στη μνήμη του Λ.Π», το ποίημα του Κώστα Θεοφάνους, «Στη γαλάζια ψυχή του Λάμπρου Πορφύρα», στο περιοδικό «ΠΛΑΤΩΝ» Χειμώνας 1955, σελ. 2. Το ποίημα «Λάμπρος Πορφύρας» του Άγγελου Παρθένη, σελ. 27 στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» τχ. 30/1,3, 2002, και άλλα.

     Εξαιρετική και ενδιαφέρουσα να υπενθυμίσουμε ακόμα, υπήρξε η εκδήλωση του Δήμου Πειραιά και το Πολιτιστικό και Πνευματικό Κέντρο, που διοργάνωσαν τα «60 χρόνια από το θάνατο του Λάμπρου Πορφύρα (1879-1932)», ΠΟΛΗ & ΠΟΙΗΣΗ, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, την Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 1992 8 μ.μ.  Τα τρία Π. Πειραιάς-Πορφύρας-Ποίηση. Την εκδήλωση είχαν επιμεληθεί ο θεατράνθρωπος Νίκος Αξαρλής και ο Χάρης Λιωνής. Στην εκδήλωση κύρια ομιλήτρια ήταν η πανεπιστημιακός Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού που επιμελήθηκε το 1993 την έκδοση «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1894-1932) του ποιητή για τις εκδόσεις του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Μίλησαν επίσης ο ποιητής και εκδότης Τάσος Κόρφης και ο επιμελητής της εκδήλωσης. (είχε κυκλοφορήσει και μεγάλη κόκκινου χρώματος αφίσα με ολοσέλιδο κείμενο στην μία της πλευρά). Ο τότε δήμαρχος Πειραιά Στέλιος Λογοθέτης Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου ημέρα θανάτου του ποιητή, κατέθεσε στεφάνι στην προτομή και τον τάφο του στην Ανάσταση.  Γνωρίζω αφιερώματα πειραϊκών και όχι μόνο λογοτεχνικών περιοδικών που στις σελίδες τους διαβάζουμε ενδιαφέρουσες εργασίες για το έργο του, ή δημοσιευμένα ποιήματά του. Βλέπε το περιοδικό «Ρυθμός» του 1933, το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» του 1952, την κλασική «Νέα Εστία» του 1933, πολλά τεύχη του περιοδικού Φιλολογική Στέγη κλπ.. Σε πειραϊκά βιβλία που εξέδωσα και εργασίες μου, τον έχω αποδελτιώσει σε ποιητικές ανθολογίες, ιστορίες της λογοτεχνίας και μελετήματα συγγραφέων. Η πρώτη μαγιά της βιβλιογραφίας που συνέταξε για τον Λάμπρο Πορφύρα ο βιβλιογράφος Γιώργος Κατσίμπαλης, μέχρι και των ημερών μας συμπληρώνεται πανηγυρικά.  Στην ιστοσελίδα που διατηρώ από το 2013 τον μνημονεύω συχνότατα και έχω δημοσιεύσει 3 σημειώματα για το έργο του πειραιώτη ποιητή του μεσοπολέμου, φίλο του Κωστή Παλαμά, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, του Μήτσου Παπανικολάου, του Παύλου Νιρβάνα, του Γιώργου Σταυρόπουλου που κυκλοφόρησε το 1949 από τις εκδόσεις «Τα Πειραϊκά Χρονικά» του πειραιολάτρη Αργύρη Κωστέα, το μελέτημα: «ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ» (Σχεδίασμα του πνευματικού ανθρώπου), σελίδες 32.  Να προσθέσουμε ακόμα και το βιβλίο της Ανθούλας Σ. Σεφεριάδου, "Συμβολισμός και Ποίηση για τον Λάμπρο Πορφύρα", εκδόσεις Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1989, σελίδες 112, δραχμές 520. Το μελέτημα χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια "Πορεία ζωής", "Το έργο της Ποίησης", "Σκιές", "Μουσικές Φωνές" και "Σκόρπια ποιήματα" Επίλογος-Βιβλιογραφία-Πίνακας Ονομάτων.

       Ο Λάμπρος Πορφύρας, είναι ίσως, και όχι αδίκως, ο πλέον πολυμνημονευόμενος ποιητής του Πειραιά. Το όνομά του είναι γνωστότερο και από τους πειραιώτες πεζογράφους Κώστα Σούκα και Χρήστο Λεβάντα. Βρίσκεται στην κορυφή της πειραϊκής τριάδας των πειραιωτών ποιητών. Μαζί με τον Νίκο Καββαδία και τον Στέλιο Γεράνη. Οφείλουμε να μην λησμονήσουμε όμως, εφόσον μιλάμε για την πειραϊκή ποιητική παράδοση και την συνεισφορά στα ελληνικά γράμματα και άλλων πειραιωτών δημιουργών. 

Τις ποιητικές φωνές του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Χαντζάρα, του ποιητή Κώστα Γαρίδη, της ποιήτριας και μεταφράστριας Όλγας Βότση, της ποιήτριας Ειρήνης Αλιφέρη, της Μαρίας Αδάμ, του ποιητή και πεζογράφου Δημήτρη Φερούση, του πειραιολάτρη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου, του ειδικού ποιητικού και μεταφραστικού βάρους Ανδρέα Αγγελάκη, του ποιητή και εκδότη Γιώργου Χρονά, του Δημήτρη Γιατράκου, του Χρίστου Αδαμόπουλου, του Γιώργου Μετσόλη, και του Γεωργίου Στρατήγη. Των δημοσιογράφων- ποιητών Γιώργου Κόμη και Παναγιώτη Τσουτάκου και του νεότερου ηλικιακά ποιητή και κριτικού Αντώνη Ζαρίφη, για να μνημονεύσω ενδεικτικά ελάχιστα από τα ονόματα των πειραιωτών συγγραφέων που κόσμησαν και εξακολουθούν να τιμούν το πρώτο λιμάνι της χώρας με τα γραπτά τους και την δημόσια παρουσία τους. Δίχως, φυσικά, να παραγνωρίζω και να αγνοώ και τις άλλες πειραϊκές αντρικές και γυναικείες φωνές που δεν είναι και λίγες. Όπως ο Δημήτρης Πιστικός, ο ποιητής και μεταφραστής Άγγελος Παρθένης, ο Τάσος Ζερβός, ο εκδότης του περιοδικού «Τρίτη Χιλιετία» Μόσχος Κεφάλας, η ποιήτρια και ηθοποιός Ματίνα Μοσχόβη, η στιχουργός και θεατρική συγγραφέας Κωστούλα Μητροπούλου, η διηγηματογράφος Τούλα Μπούτου, ο Κώστας Θεοφάνους, ο Τάκης Μενδράκος, η εκδότρια και ποιήτρια Μαντώ Κατσουλού, που εξέδιδε το περιοδικό «Αντιπαραθέσεις», ο δοκιμιογράφος και παλαιός διευθυντής της «Νέας Εστίας», Ε. Ν. Μόοχος, ο συγγραφέας και ανθολόγος Γιώργος Τσάκαλος, ο ναυτικός Λευτέρης Μαρματσούρης, ο Γκίκας Μπινιάρης, ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος-Γκρέκας, ο Διονύσης Κουλεντιανός, ο Μιχάλης Πετρίδης… και μια πλειάδα πειραιωτών πνευματικών δημιουργών που γεννήθηκαν στην πόλη μας, δημιούργησαν και άφησαν τα συγγραφικά τους ίχνη, σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, ή έδρασαν και έζησαν πέραν των γεωγραφικών της ορίων. Πειραιώτες και Πειραιώτισσες πνευματικοί δημιουργοί και καλλιτέχνες  όλων των γενεών, ακόμα και των ημερών μας, που αν εξετάσουμε την παρουσία και το έργο τους, ατομικά και εν συνόλω, τότε αβίαστα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα πλέον, για Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή μέσα στην Ελληνική Γραμματεία. Μια Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή (Πνευματική και Καλλιτεχνική) που έχει τις ρίζες της στα πρώτα περίπου χρόνια μετά την ίδρυση του Δήμου μας, 1835, και συνεχίζετε ακόμα και σήμερα. Μια πανελλήνια αποδοχή του λογοτεχνικού όρου από τους ειδικούς, ιστορικούς και γραμματολόγους των ελληνικών γραμμάτων που το δικαιούνται νομίζω επάξια οι συνδημότες μας.

     Το περιοδικό που δημοσιεύεται η αναγγελία της βράβευσης των ελλήνων καλλιτεχνών και συγγραφέων, να γράψουμε ότι γίνεται ένα χρόνο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, που οι έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας βρίσκονταν ακόμα άστεγοι και άσιτοι, ζουν σε αντίσκηνα και κοιμούνται στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, είναι το όργανο των αγωνιστών Δημοτικιστών του μεσοπολέμου «Ο ΝΟΥΜΑΣ», ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ που έβγαινε κάθε μήνα με διευθυντή τον Πάνο Δ. Ταγκόπουλο. Εκδοτική Εταιρία «Τύπος», οδός Σοφοκλέους –Στοά Ραζή 5-7 Αθήναι.  Το τεύχος είναι διπλό 9-10 (778-9), χρονιά Κ΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1923, σελίδα 700. Το περιοδικό όπως μου υπενθυμίζουν οι σημειώσεις μου έχει διαστάσεις 15Χ 22,5. Από τα περιεχόμενα του τεύχους διαβάζουμε την συμμετοχή του ποιητή Ρήγα Γκόλφη, «Στο Γύρισμα της Ρίμας». Το «Ένα ανέκδοτο γράμμα του Σολωμού» του Στέφανου Δαφνη. Το «Πιο υπερήφανος» του διηγηματογράφου Δημοσθένη Βουτυρά και το «Ένα Γράμμα» του Γιάννη Ψυχάρη. Τον «Γάμο της Καλογρηάς» της ποιήτριας Αθηνάς Ταρσούλη και του Αν Στρατηγόπουλου: «Ο Σέλλεϋ- Ο Ενδυμίων του Κήτς». Το μελέτημα «Για τη νέα μας Ποίηση» του Μιχάλη Πετρίδη και την συμμετοχή άλλων λογοτεχνών. Ο παλαιός πειραιώτης δήμαρχος Τάκης Παναγιωτόπουλος είναι ο μόνος δήμαρχος της πόλης που προνόησε και είχε το καλλιτεχνικό κριτήριο να βραβεύσει και να τιμήσει Πειραιώτες δημιουργούς.

     Ανάμεσα στους ποιητές και πεζογράφους που βραβεύτηκαν με το «Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών» αναγνωρίζουμε και τα ονόματα των πειραιωτών: Αλέξανδρου Πάλλη, Δημοσθένη Βουτυρά, Παύλου Νιρβάνα και Σπύρου Μελά που συνδέθηκε στενά με την πόλη μας, ώστε να θεωρείται πειραιώτης. Πρόσωπα γνωστά στην πόλη μας που δραστηριοποιήθηκαν δυναμικά και άφησαν τα ίχνη τους στην πειραϊκή παράδοση των γραμμάτων. Συγγραφείς που συγκεντρώνονταν όπως γράφει ο πρώτος ιστορικός της πόλης του Πειραιά, Ιωάννης Αλέξ. Μελετόπουλος, στο βιβλίο του «ΠΕΙΡΑΪΚΆ», Αθήνα 1945, σελίδα 134-136, στο κεφάλαιο Θ΄ «Πνευματική και Καλλιτεχνική Ζωή»

«…..Υπήρξεν όμως άλλωστε και εν ιστορικόν δια την εποχήν του «πνευματικόν κέντρον»…. Το καφενείον Διονυσιάδου εις το Πασά-Λιμάνι. Εις αυτό εσύχναζον οι Πειραιείς λογοτέχναι Πέτρος Αποστολίδης (Παύλος Νιρβάνας), Δημήτριος Σύψωμος (Λάμπρος Πορφύρας). Σπύρος Μελάς, Νίκος Χαντζάρας, Άριστος Καμπάνης, Δημοσθένης Βουτυράς, Άγγελος Κοσμής, Ρώμος Φιλύρας, Γιαννούλης Μπόνης, Γεράσιμος Βώκος, Αλέκος Βραχνός, Π. Σεφερλής κ.λ.π. Περί τους κορυφαίους εξ αυτών συνηθροίζοντο και διάφοροι μαθηταί και θαυμασταί των φιλολογούντες.

     Πάντες σχεδόν οι ανωτέρω ήσαν συνεργάται των εν Πειραιεί, κατά το 1900 εκδιδομένου αρίστου φιλολογικού περιοδικού του Γεράσιμου Βώκου, το οποίον επεγράφετο το «Περιοδικόν μας».

     Η μικρά τότε κοινωνία του  Πειραιώς με στοργήν τους παρηκολούθησεν εις τα πρώτα των βήματα και εις την εξέλιξίν των και με υπερηφάνειαν κατόπιν είδε τους περισσότερους εξ αυτών να καταλαμβάνουν θέσιν εις τα γράμματα και την δημοσιογραφίαν.

     Τους διαπρεπείς αυτούς εκπροσώπους του πνευματικού Πειραιώς, ο Δήμος ετίμησεν επαξίως, δια της απονομής ειδικού μεταλλείου προς τους «εν τοίς γράμμασι τον τε Πειραιά και το Ελληνικόν τίμησαντας όνομα» Παύλου Νιρβάναν, Λάμπρον Πορφύραν, Σπύρον Μελάν, Νικόλαον Χατζάρα, Άριστον Καμπάνην, Ιωάννην Δαμβέργην, Δημοσθένην Βουτυράν, Γεώργιον Στρατήγη, ως και δια της ανεγέρσεως των προτομών των αποθανόντων δύο πρώτων. Σημειωτέον ότι το αυτό μετάλλιον απένειμεν ο Δήμος και εις την Σοφίαν Ανδρέου Αντωνιάδου καθηγήτριαν του Πανεπιστημίου του Λέϋδεν της Ολλανδίας, και τον Ιωάννην Πολίτην καθηγητήν του Πανεπιστημίου Αθηνών.

     Μεταξύ των τιμησάντων ιδιαιτέρως τον Πειραιά είναι και ο κράτιστος των Ελλήνων θαλασσογράφων, ο Κωνσταντίνος Βολωνάκης, του οποίου τα κύρια και αγαπητά θέματα έχουν ληφθή από το λιμάνι και τις ακροθαλασσιές του Πειραιώς και ο καλός ζωγράφος Μιχαήλ Οικονόμου.

     Έτερος επίσης εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού Πειραιώς είναι ο μουσουργός Ιωσήφ Παπαδόπουλος, όστις μετά του διακεκριμένου ποιητού και δημοσιογράφου Νικολάου Χατζάρα, δεν απεμακρύνθησαν του Πειραιώς αλλά εξακολουθούν, ιδία ο δεύτερος, να ζούν εις αυτόν και δι’ αυτόν……»

      Μεταφέρω συμπληρωματικά, μια πληροφορία που μας δίνει ο κριτικός Κλέων Παράσχος για τον Κλέαρχο Στ. Μιμίκο εκδότη του γνωστού μας πειραϊκού περιοδικού.

Κλέαρχου Στ. Μιμίκου: «Λάμπρος Πορφύρας»

     Μια διάλεξη που είχε κάμει ο κ. Μιμίκος για τον Πορφύρα στο Αίγιο, λίγο μετά τον θάνατο του ποιητού, την δημοσίεψε σε φυλλάδιο τώρα. Είναι καμμιά τριανταπενταριά σελίδες, όπου ο κ. Μιμίκος σκιτσάρει τη ζωή του Πορφύρα και κατόπι μιλεί για το έργο του. Ο τόνος του ομιλητού είναι θερμός, γεμάτος συμπάθεια για τον ποιητή των «Μουσικών Φωνών». Ο κ. Μιμίκος φαίνεται να γνωρίζη καλά τη ζωή και το έργο του Πορφύρα, αλλά η γνώση, η αγάπη, ο θαυμασμός δεν του φτάνουν για να ιδή κάπως βαθύτερα στην τόσο ιδιόρρυθμη ζωή και στο τόσο πιστό αντιφέγγισμά της, στο έργο του Πορφύρα. Ο κ. Μιμίκος μένει στα γνωστά. Άλλωστε, μου φαίνεται ότι και οι άλλοι πού ασχολήθηκαν με τον Πορφύρα, αν έρριξαν πιο διεισδυτικές ματιές στη ζωή και το έργο του, δεν προσπάθησαν να εξηγήσουν το βαθύτερο μυστήριο της ζωής αυτής, πού εξηγούμενο θα φώτιζε και το έργο του. Τέτοιος οξύς, νοσηρός και σαν ανέκκλητος τόνος μελαγχολίας σε ποιήματα πού τάγραψε παιδί δεκαεννιά- είκοσι χρόνων,-τα πρώτα ποιήματα- του Πορφύρα- και ύστερα άλλα τριάντα, , τριάντα-πέντε χρόνια, μια ζωή πνιγμένη σε τόση μόνωση και όπου μαντεύεις τόση οδύνη! Λίγοι άνθρωποι ανάδιναν την μελαγχολία που ένοιωθες στον Πορφύρα. Και αυτό χωρίς να έχη κανένα από τα σωματικά εκείνα ελαττώματα πού πληγώνουν αγιάτρευτα έναν άνθρωπο, και μάλιστα ποιητή, και χωρίς ν’ αντιμετωπίζη το φρικτό δίχως τέλος δράμα της βιοπάλης, που τσακίζει και τους πιο αισιόδοξους και τους πιό δυνατούς. Νομίζω ότι το βαθύ τραύμα του Πορφύρα ήταν ψυχικό και ήταν έμφυτο. Στον μελαγχολικό αυτόν δεν χρειαζόταν καμμιά πικρή φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου για ν’ αυξηση η πικρία του. Του έφτανε η δική του ψυχή, η δική του πείρα, ό,τι κάθε μέρα και κάθε στιγμή καταστάλαζε από τη ζωή μέσα του. Αυτό το καταστάλαγμα, άμεσα και αμεταποίητα, αλλά και λιγάκι απλοικά και μονότροπα, το έκλεισε στα ποιήματά του. Και σπάνια, αλήθεια, ζωή και έργο ποιητή δέθηκαν τόσο σφιχτά.

Κ. Παράσχος, περιοδικό Νέα Εστία τόμος 20ος, τεύχος 235/1-10-1936, σελίδα 1388.  

                ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Χαιρετισμοί της Παναγιάς:! Φτωχές

Αυλές, που μέσα στον αγέρα

Ολανθισμένες σειούνται οι πασχαλιές’

Χαιρετισμοί κι’ ανθοί στις εκκλησίες

Στις εκκλησούλες πέρα.

 

Λυώσαν, ψυχή, τα χιόνα τα στερνά

Απάνω στα βουνά, το χαμομήλι

Ασπρολογάει παντού ξανά,

Σε κάμπους και περβόλια ασπρολογά,

Και στου παλιού του πηγαδιού τα χείλη.

 

Η χλόη μαζί του τώρα πιά

Ανέβηκε στου λόφου τη ραχούλα,

Πήγε να ζώση το χωριό μακρυά,

Πλημμύρισ’ όλη την πλαγιά.

Μέσα στην ανοιξιάτικη εκκλησούλα,

 

Στής Παναγιάς την άγια εικόνα εκεί,

Άγια κ’ εσύ στο πλάϊ της σκυμμένη,

Κι’ ακούγονται σιγά οι Χαιρετισμοί

Για Κείνη και για σένα. Κι’ είναι η Γή

Από τις πασχαλιές θυμιατισμένη…

                Η  ΜΑΝΝΑ  ΤΩΝ  ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ

Του χάρου το λιβάνι πάλι τώρα

Σκορπάει τη βαρειά του μυρωδιά.

Θανατικόν επλάκωσε τη χώρα

Κ’ ενέκρωσε όλα τα μικρά παιδιά.

 

Της εκκλησιάς ανοίγει η πλατειά θύρα,

Κι’ αργά, σκυφτοί, περνούν οι χριστιανοί.

-Ελέησόν μας’ τώγραφεν η Μοίρα.

Το θέλημά σου-Θέ μου-ας γενή.

 

Δυό νειές μαννούλες κλαίν, μοιρολογούνε,

Άλλες τρελλές τραβούνε τα μαλλιά,

Κι’ άλλες βουβές χείλη νεκρά φιλούνε:

Καμμιά δεν παίρνει πίσω τα φιλιά.

 

Κι’ η καλή Μάννα των Θλιμμένων μόνο,

Ζωγραφιστή στο θόλο εκεί ψηλά,

Ευτυχισμένη μεσ’ στον ξένο πόνο,

Κοιτάζει το παιδί της και γελά…

                ΠΑΝΑΓΙΑ

Κάθε γιορτή και Κυριακή,

Οι πράσινοι βασιλικοί

Σαν από πλούσιο θυμιατήρι

Σε θυμιατίζουνε στο παραθύρι.

 

Στην κάτασπρη σου την φωληά

Με μυστική φεγγοβολιά

Σαν Παναγιά απ’ τα ουράνια

Χάνεσαι στ’ άνθινα λιβάνια…

 

Πάναγνη, εκείθε σπλαχνική

Κάθε γιορτή και Κυριακή

Ώ! Παναγιά μυροφόρα

Σκορπάς τον θάνατον στη χώρα.

                ΤΑ  ΕΡΗΜΟΚΚΛΗΣΙΑ

Είναι στα ερημοκκλήσια που γκρεμίζονται

Θλιμμένες Παναγίες, χλωμές εικόνες,

Και μονάχα αγαπάνε τα αγριολούλουδα:

Κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ανεμώνες.

 

Σα θυμιατήρια αγροτικά κ’ εφήμερα,

Σκόρπια ή δεμένα σ’ άτεχνο στεφάνι,

Την άνθινή τους την ψυχή σκορπίζουνε

Ψυχομαχώντας σ’ άϋλο λιβάνι.

 

Άχ! όποιος πάει εκεί με τ’ αγριολούλουδα

Στο πρώτον άγγιγμά του ανοίγει η πόρτα,

Πού ολόγυρα οι φωλιές την επλουμίσανε,

Της λησμονιάς την κέντησαν τα χόρτα.

 

Ανοίγει η πόρτα έτσι όπου συνείθισε

Να την ανοίγη μόνον ο αγέρας,

Σάμπως να την ανοίγη η Παναγιά

Με την ανησυχία γλυκειάς μητέρας,

 

Χαροκαμένης γρηάς, πού τη λησμόνησαν

Στο έρμο φτωχικό της και προσμένει

Κάποιους ναρθούνε περ’ από μιά θάλασσα

Αιώνια σκοτεινή, φουρτουνιασμένη…

     Τα ελάχιστα παραπάνω, συνηγορούν στο ότι ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, υπήρξε και είναι ένας διαρκής αναμμένος φάρος της Πειραϊκής Σχολής και Γραμματείας.

ΥΓ. Και μιά πληροφορία από έναν παλαιό πειραιώτη, τον Φώτη Πετρόπουλο. Ο πατέρας του Φώτη Πετρόπουλου, διατηρούσε στον μεσοπόλεμο και στα μεταγενέστερα χρόνια στην πόλη μας, μπακαλοταβέρνα. Δηλαδή μεγάλο μπακάλικο που ήταν ταυτόχρονα ο εσωτερικός του χώρος και ταβέρνα, (όπως στην ταινία "ο μπακαλόγατος" με τον Κώστα Χατζηχρήστο, είχε αυλή που χρησιμοποιούνταν και για ταβέρνα). Η μπακαλοταβέρνα του Αναστάσιου Πετρόπουλου, βρίσκονταν στην οδό Αλκιβιάδου και Χαριλάου Τρικούπη γωνία (Τώρα γωνία Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά). Σε αυτόν τον χώρο, σύχναζε ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας έπινε την ρετσίνα του και έτρωγε τον μεζέ του. Όπως θυμάται ο Φώτης, ο γιος του Αναστάσιου Πετρόπουλου, η μπακαλοταβέρνα του πατέρα του, ήταν η δεύτερη επιλογή του ποιητή. Πήγαινε δηλαδή πρώτα σε μία άλλη ταβερνούλα κοντά στο γιαλό και κατόπιν πάντα περνούσε και από την δική τους. Συνήθιζε να τρώει τηγανητά αυγά, και πολλές φορές, τα τύλιγε και τα πρόσφερε στους διπλανούς του φτωχότερους πειραιώτης της ταβέρνας που δεν είχαν να πληρώσουν. Θυμάται ακόμα ο Φώτης, ότι ο ποιητής του χάρισε ένα μπαστουνάκι του που το είχε σαν φυλακτό για πολλά χρόνια. Όταν πέθανε ο ποιητής, ο πατέρας του τοποθέτησε την φωτογραφία του στο μαγαζί, και όσοι από τους πελάτες επισκέπτονταν την ταβέρνα είχαν κάτι να διηγηθούν από την γνωριμία τους με τον Λάμπρο Πορφύρα. Μία άλλη επίσης μπακαλοταβέρνα υπήρχε στην γωνία Αλκιβιάδου και οδός Φιλελλήνων. (τώρα ακατοίκητη παλαιά οικία. Ακριβώς στην δεξιά πλευρά της κλινικής "Λευκός Σταυρός" του Παντελή και της Τούλας Μπούτου, και για μικρό διάστημα του Γιώργου Λαμπράκη).

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Μεγάλη Τετάρτη 28 Απριλίου 2021.     

 

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο πειραιώτης ποιητής και τεχνοκριτικός Κώστας Θεοφάνους

               ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

«Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά 1884-1984» (Πειραιώτες ζωγράφοι και γλύπτες). Εκδόσεις «Γκαλερί Κόντη», Πειραιάς 1985 (Σχ. 17Χ24, σελ. 160)

      Το έργο του Κ. Θεοφάνους, ογκώδες και πολύπλευρο, εκτός από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει κατά περιοχές, εικονίζει επίσης μια προσωπικότητα που κυριότερο μέλημά της είναι να ισορροπήσει την εσωτερική ανίχνευση και το πλάτος των διαφερόντων της για τον κόσμο που την περιβάλλει. Εκπαιδευτικός, ποιητής, κριτικός της τέχνης, μεταφραστής, δημοσιολόγος, ο Θεοφάνους έχει αφήσει το προσωπικό του αποτύπωμα στους χώρους όπου κινείται. Αυτό το αποτύπωμα, σύντομα και σε πολύ γενικές γραμμές, θα προσπαθήσω να συλλάβω απόψε.

      Επειδή η αναφορά αυτή κινδυνεύει να προσλάβει τον τόνο ενός απολογισμού που μόνος ο ίδιος έχει δικαίωμα να κάνει, και επειδή ο πνευματικός άνθρωπος που τιμούμε σήμερα βρίσκεται σε πλήρη δράση, ώστε κάθε ιδέα απολογισμού να φαίνεται τελείως άκαιρη, θα μου επιτρέψετε να αρχίσω με μια όψη του ταπεινότερη και καθημερινή.

      Από τότε που τον γνωρίζω, και είναι αρκετά χρόνια, πάντοτε μου έδινε την εντύπωση ανθρώπου δεμένου στενά με το χώρο, ενός εραστή της πόλης-του Πειραιά εννοώ-είδος που έχει σχεδόν εκλείψει, ίσως όχι αδικαιολόγητα, αφού οι πόλεις δεν παρουσιάζουν πια τίποτε το αξιέραστο. Αλλά ο Θεοφάνους πρόφθασε στα νεανικά του χρόνια να γνωρίσει την τελευταία εικόνα του Πειραιά, την ακόμη ανθρώπινη και παρόλο ότι τώρα, στην ωριμότητά του, διατηρεί πολλά από τον ψυχισμό της εφηβείας, νομίζω ότι στο πρόσωπό του αναζεί παράδοξα η ωραία όψη της πόλης, αυτής που άρχισε να χάνεται πριν από μια τριακονταετία. Η διακριτική παρουσία του στους δρόμους, το καφενείο, τις μικρές ταβέρνες και τις αίθουσες διαλέξεων, εξακολουθεί να είναι μια ευφρόσυνη εικόνα της πειραϊκής ημέρας. Ο ίδιος, βέβαια, δεν είναι ο απλός περιπατητής, αλλά ένας ευαίσθητος δέκτης που καταγράφει του ερεθισμούς της πόλης και αποθησαυρίζει τη μνήμη της.

     Εάν, προηγουμένως, μιλώντας για το έργο του, έθεσα πρώτη την ιδιότητα του εκπαιδευτικού δεν είναι τυχαίο. Το παιδευτικό του έργο είναι ίσως τόσο σημαντικό όσο και το άλλο, αλλά η ιδιομορφία, και η πολυτιμότητα της παιδείας, η αμεσότητα ακόμη των επιδράσεών της, είναι που της δίνουν το προβάδισμα. Βαθύτατος γνώστης της γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας, ο Θεοφάνους έχει την εξαίρετη ικανότητα μεταδόσεως της γνώσης. Αλλά δεν είναι αυτά μόνο που του επιτρέπουν να επιδρά στους νέους ανθρώπους.

     Είναι, προπάντων, το ήθος του, η φυσική του ευγένεια, η αίσθηση της ευθύνης, η μοναδική ανθρωπιά του. Ο Θεοφάνους, ο καθηγητής, κατόρθωσε, δια μέσου ενός μαθήματος που ιδιαιτέρως δεν προσφέρεται, να δημιουργήσει μια τέτοια παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές του, ώστε να επεκτείνει στην περιοχή του ηθικού την απλή χρησιμοθηρία του μαθήματος.

      Ολοκλήρωση του παιδευτικού του έργου είναι το βιβλίο του «Γραμματική και Συντακτικό της Γαλλικής». Αξιόλογο εγχειρίδιο που γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις.

     Προσφορά στην παιδεία είναι η συγγραφή και δύο άλλων βιβλίων: της μυθιστορηματικής βιογραφίας «Ντιντερό», η οποία έχει τιμηθεί με γαλλικό μετάλλιο και το φιλοσοφικό «Ρουσώ και Ντιντερό», στο οποίο εκτίθεται ο βίος και το έργο των δύο φιλοσόφων. Θα τονίσω εδώ την ευχέρεια με την οποία ο συγγραφέας αναπαριστά την εποχή, ζωντανεύει τους ανθρώπους και αναλύει, με απλότητα και ακρίβεια, το επιστημονικό έργο τους.

     Η σχέση του Θεοφάνους με τα γαλλικά γράμματα στηρίζεται ακόμη σε μια σειρά δόκιμων μεταφράσεων κλασικών και νεότερων έργων. Μετέφρασε αριστοτεχνικά τον Μπαλζάκ, τον Βίκτωρ Ουγκώ, τον Αντρέ Μωρουά, τον Ραϊμόν Ρατιγκέ, τον Ρομαίν Γκαρύ και άλλους. Στη μεταφραστική του εργασία καταλέγονται ακόμη και οι τρείς τόμοι έργων του Τσέχωφ.

     Δεν ξέρω ποια από τις ιδιότητές του προτιμά ο Θεοφάνους, ποιό μέσο τον εκφράζει καλύτερα, πιστότερα. Υποθέτω ότι η ποίηση διατηρεί πάντοτε επίλεκτη θέση στις ενασχολήσεις του, αφού αυτή έχει σαφώς δημιουργικό και επίσης εξομολογητικό χαρακτήρα. Δεν θα ήθελα να θίξω το κεφάλαιο της ποιητικής δημιουργίας, αφού μόνο τούτο θα απαιτούσε ολόκληρο τον χρόνο της σημερινής βραδιάς, μπορώ όμως να παρατηρήσω, ότι στις σελίδες των οκτώ ποιητικών συλλογών του αποκαλύπτεται μια σπάνια ευαισθησία, ευάλωτη, εύτρωτη στα κέντρα του εαυτού της πρώτα, και κατόπιν στα κέντρα της ζωής.

     Εάν μόνιμα χαρακτηριστικά των παλαιότερων ποιημάτων είναι η λυρική έξαρση και η μελαγχολική διάθεση, που συχνά αγγίζει τα όρια του δράματος, η νεότερη ποίησή του συγκρατεί το λυρικό στοιχείο, αλλά διέπεται από μια φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων, την αποδοχή του πραγματικού και την εγκαρτέρηση.

      Και προς στιγμήν, τουλάχιστον, φαίνεται να κοπάζει ή να απωθείται η πάλη ανάμεσα στην λαχτάρα για ζωή και την πικρία του ανικανοποίητου ή τη φθορά που επέρχεται.

     Η κριτική της τέχνης με την οποία ασχολείται επίσης, και στην οποία θα επιμείνω, είναι μια άχαρη και πολύ δύσκολη υπόθεση. Προσφέρει ελάχιστη ικανοποίηση, δημιουργεί εχθρούς, και δίνει την εντύπωση του αναγκαίου κακού που συνοδεύει την εικαστική δημιουργία. Εναπόκειται στον κριτικό να μεταβάλει την ιδέα αυτή.

     Ο κριτικός οφείλει, κατ΄ αρχήν, να έχει γενικές γνώσεις που αφορούν εντελώς ανόμοια αντικείμενα, και ειδικές γνώσεις για αντικείμενα που οπωσδήποτε σχετίζονται με την εργασία του. Να πραγματοποιεί με άνεση τεράστια άλματα μέσα στο χρόνο, αλλά και να έχει συγκεκριμένη εικόνα της εποχής του. Να διαθέτει παρατηρητικότητα οξύτατη, ευαισθησία και εκείνο το ακαθόριστο χάρισμα-την διαίσθηση;- που επιτρέπει την επικοινωνία με το καλλιτέχνημα και τον δημιουργό.

     Βεβαίως, οφείλει να γνωρίζει τη γλώσσα του, ώστε με ακρίβεια να εκθέτει τη γνώμη του. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο κώδικας της κριτικής των εικαστικών είναι δάνειο από άλλες τέχνες, την επιστήμη και τη λογοτεχνία-μιλούμε λ.χ. για ένταση του χρωματικού τόνου, αφαίρεση, ηχηρά ή υπόκωφα χρώματα-είναι εύκολο να εννοήσουμε τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο κριτικός προκειμένου να δώσει το ορθό λεκτικό περίβλημα στους στοχασμούς και τα αισθήματα που προκαλεί το έργο τέχνης.

     Θεωρώ αυτονόητο ότι πρέπει να είναι ευσυνείδητος, ειλικρινής και έντιμος και, φυσικά, να έχει τη στοιχειώδη λογική να μην καταπιάνεται με πράγματα που δεν του είναι οικεία.

     Οι αρετές που ανέφερα χαρακτηρίζουν τον Θεοφάνους ως τεχνοκρίτη και αντανακλούν στο τελευταίο βιβλίο του «Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά, 1884-1984».

      Το έργο είναι το τελευταίο και περισσότερο ολοκληρωμένο στάδιο μιας διεργασίας που άρχισε πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια και της οποίας η αφετηρία και οι ενδιάμεσοι σταθμοί έχουν ως εξής: Το 1961 κυκλοφορούν οι «Πειραιώτες καλλιτέχνες», κείμενα δημοσιευμένα ήδη σε τοπικές εφημερίδες. Ακολουθεί το 1966 «Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά», όπου βιογραφούνται πενήντα τρεις παλαιοί και σύγχρονοι Πειραιώτες. Το 1973 εκδίδεται το βιβλίο «Παλιοί Πειραιώτες ζωγράφοι» που περιέχει βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία για δεκατέσσερις. Το 1978 η Γκαλερί Κόντη εκδίδει τους «Σύγχρονους Πειραιώτες ζωγράφους» με εικοσιπέντε καλλιτέχνες.

      Το βιβλίο που κρατούμε σήμερα: «Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά 1884-1984», είναι ένας καλαίσθητος τόμος 200 περίπου σελίδων, έκδοση και πάλι της Γκαλερί Κόντη, που πρέπει να επαινεθεί για την πρωτοβουλία να επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε έναν τομέα, συγγενή με το κύριο έργο της, αλλά εξαιρετικά δαπανηρό. Το έργο περιλαμβάνει κατατοπιστικό πρόλογο του προέδρου της Φιλολογικής Στέγης Γιάννη Χατζημανωλάκη, καθώς και τους προλόγους του συγγραφέα στις προηγούμενες εκδόσεις. Χωρίζεται κατόπιν σε ενότητες, από τις οποίες η πρώτη αποτελείται από δέκα μονογραφίες, αφιερωμένες στους: Κωνσταντίνο Βολανάκη, Πολυχρόνη Λεμπέση, Σπύρο Παλιούρα, Στέλιο Μηλιάδη, Αλέξανδρο Χριστοφή, Σπύρο Βανδώρο, Μιχαήλ Οικονόμου, Θεόδωρο Λεκό, Ματθαίο Παπαθεοδούλου και Επαμεινώνδα Λιώκη. Από τους καλλιτέχνες της πρώτης ενότητας ζει μόνο ο Θεόδωρος Λεκός.

     Το δεύτερο μέρος, «Οι Παλιοί» περιλαμβάνει βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία δεκατεσσάρων καλλιτεχνών. Το τρίτο, «Οι Σύγχρονοι» καλύπτει εικοσιοκτώ καλλιτέχνες, δρώντα μέλη της καλλιτεχνικής οικογένειας, ενώ η Πέμπτη ενότητα-οι Νεότεροι-αναφέρεται σε είκοσι καλλιτέχνες οι οποίοι γεννήθηκαν από το 1943 και έπειτα. Οι γυναίκες, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, απομονώθηκαν όλες μαζί σε μια έκτη και τελευταία ενότητα.

     Ανέφερα όλες αυτές τις λεπτομέρειες, ιδίως τις επανειλημμένες εκδόσεις, προκειμένου να δείξω πόσο στενή και παλαιά είναι η σχέση του συγγραφέα με το αντικείμενό του.

     Τα προτερήματα που θα επισημάνει ο αναγνώστης είναι η αυθεντικότητα των στοιχείων που παρατίθενται και τα οποία ο συγγραφέας απέκτησε είτε από προσωπική επαφή με τους βιογραφούμενους και τους οικείους των, είτε από επισταμένη έρευνα, η διεισδυτικότητα και η σαφήνεια με την οποία αναλύεται και τοποθετείται η δουλειά του καλλιτέχνη, το γλαφυρό ύφος που καθιστά τη δύσκολη προβληματική της αισθητικής ελκυστικό ανάγνωσμα.

      Μια τελευταία παρατήρηση που αφορά τη δομή του βιβλίου: Θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, γιατί ο συγγραφέας προτίμησε αυτό το είδος συνθέσεως, την παράθεση δηλαδή βιογραφιών εμπλουτισμένων με εργογραφικά και άλλα στοιχεία και όχι τη συγγραφή μιας ευρείας μελέτης, ιστορίας ακριβέστερα, της πειραϊκής τέχνης.

      Η απάντηση, νομίζω, νοείται εύκολα’ διότι πειραϊκή τέχνη με την έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η οποία διακρίνεται από την λοιπή ελληνική τέχνη με σαφή στοιχεία ιδιαιτερότητας δεν υπάρχει.

     Το γεγονός ότι μια μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών, παλαιών και νεότερων, ζει και εργάζεται στον Πειραιά δεν φαίνεται να έχει ουσιαστική επίδραση στο έργο της. Η πόλη δεν γνώρισε ποτέ μια ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά τεχνοτροπίας, ούτε αποτέλεσε συνδετικό κρίκο μιας σχολής. Καμιά άλλωστε ελληνική πόλη δεν ανέλαβε ποτέ παρόμοιο ρόλο.

     Οι καλλιτέχνες του Πειραιά διαχωρίζονται από την προσωπική ιδιομορφία της τέχνης τους, όπως άλλωστε και οι άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες, το έργο τους αποτελεί σημαντικό τμήμα της ελληνικής τέχνης.

     Υπάρχουν, εντούτοις, στοιχεία που αποκαθιστούν μια ιδιαίτερη σχέση των πειραιωτών ζωγράφων με την πόλη. Αυτά είναι, κυρίως, τα θεματογραφικά στοιχεία, και σπουδαιότερο από όλα το λιμάνι. Από αυτό εμπνέονται οι ζωγράφοι του Πειραιά από την εποχή του Βολανάκη έως σήμερα. Μάλιστα η συνεχής διαδοχή των λιμενογραφιών από τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα, έχει αποτυπώσει αφ’ ενός τις μεταβολές του λιμενικού χώρου και κατόπιν τις μεταβολές της οπτικής από την οποία θεωρείται αυτός. Εάν λ.χ. την εποχή του Βολανάκη το λιμάνι είναι τόπος ρεβασμού, την εποχή του Κούτση είναι χώρος με ιδιάζουσα ναυτική δραστηριότητα, ενώ ο Συρίγος σε μικρά νεανικά του έργα, από τα καρβουνιάρικα, αν δεν κάνω λάθος, παρουσιάζει τον μόχθο των αχθοφόρων με έντονο ρεαλισμό.

     Το δεύτερο μεγάλο θέμα που προτείνει με εξαιρετική αφθονία και γραφικότητα ο Πειραιάς, δηλαδή το εργοστάσιο, σποραδικά μόνο εμφανίζεται στη θεματογραφία.

     Αντιθέτως, τα πειραϊκά πρόσωπα, ιδίως οι εργάτες και οι ναυτικοί εμπνέουν τους ζωγράφους μας.

     Δεν θα ήθελα να επεκταθώ στο ζήτημα. Θα κλείσω με την διαπίστωση ότι ο ιστορικός προκειμένου να σχηματίσει την εικόνα της ελληνικής τέχνης, ιδίως των τελευταίων δεκαετιών, είναι υποχρεωμένος να συμβουλευτεί το βιβλίο του Θεοφάνους, από το οποίο έχει να αντλήσει στοιχεία πολύτιμα.

      Ο Πειραιάς πρέπει να οφείλει ευγνωμοσύνη στον συγγραφέα.

      ΜΑΝΟΛΗΣ  ΒΛΑΧΟΣ,

περιοδικό Φιλολογική Στέγη τεύχος 36/4,5,6, 1986, σελίδες 473-475. Τόμος 5ος, χρόνος 21ος. Στις σελίδες Κριτική Βιβλίου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

        Άχαρο και δύσκολο να κλείσεις την πνευματική και καλλιτεχνική διαδρομή πενήντα χρόνων προσφοράς ενός συγγραφέα σε ένα σημείωμα, μια κριτική παρουσίαση, ένα άρθρο, ίσως ακόμα και μιας ενδελεχούς καταγραφής των έργων του, των δημοσιευμάτων του, των δημόσιων προφορικών και γραπτών παρεμβάσεών του. Ακόμα και αν η διαρκής αυτή ανιδιοτελής διακονία ενός ποιητή αφορά την μικρή μας πόλη, τον Πειραιά, το πρώτο λιμάνι της χώρας που δεν «φημίζεται» για την και τόσο καλή του σχέση, έναντι των δημιουργών του, των συγγραφέων του. Τους πειραιώτες και πειραιώτισσες-που δεν είναι καθόλου λίγοι- που καθρεπτίζουν διαχρονικά στην ιστορική του πορεία, το πνευματικό και καλλιτεχνικό πρόσωπο της Πόλης μας. Και αν προσθέσουμε και την νοσταλγία της προσωπικής γνωριμίας, των θερμών ανθρώπινων συναντήσεων και συνομιλιών, τότε το συναίσθημα της θλίψης θα σε πλημμυρίσει, για λίγο έστω, και ίσως, δεν θα γνωρίζεις που και πως οφείλεις να το διαχειριστείς, να το διοχετεύσεις. Θα το διαφυλάξεις μέσα στο σεντούκι της μνήμης σου ή θα το αποθέσεις σε ένα γραπτό κείμενο στην λευκή σελίδα του τετραδίου, σε μια αναφορά σου σε φιλική συζήτηση, σ’ ένα εκτενές σημείωμα σε μια ιστοσελίδα των σύγχρονων μεταμοντέρνων σκληρών και αδιάφορων καιρών μας. Εποχές που οι νέες γενιές των ανθρώπων νιώθουν υπερηφάνεια στο να ξεχνούν  και να παραγνωρίζουν την πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά των παλαιότερων γενεών, των προγόνων τους. Ημέρες εύπεπτων ιλουστρασιόν εμπειριών που η δημόσια λήθη της συλλογικής μνήμης είναι ένα φαινόμενο σταθερής και συνειδητής τους άρνησης, της ίδιας τους της ιστορίας, της παράδοσης, της συνέχειας των πνευματικών κληροδοτημάτων που τους άφησαν οι παλαιότεροι, οι πατεράδες τους. Πειραιώτες και Πειραιώτισσες, πάμφτωχες και ξεριζωμένες οικογένειες,-εσωτερικοί μετανάστες κάθε εργασιακού και εμπορικού βίου και ηλικίας, πνευματικού επιπέδου και οικονομικής άνεσης- που σε απείρως σκληρότερες και δυσκολότερες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ζώντας, εργάστηκαν σκληρά, πάλεψαν ακόμα σκληρότερα,  άντεξαν, ξενιτεύτηκαν και δημιούργησαν αυτό που ονομάσθηκε «πειραϊκό θαύμα». Έγραψαν, ζωγράφισαν, μελώδησαν, αρχιτεκτόνησαν, σκηνοθέτησαν, έψαλλαν, ύμνησαν την πόλη του Πειραιά, τις γειτονιές και τα σοκάκια της, τις ακτογραμμές της, τους λοφίσκους της, μα πάνω από όλα, την αγάπησαν με θερμό πάθος. Επέλεξαν τον Πειραιά σαν οικογενειακή εστία για να στεριώσουν, να αφήσουν απογόνους, να εργασθούν, να δημιουργήσουν. Μια πόλη που οργανώθηκε από τους ξωμάχους κατοίκους της, τους καραβοκύρηδές της, τους ρεμπέτες της, τους αστούς της, τους εμπόρους της, τους βιομήχανούς της, τους εφοπλιστές της, τους μεταπράτες της, τους ψαράδες της, τους ποιητές της, τους μυθιστοριογράφους της, τους εκδότες της, τους αρχιτέκτονές της, τους λαϊκούς οργανοπαίκτες της, της υφάντρες της, τις γυναίκες-πεταλουδίτσες της χαράς της, τους ναυτικούς της, τους εικαστικούς της, τους επιστήμονές της και τους καθηγητές της, τους ιστορικούς της. Αυτό το ανώνυμο-και επώνυμο μελισσολόι που ήρθε και εγκαταστάθηκε εδώ, σε αυτά τα χώματα και ρίζωσε, από κάθε γωνιά της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. ΄Ελληνες και ελληνίδες με σκοπό και όραμα που εγκαταστάθηκαν σε αυτό το κακοτράχαλο κάπως στενό λιμάνι και το ανέδειξαν, το οικοδόμησαν με την παρουσία τους, τα όνειρά τους. την τόλμη τους, τον οραματισμό τους, την ατομική τους ελπίδα, την έκδηλη υπερηφάνεια και αντοχή τους. Καλλιέργησαν και δημιούργησαν την σύγχρονη πειραϊκή ταυτότητα του λιμανιού. Την ταυτότητα μιας πόλης που παρά την βαρειά σκιά της αρχαιοστολισμένης πρωτεύουσας που πέφτει πάνω της, έλαμψε και εξακολουθεί να φωτίζει από το μετερίζι που της αναλογεί, τον πειραϊκό κοινό μας φάρο, την κοινή μας πατρίδα που λέγεται Ελλάδα. Μια πειραϊκή ιστορική περιπέτεια μνήμης για αυτούς που θέλουν ακόμα να θυμούνται μα, και για τους επιλήσμονες.

       Ο πειραιώτης που ήρθε και πάλι στην μνήμη μου, καθώς ξεφυλλίζω διαβάζοντας ξανά τις σελίδες του περιοδικού Φιλολογική Στέγη, είναι ο ακάματος και πάντα εξεγερμένος αριστερός Κώστας Θεοφάνους (1919-1/4/2008). Ο κεντρικός και μοναδικός πυλώνας της ιστορίας των εικαστικών τεχνών στον Πειραιά από το 1884 έως το 2004. Ο Κώστας Θεοφάνους υπήρξε ένας πολυτάλαντος εργασιομανής πειραιώτης δημιουργός. Έγραψε και εξέδωσε ποιητικές συλλογές, χρονικά, βιβλίο για την περίοδο της εθνικής αντίστασης 1941-1944 στον πειραιά, συνεξέδωσε το περιοδικό «Αβγή». Σταδιοδρόμησε σαν καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και εξέδωσε την Γαλλική Γραμματική και το Συντακτικό της, υποδείγματα Εκθέσεων στα Γαλλικά που έτυχαν μεγάλης αποδοχής και κυκλοφορίας. Έγραψε μελέτες για τον εγκυκλοπαιδιστή Ντενίς Ντιντερό, τον φιλόσοφο και παιδαγωγό Ζαν Ζακ Ρουσώ, ενώ μετέφρασε έργα πολλών γάλλων συγγραφέων με μεγάλη επιτυχία. Με ιδιαίτερη προτίμηση τον ολύμπιο και φιλέλληνα Βίκτωρα Ουγκώ και τον μυθιστοριογράφο που είναι ένας από τους πρώτους που εισήγαγε την εργατική τάξη μέσα στην τέχνη της μυθοπλασίας τον Ονόρε ντε Μπαλζάκ. Μετέφρασε τα θεατρικά Άπαντα του Άντον Τσέχωφ σε τρείς καλαίσθητους δεμένους τόμους. Τίτλους έργων αραχνιασμένους σήμερα, όπως οι «Αστροναύτες της προϊστορίας» του Πέτερ Κολόζιμο,  «Οι πολιτισμοί και τ’ άστρα» του Μαρσέλ Μορό, «Τα αρχεία της χαμένης γνώσης» του Γκι Ταράντ και άλλα παρόμοιας θεματολογίας βιβλία που βρίσκονταν μετά την μεταπολίτευση του 1974, όπως και το περιοδικό «Τα Αινίγματα του Σύμπαντος» (που εκδίδονταν από τον πειραιώτη βιβλιοπώλη Γιώργο Σωτηρόπουλο) στην πρώτη γραμμή της αναγνωστικής προτίμησης των Ελλήνων. Ο Κώστας Θεοφάνους, σαν άτομο και σαν πνευματικός δημιουργός υπήρξε ένας ενεργός πάντα πολίτης σε όλη στην διάρκεια του βίου του. Εκατοντάδες είναι οι δημοσιεύσεις του στα πειραϊκά και όχι μόνο έντυπα, στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής της δράσης του. Ποιήματα, σχόλια, κριτικές παρουσιάσεις βιβλίων, κριτικές αποτιμήσεις για εκθέσεις ζωγραφικής, για πρόσωπα που γνώρισε από κοντά και εγκατέλειψαν την ματαιότητα του κόσμου τούτου πριν από αυτός. Συνήθιζε επίσης, να στέλνει επιστολές για διάφορα θέματα που τον ενοχλούσαν ή τον απασχολούσαν. Ήταν με δύο λόγια διαρκώς παρών και πάντα ακοίμητος φρουρός στις επάλξεις των κοινωνικών και πνευματικών αγώνων. Τα άρθρα του, οι εκτενείς δημόσιες παρεμβάσεις του, οι κρίσεις του για βιβλία που κυκλοφορούσαν, για συγγραφείς , εικαστικούς καλλιτέχνες, ιστορικές και πολιτικές στιγμές που έζησε από πρώτο χέρι, βρίσκονται διάσπαρτα και αμάζευτα ακόμα. Είτε στις σελίδες του περιοδικού «Νέα Εστία» του 1971 που δημοσιεύει την πρώτη μορφή της έρευνάς του για τους πειραιώτες καλλιτέχνες, είτε σε βιβλία, βλέπε τον μικρό ενδιάμεσο τόμο του Χαλκιδιώτη Γιάννη Σκαρίμπα, «Η Τράπουλα» Το ελλείπον παιγνιόχαρτον μεταξύ Α΄ και Β΄ τόμου του «Το ’21 και η Αλήθεια», εκδ. Κάκτος 1974, είτε σε διάφορες εφημερίδες του Πειραιά όπως «Η Φωνή του Πειραιώς», «Χρονογράφος» και άλλες. Υπάρχουν ακόμα και σημειώματά του σε προγράμματα εκθέσεων. Σε μία από τις φιλικές προσκλήσεις του στον γράφοντα, στο σπίτι που διέμενε στην οδό Αλκιβιάδου, διαπίστωσα ότι, το σπίτι αυτό ήταν μια μικρή πινακοθήκη. Δεκάδες μικροί και μεγάλοι πίνακες ζωγραφικής βρίσκονταν απλωμένοι παντού. Πάνω σε καρέκλες, σε καναπέδες, στους τοίχους, χαμαί. Δεν μπορούσες να κινηθείς και να μην σκόνταφτες πάνω σε κάδρα. Θυμάμαι επίσης ότι μου έδειξε δύο ντοσιέ με αδημοσίευτα ακόμα δημοσιεύματά του για πειραιώτες ποιητές και διηγηματογράφους που ήθελε να εκδώσει. Πάνω από 60 μικρά και μεγάλα σχόλια του, πέρα από αυτά που είχε ήδη δημοσιεύσει. Οφείλω στην μνήμη του να σημειώσω ότι, όταν εξέδωσα το βιβλίο μου «Πειραϊκό Πανόραμα» και του το έστειλα, αφού το διάβασε με πήρε στο τηλέφωνο και με συνεχάρη γιατί είχα προσθέσει στους δικούς του καταλόγους για τους εικαστικούς καλλιτέχνες του πειραιά ή που συνδέθηκαν με την πόλη μας, ορισμένα ακόμα ονόματα που δεν γνώριζε. Με συγκίνησε ο αυθορμητισμός του μεγάλης ηλικίας αυτού πειραιώτη και δέχτηκα αμέσως την πρόσκλησή του να τον επισκεφτώ και να συζητήσουμε τα του Πειραιά.  Έχω δημοσιεύσει ένα εκτενές κείμενο για την ποιητική του παρουσία και άλλα δύο κριτικά σημειώματα για βιβλία του.

     Ο Κώστας Θεοφάνους υπήρξε ένας πραγματικά αγωνιστής της ζωής και της πρόσφατης πολιτικής ιστορικής περιπέτειας της χώρα μας. Ένας πειραιώτης (με μικρασιάτικες ρίζες) που η προσωπική του μοίρα του επεφύλασσε να είναι ντυμένος με ένα σουδάρι. Κατόρθωσε να διασωθεί από πολιτικές εχθρικές ενέργειες τρίτων, χωρίς ποτέ-όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν από κοντά το γνωρίζουν-να απαλλαγή από τον φόβο και τους προσωπικούς του εφιάλτες, που βίωσε δραματικά στην διάρκεια της ζωής του. Όμως ευτυχώς για τον Πειραιά, άντεξε παρά το βάρος των σκοτεινών γεγονότων και εμπειριών που βίωσε και μας κληροδότησε το σημαντικό έργο του. Σαν συγγραφέας ανάλωσε την ζωή του για να αναδείξει, να καταγράψει, να προβάλλει τους εικαστικούς καλλιτέχνες και το έργο τους. Η βεντάλια του βλέμματός του έμεινε πάντα ανοιχτή και προσηλωμένη στον οραματικό του στόχο που με επιτυχία έφερε εις πέρας. Είναι ο μοναδικός μέχρι σήμερα που έχει προβεί σε μια τόσο ευρεία έρευνα και αποδελτίωση από την δεκαετία του 1960 και δώθε. Κυκλοφορόντας σταδιακά και περιοδικά 4 τίτλους βιβλίων του, μέχρι να ολοκληρώσει, συγκεφαλαιώνοντας τις προηγούμενες εργασίες του το 2006. Δύο χρόνια πριν φύγει από την ζωή. Η συνεισφορά του είναι σημαντική και χρησιμότατη ακόμα και στις μέρες μας, παρά του ότι συνήθιζε ο ίδιος να παρουσιάζει τα σημειώματά του σε έντυπα του πειραιά και όχι μόνο. Να αναδημοσιεύουν και επαναδημοσιεύουν αποσπάσματα ή ολόκληρα λήμματα των εργασιών του στον τοπικό τύπο δίχως φειδώ. Πολλά εικαστικά του σημειώματα τα διαπραγματευόταν ξανά και ξανά, τα συμπλήρωνε, πρόσθετε νέα στοιχεία που έπεφταν στην αντίληψή του, τα ολοκλήρωνε, ή τα ξανά έγραφε από την αρχή κρατώντας τον κεντρικό  τους πυρήνα, καθώς ευσυνείδητος και εργατικός όπως ήταν συνέχιζε να παρακολουθεί εκθέσεις ζωγραφικής, ρωτούσε καλλιτέχνες για την πορεία τους, συνομιλούσε μαζί τους, σχεδίαζε τα μικρά τους βιογραφικά, τα σχόλια που σημείωνε στις επισκέψεις τους στις διάφορες Γκαλερί. Κράτησε αυτός ο ψιλόλιγνος πειραιώτης με το καπέλο του γάλλου «παρτιζάνου» που φορούσε πάντα, έναν ανοιχτό δίαυλο εικαστικής επικοινωνίας και ενδιαφέροντος για την πόλη μας, για μισό αιώνα. Παρέμεινε μαχητής και ενεργός πολίτης.

      Μέσα σε αυτό το κουκούλι της πειραϊκής μνήμης θέλησα να αντιγράψω και να δημοσιεύσω την Ομιλία του ομότιμου καθηγητή πανεπιστημίου και εικαστικού κριτικού Μανόλη Βλάχου, κατά την παρουσία του βιβλίου του Κ. Θεοφάνους, «Η Καλλιτεχνική Ιστορία του Πειραιά» στην Γκαλερί του Μοσχάτου Κόντη στις 20 Δεκεμβρίου 1986. Την ομιλία για την προτελευταία έκδοση της εργασίας του Θεοφάνους την αντιγράφω από το περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά. Το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε και πάλι στην τελική έκδοση του βιβλίου του Κώστα Θεοφάνους «ΟΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ» 1884-2004. ΠΕΙΡΑΙΩΤΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ ΓΛΥΠΤΕΣ. Ένας τόμος 360 σελίδων που εκδόθηκε στον Πειραιά, Άνοιξη 2006, από τις εκδόσεις Μυτιληναίος με την συνδρομή της Νομαρχίας Πειραιά επί Νομαρχίας του εικαστικού Γιάννη Μίχα που γράφει και το δισέλιδο «Μήνυμα», σ.7-9. Ο τελευταίος αυτός τόμος συγκεντρώνει και συμμαζεύει όλες τις προηγούμενες εργασίες του Θεοφάνους καθώς και τα προηγούμενα βιβλία του που κυκλοφόρησαν και έχουν να κάνουν με τις Εικαστικές Τέχνες στον Πειραιά. Περιλαμβάνει επίσης-όπως προαναφέραμε-σαν Πρόλογο την Ομιλία του πειραιώτη Καθηγητή Μανόλη Βλάχου, σ.9-13. (μικρή παρατήρηση. Στο τέλος της σελίδας αναφέρεται ότι η Ομιλία δόθηκε 20/12/1985. Και όχι 1986 που αναγράφεται στο περιοδικό). Κατόπιν έχουμε «Μερικά λόγια του συγγραφέα», σελίδες 15-18, που ο Θεοφάνους μας δηλώνει τα στάδια και τον σκοπό των εργασιών του. Την συστηματοποίηση του προηγούμενου υλικού και τον ποσοτικό και ποιοτικό εμπλουτισμό των υπαρχόντων δεδομένων στην παρούσα συγκεντρωτική έκδοση. Ακολουθούν οι σελίδες με την διάταξη της ύλη του τόμου που διαμερισματοποιείται στα εξής κεφάλαια: ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ.-ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ.-ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ.- ΑΝΑΦΟΡΕΣ. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΓΩΝ.-ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ «ΑΝΑΦΟΡΕΣ».- ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ.-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ.-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ. Η παρουσίαση των εικαστικών δημιουργών γίνεται με αλφαβητική σειρά. Οι μονογραφίες αυτές φανερώνουν όχι μόνο το αισθητικό βλέμμα του Θεοφάνους αλλά και την ευαισθησία της τεχνοτροπίας των καλλιτεχνών. Μας αποκαλύπτουν τα μικρά ή μεγάλα αυτά δημοσιεύματα και κείμενα, συμπληρωμένα με έγχρωμο φωτογραφικό υλικό την εικαστική μαρτυρία όχι μόνο της πόλης μας αλλά και μιας εποχής. Ο Κώστας Θεοφάνους, και πολύ ορθά έπραξε, δεν συμπεριέλαβε καλλιτέχνες μόνο που γεννήθηκαν στον Πειραιά αλλά και εικαστικούς που κατάγονται ή γεννήθηκαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας και δραστηριοποιήθηκαν στην πόλη μας ή πολιτογραφήθηκαν πειραιώτες. Συναντάμε πχ. την παρουσία του Χιώτη Στέλιου Μηλιάδη, του γεννημένου στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας Σπύρου Παλιούρα, του Ανδριώτη Δημήτρη Τηνιακού, του Γιάννη Σαββόπουλου που γεννήθηκε λίγο πριν την κόκκινη επανάσταση στην Ρωσία, του Κεφαλλονίτη Παναγή Γαβριελάτου, των Αθηναίων Νεκτάριου Κόντη και Σπύρου Παντελάκη, των Χαλκιδαίων Γιώργου Μπουζούνη και Τέλη Σταμέλου, του Βοιωταία Γιάννη Μίχα, του Μυτιληνιού Στρατή Αθηναίου, του Κοζανιώτη Στέφανου Κωνσταντινίδη, του Κρητικού Μαρίνου Λιανάκη, του Σερραίου Γιάννη Μπαλτατζή και της Μαργαρίτας Τσολάκη, του Μυκονιάτη Γιάννη Ζουγανέλη, των Πατρινών Μιχάλη Βαρελά, Χρήστου Κατσαδήμα και του Μεσολογγίτη Γεράσιμου Λιάτου,  της Σαλαμινιώτισσας Ρίτσας Παπαϊσιδώρου, του Σμυρνιού Σταύρου Π. Ορφανού, του Ζακυνθινού Γιάννη Ξένου και Σπύρου Αγγελίνη, του γεννημένου στο Λευκάδι Καβάλας Αντώνη Μόρφογλου, του εκ Γυθείου προερχόμενου Χρήστου Κοκκορέτσα και του Μανιάτη Μιχάλη Κάσση, και τον Λάκωνα συγγραφέα και ηθοποιό εικαστικό Μιχάλη Νικολινάκο. Της Μεγαριώτισσας Ιωάννας Μουρτζούκου, από τη νήσο Μήλο έχουμε την παρουσία της Παγώνας Μάνου, ενώ από την Τήνο τον Σίμο Χατζησίμο, και την Σύμη τον Κώστα Βαλσάμη. Τον Σπετσιώτη Ιωάννη Κούτση. Από την Λευκάδα τον Χριστόφορο Σκλαβενίτη, τον Κωνσταντινουπολίτη Δημήτρη Γαβριηλίδη και μια πλειάδα άλλων εικαστικών δημιουργών. Ενώ από το νησί της αφροδίτης, της σκλαβωμένης Κύπρου έχουμε την Ερατώ, (Ερατώ Α. Αβερκίου).  Σε ένα σύντομο σεργιάνι βλέπουμε το εύρος των προσώπων που ο Κώστας Θεοφάνους συμπεριλαμβάνει στην έσχατη έκδοση του βιβλίου του. Χωρίς να μνημονεύσουμε-λόγο χώρου τους γεννημένους στον Πειραιά, το Κερατσίνι, την Νίκαια, τον Κορυδαλλό, το Πέραμα κλπ. Οπλισμένος με μια γερή αρματωσιά πάνω στις εικαστικές τέχνες ο Κώστας Θεοφάνους μας παρουσιάζει ένα πανόραμα χρωμάτων, σχεδίων, εικόνων, προσωπογραφιών, αγιογραφιών, τοπίων, λιμανιών, ιστιοφόρων, νεκρά φύση, θέματα παρμένα από την αρχαιότητα μα και βυζαντινές εκκλησίες, γεφύρια και καρνάγια, ηρωικές στιγμές του 1821 και πίνακες αφηρημένης τεχνοτροπίας. Ερημικά ξωκλήσια που αγναντεύουν το άπειρο της θαλάσσης, σκηνές από την πόλη του Πειραιά, τον  επιβατικό σταθμό του Ηλεκτρικού, ξύλινες μινιατούρες και καρνάγια, γλυπτές γυναικείες φιγούρες και πορτραίτα πρόσφατων ηγετών πολιτικών κομμάτων (βλέπε Χαρίλαος Φλωράκης), μα και το Λιοντάρι του Πειραιά. Σκηνές καθημερινής ζωής στα καφενεία της πόλης αλλά και πίνακες με φουτουριστικό περιεχόμενο. Μοναχικοί φάροι και ξέγνοιαστες συντροφιές μέσα στο δάσος. Εσωτερικοί χώροι σπιτιών και μικρά λιμανάκια. Ήρωες του ελληνισμού με υψωμένη την γροθιά, σκηνές αγροτικής ζωής και σύγχρονες μετώπες αρχαίων παραστάσεων πάνω στο λευκό μάρμαρο. Ο Σταυρός του αφανούς Ναύτου στην Πειραϊκή και κλασικοί γνωστοί πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη.  Ο εμπλουτισμός του καλαίσθητου τόμου με δεκάδες «Παρουσιάσεις Έργων» δίνει την δυνατότητα στην φαντασία μας να φτερουγίσει και στο βλέμμα μας να ταξιδέψει σε αυτήν την πανδαισία χρωμάτων, σχεδίων, εικόνων, σκηνών, καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις παλαιών και νεότερων ζωγράφων που διαμόρφωσαν την εικόνα της Καλλιτεχνικής δημιουργίας του Πειραιά. Μορφοποίησαν τις διάφορες μεταβατικές ιστορικές περιόδους της πόλης μας. Έδωσαν ένα πάζλ ολοκληρωμένων ή μη εικόνων της του περασμένου και προπερασμένου αιώνα. Η διεισδυτική ματιά του Κώστα Θεοφάνους διέσωσε με τις εργασίες του τις καθημερινές σκηνές, τα σημαντικά και ίσως μερικά ασήμαντα περιστατικά, τους εξωτερικούς χώρους, το θαλάσσιο στοιχείο, καθημερινές καταστάσεις και ηρωικές ιστορικές στιγμές, άλλοτε φευγαλέες και άλλοτε όχι κοινωνικές διαβαθμίσεις της ζωής των ελλήνων όπως τις διέσωσαν οι Πειραιώτες ζωγράφοι και γλύπτες και οι άλλοι εικαστικοί καλλιτέχνες που έζησαν στην πόλη μας και την θεώρησαν δική τους «πατρίδα». Ορισμένα από τα βιογραφικά πορτραίτα του ο Θεοφάνους, τα συμπληρώνει με κρίσεις και θέσεις σύγχρονών του εικαστικών κριτικών και καθηγητών.

     Με τις εικαστικές εργασίες του Κώστα Θεοφάνους-εν συνόλω- έχουμε το πειραϊκό φρέσκο στην ιστορική του εξέλιξη. Γιαυτό και στάθηκε τυχερός, που ένας άλλος πειραιώτης, ο ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας σημαντικών εργασιών και βιβλίων στον χώρο των εικαστικών τεχνών, ο Μανόλης Βλάχος, μίλησε για το βιβλίο στην πρώτη του κυκλοφορία από την Γκαλερί Κόντη στο Μοσχάτο. Ενώ στην συμπληρωμένη του επανέκδοση, την οριστική, το 2006, η ίδια ομιλία (ελαφρώς παραλλαγμένη) προλόγισε τον τόμο. Τα κείμενα του Μανόλη Βλάχου-όπως και το παρών- διακρίνονται για την άρτια οργάνωσή τους, την επιμέλεια και ορθή χρήση της γλώσσας του, τον πλουτισμό του κειμένου με λέξεις από όλο το γλωσσικό πεδίο της ελληνικής γραμματείας, δίχως να μπουκώνουν ή να είναι δυσνόητα ακόμα και στην υιοθέτηση των εικαστικών τεχνικών τους όρων. Μας αποκαλύπτουν το λαγαρό και επιστημονικό ύφος ενός πεπαιδευμένου και σοβαρού Πειραιώτη. Φανερώνουν την μεθοδολογία που χρησιμοποιεί ο τεχνοκριτικός για να μας εκθέσει τις θέσεις του. Δηλώνουν την αφορμή της συγγραφής των κειμένων του, και την ανάλογη ποιότητά της έκφρασής του, σε τόσο ειδικά ζητήματα, που απαιτούν μεγάλη καλλιέργεια και γνώσεις, στα ζητήματα αυτά. Και μάλιστα όταν διαπραγματεύονται ρευστές πολύχρωμες επιφάνειες όπως είναι αυτές του χρώματος και των σχεδίων, των όγκων και των αρμονιών, των λεπτών αρμονικών ισορροπιών που οφείλει να έχει μια εικόνα, ένας πίνακας ζωγραφικής για να μας μιλήσει και να μας συγκινήσει. Να καταγραφεί στην συνείδησή μας και να ταξινομηθεί αναλόγως στις εργασίες μας.  Ο λόγος του Μανόλη Βλάχου έχει σαφήνεια, ρέει πέρα από τα αναγνωστικά μας καθιερωμένα. Τεκμηριώνονται πάντα επιστημονικά και σπονδυλώνονται με προηγούμενες πληροφορίες του συγγραφέα ή δημιουργού.  Η σκέψη του είναι καθαρή και κινείται πάντα μέσα στα όρια του εξεταζόμενου θέματος. Πολύπειρος και μεθοδικός θίγει με λεπτότητα και εσωτερικούς φωτισμούς το βιβλίο ή το θέμα που μας παρουσιάζει, χωρίς να αρνείται να θέση και την κριτική του ματιά επί των τύπων των ήλων, φοβούμενος μην δυσαρεστήσει τον δημιουργό. Η ομιλία του έχει την σημασία και την βαρύτητά της μέσα στο σύνολο των σελίδων του βιβλίου του Κώστα Θεοφάνους, Οι Εικαστικές Τέχνες στον Πειραιά 1884-2004.-Πειραιώτες Ζωγράφοι και Γλύπτες. Να προσθέσουμε ακόμα, ότι ο Κώστας Θεοφάνους έχει δημοσιεύσει μια ενδιαφέρουσα κριτική-συν-παρουσίαση δύο βιβλίων του Μανόλη Βλάχου «Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης» Αθήνα, εκδόσεις Ολκός 1974, σελίδες 138, που θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας και γενάρχης της πειραϊκής ζωγραφικής παράδοσης, και, Μανόλης Βλάχος, «Ιωάννης Κούτσης, ο θαλασσογράφος», Αθήνα, εκδόσεις Ολκός 1978, σελ. 112. Βλέπε σελίδες 411-415, περιοδικό Φιλολογική Στέγη, τεύχος 27/Καλοκαίρι 1980. Για την μελέτη «Ιωάννης Κούτσης, ο θαλασσογράφος» υπάρχει και ανώνυμο μικρό κείμενο παρουσίαση, στο τεύχος 26/Χειμώνας 1979 του ίδιου περιοδικού, σελίδα 339.

Συμπληρωματικά να σημειώσουμε ότι η συμμετοχή του Κώστα Θεοφάνους στο περιοδικό Φιλολογική Στέγη είναι διαρκής και πολύπλευρη. Δημοσιεύει ποιήματά του, σχόλια του, βιβλιοκριτικές και εικαστικές παρουσιάσεις του, γράφει στα πειραϊκά πένθη, δημοσιεύει κείμενά του,  απαντητικές παρεμβάσεις του κλπ. Καθώς επίσης υπάρχουν και αρκετές βιβλιοκριτικές για τα βιβλία του και τις βραβεύσεις του.

Τέλος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και για την ακρίβεια το 1953, όταν το τιμόνι της Φιλολογικής Στέγης κρατούσε ο ποιητής Γρηγόρης Θεοχάρης, και στην αντιπροεδρία βρίσκονταν ο πειραιολάτρης Αργύρης Κωστέας , διοργάνωσαν στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά την «Αναδρομική Ιστορική  Έκθεση Εικαστικών Τεχνών Πειραιά», μια Διοργάνωση που στάθηκε εφαλτήριο για αρκετούς Πειραιώτες, στο να ασχοληθούν με τα εικαστικά πράγματα της πόλης μας, μεταξύ αυτών και ο Κώστας Θεοφάνους, έκτοτε, συναντάμε ποιητές όπως ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος, διηγηματογράφους όπως ο Βελισσάριος Μουστάκας, και άλλοι, να ασχολούνται συστηματικότερα με την διοργάνωση εκθέσεων και να δημοσιεύουν κείμενά τους, ή να παρουσιάζουν νέες εκθέσεις όχι μόνο στην πόλη μας και στο περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης αλλά και στις τοπικές εφημερίδες. Υπάρχει πλούσια περί του κόσμου των εικαστικών ύλη στον τοπικό τύπο.

     Μνήμη της πόλης μου, ο χώρος και οι άνθρωποί της, το πνευματικό και καλλιτεχνικό τους έργο, ζυμωμένο με τις ατομικές μας προσωπικές εμπειρίες των χρόνων μας που έγραψαν την ιστορία της. Μια Πόλη όμως, όπως ο Πειραιάς, που οι σύγχρονοι κάτοικοί της αγνοούν, απαξιώνουν ή λησμονούν τους παλαιότερους τους, αυτούς που έφυγαν από κοντά μας ή βρίσκονται ακόμα ηλικιακά στη ζωή, γερνώντας μέσα στην αδιαφορία των σύγχρονών τους,  ποιητές, διηγηματογράφοι, δοκιμιογράφοι, συγγραφείς, ερευνητές, εικαστικοί, επιστήμονες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, κλπ., δεν είναι παρά ένα πειρατικό καράβι με κάθε είδους κουρσεμένη λεία.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 22/4/2021 

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΩΝ ΤΟΥ «ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ» ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ

 

     Η χριστιανική θρησκεία με την υπέροχη διδασκαλία της και την θαυμάσια μυστικοπαθή λατρεία της, που συγκινεί βαθύτατα τις ψυχές των ανθρώπων, φυσικό ήταν να δημιουργήσει πλούσια σε λυρισμό ποίηση. Ενέπνευσε, λοιπόν, υμνογράφους προικισμένους με ποιητικά χαρίσματα, που συνέθεσαν θαυμαστούς εκκλησιαστικούς ύμνους, οι οποίοι εξελίχθηκαν, με την πάροδο του χρόνου, σε διάφορα είδη συνθέσεων. Τα ποιητικά  αυτά είδη διακρίνονται σε τρείς μεγάλες περιόδους υμνογραφίας. Την πρώτη, κατά τους τέσσερις πρώτους χριστιανικούς αιώνες, κατά τους οποίους επικρατούσε στην λατρεία η ψαλμωδία, δηλ. ανάμεσα σε στίχους ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης επαναλαμβάνετο σύντομο τροπάριο, ως επωδός αντιφωνικά, όπως είναι τα αντίφωνα στην λειτουργία, πού με ψαλμικούς στίχους επαναλαμβάνεται το: «ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου….» και το «σώσον ημάς υιέ Θεού…» και το Πάσχα το «Χριστός ανέστη…», όπως και στο: «Κύριε εκέκραξα…». Την δεύτερη περίοδο, των Κοντακίων, από τον 5ο μέχρι τον 7ο μ. Χ. αιώνα, πού πήραν αυτήν την ονομασία, από το τύλιγμα της μεμβράνης τους σε κοντό ξύλο και είχαν «εν κοντώ» την υπόθεσή τους. Τα κοντάκια αποτελούνται από σύντομο τροπάριο στην αρχή, το προοίμιο ή κουκούλα και πολλά άλλα, τους οίκους, ονομασθέντες οίκους, επειδή αποτελούν τα μέρη όλου του οικοδομήματος του ύμνου. Κοντάκια, που ψάλλονται και σήμερα είναι ο Ακάθιστος Ύμνος και τα κοντάκια του Ρωμανού μελωδού, των Χριστουγέννων: «η Παρθένος σήμερον…» και της Μεγάλης Παρασκευής: «Τον δι’ ημάς σταυρωθέντα…». Τέλος την Τρίτη περίοδο, των Κανόνων, με τον πρώτο μεγάλο Κανόνα της Μεγάλης Σαρακοστής, του Ανδρέου Κρήτης (650-720 μ.Χ.) και τους πολλούς κανόνες Ιωάννη Δαμασκηνού και Κοσμά Μαϊουμά (8ος αιών μ. Χ.). Οι υμνογράφοι της τρίτης αυτής περιόδου ανήκουν σε τρείς χωριστές σχολές, των Σαββαϊτών, εκ της μονής Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων, των Στουδιτών, μονής Στουδίου Κωνσταντινουπόλεως και των Ιταλοελλήνων, της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, της καλουμένης στην αρχαιότητα Μεγάλης Ελλάδος. Στην τρίτη αυτή σχολή ανήκει, μεταξύ άλλων πολλών και ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, για τον οποίο θα γίνει λόγος στο σύντομο αυτό μελέτημα. Ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς Μαϊουμά και ο Ανδρέας Κρήτης είναι Σαββαϊτες.

     Τι είναι οι Κανόνες. Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνολογία είναι σύνολο τροπαρίων χωρισμένο σε οκτώ ωδές, πρώτη, τρίτη ως ενάτη, (η δεύτερη παραλείπεται πλήν του Μεγάλου Κανόνα),κάθε δε ωδή έχει 5-7 τροπάρια, από τα οποία το πρώτο καλείται ειρμός (εκ του είρω = σύρω), επειδή σύρει τα άλλα τροπάρια της ωδής στο αυτό μέτρο συλλαβών και μέλος μουσικής και ήχου. Ο ειρμός κάθε ωδής έχει συνήθως υπόθεση παρμένη από την αντίστοιχη ωδή της Παλαιάς Διαθήκης (οι ωδές περιέχονται στο Ωρολόγιο το μέγα).

Βιογραφία Ιωσήφ του Υμνογράφου: Γεννήθηκε στην αρχή του 9ου μ. Χ. αιώνα, το 812 μ. Χ. στην Καρθαγένη της Σικελίας και γι’ αυτό επονομάζεται Σικελιώτης ή Ιταλιώτης και από τον Νικηφόρο αναφέρεται, ότι ελέγετο και ξένος. Οι γονείς του Πλωτίνος και Αγάθη ήταν ελληνικής καταγωγής και ευσεβείς χριστιανοί. Ο Ιωσήφ αυτός είναι μεταγενέστερος του Στουδίτου Ιωσήφ, υμνογράφου, αργότερα αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, αδελφού Θεοδώρου του Στουδίτου (759-826 μ. Χ.) που και οι δύο ήταν έξοχοι υμνογράφοι του Στουδίου, επονομαζόμενοι γραπτοί. Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος έμαθε τα πρώτα ελληνικά γράμματα στην πατρίδα του Καρθαγένη και ίσως επέδρασαν στην νεαρά του ηλικία οι Σικελιώτες υμνογράφοι Γρηγόριος, Θεοδόσιος και Μεθόδιος. Όταν κυριεύθηκε η Σικελία από τους Άραβες, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ του Τραυλού, αναγκάσθηκε να φύγει από την Σικελία με την μητέρα του και τους αδελφούς του και ήλθε στην Πελοπόννησο, αφού δεν έμεινε εκεί λίγο καιρό, πήγε στην Θεσσαλονίκη. Εκεί έγινε μοναχός στην Μονή του Λατόμου, όπου επιδόθηκε στην μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων και έξοχος καλλιγράφος, εργάσθηκε ως αντιγραφέας κωδίκων. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Πατριάρχης τον συνέστησε στους εκεί μορφωμένους καλλιτεχνικούς κύκλους. Από εκεί εκδιώχθηκε κατά την μεγαλύτερη ένταση της εικονομαχίας, επί Λέοντος Αρμενίου (813-820 μ. Χ.) και φεύγοντας στη Ρώμη συνελήφθη από τους Άραβες στο στενό της εισόδου του Αδρία και μεταφέρθηκε και φυλακίστηκε στην Κρήτη. Στην φυλακή για πρώτη φορά επιχείρησε να γράψει εκκλησιαστικούς ύμνους και πιστός εικονολάτρης, ως μοναχός, έγινε στη φυλακή διαπρύσιος κήρυκας της εικονολατρείας στους συγκρατούμενους του, γιατί πολλοί είχαν κλονιστεί για την αξία των εικόνων. Αποφυλακίστηκε, όταν είχε κοπάσει για λίγο ο σάλος της εικονομαχίας, το 831 μ.Χ. πρίν εκδοθεί το αυστηρό διάταγμα του Θεοφίλου κατά των εικόνων το 832 μ.Χ. και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μετά την έκδοση του διατάγματος εξορίζεται πάλι και επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη μετά την νίκη της Ορθοδοξίας, επί Θεοδώρας (το 843 μ.Χ.). Ο τότε πατριάρχης Ιγνάτιος, κατά την πρώτη του πατριαρχεία (845-857 μ.Χ.), τον διόρισε σκευοφύλακα της Μεγάλης Εκκλησίας και κατόπιν ο πατριάρχης Μέγας Φώτιος τον κράτησε κοντά του, γιατί τον εκτιμούσε πολύ ως πνευματικό άνθρωπο. Τότε ασχολήθηκε με την σύνθεση πολλών κανόνων, ως και του κανόνα του Ακαθίστου και από την σύνθεση κανόνων πήρε την ονομασία Ιωσήφ ο υμνογράφος. Πέθανε το 886 μ.Χ. σε ηλικία 74 ετών, αν δεχθούμε ως χρονολογία γεννήσεώς του το 812, γιατί υπάρχουν σε άλλους ιστορικούς διάφορες χρονολογίες’ έτσι κατά τον Παπαδόπουλο γεννήθηκε το 846 και κατά τον Π. Τρεμπέλα (810-883). Η Εκκλησία μας τον κατέταξε μεταξύ των αγίων και εορτάζει την μνήμη του την 3η Απριλίου, ίσως ημέρα του θανάτου του.

Κύριο έργο του Ιωσήφ του υμνογράφου, εκτός από λίγα στιχηρά τροπάρια, είναι οι Κανόνες, που περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας μας, τα 12 Μηνιαία, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο και στο Ωρολόγιο το μέγα, οι οποίοι υπερβαίνουν τους διακόσιους και άλλοι τους ανεβάζουν σε τριακόσιους. Επειδή δε πρίν απ’ αυτόν οι υμνογράφοι Ιωάννης Δαμασκηνός και Κοσμάς επίσκοπος Μαϊουμά (Κωνσταντίας, 20 στάδια μακριά από τη Γάζα) ανύμνησαν με τους κανόνες και τους ύμνους τους τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, ο Ιωσήφ ασχολήθηκε κυρίως στην εξύμνηση των αγίων με τους κανόνες του. Επιπλέον ο Ιωσήφ επεξέτεινε την Οκτώηχο του Δαμασκηνού, που περιέχει την υμνολογία των Κυριακών των 8ήχων, πρόσθεσε σ’ αυτήν κανόνες και στιχηρά των 8ήχων, για τις ακολουθίες των άλλων 6 ημερών της εβδομάδος και έκαμε την Παρακλητική με τις ακολουθίες των 7 ημερών, της οποίας θεωρείται πατέρας. Οι κανόνες Ιωσήφ του υμνογράφου είναι γνωστοί από την ακροστιχίδα, πού σχηματίζει το όνομα ΙΩΣΗΦ με το πρώτο γράμμα των πέντε τροπαρίων της τελευταίας Θ’ (ενάτης) ωδής των Κανόνων του. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή του Πανεπιστημίου Π. Ρομπότη, ο πολυγραφότατος αυτός υμνογράφος έχει πολλή χάρη και ευρυθμία και δεν πολιλλογεί, αν και σε εκατοντάδες ανέρχονται οι κανόνες του.

Ο Κανών του Ακαθίστου. Από τους πολυάριθμους κανόνες του Ιωσήφ του υμνογράφου θα εξετάσουμε εδώ σύντομα τον ωραιότατο και λυρικότατο Κανόνα του Ακαθίστου, που ψάλλεται μαζί μ’ αυτόν κατά τις  πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής, με την ακολουθία του μικρού αποδείπνου. Τον Κανόνα αυτό συνέθεσε ο Ιωσήφ στην Κωνσταντινούπολη, ασφαλώς έχοντας υπ όψη του τον πολύ αρχαιότερό του Ακάθιστο Ύμνο, και είναι ο καλύτερος από όλους τους Κανόνες του, θαύμα τέχνης, μεγάλης ποιητικής αξίας και, κατά τη γνώμη σοφών κριτικών, ανώτερος των 24 οίκων του Ακαθίστου Ύμνου.

     Ο Κανών αυτός ανάγεται στο λυρικό είδος της ποιήσεως, και μάλιστα στον διθύραμβο, και έτσι ο υμνογράφος κινούμενος από πνευματικόν ενθουσιασμό, δίνει στο πρόσωπο της λατρείας του, την Παναγία, πολλά κοσμητικά επίθετα, εκφράσεις  δοξολογίας, πλήθος ρητορικών σχημάτων, ωραίες εικόνες, πολλές παρομοιώσεις, ομοιοκαταληξίες και συνεκδοχές. Από τα καλολογικά στοιχεία αυτά παραθέτουμε μερικές παρομοιώσεις της Θεοτόκου και του Χριστού, που συνδέονται με κοσμητικά επίθετα, στον συντακτικό τύπο των επιθετικών προσδιορισμών, και άλλοτε εισάγονται με το ΧΑΙΡΕ, κατά το υπόδειγμα των χαιρετισμών του Ακαθίστου, π.χ. «Χαίρε έμψυχε τράπεζα…».

      Οι παρομοιώσεις αυτές είναι διαφόρων κατηγοριών:

α) πνευματικής μορφής, στις οποίες η Θεοτόκος αποκαλείται: «Θεία είσοδος των σωζομένων», «προφητών εγκαλλώπισμα». «αθλητών στεφάνωμα», «ψυχών διάσωσμα», «φωτός κατοικητήριον», «θυμίαμα εύοσμον», «μύρον πολύτιμον» κλπ.

β) παρομοιώσεις από τη φύση και την τέχνη, όπου εποκαλείται «άστρον άδυτον», «ζώντος ύδατος πηγή», «ευρύχωρον σκήνωμα», «κογχύλη θεία βάψασα», «ράβδος μυστική» κλπ.

γ) παρομοιώσεις προστασίας πιστών: «φυλακτήριον του κόσμου», «σκέπη και κραταίωμα», «φυλακτήριον πάντων», «κόσμου διάσωσμα» και άλλες παρόμοιες.

δ) παρομοιώσεις σωτηρίας αμαρτωλών: «Κλίμαξ γήθεν πάντας ανυψώσασα χάριτι», θυμίζει την κλίμακα του Ιακώβ και είναι όμοια, αλλά αντίθετη με την φράση του Γ’ οίκου του Ακαθίστου: «Χαίρε κλίμαξ επουράνιε, δι’ ης κατέβη ο Θεός», εις μέν τον κανόνα αναβαίνουν οι πιστοί εις τον ουρανόν, εις δε τον Ακάθιστον κατέβη ο Θεός’ άλλη παρομοίωση: «Θεία είσοδος των σωζομένων» και άλλες πολλές. Επίσης ο υμνογράφος κάμει πολλές παρομοιώσεις του Χριστού: «βότρυς πέπειρος», «άρτος ζωής», «μόσχος άμωμος», «αμνός Θεού», «νομοθέτης τάς ανομίας εξαλείφων», «θείος μαργαρίτης», «Λόγος πάντα βαστάζων», «τρέφων τη οικουμένην», «ήλιος νοητός».

     Παρομοιώσεις της Θεοτόκου στον Κανόνα γίνονται με γεγονότα και πρόσωπα ή πράγματα της Αγίας Γραφής, που αλληγορικά αποδίδονται στην Θεοτόκο, όπως π.χ. «λυχνία και στάμνε, μάννα φέρουσα», «ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο», από το προφητικό θαύμα του Γεδεών (Κριτών Στ΄36-39), «Κλίμαξ Ιακώβ»,  «βάτος άφλεκτος», που είδε ο Μωϋσής, «στύλος πύρινος» και «νεφέλη ολόφωτος», πού οδηγούσαν τον Ισραήλ στην έρημο, «ράβδος η μυστική άνθος το αμάραντον ή εξανθήσασα» του Ααρών και του Μωϋσή η Θαυματουργική, «έμψυχε παράδεισε το ξύλον΄ εν μέσω έχων ζωής τον Κύριον», ενθυμίζει τα δύο δέντρα του παραδείσου, της γνώσεως και της ζωής και εννόει την Θεοτόκο που γέννησε τον Κύριο κλπ.

Μέτρο και μέλος του Κανόνα: Τα μέτρα δηλ. οι συλλαβές των στίχων και το μέλος δηλ. η μουσική του Κανόνα είναι παρμένα από τον κανόνα του Δαμασκηνού στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από τον οποίο έχει πάρει τους ειρμούς, δηλ. το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής και βάζει πρώτο σε κάθε ωδή του Κανόνα του, αυτών δε τα μέτρα και τη μουσική έχουν τα 37 τροπάρια του Κανόνα του Ιωσήφ. Στα μέτρα ακολουθεί ο Ιωσήφ την ισοσυλλαβία και ομοτονία των ειρμών του Δαμασκηνού, δηλ. όσες συλλαβές έχει κάθε στίχος του κάθε ειρμού και όπου τονίζεται κάθε λέξη του ειρμού έχουν και τα τροπάρια κάθε ωδής του Κανόνα, που ακολουθούν τον ειρμό και στον τονισμό. Και στο μέλος, δηλ. την μουσική τα 37 τροπάρια του κανόνα του Ιωσήφ έχουν την μουσική των ειρμών του Δαμασκηνού, είναι τονισμένα στο δ΄ (τέταρτον») ήχο της Βυζαντινής μουσικής, η δε χρονική αγωγή με την οποία ψάλλεται ο κανόνας ανήκει στο ειρμολογικό μέλος, στο σχετικά γρήγορο, το allegretto της ευρωπαϊκής μουσικής. Από το πρώτο γράμμα κάθε τροπαρίου των 37 τροπαρίων του Κανόνα του Ιωσήφ-εκτός των ειρμών-σχηματίζεται ακροστιχίδα, πού από μεν τις 7 πρώτες ωδές είναι: ΧΑΡΑΣ ΔΟΧΕΙΟΝ ΣΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΧΑΙΡΕΙΝ ΜΟΝΗ, από δε τα πρώτα γράμματα των 5 τροπαρίων της τελευταίας Θ΄ ωδής, το όνομα του ΙΩΣΗΦ, το οποίο κάνει σε όλους τους κανόνες του. Ο κανόνας αυτός του Ακαθίστου έχει μεγάλη συγγένεια με τον Ακάθιστο ύμνο, πού τον είχε υπ’ όψη του. Έτσι το πρώτο τροπάριο της α΄ ωδής «Χριστού βίβλον έμψυχον… ο μέγας αρχάγγελος… επεφώνει σοι χαίρε» μοιάζει με τον πρώτο οίκο: «Άγγελος πρωτοστάτης…», αλλά και σε πολλά τροπάριά του επαναλαμβάνεται το ΧΑΙΡΕ των χαιρετισμών. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας συνένωσε σε μιά ακολουθία τα δύο αυτά Βυζαντινά ποιήματα, πού από τον 13ο μ. Χ. αιώνα συμψάλλονται τις 5 πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής που τόσο συγκινούν τους πιστούς.

ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΜΑΚΡΗΣ,

περιοδικό Φιλολογική Στέγη, Χρόνος 21ος, τόμος Ε΄, τεύχος 36/ Απρίλιος-Μάϊος-Ιούνιος 1986, σελίδες 443-446.

          Ο  ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ  ΥΜΝΟΣ

     ΣΤΟ ΒΥΖΑΑΝΤΙΟ, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε μεγάλη επιρροή στον πολιτισμό τα γράμματα και τις τέχνες, ανεπτύχθη περισσότερο η εκκλησιαστική λογοτεχνία από την κοσμική και γι’ αυτό μεγάλοι υμνογράφοι και λογοτέχνες, γνωστοί και  άγνωστοι, έκαμαν υπέροχα έργα, κι ανάμεσά τους γνωστούς ύμνους της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς είναι ο πασίγνωστος Ακάθιστος Ύμνος στην Παναγία και τον Χριστό, πού πήρε αργότερα την ονομασία αυτή, όταν τον έψαλε ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως στο ναό των Βλαχερνών «ορθοστάδην», σαν ευχαριστήριο στην Υπέρμαχο Στρατηγό, τη Θεοτόκο για τη θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως από τη φοβερή πολιορκία Περσών και Σλαύων από ξηρά και Αβάρων από θάλασσα τον Ιούλιο-Αύγουστο 626 μ.Χ. Προς ανάμνηση της σωτηρίας και ευγνωμοσύνη στη Θεοτόκο ο αυτοκράτωρ Ηράκλειτος καθιέρωσε το 628 μ.Χ. ετήσια εορτή Ακάθιστον, για να ψάλλεται αυτός ο ύμνος.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

     Ο «Ακάθιστος Ύμνος» είναι από τους αρχαίους εκκλησιαστικούς ύμνους που ονομάζονταν Κοντάκια, επειδή η μεμβράνη που ήταν τυλιγμένοι ήταν τυλιγμένη σε κοντόξυλο και είναι δημιούργημα της 2ης περιόδου της εκκλησιαστικής υμνογραφίας (6ος -8ος μ.Χ. αιώνες) έχει δε μεγάλη έκταση. Αποτελείται από αρχικό σύντομο προοίμιο «Κουκούλιον», περίληψη όλου του  ύμνου: «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει…» και από 34 Οίκους ή στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα (Α,Β…Ω). Κατόπιν δε προσετέθη και το 2ο προοίμιο το: «Τη Υπερμάχω…». Αργότερα, κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα, ενώθηκε στην ακολουθία και ο κανών «Ανοίξω το στόμα μου…», ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ Σικελιώτη (840-883 μ.Χ.), που ανήκει στην 3ην περίοδο της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, των Κανόνων και οι ειρμοί του, δηλ, το πρώτο τροπάριο από τα 4-5 τροπάρια κάθε μιάς από τις 8 ωδές. Είναι ποίημα του μεγάλου υμνογράφου Ιωάννη Δαμασκηνού.

     Από τους 24 οίκους οι 12 περιττοί (Α.Γ.Ε, κλπ.) αναφέρονται στην Θεοτόκο και καθένας αποτελείται από 7 στίχους διήγηση, 12 στίχους Χαιρετισμούς με το «χαίρε» και το εφύμνιο (επωδός) «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε», στο οποίο καταλήγουν και τα 2 προοίμια. Ώστε το «Χαίρε» επαναλαμβάνεται συνολικά στους 12 οίκους και τα 2 προοίμια 158 φορές (δηλ. 12Χ13=156+2=158). Απευθύνονται δε οι 158 χαιρετισμοί στη Θεοτόκο, του Α και Γ οίκου από τον Άγγελο Γαβριήλ, του Ε από τον Πρόδρομο έμβρυο, του Η από τους ποιμένες, του Ι. από τους Μάγους και των λοιπών 7 οίκων και των 2 προοιμίων στους πιστούς που τους ψάλλουν.

                Οι 12 άρτιοι οίκοι διαφέρουν από τους 12 περιττούς στο ότι δεν έχουν χαιρετισμούς, παρά μόνον την 7 στίχη διήγηση με 62 συλλαβές, που έχουν και οι άρτιοι και εφύμνιο (επωδό) αντί του «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» το «αλληλούϊα» (αινείτε τον Κύριον), που αναφέρεται στο Θεό. Αναφέρονται οι οίκοι Β, Δ, Ζ και Ω στη Θεοτόκο, και οι υπόλοιποι 8 οίκοι στο Χριστό.

ΥΠΟΘΕΣΗ- ΔΙΑΡΕΣΗ ΤΟΥ ΥΜΝΟΥ

Υπόθεση του 1 προοιμίου «Το προσταχθέν» και όλου του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η ενσάρκωση του Σωτήρος Χριστού με τα σωτήριά της αποτελέσματα στον Κόσμο. Ο υμνογράφος έχει εμπνευσθεί από τη διήγηση των Ευαγγελιστών Λουκά (α΄ 26-58,β! Β-35) και Ματθαίου (α! 18-25, β΄1-23) και των αποκρύφων ευαγγελίων (οίκος Λ) καθώς και από την δογματική διδασκαλία της εκκλησίας περί του Χριστού και συνέθεσε τον ύμνο για την εορτή του Ευαγγελισμού, που είναι η αρχαιότερη θεομητορική εορτή (5ος αιώνας μ.Χ.) οπότε πιθανόν να εψάλλετο ο ύμνος στην εορτή. Του 2ου όμως προοιμίου «Τη Υπερμάχω» η υπόθεση είναι άσχετη με τον ύμνο και αναφέρεται στη διάσωση της Κωνσταντινουπόλεως από τη Θεοτόκο.

     Ο ύμνος διαιρείται σε 2 μεγάλα μέρη, το ιστορικό (Α-Μ οίκοι) και το θεολογικό- δογματικό (Ν-Ω οίκοι). Κάθε ένα από αυτά υποδιαιρείται σε 2 στάσεις, από 6 οίκους κα΄θε μια δηλ. 4 στάσεις το όλον.

     Στην 1η στάση (Α-Ζ οίκοι) εξυμνούνται τα προ της Γεννήσεως του Χριστού, δηλ. Ευαγγελισμός, επίσκεψη Μαρίας στην Ελισάβετ, ζάλη (ταραχή) του Ιωσήφ.

     Στην 2η στάση (Η-Μ οίκοι) ιστορούνται τα κατά τη γέννηση του Χριστού, δηλ. προσκύνηση ποιμένων, Μάγων, φυγή στην Αίγυπτο και Υπαπαντή (Συμεών).

     Στην 3η στάση (Ν-Σ οίκοι) αναφέρονται τα σωτήρια αποτελέσματα της ενανθρωπήσεως του Χριστού, δηλ. ανακαίνιση Κτίσεως, κατάπληξη σοφών, προτροπή των πιστών κλπ.

     Στην 4ην στάση (Τα-Ω οίκοι) υμνείται η Θεοτόκος, μητέρα του ποιητή ουρανού και γης, η «φωτοδόχος λαμπάς» και ζητείται η μεσιτεία της για τη σωτηρία από κάθε συμφορά. Όπως δε οι οίκοι έχουν προέλευση από την Αγία Γραφή, έτσι και τα 2 εφύμνια το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» από τον χαιρετισμό του αγγέλου Γαβριήλ (Λουκ. Α΄ 26) και το «Αλληλούϊα» από την Αποκάλυψη (κεφ. ΙΘ΄1-6).

ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΣΥΝΕΘΕΣΕ ΤΟΝ ΥΜΝΟ

     Το υπέροχο αυτό λογοτέχνημα, που σώθηκε ολόκληρο χάρη στην καθιέρωσή του στη λατρεία, είναι σχεδόν βέβαιο, ότι γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν αναπτυχθεί τα ελληνοχριστιανικά γράμματα και η τιμή στην Παναγία ήταν μεγάλη, αφού η Θεοτόκος εθεωρείτο προστάτις και Υπέρμαχος Στρατηγός της Κωνσταντινουπόλεως.

     Αλλά για το πότε και ποιος έκαμε τον ύμνο, που είναι αλληλένδετα, υπάρχει μεγάλη διαφωνία μεταξύ όσων ασχολήθηκαν με αυτόν, παλαιών και νεωτέρων, πολλοί δε διατύπωσαν την γνώμη, ότι είναι έργο αγνώστου ποιητού.

     Και το μέν 2ο προοίμιο «Τη Υπερμάχω», επειδή αναφέρει λύτρωση της Κωνσταντινουπόλεως από δεινά πολέμου, μπορούμε να δεχθούμε, ότι έγινε τότε, που λυτρώθηκε από την πολιορκία των Αβάρων, το 626 μ.Χ., από τον Πατριάρχη Σέργιο, τον Πισίδη ή κάποιον άλλο άγνωστο υμνογράφο. Επίσης και ο Κανών «Ανοίξω το στόμα μου…» που έγινε πολύ αργότερα, είναι γνωστό πού, πότε και από ποιόν έγινε, όπως είπαμε παρά πάνω, γιατί και στην ακροστιχίδα των 5 τροπαρίων της τελευταίας 9ης Ωδής, σχηματίζεται με τα πρώτα γράμματα των τροπαρίων το όνομα ΙΩΣΗΦ, δηλ. του Σικελιώτη υμνογράφου στην Κωνσταντινούπολη.

     Οι 24 όμως οίκοι με το 1ο προοίμιο… «Το προσταχθέν…», που έχουν την ίδιαν υπόθεση, προϋπήρχαν από παλαιότερα και έγιναν πασίγνωστοι από τότε που ανήκαν στη λατρεία της Εκκλησίας, το 626 μ.Χ. όταν εψάλησαν «ορθοστάδην» και καθιερώθηκε η εορτή του Ακαθίστου. Γι αυτό μπορούμε να δεχθούμε με κάποιαν επιφύλαξη, ότι ποιητής του ύμνου είναι Ρωμανός ο Μελωδός, ο Πίνδαρος αυτός της Εκκλησίας (6ος μ.Χ αιών) που ήταν διάκονος στο ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, γιατί μοιάζει με άλλους ύμνους του, που σώθηκαν, και φαίνεται σαν συμπλήρωμα και συνέχεια του γνωστού ύμνου του στη Γέννηση του Χριστού, αφού παρουσιάζει ομοιότητα στη γλώσσα και στα μέτρα μ’ αυτόν.

     Αυτό συμφωνεί και με την παράδοση της Εκκλησίας, ότι ο Ρωμανός πήρε το χάρισμα του υμνογράφου με θαυμαστό τρόπο από την Θεοτόκο.

     Παρ’ όλα αυτά πολλοί αμφιβάλλουν για τον ποιητή του Ακαθίστου, όπως και ο Βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ, που γράφει, ότι «το ζήτημα είναι άλυτο».

ΠΟΙΗΤΙΚΗ  ΑΞΙΑ

Αλλά και αν δεν είναι εξακριβωμένος ο ποιητής του, ο θαυμάσιος αυτός ύμνος, που συγκίνησε και συγκινεί και σήμερα, όταν ψάλλεται στους ναούς μας με τον Κανόνα το βράδυ της Παρασκευής της 5ης εβδομάδας της Μεγ. Σαρακοστής ολόκληρος και τμηματικά κατά στάσεις τις 4 προηγούμενες Παρασκευές-6 οίκοι κάθε Παρασκευή με τον Κανόνα-, ο ύμνος αυτός, υπέροχο βυζαντινό λογοτέχνημα έχει μεγάλη ποιητική αξία.

     Σαν ποίημα είναι γραμμένος στα μέτρα της ομοτονίας της ισοσυλλαβίας και σε πολλές περιπτώσεις έχει και ομοιοκαταληξίες. Οι Χαιρετισμοί είναι κατά ζεύγη με έννοιες αντίθετες, όμοιες ή συμπληρωματικές, κατά τους 3 ρυθμούς του παραλληλισμού των μερών του στίχου στην Εβραϊκή ποίηση (αντιθετικός, συνωνυμικός, προσθετικός). Η γλώσσα του είναι ομαλή, αρμονική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία. Έχει πλήθος σχημάτων, που τον κάνουν ευχάριστο, όπως π.χ. το ισόκωλο: «Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος», ή την παρονομασία «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του Κόσμου», αντιθέσεις, παρηχήσεις και πάμπολλα ωραία κοσμητικά επίθετα) άδυτος, αστήρ, ασάλευτος πύργος, δένδρον αγλαόκαρπον κλπ.). Τέλος με την εκλογή και αρμονική σύνθεση ωραίων κυρίων και μεταφορικών ονομάτων κατορθώνει να μεταδώσει στους ακροατές τα ιερά συναισθήματα, που είχε ο ποιητής συνθέτοντας αυτόν.

     Για τις πολλές αρετές του ο Ακάθιστος Ύμνος θεωρείται από τους καλύτερους της Βυζαντινής λογοτεχνίας, πολλοί δε ρήτορες και συγγραφείς πήραν λέξεις και φράσεις του ύμνου, ποιηταί μιμήθηκαν το ρυθμό και τα μέτρα του, και ζωγράφοι έκαμαν ωραίες εικόνες σε 24 συμπλέγματα εμπνευσμένοι από τους 24 οίκους του. Αλλά και από πολλούς ξένους θαυμάστηκε και μεταφράσθηκε.

      Είναι έπος αφηγηματικό με διάλογο σε πολλά μέρη, όπου τα πρόσωπα (άγγελος Γαβριήλ, Θεοτόκος, Ιωσήφ κλπ.) συζητούν, έχει όμως και πολύ λυρισμό.

Τέλος ως προς τα μέτρα του ποιήματος και την μουσική του ύμνου βλέπουμε, ότι οι οίκοι έχουν μέτρα και ρυθμό διαφορετικό από τα προοίμια, γραμμένα στην τονική ρυθμοποιϊα που χρησιμοποιεί και η νεοελληνική ποίηση. Ενώ το 1 προοίμιο «Το προσταχθέν…» είναι 7στιχο σε αναπαιστικό ρυθμό που εναλλάσσεται με ιαμβική διποδία, μέτρα που του δίνουν γοργό ρυθμό, στο 2ο προοίμιο «Τη Υπερμάχω…» οι μεν 2 πρώτοι στίχοι είναι 14σύλλαβοι, οι δε 4 τελευταίοι 13σύλλαβοι.

     Η αρχική μουσική του ύμνου και ο τρόπος που εψάλλετο τότε είναι άγνωστος, γιατί τα χειρόγραφα που σώζονται δεν λύνουν το ζήτημα. Σήμερα οι μεν 24 οίκοι απαγγέλλονται με μέλος από τους κληρικούς, τα δε εφύμνια και τα προοίμια ψάλλονται από τους ψάλτες.

     Αυτός είναι σε σύντομη ανάλυση ο «Ακάθιστος Ύμνος», το πραγματικό αυτό αριστούργημα της Βυζαντινής και Εκκλησιαστικής λογοτεχνίας, που τόσο λυρικά εξυμνεί την Μητέρα του Χριστού, την Παναγία.

ΣΠΥΡ. Γ. ΜΑΚΡΗΣ*

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη χρόνος ΙΓ΄ Τόμος Δ΄ τεύχος 24/Άνοιξη 1977, σελίδες 94-96

*Βλ. σχετικά και το εκτενέστερο και διεξοδικότερο άρθρο του Σπ. Γ. Μακρή για τον «Ακάθιστο Ύμνο» στη Νέα Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση (Τόμος 3ος, Σελ. 308-311).  

Σημειώσεις:

     Διανύοντας την αγία και μεγάλη τεσσαρακοστή και μέσα στο πνεύμα των κατανυκτικών ημερών, αντιγράφω δύο μικρά μελετήματα του πειραιώτη θεολόγου Σπύρου Γ. Μακρή, από το περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης που υπήρξε συνεργάτης του και μέλος του Φιλολογικού Σωματείου της πόλης μας. Επίσης, μεταφέρω τα λήμματα από την Λογοτεχνία των Ελλήνων για τα μέλη και την πνευματική παραγωγή της πειραϊκής αυτής παλαιάς οικογένειας. Αντιγράφω και τις πληροφορίες που μας δίνει ο πρώην πρόεδρος της Στέγης κυρός Γιάννης Χατζημανωλάκης, ώστε να έχουμε μια μικρή εικόνα του συγγραφέα των άρθρων. Από το σύνολο των 60 μονών, διπλών και τριπλών τευχών του περιοδικού έχω στην βιβλιοθήκη μου, πάνω από 30 τεύχη, έτσι, είναι φυσικό, ενδέχεται η αποδελτίωση των κειμένων του Σ. Γ. Μακρή να μην είναι ολοκληρωμένη. Και εφόσον δεν έχουμε μέχρι σήμερα μια ευρετηρίαση των 60 τευχών της πρώτης περιόδου του περιοδικού, ώστε να γνωρίζουμε την θεματολογία του, τους συνεργάτες του, τα περιεχόμενά του, σε πόσα τεύχη συμμετέχει κάθε συνεργάτης του περιοδικού, δηλαδή την ταυτότητά του και την ατμόσφαιρα της εποχής που εκδίδονταν, περιορίζομαι σε αυτά που έχω μπροστά μου. Κατέγραψα και τα υπόλοιπα κείμενα του πού έχω διαβάσει βρίσκοντάς τα ενδιαφέροντα και κατατοπιστικά των θεμάτων που διαπραγματεύεται. Άλλωστε είναι καθ’ ύλην αρμόδιος να μας μιλήσει για παρόμοια ζητήματα της Βυζαντινής υμνογραφίας. Τα άρθρα του Μακρή, για τα πνευματικά και άλλα ενδιαφέροντα των πειραιωτών της εποχής που έζησε και έδρασε δημιουργικά, έχουν μια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα. Διακρίνονται για την επιστημοσύνη τους, την καλλιέπεια της γραφής, το λυρικό ύφος τους, την ακριβολόγα επισήμανση, την τεκμηρίωση, την ζέση με την οποία πλησιάζει, σχολιάζει το θέμα του, εκθέτει τις απόψεις του, προτείνει τις ερμηνείες του. Τους σταθμούς των διαβασμάτων του που εντοπίζει και επεξεργάζεται τα θέματά του. Η θρησκευτική του πνοή δένει με την επιστημονική του έρευνα. Διαθέτει χριστιανικό φρόνημα μα και διάθεση γνωριμίας με σταθμούς της ελληνικής παράδοσης. Τα κείμενά του κινούνται, τα περισσότερα, σε ένα πλαίσιο εκκλησιαστικών και χριστιανικών αναφορών. Ένα παιδευτικό πλαίσιο διδασκαλίας που σπούδασε, αγάπησε, θήτευσε, διακόνησε σαν εκπαιδευτικός. Καλλιέργησε σαν επιστήμονας στις εργασίες του. Δεν θέλησα να προσθέσω και ορισμένους τίτλους παλαιότερων άρθρων του που έχω συναντήσει στην ημερήσια τοπική παλαιά εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» του Παύλου Πέτσα, ώστε να μην ξεστρατίσει το παρόν σημείωμα από το κεντρικό στόχο του που είναι ο Ακάθιστος Ύμνος, η περιπέτεια της συγγραφής του, ο εμπνευστής και συνθέτης του, η δομή του, η ρυθμολογία του, η στιχουργική του, οι πηγές του, η γλώσσα του, οι επιρροές του, όπως μας τα καθρεφτίζει η γραφή του Σ. Γ. Μακρή. Όπως δεν προσθέτω τίτλους άρθρων και κειμένων που μας είναι γνωστοί για την ποιητική αυτή βυζαντινή κυψέλη που είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. Βιβλία ή άρθρα του Νικόλαου Τωμαδάκη, του Θεόδωρου Ξύδη, του Καριοφύλλη Μητσάκη, του Παναγιώτη Τρεμπέλα κλπ., που διαπραγματεύονται την ιστορία και την πορεία της ορθοδόξου ελληνικής βυζαντινής υμνογραφίας και ιδιαίτερα, τα κεφάλαια για τον Ακάθιστο Ύμνο. Όπως επίσης, θεωρώ προϋπόθεση και την ελληνική τρίτομη έκδοση της ιστορίας της βυζαντινής λογοτεχνίας του Καρλ Κρουμβάχερ που μνημονεύει και ο Σ. Γ. Μακρής, που έχει κυκλοφορήσει παλαιότερα στα ελληνικά.. Ούτως ή άλλως, ο Ακάθιστος Ύμνος και η λαϊκή του χρήση την περίοδο της μεγάλης τεσσαρακοστής, βρίσκεται στην «ημερήσια διάταξη» θα σημειώναμε, μέσα στον προφορικό λόγο των ελλήνων. Τα δυσεξήγητα της πνευματικής ζωής και μεταφυσικής παράδοσης φαινόμενα, δεν ερμηνεύονται με βιβλιογραφικές παραπομπές αλλά, με την αυθόρμητη πηγαία ποίηση που προέρχεται από τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Δηλαδή της ίδιας της πατρίδας των ελλήνων για να μην γράψω υπερβολικά ίσως, της ζωής των που είναι ζυμωμένη με ποίηση, αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, ομαδικά και ατομικά θυσιαστήρια μνήμης, μαρτυρολόγια, επαναστατικές εξάρσεις, επώνυμους και ανώνυμους ριμαδόρους και λυράρηδες, προφήτες των σπηλαίων. Πλούσια μέσα στην παράδοση είναι και η συγκομιδή από τα δοξαστικά Χαίρε που αναβλύζουν από τον Ακάθιστο Ύμνο. Ονόματα όπως του Ηλία Μηνιάτη, του Μανουήλ Φιλή, του Φραγκίσκου Σκούφου, του Διονυσίου  Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου, του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων. Πάει την μνήμη μας πίσω στο χρόνο όχι μόνο στους εκκλησιαστικούς υμνωδούς της βυζαντινής γραμματείας αλλά και στα «Χαίρε θεά δέσποινα», «χαίρε, θεά, Παφίη» των επιγραμματοποιών της Παλατίνης Ανθολογίας. Υμνογράφοι ελληνικού τρόπου ζωής και πνευματικού ήθους. Όπου η Μήτηρ Θεού του Σικελιανού συνομιλεί με την Παναγιά την Αθηνιώτισσα του Κωστή Παλαμά. Η Ακριβοσπάθιστη Ελληνική ψυχή που υμνωδεί ο Οδυσσέας Ελύτης συνεχίζει τα μαλάματα της ελληνικής γλώσσας. Η Παναγιά Ελλάδα Φωτοδόχος λαμπάδα μιας ελληνικής ζωής που αντιστέκεται στον θάνατο της ιστορίας. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι η ενεργητική παρουσία μιας αποκαλυπτικής ποίησης που γέννησε μέσα στην ιστορία, η ελληνική ποιητική φωνή και γλώσσα. Είναι η λαϊκή φαρμακία της ψυχής τους. Η δέηση της ευκτικής αναπνοής τους. Το καταύγασμα της μετοχής στο σώμα της άλλης μυστικής παρουσίας. Μιας παρουσίας που δεν εξηγείται με την γλώσσα αλλά με την αλήθεια του Λόγου.

     Οφείλουμε να προσθέσουμε ότι στην πόλη μας, ειδικός περί τα εκκλησιαστικά, ενημερωμένος και κατάλληλος να μας μιλήσει- για θρησκευτικά ζητήματα είναι ο πειραιώτης λόγιος και ποιητής Δημήτρης Φερούσης ο οποίος έχει συγγράψει την εκκλησιαστική ιστορία του πειραιά. Καθώς επίσης και ο πρωτοπρεσβύτερος Ιγνάτιος Ι. Παπασπηλιόπουλος και η εργασία του για τον ιερό ναό του αγίου Βασιλείου, και ορισμένοι άλλοι που ασχολήθηκαν με την ναοδομία του πρώτου λιμανιού. Σε θέματα βυζαντινής γραμματείας και ελληνικής λογοτεχνίας, να υπενθυμίσουμε και την παρουσία του  παλιού πειραιώτη καθηγητή Βασίλη Λαούρδα.

Ο Ακάθιστος Ύμνος, αυτό το πλαστικό αριστούργημα της ελληνικής ποίησης, ο λυρικός μυστικός πομπός εμψύχωσης χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων χριστιανών και μη ανθρωπίνων υπάρξεων, αυτό το ποιητικό μέλισμα της εκκλησιαστικής υμνολογίας, που βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές απλών πιστών ανθρώπων και τις ευφραίνει διαχρονικά, αυτή η θρησκευτικό –αισθητική υμνογραφία της ελληνικής βιωμένης γλώσσας, το ποιητικό αιώνιο μοτίβο με τους εσωτερικούς του μυστικούς αναβαθμούς ύμνησης σκηνών και προσώπων που μετέχουν στο θείο δράμα, με προεξάρχον πρόσωπο την Παναγία, αυτό το βιωμένο ψιθύρισμα προσευχητικής δέησης είναι εδώ και αιώνες το μάνα της λαϊκής ψυχής του έθνους των ελλήνων. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ένας ποιητικός χείμαρρος εικόνων, λέξεων, συμβολισμών, παρομοιώσεων δοξαστικής παράκλησης. Το ύψος της ελληνικής εκκλησιαστικής υμνολογίας που εμψύχωσε και εξακολουθεί να εμψυχώνει. Αυτή η υμνολογική δοξαστική κοινότητα της ποίησης, η τόσο οικεία και αγαπητή στους έλληνες και μη ορθόδοξους, είναι η εντυπωμένη φυσική εικόνα μέσα στην ελληνική γλώσσα, στο πως πορεύεται η ιστορία των ελλήνων. Η εστιακή εικόνα μετάπλασης της πίστης σε ποιητική εμπειρία, το ποιητικό μέλισμα της ελληνικής εκκλησιαστικής λαϊκής υμνογραφίας. Η συνέκφραση του επίγειου με τον ουράνιο πόνο.

Συντάκτης λοιπόν, των παραπάνω άρθρων είναι ο πειραιώτης εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Σπύρος Γ. Μακρής (1899-9/8/1989). Ο θεολόγος Σπύρος ή Σπυρίδων Γ. Μακρής γεννήθηκε στην πόλη μας το 1899,-κατ’ άλλους το 1898. Η οικογένεια Μακρή έχει προσφέρει στον Πειραιά τους δύο προηγούμενους αιώνες επίλεκτα και διακεκριμένα πνευματικά της μέλη. Ιερείς, θεολόγοι καθηγητές της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, δικαστικοί. Λόγιοι Πειραιώτες που τα ίχνη της συγγραφική τους παρουσία εντοπίζονται συχνά στον τοπικό μας έντυπο και περιοδικό τύπο, μα και, σε περιοδικά και βιβλία πέραν των συνόρων του πρώτου λιμανιού. Υπήρξαν αρθρογράφοι σε εκκλησιαστικά και άλλα έντυπα, λημματογράφοι σε γενικές εγκυκλοπαίδειες, εκδότες εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμμάτων, μεταφραστές. Βλέπε ιδιαίτερα του Θεόδωρου Μακρή-αδερφού του Σπύρου Μακρή- και τις μεταφράσεις του έργων ιταλών και γάλλων λογοτεχνών. Για τις συγγραφικές ποικίλες δραστηριότητες των μελών της οικογένειας Μακρή, την εκκλησιαστική και διδασκαλική δράση τους και προσφορά, τα βιβλία που εξέδωσαν, τις εκδοτικές τους εργασίες κ. ά., αντλούμε πληροφορίες από τον τοπικό τύπο, τα διάφορα λήμματα των Γενικών Εγκυκλοπαιδειών όπως η Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια, η Λογοτεχνία των Ελλήνων, η Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, η Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια, και άλλες πηγές των προηγούμενων δεκαετιών. Καθώς και από τις σελίδες των εντύπων που διετέλεσαν συνεργάτες τους. Γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Γ. Μακρής (20/11/1871-24/8/1942), ένας λόγιος πειραιώτης κληρικός ο οποίος υπήρξε μεταξύ άλλων κατηχητής στην πόλη μας, εκκλησιαστικός αρθρογράφος, συγγραφέας διηγημάτων, δημοσίευσε επίσης και νουβέλες με θεματολογία από την βυζαντινή και εκκλησιαστική ιστορία. Υπήρξε εκδότης εκκλησιαστικών εντύπων, όπως η «Χριστιανική Αλήθεια» (1893-1902), η «Αναμόρφωσις» (1899-1906), η «Σημαία της Ανορθώσεως» (1907), όπως μας πληροφορεί ο θεολόγος Σπυρίδων Αβούρης στο λήμμα για τον Γεώργιο Μακρή στον 9ο τόμο της Λογοτεχνίας των Ελλήνων του Χάρη Πάτση σ. 603. Γράφει ακόμα : «Από το 1933 ως το 1937 διατέλεσε διευθυντής και συντάκτης του περιοδικού «Ιερός Σύνδεσμος»» … Σε βιβλία κυκλοφόρησε τα «Περί συντριβής καρδίας» του Ιερού Αυγουστίνου (1890), «Η Κυριακή αργία και ο αγιασμός αυτής» (1896), «Οδηγός του εξομολογουμένου» κ.ά.». Να γράψουμε εν τάχει, ότι προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε θρησκευτικές περιόδους που η Ελλάδα βρίσκονταν κάτω από τον «αστερισμό» των διδασκαλιών του Απόστολου Μακράκη και άλλων μοναχών και ιερέων διδασκάλων και κατηχητών που, ένας ιερέας λόγιος από τον εν σπαργάνοις Πειραιά, μεταφράζει ιερό Αυγουστίνο. Αν αναλογιστούμε πόσοι εκκλησιαστικοί και θεολόγοι της εποχής εκείνης γνώριζαν ή είχαν διαβάσει το έργο «Η Πολιτεία του Θεού» ή τις «Εξομολογήσεις» του καθολικού ιερού Αυγουστίνου. Ενός σημαντικότατου εκκλησιαστικού συγγραφέα της χριστιανικής διδασκαλίας.  Ο ίδιος θεολόγος και συγγραφέας υπογράφει με τα αρχικά του Σ. Ν. Α. και το λήμμα για τον δικαστικό πειραιώτη Θεόδωρο Γ. Μακρή (1906-21/10/1985), νομικό και λογοτέχνη, μεταφραστή, από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά, μικρότερο αδερφό του Σπύρου Μακρή.  Γράφει τα εξής στην σελ. 603: «Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, στην αρχή ως ειρηνοδίκης και κατόπιν πρωτοδίκης. Μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία (1960) διορίσθηκε δικηγόρος Αθηνών. Από νέος ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία ιδιαίτερα με την ποίηση, έγραψε μάλιστα και ποιήματα με παραδοσιακή μορφή. Δημοσίευσε μεταφράσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά «Νέα Εστία», «Καινούργια Εποχή», «Παναθήναια», «Ελληνικός Λόγος», «Φιλολογική Στέγη Πειραιώς» κ.ά. Επίσης μεταφράσεις του διηγημάτων των Ιταλών Πιραντέλλο, Μοράβια, Άλβαρο, Σιλόνε, κ. ά. πεζά κείμενα των γάλλων Μπωντλαίρ, Γκυ Ντε Μωπασσάν, Μπερτερουά κ.ά. του Ιρλανδού Λιάμ Οφλαέρτυ, του αμερικανού Στάϊνμπεγκ κ. ά. Εξ άλλου δημοσίευσε και μεταφράσεις των κριτικών δοκιμίων του Μοράβια για τον Καβάφη, του Γκρήνιν Λάμπορν, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων του άγγλου Χρ. Ροσσέτι, του γάλλου Φρανσί Καρκό και του ιταλού Μοσκαρντέλλι. Μεταφράσεις του αρκετών διηγημάτων του Πιραντέλλο δημοσιεύτηκαν στην τρίτομη συλλογή «Διηγήματα και νουβέλλες του Πιραντέλλο (Δίφρος). Διατέλεσε συνεργάτης της Νέας Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Χ. Πάτση.». Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε ότι σε παλαιότερη βιβλιογραφική εργασία του στο περιοδικό Οδό Πανός, ο γράφων, για τον ιταλό θεατράνθρωπο Λουίτζι Πιραντέλο, έχει καταγράψει τις μεταφράσεις του πειραιώτη Θεόδωρου Μακρή που εντόπισε. Επίσης, στον τοπικό τύπο πχ. «Σφαίρα», «Ελληνική Ώρα», «Φωνή του Πειραιώς» κ. άλλες ημερήσιες εφημερίδες συναντά κανείς τα συγγραφικά βαδίσματα και των τριών λογίων της οικογένειας Μακρή. Τέλος, πάλι με τα αρχικά του Σ. Ν. Α. ο θεολόγος και συγγραφέας Σπυρίδων Αβούρης, σημειώνει για τον θεολόγο και συγγραφέα Σπυρίδων Μακρή, του οποίου δύο άρθρα αντιγράφουμε. Γράφει ο Σ. Ν. Α. στην σελίδα 605 της Εγκυκλοπαίδειας του Χάρη Πάτση: « Μακρής Σπυρίδων΄ θεολόγος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1898. Εκεί συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1918 πήρε το πτυχίο της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με τον βαθμό «άριστα». Γράφτηκε αργότερα στη φιλοσοφική Σχολή, την οποία τελείωσε. Υπηρέτησε καθηγητής και γυμνασιάρχης σε διάφορες εκκλησιαστικές σχολές και ανώτερα εκκλησιαστικά φροντιστήρια (Κόρινθο, Κατερίνη, Ριζάρειο Αθηνών). Το 1961 πήρε το βαθμό του γυμνασιάρχη και το 1964 αποχώρησε από την υπηρεσία. Διατέλεσε έφορος  προσκόπων (1923-24), είναι μέλος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» και συνεργάτης της Νέας Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Χ. Πάτση και της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Έργα του: Στοιχειώδης Λειτουργική (1929), Στοιχειώδης Ορθόδοξος Χριστιανική κατήχησις (1932), «Επίτομος Ποιμαντική (1953), Ο Χιλιασμός και αι κακοδοξίαι αυτού (1952). Διδάγματα από το Πάθος (1954). Επίσης δημοσίευσε λιθογραφημένα βιβλία, ως βοηθήματα των σπουδαστών των Εκκλησιαστικών Σχολών: Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη (1954), Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη (1953), Λειτουργική (1954), Χριστιανική Ηθική (1955) κ.ά. Κατά τα έτη 1955-1959 επανέκδωσε στην Αθήνα με συνεργάτη το θεολόγο Ιωάννη Τιμαγένη το περιοδικό του πατέρα του «Αναμόρφωσις».».

     Με την αναγγελία της αποδημίας πλήρης ημερών του Σπύρου Μακρή, ο παλαιός πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς συγγραφέας Γιάννης Χατζημανωλάκης, κατευόδωσε με ένα εκτενές σημείωμά του την απώλεια του Σπύρου Γ. Μακρή στο τριπλό τεύχος του περιοδικού Φιλολογική Στέγη νούμερα 49-50-51/7, 1989-3,1990, σελίδες 158-159. Στις σελίδες «ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ»

ΣΠΥΡΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗΣ (1899-1989)

Όσο και αν ο θάνατος του Σπύρου Γ. Μακρή ήρθε με το πλήρωμα του χρόνου, σαν φυσική κατάληξη μιας πλήρους-κυριολεκτικά-ζωής, μου προκάλεσε όπως πιστεύω και σε πολλούς άλλους, βαθύτατη θλίψη. Γιατί ο Σπ. Μακρής ήταν ένας συμπαθέστατος άνθρωπος, με ευγένεια αισθημάτων, με ακέραιο ήθος και με ευρύτατη-και πέρα από τα ενδιαφέροντα του επιστημονικού κλάδου του-παιδεία και καλλιέργεια. Και παρά το βάρος των εννέα δεκαετηρίδων, που είχε καλύψει η εγκόσμια διαδρομή του, διατηρούσε ως το τέλος του βίου του πλήρη και πνευματική διαύγεια, καθαρότατη κρίση και κείνο το υψηλό αίσθημα ευθύνης, που τον διέκρινε πάντα στην πορεία του στη ζωή…

Ο Σπύρος Γ. Μακρής γεννήθηκε στον Πειραιά την τελευταία χρονιά του 19ου αιώνα-το 1899. Ήταν το πρώτο παιδί του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Μακρή (1871-1942), ενός φωτισμένου, για την εποχή του, κληρικού, που εξέδωσε τα περιοδικά «Χριστιανική Αλήθεια» και «Αναμόρφωσις», διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας, οργάνωσε τα πρώτα κατηχητικά σχολεία και-γενικά-ανέπτυξε αξιόλογη εκκλησιαστική και φιλανθρωπική δράση. Ο παπά-Μακρής, όπως ήταν ευρύτερα γνωστός στον πειραϊκό χώρο, δημιούργησε μια πολυμελή και ευτυχισμένη οικογένεια, σπούδασε τα παιδιά του, που διέπρεψαν αργότερα σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους και άφησε, με το έργο του και την κοινωφελή προσφορά του αγαθή μνήμη.

Ενδεικτικά σημειώνω πως, εκτός από τον πρωτότοκο γιό του, το Σπύρο, που ακολούθησε την πατρική παράδοση και σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τρία ακόμα από τα παιδιά του ξεχώρισαν ως επιστήμονες: Ο γνωστός παθολόγος και παιδίατρος Νικόλαος Μακρής (+1985), ο Κωνσταντίνος Μακρής (1902-1981), ιδρυτής ενός από τα πρώτα Μικροβιολογικά και Χημικά Ινστιτούτα στον Πειραιά και καθηγητής από το 1956 της φαρμακευτικής χημείας και φαρμακογνωσίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης’ και ο Θοδωράκης (1906-1985), που σταδιοδρόμησε με τη λογοτεχνία και ήταν, μαζί με την αξέχαστή σύζυγό του Ζωή, το γένος Τσακασιάνου, από τα ιδρυτικά μέλη της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς», το 1930. Ένας ακόμα από τους γιούς του-ο μικρότερος-, ο Αστυάναξ Μακρής, που χάθηκε νεότατος, είχε σπουδάσει επίσης γιατρός, ενώ και οι δύο κόρες του, η Μαρία (φιλόλογος) και η Ασημίνα (καθηγήτρια πιάνου) διακρίθηκαν επίσης στους κλάδους που ακολούθησαν. Την ωραία αυτή πνευματική παράδοση της οικογένειας Μακρή συνεχίζουν οι εκπρόσωποι της τρίτης και τέταρτης γενεάς και-κυρίως-η Ξανθή Θ. Μακρή, καθηγήτρια της Βιομηχανικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας, η Ξανθούλα Σπ. Μακρή-Σταματοπούλου, καθηγήτρια της Θεολογίας και κόρη της τελευταίας Μαρία Σταματοπούλου-Μακρή, Δρ. των Πολιτικών Επιστημών.

     Ο Σπύρος Γ. Μακρής σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και νεότατος διορίσθηκε καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, όπου και υπηρέτησε πολλά χρόνια, για να κλείσει τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής της «Ριζαρείου» εκκλησιαστικής σχολής, με μακρά και γόνιμη προσφορά (πολλοί από τους σημερινούς ιεράρχες υπήρξαν παλαιοί μαθητές του). Παράλληλα δίδαξε στη ιδιωτική εκπαίδευση και στο σχολικό έτος 1945-46 ευτύχησα να τον έχω καθηγητή στην Γ΄ τάξη του οκτατάξιου-τότε-Γυμνασίου, στο Λύκειο «ο Πλάτων» του Παλαιολόγου Παπαϊωάννου. Από την εποχή εκείνη χρονολογούνται οι δεσμοί μου με το Σπύρο Μακρή, που, φυσικά, πήραν άλλες διαστάσεις στα χρόνια της ωριμότητας, ιδιαίτερα μετά την είσοδό του στον κύκλο της «Φιλολογικής Στέγης», της οποίας υπήρξε από τους τακτικότερους και συνεπέστερους «εταίρους».

     Εκτός όμως από τη σημαντική προσφορά του στην εκπαίδευση, αξιόλογο είναι και το συγγραφικό έργο του Μακρή. Με μελέτες, που αναφέρονται σε γνωστές και άγνωστες μορφές της Ορθοδοξίας και εκδόθηκαν σε ιδιαίτερα τεύχη, με σχολικά βοηθήματα για τους σπουδαστές της «Ριζαρείου» και με μεγάλο αριθμό δημοσιευμάτων, πάνω σε εκκλησιαστικά αλλά και ευρύτερα πνευματικά και κοινωνικά θέματα. Τα άρθρα και μελετήματα αυτά, δημοσιευμένα, τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά-και κυρίως στη «Φωνή του Πειραιώς» και τη «Φιλολογική Στέγη»-ξεχωρίζουν για τον πλούτο των στοιχείων, την επιστημονική τεκμηρίωση, τη γλαφυρότητα του ύφους και τις προοδευτικές «θέσεις» τους.

     Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αυτός ο πολιός πρεσβύτης, που είχε γεννηθεί στο τέλος του περασμένου αιώνα, αυτός ο βαθύτατα θρήσκος αλλ’ όχι θρησκόληπτος, που τηρούσε όμως αυστηρά και με περισσήν ευλάβεια το «τυπικό» της θείας λατρείας και της εκκλησιαστικής παράδοσης, ήταν παράλληλα κι ένας καθ’ όλα σύγχρονος άνθρωπος’ προοδευτικός όχι μόνο στις πολιτικές (με την πλατύτερη έννοια-και πέρα από κομματικά σχήματα) πεποιθήσεις του αλλά και στις «θέσεις» του πάνω στα επιστημονικά, ακόμα και στα καθαρά θρησκευτικά ή-στενά-εκκλησιαστικά θέματα, στηλιτεύοντας κάθε ακρότητα, κάθε ανελεύθερη τάση, απ’ όπου κι αν προερχόταν, κάθε εκδήλωση στείρου και δογματικού φανατισμού. Ήταν ο «γέροντάς» μας, ένας σοφός, νουνεχής και ακέραιος άνθρωπος, που θα μας λείψει…

    Για δε την έκδοση του βιβλίου του Σπυρίδωνος Γ. Μακρή: «Μελέτιος ο εξ Ιωαννίνων» μητροπολίτης Αθηνών» (μελέτη) Αθήνα 1982, σχολιάζει ο τελευταίος ιστορικός του Πειραιά Γ. Χς, στις σελίδες «ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ» του περιοδικού Φ. Σ. τεύχος 30/12, 1983, σ. 152. Ο καθηγητής και τ. διευθυντής του Ανωτέρου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου της «Ριζαρείου» Σχολής, ο σεβαστός μου Σπυρ. Γ. Μακρής, που σε πείσμα των χρόνων που περνούν διατηρεί μια θαλερή πνευματική νεότητα, τύπωσε τελευταία το μελέτημά του για το Μελέτιο τον εξ Ιωαννίνων που διατέλεσε μητροπολίτης Αθηνών (1703-14) με ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή, την εκκλησιαστική δράση και το αξιόλογο συγγραφικό έργο του. Βιβλιογραφικά ενημερωμένη με προσφυγή στις εγκυρότερες πηγές, η εργασία αυτή είναι χρήσιμη και στους μη ειδικούς και διαβάζεται ευχάριστα, χάρη στο γλαφυρό ύφος του Σπ. Μακρή, που κερδίζει τον αναγνώστη.

Ενώ, ο ίδιος υπογράφει ανάμεσα στις άλλες Πειραϊκές απώλειες του 1985 (Λουκάς Μουζάκης 1921-1985. Κύπρος Φραγκούλης 1911-1985, Πάνος Παπαρρηγόπουλος 1913-1985). Και την απώλεια του Θεοδ. Γ. Μακρή (+1985), βλέπε Φ. Σ. τεύχος 34/10,12,1985, σ. 372.

Κείμενα του Σπύρου Γ. Μακρή στο περιοδικό

-Φ. Σ. Χρόνος ΙΒ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 23/ Άνοιξη 1976, σελίδες 31-33, ΚΑΣΣΙΑΝΗ (η μεγάλη βυζαντινή ποιήτρια-μελωδός)

-Φ. Σ. Χρόνος ΙΓ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 24/Άνοιξη 1977, σελίδες 94-96.  Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

-Φ.Σ. Χρόνος ΙΔ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 26/ Χειμώνας 1979, σελίδες 281-283. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ.

-Φ.Σ. Χρόνος ΙΕ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 27/Καλοκαίρι 1980, σελίδες 366-368. ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ.

-Φ.Σ. Χρόνος 17ος, Τόμος Ε΄, τεύχος 29/Φθινόπωρο 1982, σελίδες 19-22. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΥΜΝΟΙ ΤΟΥ.

-Φ.Σ. Χρόνος 18ος, Τόμος Ε΄, τεύχος 30/ Δεκέμβριος 1983, σελίδες 119-120. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΦΡΕΑΤΤΥΔΑ.  ΚΑΙ, βιβ/κη του Γ. Χατζημανωλάκη σ. 152, για το βιβλίο ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ, «Μελέτιος ο εξ Ιωαννίνων, μητροπολίτης Αθηνών» Αθήναι 1982 (μελέτη)

-Φ.Σ. Χρόνος 22ος, Τόμος Στ΄, τεύχος 39-40/Ιανουάριος-Ιούνιος 1987, σελίδες 15-16,18. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

-Φ.Σ. Χρόνος 23ος, Τόμος Στ΄, τεύχος 44/Απρίλιος-Ιούνιος 1988, σελίδες 264-266. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ.

-Φ.Σ. Χρόνος 24ος, Τόμος Ζ΄, τεύχος 48/Απρίλιος-Ιούνιος 1989, σελίδες 91. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, (Απαντητική επιστολή σε απάντηση επιστολής της Μαρίας Αρβανίτη-Σωτηροπούλου, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 46)

-Φ.Σ. Χρόνος 25ος, Τόμος Ζ΄, τεύχη 49-50-51/Ιούλιος 1989-Μάρτιος 1990, σελίδες 125-129. Δημοσιεύεται το διήγημα «Ο ΗΛΙΟΣ ΗΤΑΝ ΨΕΜΑ» της Μαρίας Αρβανίτη-Σωτηροπούλου, «Στη μνήμη του Σπύρου Μακρή». ΚΑΙ σελίδες 158-159, στις «Πειραϊκές Απώλειες» δημοσιεύεται κείμενο του Γ. Χατζημανωλάκη, ΣΠΥΡΟΣ Γ.  ΜΑΚΡΗΣ (1899-1989).

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Χαίρε η γλωσσολάμπουσα λύρα των ουρανίων ωδών.