Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο πειραιώτης ποιητής και τεχνοκριτικός Κώστας Θεοφάνους

               ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

«Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά 1884-1984» (Πειραιώτες ζωγράφοι και γλύπτες). Εκδόσεις «Γκαλερί Κόντη», Πειραιάς 1985 (Σχ. 17Χ24, σελ. 160)

      Το έργο του Κ. Θεοφάνους, ογκώδες και πολύπλευρο, εκτός από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει κατά περιοχές, εικονίζει επίσης μια προσωπικότητα που κυριότερο μέλημά της είναι να ισορροπήσει την εσωτερική ανίχνευση και το πλάτος των διαφερόντων της για τον κόσμο που την περιβάλλει. Εκπαιδευτικός, ποιητής, κριτικός της τέχνης, μεταφραστής, δημοσιολόγος, ο Θεοφάνους έχει αφήσει το προσωπικό του αποτύπωμα στους χώρους όπου κινείται. Αυτό το αποτύπωμα, σύντομα και σε πολύ γενικές γραμμές, θα προσπαθήσω να συλλάβω απόψε.

      Επειδή η αναφορά αυτή κινδυνεύει να προσλάβει τον τόνο ενός απολογισμού που μόνος ο ίδιος έχει δικαίωμα να κάνει, και επειδή ο πνευματικός άνθρωπος που τιμούμε σήμερα βρίσκεται σε πλήρη δράση, ώστε κάθε ιδέα απολογισμού να φαίνεται τελείως άκαιρη, θα μου επιτρέψετε να αρχίσω με μια όψη του ταπεινότερη και καθημερινή.

      Από τότε που τον γνωρίζω, και είναι αρκετά χρόνια, πάντοτε μου έδινε την εντύπωση ανθρώπου δεμένου στενά με το χώρο, ενός εραστή της πόλης-του Πειραιά εννοώ-είδος που έχει σχεδόν εκλείψει, ίσως όχι αδικαιολόγητα, αφού οι πόλεις δεν παρουσιάζουν πια τίποτε το αξιέραστο. Αλλά ο Θεοφάνους πρόφθασε στα νεανικά του χρόνια να γνωρίσει την τελευταία εικόνα του Πειραιά, την ακόμη ανθρώπινη και παρόλο ότι τώρα, στην ωριμότητά του, διατηρεί πολλά από τον ψυχισμό της εφηβείας, νομίζω ότι στο πρόσωπό του αναζεί παράδοξα η ωραία όψη της πόλης, αυτής που άρχισε να χάνεται πριν από μια τριακονταετία. Η διακριτική παρουσία του στους δρόμους, το καφενείο, τις μικρές ταβέρνες και τις αίθουσες διαλέξεων, εξακολουθεί να είναι μια ευφρόσυνη εικόνα της πειραϊκής ημέρας. Ο ίδιος, βέβαια, δεν είναι ο απλός περιπατητής, αλλά ένας ευαίσθητος δέκτης που καταγράφει του ερεθισμούς της πόλης και αποθησαυρίζει τη μνήμη της.

     Εάν, προηγουμένως, μιλώντας για το έργο του, έθεσα πρώτη την ιδιότητα του εκπαιδευτικού δεν είναι τυχαίο. Το παιδευτικό του έργο είναι ίσως τόσο σημαντικό όσο και το άλλο, αλλά η ιδιομορφία, και η πολυτιμότητα της παιδείας, η αμεσότητα ακόμη των επιδράσεών της, είναι που της δίνουν το προβάδισμα. Βαθύτατος γνώστης της γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας, ο Θεοφάνους έχει την εξαίρετη ικανότητα μεταδόσεως της γνώσης. Αλλά δεν είναι αυτά μόνο που του επιτρέπουν να επιδρά στους νέους ανθρώπους.

     Είναι, προπάντων, το ήθος του, η φυσική του ευγένεια, η αίσθηση της ευθύνης, η μοναδική ανθρωπιά του. Ο Θεοφάνους, ο καθηγητής, κατόρθωσε, δια μέσου ενός μαθήματος που ιδιαιτέρως δεν προσφέρεται, να δημιουργήσει μια τέτοια παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές του, ώστε να επεκτείνει στην περιοχή του ηθικού την απλή χρησιμοθηρία του μαθήματος.

      Ολοκλήρωση του παιδευτικού του έργου είναι το βιβλίο του «Γραμματική και Συντακτικό της Γαλλικής». Αξιόλογο εγχειρίδιο που γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις.

     Προσφορά στην παιδεία είναι η συγγραφή και δύο άλλων βιβλίων: της μυθιστορηματικής βιογραφίας «Ντιντερό», η οποία έχει τιμηθεί με γαλλικό μετάλλιο και το φιλοσοφικό «Ρουσώ και Ντιντερό», στο οποίο εκτίθεται ο βίος και το έργο των δύο φιλοσόφων. Θα τονίσω εδώ την ευχέρεια με την οποία ο συγγραφέας αναπαριστά την εποχή, ζωντανεύει τους ανθρώπους και αναλύει, με απλότητα και ακρίβεια, το επιστημονικό έργο τους.

     Η σχέση του Θεοφάνους με τα γαλλικά γράμματα στηρίζεται ακόμη σε μια σειρά δόκιμων μεταφράσεων κλασικών και νεότερων έργων. Μετέφρασε αριστοτεχνικά τον Μπαλζάκ, τον Βίκτωρ Ουγκώ, τον Αντρέ Μωρουά, τον Ραϊμόν Ρατιγκέ, τον Ρομαίν Γκαρύ και άλλους. Στη μεταφραστική του εργασία καταλέγονται ακόμη και οι τρείς τόμοι έργων του Τσέχωφ.

     Δεν ξέρω ποια από τις ιδιότητές του προτιμά ο Θεοφάνους, ποιό μέσο τον εκφράζει καλύτερα, πιστότερα. Υποθέτω ότι η ποίηση διατηρεί πάντοτε επίλεκτη θέση στις ενασχολήσεις του, αφού αυτή έχει σαφώς δημιουργικό και επίσης εξομολογητικό χαρακτήρα. Δεν θα ήθελα να θίξω το κεφάλαιο της ποιητικής δημιουργίας, αφού μόνο τούτο θα απαιτούσε ολόκληρο τον χρόνο της σημερινής βραδιάς, μπορώ όμως να παρατηρήσω, ότι στις σελίδες των οκτώ ποιητικών συλλογών του αποκαλύπτεται μια σπάνια ευαισθησία, ευάλωτη, εύτρωτη στα κέντρα του εαυτού της πρώτα, και κατόπιν στα κέντρα της ζωής.

     Εάν μόνιμα χαρακτηριστικά των παλαιότερων ποιημάτων είναι η λυρική έξαρση και η μελαγχολική διάθεση, που συχνά αγγίζει τα όρια του δράματος, η νεότερη ποίησή του συγκρατεί το λυρικό στοιχείο, αλλά διέπεται από μια φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων, την αποδοχή του πραγματικού και την εγκαρτέρηση.

      Και προς στιγμήν, τουλάχιστον, φαίνεται να κοπάζει ή να απωθείται η πάλη ανάμεσα στην λαχτάρα για ζωή και την πικρία του ανικανοποίητου ή τη φθορά που επέρχεται.

     Η κριτική της τέχνης με την οποία ασχολείται επίσης, και στην οποία θα επιμείνω, είναι μια άχαρη και πολύ δύσκολη υπόθεση. Προσφέρει ελάχιστη ικανοποίηση, δημιουργεί εχθρούς, και δίνει την εντύπωση του αναγκαίου κακού που συνοδεύει την εικαστική δημιουργία. Εναπόκειται στον κριτικό να μεταβάλει την ιδέα αυτή.

     Ο κριτικός οφείλει, κατ΄ αρχήν, να έχει γενικές γνώσεις που αφορούν εντελώς ανόμοια αντικείμενα, και ειδικές γνώσεις για αντικείμενα που οπωσδήποτε σχετίζονται με την εργασία του. Να πραγματοποιεί με άνεση τεράστια άλματα μέσα στο χρόνο, αλλά και να έχει συγκεκριμένη εικόνα της εποχής του. Να διαθέτει παρατηρητικότητα οξύτατη, ευαισθησία και εκείνο το ακαθόριστο χάρισμα-την διαίσθηση;- που επιτρέπει την επικοινωνία με το καλλιτέχνημα και τον δημιουργό.

     Βεβαίως, οφείλει να γνωρίζει τη γλώσσα του, ώστε με ακρίβεια να εκθέτει τη γνώμη του. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο κώδικας της κριτικής των εικαστικών είναι δάνειο από άλλες τέχνες, την επιστήμη και τη λογοτεχνία-μιλούμε λ.χ. για ένταση του χρωματικού τόνου, αφαίρεση, ηχηρά ή υπόκωφα χρώματα-είναι εύκολο να εννοήσουμε τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο κριτικός προκειμένου να δώσει το ορθό λεκτικό περίβλημα στους στοχασμούς και τα αισθήματα που προκαλεί το έργο τέχνης.

     Θεωρώ αυτονόητο ότι πρέπει να είναι ευσυνείδητος, ειλικρινής και έντιμος και, φυσικά, να έχει τη στοιχειώδη λογική να μην καταπιάνεται με πράγματα που δεν του είναι οικεία.

     Οι αρετές που ανέφερα χαρακτηρίζουν τον Θεοφάνους ως τεχνοκρίτη και αντανακλούν στο τελευταίο βιβλίο του «Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά, 1884-1984».

      Το έργο είναι το τελευταίο και περισσότερο ολοκληρωμένο στάδιο μιας διεργασίας που άρχισε πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια και της οποίας η αφετηρία και οι ενδιάμεσοι σταθμοί έχουν ως εξής: Το 1961 κυκλοφορούν οι «Πειραιώτες καλλιτέχνες», κείμενα δημοσιευμένα ήδη σε τοπικές εφημερίδες. Ακολουθεί το 1966 «Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά», όπου βιογραφούνται πενήντα τρεις παλαιοί και σύγχρονοι Πειραιώτες. Το 1973 εκδίδεται το βιβλίο «Παλιοί Πειραιώτες ζωγράφοι» που περιέχει βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία για δεκατέσσερις. Το 1978 η Γκαλερί Κόντη εκδίδει τους «Σύγχρονους Πειραιώτες ζωγράφους» με εικοσιπέντε καλλιτέχνες.

      Το βιβλίο που κρατούμε σήμερα: «Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά 1884-1984», είναι ένας καλαίσθητος τόμος 200 περίπου σελίδων, έκδοση και πάλι της Γκαλερί Κόντη, που πρέπει να επαινεθεί για την πρωτοβουλία να επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε έναν τομέα, συγγενή με το κύριο έργο της, αλλά εξαιρετικά δαπανηρό. Το έργο περιλαμβάνει κατατοπιστικό πρόλογο του προέδρου της Φιλολογικής Στέγης Γιάννη Χατζημανωλάκη, καθώς και τους προλόγους του συγγραφέα στις προηγούμενες εκδόσεις. Χωρίζεται κατόπιν σε ενότητες, από τις οποίες η πρώτη αποτελείται από δέκα μονογραφίες, αφιερωμένες στους: Κωνσταντίνο Βολανάκη, Πολυχρόνη Λεμπέση, Σπύρο Παλιούρα, Στέλιο Μηλιάδη, Αλέξανδρο Χριστοφή, Σπύρο Βανδώρο, Μιχαήλ Οικονόμου, Θεόδωρο Λεκό, Ματθαίο Παπαθεοδούλου και Επαμεινώνδα Λιώκη. Από τους καλλιτέχνες της πρώτης ενότητας ζει μόνο ο Θεόδωρος Λεκός.

     Το δεύτερο μέρος, «Οι Παλιοί» περιλαμβάνει βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία δεκατεσσάρων καλλιτεχνών. Το τρίτο, «Οι Σύγχρονοι» καλύπτει εικοσιοκτώ καλλιτέχνες, δρώντα μέλη της καλλιτεχνικής οικογένειας, ενώ η Πέμπτη ενότητα-οι Νεότεροι-αναφέρεται σε είκοσι καλλιτέχνες οι οποίοι γεννήθηκαν από το 1943 και έπειτα. Οι γυναίκες, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, απομονώθηκαν όλες μαζί σε μια έκτη και τελευταία ενότητα.

     Ανέφερα όλες αυτές τις λεπτομέρειες, ιδίως τις επανειλημμένες εκδόσεις, προκειμένου να δείξω πόσο στενή και παλαιά είναι η σχέση του συγγραφέα με το αντικείμενό του.

     Τα προτερήματα που θα επισημάνει ο αναγνώστης είναι η αυθεντικότητα των στοιχείων που παρατίθενται και τα οποία ο συγγραφέας απέκτησε είτε από προσωπική επαφή με τους βιογραφούμενους και τους οικείους των, είτε από επισταμένη έρευνα, η διεισδυτικότητα και η σαφήνεια με την οποία αναλύεται και τοποθετείται η δουλειά του καλλιτέχνη, το γλαφυρό ύφος που καθιστά τη δύσκολη προβληματική της αισθητικής ελκυστικό ανάγνωσμα.

      Μια τελευταία παρατήρηση που αφορά τη δομή του βιβλίου: Θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, γιατί ο συγγραφέας προτίμησε αυτό το είδος συνθέσεως, την παράθεση δηλαδή βιογραφιών εμπλουτισμένων με εργογραφικά και άλλα στοιχεία και όχι τη συγγραφή μιας ευρείας μελέτης, ιστορίας ακριβέστερα, της πειραϊκής τέχνης.

      Η απάντηση, νομίζω, νοείται εύκολα’ διότι πειραϊκή τέχνη με την έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η οποία διακρίνεται από την λοιπή ελληνική τέχνη με σαφή στοιχεία ιδιαιτερότητας δεν υπάρχει.

     Το γεγονός ότι μια μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών, παλαιών και νεότερων, ζει και εργάζεται στον Πειραιά δεν φαίνεται να έχει ουσιαστική επίδραση στο έργο της. Η πόλη δεν γνώρισε ποτέ μια ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά τεχνοτροπίας, ούτε αποτέλεσε συνδετικό κρίκο μιας σχολής. Καμιά άλλωστε ελληνική πόλη δεν ανέλαβε ποτέ παρόμοιο ρόλο.

     Οι καλλιτέχνες του Πειραιά διαχωρίζονται από την προσωπική ιδιομορφία της τέχνης τους, όπως άλλωστε και οι άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες, το έργο τους αποτελεί σημαντικό τμήμα της ελληνικής τέχνης.

     Υπάρχουν, εντούτοις, στοιχεία που αποκαθιστούν μια ιδιαίτερη σχέση των πειραιωτών ζωγράφων με την πόλη. Αυτά είναι, κυρίως, τα θεματογραφικά στοιχεία, και σπουδαιότερο από όλα το λιμάνι. Από αυτό εμπνέονται οι ζωγράφοι του Πειραιά από την εποχή του Βολανάκη έως σήμερα. Μάλιστα η συνεχής διαδοχή των λιμενογραφιών από τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα, έχει αποτυπώσει αφ’ ενός τις μεταβολές του λιμενικού χώρου και κατόπιν τις μεταβολές της οπτικής από την οποία θεωρείται αυτός. Εάν λ.χ. την εποχή του Βολανάκη το λιμάνι είναι τόπος ρεβασμού, την εποχή του Κούτση είναι χώρος με ιδιάζουσα ναυτική δραστηριότητα, ενώ ο Συρίγος σε μικρά νεανικά του έργα, από τα καρβουνιάρικα, αν δεν κάνω λάθος, παρουσιάζει τον μόχθο των αχθοφόρων με έντονο ρεαλισμό.

     Το δεύτερο μεγάλο θέμα που προτείνει με εξαιρετική αφθονία και γραφικότητα ο Πειραιάς, δηλαδή το εργοστάσιο, σποραδικά μόνο εμφανίζεται στη θεματογραφία.

     Αντιθέτως, τα πειραϊκά πρόσωπα, ιδίως οι εργάτες και οι ναυτικοί εμπνέουν τους ζωγράφους μας.

     Δεν θα ήθελα να επεκταθώ στο ζήτημα. Θα κλείσω με την διαπίστωση ότι ο ιστορικός προκειμένου να σχηματίσει την εικόνα της ελληνικής τέχνης, ιδίως των τελευταίων δεκαετιών, είναι υποχρεωμένος να συμβουλευτεί το βιβλίο του Θεοφάνους, από το οποίο έχει να αντλήσει στοιχεία πολύτιμα.

      Ο Πειραιάς πρέπει να οφείλει ευγνωμοσύνη στον συγγραφέα.

      ΜΑΝΟΛΗΣ  ΒΛΑΧΟΣ,

περιοδικό Φιλολογική Στέγη τεύχος 36/4,5,6, 1986, σελίδες 473-475. Τόμος 5ος, χρόνος 21ος. Στις σελίδες Κριτική Βιβλίου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

        Άχαρο και δύσκολο να κλείσεις την πνευματική και καλλιτεχνική διαδρομή πενήντα χρόνων προσφοράς ενός συγγραφέα σε ένα σημείωμα, μια κριτική παρουσίαση, ένα άρθρο, ίσως ακόμα και μιας ενδελεχούς καταγραφής των έργων του, των δημοσιευμάτων του, των δημόσιων προφορικών και γραπτών παρεμβάσεών του. Ακόμα και αν η διαρκής αυτή ανιδιοτελής διακονία ενός ποιητή αφορά την μικρή μας πόλη, τον Πειραιά, το πρώτο λιμάνι της χώρας που δεν «φημίζεται» για την και τόσο καλή του σχέση, έναντι των δημιουργών του, των συγγραφέων του. Τους πειραιώτες και πειραιώτισσες-που δεν είναι καθόλου λίγοι- που καθρεπτίζουν διαχρονικά στην ιστορική του πορεία, το πνευματικό και καλλιτεχνικό πρόσωπο της Πόλης μας. Και αν προσθέσουμε και την νοσταλγία της προσωπικής γνωριμίας, των θερμών ανθρώπινων συναντήσεων και συνομιλιών, τότε το συναίσθημα της θλίψης θα σε πλημμυρίσει, για λίγο έστω, και ίσως, δεν θα γνωρίζεις που και πως οφείλεις να το διαχειριστείς, να το διοχετεύσεις. Θα το διαφυλάξεις μέσα στο σεντούκι της μνήμης σου ή θα το αποθέσεις σε ένα γραπτό κείμενο στην λευκή σελίδα του τετραδίου, σε μια αναφορά σου σε φιλική συζήτηση, σ’ ένα εκτενές σημείωμα σε μια ιστοσελίδα των σύγχρονων μεταμοντέρνων σκληρών και αδιάφορων καιρών μας. Εποχές που οι νέες γενιές των ανθρώπων νιώθουν υπερηφάνεια στο να ξεχνούν  και να παραγνωρίζουν την πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά των παλαιότερων γενεών, των προγόνων τους. Ημέρες εύπεπτων ιλουστρασιόν εμπειριών που η δημόσια λήθη της συλλογικής μνήμης είναι ένα φαινόμενο σταθερής και συνειδητής τους άρνησης, της ίδιας τους της ιστορίας, της παράδοσης, της συνέχειας των πνευματικών κληροδοτημάτων που τους άφησαν οι παλαιότεροι, οι πατεράδες τους. Πειραιώτες και Πειραιώτισσες, πάμφτωχες και ξεριζωμένες οικογένειες,-εσωτερικοί μετανάστες κάθε εργασιακού και εμπορικού βίου και ηλικίας, πνευματικού επιπέδου και οικονομικής άνεσης- που σε απείρως σκληρότερες και δυσκολότερες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ζώντας, εργάστηκαν σκληρά, πάλεψαν ακόμα σκληρότερα,  άντεξαν, ξενιτεύτηκαν και δημιούργησαν αυτό που ονομάσθηκε «πειραϊκό θαύμα». Έγραψαν, ζωγράφισαν, μελώδησαν, αρχιτεκτόνησαν, σκηνοθέτησαν, έψαλλαν, ύμνησαν την πόλη του Πειραιά, τις γειτονιές και τα σοκάκια της, τις ακτογραμμές της, τους λοφίσκους της, μα πάνω από όλα, την αγάπησαν με θερμό πάθος. Επέλεξαν τον Πειραιά σαν οικογενειακή εστία για να στεριώσουν, να αφήσουν απογόνους, να εργασθούν, να δημιουργήσουν. Μια πόλη που οργανώθηκε από τους ξωμάχους κατοίκους της, τους καραβοκύρηδές της, τους ρεμπέτες της, τους αστούς της, τους εμπόρους της, τους βιομήχανούς της, τους εφοπλιστές της, τους μεταπράτες της, τους ψαράδες της, τους ποιητές της, τους μυθιστοριογράφους της, τους εκδότες της, τους αρχιτέκτονές της, τους λαϊκούς οργανοπαίκτες της, της υφάντρες της, τις γυναίκες-πεταλουδίτσες της χαράς της, τους ναυτικούς της, τους εικαστικούς της, τους επιστήμονές της και τους καθηγητές της, τους ιστορικούς της. Αυτό το ανώνυμο-και επώνυμο μελισσολόι που ήρθε και εγκαταστάθηκε εδώ, σε αυτά τα χώματα και ρίζωσε, από κάθε γωνιά της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. ΄Ελληνες και ελληνίδες με σκοπό και όραμα που εγκαταστάθηκαν σε αυτό το κακοτράχαλο κάπως στενό λιμάνι και το ανέδειξαν, το οικοδόμησαν με την παρουσία τους, τα όνειρά τους. την τόλμη τους, τον οραματισμό τους, την ατομική τους ελπίδα, την έκδηλη υπερηφάνεια και αντοχή τους. Καλλιέργησαν και δημιούργησαν την σύγχρονη πειραϊκή ταυτότητα του λιμανιού. Την ταυτότητα μιας πόλης που παρά την βαρειά σκιά της αρχαιοστολισμένης πρωτεύουσας που πέφτει πάνω της, έλαμψε και εξακολουθεί να φωτίζει από το μετερίζι που της αναλογεί, τον πειραϊκό κοινό μας φάρο, την κοινή μας πατρίδα που λέγεται Ελλάδα. Μια πειραϊκή ιστορική περιπέτεια μνήμης για αυτούς που θέλουν ακόμα να θυμούνται μα, και για τους επιλήσμονες.

       Ο πειραιώτης που ήρθε και πάλι στην μνήμη μου, καθώς ξεφυλλίζω διαβάζοντας ξανά τις σελίδες του περιοδικού Φιλολογική Στέγη, είναι ο ακάματος και πάντα εξεγερμένος αριστερός Κώστας Θεοφάνους (1919-1/4/2008). Ο κεντρικός και μοναδικός πυλώνας της ιστορίας των εικαστικών τεχνών στον Πειραιά από το 1884 έως το 2004. Ο Κώστας Θεοφάνους υπήρξε ένας πολυτάλαντος εργασιομανής πειραιώτης δημιουργός. Έγραψε και εξέδωσε ποιητικές συλλογές, χρονικά, βιβλίο για την περίοδο της εθνικής αντίστασης 1941-1944 στον πειραιά, συνεξέδωσε το περιοδικό «Αβγή». Σταδιοδρόμησε σαν καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και εξέδωσε την Γαλλική Γραμματική και το Συντακτικό της, υποδείγματα Εκθέσεων στα Γαλλικά που έτυχαν μεγάλης αποδοχής και κυκλοφορίας. Έγραψε μελέτες για τον εγκυκλοπαιδιστή Ντενίς Ντιντερό, τον φιλόσοφο και παιδαγωγό Ζαν Ζακ Ρουσώ, ενώ μετέφρασε έργα πολλών γάλλων συγγραφέων με μεγάλη επιτυχία. Με ιδιαίτερη προτίμηση τον ολύμπιο και φιλέλληνα Βίκτωρα Ουγκώ και τον μυθιστοριογράφο που είναι ένας από τους πρώτους που εισήγαγε την εργατική τάξη μέσα στην τέχνη της μυθοπλασίας τον Ονόρε ντε Μπαλζάκ. Μετέφρασε τα θεατρικά Άπαντα του Άντον Τσέχωφ σε τρείς καλαίσθητους δεμένους τόμους. Τίτλους έργων αραχνιασμένους σήμερα, όπως οι «Αστροναύτες της προϊστορίας» του Πέτερ Κολόζιμο,  «Οι πολιτισμοί και τ’ άστρα» του Μαρσέλ Μορό, «Τα αρχεία της χαμένης γνώσης» του Γκι Ταράντ και άλλα παρόμοιας θεματολογίας βιβλία που βρίσκονταν μετά την μεταπολίτευση του 1974, όπως και το περιοδικό «Τα Αινίγματα του Σύμπαντος» (που εκδίδονταν από τον πειραιώτη βιβλιοπώλη Γιώργο Σωτηρόπουλο) στην πρώτη γραμμή της αναγνωστικής προτίμησης των Ελλήνων. Ο Κώστας Θεοφάνους, σαν άτομο και σαν πνευματικός δημιουργός υπήρξε ένας ενεργός πάντα πολίτης σε όλη στην διάρκεια του βίου του. Εκατοντάδες είναι οι δημοσιεύσεις του στα πειραϊκά και όχι μόνο έντυπα, στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής της δράσης του. Ποιήματα, σχόλια, κριτικές παρουσιάσεις βιβλίων, κριτικές αποτιμήσεις για εκθέσεις ζωγραφικής, για πρόσωπα που γνώρισε από κοντά και εγκατέλειψαν την ματαιότητα του κόσμου τούτου πριν από αυτός. Συνήθιζε επίσης, να στέλνει επιστολές για διάφορα θέματα που τον ενοχλούσαν ή τον απασχολούσαν. Ήταν με δύο λόγια διαρκώς παρών και πάντα ακοίμητος φρουρός στις επάλξεις των κοινωνικών και πνευματικών αγώνων. Τα άρθρα του, οι εκτενείς δημόσιες παρεμβάσεις του, οι κρίσεις του για βιβλία που κυκλοφορούσαν, για συγγραφείς , εικαστικούς καλλιτέχνες, ιστορικές και πολιτικές στιγμές που έζησε από πρώτο χέρι, βρίσκονται διάσπαρτα και αμάζευτα ακόμα. Είτε στις σελίδες του περιοδικού «Νέα Εστία» του 1971 που δημοσιεύει την πρώτη μορφή της έρευνάς του για τους πειραιώτες καλλιτέχνες, είτε σε βιβλία, βλέπε τον μικρό ενδιάμεσο τόμο του Χαλκιδιώτη Γιάννη Σκαρίμπα, «Η Τράπουλα» Το ελλείπον παιγνιόχαρτον μεταξύ Α΄ και Β΄ τόμου του «Το ’21 και η Αλήθεια», εκδ. Κάκτος 1974, είτε σε διάφορες εφημερίδες του Πειραιά όπως «Η Φωνή του Πειραιώς», «Χρονογράφος» και άλλες. Υπάρχουν ακόμα και σημειώματά του σε προγράμματα εκθέσεων. Σε μία από τις φιλικές προσκλήσεις του στον γράφοντα, στο σπίτι που διέμενε στην οδό Αλκιβιάδου, διαπίστωσα ότι, το σπίτι αυτό ήταν μια μικρή πινακοθήκη. Δεκάδες μικροί και μεγάλοι πίνακες ζωγραφικής βρίσκονταν απλωμένοι παντού. Πάνω σε καρέκλες, σε καναπέδες, στους τοίχους, χαμαί. Δεν μπορούσες να κινηθείς και να μην σκόνταφτες πάνω σε κάδρα. Θυμάμαι επίσης ότι μου έδειξε δύο ντοσιέ με αδημοσίευτα ακόμα δημοσιεύματά του για πειραιώτες ποιητές και διηγηματογράφους που ήθελε να εκδώσει. Πάνω από 60 μικρά και μεγάλα σχόλια του, πέρα από αυτά που είχε ήδη δημοσιεύσει. Οφείλω στην μνήμη του να σημειώσω ότι, όταν εξέδωσα το βιβλίο μου «Πειραϊκό Πανόραμα» και του το έστειλα, αφού το διάβασε με πήρε στο τηλέφωνο και με συνεχάρη γιατί είχα προσθέσει στους δικούς του καταλόγους για τους εικαστικούς καλλιτέχνες του πειραιά ή που συνδέθηκαν με την πόλη μας, ορισμένα ακόμα ονόματα που δεν γνώριζε. Με συγκίνησε ο αυθορμητισμός του μεγάλης ηλικίας αυτού πειραιώτη και δέχτηκα αμέσως την πρόσκλησή του να τον επισκεφτώ και να συζητήσουμε τα του Πειραιά.  Έχω δημοσιεύσει ένα εκτενές κείμενο για την ποιητική του παρουσία και άλλα δύο κριτικά σημειώματα για βιβλία του.

     Ο Κώστας Θεοφάνους υπήρξε ένας πραγματικά αγωνιστής της ζωής και της πρόσφατης πολιτικής ιστορικής περιπέτειας της χώρα μας. Ένας πειραιώτης (με μικρασιάτικες ρίζες) που η προσωπική του μοίρα του επεφύλασσε να είναι ντυμένος με ένα σουδάρι. Κατόρθωσε να διασωθεί από πολιτικές εχθρικές ενέργειες τρίτων, χωρίς ποτέ-όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν από κοντά το γνωρίζουν-να απαλλαγή από τον φόβο και τους προσωπικούς του εφιάλτες, που βίωσε δραματικά στην διάρκεια της ζωής του. Όμως ευτυχώς για τον Πειραιά, άντεξε παρά το βάρος των σκοτεινών γεγονότων και εμπειριών που βίωσε και μας κληροδότησε το σημαντικό έργο του. Σαν συγγραφέας ανάλωσε την ζωή του για να αναδείξει, να καταγράψει, να προβάλλει τους εικαστικούς καλλιτέχνες και το έργο τους. Η βεντάλια του βλέμματός του έμεινε πάντα ανοιχτή και προσηλωμένη στον οραματικό του στόχο που με επιτυχία έφερε εις πέρας. Είναι ο μοναδικός μέχρι σήμερα που έχει προβεί σε μια τόσο ευρεία έρευνα και αποδελτίωση από την δεκαετία του 1960 και δώθε. Κυκλοφορόντας σταδιακά και περιοδικά 4 τίτλους βιβλίων του, μέχρι να ολοκληρώσει, συγκεφαλαιώνοντας τις προηγούμενες εργασίες του το 2006. Δύο χρόνια πριν φύγει από την ζωή. Η συνεισφορά του είναι σημαντική και χρησιμότατη ακόμα και στις μέρες μας, παρά του ότι συνήθιζε ο ίδιος να παρουσιάζει τα σημειώματά του σε έντυπα του πειραιά και όχι μόνο. Να αναδημοσιεύουν και επαναδημοσιεύουν αποσπάσματα ή ολόκληρα λήμματα των εργασιών του στον τοπικό τύπο δίχως φειδώ. Πολλά εικαστικά του σημειώματα τα διαπραγματευόταν ξανά και ξανά, τα συμπλήρωνε, πρόσθετε νέα στοιχεία που έπεφταν στην αντίληψή του, τα ολοκλήρωνε, ή τα ξανά έγραφε από την αρχή κρατώντας τον κεντρικό  τους πυρήνα, καθώς ευσυνείδητος και εργατικός όπως ήταν συνέχιζε να παρακολουθεί εκθέσεις ζωγραφικής, ρωτούσε καλλιτέχνες για την πορεία τους, συνομιλούσε μαζί τους, σχεδίαζε τα μικρά τους βιογραφικά, τα σχόλια που σημείωνε στις επισκέψεις τους στις διάφορες Γκαλερί. Κράτησε αυτός ο ψιλόλιγνος πειραιώτης με το καπέλο του γάλλου «παρτιζάνου» που φορούσε πάντα, έναν ανοιχτό δίαυλο εικαστικής επικοινωνίας και ενδιαφέροντος για την πόλη μας, για μισό αιώνα. Παρέμεινε μαχητής και ενεργός πολίτης.

      Μέσα σε αυτό το κουκούλι της πειραϊκής μνήμης θέλησα να αντιγράψω και να δημοσιεύσω την Ομιλία του ομότιμου καθηγητή πανεπιστημίου και εικαστικού κριτικού Μανόλη Βλάχου, κατά την παρουσία του βιβλίου του Κ. Θεοφάνους, «Η Καλλιτεχνική Ιστορία του Πειραιά» στην Γκαλερί του Μοσχάτου Κόντη στις 20 Δεκεμβρίου 1986. Την ομιλία για την προτελευταία έκδοση της εργασίας του Θεοφάνους την αντιγράφω από το περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά. Το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε και πάλι στην τελική έκδοση του βιβλίου του Κώστα Θεοφάνους «ΟΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ» 1884-2004. ΠΕΙΡΑΙΩΤΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ ΓΛΥΠΤΕΣ. Ένας τόμος 360 σελίδων που εκδόθηκε στον Πειραιά, Άνοιξη 2006, από τις εκδόσεις Μυτιληναίος με την συνδρομή της Νομαρχίας Πειραιά επί Νομαρχίας του εικαστικού Γιάννη Μίχα που γράφει και το δισέλιδο «Μήνυμα», σ.7-9. Ο τελευταίος αυτός τόμος συγκεντρώνει και συμμαζεύει όλες τις προηγούμενες εργασίες του Θεοφάνους καθώς και τα προηγούμενα βιβλία του που κυκλοφόρησαν και έχουν να κάνουν με τις Εικαστικές Τέχνες στον Πειραιά. Περιλαμβάνει επίσης-όπως προαναφέραμε-σαν Πρόλογο την Ομιλία του πειραιώτη Καθηγητή Μανόλη Βλάχου, σ.9-13. (μικρή παρατήρηση. Στο τέλος της σελίδας αναφέρεται ότι η Ομιλία δόθηκε 20/12/1985. Και όχι 1986 που αναγράφεται στο περιοδικό). Κατόπιν έχουμε «Μερικά λόγια του συγγραφέα», σελίδες 15-18, που ο Θεοφάνους μας δηλώνει τα στάδια και τον σκοπό των εργασιών του. Την συστηματοποίηση του προηγούμενου υλικού και τον ποσοτικό και ποιοτικό εμπλουτισμό των υπαρχόντων δεδομένων στην παρούσα συγκεντρωτική έκδοση. Ακολουθούν οι σελίδες με την διάταξη της ύλη του τόμου που διαμερισματοποιείται στα εξής κεφάλαια: ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ.-ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ.-ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ.- ΑΝΑΦΟΡΕΣ. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΓΩΝ.-ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ «ΑΝΑΦΟΡΕΣ».- ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ.-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ.-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ. Η παρουσίαση των εικαστικών δημιουργών γίνεται με αλφαβητική σειρά. Οι μονογραφίες αυτές φανερώνουν όχι μόνο το αισθητικό βλέμμα του Θεοφάνους αλλά και την ευαισθησία της τεχνοτροπίας των καλλιτεχνών. Μας αποκαλύπτουν τα μικρά ή μεγάλα αυτά δημοσιεύματα και κείμενα, συμπληρωμένα με έγχρωμο φωτογραφικό υλικό την εικαστική μαρτυρία όχι μόνο της πόλης μας αλλά και μιας εποχής. Ο Κώστας Θεοφάνους, και πολύ ορθά έπραξε, δεν συμπεριέλαβε καλλιτέχνες μόνο που γεννήθηκαν στον Πειραιά αλλά και εικαστικούς που κατάγονται ή γεννήθηκαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας και δραστηριοποιήθηκαν στην πόλη μας ή πολιτογραφήθηκαν πειραιώτες. Συναντάμε πχ. την παρουσία του Χιώτη Στέλιου Μηλιάδη, του γεννημένου στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας Σπύρου Παλιούρα, του Ανδριώτη Δημήτρη Τηνιακού, του Γιάννη Σαββόπουλου που γεννήθηκε λίγο πριν την κόκκινη επανάσταση στην Ρωσία, του Κεφαλλονίτη Παναγή Γαβριελάτου, των Αθηναίων Νεκτάριου Κόντη και Σπύρου Παντελάκη, των Χαλκιδαίων Γιώργου Μπουζούνη και Τέλη Σταμέλου, του Βοιωταία Γιάννη Μίχα, του Μυτιληνιού Στρατή Αθηναίου, του Κοζανιώτη Στέφανου Κωνσταντινίδη, του Κρητικού Μαρίνου Λιανάκη, του Σερραίου Γιάννη Μπαλτατζή και της Μαργαρίτας Τσολάκη, του Μυκονιάτη Γιάννη Ζουγανέλη, των Πατρινών Μιχάλη Βαρελά, Χρήστου Κατσαδήμα και του Μεσολογγίτη Γεράσιμου Λιάτου,  της Σαλαμινιώτισσας Ρίτσας Παπαϊσιδώρου, του Σμυρνιού Σταύρου Π. Ορφανού, του Ζακυνθινού Γιάννη Ξένου και Σπύρου Αγγελίνη, του γεννημένου στο Λευκάδι Καβάλας Αντώνη Μόρφογλου, του εκ Γυθείου προερχόμενου Χρήστου Κοκκορέτσα και του Μανιάτη Μιχάλη Κάσση, και τον Λάκωνα συγγραφέα και ηθοποιό εικαστικό Μιχάλη Νικολινάκο. Της Μεγαριώτισσας Ιωάννας Μουρτζούκου, από τη νήσο Μήλο έχουμε την παρουσία της Παγώνας Μάνου, ενώ από την Τήνο τον Σίμο Χατζησίμο, και την Σύμη τον Κώστα Βαλσάμη. Τον Σπετσιώτη Ιωάννη Κούτση. Από την Λευκάδα τον Χριστόφορο Σκλαβενίτη, τον Κωνσταντινουπολίτη Δημήτρη Γαβριηλίδη και μια πλειάδα άλλων εικαστικών δημιουργών. Ενώ από το νησί της αφροδίτης, της σκλαβωμένης Κύπρου έχουμε την Ερατώ, (Ερατώ Α. Αβερκίου).  Σε ένα σύντομο σεργιάνι βλέπουμε το εύρος των προσώπων που ο Κώστας Θεοφάνους συμπεριλαμβάνει στην έσχατη έκδοση του βιβλίου του. Χωρίς να μνημονεύσουμε-λόγο χώρου τους γεννημένους στον Πειραιά, το Κερατσίνι, την Νίκαια, τον Κορυδαλλό, το Πέραμα κλπ. Οπλισμένος με μια γερή αρματωσιά πάνω στις εικαστικές τέχνες ο Κώστας Θεοφάνους μας παρουσιάζει ένα πανόραμα χρωμάτων, σχεδίων, εικόνων, προσωπογραφιών, αγιογραφιών, τοπίων, λιμανιών, ιστιοφόρων, νεκρά φύση, θέματα παρμένα από την αρχαιότητα μα και βυζαντινές εκκλησίες, γεφύρια και καρνάγια, ηρωικές στιγμές του 1821 και πίνακες αφηρημένης τεχνοτροπίας. Ερημικά ξωκλήσια που αγναντεύουν το άπειρο της θαλάσσης, σκηνές από την πόλη του Πειραιά, τον  επιβατικό σταθμό του Ηλεκτρικού, ξύλινες μινιατούρες και καρνάγια, γλυπτές γυναικείες φιγούρες και πορτραίτα πρόσφατων ηγετών πολιτικών κομμάτων (βλέπε Χαρίλαος Φλωράκης), μα και το Λιοντάρι του Πειραιά. Σκηνές καθημερινής ζωής στα καφενεία της πόλης αλλά και πίνακες με φουτουριστικό περιεχόμενο. Μοναχικοί φάροι και ξέγνοιαστες συντροφιές μέσα στο δάσος. Εσωτερικοί χώροι σπιτιών και μικρά λιμανάκια. Ήρωες του ελληνισμού με υψωμένη την γροθιά, σκηνές αγροτικής ζωής και σύγχρονες μετώπες αρχαίων παραστάσεων πάνω στο λευκό μάρμαρο. Ο Σταυρός του αφανούς Ναύτου στην Πειραϊκή και κλασικοί γνωστοί πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη.  Ο εμπλουτισμός του καλαίσθητου τόμου με δεκάδες «Παρουσιάσεις Έργων» δίνει την δυνατότητα στην φαντασία μας να φτερουγίσει και στο βλέμμα μας να ταξιδέψει σε αυτήν την πανδαισία χρωμάτων, σχεδίων, εικόνων, σκηνών, καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις παλαιών και νεότερων ζωγράφων που διαμόρφωσαν την εικόνα της Καλλιτεχνικής δημιουργίας του Πειραιά. Μορφοποίησαν τις διάφορες μεταβατικές ιστορικές περιόδους της πόλης μας. Έδωσαν ένα πάζλ ολοκληρωμένων ή μη εικόνων της του περασμένου και προπερασμένου αιώνα. Η διεισδυτική ματιά του Κώστα Θεοφάνους διέσωσε με τις εργασίες του τις καθημερινές σκηνές, τα σημαντικά και ίσως μερικά ασήμαντα περιστατικά, τους εξωτερικούς χώρους, το θαλάσσιο στοιχείο, καθημερινές καταστάσεις και ηρωικές ιστορικές στιγμές, άλλοτε φευγαλέες και άλλοτε όχι κοινωνικές διαβαθμίσεις της ζωής των ελλήνων όπως τις διέσωσαν οι Πειραιώτες ζωγράφοι και γλύπτες και οι άλλοι εικαστικοί καλλιτέχνες που έζησαν στην πόλη μας και την θεώρησαν δική τους «πατρίδα». Ορισμένα από τα βιογραφικά πορτραίτα του ο Θεοφάνους, τα συμπληρώνει με κρίσεις και θέσεις σύγχρονών του εικαστικών κριτικών και καθηγητών.

     Με τις εικαστικές εργασίες του Κώστα Θεοφάνους-εν συνόλω- έχουμε το πειραϊκό φρέσκο στην ιστορική του εξέλιξη. Γιαυτό και στάθηκε τυχερός, που ένας άλλος πειραιώτης, ο ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας σημαντικών εργασιών και βιβλίων στον χώρο των εικαστικών τεχνών, ο Μανόλης Βλάχος, μίλησε για το βιβλίο στην πρώτη του κυκλοφορία από την Γκαλερί Κόντη στο Μοσχάτο. Ενώ στην συμπληρωμένη του επανέκδοση, την οριστική, το 2006, η ίδια ομιλία (ελαφρώς παραλλαγμένη) προλόγισε τον τόμο. Τα κείμενα του Μανόλη Βλάχου-όπως και το παρών- διακρίνονται για την άρτια οργάνωσή τους, την επιμέλεια και ορθή χρήση της γλώσσας του, τον πλουτισμό του κειμένου με λέξεις από όλο το γλωσσικό πεδίο της ελληνικής γραμματείας, δίχως να μπουκώνουν ή να είναι δυσνόητα ακόμα και στην υιοθέτηση των εικαστικών τεχνικών τους όρων. Μας αποκαλύπτουν το λαγαρό και επιστημονικό ύφος ενός πεπαιδευμένου και σοβαρού Πειραιώτη. Φανερώνουν την μεθοδολογία που χρησιμοποιεί ο τεχνοκριτικός για να μας εκθέσει τις θέσεις του. Δηλώνουν την αφορμή της συγγραφής των κειμένων του, και την ανάλογη ποιότητά της έκφρασής του, σε τόσο ειδικά ζητήματα, που απαιτούν μεγάλη καλλιέργεια και γνώσεις, στα ζητήματα αυτά. Και μάλιστα όταν διαπραγματεύονται ρευστές πολύχρωμες επιφάνειες όπως είναι αυτές του χρώματος και των σχεδίων, των όγκων και των αρμονιών, των λεπτών αρμονικών ισορροπιών που οφείλει να έχει μια εικόνα, ένας πίνακας ζωγραφικής για να μας μιλήσει και να μας συγκινήσει. Να καταγραφεί στην συνείδησή μας και να ταξινομηθεί αναλόγως στις εργασίες μας.  Ο λόγος του Μανόλη Βλάχου έχει σαφήνεια, ρέει πέρα από τα αναγνωστικά μας καθιερωμένα. Τεκμηριώνονται πάντα επιστημονικά και σπονδυλώνονται με προηγούμενες πληροφορίες του συγγραφέα ή δημιουργού.  Η σκέψη του είναι καθαρή και κινείται πάντα μέσα στα όρια του εξεταζόμενου θέματος. Πολύπειρος και μεθοδικός θίγει με λεπτότητα και εσωτερικούς φωτισμούς το βιβλίο ή το θέμα που μας παρουσιάζει, χωρίς να αρνείται να θέση και την κριτική του ματιά επί των τύπων των ήλων, φοβούμενος μην δυσαρεστήσει τον δημιουργό. Η ομιλία του έχει την σημασία και την βαρύτητά της μέσα στο σύνολο των σελίδων του βιβλίου του Κώστα Θεοφάνους, Οι Εικαστικές Τέχνες στον Πειραιά 1884-2004.-Πειραιώτες Ζωγράφοι και Γλύπτες. Να προσθέσουμε ακόμα, ότι ο Κώστας Θεοφάνους έχει δημοσιεύσει μια ενδιαφέρουσα κριτική-συν-παρουσίαση δύο βιβλίων του Μανόλη Βλάχου «Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης» Αθήνα, εκδόσεις Ολκός 1974, σελίδες 138, που θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας και γενάρχης της πειραϊκής ζωγραφικής παράδοσης, και, Μανόλης Βλάχος, «Ιωάννης Κούτσης, ο θαλασσογράφος», Αθήνα, εκδόσεις Ολκός 1978, σελ. 112. Βλέπε σελίδες 411-415, περιοδικό Φιλολογική Στέγη, τεύχος 27/Καλοκαίρι 1980. Για την μελέτη «Ιωάννης Κούτσης, ο θαλασσογράφος» υπάρχει και ανώνυμο μικρό κείμενο παρουσίαση, στο τεύχος 26/Χειμώνας 1979 του ίδιου περιοδικού, σελίδα 339.

Συμπληρωματικά να σημειώσουμε ότι η συμμετοχή του Κώστα Θεοφάνους στο περιοδικό Φιλολογική Στέγη είναι διαρκής και πολύπλευρη. Δημοσιεύει ποιήματά του, σχόλια του, βιβλιοκριτικές και εικαστικές παρουσιάσεις του, γράφει στα πειραϊκά πένθη, δημοσιεύει κείμενά του,  απαντητικές παρεμβάσεις του κλπ. Καθώς επίσης υπάρχουν και αρκετές βιβλιοκριτικές για τα βιβλία του και τις βραβεύσεις του.

Τέλος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και για την ακρίβεια το 1953, όταν το τιμόνι της Φιλολογικής Στέγης κρατούσε ο ποιητής Γρηγόρης Θεοχάρης, και στην αντιπροεδρία βρίσκονταν ο πειραιολάτρης Αργύρης Κωστέας , διοργάνωσαν στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά την «Αναδρομική Ιστορική  Έκθεση Εικαστικών Τεχνών Πειραιά», μια Διοργάνωση που στάθηκε εφαλτήριο για αρκετούς Πειραιώτες, στο να ασχοληθούν με τα εικαστικά πράγματα της πόλης μας, μεταξύ αυτών και ο Κώστας Θεοφάνους, έκτοτε, συναντάμε ποιητές όπως ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος, διηγηματογράφους όπως ο Βελισσάριος Μουστάκας, και άλλοι, να ασχολούνται συστηματικότερα με την διοργάνωση εκθέσεων και να δημοσιεύουν κείμενά τους, ή να παρουσιάζουν νέες εκθέσεις όχι μόνο στην πόλη μας και στο περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης αλλά και στις τοπικές εφημερίδες. Υπάρχει πλούσια περί του κόσμου των εικαστικών ύλη στον τοπικό τύπο.

     Μνήμη της πόλης μου, ο χώρος και οι άνθρωποί της, το πνευματικό και καλλιτεχνικό τους έργο, ζυμωμένο με τις ατομικές μας προσωπικές εμπειρίες των χρόνων μας που έγραψαν την ιστορία της. Μια Πόλη όμως, όπως ο Πειραιάς, που οι σύγχρονοι κάτοικοί της αγνοούν, απαξιώνουν ή λησμονούν τους παλαιότερους τους, αυτούς που έφυγαν από κοντά μας ή βρίσκονται ακόμα ηλικιακά στη ζωή, γερνώντας μέσα στην αδιαφορία των σύγχρονών τους,  ποιητές, διηγηματογράφοι, δοκιμιογράφοι, συγγραφείς, ερευνητές, εικαστικοί, επιστήμονες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, κλπ., δεν είναι παρά ένα πειρατικό καράβι με κάθε είδους κουρσεμένη λεία.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 22/4/2021 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου