Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΩΝ ΤΟΥ «ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ» ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ
Η χριστιανική θρησκεία με την υπέροχη διδασκαλία της και την θαυμάσια μυστικοπαθή λατρεία της, που συγκινεί βαθύτατα τις ψυχές των ανθρώπων, φυσικό ήταν να δημιουργήσει πλούσια σε λυρισμό ποίηση. Ενέπνευσε, λοιπόν, υμνογράφους προικισμένους με ποιητικά χαρίσματα, που συνέθεσαν θαυμαστούς εκκλησιαστικούς ύμνους, οι οποίοι εξελίχθηκαν, με την πάροδο του χρόνου, σε διάφορα είδη συνθέσεων. Τα ποιητικά αυτά είδη διακρίνονται σε τρείς μεγάλες περιόδους υμνογραφίας. Την πρώτη, κατά τους τέσσερις πρώτους χριστιανικούς αιώνες, κατά τους οποίους επικρατούσε στην λατρεία η ψαλμωδία, δηλ. ανάμεσα σε στίχους ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης επαναλαμβάνετο σύντομο τροπάριο, ως επωδός αντιφωνικά, όπως είναι τα αντίφωνα στην λειτουργία, πού με ψαλμικούς στίχους επαναλαμβάνεται το: «ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου….» και το «σώσον ημάς υιέ Θεού…» και το Πάσχα το «Χριστός ανέστη…», όπως και στο: «Κύριε εκέκραξα…». Την δεύτερη περίοδο, των Κοντακίων, από τον 5ο μέχρι τον 7ο μ. Χ. αιώνα, πού πήραν αυτήν την ονομασία, από το τύλιγμα της μεμβράνης τους σε κοντό ξύλο και είχαν «εν κοντώ» την υπόθεσή τους. Τα κοντάκια αποτελούνται από σύντομο τροπάριο στην αρχή, το προοίμιο ή κουκούλα και πολλά άλλα, τους οίκους, ονομασθέντες οίκους, επειδή αποτελούν τα μέρη όλου του οικοδομήματος του ύμνου. Κοντάκια, που ψάλλονται και σήμερα είναι ο Ακάθιστος Ύμνος και τα κοντάκια του Ρωμανού μελωδού, των Χριστουγέννων: «η Παρθένος σήμερον…» και της Μεγάλης Παρασκευής: «Τον δι’ ημάς σταυρωθέντα…». Τέλος την Τρίτη περίοδο, των Κανόνων, με τον πρώτο μεγάλο Κανόνα της Μεγάλης Σαρακοστής, του Ανδρέου Κρήτης (650-720 μ.Χ.) και τους πολλούς κανόνες Ιωάννη Δαμασκηνού και Κοσμά Μαϊουμά (8ος αιών μ. Χ.). Οι υμνογράφοι της τρίτης αυτής περιόδου ανήκουν σε τρείς χωριστές σχολές, των Σαββαϊτών, εκ της μονής Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων, των Στουδιτών, μονής Στουδίου Κωνσταντινουπόλεως και των Ιταλοελλήνων, της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, της καλουμένης στην αρχαιότητα Μεγάλης Ελλάδος. Στην τρίτη αυτή σχολή ανήκει, μεταξύ άλλων πολλών και ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, για τον οποίο θα γίνει λόγος στο σύντομο αυτό μελέτημα. Ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς Μαϊουμά και ο Ανδρέας Κρήτης είναι Σαββαϊτες.
Τι είναι οι Κανόνες. Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνολογία είναι σύνολο τροπαρίων χωρισμένο σε οκτώ ωδές, πρώτη, τρίτη ως ενάτη, (η δεύτερη παραλείπεται πλήν του Μεγάλου Κανόνα),κάθε δε ωδή έχει 5-7 τροπάρια, από τα οποία το πρώτο καλείται ειρμός (εκ του είρω = σύρω), επειδή σύρει τα άλλα τροπάρια της ωδής στο αυτό μέτρο συλλαβών και μέλος μουσικής και ήχου. Ο ειρμός κάθε ωδής έχει συνήθως υπόθεση παρμένη από την αντίστοιχη ωδή της Παλαιάς Διαθήκης (οι ωδές περιέχονται στο Ωρολόγιο το μέγα).
Βιογραφία Ιωσήφ του Υμνογράφου: Γεννήθηκε στην αρχή του 9ου μ. Χ. αιώνα, το 812 μ. Χ. στην Καρθαγένη της Σικελίας και γι’ αυτό επονομάζεται Σικελιώτης ή Ιταλιώτης και από τον Νικηφόρο αναφέρεται, ότι ελέγετο και ξένος. Οι γονείς του Πλωτίνος και Αγάθη ήταν ελληνικής καταγωγής και ευσεβείς χριστιανοί. Ο Ιωσήφ αυτός είναι μεταγενέστερος του Στουδίτου Ιωσήφ, υμνογράφου, αργότερα αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, αδελφού Θεοδώρου του Στουδίτου (759-826 μ. Χ.) που και οι δύο ήταν έξοχοι υμνογράφοι του Στουδίου, επονομαζόμενοι γραπτοί. Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος έμαθε τα πρώτα ελληνικά γράμματα στην πατρίδα του Καρθαγένη και ίσως επέδρασαν στην νεαρά του ηλικία οι Σικελιώτες υμνογράφοι Γρηγόριος, Θεοδόσιος και Μεθόδιος. Όταν κυριεύθηκε η Σικελία από τους Άραβες, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ του Τραυλού, αναγκάσθηκε να φύγει από την Σικελία με την μητέρα του και τους αδελφούς του και ήλθε στην Πελοπόννησο, αφού δεν έμεινε εκεί λίγο καιρό, πήγε στην Θεσσαλονίκη. Εκεί έγινε μοναχός στην Μονή του Λατόμου, όπου επιδόθηκε στην μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων και έξοχος καλλιγράφος, εργάσθηκε ως αντιγραφέας κωδίκων. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Πατριάρχης τον συνέστησε στους εκεί μορφωμένους καλλιτεχνικούς κύκλους. Από εκεί εκδιώχθηκε κατά την μεγαλύτερη ένταση της εικονομαχίας, επί Λέοντος Αρμενίου (813-820 μ. Χ.) και φεύγοντας στη Ρώμη συνελήφθη από τους Άραβες στο στενό της εισόδου του Αδρία και μεταφέρθηκε και φυλακίστηκε στην Κρήτη. Στην φυλακή για πρώτη φορά επιχείρησε να γράψει εκκλησιαστικούς ύμνους και πιστός εικονολάτρης, ως μοναχός, έγινε στη φυλακή διαπρύσιος κήρυκας της εικονολατρείας στους συγκρατούμενους του, γιατί πολλοί είχαν κλονιστεί για την αξία των εικόνων. Αποφυλακίστηκε, όταν είχε κοπάσει για λίγο ο σάλος της εικονομαχίας, το 831 μ.Χ. πρίν εκδοθεί το αυστηρό διάταγμα του Θεοφίλου κατά των εικόνων το 832 μ.Χ. και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μετά την έκδοση του διατάγματος εξορίζεται πάλι και επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη μετά την νίκη της Ορθοδοξίας, επί Θεοδώρας (το 843 μ.Χ.). Ο τότε πατριάρχης Ιγνάτιος, κατά την πρώτη του πατριαρχεία (845-857 μ.Χ.), τον διόρισε σκευοφύλακα της Μεγάλης Εκκλησίας και κατόπιν ο πατριάρχης Μέγας Φώτιος τον κράτησε κοντά του, γιατί τον εκτιμούσε πολύ ως πνευματικό άνθρωπο. Τότε ασχολήθηκε με την σύνθεση πολλών κανόνων, ως και του κανόνα του Ακαθίστου και από την σύνθεση κανόνων πήρε την ονομασία Ιωσήφ ο υμνογράφος. Πέθανε το 886 μ.Χ. σε ηλικία 74 ετών, αν δεχθούμε ως χρονολογία γεννήσεώς του το 812, γιατί υπάρχουν σε άλλους ιστορικούς διάφορες χρονολογίες’ έτσι κατά τον Παπαδόπουλο γεννήθηκε το 846 και κατά τον Π. Τρεμπέλα (810-883). Η Εκκλησία μας τον κατέταξε μεταξύ των αγίων και εορτάζει την μνήμη του την 3η Απριλίου, ίσως ημέρα του θανάτου του.
Κύριο έργο του Ιωσήφ του υμνογράφου, εκτός από λίγα στιχηρά τροπάρια, είναι οι Κανόνες, που περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας μας, τα 12 Μηνιαία, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο και στο Ωρολόγιο το μέγα, οι οποίοι υπερβαίνουν τους διακόσιους και άλλοι τους ανεβάζουν σε τριακόσιους. Επειδή δε πρίν απ’ αυτόν οι υμνογράφοι Ιωάννης Δαμασκηνός και Κοσμάς επίσκοπος Μαϊουμά (Κωνσταντίας, 20 στάδια μακριά από τη Γάζα) ανύμνησαν με τους κανόνες και τους ύμνους τους τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, ο Ιωσήφ ασχολήθηκε κυρίως στην εξύμνηση των αγίων με τους κανόνες του. Επιπλέον ο Ιωσήφ επεξέτεινε την Οκτώηχο του Δαμασκηνού, που περιέχει την υμνολογία των Κυριακών των 8ήχων, πρόσθεσε σ’ αυτήν κανόνες και στιχηρά των 8ήχων, για τις ακολουθίες των άλλων 6 ημερών της εβδομάδος και έκαμε την Παρακλητική με τις ακολουθίες των 7 ημερών, της οποίας θεωρείται πατέρας. Οι κανόνες Ιωσήφ του υμνογράφου είναι γνωστοί από την ακροστιχίδα, πού σχηματίζει το όνομα ΙΩΣΗΦ με το πρώτο γράμμα των πέντε τροπαρίων της τελευταίας Θ’ (ενάτης) ωδής των Κανόνων του. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή του Πανεπιστημίου Π. Ρομπότη, ο πολυγραφότατος αυτός υμνογράφος έχει πολλή χάρη και ευρυθμία και δεν πολιλλογεί, αν και σε εκατοντάδες ανέρχονται οι κανόνες του.
Ο Κανών του Ακαθίστου. Από τους πολυάριθμους κανόνες του Ιωσήφ του υμνογράφου θα εξετάσουμε εδώ σύντομα τον ωραιότατο και λυρικότατο Κανόνα του Ακαθίστου, που ψάλλεται μαζί μ’ αυτόν κατά τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής, με την ακολουθία του μικρού αποδείπνου. Τον Κανόνα αυτό συνέθεσε ο Ιωσήφ στην Κωνσταντινούπολη, ασφαλώς έχοντας υπ όψη του τον πολύ αρχαιότερό του Ακάθιστο Ύμνο, και είναι ο καλύτερος από όλους τους Κανόνες του, θαύμα τέχνης, μεγάλης ποιητικής αξίας και, κατά τη γνώμη σοφών κριτικών, ανώτερος των 24 οίκων του Ακαθίστου Ύμνου.
Ο Κανών αυτός ανάγεται στο λυρικό είδος της ποιήσεως, και μάλιστα στον διθύραμβο, και έτσι ο υμνογράφος κινούμενος από πνευματικόν ενθουσιασμό, δίνει στο πρόσωπο της λατρείας του, την Παναγία, πολλά κοσμητικά επίθετα, εκφράσεις δοξολογίας, πλήθος ρητορικών σχημάτων, ωραίες εικόνες, πολλές παρομοιώσεις, ομοιοκαταληξίες και συνεκδοχές. Από τα καλολογικά στοιχεία αυτά παραθέτουμε μερικές παρομοιώσεις της Θεοτόκου και του Χριστού, που συνδέονται με κοσμητικά επίθετα, στον συντακτικό τύπο των επιθετικών προσδιορισμών, και άλλοτε εισάγονται με το ΧΑΙΡΕ, κατά το υπόδειγμα των χαιρετισμών του Ακαθίστου, π.χ. «Χαίρε έμψυχε τράπεζα…».
Οι παρομοιώσεις αυτές είναι διαφόρων κατηγοριών:
α) πνευματικής μορφής, στις οποίες η Θεοτόκος αποκαλείται: «Θεία είσοδος των σωζομένων», «προφητών εγκαλλώπισμα». «αθλητών στεφάνωμα», «ψυχών διάσωσμα», «φωτός κατοικητήριον», «θυμίαμα εύοσμον», «μύρον πολύτιμον» κλπ.
β) παρομοιώσεις από τη φύση και την τέχνη, όπου εποκαλείται «άστρον άδυτον», «ζώντος ύδατος πηγή», «ευρύχωρον σκήνωμα», «κογχύλη θεία βάψασα», «ράβδος μυστική» κλπ.
γ) παρομοιώσεις προστασίας πιστών: «φυλακτήριον του κόσμου», «σκέπη και κραταίωμα», «φυλακτήριον πάντων», «κόσμου διάσωσμα» και άλλες παρόμοιες.
δ) παρομοιώσεις σωτηρίας αμαρτωλών: «Κλίμαξ γήθεν πάντας ανυψώσασα χάριτι», θυμίζει την κλίμακα του Ιακώβ και είναι όμοια, αλλά αντίθετη με την φράση του Γ’ οίκου του Ακαθίστου: «Χαίρε κλίμαξ επουράνιε, δι’ ης κατέβη ο Θεός», εις μέν τον κανόνα αναβαίνουν οι πιστοί εις τον ουρανόν, εις δε τον Ακάθιστον κατέβη ο Θεός’ άλλη παρομοίωση: «Θεία είσοδος των σωζομένων» και άλλες πολλές. Επίσης ο υμνογράφος κάμει πολλές παρομοιώσεις του Χριστού: «βότρυς πέπειρος», «άρτος ζωής», «μόσχος άμωμος», «αμνός Θεού», «νομοθέτης τάς ανομίας εξαλείφων», «θείος μαργαρίτης», «Λόγος πάντα βαστάζων», «τρέφων τη οικουμένην», «ήλιος νοητός».
Παρομοιώσεις της Θεοτόκου στον Κανόνα γίνονται με γεγονότα και πρόσωπα ή πράγματα της Αγίας Γραφής, που αλληγορικά αποδίδονται στην Θεοτόκο, όπως π.χ. «λυχνία και στάμνε, μάννα φέρουσα», «ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο», από το προφητικό θαύμα του Γεδεών (Κριτών Στ΄36-39), «Κλίμαξ Ιακώβ», «βάτος άφλεκτος», που είδε ο Μωϋσής, «στύλος πύρινος» και «νεφέλη ολόφωτος», πού οδηγούσαν τον Ισραήλ στην έρημο, «ράβδος η μυστική άνθος το αμάραντον ή εξανθήσασα» του Ααρών και του Μωϋσή η Θαυματουργική, «έμψυχε παράδεισε το ξύλον΄ εν μέσω έχων ζωής τον Κύριον», ενθυμίζει τα δύο δέντρα του παραδείσου, της γνώσεως και της ζωής και εννόει την Θεοτόκο που γέννησε τον Κύριο κλπ.
Μέτρο και μέλος του Κανόνα: Τα μέτρα δηλ. οι συλλαβές των στίχων και το μέλος δηλ. η μουσική του Κανόνα είναι παρμένα από τον κανόνα του Δαμασκηνού στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από τον οποίο έχει πάρει τους ειρμούς, δηλ. το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής και βάζει πρώτο σε κάθε ωδή του Κανόνα του, αυτών δε τα μέτρα και τη μουσική έχουν τα 37 τροπάρια του Κανόνα του Ιωσήφ. Στα μέτρα ακολουθεί ο Ιωσήφ την ισοσυλλαβία και ομοτονία των ειρμών του Δαμασκηνού, δηλ. όσες συλλαβές έχει κάθε στίχος του κάθε ειρμού και όπου τονίζεται κάθε λέξη του ειρμού έχουν και τα τροπάρια κάθε ωδής του Κανόνα, που ακολουθούν τον ειρμό και στον τονισμό. Και στο μέλος, δηλ. την μουσική τα 37 τροπάρια του κανόνα του Ιωσήφ έχουν την μουσική των ειρμών του Δαμασκηνού, είναι τονισμένα στο δ΄ (τέταρτον») ήχο της Βυζαντινής μουσικής, η δε χρονική αγωγή με την οποία ψάλλεται ο κανόνας ανήκει στο ειρμολογικό μέλος, στο σχετικά γρήγορο, το allegretto της ευρωπαϊκής μουσικής. Από το πρώτο γράμμα κάθε τροπαρίου των 37 τροπαρίων του Κανόνα του Ιωσήφ-εκτός των ειρμών-σχηματίζεται ακροστιχίδα, πού από μεν τις 7 πρώτες ωδές είναι: ΧΑΡΑΣ ΔΟΧΕΙΟΝ ΣΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΧΑΙΡΕΙΝ ΜΟΝΗ, από δε τα πρώτα γράμματα των 5 τροπαρίων της τελευταίας Θ΄ ωδής, το όνομα του ΙΩΣΗΦ, το οποίο κάνει σε όλους τους κανόνες του. Ο κανόνας αυτός του Ακαθίστου έχει μεγάλη συγγένεια με τον Ακάθιστο ύμνο, πού τον είχε υπ’ όψη του. Έτσι το πρώτο τροπάριο της α΄ ωδής «Χριστού βίβλον έμψυχον… ο μέγας αρχάγγελος… επεφώνει σοι χαίρε» μοιάζει με τον πρώτο οίκο: «Άγγελος πρωτοστάτης…», αλλά και σε πολλά τροπάριά του επαναλαμβάνεται το ΧΑΙΡΕ των χαιρετισμών. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας συνένωσε σε μιά ακολουθία τα δύο αυτά Βυζαντινά ποιήματα, πού από τον 13ο μ. Χ. αιώνα συμψάλλονται τις 5 πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής που τόσο συγκινούν τους πιστούς.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΜΑΚΡΗΣ,
περιοδικό Φιλολογική Στέγη, Χρόνος 21ος, τόμος Ε΄, τεύχος 36/ Απρίλιος-Μάϊος-Ιούνιος 1986, σελίδες 443-446.
Ο
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
ΣΤΟ ΒΥΖΑΑΝΤΙΟ, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε μεγάλη επιρροή στον πολιτισμό τα γράμματα και τις τέχνες, ανεπτύχθη περισσότερο η εκκλησιαστική λογοτεχνία από την κοσμική και γι’ αυτό μεγάλοι υμνογράφοι και λογοτέχνες, γνωστοί και άγνωστοι, έκαμαν υπέροχα έργα, κι ανάμεσά τους γνωστούς ύμνους της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς είναι ο πασίγνωστος Ακάθιστος Ύμνος στην Παναγία και τον Χριστό, πού πήρε αργότερα την ονομασία αυτή, όταν τον έψαλε ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως στο ναό των Βλαχερνών «ορθοστάδην», σαν ευχαριστήριο στην Υπέρμαχο Στρατηγό, τη Θεοτόκο για τη θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως από τη φοβερή πολιορκία Περσών και Σλαύων από ξηρά και Αβάρων από θάλασσα τον Ιούλιο-Αύγουστο 626 μ.Χ. Προς ανάμνηση της σωτηρίας και ευγνωμοσύνη στη Θεοτόκο ο αυτοκράτωρ Ηράκλειτος καθιέρωσε το 628 μ.Χ. ετήσια εορτή Ακάθιστον, για να ψάλλεται αυτός ο ύμνος.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Ο «Ακάθιστος Ύμνος» είναι από τους αρχαίους εκκλησιαστικούς ύμνους που ονομάζονταν Κοντάκια, επειδή η μεμβράνη που ήταν τυλιγμένοι ήταν τυλιγμένη σε κοντόξυλο και είναι δημιούργημα της 2ης περιόδου της εκκλησιαστικής υμνογραφίας (6ος -8ος μ.Χ. αιώνες) έχει δε μεγάλη έκταση. Αποτελείται από αρχικό σύντομο προοίμιο «Κουκούλιον», περίληψη όλου του ύμνου: «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει…» και από 34 Οίκους ή στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα (Α,Β…Ω). Κατόπιν δε προσετέθη και το 2ο προοίμιο το: «Τη Υπερμάχω…». Αργότερα, κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα, ενώθηκε στην ακολουθία και ο κανών «Ανοίξω το στόμα μου…», ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ Σικελιώτη (840-883 μ.Χ.), που ανήκει στην 3ην περίοδο της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, των Κανόνων και οι ειρμοί του, δηλ, το πρώτο τροπάριο από τα 4-5 τροπάρια κάθε μιάς από τις 8 ωδές. Είναι ποίημα του μεγάλου υμνογράφου Ιωάννη Δαμασκηνού.
Από τους 24 οίκους οι 12 περιττοί (Α.Γ.Ε, κλπ.) αναφέρονται στην Θεοτόκο και καθένας αποτελείται από 7 στίχους διήγηση, 12 στίχους Χαιρετισμούς με το «χαίρε» και το εφύμνιο (επωδός) «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε», στο οποίο καταλήγουν και τα 2 προοίμια. Ώστε το «Χαίρε» επαναλαμβάνεται συνολικά στους 12 οίκους και τα 2 προοίμια 158 φορές (δηλ. 12Χ13=156+2=158). Απευθύνονται δε οι 158 χαιρετισμοί στη Θεοτόκο, του Α και Γ οίκου από τον Άγγελο Γαβριήλ, του Ε από τον Πρόδρομο έμβρυο, του Η από τους ποιμένες, του Ι. από τους Μάγους και των λοιπών 7 οίκων και των 2 προοιμίων στους πιστούς που τους ψάλλουν.
Οι 12 άρτιοι οίκοι διαφέρουν από τους 12 περιττούς στο ότι δεν έχουν χαιρετισμούς, παρά μόνον την 7 στίχη διήγηση με 62 συλλαβές, που έχουν και οι άρτιοι και εφύμνιο (επωδό) αντί του «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» το «αλληλούϊα» (αινείτε τον Κύριον), που αναφέρεται στο Θεό. Αναφέρονται οι οίκοι Β, Δ, Ζ και Ω στη Θεοτόκο, και οι υπόλοιποι 8 οίκοι στο Χριστό.
ΥΠΟΘΕΣΗ- ΔΙΑΡΕΣΗ ΤΟΥ ΥΜΝΟΥ
Υπόθεση του 1 προοιμίου «Το προσταχθέν» και όλου του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η ενσάρκωση του Σωτήρος Χριστού με τα σωτήριά της αποτελέσματα στον Κόσμο. Ο υμνογράφος έχει εμπνευσθεί από τη διήγηση των Ευαγγελιστών Λουκά (α΄ 26-58,β! Β-35) και Ματθαίου (α! 18-25, β΄1-23) και των αποκρύφων ευαγγελίων (οίκος Λ) καθώς και από την δογματική διδασκαλία της εκκλησίας περί του Χριστού και συνέθεσε τον ύμνο για την εορτή του Ευαγγελισμού, που είναι η αρχαιότερη θεομητορική εορτή (5ος αιώνας μ.Χ.) οπότε πιθανόν να εψάλλετο ο ύμνος στην εορτή. Του 2ου όμως προοιμίου «Τη Υπερμάχω» η υπόθεση είναι άσχετη με τον ύμνο και αναφέρεται στη διάσωση της Κωνσταντινουπόλεως από τη Θεοτόκο.
Ο ύμνος διαιρείται σε 2 μεγάλα μέρη, το ιστορικό (Α-Μ οίκοι) και το θεολογικό- δογματικό (Ν-Ω οίκοι). Κάθε ένα από αυτά υποδιαιρείται σε 2 στάσεις, από 6 οίκους κα΄θε μια δηλ. 4 στάσεις το όλον.
Στην 1η στάση (Α-Ζ οίκοι) εξυμνούνται τα προ της Γεννήσεως του Χριστού, δηλ. Ευαγγελισμός, επίσκεψη Μαρίας στην Ελισάβετ, ζάλη (ταραχή) του Ιωσήφ.
Στην 2η στάση (Η-Μ οίκοι) ιστορούνται τα κατά τη γέννηση του Χριστού, δηλ. προσκύνηση ποιμένων, Μάγων, φυγή στην Αίγυπτο και Υπαπαντή (Συμεών).
Στην 3η στάση (Ν-Σ οίκοι) αναφέρονται τα σωτήρια αποτελέσματα της ενανθρωπήσεως του Χριστού, δηλ. ανακαίνιση Κτίσεως, κατάπληξη σοφών, προτροπή των πιστών κλπ.
Στην 4ην στάση (Τα-Ω οίκοι) υμνείται η Θεοτόκος, μητέρα του ποιητή ουρανού και γης, η «φωτοδόχος λαμπάς» και ζητείται η μεσιτεία της για τη σωτηρία από κάθε συμφορά. Όπως δε οι οίκοι έχουν προέλευση από την Αγία Γραφή, έτσι και τα 2 εφύμνια το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» από τον χαιρετισμό του αγγέλου Γαβριήλ (Λουκ. Α΄ 26) και το «Αλληλούϊα» από την Αποκάλυψη (κεφ. ΙΘ΄1-6).
ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΣΥΝΕΘΕΣΕ ΤΟΝ ΥΜΝΟ
Το υπέροχο αυτό λογοτέχνημα, που σώθηκε ολόκληρο χάρη στην καθιέρωσή του στη λατρεία, είναι σχεδόν βέβαιο, ότι γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν αναπτυχθεί τα ελληνοχριστιανικά γράμματα και η τιμή στην Παναγία ήταν μεγάλη, αφού η Θεοτόκος εθεωρείτο προστάτις και Υπέρμαχος Στρατηγός της Κωνσταντινουπόλεως.
Αλλά για το πότε και ποιος έκαμε τον ύμνο, που είναι αλληλένδετα, υπάρχει μεγάλη διαφωνία μεταξύ όσων ασχολήθηκαν με αυτόν, παλαιών και νεωτέρων, πολλοί δε διατύπωσαν την γνώμη, ότι είναι έργο αγνώστου ποιητού.
Και το μέν 2ο προοίμιο «Τη Υπερμάχω», επειδή αναφέρει λύτρωση της Κωνσταντινουπόλεως από δεινά πολέμου, μπορούμε να δεχθούμε, ότι έγινε τότε, που λυτρώθηκε από την πολιορκία των Αβάρων, το 626 μ.Χ., από τον Πατριάρχη Σέργιο, τον Πισίδη ή κάποιον άλλο άγνωστο υμνογράφο. Επίσης και ο Κανών «Ανοίξω το στόμα μου…» που έγινε πολύ αργότερα, είναι γνωστό πού, πότε και από ποιόν έγινε, όπως είπαμε παρά πάνω, γιατί και στην ακροστιχίδα των 5 τροπαρίων της τελευταίας 9ης Ωδής, σχηματίζεται με τα πρώτα γράμματα των τροπαρίων το όνομα ΙΩΣΗΦ, δηλ. του Σικελιώτη υμνογράφου στην Κωνσταντινούπολη.
Οι 24 όμως οίκοι με το 1ο προοίμιο… «Το προσταχθέν…», που έχουν την ίδιαν υπόθεση, προϋπήρχαν από παλαιότερα και έγιναν πασίγνωστοι από τότε που ανήκαν στη λατρεία της Εκκλησίας, το 626 μ.Χ. όταν εψάλησαν «ορθοστάδην» και καθιερώθηκε η εορτή του Ακαθίστου. Γι αυτό μπορούμε να δεχθούμε με κάποιαν επιφύλαξη, ότι ποιητής του ύμνου είναι Ρωμανός ο Μελωδός, ο Πίνδαρος αυτός της Εκκλησίας (6ος μ.Χ αιών) που ήταν διάκονος στο ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, γιατί μοιάζει με άλλους ύμνους του, που σώθηκαν, και φαίνεται σαν συμπλήρωμα και συνέχεια του γνωστού ύμνου του στη Γέννηση του Χριστού, αφού παρουσιάζει ομοιότητα στη γλώσσα και στα μέτρα μ’ αυτόν.
Αυτό συμφωνεί και με την παράδοση της Εκκλησίας, ότι ο Ρωμανός πήρε το χάρισμα του υμνογράφου με θαυμαστό τρόπο από την Θεοτόκο.
Παρ’ όλα αυτά πολλοί αμφιβάλλουν για τον ποιητή του Ακαθίστου, όπως και ο Βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ, που γράφει, ότι «το ζήτημα είναι άλυτο».
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΞΙΑ
Αλλά και αν δεν είναι εξακριβωμένος ο ποιητής του, ο θαυμάσιος αυτός ύμνος, που συγκίνησε και συγκινεί και σήμερα, όταν ψάλλεται στους ναούς μας με τον Κανόνα το βράδυ της Παρασκευής της 5ης εβδομάδας της Μεγ. Σαρακοστής ολόκληρος και τμηματικά κατά στάσεις τις 4 προηγούμενες Παρασκευές-6 οίκοι κάθε Παρασκευή με τον Κανόνα-, ο ύμνος αυτός, υπέροχο βυζαντινό λογοτέχνημα έχει μεγάλη ποιητική αξία.
Σαν ποίημα είναι γραμμένος στα μέτρα της ομοτονίας της ισοσυλλαβίας και σε πολλές περιπτώσεις έχει και ομοιοκαταληξίες. Οι Χαιρετισμοί είναι κατά ζεύγη με έννοιες αντίθετες, όμοιες ή συμπληρωματικές, κατά τους 3 ρυθμούς του παραλληλισμού των μερών του στίχου στην Εβραϊκή ποίηση (αντιθετικός, συνωνυμικός, προσθετικός). Η γλώσσα του είναι ομαλή, αρμονική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία. Έχει πλήθος σχημάτων, που τον κάνουν ευχάριστο, όπως π.χ. το ισόκωλο: «Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος», ή την παρονομασία «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του Κόσμου», αντιθέσεις, παρηχήσεις και πάμπολλα ωραία κοσμητικά επίθετα) άδυτος, αστήρ, ασάλευτος πύργος, δένδρον αγλαόκαρπον κλπ.). Τέλος με την εκλογή και αρμονική σύνθεση ωραίων κυρίων και μεταφορικών ονομάτων κατορθώνει να μεταδώσει στους ακροατές τα ιερά συναισθήματα, που είχε ο ποιητής συνθέτοντας αυτόν.
Για τις πολλές αρετές του ο Ακάθιστος Ύμνος θεωρείται από τους καλύτερους της Βυζαντινής λογοτεχνίας, πολλοί δε ρήτορες και συγγραφείς πήραν λέξεις και φράσεις του ύμνου, ποιηταί μιμήθηκαν το ρυθμό και τα μέτρα του, και ζωγράφοι έκαμαν ωραίες εικόνες σε 24 συμπλέγματα εμπνευσμένοι από τους 24 οίκους του. Αλλά και από πολλούς ξένους θαυμάστηκε και μεταφράσθηκε.
Είναι έπος αφηγηματικό με διάλογο σε πολλά μέρη, όπου τα πρόσωπα (άγγελος Γαβριήλ, Θεοτόκος, Ιωσήφ κλπ.) συζητούν, έχει όμως και πολύ λυρισμό.
Τέλος ως προς τα μέτρα του ποιήματος και την μουσική του ύμνου βλέπουμε, ότι οι οίκοι έχουν μέτρα και ρυθμό διαφορετικό από τα προοίμια, γραμμένα στην τονική ρυθμοποιϊα που χρησιμοποιεί και η νεοελληνική ποίηση. Ενώ το 1 προοίμιο «Το προσταχθέν…» είναι 7στιχο σε αναπαιστικό ρυθμό που εναλλάσσεται με ιαμβική διποδία, μέτρα που του δίνουν γοργό ρυθμό, στο 2ο προοίμιο «Τη Υπερμάχω…» οι μεν 2 πρώτοι στίχοι είναι 14σύλλαβοι, οι δε 4 τελευταίοι 13σύλλαβοι.
Η αρχική μουσική του ύμνου και ο τρόπος που εψάλλετο τότε είναι άγνωστος, γιατί τα χειρόγραφα που σώζονται δεν λύνουν το ζήτημα. Σήμερα οι μεν 24 οίκοι απαγγέλλονται με μέλος από τους κληρικούς, τα δε εφύμνια και τα προοίμια ψάλλονται από τους ψάλτες.
Αυτός είναι σε σύντομη ανάλυση ο «Ακάθιστος Ύμνος», το πραγματικό αυτό αριστούργημα της Βυζαντινής και Εκκλησιαστικής λογοτεχνίας, που τόσο λυρικά εξυμνεί την Μητέρα του Χριστού, την Παναγία.
ΣΠΥΡ. Γ. ΜΑΚΡΗΣ*
Περιοδικό Φιλολογική Στέγη χρόνος ΙΓ΄ Τόμος Δ΄ τεύχος 24/Άνοιξη 1977, σελίδες 94-96
*Βλ. σχετικά και το εκτενέστερο και διεξοδικότερο άρθρο του Σπ. Γ. Μακρή για τον «Ακάθιστο Ύμνο» στη Νέα Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση (Τόμος 3ος, Σελ. 308-311).
Σημειώσεις:
Διανύοντας την αγία και μεγάλη τεσσαρακοστή και μέσα στο πνεύμα των κατανυκτικών ημερών, αντιγράφω δύο μικρά μελετήματα του πειραιώτη θεολόγου Σπύρου Γ. Μακρή, από το περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης που υπήρξε συνεργάτης του και μέλος του Φιλολογικού Σωματείου της πόλης μας. Επίσης, μεταφέρω τα λήμματα από την Λογοτεχνία των Ελλήνων για τα μέλη και την πνευματική παραγωγή της πειραϊκής αυτής παλαιάς οικογένειας. Αντιγράφω και τις πληροφορίες που μας δίνει ο πρώην πρόεδρος της Στέγης κυρός Γιάννης Χατζημανωλάκης, ώστε να έχουμε μια μικρή εικόνα του συγγραφέα των άρθρων. Από το σύνολο των 60 μονών, διπλών και τριπλών τευχών του περιοδικού έχω στην βιβλιοθήκη μου, πάνω από 30 τεύχη, έτσι, είναι φυσικό, ενδέχεται η αποδελτίωση των κειμένων του Σ. Γ. Μακρή να μην είναι ολοκληρωμένη. Και εφόσον δεν έχουμε μέχρι σήμερα μια ευρετηρίαση των 60 τευχών της πρώτης περιόδου του περιοδικού, ώστε να γνωρίζουμε την θεματολογία του, τους συνεργάτες του, τα περιεχόμενά του, σε πόσα τεύχη συμμετέχει κάθε συνεργάτης του περιοδικού, δηλαδή την ταυτότητά του και την ατμόσφαιρα της εποχής που εκδίδονταν, περιορίζομαι σε αυτά που έχω μπροστά μου. Κατέγραψα και τα υπόλοιπα κείμενα του πού έχω διαβάσει βρίσκοντάς τα ενδιαφέροντα και κατατοπιστικά των θεμάτων που διαπραγματεύεται. Άλλωστε είναι καθ’ ύλην αρμόδιος να μας μιλήσει για παρόμοια ζητήματα της Βυζαντινής υμνογραφίας. Τα άρθρα του Μακρή, για τα πνευματικά και άλλα ενδιαφέροντα των πειραιωτών της εποχής που έζησε και έδρασε δημιουργικά, έχουν μια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα. Διακρίνονται για την επιστημοσύνη τους, την καλλιέπεια της γραφής, το λυρικό ύφος τους, την ακριβολόγα επισήμανση, την τεκμηρίωση, την ζέση με την οποία πλησιάζει, σχολιάζει το θέμα του, εκθέτει τις απόψεις του, προτείνει τις ερμηνείες του. Τους σταθμούς των διαβασμάτων του που εντοπίζει και επεξεργάζεται τα θέματά του. Η θρησκευτική του πνοή δένει με την επιστημονική του έρευνα. Διαθέτει χριστιανικό φρόνημα μα και διάθεση γνωριμίας με σταθμούς της ελληνικής παράδοσης. Τα κείμενά του κινούνται, τα περισσότερα, σε ένα πλαίσιο εκκλησιαστικών και χριστιανικών αναφορών. Ένα παιδευτικό πλαίσιο διδασκαλίας που σπούδασε, αγάπησε, θήτευσε, διακόνησε σαν εκπαιδευτικός. Καλλιέργησε σαν επιστήμονας στις εργασίες του. Δεν θέλησα να προσθέσω και ορισμένους τίτλους παλαιότερων άρθρων του που έχω συναντήσει στην ημερήσια τοπική παλαιά εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» του Παύλου Πέτσα, ώστε να μην ξεστρατίσει το παρόν σημείωμα από το κεντρικό στόχο του που είναι ο Ακάθιστος Ύμνος, η περιπέτεια της συγγραφής του, ο εμπνευστής και συνθέτης του, η δομή του, η ρυθμολογία του, η στιχουργική του, οι πηγές του, η γλώσσα του, οι επιρροές του, όπως μας τα καθρεφτίζει η γραφή του Σ. Γ. Μακρή. Όπως δεν προσθέτω τίτλους άρθρων και κειμένων που μας είναι γνωστοί για την ποιητική αυτή βυζαντινή κυψέλη που είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. Βιβλία ή άρθρα του Νικόλαου Τωμαδάκη, του Θεόδωρου Ξύδη, του Καριοφύλλη Μητσάκη, του Παναγιώτη Τρεμπέλα κλπ., που διαπραγματεύονται την ιστορία και την πορεία της ορθοδόξου ελληνικής βυζαντινής υμνογραφίας και ιδιαίτερα, τα κεφάλαια για τον Ακάθιστο Ύμνο. Όπως επίσης, θεωρώ προϋπόθεση και την ελληνική τρίτομη έκδοση της ιστορίας της βυζαντινής λογοτεχνίας του Καρλ Κρουμβάχερ που μνημονεύει και ο Σ. Γ. Μακρής, που έχει κυκλοφορήσει παλαιότερα στα ελληνικά.. Ούτως ή άλλως, ο Ακάθιστος Ύμνος και η λαϊκή του χρήση την περίοδο της μεγάλης τεσσαρακοστής, βρίσκεται στην «ημερήσια διάταξη» θα σημειώναμε, μέσα στον προφορικό λόγο των ελλήνων. Τα δυσεξήγητα της πνευματικής ζωής και μεταφυσικής παράδοσης φαινόμενα, δεν ερμηνεύονται με βιβλιογραφικές παραπομπές αλλά, με την αυθόρμητη πηγαία ποίηση που προέρχεται από τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Δηλαδή της ίδιας της πατρίδας των ελλήνων για να μην γράψω υπερβολικά ίσως, της ζωής των που είναι ζυμωμένη με ποίηση, αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, ομαδικά και ατομικά θυσιαστήρια μνήμης, μαρτυρολόγια, επαναστατικές εξάρσεις, επώνυμους και ανώνυμους ριμαδόρους και λυράρηδες, προφήτες των σπηλαίων. Πλούσια μέσα στην παράδοση είναι και η συγκομιδή από τα δοξαστικά Χαίρε που αναβλύζουν από τον Ακάθιστο Ύμνο. Ονόματα όπως του Ηλία Μηνιάτη, του Μανουήλ Φιλή, του Φραγκίσκου Σκούφου, του Διονυσίου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου, του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων. Πάει την μνήμη μας πίσω στο χρόνο όχι μόνο στους εκκλησιαστικούς υμνωδούς της βυζαντινής γραμματείας αλλά και στα «Χαίρε θεά δέσποινα», «χαίρε, θεά, Παφίη» των επιγραμματοποιών της Παλατίνης Ανθολογίας. Υμνογράφοι ελληνικού τρόπου ζωής και πνευματικού ήθους. Όπου η Μήτηρ Θεού του Σικελιανού συνομιλεί με την Παναγιά την Αθηνιώτισσα του Κωστή Παλαμά. Η Ακριβοσπάθιστη Ελληνική ψυχή που υμνωδεί ο Οδυσσέας Ελύτης συνεχίζει τα μαλάματα της ελληνικής γλώσσας. Η Παναγιά Ελλάδα Φωτοδόχος λαμπάδα μιας ελληνικής ζωής που αντιστέκεται στον θάνατο της ιστορίας. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι η ενεργητική παρουσία μιας αποκαλυπτικής ποίησης που γέννησε μέσα στην ιστορία, η ελληνική ποιητική φωνή και γλώσσα. Είναι η λαϊκή φαρμακία της ψυχής τους. Η δέηση της ευκτικής αναπνοής τους. Το καταύγασμα της μετοχής στο σώμα της άλλης μυστικής παρουσίας. Μιας παρουσίας που δεν εξηγείται με την γλώσσα αλλά με την αλήθεια του Λόγου.
Οφείλουμε να προσθέσουμε ότι στην πόλη μας, ειδικός περί τα εκκλησιαστικά, ενημερωμένος και κατάλληλος να μας μιλήσει- για θρησκευτικά ζητήματα είναι ο πειραιώτης λόγιος και ποιητής Δημήτρης Φερούσης ο οποίος έχει συγγράψει την εκκλησιαστική ιστορία του πειραιά. Καθώς επίσης και ο πρωτοπρεσβύτερος Ιγνάτιος Ι. Παπασπηλιόπουλος και η εργασία του για τον ιερό ναό του αγίου Βασιλείου, και ορισμένοι άλλοι που ασχολήθηκαν με την ναοδομία του πρώτου λιμανιού. Σε θέματα βυζαντινής γραμματείας και ελληνικής λογοτεχνίας, να υπενθυμίσουμε και την παρουσία του παλιού πειραιώτη καθηγητή Βασίλη Λαούρδα.
Ο Ακάθιστος Ύμνος, αυτό το πλαστικό αριστούργημα της ελληνικής ποίησης, ο λυρικός μυστικός πομπός εμψύχωσης χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων χριστιανών και μη ανθρωπίνων υπάρξεων, αυτό το ποιητικό μέλισμα της εκκλησιαστικής υμνολογίας, που βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές απλών πιστών ανθρώπων και τις ευφραίνει διαχρονικά, αυτή η θρησκευτικό –αισθητική υμνογραφία της ελληνικής βιωμένης γλώσσας, το ποιητικό αιώνιο μοτίβο με τους εσωτερικούς του μυστικούς αναβαθμούς ύμνησης σκηνών και προσώπων που μετέχουν στο θείο δράμα, με προεξάρχον πρόσωπο την Παναγία, αυτό το βιωμένο ψιθύρισμα προσευχητικής δέησης είναι εδώ και αιώνες το μάνα της λαϊκής ψυχής του έθνους των ελλήνων. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ένας ποιητικός χείμαρρος εικόνων, λέξεων, συμβολισμών, παρομοιώσεων δοξαστικής παράκλησης. Το ύψος της ελληνικής εκκλησιαστικής υμνολογίας που εμψύχωσε και εξακολουθεί να εμψυχώνει. Αυτή η υμνολογική δοξαστική κοινότητα της ποίησης, η τόσο οικεία και αγαπητή στους έλληνες και μη ορθόδοξους, είναι η εντυπωμένη φυσική εικόνα μέσα στην ελληνική γλώσσα, στο πως πορεύεται η ιστορία των ελλήνων. Η εστιακή εικόνα μετάπλασης της πίστης σε ποιητική εμπειρία, το ποιητικό μέλισμα της ελληνικής εκκλησιαστικής λαϊκής υμνογραφίας. Η συνέκφραση του επίγειου με τον ουράνιο πόνο.
Συντάκτης λοιπόν, των παραπάνω άρθρων είναι ο πειραιώτης εκπαιδευτικός
και συγγραφέας, Σπύρος Γ. Μακρής
(1899-9/8/1989). Ο θεολόγος Σπύρος ή Σπυρίδων Γ. Μακρής γεννήθηκε στην πόλη
μας το 1899,-κατ’ άλλους το 1898. Η οικογένεια Μακρή έχει προσφέρει στον
Πειραιά τους δύο προηγούμενους αιώνες επίλεκτα και διακεκριμένα πνευματικά της
μέλη. Ιερείς, θεολόγοι καθηγητές της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, δικαστικοί.
Λόγιοι Πειραιώτες που τα ίχνη της συγγραφική τους παρουσία εντοπίζονται συχνά στον
τοπικό μας έντυπο και περιοδικό τύπο, μα και, σε περιοδικά και βιβλία πέραν των
συνόρων του πρώτου λιμανιού. Υπήρξαν αρθρογράφοι σε εκκλησιαστικά και άλλα
έντυπα, λημματογράφοι σε γενικές εγκυκλοπαίδειες, εκδότες εκκλησιαστικών
περιοδικών και συγγραμμάτων, μεταφραστές. Βλέπε ιδιαίτερα του Θεόδωρου
Μακρή-αδερφού του Σπύρου Μακρή- και τις μεταφράσεις του έργων ιταλών και γάλλων
λογοτεχνών. Για τις συγγραφικές ποικίλες δραστηριότητες των μελών της
οικογένειας Μακρή, την εκκλησιαστική και διδασκαλική δράση τους και προσφορά,
τα βιβλία που εξέδωσαν, τις εκδοτικές τους εργασίες κ. ά., αντλούμε πληροφορίες
από τον τοπικό τύπο, τα διάφορα λήμματα των Γενικών Εγκυκλοπαιδειών όπως η
Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια, η Λογοτεχνία των Ελλήνων, η Νέα Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια, η Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια, και άλλες πηγές των προηγούμενων
δεκαετιών. Καθώς και από τις σελίδες των εντύπων που διετέλεσαν συνεργάτες τους.
Γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος
Γ. Μακρής (20/11/1871-24/8/1942), ένας λόγιος πειραιώτης κληρικός ο
οποίος υπήρξε μεταξύ άλλων κατηχητής στην πόλη μας, εκκλησιαστικός αρθρογράφος,
συγγραφέας διηγημάτων, δημοσίευσε επίσης και νουβέλες με θεματολογία από την
βυζαντινή και εκκλησιαστική ιστορία. Υπήρξε εκδότης εκκλησιαστικών εντύπων,
όπως η «Χριστιανική Αλήθεια» (1893-1902), η «Αναμόρφωσις» (1899-1906), η
«Σημαία της Ανορθώσεως» (1907), όπως μας πληροφορεί ο θεολόγος Σπυρίδων Αβούρης στο λήμμα για τον
Γεώργιο Μακρή στον 9ο τόμο της Λογοτεχνίας των Ελλήνων του Χάρη Πάτση
σ. 603. Γράφει ακόμα : «Από το 1933 ως το
1937 διατέλεσε διευθυντής και συντάκτης του περιοδικού «Ιερός Σύνδεσμος»» … Σε
βιβλία κυκλοφόρησε τα «Περί συντριβής καρδίας» του Ιερού Αυγουστίνου (1890), «Η
Κυριακή αργία και ο αγιασμός αυτής» (1896), «Οδηγός του εξομολογουμένου» κ.ά.».
Να γράψουμε εν τάχει, ότι προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε θρησκευτικές
περιόδους που η Ελλάδα βρίσκονταν κάτω από τον «αστερισμό» των διδασκαλιών του
Απόστολου Μακράκη και άλλων μοναχών και ιερέων διδασκάλων και κατηχητών που,
ένας ιερέας λόγιος από τον εν σπαργάνοις Πειραιά, μεταφράζει ιερό Αυγουστίνο.
Αν αναλογιστούμε πόσοι εκκλησιαστικοί και θεολόγοι της εποχής εκείνης γνώριζαν
ή είχαν διαβάσει το έργο «Η Πολιτεία του Θεού» ή τις «Εξομολογήσεις» του
καθολικού ιερού Αυγουστίνου. Ενός σημαντικότατου εκκλησιαστικού συγγραφέα της
χριστιανικής διδασκαλίας. Ο ίδιος
θεολόγος και συγγραφέας υπογράφει με τα αρχικά του Σ. Ν. Α. και το λήμμα για
τον δικαστικό πειραιώτη Θεόδωρο Γ. Μακρή
(1906-21/10/1985), νομικό και λογοτέχνη, μεταφραστή, από τα ιδρυτικά
μέλη της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά, μικρότερο αδερφό του Σπύρου Μακρή. Γράφει τα εξής στην σελ. 603: «Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και ακολούθησε
τον δικαστικό κλάδο, στην αρχή ως ειρηνοδίκης και κατόπιν πρωτοδίκης. Μετά την
αποχώρησή του από την υπηρεσία (1960) διορίσθηκε δικηγόρος Αθηνών. Από νέος
ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία ιδιαίτερα με την ποίηση, έγραψε μάλιστα και
ποιήματα με παραδοσιακή μορφή. Δημοσίευσε μεταφράσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά
«Νέα Εστία», «Καινούργια Εποχή», «Παναθήναια», «Ελληνικός Λόγος», «Φιλολογική
Στέγη Πειραιώς» κ.ά. Επίσης μεταφράσεις του διηγημάτων των Ιταλών Πιραντέλλο,
Μοράβια, Άλβαρο, Σιλόνε, κ. ά. πεζά κείμενα των γάλλων Μπωντλαίρ, Γκυ Ντε
Μωπασσάν, Μπερτερουά κ.ά. του Ιρλανδού Λιάμ Οφλαέρτυ, του αμερικανού Στάϊνμπεγκ
κ. ά. Εξ άλλου δημοσίευσε και μεταφράσεις των κριτικών δοκιμίων του Μοράβια για
τον Καβάφη, του Γκρήνιν Λάμπορν, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων του άγγλου Χρ.
Ροσσέτι, του γάλλου Φρανσί Καρκό και του ιταλού Μοσκαρντέλλι. Μεταφράσεις του
αρκετών διηγημάτων του Πιραντέλλο δημοσιεύτηκαν στην τρίτομη συλλογή «Διηγήματα
και νουβέλλες του Πιραντέλλο (Δίφρος). Διατέλεσε συνεργάτης της Νέας Ελληνικής
Εγκυκλοπαίδειας Χ. Πάτση.». Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε ότι σε
παλαιότερη βιβλιογραφική εργασία του στο περιοδικό Οδό Πανός, ο γράφων, για τον
ιταλό θεατράνθρωπο Λουίτζι Πιραντέλο, έχει καταγράψει τις μεταφράσεις του
πειραιώτη Θεόδωρου Μακρή που εντόπισε. Επίσης, στον τοπικό τύπο πχ. «Σφαίρα»,
«Ελληνική Ώρα», «Φωνή του Πειραιώς» κ. άλλες ημερήσιες εφημερίδες συναντά
κανείς τα συγγραφικά βαδίσματα και των τριών λογίων της οικογένειας Μακρή.
Τέλος, πάλι με τα αρχικά του Σ. Ν. Α. ο θεολόγος και συγγραφέας Σπυρίδων
Αβούρης, σημειώνει για τον θεολόγο και συγγραφέα Σπυρίδων Μακρή, του οποίου δύο
άρθρα αντιγράφουμε. Γράφει ο Σ. Ν. Α. στην σελίδα 605 της Εγκυκλοπαίδειας του
Χάρη Πάτση: « Μακρής Σπυρίδων΄ θεολόγος
και συγγραφέας. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1898. Εκεί συμπλήρωσε τις εγκύκλιες
σπουδές του. Το 1918 πήρε το πτυχίο της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με
τον βαθμό «άριστα». Γράφτηκε αργότερα στη φιλοσοφική Σχολή, την οποία τελείωσε.
Υπηρέτησε καθηγητής και γυμνασιάρχης σε διάφορες εκκλησιαστικές σχολές και
ανώτερα εκκλησιαστικά φροντιστήρια (Κόρινθο, Κατερίνη, Ριζάρειο Αθηνών). Το
1961 πήρε το βαθμό του γυμνασιάρχη και το 1964 αποχώρησε από την υπηρεσία.
Διατέλεσε έφορος προσκόπων (1923-24),
είναι μέλος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» και συνεργάτης της Νέας
Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Χ. Πάτση και της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας. Έργα του: Στοιχειώδης Λειτουργική (1929), Στοιχειώδης Ορθόδοξος
Χριστιανική κατήχησις (1932), «Επίτομος Ποιμαντική (1953), Ο Χιλιασμός και αι
κακοδοξίαι αυτού (1952). Διδάγματα από το Πάθος (1954). Επίσης δημοσίευσε
λιθογραφημένα βιβλία, ως βοηθήματα των σπουδαστών των Εκκλησιαστικών Σχολών:
Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη (1954), Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη (1953),
Λειτουργική (1954), Χριστιανική Ηθική (1955) κ.ά. Κατά τα έτη 1955-1959 επανέκδωσε
στην Αθήνα με συνεργάτη το θεολόγο Ιωάννη Τιμαγένη το περιοδικό του πατέρα του
«Αναμόρφωσις».».
Με την αναγγελία της αποδημίας πλήρης ημερών του Σπύρου Μακρή, ο παλαιός πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς συγγραφέας Γιάννης Χατζημανωλάκης, κατευόδωσε με ένα εκτενές σημείωμά του την απώλεια του Σπύρου Γ. Μακρή στο τριπλό τεύχος του περιοδικού Φιλολογική Στέγη νούμερα 49-50-51/7, 1989-3,1990, σελίδες 158-159. Στις σελίδες «ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ»
ΣΠΥΡΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗΣ (1899-1989)
Όσο και αν ο θάνατος του Σπύρου Γ. Μακρή ήρθε με το πλήρωμα του χρόνου, σαν φυσική κατάληξη μιας πλήρους-κυριολεκτικά-ζωής, μου προκάλεσε όπως πιστεύω και σε πολλούς άλλους, βαθύτατη θλίψη. Γιατί ο Σπ. Μακρής ήταν ένας συμπαθέστατος άνθρωπος, με ευγένεια αισθημάτων, με ακέραιο ήθος και με ευρύτατη-και πέρα από τα ενδιαφέροντα του επιστημονικού κλάδου του-παιδεία και καλλιέργεια. Και παρά το βάρος των εννέα δεκαετηρίδων, που είχε καλύψει η εγκόσμια διαδρομή του, διατηρούσε ως το τέλος του βίου του πλήρη και πνευματική διαύγεια, καθαρότατη κρίση και κείνο το υψηλό αίσθημα ευθύνης, που τον διέκρινε πάντα στην πορεία του στη ζωή…
Ο Σπύρος Γ. Μακρής γεννήθηκε στον Πειραιά την τελευταία χρονιά του 19ου αιώνα-το 1899. Ήταν το πρώτο παιδί του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Μακρή (1871-1942), ενός φωτισμένου, για την εποχή του, κληρικού, που εξέδωσε τα περιοδικά «Χριστιανική Αλήθεια» και «Αναμόρφωσις», διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας, οργάνωσε τα πρώτα κατηχητικά σχολεία και-γενικά-ανέπτυξε αξιόλογη εκκλησιαστική και φιλανθρωπική δράση. Ο παπά-Μακρής, όπως ήταν ευρύτερα γνωστός στον πειραϊκό χώρο, δημιούργησε μια πολυμελή και ευτυχισμένη οικογένεια, σπούδασε τα παιδιά του, που διέπρεψαν αργότερα σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους και άφησε, με το έργο του και την κοινωφελή προσφορά του αγαθή μνήμη.
Ενδεικτικά σημειώνω πως, εκτός από τον πρωτότοκο γιό του, το Σπύρο, που ακολούθησε την πατρική παράδοση και σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τρία ακόμα από τα παιδιά του ξεχώρισαν ως επιστήμονες: Ο γνωστός παθολόγος και παιδίατρος Νικόλαος Μακρής (+1985), ο Κωνσταντίνος Μακρής (1902-1981), ιδρυτής ενός από τα πρώτα Μικροβιολογικά και Χημικά Ινστιτούτα στον Πειραιά και καθηγητής από το 1956 της φαρμακευτικής χημείας και φαρμακογνωσίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης’ και ο Θοδωράκης (1906-1985), που σταδιοδρόμησε με τη λογοτεχνία και ήταν, μαζί με την αξέχαστή σύζυγό του Ζωή, το γένος Τσακασιάνου, από τα ιδρυτικά μέλη της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς», το 1930. Ένας ακόμα από τους γιούς του-ο μικρότερος-, ο Αστυάναξ Μακρής, που χάθηκε νεότατος, είχε σπουδάσει επίσης γιατρός, ενώ και οι δύο κόρες του, η Μαρία (φιλόλογος) και η Ασημίνα (καθηγήτρια πιάνου) διακρίθηκαν επίσης στους κλάδους που ακολούθησαν. Την ωραία αυτή πνευματική παράδοση της οικογένειας Μακρή συνεχίζουν οι εκπρόσωποι της τρίτης και τέταρτης γενεάς και-κυρίως-η Ξανθή Θ. Μακρή, καθηγήτρια της Βιομηχανικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας, η Ξανθούλα Σπ. Μακρή-Σταματοπούλου, καθηγήτρια της Θεολογίας και κόρη της τελευταίας Μαρία Σταματοπούλου-Μακρή, Δρ. των Πολιτικών Επιστημών.
Ο Σπύρος Γ. Μακρής σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και νεότατος διορίσθηκε καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, όπου και υπηρέτησε πολλά χρόνια, για να κλείσει τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής της «Ριζαρείου» εκκλησιαστικής σχολής, με μακρά και γόνιμη προσφορά (πολλοί από τους σημερινούς ιεράρχες υπήρξαν παλαιοί μαθητές του). Παράλληλα δίδαξε στη ιδιωτική εκπαίδευση και στο σχολικό έτος 1945-46 ευτύχησα να τον έχω καθηγητή στην Γ΄ τάξη του οκτατάξιου-τότε-Γυμνασίου, στο Λύκειο «ο Πλάτων» του Παλαιολόγου Παπαϊωάννου. Από την εποχή εκείνη χρονολογούνται οι δεσμοί μου με το Σπύρο Μακρή, που, φυσικά, πήραν άλλες διαστάσεις στα χρόνια της ωριμότητας, ιδιαίτερα μετά την είσοδό του στον κύκλο της «Φιλολογικής Στέγης», της οποίας υπήρξε από τους τακτικότερους και συνεπέστερους «εταίρους».
Εκτός όμως από τη σημαντική προσφορά του στην εκπαίδευση, αξιόλογο είναι και το συγγραφικό έργο του Μακρή. Με μελέτες, που αναφέρονται σε γνωστές και άγνωστες μορφές της Ορθοδοξίας και εκδόθηκαν σε ιδιαίτερα τεύχη, με σχολικά βοηθήματα για τους σπουδαστές της «Ριζαρείου» και με μεγάλο αριθμό δημοσιευμάτων, πάνω σε εκκλησιαστικά αλλά και ευρύτερα πνευματικά και κοινωνικά θέματα. Τα άρθρα και μελετήματα αυτά, δημοσιευμένα, τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά-και κυρίως στη «Φωνή του Πειραιώς» και τη «Φιλολογική Στέγη»-ξεχωρίζουν για τον πλούτο των στοιχείων, την επιστημονική τεκμηρίωση, τη γλαφυρότητα του ύφους και τις προοδευτικές «θέσεις» τους.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αυτός ο πολιός πρεσβύτης, που είχε γεννηθεί στο τέλος του περασμένου αιώνα, αυτός ο βαθύτατα θρήσκος αλλ’ όχι θρησκόληπτος, που τηρούσε όμως αυστηρά και με περισσήν ευλάβεια το «τυπικό» της θείας λατρείας και της εκκλησιαστικής παράδοσης, ήταν παράλληλα κι ένας καθ’ όλα σύγχρονος άνθρωπος’ προοδευτικός όχι μόνο στις πολιτικές (με την πλατύτερη έννοια-και πέρα από κομματικά σχήματα) πεποιθήσεις του αλλά και στις «θέσεις» του πάνω στα επιστημονικά, ακόμα και στα καθαρά θρησκευτικά ή-στενά-εκκλησιαστικά θέματα, στηλιτεύοντας κάθε ακρότητα, κάθε ανελεύθερη τάση, απ’ όπου κι αν προερχόταν, κάθε εκδήλωση στείρου και δογματικού φανατισμού. Ήταν ο «γέροντάς» μας, ένας σοφός, νουνεχής και ακέραιος άνθρωπος, που θα μας λείψει…
Για δε την έκδοση
του βιβλίου του Σπυρίδωνος Γ. Μακρή:
«Μελέτιος ο εξ Ιωαννίνων» μητροπολίτης Αθηνών» (μελέτη) Αθήνα 1982,
σχολιάζει ο τελευταίος ιστορικός του Πειραιά Γ. Χς, στις σελίδες «ΚΡΙΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΥ» του περιοδικού Φ. Σ. τεύχος 30/12, 1983, σ. 152. Ο καθηγητής και τ. διευθυντής του Ανωτέρου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου
της «Ριζαρείου» Σχολής, ο σεβαστός μου Σπυρ. Γ. Μακρής, που σε πείσμα των
χρόνων που περνούν διατηρεί μια θαλερή πνευματική νεότητα, τύπωσε τελευταία το
μελέτημά του για το Μελέτιο τον εξ Ιωαννίνων που διατέλεσε μητροπολίτης Αθηνών
(1703-14) με ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή, την εκκλησιαστική δράση και το
αξιόλογο συγγραφικό έργο του. Βιβλιογραφικά ενημερωμένη με προσφυγή στις
εγκυρότερες πηγές, η εργασία αυτή είναι χρήσιμη και στους μη ειδικούς και
διαβάζεται ευχάριστα, χάρη στο γλαφυρό ύφος του Σπ. Μακρή, που κερδίζει τον
αναγνώστη.
Ενώ, ο ίδιος υπογράφει ανάμεσα στις άλλες Πειραϊκές απώλειες του 1985 (Λουκάς Μουζάκης 1921-1985. Κύπρος Φραγκούλης 1911-1985, Πάνος Παπαρρηγόπουλος 1913-1985). Και την απώλεια του Θεοδ. Γ. Μακρή (+1985), βλέπε Φ. Σ. τεύχος 34/10,12,1985, σ. 372.
Κείμενα του Σπύρου Γ. Μακρή στο περιοδικό
-Φ. Σ. Χρόνος ΙΒ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 23/ Άνοιξη 1976, σελίδες 31-33, ΚΑΣΣΙΑΝΗ (η μεγάλη βυζαντινή
ποιήτρια-μελωδός)
-Φ. Σ. Χρόνος ΙΓ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 24/Άνοιξη 1977, σελίδες 94-96. Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
-Φ.Σ. Χρόνος ΙΔ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 26/ Χειμώνας 1979, σελίδες 281-283. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ.
-Φ.Σ. Χρόνος ΙΕ΄, Τόμος Δ΄, τεύχος 27/Καλοκαίρι 1980, σελίδες 366-368. ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ.
-Φ.Σ. Χρόνος 17ος, Τόμος Ε΄, τεύχος 29/Φθινόπωρο 1982, σελίδες 19-22. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΥΜΝΟΙ ΤΟΥ.
-Φ.Σ. Χρόνος 18ος, Τόμος Ε΄, τεύχος 30/ Δεκέμβριος 1983, σελίδες 119-120.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΦΡΕΑΤΤΥΔΑ. ΚΑΙ,
βιβ/κη του Γ. Χατζημανωλάκη σ. 152, για το βιβλίο ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ, «Μελέτιος ο εξ Ιωαννίνων, μητροπολίτης Αθηνών»
Αθήναι 1982 (μελέτη)
-Φ.Σ. Χρόνος 22ος, Τόμος Στ΄, τεύχος 39-40/Ιανουάριος-Ιούνιος 1987, σελίδες 15-16,18. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
-Φ.Σ. Χρόνος 23ος, Τόμος Στ΄, τεύχος 44/Απρίλιος-Ιούνιος 1988, σελίδες 264-266. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ.
-Φ.Σ. Χρόνος 24ος, Τόμος Ζ΄, τεύχος 48/Απρίλιος-Ιούνιος 1989, σελίδες 91. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, (Απαντητική επιστολή σε απάντηση επιστολής της Μαρίας Αρβανίτη-Σωτηροπούλου, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 46)
-Φ.Σ. Χρόνος 25ος, Τόμος Ζ΄, τεύχη 49-50-51/Ιούλιος 1989-Μάρτιος 1990, σελίδες 125-129. Δημοσιεύεται το διήγημα «Ο ΗΛΙΟΣ ΗΤΑΝ ΨΕΜΑ» της Μαρίας Αρβανίτη-Σωτηροπούλου, «Στη μνήμη του Σπύρου Μακρή». ΚΑΙ σελίδες 158-159, στις «Πειραϊκές Απώλειες» δημοσιεύεται κείμενο του Γ. Χατζημανωλάκη, ΣΠΥΡΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗΣ (1899-1989).
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Κυριακή 18 Απριλίου 2021
Χαίρε η γλωσσολάμπουσα λύρα των ουρανίων ωδών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου