Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Μικρό ανθολόγιο ποιημάτων του ποιητή Αναστάση Βιστωνίτη

       ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ   ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

            ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1971-2008

εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, Νοέμβριος 2018, σ. 512, τιμή 16 ευρώ

 

                        Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ο Φ Η  Σ Τ Ο  Λ Ο Γ Ο *

     Το ερώτημα για τη σημασία του ποιητικού νοήματος σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία της, σε μιά εποχή όπου ο ιστορικός χρόνος πλησιάζει στο «τέλος» του. Όμως η ποίηση δεν είναι προϊόν-ή φαινόμενο ή αποκλειστικό στοιχείο-των ιστορικών χρόνων. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην προϊστορία και η ποιητική αλήθεια είναι πάντα αλήθεια ενός κόσμου περιχαρακωμένου από τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο κόσμος αντιλαμβάνεται το χρόνο, τις εικόνες, τα αντικείμενα και τα υποκείμενα. Στην προϊστορία ο χρόνος είναι μυθικός και κυκλικός. Στην ιστορία, γραμμικός  κι εξελικτικός.

     Συνεπώς, στις μέρες μας η ποιητική δημιουργία προϋποθέτει πώς ο ποιητής διατηρεί επαφή με το παρελθόν (μύθοι, σύμβολα, εικόνες, εκφραστικοί τρόποι). Παράλληλα, νιώθει υποχρεωμένος να προσαρμόσει την ποίησή του στον κόσμο του, έναν κόσμο αυστηρών δίπολων: μύθος-ιστορία, γραμμικός χρόνος-κυκλικός χρόνος, ιερό-βλάσφημο, πόλη-φύση, σχετικό-απόλυτο, πραγματικό-εικονικό. Στο λυκόφως ενός πολιτισμού, που χαρακτηρίστηκε από τις υποσχέσεις και τις διαψεύσεις του Διαφωτισμού, ένα συμπέρασμα απομένει: ο άνθρωπος είναι μιά σχετική ύπαρξη, που διεξάγει παράλογους πολέμους για χάρη του απόλυτου, της υπέρτατης ουσίας της ζωής, διαφόρων απόκρυφων μυστηρίων, εσχατολογιών και τελετουργιών. Εδώ η παραδοξότητα, η μαγεία και η γοητεία της ποίησης υπονοούν το άρρητο: την αποκάλυψη.

     Για μένα η ποίηση παραμένει τέχνη της νεότητας’ ο ποιητής γεννιέται με την εμπειρία μέσα του-όπως επισημαίνει ο Μπωντλαίρ-και ο λόγος δεν μπορεί να εκδηλωθεί ως Λόγος (λαλιά και σκέψη) παρά μόνο στην ξαφνική λάμψη του ρυθμού.

     Γράφοντας ποίηση επιστρέφουμε στη γλώσσα και προέλευση της γλώσσας είναι η εικόνα. Θα έλεγα πώς μιά ποιητική εικόνα είναι προ-εικόνα του πραγματικού κόσμου και πώς γι’ αυτό αποκαλούμε την ποίηση τέχνη αρχετυπική. Η ποίηση απαιτεί από τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει την εικόνα του. Αν είναι πραγματικός ποιητής (δημιουργός, όχι ερμηνευτής), γνωρίζει πώς ο ρυθμός είναι περιδινούμενες εικόνες, το φάσμα του ποιητικού χρόνου.

      Για τους αρχαίους ποιητές ο χρόνος ως τέτοιος δεν υπάρχει. Χρόνος είναι το κενό διάστημα, το οποίο ο ποιητής γεμίζει με εικόνες σε μιάν αναστοχαστική αφήγηση μεταμορφώσεων και μετασχηματισμών. Για τον σύγχρονο ποιητή, ο ποιητικός χρόνος είναι παράλληλος προς τον τρέχοντα χρόνο. Οι ποιητές είναι-τρόπος του λέγειν- οι «αντιφρονούντες» του παρόντος, αυτοί πού αντιπαλεύουν τον ιστορικό χρόνο: το «πρίν», το «τώρα» και το «μετά».

     Ως εκ τούτου η ποίηση είναι αγωνιώδης προσπάθεια μυθοποίησης του παρόντος. Για να το κατορθώσει αυτό ο ποιητής γίνεται όμηρος της καθολικότητας και της τονικότητας της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μιά ρευστοποιημένη προ-εικόνα της ολότητας του κόσμου, αλλά σήμερα δεν μπορεί να λειτουργήσει πιά σαν πρωτογενής μεταφορά για τη σκέψη, με αποτέλεσμα οι ποιητές να μήν μπορούν να την υπερβούν και να φτάσουν σε αυτό σ’ αυτό που ο Ντ. Χ. Λώρενς αποκάλεσε «μυστική ετερότητα». Σύμφωνα με τον Οκτάβιο Πάς, είμαστε αποκομμένοι από τις ρίζες μας και ριγμένοι στο κενό του σύγχρονου κόσμου. Οι φιλόσοφοι, οι ιερείς, οι κοινωνιολόγοι ερμηνεύουν τον κόσμο, ενώ οι ποιητές είναι καταδικασμένοι να επιστρέφουν στο λόγο ως Λόγον. Αλλά αυτός ο Λόγος’ από την άποψη της ποίησης είναι μιά προ-αίσθηση’ αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει υποκειμενική αίσθηση που παράγεται από διαφορετικούς τύπους ερεθισμάτων-διαδικασία που την ονομάζουμε συναισθησία, στη διάρκεια της οποίας «απτά» αντικείμενα και υποκείμενα, φαινόμενα, αποκάλυψη και τελετουργία αποτελούν ενιαία εμπειρία.

     Η υψηλότερη μορφή τελετουργίας είναι η μάχη-και για τον ποιητή η μάχη είναι πάντα μάχη ενάντια στις λέξεις μέσω του νοήματος των λέξεων. Οι ποιητές δεν μιμούνται πιά τη φύση, όπως τους το ζητούσε ο Αριστοτέλης. Τώρα βρίσκονται πιό κοντά στον πλατωνικό κόσμο της απεικόνισης, του κατόπτρου, της εικόνας ή της σκιάς στον τοίχο του σπηλαίου, το οποίο είναι ο σκοτεινός θάλαμος του αόρατου και του ασύλληπτου. Εκεί καταφεύγει ο ποιητής σαν τελευταία λύση, όχι για να ανακουφιστεί από το άγχος που του προκαλεί η εξάντληση της ευαισθησίας του, αλλά για ν’ αποφύγει τη σιδερένια πυγμή του Πεπρωμένου. Είναι μιά λύτρωση (φαουστική ή όχι), μιά διαφυγή-επιβίωση, αν θέλετε. Όμως η τραγωδία βρίσκεται μέσα στους ποιητές και η αρχαία ύβρις είναι και με το παραπάνω ζωντανή-αν και με πολλές και πολύ διαφορετικές μορφές-στις κοινωνίες μας, σαν πρωτογενής κατάσταση της ψυχής και της σκέψης. Ο Γ. Χ. Ώντεν λέει πώς το προπατορικό αμάρτημα είναι μιά άλλη άποψη της ύβρεως. Για μένα, ως Έλληνα, η ύβρις παραμένει μιά πράξη απόγνωσης: να αποφύγεις τη σιδερένια γροθιά της μοίρας, παρά την απουσία σοβαρών πιθανοτήτων. Έτσι, ο υβριστής αγγίζει την τρέλα και την αυτοκαταστροφή. (Από τον Μπωντλαίρ ως τον Πάουλ Τσέλαν υπάρχει μιά μακριά σειρά ποιητών, που βυθίστηκαν στην τρέλα ή οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία). Κανείς δεν μπορεί να ζήσει στα άκρα,  παρόλο που η επιθυμία του περάσματος σ’ έναν άλλο κόσμο, στο βασίλειο των μυστικών και της απουσίας, είναι πολύ ισχυρή σε κάθε πραγματικό ποιητή.

     Η Εκκλησία θα μπορούσε να προσφέρει στέγη στον ποιητή, αλλά-όπως μας υπενθυμίζει ο Ρόμπερτ Γκρέηβς στη Λευκή Θεά-η οργανωμένη θρησκεία είναι εχθρός της ελευθερίας. Παρόλο που ο Νοβάλις είπε πώς η θρησκεία είναι ποίηση στην πράξη, σήμερα η Εκκλησία αποτελεί μέρος της πολιτικής και τον τελευταίο υπερασπιστή της μεταφυσικής. Από αυτήν την άποψη, είναι σοβαρό λάθος να πιστεύουμε πώς η Εκκλησία δεν διαθέτει ακόμη τη δύναμη να σώσει τον ποιητή από την αγωνιώδη νοσταλγία για τη χαμένη ταυτότητά του (ο Τ. Σ. Έλιοτ είναι χαρακτηριστικότατο παράδειγμα). Ωστόσο, αν ο ποιητής βρεθεί κάτω από τη σκέπη της Εκκλησίας δεν του επιτρέπεται να πάει από το ένα επίπεδο νοήματος στο άλλο. Αντικαθιστά τη μνήμη (η Μνημοσύνη) με τους περιορισμούς που θέτει το ιερό, δηλαδή τον εξαγνισμό, τη Λήθη.

     Τί πρέπει να κάνει η ποίηση, λοιπόν; Τίποτε, θα έλεγα. Στο τέλος μιάς εποχής την οποία ονομάσαμε «ιστορική», συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ζεί σε μιά κοινωνία της πόλεως σ’ ένα αστικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, ζώ σ’ έναν κόσμο πόλεων. Η ποίηση όμως μου λέει πώς υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην πόλη που αγαπώ και στην πόλη της οποίας είμαι αιχμάλωτος. Και πώς το να εμπνέομαι είναι απείρως πιό ουσιαστικό από το να εκφράζω γραπτώς τον εαυτό μου. Ως Έλληνας, έχω την εμμονή με τον Κόσμο (στα ελληνικά, η λέξη κόσμος και τα παράγωγά της καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα σημασιών: κόσμημα, σύμπαν, άνθρωπος, στολισμός, γη κ. ά.). Κατά συνέπεια, δέχομαι τις τάσεις του σύγχρονου κόσμου, χωρίς να με εξαπατούν οι παραλογισμοί του.

                  Μετάφραση από τα Αγγλικά:  Γιώργος Μπλάνας

*Το 1999, στο Πανεπιστήμιο Northwestern του Σικάγου, έλαβε χώρα ένα συμπόσιο με τον ερωτηματικό τίτλο What is Poetry to Do?.  Τα κείμενα των εισηγήσεων, ανάμεσα στα οποία και το δικό μου, που παραθέτω, δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό 2Β, a magazine of ideas. Το 2004 το μετέφρασε και το συμπεριέλαβε στην έκδοση των ποιημάτων μου στα σλοβενικά ο ποιητής Βένο Τάουφερ. Το 2011, μεταφρασμένο από τον ποιητή Γουάνγκ Τζιαχσίν παρουσιάστηκε σε ειδικό σεμινάριο στο πανεπιστήμιο Ρενμίν του Πεκίνου. Ο ποιητής Αμίρ Όρ το μετέφρασε και το 2016 το συμπεριέλαβε στην εκλογή των ποιημάτων μου που εκδόθηκε στο Ισραήλ. Θεώρησα χρήσιμο να το συμπεριλάβω στην παρούσα έκδοση, γιατί είναι ένα είδος credo. Ευχαριστώ θερμά τον Γιώργο Μπλάνα που μπήκε στον κόπο να το μεταφράσει. , σ. 491-495

               S H E L L E Y

Ashes and sparks, my words among mankind-

Σπίθες και στάχτες ο λόγος μου στην ανθρωπότητα

αντηχεί το κοίλον ενός σκοτεινού εκμαγείου,

κι η δόξα, το μίσος κι ο έρωτας που καίνε τη νεότητα

κάτω από τον ήλιο μιάς φανταστικής Μεσογείου., σ. 337

               Λ Ο Υ Ξ Ε Μ Π Ο Υ Ρ Γ Κ

Τα ερείπια είναι ασπρόμαυρα

όπως είναι ασπρόμαυρη κι η μνήμη.

 

Κάτω από τα χόρτα και το σίδερο κοιμούνται

οι νεκροί των γερμανικών εργοστασίων.

 

Εκείνη πίσω απ’ το φουγάρο

με το μακρύ παλιομοδίτικο φουστάνι.

 

-Πώς έμεινες μόνη, μούσα του τροχού,

ποιός σ’ έφερε σε τούτο το διαλυτήριο του χρόνου;

 

-Τα δάση αγάπησα και τα ποτάμια, όμως μέσα μου

το ίδιο κάρβουνο ανάβει και σβήνει.

 

-Η εποχή του λιγνίτη ανήκει στην Προϊστορία

και το κάρβουνο έχει γίνει πλέον στάχτη.

 

-Εγώ θα μείνω εδώ να φυλάξω τη στάχτη.

Είμαι ο νεκρός φρουρός αυτών των νεκρών.

 

-Τη στάχτη την έριξε ο Κάλιμπαντ στο Ρήνο

κι είναι από τότε γκρίζα τα νερά.

 

-Η αράχνη ακόμη υφαίνει τη σκουριά και το ατσάλι

κι εμένα δεν με λένε Συκόραξα’ με λένε Ρόζα., σ.414

          Σ Η Μ Α Δ Ι Α  Σ Τ Ο Ν  Τ Ο Ι Χ Ο

Για ένα θεό ψεύτη και φανατικό,

για την οργανωμένη τρέλα,

τέλος για ένα εν ονόματι

εδώ, μέσα., σ.138

          Π Ο Κ Ε Ρ

Απόψε ο Διάβολος ανακατεύει

την τράπουλα της διαλεκτικής,

Παίζεις για να χάσεις., σ. 485

          C O L L A G E

Στα νύχια σου λάμπει ο θάνατος.

Όπως ανοίγεις τα δάχτυλα σκορπίζουν

τα κόκκινα πέταλα στις άκρες.

Το σκοτάδι είναι πηγή ονείρων,

γεννάει ξετρελαμένα ρολόγια και φαντάσματα.

Ο φόβος συσπειρωμένη ακρίδα.-

τινάζεται και με χτυπά στο πρόσωπο.

 

Δυό άσπρα μυρμήγκια ρουφούν το φώς.

Δεν υπάρχεις

εφόσον δεν βλέπω τα μάτια σου. 1974., σ. 235  

          Φ Ω Σ   Α Π Ο   Φ Υ Λ Λ Α

Το δειλινό είναι μία χαλκογραφία φωτός.

Καθώς το καπνισμένο απόγευμα

σαρώνει τα δέντρα στους κάμπους

ίσκιοι ανεβαίνουν με τη φωνή του τσακαλιού.

Τα δέντρα σαλεύουν στην αναπνοή μου.

 

Απ’ το σκοτάδι πλησιάζει

ο βιασμένος χρόνος.

Φθινόπωρο χτυπημένο στη γεύση του,

πικρό, νοτισμένο χώμα.

 

Στην καταιγίδα του μυαλού μου

χορεύει η τρελή μέρα., σ. 40

          Τ Ο   Χ Α Σ Μ Α

Σχήματα, γραμμές συμπλεκόμενες…

Γύρω βρέχει καταστροφή

κι η νύχτα αναπτύσσεται.

 

Βαδίζω

σέρνοντας μνήμες προσώπων,

ομοιώματα πραγμάτων,

τρύπες, σκισμένα τοπία.

 

Υπομένοντας την εισβολή του χώρου,

σφίγγοντας το αίμα μου

που μ’ εγκαταλείπει.

 

Μέσα μου αναπνέουν λέξεις νεκρές,

πρόσωπα ανάστροφα,

ποτάμια δίχως ροή.

 

Η νύχτα εξαφανίζει τα διαστήματα,

απλώνει το θρίαμβο της υποψίας

ανθίζοντας γυάλινους λωτούς,

περιορίζοντας τον ουρανό και τ’ άστρα.

 

Γύρω μου οι άνθρωποι

συνεχίζουν το θάνατό τους., σ. 59

          Ε.  Α.  POE,  10 ΜΑΪΟΥ  1975

Όμοιος επιτέλους με τον εαυτό του όπως

τον μεταμορφώνει η αιωνιότητα, στον Άδη

ο Έντγκαρ Άλλαν  Πόου, γερασμένη μάσκα κάτω από

    τα υπόστεγα,

με σκοτάδι ανοίγει τρύπες στο σκοτάδι.

 

Μετρώντας τους βαθμούς του θανάτου,

με τα μάτια του φωτιά και μύρο,

ο Έντγκαρ Άλλαν Πόου στο δρόμο, παλαβός ίσκιος,

ο τρελός πιερότος των ονείρων.

 

Η μουσική έχει χρώμα κόκκινο,

η νύχτα φτιάχτηκε από κόκκινο μετάξι,

κόκκινος πυρετός μέσα στον κόκκινο άνεμο,

βιολί που θέλει να πετάξει.  1975., σ. 237

        Σ Π Α Ζ Ε Ι  Τ Ο Ν  Π Α Γ Ο  Ο  Η Λ Ι Ο Σ…

              Πάνω σ’ ένα στίχο του Ντύλαν Τόμας

Σπάζει τον πάγο ο ήλιος του καλοκαιριού,

στα σύννεφα φλέγεται ένα χρυσό πλοίο.

Κοιτώντας τα βουνά θα πείς αντίο

καθώς θα χάνεσαι στη χώρα του νερού.

 

Καμπάνες κρέμονται απ’ το θόλο τ’ ουρανού

κι αστράφτουν πάνω από τη γκρίζα προκυμαία.

Θα κυματίζει πίσω σου μιά γέρικη σημαία,

θα σβήνεις μες στα χρώματα του νου., σ. 265

           E = m c2

Ο χρόνος είναι το μεγάλο τρωκτικό,

το διτετράγωνο μαλάκιο,

η γρίππη του αιώνα., σ. 423

          ΤΟΤΕΜ

Έβρεξε

Έλαμψε η κρυστάλλινη καμπάνα.

 

Έπειτα άρχισε ν’ ανατέλλει στον ουρανό

το ρέκβιεμ ενός άλλου θανάτου.

 

Σκοτεινά Χερουβείμ πετούσαν

πάνω από τα κράσπεδα του δειλινού.

 

Τότε είδα το ικρίωμα στο βάθος,

εκεί που πήρε να σκοτεινιάζει

κάτω από το βουνό.

 

Ένας ίσκιος βγήκε πίσω από το ικρίωμα,

άρπαξε το σχοινί

και χτύπησε την καμπάνα., σ. 433

          Ε Ξ Ο Δ Ο Σ

Ο δρόμος δεν πήγαινε. Μ’ έναν ουρανό φυτώριο ατμών και μυρουδιά φαινόλης. Ο μπρός, ο πίσω και το εικονικό τέρμα. Διασχίζοντας εδώ χειμερινές εικόνες, ναρκωμένα ποτάμια, νεοπλάσματα. Ύστερα η τάξη και η κατάταξη και η στροφή-προφητεία. Και η άνοιξη. Σαν εισβολή σε τοίχο, αφήνοντας ρινίσματα ημερών, εγκαύματα, νύξεις.

 

Αναφέρομαι στα ενεστώτα δηλώνοντας εκ προοιμίου φυσικές κι επίκτητες αποστροφές, μεταποιώντας τη φρεναπάτη, την κραταιά ψευδολογία, εικάζοντας τα ενάντια. Μηδέποτε… ώσπου.

 

Και τώρα οι κλειδούχοι , άγγελοι και βηματοδότες, οι διαστροφείς του επιστητού, τα διαβόητα μυθιστορήματα, οι ρηματικές αντεγκλήσεις, τα παράγωγα της φυλλοξήρας, εκάς.

Επειδή εγώ ολόκληρος.

 

Διολισθαίνοντας στο αφηρημένο μου προκαλείς νευρώσεις.

Ενέχυρα, σκοταδιστές και κήνσορες.

 

Σκόρπιες φωνές μου φέρνουν μνήμες φυσικών φωσφορισμών. Αργυρά και ουράνια σκεύη. Πλάγιες ανορθώσεις ημερών ανθισμένων στο λήθαργο, σκηνοθετώντας το υπάρχειν, επανατοποθετώντας το χώρο. Πώς λοιπόν το αδιάστατο παρόν; Η νεύρωση του μή;

 

Χρόνια μου μάθαιναν τα μαγικά δέντρα. Την περίπλοκη ευθεία. Το βαμμένο ατσάλι του ανέμου που γυαλίζει στον ορίζοντα. Και σήμερα πώς χωρίς ήχους, στον κρότο, στον άρρυθμο εγκέφαλο; Πώς με σπλάχνα από βωξίτη το αύριο;

 

Αναιρώ-αποκαθαίρω-προγράφω. Όπως ο χώρος κι όχι το σχήμα, όπως ο άνεμος κι όχι οι φυσητήρες, η αρμογή κι όχι η συγκόλληση.

 

Επίμονα πίσω. Αριστερά μου ο παρασκευαστής και δεξιά ο μηνύτορας. Και πίσω-μπρός ένας ρόγχος. Με το μνημονικό αποστακτήριο, με το πεπιεσμένο μέλλον.

 

Η πόλη ανορθώνεται από τη σκόνη, αναταράζει τη σποδό της., σ. 209-210

          IN  MEMORIAM  A. T.. 1

Απότομα ήρθε σήμερα το φώς.

Κοιτώντας από τούτη τη διαγώνια τρύπα

η άσφαλτος μές στα σκουπίδια

και τους καπνούς.

 

Εσύ στο δάσος

μ’ ένα μαγνητόφωνο,

με τα καμένα σου φτερά,

σηκώνοντας ψηλά τα μαύρα λάφυρα.

Σ’ αυτά τα βρώμικα παράλια

το κρύο παγώνει τα δάκρυα.

Σαπίζουν φύκια,

ξεβάφουν ουρανοί,

η θάλασσα γερνάει., σ. 282       

          Σ Υ Ν Α Υ Λ Ι Α

Πρώτο βιολί στην ορχήστρα ήταν ο Αδάμ

αλλά τα τύμπανα τα χτυπούσε ο Κάιν., σ. 476       

              A R S  P O E T I C A

Το ποίημα δεν είναι σαν τα φύλλα

πού ο άνεμος σέρνει στους δρόμους.

Δεν είναι η ακίνητη θάλασσα,

το αραγμένο καράβι.

Δεν είναι ο γαλάζιος ουρανός

και η καθαρή ατμόσφαιρα.

 

Το ποίημα είναι ένα καρφί

στην καρδιά του κόσμου.

Ένα φωτεινό μαχαίρι

μπηγμένο κάθετα στις πόλεις.

Το ποίημα είναι σπαραγμός,

κομμάτι γυαλιστερό μέταλλο,

πάγος, σκοτεινή πληγή.

Το ποίημα είναι σκληρό,

πολυεδρικό διαμάντι.

Συμπαγές- λαξευμένο μάρμαρο.

Ορμητικό- ασιατικός ποταμός.

 

Το ποίημα δεν είναι φωνή,

πέρασμα πουλιού.

Είναι πυροβολισμός

στον ορίζοντα και την Ιστορία.

Το ποίημα δεν είναι άνθος που μαραίνεται.

Είναι βαλσαμωμένος πόνος., σ.34

               ΤΟΠΙΟ

Κανείς δεν καθόταν δίπλα του.

Μόνος για πάντα,

στόν απέραντο χρόνο

έβλεπε το δίδυμο άστρο

να πλέει ακυβέρνητο

κάτω από υο Άλφα του Κενταύρου.

 

Μαγεμένος όπως παλιά

απ’ την ταυτολογία του σύμπαντος

έλεγε και ξανάλεγε:

«Φώς ίσον φώς, ίσον φώς, ίσον φώς».

 

Όμως απόψε το θεώρημα ήταν μαύρο,

αράγιστο και σιωπηλό το διάστημα

και τώρα πιό καθαρά

του επαναλάμβανε η αρχαία ηχώ:

«Ήσουν αλλά δεν είσαι, ήσουν και δεν θα γίνεις».

 

Οι πληγές της νύχτας

μεγάλωναν σαν πρωτόζωα., σ.457

               CAUSA

 Το σκοτάδι είναι η φωνή του πηλού,

ο πηλός είναι η στάχτη των παιδικών σου χρόνων,

τα παιδικά σου χρόνια τώρα πιά

μιά ξεχασμένη ήπειρος μέσα στο κρύο φώς της μνήμης

κι η μνήμη ένα κρύσταλλο που θάμπωσε,

ένα παράφωνο μουσικό κουτί-

από τις τρύπες του οι εποχές δραπετεύουν., σ.403

               ΙΙΙ

          Το σκυλί

Το σκυλί κρύβεται πίσω από το γάβγισμα.

Κάποτε είχε τα μάτια του λύκου-

ηλεκτρικοί σπινθήρες σε διάρκεια.

 

Το σκυλί καθηλωμένο στο χώμα

δαγκώνει ένα ξύλινο καρφί., σ. 69

               ΚΥΡΙΑΚΗ

Κυριακή, μέρα των παιδιών.

 

Το ίδιο δωμάτιο.

Το ταξίδι της μνήμης.

 

Το ίδιο έντομο αντίθετα στο φώς.

 

Κυριακή, μέρα των παιδιών,

πλυμένη στο αίμα του Σαββάτου., σ.24

               Μ Η Δ Ε Ι Α

Φώς του νερού και φώς τ’ ουρανού,

εσύ πού ενώνεις τον πάνω και τον Κάτω Κόσμο,

πού μέσα από το δέρμα εισχωρείς

και φωτίζεις τα μάτια,

πού κάνεις να λάμπει το αίμα,

ν’ ανθίζει το δέντρο

και να χαμογελά το σύννεφο,

δώσ’ μου τη δύναμη να σηκωθώ απ’ το χώμα.

 

Ήρθα εδώ παίρνοντας μαζί μου

τίς μακρινές εικόνες παλαιότερων αποχαιρετισμών

όταν εγώ παιδούλα κοίταζα πίσω από τη γυάλινη σφαίρα

τον κόσμο ν’ ανοίγεται μες στο αργό διάστημα.

 

Εκείνοι πού πίστεψαν

πώς μετά το δράμα και την καταστροφή

θα ‘μενα μετέωρη, δίχως πατρίδα,

δεν ξέρουν πώς εμένα με γέννησαν

τα νερά και τα σύννεφα

και πίσω απ’ τα δικά μου μάτια

υψώνεται πάνοπλο κι άφθαρτο

ανάμεσα στις ακακίες και τις μυρτιές

το φλογερό παλάτι της αιωνιότητας.

 

Κάτω από τη φωνή των ανθρώπων

μπερδεύεται η μουσική των θεών.

Την είπαν γλώσσα, αλφάβητο, μύθο και λόγο.

Μέσα στ’ ανθρώπινα λόγια

φθαρμένο το σχήμα μου θα περάσει

στους επιγενομένους.

Ήρθα από τη θάλασσα,

από το τέλος του Ωκεανού,

από το νεκρικό νησί της Κίρκης.

Είμαι η Μήδεια, ο μαύρος κύκνος

πού ανοίγει δρόμο στο ηλιοβασίλεμα,

ένα φάντασμα πάνω απ’ την Έφεσο,

το φάσμα της λύπης πίσω από κλειστά παράθυρα,

μιά νεκρή νοσταλγία.

 

Τη νύχτα ρίχτηκε στη θάλασσα

το καράβι με κατεβασμένα πανιά.

Με τα κουπιά φτερωμένα

και τα κατάρτια του σφηνωμένα στον ουρανό

στάθηκε μισοπέλαγα

σφραγίζοντας για πάντα το χρόνο.

 

Μά τί είναι ο χρόνος;

Το θλιβερό σαράκι των θνητών

με τα καμπαναριά και τα ρολόγια τους,

με τις ηλιακές τους πυξίδες;

 

Ο έρωτας με παρασέρνει στη φθορά,

όμως στα χέρια σας δεν είναι το δικό μου σώμα

αλλά το πήλινο σκιάχτρο πού πετάχτηκε

από τη φοβισμένη σας καρδιά.

Μέσα στα ρούχα σας ζεσταίνετε το φόβο

κι οι πόλεις σας ξόρκια του αόρατου,

κι οι κατοικίες σας λογάριθμοι ερειπίων.

 

Σπίτια φτιαγμένα απ’ το δόντι του δράκοντα

πού υψώνεται πάνω από τις στέγες.

Οι δρόμοι είναι τα πετρωμένα του μαλλιά

και κάτω από τα μάτια του μυρμηγκιάζει η γενιά του.

 

Εγώ δεν χρειάστηκα ούτε νήμα ούτε βαφή,

πατρίδα μου το άπειρο και σπίτι μου η άνοιξη,

το γαλανό ρυάκι του καιρού

όπου αναλλοίωτο κυλάει το πρόσωπό μου.

 

Ήμουν από πάντα. Δεν έγινα.

Μιά μέρα είναι μιά ολόκληρη ζωή

γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει

καί μιά ζωή ποτέ δεν είναι μία.

 

Είμαι η ζωή κάτω από το πανί του θανάτου.

Υπάρχω πέρα από το φώς και τη συνείδηση.

 

Το μέταλλο των εποχών

πού λάμπει στον αιθέρα

είμαι εγώ.

 

Το φύλλο πού στρέφεται στο φώς

και προκαλεί το άπειρο

είμαι εγώ.

 

Είμαι η εγγονή του ‘Ήλιου

πού φέγγει πάνω από το σκοτεινό κρεβάτι

κι ο σπινθήρας πού βάζει φωτιά στον Κάτω Κόσμο.

Είμαι το θαλασσινό πουλί

πού γράφει πάνω από τα κύματα

το βιβλίο του αυριανού κόσμου.

 

Είμαι το φτερό πού πέφτει αργά

στο αόρατο κράσπεδο του πόθου’

το πορφυρό σεντόνι πού γλίστρησε από το ηλιοβασίλεμα

μέσα στην άπνοια του κήπου’

είναι τα μάτια μου δυό χάντρες

από φωτιά και ρεμβασμό

και μέσα τους πάλλεται το σύμπαν,

ρόδο από πέτρα και φώς πού ανοιγοκλείνει,

φωνή, ψυχή, σκόνη από νερό και αμίαντο,

γιατί σε μιά μέρα έγινε ο κόσμος δικός μου,

γιατί εγώ δεν ήθελα να μάθω αλλά να πάρω,

γιατί εγώ η Μήδεια, η θεά,

ένα μοναχικό άστρο του Βορρά

μέσα στον ήλιο της Μεσογείου,

εγώ πού θέλησα αλλά δεν πίστεψα,

εγώ πού πόθησα και πήρα

σ’ ένα δρόμο χωρίς επιστροφή,

φάνηκα για μιά μέρα,

για έναν χρόνο,

έναν αιώνα

καί μία αιωνιότητα.

 

Ό,τι πέρασε, έμεινε.

Ό,τι έμεινε κι ό,τι χάθηκε.

 

Έφερα σ’ αυτόν τον κόσμο το βαρύτερο φώς.

Οι άνθρωποι το είπαν σκοτάδι και θρήνο., σ.345-349.

Σημειώσεις:

     Δεν γνωρίζω ούτε μπορώ να γράψω με βεβαιότητα ποιους και ποιες ποιητές και ποιήτριες θα μνημονεύουν, θα ανατρέχουν, θα επαναπροσεγγίζουν, θα διαβάζουν, γιατί όχι θα αντιγράφουν οι μελλοντικοί αναγνώστες του ποιητικού λόγου. Τί θα αναφέρουν οι μελλοντικοί ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας-ιδιαίτερα της ποίησης-για την ποιητική παραγωγή του καιρού μας στις σελίδες των βιβλίων τους. Έντυπες και ηλεκτρονικές  ποιητικές καταθέσεις και μαρτυρίες. Ποιά ονόματα ποιητών και  ποιητριών θα επιβιώσουν μέσα στο χαώδες και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον του διαδικτύου των ημερών μας. Ποιά θα λησμονηθούν παντελώς, θα παραβλεφθούν με αναγνωστική απαξίωση, θα σβηστεί το όνομά τους από τον ελληνικό ποιητικό Παρνασσό. Ποιά θα θεωρήσει ο αναγνώστης του μέλλοντος ότι αξίζει να αναδειχθούν, να μείνουν στην επιφάνεια του χρόνου έστω και με αποσπάσματα στίχων τους, μέσω των ανθολογιών στα ράφια των βιβλιοθηκών, τις προσθήκες των βιτρίνων των παλαιοπωλείων. Ποιά ονόματα και έργα θα υπερβούν τον προθάλαμο των συνειδήσεων των μελλοντικών αναγνωστών. Πόσα από τα σημερινά ονόματα θα προστεθούν επάξια, θα συναριθμηθούν ισότιμα με τις μελλοντικές καινούργιες ποιητικές παραγωγές της Ελλάδας. Σίγουρα πάντως δικαιωματικά, επιβραβευτικά, ποιοτικά, θεματικά, γλωσσικά, υφολογικά, στα ονόματα των σημερινών ποιητών τα οποία θα μνημονεύουν και θα ανατρέχουν οι αναγνώστες και οι ιστορικοί του μέλλοντος, θα βρίσκεται και αυτό του εκ Κομοτηνής δοκιμιογράφου, αρθρογράφου, ταξιδιογράφου και προπάντων ποιητή Αναστάση Βιστωνίτη. Ο Αναστάσης Βιστωνίτης, δεν είναι μόνος ο συγγραφέας της εποχής μας με την πολυμέρεια των γνώσεων που μας εκπλήσσει, την στέρεα και βαθειά πολυπολιτισμική του παιδεία που μας αφήνει άφωνους, την πλούσια και ανατροφοδοτούμενη συνθετική σκέψη που «ζηλεύουμε». Είναι κυρίως ο σύγχρονος ποιητής του οποίου ο ποιητικός λόγος, η γραφή, η γλώσσα λάμπει. Φέρει μέσα της ένα πολύτιμο αστραφτερό μετάλλευμα, ίσως ακόμα άγνωστο στο ευρύ κοινό, σε όλους εμάς.  Είτε τον διαβάζεις στην εφημερίδα «Η Αυγή», είτε στην εφημερίδα «Το Βήμα», (τακτικός συνεργάτης της), είτε αναγνωρίζεις την ποιότητα και το βάθος της γραφής του, τις εύστοχες κρίσεις και αναλύσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως το «Διαβάζω», «Το Δέντρο», το «Πλανόδιο», τα «Ρεύματα», το «Εντευκτήριο», το «Γράμματα και Τέχνες» και άλλα έντυπα, είτε έχεις στην βιβλιοθήκη σου βιβλία του όπως: «Η κρίση και η καταστολή»-Κριτικά Δοκίμια, εκδόσεις Νεφέλη 1986, «Το τρένο της λογοτεχνίας», εκδόσεις Κέδρος 2004, το «Κάτω από την ίδια στέγη», εκδόσεις Κίχλη 2017, ή ποιητικές του εκδοθείσες συλλογές ή την συγκεντρωτική έκδοση των Ποιημάτων του 1971-2008,εκδόσεις Καστανιώτη 2018, δεν μπορείς να μην θαυμάσεις, να υποκλιθείς σε αυτήν την εξακολουθητική και σταθερή ποιότητα λόγου και γραφής.  Ο Αναστάσης Βιστωνίτης δεν καταστρέφει την γλώσσα για να αναδειχθεί το ποιητικό αίσθημα, δεν την χρησιμοποιεί κατά το ποιητικό δοκούν, της στραγγίζει τους χυμούς της, ο Βιστωνίτης αναπλάθει την γλώσσα, την αναδημιουργεί. Δεν παίζει μαζί της, δεν την ειρωνεύεται, δεν την απαξιεί, δεν την παρωδεί, την υπηρετεί με ένα αστείρευτο πάθος, σκοπό ποιητικής αιτιάσεως. Την προβάλλει με την λάμπουσα φορεσιά της. Κάτι που κάνει τόσο στον δοκιμιακό όσο και στον ποιητικό του λόγο. Δίχως αυτό να σημαίνει ότι γίνεται φορτικά γλωσσοκεντρικός. Διαβάζοντας τον συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του δεν μπορεί να μην σταθείς στην «γητεία» των λέξεών που υιοθετεί, να θαυμάσεις την αρμονική συμπαράθεση των ποιοτικών του εικόνων στην επιθυμία ανάδειξης της μαγευτικής φωτεινότητάς τους. Οι λέξεις του ποιητή Αναστάση Βιστωνίτη είναι επιλεγμένες από την «ολίγη λιβάς» της ελληνικής ποιητικής παράδοσης και θα πρόσθετα και οντολογίας, σχηματίζουν μπροστά στα μάτια μας έναν κόσμο «φαντασμαγορικά» λαμπερό, πολύχρωμων ηχητικών συγγενειών, ρίζες νοηματικών εκλάμψεων, μυστικών φωτισμών, παραστάσεων και συμβολισμών οι οποίοι προέρχονται τόσο από τον εσωτερικό κόσμο του όσο και από τον εξωτερικό. Της εξωτερικής παρατήρησης και βίωσης των πραγμάτων και των γεγονότων από τον ποιητή. Το εξωτερικό σύμπαν ρέει μέσα στις στοές του εσωτερικού, της συνείδησης του ποιητή, και το σύμπαν της ψυχής του ποιητή πλημμυρίζει, διαχέεται στο εξωτερικό περιβάλλον. Μια διπλή σχέση αναφοράς. Ο Αναστάσης Βιστωνίτης χρησιμοποιεί τις λέξεις στην χαραυγή τους, στο πρώτο τους «ξύπνημα» γιαυτό φέρουν μέσα τους τέτοια φωτεινότητα. Συνδυάζει την προσιτότητα των τυπώσεών τους με την χαρακτηριστική αίσθηση που αφήνουν στην όρασή μας, στο διάβα των εμπειριών μας. Το περιβάλλον αντηχεί μέσα μας και το μέσα μας καθρεφτίζεται σε εικόνες του χώρου γύρω μας, σε φαινόμενα και καταστάσεις κοινές, στην έμψυχο και άψυχο ύλη του κόσμου. Η αρμονική και ισορροπημένη επικοινωνία των δύο κόσμων στην ποίηση του Αναστάση Βιστωνίτη προυποθέτει όμως μία κεντρική και ουσιώδη αιτία χρήσης. Αυτή των λέξεων στην φωτεινότερή τους πτυχή, λέξεις, σήματα φωτεινού προσδιορισμού και φορτίου, οι οποίες προέρχονται από μία γλώσσα και τα μυστικά της που οδηγούν κατευθείαν στην πρώτη πηγή επικοινωνίας, αφετηρίας του ανθρώπινου όντος, τον Λόγο. Ο ποιητικός του κόσμος αναδημιουργείται συνεχώς, ανανεώνεται διαρκώς μέσω επιλεγμένων λέξεων, για την ακρίβεια, μέσω της φωτεινότητάς τους. Η φωτεινότητά τους, η λαμπράδα τους, είναι αυτή που σχηματίζουν την ποιητική εικόνα, το πλαίσιο και τον πυρήνα της. Οι λέξεις είναι το θέλγητρο που ενεργοποιεί τις δυνάμεις της φαντασίας του, όχι η νόηση. Εξού και η γοητεία και γητεία της ποιητικής του γλώσσας. Είναι ο όρος της ζωντάνιας και εξαγνισμού ταυτόχρονα της μνήμης. Μνήμης πραγμάτων, συμβάντων, γεγονότων, τοπίων, ανθρώπων, συμβόλων, ανθρώπινων σχέσεων και συμπεριφορών. Αν δεν τον παρερμηνεύω στην αναγνωστική μου προσέγγιση, γιαυτό και μάλλον, δεν «αναγνωρίζουμε» φθορά στον λόγο του, στην έκφρασή του, στο ύφος του, στην γραφή του. Έχουμε μπροστά μας έναν χαρακτηριστικής ζωντάνιας και φωτεινότητας ποιητικό λόγο, μαρτυρία από αυτούς που συναντάμε σπανίως. Ίσως, να μην είναι και τόσο άστοχο αν σημειώναμε ότι διαβάζοντας τα μακροσκελή ή τα μικρής φόρμας ποιήματά του δεν μπορεί παρά η σκέψη μας να μην πάει απευθείας στον σπαραγματικό λόγο του γενάρχη της ελληνικής ποίησης Διονύσιο Σολωμό και στην λαμπρότητα των στίχων του, των λέξεών του. Μόνο που στον Αναστάση Βιστωνίτη, δεν έχουμε σεισμικά χάσματα αλλά λαμπρότητα οριζόντων, στερεότητα ποιητικού εδάφους. Δανειζόμενος μία αναγνωρίσιμη εικόνα από τον χώρο των εικαστικών τεχνών, οι λέξεις του Βιστωνίτη μοιάζουν με τα χρυσίζοντα στάχυα των πεδιάδων του ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Μιας ποιητικής προβληματικής διαρκούς νεότητας της ποίησης και ότι αυτή αντιπροσωπεύει πέρα από οτιδήποτε σκοτεινό ονοματίζει, νοσταλγεί, περιγράφει, υπομνηματίζει, αποτυπώνει, φωτογραφίζει στις λευκές σελίδες των βιβλίων του. Καταστάσεις προερχόμενες από τον άμεσο και έμμεσο βίο εμπειριών του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου. Μια συναλληλία της πολυδιάστατης και διαφορετικού ειδικού βάρους μνήμης της γλώσσας, με την ιδιαίτερη και ξεχωριστή κάθε φορά ιδιοτυπία της φύσης του ανθρώπου. Κάτι που μας κάνει να γράψουμε ότι η αλήθεια της «μίμησης» της τέχνης-στην δεδομένη περίπτωση του ποιητικού λόγου-του καθόλου φαινομένου που ονομάζουμε ζωή, δεν την αντιστρατεύεται, δεν παροπλίζει τις αλήθειες της, της πραγματώσεις της στον χρόνο. Έτσι η ζωή, ο θάνατος, ο νόστος, το βάρος της μοναξιάς, η αίσθηση της ερημίας, οι τριγμοί της ψυχής, τα αισθήματα της αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, ο ψιθυρισμός των ιχνών των προσωπικών ερωτικών περιπετειών του ποιητή,  το διαρκές πάντα σε εγρήγορση βλέμμα του, η φιλοσοφία του ατόμου και ο στοχασμός του δημιουργού, η αναπόληση, τα αξιακά αισθητικά του προτάγματα, ο καμβάς των εμπνεύσεών του, τα διάφορα ταμπλό της εικονοποιϊας του, όλα όσα με δύο λόγια συναντάμε στην διάρκεια των ποιητικών του καταθέσεων και βαδισμάτων, ελλιμενίζονται ειρηνικά, ήρεμα, προσεκτικά,  φωτερά, λαμπερά στο λιμάνι της προσωπικής του γλώσσας που είναι και η αρμόζουσα γλώσσα που οφείλει να έχει η σύγχρονη Ποίηση. Μια κοινή καλλιέργεια γλώσσας και ποιητικού αισθήματος. Συμβάδισης και όχι συμβιβασμού της Ποίησης με το φαινόμενο της Ζωής. Όπου οι δραστηριότητες της μιάς συνομιλούν με τις απεικονίσεις των συμβόλων της άλλης, συμπλέκονται σε μιά φωτεινή κοινότητα έκφρασης και αναγνωστικής μαγείας. Ο Κόσμος φωτίζεται από τον ποιητικό λόγο και η ποιητική γραφή αντανακλά την φωτεινότητα του με λέξεις λάμπουσες.

     Ο ποιητής Αναστάσης Βιστωνίτης, στόχευσε και πέτυχε, κατόρθωσε να κρατήσει την ισορροπία της απόστασης τόσο από τον ήλιο όσο και από την γη, όπως ο αρχαίος Δαίδαλος. Ούτε τσουρουφλίστηκε από την θερμότητα της λάμψης των λέξεων ούτε και έχασε την θερμότητά του από την χθόνια παγερότητά τους. Γιατί η γλώσσα, συνακόλουθα οι λέξεις της,-αυτές οι σκοτεινές ή συννεφιασμένες κουκκίδες από το πουθενά, τα μικρά σήματα και σύμβολα επικοινωνίας μας, συνύπαρξής μας, δεν μπορούν να ακυρώσουν το καθόλου φαινόμενο της Ζωής, (έστω και αν το επιδιώκουν κατά καιρούς ποιητές ή φιλόσοφοι) ούτε πάλι να αρχιτεκτονίσουν ένα ξεχωριστό ουράνιο σύμπαν το οποίο θα φυλακίζει την Ζωή σαν θερμοκήπιο. Κάθε σύγκρουση μεταξύ τους ή απόπειρα υπέρβασης της μιάς έναντι της άλλης, φέρνει ολική καταστροφή και για τις δύο πλευρές. Τόσο η Ζωή όσο και η Ποίηση χάνουν την ζωτικότητά τους, τον ζωογονητικό τους σκοπό, που, δεν είναι απαραίτητο πάντα να συμπίπτουν να συνταυτίζονται, να ικανοποιούνται από κοινές αναλογίες συνομιλίας προθέσεων και επιλογών. Η ανθρώπινη μνήμη διαθέτει λυρικά φορτία που θα εξακολουθήσουν να μένουν αχαρτογράφητα από την Ποίηση, την γλώσσα, όπως αντίστοιχα η Ποίηση διαθέτει αφηγηματική ικανότητα τέτοια, που μόνο ίσως η γλώσσα και οι λέξεις της μπορούν να αποδώσουν. Να ανασύρουν από τα ερέβη της ψυχής και της συνείδησης, όχι σαν κλινική εξέτασης περίπτωση αλλά σαν άλλη ισότιμη εκδοχή. Η αλήθεια της μιάς ταυτίζεται με την αλήθεια της άλλης και παράγει θεσπέσια, σαγηνευτικά, γοητευτικά αποτελέσματα, όπως στην περίπτωση του ποιητή Αναστάση Βιστωνίτη.

     Αν αληθεύουν οι παραπάνω αναγνωστικές γενικές απόψεις για τις ποιητικές καταθέσεις εν συνόλω του Αναστάση Βιστωνίτη, τότε, οι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας του μέλλοντος, οι αναγνώστες, σίγουρα θα σπουδάζουν πάνω στην Ποίησή του, θα αναζητούν τα έργα του, θα του αφιερώνουν τον προσωπικό τους χρόνο.

     Στο παρόν σημείωμα, αντέγραψα από τον συγκεντρωτικό τόμο τόσο ορισμένες-ενδεικτικές του ποιητικές μονάδες όσο και την θέση του όσον αφορά τον λόγο και την λειτουργία της ποίησης. Θεωρώντας ότι έτσι, θα έχουμε έναν συνδυασμό της ποιητικής και ποιοτικής προσωπικότητας του Ποιητή.

Ο συγκεντρωτικός τόμος περιλαμβάνει τις συλλογές «Μετοικεσία» και «Ανιχνευτές» εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο και περιοδικό Νέα Πορεία 1972 και 1974 αντίστοιχα. Την “Alone” (ποιήματα στον Edgar Allan Poe), εκδόσεις Αστήρ 1975. «Τέφρες» και «Έδαφος» 1980 και 1981 και οι δύο από την Νέα Πορεία, την συλλογή που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο της Εστίας 1984 η «Καταγωγή». Τα «Ημερολόγια 1971-1982», «Οι Κήποι της Σελήνης» (1983-1988) κυκλοφόρησε το 1990 από τις εκδόσεις Ρόπτρον. Την «Ηλικία» και τα “Fragmenta”, “Terra Incognita”. «Τα πρόσωπα του Ιανού» (Το εργαστήριο, το δεσμωτήριο). Την συλλογή «Ο ήλιος στην τάφρο» έκδοση του εκδοτικού οίκου Νεφέλη 2004, και από τον εκδοτικό οίκο Ροές 2008 «Τα ρόδα της Αχερουσίας». Εν συνόλω 14 ποιητικές συλλογές. Στις σελίδες 497-500 ο ποιητής Αναστάσης Βιστωνίτης μας δίνει τα «Σημειώματα» Σημειώματα για την καταγωγή και Σημειώματα για την παρούσα έκδοση. Σελίδες στις οποίες ο ποιητής μας επεξηγεί τα της συλλογικής έκδοσης και τις προσθοαφαιρέσεις που επέλεξε. Στην επέμβασή του όσον αφορά την ενοποίηση της ορθογραφίας και την καταγωγή των μότο που φέρουν ποιητικές του μονάδες ή αποσπάσματα από ξένους όπως από τον Λόρδο Βύρωνα στους «Ανιχνευτές», από τον Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς στους «Οι Κήποι της Σελήνης», τον W. H. Auden, «Ο Ήλιος στην Τάφρο», τον Ted Hughes  στα «Τα Ρόδα της Αχερουσίας», του Eugenio Montale στην «Τα Πρόσωπα του Ιανού» κ. ά.  Κανένα ποίημα δεν περισσεύει, κανένα ποίημα δεν πλεονάζει στην συγκεντρωτική αυτή επιλογή.

Αγοράστε την μα προπάντων διαβάστε την.   

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

7 Δεκεμβρίου 2021                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου