Στην αριστερή πλευρά της
εισόδου
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΥΤΡΑΣ (Πειραιάς 31/3/ 1936-Πειραιάς, Σάββατο
27/11/2021)
Ήταν η των νεοτέρων χρόνων «χρυσή εποχή» στον χώρο του πολιτισμού και της δημοσιογραφίας στον Πειραιά, μιλώ πάντα για την δική μου γενιά, των χρόνων μετά την μεταπολίτευση και μεταγενέστερα, των δεκαετιών των κυβερνήσεων του Πασόκ της περιβόητης Αλλαγής και του Ανδρέα. Η νέα, εφηβική γενιά των Πειραιωτών ανοίγαμε τα φτερά μας σαν παραζαλισμένα από τον αέρα των καινούργιων ιστορικών προκλήσεων και της ζωής γλαροπούλια. Αρχίζαμε δειλά-δειλά να πετάμε πάνω από την πόλη, να την θαυμάζουμε, να ανακαλύπτουμε τις μυστικές της χάρες και χαρές, να την εποπτεύουμε με ακόρεστη περιέργεια. Να περπατάμε στις κεντρικές λεωφόρους της, να σουλατσάρουμε στους δρόμους της εμπλουτίζοντας την φαντασία μας με νέες εικόνες και παραστάσεις, οσμές και χειρονομίες, ήχους και χρώματα, τριγμούς μια άλλης ατμόσφαιρας. Ρίγη ζωής, θερμοκρασίες πυρετού της εφηβείας μας και των χρόνων της πνευματικής παράδοσης και της πορείας της πόλης. Δροσιζόμασταν από την αρμύρα της, γευόμασταν τις ηδονές της, ψηλαφούσαμε τα ίχνη των παλαιότερων Πειραιωτών, των γηγενών και αυτών που σαν διαβατάρικα πουλιά από διάφορα μέρη της Ελλάδας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν, έφτιαξαν οικογένειες, έχτισαν τα σπίτια τους, εργάστηκαν, μεγαλούργησαν, οικοδόμησαν την Πόλη, με την λαϊκή και μπρούτα παρουσία τους, τον πηγαίο χαρακτήρα τους, την φτώχεια και τα όνειρά τους, τους οραματισμούς τους, την ευφυΐα και την μαστοριά τους, την πονηριά και την καπατσοσύνη τους, σχημάτισαν τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του νέου Πειραιώτη και Πειραιώτισσας, του έδωσαν την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Κρήτες, Χιώτες, Επτανήσιοι, Υδραίοι, Σπετσιώτες, Καρπάθιοι, Πελοποννήσιοι, Δωδεκανήσιοι, Μανιάτες, Στερεοελλαδίτες. Καραβοκυραίοι και ναυτικοί, εργάτες του λιμανιού και των εργοστασίων, βιομήχανοι και υφαντουργοί, κεραμοποιοί και λαϊκοί τραγουδιστές, γυναίκες της χαράς και της ηδονής, αρχιτέκτονες και ποιητές, ηθοποιοί, μηχανουργοί και άτομα του μόχθου, εφοπλιστές και ταβερνιάρηδες καθρέφτισαν την εικόνα τους στο γεωγραφικό ταμπλό του πρώτου λιμανιού της Ελλάδας. Με υπερηφάνεια και τόλμη καλαφάτισαν το σκαρί που λέγεται Πειραιάς. Των δικών τους προσωπικών αργών και επίπονων αγώνων Κιβωτό. Εκατοντάδες φορές βαδίσαμε στις ακτογραμμές της τιτιβίζοντας ασταμάτητα με τρελοπαρέες. Φλερτάραμε, μπεκρουλιάσαμε, χορέψαμε, τραγουδήσαμε, εργαστήκαμε στα εργοστάσια και τις φάμπρικές του. Ψαρεύαμε με καλάμι ή πετονιά αγοράζοντας δολώματα από υπαίθριους παλαιούς ψαράδες μπροστά από τον Πύργο, το γνωστό γιαπί στην αγορά. Το μεγαθήριο που έστεκε έρημο, βουβό, ακάθαρτο, εγκαταλελειμμένο, απαξιωμένο, περιφρονημένο, εχθρικό, σαν ένα ακόμα λάθος της επταετίας, το οποίο δεν ήξερε πώς να δικαιολογήσει την παρουσία και την χρησιμότητά του. Το παλαιό Δημαρχιακό-Ρολόϊ ήταν πρόσφατη σχεδόν ανάμνηση και ο Τινάνειος Κήπος τόπος συγκέντρωσης κάθε καρυδιάς καρύδι ναυτικού και ξέμπαρκου αλλοδαπού. Παπατζήδων που πάνω σε έναν ανάποδο γκαζοντενεκέ ρισκάριζες το χαρτζιλίκι σου. Το γιαχνί σοκάκι της περιοχής της Τρούμπας ξέπνοα διαφήμιζε τα εναπομείναντα σαρκικά γυναικεία και αντρικά προϊόντα του. Χωνόμασταν σαν λαθρεπιβάτες στα υγρά, ηδονικά σοκάκια της οδού Νοταρά περιεργαζόμενοι τα πάντα και τους πάντες. Τα πολύχρωμα λαμπιόνια των μπαρ και τις ημίγυμνες φωτογραφίες στις βιτρίνες των μαγαζιών με τα αστεράκια στα επίμαχα σημεία των επ’ αμοιβή προκλήσεων. Ανάβαμε ένα κεράκι στην μνήμη των παλαιών πειραιωτών στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα που μας κοιτούσε με αινιγματική καλοσύνη. Από το κατάστημα των Αδερφών Ιωσηφίδη στην πλατεία Ιπποδαμείας αγόραζαν οι πειραιώτες τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες, τις κουρτίνες και τα είδη προικός των οικογενειών τους. Ο παπαγάλος έξω από το καφεκοπτείο του Λουμίδη επαναλάμβανε γοητευτικά με την τσιριχτή φωνή του, τον πάντα φρέσκο και μυρωδάτο καφέ του στην οδό Τσαμαδού, τις του κουταλιού λιχουδιές του και γλυκά μέσα στο βάζο που έσταζαν σιρόπι. Το μαγαζί του Αργυρίου ήταν τίγκα από βαρέλια με γαλακτοκομικά προϊόντα, φημισμένη η φέτα του. Ο Μαρινάκης στην Φίλωνος απέναντι από το καινούργιο ταχυδρομείο εμπλούτιζε διαρκώς τις βιτρίνες του με τις νέες σειρές γραμματοσήμων, με την πάντα δυσεύρετη κεφαλή του Ερμή. Με μικρές κασετίνες με παλαιά νομίσματα για γερούς συλλέκτες. Ο Κασιμάτης στην πλατεία Ιπποδαμείας διαφήμιζε τα μικρά και μεγάλα ποδήλατά του, με τις ταχύτητες. Ο έφιππος Γεώργιος Καραϊσκάκης στην ομώνυμη πλατεία μας υπενθύμιζε ενδόξως τι μπορεί να πετύχει ο ανυστερόβουλος μαχόμενος πατριωτισμός του γιού της καλογριάς. Όπως μας μιλούν στα καλογραμμένα βιβλία τους η Σίτσα Καραϊσκάκη, ο Κωνσταντίνος Δ. Παπαρρηγόπουλος, ο Δημήτρης Φωτιάδης, οι οποίοι μαζί με τον Δημήτρη Σταμέλο φωτίζουν ηρωικές στιγμές και θυσίες, ένδοξες «ξεροκεφαλιές» της Πειραϊκής ιστορίας των χρόνων της παλιγγενεσίας. Και η όπισθεν του γλυπτού, παρουσία του κτηρίου της οικογένειας Τυπάλδου, κρατούσε ζωντανό το ναυάγιο της Φαλκονέρας. Ενώ κέρβερος φύλακας του Ιστορικού Αρχείου της Πόλης-τότε στεγάζονταν σε αίθουσες του Δημοτικού Θεάτρου-ήταν η πειραιολάτρισσα Κωστέα. Ονειρευόμασταν όρθιοι ισορροπώντας με ανοιχτά τα χέρια πάνω στα Αρχαία Μακρά Τείχη της πόλης, ατενίζοντας τον θαλάσσιο ορίζοντα. Φωνάζαμε κάνοντας τα χέρια μας χωνί τον Αρχαίο στρατηγό, τον Θεμιστοκλή, αναμέναμε διαταγές του, εντολές του, νοερώς την καθοδήγησή του στις μάχες της ζωής που ανοίγονταν μπροστά μας. Και ο αντίλαλος των προσταγμάτων του έφτανε μέχρι τις ακτές της Αίγινας. Αφήναμε ένα λουλούδι προσφοράς στον αφανή ναύτη, τους θαλασσοπνιγμένους στον Σταυρό, στην Πειραϊκή, που έστεκε ακοίμητος βιγλάτορας της πειραϊκής ναυτοσύνης. Αναγνωρίζαμε αρχαίες μνήμες της ιστορίας της πόλης σπαρμένες στα χώματά της σε πυλώνες πολυκατοικιών. Αρχαίους Νεώσοικους εμπορίου και καθημερινών συναλλαγών. Στοχαζόμασταν μπρος στην θέα των Νεοκλασικών της με τα ψηλά ταβάνια, τις ξύλινες φιδίσιες σκάλες τους, τα ακροκέραμά τους και τις μαιανδρικές σιδερένιες περιφράξεις των μπαλκονιών τους. Σαν αυτά που έζησε και ζωγράφισε ο πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης. Φωτογραφιζόμασταν μπροστά σε προτομές αγαπημένων ποιητών και συγγραφέων της. Μικρές χαριτωμένες βαρκούλες και καλοκάγαθοι βαρκάρηδες με 10 δραχμές στο Πασαλιμάνι, μπροστά από το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Ρολόι «Αυγό», το ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου, την σχολή ναυτικών αξιωματικών του Μαρκοζάνη μας βαρκάριζαν, κάνοντας μας την περιήγηση του λιμανιού. Βγαίναμε πυροφάνι στην πλαζ της Τερψιχόρης. Πίναμε τον καφέ και την κόκα-κόλα μας στην πισίνα. Επισκεπτόμασταν το Ναυτικό Μουσείο με τα πολύτιμα πάντα ιστορικά και ναυτικά εκθέματά του. Βλέπαμε τους ταβερνιάρηδες με την ποδιά και το μολύβι στ’ αυτί, να χτυπούν πάνω στα βράχια της Πειραϊκής τα χταπόδια και εκνευριζόμασταν, τους κοιτούσαμε θυμωμένα για την απονιά τους. Πίναμε το καραφάκι μας σε κουτουκάκια της Φρεαττύδας. Ανεβαίναμε χαρούμενοι τα σκαλιά του Αρχαιολογικού Μουσείου, ζητούσαμε και ξεναγούμασταν στην γλυπτική και επιτύμβια αρχαία παράδοσή του Πειραιά. Μιλούσαμε για τα αγάλματα για την θεσπέσια κορμοστασιά και ομορφάδα τους, και χαμογελούσαμε πονηρά στους νεαρούς διπλανούς μας επισκέπτες. Αναζητούσαμε στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων να αγοράσουμε τον πρώτο τόμο της αρχαίας ιστορίας του Πειραιά του Μελά, και δεν τον βρίσκαμε. Θεατριζόμασταν στο αριστοκρατικό και επιβλητικό Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και τις άλλες θεατρικές χειμωνιάτικες ή καλοκαιρινές αίθουσες. Απολαμβάναμε κινηματογραφικές ταινίες στα σινεμά της, σε οθόνες τυλιγμένες με βουκαμβίλια και γιασεμιά. Μύριζε άνθη ολάκερος ο υπαίθριος χώρος του κινηματογράφου καθώς φυσούσε το σιγανό αεράκι, ενώ οι περίεργες γάτες περπατούσαν ισορροπώντας επικίνδυνα στους τείχους και τα χαλίκια έτριζαν από τα βήματα των καθυστερημένων θεατών. Σε αλάνες παίζαμε ποδόσφαιρο και περίφρακτες μάντρες βλέπαμε τον πειραϊκό Καραγκιόζη. Τρέχοντας μετά την παράσταση να αγοράσουμε τις χάρτινες πολύχρωμες φιγούρες του να φτιάξουμε τον δικό μας Θίασο Σκιών. Στις ντίσκο, τα μπαράκια και τις παμπ, τα ψηλοτάβανα καφενεία, διάσπαρτα και στα πέντε διαμερίσματά της, ακούγαμε μουσική και διασκεδάζαμε, χορεύαμε στους ρυθμούς της ντίσκο, παίζαμε μπιλιάρδο και τάβλι. Οι πιο ψαγμένοι και ρεμπετόβιοι «μπαρμπούτι», στα ζούλα. Στο Στάδιο Καραϊσκάκη τιμούσαμε τον Θρύλο ή γιουχαΐζαμε την αντίπαλη ομάδα. Αρχίζαμε να μαθαίνουμε την ιστορία και το παρελθόν της πόλης καθώς η κρέμα προσώπου κλερασίλ έσβηνε τα σπυράκια της εφηβείας. Αναγνωρίζαμε τους δημότες της με τα μικρά τους ονόματα, τις συνήθειές τους, τα ήθη τους φερμένα από διάφορες περιοχές της χώρας, τους χαιρετούσαμε εγκάρδια. Συγχρωτιζόμασταν μαζί τους, μετείχαμε στα μικρά πανηγύρια των εκκλησιαστικών ενοριών τους. Μοιρολογούσαμε τους πειραιώτες νεκρούς τους. Αρχίζαμε να κατανοούμε τον σκληρό και δύσκολο και σίγουρα πολλές φορές αντίξοο αγώνα που έδωσαν-αυτοί και οι προγονοί τους- στην επιθυμία τους να αρχιτεκτονίσουν τα θεμέλιά τους, τα στηρίγματά τους, τα αντερείσματά τους με τα υπάρχοντα σκόρπια υλικά της άψυχης και έμψυχης Πειραϊκής συνείδησης και παράδοσης. Παρακολουθούσαμε διαλέξεις και ομιλίες επιφανών πειραιωτών λογίων και λογοτεχνών, ποιητών, στην οικία Στρίγκου, εκθέσεις ζωγραφικής, υπαίθριες θαλασσογραφίες που εκτίθονταν στον Κήπο της Τερψιθέας. Διαβάζαμε τον τοπικό τύπο και τα περιοδικά. Τα νέα της πόλης και τις κάθε μορφής και είδους εκδηλώσεις της, τα διαβάζαμε στις εφημερίδες «Η Φωνή του Πειραιώς», «Ο Δημότης», «Η Κοινωνική», «Ο Χρονογράφος», οι «Νέοι Σκοποί», «Το Λιμάνι» και άλλα πειραϊκά φύλλα και λογοτεχνικά και φυσιολατρικά περιοδικά. Η Βιβλιοθήκη της πόλης συγκέντρωνε τον ανθό της πειραϊκής νεολαίας. Στις εσωτερικές της σκάλες τα πρωτάκια, κάπνισαν το πρώτο τους σκαστό τσιγάρο μάρκας Παπαστράτου, και στην Στάνη, γεύτηκαν τα εύγεστα γλυκά και κανταΐφια. Πειραιάς, ένα απέραντο μελισσολόι που βούιζε ασταμάτητα, ζουζούνιαζε νυχθημερών, υμνητικά, υπερήφανα για το παρελθόν και το παρόν του. Ορισμένες φορές με λιμενίσια αφέλεια μάλιστα, τόνιζε συνθηματικά την παρουσία του, την ταυτότητά του. Την διαπραγματεύονταν με την Πρωτεύουσα που τον εγκλώβιζε ασφυκτικά. Οι παλαιοί πειραιώτες συγγραφείς και ποιητές, εικαστικοί και δημοσιογράφοι, χρονογράφοι, ήσαν σταθεροί πειραιολάτρες και πειραιογράφοι. Χρονογράφοι της ιστορίας και της παράδοσης της ζωής της πόλης. Το πειραϊκό αίσθημα έρρεε χωρίς θρομβώσεις στις φλέβες τους.
Μεγαλώσαμε και ανδρωθήκαμε στις μάλλον τελευταίες δεκαετίες της «χρυσής εποχής» του Πειραιά της γενιάς μας. Της πολιτιστικής του κληρονομιάς και πνευματικής ανθοφορίας και χαρακτηριστικής καρποφορίας. Της συντήρησης των παλαιών κτερισμάτων και προσπαθειών ενδυνάμωσης των «τελευταίων» πνευματικών και καλλιτεχνικών δυνάμεων του Πειραϊκού δυναμικού. Η παράδοση της σκυτάλης της χορηγίας της πρώτης «χρυσής περιόδου» του Μεσοπολέμου και της Κατοχής ολοκλήρωνε τον βιολογικό της κύκλο. Είχε σχηματίσει ενδόξως το πρόσωπό της, εικονογραφήσει την παρουσία της και εκτός των ορίων της Πόλης. Ίσως η σχολή του καφενείου είχε μετατραπεί σε πειραϊκή επιτέλους Σχολή. Νίκος Χαντζάρας, Χρήστος Λεβάντας, Νίκος Μαράκης, Σάββας Παπαδόπουλος, Άγγελος Κοσμής, Γρηγόρης Ν. Θεοχάρης, Νάσος Γεωργάκαλος, Γιάννης Σκορδίλης, Σπύρος Γεωργόπουλος, Γεώργιος Χαρβαλιάς, Νικόλαος Φραγκούλης, Σταύρος Χρήστου, Γεώργιος Μπουκουβάλας, Κρυσταλλία Καρδιακαφτύτη-Ραϊσση, Σταύρος Καραμπερόπουλος, Βασίλης Κουτουζής και αρκετές άλλες γνωστές και εμβληματικές δημοσιογραφικές φωνές και εκδότες, προστέθηκαν στην λογοτεχνική και ποιητική μαγιά της, το όνομά τους «φιγουράριζε» στις στήλες των τοπικών εφημερίδων. Πολλές δημοσιογραφικές φωνές υπήρξαν και εξαίρετοι πεζογράφοι, ποιητές, χρονογράφοι, διηγηματογράφοι, μεταφραστές, ιστορικοί και ερευνητές της πειραϊκής ιστορίας και παράδοσης. Στις δεκαετίες των χρόνων της δικής μου (μας) γενιάς ένας πειραϊκός κύκλος περάτωνε την προσφορά του ένας νέος των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα αναδύονταν. Οι νοσταλγικοί ρυθμοί και τα ερείπια του χρόνου αναδείκνυαν την παλαιά και σύγχρονη αφοσίωση και πίστη μαζί. Οι δεσμοί όμως, διαισθανόμασταν, ότι είχαν αρχίσει να διαρρηγνύονται άλλοτε με κρότο άλλοτε αθόρυβα, μεταξύ των πειραϊκών γενεών. Μέσα σε αυτό όπως φαίνεται μεταιχμιακό κλίμα και ατμόσφαιρα της Πόλης μεγάλωσε, έζησε, έδρασε, δημιούργησε, εργάστηκε, χάραξε τα αποτυπώματά της, όρθωσε το ανάστημά της, ύψωσε την φωνή της και η δική μου γενιά, οι δικοί μου φίλοι και συνοδοιπόροι. Πολύ πριν μετάσχω σαν ραδιοφωνικός παραγωγός στο τότε, πειραματικό ραδιοφωνικό ελεύθερο σταθμό του Καναλιού-1, του Δημοτικού Ραδιοφωνικού Σταθμού της πόλης, υπήρξα φανατικός αναγνώστης της έντυπης δημοσιογραφίας και ασφαλώς της Πειραϊκής αντίστοιχή της.
Η πρώτη γνωριμία μου, έγινε μέσω της εφημερίδας της οικογένειας του Παύλου Πέτσα «Η Φωνή του Πειραιώς», είχε προηγηθεί η συνάντησή μου με έναν έμπειρο δημοσιογράφο της «Κοινωνικής», τον Κώστα Τρίγκατζη. Η δημοσιογραφική του εργασία ήταν γνωστή τόσο στην πόλη του Πειραιά όσο και στον όμορο Δήμο της Νίκαιας, που νομίζω ότι διέμενε με την οικογένειά του. Ένιωθα υπερηφάνεια που συγγραφείς-δημοσιογράφοι, έγραφαν δραστηριοποιούνταν εκτός Πειραιά. Ονόματα όπως του Τάκη Μενδράκου, του Γιάννη Καλαμίτση, του Γιάννης Κακουλίδη, του Δημήτρη Καπράνου, του Γιάννη Φύτρα, του Κώστα Χαρδαβέλα, του Παναγιώτη Τσουτάκου (από το Πέραμα), του Νίκου Λαγκαδινού (από την Δραπετσώνα) του Γιώργου Κομή, του Δημήτρη Κατσικάρη, του Γιάννη Καραμήτσου σταδιοδρομούσαν δυναμικά, σεβαστά, άξια σε διάφορες πανελλαδικές εφημερίδες και περιοδικά, ναυτιλιακά και οικονομικά έντυπα ενώ παράλληλα, πρόσφεραν τις δημοσιογραφικές τους υπηρεσίες , τα κείμενά τους, τα ρεπορτάζ τους-πειραϊκά, ναυτιλιακά, αστυνομικά κλπ.-και σε εφημερίδες της πόλης μας. Πειραιώτες δημοσιογράφοι, ορισμένοι και εκδότες, οι οποίοι αρθρογράφησαν, έγραψαν μυθιστορήματα και διηγήματα, εξέδωσαν ποιητικές συλλογές και περιοδικά, χρονογραφήματα, κυκλοφόρησαν βιβλία και μελέτες τους, συνέθεσαν στίχους και τραγούδια που βρίσκονται ακόμα και σήμερα στα χείλη των Ελλήνων. Μια από τις σημαντικές και σοβαρές δημοσιογραφικές φωνές του Πειραιά, υπήρξε και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Φύτρας, ο οποίος έφυγε πριν λίγες μέρες από κοντά μας, γεμίζοντας θλίψη όχι μόνο τα μέλη της οικογένειάς του-τον γιό του Παναγιώτη Φύτρα μουσικό ραδιοφωνικό παραγωγό αλλά και τους Πειραιώτες που τον γνώρισαν από κοντά.
Η πειραϊκή μου μνήμη ανακαλεί νοσταλγικά την ωραία και σοβαρή παρουσία του στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς». Τον δημοσιογράφο Γιάννη Φύτρα τον θυμάμαι να έρχεται στο μικρό γραφείο της Φωνής και να αφήνει τα πειραϊκά κείμενά του και ρεπορτάζ του, είτε στην Αγγελική Μαυροειδή (που εργάζονταν στην εφημερίδα) είτε στον εκδότη της Παύλο Πέτσα. Μιλούσε πάντα με ευγένεια και χαμόγελο. Ήταν προσηνής, συγκρατημένα ανοιχτός, ένας αυθεντικής πάστας πειραιώτης, χωρίς το δημοσιογραφικό τουπέ που διέκρινε άλλους συναδέρφους του. Πάντα άψογα ντυμένος, περιποιημένος, με λουστραρισμένα παπούτσια, χτενισμένος, κομψός. Σκορπούσε ίσως και χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί μια αύρα ώριμης γοητείας. Με χαιρετούσε πάντα στον πληθυντικό, του ανταπέδιδα τον χαιρετισμό με σεβασμό και ευγένεια. Με διάβαζε και τον διάβαζα. Γνωρίζαμε ότι ανήκαμε και υποστηρίζαμε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, εποχή του πράσινου ήλιου, αυτό όμως, δεν τον εμπόδιζε να με βλέπει με φιλική διάθεση και να ανοίγουμε ψιλοκουβεντολόι για τα προβλήματα της πόλης του Πειραιά τους δημότες. Ανήκε στην λεγόμενη συντηρητική παράταξη, ανήκα στην λεγόμενη προοδευτική. Διατηρούσαμε όμως γέφυρες επικοινωνίας, εξαιτίας του ότι είμασταν και οι δύο πειραιώτες, αγαπούσαμε την πόλη μας, είμασταν συνεργάτες στην ίδια τοπική εφημερίδα, νοιαζόμασταν ειλικρινά για τα προβλήματά της. Μπορεί να υποστήριζα τον Ανδρέα, αλλά η πολιτική εμπειρία των χρόνων μου και τα διαβάσματά μου, με είχαν τροφοδοτήσει με τα εφόδια εκείνα ώστε να αναγνωρίζω και να αποδέχομαι την σημαντική πολιτική και ιστορική προσφορά του παλαιού πολιτικού Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αποκατάσταση και εδραίωση της μεταπολιτευτικής μας Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Σεβόμασταν πολιτικούς της συντηρητικής παράταξης όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Ράλλης. Εμείς οι νεότεροι Πειραιώτες ήμασταν συναισθηματικά περισσότερο δεμένοι με τον Ανδρέα, και τον ηγέτη της ανανεωτικής αριστεράς Λεωνίδα Κύρκο. Αγνοούσαμε κάπως «επιδεικτικά» την άλλη μισή πολιτική πλευρά του εαυτού μας, το μεγαλύτερο πληθυσμιακά κομμάτι του ελληνικού λαού το οποίο υποστήριζε και ψήφιζε τη Νέα Δημοκρατία, Σεβόμενοι όμως πολιτικές φυσιογνωμίες του χώρου της. (ανοίγοντας μικρή παρένθεση, όπως σήμερα, δεν μπορείς να παραβλέψεις τον νυν Κρητικό πρωθυπουργό, τα μέλη της κυβέρνησής του και το κυβερνητικό του επιτελείο, στην τεράστια και αγωνιώδη προσπάθεια που κάνουν να εκσυγχρονίσουν και να κρατήσουν όρθια και ισχυρή αυτήν την βαλτωμένη εδώ και δεκαετίες χώρα, σίγουρα μέσα από λάθη και αγκυλώσεις. Μέσα σε αντίξοες όμως εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες και εμπόδια). Από την άλλη πλευρά των πολιτικών και ιδεολογικών κρασπέδων, ο Ανδρέας και το Πασόκ ήταν κόκκινο πανί για την συντηρητική παράταξη, των ετών που η γενιά μου ανδρώθηκε πολιτικά. Το ρήγμα μεγάλο και βαθύ τα σημαδεμένα εκείνα χρόνια. Με την Δίκη του Ειδικού Δικαστηρίου. Είμασταν όλοι φορτισμένοι από τα πολιτικά πάθη και διχασμούς της εποχής, έτσι, το γάντι μεταξύ εμού και του καταξιωμένου πειραιώτη δημοσιογράφου είχε ριχθεί, για να θυμηθούμε μία φράση από την διπλωματική ιστορία των χρόνων της επανάστασης πριν το 1821. Οι σχέσεις μας ήταν ευγενικές και τυπικές. Τα βλέμματά μας συναντιόνταν, τα χέρια μας σφίγγονταν, οι καλημέρες λέγονταν αλλά, οι παρουσίες μας ακολουθούσαν διαφορετικές κατευθύνσεις. Έπρεπε να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να κατανοήσει ο σημερινός γράφων, την ποιότητα και ακεραιότητα του σημαντικού Πειραιώτη δημοσιογράφου, του Γιάννη Φύτρα.
Ήταν νομίζω η χρονική περίοδος (ή κάπου εκεί) που η εφημερίδα άρχισε να τυπώνεται ηλεκτρονικά. Ή λίγο πριν από αυτήν την περίοδο, δεν θυμάμαι ακριβώς. Η κόρη του εκδότη, δημοσιογράφος Ροδαμάνθη Πέτσα έγραφε τα άρθρα και έστηνε ηλεκτρονικά τις σελίδες της, ο δε αδερφός της, ο Γιώργος Πέτσας, χειρίζονταν την εκτυπωτική μηχανή και δίπλωνε τα φύλλα στο υπόγειο. Τα γραφεία και η εφημερίδα στεγάζονταν στην οδό Νοταρά-στο οίκημα το οποίο βρίσκονταν το περιοδικό «Ναυτικά Χρονικά». Στην πρώτη της περίοδο και μακροβιότερη, η «Φωνή», τυπώνονταν με το χέρι, απέναντι ακριβώς σε ένα παμπάλαιο ψηλοτάβανο κτήριο από δύο παλαιούς τυπογράφους εργαζόμενους. Ακόμα θυμάμαι την έντονη και βαρειά μυρωδιά του μελανιού, ακούω τους χαρακτηριστικούς χτύπους της μηχανής καθώς γύριζε η μεγάλη ρόδα και τα πάντα γεμάτα μελάνι δάχτυλα των τυπογράφων να βουτούν το χέρι τους μέσα στα μικρά κουτάκια της «κάσας» και να παίρνουν τα γράμματα της αλφαβήτου να τα τοποθετούν ανάποδα στην μηχανή ώστε να σχηματιστεί η σειρά. Τα στοιχισμένα κάτασπρα φύλλα χαρτιού που πάνω τους τοποθετούσαν τα τυπογραφικά στοιχεία μέσα σε ξύλινο πλαίσιο. Το τέντωμα των χαρτιών και το χτύπημα με μια ματσόλα των γραμμάτων για να σχηματιστεί η σελίδα. Εμπειρίες που σε πλημμύριζαν συγκινήσεις όταν τις παρακολουθούσες, περιέργεια, αν και κουραστικές και μάλλον ανθυγιεινές για τους ίδιους τους εργαζόμενους. Τα γραφεία της «Φωνής του Πειραιώς» όπως προανέφερα, στεγάζονταν απέναντι. Ήταν ένα μικρό υποτυπώδες δωμάτιο που ζήτημα αν χωρούσε δύο καρέκλες και το μικρό γραφείο. Από τον μικρό αυτόν φιλόξενο χώρο περνούσε το σύνολο σχεδόν της πειραϊκής διανόησης και κουλτούρας, των πειραιωτών και των άλλων όμορων δήμων που έγραφαν ή δημοσίευαν. Πρόσωπα γνωστά στους πειραιώτες που έρχονταν και παρέδιδαν τα κείμενά τους, τα άρθρα τους, τις κριτικές τους, τους ισολογισμούς τους, τις προσκλήσεις των εκδηλώσεών τους. Από μία στιγμή και έπειτα, όταν αποχώρησε το άτομο που έγραφε το «κύριο» άρθρο της πρώτης σελίδας, είδα-και είδαμε να τοποθετείται ένα γραφείο και μία καρέκλα στην αριστερή πλευρά της εισόδου. Και βλέπαμε καθημερινά τον δημοσιογράφο Γιάννη Φύτρα με τα χαρτιά του, να γράφει τις επιφυλλίδες του, να δίνει τα πειραϊκά ρεπορτάζ του, το άρθρο της πρώτης σελίδας, να σημειώνει τους σχολιασμούς του για τα κακώς κείμενα της πόλης και του δήμου. Για έναν λαμπτήρα μιας κολώνας που χάλασε, για μία καθίζηση ενός κομματιού του δρόμου, για την παραμέληση μιάς πλατείας από τον δήμο, για την διαρροή μιάς σωλήνας, για την έλλειψη παρκινγκ στην πόλη, το μποτιλιάρισμα στους πειραϊκούς δρόμους, την ακρίβεια των εμπορευμάτων, την καθαριότητα. Για ζητήματα και προβλήματα που αφορούν τον κλάδο της εμπορικής ναυτιλίας, του λιμανιού, του τουρισμού, του ΟΛΠ. Έτσι, όταν ανέλαβε την αρχισυνταξία της «Φωνής» ο Γιάννης Φύτρας όσοι συνεργαζόμασταν μαζί της, τον συναντούσαμε καθημερινά να βρίσκεται σκυμμένος πάνω στην λευκή σελίδα του και να γράφει, να συντάσσει το κύριο άρθρο του καθήμενος στην αριστερή πλευρά της εισόδου. Ορισμένες φορές τον ακούγαμε να δίνει τηλεφωνικώς το πειραϊκό ρεπορτάζ του σε τηλεοπτικούς σταθμούς της Αθήνας με τους οποίους συνεργάζονταν ή ήταν ανταποκριτής τους. Τα κείμενά του ήταν συνήθως μικρά, τα ρεπορτάζ του έγκυρα και οι πληροφορίες του διασταυρωμένες. Οι πηγές των πληροφοριών του γκαραντί. Η γραφή του κοφτή μα όχι παγωμένη. Αποτύπωνε τις κοινωνικές και άλλες μαρτυρίες της εποχής του και μας τις πρόσφερε με συγγραφικό ταλέντο και δημοσιογραφική ευσυνειδησία. Το όνομά του εκτιμούνταν εντός και εκτός πειραϊκού χώρου. Οι ανταποκρίσεις και οι σχολιασμοί του είναι εκατοντάδες, διάσπαρτες σε εφημερίδες και περιοδικά. Έντυπα όπως ο «Εθνικός Κήρυξ», η «Ελευθεροτυπία», «Τα Σημερινά», «Ο Ελεύθερος Κόσμος», η «Αθηναϊκή», η «Επικαιρότητα» και πολλά ναυτιλιακά φύλλα φέρουν την υπογραφή του. Το ότι έρχονταν καθημερινά στο γραφείο της εφημερίδας, ήταν κάτι που έσπασε τον πάγο ευγένειας που υπήρχε ανάμεσά μας. Άρχισα αργά και δειλά να του πιάνω κουβέντα, ήθελα να του εκμαιεύσω πειραϊκά και δημοσιογραφικά μυστικά της δουλειάς του, των δημοσιογραφικών του χρόνων. Στην αρχή ήταν διστακτικός, μια και ανήκαμε σε διαφορετικούς πολιτικούς ορίζοντες,-ήταν και η διαφορά ηλικίας- όμως η στέρεα και βαθειά κοινωνική του εμπειρία, οι δημοσιογραφικές του συναναστροφές, η υπευθυνότητα που τον διέκρινε, το καλό του όνομα στην «πιάτσα», η πραότητά του, έκαναν την παρουσία του επιθυμητή. Ένα ταμείο δημοσιογραφικών γνώσεων που σου αποκάλυπταν μία ευαίσθητη ματιά πάνω στην κοινωνία και τα προβλήματά της. Ακόμα και οι πολιτικές και αντικυβερνητικές αιχμές του ήσαν προσεγμένες, διατυπώνονταν με ευθυκρισία αλλά και ήρεμη γραφή. Είχες μπροστά σου έναν πεπαιδευμένο και δίκαιο οικογενειάρχη, ένα εργατικό και συγκροτημένο άτομο το οποίο τιμούσε την πειραϊκή δημοσιογραφία και την ιστορία της και όχι μόνο. Είχα πληροφορηθεί ότι έγραφε διηγήματα και υπήρξε συνεργάτης του φημισμένου περιοδικού «Μάσκα». Μετέπειτα, μου χάρισε ένα βιβλίο του. Ο πολιτικός πάγος έσπασε, και ανοίγαμε συζήτηση, για την ακρίβεια, εγώ τον τσιγκλούσα να μου εκμυστηρευθεί πράγματα και περιπέτειες από την δουλειά του. Με συμβούλευε, θεωρούσε-και δικαίως-αρκετά φλύαρα και μακροσκελή τα κείμενά μου. Έλεγε ότι το δημοσιογραφικό κείμενο πρέπει να είναι περιεκτικό, να έχει σαφήνεια, ακριβολογία, να είναι ευσύνοπτο, να μπορεί ο αναγνώστης να εντοπίζει τον πυρήνα του θέματος άμεσα και αμέσως. Να διαθέτει καλλιέπεια, να μην είναι εξεζητημένο, να μην προκαλεί με λέξεις μεγάλου βάρους και φορτίου. Ο συντάκτης, να μην κάνει επίδειξη γνώσεων, να μην χρησιμοποιεί λεξιλόγιο παρμένο από το μελανοδοχείο της βωμολοχίας. Να διαθέτει νηφαλιότητα και όχι κραυγαλεότητα. Το κείμενό του να κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Να υπάρχει ισορροπία, συνέπεια, να δημιουργεί ατμόσφαιρα και να έχει το ιδιαίτερο στίγμα του, την ταυτότητά του. Ο Γιάννης Φύτρας ήταν από μόνος του, μια θα τολμούσα να σημείωνα, πειραϊκή «σχολή δημοσιογραφίας». Το ίδιο θα συμπληρώναμε και για τον Γιάννη Καραμήτσο και ορισμένες άλλες αντρικές και γυναικείες δημοσιογραφικές γραφίδες της πόλης. Ήσαν πειραιώτες δημοσιογράφοι που γνώριζαν να χειρίζονται σωστά και καλά την ελληνική γλώσσα, συνοδοιπορούσαν με τα προβλήματα της εποχής τους και των ανθρώπων γύρω τους. Δεν θεωρητικολογούσαν. Από την δημοσιογραφική τους τέχνη και εργασία έβγαζαν το ψωμί των δικών τους και της οικογένειάς τους. Όταν έσπαγε η πολιτική κρούστα του Γιάννη Φύτρα, τότε καταλάβαινες την αυθεντικότητα και ουσιαστικό χαρακτήρα του ατόμου. Στεκόσουν στις συμβουλές και υποδείξεις του. Η δημοσιογραφική του κατάθεση ήταν και η αλήθεια του φρονήματός του, της καλλιέργειάς του, της ποιότητας του. Η δουλειά του, δεν ήταν τόσο απλή όσο φάνταζε με την πρώτη ματιά, ήθελε τσαγανό, τέχνη, τεχνική, ρίσκο, μα πάνω από όλα υπευθυνότητα και ανθρωπιά, κρίση. Και όλα αυτά τα είχε επάξια ο πειραιώτης δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Φύτρας που έφυγε πριν λίγες μέρες από κοντά μας, σεμνά, αθόρυβα, διακριτικά όπως έζησε.
Το σώμα του κηδεύτηκε το Σάββατο 27 Νοεμβρίου στο Τρίτο Νεκροταφείο, η παρουσία του όμως ταξιδεύει για να συναντήσει τις άλλες πειραϊκές φωνές και γραφίδες της δημοσιογραφίας. Θα τους μεταφέρει τα τελευταία ρεπορτάζ των χρόνων της πόλης. Ήρεμα, διακριτικά, υπεύθυνα, ευγενικά, πειραιώτικα, όπως υπήρξε ο ίδιος στην εδώ παρουσία του και δημοσιογραφική προσφορά του.
Πειραιάς, Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
ΥΓ. Από τον χώρο του τραγουδιού, χάθηκε και η αγαπητή και ωραία φωνή, σοβαρή παρουσία της ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου