ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ
Σέρρες 1941- 24/2/2022
Η τελετουργία του πένθος στον
Αλέξανδρο Ίσαρη
ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ
Σταυρώθηκε
τρείς φορές και αναστήθηκε άδοντας και
γελώντας. Ήταν Θεός και Άνθρωπος, Πουλί
και Νυχτερίδα, Άσπιλος και Κολασμένος, Αμνός
και Νυμφίος, Παράκλητος Ποιμήν, Υπερούσιος
Βασιλεύς, Ασμοδαίος Σεραφείμ, Ουριήλ και Ραφαήλ., σ.77, εκδ. Κίχλη 2013
Στο πρώτο σημείωμα αφιέρωμα στον ποιητή, μεταφραστή, δοκιμιογράφο, πεζογράφο, φωτογράφο, εικαστικό, γραφίστα και αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Ίσαρη, ψευδώνυμο του Γιάννη Δημητριάδη (Σέρρες 1941-24/2/2022), αντιγράφω την παρουσία του στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» του ποιητή, μεταφραστή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου, από τις σελίδες της οποίας εμφανίστηκε πρώτη φορά σαν ποιητής ο Αλέξανδρος Ίσαρης στα ελληνικά γράμματα. Ακόμα, μεταφέρω την ποιητική του παρουσία στο περιοδικό «Δοκιμασία» του ποιητή και δοκιμιογράφου, εκδότη Γιάννη Δάλλα. Συμπληρωματικά προβαίνω σε μία γενική αποδελτίωση πληροφοριών και στοιχείων (από το προσωπικό μου αρχείο) για την συγγραφική, κυρίως,-καλλιτεχνική του παρουσία ( ποίηση, πεζά, πίνακες, φωτογραφίες) σε τεύχη λογοτεχνικών περιοδικών, σε δοκίμια και ανθολογίες που αναφέρονται στην Γενιά του. Καταθέτω ένα γενικό σχεδιάγραμμα της Εργογραφίας του, και ενδεικτική Βιβλιογραφία του (βιβλιοκριτικές- μελέτες) για την πληρέστερη κατανόηση του πολυσχιδούς έργου του, της πολυσήμαντης καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Ποιητικές συλλογές, Πεζά, Φωτογραφία, Μεταφράσεις, Εικαστικές Τέχνες, ραδιοφωνική παραγωγή, επιμέλεια εκδόσεων, εικονογράφηση εξωφύλλων κλπ, μία διαρκή, σοβαρή και υπεύθυνη ενασχόληση με τις καλές τέχνες του ανθρώπου, υπήρξε η βιολογική παρούσα του Αλέξανδρου Ίσαρη. Η σχέση του Σερραίου ποιητή Αλέξανδρου Ίσαρη με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του-μας, δεν υπήρξε ούτε στενή ούτε τόσο συχνή, όπως παραδείγματος χάρη άλλων ποιητών και ποιητριών ή πεζογράφων της Γενιάς του. Συνήθως επαναλαμβάνονται ποιητικές του μονάδες ή αποσπάσματα, των πρώτων δύο του ποιητικών συνθέσεων, εξαντλημένων εδώ και χρόνια. Η «Όμιλος Φίλων Θαλάσσης- Ο Ισορροπιστής» η οποία εκδόθηκε από την Λέσχη του Δίσκου, Αθήνα 1976, σελ.64 (του Λάζαρου Γεωργιάδη) η οποία βραβεύτηκε με το Βραβείο της Μαρίας Ράλλη 1977. ( παρενθετικά να σημειώσουμε ότι τα αδέρφια Γεωργιάδη κατάγονται από τον Πειραιά. Μέχρι πρόσφατα, στην οδό Τσαμαδού στο κέντρο του Πειραιά, υπήρχε το δισκάδικο των δύο αδερφών “Negro”). Η δεύτερη συλλογή του Αλέξανδρου Ίσαρη, η οποία συγχωνεύει τα ποιήματα της πρώτης έκδοσης με νέα ποιήματα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ύψιλον/ Υψικάμινος-28, Αθήνα, Απρίλιος 1984 σ.108 του ποιητή, μεταφραστή και εκδότη Δημήτρη Καλοκύρη που είχε και την επιμέλεια της έκδοσης. «ΟΙ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ» [ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1966-1983]. Το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του ποιητή, ενώ η μακέτα είναι του Δημήτρη Καλοκύρη. Και αυτή η συλλογή του εικαστικού και ποιητή εξαντλήθηκε γρήγορα. Τόσο τα ποιήματα, όσο και τα πεζά, αλλά και οι γερμανικές μεταφράσεις του Αλέξανδρου Ίσαρη, Βλέπε πχ. «ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ, ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ» Μ’ ένα σχέδιο της Μαρίας Κλωνάρη, με πρόλογο του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, εκδόσεις Τράμ, Θεσσαλονίκη 1973 , σελ.116 σε γραφική επιμέλεια Δημήτρη Καλοκύρη έτυχαν κάτι περισσότερο από ευνοϊκών σχολιασμών και κριτικών από τους έλληνες κριτικούς αλλά και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της ποίησης τις δεκαετίες που κυκλοφόρησαν τα βιβλία. Στο επαινετικό, θα τολμούσα να έγραφα διθυραμβικό κλίμα και ατμόσφαιρα της καλλιτεχνικής του παρουσίας κινούνται και οι διάφορες τεχνοκριτικές και κρίσεις οι οποίες δημοσιεύθηκαν για τις εκθέσεις του στα έντυπα της εποχής. Αντιγράφουμε από το οπισθόφυλλο της δεύτερης («Ύψιλον» 1984) ποιητικής του συλλογής:
«Ο Αλέξανδρος Ίσαρης, (ψευδώνυμο του Γιάννη Δημητριάδη) γεννήθηκε στις
Σέρρες από μητέρα Μικρασιάτισσα και πατέρα Μακεδόνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στα
Πολυτεχνεία του Γκράτς και της Θεσσαλονίκης. Από το 1962 ως το 1978 έζησε στη
Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε ποιήματα, μεταφράσεις και μελέτες στα περιοδικά
Διαγώνιος, Δοκιμασία, Λωτός, Τραμ, Ausblicke, Δέντρο και Χάρτης, καθώς και στις
ετήσιες εκδόσεις Ποίηση 77 και Χρονικό 79. Επί οκτώ χρόνια ήταν υπεύθυνος για
την ελληνική σύνταξη του περιοδικού Ausblicke. Έχει παρουσιάσει ζωγραφική του σε
πέντε ατομικές εκθέσεις [Ζ.Μ., Θεσσαλονίκη 1973, Νέες Μορφές, Αθήνα 1981,
Γκαλερί Μπόντο φον Λάνγκεν, Βερολίνο 1981, Αίθουσα Τέχνης, Ηράκλειο 1982, και
Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζωγράφου, Αθήνα 1983 (με θέμα τον Κ.Π. Καβάφη)]
καθώς και σε 12 ομαδικές, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Για τη ζωγραφική του
της περιόδου 1966-1973, κυκλοφόρησε το 1973, από τις εκδόσεις Τραμ, μία πλακέτα
με ένα κείμενο του Γιώργου Χειμωνά. Το 1974 συνεργάστηκε σαν σκηνογράφος με το
Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης στο ανέβασμα της κωμωδίας του Αριστοφάνη Ιππής.
Το 1982 έκανε μιά σειρά εκπομπών για το Γ΄ Πρόγραμμα της Ε.Ρ.Τ. με θέματα την
ποίηση του Εμπειρίκου, του Μπόρχες και του Καββαδία. Έχει μεταφράσει τα βιβλία
Ανδόρρα του Μαξ Φρις, Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν, Ο Νεαρός Τέρλες, Το Μαγεμένο
Σπίτι, Η Γκρίτζα του Ρόμπερτ Μούζιλ, Μαρσέλ Προύστ του Ρότζερ Σάτακ και Η
αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι του Πέτερ Χάντκε. Από το 1978
ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου, εκτός των άλλων, συνεργάζεται σαν γραφίστας
με γνωστούς εκδοτικούς οίκους. Στο βιβλίο αυτό βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα
ποιήματα που έγραψε από το 1966 ως το 1983.».
Η Μ Ε Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Ο
Θέλω να γράψω ένα βιβλίο για τους Τριστάνους, το λαό των λυπημένων, που σκορπίστηκε μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο στα τέσσερα σημεία της γης. Η χώρα τους μοιράστηκε στα δυό και κατοικήθηκε από βάρβαρες φυλές, αλλά τους συναντάς σχεδόν παντού. Αναγνωρίζονται από τα βόρεια χαρακτηριστικά τους, την κυματιστή κόμμωση, και κυρίως από μιά κίνηση του ώμου πού κάνουν όταν δυσφορούν, και την τριστάνικη διάλεκτο που δεν απέβαλαν ποτέ. Πολλοί απ’ αυτούς ασχολήθηκαν με τις τέχνες ή κυριάρχησαν σαν μορφές μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων ή ποιητικών συνθέσεων. Αναφέρω τον Βερθέρο , τον Γκέοργκ Τράκλ, τον Αντονέν Αρτώ, τον Γαβριήλ Φορέ, την Σύλβια Πλάθ, τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον Μάλτε Λάουρινς Μπρίγκε, την Μαργαρίτα Γκοτιέ, τον Άντον Τσέχωφ, τον Γεώργιο Βιζυηνό, την Έμιλυ Μπροντέ, τον Αντρέι Ταρκόφσκι, τον Χάινριχ φόν Κλάιστ, τον Πάουλ Τσέλαν και τον πρίγκιπα Μίσκιν. 8 Δεκεμβρίου 1980, σ. 101, εκδ. Νεφέλη 1992
Ο ποιητικός του λόγος είναι στον γενικό του σχεδιασμό και σύνθεση «εκλεκτικός» και περίκλειστος σε μιάς ειδικής αισθητικής περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η σκηνική του προβολή, διαθέτει έντονα, αν όχι αποκλειστικά, πάμπολλα από τα στοιχεία και τα μυστικά των τεχνικών και της φόρμας της ζωγραφικής του τέχνης. Ποιητικές μονάδες και στιγμιότυπα-έστω και αρνητικά, σκοτεινά φωτισμένα, συνομιλίες και συσχετισμοί, ονειροδρομήσεις και της φαντασίας «αλλόκοτα» φτερουγίσματα, γλωσσικά βαδίσματα αφυδατωμένα από εξωτερικές λυρικές ή μελοδραματικές εμπλοκές, εσωτερική στιχουργική ρυθμοποιϊα, αριστοκρατική μουσικότητα, απεικονίσεις έντονων ατομικών του βιωμάτων, ποιήματα που η ποιητικότητά τους, η ποιητική του λόγου του προέρχεται και χρωστάει τους τόνους και την βαρύτητά του στην παράλληλη συστηματική καλλιέργειά του, την σπουδή του, στους χώρους της αναγεννησιακής τέχνης. Το βλέμμα του ποιητή με του εικαστικού συγχωνεύονται εύστοχα και ισορροπημένα, αρμονικά, σε σημείο που δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε πότε αρχίζει η αισθητική της ποιητικής του και πότε η ποιητικότητα της καθαρώς εικαστικής του όρασης. Ένα συνεχές σύμπλεγμα ποίησης και εικαστικής προβολής πάνω στην λευκή σελίδα ή το καναβάτσο. Μια σταθερή και επαναληπτική σπουδή πάνω στο ανθρώπινο Σώμα, είτε στην αρτιμελή του φόρμα και στάση μέσα στον χώρο είτε σαν διαμελισμένο μοντέλο, είναι το έργο του Ίσαρη. Μία γραπτή ή εικαστική δημιουργία με «παράξενους» συσχετισμούς και συνδυασμούς που προκαλεί τον θαυμασμό του αναγνώστη ή θεατή (ανάλογα), παρά το αίσθημα της φθοράς, της σήψης, της δυσωδίας, της απώλειας, της απελπισίας, «της πτωμαΐνης», του σχισμένου και σκασμένου δέρματος, του δυνατού πυρετού και της σωματικής αρρώστιας, του άγχους, της ματαίωσης, του ακρωτηριασμού, των σκόρπιων και διάσπαρτων σωματικών μελών, της σταθερής προβολής της γυμνότητας του ανθρωπίνου Σώματος, Ως αιώνιο και μοναδικό παρόν. Της έκθεσης των σπλάχνων του, των αρτηριών, των θρυμματισμένων κοκάλων, των σωματικών υγρών, των ροών του αίματος, των τραυμάτων, των πληγών που αρνούνται να επουλωθούν, τους βαθμούς και την ποιότητα θλίψης και απόγνωσης που εγείρει μέσα μας μια τέτοιας ατμόσφαιρας σκηνογραφία, επιμελημένης σκουρόχρωμης εικονοποιϊας. Μέσα σε παραθέματα αισθητικής θέασης. Παράτολμα και παρακινδυνευμένα ίσως, θα τολμήσω έναν προσωπικό συσχετισμό της καθόλου εικονογραφίας του ποιητή και εικαστικού Αλέξανδρου Ίσαρη, με την αντίστοιχη σκηνοθετική σκηνογραφία του ιταλού σκηνοθέτη, κόκκινου κόμη Λουκίνο Βισκόντι. Δύο «εστέτ» της Παγκόσμιας Τέχνης. Τα στοιχεία της παράκρουσης και μάλλον ορισμένες στιγμές του κανιβαλισμού, προωθούνται με την ίδια μαγεία με τις αισθητικές διαδρομές του βλέμματος της συγκίνησης, της έκπληξης, της καθημερινής «ωχρώδης» μοναδικότητας που, κρέμεται, στο τσιγκέλι της αιωνιότητας όχι του παραδείσου αλλά του καθαρτηρίου. Διαπιστώνουμε μια θεμελίωση του κόσμου του όχι σε τρία επίπεδα όπως του Δάντη αλλά δύο κολασμένη ατμόσφαιρα που τρομάζει οργανωμένη καθαρτήρια αισθητική ανάβαση στον κόσμο του καθαρτηρίου και τούμπαλιν. Ο ποιητής ένας αλχημιστής του ανθρωπίνου Σώματος και της περιπέτειάς του στο χρόνο-σε ιδιωτικές και δημόσιες στιγμές- ανατόμος. Ένας όχι και τόσο μυστικός θίασος ενεδρευόντων συναισθηματικών και της μνήμης ισορροπιών. Μιά σπονδεία ύμνος στις γραμμές του ανθρωπίνου Σώματος, τους μυστικούς ρυθμούς του οι οποίοι προέρχονται από τους ρυθμούς της φθοράς της γεννήτορος Φύσης. Μια γλωσσική συνομιλία περί Σώματος και ένας συνδυασμός συμβολικών χαρακτηρισμών που, σε όποιο στάδιο της εξέλιξης της καθόλου δημιουργίας του καλλιτέχνη το συναντάμε μας μαγεύει και μας κάνει να ριγούμε. Ένας εκλεκτικισμός ποιητικής γραφής, ένα με μεγάλη αυστηρότητα επιλεγμένο γλωσσικό υλικό, που δεν μπορεί εύκολα να συσχετιστεί, να προσομοιαστεί με άλλες φωνές της Γενιάς του. Ακόμα και εικαστικούς καλλιτέχνες ποιητές συνοδοιπόρους του. Στο έργο του Αλέξανδρου Ίσαρη, δεν έχουμε «κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» όπως στην πεσιμιστική και ειρωνική ατμόσφαιρα του Κώστα Καρυωτάκη, δεν συναντάμε την ηδονή για την ηδονή όπως στην Καβαφική ποίηση, οι θεματικές αλληγορίες και συμβολισμοί του Ίσαρη, οι παραστάσεις και οι εικόνες του, παραπέμπουν-αν τον ερμηνεύω σωστά-σε μία ποιητική του πόνου, του θανάτου, της συνειδητοποίησης της φθοράς ως πηγή καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υπάρχει μια να επαναλάβουμε ισορροπημένη επισφάλεια στα γραπτά του και τους πίνακές του. Σαν ο δημιουργός να μην θέλει να κάνει απόσβεση της κατά μέτωπο επίθεσης της φθοράς, της πτώσης, της απώλειας, της Σωματικής διάλυσης. Ο Αλέξανδρος Ίσαρης έχοντας την ασπίδα του Περσέα πολεμά την Μέδουσα, και όταν κατορθώνει να την σκοτώσει εκείνη τον εκδικείται μαγεύοντάς τον να ζήσει μέσα στον κόσμο της Τέχνης, απεικονίζοντας όμως την φθορά της Ζωής, των Σωμάτων. Ο νους «σκοτίζεται» και παραμένει «σκοτισμένος» από την «τρέλα» της νίκης στο αέναο ταξίδι της ανθρώπινης καταβασίας δίχως λυτρωμό. Τα σπασμένα αγάλματα και Σεφερικά ερείπια είναι στο έργο του Ίσαρη εν ζωή υπάρξεις πολλαπλών εκδοχών θανάτου. Στο έργο του εμφιλοχωρεί η αισθητική της μνήμης, η όραση της ανθρωπογεωγραφίας, της τοπιογραφίας τόπων και περιοχών συνήθως των εποχών της Αναγέννησης. Η ερμητικότητα της γλώσσας του, η ακριβολογία των παρατηρήσεών του, το «περίκλειστο» καδράρισμα της τεχνουργίας του, οι διακειμενικές του συνομιλίες με άλλα έργα ευρωπαίων κυρίως, και ελλήνων δημιουργών και καλλιτεχνών, οι αναγνωρίσιμες ή υποδόριες ακόμα και ανισόπεδες αναφορές του σε αρχαίες μυστηριακές θρησκείες και θεότητες της βλάστησης, οι διαρκείς χρονικές του προσμείξεις, η δραματικότητα που αποπνέει ο «ατομικός του» χώρος πρόσληψης της Σωματικής φθοράς , του ανθρώπινου πένθους, της ασφυξίας των παλαιών Σωματικών κτερισμάτων του έρωτα, τα ξένα έργα της παγκόσμιας τέχνης, τα ονόματα συγγραφέων, εικαστικών, καλλιτεχνών, μουσικών δημιουργών, ποιητών, τα τοπόσημα των αναμνήσεών του, τα διαπολιτισμικά και παγκόσμια κέντρα πολυπολιτισμικότητας, η «αχαλίνωτη» ονειροπόλησή του και η διαλεκτική ανάπτυξη των αινιγματικών δρόμων της φαντασίας του, καθιστούν το έργο του-εν συνόλω- μια θεσπέσια κατάθεση του ελληνικού ποιητικού λόγου της εποχής μας. Και, ίσως, η ποιητική του οδύνη, να προσέχθηκε και αγαπήθηκε, και ας μην «κατανοήθηκε». Εξάλλου, οι περισσότεροι ή οι πλείστοι των ποιητών μας, είναι ανατόμοι ψυχών, αισθήσεων, συνειδήσεων, ψυχών αλλά όχι κάτι τόσο απτού Σωμάτων. Και μάλιστα, ο Ίσαρης ανακαλεί στο βλέμμα μας, τον γνωστό πίνακα της Σωματικής Ανατομίας του Ρέμπραντ, με όλους εμάς αναγνώστες και ενδελεχείς παρατηρητές των έργων του να παρακολουθούμε τα μαθήματά του. Τις ποιητικές του αφηγήσεις, τις εντελώς εξειδικευμένες θεματικές του εικόνες, την πλαστικότητα του μαγευτικού του ρεαλισμού, την ωριμότητα των σχολιασμών του, την ποιητική και εικαστική του εξέλιξη. Τις προτιμήσεις και εμμονές του. Ο Αλέξανδρος Ίσαρης, κατόρθωσε να δώσει στα προσωπικά του βιώματα και παρατηρήσεις τον υποκειμενικό χαρακτήρα μιας άλλης εποχής, της εποχής της Αναγέννησης. Ο Ίσαρης δημιούργησε μια δική του κοινότητα προσώπων και καταστάσεων, αισθητικής και όρασης, μόνο, πού, δεν κράτησε αυτήν την κοινότητα αποκλειστικά για τον εαυτό του, ζώντας μέσα σε αυτό το περιβάλλον μας το κοινοποίησε μέσω της ποίησής του, των πεζών του, των μεταφράσεών του των εικαστικών του δημιουργιών. Μας κατέστησε κοινωνούς ενός μυστικού αισθητικού μεγαλείου μύησης της φθοράς-σε όλες της τις εκδοχές, πτυχές και προεκτάσεις-, μιάς ευλαβικής και μυστηριακής φθοράς όμως, που εξακολουθεί μέσα στον αισθητό χρόνο να παράγει απτή και ψηλαφητή Ζωή. Να τροφοδοτεί τα κανάλια της Τέχνης, να δημιουργεί Πολιτισμούς, και εν τέλει, το Σώμα της εκκλησιάζουσας Ποίησης.
Η
ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η σιωπή του Θεού γέμιζε τ’ αυτιά μου
Όταν μικρός γυρνούσα στα λιβάδια.
Κοίταζα τον ουρανό
Ξάπλωνα στο χώμα
Πάνω από γκρεμούς ώρες πολλές
Πετούσα μουρμουρίζοντας
Τα σύννεφα ασκεπή κυλούσαν στο πηχτό γαλάζιο.
Στων ματιών το Σ’ αγαπώ
Στο αντίο του τρένου
Στου φιδιού τα γυρίσματα
Στης λευκής ανηφόρας τις φυλλωσιές
Στου ανέμου τη λύσσα
Στου σπασμού τη χαρά
Πάντα εσένα διψούσα Θεέ μου., σ.59, εκδ. Άγρα 2000
Το
ποιητικό της γραφής ΣΩΜΑ
-ΟΙ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ [ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1966-1983], εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984. (ποίηση)
-ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ Η
ΜΟΥΣΙΚΗ, εκδ. Άγρωστις, Αθήνα 1991 (πεζογραφία)
-ΟΙ ΤΡΙΣΤΑΝΟΙ
(Ποιήματα 1966-1992), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992 (ποίηση)
-ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ
ΦΩΤΕΙΝΟΣ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1993-1999, εκδ. Άγρα 2000 (ποίηση)
-ΒΙΝΚΕΛΜΑΝ Ή ΤΟ
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Με σχέδια του Αλέξανδρου Ίσαρη, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2010.
(διηγήματα)
-ΕΓΩ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1967-2011, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2013 (ποίηση)
-ΟΝΕΙΡΟΛΟΓΙΟ.
ΟΝΕΙΡΑ 1981-2017, εκδ. Στερέωμα, Αθήνα 2018 (διηγήματα)
-ΕΞΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ/
ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΟ ΜΕ ΦΥΛΛΑ ΛΕΜΟΝΙΑΣ, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2020 (πεζογραφήματα)
-ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΣΑ
ΒΛΕΦΑΡΑ. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΛΚΕ, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2007 (μελετήματα)
-ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ:
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΙΣΑΡΗ. Ο ΑΔΕΛΦΟΣ- ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΜΕΤΕΙΚΑΣΜΑ-ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ-ΕΠΙΜΕΤΡΟ:
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ. ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΕΓΧΡΩΜΟΥΣ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΙΣΑΡΗ. Εκδ.
Ίκαρος, Αθήνα 2006
-ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ: ΤΟΝΙΟ
ΚΡΕΓΚΕΡ. Μ΄ ένα σχέδιο της Μαρίας Κλωνάρη. Μετάφραση , Αλέξανδρος Ίσαρης.
Πρόλογος Κώστας Ταχτσής. Εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη 1973
-ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ:
ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ 1970-1986. Πρόλογος- Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης,
εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2006
-ΕΞΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
ΠΟΙΗΤΕΣ. (ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ/ ΑΡΣΕΝΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ/ Ρ. Μ. ΡΙΛΚΕ/ ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ/ ΙΒΑΝ
ΓΚΟΛ/ ΓΚΟΥΦΡΙΝΤ ΜΠΕΝ). Μετάφραση- Πρόλογος Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2015
Σημείωση: Η καταγραφή των βιβλίων και των μεταφράσεων δεν είναι ούτε αναλυτική
ούτε εξαντλητική, είναι απλά, τα βιβλία που έχω προμηθευτεί και έχω διαβάσει
του Αλέξανδρου Ίσαρη.
ΠΟΛΥ
ΔΥΣΚΟΛΟ
Appassionato
Όποτε κοιτάζω από τα παράθυρα του σπιτιού μου, που, λόγω του ότι είναι γωνιακό και διαμπερές, διαθέτει πολλά, συνήθως για να ξεμουδιάσω , να κάνω ένα διάλειμμα, ν’ απασχολήσω το βλέμμα και το μυαλό μου με εικόνες διαφορετικές και κυρίως με φωτισμούς αλλιώτικους, βλέπω συνήθως μια γυναίκα γύρω στα εβδομήντα, να σέρνει τα ετοιμόρροπα βήματά της από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, να κοντοστέκεται, να κοιτάει αριστερά, δεξιά, επάνω προς τα μπαλκόνια των σπιτιών, χαμηλά στο δρόμο, κι ύστερα να συνεχίζει την περιπλάνησή της φορώντας πάντοτε πολύ ακριβά, πολύχρωμα ρούχα και πολύτιμα ή ημιπολύτιμα κοσμήματα (μια μέρα την είδα να φοράει μια μακριά τουαλέτα, σάλι και καπέλο με φτερά).
Οι Σάλπιγγες ηχούν
Α. ποιήματα
και πεζά του σε περιοδικά, ανθολογίες και μελετήματα
-Διαγώνιος
τχ.14/4,6,1968, σ.89. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Πρώτον: Αύριο θα ξεριζώσω
και τις τελευταίες ρίζες του χειμώνα
γιατί ο Μάης πάει να τελειώσει
και οι υποθέσεις μας ακόμα στον Φεβρουάριο
βρίσκονται, με τα δικαστήρια
και μ’ όλα αυτά τα δυσάρεστα.
Δεύτερον: Θα στείλω γράμματα σε τρείς φίλους.
Σ’ αυτόν από την Καστοριά
(άρτι απολυθέντα από το στρατό, φιλόλογο).
σ’ αυτόν πού μου υποσχέθηκε
ποιήματα, ημερολόγια και τέτοια,
και σε σένα απ’ την Καλαμάτα
απ’ την Λακωνία και την οδό Μνησικλέους
για να τελειώσουν αυτές οι ιστορίες
με τα γράμματα και τις κατεδαφίσεις.
Τρίτον: Θα σ’ αγαπήσω περισσότερο.
Θα προσπαθήσω τουλάχιστον.
Άλλωστε σκέφτομαι ν’ αλλάξω
τις κορνίζες και τις φωτογραφίες μας
γιατί οι πόζες άλλαξαν τώρα πιά
και οι επισκέπτες ζητούν όλο και
μεγαλύτερη ποικιλία, ακόμα και
στα λόγια και στη ματιά.
Προς το παρόν
δουλεύω ακόμα την κάτοψη
πού άρχισα πέρσι
κι ακόμα να βρω λύση.
-Διαγώνιος
τχ.17/1,3,1969, σ.23. Στίχοι για Τραγούδια
[Θα χαθούμε στη βροχή]
Θα χαθούμε στη βροχή
κάποια ώρα ζαλισμένη
Μιά λατέρνα μοναχή
θα κοιτάει κοιμισμένη
Τη ματιά σου θα ζητώ
να την κάνω ακρογιάλι
Να με θάψουν μιάν αυγή
με τον ήλιο στην αγκάλη
Θα χαθούμε μοναχοί
κάποια ώρα πεθαμένη
με τραγούδι τη βροχή
στο λιμάνι αγκαλιασμένοι
-Διαγώνιος
τχ.19/7,9,1969, σ.125. Οι Πληγές των Αγαλμάτων
ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ
Έτσι που περιμένω όρθιος
στη μέση του δωματίου
ασάλευτος κι έτοιμος να σωριαστώ
τ’ αγάλματα σκέφτομαι
πού δεν βρήκαν θέση
σε Μουσείο, πού τα πρόσωπά τους
είναι σπασμένα απ’ τις βροχές
κι η στάση τους πάντα
η ίδια: της προσμονής.
Από το δέρμα τους τίποτα δεν έμεινε.
Απ’ τα χτυπήματα και τις πληγές
τα φωτεινά σημεία πού και πού μόνο
θυμίζουν την αλλοτινή τους λάμψη
τις υποσχέσεις γι’ άλλη ζωή…
-Διαγώνιος
τχ.4/1,4,1973, σ.50-54. «Εικαστικά έργα του Α. Ι.»
Αλέξανδρος Ίσαρης
Γεννήθηκε το 1941στίς Σέρρες. Το 1965 πήρε το δίπλωμα του αρχιτέκτονα, μετά από σπουδές στο Γκράτς και στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις στα περιοδικά «Διαγώνιος», «Λωτός» και “Ausblicke” Μετέφρασε την “Andorra” του Μαξ Φρις (Εκδόσεις Κωνσταντινίδη, 1969) και τον “Tonio Krogere” του Τόμας Μαν (ανέκδοτο). Έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στη γκαλερί «Άστορ» το 1968 και στο «Ζήτα- Μί» το 1972.
Α. Σινική μελάνη 48Χ33 (1969)
Β. Μπίκ 18χ27 (1969)
Γ. Σινική μελάνη 35Χ55 (1968)
Δ. Σινική μελάνη και κολλάζ 24Χ35 (1970)
Ε. Σινική μελάνη και κολλάζ 50Χ35 (1970)
-Δοκιμασία τχ. 8-9/Γιάννενα 7,8,9,10, 1974, σ.219-220. «Το γέλιο του Πρόσπερου».-«Η μουσική».-«Κύκλοι».-«Πάντα επιστρέφω».- «Οι τυφλοί».
Το γέλιο του Πρόσπερου
γλείφω το γλαυκό γυαλί
της λίμνης, της λυγαριάς
γελώ.
πυροβολώ μέσα στο στόμα μου
το γέλιο του Πρόσπερου ά χά
ά χά, γλιστράει η κάννη
στο λάρυγγα, το σίδερο
με θρυμματίζει
σαν πριονίδι το δειλινό
για κοίτα τα γλαράκια
πώς ερωτεύονται
άχ η παραλία
άχ η τρίτη κυρία αριστερά
άχ άχ ο Πύργος ο Λευκός
και η Καλαμαριά.
Η μουσική
η μουσική δεν μπορεί να μιλήσει’
τσιρίζει, γίνεται άγαλμα.
ο μαέστρος με όργανα ηλεκτρικά
τη βασανίζει παραλλάζοντας
η χορωδία και οι θεατές
μιά αλλεπάλληλη συνουσία’
η μουσική στη μέση ανήμπορη
σηκώνει το πόδι, σφίγγει το στόμα,
απευθύνεται, οπισθοχωρεί
κάνει εμετό, πέφτει αναίσθητη
με τα χέρια ψηλά
ώ ώ ώ ώ ώ ώ ώ
Κύκλοι
σχηματίζονται κύκλοι
με κέντρο τη θάλασσα
και ακτίνα το χέρι
πού θα με πνίξει το πρωί.
Πάντα επιστρέφω
πάντα επιστρέφω
στους κρεμασμένους
για την ηρεμία τους
και τα τραγούδια
πού σηκώνονται
όταν ο άνεμος τους κουνάει
πάνω στους λόφους.
πάντα γυρνάω το στήθος μου
προς τη θάλασσα
όταν τ’ αυτοκίνητα
κατρακυλάνε στα μάτια μου
σαν καθρεφτάκια που δεν είδαν
ακόμα τους δολοφόνους.
πάντα συστρέφω
τους δείκτες και πάντα
ξεχνώ.
Οι
τυφλοί
πρέπει να πηγαίνεις με τους τυφλούς’
έτσι μαθαίνεις τα πράγματα
με τη σωστή τους διάσταση.
προσπαθώντας κάθε φορά να
τους εξηγήσεις, ο κόσμος μετριέται
με το σκοτάδι τους.
-ΧΡΟΝΙΚΟ ’78 γράμματα-τέχνες. Τόμος 9ος, Σεπτέμβριος 1977- Αύγουστος 1978, εκδ. ΩΡΑ, Δεκέμβρης 1978, σ. 82. Αποσπάσματα από το ποίημα «Τα παιδιά παίζουν τους δολοφόνους»
-Το Δέντρο τχ. 17-18/12,1985-1,1986, σ.37-40. «Πολύ δύσκολο». (Αφιέρωμα «Λόγος και ποιητική για τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη»)
-Το Δέντρο τχ.23-24/6,7,8,Καλοκαίρι 1986, σ.26-29. «Η Άποψη του Ντέλφτ». (σχεδίασμα)
-Το Δέντρο τχ.27/Χριστούγεννα 1986, σ.153-158. «Οι αιμομίκτες, τα κτερίσματα και η οδός του Σόλωνα». (Αφιέρωμα στην «Γλώσσα και Νεοελληνική Έκφραση»)
-Το Δέντρο τχ.31-32/6,7,8,Καλοκαίρι 1987, σ.111-116. «Μενεξέ-Καλεσί». (Αφιέρωμα του περιοδικού στις «Γραφές της Περιπλάνησης»)
-Εντευκτήριο τχ. 2/2,1988, σ.34,36,38-39, 128. [Γιώργος Ιωάννου, Το θέμα είναι το Δόλωμα για να βγει ό,τι κρύβεται μέσα μας. (Μια συνομιλία με τον Γιώργο Κορδομενίδη και τέσσερα σχέδια του Αλέξανδρου Ίσαρη), 33-39]
-Εντευκτήριο τχ.6/4,1988, σ.36-38, 143. Δεν είναι πουθενά. Τα σχέδια των σελίδων 36-37 φιλοτεχνήθηκαν από τον συγγραφέα.
-Εντευκτήριο τχ.7/7,1989, σ.11-13. Ο Κώστας Ταχτσής για τον «Τόνιο Κρέγκερ».- Κώστας Ταχτσής, Πρόλογος στον «Τόνιο Κρέγκερ», σ. 15-19.
-Εντευκτήριο τχ.10/3,1990, σ.20-21. Αντρέι Ταρκόφσκι, (απόσπασμα) μετάφραση Α. Ι. και Οράματα Σεργκέι Παρατζάνοφ.
-Εντευκτήριο τχ. 28-29/Φθινόπωρο-Χειμώνας 1999, σ. 9-11. ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. «ΗΛΙΑΚΗ ΛΕΜΒΟ»./ «MONTSOURIS»./ «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΚΙΕΣ».
-Εντευκτήριο τχ. 35/Καλοκαίρι 1996, σ. 142. Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού
-Εντευκτήριο τχ.36/Φθινόπωρο 1996, σ.26-29. LA MORT DIFFICILE: ΜΙΑ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες της πόλεως της Θεσσαλονίκης των σελίδων 23,24,26 είναι του φωτογράφου Αλέξανδρου Ίσαρη.
-Εντευκτήριο τχ. 39/Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1997, σ.19-22. ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. «ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΛΓΚΑΡ»./ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΤΟ 2000 π.Χ.»/ «ΣΤΟ ΤΟΞΟ ΤΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥ»/ «ΑΝΥΔΡΗ ΚΑΡΕΚΛΑ»/ «ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ».
Σημείωση: Πίνακες και σχέδια του ζωγράφου Γιώργου Σταθόπουλου, κοσμούν τα ποιήματα του Α. Ίσαρη.
-Εντευκτήριο τχ. 44/Φθινόπωρο 1998, σ. 32-38. ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ, Τραγούδια σε μουσική Κούρτ Βάϊλ. Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης. «Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΑΚ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΟΒΓΑΛΤΗ»./ «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΩΝ»/ -«ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΦΙΛΟΔΟΞΙΩΝ»/- «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΡΟΥ ΤΟΥ ΝΑΖΙ»/- «Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΤΗ ΖΩΗ»/- «Η ΤΖΕΝΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ»/-«ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΙ (BARBARA SONG).
-Εντευκτήριο τχ. 57/4,6,2002, σ.81-96. Ρέκβιεμ για ένα καφενείο. Φωτογραφίες και κείμενο (σ.83) στις σελίδες Η Camera Obscura. Είναι ένα 16σελιδο του περιοδικού αφιερωμένο στη Φωτογραφία. Υπεύθυνος έκδοσης-Σχεδιασμός Άρις Γεωργίου.
-Εντευκτήριο τχ. 63/12,2003, σ. 135-137. Γράμμα στην Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
-Εντευκτήριο τχ. 67/12, 2004, σ. 18-23. Η Χώρα του μειδιάματος
-Νέα Εστία έτος 91ο, τόμος 181ος, τχ. 1875/12, 2017, σ.1022. «Θυμάσαι Ρεγγίνα;» από «Οι Τριστάνοι 1966-1992, Νεφέλη 1992». Αφιέρωμα του περιοδικού «Η ποιητική Γενιά του ΄70»
-ΠΟΙΗΣΗ (εξαμηνιαίο περιοδικό για την ποιητική τέχνη) τχ. 4/ Φθινόπωρο 1994, σ.173-183. “LI-TAIO-PO –HANS BETHGE- GUSTAV MAHLER. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΓΗΣ» Εισαγωγή-Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ. («ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΟΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΓΗΣ» Στίχοι: Λί-Τάι-Πό) («Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ» Στίχοι: Τσάνγκ-Τσί) («ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΟΤΗ» Στίχοι: Λί-Τάι-Πό) («ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ» Στίχοι: Λί-Τάι-Πό) («Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ» Στίχοι: Λί-Τάι-Πό) («Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ» Συνδυασμός δύο ποιημάτων των Μόνγκ Κάο- Γέν και Βάνγκ Βέι)
-ΠΟΙΗΣΗ τχ.9/Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997, σ. (24-37) και (102-107). “ARSENI TARKOWSKI- Δεκατέσσερα ποιήματα». Εισαγωγή-Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ. («Με την κίτρινη γλώσσα του να τρεμοπαίζει/») («Τίποτα στον κόσμο/») («ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΙΓΚΝΑΤΙΕΒΟ») («ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ») («Η ΛΕΞΗ») («ΠΕΡΑΣΑΝ ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ») («Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΙΟΥΝΙΟΥ») («ΖΩΗ, ΖΩΗ»). Στις σελίδες 102-107 δημοσιεύονται τα εξής ποιήματα του Α. Ίσαρη: «ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΥ ΑΔΕΙΑΖΕΙ», «ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», «ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟ», «ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ», «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΩ ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ», «ΗΣΥΧΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΑΝΕΤΟ ΤΑΞΙΔΙ».
-ΠΟΙΗΣΗ τχ. 18/Φθινόπωρο-Χειμώνας 2001, σ.34-37. «IVAN GOLL, Ποιήματα». Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ. «ΜΑΣΚΕΣ ΧΙΟΝΙΟΥ»,”MORGUE”, «ΟΙ ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ», «ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ», «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ», «ΚΥΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΟ», «Η ΑΧΛΑΔΙΑ»
-ΠΟΙΗΣΗ τχ. 19/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2002, σ.166-168. “ERICH ARENDT, Πέντε ποιήματα». Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ- ΤΟΡΣΤΕΝ ΙΣΡΑΕΛ. Τόρστεν Ίσραελ: «Εισαγωγικές παρατηρήσεις για την ποίηση του Έριχ Άρεντ.(166-170). Τα ποιήματα «ΟΡΦΙΚΟΣ ΟΡΜΟΣ», «ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ», “CAVA ACQUERA”, “ ΣΤΟΝ GREGOR LASCHEN”, «ΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ».
-ΠΟΙΗΣΗ τχ.20/Φθινόπωρο-Χειμώνας 2002, σ.225-228. «THOMAS BERNHARDT, Ποιήματα». Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ. «Σ’ ΕΝΑ ΧΑΛΙ ΑΠΟ ΝΕΡΟ», «ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ», «ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ, ΑΔΕΡΦΕ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ», «ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ», «ΜΑΡΤΥΡΙΟ», «ΤΟ ΣΤΙΛΠΝΟ ΣΙΔΕΡΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ».
-Η Λέξη τχ. 4/5,1981, σ.322-323. Σχέδια του Αλέξανδρου Ίσαρη
Σημείωση: Από το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Η Λέξη», οι εκδότες του Θ. Νιάρχος και Αν. Φωστιέρης, πρόσεξαν εκτός από την ποιότητα της ύλης του και την αισθητική-εκδοτική εικόνα του. Κάθε τεύχος κοσμείται με εικαστικές παραστάσεις ελλήνων ζωγράφων. Το παρόν 4ο τεύχος κοσμείται με Σχέδια και ζωγραφική του Αλέξανδρου Ίσαρη. Επίσης, στην σελίδα 322-323 και «σε γ΄ πρόσωπο» ο Γιώργος Χειμωνάς γράφει «Ο Γιώργος Χειμωνάς για τη ζωγραφική του Αλέξανδρου Ίσαρη».
-Η Λέξη τχ. 23/3,4,1983. Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Σχέδιο του Α. Ι. σ. 414 «Η μοναξιά του ποιητή».
Σημείωση: Το αφιερωματικό τεύχος ανατυπώθηκε εκ νέου και ως νούμερο 170/3,4,2003. Το ίδιο σχέδιο στην σελίδα 382.
-Η Λέξη τχ.81/1,1989, σ.39-45. Thomas Mann, Άισι (από τα Ημερολόγια 1918-1921). Εισαγωγή-Μετάφραση-Εικονογράφηση: Αλέξανδρος Ίσαρης.
Σημείωση: Το σχέδιο του μεταφραστή Α. Ίσαρη σ.39 απεικονίζει τον γερμανό μυθιστοριογράφο Τόμας Μαν. Της σελίδα 44 τον Klaus Mann, ενώ της σελ. 43 έναν γυμνό άντρα. Μεταφράζονται: (Παρασκευή 20/9/1918/ Τρίτη 24/12/1918/Μόναχο, Σάββατο 24/5/1919 (απόγευμα)/ Τρίτη 22/6/1920./Δευτέρα 5/7/1920/ Κυριακή 25/7/1920/ Τρίτη 27/7/1920/Παρασκευή 13/8/1920/ Κυριακή 17/10/1920)
Γράφει στην εισαγωγή του ο μεταφραστής: [Τα αποσπάσματα αυτά από τα
Ημερολόγια του Τόμας Μαν, δείχνουν με τρόπο συγκινητικό, ειλικρινή και σαφή τα
αισθήματα που έτρεφε ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας για το γιό του Κλάους, πού
όταν ήταν μικρός τον φώναζαν χαϊδευτικά Άισι. Τα χρόνια αυτά ο Μαν ήταν από 37
ως 40 χρονών, ενώ ο Άισι από 12 ως 15 χρονών. Ο πατέρας Μαν είχε γράψει ήδη
τους «Μπούντενμπρόοκ», τον «Τριστάνο», τον «Τόνιο Κρέγκερ», το «Θάνατο στη
Βενετία», και εργαζόταν πάνω στο μυθιστόρημα «Το Μαγικό Βουνό», που κυκλοφόρησε
το 1924. Ο Κλάους Μαν γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1906 στο Μόναχο και
αυτοκτόνησε στα τριανταεφτά του χρόνια στις Κάννες για προσωπικούς και
πολιτικούς λόγους. Έγραψε μυθιστορήματα («Ο Θρήσκος Χορός» 1926, «Αλέξανδρος»
1929, «Παθητική Συμφωνία» 1935, «Μεφίστο», 1936, «Το Ηφαίστειο» 1939) και
δοκίμια («Αντρέ Ζίντ» 1948, «Εξετάσεις» 1968, «Σήμερα και Αύριο» 1969)] Να συμπληρώσουμε ότι η ποιήτρια, εικαστικός
και μεταφράστρια Νανά Ησαϊα, έχει μεταφράσει τα «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ»,
εκδόσεις Νεφέλη 1985. Και, στην «Ελληνική Βιβλιογραφία Τόμας Μαν (1913-1982)
του Λάμπρου Μυγδάλη εκδόσεις Διαγωνίου ν, 45, Θεσσαλονίκη 1983, στις σελίδες
10,15,24, (αντίστοιχοι αριθμοί 12,47,104) καταγράφεται και δίδονται στοιχεία
για την μετάφραση του Α.Ι. «Τόνιο Κρέγκερ» του Τόμας Μαν.
-Η Λέξη τχ. 83/3,4,1989, Αφιέρωμα του περιοδικού Λογοτεχνία
και ζωγραφική. Στην σελίδα 271 δημοσιεύεται ο πίνακας του Α.Ι. «Από τη «Θεία
Κωμωδία» του Δάντη.
Σημείωση: Δημοσιεύονται σχέδια των: Γιάννη Αδαμάκο, Σπύρος Βασιλείου, Όπυ Ζούνη, Αλέξανδρος Ίσαρης, Αλέκος Κοντόπουλος, Γιώργος Λαζόγκας, Ελένη Μωραϊτη, Φαίδων Πατρικαλάκης, Μερόπη Πρέκα, Πάρις Πρέκας, Γιάννης Τσαρούχης, Αλέκος Φασιανός. Ακόμα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το «Φανταστικό Πορτραίτο» του ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη ως αρχαίου στεφανηφόρου του πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, καθώς και ο πίνακας της Μερόπης Πρέκα βασισμένος σε Καβαφικό στίχο, «Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους μιά εξαίρετη θα κάνω πανοπλίαν»
-Η Λέξη τχ.90/12,1989, σ.1052-1054. George d. painter: «ΤΟ ΣΕΠΤΕΟ ΤΟΥ ΒΙΝΤΕΙΓ ΣΤΟ «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ» ΤΟΥ ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ» μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης. «Η μετάφραση αφιερώνεται στη μνήμη του Παύλου Ζάννα»
-Η Λέξη τχ.99-100/11,12,1990. Αφιέρωμα Για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Στην σελίδα 722 βλέπουμε την συμμετοχή του εικαστικού Αλέξανδρου Ίσαρη.
-Η Λέξη τχ. 106/11,12,1991, Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη. Δημοσιεύονται δύο πίνακες του εικαστικού Αλέξανδρου Ίσαρη στις σελίδες 968 και 992. Κάτω από τους πίνακες δημοσιεύονται στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη από την συλλογή του «Μαρία Νεφέλη».
-Η Λέξη τχ. 157/5,6,2000, σ.396
Σημείωση: Η τεχνοκριτικός Αθηνά Σχινά, στις σελίδες του περιοδικού «Η Κρίση των Εικαστικών» γράφει για την Έκθεση του Αλέξανδρου Ίσαρη στην Αίθουσα Τέχνης «Ειρμός» Θεσσαλονίκη.
-Η Λέξη τχ. 159-160/9,12,2000, σ.736-741. Δημοσιεύεται το κείμενο «ΤΡΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ». ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ- ΓΩΝΙΑ ΑΓΙΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΗΣΙΩΝ- PIETA.
-Η Λέξη τχ. 161/1,2,2001, σ. 91. «ΙΑΓΟΥΡΟΣ», (από «Θα επιστρέψω φωτεινός», Άγρα 2000) στα Εξ Όνυχος
-Η Λέξη τχ. 203-204/1,6,2010, σ.279 «Η ΣΒΟΥΡΑ» (από «Βίνκελμαν ή Το πεπρωμένο») στα Εξ Ονυχος.
-Διαβάζω τχ. 78/5-10-1983, σ.18,92. Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη. Το τεύχος διακοσμείται με δύο σχέδια του Α.Ι. («Τη σύνθεση του αφιερώματος έκαμαν ο Ηρακλής Παπαλέξης και η Μαρία Στασινοπούλου με βάση σχέδιο που άφησε ο Περικλής Αθανασόπουλος»)
-Ομπρέλα τχ.61/6,7,8,2003, σ.41. Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη. Σχέδιο με μολύβι του Α.Ι.
-ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ-5. Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2001. Επιμέλεια: Κατερίνα Κωστίου. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Βάσω Αβραμοπούλου, εκδόσεις Διάμετρος. Συναντάμε δύο σχέδια του Α.Ι., σ.85,86 (μολύβι) στο κείμενο του Δημήτρη Μαρωνίτη. Και στον μήνα Αύγουστο σ.162 (σαγκουίνα).
-Χάρτης τχ.5-6/4,1983. Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη. Σχέδια του Α. Ίσαρη έχουμε στις σελίδες: 561,588, 639,646,657,668,678,687,694, 710, 722,725,732,745.
Σημείωση: Το σχέδιο της σελίδας 646 απεικονίζει «γωνιωδώς» «Το δωμάτιο του ποιητή». Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι ο Αλέξανδρος Ίσαρης, διοργάνωσε Έκθεση με 33 Ζωγραφικά του έργα «Σπουδές πάνω στον Κ. Π. Καβάφη». 17-30 Απριλίου 1983 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζωγράφου. Βλέπε και τον τύπο της εποχής. Εφ. «Μεσημβρινή» 19/4/1983. Ο ποιητής και εικαστικός Αλέξανδρος Ίσαρης έχει διακοσμήσει κατά καιρούς, Καβαφικές εκδόσεις, βιβλία και περιοδικά με την μορφή του Αλεξανδρινού. Να προσθέσουμε ότι και δεκάδες άλλοι εικαστικοί καλλιτέχνες αποτύπωσαν την μορφή του ποιητής που, κοντεύει, αν δεν έχει γίνει ήδη, ο μοναδικός θρύλος της ελληνικής ποίησης. (Η Βιβλιογραφία του ποιητή που συντάχθηκε από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο «Βιβλιογραφία Κ.Π. Καβάφη (1886-2000)» εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2003, δηλώνει του λόγου το αληθές). Από τους εικαστικούς να θυμίσουμε τις χαλκογραφίες του Παναγιώτη Τέτση, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα (έκδοση ποιημάτων του Κ.Π.Κ), τον Γιάννη Κεφαλληνό, τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Χρίστο Καρά (έκδοση ποιημάτων του Κ.Π.Κ.), τον Αλέκο Φασιανό, τον Αχιλλέα Χρηστίδη, τον Τόμπρο, την Άρια Κομιανού, την Ασπασία Παπαδοπεράκη και πολλούς άλλους, οι οποίοι εμπνεύστηκαν από την ποιητική του σκηνογραφία, όπως ο Επαμεινώνδας Λιώκης, ο Σπύρος Βασιλείου κ.ά. Το 1995 κυκλοφόρησαν οι «Προσωπογραφίες του Κ.Π. Καβάφη» εκδ. Σύνδεσμος Αιγυπτιωτών Ελλήνων.
Το 1984 από τις εκδόσεις «Ίκαρος» κυκλοφορούν τα «Ποιήματα 1897-1933) του Κ. Π. Καβάφη. Μια Στιχαριθμημένη έκδοση φροντισμένη από τον καθηγητή Γιώργο Π. Σαββίδη. Το εξώφυλλο της έκδοσης είναι του Αλέξανδρου Ίσαρη.
- 56 ΦΩΝΕΣ. Ποιητική Ανθολογία 1982. Εκδ. Πρόσπερος 1983, βιβλίο 31ο. Επιμέλεια: Τάσος Κόρφης. Το ποίημα «Το όνειρο» σ.37-38, (από το περιοδικό Χάρτης τχ.1/7,1982, σ.43-44.)
- 54 ΦΩΝΕΣ. Ποιητική Ανθολογία 1984. Εκδ. Πρόσπερος 1985, βιβλίο 39ο. Επιμέλεια: Τάσος Κόρφης. Το ποίημα «Θυμάσαι Ρεγκίνα;» σ. 33, (από «Οι παρενέργειες της σιωπής»).
-Θανάσης Θ. Νιάρχος-Αντώνης Φωστιέρης, ΠΟΙΗΣΗ ’77, εκδ. Κέδρος 1977. Τα ποιήματα «Τα Ψευδώνυμα» σ.50-52. «Οι δύο εραστές στο δωμάτιο με τις βρύσες» σ.52-53.
-Ευριπίδης Γαραντούδης: Επιμέλεια και Ανθολόγηση. Η Ελληνική Ποίηση του 20ου Αιώνα. Μια Σύγχρονη Ανθολογία, εκδ. Μεταίχμιο 2008, σ. 432-433, 556-557,698, 777,797. Τα ποιήματα «Τα περισσότερα εγκλήματα τελούνται κατά το θέρος» (από «Όμιλος Φίλων θαλάσσης»).- «Θυμάσαι Ρεγκίνα;» (από «Οι παρενέργειες της σιωπής»).-«Θα επιστρέψω φωτεινός».
-Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Ξένων Αιμάτων Τρύγος. Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων, εκδ. Γαβριηλίδης 2014, σ.114-115. Το ποίημα “SERENITAS” [περ. Άτυπον, τχ. 5, Ιαν. 1977]
Οι Κήρυκες
Β. Ενδεικτικές πληροφορίες για το
έργο του
-Στάθης
Κουτσούνης, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ, εκδόσεις Γκοβόστη, Δεκέμβριος 2021, σελ. 200
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΙΣΑΡΗ, 9-53
Στάθης Κουτσούνης, Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΤΡΙΣΤΑΝΟΥ. Παρατηρήσεις στην ποίηση και την ποιητική του Αλέξανδρου Ίσαρη, 55-71
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ, 73-181
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗ,* 183-198
*Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, 23 Φεβρουαρίου 2014, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Εγώ ένας ξένος. Ποιήματα 1967-2011, Κίχλη 2013.
-περιοδικό Μανδραγόρας. Τετραμηνιαίο περιοδικό για την
τέχνη και τη ζωή. Έτος 20ο, τεύχος 48/5, 2013. (Αφιέρωμα: Γιώργος
Σαραντάρης 1908-1941). Αφιέρωμα στην ποίηση του Αλέξανδρου Ίσαρη. Επιμέλεια:
Χρήστος Τουμανίδης, σελ. 24-42.
Γράφουν:
-Μια συζήτηση του Χρήστου Τουμανίδη με τον Αλέξανδρο Ίσαρη. Η ποίηση είναι παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και της δημιουργίας μου, σ.24-26
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ Α. ΙΣΑΡΗ. ΕΠΙΛΟΓΗ ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, σ. 26-30
ΚΛΙΝΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ/ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ/ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ/ΜΟΝΕΝΒΑΣΙΑ (από ΟΜΙΛΟΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ, 1976)
(Η μουσική)/ (στο σχοινί μου). (από Ο ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ, 1976)
(Αναπαυόταν)/ (Σταυρώθηκε)/ (Αυτός). (από ΜΥΘΟΓΡΑΦΙΑ 1986)
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΠΛΥΤΩΣ/ ΘΥΜΑΣΑΙ ΡΕΓΓΙΝΑ;/ Η ΑΓΑΠΗ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ/ HORROR A MANOS LLENAS/ (από ΟΙ ΤΡΙΣΤΑΝΟΙ, 1986)
ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ/ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΤΟ 200 π.Χ./ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ/ ΕΤΣΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ/ ΦΟΒΟΣ/ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ή ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ/ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ/ Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ/ΟΡΦΕΑΣ/ΒΡΟΧΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ. (από ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΦΩΤΕΙΝΟΣ, 2000).
Αλέξης Ζήρας, ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ. Η ποίηση του Αλέξανδρου Ίσαρη ανάμεσα στο ρομαντικό και στο κλασικό., σ.31-32 αφιερωμένο στη Ρούλα Αλαβέρα.
Λιλύ Εξαρχοπούλου, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ: Πρέπει να βρω μια γλώσσα για να σου μιλήσω, σ.33-37
Κατερίνα Σχινά, Ανάμεσά τους, η μουσική. Ο ποιητής ως μεταφραστής, σ.38-39
Στάθης Κουτσούνης, Οι μεταμορφώσεις του θανάτου στην ποίηση του Αλέξανδρου Ίσαρη, σ. 40-42
-Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της όταν η δημοκρατία δοκιμάζεται, υπονομεύεται και καταλύεται. (1964-1974 και μέχρι τιε ημέρες μας) τόμος Ζ, εκδ. Καστανιώτη 2007, σ. 427-431
Σημείωση: Γράφει
ο ιστορικός και κριτικός της ελληνικής λογοτεχνίας Α.Α: «Ο Αλέξανδρος Ίσαρης
(γ.1941) εκδίδει τις ποιητικές συλλογές: Όμιλος φίλων θαλάσσης-Ο Ισορροπιστής
(1976), Οι παρενέργειες της σιωπής (1984), Οι Τριστάνοι (1992), Θα επιστρέψω
φωτεινός (Ποιήματα 1973;-1999) (2000). Αντιγράφω έξι ποιήματά του: ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ
ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ (Διαγώνιος, 1969, τεύχ.19, σ.125).- ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΘΕΡΟΣ (Λωτός, 1971, τεύχ. 10, σ.18)-Η ΚΥΡΙΑΚΗ (Ο.π.).-Ο
ΝΕΚΡΟΣ (Ό.π., σ.20-21).- Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΟΛΥΝΘΟΥ (Ο.π. σ.22).-ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ (Ο.π.)
Πρώιμα τον είχε αποτιμήσει στον Λωτό ο Τρ. Πίττας με το ακόλουθο κείμενό του, που αντιγράφω την αρχή του:
Ο Λωτός παρουσιάζει δέκα ποιήματα του νέου ποιητή από τη Θεσσαλονίκη κ.
Αλέξανδρου Ίσαρη. Μερικοί φαντάζονται πώς η μοντέρνα ποίηση έγινε εύκολη
υπόθεση από τότε που απαρνήθηκε στιχουργικούς κανόνες. Στην πραγματικότητα
συμβαίνει το αντίθετο. Έγινε δυσκολότερη γιατί περιορίσθηκε στα ουσιαστικά
στοιχεία που συνθέτουν το ποίημα: στη φαντασία και στη γλώσσα.
Και ακριβώς εκείνο που χαρακτηρίζει τα ποιήματα του κ. Αλέξανδρου Ίσαρη
είναι η εύρωστη φαντασία και η λιτότητα της γλώσσας του. ‘Αλλοι περιγράφουν ωμά
ή εξεζητημένα ό,τι τελείται στο συναισθηματικό τους χώρο. Στον Αλέξανδρο Ίσαρη
η περιγραφή ανυψώνεται-με αφαιρέσεις και με επίμονες διϋλίσεις-στο χώρο της
αλληγορίας και του συμβόλου. Έτσι το ποίημά του, συχνά, αποκτά νόημα πολλαπλό,
διανοίγοντας αύλακες μπροστά στον αναγνώστη για να ακολουθήσει μια δική του
ερμηνεία, για να φθάσει σε μια προσωπική συγκίνηση. Είναι από τα ποιήματα που
για να ολοκληρώσουν το λειτουργικό τους προορισμό προϋποθέτουν τη μέθεξη του
αναγνώστη.
Εξάλλου, η γλώσσα του έχει αρνηθεί κάθε ωραιολογία, κάθε περιττή
πολυτέλεια. Περιορίζεται σ’ ένα λεκτικό αυστηρά ασκητικό, και οι λέξεις του καταντούν απλά οχήματα των
ήχων που απαρτίζουν εκείνο που είναι η ψυχή κάθε ποιήματος: τον τόνο, τον
ιδιότυπο κυματισμό της φωνής. […]
Λωτός, 1971, τεύχ.
10., σ.18
Για το ποιητικό του έργο κρίθηκε από τους Γ. Μαρκόπουλο, Β.
Χατζηβασιλείου, Π. Θεοδωρίδη, Ν. Γ. Δαββέτα, Γ. Βέη, Α. Μαραγκόπουλο. Ο Μαρκόπουλος, το κείμενο του οποίου
παραθέτω, έκρινε την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Ίσαρη
Σε μια έκδοση από τις πιο καλαίσθητες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια
στην Ελλάδα, κυκλοφόρησε η συλλογή αυτή του Θεσσαλονικιού ποιητή της γενιάς
μας. Σε δύο μέρη. Δύο αυτοτελή μέρη, που αποτελούν μια θαυμαστή ενότητα και μια
σταθερή συγγένεια, αν και ο χρόνος, που μεσολαβεί μεταξύ τους, είναι αρκετά
μακρύς (1966-1974).
Γνωρίσαμε αρχικά τον Αλέξανδρο Ίσαρη σα ζωγράφο κι αυτό δεν το
αναφέρουμε τυχαία. Γιατί και η ποίησή του δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά μια
λειτουργία πολύ συγγενής με τη ζωγραφική. Μια ζωγραφική πλαστική με χρώματα,
όπου κυριαρχούν το μπλε και το κόκκινο (τα μάτια τους ήταν αδειανά/ και στο
μισό του προσώπου τους/ κατέβαινε ένα μπλε ηλεκτρικό αίμα). Εδώ ακριβώς
οφείλουμε να σημειώσουμε την επιτυχία του ποιητή. Οι μέρες που θα ‘ρθουν/ θα
‘ναι ακίνητες/ σαν παράλυτες/ μέσα σ’ ένα καροτσάκι’/ θα ‘χουν κέρινα χέρια/
μάτια από πλαστικό. Οι στίχοι, πέρα από οποιαδήποτε διάθεση της μορφής, μας αναγκάζουν
να σταθούμε «στο βάθος του χώρου τους». Ο χώρος του Αλέξανδρου Ίσαρη είναι
εφιαλτικός. Είναι χώρος χωρίς αέρα-και μέσα του αιωρούνται ξυραφάκια. Είναι
ένας χώρος τραγικός. («Οι εφήμεροι», «Όταν εκείνη», «Τα μάτια σου», «Η ασύδοτη
τρυφερότητα».) Η ασύδοτη τρυφερότητα είναι άκρατος λυρισμός της αγάπης, που τη
γύμνωσαν. Ο ποιητής φτάνει ακμή της απλότητας του λόγου του: Αυτές οι μέρες/
της ασύδοτης τρυφερότητας/ θα ακινητοποιήσουν τη ζωή σου. Θα σταματήσεις για
πολύ/ καιρό να βλέπεις τα σύννεφα/ και τους τυφλούς/ που τραγουδάνε στο δρόμο./
Μετά, θα ξαναφύγεις για τα χιόνια. Το ύφος είναι αφηγηματικό. Ίσως στο βάθος,
ευαίσθητα εξομολογητικό. Είναι το ύφος του ανθρώπου, που επέζησε μετά την
καταστροφή. Με ξύπνησαν για να με πάνε/ στον Όμιλο κι εγώ ρωτούσα. /Οι αδερφές
με γδύσανε και γελούσαν/ και μ’ έπλυναν και με στέγωνσαν/ Και μετά είδα το
μηχάνημα, που έκοβε/ κεφάλια και μαλλιά και δόντια/ κι εγώ ρωτούσα.
Ο Α. Ίσαρης έχει την ικανότητα να δίνει πάντα ακριβώς αυτό που θέλει.
Είναι λιτός, δεν ξανοίγεται με επικίνδυνα γι’ αυτόν πεδία, δε σπάει ποτέ το
ύφος του, που έχει μια σπάνια σαφήνεια και πάνω απ’ όλα, δεν τονίζει με
αμφίβολα τερτίπια, τα συναισθήματα που θέλει να διοχετεύσει στα ποιήματά του.
Το βιβλίο του Ίσαρη, είναι το βιβλίο ενός νέου ανθρώπου, που πέρασε μέσα
από ένα πολύ μακρύ τούνελ, και δεν έχει πια ανάγκη από τυμπανοκρουσίες και
μεγάλες λέξεις για να μας πείσει. Οι λέξεις του είναι φτυσμένα κουκούτσια, του
πιο πικρού καρπού της γης. Μόνο τέτοιες λέξεις συμβαδίζουν με τέτοιο περιεχόμενο.
Και το σίγουρο χέρι του τεχνίτη, ξέρει να τις ψάχνει και να τις βρίσκει.
Το τραμ, 1977, διαδρομή β΄, τεύχ. 6, σ. 496
Το λήμμα «Ίσαρης Αλέξανδρος» στο Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάννικα συνέταξε ο
Μ. Στεφανίδης.»
-Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της όταν η δημοκρατία δοκιμάζεται, υπονομεύεται και καταλύεται. (1964-1974 και μέχρι τις ημέρες μας) τόμος Η, εκδ. Καστανιώτη 2007, σ.118,170,171,172,204,423,550
Σημείωση: Και σε αυτόν τον τόμο ο Αλέξανδρος Αργυρίου αφιερώνει δύο σελίδες στον ποιητή και εικαστικό Α. Ίσαρη, Γράφει: «Ο ποιητής Αλέξανδρος Ίσαρης (γ.1941) εκδίδει έναν τόμο διηγημάτων με τίτλο Ανάμεσά τους η μουσική (1991). Επίσης συγκρότησε το λεύκωμα Πρόσωπα μιάς εικοσαετίας (Φωτογραφίες 1968-1988) (1998). Κρίθηκε από τους Μ. Φάϊς, Σπ. Τσακνιά, Κρ. Χουρμουζιάδη, Σώτη Τριανταφύλλου. Αντιγράφω από το κείμενο του Χουρμουζιάδη………..» Ο Αργυρίου μεταφέρει μέρος της κριτικής του Κ. Χ. (δύο από τις τρείς στήλες του περιοδικού) από «Με τέσσερα σύντομα αφηγήματα» έως «αισθητικό βάρος», σελ.94. Ενώ ο Κρίτων Χουρμουζιάδης συνεχίζει το κείμενό του και στην επόμενη σελίδα. Κλείνει τη μεταφορά με «η λέξη, 1992, τεύχ. 107, σ.94-96=Συμπόσιο (Κείμενα για τη νεοελληνική πεζογραφία) (επιμέλεια-πρόλογος Μ. Κουμανταρέας), 1996, σ. 70-72». Επίσης, στην σελίδα 423 ο Αργυρίου αποδελτιώνοντας συγγραφείς και κείμενα από το περιοδικό «Ηριδανός» μας πληροφορεί. «Α. Ίσαρης, «Ρόμπερτ Μούζιλ», «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (Ένα διάγραμμα)» (Μούζιλ) (1976, τεύχ. 5-6, αντίστοιχα, σ. 29-34, 47-48).
-Γιώργος Βέης, εφ. Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη τχ.138/19-1-2001.6-7. β/κη «Θα επιστρέψω φωτεινός»
-Θανάσης Γεωργιάδης, Ποίηση στην Θεσσαλονίκη, σ. 200. Στον
τόμο «νέα πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης» ειδική έκδοση, εκτός σειράς 3.
Θεσσαλονίκη 1988. Αναφέρει: (Αξιόλογη
εξαίρεση σε τούτο το κλίμα (και ειδική περίπτωση συνάμα) αποτελεί ο σχετικά
ολιγογράφος Αλέξης Ίσαρης, που γράφοντας ποίηση μαζί με τους συγκαιρινούς του
(νέους τότε) τους άφησε πίσω του, χωρίς να προτίθεται ίσως να πράξει κάτι
τέτοιο. Η διαφορά του δεν έγκειται μόνο στην έμπνευση. Σπουδαιότερη ίσως από
κείνην είναι η αποφυγή κάθε ερασιτεχνισμό, που αυτή και μόνη θα μπορούσε τελικά
να τον δικαιώσει.)
-Δημήτρης Δασκαλόπουλος, περ. Εντευκτήριο τχ.140/1,2,3, 2004, σ.140,142, 144. β/κη «Ο εφιάλτης της ομορφιά ή Η ομορφιά του εφιάλτη»* «Α.Ι. Εγώ ένας ξένος Ποιήματα 1967- 2011» Κίχλη 2013.
*Κείμενο Ομιλίας κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον «ΙΑΝΟ» της Αθήνας 2014.
-Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Χωρικά Ύδατα. Μελέτες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μελάνι, Οκτώβριος 2020, σ. 45.
Σημείωση: Στο κεφάλαιο «Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ ΚΑΜΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΦΙΛΟΝ ΤΟΥ- ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΝ» μνημονεύει τους εικαστικούς οι οποίοι ζωγράφισαν την μορφή του αλεξανδρινού ποιητή ή συνόδευσαν με πίνακες τους ποιήματά του και εκδόσεις. Όπως ο Δημήτρης Μυταράς, ο Παναγιώτης Τέτσης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Α. Τάσσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Βασίλης Φωτιάδης, ο Επαμεινώνδας Λιώκης, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο Σάββας Χαρατσίδης, ο Σωτήρης Σόρογκας, ο Χρίστος Καράς, ο Σαράντης Καραβούζης, ο Γιάννης Τσαρούχης και αρκετοί άλλοι εικαστικοί καλλιτέχνες. Ενώ για τον Α. Ίσαρη αναφέρει: «Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για μια σειρά τριάντα τριών έργων που φιλοτέχνησε ο Αλέξανδρος Ίσαρης το 1982, στηριγμένος κατά κανόνα στις φωτογραφίες του Καβάφη. Ένα από τα έργα αυτά αποτέλεσε το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Αποκηρυγμένων το 1983».
-Χρίστος Ζαφείρης, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ. Εισαγωγή: ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, φωτογραφίες: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΥΠΗΣ, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 153
Σημείωση: Στο
κεφάλαιο «Ο Βήτα Εξώστης» Τοπία και βιώματα από ταινίες του φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, αναφέρεται στην ταινία του σκηνοθέτη Τάκη Παπαγιαννίδη. Γράφει ο
Χρίστος Ζαφείρης: «Ο Παπαγιαννίδης κατέγραψε κινηματογραφικά την
εγκατάλειψη της πόλης από το Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Αλέξη Ασλάνογλου, το
Γιώργο Ιωάννου, το Διονύση Σαββόπουλο, τον Ηλία Πετρόπουλο, το Γιώργο Λαζόγκα,
το Μανόλη Μητσιά, το Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Αλέξανδρο Ίσαρη, το Δημήτρη
Καλοκύρη κι άλλους που έχασαν το δελτίο ταυτότητας μαζί με όσους έβγαλαν
εισιτήριο για την πρωτεύουσα, αλλά τους κρατάει ακόμη η πόλη, τα παιδιά, το
βολεμένο επάγγελμα, κάποιες ξεθωριασμένες αγάπες, η συμβατικότητα.»
-Αλέξης Ζήρας: Εισαγωγή. Νεώτερη Ελληνική Ποίηση 1965-1980, εκδ. γραφή 1979, σ. 35, 59-61,191,192. Τα ποιήματα «Τα περισσότερα εγκλήματα τελούνται κατά το θέρος»./ «Οι εφήμεροι»./ «Ο εφιάλτης»./ «Ισορροπιστής 3,5» σ.59-61 (από «Όμιλος Φίλων Θαλάσσης- Ισορροπιστής»).
-Αλέξης Ζήρας, ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ (για την ποίηση και τους ποιητές του ’70) εκδ. Ρόπτρον 1989. σ.61-64. Βιβ/κη «Όμιλος Φίλων Θαλάσσης-Ο Ισορροπιστής» εκδ. Λέσχη, Αθήνα 1976. σ. 62. (Μια πρώτη μορφή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αντί 58/13-11-76 , σ.56) Α. Ι. (Σέρρες 1943-
-Αλέξης Ζήρας: Εισαγωγή.-Δημήτρης Αλεξίου: Επιμέλεια. ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’70. Εργογραφία των ποιητών. Βασική Κριτικογραφία. Αποσπάσματα από κριτικές. Ανθολόγηση ποιημάτων. Επιμέλεια έκδοσης: Καλή Παγουλάτου-Κυπαρίσση. Εκδ. Όμβρος. Σύγχρονη Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2001., σ. 137-144.
Σημείωση: [Ο τόμος περιέχει αποσπάσματα από κριτικές των: Νατάσα Χατζιδάκι, Χρονικό ’76. –Αλέξη Ζήρα, Αντί αρ.58, 5 Αυγούστου 1976.-Βασίλη Στεριάδη, εφ. Η Καθημερινή, Ιανουάριος 1977 –Μιχάλης Γ. Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία/Ποίηση, 1987.-Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70, Κέδρος 1989.-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία 5/5/1993. Ανθολογούνται τα ποιήματα: «ΘΥΜΑΣΑΙ ΡΕΓΚΙΝΑ;»- «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΠΛΥΤΩΣ»- «HORROR A MANOS LLENAS».- «ΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗ.»-«ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ». («Οι Τριστάνοι», 1992). Η Εισαγωγή για τους ποιητές και τις ποιήτριες της Γενιάς του 1970 του Αλέξη Ζήρα καταλαμβάνει τις σελίδες 9-30. Με τίτλο «Από τη γλώσσα της οργής στην τραυματική γλώσσα. Ποιητές και ποιητικές μετά το ’70. Α. ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ, ΟΡΙΖΟΥΣΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ./Β. ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ.]
-Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007, λήμμα σ.921-922.
Γράφει ο Α. Ζ. στο λήμμα μεταξύ άλλων: «Ρομαντική συνείδηση που διαστέλλει
σε απεριόριστο βαθμό την αίσθηση του υπαρξιακού αδιεξόδου, δημιουργώντας
αλληλένδετες ή συνάλληλες κολαστήριες εικόνες που έχουν ως επίκεντρό τους το
πάσχον ανθρώπινο σώμα. Οι έμμεσες βιβλικές αναφορές που υπήρχαν στα πρώτα του
ποιήματα έχουν μετασχηματιστεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ένα είδος δαντικής
αναγεννησιακής λυρικής όπερας. Με έναν υποβλητικό διάκοσμο, όπου οι σκοτεινοί
χρωματικοί τόνοι, υπονοούν το ερωτικό πάθος και τη βία πάνω στο σώμα, ο Ίσαρης
αναπτύσσει μια παράδοξη, εφιαλτική αλλά και αισθησιακή τελετουργία. Εδώ
πρωταγωνιστούν πρόσωπα μιάς διαχρονικής μυθικής σκηνής-από το κλασικό Ελληνικό
έως το ρομαντικό δράμα-που συμβολίζουν με την ονειρική τους παρουσία τη δισημία
του κόσμου: το ωραίο μαζί με το νοσηρό, το αθώο με το αποτρόπαιο, το γεμάτο ζωή
με το φθαρμένο. Παλαιότερα ο κρυπτικός λόγος του Ίσαρη στις ποιητικές συνθέσεις
και στα πεζά του, δημιουργούσε την εντύπωση της υπερρεαλιστικής καταγωγής του.
Ωστόσο με τους Τριστάνους φάνηκε καθαρά η οργανική ενότητα που επιδιώκει να
υπάρχει στο έργο του. Ο λόγος του αναπτύσσεται ως μέρος μιάς σκηνικής
λειτουργίας ενώ το πλήθος των γνωστών και άγνωστων φασματικών μορφών της δραματουργίας
του κινείται με έναν ιδιαίτερο υποβλητικό ρυθμό. Το 1997 τιμήθηκε με το Κρατικό
Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης…..»
-Γιώργος Κ. Ζωγραφάκης: Πρόλογος-Επιμέλεια. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση-Πεζός Λόγος-Δοκίμιο-Κριτική-Θέατρο-Μετάφραση, εκδ. Βιβλιοπωλείο Π. Ραγιά, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.125 (ΙΣΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Γεννήθηκε το 1941 στις Σέρρες. Αρχιτέκτων. Τιμήθηκε με το βραβείο «Ράλλη» για τη Συλλογή του «Όμιλος Φίλων Θαλάσσης». Μεταφράζει από τα γερμανικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και ιταλικά. Σαν ζωγράφος εμφανίσθηκε σε πολλές εκθέσεις. Έργα του: 1976 «ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ- «Ο ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ», Αθήνα- Λέσχη).
-Τόλης Καζαντζής, Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1912-1983. Μελετήματα 1966-1991 εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 172.
Σημείωση: Η
παραπομπή αυτή γίνεται εξαιτίας του δίγλωσσου (γερμανικά- ελληνικά) περιοδικού Ausbliche που διεύθυνε η Hannelore Ochs, και μετά την αποχώρησή
της ανέλαβε την διεύθυνση του ο γερμανομαθής Αλέξανδρος Ίσαρης. Ο συγγραφέας
Τόλης Καζαντζής κάνει επίσης μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση, για την σχέση του «Άουσμπλίγκε»
με την «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Γράφει: «Το δίγλωσσο
(ελληνογερμανικό) περιοδικό «Άουσμπλίγκε» που εξέδωσε το 1970 η Χανερόλε Όξ
(1970-1979) τεύχη 28 παρουσιάζει τόσο πρωτότυπες συνεργασίες όσο και
μεταφράσεις πρωτοποριακών έργων της γερμανικής λογοτεχνίας από μιά πολύ
αξιόλογη μεταφραστική ομάδα, που την αποτελούν, η Νόρα Πυλορώφ- Προκοπίου, ο
Αλέξανδρος Ίσαρης, η Κατερίνα Ψάλτου και άλλοι. Μετά το κλείσιμο του περιοδικού
(1979), κυρίως έλλειψη οικονομικών μέσων, αλλά και άσκηση μιάς πολεμικής της
γερμανικής παροικίας της Θεσσαλονίκης, η Όξ με το επιτελείο της στεγάστηκε στη
«Διαγώνιο», όπου με τις νέες της, εξίσου αξιόλογες μεταφράστριες Κλειώ Ζαφρανά
και Κατερίνα Ψάλτου παρουσιάζει έργα της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας. Στην
περίοδο αυτή υπάρχει μιά αμφίπλευρη ευνοϊκή επίδραση ανάμεσα στο «Άουσμπλίγκε»
και τη «Διαγώνιο», τόσο στην ποιότητα όσο και στο αναμφισβήτητο ήθος των δύο
περιοδικών.».
-Νίκος Καρατζάς: Εισαγωγή-Ανθολόγηση. ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. 1930-1980, εκδ. Επιλογή, Θες/κη 1990, σελ. 148-151, 161. [Τα ποιήματα: «Η ασύδοτη
τρυφερότητα»/ «Κλινική ησυχία» (από «Όμιλος Φίλων θαλάσσης-ο ισορροπιστής»).
Μυθογραφία* «Ζ**»/ “XVII”/ «107»/ «ΙΚΖ»/ “LIIVII»/ «7»/ «10017»/ «Ω-27» (Δημοσιευμένα
στο περιοδικό «Το Δέντρο»). Α. Ι. γεννήθηκε στις Σέρρες το 1943. Σπούδασε
Αρχιτεκτονική. Έργα: «Όμιλος Φίλων θαλάσσης-Ισορροπιστής».].
-Γιάννης Κοντός, ΤΑ ΕΥΓΕΝΗ ΜΕΤΑΛΛΑ(Στοιχεία Βιογραφίας). ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, εκδ. Κέδρος 1994, σελ.193-194. «Η ΣΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΙΣΑΡΗ»
Η ΣΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΙΣΑΡΗ
Όταν το αίμα τρέχει υδράργυρος, καταργούνται τα σύνορα, χάνονται οι μικροί άνθρωποι και αρχίζει ο μεγάλος φόβος. Τότε ανοίγεις το παράθυρο και είναι πάλι νύχτα. Πίνεις ένα ποτήρι γάλα, ασπρίζουν τα σωθικά σου και είσαι έτοιμος για την ακτινογραφία ή την αγιογραφία. Με τις ακτίνες δεν κατορθώνουν τίποτα. Εσύ όμως ζωγραφίζεις τις εσωτερικές σου αγιογραφίες. Σε πετάνε σε ανατομικό κρεβάτι και πιάνουν νυστέρι. Κόβουν, ανοίγουν το σώμα, βρίσκουν φώς, βρίσκουν και άλλα σώματα μέσα στο δικό σου. Τώρα πιά δεν τους σταματάει τίποτα. Προχωράνε βαθύτερα. Μπλε, κόκκινο, ιώδες, όλες οι αποχρώσεις του γαλάζιου, και μαύρο στην άκρη του φιλιού. Κορμιά τεμαχισμένα. Πολλά σώματα σταματημένα σε κινήσεις ερωτικές. Μικρά κομμάτια ζωής. Μικρά κομμάτια μωβ. Έξι αποκαθηλώσεις του Χριστού. Πέφτει ο Χριστός στο χώμα και ξαναφυτρώνει άλλη σταύρωση. Πίσω περιμένει γυμνός ο ισορροπιστής, το σκοινί και η μουσική του Μάλερ από το Θάνατο στη Βενετία. Μιά γυάλινη σφαίρα μυρίζει μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα, και είναι το βυζαντινό απόγευμα της Θεσσαλονίκης-της έλεγα θα σε φάνε οι έρωτες. Ό,τι έμεινε από το κορμάκι της, λίγες ξεθωριασμένες κλωστές-φωνές, τ’ ανοιγμένα πόδια στον αέρα και το μαξιλάρι της. Κάθετα κομμένο το μάτι του Ανδαλουσιανού σκύλου του Μπουνουέλ. (Πρέπει ο ζωγράφος να έζησε το γύρισμα της ταινίας, και να ήτανε ο σκύλος.) Ένας σμπαραλιασμένος ουρανός περνάει, χάνεται πάνω μας. Στη μέση αγκαλιάζονται δυό άνθρωποι. Φαίνονται από τη μέση και πάνω. Κάτω είναι θάλασσα. Τα σύννεφα, σφαγμένα αρνιά, ταξιδεύουν. Μετά βρέχει και τα ξεχνάς όλα. Τα πλάνα πέφτουν αλλεπάλληλα. Κόβεται η ταινία. Κόβεται η μέρα. Καθαρός υδράργυρος απλώνεται στο χαρτί. Παίζει με τα σχήματα. Πετάγεται μιά λυπημένη γυναίκα από το πλευρό σου. Μεγάλη μουσική σπηλιά. Φωνάζεις δυνατά. Σε ακούνε όλοι. Αλλά ο καθένας κοιτάζει πώς θα περάσει το τούνελ. Το περνάς. Ο χρόνος μαύρο κύμα και σου κόβει την αναπνοή. Και είσαι έτοιμος να πεις: τώρα θα δω την ήσυχη πεδιάδα με τα χαμομήλια. Αλλά αυτός ο λαβύρινθος δεν τελειώνει και δεν υπάρχει Αριάδνη, υπάρχει όμως παντού ένας μινώταυρος έτοιμος να σε κατασπαράξει. Αυτά τα εφιαλτικά συμπλέγματα μπορεί να τα πούνε σουρεαλισμό. Αλλά τί θα πει σουρεαλισμός; Είναι η πραγματικότητα στο βάθος μιάς λίμνης, όταν πέφτουν πέτρες, όνειρα, και ο ισορροπιστής: εδώ σταματάω γιατί τρέχει καταπάνω μου ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, ασκεπής, τυλιγμένος σε μαύρη φωτιά, μ’ ένα ποτήρι νερό στο χέρι.
-Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική Πεζογραφία 1974-2010. Το Μέτρο και τα Σταθμά, εκδ. Πόλις Οκτώβριος 2020, σελ. 43,455,456,521,522,705,739.
Σημείωση: Στο κεφάλαιο «ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
ΤΗΣ ΦΟΡΜΑΣ» σ.455. γράφει: «Το εκφραστικό σφρίγος του Σωτήρη Δημητρίου, η
γλωσσική πλαστικότητα της Ελένης Γιαννακάκη, η συναισθηματική σοβαρότητα του
Αλέξανδρου Ίσαρη, η πανίσχυρη βούληση για έκφραση του Χρήστου Χρυσόπουλου…..». Στο
«ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ» σελ.521-522, η κριτικός γράφει για τον
Αλέξανδρο Ίσαρη: «Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1941. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας.
Είναι ζωγράφος με πολλές ατομικές εκθέσεις, ποιητής και μεταφραστής Γερμανών
κλασικών και σύγχρονων πεζογράφων. Έλαβε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής
Μετάφρασης 1997. Έχει γράψει τα πεζά Ανάμεσά τους η μουσική (1991), Βίνκελμαν ή
το πεπρωμένο (2010), Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς (2012). Ονειρολόγιο (2018)
και Έξι περίπατοι (2020). Ο αισθητισμός αποτελεί καταστατική συνθήκη στα πεζά
του Ίσαρη. Απομονωμένοι, εσωστρεφείς, μελαγχολικοί, βυθισμένοι σε διαρκή
ονειροπόληση, οι χαρακτήρες του κινούνται μέσα σε ένα ιδανικό σύμπαν από
λογοτεχνικά κείμενα και πίνακες μεγάλων κλασικών, από δύσκολα μεταφραστικά
αινίγματα και μνημειώδη αρχιτεκτονικά έργα, από ορατόρια, συμφωνίες και
πλούσιες δισκοθήκες με σπάνιες εκτελέσεις. Οδηγός των ηρώων του δεν είναι
ουδείς μικρότερος του Φρα Αντζέλικου, του Μιχαήλ Άγγελου, του Σταντάλ, του
Τσέχωφ ή του Γκαίτε. Η τεχνική στα πεζά του Ίσαρη δεν είναι επάγγελμα, δεν
αποτελεί πάρεργο ούτε εργαλείο αποφόρτισης ή προβολής’ συνιστά αποκλειστική
ενασχόληση και δραστική μέθοδο νοηματοδότησης του βίου. Άλλα μοτίβα των
ιστοριών του είναι ο θάνατος, το ερωτικό πάθος, οι απαιτήσεις της σάρκας, οι
παιδικές αναμνήσεις, η φθορά του γήρατος΄ και όνειρα, πάρα πολλά όνειρα, ως μια
βασιλική οδός προς τον αόρατο κόσμο που η καθημερινότητα αποκρύπτει. Από τις
σελίδες του δεν αναδύεται ούτε δραματικότητα ούτε μελοδραματισμός, αλλά μία
ελεγειακή διάθεση, μια ατμόσφαιρα συναισθηματικής σοβαρότητας, μία αίσθηση
προσήλωσης στο ουσιώδες- στον χρόνο, στη φθορά και την απώλεια, στον παράφορο
έρωτα και στην τέχνη-σε λίγο πολύ εκτός μόδας θεματικές και περιφρονημένες
στάσεις, που η πεζογραφία του ανασυστήνει. Στο βάθος άλλωστε των κειμένων
στέκεται πάντα ο ίδιος ο δημιουργός που με την πολύχρονη, σταθερή, σεμνή
δημιουργικότητά του μεταβολίζει την προσωπική του αυθεντικότητα στους ήρωες των
ιστοριών του,(σ.455)». Ενώ, στις σελίδες των «Σημειώσεων», και μιλώντας μας η
Ελισάβετ Κοτζιά για «την κοινή διαμαρτυρία που υπέγραψαν συγγραφείς, βλέπε Η
Καθημερινή 17/5/1989, για τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα και τους
πολιτικούς κλυδωνισμούς την περίοδο 1985-1995, αναφέρει μεταξύ των συγγραφέων
τον πειραιώτη Ανδρέα Αγγελάκη, τον Αλέξανδρο Ίσαρη, τον Νάσο Βαγενά, την Ρέα
Γαλανάκη, τον Θανάση Βαλτινό, τη Μάρω Δούκα και αρκετούς άλλους και άλλες
δημιουργούς.
-Στάθης Κουτσούνης, περ. Εντευκτήριο τχ. 53/1,2,3,2001, σελ. 117-120, 134. Τα προσωπεία του θανάτου και ο θρίαμβος της ζωής. β/κη «Θα επιστρέψω φωτεινός. Ποιήματα 1993-1999. Άγρα 2000».
Σημείωση: στις σελίδες 134-136 του περιοδικού η Λίνα Πανταλέων, στο κείμενό της «Ιστορίες αλήθειας και παραλόγου», βιβλιοκρίνει το βιβλίο του αυστριακού «Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1984), Ο μίμος των φωνών» σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη. Γράφει: «Η εξαιρετική μετάφραση του άξιου ποιητή Αλέξανδρου Ίσαρη συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη ενός άρτιου αισθητικά αποτελέσματος».
-Κώστας Κρεμμύδας, περ. Μανδραγόρας τχ. 53/11,2015, σελ.114-115. β/κη «Εγώ ένας ξένος Ποιήματα1967-2011, εκδ. Κίχλη 2013».
Σημείωση: από τον βιβλιοκριτικό Κ. Κ. βιβλιοκρίνονται ακόμα οι συλλογές: «Πάνος Κερασίδης, Ενηλικίωση της Ουτοπίας»/ «Γιάννης Κοντός, Τα Ποιήματα (1970-2010)»./ «Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων».
-Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, εκδ, Νεφέλη 1994, σ.9-11. β/κη «Όμιλος Θαλάσσης-Ο Ισορροπιστής, Λέσχη, Αθήνα 1976». (πρώτη γραφή: περ. Τράμ τχ.6/9, 1977)
ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ- Ο ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ, Λέσχη, Αθήνα 1976.
Δεν είναι λίγες οι φορές, όπου τέχνες άλλες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο έργο των ποιητών, προπάντων όταν τις υπηρετούσαν εκ παραλλήλου μάλιστα, όπως στην προκειμένη ο Αλέξανδρος Ίσαρης τη ζωγραφική.
Έτσι λοιπόν, με αυτό το δεδομένο υπ’ όψιν μας, δεν μπορούμε παρά να υποστηρίξουμε ότι σε ολόκληρη την παρούσα συλλογή η ποίησή του δεν είναι παρά το εικαστικό ανάπτυγμα «σημειώσεων» (βλέπε και σχετικό επεξηγηματικό υπότιτλο), οι οποίες αφορούν την παράσταση κάποιου έργου, με ήρωες άτομα βαρύτατα τραυματισμένα, μέσα σε έναν χώρο αποπνικτικά κλειστό («Οι Εφήμεροι»), που και στο μέλλον ακόμη είναι προ- δικασμένος να παραμείνει χωρίς καμιά προοπτική αλλαγής, αφού έχει επιλεγεί για να περιθάλψει ψυχές τελεσίδικα, από την έλλειψη της αγάπης, χαραγμένες, ανομολόγητα παραιτημένες και ενταφιασμένες πλέον στο δικό τους τραγικό περιθώριο.
Αλλά ποιά να είναι άραγε, μιά και το παρόν δεν μπορεί να του εξασφαλίσει μιά τέτοια παροχή, αυτή η πηγή η οποία εξακολουθεί να τροφοδοτεί με υλικό και έναυσμα την ποίηση του Ίσαρη; Ανεπιφύλακτα, δεν θα ισχυριζόμουν καμιά άλλη πέρα’ από τη μνήμη, μιά και σε αυτή συνέχεια ανατρέχει, για να αντλήσει όσα περιστατικά θα του δώσουν την ευκαιρία να μας προβάλει τις όποιες εμπειρίες αυτός απεκόμισε μέσα από τις όποιες επίσης ερωτικές προσεγγίσεις του παρελθόντος, πού τις σημάδεψε άλλοτε η πίκρα της καταστροφής και άλλοτε (παρά τη βαθύτερη ανησυχία του ενστίκτου την οποία υποδαυλίζει η βραχύτητα του βίου αυτών των «στιγμιαίων» σχεδόν πράγματι «ονείρων») η θαλπωρή και η λεπτή έξαρση μιάς υποβόσκουσας ευφροσύνης («Μιά φούχτα»):
Έτριβες το δέρμα σου προσεχτικά
Όλη τη νύχτα με το δέρμα σου
Ώσπου το δωμάτιο φωτίστηκε
Πήρε φωτιά η πολυκατοικία
Ούρλιαξε απ’ το ξαφνικό κακό
Και το πρωί σε πήγαν στους
Χωροφύλακες με μιά φούχτα στάχτη
Στη φούχτα σου.
Έτσι, και όχι για τίποτε άλλο ο (χαρακτηριστικά υπαινικτικός) λόγος του καθίσταται συχνά αφηγηματικός, εξομολογητικός, προσφέροντάς μας λεπτές όντως όσο και ποιητικά δραστικές εικόνες, χαρακτηρισμένες από μιά αρκούντως προσεχτική όσο και διακριτική τρυφερότητα («Αίγινα»):
Στην Αίγινα πώς μιλούσες
Σαν καρφίτσα που με τρυπούσε
Μέχρι που γέμισε αίματα το
Λεωφορείο και γω γελούσα
Σ’ όλο το ταξίδι’ στην Αίγινα
Μ’ ένα στεφάνι από καρφιά
Και στην καρδιά μιά ηλεκτρική
Φτερούγα που έσχιζε το σακάκι μου
Κάνοντας τα λόγια μου να
Πιτσιλίζονται ανεπανόρθωτα.
Ο Αλέξανδρος Ίσαρης στην ποίησή του έχει την ικανότητα να μας προσφέρει ακριβώς αυτό πού έχει επιδιώξει. Δεν εκτίθεται σε ολισθηρά γι’ αυτόν πεδία έκφρασης, δεν θέτει σε κινδύνους τη γραφή του και πάνω απ’ όλα, δεν φορτίζει με υπερβολές τα συναισθήματα τα οποία προσπαθεί να διοχετεύσει μιά και πολύ καλά γνωρίζει άλλωστε (όπως θα μας εξηγήσει σε ένα από τα ποιήματα-«2»-του Ισορροπιστή) ότι:
οι άνθρωποι
πού παρακολουθούν τους πειραματισμούς και την αντοχή του, παρα-
μένουν αμέτοχοι. Ο ισορροπιστής, καθώς τους βλέπει από ύψος πάνω
απ’ το κανονικό, δεν ξεχωρίζει το επάγγελμα και την ταξική τους
προέλευση. τον ενδιαφέρει κυρίως η ματαίωση της πτώσης του και ο
πιθανός ακρωτηριασμός. (…)
-Μιχάλης Γ. Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980. Μέρος πρώτο: Ποίηση, εκδ. Πατάκη 1987, σ.316-319
ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ- Ο ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ
Δεν είναι, είπα, η απόδραση υπερβατική: τα άλματα εις ύψος είναι μικρά, δεν υπερίπτανται αποφασιστικά από το χώρο, στον οποίο γίνονται.
Το χώρο αυτό περιγράφει επίσης, αλλά άμεσα, ο Αλέξανδρος Ίσαρης («Όμιλος Φίλων Θαλάσσης-Ισορροπιστής», 1976):
Στους διαδρόμους
φτηνών ξενοδοχείων
πέρασα τις μέρες μου’
ανάμεσα στο πλυσταριό
και στα κοινόχρηστα λουτρά.
Σκυφτός και ζαλισμένος
πίσω απ’ τις κλειδαρότρυπες
κοιτούσα σώματα ακίνητα
σαν κεραυνοβολημένα
που σάπιζαν αργά’
πόρνες που πλένονταν στο νεροχύτη
που έκαναν εμετό’
νέους που χάραζαν το στήθος τους
κορίτσια διάφανα
απ’ τον πυρετό.
Γλιστρώντας από πόρτα σε πόρτα
ξόδεψα τον ήλιο και τον ουρανό
και ποτέ κανένας δεν ρωτούσε
για τ’ όνομά μου (ο.π.)
Η απόδραση από το χώρο επιχειρείται, τυπικά για τη γενιά τούτη, στα φτερά του έρωτα. Όμως τα φτερά τούτα είναι τσακισμένα. Ο έρωτας των ποιητών αυτών είναι μια σπαραγμένη θεότητα. Βρίθουν τα ποιήματα της γενιάς τους από ανανεωμένες μαρτυρίες για το σκίσιμο, το αποσβόλωμα, το κάψιμο του θεού του πάθους και του έρωτα. Όπως ο παλαιός Διόνυσος, ο τωρινός έρωτας είναι ένας θεός πάσχων’
Έτριβες το δέρμα μου προσεχτικά
όλη τη νύχτα με το δέρμα σου
ώσπου το δωμάτιο φωτίστηκε
πήρε φωτιά η πολυκατοικία
ούρλιαξε απ’ το ξαφνικό κακό’
και το πρωί πήγαν στους
χωροφύλακες με μια φούχτα στάχτη
στη φούχτα σου (ο.π.)
Να λοιπόν που ο χωροφύλακας δεν διώκει μόνο τους αριστερούς. Ο έρωτας είναι αιμόφυρτος: είναι θύμα ή θύτης
Με το πρώτο άγγιγμα πάνω
στο γυμνό μπράτσο
μια λουρίδα αίμα έτρεξε
στο τσιμέντο
τα μάτια σχίστηκαν
το χέρι έμεινε
στον αέρα
μισό (ο.π.)
Αυτοί που ματώνουν είναι και αντικείμενα (ας θυμηθούμε τη Χατζηδάκη). Στις φλέβες τους κυκλοφορεί «ένα μπλε ηλεκτρικό αίμα», έχουν «στην καρδιά μια ηλεκτρική φτερούγα». Όλα αυτά δεν είναι, πια, μακριά από την αηδία του έρωτα:
Φιλούσα τα δόντια σου
τα σκουλήκια ανάμεσα στα δόντια
σου (ο.π.)
Ο Ίσαρης είναι από τους ποιητές, που επιμένουν στην αναπαράσταση αυτού του κόσμου. Οι φλεγμονές, τα έμπυα, η σήψη, οι πληγές πάνω στο δέρμα παριστάνουν το εσωτερικό του σώματος, βγάζουν το μέσα, έξω. Κι αν αυτό γίνεται μάλιστα την ώρα του έρωτα, γίνεται, ακριβώς, για να τονιστεί το μέγεθος της κρίσης: που δεν παραμερίζεται ούτε τότε. Η πέτρα, που εναγκαλίζεται στους επόμενους στίχους, είναι μάλλον ένα σύμβολο της αγάπης και του έρωτα, όπως έγινε:
Έλιωσα πάνω στην πέτρα τόσα χρόνια’
εγώ κι αυτή γίναμε ένα.
Μονάχα ένα σπυρί που κουβαλώ
ζητάει και βγαίνει στον ήλιο
και φωνάζει.
Λίγο να τ’ ακουμπήσω σχίζεται’
απ’ τις ρωγμές του ξεπετάγονται
ερπετά
αίματα και φλέβες ανοιχτές.
Μόνος πάνω στην πέτρα
δίπλα στη θάλασσα κι από μακριά
φωνές ανθρώπων και
κι ομιλίες σαν μουρμουρητά
Αυτό το στιλ αναπαράστασης μου θυμίζει το σύγχρονο κινηματογράφο, χαρακτηρισμένου, από την κριτική και την κοινή γνώμη, κινηματογράφο «της βίας και του σεξ» και που έχει μετατραπεί σε μια σκληρή, πολλές φορές αποκρουστική και αβάσταχτη για τους πιο αδύναμους θεατές γλώσσα, καθώς παριστάνει σαδομαζοχιστικές σκηνές θανάσιμων ξυλοδαρμών, βασανισμών, βιασμών, ερωτικών εκτροπών κλπ. Προσθέτω, ότι ανάλογες σκηνές και εικόνες δίνει η ίδια η πραγματικότητα, είτε στα πεδία πολέμων (Βιετνάμ, Λίβανος κ.ά.) που η ανθρωπότητα τα επισκέπτεται καθημερινά μέσω της τηλεόρασης, είτε σε οποιοδήποτε άλλο χώρο της σύγχρονης ζωής, με κύριους άξονες το πολιτικό έγκλημα και τα τροχαία δυστυχήματα.
Σημείωση: Η δομή του βιβλίου από τον καθηγητή και κριτικό Μιχάλη Γ. Μερακλή, είναι σχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, στο γενικό του περίγραμμα και τις επιμέρους χρονολογικές του ενότητές, ώστε να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιάς ερευνητικής του τριλογίας η οποία θα διερευνά την ελληνική ποίηση και πεζογραφία της περιόδου 1945 έως 1980. Θα περιλαμβάνει δηλαδή τις τρείς μεταπολεμικές γενιές ελλήνων συγγραφέων, αντρών και γυναικών ποιητών και πεζογράφων, μέχρι τα όρια των δημιουργών της δεκαετίας του 1980. Πριν οι ποιητικές και πεζογραφικές αυτές γενιές περατώσουν ηλικιακά τον κύκλο τους και την συγγραφική τους παραγωγή και παραδώσουν την σκυτάλη στην γενιά του ιδιωτικού οράματος και τις νεότερες ηλικιακά γενιές της οικονομικής κρίσης, της ελλαδικής πτώχευσης και των σόσιαλ μίντια, που κυριαρχούν πλέον στην διάδοση του ποιητικού και πεζογραφικού λόγου την πρώτη εικοσαετία της τρίτης χιλιετίας. Ο τόμος αυτός του καθηγητή Μερακλή είναι αν δεν λαθεύω, συνέχεια- συμπληρωμένη- προηγούμενων εργασιών του, που είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Κωνσταντινίδη». «Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία» (1945-1970), τόμος Α΄ Ποίηση, τόμος Β΄ Πεζογραφία. (στην ίδια σειρά κυκλοφόρησε και ο τόμος «Λογοτεχνική Κριτική 1». Ο δεύτερος θα εξέταζε προβλήματα του πεζού λόγου, ενώ ο τρίτος θα περιείχε τις σημειώσεις και τα σχόλια, το αναγκαίο υποστηρικτικό υλικό που θα τεκμηρίωνε και θα συμπλήρωνε το ερευνητικό αυτό πλάνο του κριτικού. Το εγχείρημα, από όσο γνωρίζω, δεν επετεύχθη τουλάχιστον με την μορφή που θα ήθελε ο κριτικός από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Γνωρίζουμε επίσης, ότι το 1986 οι εκδόσεις «Καστανιώτη» εξέδωσαν το βιβλίο του Μ.Γ.Μ. «Προσεγγίσεις στην Ελληνική Πεζογραφία» (Ο Αστικός Χώρος). Το πρωτότυπο και ενδιαφέρον στις εργασίες αυτές του κριτικού και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας έγκειται στο γεγονός ότι ο Μερακλής είναι από τους πρώτους που συνδυάζουν, αν όχι ο πρώτος, την διαλεκτική σχέση μεταξύ του καθ’ εαυτού ποιητικού υλικού, του ποιητικού λόγου και της μορφής του και θεματολογίας του, με όρους και «μοντέλα» εξωποιητικά, της εποχής που συντέθηκε η παραγωγή αυτή. Μια ποιητική παραγωγή που έχει αρχίσει να αποκόπτεται από την θεματολογία και τις εμπειρίες ακόμα και τις μνήμες του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφύλιου σπαραγμού. Δεν ακολουθεί πιά κατά πόδας τους οραματισμούς και την θεματολογία των ποιητών της «ήττας». Οι συνθήκες άλλαξαν, το ίδιο και ο κοινωνικός περίγυρος. Η αναστολή της κοινωνικής εξέλιξης και της πολιτικής δημοκρατικής προόδου, των γραμμάτων και των τεχνών που έφερε η περίοδος της επταετίας, ποδηγέτησε είναι φυσικό τις συνειδήσεις και τις ψυχές και αποφάσεις της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς, της Γενιάς του 1970, ταυτόχρονα όμως με την πολιτική χροιά πολλών από τις φωνές αυτές ο ποιητικός λόγος, κυνήγησε άλλα σύγχρονα ενδιαφέροντα, προβληματισμούς και αναζητήσεις. Εμπλούτισε την ποιητική θεματολογία με δάνεια στοιχεία και επιρροές από δυτικοευρωπαίους και αμερικανούς συναδέλφους τους. Μπορεί η τομή της μεταβίβασης από τον πρωτεονεωτερικό κόσμο και τα πνευματικά του επιτεύγματα και δημιουργίες να είχε γίνει από τις αρχές του Μεσοπολέμου από ορισμένους έλληνες ποιητές, όμως η Γενιά του 1970, αν την εξετάσουμε στο σύνολό της, είναι αυτή που σταθεροποίησε τα όρια μεταξύ λυρισμού και μοντερνισμού. Οι φωνές αυτές είναι που έκαναν συν τοις άλλοις την αναγκαία στροφή και τομή στον ποιητικό λόγο και καθιέρωσαν την νέα γραφή, την μοντέρνα. Ως μοντέλο, τεχνική, μορφή, γλωσσική επικράτεια, οραματισμό. Επεκράτησε μία άλλη ενδοστρέφεια, οι ποιητές και ποιήτριες στράφηκαν προς τον έσω κόσμο και τα αδιέξοδά του, όπως τα αρχαία χρόνια στον χώρο της φιλοσοφίας ο Σωκράτης έστρεψε το ενδιαφέρον του βλέμματός του από την παρατήρηση του έξω φυσικού κόσμου, όπως οι Ίωνες φιλόσοφοι. την εξαιρετικά όχι μόνο δομημένη αλλά και συμπυκνωμένη και στον ευρύτερο σχεδιασμό της εφιαλτική ποίηση του εικαστικού και ποιητή Αλέξανδρου Ίσαρη, ψευδώνυμο του γεννημένου στις Σέρρες Γιάννη Δημητριάδη, δεν την εντάσσει στην πρώτη περίοδο των κεφαλαίων του βιβλίου του όπου περιλαμβάνονται οι Υπερρεαλιστές, αλλά στην δεύτερη, των ετών (19601980), και για την ακρίβεια της δεκαετίας του 1970, όταν πρωτοεμφανίζεται ο Α. Ίσαρης. Θα τολμούσαμε να σημειώσουμε ότι από την μία έχουμε την κυριαρχία των ποιητών της ήττας (αριστερών κυρίως ποιητών, ή προερχόμενων από την δεξαμενή της κομμουνιστικής ιδεολογίας) και από την άλλη οι ποιητικές φωνές της γενιάς της εξέγερσης και της οργής ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς της επταετίας. Ποιητές και ποιήτριες έντονα πολιτικοποιημένοι όχι όμως κομματικοποιημένοι. με τις οποίες συγγενεύει στο περίγραμμά της και σε πλήθος των πτυχών της.
-Γιώργος Μπλάνας, περ. ΠΟΙΗΣΗ τχ. 17/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2001, σελ. 298-299 «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑΣ», β/κη για «Α.Ι., Θα επιστρέψω φωτεινός», Άγρα, Αθήνα 2000».
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑΣ
Όπως και να το πλησιάσουμε, όπως και να το
ακούσουμε, όπως και να το διαβάσουμε, το ποίημα του κ. Αλέξανδρου Ίσαρη ζει σαν
ένας ζωγραφικός πίνακας. Πρίν σκεφτεί ο αναγνώστης εκείνη την εξαιρετικά
διαδεδομένη κοινοτοπία, σύμφωνα με την οποία η ποίηση και η ζωγραφική είναι προβληματικά
σχετιζόμενες τέχνες, τρέχω να πω πώς η παρουσία του κ. Ίσαρη στην ποίηση μας
δημιουργεί περισσότερες από μία αμηχανίες. Συνήθως η εικονιστική διάθεση
πολλών, όχι από σύστημα, συγγραφέων ποιητικών βιβλίων, αφήνει τον λόγο γυμνό ή
τουλάχιστον πρόχειρα σουλουπωμένο. Καταφεύγουν στην εικονοποιϊα προκειμένου ν’
αποφύγουν τις απαιτήσεις της ρυθμοποιϊας και της φανοποιίας (για να
χρησιμοποιήσω τις κλασικές έννοιες του Pound). Δεν σκέφτονται να αποκαταστήσουν
μιά όποια αντιστοιχία ανάμεσα στα εργαλεία της ζωγραφικής και στα εργαλεία της
ποίησης. Και όμως, μιά τέτοια αντιστοίχηση γίνεται και παραγίνεται, αρκεί ο
δημιουργός να γνωρίζει πολύ καλά τη μιά τέχνη και να σέβεται την άλλη. Ξέρουμε
πώς η ποίηση φτιάχνεται με λέξεις, αλλά δεν ξέρουμε με τί φτιάχνεται η
ζωγραφική. Τα χρώματα, τα σχήματα, οι γραμμές είναι απάντηση πρόχειρη,
απελπιστικά βιαστική. Αντίθετα, κάτω από κάθε καλό πίνακα, υπάρχει πάντα λόγος,
λέξεις.
Ο κ. Αλέξανδρος Ίσαρης διεκδίκησε και
κατέλαβε στη μεταπολεμική ποίηση μιά πολύ καλή θέση, ισχυριζόμενος μόνο τον
εαυτό του. Αλλά αυτός ο εαυτός ήταν ήδη σχηματισμένος πάνω σε ένα ακόμη
αδιερεύνητο τέχνασμα. Κατάφερε να δημιουργήσει ποιήματα που υπάρχουν σαν
ζωγραφικοί πίνακες. Τα ποιήματα αυτά δεν χρειάζεται να τα μεταφράσει ή να τα
φανταστεί σαν πίνακες ο αναγνώστης. Ζωγραφίζουν ή μάλλον «ιστορούν» από μόνα
τους. Η βυζαντινή εικονοποιία μπορεί να προσφέρει ένα πρώτο πλαίσιο διερεύνησης
αυτής της τεχνικής και αυτού του τρόπου ύπαρξης της ποίησης, αλλά η πλήρης-αν
γίνεται-διαύγασή της χρειάζεται τολμηρή «διακαλλιτεχνική» έρευνα. Φέρνω ένα
παράδειγμα:
Από το πρωί
βρέχει στη σελήνη.
Μικρές
λακκούβες καθρεφτίζουνε τη δύση.
Χαμήλωσαν τα
σύννεφα
Κι όπου
κοιτάξεις ερημιά.
Η μουσική με
συντροφεύει
Μά βγαίνει
από παντού
Και δεν
μπορώ να την κρατήσω.
Εννέα στίχοι
από το ποίημα «Βροχή στη σελήνη» (σ. 62). Σε πρώτη ανάγνωση περιγράφουν με
λιτότητα και έμπειρη ακρίβεια μιά σχετικά πολύπλοκη εικόνα. Τα στοιχεία είναι
διατεταγμένα, ώστε η περιγραφή να βαίνει κατά προοπτικά επίπεδα. Σε πρώτο πλάνο
η βροχή. Το κάτω μέρος της εικόνας γεμάτο με τα μικρότερα θέματα της δύσης. Ο
οπτικός ορίζοντας ερημικός. Ύστερα… Δεν είναι η μουσική που εισάγει το χρονικό
στοιχείο- αντικαθιστώντας προφανώς τις φωτοσκιάσεις-η ανατροπή του
αναπαραστατικού μοντέλου. Είναι η επιμονή των στίχων να μην περιγράφουν απλά,
αλλά να μιμούνται, να απεικάζουν οι ίδιοι, πού δείχνει την ιδιόμορφη οντολογική
κλίμακα του ποιήματος. Μίλησα πρίν για αμηχανία. Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης
να νιώθω αμήχανος. Ξέρω τι έχει καταφέρει ο κ. Ίσαρης αλλά δεν μπορώ να το
διατυπώσω τόσο αναλυτικά, όσο επιβάλλεται σε έναν κριτικό.
Η νέα ποιητική συλλογή του ποιητή-ζωγράφου
δεν παρουσιάζει σπουδαίες διακυμάνσεις σε σχέση με τον συνηθισμένο τρόπο της
γραφής του. Η εικονοποιία είναι όμως ελαχιστοποιημένη και ορισμένες φορές
εκδηλώνει την τάση ενός χαλαρού συμβολισμού, ώστε ο αναγνώστης να μπαίνει στον
πειρασμό να διαβάσει τα ποιήματα στα πλαίσια ενός τύπου σαχτουρικής πρακτικής.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει’ μπορώ να το βεβαιώσω. Απλά, νομίζω πώς όσο μεγαλώνει
καθένας μας, τόσο λιγοστεύει η διακόσμηση της ψυχής του και κάνει χώρο στα
απαραίτητα, μέχρι να μένει μόνο το φώς.
Σημείωση: Στο ίδιο τεύχος της «Ποίησης» και στις σελίδες «ΚΡΙΤΙΚΗ» ο ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας υπογράφει και τις κριτικές: για την συλλογή του κύπριου ποιητή, «Η ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ», Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Δοκίμιν, Άγρα, Αθήνα 2000. «Η ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗΣ ΑΚΜΗΣ», Κώστας Κουτσουρέλης, Ιστορίες του ύπνου, Νεφέλη, Αθήνα 2000. Ενώ ο Στέφανος Ροζάνης, γράφει για την συλλογή του ποιητή και κριτικού Γιώργου Μπλάνα, «Η απάντησή του», Νεφέλη, Αθήνα 2000.
-Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα. Γ΄ έκδοση. Νέα συμπληρωμένη έκδοση, εκδ. Εστία 2005, σ. 63, 201. Γιάννης Δημητριάδης 1944- ψευδ. Αλέξανδρος Ίσαρης.
-Γιώργος Α. Παναγιώτου: Εισαγωγή-Ανθολόγηση. Γενιά του ’70. Α΄ Ποίηση, εκδ. Σίσυφος 1979, σ. 119-123. Τα ποιήματα «Στους διαδρόμους»/ «Πάνω στην Πέτρα» σ.120-121 (από «Όμιλος Φίλων Θαλάσσης»). «Τα παιδιά παίζουν τους δολοφόνους» (Αποσπάσματα) σ.121-123. (από Χρονικό 1978)
-Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70. Ιστορία-Ποιητικές διαδρομές, εκδ. Κέδρος 1976, σ. 91,92, 115. Το ποίημα «Τα περισσότερα εγκλήματα τελούνται κατά το θέρος» σ.115. Α.Ι. (Σέρρες 1943-
-Βασίλης Στεριάδης, Η Τέχνη της ανάγνωσης. Τα κείμενα για την ποίηση, εκδ. Γαβριηλίδης 2004, σ. 123-126,241,254. (πρώτη γραφή εφ. Καθημερινή ;/1/1977)
ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ- Ο ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ,
Αθήνα 1976, σ.64
Βαθύτερα επηρεασμένος από τις υπερρεαλιστικές μεθόδους φαίνεται σ’ αυτή την πρώτη εμφάνισή του ο Αλέξανδρος Ίσαρης. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες, αλλά για να εννοηθεί στο σύνολό του θα πρέπει αυτές να θεωρηθούν αλληλένδετες. Βασικά ακολουθεί την τεχνική της υποβολής μέσω της εικόνας και των χρωματικών τόνων, γι’ αυτό ο αναγνώστης θα ήταν σκόπιμο να έχει γνώση και της υπερρεαλιστικής ζωγραφικής του, αφού ο Α. Ι. είναι από τους σημαντικότερους ζωγράφους της νεότερης γενιάς. Η υπαρξιακή θέση του ορίζεται καθώς ο ποιητής βλέπει το ανθρώπινο σώμα ξεσκισμένο μέσα στο περιβάλλον των μηχανών και της σύγχρονης βίας. Αυτός ο σωματικός, θα έλεγα, τρόπος να εκφράζεται μετουσιώνεται σε διάθεση ερωτική μέσα σε ατμόσφαιρα μεταφυσικής απελπισίας:
Πάνω στο μωσαϊκό ένας ύπνος πράσινος/
Με όνειρα φωσφορούχα./ Όλη τη νύχτα κατέρρεαν τα ενδύματά μας/ Μετά οι τρίχες,
το δέρμα, οι τένοντες/ Τα τύμπανα, οι σάλπιγγες… / Στάσου ν’ αγγίξω/ Τις ραφές
στα μάγουλά σου/ Να θρυμματίσω το στήθος σου.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου δίνει και το μέτρο της φυσιογνωμίας του ποιητή. Ο Ισορροπιστής αποτελείται από έντεκα κομμάτια γραμμένα χωρίς στιχοποίηση με τρόπο ημερολογιακό και αφαιρετικό. Ωστόσο λειτουργούν σαν αδιάσπαστη ενότητα με το μύθο εγκατεσπαρμένο, ώστε ο αναγνώστης να καλείται να τον αποκαταστήσει. Παλιές και τωρινές εμπειρίες αφομοιώνονται στον παρόντα χρόνο, όπου ο ποιητής πετυχαίνοντας τη συναισθηματική αποφόρτιση είναι ταυτόχρονα συμμέτοχος αλλά και τρίτος:
Στην άκρη του δρόμου διακρίνει/ μιά
τρελή κυρία. Καθώς/ προχωρεί/ στο σκοινί/ η φτέρνα του ξεσχίζεται και η κυρία/
οπισθοχωρεί./ Στ’ αυτιά μου/ το βουητό της θάλασσας και του/ σχοινιού ο
πάταγος./ Συμμερίζομαι την ακαταστασία/ του
ισορροπιστή.
Ο Α. Ι. στον Ισορροπιστή δείχνει οξύτατη αίσθηση του παράλογου, και όσον αφορά τη μορφή του, το σημαντικότερο γνώρισμα είναι η κινηματογραφική ανάπτυξη. Χρησιμοποιώντας το σχήμα του σεναρίου, εκτός βέβαια από την πίστη που δηλώνει στα μέσα του κινηματογράφου, δημιουργεί από νωρίς και μία προσωπική ποιητική φωνή.
Σημείωση: Ο ποιητής Βασίλης Στεριάδης, υπηρέτησε παράλληλα με την ποίηση και την κριτική. Με υπευθυνότητα και διεισδυτικό βλέμμα, εύστοχες επισημάνσεις ασχολήθηκε με τη νεωτερική ποίηση κυρίως, τα μοντέρνα έργα των συνομηλίκων του της Γενιάς του 1970. Τα κριτικά του κείμενα όπως μας λέει και ένας άλλος ποιητής της γενιάς του ’70, ο Γιάννης Κοντός, στον πρόλογο της έκδοσης, «είναι οργανωμένα, με αρχή, μέση και τέλος. Είναι κομμάτια ολοκληρωμένα που ξεδιπλώνουν και εξηγούν το φαινόμενο της ποιήσεως και του καλλιτέχνη» σ.7. Ο Στεριάδης σαν κριτικός εμφανίστηκε στο γνωστό περιοδικό «Λωτός», αλλά καθιερώθηκε μέσα από τις φιλολογικές σελίδες της εφημερίδας «Η Καθημερινή» , την περίοδο 1976-1984, Φιλολογικές Σελίδες τις οποίες διηύθυνε ο πεζογράφος Αλέξανδρος Κοτζιάς, τον οποίο ο Στεριάδης, θεωρούσε δάσκαλό του. Όπως διαβάζουμε στην σελίδα 254 του βιβλίου, η κριτική δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» 9/6/1977γ. Ο Στεριάδης συστεγάζει κάτω από τον τίτλο «Νεοϋπερρεαλισμός και παράλογο» δύο ποιητές και τις συλλογές τους. Σελίδες 123-126. Την ποιητική συλλογή «Οι παραχαράκτες» Κέδρος 1976, σ.48 του ιατρού και ποιητή Μανόλη Πρατικάκη και την πρώτη συλλογή του εικαστικού και ποιητή Αλ. Ίσαρη. Την συλλογή και την επιμέλεια των κριτικών σημειωμάτων είχε ο Σπύρος Μακρής, ενώ την επιμέλεια της έκδοσης ο Παναγιώτης Κερασίδης. Ο τόμος περιλαμβάνει τον δισέλιδο Πρόλογο, το κύριο σώμα των κριτικών και το Επίμετρο. Με κείμενα του Γιάννη Κοντού, «Ο Βασίλης Στεριάδης και η εποχή μας», αφιερωμένο στον ποιητή, ηθοποιό και σκηνοθέτη Δημήτρη Ποταμίτη. Το «Ο κριτικός Βασίλης Στεριάδης» του Σπύρου Μακρή, ο οποίος μας δίνει την Εργογραφία του ποιητή και κριτικού, Ενδεικτική του Βιβλιογραφία, πρώτες δημοσιεύσεις και ευρετήριο ονομάτων.
-Κώστας Σταματίου, Το Βιβλίο και ο Χρόνος. Τόμος Α (1979-1987). Τόμος Β (1988-1991). Επιλογή Κειμένων: Θανάσης Θ. Νιάρχος-Βάσω Κυριαζάκου. Επίμετρο Θ. Θ. Νιάρχος., εκδ. Καστανιώτη 2004, σ. 488,929,930,1220,1223,1272,1715.
Σημείωση: Ο πειραιώτης κριτικός Κώστας Σταματίου, υπήρξε σταθερός συνεργάτης του εκδοτικού συγκροτήματος Λαμπράκη. Στις εφημερίδες και τα περιοδικά που εξέδιδε ο δημοσιογραφικός όμιλος. Στην σ. 488, αναφέρεται το όνομα του Α.Ι. κρίνοντας το («Ανέκδοτα ποιητικά χειρόγραφα ‘84» Καλλιτεχνική επιμέλεια Δημήτρης Καλοκύρης, συγκέντρωση υλικού Ερρίκος Μπελιές, εδ. Οδυσσέας βλέπε εφημερίδα Τα Νέα 29/ 12/ 1984).-Στις σελίδες 929,930, γράφει αρνητική κριτική για («Μιχάλης Γ. Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση», Πατάκη . Βλέπε εφ. Τα Νέα 5/12/1987)-Στις σελίδες 1220,1223, κρίνεται το αφήγημα του «Τόμας Μπέρνχαρντ, Μπετόν», εκδ. Αξιός, Θεσσαλονίκη. πρόλογος- μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη. Βλέπε περιοδικό « Ο Ταχυδρόμος» 23/3/1989. «Η μετάφραση του ποιητή Α.Ι., κάνει την απόλαυση του κειμένου που, στο βάθος διασχίζεται από ‘να υπόγειο χιούμορ κι είναι νοητικά ερεθιστικό και καθόλου ψυχοπλακωτικό…».
-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, περ. Διαβάζω τχ. 118/8-5-1985, σ.57-58. «Μελέτες για την ποιητική συνείδηση». β/κη για «Οι παρενέργειες της σιωπής, Ποιήματα 1966-1983, Ύψιλον 1984». Αφιέρωμα του περιοδικού στον Αλέξανδρο Πάλλη.
-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, β/κη εφ. Ελευθεροτυπία, 5 Μαϊου 1993.
ΟΙ ΤΡΙΣΤΑΝΟΙ (Ποιήματα 1966-1992), εκδ. Νεφέλη 1992, σ.144
«Ποιήματα μιας εικοσαετίας συγκεντρώνει στους Τριστάνους ο Αλέξανδρος Ίσαρης, συνοψίζοντας τίτλους και βιβλία ενός ολόκληρου (κατά το μάλλον ή ήττον) καλλιτεχνικού κύκλου: από το παρθενικό Όμιλο Φίλων Θαλάσσης και τον Ισορροπιστή, μέχρι τα Ψευδώνυμα, τη Μυθογραφία και τη στερνή Πηγή χαρίτων. Αν παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά την ανέλιξη της διαδρομής στις γενικές της γραμμές, αλλά και τις αφανείς της λεπτομέρειες, εύκολα θα διαπιστώσει ότι ο Ίσαρης επανέρχεται με επιμονή στο ίδιο πάντα θέμα: στο ρόλο της ποίησης και του ποιητή μέσα στον κόσμο. Και τούτο υπό την προοπτική μιας όλο και πιο περιορισμένης θέας τόσο της ορατής, αντικειμενικής πραγματικότητας, όσο και του κρυφού, υποκειμενικού της τοπίου.
Εκείνο που θα πρέπει αμέσως να παρατηρήσουμε εν προκειμένω είναι ότι ο δημιουργός αποφεύγει από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή τις κακοτοπιές που συνήθως ενεδρεύουν σε μια τέτοια θεματολογία και σκόπευση. Κατ’ αρχάς, παρακάμπτει επιμελώς τις καθιερωμένες κοινωνικές ή κοινωνιολογικές αναφορές και παραμέτρους: ο ήρωάς του (όπως κι αν τον ονομάσουμε: Ισορροπιστή ή Τριστάνο, Ορέστη ή Πυλάδη) είναι πριν και πάνω απ’ όλα ένα λογοτεχνικό σύμβολο που ταξιδεύει ελεύθερα στο χρόνο. Χωρίς μελοδραματισμούς ή επίπεδες και αβαθείς ψυχολογικές μεταμορφώσεις, ο Ίσαρης φέρνει σιγά σιγά και με την κατάλληλη μέθοδο στην επιφάνεια το πρόσωπο του πρωταγωνιστή του . Ένα πρόσωπο του οποίου τα χαρακτηριστικά κινούνται μεταξύ δύο βασικών πόλων: από τη μία πλευρά είναι η αγωνία της ύπαρξης, η φθορά και ο θάνατος’ από την άλλη, η αισθητική της σταθερής και αναπόφευκτης απώλειας.
Σίγουρα η λογοτεχνία δεν καθησυχάζει τη συνείδηση, ούτε προσφέρει σωτηρία και φάρμακα για την ψυχή. Δεν χωρεί, ωστόσο αμφιβολία ότι μπορεί να δώσει αναγνωρίσιμη μορφή στις ενδότερες αναζητήσεις μας, οξύνοντας το πνεύμα και δυναμώνοντας τη φωνή τους. Και αυτή είναι η περίπτωση των Τριστάνων, ένα διακριτικό εν μέρει έρρυθμο και εν μέρει πεζολογικό δοκίμιο όχι για το τι όφειλε να κάνει ή να μην κάνει η ποίηση, αλλά για το πού καταλήγουν, θέλοντας και μη, οι θιασώτες της. Ο ίλιγγος του κενού, η καθίζηση της καθημερινής ζωής και η εικόνα του τεράστιου Τίποτε που περιβάλλει με τον ίδιο τρόπο τα σημαντικά και τα ασήμαντα, μεταβάλλονται σε σύντομες, δραματικές ή ειρωνικές παραφράσεις μιάς τέχνης, η οποία το μόνο που ξέρει και επιθυμεί είναι να λατρεύει την ομορφιά του πόνου μέσω της αυτογνωσίας και της εσωτερικής μνήμης: «Έφυγε απότομα/ Ψιθυρίζοντας Σ’ αγαπώ/ Προχώρησε στην είσοδο/ Και χάθηκε/Πάρσιφαλ, Μίσκιν, Αλιόσα/ Ο αγνός, ο τρελός, ο ανόητος/ Ο άγιος, ο αγγελιοφόρος/. Με πίστεψε/ Νόμισε πως/ Μα ούτε που/ Και τι δεν θα/ Σκέψου την/ Ναι, σκέψου την άλλη/ Σκέψου την άλλη Σαμοθράκη/ Την άλλη Τίρυνθα, τον άλλο Αβελάρδο/ Την Ελοϊζα, τα άλλα δάκρυα/ Τον κήπο με τα δάκρυα/ Τα βρύα». Αναλόγως διαμορφώνονται και τα τεχνικά μέσα του Ίσαρη. Η εικονοπλασία του υποβάλλει στον αναγνώστη την ιδέα ενός διαρκούς ακρωτηριασμού ή μιάς σωματικής συρρίκνωσης, που παραπέμπει ευθέως στην οργανική σήψη και στον βιολογικό μαρασμό.
Κάποιες υπερβολές ή καταχρήσεις των αντίστοιχων λεκτικών μοτίβων εξισορροπούνται από το εν γένει χαμηλότονο ύφος και την αφηγηματική δομή των κειμένων, η οποία συγκρατεί σε λελογισμένο επίπεδο τη μεταφορική λειτουργία τους. Οι καλύτερες, ωστόσο ώρες του βιβλίου είναι όταν ο συγγραφέας αφήνει τη μυθοποιητική του φαντασία να ενεργήσει χωρίς περισπασμούς, σε ένα πεδίο αυθαίρετων, αλλά εξαιρετικά γόνιμων συνειρμών και συνδυασμών: κατάλογοι ιστορικών ή επινοημένων ονομάτων, θραύσματα θρύλων και ξεχασμένων παραδόσεων, γλωσσικά παραδοξολογήματα και εξωτικοί ήχοι που μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά δημιουργούν έναν σύγχρονο Μπολιβάρ σε μια γλωσσική σκηνή, όπου η αλήθεια μπερδεύεται γοητευτικά με το ψέμα, εξασφαλίζοντας στο ακέραιο τη μέθεξη και την απόλαυση του αναγνώστη. Και αυτό είναι το ουσιαστικό.
Σημείωση: την κριτική του κριτικού Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, την αντιγράφω από τον τόμο ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’70. Εισαγωγή Αλέξης Ζήρας. Επιμέλεια Δημήτρης Αλεξίου, εκδ. Όμβρος 2001, σ.139. Στην «Βασική Βιβλιογραφία» αναφέρονται οι εξής πηγές: Νατάσα Χατζιδάκι, Χρονικό ’76.- Αλέξης Ζήρας, περ. Αντί, αρ. 58, 1976.- Βασίλης Στεριάδης, εφ. Η Καθημερινή, Ιανουάριος 1977.- Γιώργος Α. Παναγιώτου, Η Γενιά του ’70, 1979.-Αλέξης Ζήρας, Νεώτερη Ελληνική Ποίηση, 1979.- Νίκος Καραντζάς, Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, 1981.- Μ.Γ. Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία/Ποίηση, 1987.-Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70, Κέδρος 1989.- Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία 5 Μαϊου 1993. –Χρίστος Παπαγεωργίου, εφ. Η Αυγή 16 Μαϊου 1993.
-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, περ. Αλεβεβάν τχ.1/1,3,1990, «Κοινή αφετηρία και ώριμη διασπορά της νεώτερης ποιητικής γενιάς». σελίδες 51-66. Ο ποιητής και εικαστικός Αλέξανδρος Ίσαρης είναι ο 26ος σε σύνολο των 37 ποιητών, σ.62. Δημοσιεύεται ελάχιστο σχόλιο και ποίημα από την συλλογή «Οι παρενέργειες της σιωπής, 1984»
Θα πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε την
παράσταση του κοινωνικού περιβάλλοντος ως σήποντος οργανισμού, με διαφορετικές
επιπτώσεις στη στάση και τη γλώσσα του ποιητικού πρωταγωνιστή. Ο τελευταίος
μπορεί να οδηγηθεί-εκ των πραγμάτων-σε εθελούσια έξοδο:
Ήταν
ερωτόληπτος.
Αυτοτραυματίστηκε
και κρεμάστηκε στο
Δέντρο το
Κόσμου. Επί τριάντα χρόνια
έμεινε
καθισμένος χωρίς να μπορεί
να σηκωθεί.
Ισχυρίζονται πώς είχε
τρία
κεφάλια. Με το ένα κοίταζε, με το
άλλο έκρινε
και με το τρίτο καταβρόχθιζε
τα πουλιά,
τις γυναίκες, τους δούλους
τις φωτιές
και το σκοτάδι.
Αγαπούσε το
φώς.
Σημείωση: Το ποίημα, προέρχεται από την τρίτη ενότητα ποιημάτων του Αλέξανδρου Ίσαρη, «ΜΥΘΟΓΡΑΦΙΑ» (1978). Βλέπε σελίδα 76, Το ποίημα έχει ως τίτλο XV81.
-ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, ΧΡΟΝΙΚΟ ‘ 76. Καλλιτεχνική πνευματική ζωή, τόμος 7ος, σεπτέμβρης ’75 –αύγουστος ’76, ετήσια έκδοση κριτικής ενημέρωσης, εκδ. ΩΡΑ σελ.98,
Όμιλος Φίλων Θαλάσσης-Ο Ισορροπιστής, ποιήματα, ιδιωτική
έκδοση
Το βιβλίο του κ. Ίσαρη, είναι πρώτα ένα ιδεολογικό ρεπορτάζ αλλοιωμένων συναισθημάτων και στη συνέχεια μιά καταγραφή αντικειμένων που έχουν χάσει τον αρχικό τους χαρακτήρα, για να μπορέσει να υπάρξει η υστερία της ποιητικής πράξης, αποσυνθεμένη, σηπομένη, χωρίς φύλο. Όταν η καθημερινότητα τολμά να εισβάλει στους προσωπικούς καταυλισμούς και τους ερημωμένους και βρώμικους χώρους του κατεστραμμένου σκηνικού υποκειμενικής μικροκόλασης, εμφανίζεται ψυχρή και ημίγυμνη, χρεωμένη στους νεκρούς και τους ανάπηρους, στην ανεξάντλητη ημιπληγία. Το κουλό της πρόσωπο είναι χωρίς μάτια, παρά το γεγονός πώς μας κοιτά, χωρίς αφή, παρά το γεγονός πώς πέφτει απάνω μας βαρειά και αλύγιστη. Όσα αναπνέουν, είναι κουρντισμένα κατά λάθος. Οι πνεύμονες τους είναι από πλαστικό ή από γυαλί, οι φλέβες από διαστρωματώσεις ξύλου, το αίμα κοινό απορρυπαντικό. Τα προβλήματα των προσώπων που διαφαίνονται πίσω από τις γραμμές του Ίσαρη, είναι τεθειμένα μόνο και μόνο για να διανθίσουν τις ανεδαφικές σπαζοκεφαλιές άχαρων απογευμάτων και απονεκρωμένων μηρυκασμών. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εμφανίζεται με περισσότερες απαιτήσεις ανάπτυξης από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Μπορεί να θεωρηθεί μιά εκτενέστερη άσκηση ύφους μπορεί να αναδιπλώνεται ευκολότερα αλλά με σταθεροποιημένο θερμοστάτη. Ο κ. Ίσαρης αποδίδει προσωπικότητα σ’ οτιδήποτε καταπιαστεί. Ο ΟΜΙΛΟΣ μπορεί να θεωρηθεί σα μιά εξαίσια αποχαλίνωση, ακόμη κι αν δεν υπάρξει σύντομα ή καθόλου δεύτερος.
ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, ΧΡΟΝΙΚΟ ‘ 76. Καλλιτεχνική
πνευματική ζωή, τόμος 7ος, σεπτέμβρης ’75 –αύγουστος ’76, ετήσια
έκδοση κριτικής ενημέρωσης, εκδ. ΩΡΑ σελ.98,
Σημείωση: Η ποιήτρια και κριτικός υπήρξε σταθερή συνεργάτης του «ΧΡΟΝΙΚΟΥ» στον παρόντα τόμο, στο ίδιο σημείωμα βιβλιοκρίνει με τη σειρά τα βιβλία των: ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΕΡΟΥ: Αστραφτερή Μπανιέρα, εκδ. Καστανιώτη.- ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ: Η Παρακμή του Έρωτα, ποιήματα, εκδόσεις Διογένης.-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΙΣΑΡΗ: Όμιλος Φίλων Θαλάσσης-Ο Ισορροπιστής, ποιήματα, ιδιωτική έκδοση.-ΕΥΑΣ ΜΥΛΩΝΑ: Καθαρό Μέταλλο, ποιήματα, εκδ. ιδιωτική.- ΖΑΧΟΥ ΣΙΑΦΛΕΚΗ: Η Ελοϊζ ο Ζογκλέρ και Εφτά Λαϊκά Άσματα, ποιήματα, εκδ. Κέδρος.-ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ: Το Χρονικό, ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος.-ΒΑΣΙΛΗ ΣΤΕΡΙΑΔΗ: Ντίκ ο Χλομός, ποιήματα, εκδ. Κέδρος.-ΝΙΚΟΥ ΦΩΚΑ: Συλλυπητήρια σε Μιά Μέλισσα, ποιήματα, εκδ Ερμείας. Ενώ, στις υπόλοιπες σελίδες «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ» βιβλιοκρίνουν οι: η ποιήτρια Νόρα Αναγνωστάκη, ο ιστορικός και κριτικός της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου, ο συγγραφέας και μεταφραστής του Μαρσέλ Προύστ, Παύλος Ζάννας, ο κριτικός και μεταφραστής Αλέξης Ζήρας, η κριτικός Ευγενία Ζωγράφου, ο μυθιστοριογράφος και κριτικός Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο πανεπιστημιακός, κριτικός και ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλης Γ. Μερακλής, ο ποιητής και μεταφραστής Στέφανος Μπεκατώτος, ο κριτικός και δοκιμιογράφος Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο πανεπιστημιακός και κριτικός Γιώργος Π. Σαββίδης, και ο ποιητής και δοκιμιογράφος Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος.
-Γιώργος Χειμωνάς, περ. Η Λέξη τχ. 4/5,1981, σ. 322-323. Στο «σε γ΄ πρόσωπο». Ο Γιώργος Χειμωνάς για τη ζωγραφική του Αλέξανδρου Ίσαρη.
Ο Γιώργος Χειμωνάς για τη ζωγραφική
του Αλέξανδρου Ίσαρη
ΜΕΤΕΙΚΑΣΜΑ
Η ομορφιά του σώματος των ανθρώπων προόριζε για χρυσές εξουσίες.
Η ΦΡΟΥΡΑ
Η ζωγραφική του Αλέξανδρου Ίσαρη θέτει τους όρους μιάς ανθρωπολογίας και υποδεικνύει ανατομικούς τρόπους για την καθιέρωσή της. Αλλά και η παλαιότερη εργασία του γεννά αυτή την αίσθηση του ανοιγμένου κόσμου. Εντόσθια και μέλη, πόροι και τριχωτά ενδοθήλια, ο τεθλασμένος σωλήνας του έξω ωτός, λιπαροί πυθμένες, ο οφθαλμός, ο βράχος, το πέος το εστυκός, οι φτέρες, το εφήβαιο, η εκσπερμάτωση και η έκκριση του γλιστερού κόλπου, οι λευκοί αδένες, το ρολόι, το δάχτυλο, το σώμα που ξαφνικά εκβάλλει. Πρόκειται για μιάν ανατομία που δεν είναι περιγραφική, ασπαίρει, σε παίρνει η βαθειά, αργή ανάσα των σπλάχνων που ξαφνικά παρουσιάστηκαν, η απειλητική αιδημοσύνη τους. Αυτή η ζώσα ανατομία πού υποβάλλει τα δύο αρχέγονα συναισθήματα που δοκιμάζεις, τότε που ανοίγεται εμπρός σου το σώμα και τα εξαρτήματά του: αηδία και έρωτα. Αλλά αυτή η ανατομία που σκόρπιζε πάνω στον κόσμο τα κρυφά και τα φανερά όργανα της κοιλιάς, τις ρωμαλέες κνήμες, κομμάτια από χρυσό δέρμα, μουμιοποιημένα αντιβράχια και συμπαγή οστά-τώρα όλα θα πάνε να κλείσουν και θα συναρθρωθούν, θα συντελέσουν τον ώριμο οργανισμό. Ο Ίσαρης, κατέχοντας ήδη αυτή τη μυστική και αδίδαχτη ανατομία των σωμάτων, καταλήγει σ’ ένα αναγεννημένο-αναγεννησιακό σώμα.
Το σώμα αυτό κρατά όλη του την εκθαμβωτική στιλπνότητα. Χτυπημένο από ένα είδος πόθου ή ένα είδος ύπνου (θανάτου;)- και χτυπημένο εκεί όπου αέναα διαδραματίζεται το ατέλειωτο ανθρώπινο παιχνίδι, το παιχνίδι της ορθοστασίας- χτυπημένο λοιπόν εκεί στην οσφύ (εκεί που οι χωρικοί πιστεύουν πώς είναι η έδρα της ηδονής και από κει χύνεται το σπέρμα), αυτό το σώμα θα γείρει πίσω και θα εγκαταλειφθεί στη θήκη ενός άλλου σώματος, με μιάν εξαίσια άφεση ή θα σκύψει μπροστά, πολύ μπροστά, ν’ ακουμπήσει πάνω στα ίδια του τα γόνατα, κρύβοντας για πάντα το πρόσωπό του. Αυτό το πρόσωπο του ανθρώπου που ποτέ δεν το είδαμε, ποτέ πιά δε θα ξαναφανεί.
Αυτές πιστεύω είναι οι δύο στάσεις-πόλοι των σωμάτων στη ζωγραφική του Ίσαρη. Ενδιάμεσα (ή και πιό πέρα) τα σώματα θα πλαγιάσουν μέσα στο αίμα μιάς φοβερής, τελευταίας, συνουσίας’ θα ορθωθούν σ’ ένα μνημείο ερώτων, πού πάνω του έρπουν γεννητικά όργανα’ θα πλατύνουν ασκημισμένα καθώς θα κείτονται, νεκρά πιά, ιδωμένα από τα πόδια, όπως ο πεθαμένος Χριστός’ θα εκραγούν και ανάμεσα από ράκη δέρματος που ανεμίζουν, θα πεταχτεί με κρότο προς τα έξω ό,τι υπάρχει μέσα στο σώμα, σαν μιά τρομαχτική Έξοδος της ψυχής’ θα πεταχτούν αμίλητα ή ακέφαλα πάνω σε πένθιμες μετόπες: εκεί πού πάει και μνείσκει το σώμα του ανθρώπου μετά τον έρωτα ή μετά το θάνατο.
Σ’ αυτές τις παλίμψηστες επιφάνειες, όπου σβήνει και φαίνεται και πάλι σβήνει, ή από καταβολής εικασία του κόσμου, αναγιγνώσκει κανείς εικαστικές προτάσεις διάτρητες, όπως ακριβώς και στον ανθρώπινο λόγο: δίπλα στην ομαλή καμπύλη της πτυχής, ο τροχός’ πίσω από το ελληνιστικό γυμνό σώμα, το ρολόϊ’ το πλατύ ξύλο που καταλήγει σε δύο δάχτυλα, το ένα δάχτυλο τσακισμένο να καβαλά το άλλο, το επάνω σώμα αναδυόμενο από έναν περίπλοκο οργανισμό μηχανής (μηχανή είναι η αποστέωση ανθρώπινων κινήσεων; πτυχώσεων;). Εννοώ τη φυσική ασυμβατότητα της μιάς λέξης προς την άλλη που κάνει το λόγο αποκαλυπτικό, εννοώ τη φυσική ασυμβατότητα της μιάς εικόνας προς την άλλη που κάνει την όραση απέραντη.
Θεωρώ πώς ο Αλέξανδρος Ίσαρης ανήκει σε μιά αναγεννησιακή τάξη ζωγράφων, εκείνων πού επανατοποθετούν το αίτημα της τέχνης για την ανθρωπομορφική στερέωση του κόσμου. Πρόκειται για έναν ανθρωπομορφισμό εικαστικό, αλλά κυρίως ιδεολογικό (περισσότερο παρά ψυχολογικό): στεγάζει τον κόσμο κάτω από την ανθρώπινη μορφή, πού την τεντώνει μέχρι να σκιστεί και να φανεί το ξένο.
Σημείωση: Τα Σχέδια και η ζωγραφική που κοσμούν τις σελίδες του τεύχους είναι του Αλέξανδρου Ίσαρη.
-Κρίτων Χουρμουζιάδης, περ. Η Λέξη τχ. 107/1,2,1991, σ.94-95, β/κη: «Αλέξανδρος Ίσαρης: Ανάμεσά τους η μουσική. Άγρωστις 1991».
Ανάμεσά τους η μουσική
Με τέσσερα σύντομα αφηγήματα (σε πρώτη
μορφή δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά το 1986-87) δοκιμάζει την πέννα του
στον χώρο της πεζογραφίας ο Αλέξανδρος Ίσαρης. Θα έλεγα ότι ένα από τα πιό
ενδιαφέροντα στοιχεία της συνεισφοράς αυτής είναι η σχέση της με τον εικαστικό
χώρο, όπου κυρίως ανήκει ο συγγραφέας.
Τα δύο πρώτα αφηγήματα της συλλογής, Στο
βάθος του καθρέφτη και Η Άποψη του Ντέλφτ, είναι και τα πιό αντιπροσωπευτικά
της ιδιαιτερότητας των εκφραστικών τρόπων του Α. Ίσαρη. Εντάσσονται σε ένα ευρύτερο
εξπρεσιονιστικό είδος με έντονα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Στο βάθος του
καθρέφτη ο αφηγητής πλαγιάζει βαριά άρρωστος σε νοσοκομείο και υφίσταται πέντε
κατά σειράν ονειροφαντασίες, καθώς πέφτει διαδοχικά σε λήθαργο μετά από σύντομα
διαλείμματα εγρήγορσης. Τα όνειρα είναι αλληλένδετα. Κυριαρχούν ένα φανταστικό
τοπίο των Πυρηναίων και η Μονεμβασία, ένα σκηνικό μαγικού ρεαλισμού, όπου
κινούνται συγχρονικά πρόσωπα από τη φαντασία και την πραγματικότητα, από το
παρελθόν και το παρόν, μέσα σε μιά ατμόσφαιρα νοσταλγική, αλλά εν μέρει, θα
έλεγα, και μεταμέλειας. Είναι το υποσυνείδητο στην απόπειρά του να οργανώσει
την ασυναρτησία των βιωμάτων και τις αντιφάσεις στην ατομική συμπεριφορά, να
δεχθεί τελικά μιά μελαγχολική ισορροπία ωριμότητας. Η απόπειρα αυτή δίνει τον
τόνο στο σύνολο των αφηγημάτων της συλλογής, τη ζωηρή αίσθηση νοσταλγίας για
μιά χαμένη αθωότητα, μιά χαμένη ευτυχία, πού ξαναβρίσκεται μόνο στην
επεξεργασία της ανάμνησης μέσα στην τέχνη. (Σημειώνω εδώ την έντονη παρουσία
του Προύστ στο δεύτερο αφήγημα). Η επεξεργασία γίνεται με τη συνεχή παράθεση
και αντιπαράθεση σκηνών και εικόνων από διάφορα στάδια ζωής φαινομενικά άσχετα
μεταξύ τους και κυρίως αποσπασματικά. Αλλά ακριβώς η αποσπασματικότητα, που
επικεντρώνεται στην ουσία, και η αντιπαράθεση, που οδηγεί σε απροσδόκητους
συσχετισμούς, συνθέτουν έναν διακειμενικό, υπερρεαλιστικό πίνακα, συναρμολογούν
μία συγκεκριμένη προσωπικότητα.
Η εικαστική αυτή μέθοδος γίνεται πιο
φανερή στην Άποψη του Ντέλφτ, το πιο δυσπρόσιτο, ίσως, αλλά και το πιο κεντρικό
από τα τέσσερα κείμενα. Εδώ εγκαταλείπεται και η επίφαση, ακόμα, του ονείρου. Ο
αφηγητής βιώνει μιά καθοριστική αισθητική, όσο και προσωπική, εξέλιξη μέσω της
παροντοποίησης (όπως θα την αποκαλούσε ο Γ. Χειμωνάς) διακειμενικών εικόνων και
εμπειριών από τη ζωή και την τέχνη: ο συνεπιβάτης στο λεωφορείο, ο περίφημος
πίνακας του Βερμέερ, ο Προύστ, ο ήρωας του Προύστ Bergotte, ο κύριος Νί, είναι υπαρκτά και
φανταστικά πρόσωπα σε μία σύνθεση πού υπαινίσσεται την πορεία του καλλιτέχνη
από κάποια μορφή ρομαντικού αισθητισμού προς μία βαθύτερη, αλλά και
οδυνηρότατη, ταύτιση με την πληρότητα της τέχνης. Ποιός «κοιτάζει ώρες
ατέλειωτες τον κίτρινο τοίχο» στον πίνακα του Βερμέερ; Οπωσδήποτε όχι ο κύριος
Νί, το ίνδαλμα της νιότης του αφηγητή (που περιέχει, βιογραφικά στοιχεία του
Προύστ), στο οποίο όμως απορρίπτεται και στις δύο εκδοχές του τέλους της
ιστορίας. Σημασία έχει ο απόλυτος στόχος της τέχνης όπως πραγματοποιείται στο
έργο, όχι στην ιδιωτική ζωή. Το διήγημα είναι έτσι και ένα είδος ξεκαθαρίσματος
λογαριασμών. Ο καλλιτέχνης διαχωρίζει τις προσωπικές αδυναμίες από τις ύψιστες
στιγμές που κάποτε άγγιζε η τέχνη.
Το στοιχείο της νοσταλγίας και μιάς
ευγενικής αλλά άχαρης ωριμότητας παραμένει έντονο και στα διηγήματα Οι Μοιραίοι
του Βερολίνου και Πολύ δύσκολο, όπου η γραφή είναι πιό συμβατικά περιγραφική
και πιό προσωπική. Στους Μοιραίους του Βερολίνου η σύγχρονη ηρωίδα, τραγικό
θύμα μιάς εκδοχής ιψενικού τριγώνου, παραλληλίζεται με την ρομαντική μοίρα του
Χάινριχ φόν Κλάιστ και της Χενριέττε Φόγκελ στα 1811. Πάλι έχουμε ένα
ξεκαθάρισμα σχέσεων μέσα στη μνήμη και τον χρόνο, πάλι την ευαισθητοποίηση,
αλλά και αισθητικοποίηση, του γεγονότος στην προσπάθεια ν’ αποκτήσει η ατομική
περίπτωση αισθητικό βάρος. Υπάρχει σ’ αυτή την ιστορία μία εξιδανίκευση και
οδύνη, πού, όμως, δεν καταφέρνει, νομίζω, να περάσει από το προσωπικό στο
υπαρξιακό επίπεδο, όπως στα δύο πρώτα αφηγήματα. Στο ίδιο κλίμα κινείται και το
Πολύ δύσκολο, πού, πάντως, μεταδίδει συγκινητικά την αντίθεση ανάμεσα στη σύγχρονη
απάνθρωπη μεγαλούπολη (Αθήνα) και μία Θεσσαλονίκη της εφηβείας και της μνήμης.
Η μουσική «ανάμεσα» στα πρόσωπα και τα
κείμενα της συλλογής «δεν δύναται να ηχήσει». Ο συγγραφέας επιδιώκει την άηχη
μουσική της τέχνης, την παγωμένη μουσική της εικόνας όπως την υμνεί ο Keats στην Ωδή σ’ ένα Ελληνικό Αμφορέα (Heard melodies are sweet, but those unheard/ Are sweeter) και όχι, όπως με κάποια παραβίαση,
παραφράζει στους στίχους του Καβάφη (Αδύνατα, 1897) που χρησιμοποιεί ως
προμετωπίδα της συλλογής του ο Α. Ίσαρης. Πράγματι, το ονειρώδες στοιχείο των
κειμένων και η εικαστική μέθοδος τα τυλίγουν στη σιωπή του ονείρου, όπως
παρατηρεί εύστοχα η Ελισάβετ Κοτζιά (Καθημερινή, 8.9.91), αλλά και στη σιωπή
της εικαστικής έκφρασης, όπου η «μουσική» βρίσκεται στην σύνθεση και όχι στον
ήχο. Σε αυτή την απόπειρα παγίδευσης του ήχου, και αυτής ακόμα της γλώσσας, σε
μία, τελικά, βουβή εικόνα-άθροισμα ανήκουν και οι χαρακτηριστικοί «κατάλογοι»
στο αφηγηματικό ύφος του Α. Ίσαρη, όπου αραδιάζονται εικόνες ή εντυπώσεις και
όπου ο αναγνώστης καλείται να τις δει
σαν στοιχεία μιάς νοερής ζωγραφικής σύνθεσης.
Το ειδικότερο βάρος του θέματος, όμως,
αναφέρεται στους υπόλοιπους στίχους του αποσπάσματος του Καβάφη. «Κι εγώ θαρρώ
ότι η πλέον εκλεκτή/ είν’ η ζωή πού δεν δύναται να ζήση». Συνοψίζεται εδώ η
αισθητική θέση στα αφηγήματα αυτά. Έχει κανείς την αίσθηση ότι οι ήρωες του Α.
Ίσαρη βιώνουν μία μυστική, ερμητικά κλειστή «εκλεκτή ζωή» μέσα στην τέχνη, η
οποία αξίζει το άγχος και την οδύνη της συνειδητοποίησης πώς «δεν δύναται να
ζήση».
Σημείωση: Μέρος της κριτικής του Κ.Χ. μεταφέρει ο Αλέξανδρος Αργυρίου στον Η΄ τόμο της «Ιστορίας» του, σ.170-172.
-Ντίνος Χριστιανόπουλος, Καλλιτεχνική Θεσσαλονίκη μελέτες και σημειώματα, εκδ. Ιανός 2002, σ. 151
Σημείωση: Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, στο «ΕΠΙΜΕΤΡΟ. Καλλιτέχνες του βορειοελλαδικού χώρου», διαμερισματοποιεί τους Ζωγράφους κατά γεωγραφική περιφέρεια-πόλεις. Μετά την Θεσσαλονίκη ακολουθεί η Αθήνα, όπου κατατάσσει τον Αλέξανδρο Ίσαρη, τον Δημήτρη Καλοκύρη, τον Νίκο Κεσσανλή, τον Χάρη Καμπουρίδη, την Μαρία Ρέγκου, τον Παύλο Μοσχίδη και άλλους.
ΟΛΟ ΔΙΨΑΝΕ
Δεν είμαι δέντρο εγώ
Να μη λογαριάζω
Τους ανέμους
Και τα χιόνια.
Έχω χέρια
Πού όλο διψάνε. (από Ύψιλον 1984)
ΚΡΑΤΑΩ ΣΦΙΧΤΑ
Κρατάω σφιχτά
Το βιολί μου
Όπως και την
Ψυχούλα μου
Την έσφιγγα
Πάντοτε ν’ αντέξει. (από Ύψιλον 1984)
Τέλος, για το έργο του έγραψαν όπως πληροφορούμαστε από το Διαδίκτυο οι:
Για (ΕΞΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ).
Η Ανθούλα Δανιήλ στο Diastixo. gr. 2/2/2016.-Άλκληστις Σουλογιάννη, ΠΟΙΗΤΙΚΗ τχ. 17/Ανοιξη- Καλοκαίρι 2016.- Γιάννης Δούκας, εφ. Εφημερίδα των Συντακτών 6/2/2016.-Στάθης Κομνηνός, frear. gr. 28/3/2016 -Αγγέλα Γαβρίλη, www. diavasame. gr. 2016 Δημήτρης Φύσσας, oanagnostis. gr. 15/7/2016
Για (ΕΞΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ-ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΟ ΜΕ ΦΥΛΛΑ ΛΕΜΟΝΙΑΣ) οι : Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, www.bookpress.gr 22/10/2020.- Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Το Βήμα 6/9/2020.- Σταύρος Χατζηυεοδώρου O www. O anagnostis. gr.28/7/2020. –Γιάννης τζανετάκης, http//:www. andro. gr 22/5/2020.- Μανόλης Πιμπλής, εφ. Εφημερίδα των Συντακτών 14/5/2020. Και Μανόλης Πιμπλής, εφ. Η Εποχή 18/4/2020.-Βίβιαν Αβραμίδου-Πουμπλή, “amagi” 21/9/2020.-Χρίστος Παπαγεωργίου, diastixo. gr. 10/4/2020.
Για (ΟΝΕΙΡΟΛΟΓΙΟ) οι: Στάθης Κουτσούνης, περ. ΠΟΙΗΤΙΚΗ
τχ. 22/Φθινόπωρο-Χειμώνας 2018.-Κατερίνα Σχινά, εφ. Η Καθημερινή
20/5/2018.-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Το Βήμα 4/3/2018.- Άλκηστις
Σουλογιάννη, www.bookpress.
gr.3/7/2018- Ευαγγελία
Ανδριτσάνου, www. Bookpress gr. 20/6/202018.-Χρίστος
Παπαγεωργίου, Diastixo.
gr. 19/3/2018.- Βίβιαν
Αβραμίδου-Πλούμπη, “amagi”
19/3/2018.
Για (ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΦΩΤΕΙΝΟΣ) οι: Απόστολος Δαβής, στο www.poeticanet .gr. 18/4/2013 ο ίδιος και
στον ιστότοπο www. diapolitismos. net 2/10/2012
Για το (ΕΓΩ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ) οι: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, εφ. Εφημερίδα των Συντακτών 14/12/2013 και του ιδίου 8/3/2014.-Άλκηστις Σουλογιάννη, περ. Ποιητική τχ. 13/Ανοιξη-Καλοκαίρι 2014. Και της ιδίας www. Bookpress. gr.25/4/2014.- Γιώργος Κοκορέλης, oanagnostis. Gr. 25/4/2014.- Στάθης Κουτσούκος, diastixo. gr. 23/2/2014.- Στον ίδιο ιστότοπο ο Χρίστος Παπαγεωργίου18/1/2014.-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφημ. the books journal τχ. 40/2,2014.- Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, εφημ. Lifo τχ. 370/23/1/2014
--
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Ά, να, ήρθες πάλι εσύ με την αόριστη γοητεία
Μέσα στον ύπνο μου ολοζώντανος
Για να ταράξεις αυτή την ξεχασμένη μνήμη.
Το πρόσωπό σου κομμάτι ωχρό
Μέσα στο μώβ της νύχτας
Και τα δάχτυλα πάνω στο πρόσωπό μου.
Στεκόμασταν ανάμεσα σε γη και ουρανό
Κι ήταν τα σύννεφα βαριά
Φοβόμουν πώς θα βρέξει
Πώς δεν θα δυνηθώ να σε κρατήσω.
Όμως το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα
Και μπήκαμε στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί.
Με τύλιξε η ευωδία των σωμάτων
Και με την θέρμη των για μιά στιγμή έρχονταν
Αισθήματα, λέξεις, αγγίγματα στην πλάτη
Στους γοφούς, στα στήθη τα ιδρωμένα’
Βλέμματα που έλαμπαν στους καθρέφτες.
«Φαίνεσαι κουρασμένος», παρατήρησα, και έγειρε στο πλάι.
«Υπέφερα πολύ», απάντησε. «Αυτό ουδείς το ενθυμείται».
Οι πρώτες σταγόνες τρύπησαν τη μορφή του
Πού έλιωσε στην υγρασία.
Ο αέρας σκόρπισε τη φωνή του
Κι έμεινε μόνο το ψεύδισμα πάνω από το νερό.
«Επέστρεφε», ψιθύρισα, «επέστρεφε και παίρνε με
Αγαπημένε ποιητή. Δεν ξέρω τι να κάνω
Σ’ αυτή την ερημιά
Όπου μόνο η θάλασσα ακούγεται
Ο άνεμος και τα πουλιά
Πού με περιτριγυρίζουν.
Επέστρεφε και παίρνε με
Όταν το σώμα ενθυμείται
Και η ψυχή επιθυμεί
Του μνήματος τη θεία ησυχία.
Ο κόσμος βούλιαξε στο πένθος
Μαύρα κοράκια σπρώχνονται
Στην πόρτα του αιώνα.
Επέστρεφε και παίρνε με
Εσύ που ξέρεις τι θα πεί ορφάνια» (σ.200 από Κίχλη 2013)
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 4 Μαϊου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου