Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Ανδρέας Γ. Παπανδρέου Ένας οραματιστής πολιτικός

 

Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ  Γ.  Π Α Π Α Ν Δ Ρ Ε Ο Υ

(Χίος  5/2/1919-Εκάλη 23/6/1996)

       Ό Οραματιστής πολιτικός  με τα μάτια 5 ελλήνων συγγραφέων

          Πέρασαν 26 χρόνια από εκείνο το ελληνικό καλοκαίρι που σταμάτησε να κτυπά η καρδιά του ηγέτη της Αλλαγής, πρωθυπουργού Ανδρέα Γεωργίου Παπανδρέου. Ο μόνος χαρισματικός πολιτικός ηγέτης της γενιάς μας και όχι μόνο, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ της 4ης Σεπτεμβρίου, δεν βρίσκονταν πια ανάμεσά μας. Η πνοή του σταμάτησε να δροσίζει τις πολιτικές συνειδήσεις των ελλήνων και ελληνίδων που τον πίστεψαν, τον λάτρεψαν, τον αγάπησαν, τον εμπιστεύτηκαν, τον ακολούθησαν, του αφοσιώθηκαν, του στάθηκαν ακλόνητα πιστοί, στις δύσκολες και άδικες πολιτικές και προσωπικές του ημέρες, μετά το «βρώμικο 89». Η φωνή του, αυτή η εγερτήρια φωνή με τους επαναστατικούς της  χρωματισμούς δεν θα ακούγονταν ξανά. Είχε σιγήσει, και μαζί της, οι ελπίδες και οι οραματισμοί, τα δημοκρατικά όνειρα εκατομμυρίων ελλήνων, το πολιτικό πάθος τους. Οι λόγοι του δεν θα ενέπνεαν τα ενθουσιώδη πλήθη που τον ακολουθούσαν, οι κινήσεις των χεριών του δεν θα αγκάλιαζαν με θέρμη τον λαό, δεν θα έσφιγγαν το χέρι του οι συνδαιτυμόνες και προσκεκλημένοι του. Το πνεύμα του φτερούγιζε τώρα για τους σκοτεινούς λαβύρινθους της αδέκαστης κρίσης της Ιστορίας. Ο Ανδρέας, έπαψε να ανήκει πλέον σ’ εμάς, ανήκε στην αιωνιότητα. Επιβράβευσή του η αγάπη του Ελληνικού Λαού, ήταν ο λαοπρόβλητος ηγέτης όχι μόνο της χώρας του αλλά μιάς ολόκληρης εποχής, που την σφράγισε με την προσωπικότητά του, τις επιλογές του, τον πολιτικό του λόγο, τα κυβερνητικά λάθη του. Η Ελληνική Κοινωνία της εποχής του τον καταξίωσε και τον ανέβασε στο βάθρο της πολιτικής σκηνής δαφνοστεφανωμένο με την αγάπη της, ως Σωτήρα. Και μόνο η παρουσία του γεννούσε άπειρα συναισθήματα χαράς ,ελπίδας, οράματος, αλλαγής, κοινωνικής δικαιοσύνης, ανατροπής των πάντων. Αισιοδοξία σε όλα τα επίπεδα. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι όμως, εξύφαιναν την «πολιτική του εξόντωση» από τις αρχές κιόλας, που ανέλαβε τα κυβερνητικά ηνία της εξουσίας της Ελλάδας τον Οκτώβρη του 1981. Όταν μια τεράστια λαοθάλασσα ατόμων άνευ προηγουμένου, άνθρωποι κάθε ηλικίας και τάξης, φύλου και πολιτικού προσδιορισμού, ετερόκλητες κοινωνικές και πολιτικές φωνές είχαν πλημμυρίσει το Σύνταγμα να ακούσουν τον μελλοντικό πρωθυπουργό που κάλπαζε προς τη νίκη. Μια παλλόμενη ογκώδης ανθρωπομάζα, με ελληνικές σημαίες στα χέρια και σημαίες του πράσινου ήλιου τυλιγμένες γύρω από τον λαιμό τους, με ήχους και συνθήματα πολιτικού θριάμβου, είχε συγκεντρωθεί στην Πλατεία και τους πέριξ δρόμους. Έφτανε και ξεπερνούσε την πλατεία Ομονοίας, είχε πλημμυρίσει το Μοναστηράκι και κατέβαινε προς την λεωφόρο Πειραιώς. Ανέβαινε προς την πλατεία Ρηγίλλης και μπούκωνε μπροστά από την αμερικάνικη πρεσβεία. Κατέβαινε σαν φουσκωμένο ποτάμι  την λεωφόρο Συγγρού. Όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είτε παρευρίσκονταν στην μεγαλειώδη αυτή προεκλογική συγκέντρωση ή παρακολουθούσαν με αγωνία μπρός στις ασπρόμαυρες ή έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων στα σπίτια τους ή στα καφενεία ήσαν σίγουροι, ανέμεναν την πράσινη επερχόμενη Αλλαγή. Όσοι δεν έζησαν εκείνες τις στιγμές λαϊκού ξεσηκωμού και πανηγυριού, όσοι δεν ανέμιζαν ελληνικές σημαίες έστω και σε έναν μικρό παράδρομο στο κέντρο της Αθήνας, δεν άκουσαν τον ιστορικό του λόγο έστω και από τα μεγάφωνα, δεν είδαν από κοντά τις ποικίλες αντιδράσεις του ανώνυμου κόσμου, τον παλμό ενός πλήθους το οποίο είχε βρει τον «καθοδηγητή του», δεν μπορούν να κατανοήσουν, τι θυελλώδεις σπινθηροβόλες ελπίδες ανανέωσης κόμιζε αυτός ο πολιτικός χαρισματικός έλληνας ηγέτης. Παρόμοια λαοθάλασσα (για διαφορετικούς λόγους και αιτία) ζήσαμε και στην έλευση του γηραιού Σερραίου πολιτικού, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κατά την επιστροφή του από την Γαλλία όταν έπεσε η  χούντα και τον προσκάλεσαν να αναλάβει τα ηνία της υποδουλωμένης από τους στρατιωτικούς και βυθισμένη στο χάος χώρα. Ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και η Μελίνα Μερκούρη ήσαν τα δύο μόνα πολιτικά πρόσωπα της χώρας προερχόμενα από τον προοδευτικό χώρο, που οι έλληνες και οι ελληνίδες ανεξαρτήτου κομματικής προελεύσεως και πολιτικού πιστεύω, αποκαλούσαν με τα μικρά τους ονόματα. Είτε ψήφιζες είτε όχι ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας και η Μελίνα ήσαν οι δικοί τους άνθρωποι, και ας μην τους είχαν συναντήσει ποτέ από κοντά. Ο Ανδρέας, είτε του ζιβάγκο είτε της γραβάτας υπήρξε ένας παθιασμένος με την πολιτική, χαρισματικός «μπαλκονάτος» πολιτικός αρχηγός. Ένας λαϊκός μπροστάρης ηγέτης σύμβολο-τουλάχιστον-της δικής μας νεανικής και εφηβικής πολιτικοποιημένης γενιάς η οποία βγαίνοντας από τα σκοτεινά χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας, αναζητούσε πολιτικά ερείσματα απελευθέρωσης, έναν πολιτικό ηγέτη «Ήρωα» ο οποίος θα ξιφουλκήσει και θα ανατρέψει κάθε μέχρι τότε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο και τζάκι. Θα ξεβάλτωνε την πατρίδα μας από την μούχλα του «ελλάς ελλήνων χριστιανών», θα έσπαγε τα πολιτικά και κοινωνικά δεσμά που την κρατούσαν δέσμια από τις διάφορες κατά καιρούς κυβερνήσεις στα μετά τον εμφύλιο σπαραγμό χρόνια στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας, ήταν στα μάτια μας, ο έλληνας ηγέτης, ο «Ιβάν ο τρομερός» ενάντια στο ελληνικό παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο, για να δανειστώ μία εικόνα από την ταινία του σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Μετά τον Ανδρέα, δεν υπήρχε δρόμος πολιτικής επιστροφής για την πατρίδα μας. Θα άλλαζαν, για άλλους με ενθουσιασμό για άλλους με επιφυλάξεις, όμως, τίποτα πιά δεν θα ήταν το ίδιο στην κονίστρα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η βαρειά σκιά του απλώθηκε πάνω από την Ελλάδα και πότισε το δέντρο της ανεξαρτησίας και πολιτικής Αλλαγής, των κοινωνικών αγώνων, του εθνικού υγιούς πατριωτισμού. Η πολιτική ανθοφορία που κόμισε ο Ανδρέας στην χώρας μας διατηρείτε ακόμα με πολλές μορφές και προεκτάσεις. Ένα «υπερβατικό» πολιτικό όραμα που έγινε πράξη. Τίποτα δεν πήγε χαμένο, ο ζωογόνος αέρας της Αλλαγής που έφερε το επίγειο πολιτικό όραμα του Ανδρέα με την κυβερνητική του εξουσία μπόλιασε τους μεταγενέστερους πολιτικούς και δημοκρατικούς χρόνους στην Ελλάδα. Ακόμα και αντίπαλα πολιτικά κόμματα υιοθέτησαν πρακτικές του. Ο μετασχηματισμός της που άρχισε επί Ανδρέα, συνεχίζεται σήμερα. Η μνήμη του ζει.

     Από ένα αφιέρωμα της παλαιάς πολιτικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» αντιγράφω τις προσωπικές εξομολογήσεις και κρίσεις 5 γνωστών και αγαπητών ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι κατά την διάρκεια της πολιτικής τους σταδιοδρομίας ευτύχησαν να τον γνωρίσουν από κοντά, να συνομιλήσουν μαζί του και να συνεργαστούν. Και οι πέντε μιλούν θετικά για την προσωπικότητά του, την ευγένειά του, την πολιτική του εφυϊα, ακόμα και για τα λάθη του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Φρέντυ Γερμανού για τον Ανδρέα και η συσχέτισή του, με τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη. Όσον αφορά την εξομολογητική φωνή του πολυγραφότατου συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού και σε ποιανού σπίτι γνώρισε για πρώτη φορά τον οικονομολόγο και καθηγητή Ανδρέα Παπανδρέου, όσοι από την νεότεροι γενιά των ασχολούμενων με τα καλλιτεχνικά πράγματα και την ποίηση είχαν επισκεφτεί ή διατηρούσαν φιλικές σχέσεις-σχέσεις δασκάλου προς μαθητή-με το σπίτι της οδού Καλλιδρομίου, του κυρού Κίμωνα Φράιερ, θα θυμούνται όχι μόνο τις φωτογραφίες του Ανδρέα που κοσμούσαν το σπίτι αυτό σπουδαστήριο της ελληνικής ποίησης, αλλά και τα λόγια και τις αναμνήσεις του ελληνοαμερικανού δασκάλου Κίμων Φράιερ για τον έλληνα πρωθυπουργό, την Μελίνα Μερκούρη, τον πρώην βασιλιά Κωνσταντίνο και άλλα τότε πολιτικά και καλλιτεχνικά πρόσωπα, που σε αρκετά από αυτά, υπήρξε καθηγητής  τους της αγγλικής γλώσσας εκείνες τις δεκαετίες.

Το παλαιό αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία συνεχίζεται και με αποσπάσματα από τα βιβλία που κυκλοφόρησαν η σύζυγός του Μαργαρίτα και ο πεζογράφος γιός του Νίκος, τα οποία σκιαγραφούν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του έλληνα πολιτικού, που, άλλαξε την πολιτική μοίρα της Ελλάδας. Το αφιέρωμα συνοδεύεται ακόμα από κείμενο του δημοσιογράφου Νικόλα Βουλέλη, «Ο «διεθνής» Ανδρέας» και έναν κατάλογο «Τα γραπτά μένουν» με ελληνόγλωσσους και ξενόγλωσσους τίτλους Βιβλίων, Άρθρων, Μελετών, Διαλέξεων, Προλόγων, Ομιλιών που έγραψε και έδωσε ο Ανδρέας στην διάρκεια της επαγγελματικής και πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας. Αν θυμηθούμε τις κρίσεις ενός άλλου, Γάλλου αυτή τη φορά δασκάλου, του Ροζέ Μιλλιέξ για τον Ανδρέα (διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών)-που αντέγραψα πριν καιρό στην ιστοσελίδα μου-θα διαπιστώσουμε ότι ίσως, η αρνητική κρίση του αγαπητού βουλευτή και συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού, ίσως είναι υπερβολική, όσον αφορά την ψυχογράφηση της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, γνωρίζετε πολλούς πολιτικούς του διεθνούς τζετ σετ να αγαπούν τις τέχνες και τα γράμματα;, γιατί αν ναι, τότε θα έπρεπε να ήταν εντελώς διαφορετική η πολιτική και κοινωνική σκηνή παγκοσμίως.

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 24/6/1996, σ.36-37 ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ  ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ: Είχε όραμα ζωής

     Θυμάμαι τον Ανδρέα Παπανδρέου από τότε που δεν τον είχα ακόμη γνωρίσει από κοντά. Τον θυμάμαι από τον ερχομό του στην Ελλάδα, από τις διαδοχικές κινήσεις του στην πολιτική ζωή, από τον Ανένδοτο.

      Από πάντα ήταν κάποιος που δεν μπορούσες να προσπεράσεις. Θυμάμαι την πορεία του στη νίκη του κόμματός του το ’81, και τις ελπίδες και προσδοκίες που  εμφύτευσε στις καρδιές.

     Σημάδεψε για πολλά χρόνια την πολιτική ζωή. Ας αφήσουμε την ιστορία να κρίνει το έργο του. Η οριστική πιά απουσία του από την πολιτική σκηνή θα βοηθήσει στην αποτίμηση της παρουσίας του.

     Και θυμάμαι το χαμόγελό του, ένα βασικό στοιχείο της πράγματι, χαρισματικής προσωπικότητάς του. Με γνήσια ευγένεια, οξύτατη πολιτική σκέψη και καθημερινότητα στον τρόπο της έκφρασής του που σε συνέπαιρνε και σε κέρδιζε, ακόμη κι αν δεν συνειδητοποιούσες αμέσως τι ακριβώς εννοούσε και πώς ακριβώς θα πραγμάτωνε τις υποσχέσεις του.

     Από την ίδια του τη φύση σκεφτόταν και έπραττε πολιτικά-θα έλεγα, και τα αισθήματά του ή έστω ο τρόπος που τα εξέφραζε περνούσαν από τον πολιτικό του έλεγχο.

     Είχε όραμα ζωής. Και δημιουργική φαντασία. Τη δύναμη επίσης να μπολιάζει τους άλλους με τις δικές του εμπνεύσεις.

      Αγαπήθηκε πολύ και πολεμήθηκε. Δεν έγινε πάντα εφικτό να πραγματώσει τα οράματά που είχε μέσα του και τα είχε και εξαγγείλει. Νομίζω ότι το παρελθόν του μπορούσε να τον είχε οδηγήσει σε διαφορετική τελική εξέλιξη.

     Οι λίγες φορές που τον συνάντησα από κοντά είναι ολοζώντανες στη μνήμη μου. Το ’74, όταν πρωτοήρθε  στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας. Κυριακή μεσημέρι στο εξοχικό σπίτι του Κώστα Σημίτη. Ένας γοητευτικός σίφουνας. Οραματιζόταν, μιλούσε, κολυμπούσε- όλα τον περίμεναν μπροστά. Και στα Ευρωπάλια το ’82, στις Βρυξέλλες. Πρωθυπουργός πιά. Στην προσπάθειά του να ανταλλάξουμε δύο κουβέντες μόνοι, γιατί γινόταν ανάρπαστος, με τραβούσε από το χέρι μια ώρα. Συγκινημένος και συγκινητικός. Και το ’89, μετά την πτώση. Στο ξενοδοχείο «Πεντελικό». Πιο κλειστός, λίγο κουρασμένος και ψυχικά, πιο ώριμος, και σκεφτικός. Η πολιτική σκέψη καθοδηγούσε όλο του το είναι. Κάποιος από τη μικρή συντροφιά του είπε ότι όταν άκουσε πώς δεν θα είχε καμιά εκπροσώπηση στη δίκη, απογοητεύθηκε. Μετά όμως, ένιωσε πόσο δίκιο είχε ο Ανδρέας. Και τότε, ο Ανδρέας εξομολογήθηκε ότι μόνο ο ίδιος, κι ένας άλλος που δεν τον ονόμασε, είχε ταχθεί υπέρ αυτής της άποψης. Καμία εκπροσώπηση. Αναφέρομαι σ’ αυτούς τους τρεις σταθμούς της ζωής του. Τα τελευταία χρόνια, ήταν πιά μακρινός, παρ’ όλο που είχε περάσει στην καθημερινή ζωή όλων μας.

    Εκφράζω βαθιά οδύνη για το χαμό

ΙΑΚΩΒΟΣ  ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ: Ο μύθος «Ανδρέας»

     Στη ζωή μας είναι πολύ σπάνιο να βλέπουμε έναν φίλο μας να εξελίσσεται σε μεγάλο πολιτικό, σε ηγέτη, να γίνεται πρωθυπουργός και να σημαδεύει την Ελλάδα για ολόκληρες δεκαετίες. Εμένα αυτό μου συνέβη.

     Η σχέση μου με τον Ανδρέα Παπανδρέου ξεκίνησε πρίν πολλά χρόνια, πρίν την δικτατορία, σαν μια φιλία, που γρήγορα απέκτησε και το στοιχείο της πολιτικής ταύτισης. Δεν μπορώ να ξέρω αν γίναμε φίλοι επειδή είχαμε τις ίδιες ιδέες ή αν συναντηθήκαμε και πολιτικά επειδή ήμασταν φίλοι. Σημασία έχει ότι σήμερα, παρ’ όλο που τα τελευταία χρόνια η προσωπική μας σχέση ατόνησε, η συγκίνηση είναι μεγάλη. Όταν έχεις ζήσει κοντά σε έναν άνθρωπο, ο θάνατός του πληγώνει τα αισθήματα.

     Δεν μπορώ να μιλήσω για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ξεχνώντας ότι είμαι θεατρικός συγγραφέας.

     Ένας θεατρικός συγγραφέας όμως, που δεν φιλολογεί, δεν κατασκευάζει, αλλά λειτουργεί ως άνθρωπος, με υλικό του τη ζωή, τις εμπειρίες του, τις πίκρες του.

     Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι η ιστορία και ο μύθος του Ανδρέα Παπανδρέου είναι από εκείνες που αξίζει να γεννήσουν ένα μεγάλο θεατρικό έργο, ένα δράμα ή μια τραγωδία.

     Και λέω «μεγάλο», γιατί στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου μεγάλα έργα είναι αυτά πού ο ήρωάς τους συνδυάζει έντονη ιδιωτική ζωή και έντονη δημόσια.

     Όταν αυτά τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν, τότε το θεατρικό έργο υπερβαίνει τα όρια του κεντρικού προσώπου και της εποχής του, αφορά τον άνθρωπο και την βαθύτερη ουσία του. Όπως ακριβώς ο μύθος Ανδρέας Παπανδρέου.

ΣΠΥΡΟΣ  ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗΣ:  Ο τελευταίος  μεγάλος  ρομαντικός

     Από κοντά τον Ανδρέα Παπανδρέου γνώρισα μόνο λίγον καιρό ύστερα από την πτώση της χούντας και την επιστροφή του από το εξωτερικό-ένα χρόνο μετά και τη δική μου έξοδο από τις φυλακές. Λέω «από κοντά», γιατί το νέο χαρισματικό πολιτικό άνδρα και τις ριζικά ανανεωτικές του απόψεις, στο χώρο της «Ένωσης Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου, τις είχα ιδιαίτερα εκτιμήσει κατά την κρίσιμη εποχή του 1963-1965, χωρίς να μου δοθεί η ευκαιρία μιας προσωπικής γνωριμίας.

     Κατά την διάρκεια της  αντίστασης στη χούντα των απριλιανών βρέθηκα ν’ ανήκω στις τάξεις της «Δημοκρατικής Άμυνας», όχι του ΠΑΚ. Ωστόσο τελικά στάθηκα μ’ εκείνη τη μερίδα των μελών της που αποφάσισε μεταπολιτευτικά την προσχώρηση στο νεοϊδρυμένο ΠΑΣΟΚ και όχι με την πλευρά άλλων που αρνήθηκαν αυτή την προσχώρηση και που κατά τις πρώτες εκλογές του 1974 εντάχθηκαν στους συνδυασμούς της τότε «Ένωσης Κέντρου- Νέες Δυνάμεις» του Γεωργίου Μαύρου.

     Δεν θέλησα όμως ν’ αναμιχθώ στην ενεργό πολιτική. Επέστρεψα στη δικαστική μου θέση του Συμβουλίου Επικρατείας, όπου με είχε απολύσει η χούντα και με αποκατέστησε η Συντακτική Πράξη του Σεπτεμβρίου 1974. Παρέμεινα στη θέση αυτή ως το Μάρτιο του 1977, δηλαδή επί τρία συνεχή χρόνια. Όταν, μετά την παραίτησή μου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, για λόγους που έγιναν τότε ευρύτατα γνωστοί, δέχτηκα να μετάσχω ως υποψήφιος Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτώβρη 1977, έπειτα από την επιμονή της αλησμόνητης Αμαλίας Φλέμιγκ και της Μελίνας Μερκούρη, άρχισε τότε και η στενότερη προσωπική μου γνωριμία με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Διατηρώ αξέχαστες στη μνήμη μου τις ημέρες εκείνες, στο παλιό ιστορικό σπίτι του Καστριού…

     Ένας χαμογελαστός, ζεστός άνθρωπος, γεμάτος ελπίδα για τη νέα ζωή που περιμέναμε ν’ αρχίσει στον τόπο μας, έπειτα από την τραγική δεκαετία του 1964-1974. Ένας γοητευτικός συνομιλητής, σε κατακτούσε αμέσως η απλότητα και η εσωτερική του φλόγα. Πρόσεχε την άποψή σου, αφηνόταν πρόθυμα ν’ ακούσει τις εμπειρίες σου, τον συγκινούσαν τα παθήματα του αδικημένου κόσμου της Αριστεράς-τα όσα κι εγώ ήμουν σε θέση να μαρτυρήσω για το ελληνικό κράτος μέσα από τις εκατοντάδες δικογραφίες που χρειάστηκε  να μελετήσω στα 25 χρόνια της δικαστικής μου θητείας’ ένα κράτος άκαρδο κι εκδικητικό κατά του Έλληνα πολίτη.

     Εντύπωση μου είχε προκαλέσει η εξαιρετική τρυφερότητα για την πολύ ηλικιωμένη μητέρα του-το γένος Μινέικο, που κι αυτή έκανε, όπως θυμάμαι, ιδιαίτερες εξομολογήσεις στη γυναίκα μου για τον έρωτά της με τον Γεώργιο Παπανδρέου και φύλαγε ακόμη κάποια αποκόμματα εφημερίδων της παλιάς εποχής, σχετικά με την τότε κοινή τους ζωή, ως τα βαθιά τούτα γεράματά της!

     Κατά την τετραετία που το ΠΑΣΟΚ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς και τον πρώτο καιρό του 1981, ενώ πλησίαζε η ώρα να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, χρειάστηκε να τον συνοδεύσω όχι λίγες φορές στις εκλογικές του περιοδείες- Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη, Έβρο κλπ. Με όλο το φοβερό συνωστισμό ανθρώπων και περιστατικών γύρω από τον Ανδρέα, ο ενθουσιασμός δεν του άφηνε περιθώρια να φανεί κουρασμένος. Ήταν ακόμη ο ίδιος γνώριμος μαχητής και φίλος. Τον χαροποιούσε η κάθε καλή είδηση για την απήχηση που είχαν οι λόγοι του στο λαό.

     Στο ξενοδοχείο «Ηλέκτρα Παλλάς», έπειτα από την αληθινή εκείνη λαοθάλασσα του 1981 της Θεσσαλονίκης, θυμάμαι ότι με ρώτησε «πώς μου φάνηκε» η συγκέντρωση. Και όταν του απάντησα: «Εγώ έχω μάλλον τρομάξει, Πρόεδρε, από την ευθύνη που αναλαμβάνεις εσύ και το ΠΑΣΟΚ μπροστά σε τόση πίστη και τόσο λαϊκό ενθουσιασμό», δεν λαθεύω αν πω ότι διέκρινα, πρώτη φορά ίσως, κάποιο δάκρυ στα μάτια του και κάποια σπάνια ως την ώρα ταραχή του. Μ’ ακούμπησε ελαφρά στον ώμο: «Έχεις δίκιο, Σπύρο», ψιθύρισε-αυτό μόνο. ‘Ηταν μια από τις καλύτερες στιγμές του, τις βαθύτερα ανθρώπινες η ώρα της συντριπτικής ευθύνης…

     Τα χρόνια περνούσαν. Η αποστολή μου, ως ευρωβουλευτή, στο εξωτερικό από το 1981 ως το 1989 έκαναν ωραιότερες τις συναντήσεις μας.

     Ήδη από το 1986 ήταν αθέατος. Αν και σταθερή η φιλία μεταξύ μας, δεν ήμουν ποτέ από τους ανθρώπους που μοιράζονταν την προσωπική του ζωή και τον συντρόφευαν στις ελεύθερες ώρες του. Έτσι η εικόνα που διατηρώ σήμερα από τον Ανδρέα Παπανδρέου είναι η εικόνα του δημόσιου άντρα στην ακμή του και στα λάθη του-προπάντων η εικόνα της εποχής που το ΠΑΣΟΚ δεν είχε ακόμη κατακτήσει την εξουσία.

     Το προτιμώ αυτό. Στάθηκε ένας οραματιστής μιας άλλης κοινωνίας, μιας στροφής στην ιστορία αυτού του τόπου. Μερικά από τα λάθη του ήταν ωραία.

     Μερικές από τις απραγματοποίητες διακηρύξεις του ήταν λαχτάρες της λαϊκής ψυχής, που τουλάχιστον έπρεπε ν’ ακουστούν από το στόμα ενός ηγέτη. Το αδυσώπητο ρεύμα της εξουσίας ένιωθα, μέρα τη μέρα, να τον παρασύρει μακριά από την όχθη που εγώ στεκόμουν και τον έβλεπα συνεχώς ν’ απομακρύνεται.

     Όσο κι αν αυτό που θα πω μπορεί να φαίνεται παράξενο στους πολλούς, που δοκίμασαν τις πρακτικές μεθόδους του στο κόμμα και στην κυβέρνηση, έχω καταλήξει να πιστεύω ότι ο άνθρωπος και ο δημόσιος άντρας Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο τελευταίος μεγάλος ρομαντικός της πολιτικής μας ζωής. Όποιος τον αντικρίσει έτσι, θα εξηγήσει πολλά.

ΒΑΣΙΛΗΣ  ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: «Αν κερδίσουμε τις εκλογές δεν θα σε ξαναδώ…»

     Με τον Ανδρέα γνωριστήκαμε την άνοιξη του 1964 στο σπίτι του Κίμωνα Φράιερ, του Ελληνοαμερικανού ποιητή και μεταφραστή του Καζαντζάκη, στην οδό Καλλιδρομίου. Θυμάμαι, τη στιγμή που δίναμε τα χέρια, έσβησε απότομα το φώς και συστηθήκαμε με ένα κερί που κρατούσε ο οικοδεσπότης μας.

     Πέρασαν τα χρόνια και η χούντα μας έκανε να ξαναβρεθούμε στη Στοκχόλμη, όπου ο Ανδρέας προλόγισε την επίσημη προβολή του «Ζ» της ταινίας, για τους δημοσιογράφους. Το ίδιο βράδυ φάγαμε σπίτι τους, σε ένα προκάτ σπίτι, μες στο δάσος, παρέα με τη Μαργαρίτα, τα μικρά του παιδιά και τη μάνα Σοφία.

     Εκεί ο Ανδρέας μου μίλησε για ένα βιβλίο που είχε διαβάσει (δεν θυμάμαι πια ούτε όνομα, ούτε τίτλο) το οποίο διαπραγματευόταν το «σκοτεινό πυρήνα της εξουσίας». Μου έκανε εντύπωση, γι’ αυτό και το θυμάμαι, εκείνη η ανάλυση του για το «σκοτεινό πυρήνα». Ήταν, αυτό το βιβλίο, ένα είδος ευαγγελίου γι’ αυτόν.

     Ξαναβρεθήκαμε, στα χρόνια της αυτοεξορίας μας, αρκετές φορές στη Ρώμη. Ήξερε πως δεν ανήκα ιδεολογικά στο χώρο του και γι’ αυτό συχνά με συμβουλευόταν για το αν έπρεπε, π.χ. να επισκεφτεί την ΕΣΣΔ ή, μετά την Μεταπολίτευση αν ενδείκνυνταν να καθυστερήσει κι άλλο την επιστροφή του στην Ελλάδα.

     Μέχρι το 1981 κρατήσαμε μια τακτική ενιαύσια επαφή. Το 1979, του έδωσα σε ένα χαρτάκι την πρόβλεψή μου για το ποσοστό που θα έπαιρνε στις εκλογές: 48,5. Ανεβαίνοντας στο Καστρί, στις 18 Οκτωβρίου του 1981, από τις εφτά το βράδυ, όταν τα πρώτα δειγματοληπτικά αποτελέσματα του έδιναν το ίδιο ποσοστό που είχα προβλέψει προ διετίας, μου έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι έβγαλε από την τσέπη του εκείνο το χαρτάκι που του είχα δώσει και το έδειξε στα μέλη του Εκτελεστικού που ‘φτασαν την ίδια ώρα. «Ο Βασίλης μου το είχε πει πριν από δύο χρόνια», τους είπε σαν να τους έψεγε κι εκείνοι (Γεννηματάς, Λαλιώτης, Αυγερινός, Μώραλης), γύρισαν και κοίταξαν τον άγνωστο κύριο, δηλαδή εμένα, με απορία. Στην ίδια εφημερίδα που τώρα γράφω τις αναμνήσεις μου, είχα δηλώσει στον Δημήτρη Γκιώνη, με αφορμή ένα βιβλίο μου που έβγαινε εκείνες τις μέρες (Σεπτέμβριος του 1981),ανάμεσα στα άλλα που αφορούσαν το βιβλίο, ότι «θα ψηφίσω ΠΑΣΟΚ και να γιατί», πράγμα που συγκίνησε βαθιά τον Ανδρέα και άρχισε να με ψάχνει στην Αμερική, όπου ζούσα τότε, για να με πείσει να κατέβω υποψήφιος στις εκλογές.

     «Πρόεδρε-του είπα-ποτέ δεν θα γίνω πολιτικός. Ούτε το ’74 ούτε τώρα. Ο πατέρας μου, σαν υποψήφιος, κάηκε από τον πατέρα σας κι εγώ δεν θα καώ από σας. Αλλά να σας βοηθήσω, σε ό,τι θέλετε». Έτσι επέστρεψα από την Αμερική και προλόγισα την ομιλία του στη γενέθλια πόλη μου, την Καβάλα. Κι όταν μια άλλη φορά μου πρότεινε να γραφτώ στο ΠΑΣΟΚ, του είπα πως ούτε αυτό θα έκανα για να μην τον φέρω στη δύσκολη θέση, αργότερα, να με διαγράψει.

     Τότε, σε κείνες τις μέρες, πρίν από τις εκλογές του ’81, όταν βρισκόμασταν πιο συχνά, ένα μεσημέρι, χωρίς εγώ καθόλου να τον προκαλέσω, μου εξομολογήθηκε τα πάντα, για τη ζωή, για τα παιδιά του, για τον ίδιο, καταλήγοντας πως αν «κερδίσουμε με τις εκλογές δεν θα σε ξαναδώ». Αν ζούσε ο πατέρας μου, εσύ σαν συγγραφέας που είσαι, θα ήσουν εδώ κάθε βράδυ. Εγώ όμως δεν ενδιαφέρομαι για τη λογοτεχνία ούτε για την τέχνη γενικά. Αν είναι να διαβάσω ένα βιβλίο το βράδυ, θα προτιμήσω ένα οικονομικό εγχειρίδιο…».

     Η εξομολόγησή του αυτή μου βούλωσε το στόμα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Το αντιπνευματικό ΠΑΣΟΚ, όπως διαμορφώθηκε κάτω από τον αστερισμό του, με προβλημάτισε και με έκανε να ψάξω τις βαθύτερες ψυχαναλυτικές αιτίες του φαινομένου. Γιος διαζευγμένων γονιών ήταν επόμενο να απεχθάνεται την κλίση προς τα καλλιτεχνικά του πατέρα-προδότη της αγαπημένης μάνας, κυρίως όταν η μητριά τύχαινε να είναι η πρώτη κυρία του θεάτρου.

     Μικρός θα έτρωγε καρπαζιές και χάδια, στο σπίτι τους, από ανθρώπους σαν τον Καζαντζάκη, τον Παλαμά, τον Καλομοίρη, τον Σικελιανό, όλοι πνευματικοί άνθρωποι πρώτου μεγέθους, αλλά και σύμμαχοι του πατέρα, όχι της μαμάς.

     Τώρα όμως δεν είναι η στιγμή για μια τέτοια αποτίμηση. Άνθρωπος συναισθηματικός, όπως υπήρξε ο ίδιος σε όλη τη ζωή του, φανατικός των φίλων του, ας δώσουμε στο συναίσθημα και στη φιλία του μερτικό που τους αξίζει.

     Τα άλλα για μια άλλη φορά. Πάντως από τη μέρα εκείνη του Οχτώβρη του 1981, παρ’ όλο που υπήρξα την πρώτη τετραετία-και την καλύτερη-αναπληρωτής γεν. διευθυντής στην τότε ΕΡΤ 1, δεν τον ξαναείδα ούτε μία φορά.

ΦΡΕΝΤΥ  ΓΕΡΜΑΝΟΥ: Παιχνίδια της πολιτικής μας ιστορίας…

     Υπάρχουν κάποιες παράξενες συμπτώσεις στην πολιτική μας ιστορία.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου πέθανε ακριβώς 100 χρόνια μετά τον Χαρίλαο Τρικούπη. Αυτό άσχετα από τις διαφορές που είχαν οι δύο πολιτικοί μας ηγέτες-τόσο στο μέγεθος (ανάλογα από τη σκοπιά που το βλέπει κανείς) όσο και στην ποιότητα του έργου τους.

Και οι δύο ανδρώθηκαν στο εξωτερικό. Ο Ανδρέας στην Αμερική, ο Τρικούπης στην Αγγλία. Οι πατέρες και των δύο υπήρξαν ηγέτες της χώρας. Ο πατέρας του Τρικούπη ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους- ο πατέρας του Ανδρέα πρώτος κυβερνήτης της χώρας, μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς.

     Και οι δύο σημείωσαν την πρώτη τους πολιτική επιτυχία πάλι με διαφορά 100 χρόνων ο ένας από τον άλλον. Ο Τρικούπης υπογράφοντας την Ένωση της Επτανήσου το 1864. Ο Ανδρέας βγαίνοντας για πρώτη φορά βουλευτής ακριβώς έναν αιώνα αργότερα το 1964. Και οι δύο εκτοξεύτηκαν προς την εξουσία, πάλι με διαφορά 100 χρόνων. Ο Τρικούπης γράφοντας το 1874 το περίφημο άρθρο «Τις πταίει», που τον έχρισε στα μάτια του λαού, πολιτικό αρχηγό του ελληνικού αύριο, ο Ανδρέας ιδρύοντας πάλι έναν ακριβώς αιώνα αργότερα το ΠΑΣΟΚ. Και οι δύο πέθαναν εξόριστοι-κατά κάποιον τρόπο. Ο Ανδρέας βιολογικά εξόριστος από τη μάχιμη πολιτική. Ο Τρικούπης γεωγραφικά εξόριστος, από την Ελλάδα-κι από το Μεσολόγγι πού τόσο αγαπούσε.

Έφυγαν, έχοντας πλάι τους μια γυναίκα. Ο Ανδρέας, τη σύντροφο της ζωής του. Ο Τρικούπης, την αγαπημένη του αδερφή Σοφία (Η άλλη Σοφία, η κόρη του Ανδρέα, που ήταν για πολλά χρόνια το πιο αγαπημένο ίσως πλάσμα της ζωής του, απουσίαζε δυστυχώς από την ύστατη μάχη της Εκάλης. Και δεν μπορούσε βέβαια να ‘ναι αλλιώς- όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα…)

Υπάρχει μια τελευταία ομοιότητα που δεν μπορεί παρά να την αποδεχτεί ακόμη και ο φανατικότερος πολέμιος του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Τρικούπης σφράγισε την πολιτική μας ιστορία, το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε ακριβώς το ίδιο στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα μας. Πάλι οι ιστορικοί, όταν έρθει η ώρα, θα γνωματεύσουν για την πολιτική σημασία της σφραγίδας αυτής . Υπάρχει και μια τελευταία λεπτομέρεια-αυτή προσωπική. Όταν ο Ανδρέας έφευγε πριν από τον πόλεμο, από τον Πειραιά για την Αμερική ο πατέρας του τον κατευόδωσε με ένα ποίημα του Καβάφη: «Αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις». (Αφήγηση του Ανδρέα στον γράφοντα, τον καιρό που δούλευα το «Ακριβή μου Σοφία»). Ο γιός του χαμογέλασε, με την ανεμελιά των 20 του χρόνων και του απάντησε: «Τη χάνω, αλλά θα την ξανάβρω!»

Την ξαναβρήκε.

Αλλά τώρα, σάμπως να ‘μεινε ξαφνικά η Αλεξάνδρεια ορφανή.

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 24 Ιουνίου 1996.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

8 Μαϊου 2022.

ΥΓ. Οι ιστορικοί της ελληνικής πολιτικής ιστορίας του μέλλοντος, μάλλον θα αποφανθούν θετικά για την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας από την παρούσα κυβέρνηση του κυρίου Κυριάκου Μητσοτάκη. Μήπως, ο Κρης πολιτικός, ήρθε η ώρα να κάνει την πολιτική του υπέρβαση, και να καταδικάσει δημοσίως και μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο, την πολιτική επιλογή του πατέρα του, πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να σύρει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο ειδικό δικαστήριο; Μήπως σαν νέος εκσυγχρονιστής πολιτικός οφείλει να τολμήσει και να δηλώσει ότι ήταν πολιτικό λάθος από τον πολιτικό πατέρα του η επιλογή της παραπομπής; Μια τέτοια ενέργεια, σίγουρα θα προστεθεί στα συν της πολιτικής του καριέρας.  

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου