Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

Μνήμη Ανταίου Χρυσοστομίδη Κάϊρο 15/2/1952- 14 Αυγούστου 2015

 

                 ΑΝΤΑΙΟΣ    ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ

(Κάϊρο Αιγύπτου 15 Φεβρουαρίου 1952- 14 Αυγούστου 2015)

      Τον γνωρίσαμε, όπως οι περισσότεροι φιλαναγνώστες και φιλαναγνώστριες την δεκαετία του 1980 από τις ωραίες και σημαντικές μεταφράσεις του σπουδαίων ευρωπαίων συγγραφέων, κυρίως Ιταλών πεζογράφων, τους οποίους ο Ανταίος Χρυσοστομίδης μετέφρασε στα ελληνικά από την ιταλική γλώσσα. Ανήκει δηλαδή στους επονομαζόμενους «Ιταλιστές».  Από τα δημοσιεύματά του στο περιοδικό «Ένα» και στην ημερήσια πολιτική εφημερίδα της ανανεωτικής αριστεράς «Η Αυγή» που κρατούσε την σελίδα «Περιδιαβάζοντας» και άλλες του δημοσιογραφικές συμμετοχές σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας. Τον παρακολουθούσαμε μαζί με την δημοσιογράφο και κριτικό κυρία Μικέλα Χαρτουλάρη (της εφημερίδας «Τα Νέα») σε εκπομπές βιβλίου στην δημόσια τηλεόραση. (Οι κεραίες της εποχής μας" ΕΡΤ 2006-2013). Να ταξιδεύει/ουν μαζί στο εξωτερικό, να επισκέπτεται τα σπίτια συγγραφέων, να παίρνει συνεντεύξεις, να συνομιλεί με ξένους γνωστούς Ευρωπαίους συγγραφείς για το έργο τους, για τα καινούργια βραβευμένα τους βιβλία, για τις μεταφράσεις των έργων τους στο εξωτερικό. Να ανοίγει μαζί τους συζήτηση για ζητήματα και θέματα που αφορούν τον μέλλον και το παρελθόν της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Τα παγκόσμια ρεύματα, τις επιδράσεις, την τεχνική του μυθιστορήματος, προβλήματα της μετάφρασης, το μέλλον της λογοτεχνίας στον δυτικό κόσμο και στους νέους ιστορικούς καιρούς που ανατέλλουν.Ο ίδιος, δίδαξε την τέχνη και τα ζητήματα της Μετάφρασης σε μεταπτυχιακούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ενώ υπήρξε συνεργάτης και διευθυντής των εκδόσεων «Καστανιώτη» στο Μεταφραστικό τμήμα του εκδοτικού οίκου. Μεταφραστής, αρθρογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο αρχιτέκτονας το επάγγελμα Ανταίος Χρυσοστομίδης, υπήρξε ένα πρόσωπο σπουδαγμένο στο εξωτερικό, καλλιεργημένο, καταρτισμένο σε ζητήματα λογοτεχνίας και κυρίως των προβλημάτων που έχουν να κάνουν με την τέχνη της μετάφρασης, της μεταφοράς στην ελληνική γλώσσα έργων και συγγραφέων σύγχρονων και μοντέρνων της εποχής μας. Συγγραφέων και πεζογραφημάτων στο μεγαλύτερο μέρος τους προερχόμενα από την Ιταλική λογοτεχνική παράδοση. Για αυτήν του την προσφορά βραβεύτηκε από το Ιταλικό κράτος ενώ το 2003 κέρδισε το ελληνικό κρατικό βραβείο μετάφρασης. Η επαγγελματική και δημοσιογραφική του ενασχόληση με έργα Ιταλών μυθιστοριογράφων, τα οποία γνώρισε στο ελληνικό κοινό προσέχθηκε και επαινέθηκε. Μεταξύ των ονομάτων που έργα τους μετέφρασε στα ελληνικά ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, είναι ο  Ίταλο Καλβίνο, ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ο Ουμπέρτο Έκο, ο Κάρλο Λέβι, ο Κάρλο Κολντόνι, ο Ιγνάτσιο Σιλόνε, ο Λεονάρντο Σάσα, ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ο Ούγκο Κλάους και αρκετοί άλλοι. Συμμετείχε επίσης με κείμενα του και σε συλλογικές εκδόσεις. Επιμελήθηκε μεταφράσεις ή συν-μετέφρασε τον περί αισθητικής λόγο του Ουμπέρτο Έκο, βλέπε "Ιστορία της Ασχήμιας" μτφ. Δήμητρα Δότση-Α. Χρυσοστομίδης, εκδ. Καστανιώτη 2007., και "Ιστορία της Ομορφιάς" μτφ. Δήμητρα Δότση- Χρίστος Ρομποτής, Θεώρηση μετάφρασης-επιμέλεια Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Καστανιώτη 2004. Μας έδωσε την δική του μεταφραστική εκδοχή του Οδοιπορικού του ποιητή, γλωσσολόγου, πεζογράφου και σκηνοθέτη Pier Paolo Pasolini, "Το Άρωμα της Ινδίας" εκδ. Άγρα 2002. Παρουσίασε πέρα από τα ελληνικά σύνορα το έργο του Πειραιώτη εικαστικού Γιάννη Κουνέλλη κ.ά. Σοβαρός, καλός χειριστής τόσο της ιταλικής όσο και της ελληνικής γλώσσας, με σωστές κριτικές και μεταφραστικές επισημάνσεις ο Ανταίος Χρυσοστομίδης άφησε πίσω του ένα μεταφραστικό έργο αξιοσημείωτο. Εμπλούτισε τα ελληνικά σύγχρονα γράμματα με τις προσεγμένες πεζογραφικές επιλογές του και μεταφορές του. Κατέστησε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό άξιο μέτοχο των δικών του αγαπών και διαβασμάτων.

    Δεν έχω διαβάσει όλα τα βιβλία που μετέφρασε ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, -αυτός ο έλληνας Αιγυπτιώτης που συνεχίζει επάξια την πολιτισμική παράδοση των ελλήνων της Αιγύπτου, αυτόν τον κοσμοπολίτικο αέρα και πνευματική φινέτσα των Ελλήνων της διασποράς, ότι όμως έπεσε στα χέρια μου από τους τίτλους που μετέφρασε τους χάρηκα αναγνωστικά. Στις 14 Αυγούστου συμπληρώνονται 7 χρόνια από την απώλειά του, όχι μόνο σημαντικού μεταφραστή της ιταλικής γλώσσας και μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων αλλά και «πολιτικού», μια και ο Ανταίος Χρυσοστομίδης υπήρξε και υποψήφιος με το κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς. Θα σημειώναμε με έναν κλισέ τρόπο, ότι έφυγε νωρίς, και ότι θα μπορούσε να προσφέρει στον χώρο της μετάφρασης, του βιβλίου και των εκδόσεων πολλά ακόμα. Η μοίρα του καθενός μας όμως είναι αυτή που κρατά το νήμα του χρόνου της τυχαίας και σύντομης ζωής μας. Στην μνήμη αυτού του υπέροχου Έλληνα Αιγυπτιώτη ανθρώπου του βιβλίου, της ανάγνωσης και της προσεγμένης μετάφρασης αφιερώνω αυτό το σημείωμα.

Το 2016 οι εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησαν τον συλλογικό τιμητικό τόμο στην μνήμη του, "Αντίδωρο για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη" Στην ιστοσελίδα της ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ και της Εταιρείας Συγγραφέων διαβάζουμε τους τίτλους των βιβλίων που μετέφρασε καθώς και βιβλία με δικά του κείμενα.

     Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, (το όνομά του δεν μπορεί να μην ανακαλέσει στην μνήμη μας τον αρχαίο ήρωα) μεταξύ άλλων ιταλικών μυθιστορημάτων και δοκιμίων που μετέφρασε στα ελληνικά, για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, είναι και το μυθιστόρημα του Ιταλού σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, «Άντζελο».  Μετάφραση από τα ιταλικά Ανταίος Χρυσοστομίδης ο οποίος έγραψε και την κατατοπιστική «Εισαγωγή στην Ελληνική Έκδοση», σελίδες 9-16. Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα»- Α.Α. Λιβάνης & Σια Ε.Ε. Αθήνα 1993, στην σειρά ξένη λογοτεχνία. Σε επιμέλεια: Τούλα Μαστρογιάννη και Εξώφυλλο: Κώστα Ζαχαράκη, σελίδες 160. Τίτλος πρωτοτύπου: “LE ROMAN DANGELO Συγγραφέας: LUCHINO VISCONTI. Περιλαμβάνει:  Σημείωση για την έκδοση των Φράνκο Μανίνο και Ουμπέρτα Βισκόντι Μανίνο σ.7. Ανταίος Χρυσοστομίδης, «Εισαγωγή στην Ελληνική Έκδοση», σ.9-16. Ακολουθούν τα 4 Κεφάλαια του μυθιστορήματος, σ. 17-114. Πρόλογος σ.115-148 από τον Rene de Ceccatty. Βιογραφικά Στοιχεία για τον συγγραφέα και σκηνοθέτη, σ. 149-159. Την έκδοση συνοδεύουν ένθετες ασπρόμαυρες φωτογραφίες (8 φύλλα) του Ιταλού σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι. Ο έλληνας μεταφραστής, δεν μας μιλά μόνο για το ημιτελές αυτό έργο του Ιταλού σκηνοθέτη αλλά μας δίνει και το κινηματογραφικό στίγμα της σκηνοθετικής του περιπέτειας. Πρόσωπα αντρών και γυναικών ηθοποιών που συνεργάστηκε. Ενώ διαβάζουμε και τις σχετικές επισημάνσεις του για την μετάφραση. Εύστοχη είναι και η άμεση σύνδεση της συγγραφικής ταυτότητας του Ιταλού σκηνοθέτη με την σκηνοθετική του αντίστοιχη. Αλληλεπίδραση των δύο όμορων καλλιτεχνικών εκφράσεων και ενασχολήσεων που τις συναντάμε και σε άλλους Ευρωπαίους καλλιτέχνες οι οποίοι διέθεταν και τις δύο ιδιότητες, αυτής του συγγραφέα ή σεναριογράφου και εκείνη του σκηνοθέτη. Βλέπε περίπτωση Πιέρ Πάολο Παζολίνι, του Σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, του Όρσον Ουέλς κ. ά. Στην ελληνική επικράτεια έχουμε μεταξύ άλλων την περίπτωση του Ορέστη Λάσκου, του Αλέκου Σακελλάριου, του Θεόδωρο Αγγελόπουλου κλπ.

Επαρκής γνώστης και εραστής της Ιταλικής πεζογραφικής παράδοσης ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, είτε συν-μεταφράζει τον δοκιμιακό περί Αισθητικής λόγο του Ουμπέρτο Έκο, είτε γράφει πεζά, είτε μεταφράζει τα έργα του Αντόνιο Ταμπούκι,τα πολιτικής αποχρώσεως κείμενα του Πιέτρο Ινγκράο, είτε της συντρόφου Λιλύς του ρώσου φουτουριστή ποιητή  Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι μας φανερώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τον στίβο της μεταφραστικής του προσφοράς μέσα στον οποίο καλλιέργησε τα δικά του μεταφραστικά της γλώσσα άνθη, το κλίμα ευφορίας το οποίο αισθάνονταν μεταφέροντας για εμάς τις «προσωπικές» του αγάπες. Η συμβολή του, -όπως και άλλων νεότερων και σύγχρονων αντρικών και γυναικείων μεταφραστικών φωνών- είναι καταλυτική και σημαδιακή. Οι έλληνες και ελληνίδες αυτοί συγγραφείς-μεταφραστές, μέσα από τον κοπιώδη αγώνα τους με την γλώσσα του πρωτοτύπου και της γενέθλιας γλώσσας τους, κατέστησαν θα μπορούσαμε να γράφαμε τα εφήμερα της γλώσσας- μυθοπλασίας μνημειώδη και διαχρονικά. Πάρα πολύ κατατοπιστικός και χρήσιμος στην ανάγνωση του ημιτελούς αυτού έργου του σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, του Κόμη του Μιλάνου, ο «Πρόλογος» του Rene de Ceccatty. Και όπως ο ίδιος σημειώνει: «Ο ιστορικός και κοινωνικός ρεαλισμός θα χαρακτηρίσει όλο το κινηματογραφικό έργο του Βισκόντι….» σελίδα 146, και παρακάτω: «Ο Βισκόντι δεν θα δεχτεί ποτέ να περιγράψει ένα πάθος χωρίς να περιγράψει τις πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες μέσα στις οποίες αυτό αναπτύχθηκε.».  Και αυτό πράττει και στο τεσσάρων κεφαλαίων, ημιτελές μυθιστόρημά του Άντζελο. Πέρα από την αισθητικοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στην οποία αρχίζει να ανθίζει η ερωτική φύση του νεαρού αγοριού και πριν προλάβει να εκδηλωθεί με την αναμενόμενη συντροφική-φιλική βόλτα. Το έργο αυτό του «παρ’ ολίγον» συγγραφέα σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι κινείται μέσα στην ατμόσφαιρα που έχουν και άλλα παρόμοιου πλαισίου μυθιστορήματα της εποχής του μεσοπολέμου. Όπως είναι ο «Νεαρός Τέρλες» του Ρόμπερτ Μιούζιλ, ο «Τόνιο Κρέγκερ» του Τόμας Μαν, ίσως και τα πιο ολοκληρωμένα, το «Αγόρι πλάι στο ποτάμι», το «Σαρκοβόρο Αρνί» ή τα καθαρά εφηβικά όπως το «Με λένε Άραμ», το «Κνούλπ» και ορισμένα άλλα, που μας δείχνουν το κοινωνικό, εκπαιδευτικό και ερωτικό κλίμα του μεσοπολέμου εκείνης της ιστορικής ευρωπαϊκής περιόδου. Όπου «Η Σύγχυση Αισθημάτων» όπως μας έδειξε ο αυστριακός Στέφαν Τσβάιχ  ήταν κάτι υπό εξερεύνηση και διερεύνηση τόσο από την επιστήμη της ψυχανάλυσης όσο και από τους μαιτρ της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Τα ορισμένα λαθάκια του τυπογραφείου δεν μειώνουν ούτε την αξία του βιβλίου, ούτε της έκδοσης ούτε φυσικά την αξία και την σημασία της μετάφρασης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

19 Μαρτίου 1976. Σε μια μικρή πλατεία του ιστορικού κέντρου της Ρώμης, οροθετημένη στις τρείς πλευρές της από παλιά αρχοντικά και στην τέταρτη από την εκκλησία του Σαν Ινιάτσιο, γίνεται η κηδεία του Λουκίνο Βισκόντι. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για μια κηδεία αλλά για δύο. Η πρώτη-η μη θρησκευτική, η πολιτική-οργανώνεται από το κόμμα που ο Βισκόντι υποστήριξε σε όλη τη ζωή, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η δεύτερη-η θρησκευτική, η επίσημη, αυτή που δεν ήθελε ο ίδιος-οργανώνεται από την οικογένειά του, μια οικογένεια ευγενών από το Μιλάνο που μετράει στο γενεαλογικό της δέντρο κλαδιά και παρακλάδια από το μακρινό 1200. Η πρώτη κηδεία γίνεται έξω, στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία. Η δεύτερη γίνεται στην εκκλησία, με τη συμμετοχή των πολιτικών και θρησκευτικών Αρχών της χώρας, πράγμα που μάλλον δε θα άρεσε στον Δούκα Λουκίνο Βισκόντι του Μοντρόνε, ο οποίος, περισσότερο από τα σαλόνια της τάξης του, αγάπησε- όπως δείχνει και ο Άντζελο-τις φτωχικές εργατικές συνοικίες του Βορρά ή τα απομακρυσμένα ξεχασμένα χωριά του Νότου της Ιταλίας.

     Τη θυμάμαι έντονα εκείνη τη μέρα. Ποτέ δε μου άρεσε να πηγαίνω σε κηδείες, και μάλιστα σε κηδείες επωνύμων, αλλά το ‘χα νιώσει κάπως σαν προσωπική οφειλή: ο Βισκόντι, με τις ταινίες του, ήταν για μένα ένα από εκείνα τα λιγοστά πρόσωπα που επηρέασαν την ψυχολογία μου, τη διαμόρφωσή μου. Φυσικά, με ενδιέφερε περισσότερο η πρώτη «κηδεία», αυτή που άλλωστε συγκέντρωνε τους πραγματικούς φίλους του έργου του: στη μέση, λοιπόν, της πλατείας είχε στηθεί μια μικρή πλατφόρμα-θύμιζε περισσότερο πολιτική συγκέντρωση παρά κηδεία-στην οποία, ο ένας μετά τον άλλο, ανέβαιναν οι ομιλητές. Κύριος ομιλητής ήταν ένας βουλευτής του ΙΚΚ,- συγγραφέας ο ίδιος και προσωπικός φίλος του Βισκόντι-, ο Αντονέλο Τρομπατόρι, και η ομιλία του δεν ήταν ένας τυπικός επικήδειος αλλά ένα συγκινητικό πορτρέτο του ανθρώπου, του σκηνοθέτη και του αντιφασίστα αγωνιστή.

     Δε θυμάμαι πολλά πράγματα από τα λόγια του, θυμάμαι κυρίως τη σιωπή του πλήθους που άκουγε συγκινημένο και το πρόσωπο του Μπαρτ Λάνκαστερ-του μόνου από τους πολλούς παρόντες στην επίσημη κηδεία ηθοποιούς που κυκλοφορούσε μέσα στο πλήθος και έδειχνε να θρηνεί πραγματικά το σκηνοθέτη του, τον άνθρωπο που, στη δύση της καριέρας του ως ηθοποιού, του έδωσε δύο πολύ μεγάλους ρόλους. Μία, όμως, εικόνα από την ομιλία του Τραμπατόρι έμεινε βαθιά χαραγμένη μέσα μου: η εικόνα του θανάτου του Βισκόντι.

     Ήταν δύο μέρες πριν. Ήδη παράλυτος από τη μέση και κάτω, εξουθενωμένος από τα γυρίσματα της ταινίας που μόλις είχε τελειώσει, ο Βισκόντι, βρίσκεται, νικημένος από μία γρίπη, στο κρεβάτι. Εκείνο το πρωί ζητάει να του βάλουν στο πικ απ τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπραμς, κι όταν ο δίσκος τελειώνει, ζητάει να ξανακούσει τη συμφωνία πάλι και πάλι. Ύστερα, γυρίζει προς την αδελφή του Ουμπέρτα και της λέει: «Τώρα φτάνει!» Μετά γυρνάει το κεφάλι του από την άλλη μεριά και πεθαίνει.

     Η εικόνα του ετοιμοθάνατου Βισκόντι που θέλει να ξανακούσει, πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του, την αγαπημένη του συμφωνία, με είχε, θυμάμαι, συγκλονίσει. Ήταν ένας θάνατος, για τα δικά μου μέτρα, αντάξιος του έργου του, αντάξιος της ζωής του, αντάξιος της εικόνας που είχα εγώ γι αυτόν. Ήταν ένας θάνατος λόγιος, ένας θάνατος σχεδόν παλιομοδίτικος, ένας θάνατος βγαλμένος από τις καλύτερες σελίδες ενός καλού, κλασικού μυθιστορήματος. Και θυμάμαι ακόμα ότι στο τέλος της κηδείας, ενώ οι φωτογράφοι κυνηγούσαν να φωτογραφίσουν τον συντετριμμένο Χέλμουτ Μπέργκερ, εγώ σκεφτόμουν πως ήταν κρίμα που ο Βισκόντι δεν είχε καθίσει να γράψει ένα μυθιστόρημα-αυτός πού τόσο είχε αγαπήσει τη λογοτεχνία.

     Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, σε μια πόλη που καμιά σχέση δεν έχει με τη Ρώμη των φοιτητικών μου χρόνων, ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή μου προτείνει τη μετάφραση ενός βιβλίου από τα ιταλικά. Πηγαίνω στο ραντεβού και βρίσκομαι μπροστά σε ένα φωτοτυπημένο δακτυλόγραφο κείμενο με χειρόγραφες διορθώσεις κι έναν τίτλο:  Angelo.

     Στη σημερινή πολυσύχναστη και πολυμολυσμένη Σόλωνος δεν μπορείς να συγκινηθείς εύκολα. Κι όμως, εκεί μπροστά μου υπήρχε ένα άγνωστο κείμενο του Βισκόντι με φωτοτυπημένες τις ιδιόχειρες διορθώσεις του. Η έκπληξη και η συγκίνηση μεγάλες.

     Όπως θα διαβάσει ο αναγνώστης στο εξαιρετικά ενημερωτικό κείμενο του ανθρώπου που ανακάλυψε το χειρόγραφο του Άντζελο, η ύπαρξη αυτού του κειμένου ήταν άγνωστη μέχρι πριν λίγο καιρό, όταν το δαχτυλόγραφο βρέθηκε στα αρχεία του Ινστιτούτου Γκράμσι, ανάμεσα σε χιλιάδες φωτογραφίες και χιλιάδες χαρτιά (ανάμεσα τους και τα πρώτα σενάρια δύο ταινιών πού δεν πρόφτασε να γυρίσει, του Νιζίνσκι και του Το μαγεμένο βουνό, με τον Αλέν Ντελόν για πρωταγωνιστή) που ακόμα δεν έχουν ταξινομηθεί. Κι αυτή εδώ η έκδοση, που γίνεται σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση του βιβλίου στην Ιταλία και τη Γαλλία, είναι μία πρώτη γεύση των θησαυρών που μπορεί ακόμα να κρύβει το αρχείο Λουκίνο Βισκόντι.

     Άρχισα να μεταφράζω το έργο, νιώθοντας ότι, δεκαεφτά χρόνια μετά, κάποιος κύκλος έκλεινε, και έκλεινε με τον καλύτερο τρόπο.

    Ο Άντζελο είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα’ ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, είναι η αρχή ενός μεγάλου μυθιστορήματος που δε γράφτηκε-ή δε βρέθηκε-ποτέ. Κι όμως, σ’ αυτά τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του έργου, ο αναγνώστης εύκολα εντοπίζει όχι μόνο την ψυχολογία των ηρώων αλλά και την υπόθεση του μυθιστορήματος. Είναι η ιστορία ενός δεκατετράχρονου παιδιού, τη στιγμή ακριβώς που περνά από την παιδική ηλικία σε μιάν μάλλον δύσκολη εφηβεία, κάπου σε ένα μικρό σοκάκι μιας ξεχασμένης επαρχιώτικης συνοικίας.  Μας λείπει το «πότε» της πλοκής (ο Βισκόντι δεν πρόφτασε να μπολιάσει το μυθιστόρημά του με τις αγαπημένες του πολιτικοϊστορικές αναφορές που είχε πάντα στα έργα του), αλλά έχουμε αρκετές πληροφορίες για τα «πώς» και τα «πού», πληροφορίες που ο συγγραφέας δίνει με μια εντυπωσιακή επιμονή στη λεπτομέρεια, επιμονή που έδειχναν άλλωστε όλοι οι Ιταλοί συγγραφείς του Μεσοπολέμου.

     Τα θέματα που διαπερνούν αυτά τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του Άντζελο είναι τα γνώριμα από τις ταινίες του αγαπημένα θέματα του Βισκόντι. Η γραφή του είναι κλασική (όπως και στις ταινίες του, ο Βισκόντι προτιμούσε να είναι «κλασικός» παρά «νεωτεριστής», αν και για την εποχή του, όπως πολύ καλά ξέρουμε από την κακή υποδοχή των ταινιών του Οσεσιόνε και Η γη τρέμει, ο ρεαλισμός του ήταν μια πρόκληση, ένας ουσιαστικός νεωτερισμός) αλλά ποτέ ακαδημαϊκή. Το δείχνουν οι φράσεις του, που άλλοτε είναι μακρόσυρτες και άλλοτε σχεδόν τηλεγραφικές. Το δείχνουν οι μικρές παράγραφοί του, πού, η μία μετά την άλλη, τον βοηθάνε να ξετυλίγει τη σκέψη του αργά αλλά εξαιρετικά μεθοδικά. Οι ομοιότητες ανάμεσα στη λογοτεχνική του γραφή, και στην άλλη, την κινηματογραφική του γραφή, είναι πολλές και επίσης εύκολα αναγνωρίσιμες.

     Αυτός ο Άντζελο, λοιπόν, δεν είναι το πρωτόλειο ενός ανθρώπου που ακόμα δεν έχει αποφασίσει αν θα γίνει συγγραφέας ή σκηνοθέτης. Έστω και κολοβό, είναι ένα λογοτεχνικό έργο που συνεπαίρνει τον αναγνώστη του, γι’ αυτό και η έλλειψη ενός «φινάλε» είναι αρκετά επώδυνη γι’ αυτόν, που ήδη έχει αγαπήσει ή αντιπαθήσει τους ήρωες του βιβλίου και διαβλέπει πώς θα μπορούσε να εξελιχτεί η πλοκή του μυθιστορήματος. Αυτό, ο Βισκόντι, το κατορθώνει με μερικές εξαιρετικές σκηνές: Ας αρκεστούμε να αναφέρουμε τη σκηνή στην οποία τα δύο αδέλφια ανακαλύπτουν τον αυνανισμό, ή εκείνη την έξοχη σκηνή με την μπακάλισσα που κλαίγεται μπροστά στον ωραίο νεαρό φούρναρη, ή, τέλος, όλο το κεφάλαιο που περιγράφει την επίσκεψη του Τόνιο στο σπίτι του άρρωστου Άντζελο, μία από τις ερωτικότερες σκηνές όλου του βισκοντικού έργου.

     Η συγκίνηση, επομένως, που ένιωσε ο μεταφραστής αυτού του βιβλίου,-και δηλωμένος θαυμαστής των έργων του «κόκκινου αριστοκράτη»- δεν περιορίστηκε μόνο στη θέα των χειρογράφων ενός άγνωστου έργου του Βισκόντι. Και η απάντηση στο εύλογο ερώτημα- μα ήταν σωστό οι κληρονόμοι του να μη λάβουν υπόψη τους την πρόθεσή του να μη δημοσιεύσει ποτέ αυτό το νεανικό του εγχείρημα;- είναι καταφατική: ναι, άξιζε τον κόπο. Ήταν πολύ φυσικό ο ίδιος, όταν ήταν εν ζωή, να αδιαφορεί για ένα παλιό, ημιτελές έργο του: όσο ζούμε τόσο πιστεύουμε πως θα συνεχίσουμε να δημιουργούμε. Μετά θάνατον, όμως, του δημιουργού του, ο Άντζελο μπορεί άφοβα να δείξει την αξία του, και όχι μόνο την έννοια του ιστορικού ντοκουμέντου.

     Το δαχτυλόγραφο του Άντζελο είναι ένα κείμενο που δε δόθηκε ποτέ προς δημοσίευση: ο συγγραφέας του δεν το ξανακοίταξε ποτέ από τότε. Εδώ κι εκεί υπάρχουν-όπως ήδη αναφέραμε-ιδιόχειρες διορθώσεις, διαγραφές ή συμπληρώσεις, όπως υπάρχουν και αρκετά κενά ή παρενθέσεις, που ο ίδιος ο Βισκόντι σημείωνε για να καλύψει εν καιρώ. Ακόμα, υπάρχουν ορισμένες ασυνταξίες, φράσεις χωρίς ρήματα ή ορισμένες λέξεις βαλμένες παράταιρα σε σχέση με το νόημα της πρότασης ή της παραγράφου. Οι δυσκολίες, επομένως, που αντιμετώπισε ο μεταφραστής ήταν κάπως περισσότερες από αυτές που συνήθως αντιμετωπίζει σε μια «κανονική» μετάφραση. Η επέμβασή του, παρ’ όλα αυτά, περιορίστηκε στην πρόθεση κάποιων σημείων στίξης και σε μερικές αναγκαίες παρεμβάσεις στις προτάσεις εκείνες που είναι προβληματικές, ακόμα και στα ιταλικά. Όσο για κάποια αγαπητά στον Βισκόντι επίθετα (όπως τα επίθετα «βουβός» και «διάφανος») ή ουσιαστικά (το «ένστικτο», για παράδειγμα, γυρίζει και ξαναγυρίζει στο βιβλίο με όλα τα πιθανά παράγωγά του), τις περισσότερες φορές κρατήθηκαν ως έχουν, γιατί αν φαντάζουν περίεργα στα ελληνικά, άλλο τόσο περίεργα φαντάζουν και στα ιταλικά. Άρα η (συνεχής) χρήση τους ήταν μια επιλογή του συγγραφέα, που έπρεπε να γίνει σεβαστή.

     Μία μόνο πρωτοβουλία πήρε ο μεταφραστής. Ο φίλος του Άντζελο, ο Τόνιο, εμφανίζεται στο μισό κείμενο ως Τόνιο και στο άλλο μισό ως Τονίνο (και τα δύο υποκοριστικά του ονόματος Αντόνιο). Επειδή, όμως, ο νοικάρης της οικογένειας λέγεται Τανίνο, κι επειδή εύκολα ο αναγνώστης θα μπορούσε να μπερδευτεί μεταξύ Τονίνο και Τανίνο, ο Τόνιο παρέμεινε σε όλο το κείμενο Τόνιο.

     Εξήντα χρόνια πέρασαν-αν είναι σωστοί οι υπολογισμοί των μελετητών του βισκοντικού έργου-από την ημέρα που ο περίπου τριαντάρης Βισκόντι κάθισε να γράψει το φιλόδοξο αυτό μυθιστόρημά του. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ιταλικής, και γενικότερα ευρωπαϊκής, κουλτούρας. Από τότε είδαμε έναν πανέμορφο ασπρόμαυρο Μάσιμο Τζιρότι να φτάνει μέχρι το φόνο για να ζήσει καλύτερα στους βάλτους μιας φασιστικής Ιταλίας (Οσεσιόνε, 1943)’ τους ψαράδες ενός χωριού της Σικελίας να αναγκάζονται να γραφτούν σε ένα συνεταιρισμό για να πληρώνονται με ένα μεροκάματο τρόμου (Η γη τρέμει, 1948)’ την Άννα Μανιάνι να παλεύει να κάνει την κορούλα της ηθοποιό (Μπελίσιμα, 1951) ή να παίζει, με αφοπλιστικό χιούμορ και αυτοκαγχασμό, τον  εαυτό της (Άννα Μανιάνι, από το σπονδυλωτό Είμαστε γυναίκες, 1953)’ μια κόμισσα να απαρνείται τα πάντα για ένα κίβδηλο αλλά παθιασμένο έρωτα, ενώ γύρω της μαίνεται ο πόλεμος (Σένσο, 1954)’ τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στο ρόλο του ερωτευμένου ντοστογιεφσκικού ήρωα χωρίς ελπίδα (Οι λευκές νύχτες, 1957)’ τον Ντελόν, τη Ζιραρντό, τον Σλαβατόρι, την Παξινού και τον Φωκά εγκλωβισμένους σε έναν κύκλο βίας, έρωτα και αδιεξόδων σε ένα Μιλάνο που βιομηχανοποιείται ξεχνώντας το υποπρολεταριάτο του (Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του, 1960)’ τη Ρόμυ Σνάιντερ να εκδικείται το σύζυγό της εκπληρώνοντας τα συζυγικά της καθήκοντα μόνο επί πληρωμή (Η εργασία, από το Βοκάκιος 70, 1961)’ τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Κλαούντια Καρντινάλε να χορεύουν το ωραιότερο βαλς της ιστορίας του κινηματογράφου, ενώ γύρω τους αλλάζει πρόσωπο η Ιταλία (Ο Γατόπαρδος, 1963)’ πάλι την Καρντινάλε να ζει έναν παράφορο απαγορευμένο έρωτα με τον αδελφό της Ζαν Σορέλ (Τα μακρινά αστέρια της Άρκτου, 1965)’ τη Σιλβάνα Μαγκάνο, διάσημη σταρ του κινηματογράφου, να μένει αιχμάλωτη της δόξας της (Η μάγισσα που κάηκε ζωντανή, από το σπονδυλωτό Οι μάγισσες, 1967)’ τον Μαστρογιάνι να ενσαρκώνει τον πασίγνωστο ήρωα του Αλμπέρ Καμύ (Ο ξένος, 1967)’ την πτώση μιας παλιάς πάμπλουτης αριστοκρατικής οικογένειας και την παράλληλη άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία (Οι καταραμένοι, 1969)’ τον Ντερκ Μπόγκαρντ, στον ωραιότερο ρόλο της ζωής του, να ερωτεύεται έναν έφηβο και να συναντά το θάνατο (Θάνατος στη Βενετία, 1971)΄ τον Χέλμουτ Μπέργκερ, βασιλιά που δεν ξέρει να βασιλέψει, σε μια πολυφωνική βιογραφία του «τρελού» Λουδοβίκου της Βαυαρίας (Λούντβιχ, 1973)’ τον Μπαρτ Λάνκαστερ, γέρο καθηγητή, να περιμένει το θάνατο, παρατηρώντας μια οικογένεια που τον ελκύει αλλά του είναι ξένη (Η γοητεία της αμαρτίας, 1974)’ τον Τζιανίνι, τυπικό ήρωα του Ντ’ Ανούντσιο, να σκοτώνει το παιδί που η γυναίκα του έκανε με κάποιον άλλο (Ο αθώος, 1976).

     Από τότε έλαμψε και έσβησε η θεία φωνή της Μαρίας Κάλλας, που κάτω από τη σκηνοθετική επίβλεψη του Βισκόντι, έφερε ξανά στην όπερα μοναδικές μέρες δόξας. Από τότε συγγραφείς σαν τον Τσέχοφ και τον Γκολντόνι, τον Ουίλιαμς και τον Πίντερ, τον Στρίνμπεργκ και τον Κοκτό αποκάλυψαν μια νέα-βισκοντική-διάσταση των έργων τους, ερμηνευμένα από ηθοποιούς σαν τον Γκάσμαν και τη Μορέλι, τον Μαρέ και τη Ζιραρντό, τον Πάολο Στόπα και τη Μαριάντζελα Μελάτο. Από τότε, όλοι διαβάσαμε εκατοντάδες βιβλία, είδαμε χιλιάδες ταινίες, ζήσαμε δεκάδες καταστάσεις σαν αυτές που διηγήθηκε ο Βισκόντι.

      Κι αυτός ο μικρός Άγγελος, ο Άντζελο, που, δυστυχώς, έμεινε μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, κατορθώνει ακόμα και σήμερα να μας συναρπάζει.

      ΑΝΤΑΙΟΣ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ (Κάϊρο Αιγύπτου 15/2/1952-14/8/2015).

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου