ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΑΚΙ ΤΟΥ
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ή
Η Κοίμηση των Μητέρων μας
ΤΥΨΕΙΣ
Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια,
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα,
λόγια πιό πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες-
μά πιό πολύ, η όψη της μητέρας μου,
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλομή.
Από «ΤΑ ΞΕΝΑ ΓΟΝΑΤΑ»
ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ
Όταν πέθανε η μητέρα μου, είπα να μοιράσω τα λίγα
ρούχα της στους φτωχούς. Ρώτησα μιά γειτόνισσα μη-
πως ήξερε καμιά φτωχιά γριούλα’ μου απάντησε πώς
δεν υπήρχαν πιά φτωχοί. Τα ίδια μου είπε και μια κυ-
ρία που κρατούσε το ταμείο των πτωχών στην ενορία
μας: «Κανείς πιά δε φοράει παλιά ρούχα. Μπλουζάκια
ολοκαίνουργια τα βλέπεις στα σκουπίδια».
Είδα κι απόειδα, αποφάσισα να τα κρατήσω. Δε θα μου
έπιαναν τόπο, χώρια πού κάθε ρουχαλάκι θα μου θύμιζε
και μιά εποχή. Άλλωστε, μπορεί και πάλι να μας έβρι-
σκαν καιροί δύσκολοι, τότε που ανοίγεις με απόγνωση
παλιά μπαούλα, βρίσκεις στον πάτο τους ένα σωρό
χρήσιμα πράγματα και δοξάζεις τον πανάγαθο πού δεν
τα είχες πετάξει.
Από «ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ» πεζά ποιήματα
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Ένα άσπρο ημιφορτηγάκι σταμάτησε μπροστά στην
πόρτα. «Ξεχάσατε το μαξιλάρι και τις παντόφλες της
μητέρας σας», μου είπε ένα γεροντάκι που κατέβηκε
από μπροστά. Μού άνοιξε την κλειστή καρότσα και είδα
μέσα τη μητέρα μου, συγυρισμένη στο κιβούρι της και
σκυθρωπή. «Μην παραξενεύεστε», συνέχισε το γερον-
τάκι. «Άμα κανείς πεθάνει στην κλινική, του κουβαλάμε
μ’ αυτό, για να μην βλέπουν οι άρρωστοι τη νεκροφόρα
κι αγριεύονται». Της βάλαμε το μαξιλάρι και τις παν-
τόφλες. «Θέλω μιά χάρη», του είπα’ «πρίν την πάτε
στο νεκροταφείο, κάντε της μιά γυροβολιά στην Τούμπα.
Θα το χαρεί πολύ η ψυχή της».
Όταν το απόγευμα την κατεβάζαμε στον τάφο, ένα
χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό της.
Από «ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ», πεζά ποιήματα
ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Ήμουν σκυμμένος πάνω από τον τάφο της μητέρας μου
τακτοποιώντας τα λουλούδια πού της πήγα, όταν κατά-
λαβα πώς κάποιος είχε έρθει και στεκόταν από πίσω
μου. Γύρισα κι είδα μιά αδερφή, από αυτές που συναν-
τούσα χρόνια στο Βαρδάρι. «Έχετε εδώ τη μητέρας σας;»
με ρώτησε ευγενικά’ «λίγο πιό κάτω είναι και η δική
μου». Βαμμένα μαλλιά, γυναικωτά φερσίματα, η γνω-
στή θηλυπρεπής φωνή. «Βλέπω, την περιποιείστε πολύ»,
συνέχισε’ «όμως δε νομίζετε πώς αυτές οι μάνες μας
κατάστρεψαν; Αν σήμερα σερνόμαστε στο Βαρδάρι, αυ-
τές δεν είναι η αιτία;» «Άς μην τα ρίχνουμε όλα στις μα-
νάδες μας», του απάντησα ψυχρά’ «ας θυμηθούμε του-
λάχιστον και τι θυσίες έκαναν για μάς». «Δε λέω», συ-
νέχισε εκείνος, «αλλά και τόση υπερβολική λατρεία…».
Του χρειάζονταν σιχτίρισμα. «Ακούστε», του είπα, «ε-
δώ δεν είναι μέρος για τέτοιες κουβέντες. Πάντως να
ξέρετε ένα πράγμα: Εκείνοι που δεν λατρεύουν τους πε-
θαμένους τους, δεν έχουν αγάπη ούτε για τους ζωντανούς.
Ίσως αυτό να οδήγησε τους πιό πολλούς στο Βαρδάρι
-όχι η μάνα μας».
Όταν απομακρύνθηκε, το μικρό νεκροταφείο ξαναβρή-
κε τη γαλήνη του. Σκυφτές γυναικούλες εδώ κι εκεί άνα-
βαν με ευλάβεια τα καντήλια.
Από «ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ» πεζά ποιήματα
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ (1986)
Το βράδι, με περίμενε στην πόρτα ο γιός τής απέναντι
γειτόνισσας. «Απόψε συχωρέθηκε η μητέρα μου», μού
είπε βουρκωμένα. Για λίγο μείναμε σιωπηλοί, καμιά
κουβέντα δε σήκωνε η ώρα. «Είπα να ειδοποιήσω τους
γειτόνους μας για την κηδεία, μα εκτός από την κυρα-
Δέσποινα κι εσάς, δεν έμεινε κανένας από τους παλιούς. Η
μάνα μου που ξεπροβόδισε όλες τις γειτόνισσες, θα φύγει
τώρα ολομόναχη».
Μαζί της πέθανε κι η γειτονιά μας», σκέφτηκα μ’ ένα
σφίξιμο στην καρδιά.
Από «ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ» πεζά ποιήματα
ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ
Παλιό, ακατοίκητο αρχοντικό, με κήπο στο βάθος, και
στην άκρη του κήπου ένα εκκλησάκι. Μιά τρελή, πού
ζούσε εκεί μέσα ολομόναχη, άναβε κάθε βράδυ το καν-
τήλι. Το έβλεπα από μιά χαραμάδα της εξώπορτας, να
λαμπυρίζει μεσ’ απ’ τα φυλλώματα, και γαλήνευε η ψυ-
χή μου. Η διάθεσή μου ήταν πάντα χαλασμένη, καθώς
γύριζα τα βράδια στο σπίτι επιστρέφοντας από το ερω-
τικό μου δωμάτιο. Χωρίς να το καταλάβω, αυτό το
καντήλι είχε γίνει η πιό κρυφή παρηγοριά μου. Και κατά-
λάβαινα γιατί χιλιάδες άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο έ-
ξακολουθούν ακόμη ν’ ανάβουν το καντήλι τους.
Ένα βράδυ το βρήκα σβηστό. Κάτι είχε πάθει, φαίνε-
ται, η τρελή. Λίγο αργότερα έχασα κι εγώ το ερωτικό
μου δωμάτιο, κι έπαψα πιά να περνάω από κείνο το δρό-
μο. Κανένα καντήλι δεν παρηγόρησε από τότε τη ζωή
μου.
Από «ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ», πεζά ποιήματα, εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1984, β΄ έκδοση.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ,
ψευδώνυμο του ποιητή Κωνσταντίνου Δημητριάδη (20/3/1931-11/8/2020).
Πειραιάς 10 Αυγούστου 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου