Μία νοσταλγική
περιδιάβαση στις παιδικές αναμνήσεις
Αρκετές δεκαετίες πρίν πιάσω στα χέρια μου την μελέτη του Μιχαήλ Γκητάκου για την Ιερά Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνος γνώριζα την Μονή από τις δεκάδες επισκέψεις μου. Πολύ πριν ακούσω για τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, είχα επισκεφτεί και έπαιζα στο άδειο και έρημο σπίτι του που βρίσκονταν στην παραλία μπροστά από το Μοναστήρι στην κάτω πλευρά του δρόμου, όπου στην μικρή προβλήτα άραζε το πλοίο που τροφοδοτούσε την Μονή με πόσιμο νερό. Πρίν μου μιλήσουν για τον Όσιο Λαυρέντιο είχα ανεβεί στο βουνό και επισκεφτεί την σκήτη του. Γνώριζα για τον τάφο του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα δίχως να γνωρίζω τίποτα για την ζωή του. Ότι με την Μονή είχε συνδεθεί ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ότι στα Κελιά της-όταν η Μονή ήταν μέχρι το 1944 αντρική- φιλοξενήθηκαν αρχιεπίσκοποι έλληνες και κύπριοι, επίσκοποι, πολιτικοί και επιφανείς έλληνες. Η ιστορία της Ιεράς Μονής Φανερωμένης δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από την θρησκευτική και εκκλησιαστική αίγλη άλλων ιερών μονών και μοναστηριών της ορθοδοξίας που βρίσκονταν διάσπαρτες σαν ζωογόνα άνθη στο λεκανοπέδιο αττικής. Η Μονή είχε αγωνιστική προϊστορία και συμβολή την περίοδο της εθνικής παλιγγενεσίας. Η δράση και η συνεισφορά της στον Αγώνα υπήρξε μεγάλη και έντονη. Το ίδιο και η θαυματουργή Χάρη της Παναγίας της Φανερωμένης που είναι αφιερωμένο το περίφρακτο συγκρότημα της Μονής.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με χρονολογική σειρά. Δεκαετία του 1960, Ιερά Μονή Σαλαμίνος-ηγουμένη η γερόντισσα Μακρίνα- το Μοναστήρι ενοικίαζε τον πέριξ και την γύρω περιοχή από την Μονή σε εργατικές οικογένειες για καλοκαιρινό παραθερισμό. Περίοδος περίπου τεσσάρων μηνών. Οι εκτενείς πευκόφυτες εκτάσεις, οι πευκόφυτες πλαγιές ήσαν στην κυριότητα, ιδιοκτησία του ιστορικού παλαιού μοναστηριού. Αρκετά χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στην Ιερά Μονή της Παναγίας Φανερωμένης-από την πάνω και την κάτω πλευρά της κεντρικής λεωφόρου που ενώνει την Κούλουρη, το κέντρο της πόλης της Σαλαμίνος με την Ιερά Μονή, αλλά και μετά την Μονή, που συνεχίζεται η λεωφόρος μέχρι το σημείο του τέλους της μοναδικής λεωφόρου,-πρίν συνεχιστεί με χωματόδρομο η διαδρομή- υπάρχει προβλήτα στην οποία άραζαν , ένα ή δύο νομίζω φεριμπότ αν θυμάμαι καλά, και επικοινωνούσε ακτοπλοϊκώς το νησί με τα απέναντί του Μέγαρα, την βόρεια πλευρά της Πελοποννήσου, όλες αυτές οι πευκόφυτες περιοχές που απλώνονταν στις βουνοπλαγιές και έφταναν μέχρι σχεδόν τις πεντακάθαρες παρυφές τότε παραλίες, ενοικιάζονταν από την Ιερά Μονή για παιδικές κατασκηνώσεις και για παραθερισμό σε χιλιάδες εργατικές, φτωχές οικογένειες. Δεν γνωρίζω από ποια ιστορική χρονιά είχε αρχίσει η Μονή να νοικιάζει τον χώρο και να έχει τους ανάλογους αναγκαίους προσόδους για την συντήρησή της. Έζησα τις περιόδους δύο μεγάλων παιδικών κατασκηνώσεων μία πριν την Μονή και μία μετά, από την πάνω πλευρά της λεωφόρου και μία κατασκήνωση από την κάτω, και οκτώ ή εννέα παραθεριστικές περιόδους της οικογένειάς μου σαν παιδί του Δημοτικού. Όπως όλες οι υπόλοιπες οικογένειες νοικιάζαμε έναν χώρο, τον οριοθετούσαμε με ασπρισμένες πέτρες και πευκόδεντρα, στήναμε το αντίσκηνο και την γκουμούτσα (μία ξύλινη αυτοσχέδια παράγκα σαν κουζίνα), φτιάχναμε τον «τούρκικο» καμπινέ και παραθερίζαμε κάνοντας τα καλοκαιρινά μας μπάνια και τις μίνι ημερήσιες εκδρομές. Υπήρχαν βυτιοφόρα που μας τροφοδοτούσαν με νερό δύο με τρείς φορές εβδομαδιαίως, παγοπώληδες, μανάβηδες υπαίθριοι πωλητές για τις άλλες ανάγκες. Για πάσα άλλη ανάγκη υπήρχε μία γραμμή λεωφορείου που ένωνε την Κούλουρη και τα Παλούκια με την περιοχή της Φανερωμένης. Μια αρκετά μεγάλη περιοχή που άρχιζε σχεδόν από την Ψιλή Άμμο και τέλειωνε στο τέλος της μοναδικής λεωφόρου που ένωνε το νησί με την απέναντι πλευρά των Μεγάρων. Σε παλαιότερα σημειώματά μου στην ιστοσελίδα, έχω αναφερθεί στις παιδικές αυτές αναμνήσεις και παιδικά βιώματα. Εν τάχει να αναφέρω ότι η «φιλική» γνωριμία της μητέρας μου-σαν μοδίστρα- με την ηγουμένη μου έδινε την δυνατότητα να επισκέπτομαι την Μονή, να με ξεναγούνε στα βυζαντινά και ιστορικά μυστικά της, να προσκυνώ τα προσκυνήματά της και τα διώροφα κτίσματα της. Ενώ είτε μόνος μου είτε με άλλα παιδιά της ηλικίας μου είτε με τα μέλη άλλων φιλικών μας οικογενειών ανεβήκαμε αρκετές φορές σαν ημερήσια εκδρομή στην σκήτη του Οσίου Λαυρεντίου. Επισκεπτόμασταν τη σκήτη που μόναζε και χαιρόμαστε την πανοραμική θέα. Σαν μικρό παιδί, να το ομολογήσω, όταν επισκεπτόμουν την Μονή της Φανερωμένης, ένα από τα πρώτα πράγματα που με εντυπωσίαζαν κατά τις επισκέψεις μου πριν εισέλθω στην κυρίως Μονή, ήταν ο έξω προαύλιος χώρος με τα πτηνά, τα πουλιά, τα διάφορα οικόσιτα ζώα, και ιδιαίτερα τα παγώνια. Καθόμουν με τις ώρες μόνος ή με άλλα παιδικά φιλαράκια και παρακολουθούσα το περπάτημα και το άνοιγμα της πολύχρωμης ουράς τους. Περιμέναμε πάντα με αγωνία να ανοίξουν την βεντάλια των φτερών τους. Ήταν κάτι μαγευτικό για την παιδική μας φαντασία, πρωτόγνωρη εμπειρία για τις αισθήσεις μας. Αυτή η μεγάλη βεντάλια χρωμάτων και σχημάτων, σχεδίων, αυτό το πολύχρωμο, έντονης σχεδιαστικής υφαντό με το οποίο είχε προικίσει η Φύση τα τυχερά παγώνια ηνιοχούσε την τότε παιδική μας φαντασία, ήταν κάτι ξεχωριστό και χρωματικά ακτινοβόλο καθώς έπεφταν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου για τα έκθαμβα μάτια μας. Ταώς της ομορφιάς και της χάρης, δεσπόζουσες παρουσίες πουλιών ανάμεσα στους κελαϊδισμούς σπουργιτιών και μικρών διαφορετικών χρωμάτων παπαγάλων. Κακαρίσματα από κότες έτοιμες να γεννήσουν τα αυγά τους, κοκόρια να διαλαλούν την υπερήφανη παρουσία τους, πάπιες και χήνες κουνώντας την ουρά τους να τρίβονται στα πόδια σου περιμένοντας μια φέτα ψωμί και κουνελάκια με ροζ μυτούλες να σε κοιτούν μέσα από τα κλουβιά τους. Ακούγαμε τις ιερές ψαλμωδίες και τα εωθινά δοξαστικά να απλώνονται σαν δρόσος στον υπαίθριο χώρο. Ήταν η απάντηση του Ανθρώπου στο αίνιγμα της πίστης. Τα Θεοτόκια και τα Χριστοτόκια να πλημμυρίζουν το Μοναστηριακό οίκημα, δοξολογώντας τον Υιό του Ανθρώπου. Τα απολυτίκια του Οσίου και των άλλων αγίων να παραμερίζουν την κουρτίνα των συννέφων και να ανεβαίνουν παλμωδικά στην κορφή του βουνού που βρίσκονταν η θεία σκήτη του αγίου Λαυρεντίου. Τα τροπάρια των δεσποτικών εορτών να δίνουν παρηγοριά στους επισκέπτες. Τις ευφρόσυνες προσευχές των μοναχών και τις επαναλαμβανόμενες μελωδίες τους να ενώνονται με τους κελαϊδισμούς των πουλιών και τα τιτιβίσματά τους, τον μονόχορδο ρυθμικό ήχο των τζιτζικιών μέσα στην καλοκαιρινή λαύρα και άλλου κόσμου ησυχία. Όλα αυτά ήσαν οι απαντήσεις στις ικετήριες παρακλήσεις των ανθρώπων για σωτηρία, παρηγοριά, έλεος. Η παραμυθία της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης και εμπειρίας συγχρωτίζονταν με τους ήχους του φυσικού περιβάλλοντος τους τριγμούς του χώματος που προκαλούσε η καλοκαιρινή λαύρα, ήχοι μυστικοί ανθρώπων και ζώων, πουλιών απλώνονταν μέχρι έξω από την Μονή, περνούσαν τον δρόμο και έφταναν μέχρι κάτω την θάλασσα δίπλα στο σπίτι του Άγγελου Σικελιανού και χάνονταν με το φλοίσβο στο πέλαγος. Η παιδική μας περιέργεια του ονείρου, αγωνιούσε να περιηγηθεί την Μονή, να δει τα δωμάτια τους εσωτερικούς χώρους, να αγγίξει τις ιερές εικόνες, να θαυμάσει τις τοιχογραφίες, τον τρούλο, να περπατήσει στην πλακόστρωτη μικρή αυλή, να βαδίσει και να παίξει στον μεγάλο αυλόγυρο. Να ακούσει την ρυθμική μελωδία των πουλιών, την φωνή των παγωνιών, να θαυμάσει το τίναγμά τους όταν άνοιγαν αργά-αργά τα πολύχρωμα φτερά τους σαν βεντάλια, κάτι, που τα καθιστούσε λίγο δυσκίνητα. Η κοσμικότητα του έξω της εκκλησίας και της μονής χώρου, δεν έρχονταν σε αντίθεση με την μυσταγωγία και την βυζαντινή τελετουργία και μεγαλοπρέπεια, που επικρατούσε εντός της Μονής κατά την τέλεση των θείων λειτουργιών. Δεν μείωνε τον σεβασμό των πιστών την ευλάβεια των προσκυνητών, αντίθετα την συνέχιζε και την διατηρούσε ιερουργικά μέσα στην Φύση. Μία ορθόδοξη διδαχή καθημερινής ζωής και πρακτικής η οποία δεν προέρχονταν από το πολεμικό κήρυγμα από άμβωνος, αλλά από την μειλίχια παρουσία και διδαχές των λόγων νεότερων και γηραιότερων καλογριών οι οποίες εγκαταβιούσαν στην Μονή. Όχι μόνο την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, στην Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά, και μετά, στις 23 Αυγούστου που εορτάζει η Χάρη της η Παναγιά η Φανερωμένη, μα και την υπόλοιπη ενιαύσια περίοδο η φιλοξενία των μοναχών και η καλοσύνη και θέρμη με την οποία περιέβαλλαν τους επισκέπτες αποτελούσε μία ελληνική λαϊκή χριστιανική «παιδαγωγία» και «νουθεσία» στα νάματα της ορθόδοξης παράδοσης και πίστης. Όπως αυτή η αυθεντικότητα της ορθόδοξης παράδοσης μπόλιασε ανθρώπινες συνειδήσεις μέσα στους αιώνες του χρόνου και της ελληνικής ιστορίας. Οι μοναχές αυτές, ή τουλάχιστον ορισμένες από αυτές, είχαν μία βαθειά γνώση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής πνευματικότητας και γεύση της «γνωσιολογίας» της. Είτε συμμετείχαν στις θείες λειτουργίες, είτε σε ξεναγούσαν στο παρεκκλήσι των αγίων αποστόλων, είτε στον αύλειο χώρο, είτε σου μιλούσαν για την συμβολή της Μονής την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και στις άλλες κρίσιμες ιστορικές απελευθερωτικές στιγμές του Ελληνικού Έθνους (περίοδος πολέμου και κατοχής), είτε επιτελούσαν τα διακονήματά τους, ο λόγος τους ήταν γεμάτος παρρησία και καλοσύνη. Ξεναγούσαν, ασχολούνταν με την κηπευτική, έψελναν, πότιζαν και σβάρνιζαν τα μικρά τους μποστάνια, περιποιόντουσαν τα ζώα τους μέσα στα κλουβιά, άσπριζαν τον αυλόγυρο, μάζευαν τους καρπούς, έπλεκαν, κεντούσαν, ύφαιναν στον αργαλειό, έραβαν, μαγείρευαν, έφτιαχναν γλυκά που φίλευαν τους προσκυνητές. Μια «σάρκωση» έμπρακτης θρησκευτικής ζωής της πίστης τους και της αφοσίωσής τους, που έμοιαζε στα παιδικά μας μάτια ένα διαρκές θαύμα προερχόμενο από την Χάρη της. Της Παναγίας της Φανερωμένης της Νεοφανείσας. Ένα τελετουργικό πανηγύρι που συνεχίζονταν όλη την καλοκαιρινή περίοδο και πέρα του Δεκαπενταύγουστου, όπως το βλέπαμε, το βιώναμε, συμμετείχαμε, το εκλαμβάναμε οι μικροί και μεγάλοι επισκέπτες του Μοναστηριού εκείνους τους μήνες. Δεν έχει σημασία αν στα μεταγενέστερα της ενηλικίωσης μας χρόνια ο τότε επισκέπτης άντρας ή γυναίκα, παιδί ή έφηβος έπαψε να πιστεύει ή έγινε αδιάφορος στα εκκλησιαστικά. Έχασε ή αρνήθηκε την προσωπική του πίστη ή την αντάλλαξε με άλλα της ψυχικής και της ζωής του στηρίγματα. Το ουσιαστικό είναι ότι οι παιδικές αυτές εμπειρίες και βιώματα, αναμνήσεις παραμένουν ζωντανές μέσα του. Η ορθόδοξη αυτή αυθεντικότητα της λαϊκής παράδοσης- μιάς παλαιότερης χρονικής και ιστορικής περιόδου και ατμόσφαιρας της πρόσφατης Ελλάδος-είναι που γονιμοποίησε εκατομμύρια ψυχές μέσα στο διάβα της ιστορίας. Λαϊκοί Άγιοι, Όσιοι και Όσιες, συναξαριστές συνειδήσεις ήσαν παρόντες σε κάθε κρίσιμη στιγμή του Έθνους- σύγχρονοι Νεομάρτυρες επόπτες βίου- όπου οι «Θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις» συνομιλούν με απλό και κατανοητό τρόπο, άμεσο, εύληπτο με τους ανθρώπους, μετέχουν ενεργά στις ασχολίες και τα προβλήματά τους, σκύβουν και ακούν τις παρακλήσεις τους, κυκλοφορούν ανάμεσά τους, σιγοψιθυρίζουν στα αυτιά τους άρρητα μυστικά, όλα αυτά που συνοψίζουν το ορθόδοξο βίωμα, αγιογραφούν την ελληνική παράδοση της εν Χριστώ ζωής και παραμένουν έστω και ως ανάμνηση πλέον, σαν σπερματικός λόγος ζωντανός μέσα στις συνειδήσεις ορισμένων ελλήνων και ελληνίδων και διασκορπίζονται στον μέλλοντα χρόνο. Δεν είναι η Πίστη μόνο μέσα στην Ιστορία που κινεί βουνά είναι η Πίστη στην Πίστη που την συνοδεύει.
Ξεφυλλίζοντας παλαιές μου σημειώσεις βρήκα το φυσιολατρικό και μίνι ταξιδιωτικό αυτό απόσπασμα από την εφημερίδα «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ» που δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1928, με αριθμό φύλλου 155. Το κείμενο που υπογράφει ο Κώστας Θεοχάρης κοσμείται και με πέντε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Οι τρείς εικονίζουν την Εξωτερική άποψη της Μονής, την Πρόσοψη της Εκκλησίας και τον Αυλόγυρο και οι δύο, Πεύκα στην ακρογιαλιά της Μονής και Τοπίο της περιοχής της Φανερωμένης. Το οκτασέλιδο φύλλο κόστιζε 10 παλαιές δραχμές. Στο ίδιο φύλλο ο Κώστας Φαλτάιτς γράφει το «Οι Εβραίοι της Ελλάδος», ο Γεώργιος Ζάρκος το «Γιατί άλλαξα Ιδέες", ο Ευάγγελος Πανάγος και ο κριτικός και εκδότης Ανδρέας Καραντώνης δημοσιεύουν ποιήματά τους, ενώ ο Γιάννης Φωτίου μεταφράζει το ποίημα «Ο Ξένος» του αμερικανού ποιητή Χάρριετ Μάκουεν Κίμπωλλ. Επίσης, ο ποιητής Καίσαρ Εμμανουήλ μεταφράζει σε συνέχειες την μελέτη «Η Βελγική Γλυπτική». Ο Σπύρος Ν. Φίλιππας μας δίνει την ετυμηγορία της λέξης «Πόθεν η λέξις Γάϊδαρος».. Ο συγγραφέας Πέτρος Χάρης κρατά την θεατρική κριτική στην σελίδα «Αθηναϊκή Σκηνή», ενώ ο Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας δημοσιεύει το διήγημα «Ο Χωροφύλακας Ευτρόπιος». Τέλος, ο με το όνομα Νέμρωδ μας δίνει στις «Κυνηγετικές Ιστορίες» του, το «Εφτάψυχος Κάπρος» και ο Αρχισυντάκτης υπογράφει την δική του «Στήλη».
Ακόμα να σημειώσουμε τα εξής ελάχιστα, στην σε μορφή εφημερίδας «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» σε αυτά τα ελάχιστα οκτασέλιδα φύλλα που κατόρθωσα να προμηθευτώ από παλαιοπωλείο της Αθήνας, πέρα από τις θεατρικές κριτικές που παρουσιάζονται, τις βιβλιοκριτικές που γράφονται από τον Κ. Μ. Καραμάνο και την Ιουλία Ζώτου, τις μεταφράσεις ξένων μυθιστορημάτων και μελετών Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Τέχνης, δημοσιεύουν και ποιήματά τους ο Ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, ο Παύλος Κριναίος, ο Στέφανος Μπολέτσης, ο Πέτρος Βαλχάλας, ο Γ. Ν. Καλαματιανός, η ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη (Γλέζου), κ. ά. Ο λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος γράφει τα «Ηθογραφικά Σκίτσα", ενώ διαβάζουμε και μελέτες του ποιητή και κριτικού ανθολόγου Κλέωνος Παράσχου. Ο πεζογράφος Θέμος Ποταμιάνος δίνει σε συνέχεις πεζό του, η επτανήσια Μαριέττα Μινώτου γράφει μελετήματα για την εξέλιξη της ποίησης, ο Γεράσιμος Σπαταλάς για τον ελεύθερο στίχο και ο ποιητής Κώστας Γ. Καρυωτάκης μεταφράζει ξένους συγγραφείς. Βλέπε A. Hoffmann, «ο χαρτοπαίχτης» σε συνέχεις. Ποιήματά του δημοσιεύει και ο πειραιώτης δημοτικιστής καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς και ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης συμμετέχει και με δοκίμιά του, και άλλοι. Στους συνεργάτες της εφημερίδας αναγνωρίζουμε τον Κώστα Καιροφύλλα, τον Γιάννη Ν. Μπενέκο, τον Χαριλ. Γ. Σακελλαριάδη, τον Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, τον Στέφανο Ξενόπουλο, ΤΟΝ Κυριάκο Μιτζοτάκη, τον Τ. Ανθία, και αρκετές μεταφράσεις της ποιήτριας ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑΣ. Ιδιαίτερη προσοχή το οκτασέλιδο περιοδικό-εφημερίδα δείχνε σε εικαστικά θέματα.
ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ- ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ
Μετά από τα κρύα και τις παγωνιές του χειμώνος έρχονται οι δροσιές της ανοίξεως και σε λίγο οι ζέστες του καλοκαιριού. Τη χιονισμένη πεδιάδα η ανθισμένη εξοχή και η κάθε εποχή του χρόνου περνάει και φεύγει για ν’ αφίση τη θέσι της σ’ άλλη σαν το νερό του ρυακιού που κυλάει γοργά προς τον ποταμόν και δεν ξαναγυρίζει πίσω. Κι’ όσο ευχάριστες και περιζήτητες είναι οι λιακάδες του φθινοπώρου και του χειμώνος τόσο οι ζέστες του καλοκαιριού είνε ανυπόφορες για τους δυστυχείς που ζούν μεσ’ στη λαύρα και στο καμίνι της πρωτεύουσας.
Για το λόγο τούτο ο πολύς κοσμάκης που αγωνίζεται όλη την εβδομάδα για τη βιοπάλη και στον οποίον υπάρχει το αίσθημα της αγάπης για την εξοχή ξεχύνεται τις Κυριακές πλημμυρίζει, κάθε παραθαλάσσιον μέρος, κάθε βουνό και λαγκάδι για να περάση μερικές ώρες ξένοιαστος στο περιβάλλον μιάς όμορφης εξοχικής γωνιάς.
Έτσι και μας, μας έρριξε η τύχη να βρεθούμε μια Κυριακή πρωϊ μαζεμένοι μπρός στο ρολόϊ του Πειραιώς έτοιμοι για να πάρουμε ένα από τα μικρά βαποράκια που εκτελούν την συγκοινωνίαν με τις γειτονικές ακτές. Πανδαιμόνιο στον Πειραιά. Κόσμος πολύς-νέοι, γέροι, παιδιά, κοπέλες όλοι με μιά διάθεσι φαιδρή- περίμενε να μπαρκαριστή με τη σειρά του σαστισμένος από τις φωνές των διαφημιστών των βαποριών.
Να! κύριοι περάστε από δω, είνε «ταχύπλουν» και «ηλεκτροφώτιστον».-Τί ειρωνεία!!-
Όχι, πεταγόταν της διπλανής «μπενζίνας», ψέματα σας λέει κουνιέται πολύ, μόνον περάστε από δω στην «Ατεμένη» που είνε καθαρή! Και γρήγορη! Άντε και φεύγουμε!...
Συναγωνισμός άγριος, αφού κατάντισε να παίρνουν επιβάτες για τα Μέθενα με 2 δραχμές για τον Πόρο μ΄ένα τάλληρο το άτομο ούτε στον παληό καιρό… αυτή η φτήνια!
Σε μία «μπενζίνα» τέλος πάντων απ’ αυτές τοποθετηθήκαμε φύρδην-μίγδην, ώσπου μετά από λίγες μανούβρες βρισκόμαστε προς την έξοδο του λιμένος.
Με μιάς ώρας, ωραίο-μικρό ταξιδάκι ξεμπαρκαριζόμαστε στο λιμάνι της Κούλουρης τα Παλούκια, αφού η κρύα της θάλασσας δροσοβολιά μας έχει λούσει ως το μεδούλι.
Από εδώ τρείς μεγάλες σούστες με τέντες και με βαρβάτα άλογα μας παραλαμβάνουνε κ’ έτσι αφήνουμε τα Παλούκια.
Διασχίζουμε την Κούλουρη και βγαίνουμε πιά στο δρόμο τον αμαξιτό που τυλίγει με χάρι τα βουνά, ανηφορίζει και κατηφορίζει, περνάει δίπλα από ρεματιές και γκρεμνούς και στο τέλος καταλήγει στην Παναγιά.
Μέχρις ότου όμως περάση μισή ώρα για να φτάσουμε στο τέρμα μας απολαμβάνουμε την ποικιλία κ’ εναλλαγή των εικόνων της γύρω φύσεως που περνάνε μπροστά μας σαν ταινία κινηματογράφου.
Και βλέπουμε ν’ανοίγη το μουντό χρώμα των κάμπων σε πράσινο σμαράγδι ενώ στο βάθος η θάλασσα σπαρμένη από το πρωϊνό φύσημά του μελτεμιού όλο άσπρα φρύδια.
Σε μιά καμπή του δρόμου ξεπροβάλλει το γραφικό μοναστήρι στην άκρη του πευκώνος, πού σαλεύει σαν θάλασσα, κατάλευκο κοντά στην ακρογιαλιά.
Σταθμός εδώ’ το τέρμα της σημερινής μας εκδρομής. Έχει μεσημεριάσει πια και μετά από τις ταλαιπωρίες αυτές! Η όρεξη σ’ όλους μας είνε απερίγραπτη. Τρώμε κοντά στη θάλασσα σ’ ένα μικρό και καθαρό μαγαζάκι.
Μισοκρυμμένος ο ήλιος τοξεύει μεσ’ από τα πεύκα και τα σκίνα που απαρτίζουν την οροφή του τσαρδιού φλογερούς φωτοθύσανους, ενώ δίπλα τ’ ακροθαλάσσι φλοισβίζει στα πόδια μας απαλά.
Τ’ απόγευμα επίσκεψις του μοναστηριού. Ένας ευπαρουσίαστος καλόγερος κ’ ευγενικός-περίεργο και σπάνιο μαζί-από τους 20 που μένουν εδώ προσεφέρθηκε πρόθυμα να μας εξηγήση τα περίεργα.
Βρίσκεται μας λέει, το μοναστήρι της Φανερωμένης Β.Δ. του νησιού της Σαλαμίνος κι’ αντίκρυ της παραλίας των Μεγάρων, ή από το μεγάλο πεύκο τώρα. Είνε αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου κ’ εορτάζει στα εννιάμερα της 15 Αυγούστου, δηλ. στις 23 Αυγούστου. Έχει στην κατοχή του πολλά και πλούσια κτήματα στη Σαλαμίνα και στη Μεγαρίδα, πολλά έχουν γραφή για την ίδρυσή του. Μερικοί συγγραφείς έχουν την γνώμην πως εχτίστηκε επί των ημερών του Αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου του Μικρού.
Ο καλόγερος μας διηγήθηκε έπειτα ότι το 1670 φαίνεται να ήρθε εδώ ένας οικογενειάρχης Λάμπρος ονόματι. Έγινεν ασκητής και μετονομάστηκε Λαυρέντιος. Κατά τα τέλη του βίου του έχτισε Α. Μ. της μονής και κοντά στην απότομη κλιτύν του όρους Προφήτη Ηλία ασκητήριο όπου και πέθανε. Το ασκητήριο αυτό σώζεται ακόμα καθώς και τέσσερα Πατριαρχικά «Συγγέλια» και η αλληλογραφία του με τας Τουρκικάς Αρχάς.
Ο Λάμπρος Κανέλλος λοιπόν,, ο κατόπιν Λαυρέντιος κατά τον συναξαριστήν Δουκάκην είδε στον ύπνον του την Παναγία, η οποία τον διέτασσε και τον οδηγούσε να μεταβή στην Μονή του Σωτήρος και να κάνη ανασκαφή στο δεξιό μέρος της εκλησίας για να βρη την Αγίαν εικόνα.
Ο Λάμπρος υπακούων στη θέλησή της ξεκίνησε κ’ έφτασε στη παραλία των Μεγάρων. Συλλογιζόταν όμως πώς να περάση στην αντικρινή παραλία της Σαλαμίνος, οπότε για να τον βγάλη από την αμηχανία του παρουσιάζεται πάλι η ίδια η Παναγία στον ύπνο του και τον συμβουλεύει να ρίξη το παλτό του στη θάλασσα να καθίση απάνω και θα διαπλεύση ασφαλώς.
Πράγματι με τη βοήθεια της Παναγίας ο Λάμπρος καθισμένος απάνω στο πρωτότυπο πλοίο του έφτασε στην αντικρινή παραλία όπου βρήκε τα ερείπια μιάς εκκλησίας. Σκάβει στο δεξί μέρος και βρίσκει την εικόνα.
Από την εικόνα δε αυτή πήρε κ’ η εκκλησία που ξαναχτίστηκε το όνομα Φανερωμένη.
Αυτά λέει η παράδοσις κ’ οι συγγραφείς για το μοναστήρι.
Το πιο σπουδαίο όμως είνε οι τοιχογραφίες του. Εικονίζουν την Παλαιά, και Καινή Διαθήκη, τα μαρτύρια των αγίων όλου του έτους κ. ά.π. Ιδιαίτερα προκαλεί το ενδιαφέρον η απεικόνισις της Δευτέρας Παρουσίας, Βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Η κολοσσιαία αυτή εργασία έγινε το 1735 από ολόκληρο συνεργείο ζωγράφων που διηύθυνε ο Αργύρης ζωγράφος, Μάρκος.
Επίσης στο μοναστήρι αυτό βρίσκονται και 12 κιβώτια με λείψανα αγίων, εκ των οποίων επισημότερα είνε η «Κάρα» του Αγίου Λαυρεντίου, η «Κάρα» του Αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου, ορειχάλκινος πολυέλαιος χρονολογούμενος από το 1793, επιτάφιος του 1795 κ. ά.π.
Αξιοσημείωτο ακόμα είνε ότι αυτού υπάρχει ο τάφος και τα οστά του κατά την πολιορκίαν της Ακροπόλεως φονευθέντος αρχηγού Γκούρα.
Υπάρχουν και διάφορα ιερά σκεύη από διαλυθείσας μονάς, η «βακτηρία» του αγίου Λαυρεντίου και η αρχαία σφραγίδα της μονής στο αρχαιολογικό της μουσείον.
Όπως σώζεται σήμερα το μοναστήρι βρίσκεται στη μέση ενός περιβόλου περιτριγυρισμένο από κελλιά και στο μεταξύ ο αυλόγυρος πλακόστρωτος και κατακάθαρος.
Αριστερά είνε μιά στέρνα με βρόχινο νερό καθαρό και κρύο, ενώ του πηγαδιού που χρησιμοποιείται στην ανάγκη είνε γλυφό και δυσκολόπιοτο
Ακριβώς δίπλα από την εκκλησία βρίσκεται και το μαρμάρινο καμπαναριό αρχιτεκτονικής ασήμαντο και που χαλάει όλο το στυλ του μοναστηριού. Χτίστηκε την εποχή του Όθωνος. Το μόνο καλό που έχει είνε το υπέροχο θέαμα πού ξανοίγεται από την ταράτσα του. Βλέπει κανείς όταν είνε γαλήνη τα στρογγυλά χαλίκια που δίνουν όψι πάτου φακής στο βυθό της ακρογιαλιάς.
Το όλο οικοδόμημα είνε χτισμένο με μεγάλες πελεκητές πέτρες. Η Δ. πρόσοψις του με το πελώριο αέτωμα και τις τέσσερες ψηλές παραστάδες του στολίζεται από έξη «Ροδακιά πινάκια». Αρχιτεκτονικώς ανήκει στον τύπο του «Ανατολικού βασιλικού ρυθμού μετά τρούλλου άνευ υπερώου». Πραγματικά έχει ένα τρούλλο στη μέση και τέσσερες μικρότερες στις τέσσερες γωνιές της στέγης.
Η ώρα είνε 6.30 Από το μοναστήρι αντικρίζουμε τον «Γαλέον» νάρχεται ολοταχώς σφυρίζοντας τη στιγμή που ο ήλιος μαζεύει πίσω απ’ τα κλωνιά το φώς του.
Ώρα ν’ αφήσουμε το μοναστήρι στην ησυχία του.
ΚΩΣΤΑΣ
ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Αύγουστος, 1928
ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1928, Αριθμός φύλλου
155, σελίδες 1-2.
Στην αιώνια αμάχη του Καλού με το Κακό σε αυτήν την οντολογική διαλεκτική η Ορθόδοξη παράδοση και γραμματεία, πίστη και ομολογία, εκκλησία, θέρμανε καρδιές, λύτρωσε συνειδήσεις, φώτισε ψυχές, άνοιξε δρόμους εγκόσμιας καθημερινής παρηγοριάς, ενέπνευσε ορίζοντες τέχνης και πνευματικού στοχασμού. Επαναλαμβάνω, πέρα από τον βαθμό και τους δείκτες πίστης ή απιστίας στον συγκεφαλαιωτικό πανανθρώπινο «Μύθο» παραμυθίας που είναι ο Θεός Λόγος στην εμφάνισή του μέσα στην Ιστορία.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
7 Οκτωβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου