Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

28η Οκτωβρίου 1940

        ΣΤΟΥΣ ΑΝΩΝΥΜΟΥΣ ΠΕΣΟΝΤΕΣ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΑΖΙΣΜΟ

 

            Δεν είναι η θύμηση των σκοτωμένων φίλων

                πού μου σκίζει τώρα τα σωθικά.

                Είναι ο θρήνος για τους χιλιάδες άγνωστους

                πού αφήσανε στα ράμφη των πουλιών

                τα σβησμένα μάτια τους

                πού σφίγγουνε στα παγωμένα χέρια τους

                μιά φούχτα κάλυκες κι αγκάθια.

                Τους άγνωστους περαστικούς διαβάτες

                που ποτέ μας δε μιλήσαμε

                πού μόνο κάποτε για λίγο κοιταχτήκαμε

                όταν μας έδωσαν τη φωτιά του τσιγάρου τους

                στο βραδινό δρόμο.

                Τους χιλιάδες άγνωστους φίλους

                που έδωσαν τη ζωή τους

                για μένα.

                         Τίτος Πατρίκιος

     Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940. Μια σκοτεινή φθινοπωρινή μέρα για την Ελλάδα, την Ευρώπη, τον Κόσμο. Όπως έγραφε στο πρωτοσέλιδο άρθρο του ο Άγγελος Βλάχος στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», «Οι Έλληνες κοιμήθηκαν παιδιά και ξύπνησαν πολεμιστές». Η μέρα πλησίαζε να ξημερώσει στην Ελλάδα όταν η πατρίδα μας θα δέχονταν την βάρβαρη εισβολή. Το τελεσίγραφο παράδοσης είχε δοθεί στην τότε πολιτική ηγεσία. Οι καμινάδες των ελληνικών σπιτιών ήσαν ακόμα σβηστές, δίχως καπνό ζεστασιάς και λάτρας. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες βρίσκονταν ακόμα στα σπίτια τους, κουκουλωμένοι με τις κουβέρτες τους στα κρεβάτια τους. Οι δρόμοι ήσαν έρημοι, τα φθινοπωρινά φύλλα των δέντρων πλημμύριζαν τα πεζοδρόμια, σκέπαζαν τις πλατείες. Τα νυχτοπούλια κρατούσαν νυσταγμένα ισορροπία πάνω στα φανάρια με τις λάμπες φθορίου. Το πυκνό σκοτάδι απλώνονταν ακόμα στους αθηναϊκούς δρόμους. Ελάχιστα αγουροξυπνημένα άτομα, πρόβαλλαν δειλά-δειλά από τα σκοτεινά σοκάκια. Ήσαν οι εργαζόμενοι της πρωινής βάρδιας, βάδιζαν βιαστικά, κρατώντας στο χέρι τους τις καστανιές με το μεσημεριανό φαγητό τους, την πετσέτα με το δεκατιανό τους. Τραβούσαν για τις έρημες στάσεις να πάρουν το πρώτο λεωφορείο της γραμμής για τη δουλειά τους. Μαζί τους είχαν ξυπνήσει και οι φάμπρικες, τα εργοστάσια, τα σκόρπια εδώ και εκεί μικρά καφενεία, κάτω στο λιμάνι του Πειραιά, στις αποβάθρες, στο καφενείο κάτω από το παλαιό Ρολόι, στο Δημαρχείο που μαζεύονταν οι λιμενεργάτες, οι μεταφορείς. Παραδίπλα οι σούστες με τα άλογα και τα κουρασμένα γαϊδουράκια περίμεναν υπομονετικά. Οι νυχτερινές βάρδιες των εργαζομένων ετοιμάζονταν να χτυπήσουν την πρωινή κάρτα εξόδους τους, να διαβούν την πύλη των εργοστασίων, των υφαντουργείων. Σε λίγο θα σχολούσαν, έπλεναν με πράσινο σαπούνι τα χέρια τους, ξεσκόνιζαν τα ρούχα τους, άνοιγαν τα πρώτα κουτιά τσιγάρα, βιάζονταν να επιστρέψουν με τα πρωινά δρομολόγια των λεωφορείων στα σπίτια τους, να ξεκουραστούν, να κοιμηθούν, να πουν την πρώτη καλημέρα στην οικογένειά τους. Σε λίγο θα ακούγονταν οι πρώτες καλημέρες καθώς θα ανέτειλε η «πασίχαρη» φθινοπωρινή μέρα», όπως μας λέει ο αντιστασιακός συγγραφέας Δημήτρης Φωτιάδης. Οι θέσεις των καστανάδων με την φουφού, την τσιμπίδα και την λάμπα πετρελαίου ήταν ακόμα κενές. Το ίδιο και εκείνη των σαλεπιτζήδων με το σαμοβάρι και το αχνιστό- καυτό σαλέπι που ζέσταινε τα σωθικά των πρωινών βιαστικών. Των κουλουρτζήδων οι τάβλες με τα ζεστά κουλούρια δεν είχαν ακόμα στηθεί, οι φούρνοι όμως ήσαν πυρωμένοι από νωρίς, ξημερώματα. Τα επιλεγμένα στέκια των μικροπωλητών της πόλεως των Αθηνών, του πρώτου λιμανιού της χώρας με τα φώτα των καραβιών και των κάθε είδους καϊκιών να λάμπουν στο βάθος του Σαρωνικού, ήσαν ακόμα άδεια. Κάτι λαθραίοι ξέμπαρκοι παπατζήδες, με τις σημαδεμένες τράπουλες στην τσέπη, τον ντενεκέ και το μικρό σκαμνάκι, σαν σκιές μιάς άλλης κοινωνικής πραγματικότητας της πόλης και του λιμανιού, αχνοφαίνονταν (σαν παρατημένοι μαύροι μπόγοι) κουλουριασμένοι κάτω από ετοιμόρροπα τσίγκινα υπόστεγα της μεγάλης λεωφόρου, έξω από τα ελάχιστα ξενυχτάδικα, τα πατσατζίδικα, που ήσαν διάσπαρτα σαν «μανιτάρια» σε διάφορα σημεία. Η Πόλη λαγοκοιμόταν, η ησυχία της νύχτας μπερδεύονταν με τους σποραδικούς ξαφνικούς θορύβους της μέρας που ξυπνούσε. Οι φουρναρέοι στο πόστο τους, ζύμωναν τα πρώτα καρβέλια, πασπάλιζαν τις μικρές και μεγάλες φραντζόλες με αλεύρι, τις τοποθετούσαν την μία δίπλα στην άλλη στις μαύρες λαμαρίνες και τις έβαζαν με το ξύλινο φτυάρι μέσα στο φούρνο. Νυσταγμένοι μαθητευόμενοι φουρναρέοι, αλευρωμένοι, με τα δάχτυλα να κολλάνε από την ζύμη έβγαζαν από το πύρινο στόμα των φούρνων τα πρώτα ζεστά, τραγανιστά κουλούρια, με τους σπόρους σουσαμιού να τους δίνουν την άλλη γεύση, αυτή, που εξακολουθεί να ξετρελαίνει τα σχολιαρόπαιδα κάθε εποχής και τάξης και όχι μόνο. Οι πόρτες των μικρών μαγαζιών και τα ρολά των μπακάλικων ήσαν ακόμα κατεβασμένες. Από τις χαραμάδες των ξύλινων παραθύρων οι λάμπες με το καπνισμένο γυαλί ετοιμάζονταν να σβήσουν. Μερικοί μπακαλοταβερνιάρηδες, με τις άσπρες ποδιές, το κοντύλι στο αριστερό αυτί τους, (Οι «Μπαρμπαγιώργηδες» του Σπύρου Μελά) είχαν κοιμηθεί στο μαγαζί, βάζοντας δύο ψάθινες καρέκλες την μία αντικριστά στην άλλη, και πάνω τους λαγοκοιμούνταν. Οι τυχερότεροι, μέχρι να ξημερώσει είχαν για συντροφιά την παλιά Λατέρνα. Ο Αρμάος λαγοκοιμόταν σιμά τους, άλλοι περιπλανώμενοι μουσικοί είχαν για προσκέφαλό τους τις ξεχαρβαλωμένες κιθαρίτσες τους, τα μικρά μπαγλαμαδάκια τους. Ο χώρος της μεγάλης σάλας μύριζε μούστο και βαρειά άχνα τηγανισμένου κρέατος, λαδερών. Μικρά ποτηράκια μισογεμάτα με την αθηναϊκή κεχριμπαρένια ρετσίνα βρίσκονταν ακόμα πάνω στα τραπέζια με την λαδόκολλα, τα ψίχουλα και το πιατάκι με τα υπολείμματα από το τελευταίο σαγανάκι. Να μην πιούνε ξεροσφύρι το νέκταρ των Θεών. Τα βαρέλια το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα πάνω στο άλλο γεμάτα κρασί σφραγισμένα μας κοιτούσαν με τα θεόρατα μάτια τους. Ενώ από πάνω τους η ξύλινη χρωματιστή επιγραφή μας ενημέρωνε: «Βερεσέδες δεν δίδονται». Αχθοφόροι της αγοράς με τα μπαλωμένα ρούχα ξεφόρτωναν τα πρώτα προϊόντα, τις προμήθειες της αθηναϊκής και πειραϊκής αγοράς, σημείωναν τις ποσότητες με τα σακιά και τα καφάσια, τα στοιβαγμένα κιβώτια με ένα μικρό τεμπεσίρι, τα νουμέριαζαν ανάλογα με τον πελάτη και την περιοχή των μαγαζιών που θα τα μετέφεραν. Τα πιτσιρίκια φουμάριζαν το πρώτο τους πρωινό τσιγάρο καθώς έτρεχαν δώθε κείθε κάνοντας διάφορα χαμαλίκια. Μικρά τεφτέρια με νούμερα, ποσότητες και ποσά, ονόματα, είδη, κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι στο άψε σβήσε. Τα σαλιωμένα μολύβια με την ψηλή μύτη είχαν την τιμητική τους κάθε πρωί στα στέκια των αγορών. Αθηναίοι ξενύχτηδες τρικλίζοντας και παραπατώντας, με το σακάκι τους ριγμένο στον ώμο σιγοτραγουδώντας επέστρεφαν από το Κυριακάτικο τσιμπούσι. Ο Άγιος Δημήτριος δεν είχε επιστρέψει ακόμα πίσω, στο εικονοστάσι του, γλεντούσε με τους συνεορτάζοντες. Αλάνια και μόρτηδες του λιμανιού έβγαιναν από την περιοχή της Τρούμπας, χαρακτηριστικοί τύποι-του μάγκα Σταύρακα, τα πειραιώτικα κουτσαβάκια έβγαιναν από το γιαχνί σοκάκι, φτύνοντας και βλαστημώντας μετρώντας με τα δάχτυλά τους τις εισπράξεις από το νταβατζηλίκι, τραβούσαν για τα καϊκια που ήσαν αραγμένα μπροστά από τον Άγιο Διονύση, τις λαμαρίνες στην περιοχή του Παπαστράτου που ήταν οι άλλες πιάτσες της ζούλας και όρθιας ηδονής. Που και που, έβλεπες καμιά «κοκότα» αλαφιασμένη με το τσιγάρο στο στόμα και την μαύρη τσάντα με τα «κουλικά» να ξεπροβάλει από τα στενά της Τρούμπας, με τα ψηλές κόκκινες γόβες της βραδινής δουλειάς να τρέχει να προλάβει το γκαζοζέ για τις Τζιτζιφιές ή την μεγάλη και αχανή πρωτεύουσα όπου οι αθηναίοι ρεμπέτες δεν έλεγαν να πάνε για ύπνο. Κάλπικη λύρα του έρωτα, κρυφά όνειρα ζωής και στιγμών χαλάρωσης πρίν χτυπήσουν δυνατά οι σειρήνες του Πολέμου. Τα πλήκτρα των τυπογραφείων των εφημερίδων χτυπούσαν ασταμάτητα διακόπτοντας με «έπαρση» την ησυχία και την ερημιά της φθινοπωρινής νύχτας. Οι τυπογράφοι και οι δημοσιογράφοι, οι λινοτύπες, οι βοηθοί, εργάζονταν δίχως ανάσα να περάσουν τα ρολά των μηχανών με τις ανάλογες ποσότητες των μελανιών. Τα χέρια τους ήταν βουτηγμένα στο μελάνι, μύριζαν οι φόρμες τους ειδήσεις επί του πιεστηρίου, άλλοι, παραδίπλα, έστηναν τις τυπογραφικές «κάσες» με την ξύλινη ματσόλα ευθυγράμμιζαν τα λευκά, σαν μικρά σεντόνια φύλλα. Οι ρεπόρτερ βιαστικοί πάντα, ξενύχτηδες και αυτοί αλαφιασμένοι, διόρθωναν για μία ακόμη φορά τα άρθρα τους που έπρεπε να παραδώσουν. Ο αρχισυντάκτης αγωνίζονταν να οργανώσει, να ξεκαθαρίσει το μεγάλο χαρτομάνι που είχε μπροστά του, να φτιάξει τους κεντρικούς τίτλους, την μαρκίζα, το σαλόνι της εφημερίδας. Οι πάντες έτρεχαν να προλάβουν την είδηση της τελευταίας στιγμής, το «λαυράκι» της είδησης της ημέρας ή της νύχτας που πέρασε. Να βγάλουν τα πρωινά φύλλα στην ώρα τους, να τα δώσουν στα πρακτορεία να τα μοιράσουν στα περίπτερα πριν η αυγή η ροδοδάχτυλη απλώσει το υφαντό της πάνω από την πόλη. Οι του δρόμου εφημεριδοπώλες με την ζώνη στην μέση περίμεναν στη σειρά να πιάσουν στα χέρια τους τα πρώτα φύλλα, να τρέξουν να προλάβουν να σταθούν στις γωνιές σε κεντρικά σημεία της πόλης να πωλήσουν την χάρτινη πραμάτεια τους. Τα κέρματα στις τσέπες τους κουδούνιζαν καθώς έτρεχαν και φώναζαν. Τίτλοι πηχυαίοι, πιασάρικοι μέσα σε μαύρο πλαίσιο, με άρωμα πολιτικού ή κοινωνικού σκανδάλου, ατομικού οικογενειακού δράματος. Αυτά τραβούσαν το μάτι και το ενδιαφέρον του καθημερινού αναγνώστη,-οι πιπεράτες ειδήσεις- του λαθραναγνώστη για την ακρίβεια, που διάβαζε πρώτος τους κεντρικούς τίτλους των εξώφυλλων των εφημερίδων που κρέμονταν στα μανταλάκια σαν σφαχτάρια ζωής καθώς πήγαινε στην δουλειά του. Οι φωτορεπόρτερ με αγωνία ανέμεναν να δουν τις φωτογραφίες που τράβηξαν στις πρώτες σελίδες. Να συμπληρώσουν την είδηση της τελευταίας στιγμής, ότι πρόλαβαν να ενημερωθούν από το αστυνομικό δελτίο της νύχτας. Οι πάντα ετοιμόγραφη και επί των καθημερινών συγγραφικών επάλξεων αστείρευτη σε έμπνευση μικρή τάξη των σκιτσογράφων, έδινε τα σκίτσα τους με τις ευφυέστατες λεζάντες τους. Ότι οι παραδοσιακοί γραφιάδες και αρθρογράφοι, δημοσιογράφοι έλεγαν σε μία σελίδα, οι γελοιογράφοι το έδειχναν σε ένα μικρό «παράθυρο» μέσα στην σελίδα, σε δύο μικρές σατιρικές και μπηχτές αράδες λέξεων κάτω από την εικόνα. Η διάσπαση του ατόμου της πρότασης γραφής, η αχρηστία των λέξεων η χρησιμότητα της εικόνας. Οι πανύψηλοι τσολιάδες της φρουράς των ανακτόρων ετοιμάζονταν να αλλάξουν βάρδια. Τα τσαρούχια τους χτυπούσαν με δύναμη τις μεγάλες πλάκες του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτου, έτριζε η μνήμη των άγνωστων ελλήνων πεσόντων στις ένδοξες μάχες των Ελλήνων. Η ζωή στην Ελλάδα συνεχίζονταν κανονικά, αν και, όλοι οι Έλληνες, περίμεναν Πόλεμο, προετοιμαζόντουσαν, ανέμεναν την ξαφνική εισβολή του εχθρού. Τις δυνάμεις του άξονα που είχαν βάλει «στο μάτι» την μικρή Ελλάδα και είχαν κατακτήσει τις βόρειες βαλκανικές χώρες των συνόρων της. Τα στρατοκρατικά επιτελεία του Βορρά και της Ιταλικής μπότας δεν φαντάζονταν ότι αυτή η μικρή, με το μεγάλο ένδοξο ιστορικό παρελθόν χώρα θα αντιστέκονταν, όταν άλλες ευρωπαϊκές και βαλκανικές χώρες παραδόθηκαν αμαχητί. Οι των πολεμικών προετοιμασιών «πειρατικές ειδήσεις» έδιναν και έπαιρναν, σύσσωμος ο ελληνικός λαός-ηγεσία και απλός ανώνυμος πολίτης-βρίσκονταν σε αναμονή, με τα όπλα της αντίστασης στο χέρι, προετοιμάζονταν να γράψουν το ένδοξο ηρωικό Έπος του 1940. Της νέας ελληνικής γενιάς που, ωρίμασε εφηβικά μέσα στην λαίλαπα του πολέμου και της κατοχής, των βασανιστηρίων και των δολοφονιών. Των χιλιάδων φανερών και κρυφών τρόπων αντίστασης απέναντι στον κατακτητή, τον εισβολέα. Σε συντομότατο χρονικό διάστημα θα ακούγονταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών η φωνή του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου να τους διαλαλεί: «Ελληνικέ Λαέ. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους…» Ενώ η «Τυρταιική» εμψυχώτρια φωνή της Σοφίας Βέμπο να τραγουδά το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά…», να τους συντροφεύει στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, να εμψυχώνει τον «χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Να κρατά μαζί τους, τον κουβά με την μπογιά και το πινέλο, να γράφει στους τοίχους τις χειμωνιάτικες νύχτες μαζί με τους αντιστασιακούς Έλληνες το «θάνατο στον φασισμό». Το Ελληνικό Έθνος σύσσωμο, στάθηκε ακλόνητο και γενναίο απέναντι στον ισχυρότερο στρατιωτικά κατακτητή της εποχής. Πείνασε, βασανίστηκε, δολοφονήθηκαν τα παιδιά του, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, μουσκεύτηκαν τα ρούχα τους με το χυμένο αγωνιστικό αίμα τους αλλά, δεν λύγισαν, δεν υπέκυψαν στην τυραννία του φασισμού. Κάθε πόρος του ταλαιπωρημένου σώματός τους πλημμύριζε θάνατο, κάθε κλείδωση του κορμιού τους ήταν περιτυλιγμένη με πείνα, φόβο, θάνατο, αλλά δεν υπέκυψαν. Ηττήθηκαν, πρόσκαιρα αλλά αντιστάθηκαν γενναία, άντεξαν τον ήχο των μυδραλίων, τους μαύρους και πυκνούς καπνούς των βομβαρδιστικών, τα βασανιστήρια. Το φρόνημά τους έμεινε ακμαίο, ισχυρό. Σκόρπιζε θάνατο στον εχθρών τα φουσάτα που σκορπούσαν αδιακρίτως την φρίκη της βίας τους. Χιλιάδες οι ανώνυμοι γενναίοι ανώνυμοι έλληνες και ξένοι ήρωες. Το σκηνικό της βίας και του θανάτου που είχαν χτίσει μέσα στην χώρα οι κατακτητές, γκρεμίζονταν από τις αγωνιστικές πράξεις θυσίας και προσφορά χιλιάδων ανωνύμων ελλήνων και ελληνίδων. Οι ακτίνες της Λευτεριάς δεν άρχισαν να φανούν.

Για άλλη μία φορά μέσα στο διάβα της ελληνικής ιστορίας ο ελληνικός λαός ύψωσε το ανάστημά του ενάντια στις δυνάμεις των ξένων κατακτητών, εισβολέων. Του απεχθούς φαινομένου του ναζισμού και φασισμού που είχε απλώσει τα μαύρα πλοκάμια του πάνω από τις χώρες της γηρεάς ηπείρου και της βορείου αφρικής. Το κτηνώδες πρόσωπό του θέλησε να προσβάλει και την μικρή δική μας χώρα, την Ελλάδα, μην περιμένοντας ότι θα συναντήσει τείχη αντίστασης απέναντι στην πολεμική παντοδύναμη μηχανή του από τον Ελληνικό Λαό. Αλλά φεύ! Της πολεμοχαρής ανοησίας των ισχυρών. Η μάχη της αντίστασης είχε δοθεί από τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, τους μικρούς και τους μεγάλους, τους γέρους και τους νέους, τους άντρες και τις γυναίκες, τα μικρά παιδιά και τους έφηβους στρατιώτες, τους χιλιάδες ανώνυμους μέσα στις συνειδήσεις τους, στις αστείρευτες πηγές αντρείας της ψυχής τους, πριν ακόμα εισβάλουν στην χώρα οι δυνάμεις του άξονα. Το σύνθημα ήταν ένα, Ελευθερία. Το πολυκέφαλο τέρας του Ναζισμού και του Φασισμού εξορμούσε να εισβάλει, να καταπατήσει το Ελληνικό έδαφος, να καθυποτάξει τους Έλληνες, να τους στερήσει το υπέρτατο αγαθό, την Ελευθερία και Ανεξαρτησία τους. Το «μιαιοφόνο» πρόσωπο του πολέμου όπως μας υπενθυμίζει ο παππούς μας ο Όμηρος, ετοιμάζονταν να σκοτεινιάσει τον ήλιο της Ελλάδας. Οι σκοτεινές δυνάμεις του άξονα συνάντησαν όμως ένα ισχυρό μέτωπο αντίστασης και ηρωικής θυσίας. Τα εγγόνια των Κολοκοτρωναίων και του Γεωργίου Καραϊσκάκη, του Μακρυγιάννη και του Νικηταρά συνέχιζαν των Εκείνων Αγώνα προσφοράς.

Τα υπερήφανα και καπουλάτα άτια του άρματος του Φαέθοντα χτυπούσαν τις οπλές τους πάνω στα πυκνά σύννεφα, εκείνη την αποφράδα της εισβολής ημέρα, χλιμίντριζαν νευρικά, ανήσυχα, τα ρουθούνια τους έβγαζαν πύρινες ανάσες, οι πρώτες ξανθόμαλλες και χρυσίζουσες ακτίνες του Ήλιου ανέτειλαν πάνω από τον Τρελό, το βουνό του Υμηττού όπως αποκαλούσαν οι Αθηναίοι το βουνό, όταν δόθηκε στην πολιτική ελληνική ηγεσία η είδηση της εισβολής. Στο λυκαυγές της 28ης μέρας του Οκτωβρίου, καθώς ξημέρωνε  «ο Θεός την μέρα» που μας τραγούδησε ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης ακούστηκαν οι ήχοι των πρώτων πολεμικών σειρήνων. Οι σειρήνες του Ελληνικού άρχιζαν να ουρλιάζουν ακατάπαυστα, δυνατά, επίμονα, μηνύοντας στους Αθηναίους και τις Αθηναίες, στους Έλληνες και τις Ελληνίδες όλης της Ελλάδος, του απανταχού Ελληνισμού, τα πολεμικά τύμπανα του εχθρού. Η Ελλάδα εισέρχονταν σε καταστροφικές πολεμικές περιπέτειες για μία τετραετία. Την ώρα που ο ήχος από τις μπότες των Ούνων ακούγονταν στα χιονοσκέπαστα βουνά της Αλβανίας οι Έλληνες ενωμένοι τραγουδούσαν τους ύμνους και τους στίχους ελευθερίας και αγωνιστικότητας του Διονυσίου Σολωμού. Ότι από πάντα κρατούσε ακλόνητο και ακέραιο το εθνικό τους φρόνημα, το Όραμα της παγκόσμιας Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, Ειρήνης, Εθνικής Ανεξαρτησίας. Ο απόηχος των λόγων του αρχαίου Περικλή πάνω στην Πνύκα, ηχούσε ακόμα υπερήφανα στα αυτιά τους, τους εμψύχωνε, εκατονταπλασίαζε τις σωματικές τους δυνάμεις, τις καρποφορούσες ψυχικές. Πώς το τραγούδησε ο Κωστής Παλαμάς: «…Η μεγαλοσύνη στα έθνη/δεν μετριέται με το στρέμμα/ με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται/ και με το αίμα.». Πώς το έγραψε ο πεζογράφος Θράσος Καστανάκης: «Είμαστε η πορεία της Λευτεριάς μέσα στους αιώνες. Μαζί μας περπατά η ιστορία. Είμαστε οι απροσδόκητοι που τρώνε τους τυράννους». Ενώ κοντά στον ουρανοβάμονα ορφικό Άγγελικό Σικελιανικό λόγο της «Σίβυλλας» ο Γιώργος Θεοτοκάς μας λέει, εκφράζοντας την κοινή αγωνιστική συνείδηση των αγωνιστών και αγωνιζόμενων Ελλήνων, την κοινή μοίρα σκλαβιάς και λευτεριάς όλων των ανώνυμων απανταχού ανθρώπων: «Σκύβουμε προς τη συνείδησή μας, προς τις ρίζες της φυλής μας. Μέσα μας σηκώνεται μια μακρινή βοή πλήθους, ένα ποδοβολητό, ένα γνώριμο τραγούδι ευγενικό και ένας κόσμος από αισθήματα, αναμνήσεις, πάθη, σπαραγμούς, βαρύς και μεγάλος. Μέσα μας κουνιέται ένας λαός…». Αυτός ο φτωχός φουστανελάς λαός, ο μπαρουτοκαπνισμένος, ο αγράμματος και ευλαβής ελληνικός λαός, ενωμένος σαν άλλος Διγενής Ακρίτας βάδισε ψέλνοντας ύμνους Ελευθερίας, Θούριους του Ρήγα, ενάντια στον βάρβαρο κατακτητή. Και νίκησε τον εχθρό έστω και νικημένος. Η ηρωική του ήττα αντίστασης, μετατράπηκε σε σύμβολο οικουμενικής Ελευθερίας, και Προσφοράς. Αντίστασης και για τους άλλους αγωνιζόμενους λαούς της Ευρώπης παράδειγμα. Όλοι μετείχαν στον γενικό ξεσηκωμό. Τους ένωνε το ίδιο αίμα, τους εμψύχωνε το ίδιο πατριωτικό των αρχαίων Μαραθωνομάχων φρόνημα, το σύγχρονο «Είτε παίδες Ελλήνων..», η κοινή πίστη της γης, τα κλέφτικα τραγούδια των μακρυμάλληδων αγωνιστών του 1821, των τσοπαναραίων με την φλογέρα και το καρυοφύλλι στο γόνατο, το «σχοινί του Πατριάρχη». Αδάμαστη η θέληση των Ελλήνων ζυμώθηκε με αίμα, αγώνες, θυσίες, ηρωικά ανδραγαθήματα, τραγούδια και μοιρολόγια μέσα στην Ιστορία μέχρι να καταλήξει στο ηρωικό και ένδοξο Έπος της Εθνικής Αντίστασης.

Στην μνήμη των χιλιάδων ανώνυμων και επώνυμων Ελλήνων και Ελληνίδων, των ξένων στρατιωτών και αγωνιστών που πολέμησαν ενάντια στον κατακτητή, συντροφιά μας, ύψωσαν το ανάστημά τους στον φασισμό, όρθωσαν την θέλησή της ψυχής τους απέναντι σε βάρβαρες επιλογές των «κοκορόφτερων» και πολεμικές επιχειρήσεις των «ράους», αντιγράφω ορισμένα ποιήματα που γράφτηκαν για να τιμήσουν το ηρωικό έπος της αντίστασης του ελληνικού λαού ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό. Δεν αναφέρω τις πηγές γιατί ήθελα τα λίγα προοιμιακά λόγια που προηγούνται των ποιημάτων, και τα ίδια τα Ποιήματα των αντρών και γυναικών ποιητών, να είναι αφιερωμένα στον Ανώνυμο, τον Άγνωστό μας Ήρωα που πρόσφερε την Ζωή του, τα νιάτα του για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Στους ανώνυμους χαμένους στα χιονισμένα βουνά. Σε αυτές τις ανώνυμες ψυχές, σε αυτά τα ανθρώπινα ασθενικά σώματα Ελλήνων και Ξένων που θυσιάστηκαν για την Ελευθερία είναι αφιερωμένο τούτο το σημείωμα και τα ποιήματα, σαν ελάχιστος φόρος τιμής και μνήμης.

                 Ο  ΑΥΣΤΡΑΛΟΣ (1941)

Ήρθες απ’ τον Ειρηνικό παλαίμαχε στρατιώτη

ψηλός καθώς αυστραλός φοίνικας

με παιδικό στερέωμα στα μάτια

με πολλή στάχτη στα μελίγγια

στεγνός απ’ το λιβυκό ήλιο

και ρουφηγμένος απ’ τη θύμηση

των άσπαρτων αγρών σου.

 

Με τη βαρειά εξάρτηση της εκστρατείας

για ένα μεγάλο πόλεμο που δεν εξηγάς

αφού είσαι απλός κι αγράμματος

μ’ ένα μεγάλο καπέλο γυρισμένο κατά τον άνεμο.

Φτεροκοπά ο νους σου στο σιδερένιο κράνος

και σαν παίρνεις θέση με το ντουφέκι στο μάτι

για κείνους που παράτησες στην Αυστραλία

μονάχους στα χωράφια του πατέρα σου

πούξερες να δοξάζεις με ψηλά στάχια.

 

Δεν τους αποχωρίζεσαι στιγμή

κουβαλάς παντού ευτυχισμένος το βάρος τους

σε μιά παγωμένη φωτογραφία

πάνω απ’ την τσέπη της καρδιάς σου

η γυναίκα που στεφάνωσε την άσημη ζωή σου

και τώρα κοιμάται μόνη

και τα παιδιά που με το δάχτυλό τους

σε κυνηγούν στο χάρτη της Ευρώπης.

 

Ήρθες τρεχάτος απ’ τα λιβυκά μέτωπα

δαρμένος απ’ την καφτήν άμμο

αφού είχες πρίν αγνώστους πολεμήσει

στα φιόρδα τα νορβηγικά και τη Γαλλία.

Σώθηκες απ’ την περιπέτεια γιατί είσαι τυχερός

φοράς τη ζώνη του παππού σου πού δάμαζε άγρια πουλάρια

κάθε πρωί γυαλίζεις τ’ άστρα της στον ήλιο

κ’ είσαι έτοιμος να πολεμήσεις

σε κάποιες Θερμοπύλες.

 

Πλανιέσαι στους δρόμους πού δεν ανάβουν τα φώτα

με τα σπίτια της νοσοκομεία όλα

για τα ξεπαγιασμένα αγόρια μας

την πόλη με τ’ άδεια σκολειά

πού οι κάτοικοί της φοράν στη μπουτουνιέρα δάφνη.

 

Δεν ήξερες αν ύπαρχε τούτος ο τόπος

δεν ξέρεις τώρα αν δε μείνεις για πάντα εδώ

τα σκέφτεσαι και τα ζυγίζεις

είναι απλός ο λογαριασμός

κι όμως δε σε βολεί να παραπονεθείς.

 

Απ’ την πολιτεία με τα μάρμαρα πού δεν προσέχεις

γιατί είναι πιό κρύα απ’ τα μνήματα

πρόφτασες να στείλεις μήνυμα στο σπίτι

μιά φωτογραφία πούβγαλες στον κήπο του Μουσείου

γεμάτο πανσέδες πεταλούδες και παιδάκια

κρατώντας έναν κλώνο πασχαλιάς

πού είχες πληρώσει ευτύς όσο σου ζήτησαν

και που είχες πρίν στην φούχτα σου

βαθιά πολύ

σχεδόν τρελά μυρίσει…

ΡΙΤΑ  ΜΠΟΥΜΗ  ΠΑΠΑ

        ΟΤΑΝ  ΕΜΠΗΚΑΝ  ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

Η μέρα γέρνει θλιβερή σα ματωμένο κρίνο

κ’ έρχεται η Νύχτα η μέδουσα με φοβερή ορυγή.

Κυνηγημένος στα θολά σκοτάδια σας διακρίνω,

          Θεοί, να φεύγετε απ’ τη γη.

Τ’ αρχαία δεσμά συντρίψουν κι από τα βάραθρά της

δαιμονικοί ανεβαίνουνε οι Τιτάνες ζοφεροί.

Με το χρυσό το δίχτυ της λυμένο πιά μπροστά της

          κ’ η Αρμονία θρηνεί.

Τρέμουνε γύρω τα βουνά, τα πέλαα αναταράζουν,

τ’ αστροπελέκια σκίζουνε το χαοτικό ουρανό’

φωτιά αναδεύει η μαύρη γη, φωτιά τ’ αστέρια στάζουν.

          Φωτιά, φωτιά κ’ εγώ

Σε κράζω εσένα, Απόλλωνα, ωραίε θεέ της μέρας:

πρόβαλε πάλι φέρνοντας τη λαμπρομάτα αυγή

και με τα βέλη σκότωσε το φοβερό αυτό τέρας,

          πού εμόλυνε τη γη!

ΛΙΛΗ  ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ- ΙΑΚΩΒΙΔΗ

        Η  ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ

Πάνω στη γη μας βρίσκονται κάποια σημάδια ακόμα

        απ’ τα εχθρικά ποδάρια.

Φύσα, βοριά, και σάρωσε για πάντα από το χώμα

        τα μισητά τους χνάρια!

 

Η φαρμακεύτρα ανάσα τους, κι αν πιά δεν μας μολεύει

          τα σπίτια και τους δρόμους

κάτι έχει αφήσει απάνω μας που ακόμη μας παιδεύει

         και μας λυγάει τους ώμους.

 

Θα σε χαιρόμαστε σαν πρίν, αγαπημένη Αθήνα;

        Βαρύς ο σηκωμός μας…..

Απ’ τη σκλαβιά της θύμησης μ’ όλα τ’ απαίσια εκείνα

         δε σώζει ο λυτρωμός μας.

 

Δε σώζει, ενόσω κάθε αυγή το ίδιο θ’ ανατείλη

           πάντα το ίδιο αστέρι,

αυτό που μας φανέρωνε νεκρά τα νέα τους χείλη,

          τ’ αχρηστεμένο χέρι…

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ

      ΤΟ  ΟΡΑΜΑ

Σαν έσκασε στής Τήνος το λιμάνι

απάντεχα η ιταλική τορπίλα,

κατάστηθα την Παναγιά ένα βλήμα

ήρθε και βρήκε, πού κι ως στην καρδιά της

βαθιά σφηνώθη. Αποχλωμιάζουν οι άγιοι’

και στον παράδεισο, όπου ο μέγας Έρως

τ’ ολόλαμπρο θρονί της έχει στήσει,

λαχτάρησε η μακάρια η Βεατρίκη’

γιατί, κατά την Πίνδο εκεί κοιτώντας,

ξάνοιξε κι ως το Τεπελένι πέρα

θείον Όραμα, όπως στους παλιούς τους χρόνους:

Στρατολάτισσα υπέρμαχη η Παρθένα

κι από νίκη σε νίκη να οδηγάει

τους πρόμαχους της αιώνιας Ελλάδας!

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ

        Η  ΝΙΚΗ

Παιδιά μου, ο πόλεμος για σας περνάει θριαμβευτής’

των άδικων ο πόλεμος δεν είν’ εκδικητής

είναι θυμός της άνοιξης και της δημιουργίας.

Η Ελλάδα είναι αβασίλευτη, με δάφνες και με κρίνα

της νίκης. Παντοδύναμος την έπλασε τεχνίτης.

Η δόξα το καμάρι της’ η αλήθεια είναι δική της.

Κι αν είναι, και στον πόλεμο μέσα, η ζωή θυσία,

ο τάφος είναι πέρασμα προς την Αθανασία!

ΚΩΣΤΗΣ  ΠΑΛΑΜΑΣ

              ΧΑΪΔΑΡΙ, 1944

Στο ξάγναντο να υψώνεσαι ήρεμο, βουβό

σε πρωτοείδαμε ένα βράδι του Αλωνάρη’

στοιχειό από την Ιερή μας ξάφνιασες Οδό

μακάβριο, απόρθητο, αλυσσόδετο Χαϊδάρι!

 

Κι από το βράδι αυτό μας άρπαξες, θεριό,

στη μαύρη σου αγκαλιά τριανταδυό νομάτους’

δάσος του τρόμου μας επλάνεψες σκιερό

σε κόρακες ανάμεσα, κρέας χορτάτους,

 

μέσα σε τίγρηδες σπαραχτικές φωλιές,

σε Λωτοφάγους, Κίκονες και Λαιστριγόνες…

Μαστιγοφόροι Ες-Ες, με νεκροκεφαλές

πα’ στα πηλίκια τους, σε τρίσβαθες κρυψώνες,

 

στα «μπλόκα» εκεί μας μοίρασαν και στα κελλιά,

όπου ποτές ηλιού δεν κατεβαίνει αχτίδα’

το δέος του Δάντη μας φυσούσε τα μαλλιά:

«Αφίστε, εσείς που μπαίνετε εδώ μέσα, κάθε ελπίδα!»

 

Όχεντρα σφύριζε του βούρδουλα η ορμή’

στο λάρυγγα η φωνή του πόνου έχει χωνέψει’

θανάτου ανατριχίλες μόνο στο κορμί’

άβυσσος η καρδιά και πανικός η σκέψη…

 

Ζούγκλα, το πνεύμα σου εδώ μέσα τριγυρνά!

Θανάτου ξόβεργα παντού, χαμού καρτέρι’

από βραχνά σ’ άλλο βραχνά πέφτει, ξυπνά

πιό τραγικό των μελλοθάνατων τ’ ασκέρι…

 

στα χέρια, οι λεύτεροι τόσων καρδιών παλμοί

στ’ αγκαθοσύρματα ματώνουν όλη μέρα,

Τα κοφτερά, βαριά αγκωνάρια- ώ σηκωμοί!-

είτε στο φτυάρι, στον κασμά και στην τζιβιέρα.

 

Κι ως πέφτει η νύχτα από τους βράχους και κυλά,

με τη βουή του αργού που φτάνει αυτοκινήτου,

χιλιάδες μάτια από τα «μπλόκ» κι απ’ τα κελλιά

στον «Κομμαντάντ» καρφώνουνται και στο χαρτί του,

 

χιλιάδες μονομιάς γυρίζουν κεφαλές,

από τα βάθη των γραμμών, στο κάθε θύμα

που φεύγει, στο κλουβί το μαύρο των Ες-Ες,

μ’ ένα στα χείλη «έχετε γειά!» και στέριο βήμα…

 

Μαβύς αντίκρυ ο πράος βάφεται Υμηττός

και πιό μαβιές του Παρθενώνα εκεί οι κολόννες’

απάνω κλάμα στέκει αξέσπαστο ο ουρανός

και γύρω θρήνος αξεθρόϊστος οι πευκώνες.

 

Ακόμα ανίδεη μεσ’ στην πάχνη η Αθήνα, ωχρή

στην αγκαλιά της δέχεται το φώς το νέο,

με βρόντους τουφεκιών απ’ την Καισαριανή

και με ραντίσματα από το αίμα το γενναίο…

 

Χαϊδάρι, απαίσιο μνημείο, τυραννικό,

ενός μεσαίωνα φασίστα πού μας πνίγει,

ανθρωποφάγο κάτεργο, συντροφικό

παλάτι του χαμού, γεμάτο μαύρα ρίγη,

 

κάθε φορά που ο τύραννος αγριεύει οχτρός

και λύτρο το αίμα σου, Λαέ, ζητάει να πάρει,

στα τείχια σου σπά αθρόα η λύσσα του ως αφρός,

μακάβριο, απόρθητο, αλυσσόδετο Χαϊδάρι!

 

Με την πνοή του ανθρωποφάγου φασισμού

κι αν ξαναζήσανε πιό άγριες οι Βαστίλλες,

συντρίμμια τώρα στην ορμή του λυτρωμού,

άδειες σπηλιές από θανάτου ανατριχίλες,

 

κρεμάλες και στρατόπεδα κάθε λογής

οι νεκροθάλαμοι-στοιχειά, θεριά, τρομάρες,

στο φώς λουσμένα της Ελεύθερης Ζωής,

από θυμούς βροντούν κ’ εκδίκησης αντάρες!

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ  ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ         

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022 ’                     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου