Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Φώτης Κόντογλου, ένας ερημίτης πολυταξιδευμένος των ελληνικών γραμμάτων

 

                  Φώτης   Κόντογλου

ένας ερημίτης- «πολυταξιδευμένος» των ελληνικών γραμμάτων

         Στο δεύτερο αυτό σημείωμα για τον Κυρ Φώτη Κόντογλου, μεταφέρω και σχολιάζω τα περιεχόμενα του περιοδικού «ΠΑΡΑΔΟΣΗ» που είναι αφιερωμένο στον Αϊβαλιώτη συγγραφέα. Εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού ήταν ο αιγυπτιώτης συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων και ερευνητής Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης. Αντιγράφω επίσης, την συμμετοχή του ποιητή και φίλου του Φ.Κ. Νίκου Καρούζου, στα Αφιερώματα. Ο Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης υπήρξε μεταξύ άλλων μελετητών, και ένας από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές και διασώστης των εργασιών του Φώτη Κόντογλου, επιμελητής εκδόσεων βιβλίων του, της δημιουργικής του παρουσίας. Μας διέσωσε αρκετές πληροφορίες και στοιχεία για το έργο του. Έγραψε μεστές εργασίες και χρήσιμα βιβλία, στα οποία καταλογράφησε τα βιβλία του Κόντογλου και μας έδωσε και μία πρώτη βιβλιογραφία του. Με τις έρευνές του συμπλήρωσε την εργογραφία που συνέταξε ο Γιώργος Βαλέτας και ο Θανάσης Θ. Νιάρχος σε προγενέστερες εργασίες τους σε αφιερώματα περιοδικών. Ο Χατζηφώτης μας έδωσε και μία Βιογραφία του πολυτάλαντου ορθόδοξου Μικρασιάτη συγγραφέα, μεταφραστή και αγιογράφου. Η αποδελτίωση των μέχρι σήμερα στοιχείων-όπως μου φανέρωσε η δική μου έρευνα και ανάγνωση του υλικού-μας κάνει να υποστηρίξουμε ότι ο Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης υπήρξε ένας ακόμα διαπρύσιος κήρυκας και μαθητής του Κυδωνιέως πεζογράφου, μεταφραστή, εικαστικού και αγιογράφου, εκδότη, ανακαινιστή της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης, και προμάχου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Περισσότερο, αν δεν λαθεύω, μας είναι γνωστή η επιρροή της αγιογραφικής τέχνης και τεχνικής του Φ.Κ., η απήχησή του στο έργο και τις δημιουργίες μεταγενέστερων αγιογράφων και εικαστικών, και λιγότερο ίσως, στην άλλη του, σημαντική πλευρά, αυτή την πεζογραφική.(1) Το γεγονός και μόνο ότι δύο από τις επιφανέστερες φυσιογνωμίες των ελληνικών γραμμάτων και του ελληνικού πολιτισμού του προηγούμενου αιώνα, ο πειραιώτης δάσκαλος πολυτάλαντος Γιάννης Τσαρούχης και ο υπερρεαλιστής ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος-αξιοσημείωτες και χαρακτηριστικές οι παρουσίες τους στην διαμόρφωση της ελληνικής οπτικής και αισθητικής- υπήρξαν μεταξύ άλλων μαθητές του, δηλώνει το μέγεθος και την σπουδαιότητα του μικρασιάτη πιστού των πάτριων ελληνικών κληροδοτημάτων της παράδοσης και ιστορίας. Τα δημοσιεύματα αναφοράς στην εμπειρία του από την μαθητεία του κοντά στον Φ. Κόντογλου, του Γιάννη Τσαρούχη, είναι όχι μόνο συγκινητικά και ευαίσθητα, ακριβοδίκαια, αλλά τα διακρίνει μία καλλιτεχνική εντιμότητα και συναίσθηση της χάραξης του προσανατολισμού του πειραιώτη σοφού δασκάλου κατά τα πρώτα εφηβικά του χρόνια και εικαστικές του ανιχνεύσεις. Αλλά και η ανάγνωση διαφόρων ημερολογιακών αναμνήσεων μαθητείας ελλήνων πνευματικών δημιουργών και καλλιτεχνών στα πρώτα τους βήματα, δηλώνουν ότι, όχι μόνο δεν στάθηκαν αχάριστοι απέναντι στον δάσκαλό τους αλλά μίλησαν με ειλικρίνεια για την επιρροή που άσκησε πάνω τους, πέρα από τους καλλιτεχνικούς δρόμους που ο καθένας ακολούθησε στα κατοπινά χρόνια της καριέρας τους. Είναι ενδεικτική και διαφωτιστική ακόμα η μαρτυρία του ηθοποιού και σκηνοθέτη Αλέξη Μινωτή, όταν κυκλοφόρησε και διάβασε τον «Πέντρο Καζάς», και ταξίδεψε στην Αίγινα όπου ήταν εγκατεστημένος ο Νίκος Καζαντζάκης για να του δείξει το βιβλίο. Και οι δύο μαζί ταξίδεψαν την ίδια μέρα για το σπίτι του Κόντογλου στην Αθήνα να τον συγχαρούν. Και, ο μεγάλος αυτός του ελληνικού και παγκόσμιου θεάτρου Αλέξης Μινωτής, μας εξομολογείται μία ακόμα εντύπωση της επίδρασης του συγγραφικού ταλέντου του Φ.Κ. Όταν μαζί με δύο φίλους του ζωγράφους ταξίδεψαν στην Μονεμβάσια, και ενώ όλοι ασχολούνταν με τους εικαστικούς, εκείνος άρχισε να διαβάζει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις και καταγραφές του Κόντογλου από τα δικά του εξερευνητικά ταξίδια. Τις Καστροπολιτείες της ελληνικής γης. Όταν οι απλοί και αγράμματοι νοικοκυραίοι άκουσαν να διαβάζει ο Μινωτής το τι λέει και με τι ταλέντο περιγράφει την πόλη τους ο άγνωστός τους συγγραφέας και περιηγητής Κόντογλου, τότε όχι μόνο το ενδιαφέρον τους εστιάστηκε στην ανάγνωση του Μινωτή αλλά η ικανοποίησή τους ήταν απρόβλεπτη και γεμάτη συγκίνηση και έκπληξη για τον σκηνοθέτη και ηθοποιό, που, επιτέλους, πρόσεξαν και την δική του παρουσία. Οι εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της «Εστίας» και κατόπιν του «Αρμού», εξέδωσαν τις περιηγήσεις αυτές του Κόντογλου-με τον τίτλο «Ο Καστρολόγος» ανά την Ελλάδα. Έχουμε την αναφορά σε 800 Κάστρα. Όντας Πειραιώτης να σημειώσω ότι από τον χώρο του Πειραιά, είναι ο ποιητής και πολυγραφότατος χριστιανός λογοτέχνης Δημήτρης Φερούσης, (αφιερώνει ποίημά του), ο συγγραφέας και παλαιός διοικητής του Αγίου Όρους Μανώλης Ρούνης (συμμετέχει στο αφιέρωμα στον Φ.Κ. των «Αιολικών Γραμμάτων 15-16 (149-150)/11,12,1995,). Ο συγγραφέας και ανθολόγος Κώστας Λουκάκης, ο διηγηματογράφος και δημοσιογράφος Χρήστος Λεβάντας (συμμετέχει στο πρώτο αφιέρωμα του περιοδικού «Αιολικά Γράμματα» τχ.6/11,12,1971). Ο ποιητής αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης (ξάδερφος του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα). Ο Πικιώνης υπήρξε από τους πρώτους συνεργάτες του Φώτη Κόντογλου κατά την έκδοση του μηνιαίου περιοδικού τέχνης και ελέγχου «Φιλική Εταιρεία». Το περιοδικό κυκλοφόρησε τον Γενάρη του 1925, (η «Φιλική Εταιρεία» κυκλοφόρησε σε μονά ή διπλά τεύχη όλο το 1925, σύνολο τευχών 5. Συνεργάτες ακόμα της Φ.Ε., υπήρξαν ο ελληνοεβραίος ποιητής Γιοζέφ Ελιγιά, ο κύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης κ.ά.). Το δεύτερο περιοδικό το οποίο εξέδωσε με την συνεργασία του Βασίλη Μουστάκη ο Φ.Κ. ήταν «Η Κιβωτός». Το περιοδικό κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1952 από τις εκδόσεις «Αστήρ». Η επιστασία του Κόντογλου διήρκησε μέχρι την έκδοση του 24ου φύλλου, Δεκέμβριος 1953, ο Κόντογλου, συνέχιζε να δημοσιεύει και στα υπόλοιπα τεύχη. Μεταξύ των συνεργατών αναγνωρίζουμε τον μετέπειτα πανεπιστημιακό, βυζαντινολόγο, ποιητή και επιμελητή του έργου του Ρωμανού του Μελωδού, Νικόλαο Β. Τωμαδάκη, του συγγραφέα Κωστή Μπαστιά, του αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Ζερβάκου, του καθηγητή φιλοσοφίας στην Αμερική Κωνσταντίνου Καβάρνου, ο οποίος δημοσίευσε εργασίες και μετέφρασε Κόντογλου για το αμερικάνικο και όχι μόνο κοινό. Ανάμεσα στα βιβλία του, είναι και το «Συναντήσεις με τον Κόντογλου», εκδόσεις «Αστήρ» 1985, ένα σπονδυλωτό βιβλίο στο οποίο αναφέρεται σε μνήμες και εμπειρίες από την φιλική-πνευματική σχέση «μαθητείας» του δίπλα στον Φ.Κ. και την τελευταία τους συνάντηση στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» όπου νοσηλεύονταν ο Κόντογλου έπειτα από τροχαίο, λίγες μέρες πριν πεθάνει.

        Να υπενθυμίσουμε ότι ο πολυδιαβασμένος και δαφνοστεφανωμένος “Pedro Cazas” κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1922 από τον εκδότη Χρυσόστομο Γανιάρη, ένα χρόνο μετά, 1923 εκδίδεται το έργο του «Βασάντα» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, και το βιβλίο του «Η τέχνη του Άθω» 1923. Τα ξυλογραφήματα της έκδοσης φιλοτεχνήθηκαν από τον Άγγελο Θεοδωρόπουλο. Να σημειώσουμε ότι το σύνολο σχεδόν των βιβλίων του Φώτη Κόντογλου κοσμούνται με σχέδια, ζωγραφιές και πλουμίδια, βινιέτες, χαλκογραφίες, λιθογραφίες, του ίδιου. Ενώ, μέσα στις άλλες εργασιακές του ενασχολήσεις, ήταν και οι εικονογραφήσεις του και τα σχέδια που κόσμησαν εκδόσεις και βιβλία τρίτων, όπως τα «Θαλασσινά» του ποιητή Απόστολου Μαμμέλη, (1925) η συλλογή «Ελληνικών Παραμυθιών» από τον Γεώργιο Α. Μέγα, (1927), τα «Λαογραφικά Σύμμεικτα της Καρπάθου» του Μιχάλη Μιχαηλίδου- Νουάρου, (1934), το «Κυριακοδρόμιο» του Κωστή Μπαστιά (β΄ έκδοση1977) μαζί με τον μαθητή του Ράλλη Κοψίδη, «Οι Παναγίες του Παπαδιαμάντη» του Άγγελου Ν. Παπακώστα, (1947), τις ποιητικές συλλογές του Λάμπη Χρονόπουλου, «Τ’ άστρα του χειμώνα», (1944), Θεοδόση Σπεράντσα, «Βραδυνή Φωτιά» (1961) κ.ά. Σχέδιά του συναντάμε και σε τόμους της δωδεκάτομης «Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας» (1962-1968). Σκίτσα του επίσης έχουν δημοσιευθεί στην εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», στο μυθιστόρημα του Νορβηγού συγγραφέα «Η Πείνα», Κνούτ Χάμσουν, στο βιβλίο της εικαστικού Ναταλίας Π. Μελά για τον πατέρα της Παύλο Μελά (1963) και σε πολλά άλλα έντυπα και περιοδικά. Αρκετές είναι επίσης από τα γαλλικά και οι μεταφράσεις του και οι διασκευές επί τω ορθοδοξότερω σκέψεων όπως του Μπλαζέ Πασκάλ. Οι εκδόσεις «Γλάρος», οι εκδόσεις της «Αποστολικής Διακονίας», οι εκδόσεις του «Μιχάλη Σαλίβερου», οι εκδόσεις «Αστήρ», οι εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας», οι σύγχρονες εκδόσεις «Ακρίτας», οι εκδόσεις «Μπιλιέτο» στην Παιανία, οι εκδόσεις «Αρμός», οι νεότερες εκδόσεις «Μεταίχμιο», κλπ., έχουν επανακυκλοφορήσει έργα του. Πολλά δημοσιεύματά του βρίσκονται ακόμα σκόρπια και διάσπαρτα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του. Μέρος από τα Κυριακάτικα δημοσιεύματά του στην πολιτική εφημερίδα «Ελευθερία» έχουν δημοσιευθεί από τις εκδόσεις «Ακρίτας» ή διαβάζουμε αποσπάσματά τους σε εργασίες τρίτων. Τα «αντι-παπικά» του κυκλοφόρησαν πριν χρόνια από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Πολυσήμαντη όπως διαπιστώνουμε προσωπικότητα ο Φώτης Κόντογλου παρά του ότι απαξιώθηκε από κομμουνιστές γραμματολόγους, βλέπε Γιάννη Κορδάτο και Μάρκο Αυγέρη ή στάθηκαν στο έργο του μάλλον, κάπως διστακτικοί και επιφυλακτικοί όπως είναι ο ομότιμος πανεπιστημιακός, πολυγραφότατος θεολόγος και αρθρογράφος Χρήστος Γιανναράς. Βλέπε την μελέτη του «Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα», εκδόσεις «Δόμος» 1992, και ορισμένοι άλλοι. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ανάμεσα στους συνεργάτες του στην έκδοση του περιοδικού που εξέδωσε ο Φ. Κόντογλου, ήταν και ο μαρξιστής ποιητής και μεταφραστής, δάσκαλος Κώστας Βάρναλης. Σημαντικός επίσης συνεργάτης του υπήρξε και ο πεζογράφος, εικαστικός, τεχνοκριτικός μικρασιάτης Στρατής Δούκας ο οποίος συχνά μνημονεύει στα έργα του τον Φ. Κ. Βλέπε το πεζό Στρατής Δούκας, «Ο μικρός αδερφός», εκδόσεις «Διογένης» 1975. Σημαντικό ανάγνωσμα το οποίο αναφέρεται στην Μικρασιατική Καταστροφή, είναι το πεζό του Στρατή Δούκα, «Η Ιστορία ενός Αιχμαλώτου». (2) Από την πόλη του Πειραιά ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί, ο κυρός πανεπιστημιακός καθηγητή, λογοτέχνης μεταφραστής, βιβλιοκριτικός, δοκιμιογράφος και ποιητής Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος έγραψε το μελέτημα «Η θεωρία και η πράξη της αφηγηματικής τέχνης του Φώτη. Κόντογλου», εκδόσεις Καρδαμίτσα. Βλέπε καταγραφή στο προηγούμενο, πρώτο σημείωμα μνήμης και αναφοράς στον μικρασιάτη Φ. Κ. Τέλος, να υπενθυμίσουμε και την παρουσία του θεατράνθρωπου, κριτικού θεάτρου, μεταφραστή, αρθρογράφου, συνεκδότη, πολιτικού σχολιαστή (βλέπε εφημερίδα «Το Βήμα»), σταθερού συνεργάτη της προδικτατορικής δημοκρατικής εφημερίδας «Ελευθερία», του πειραιώτη Μάριου Πλωρίτη. Βλέπε ενδεικτικά το κείμενό του «ΤΑ  ΝΗΣΙΑ», στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη», τχ.198/10,11,12, 2008, σ.554-555, στο Αφιέρωμα του περιοδικού στον «ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ». Το κείμενο του Μάριου Πλωρίτη δημοσιεύεται στο δεύτερο μέρος της «Λέξης» αφιέρωμα στον Φ.Κ., ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ-ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ Φ.Κ., όπως σημειώνουν οι επιμελητές. «Τα κείμενα των Μάριου Πλωρίτη, Ιάκωβου Καμπανέλλη, Νίκου Κούνδουρου και Διονύση Σαββόπουλου προέρχονται από το βιβλίο Φώτης Κόντογλου-εν εικόνι διαπορευόμενος (επιμέλεια Ιωσήφ Βιβιλάκη) των εκδόσεων «Ακρίτας», (Αθήνα, 1985)». Στο ίδιο πλούσιο αφιέρωμα του περιοδικού «Η λέξη», δημοσιεύονται επίσης, τα κείμενα των γνωστών Πειραιωτών Βαγγέλης Αθανασόπουλου, «αγιογραφίες εικαστικές και αφηγηματικές», σ.494-497, Γιάννη Τσαρούχη, «Ο Κόντογλου», σ.532-534,. Όπως βλέπουμε, ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κύκλος του μικρασιάτη Φώτη Κόντογλου, ενός λαϊκού λογίου και καλλιτέχνη, με όση βαρύτητα φέρουν στο σώμα τους αυτές οι λέξεις τις προηγούμενες δεκαετίες, που ήκμασε και η Γενιά του 1930, δεν περιορίστηκε εντός των ορίων της ελληνικής χριστιανικής ορθόδοξης εκκλησιαστικής επικράτειας, γραμματείας και των χριστιανικών ορθόδοξων γραμμάτων, αλλά η συμβολή και η απήχησή του, είναι ευρύτερα γνωστή και εξακτινώνεται σε πολλούς τομείς της τέχνης. Ας φέρουμε στην σκέψη μας τις μεταφράσεις του από τα γαλλικά ξένων ευρωπαϊκών μυθιστορημάτων-από τα διαβάσματά του κατά την διαμονή του στο εξωτερικό. Της μετάφρασης της μελέτης του Λεωνίδα Ουσπένσκη, «Η εικόνα», την μετάφραση δεκάδων πατερικών κειμένων και ασκητών της ερήμου, ρώσων πατέρων της εκκλησίας. Μεταφορές στην λαϊκή καθομιλουμένη δημοτική γλώσσα, με πατερικά-εκκλησιαστικά αποσπάσματα που συνήθως, εμπλούτιζε τα κείμενά του, τις εργασίες του και την προσωπική του αλληλογραφία. (Αυτό μας το δηλώνουν τα άτομα με τα οποία αλληλογραφούσε). Την συνεργασία του στην έκδοση βιβλίων τρίτων, βλέπε «παπά Νικόλαος Πλανάς» της μοναχής Μάρθας και άλλα. Ακούραστος πάντα δίχως να λογαριάζει κόπους και θυσίες, δίχως να σκέφτεται το οικονομικό κέρδος από τον κοπιώδη εργασιακό μόχθο του. Όλο αυτό το μεγάλο πεδίο ενδιαφερόντων και ενασχολήσεων του πρόσφυγα τέκνου της Ελληνικής-κάποτε-Μικράς Ασίας, είναι  κάτι που μας δείχνει με τον πλέον περίτρανο τρόπο την σημασία και την αξία του έργου του, της σημαντικής προσφοράς του, του ατομικού του οράματος, του πιστεύω του, του ανατολίτικου καθαρού ήθους του, της φιλοτιμίας του, της ανοιχτόκαρδης διάθεσής του (φτάνει να μην του πρόσβαλες τα ιερά της πατροπαράδοτης πίστης του) ενταγμένου μέσα στον πολύοσμο λειμώνα της ελληνικής εκκλησιαστικής ιστορικής παράδοσης, της πανάρχαιας λαϊκής παράδοσης της Ρωμιοσύνης. Μπορεί να έγινε σημείο «αντιλεγόμενο» για αρκετούς έλληνες γραμματιζούμενους της θύραθεν γραμματείας, μπορεί να τον μέμφθηκαν» με το «μαστίγιο της Παυλικής αγάπης», αλλά κριτικό μαστίγιο ορθόδοξοι πανεπιστημιακοί και εκκλησιαστικοί φορείς της εποχής του, να τον είπαν «επιφανειακό», «γραφικό», «ακραίο», «φανατισμένο», «απροσάρμοστο» στις νέες ιστορικές και κοινωνικές ευρωπαϊκές συνθήκες, να μνημονεύσω και πάλι τον λόγο ενός έλληνα στοχαστή που άνοιξε δρόμους στην γενιά μου, προσέγγισης των πατερικών κειμένων και διδασκαλίας, τον Χρήστο Γιανναρά, και το 18 Κεφάλαιο του έργου του που προανέφερα: «Ο Παπαδιαμάντης και η «σχολή» του, σελ. 414-418, όπου κρατά απέναντι στον Κόντογλου μία σκεπτικιστική στάση και αρνητική απέναντι στο περιοδικό αν τον κατανοώ σωστά. (3) Οι κρίσεις του καθηγητή Χρήστη Γιανναρά, με την αστείρευτη μετά τόσες δεκαετίες σκέψη και πένα, είναι στο γενικό της ερμηνευτικό πλαίσιο ορθή για την εποχή και το κλίμα που εξέφραζε και επικρατούσε,-κάτι, που ελάχιστα μάλλον μπορούμε να διαισθανθούμε που ανήκουμε στις νεότερες γενιές, και αρχίσαμε να ψηλαφούμε αυτούς τους χώρους της παράδοσης, αναζητώντας την ταυτότητά μας και το τι είναι αυτή η περιβόητη Ελληνικότητα, μετά την μεταπολίτευση του 1974, και κυρίως και συνηθέστερα από αριστερούς και αντιδικτατορικούς διαύλους προσέγγισης βιβλίων, εντύπων, παρακολούθηση διαλέξεων, ομιλιών κλπ. Όμως, αν τον κατανοώ ορθά-σε αυτήν την πολυχρόνια συγγραφική του «αμάχη» με τους επίσημους φορείς της ορθόδοξης εκκλησίας και τα άλλα τα λεγόμενα «εξω-εκκλησιαστικά» ρεύματα που την κυκλώνουν και την ποτίζουν, αναφέρομαι σε θρησκευτικούς κύκλους που ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα κοινωνική και πρόβαλλαν τις θέσεις τους με όποιον τρόπο θεώρησαν θεμιτό. Κάτι όμως, μετά από τόσες δεκαετίες γεννά ορισμένα ερωτήματα. Συγκεκριμένα, ο ίδιος και πολλοί άλλοι έλληνες ορθόδοξοι στοχαστές και λόγιοι προήλθαν από τα σπλάχνα αυτών των περιβάλλοντων ανεξάρτητα αν μετέπειτα αποστασιοποιήθηκαν ή έφυγαν από αυτά. Και άρχισαν μία συγγραφική «πολεμική» μέσω των δημοσιευμάτων τους. Το πρόβλημα όμως είναι βαθειά πολιτικό και στην άμεση εξάρτηση ενός πανάρχαιου ιστορικού θεσμού όπως είναι η Εκκλησία από το όποιο Κράτος. (Σημερινό παράδειγμα η Ρώσικη Εκκλησία με τον πόλεμο στην Ουκρανία). Όταν λοιπόν, μας μιλά, αναφέρεται στον «ρομαντισμό της συντήρησης» πως ακριβώς ορίζει αυτές τις δύο λεξούλες. Μήπως, λέω, μήπως, μας εισαγάγει σε μία ερμηνεία αυτών των δύσκολων και αρνητικών φαινομένων μέσω μίας «πεφωτισμένης» πανεπιστημιακής-πολυπτυχιούχας διανόησης; Κάτι, που δεν κατανόησε ποτέ και ίσως δεν ακολούθησε ο πολύς ανώνυμος και «αγράμματος» λαός;  Μήπως παραγνωρίζει ο φίλτατος και αγαπητός καθηγητής ότι από την μία επικρατεί μία πεφωτισμένη ορθόδοξη διανόηση εκκλησιαστική και λαϊκή, η οποία επαναπαύεται στα συγγραφικά και πτυχιακά της επιτεύγματα, τα βάθρα ή τις κρατικές έδρες και μοναστηριακές ηγουμενικές εξουσίες, ασκητικούς θώκους, και από την άλλη, υπάρχει η μεγάλη μερίδα- θέλετε του ελληνικού έθνους «ανθρωπομάζα» η οποία μέσα από πανάρχαιες εμπειρικές εθιμικές τελετουργικές συνήθειες και πρακτικές, συνεχίζει την αυθεντικότητα και την αλήθεια της ελληνικής Ορθόδοξης Παράδοσης, αγνοώντας όλους αυτούς τους τόμους των ορθόδοξων συγγραμμάτων και χιλιάδων ομιλιών των κατερχομένων από τα όρη και τις σκήτες; Έχει αναρωτηθεί κανείς όλοι αυτοί και αυτές που έτρεχαν και συνωστίζονταν έξω από τις μεγάλες συνεδριακές αίθουσες ομιλιών για να ακούσουν τους νεοέλληνες πεφωτισμένους λαϊκούς και μοναχούς, τι καταλάβαιναν, τι αποκόμιζαν, τι αναζητούσαν, τι προσδοκούσαν, τι τέλος περίμεναν να αλλάξει και να καλυτερεύσει στην φτώχεια της ζωής τους και τα αδιέξοδα του προσωπικού και οικογενειακού τους βίου αμέσως μετά την επτάχρονη δικτατορία στην ελλάδα; «Εισοδικά» και πάσης Ελλάδος να πούμε που θα έλεγε ο αξέχαστος Χάρρυ Κλυνν. Και από πού αντλούσε περισσότερη ψυχική βοήθεια και ανάπαυση, ίσως και βοήθεια υλική για τα της ζωής του και της οικογένειάς του, ο απλός καθημερινός έλληνας πιστός που δούλευε νυχθημερόν, κυνηγημένος από ένα ολόκληρο κρατικό σύστημα εξουσίας, και των θεσμών του, από την εξ καθέδρας κηρυγματική διδαχή και τα ογκώδη θεολογικά συγγράμματα, και τις ορθόδοξες γκουρμέ «γεύσεις» πίστης;  ή από μία απλή και κατανοητή ευαγγελική παραβολή, από μία πρακτική στην ζωή τους βοήθεια, φιλική κουβέντα, παρηγοριά και συντροφιά που πρόσφεραν οι πέριξ της εκκλησίας ομάδες πιστών; Μήπως λέω ο αγαπητός μας Χρήστος Γιανναράς «σκιαμαχεί» αιώνες τώρα, πάνω σε κάτι, που η ίδια η ζωή με τα αδιέξοδά της και τα προβλήματά της έχει λύσει; Δίχως να ακούει κανέναν μας; ούτε φυσικά και τον ίδιο. Έχω συναντήσει καλοκάγαθες λαϊκές ανθρώπινες υπάρξεις σε αυτά τα περιβάλλοντα, δίχως να ασπάζομαι τα ηθικά που θέλουν να πιστεύουν πλεονεκτήματα που νομίζουν ότι έχουν. Τα είδα να είναι δίπλα όμως σε άτομα του χώρου τους όταν αυτά είχαν ανάγκη, όταν πείνασαν, δεν είδα κανέναν φωτισμένο θεολόγο πανεπιστημιακό κανέναν ιερομόναχο με τηβέννους μοναστηριακής οσιότητας να είναι δίπλα τους. Τηρώντας την χριστιανική φιλανθρωπία; Ας θυμηθούμε τι μας έλεγε ο Θεσσαλονικιός ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης, οργανωσιακό την περίοδο της Κατοχής και πόσους περιέθαλψε; Οι Πειραιώτες που έχουν μνήμη θα θυμούνται όσα λέγονταν κατ’ ιδίαν ότι, δεν έκαναν επίσκοπο Πειραιά τον τότε καθηγητή και νυν αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο γιατί ανήκε στην οργάνωση της «Ζωής». Θυμάστε άγιοι πανεπιστημιακοί και εκκλησιαστικοί. Εκτός αν λαθεύω. Τέλος, την δεκαετία της κρίσης και των μνημονίων, αυτοκτόνησαν αρκετές χιλιάδες έλληνες από φτώχεια και ανέχεια. Είδατε εσείς κανέναν πολιτικό άντρα ή γυναίκα να αναλάβει την ευθύνη, να ζητήσει έστω μία τυπική του «κώ…» συγγνώμη μέσα στο «ναό της δημοκρατίας»!!! Ακούσατε εκτός από γενικότητες και ευχολόγια από τα επίσημα χείλη της διοίκησης της εκκλησίας να ζητήσουν έστω για τα μάτια του κόσμου, μία τυπική συγνώμη για τους έλληνες που αυτοκτόνησαν την περίοδο της κρίσης; Να βγάλουν ένα τυπικό λόγο ενάντια στο σάπιο πολιτικό κατεστημένο. Πού πήγε όλη αυτή η ορθόδοξη πανεπιστημιακή και των ηγουμένων φωτισμένη διδαχή που κατέκλυζε την επικράτεια μετά την επτάχρονη δικτατορία. Πολιτικά και Εκκλησιαστικά ευχολόγια υπέρ αναπαύσεως των αναγνωστών και των ορθόδοξων ρήσεων.  Δηλαδή, αυτή η χριστιανική ορθόδοξη, αν θέλετε «ειδωλολατρεία» της απλής σκέψης και των απλών αναγκών, είναι που έχει ισχυρότερους δεσμούς με το ορθόδοξο σώμα της Ελλάδας από οποιαδήποτε πανεπιστημιακή διδαχτική ή καλογερίστικη από άμβωνος αρά και συμβουλή. Όταν οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες εκδιώχθηκαν από την γενέθλια γη των προγόνων τους, που ήταν και γενέθλια γη των ελλήνων Ιώνων φιλοσόφων της προχριστιανικής Ελλάδος, δεν μετέφεραν μαζί τους τα άπαντα κανενός πατριάρχη ή μοναχού ή φημισμένου λογίου της ορθοδοξίας αλλά, τα βρεγμένα και σκισμένα και ματωμένα ρούχα τους και φορεσιές τους, και μία εικόνα από το εικονοστάσι τους που πίσω της σημειώνονταν οι ημερομηνίες των γεννήσεων των παιδιών τους ή η ημερομηνία γάμου τους. Αυτή η «τυπολατρική» ευσέβεια, ο εθιμικός της χριστιανικής τους πίστης χαρακτήρας είναι που κυοφόρησε τους νεομάρτυρες υπέρ της πατρίδας-του γενέθλιου χώρου τους και του κεντρικού και σημαίνοντα ιδεότυπου της χριστιανικής διδασκαλίας του Χριστού, πίστης. Του αναστάντος Υιού του Ανθρώπου. Αυτά τα εκατομμύρια των ξεριζωμένων ελλήνων και ανέστιων οικογενειών, τι ανάγκη είχαν να θέσουν αγωνιώδη και ζωτικά ερωτήματα περί ζωής όπως πρέσβευαν εκκλησιαστικοί και λαϊκοί διδαχοί, πανεπιστημιακοί καθηγητάδες ή γεροντάδες των κοιλάδων. Τον πολιτισμό της πίστης της Ρωμιοσύνης τους τον κουβαλούσαν μέσα στις ψυχές και τις συνειδήσεις τους, εκείνο που είχαν ανάγκη, ήταν μία κάμαρα γυμνή να βάλουν μέσα τα παιδιά τους, μία φρατζόλα ψωμί και ένα γάλα, λίγο φαί και νερό να πλυθούν και ένα χώρο για τις ανάγκες τους. Και αυτά τα χρειώδη καλώς ή κακώς, τους τα πρόσφεραν ορισμένες αν θέλετε «ευσεβιστικές οργανώσεις». Υπήρξαν δηλαδή άτομα των χώρων αυτών που στάθηκαν δίπλα σε αυτούς τους φτωχούς και ρακένδυτους έλληνες και ελληνίδες, σε αντίθεση με μεγαλόσχημους της εκκλησίας και της φωτισμένης ορθοδοξίας που «ομφαλοσκοπούσαν» για το φύλλο των αγγέλων και για την περίπτωση της περίπτωσης ω περίπτωση του ζωοδότη κυβερνήτη και σωτήρα του κόσμου, αθεΐας. Ο κυρ Φώτης Κόντογλου, δεν ανήκει στα υψηλά κλιμάκια της ορθόδοξης διανόησης ούτε και άλλοι συνεργάτες του των περιοδικών εκείνης της χλωμής και σκοτεινής πολιτικά εποχής. Ο δυναμισμός της ελληνικής παράδοσης και η αγωνιστικότητά της, δεν έγκειται στο πόσες διδακτορικές διατριβές θα εκπονήσεις πάνω στη ζωή των τεσσάρων ευαγγελιστών, ή στο αν πίστευε ή δεν πίστευε ή αναγκάστηκε να ασπαστεί την χριστιανική πίστη ο Μέγας Κωνσταντίνος ο ιδρυτής της Πόλης, αλλά στους βαθμούς και την ένταση φιλανθρωπίας αλλήλων. Από διαλέξεις και διαλέκτορες πήξαμε, από εργασία, υγεία, ειρήνη, φαϊ, λίγη χαρά και γαλήνη, μία συντροφιά, ένα χάδι, μία επίσκεψη έχει ανάγκη ο καθημερινός απλός, λαϊκός βασανισμένος άνθρωπος, έλληνας κάτοικος αυτής της πατρίδας που όσο πάει και στενεύει. Μπορεί να λαθεύω, αλλά θεωρώ ότι αν εξετάσουμε σφαιρικά το έργο του Φώτη Κόντογλου, αν δεν σταθούμε μόνο σε ορισμένες πτυχές του έργου του που γίνεται φλογερά μαχητικός ο λόγος του, ακραίες οι θέσεις του, άγρια η γραφή του, σε ζητήματα που έχουν να κάνουν αυστηρά με δογματικά θέματα, τότε θα αναδειχθεί το συγγραφικό του μεγαλείο, το εύρος της κοινωνικής του διάστασης. Τα αντιπαπικά και τα τοιαύτα του τα συγχωρούμε, (σαν τις επιστολές που έστειλε έλληνας μητροπολίτης στην συγχωρεμένη βασίλισσα Ελισάβετ την Β΄ να την φρονηματίσει ποιος και σε τι; ελληνικές αστειότητες και παιδικά πείσματα κρατικοδίαιτων.). Η Ρωμιοσύνη είτε με ω είτε με ο όπως το συνήθιζε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, σώθηκε και επέζησε χάριν της απλής αγράμματης ευσέβειας των φτωχών και κατατρεγμένων ελλήνων προσφύγων, χάριν της μαρτυρικής θυσίας του επισκόπου Σμύρνης Χρυσοστόμου που στάθηκε δίπλα, κοντά στο κατατρεγμένο λαό, στο μαρτυρικό του θάνατο. Αυτήν την λαϊκή σωτήρια ελπιδοφορία και της πατρογονικής τους φιλανθρωπία συνήθεια έφεραν μαζί τους οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες και αυτόν τον Έλληνα πρόσφυγα Κόσμο εικονογραφεί ο Φώτης Κόντογλου χωρίς περισπούδαστες θεολογικές περγαμηνές, και εκκλησιαστικά της φοβέρας και του τρόμου τσιτάτα της κολάσεως. Το γεγονός ως μέγιστο θαύμα βρίσκεται σε αυτούς τους ανθρώπους, στο ότι παρά του τι υπέφεραν και τράβηξαν, τις δολοφονίες, τον ξεριζωμό και τα βασανιστήρια, δεν αμφισβήτησαν ποτέ τους την βοήθεια άνωθεν. Δεν έχασαν την σωτηριολογική ελπίδα τους. Αυτό είναι το μέγιστο θαύμα των ελλήνων μικρασιατών προσφύγων των αλησμόνητων πατρίδων. Ο Κόντογλου, είναι σαρξ εκ της σαρκός αυτού του τυπολατρικού «ευσεβίστικου» σώματος και αντίληψης αν θέλετε, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν την ακραία ρητορική, που στο κάτω-κάτω, την προσπερνάς και χαίρεσαι την υπόλοιπη συγγραφική και εικαστική του παρουσία.  Είναι ευρεία τα ενδιαφέροντά του όπως τα διαβάζουμε στα βιβλία του και στα «Κυριακάτικα θέματά» του στην προδικτατορική πολιτική δημοκρατική εφημερίδα «Ελευθερία» (ετήσια φύλλα της εφημερίδας υπάρχουν αναρτημένα στο διαδίκτυο, στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μπορεί κανείς να τα αναζητήσει.  Θεματικά άτακτα τα συναντάμε και σε διάφορες μελέτες τρίτων και αφιερώματα περιοδικών). Οι σχολιασμοί του και οι προβληματισμοί του, δεν δηλώνουν «στενόμυαλο» άτομο, αλλά βαθειά και ουσιαστική ανησυχία για το που βαδίζει ο ελληνικός της Ρωμιοσύνης και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, η ανθρωπότητα συνολικότερα. Αν συνεξετάσουμε τους έλληνες «στοχαστές» και φιλοσόφους, ορθόδοξους λόγιους και άλλους καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους της Γενιάς του 1930 εκείνη την περίοδο μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων και την μεταπολεμική με τους αντίστοιχους προβληματισμούς και ερωτήματα, αναζητήσεις των ευρωπαίων στοχαστών και συγγραφέων, θα δούμε τα κοινά βαδίσματά τους και αγωνίες τους. Κοινό το πνευματικό πεδίο ερωτημάτων σε μία θυελλώδη εποχή που δεν γνώριζαν που θα σταματήσει η πυξίδα της μοίρας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στην καταστροφή ή στην σωτηρία και συνέχιση και εξέλιξη του δυτικού κόσμου. Τα κείμενα των γάλλων στοχαστών, των γερμανών, του άγγλου Τόμας Στερν Έλιοτ, του αυστριακού Στέφαν Τσβάιχ, των Ρώσων στοχαστών, λογοτεχνών και φιλοσόφων, γύρω από αυτό το κεντρικό πρόβλημα περιστρέφονται. Ο παραδοσιακός Θεός, ο Θεός της Βίβλου ήταν για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μία αφορμή να εξαπλώσουν την κρατική και πολιτιστική κυριαρχία τους οι δυτικοί και ο μοναδικός και κυρίαρχος σύνδεσμος της ενότητας μεταξύ των διαφόρων κρατών και λαών της γηρεάς ηπείρου. Τον χρησιμοποίησαν στις αποικιοκρατικές της βλέψεις και επιδιώξεις. Το γκρέμισμά του επέφερε θυελλώδεις ανακατατάξεις, φόβο στις ψυχές των ανθρώπων, στο νέο χάος και άγνωστο που  θα επακολουθούσε. Το παραδοσιακό τελετουργικό των επίσημων εκκλησιών δεν ήταν παρά η «ρομαντική ανάμνηση» ενός Κόσμου που πλέει τα λοίσθια. Τον ρόλο του σταυρωμένου «Προμηθέα» πάνω στο θεατρικό σανίδι της ιερής μοίρας των ανθρώπων, δεν θα τον έπαιζε πλέον ο Υιός κανενός Ανθρώπου που προέρχονταν από την σοφή ανθρωποκεντρική Ανατολή, αλλά, η Επιστήμη και η Τεχνολογία, οι δαιδαλώδεις συνθήκες και κανόνες της νέας παγκόσμιας οικονομίας. Ο παλαιός Μύθος μας τέλειωσε ζήτω ο Νέος.

    Ο Φώτης Κόντογλου, ένας από τους κύριους πνευματικούς εκφραστές της Ρωμιοσύνης (άλλες φωνές είναι αυτές του Στράτη Μυριβήλη, του Στρατή Δούκα, του Ηλία Βενέζη, του Γιώργου Σεφέρη, του Ασημάκη Πανσέληνου, της Διδώς Σωτηρίου, του Νίκου και του Άγγελου Σημηριώτη, του Γιώργου Μ. Πολιτάρχη, του Πάνου Βαλσαμάκη, της Έλλης Παπαδημητρίου, του Μιχάλη Αργυρόπουλου, του Χρήστου Σ. Σολομωνίδη, του Γιώργου Μετσόλη, της Όλγας Βατίδου και πολλών άλλων συγγραφέων, λογίων και πνευματικών δημιουργών προερχόμενων από την ελληνική ανατολή και εξέδωσαν βιβλία τους με θέμα τις γενέθλιες πόλεις της Μικράς Ασίας), δεν του αξίζει να περιορίζεται στα στενά όρια του κύκλου της εφημερίδας του «Ορθόδοξου Τύπου», των «μαχητών» όπως πιστεύουν της καθαρότητας της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και ματιάς. Στον πνευματικό του λειμώνα είναι ένα από τα άνθη του που φύονται, υπάρχουν όμως και τα υπόλοιπα είδη και καρποφόρα δέντρα που ευωδιάζουν, καρποφορούν. Δυστυχώς, μάλλον τον «εγκλώβισαν» μέσα σε ένα κρατικίστικης και εκκλησιαστικής ατμόσφαιρας προοπτικής κλίμα, σε αλλότριους σκοπούς πέραν της καθαρής λογοτεχνίας και τέχνης. Το ίδιο δεν έπραξαν και με τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Άγγελο Σικελιανό παρά τρίχα την γλύτωσε ο Κωστής Παλαμάς. Ακόμα και η περίπτωση του αλεξανδρινού κοσμοπολίτη Κωνσταντίνου Π. Καβάφη διαισθάνεσαι ότι η ο ποιητικός του λόγος η θεματική της ποίησής του εξυπηρετεί σύγχρονες ριζοσπαστικές περί αυτοδιάθεσης του Σώματος απόψεις και όχι αμιγώς σπουδές πάνω στα ζητήματα του ποιητικού λόγου και έκφρασης. Πότε εξετάστηκε ουσιαστικά αυτή η εσατζήδικη πλεονάζουσα εικονοποιία του Γιάννη Τσαρούχη, μαθητή του Φώτη Κόντογλου; Πότε εξετάσθηκαν τα σημεία συνάντησης, σύγκλισης της τέχνης του Κόντογλου με τον ποιητή και εικαστικό Νίκο Εγγονόπουλο, από τους πρώτους μαθητές του. Στον Παπαδιαμάντη όπως και στον Κόντογλου έδωσαν έναν μονοθεματικό ερμηνευτικό προσανατολισμό, όπως ίσως των οραματίστηκαν διανοούμενοι ορθόδοξοι χριστιανοί, λάτρεις του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη (παραβλέποντας την πραγματική ζωή τον βίο κραιπάλης που ζούσε ο μεγάλος αυτός σλάβος συγγραφέας), ή του έδωσαν ένα ρόλο πάνω στην βυζαντινή αγιογραφία κάτι σαν τις αρχές και τους  κανόνες του Διονυσίου του εκ Φουρνά. Το ζήτημα δεν είναι στο τι ρόλους έχουμε ανάγκη εμείς οι μεταγενέστεροι να διαδραματίσουν αυτές οι μεγάλες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Παράδοσης, αλλά στο πόσο βάρος από την πνευματική ευθύνη μπορούν να σηκώσουν ή θα ήθελαν να σηκώσουν στους ώμους τους οι προσωπικότητες αυτές όσο βρίσκονταν στην ζωή. Εξ’ ου και οι αγιογραφίες τους εντός και εκτός των ορθόδοξων εκκλησιαστικών τειχών ή ορθόδοξων κελιών και σπουδαστηρίων. Όταν αναγκάζεσαι να ζήσεις μέσα σε γκαράζ μαζί με την οικογένειά σου, όταν πένεσαι για μεγάλο διάστημα, όταν ζεις σαν ερημίτης, τότε, ότι και να ζητά από σένα το κοινωνικό ορθόδοξο σώμα των επίσημων πιστών μιάς πολιτείας ή ενός εκκλησιαστικού θεσμού, τότε, μπλέκεσαι σε έναν ιστό που φωνασκούν και χειρονομούν οι πάντες δίχως σκοπό και προοπτική στο όνομά σου. Ή μάλλον, αναδεικνύεται η ψυχική ανομβρία των άλλων εντός και εκτός των όποιων μεταφυσικών τειχών. Το πάνθεον της συγγραφικής και αγιογραφικής εικονογραφίας του Φώτη Κόντογλου αγκαλιάζει και τους πιστούς και τους απίστους, και τους ένθερμους και τους χλιαρούς του σκηνώματος της ορθόδοξης παράδοσης. Και τους γηγενείς κατοίκους και τους ξενομερίτες. Στον σημερινό μας κόσμο αυτό το «Μέγα Φρενοκομείο», γράφει σε ένα του κείμενο στην εφημερίδα «Ελευθερία» λίγους μήνες πριν πεθάνει, τι θέση μπορούν να έχουν τα «Μυστικά Άνθη» μιάς παλαιότερης παράδοσης, αυτό είναι το κεντρικό του ερώτημα. Τώρα, αν το ερώτημα αυτό έχει αφετηριακή ισχύ στην πίστη του στον Χριστό, ή στην εξιστόρηση των παράδοξων ταξιδιωτικών ιστοριών του και την αισθητική τους απόλαυση, τι σημασία έχει, μήπως αναρωτιόμαστε για τα ορθόδοξα περιπετειώδη ποιητικά φτερουγίσματα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη; Ορθόδοξος κοσμοπολίτης ο κυρ Φώτης Κόντογλου και όχι επαρχιώτης διδαχός της πίστης όπως τον μικραίνουμε. Θαλασσοπόρος ταξιδευτής, Κουρσάρος παραμυθάς, Έλληνας Οδυσσέας, αναζητητής μιάς αλήθειας που έχει κέντρο-για κείνον-τα νάματα της Ρωμιοσύνης. Άγνωστες φυλές εξερευνά, συνομιλεί με άγριες φυλές και πολεμάρχους, φίλαρχους και καραβοκύρηδες που εξιστορούν την περιπέτεια των ταξιδιών τους, τις εμπειρίες από τα μπάρκα τους, τις συναντήσεις τους με εξωτικά και άλογες δυνάμεις. Κάθε θαλασσινός και ένα βιβλίο άγνωστης και παράξενης ιστορίας. Κάθε καΐκι μια ανθρώπινη Κιβωτός με άγνωστο προορισμό. Κάθε ξύλινο σκαρί και μία μυστική συνομιλία περί των βασάνων και των ονείρων του ανθρώπου. Υπάρχουν ιστορίες και διηγήσεις θαλασσινές όπου έχουμε έναν ολόκληρο κατάλογο με εργαλεία, πράγματα και αντικείμενα που έχουν να κάνουν με τα είδη και τις κατηγορίες των καραβιών, τους τεχνίτες και μαστόρους τους, τα υλικά που χρησιμοποιούν, την σημασία τους, την ξεχωριστή και ιδιαίτερη ονομασία τους. Αν ο ποιητής Νίκος Καββαδίας παρέμεινε ιδανικός και ανάξιος εραστής, ένας ασυρματιστής που μας άφησε εξαίσια ποιήματα από τα θαλασσινά μπάρκα του, ο Κόντογλου δημιουργεί από το μηδέν το δικό του καρνάγιο και κατασκευάζει τα υλικά από την αρχή ονοματίζοντάς τα. Θαλασσογράφος ολκής από τους σημαντικότερους όχι μόνο έλληνες αλλά παγκοσμίως και όχι μόνο ορθόδοξος αγιογράφος. Ή άλλη πλευρά ενός επίσης άξιου Καστρολόγου, οι ταξιδιωτικές του περιγραφές σε καστροπολιτείες της Ελλάδος είναι αξεπέραστες. Δίνει πνοή στα ερείπια, στα σπαράγματα της ιστορίας της περιοχής προσφέρει περιηγητική και ιστορική επάρκεια. Ανεπιτήδευτη η γραφή του, ελκυστικές οι περιηγητικές του περιγραφές, γλωσσικός πλούτος, ευφράδεια, εκφραστική ικανότητα, εύστοχες παρατηρήσεις, μαγευτικές εξιστορήσεις, λέξεις μιάς άλλης εποχής και αρώματος που αληθεύουν των ζωών και των συνηθειών των απλών ανθρώπων. Επιδοκιμαστικές ή αποδοκιμαστικές οι κρίσεις του πάντα όμως καίριες και ουσιαστικές, αληθινές. Γεγονότα και συμβάντα, πρόσωπα και ζώα, τοπία και καταστάσεις, μέρη και κάστρα, είδη καραβιών και λιμάνια, άγιοι και ημερολογιακά συναξάρια, αναπλάσεις ευαγγελικών ρήσεων, τροπάρια και υμνογραφικά μαρτυρολόγια, όλα αυτά τα καθημερινά και θαυμαστά, τα εξωτικά και εξωπραγματικά μας τα διηγείται με σοβαρότητα, απλότητα, δύναμη, χάρη, βαθειά επίγνωση του ανθρώπινου ψυχισμού και συνείδησης. Τι έχει να ζηλέψει από τον Πόε, το έργο του Νταφόε. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι εκτός από την μετάφραση των πατερικών κειμένων και των λόγων των ασκητών που τον έθελγαν, μετέφρασε ολόκληρο το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», δεκαετίες πρίν άλλοι έλληνες ποιητές και λόγιοι αποπειραθούν να το πράξουν, ιταλοί σκηνοθέτες και ποιητές να το γυρίσουν ταινία. Θα είχε ενδιαφέρον αν «ανακαλύπτονταν» η μετάφραση αυτή και εκδίδονταν. Δεν γνωρίζουμε μάλλον τίποτα για την τύχη αυτής της μετάφρασης, ενώ, είμαστε πληροφορημένοι αλλά δεν μας αρέσει η μετάφραση του ευαγγελίου από τον πειραιώτη Αλέξανδρο Πάλλη.

     Η γλώσσα του Φώτη Κόντογλου, διαθέτει μία ευσέβεια ορθόδοξη αλλά όχι δογματική, αλλά όχι περίκλειστη μέσα στην ορθόδοξη θρησκευτικότητά της και παγερότητα της πηδαλιούχας νομολογίας της. Ένας γλωσσικός λαϊκός πλούτος που δεν ξενίζει, η πολυχρωμία του, το λεκτικό του άνοιγμα, τα δάνεια στοιχεία της, οι εκφράσεις της, το νόημά της, ο λαϊκός πλουτισμός της. Πόσο ηχητικά ομορφότερη από εκείνη της Οδύσσειας του Κρητικού. Πόσο μελωδικότερη ακούγεται στα αυτιά μας. Μια γραφή συναξαριστική και ταυτόχρονα κοσμοπολίτικου κλίματος. Οι καταβολές της δεν προέρχονται μόνο από την εκκλησιαστική παράδοση και ορολογία. Το ίδιο δεν διαβάζουμε και στα διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε μικρότερη γεωγραφική κλίμακα. Ένα παιχνίδι δημοτικής με την καθαρεύουσα, ένα κρυφτό με την αρχαϊζουσα όπως την χειρίζεται ο Σκιαθίτης. Αν η αγιογραφία του, που προέρχεται και ακολουθεί την βυζαντινή παράδοση και τεχνική είναι αντιφυσιοκρατική, η συγγραφική του πένα είναι έντονα φυσιοκρατική. Ακριβώς το αντίθετο. Αυτό δεν είναι διχασμός αλλά όψεις της ορθόδοξης γνωσιολογίας του και ψηλάφιση του ανθρώπινου χαρακτήρα, θέλω και κοινωνικών συμπεριφορών μέσα στο φυσικό περιβάλλον που ζει και αναπνέει. Ο Κόντογλου σχεδιάζει πορτραίτα αθώων «εγκληματιών». Αντιτάσσει μία ανθρώπινη πινακοθήκη μαρτύρων της ζωής στην φράγκικη πινακοθήκη των παραβατικών του νόμου της αστικής κοινωνίας. Την εξιστόρηση μόνο της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως να διαβάσει κανείς από τον Κόντογλου που στηρίζεται στο Χρονικό του Φραντζή, θα θαυμάσει την συγγραφική και περιγραφική του μαστοροσύνη, ακρίβεια και  μαρτυρική αγωνία του ανθρώπου, όπως η πολιορκία και ο πόλεμος τον αρματώνει. Την μαεστρία ενός σύγχρονου χρονογράφου που βαδίζει πάνω στα χνάρια των βυζαντινών προγόνων του. Σαν τις ιστορίες του αρχαίου Πλούταρχου, πορτραίτα ανθρώπων φημισμένων ή μη της σύγχρονης ιστορικής περιπέτειας. Ή μάλλον ηθικά πορτραίτα προερχόμενα από το ορθόδοξο χριστιανικό περιβόλι. Σαν τον Κόσμο του ηθογράφου, του αρχαίου Ηροδότου που μας μιλά για λαούς ξένους στους έλληνες και τις συνήθειές τους. Οι εξιστορήσεις του είναι θεσπέσια ζωγραφήματα, όπως οι αγιογραφήσεις του διαθέτουν μία ποίηση που ξεπερνά την διδαχτική των κανονιστικών πλαισίων του δόγματος της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης. Είναι τόσο χαρακτηριστικό το συγγραφικό και εικαστικό του ύφος, που, η ταυτότητά του είναι ξεχωριστή και διακριτή από νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, από έσχατους και πρώτους, από αμαρτωλούς και οσίους. Όλοι χωρούν, μπορούν να απολαύσουν αυτό το πανηγύρι των λέξεων, των εικόνων, των στιγμών ζωής πάνω στο βιβλίο της ζωής.

     Το πρόβλημα της Ελληνικότητας τον απασχόλησε όπως και τους περισσότερους λογίους και πνευματικούς δημιουργούς της Γενιάς του 1930.Το ουσιώδες για αυτόν είναι ένα ορθόδοξο «ένδον σκάπτε». Ενός εστί χρεία. Μοναχικός και ακανθώδης ο δρόμος του, απομόναχος και οργισμένος, διασκεδαστής Αϊβαλιώτης αλλά και ασκητικός, (άτυπος κομμουνιστής αν σκεφτούμε την αφιλοκερδία του, την πενία του) αλλά με πληρότητα και εσωτερική εγκαρτέρηση, συνείδηση της αποστολής του σαν καλλιτέχνη και δημιουργού. Τροφοδότης της πορείας του η βαθειά και ειλικρινής πίστη του, αυτή του δίνει το στήριγμα και τα εφόδια ανεφοδιασμού να συνεχίσει μέσα σε ένα αφιλόξενο και εχθρικό Κόσμο, που τυρβάζει δίχως πυξίδα. Άλλες φορές είναι μοναχικά «κουραστικός» άλλες λάμπει μέσα σε μια χαροποιό ατμόσφαιρα συγκατάβασης των εγκοσμίων. Άλλες γίνεται μοχθηρός άλλες πράος μέσα στον συλλογισμό του. Ο λόγος του, δεν είναι «αλεξίπτωτος» μέσα στα ελληνικά γράμματα, είναι μία μυστική οργανική συνέχεια μιάς προαιώνιας παράδοσης των Μικρασιατών προσφύγων, όπως είναι και ο λόγος ψυχής και τα έργα και άλλων επώνυμων και ανώνυμων μικρασιατών ελλήνων προσφύγων. Καλόψυχος και φορτωμένος με μία παράδοση και πίστη που δεν χρειάζεται απόδειξη, λογική επιβεβαίωση, βαθμό καθαρότητας, ταυτότητα σεβασμού αλλά την βιωματική εμπειρία και αλήθεια ζωής και σχέσεων της ζωής των απλών, ανώνυμων κουρασμένων ανθρώπων, που στην πραγματικότητα, είναι αυτοί  που γυρίζουν τον τροχό της Ιστορίας. Ο Φώτης Κόντογλου είναι μία βρύση της Ανατολής που ρέει το γάργαρο και δροσερό νερό της Ρωμιοσύνης. Από αυτήν την κρήνη σήμερα ο έλληνας άνθρωπος όπως φαίνεται δεν έχει ανάγκη να ξεδιψάσει, αναζητά άλλους κρουνούς δροσιάς πέραν του ατλαντικού, παλαιότερα όμως, το ύδωρ αυτό ξεδιψούσε τον θεοφόρο λαό και τον κόσμο της Ρωμιοσύνης, το λάλον ύδωρ της ελληνικής παράδοσης που κουβαλούσαν μαζί ο Απόλλων και ο Χριστός, ο Διόνυσος και η Παναγία. Όλα ένα στον αργαλειό της Ρωμιοσύνης μέχρι……..

(1), Σημαντικοί αγιογράφοι μαθητές και συνεργάτες του Κόντογλου κατά τις διάφορες αγιογραφήσεις εκκλησιών, του δημαρχείου αθηνών και άλλων ιδιωτικών και δημόσιων χώρων ενδεικτικά είναι: Πέτρος Βαμπούλης, Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος, Γ. Δασκαλάκης, Δημήτρης Δούκας, Νίκος Εγγονόπουλος, Ράλλης Κοψίδης, Παντελής Οδόμπασης, Σπύρος Παπανικολάου, πατ. Σταμάτης Σκλήρης, Ιωάννης Τερζής, Γιάννης Τσαρούχης και άλλοι.

(2).,  Για έναν κατάλογο συγγραφικών έργων που έχουν σαν θέμα τους τον Μικρασιατικό πολιτισμό, ιστορία και των πόλεων της Γης της Ιωνίας, βλέπε μεταξύ των πολλών άλλων βιβλίων, την εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος», τα «Μικρασιατικά Χρονικά», «τη Μικρασιατική Ηχώ» τα βιβλία του Χρήστου Σολομωνίδη, του Δημήτρη Λιάτσου, του Νίκου Ε. Μηλιώρη. Πρόσωπα και βιβλία που δονούνται από τον καημό της Ρωμιοσύνης, την μνήμη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τον πόνο της προσφυγιάς, την θλίψη του μικρασιατικού ολέθρου, τον κρυφό πόθο της απελευθέρωσης, την αποστολή της εκπλήρωσης. Το ρίγος της ανάμνησης, την σπουδή των αδικιών και των λαθών της Ιστορίας, Τον θρήνο και το χρέος. Τον αντίλαλο της Μικρασιατικής ψυχής που φτερουγίζει στο θαλάσσιο υφαντό του Αιγαίου. «Μακρυάθε».  

(3), Γράφει: «Την κατεύθυνση που έδειξε ο Παπαδιαμάντης φάνηκε να ακολουθεί αργότερα ο Φώτης Κόντογλου (1897-1965), μορφή με πληθωρική παρουσία στην ελληνική πνευματική ζωή». Και συνεχίζει ο ομότιμος πανεπιστημιακός και επίσης πληθωρικός συγγραφέας και πολιτικός σχολιαστής, αρθρογράφος κ. Χρήστος Γιανναράς: «Άσκησε και τις δύο τέχνες, ζωγραφική και λογοτεχνία, με εντυπωσιακές επιδόσεις. Τα πρώτα λογοτεχνικά του κείμενα ήταν μια έκπληξη στον χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων: Γραμμένα σε χυμώδη λαϊκή γλώσσα, με ύφος και θεματική ανατολικών παραμυθιών, εξωτικές περιγραφές και ακραίους στην παραδοξότητά τους ήρωες, κόμιζαν καινούργιες ευαισθησίες και μιάν απροσδόκητη γλωσσική φρεσκάδα στη νεοελληνική πρόζα. Αντίστοιχα στη ζωγραφική τολμούσε να μεταφέρει την τεχνοτροπία της βυζαντινής αγιογραφίας σε κοσμική θεματολογία- ζωγράφιζε, τοπία ή και σκηνές της αρχαιοελληνικής μυθολογίας με τον τρόπο των εκκλησιαστικών εικόνων, αποκαλύπτοντας στους έκπληκτους ομοτέχνους τους την ασύγκριτη γοητεία των καθαρά ζωγραφικών λύσεων που διασώζει η βυζαντινή τεχνική». Σελ. 415. Συνεχίζοντας τις διαπιστωτικές παρατηρήσεις του ο Χρήστος Γιανναράς, γράφει: «Ο ίδιος ο Κόντογλου, από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 και μετά, υιοθετεί οριστικά, τόσο στη ζωγραφική όσο και στη λογοτεχνία, μιάν εμμονή στη λαϊκότροπη αποκλειστικά θρησκευτική παράδοση. Σταματάει περισσότερο στα αισθητικά και λαογραφικά στοιχεία της ελληνικής Ορθοδοξίας, γίνεται φανατικός υπέρμαχος των λαϊκών αξιών, που τις βλέπει σχεδόν σαν αυταξίες. Επιδίδεται κυρίως στην αγιογραφία, μιμείται, χωρίς να συνεχίζει οργανικά, τη μεταβυζαντινή κρητική σχολή, με εντυπωσιακή έμφαση στην τεχνοτροπία και όχι στη θεολογία της Εικόνας. Παράλληλα, στη λογοτεχνική του παραγωγή, μιμείται το λαϊκό συναξάρι, μεταγλωττίζει το λαϊκό αυτό ύφος βιβλικά και πατερικά κείμενα, μάχεται με άρθρα και επιφυλλίδες για την αισθητική και λαϊκή γραφικότητα της παραδοσιακής Ορθοδοξίας». Ενώ για το περιοδικό «Η Κιβωτός» που εξέδωσε μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη, το δεύτερο έντυπο που συμμετείχε ενεργά ο Φ. Κόντογλου, ο Κόντογλου είχε την επιστασία της «Κιβωτού» μηνιαίον φυλλάδιον ορθοδόξου διδαχής, αριθμός φύλλου 1/Ιανουάριος 1952, εκδοτικός οίκος «Αστήρ», με μότο το αποστολικό «Κρατείτε τας παραδόσεις», κράτησε την συνεπιστασία του περιοδικού μέχρι το νούμερο 24/Δεκέμβριος 1953,-ενώ η συνεργασία του συνεχίστηκε στα υπόλοιπα τεύχη. Συνεχίζει την κρίση του ο καθηγητής κ. Χρήστος Γιανναράς: «Το φυλλάδιο επιβιώνει δύο χρόνια και χωρίς να το διακηρύσσει, φιλοδοξεί να είναι μιά έμπρακτη άρνηση της εκδυτικισμένης και εκπροτεσταντισμένης διδαχής των εξωεκκλησιαστικών οργανώσεων, πού τότε μεσουρανούν. Καλλιεργεί ωστόσο μιάν ορθόδοξη πνευματικότητα με πολύ ισχνές θεολογικές προϋποθέσεις, που καταλήγει περισσότερο στον ρομαντισμό της συντήρησης μιάς τυπικής εθιμικής ευσέβειας, δίχως τον δυναμισμό και τη γονιμότητα της ζωντανής Παράδοσης. Η Ορθοδοξία της Κιβωτού δεν μπορεί, ούτε θέλει να αναμετρηθεί με τα αγωνιώδη ερωτήματα του κοσμικού περίγυρου. Μοιάζει μάλλον με περιθωριακή επιβίωση της λαϊκής παραδοσιακής θρησκευτικότητας, διασώζει τη νοσταλγική γοητεία του παρελθόντος, αλλά αδυνατεί να αρθρώσει λόγο ζωτικής παρέμβασης στο παρόν.», σελ. 415-416.

 

            Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η

ΔΙΜΗΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ  ΖΩΗΣ, ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ

Μιά έκδοση των «Κριτικών Φύλλων»

Εκδότης-Διευθυντής Ι. Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ

Διεύθυνση Συντάξεως ΛΙΤΣΑ Ι. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ 16,5Χ24, σελίδες 112, δραχμές 200

Εξώφυλλο: Κώστα Φάλαρη: Φώτης Κόντογλου

Η εικονογράφηση του τεύχους προέρχεται από τον κατάλογο της μεγάλης αναδρομικής Έκθεσης Φώτη Κόντογλου της Εθνικής Πινακοθήκης

ΕΤΟΣ Δ΄ ΑΘΗΝΑ, ΜΑΪΟΣ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1980. ΤΕΥΧΟΣ 21-22

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

-ΙΩΑΝΝΗΣ. Μ. Χατζηφώτης, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, ΚΥΔΩΝΙΕΩΣ πιστού τέκνου της Μιάς, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας των Ορθοδόξων Χριστιανών, με τη συμπλήρωση 15 χρόνων από την προς Κύριον εκδημία του (1965-1980), από τον Ι. Μ. Χατζηφώτη, 1-6

-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΕΡΟΥΣΗΣ, ΣΤΟΝ ΚΥΡ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 6 (ποίημα)

-ΝΙΚΟΣ Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Ο ΡΙΖΟΡΘΟΔΟΞΟΣ, 7-9

-Δ. Β. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 9

Σαν το χορτάρι του αγρού το χωματόπλαστο κορμί μου

στη γης εδόθη με βαθιά ανάστασης ελπίδα’

ο θείος Πόθος φέρνει με στην άγια Αθανασία’

κι’ η Ομορφιά στο πλάϊ μου κι’ η μυστική Ψυχή μου

κι’ αντάμα τους ορθόστερνη η θεία Ορθοδοξία

σαν αετοί υψώνονται στην άϋλη Πατρίδα!

-Πανοσ. Αρχιμ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ, ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΑΜΟΛΥΝΤΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ, 10-15

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΣ, ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Κουρσάρος και μεταβυζαντινός συναξαριστής των νεοαγίων της Ορθοδοξίας, 16-22

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΣ, ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 22 (ποίημα)

-ΕΛΛΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 23-26

-Π. Α. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΙΣ ΟΣΜΗΝ ΕΥΩΔΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ. (Ο ορθόδοξος στοχασμός του Φώτη Κόντογλου), 37-32.

ΟΔΗΓΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Από το εξωτερικό να είναι κι ό,τι θέλει ας είναι, 27-28.

Ο Θεός των φιλοσόφων και ο Θεός των πιστών (Μάϊος 1954), 28

Λύτρωση από την δουλειά της φθοράς (Ιανουάριος 1955), 28

Η αγιασμένη Φύση (Φεβρουάριος 1955), 28-29

Η κιβωτός της Ορθοδοξίας και η ένωση με τους Παπιστές (Μάϊος 1955), 29

Οι ταπεινοί που άκουσαν την βροντή της αιωνιότητος (Απρίλιος 1955), 29,31

Το Βυζάντιο και ο πόθος του για το υπερφυσικό (Νοέμβριος 1954), 31-32

Η επανάσταση του 1821 με τον μυστικό πλούτο του Χριστού (Μάρτιος 1953), 32

Η ημέρα της Παναγίας στην αγιασμένη Ελλάδα (Αύγουστος 1952), 32

-ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ: Συλλογή-έκδοση-παρουσίαση. ΕΝΝΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 33-64

-ΕΦΗ ΚΑΡΠΟΔΙΝΗ-ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 65-67

-Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΟΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 68-76

Νίκος Εγγονόπουλος, Ένας μεγάλος δάσκαλος, 69-70

Δημήτρης Παπαστάμος, Η πληρότητα του Κόντογλου, 70-71

Γιάννης Τσαρούχης, Η επιστροφή στην παράδοση, 71-72 («Ζυγός» τεύχ. 31, Σεπτ.-Οκτ. 1978)

Στέλιος Λυδάκης, Ο ρομαντικός Κόντογλου, 72-73 («Ελεύθερος Κόσμος», 3.12.78)

Έφη Ανδρεάδη, Ο «γοργοπέραστος» κόσμος στο έργο του, 73 («Το Βήμα» 1.12.78)

Πέτρος Βαμπούλης, Ο Αγιογράφος, 74-76 (‘Signature”, τεύχ. 58, Χειμώνας 78)

Α. Καστελλιώτης, Η προσφορά του στον Ελληνισμό, 76-77 («Σύγχρονη Σκέψη», Δεκ. 1977)

-ΓΕΩΡΓΙΑ Ι. ΚΟΥΤΣΑΡΗ, Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ  ΠΟΜΠΗΙΑ, 78-83

-Φιλόλογος-Γυμνασιάρχης ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Γ. ΤΣΕΡΝΟΓΛΟΥ, ΠΟΤΕ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 84-87

                ΠΟΤΕ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

                 Οι απόψεις του Μικρασιάτη Γυμνασιάρχη Φιλολόγου κ. Αναστασίου Γ. Τσερνόγλου

               Αθήναι 25 Ιουλίου 1979

Αξιότιμε κύριε Χατζηφώτη.

    Επιτρέψατε στον αποστολέα να συστηθή: Είναι φιλόλογος Γυμνασιάρχης, Μυτιληναίος, από πατέρα Περγαμηνό και μητέρα Αϊβαλιώτισσα. Κατοικεί στην Αθήνα και υπηρετεί στον Πειραιά.

     Θα ήθελα να σας απασχολήσω με το θέμα του έτους γεννήσεως του Φώτη Κόντογλου, με το οποίο ασχολείσθε στο εκτενές έργο σας «Φώτιος Κόντογλου. Η ζωή του και το έργο του» (Αθήναι 1978), στις σελίδες 95-96, χωρίς να το λύνετε οριστικά. Προτείνετε εκεί να δηλώνεται το έτος γεννήσεώς του ως 1896/97 και καταλήγετε: «Αυτό είναι το πιό σωστό, ώσπου η έρευνα, να μας οδηγήση σε ακριβέστερο αποτέλεσμα».

     Έρχομαι, λοιπόν, εγώ τώρα να αντιπροτείνω δύο άλλα έτη ως πιθανώτερα της γεννήσεως του Κόντογλου, το 1893/1894. Ασφαλώς θα εκπλήττεσθε. Αφήστε όμως, να κατοχυρώσω τις απόψεις μου.

     Στη βιβλιογραφία για τον Φ.Κ. αναφέρετε το έργο του Τάσου Μουμτζή «Σκόρπιες αντίκες» (Θεσσαλονίκη 1976), όπου ο ίδιος λέγει στη σελ. 38 ότι ο Κ., συμμαθητής και συνταξιδιώτης του μέχρι την αποφοίτησή των από το Γυμνάσιο Κυδωνιών, γεννήθηκε το 1895. Ψεύδος. Επειδή ο ίδιος ο Μουμτζής, καθώς και ο Στρατής Δούκας ισχυρίζονται σε μεταγενέστερα έργα τους ότι γεννήθηκαν το 1895, γράφουν και για το συμμαθητή των Φ.Κ. ότι γεννήθηκε το έτος αυτό.

     Στο πρώτο όμως αυτοβιογραφικό έργο του «Αναμνήσεις» (Θεσσαλονίκη 1971 σελίς 90) ο Μουμτζής γράφει ότι ο ίδιος γεννήθηκε το Μάρτιο 1894, εάν και τότε δεν ψεύδεται. Άρα και ο συμμαθητής του Φ.Κ. τότε γεννήθηκε. Και το 1912, που αποφοίτησαν από το περίφημο Γυμνάσιο Κυδωνιών, ως συνταξιδιώται, ήσαν 18 χρονών. Ασφαλώς όχι μικρότεροι, διότι τότε οι Εφοροεπιτροπές των σχολείων δεν έκαναν εγγραφές των παιδιών στην Α΄ Αστικής Σχολής (=Δημοτικού), αν δεν είχαν κλείσει τα εξ χρόνια και δεν εβάδιζαν στο έβδομο. Ο Φώτης τον Σεπτέμβριο του 1900, που θα πρέπει να μπήκε στην Α΄ Δημοτικού, (εφ’ όσον είναι γνωστό και αναντίρρητο ότι τέλειωσε το Γυμνάσιο τον Ιούνιο 1912), αν όντως γεννήθηκε στη 8-11-1894, ήταν πέντε χρονών και δέκα μηνών. Αμφίβολο να τον εδέχοντο μαθητή, καθώς ήταν μάλιστα και μικροσκοπικός.

      Μάλλον λοιπόν, γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1893. Και υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί οικογενειακή παράδοση, αλλά και γραπτή έμμεση μαρτυρία, για τις οποίες σας γράφω τώρα. Θα σας απασχολήσω με «παλιού ουρανού χαλάσματα».

     Το ηρωικό Αϊβαλί, η ακραιφνέστερη Ελληνική πόλις υπό την υφήλιον, είχε ένδεκα μεγάλες ενορίες με εκκλησίες υπέροχες.

     Κάποτε ο Εμμανουήλ Πεζόπουλος, καθηγητής της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αυθεντία στη Μετρική, (τον επρόφθασα τον μακαρίτη το 1947, έτος που πέθανε), ρώτησε Αϊβαλιώτη φοιτητή:

-Διά τί διεκρίνοντο αι Κυδωνίαι;

-Διά την Σχολήν των.

-Ναι, δι’ αυτήν, αλλά προεπαναστατικώς. Εγώ σας ερωτώ δια τα τελευταία πρό του 1922 έτη.

-(Άφωνος ο φοιτητής).

-Διά τους ναούς της, παιδί μου.

Μάλιστα το 1920, μετά την Ελληνικήν κατοχήν του Μαϊου 1919 και την παλιννόστησιν των Κυδωνιατών από την ελευθέραν Ελλάδα και από τα βάθη της Μικράς Ασίας, όπου είχαν γίνει σκορποχώρι και πάνω από 10.000 άτομα είχαν εξοντωθή, οι ενορίες του Αϊβαλιού έγιναν 12, διότι το Μετόχι της Μονής Ιβήρων εις την Απάνω Χώραν, τιμώμενον επ’ ονόματι της Παναγίας της Πορταϊτισσας, ανεγνωρίσθη ως ενοριακός ναός.Το τελευταίον το γνωρίζουν ελάχιστοι και ίσως είναι η πρώτη φορά, που γραπτώς μνημονεύεται.

     Εις την ακραίαν λοιπόν ενορίαν του Προφήτου Ηλία της Απάνω Χώρας έζη περίπου από 1860-1895 κάποια Μαρία το γένος Καρβουνάρη, κόρη του λαού, ωραιοτάτη και καλλίφωνη. Αυτή ήλθεν εις γάμου κοινωνίαν δύο φορές. Την πρώτην περί το 1880 με τον Αντώνιον Αποστολέλλην (1854- 1884) αδελφόν του πατρός του Φ Κ. Ο Φώτης είχε και μεγαλύτερον αδελφόν Αντώνιον, λαβόντα το όνομα του αποθανόντος 30 περίπου ετών θείου του.

     Με τον Αντώνιον Αποστολέλλην η Μαρία απέκτησε δύο τέκνα, την Αθηνάν Αποστολέλλη, κατόπιν σύζυγον Αθανασίου Λάμπρου (σφαγέντος το 1922 υπό των Τούρκων), γεννηθείσαν εις Κυδωνία το 1882 και αποθανούσαν εν Μυτιλήνη το 1936, και τον Αποστόλην Αποστολέλλην, γεννηθέντα εις Κυδωνίαν το 1884, και πνιγέντα, βυθισθείσης της ψαράδικης λέμβου του, το 1940 εις τα θαλάσσια ύδατα της Μυτιλήνης.

     Το ίδιο έτος 1884 αποθνήσκει ο Αντώνιος, η δε Μαρία μετά διετή χηρείαν, νυμφεύεται το 1886 τον Πέτρον Κοντόν, αδελφόν της εκ μητρός γιαγιάς του Γαρουφαλιώς Σωτ. Τερζή, το γένος Κοντού, εκ της ενορίας αγίου Δημητρίου της Απάνω Χώρας Κυδωνιών. Εκ του Πέτρου η Μαρία απέκτησε τρία τέκνα, την Ελεονώραν Κοντού, κατόπιν σύζυγον Ευστρατίου Πετρά, γεννηθείσαν εις Κυδωνίας το 1887 και αποθανούσαν υπέργηρον εις Μεσαγρόν Γέρας Μυτιλήνης το 1976, την Αναστασίαν (Τασίτσαν) Κοντού, κατόπιν σύζυγον Φωτίου Καβλακώνη, γεννηθείσαν το 1890 εις Κυδωνίας και αποθανούσαν το 1975 εις Νέαν Φιλαδέλφειαν Αθηνών και, τέλος, τον Χρήστον Κοντόν, γεννηθέντα εις Κυδωνίας το 1893 και σφαγέντα άγαμον 29 ετών το 1922 υπό των Τούρκων.

     Η Μαρία απέθανε 35 ετών το 1895. Ο δεύτερος σύζυγός της Πέτρος δεν  ενυμφεύθη άλλην φοράν, την δε φροντίδα των ορφανών ανέλαβεν η μεγαλυτέρα αδελφή των Αθηνά, 13 ετών κατά τον θάνατον της μητρός της. Ο Πέτρος μεταφέροντας με το καϊκι του βόδια από την Μυτιλήνην εις το Αϊβαλί το 1920 επνίγη, διότι μετακινήθησαν εκ της θαλασσοταραχής τα βώδια και ανέτρεψαν το καϊκι, μαζί με τον γαμβρόν του (40 ημερών γαμβρόν!) Φώτιον Καβλακώνην, σύζυγον της Τασίτσας.

      Επανερχόμεθα: Τα δύο πρώτα τέκνα της Μαρίας, Αθηνά και Αποστόλης, ήσαν πρώτα εξαδέλφια του Φώτη Κόντογλου, τα δε τρία τελευταία, Ελεονώρα, Τασίτσα και Χρήστος, ήσαν πρώτα εξαδέλφια της μητέρας μου Βασιλικής Σωτ. Τερζή, κατόπιν συζύγου και τώρα χήρας Γεωργίου Αθ. Τσερνόγλου, εκ Περγάμου.

      Πάντως τα τρία τελευταία παιδιά θεωρούσαν τους εαυτούς των πρώτα εξαδέλφια του Φ.Κ., επειδή αυτός ήταν εξάδελφος των ετεροθαλών αδελφών των.

     Εγώ, που σας γράφω, συγκατοίκησα αρκετά χρόνια εις την Νέαν Φιλαδέλφειαν μαζί με την Τασίτσαν κατά τα χρόνια των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αργότερα, θυμάμαι δε ότι  πολλές από τις άπειρες αϊβαλιώτικες αναμνήσεις της Τασίτσας, που μου διηγείτο, περιεστρέφοντο γύρω από τον σπουδαίο «εξάδελφό της» τον Φωτή (όχι Φώτη) υποκοριζόμενον και ως «το Φωτέλι», διότι ήτο μικρός το δέμας. Η μακαρίτισσα ήτο άνθρωπος βασανισμένος, αλλά ψυχικά δυνατός, με ισχυρή μνήμη και άτεγκτη κρίση. Έλεγε τις αλήθειες τσεκουράτες, αδιαφορώντας αν θα δυσαρεστήση κάποιον. Ουδέποτε συνεχώρησε στο Φωτή ότι άλλαξε το επώνυμό του και από Αποστολέλλης έγινε Κόντογλου. Αλλά για τον ίδιο λόγο τον ύβριζαν και άλλοι, όπως ο αδελφός του μακαρίτης ληξίαρχος Μυτιλήνης Αποστολέλλης. Τον ενθυμούμαι καλά στη Μυτιλήνη, αλλά δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα, αν ήτο ο Γιάννης ή ο Αντώνης. Είχε δε και γυιό στο Γυμνάσιο λίγα χρόνια μεγαλύτερον από εμένα.

     Η Τασίτσα λοιπόν μεταξύ άλλων διηγείτο ότι ο αδελφός της Χρήστος ήτο συνομήλικος με τον Φωτή. Μαζί έπαιζαν, μαζί πήγαιναν στο Δημοτικό σχολείο, μαζί γύριζαν στους γιαλούς και στις εξοχές. Κατόπιν ο Φώτης συνέχισε σπουδές στο Γυμνάσιο, ο δε άλλος, ο Χρήστος, μπήκε στη δουλειά άλλοτε γεμιτζής στα καϊκια, άλλοτε τσοπάνης στα πρόβατα, διότι η οικογένεια είχε και μάνδρα με πρόβατα κοντά στον προφήτη Ηλία του Αϊβαλιού.

     Αλλά, αν ο Χρήστος ήτο συνομήλικος προς τον Φ.Κ., τότε ο τελευταίος είχε γεννηθή το 1893.

     Σημειωτέον ότι τα έτη γεννήσεως των πέντε τέκνων της Μαρίας Αποστολέλλη, κατόπιν Κοντού, είναι βέβαια και αυθεντικά, διότι ήσαν γραμμένα, πίσω από φορητή εικόνα του Αγίου Γεωργίου, διασωθείσαν από την Τρίτη κατά σειράν καταστροφή της μαρτυρικής πόλεως των Κυδωνιών. Η μακαρίτισσα θεία μου Τασίτσα, της οποίας ο έγγαμος βίος διήρκησε 40 ημέρες, πέθανε στη Νέα Φιλαδέλφεια Αθηνών στις 27 Ιουλίου 1975, σε ηλικία 85 ετών. Τα πράγματά της διεσκορπίσθησαν εις Αθήνας και Μυτιλήνην, μεταξύ διαφόρων, συγγενών εκ πλαγίου, η δε εικόνα που αναφέρω αγνοώ που ευρίσκεται τώρα.

      Συμπέρασμα: Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε ή την 8-11-1893 ή την 8-11-1894. Ούτε μία ημέρα αργότερα. Τότε γιατί ο ίδιος δήλωσε το 1896; Για τον ίδιο λόγο, που όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως φύλου, θέλουν να λέγουν, πως είναι μικρότεροι από όσο είναι. Ακόμα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος φαίνεται ότι δεν γεννήθηκε το 1864, αλλά τρία-τέσσερα χρόνια νωρίτερα, όπως αποδεικνύουν έρευνες του καθηγητού μου Ν. Τωμαδάκη και άλλων ερευνητών. Η δε σωστή φιλολογική μέθοδος διδάσκει ότι, όταν δίδονται διάφορες χρονολογίες, γεννήσεως ενός προσώπου, πρέπει να θεωρήται ορθή η αρχαιοτέρα.

     Και τώρα μιά άλλη ένσταση: Καλά, να ψεύδονται οι άλλοι. Αλλά να ψεύδεται και ο Κόντογλου, ο θρησκευόμενος άνθρωπος, ο απολογητής της Ορθοδοξίας: Και ποιός σας είπε ότι ο μακαρίτης ήταν εξ αρχής υπογραμμός ήθους και αρετής: Την ηθική τελείωση  την απέκτησε σκαλί- σκαλί, όπως όλοι οι αγωνισταί. Στα νιάτα του και μικροψεμματάκια έλεγε και αισθηματικές περιπέτειες είχε, (όρα και Ασημάκη Πανσέληνου «Τότε που ζούσαμε" Αθήναι, εκδόσεις αλλεπάλληλες, τώρα κυκλοφορείται η στ΄, από τον «Κέδρο»), και ματαιοδοξίες είχε, μέχρι που να επιμένη ότι Κόντογλου είναι από το κόντες και όχι από το κοντός. Άπαξ, λοιπόν, δήλωσε τα νιάτα του ψευδώς σαν έτος γεννήσεως το 1896, ντρεπόταν αργότερα να δηλώση άλλο.

     Αλλά, μόνον αυτός; Τα ίδια έκαναν όλοι και προπάντων οι Μικρασιάτες, για τους οποίους δεν υπήρχαν αρχεία και μητρώα να τους διαψεύσουν. Όσοι το 1916, πού συνεκροτείτο ο στρατός της Εθνικής Αμύνης, ήσαν 30 χρονών, δήλωναν μεγαλύτερη ηλικία, για να μην επιστρατευθούν, όσοι ήσαν μικρότεροι, τα λιγόστευαν, όσο μπορούσαν, και πάλι για να μην επιστρατευθούν.

     Οπωσδήποτε στη βιογραφία του Κόντογλου υπάρχουν και άλλα προβλήματα, όπως π.χ. πότε άλλαξε το επώνυμό του, πόσο και πού υπηρέτησε ως στρατιώτης, πόσο διάστημα παρέμεινε στη Μυτιλήνη μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, πόσες φορές και πότε πήγε στο Άγιον όρος, πόσα χρόνια παρέμεινε στη Γαλλία, (εφτά, όπως λέγει κάπου ο ίδιος, ή μόνο τέσσερα ή τρεισήμισι;), πόθεν η αρνητική του τάση απέναντι στο λογοτεχνικό έργο του συμπατριώτη του Ηλία Βενέζη. Και άλλα.

Σημείωση:

Ενδιαφέροντα αυτά που μας λέει ο Μικρασιάτης γυμνασιάρχης Αναστάσιος Γ. Τσερνόγλου για το οικογενειακό δέντρο του Φώτη Κόντογλου, με το οποίο συγγενεύει, και για την επιλογή και απόφαση του Κόντογλου στην υιοθέτηση του επιθέτου του. Μία άλλη τοιχογραφία της ζωής του.

-ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΓΑΛΛΟΣ, ΤΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ  ΣΥΖΕΥΞΗ, 88-90

-ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΑΡΓΥΡΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΑΠΑΝΟΜΗΣ, 91-92

-ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, ΒΙΒΛΙΔΙΟΝ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ «ΒΑΛΣΑΜΟΝ» και που έχει μέσα γραμμένα ρητά του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος και άλλων Πατέρων, γυρισμένα στην απλή και στην αθώα γλώσσα μας. και κοντά στα άλλα και ψαλμούς του Δαυϊδ και άλλα ψυχοφελή και πάντερπνα.  Διά χειρός Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Κυδωνιέως προς ωφέλειαν των Χριστιανών, 93-97

Από το ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ του Προφητάνακτος ΔΑΥΪΔ, 97. (μτφ. Φ. Κόντογλου)

Κύριε, μη με μαλώσεις με το θυμό

Σου, κι ούτε να με παιδέψεις με

την οργή Σου.

Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι άρρω-

στος. Γιάτρεψέ με, Κύριε, γιατί τα

κόκκαλά μου είναι σακατεμένα, κ’ η

ψυχή μου, ταράχτηκε πολύ

Κ’ Εσύ Κύριε ως πότε θα μ’ αφήνεις

έρημον;

Γύρισε το πρόσωπό Σου κατ’ εμένα,

Κύριε, γλύτωσε την ψυχή μου,

σώσε με για το έλεός Σου.

Γιατί την ώρα που πεθαίνει ο άνθρω-

πος, δε μπορεί να σε θυμηθεί. Και

στον Άδη ποιός θα ξομολογηθεί σε

Σένα.

Κατατσάκισα το κορμί μου αναστε-

νάζοντας. Κάθε νύχτα θα μουσκέψω

το κρεββάτι μου. Με δάκρυα, θα

βρέξω το στρωσίδι μου.

Σημειώθηκε απάνω μας το φώς του

προσώπου Σου, Κύριε.

Τα λόγια μου άκουσέ τα, Κύριε, αγροίκη-

σε την κραυγή μου, δώσε προσοχή

στο παρακάλιο μου, Βασιλέα μου

και Θεέ μου.

Θα μπαίνω στην Εκκλησία Σου, για

να προσκυνήσω στον άγιο το Ναό Σου

με το φόβο Σου.

Τα λόγια σου, Κύριε, είναι καθαρά,

σαν τ’ ασήμι το πυρωμένο στη φω-

τιά, πού είναι καθαρισμένο από τα

χώματα, εφτά φορές λαγαρισμένο.

Με τον άγιο, είσαι άγιος και με τον

αθώο αθώος. Και με το διαλεχτό,

διαλεχτός. Και με τον διεστραμμέ-

νον, σκληρός.

Ο Κύριος με βοσκά σα να είμαι πρό-

βατό Του. Μέσα στην πρασινάδα μ’ έ-

βαλε να δροσιστώ.

Και με ξεδίψασε με δροσερό νερό,

και μ’ ανάπαψε.

Θα δοξολογώ τον Κύριό μου σε κάθε

ώρα. Το δοξασμένο τόνομά του θα

είναι παντοτεινά στο στόμα μου.

Με τον Κύριο θα παινεύεται η ψυχή

μου. Άς τ’ ακούνε οι πράοι κι ας

ευφρανθούνε.

Θεέ μου, εσύ με δίδαξες από τα νειά-

τα μου κ’ έως τώρα, θα διαλαλήσω

τα θαυμάσιά Σου. Και μέχρι το γή-

ρας μου και τα στερνά μου, Θεέ μου,

μη με εγκαταλείψεις.

       Τέλος και τω Θεώ δόξα.      

ΤΕΛΟΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

Ακολουθούν οι σελίδες ειδήσεων γενικότερου εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος των χρόνων εκείνων με τίτλο «Θέματα Τέχνης-Σχόλια» και το αφιερωματικό τεύχος ολοκληρώνει τις σελίδες του με «ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΣΟΥ ΣΚΑΡΛΑΤΙΔΗ».

           ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  Ο  ΡΙΖΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

                 Του ποιητή Ν. Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΥ

    Ο ιερατικός Φώτης, βαθύ καλοθέλητο πνεύμα της βυζαντινής και της λαϊκής Ελλάδας, είχε συνταιριάσει την κοτρονίσια κουβέντα με τ’ αγιωτικά μας. Το δειλινό της κηδείας του πήρα το δρόμο για το Πρώτο Νεκροταφείο, γιομάτος απ’ τη θύμηση ενός μεγάλου αγωνιστή και μηνυματικού φίλου. Σα νάχε σε μάχη οπτασιακή, θάλεγα πώς ακουγόταν ριγηλά το ρυάκισμα του ονείρου στον άσπρο νεκρότοπο, που βρέθηκα για τον τελευταίο χαιρετισμό. Μετά την ταφή, καθώς αρχίζει πάντα η συζήτηση- «περί ματαιότητος της ζωής», ένας γνωστός μου δημοσιογράφος με κοντοζύγωνε και μου γύρεψε να γράψω κάτι. Φίλος κι αυτός του Κόντογλου, βγάζει μιά συνοικιακή εφημεριδούλα. «Γράφε δυό λόγια» μου λέει, «την αγαπούσε την εφημεριδούλα μου ο κύρ Φώτης». Σε λίγες μέρες του έδωσα το ακόλουθο κείμενο, που έγραψα στο μεταξύ:

       Ο Φώτης Κόντογλου ή Κόντογλους, όπως του άρεσε περισσότερο, κοιμήθηκε ταπεινά κι ορθόδοξα. Ο Φώτης ήτανε παλληκάρι κι ο θάνατος ήρθε στο σώμα του σαν άλλη αναπνοή. Το πνεύμα του, ιερεμιακό κι ανυποχώρητο, ζει και θα ζήσει όσο υπάρχει ρωμαίικο κι όσο υπάρχουν εκκλησάκια και χορτάρι ευωδερό στα ελληνικά έαρα. Το έργο του Κόντογλου, με όλη τη μονομέρεια του Οράματος, αστράφτει θυμό και οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Αληθινό στη ρίζα του, και μοναδικό στην προσήλωση των βυζαντινών παραδόσεων, είναι σαν όλα τ’ αληθινά πράγματα χαρά θανάτου, ευτυχία λύπης, ήχος βαρύς της Διάρκειας των Ελλήνων.- Εδώ τελείωνα. Πρέπει να συνεχίσω. Θέλοντας να χαρακτηρίσω την παρουσία του Φώτη Κόντογλου, καταλήγω σε τούτη τη λέξη: ριζορθόδοξος. Όλα του, και ζωγραφική και λογοτεχνία, και άρθρα και ιερεμιάδες, φυτρώνουν άγρια κι ανόθευτα με μοναχή τους ρίζα την Ορθοδοξία. Κι ο «Πέδρο Καζάς» ακόμη, ορθόδοξος είναι. Και το Ροβινσώνα Κρούσο σαν ορθόδοξος τον έβλεπε ο Κόντογλου. Κι ό,τι θαύμαζε ορθόδοξα το ζούσε και το φανέρωνε. Με τίποτα δεν πλάταινε, δεν του πήγαινε να προχωρήσει, την Ορθοδοξία του. Την ήθελε από μόνη της, φανατική, αδιατάραχτη. Ρίζα και τέλος. Απ’ έξω της, πνευματικό και ψυχικό άζωτο, και για να φιλέψω μιά λέξη του αγαπημένη, ξέρακας. Απ’ έξω της, βέβαια, και τίποτα χριστιανικό. Θάνατος, απώλεια, ψέμα.

      Χριστός κι Ορθοδοξία-το συνολόκληρο, το ένα και μόνο. Χριστιανός ίσον Ορθόδοξος. «Η πολιτεία των χριστιανών» μου έγραψε (1) (11 Σεπτεμβρίου 1948) «είναι διαφορετική από την πολιτεία των άλλων ανθρώπων. Ο Χριστός μας έδωσε τη χάρη να πάσχουμε σαν και κείνον και να πηγαίνουμε στη σωτηρία μας». Και στο ίδιο γράμμα: «Μιλώ σαν χριστιανός, γιατί όλα τα άλλα είναι μάταια». Σ’ αυτή τη φράση πυκνώνει ο Κόντογλου τη μοίρα του και τη μοναδικότητα της Ορθοδοξίας. Ο δρόμος είναι δύσκολος, είναι κοφτερός. Η οδύνη όλη δική μας. Αλλά μιά οδύνη ουρανίων. Η «μάχαιρα» πού είπε ο Κύριος που έφερε στον κόσμο, άρχισε να σε πληγώνει» μου έγραφε σ’ άλλο του γράμμα (14 Νοεμβρίου 1950). Και συνέχιζε: «Χαίρου, λοιπόν…». Και σ’ άλλο (19 Μαρτίου 1953): «Οι σημερινοί άνθρωποι είναι όλοι κλούβιοι. Είναι τόσο επιπόλαιοι, που δεν γνωρίζουνε απάνω σε τί ιερά πράγματα πατάνε. Η παράδοση είναι ένας νόμος, που όποιος ξεφύγει απ’ αυτόν είναι χαμένο πράγμα». Όμως, δεν ένιωθε μόνος. «Αλλά παρηγοριόμαστε, γιατί υπάρχουνε έμορφες ψυχές, κι’ εδώ στην Ελλάδα υπάρχουνε πιό πολλές από κάθε άλλο μέρος. Θάρσει, λοιπόν, αγαπητέ Νίκο… Μαζί μας πορεύονται κι άλλοι, μοναχιασμένοι, μέσα στην έρημο της σημερινής ζωής».

       Κι όπως είχε τη συνήθεια να βάζει στα γράμματά του ρητά των αγίων ο κυρ Φώτης μου είχε γράψει σ’ ένα του γράμμα (2) και τούτες, σε δική του βέβαια μετάφραση, τις σκέψεις τις φωτεινότατες του αγίου αββά Μακαρίου: «Οι χριστιανοί σαν μωρά νήπια νοιώθουνε τον κόσμο, αποβλέποντας στο μέτρο της χάρης. Γιατί είναι ξένοι από τούτον τον κόσμο. Κ’ η πολιτεία του κ’ η ανάπαψή τους άλλη είναι. Γιατί οι χριστιανοί έχουνε την παρηγοριά του πνεύματος, δάκρυα και πένθος και στεναγμό, κι αυτά τα δάκρυα είναι χαρά για δαύτους». Και τούτες του ίδιου άγιου αββά: «Δεν γνωρίζουνε οι άνθρωποι ότι κάνουνε αυτά που κάνουνε, σπρωγμένοι από κάποια ξένη δύναμη, αλλά νομίζουνε πώς αυτά είναι φυσικά, και πως αυτά τα κάνουνε από τη δική τους φρονιμάδα. Αλλά κείνοι πού έχουνε την ειρήνη του Χριστού μέσα στο λογισμό τους και το φωτισμό του, ξέρουνε από πού κινούνται αυτά. Γιατί ο κόσμος πάσχει πάθος κακίας, και δεν το ξέρει». Στ’ αλήθεια, τύφλα νάχουν οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι εμπρός σε τέτοια διανοήματα… Εδωμέσα στον πατερικό λειμώνα, στην αξόδευτη και χιλιοπαράξενη ευωδία του, ανάσαινε κ’ ευτυχούσε ο Κόντογλου.

      Μα θέλω τώρα να πω λίγα και για τον άμεσο, προφορικό κύρ Φώτη, τον αυθόρμητο συνομιλητή (τρόπος του λέγειν, βέβαια, η λέξη συνομιλητής, επειδή με μιά παιδική αγωνία δεν μπορούσε ν’ ακούει τόσον όσο να λέει…). Ο λόγος του, γιομάτος ουσία. Ζουμερός, Σαβαναρόλειος. Πύρινος. Αγνός. Πολύ ανθρώπινος. Ολόθερμος. Μιάν απ’ τις Κυριακάδες, που μαζευόμαστε διάφοροι φίλοι στο εγκάρδιο σπίτι του, ανάμεσά τους κι ο λάτρης του Παπαδιαμάντη, ο Θεοδόσης Νικολάου ο Κύπριος (3) (καθηγητής φιλολογίας σήμερα στην Αμμόχωστο), που ο Κόντογλου τον έλεγε «ο σημίτης» απ’ το ανατολίτικο παρουσιαστικό του και τον αγαπούσε ιδιαίτερα, κάποιος «εξ Εσπερίας» μιλούσε για τον Καζαντζάκη θαυμαστικά κι ανάλατα. Σε μιά στιγμή μας πέταξε: «Το ξέρετε πως η «Οδύσσεια», με τους τριάντα τρείς χιλιάδες τριακόσιες τριάντα τρείς στίχους της, είναι το πιό μακρύ ποίημα της λευκής φυλής;»…. Ο Κόντογλου είπε τότε αυτή την καταπληκτική κουβέντα: «Εκείνο αξίζει, πού μακραίνει στην ψυχή, όχι στο χαρτί. Έχεις διαβάσει πιό μακρύ ποίημα από το «Φώς ιλαρόν»; Ο Καζαντζάκης, άλλωστε, δεν άρεσε καθόλου στον αείμνηστο Φώτη, που τον έβλεπε με τη συμπάθεια που βλέπουμε τους σακάτηδες. Και πρέπει να προσθέσω, πώς η ποίηση για το συγγραφέα του «Πέδρο Κάζας» ελάχιστα δικαιώματα κρατούσε περ’ απ’ τη βυζαντινή υμνογραφία. Σχετικά θυμάμαι, πώς εκτιμούσε την ωδή του Κάλβου «εις Θάνατον», αυτή και μόνη, κάποιους στίχους του Σολωμού και τέρμα. Για τον Παλαμά έλεγε ωραία και ξεκαρδιστικά πράγματα, εκφράζοντας την απόλυτην άρνησή του. Για τον Άγγελο Σικελιανό, λίγο καλύτερα. Για τους νεότροπους, μήν τα συζητάς…

     Μιά Κυριακή, δεν ξέρω πώς, επειδή δεν πιάναμε ποτέ κουβέντα για ποίηση, άρχισα να λέω κάτι κι αναφέρθηκα στις «Ελεγείες» του Ρίλκε κάμποσα λεπτά της ώρας, αναθυμούμενος και μερικούς στίχους του ποιητή. Ο κύρ Φώτης μ’ άκουσε όσο μπόρεσε κι απότομα είπε: «Ρίλκε… Ρίλκε… Τι σκοτεινό όνομα… Τί τα θέλεις αυτά…». Ωστόσο, λάτρευε τα δημοτικά μας τραγούδια και σπινθηροβολούσε από βαθύτατο θαυμασμό κάθε φορά που τάφερνε ο λόγος, ανάμεσα στις αγιογραφίες του, στη βυζαντινή μουσική, στον Πανσέληνο, στον Πατροκοσμά, στο Εικοσιένα, στο Μακρυγιάννη… Τα δημοτικά τραγούδια ήτανε το μόνο νεοελληνικό ποιητικό θέμα, που είχε νομιμοποίηση στην αγιασμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού του Φώτη Κόντογλου. Απ’ την Ευρώπη τίποτα. Μά τίποτα. Μονάχα ο Κρητικός ο Γκρέκο, κι αυτός ως ένα σημείο. Ευρώπη σήμαινε θάνατος.

       Θυμάμαι τί έλεγε χαρακτηριστικά για το πιάνο. Πώς είναι σαν φέρετρο. Μαύρο. Στιλπνό. Με τα νεκρικά λουλούδια του απάνω. Με τα κηροπήγια του θανάτου. Σαν το διάβολο. Με τα φριχτά του δόντια, μαύρα κι άσπρα, τα πλήκτρα. Με την απαίσια ουρά του. Κι ο πεθαμενατζής. Ο Βερζεβούλ ανακατομάλλης. Ο πιανίστας. Με το φράκο της κηδείας, τα μυτερά σατανικά λουστρίνια… Βέβαια, τόλεγε πολύ ωραία και πολύ υποβλητικά, κινούμενος ολόκληρος με τη μεγάλη ζωντάνια που τον κάτεχε. Και παρόμοια θαυμάσια ευρήματα στον προφορικό λόγο του Κόντογλου άφριζαν αμέτρητα. Η φωνή του κιόλας έκαιγε από πάθιασμα και σύγκορμη ορμή Ορθοδοξίας!

     Τελευταία φορά τον είδα, μαζί με δύο φίλους, λίγο πρίν πεθάνει. Πάντα νέος. Πάντα μαχητικός. Πάντα στ’ οράματά του. Δεν έδινε διόλου την εντύπωση πώς ο χάρος τον περίμενε σε μερικές εβδομάδες. Προτού να φύγουμε μας διάβασε απ’ τα εκδομένα «Έργα» του, με ζεστό τόνο σαν αιωνόβιος ρωμιός, ένα διήγημά του. Τον ακούω ακόμη….

                                 Ν. Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Σημείωση:

  Το Νοέμβριο του 1998 στην Αθήνα, ο παραδοσιακός εκδοτικός οίκος «ΙΚΑΡΟΣ» εκδίδει τον τόμο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, σε φιλολογική επιμέλεια: Ελισάβετ Λαλουδάκη, σελίδες 328. Όπως μας λέει η επιμελήτρια κυρία Ελισάβετ Λαλουδάκη σελίδα 19 στην Εισαγωγής της, «Τα κείμενα που συγκροτούν την παρούσα έκδοση έχουν όλα δημοσιευθεί, με εξαίρεση τα δύο πρώτα-«Ο Ιησούς αλληλογράφος» (δημοσιευμένο μετά το θάνατο του ποιητή στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, στις 4/10/1992) και «Σπάραγμα στον απρόκοφτον ήλιο»-, τα οποία βρέθηκαν στο συρτάρι του ποιητή χωρίς χρονολογική ένδειξη, και γι’ αυτό προτάσσονται, αντιφατικά και παράδοξα. Τα υπόλοιπα, δημοσιευμένα, παραδίδονται αυτούσια και ακέραια, έτσι όπως πρωτοπαρουσιάστηκαν….». Τα ανέκδοτα αυτά πεζά του ποιητή Νίκου Καρούζου, αποθησαυρίστηκαν και μας παρουσιάζονται στον τόμο συγκεντρωτικά για πρώτη φορά. Τα πεζά αντλούνται από διάφορους τίτλους εφημερίδων και περιοδικών στα οποία συμμετείχε ή υπήρξε συνεργάτης ο ποιητής. Ας αναφέρουμε ενδεικτικούς τίτλους: «Ακτίνες», «Αιώνας μας», «Νεανική Ιδέα» εφημερίδα «Δημοκρατικός», περιοδικό «Το πρώτο σκαλί», «Ζυγός», «Νέα Εστία», «Ευθύνη», «Καινούργια Εποχή», «Τομές», «Εποπτεία», «Περιοδικό», «Διαγώνιος», «Εκκλησιαστικά προβλήματα», «Η Λέξη», «Ζάλη», «Το Δέντρο», «Πλανόδιον», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Σύνορο» κ.ά.  Γνωστοί τίτλοι, κυρίως από την πρωτεύουσα, αλλά και άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας. Πχ. Κέρκυρα., Θεσσαλονίκη. Δημοσιεύματα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μεταγενέστερα. Ανάμεσα στα δημοσιεύματα του ποιητή και εικαστικού, περιλαμβάνονται και δύο, για την ακρίβεια το ένα είναι «Επιστολή» τα οποία προέρχονται από το παλαιό περιοδικό «ΣΥΝΟΡΟ». Στον παρόντα τόμο συναντάμε το πρώτο με τίτλο «ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Ο ΡΙΖΟΡΘΟΔΟΞΟΣ», σ.77-81 και ακολουθεί η «ΕΠΙΣΤΟΛΗ», σ. 82-83. Κάτω από τα δημοσιεύματα η επιμελήτρια μας δίνει τις αναγκαίες διευκρινιστικές Σημειώσεις. Το όνομα του Φώτη Κόντογλου αναφέρεται και σε άλλες σελίδες των «Πεζών». Βλέπε σ. 186-188, 295,300. Το κείμενο των σελίδων 186-188 με τίτλο «ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ», είναι η συμμετοχή του ποιητή Νίκου Καρούζου και φίλου του Φ. Κ. στον τόμο «ΜΝΗΜΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ», ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ. ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ  ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ & ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, εκδ. «Αστήρ» Αλέξανδρος και Ευάγγελος Παπαδημητρίου, Αθήνα, 12,1975, σελίδες 39-40. Το κείμενο αναδημοσιεύεται και στο αφιέρωμα του περιοδικού «Η Λέξη» τχ. 198/10,11,12, 2008, σ. 552-553 Αφιέρωμα στον Φ. Κόντογλου. Ενώ, της σελίδας 295 (των «Πεζών» του Νίκου Καρούζου) είναι αναφορά στον Φ. Κ. από κείμενο στην πολιτική εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 19/7/1987, σ. 48, με τίτλο «Μνήμη Άγγελου Κατακουζηνού εκφράζοντας την Ελλάδα». Στην σελίδα 301 έχουμε μνημόνευση του ονόματος του Φ. Κ. Προέρχεται από το κείμενο «ΠΡΟΫΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ «ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΑ»», που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πλανόδιον», τ.7/Καλοκαίρι (Ιούνιος-Αύγουστος) 1988, σελ. 376-377. Συνολικά δηλαδή έχουμε δύο κεντρικά κείμενα και μία επιστολή τα οποία περιλαμβάνει ο τόμος «ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» του ποιητή και εικαστικού Νίκου Καρούζου, παλαιού φίλου του Κόντογλου. Το πρώτο κείμενο «Κόντογλου ο ριζορθόδοξος» αναδημοσιεύτηκε όπως βλέπουμε παραπάνω, στο περιοδικό «Παράδοση» διπλό τεύχος 21-22/5,6,7,8, 1980 το οποίο είναι αφιέρωμα στον Φώτη Κόντογλου. Ο εκδότης της «Παράδοσης» στην αναδημοσίευση του περιοδικού του, δεν αναφέρει από πού ερανίστηκε την αναδημοσίευση. Αντίθετα, στο βιβλίο του «Φ. Κ. ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ», εκδόσεις Κάκτος 1995 και στην ενότητα με την Βιβλιογραφία του Φ. Κ., σελίδα 306, στην αλφαβητική σειρά των λημμάτων διαβάζουμε: «Καρούζου Ν.Δ.: «Ο Φώτης Κόντογλου ο ριζορθόδοξος», Σύνορο, Φθινόπωρο 1965, σελ. 106-108./ Καρούζου Ν. Δ.: «Μνημόσυνον αποστολικής παρουσίας». ΜΝΚ., σελ. 39-40.  Ο ακούραστος και «εραστής» της συγγραφικής δημιουργίας του Κυρ Φώτη Κόντογλου, Ιωάννης Χατζηφώτης δεν προσθέτει στα δύο λήμματα του Ν. Κ. και την «Επιστολή» στο περιοδικό «Σύνορο». Τούτου δοθέντος, αντιγράφω και τις άλλες δύο συμμετοχές του Νίκου Καρούζου, παρμένα από το βιβλίο «Νίκος Καρούζος, Πεζά Κείμενα», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα, 11,1998 σε φιλολογική επιμέλεια Ελισάβετ Λαλουδάκη. Μετά το πέρας του πρώτου κειμένου η επιμελήτρια προσθέτει και τις εξής Σημειώσεις:

-1. Πρόκειται για αλληλογραφία που αντάλλαξε ο Ν. Κ. με τον Φώτη Κόντογλου, δείγμα στενής πνευματικής φιλίας στα χρόνια της νεότητας του ποιητή. Στο αρχείο του Ν.Κ. βρέθηκαν τέσσερεις επιστολές του Κόντογλου, από το 1948 έως το 1953. Οι ημερομηνίες που συνοδεύουν τις επιστολές είναι: 11 Σεπτεμβρίου 1948, 14 Νοεμβρίου 1950, 19 Μαρτίου 1953 και 28 Νοεμβρίου 1953. Οι επιστολές αυτές παρουσιάζονται στο κεφάλαιο «Αλληλογραφία» (σελ. 324-330) του τιμητικού τόμου για τον Φώτη Κόντογλου Εκατό χρόνια από τη γέννησή και τριάντα από την κοίμησή του, επιμέλεια Ιωσήφ Βιβιλάκης, εκδ. Ακρίτας, 1995. Έχουν δημοσιευθεί επίσης στο περιοδικό Σύναξη, τ.55, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1995. Οι επιστολές του Ν. Κ. δεν βρέθηκαν στο αρχείο Κόντογλου. (Α)

- 2. Επιστολή 11ης Σεπτεμβρίου 1948.

- 3. Θεοδόσης Νικολάου (1930): κύπριος ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Ποιητικά έργα: Πεπραγμένα (1980)με Εικόνες (1988), Το σπίτι (1993). Πεζογραφήματα: Ρίζες στο χώμα (1958). Δοκίμια: Παπαδιαμάντης. Σύντομο σχεδίασμα βίου και θεωρίας του έργου του (1961), Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα (1966), Ο Ποιητής T. S. Eliot (1969). Η πνευματική φυσιογνωμία της Αμμοχώστου (1983).

(Α) Συμπληρωματική διευκρίνηση:

     Το τεύχος του περιοδικού «Σύναξη» που αναφέρει η επιμελήτρια Ελισάβετ Λαλουδάκη και δημοσιεύονται τα γράμματα του Φώτη Κόντογλου στον φίλο και πνευματικό συνοδοιπόρο του ποιητή Νίκο Καρούζο, είναι από το νούμερο 55/7,8,9, 1995, σελίδες 115-118. Το τεύχος είναι «Αφιέρωμα στην Πολιτική». Ο κ. Ιωσήφ Βιβιλάκης, μετά το εισαγωγικό του σημείωμα, μεταφέρει δύο από τις επιστολές, αυτήν της 14 Νοεμβρίου 1950 και την δεύτερη της 19 Μαρτίου 1953, σελ. 118.  Αντιγράφω την μία επιστολή στην οποία ο Φώτης Κόντογλου μας εκθέτει το πιστεύω του, στο τι είναι Παράδοση. Όπως ο γράφει Παράδοση για αυτόν είναι «νόμος». Και, όσοι δεν την ακολουθούν είναι «κλούβιοι» Ο Κόντογλου ενθαρρύνει τον άλλον «ερημίτη» φίλο του Νίκο Καρούζο να έχει κουράγιο μια όπως του λέει: «Μαζί μας πορεύονται κι άλλοι μοναχιασμένοι, μέσα στην έρημο της σημερινής ζωής». Να σημειώσουμε ακόμα ότι: πρώτον τα τεύχη του περιοδικού «Σύναξη» είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο σε μορφή pdf. Από όπου αντέγραψα με το χέρι πρώτα σε χαρτί και μετά στο δεύτερο αυτό σημείωμα για τον Φώτη Κόντογλου. Επίσης, η Συνολική παρουσίαση των τεσσάρων Επιστολών και η περιπέτεια του εντοπισμού τους, όπως αναφέρει κ. Ιωσήφ Βιβιλάκης δημοσιεύτηκε στο «Λεύκωμα» των εκδόσεων «Ακρίτας» 1995 σε επιμέλεια δική του, Εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τριάντα από την κοίμησή του.(Το Λεύκωμα δεν κατόρθωσα να το βρω στο εμπόριο).

                 Αθήναι 19 Μαρτίου 1953

Αγαπητέ μου Νίκο,

     Πολύ με ευχαρίστησε το γράμμα σου. Πάντα χαίρομαι σαν μου γράφεις, γιατί ζεις ζωή πνευματική, πράγμα σπάνιο και το πιο ωραίο που υπάρχει στον κόσμο.

    Η Καστοριά! Δυστυχώς την ξέρω από μακρυά. Δεν μπόρεσα να πάγω. Αν μπορούσες να φωτογραφήσεις κάποιες φωτογραφίες. Αλλά πώς.

     Οι σημερινοί άνθρωποι είνε όλοι κλούβιοι. Είνε τόσο επιπόλαιοι, που δεν γνωρίζουνε απάνω σε τι ιερά πράγματα πατάνε. Η παράδοση είνε ένας νόμος, που όποιος ξεφύγει απ’ αυτόν, είνε χαμένο πράγμα. Καλόν τα δεσποινίδια, αλλά ξέρεις πώς βρίσκονται στην ίδια κατάσταση οι γραμματισμένοι. Αλλά παρηγοριόμαστε, γιατί υπάρχουν έμορφες ψυχές, κ’ εδώ στην Ελλάδα, υπάρχουνε πιο πολλές από κάθε άλλο μέρος. Θάρσει, λοιπόν, αγαπητέ Νίκο. Άλλος καλύτερος δρόμος απ’ αυτόν τον στενόν και τεθλιμμένον που τραβάμε, δεν υπάρχει. Μαζί μας πορεύονται κι άλλοι, μοναχιασμένοι, μέσα στην έρημο της σημερινής ζωής.

     Προσπάθησε να δεις αυτόν τον ερημίτη. Αυτά είναι σπουδαία γεγονότα για μας.

     Από το γράμμα σου μου αρέσανε πολλά, κ’ ίσως τα βάλω στην Κιβωτό.

    Η Μαρία και τα παιδιά σε χαιρετάνε, καθώς και ο Νικολάου.

        Γράψε μας όποτε ευκαιρείς με αγάπη πολλή: ο Φώτης.   

    Να συμπληρώσουμε ακόμα, ότι ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα που μας λέει ο Ιωσήφ Βιβιλάκης στην παρουσίαση των Επιστολών είναι και ότι συναριθμεί στους μαθητές του Φώτη Κόντογλου, και τον ποιητή και εικαστικό Νίκο Καρούζο. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Η αλληλογραφία του Κόντογλου με τον Καρούζο, παρ’ όλο που δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα τα γράμματα του δεύτερου, αποκαλύπτει μια ταυτότητα μεταξύ των πατερικών επιλογών στα δημοσιευμένα κείμενα του Κόντογλου και της στάσης που διατηρούσε στις προσωπικές του σχέσεις. Έννοιες όπως χαρμολύπη, χαροποιόν πένθος, αγαπητική σχέση δεν τις χρησιμοποιεί ηδονιζόμενος με την «ανακάλυψή» τους αλλά τις εντάσσει αβίαστα και φυσικά στο λόγο του αφού είναι κλειδιά για την κατανόηση της ανθρώπινης υπόστασης. Από το λειμώνα των αναχωρητών και των αγίων ξεδιψά ο ταλαιπωρημένος Καρούζος γι’ αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο δημιουργός του Υπνόσακκου είναι ένας ακόμα μαθητής του Κόντογλου, τουλάχιστον στην πρώτη δημιουργική του φάση, και η ποίησή του μπορεί ν’α αποκρυπτογραφηθεί μέσα από το έργο του Φωτίου».

Και να υπενθυμίσουμε ότι το γλωσσάρι του Κυρ Φώτη Κόντογλου είναι πολύ ενδιαφέρον, πλούσιο, πολύχρωμο και ουσιαστικότατο. Πολλές φορές μία φράση ή μία λαϊκή λέξη του Κόντογλου που προέρχεται από τον λαό είναι μία μεστή εικόνα. Το ολοκάθαρο καθρέφτισμα μιάς εμπειρίας ζωής.     

--

            ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Αγαπητό Σύνορο,

     Ένας φίλος, διαβάζοντας ό,τι έγραψα για την ιερή αντίθεση του Φώτη Κόντογλου σε κάθε φράγκικο (ιερή με την έννοια της ολότελης ελευθερίας του προσώπου), θέλησε να μου θυμίσει πως όχι μονάχα τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο μα κι άλλον ευρωπαίο, τον Pascal είχε σε βαθύ ffσέβας ο αποθανών έξοχος έλληνας. Όπου του γνώρισα, με τη σειρά μου, πως είχε μάλιστα μεταφράσει και τυπώσει αποσπάσματα των θαυμαστών Σκέψεων του Βλάση Pascal (1). Άλλωστε, και τον άγιο Αυγουστίνο είχε σ’ ευλάβεια μεγάλη και πρόσφευγε συχνά στις τόσο συγκλονιστικές Εξομολογήσεις, ή τον οικουμενικό άγιο, που έλαμψε ως άγρια φωτιά στη Δύση, Φραγκίσκο της Ασίζης. Όμως, ο ανατολικός ατόφυα Φώτης Κόντογλου, πολεμούσε με την τέχνη το «θανατερό» πνεύμα των φράγκων και το ζούσε συγκεντρωτικά στην έκφραση των τεχνών. Έτσι, ξεχωρίζοντας ως κάποιο σημείο τον Γκρέκο, έκανε μια μοναδική χειρονομία. Ευκαιρία, τέλος, που γράφω τις γραμμές αυτές, να κλείσω λέγοντας πως, άσχετα με τον όποιο φανατισμό, η Ορθοδοξία, το θεόλουστο πνεύμα της, η ζωτικότητά της, είναι, σε πλήρη ελευθερία, η μαγική βαλβίδα για να τιναχτεί κανείς στο ζωντανό μυστήριο και στο μυστικότερο πόνο της ζωής, την άκρα ταπείνωση. Κάθε ψυχή , παίρνοντας μαγιά έστω απ’ το θαυματικό νόημα της Ορθοδοξίας, μπαίνει σε τρομερή δροσιά, σε αγώνισμα μέγα ελληνικό. Και για τούτο το σύγκοσμο. Μια λαμπερή παγκοσμίωση. Το στήθος και ο τάφος. Κάτι σπαραχτικά παράδοξο. Η φωνή και η ακρόαση της ρίζας. Ή, αν θυμηθούμε τον εσώτατο Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη απ’ τη Σαλονίκη, ο Άη Δημήτρης και ο Σκυλογιάννης (2) στις φοβερές τους ώρες. Ας αφήσουμε την Ορθοδοξία να πετάξει μαζί με τα πουλιά. Ελεύθερη μέσα στον καθένα. Κλειδί της αλήθειας ας την έχουμε. Βοηθό της ελευθερίας.

                  Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.

Δημοσιεύτηκε στο περ. Σύνορο, τ. 37, άνοιξη 1966, σελ. 65.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Βίος και Πολιτεία του Βλάσιου Πασκάλ, του διά Χριστόν σαλού, καθώς και ρητά και διαλογισμοί του γυρισμένα στα Ελληνικά από τον Φ. Κόντογλου, εκδ. Ι. Κολλάρου, 1947.

2. «Σκυλογιάννης»: παρωνύμιο του βασιλέα των Βουλγάρων Ιωαννίτση Α΄ Ασάν. Όταν στα 1207 πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη, δολοφονήθηκε στη σκηνή του από τη γυναίκα του, πού ήταν Κομανίδα ως προς την καταγωγή. Η λαϊκή φαντασία όμως απέδωσε το θάνατό του στον Άι-Δημήτρη, προστάτη άγιο της Θεσσαλονίκης, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, τον λόγχισε έφιππος.

--

                ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ  ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

Αισθάνομαι σαν ένα χρέος εθνικού χαρακτήρα την υπενθύμιση του συχωρεμένου Φώτη Κόντογλου. Δεν είναι, μάλιστα, χαριστικό κι αζύγιστο να διατυπώσει κανείς την άποψη, πώς η τόσο μαχητική συμβολή του στην ανάγνωση της αληθινής μας ελληνικότητας υπήρξε θεμελιώδης. Ο μακαρίτης αυτός και ευλαβέστατος αγιογράφος, όντας παράλληλα κι ακατάπαυτος του λόγου τεχνίτης, αγωνίστηκε μ’ όλη του την ψυχή και μ’ όλη του τη διάνοια, για να κάνει τον Έλληνα της «εξελιγμένης» εποχής μας πραγματικό μέτοχο στην πραγματική ρωμιοσύνη, να ξαναβάλει την άμοιρη την Ψωροκώσταινα στο πανέρι του αερόστατου: την ηλιόλουστη Ορθοδοξία. Υπήρξε «καλοτάξιδος» μάστορης ο Κόντογλου, σεμνότατος μάστορης ωσάν  το διαρκέστερο κατά το κύλισμα των αιώνων «εμείς», ωσάν του κακότυχου, μα όμως και απαράβαλτου. Μακρυγιάννη παραγιός, ωσάν ανώνυμο πλήρως ανθρωπάκι στη δούλεψη των ωραίων μας και ζωαρχικών παραδόσεων, ενώ ταυτόχρονα κυλιότανε, θα ‘λεγα. «μες στην αγνότητα ρητού και μαγεμένου εγωισμού, (1) κατά τον έξοχο και ταιριαστό  στην περίπτωση στίχο του Ρώμου Φιλύρα. Μ’ αυτή την ελεύθερη αίσθηση κρίνοντας τον Κόντογλου, ποτέ μου δεν παρεξήγησα τη λυσσώδη του κι ασίγαστη πολεμική, για ζωγράφους, πεζογράφους, ποιητάδες, μουσικούς, αρχιτέχτονες και τόσους άλλους… Έκανε τον αιματηρότερον αγώνα, τον πιο θυσιαστικό: τον αγώνα για τη ρωμαϊκή Παράδοση. Δεν ήταν κανένας ασυλλόγιστος, ωσάν το δυτικόπληχτο Ροϊδη, που λογιάζεται μάλιστα για σπουδαίος και που δε δίστασε να γράψει στην Πάπισσα Ιωάννα, την τόσο κακότροπη, κάτι πελώριες κουταμάρες, που αναφέρονται στην ορθόδοξη ανατολική χριστιανική Παράδοση, σαν εκείνα τα «έρρινα άσματα», «δυσμόρφους εικόνας» ή «μαυρογραφίας» κι άλλα παρόμοια φληναφήματα…

     Σ’ αυτό τον απεριμάζευτο κι ανοικονόμητο κόσμο τυχαίνει να ‘χει και τα καλά της η απόλυτη και φανατισμένη κριτική… Δίχως την τέτοια μυστηριώδη κριτική, δίχως, μια τέτοια περίκλειστη αντίληψη, πως θα γινότανε, λογουχάρη, να ξεφανερώσει την αμώμητη παρουσία του Διονυσίου Σολωμού, σε όλη της την αντικειμενική κι απρόσωπη λάμψη, ο Γιάννης Αποστολάκης, (2) απορρίπτοντας ανελέητα την υπόλοιπη  και τόσο πλούσια, μα όμως και με τη της όποιας «ατομικότητας» ή και κουφότητας το ψεγάδιασμα, μεταπελευθερωτική ποιητική δημιουργία; Τέτοιος υπήρξε κι ο Φώτης Κόντογλου, σαν κριτικός ολάκερης της μεταπελευθερωτικής ελληνικής πραγματικότητας, απορρίπτοντας αμείλιχτα τις πολυποίκιλες φράγκικες επιδράσεις απάνω στο πνεύμα της ταλαίπωρης ρωμιοσύνης, που, καθώς πίστευε, γιομάτος εκρηχτικήν οδύνη, την πάνε ολόισα στον όλεθρο, στην απόσβεση. Σαν τέτοιος, επομένως, απόλυτος Έλληνας, «ιερεμιακός» κι ανυποχώρητος, τα κατάφερε να κάνει πλατύτερη, θεωρητικότερη και ενεργότερη συνείδηση, πώς το ψαχνό της μακραίωνης νεοελληνικότητας είν’ η Ορθοδοξία, φέρνοντας ο αείμνηστος αποτελέσματα σημαντικά και ευλογημένα, σαν την έξωση της καντάδας και της φραγκικής εικόνας απ’ τις εκκλησίες των Ελλήνων, ένα φαινόμενο που ‘χε πάρει κιόλας ευρύτατην έκταση, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του. Τϊ  όμορφη κι ολόθερμη, στα’ αλήθεια, μοίρα η σώτειρα του Γένους Ορθοδοξία, «σε τρίσβαθο χαμόγελο λουσμένη, βυθισμένη»… (3)

     ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Από το ποίημα του Ρώμου Φιλύρα «Αδερφή», δημοσιευμένο στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα στις 15-1-1938. Το ποίημα αυτό ανήκει στα «Ποιήματα της Διασποράς», όπως ονομάστηκαν από τον Αιμ. Χουρμούζιο τα αθησαύριστα του Ρώμου Φιλύρα, τα οποία συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν από τον Τάσο Κόρφη.

Σαν Βιβλιογραφικό Υστερόγραφο

Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΕΣΒΟΥ, στην Μυτιλήνη το 2005, και σε έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Νομού Λέσβου, εξέδωσαν έναν τόμο 304 σελίδων, τιμή 27 ευρώ με τις "ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ" (26-28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003). ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ- ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ-ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΠΑΝΕΣΕΛΗΝΟΣ. ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Την επιμέλεια της έκδοσης του ενδιαφέροντος αυτού τόμου είχε ο Παναγιώτης Στυλ. Σκορδάς. Ενώ τις τυπογραφικές διορθώσεις οι Παναγιώτης Καραμανώλης, Μαρία Μπουρνού, Στρατούλα Τσαμπή και Ο. Σ. Σκορδάς. "Στον παρόντα τόμο περιλαμβάνονται όλες οι εισηγήσεις, που είχαν ανακοινωθεί στο πρόγραμμα και σε παραρτήματα οι εισηγήσεις του κ. Τάκη Χατζηαναγνώστου και του κ. Αναστάσιου Στέφου που διαβάστηκαν στο συνέδριο και της κ. Ελένης Σκοτεινιώτη, η οποία έχει πραγματοποιήσει διδακτορική διατριβή πάνω στο έργο του Φώτη Κόντογλου και ενώ επρόκειτο να συμμετάσχει στο συνέδριο δεν μπόρεσε τελικά να παραβρεθεί." σημειώνεται στον Πρόλογο. Τα Πρακτικά συνεξετάζουν το έργο και της παρουσία, την θεματολογία και τα συγγραφικά είδη τριών ελλήνων σημαντικών Μικρασιατών δημιουργών. Το μερίδιο του Φώτη Κόντογλου το κρατούν με τις εισηγήσεις τους ο Ερατοσθένης Καψωμένος με το κείμενο "Η Ρωμιοσύνη του Φ. Κ.", Η Ανθούλα Δανιήλ, με τα "Ταξίδια της Γενιάς του ΄30 στη θάλασσα. Η περίπτωση Κόντογλου". Ο Κώστας Μουτζούρης, με το "Ανιχνεύοντας λαογραφικά στοιχεία στο έργο του Κόντογλου". Ο Στρατής Τζιμής, με "Το όραμα και η αγάπη του Κόντογλου για τη Ρωμιοσύνη".Ο Θανάσης Καλαμάτας, με την "Ελληνικότητα και ορθόδοξη αυτοσυνειδησία στο πεζογραφικό έργο του Φ.Κ." Ο Μάκης Αξιώτης, και "Η επίδραση της αγιογραφικής τέχνης του Κόντογλου μια περίπτωση από τη Λέσβο..." Ο Δημήτρης Καραπιπέρης, με την "Αναφορά στο εικαστικό έργο του Κόντογλου" και Ελένη Κ. Σκοτεινιώτη, "Το ηθογραφικό αφήγημα στον Φ. Κόντογλου".   

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

14-17 Οκτωβρίου 2022

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου