ΜΝΗΜΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
ΤΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ & ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
Εκδοτικός
Οίκος «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ο ΤΟΜΟΣ
«ΜΝΗΜΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ», ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΥ,
ΣΤΟΛΙΣΘΗΚΕ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΤΟΥ ΑΛ. Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ
ΟΙΚΟΥ «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑ, ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1975,
διαστάσεις 18Χ 25, σελ.338, δραχμές 500
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ, 5-6
Ο Τόμος αυτός είναι μιά οφειλή. Στη μνήμη
του Φώτη Κόντογλου και στο Γένος.
Ο Κόντογλους είναι όνομα άφθαρτο. Σαν
λογοτέχνης και σαν ζωγράφος, έδωσε έργο πολύτιμο, που ο καιρός δεν θα το
μαράνη. Είναι μιά βεβαιότητα, που την αντλείς, σαν συλλογισθής πως ό,τι προήλθε
από τη γραφίδα και τον χρωστήρα του, δεν ήταν μόνο γέννημα ενός πολυτάλαντου
δημιουργού, αλλά και γνήσια έκφραση του πιό αγνού εθνικού μας βιώματος.
Και αυτό το βίωμα είναι αθάνατης
πνευματικής και αισθητικής αξίας. Ο Κόντογλους το δοξάζει και αυτό δοξάζει τον
Κόντογλου.
Χάρη σ’ αυτή τη συνάφεια και ομοιογένεια,
κανείς δεν αμφιβάλλει για το ότι ο Κόντογλους, εκπροσωπώντας τις δοκιμασμένες
από τον χρόνο αξίες της Παράδοσης του Ελληνισμού, είναι ήδη περασμένος στην
αθανασία. Μπορούν λοιπόν οι συγκαιρινοί του να τον τιμήσουν.
Την οφειλή τιμής στον Κόντογλου ο
Εκδοτικός μας Οίκος, πού συνύφανε την ύπαρξή του με την ύπαρξη εκείνου επί
μιάμιση δεκαετία (από το 1950 ως τη μακαρία κοίμηση του ανδρός, το 1965), την
ένοιωθε ανέκαθεν βαθειά. Μ’ αυτόν λοιπόν τον Τόμο την αποκορυφώνει.
Γιατί πάντα τίμησε τον Κόντογλου ενεργά.
Του πρόσφερε, με ταπεινοσύνη και στοργή, σε όλο εκείνο το διάστημα, ψυχική
θαλπωρή και υποστήριξη, εκδίδοντας το αλησμόνητο περιοδικό «Κιβωτός», διάφορα
βιβλία του, (ανάμεσά τους και τη δίτομη «Έκφρασιν»), πολλές εικόνες του και από
το 1962 τη σειρά των «Έργων» του σε κομψούς τόμους, που συνεχίζεται ως σήμερα
και, με τη βοήθεια του Θεού, θα συνεχισθή και στο μέλλον.
Μοιρασθήκαμε μαζί του, μαθητεύοντας «παρά
τους πόδας του», τις χαρές και τις λύπες του, συναθλώντας, με τις φτωχές
πνευματικές μας δυνάμεις, στον ιερό του αγώνα για τη φωταγώγηση της Παράδοσης.
Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν Άνθρωπός μας. Φίλος αδελφικός, δάσκαλος και οδηγός, «φώς
ταίς τρίβοις ημών», κατά τον ψαλμωδό.
Του προσφέραμε. Αλλά εκείνος μας πρόσφερε
πιό πολλά. Μας γέννησε τον ζήλο να διακονήσουμε, στον τομέα μας-στα Γράμματα
και τις Τέχνες,-τη Μεγάλη Ιδέα του σύγχρονου Ελληνισμού, όπως εκείνος την
ένιωθε και την πίστευε: την πνευματική αναγέννηση της Ρωμιοσύνης. Του χρωστάμε
την όποια καλαισθησία στην εμφάνιση και τα όποια κριτήρια επιλογής θεμάτων των
εκδόσεών μας.
Τη δική του «σφραγίδα δωρεάς» έχει ο Οίκος
μας σε ό,τι εκδίδει από τότε πού τον γνωρίσαμε και συνδεθήκαμε μαζί του με ιερή
φιλία. Και τώρα, που η ευλογημένη ύπαρξή του είναι πλέον μεταφυτευμένη στο
περιβόλι των ουρανών, το αγαθό του πνεύμα εξακολουθεί να χαριτώνη το έργο μας
και να ηνιοχή τους λογισμούς μας.
Έτσι και τον Τόμο τούτον θα ταίριαζε να
του τον αφιερώσουμε με ένα: «τα σα εκ των σων».
Τί είναι αυτός ο Τόμος; Μια ηχώ του
Κόντογλου σε διαλεχτές διάνοιες και καρδιές. Σ’ εκείνους πού τον γνώρισαν, τον
συγχρωτίσθηκαν, φύλαξαν μέσα στα μύχια τους το συναρπαστικό του κήρυγμα, σαν Δασκάλου
του Γένους.
Στις σελίδες αυτές, αναγνώστη, θα βρης
αναμνήσεις από τον Κόντογλου, σχόλια στις λογοτεχνικές και ζωγραφικές του
δημιουργίες, προσπάθειες αξιολογήσεως του, ακόμη και απλές εντυπώσεις.
Γράφουν γι’ αυτόν κορυφαίοι άνθρωποι των
Γραμμάτων και των Τεχνών, αλλά και απλούστεροι, που όλοι είχαν αξιωθή να τον
ζήσουν από κοντά. Άλλοι, σοφοί και κατά κόσμον. Και άλλοι, νήπιες ψυχές, απλώς
«διδακτοί Θεού».
Όλοι όμως, ενωμένοι στο ίδιο πνεύμα, το
πνεύμα του. Μύστες του. Ικανοί, είτε σαν μαστόροι του λόγου, είτε με χαριτωμένα
ψελλίσματα, να τον ερμηνεύσουν, να τον «μεταγγίσουν» στον λαό μας.
Ο Τόμος λοιπόν αυτός, όπως είπαμε και στην
αρχή, είναι και μιά οφειλή στο Γένος.
Οι Έλληνες του καιρού μας πρέπει να
ακούσουν τη φωνή του Προφήτη τους, να φωτισθούν από τον Φώτη Κόντογλου. Είναι
απαραίτητο να τον γνωρίσουν οι πολλοί. Γιατί, γι’ αυτούς, είναι ένας λύχνος
κρυμμένος «υπό μόδιον».
Ο Κόντογλους πρέπει να γίνη ευρύτερα
γνωστός. Και είναι χρέος όσων ξέρουν τί σημαίνει αυτό το όνομα, να το υψώσουν
μπροστά σε όλα τα μάτια. Γιατί, αν εξαιρέσουμε τον Μακρυγιάννη και τον
Παπαδιαμάντη, δεν έχουμε στη νεώτερη εθνική μας πεζογραφία άλλον εφάμιλλο
διδάσκαλο ύφους και ήθους σαν αυτόν. Άλλον, που να μαθαίνη καλύτερα στους
Έλληνες τί πάει να πη το να είσαι Έλληνας.
Δεν λυπηθήκαμε έξοδα και μόχθο για την
έκδοση αυτού του Αφιερώματος. Γλυκειά η ελπίδα και ακατανίκητη: πώς θα
εντρυφήσουν στις σελίδες του όχι μόνο όσοι ξέρουν, αλλά και άλλοι που δεν
ήξεραν ως τώρα τον Κόντογλου.
Ευχαριστούμε από καρδιά τους συνεργάτες
αυτού του Τόμου. Δικός τους είναι στην ουσία. Δική τους συμβολή στο να έλθη ο
λαός μας κοντά σ’ αυτό το μεγάλο Τέκνο της Ελλάδας.
ΟΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ, 7
ΒΙΟΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ,
9-11.
1896.
Αϊβαλί. Γέννηση του Φώτη Κόντογλου, 8 Νοεμβρίου. Γιός του Νικολάου Αποστολέλλη
και της Δέσποινας Κόντογλου. Αδέλφια του οι Ιωάννης, Αναστασία, Αντώνης.
1896.
Θάνατος του πατέρα του. Τη μετέπειτα ανατροφή του Φώτη και των αδελφών του
αναλαμβάνει ο αδελφός της μητέρας του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος Αγίας
Παρασκευής Κυδωνιών (Αϊβαλί), Μονής που με την γύρω από αυτή περιοχή ανήκει
στην οικογένεια Κόντογλου.
1911.
Τυπώνει με συμμαθητές του σε πολύγραφο το περιοδικό «Μέλισσα» που εικονογραφεί
ο ίδιος.
1912.
Αποφοιτά από το γυμνάσιο του Αϊβαλιού. Απόφοιτος της ίδιας χρονιάς και ο
Στρατής Δούκας.
1913.
Έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μπαίνει αμέσως στο
τρίτο έτος. Γνωριμία με τον Παπαλουκά. Μένει ανικανοποίητος.
1914. Φεύγει από την Αθήνα για Ισπανία και Γαλλία.
Τον ακολουθεί μετά ένα χρόνο, αποφοιτώντας από το Πολυτεχνείο, και ο ζωγράφος
Παπαλουκάς.
1916.
Συνεργάζεται ως καλλιτέχνης στο φημισμένο γαλλικό περιοδικό της εποχής “Illustration”. Παίρνει το βραβείο του παραπάνω
περιοδικού για την εικονογράφηση του βιβλίου. «Η πείνα» του Κνούτ Χάμσουν.
1919.
Επιστρέφει στο Αϊβαλί. (Χάρη στην υπογραφή της ανακωχής το Νοέμβριο του 1918).
Ιδρύεται με δική του ευθύνη, από όμιλο Αϊβαλιωτών, ο πνευματικός σύλλογος «Νέοι
Άνθρωποι».
1920.
Διάλυση του συλλόγου «Νέοι Άνθρωποι». Διορίζεται καθηγητής της Γαλλικής και της
Ιστορίας της Τέχνης στο Παρθεναγωγείο (ή Ελληνικό Σχολείο θηλέων) του Αϊβαλιού.
Παραμένει σ’ αυτό δυό χρόνια. Εδώ τυπώνεται για πρώτη φορά, στα τυπογραφεία του
«Αιολικού Αστέρα», ο “Pedro Cazas”. (Ως τόπος έκδοσης στο βιβλίο
σημειώνεται το Παρίσι κι’ όχι το Αϊβαλί γιατί θέλει να υποδηλώσει ότι γράφτηκε
το βιβλίο πρίν το 1919 στη γαλλική πρωτεύουσα).
1921.
Επιστρατεύεται για μερικούς μήνες και παίρνει μέρος στη Μικρασιατική
εκστρατεία. Μετά την αποστράτευσή του επανέρχεται στη θέση του στο
Παρθεναγωγείο.
1922.
Έρχεται στη Μυτιλήνη, όπου έκανε την πρώτη του έκθεση μαζί με τον Μαλέα και από
κει στην Αθήνα όπου και εγκαθίσταται. Του γίνεται θερμή υποδοχή από τους
πνευματικούς κύκλους της πρωτευούσης που έχουν εντυπωσιαστεί από τον “Pedro Cazas”.
1923.
Επισκέπτεται το Άγιον Όρος όπου ήδη βρίσκονται για ένα χρόνο ο Δούκας με τον
Παπαλουκά. Γράφει εκεί πολλά κείμενα που περιλαμβάνονται στην πρώτη,
αχρονολόγητη έκδοση της «Βασάντας», που είναι αφιερωμένη στον Στρατή Δούκα. Τον
Σεπτέμβριο κάνη έκθεση στο Λύκειο Ελληνίδων με τον Παπαλουκά.
1924.
Εκδίδει το «περιοδικό τέχνης και ελέγχου» «Φιλική Εταιρεία». Η έκδοση του
περιοδικού, που συνεργάτες του είναι ο Κώστας Βάρναλης, ο Στρατής Δούκας, ο Β.
Δασκαλάκης, ο Δημήτρης Πικιώνης, σταματά μετά έξη τεύχη, μήνα Ιούνιο του ίδιου
χρόνου. Μέσα στο χρόνο αυτό παντρεύεται τη Μαρία, το γένος Χατζηκαμπούρη, στο
ναό της Αγίας Γλυκερίας του Γαλατσίου με παράνυμφο το Βασίλη Δασκαλάκη.
1931.
Εργάζεται ως συντηρητής του Βυζαντινού Μουσείου.
1933.
Διδάσκει στο «Αμερικάνικο Κολλέγιο» Ιστορία Τέχνης και Ζωγραφική.
1935.
Διοργανώνει το Βυζαντινό τμήμα του Μουσείου Κερκύρας. Τοιχογραφεί την εκκλησία
της οικογένειας Ζαϊμη στο Ρίο.
1936.
Καθαρίζει τις τοιχογραφίες του Μυστρά, πού άρχισαν δυό χρόνια πρίν.
1937.
Εργάζεται στο Κοπτικό Μουσείο Καϊρου.
1938.
Αρχίζει την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών.
1939.
Εικονογραφεί την εκκλησία Ι. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά.
1940.
Αρχίζει με την Πλατυτέρα την τοιχογράφηση της Ζωοδόχου Πηγής Παιανίας.
1943.
Αρχίζει την αγιογράφηση του ναού της Καπνικαρέας.
1944.
Αποφασίζει να επιδοθεί στη συγγραφή θρησκευτικών έργων (βλ. πρόλογο «Μυστικού
Κήπου»).
1950.
Αρχίζει την εβδομαδιαία συνεργασία του με την εφημερίδα «Ελευθερία». Συνεργασία
που θα διατηρηθεί ως το θάνατό του.
1952.
Αναλαμβάνει με τον Βασίλη Μουστάκη τη διεύθυνση του «μηνιαίου φυλλαδίου
ορθοδόξου διδαχής» «Κιβωτός», που εκδίδει ο Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ» Αλ. &
Ε. Παπαδημητρίου.
1958.
Αρχίζει την αγιογράφηση του αγίου Νικολάου της περιοχής των Κάτω Πατησίων.
1960.
Τιμάται με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το έργο του «Έκφρασις».
1960. Του
απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικος
1963.
Σεπτέμβριος τραυματίζεται μαζί με τη γυναίκα του από αυτοκίνητο που τους
παρέσυρε ενώ βάδιζαν στη Βούλα
1963.
Βραβείον «Πουρφίνα» για το «Αϊβαλί η Πατρίδα μου.»
1965.
Τιμάται με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών
1965.
Εκδημεί προς Κύρον στις 13 Ιουλίου στην Αθήνα.
Στοιχεία του ΘΑΝΑΣΗ Θ. ΝΙΑΡΧΟΥ
Α
ΓΕΝΙΚΕΣ
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
-ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ, 15-16
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Εγνώρισα τον Φώτη Κόντογλου στο
Μυστρά, στα 1937, όπου είχα πάει να δείξω στη γυναίκα μου τους θησαυρούς του
ιστορικού αυτού τόπου πού τους γνώριζα από παιδί. Είχα πάει και ξαναπάει στο
Μυστρά γιατί ήταν πολύ κοντά στη γενέτειρά μου και γιατί οι εκκλησίες και τα
ερείπια έθεταν σε κίνηση τη φαντασία μου να υφάνη όμορφα παραμύθια ιστορικά που
τ’ αγαπούσα πολύ. Ήταν καλοκαίρι, μήνας Αύγουστος στα 1937 όταν πήγαμε στο
Μυστρά, όπου συναντήσαμε τον Φώτη Κόντογλου ν’ αποκαλύπτη τις τοιχογραφίες της
Περιβλέπτου. Εδούλευε κι αυτός μαζί με τους βοηθούς του ως εργάτης και ήταν
σκονισμένος και λερωμένος. Ήταν ακόμη κάπως ντροπαλός στη συνομιλία πού
ανοίξαμε μεταξύ μας. Το έργο που έκανε τότε ο Κόντογλου μας φάνηκε καταπληκτικό,
έφερνε στο φώς έναν άγνωστο κόσμο βυζαντινών τοιχογραφιών και με την τέχνη του
τις παρουσίαζε σε όλη τους τη λάμψη. Συγχρόνως όμως εγνώριζε όχι μόνον τί ήταν
αυτό που αποκάλυπτε αλλά και όλα τ’ αντίστοιχα έργα τέχνης πού είχαν τα ίδια
θέματα. Όταν έστρωσε η συνομιλία μας ο Κόντογλου χωρίς να πάψη να είναι
ντροπαλός ανοίχτηκε σε ευρύτερη ομιλία για τη βυζαντινή τέχνη και τότε είδαμε
το βάθος της αγάπης του και της λατρείας του προς τον κόσμο του Βυζαντίου. Δεν
εγνώριζε μόνον την βυζαντινή τέχνη αλλά και τη βυζαντινή ιστορία με τον δικό
του προσωπικό τρόπο. Πρέπει εδώ να ειπώ ότι εγώ εκτός από τις γενικότητες δεν
εγνώριζα πολλά πράγματα για τη βυζαντινή τέχνη, αν και είχα μέσα στην ψυχή μου
όλο τον κόσμο του Μυστρά, και είχα ήδη από το 1930 ιδεί τις εκκλησίες της
Θεσσαλονίκης και είχα αγαπήσει το κάλλος τους.
Όταν συναντήσαμε τον Κόντογλου στην
Περίβλεπτο ήταν δέκα η ώρα το πρωί. Η συνομιλία μας εκράτησε περισσότερο από
δυό ώρες και όταν εφύγαμε συμφωνήσαμε να ιδωθούμε και την επόμενη ημέρα γιατί
θα πηγαίναμε και την άλλη μέρα στο Μυστρά. Δεν είναι βέβαια δυνατόν να αναπλάσω
εδώ όλα όσα εδέχθησαν τότε, θα περιοριστώ μόνον σε μερικά χτυπητά πράγματα. Το
πρώτο που παρετήρησα εξ αρχής της γνωριμίας μας ήταν η αντιδυτική νοοτροπία του
Κόντογλου. Ο Κόντογλου ήταν αντιδυτικός σε όλα. Επειδή εγνώριζα τη Γοτθική
τέχνη την οποία και αγαπούσα άρχισα να μιλώ γι’ αυτήν όχι για ν’ αντικρούσω τον
Κόντογλου, αλλά για να φέρω στο μέσον της συνομιλίας μας ένα τόσο μεγάλο και
απτό θέμα, όπως είναι η Γοτθική τέχνη, και με βάση αυτό το θέμα να προχωρήση η
συνομιλία μας. Ενθυμούμαι ότι ο Κόντογλου μ’ όλη του την αντιδυτική νοοτροπία
αναγνώρισε τη μεγάλη αξία της Γοτθικής τέχνης και προχώρησε και στην ερμηνεία
της. Στο τέλος όμως μου είπε ότι προτιμάει τη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Βεβαίως
ούτε εγώ ούτε ο Κόντογλου μπορούσαμε τότε θεωρητικός να εξηγήσουμε γιατί μας
άρεσε τόσο πολύ η βυζαντινή αρχιτεκτονική. Έπειτα όμως από πολλά χρόνια σε μιά
συζήτηση που είχαμε για τη βυζαντινή αρχιτεκτονική είχε και εκείνος και εγώ
μορφώσει ωρισμένες έννοιες. Προσωπικώς εμένα με βοήθησε πολύ να καταλάβω το
νόημα της βυζαντινής τέχνης η παραμονή μου επί ένα μήνα στην Κωνσταντινούπολη
όπου εμελέτησα τόσο την τέχνη τη βυζαντινή όσο και την ιστορία της. Ενθυμούμαι
πόσο εχάρηκε ο Κόντογλου όταν του είπα κάποτε τις εντυπώσεις μου από την Αγία
Σοφία και πόσο ενθουσιάστηκε όταν προχώρησα σε μιά ερμηνεία της αρχιτεκτονικής της.
Η αντιδυτική νοοτροπία του Κόντογλου στην αρχή μου φάνηκε παράξενη. Με τα
χρόνια όμως όσο τον γνώριζα καλύτερα τόσο και καταλάβαινα το νόημα τής
αντιδυτικής του νοοτροπίας η οποία ένωνε μέσα της όλα τα στοιχεία όχι μόνον την
τέχνη, αλλά την ορθοδοξία, την ιστορία, τις σχέσεις της ανατολικής και δυτικής
εκκλησίας και τέλος την αντίθεσή του προς τον δυτικό διαφωτισμό και γενικώς
προς τη δυτική νοησιαρχία η οποία του ήταν πολύ αποκρουστική. Ο Κόντογλου ήταν
ένας πραγματικός βυζαντινός. Ως αγιογράφος ο Κόντογλου είχε μέσα του
αναγεννήσει όλη τη βυζαντινή και τη λαϊκή παράδοση. Τα πρόσωπα που εζωγράφισε
έχουν και τα δύο στοιχεία, το βυζαντινό και το λαϊκό. Το λαϊκό είναι που
βαστάζει και ζωντανεύει το βυζαντινό. Όπως ως αγιογράφος έτσι και ως συγγραφεύς
ο Κόντογλου ενώνει μέσα τη βυζαντινή με τη λαϊκή παράδοση. Γι’ αυτό η γλώσσα
του είναι μοναδική σε χρώματα και πλούτο. Όταν διαβάζει κανείς τα κείμενα του
Κόντογλου νομίζει ότι είναι το ίδιο το πνεύμα της παραδόσεως που γράφει και όχι
ένας άνθρωπος. Το πνεύμα της παραδόσεως μέσα στον Κόντογλου έγινε πρόσωπο. Η
μορφή του Κόντογλου μέσα στη νεοελληνική τέχνη, λογοτεχνία και πνευματική ζωή
είναι μοναδική. Κανείς άλλος ούτε από τους συγχρόνους του ούτε από τους
αρχαιότερούς του δεν είναι σαν τον Κόντογλου.
-ΤΑΚΗΣ Κ.
ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ, 17-23
-ΙΩΑΝΝΗΣ Μ.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, 24-32
-ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 33-37
Γ Ι Α Τ Ο Ν
Κ Ο Ν Τ Ο Γ Λ Ο Υ
Τον Κόντογλου τον θαύμαζα και τον αγαπούσα,
κι εξακολουθώ πάντα να τον αγαπώ και να τον θαυμάζω.
Είχα από καιρό τελειώσει το Γυμνάσιο, και
προσπαθούσα να βρω μιάν απασχόληση που να εξασφαλίζη τα «προς το ζειν» και να
μου επιτρέπει, ταυτόχρονα, να σπουδάσω. Επισκεπτόμουνα διάφορα περιοδικά: όλα
εδέχονταν ευχάριστα τη συνεργασία μου, αλλά πουθενά δε μου έκαμαν λόγο για
αμοιβή. Στα γραφεία ενός απ’ αυτά τα περιοδικά πρωτοσυνάντησα τον Φώτη Κόντογλου.
Απαύδησα, κι’ αποφάσισα να πάω στρατιώτης,
πρίν από τον καιρό μου, για να ξεμπερδεύω μ’ αυτήνα την υποχρέωση. Σαν τέλειωσα
τη θητεία μου, αφού και τον αλληλογράφο της Γαλλικής έκανα σε μία Τράπεζα,
τέλος βρήκα μιά μικρή θέση γραφιά στο Δημόσιο, που μου επέτρεψε να γραφτώ στη
Σχολή των Καλών Τεχνών. Σκέφτηκα παράλληλα να σπουδάσω και Βυζαντινή ζωγραφική.
Όχι πώς θεωρώ ότι είναι ποτέ δυνατό να ξαναζήση μιά παρωχημένη τεχνοτροπία.
Αλλά πιστεύω απαραίτητο στον σημερινό Έλληνα καλλιτέχνη να είναι ενήμερος όλων
των παραδόσεων της Φυλής.
Τότες ξανασυνάντησα τον Κόντογλου. Τον
παρακάλεσα να με πάρη για βοηθό του, με το αντάλλαγμα τη σπουδή κοντά του, της
Βυζαντινής Τέχνης, που τόσο τέλεια την κατείχε. Δέχτηκε κι’ έμεινα μαζύ του,
βοηθός, μαθητής και φίλος συνάμα, τέσσερα ή, ίσως, και πέντε χρόνια. Έτσι τον
γνώρισα καλά, τον «σπούδασα» που λεν, και μπορώ σήμερα να μιλήσω υπεύθυνα γι’
αυτόν.
Ο Κόντογλους είναι ο ένας από τους τρείς,
μόνους, πραγματικά μεγάλους Έλληνες του Μεσοπολέμου, μαζύ με τον ποιητή Καρυωτάκη
και τον ζωγράφο Παρθένη. Αν παλιότερα είχαμε τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη και
τον Καβάφη, στο Μεσοπόλεμο οι πραγματικά Μεγάλοι ήταν, το ξαναλέω, αυτοί μόνοι
οι τρείς: Καρυωτάκης, Παρθένης και Κόντογλους.
Ο Κόντογλους γεννήθηκε στο Αϊβαλί της
Μικράς Ασίας. Τελείωσε λαμπρές σπουδές στο εκεί περίφημο Γυμνάσιο. Αλλά
φαίνεται πώς ορφάνεψε από πατέρα σε μικρή ηλικία, και έτσι ανατράφηκε,
«αναστήθηκε», κοντά στον αδελφό της μητέρας του, τον ιερομόναχο ιδιοκτήτη και
ηγούμενο του μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής. Αυτού του θείου του παίρνει και
το όνομα, Κόντογλους, γιατί το πραγματικό οικογενειακό του είτανε Αποστολέλλης.
Θα ήταν πολύ μορφωμένος ο καλόγερος και στα γράμματα και στα θρησκευτικά, γιατί
ενέπνευσε στο ευαίσθητο παιδί και την ατέρμονη διάθεση του πλουτισμού των
γνώσεων αλλά και την οσημέραι αέναη προσήλωσή του στον Ελληνικό Χριστιανισμό
και την Ορθοδοξία, πού χαρακτήριζαν όλη τη ζωή του τον Κόντογλου.
Ο Κόντογλους θα έφυγε στο τέλος του πρώτου
Παγκόσμιου Πολέμου από το Αϊβαλί, και δεν βρισκόταν εκεί όταν η μητέρα του και
ο γέρο-ηγούμενος σούρθηκαν απάνθρωπα, με τους άλλους Αϊβαλιώτες, από τους
Τούρκους στα βάθη της Ανατολής. Εκεί, στο Σουγιούτ, υποκύψανε στη σκληρή και
βάναυση μεταχείριση, ίσως και να σφάχτηκαν ακόμη. Οπωσδήποτε ο ίδιος έμενε στη
Γαλλία, όπου αναγκάζονταν να δουλεύει
σαν απλός εργάτης. Λίγα μου είπε ποτέ γι’ αυτή την εποχή του, αλλά
φανερό πώς γνώριζε στην εντέλεια τη γαλλική γλώσσα.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή,
επέστρεψε στην Ελλάδα: πήγε πρώτα στη Μυτιλήνη και ύστερα ήρθε στην Αθήνα. Δε
μπόρεσε ποτέ να σπουδάση, παρ’ όλο τον διακαή του πόθο. Λίγο καιρό φοίτησε στην
Προκαταρτική Τάξη της Σχολής των Καλών Τεχνών. Γλήγορα τον πήρε η βιοπάλη, και
έπρεπε να δουλεύει σκληρά, βάφοντας σκηνικά θεάτρου κοντά στον Αρμενόπουλο και
τον Παπαλουκά, και σε άλλες χειρονακτικές εργασίες.
Ύστερα από χρόνια ξανάσμιξε αναπάντεχα με
την αδερφή του Τασίτσα, της οποίας έκαμε και μιά προσωπογραφία «ευρωπαϊκή», με
κάρβουνο, πού την περιέλαβε στην εικονογράφηση του βιβλίου του «Βασάντα»
Από παιδί ο Κόντογλους είχε μεγάλη κλίση
στη ζωγραφική, στο γράψιμο και στο διάβασμα. Την απέραντη μόρφωση την χρωστούσε
αποκλειστικά στον ίδιο του τον εαυτό. Η αντίληψή του ήταν μεγάλη, το ίδιο και η
μνήμη του. Είναι απίθανο το τί βιβλία είχε διαβάσει, τί λέω, αποστηθίσει! Από
ιερό Αυγουστίνο, τον Πόε, τον Σουίφτ, τον ντέ Φόε, τον Νίτσε, τον Χάμσουν, και
άλλους, μέχρι και τους Γάλλους Βλάσιο Pascal (πού τον λάτρευε) και τον Montaigne. Αλλά εκεί που οι γνώσεις του ήταν
καταπληκτικές, ήταν στα Ελληνικά. Γνώριζε σε βάθος όλους τους Αρχαίους, τους
Πατέρες της Εκκλησίας, τους Βυζαντινούς συγγραφείς και τους κατοπινούς: από το
«Βιβλίο της Κουγκέστας» («Το πώς οι Φράγκοι επήρανε τον τόπο του Μορέως»), τον
γεωγράφο Μελέτιο, τους Κρητικούς, τον
Δωρόθεο Μονεμβασίας, ίσαμε τον Μάνθο Ιωάννου, τις φυλλάδες και τις εκδόσεις της
Βενετίας, τον Εδιπίδη ή Εδίπ Ζαδέ, κι’ όλα τα δημοτικά τραγούδια. Άρχισε να
σπουδάζει τη Βυζαντινή ζωγραφική μελετώντας τις τοιχογραφίες του Άθωνα, και των
άλλων μοναστηριών, και τις παλιές εικόνες.
Σαν ξεκίνησε να γράφει και να ζωγραφίζει,
από τα πρωτόλειά του, ήδη φάνηκε το ρωμαλέο του τάλαντο στο γράψιμο και στη
ζωγραφική.
Το γραφτό έργο του Κόντογλου έχει
περιληφθεί σε πολλούς εκδοθέντες τόμους, και πολλοί άλλοι θα ακολουθήσουν.
Γιατί ένας πολύ μεγάλος αριθμός από κείμενά του βρίσκεται σκορπισμένος σε
άπειρες εφημερίδες και περιοδικά. Ο χώρος και ο χρόνος (αλλά και ανειδίκευτος
στην κριτική), δεν μού επιτρέπουν να γράψω πολλά. Αλλά δεν μπορώ να μήν πω και
τον μεγάλο ενθουσιασμό μου για τα «Ταξείδια» του. Είναι ένα βιβλίο που δύσκολα
το αποχωρίζεται κανείς, και απ’ όπου μπορούν να αντληθούν άφταστες πνευματικές
κι’ αισθητικές απολαύσεις. Το έργο είναι όχι μόνο κορυφή ανάμεσα στ’ άλλα
γραφτά του Κόντογλου, αλλά και πολύ υψηλή κορυφή στα Ελληνικά Γράμματα. Κάποιοι
το είπανε ρυθμού «μπαρόκο». Εγώ δεν βλέπω να είναι πιό «μπαρόκο» απ’ τη
ζωγραφική του Θηβαίου Φράγκου Κατελάνου, πού τόσο τον θαύμαζε ο Κόντογλου. Η
γλώσσα, ζωντανά σπαρταριστή, με αφάνταστο πλούτο λέξεων, εκφράσεων, εικόνων και
λυρισμού, δίχως φλυαρίες: ένα σπάνιο φαινόμενο! Η περιγραφή των τόπων οπού
περιηγήθηκε στην Ελλάδα, είναι μιάς μοναδικής και τέλειας ομορφιάς. Τα τοπία,
οι πόλεις, οι γειτονιές, τα σπίτια, οι άνθρωποι, τα παληά απομεινάρια, τα
κάστρα, περιγράφονται μ’ αφάνταστη δύναμη, που την ενισχύει η αναδρομή στην
ιστορία τους, στην ψυχή και στο πνεύμα τους. Ο Κόντογλους λέει για τα
συναισθήματα και τις συγκινήσεις πού του προκαλούν, τις θύμησες πού του
ξυπνούνε μέσα του, κι’ η καρδιά του
ανοίγει διάπλατα. Ένα πανόραμα ξεδιπλώνεται μπρός μας, με την υπόκρουση του
λόγου ενός βαθειά ανθρώπινου και συγκινημένου σχολιαστού. Τί να πρωτοθαυμάσεις,
απ’ όλα τα υπέροχα κομμάτια πού απαρτίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη το βιβλίο. Από την
περιδιάβαση στο Μυστρά, την επίσκεψη του Παλαμηδιού, την επαφή με την
Καρύταινα, την Κίμωλο, και, και, και…. Παντού το ιστορικό, το αισθηματικό και
το φιλοσοφικό σχόλιο, γνήσιο κι’ αβίαστο, κι’ η ασίγαστη λαχτάρα της χαμένης
του πατρίδας, κι ο καϋμός της Ρωμιοσύνης.
Άλλα του βιβλία είναι θρησκευτικού
περιεχομένου, σ’ άλλα πραγματεύεται για τη Βυζαντινή ζωγραφική ή για την
τεχνική της, άλλα είναι συλλογές διηγημάτων. Σ’ αυτά προεξέχει το διήγημα-
συναξάρι τ’ Άη Γιώργη του Χιοπολίτη. Το χαριτωμένο βιβλίο του «Αϊβαλί, η
πατρίδα μου», είναι αναμνήσεις από γεγονότα της τρεχούμενης ζωής κι’ από τύπους
του τόπου του, γραμμένες με πολύ πνεύμα, συγκίνηση και λεπτότητα. Σχεδόν όλα τα
έχω ακούσει, κατά καιρούς, από το ίδιο του το στόμα, με την ανυπέρβλητή του
παραστατικότητα.
Την ίδια μεγαλοφυή διάθεση φανέρωσε ο
Κόντογλους και στη ζωγραφική του. Η αφιέρωσή του στη Βυζαντινή τέχνη μας
δείχνει πώς είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Παρ’ όλη τη νοσταλγία που φανέρωνε,
κάπου-κάπου, για την «ευρωπαϊκή» ζωγραφική, ίδιο των μεγάλων που θέλουν να δοκιμάσουνε
και ν’ ασχοληθούν με τα πάντα. Φρικιά κανείς να σκεφτεί τους καθηγητές που θα
συναντούσε στις Σχολές της εποχής του. Αρκετά μας έχουν μιλήσει γι’ αυτό, οι Klee και οι de Chirico, σε τί άψυχους, άχαρους
φωτογράφους-δασκάλους έπεσαν στη «μεγάλη» Σχολή του Μονάχου. Σκέφτομαι, καμμιά
φορά, τι πραγματικά τύχη βουνό είχα να συναντήσω τον Παρθένη και τον Κόντογλου,
και να μαθητέψω κοντά τους. Η Βυζαντινή ζωγραφική είναι τόσο αληθινή, τόσο
κοντά στις παλιότερες γνήσιες όσο και στις μοντέρνες σχολές! Με το καθαρό της
σχέδιο και το καθαρό της χρώμα, με τους αυστηρούς και σωστούς της νόμους! Πόσο
θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις, του ειδικού στην τέχνη Baudelaire, ο ζωγράφος Κόντογλους με τη μεγάλη
συγκίνηση, τη βαθειά του καλλιέργεια, και με την σοφή και πλούσια και μεστή
σύνθεσή του, σχεδίου και χρώματος.
Ο Κόντογλου είναι άριστος σχεδιαστής. Αυτό
το διαπιστώνουμε βλέποντας πρώτα τα θαυμάσια άφθονα σχέδια που κοσμούνε τα
«Ταξείδια» του. Τα θέματά τους πολυποίκιλα: τοπία, προσωπογραφίες, κτίρια,
τοιχογραφίες, προσχέδια εικόνων. Παντού το σχέδιο είναι τέλειο, σταθερό,
συντεθειμένο, εύγλωττο. Καθορίζει επακριβώς τη μορφή του σχήματος, την αξία του
και την ποιότητά του, το φωτισμό του. Ένα σχέδιο, μπορεί να πει κανείς,
«πνευματικό». Με τον καιρό ο Κόντογλους προχωρεί προς μιά κλασσική Βυζαντινή γραμμή, η οποία
δεν χάνει τίποτα από την πνευματικότητά της και τον συνθετικό της χαρακτήρα.
Ο Κόντογλους είναι ένας λαμπρός
χρωματιστής. Το χαίρεται το χρώμα αυτό καθ’ εαυτό και ξέρει να το συνθέτει, να
το συνταιριάζει με τα άλλα γειτονικά χρώματα, για ν’ αποχτήσει πλούσιες και
πολύτιμες αρμονίες. Οι πίνακές του έχουν μιά μοναδική λαμπρότητα.
Κι’ άλλοι, λίγο πρίν τον Κόντογλου, ο
Πελεκάσης, ο Καραγατσίδης, ο Βιαγκίνης, καταπιάστηκαν με τη Βυζαντινή
ζωγραφική. Την έβλεπαν όμως σαν κάτι το μουσειακό. Αντιγράφανε και το πάλιωμα
των εικόνων. Ο Κόντογλους πρώτος την είδε σαν τέχνη σύγχρονη, ζωντανή, με
χρώματα ζωηρά, φωτεινά, περιγράμματα απόλυτα καθορισμένα. Άλλωστε, χρόνια
«συντηρητής» στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, και σ’ άλλα μουσεία και
συλλογές, καθάριζε αριστοτεχνικά τις παλιές εικόνες από τα παλιωμένα βερνίκια
και τις άλλες αλλοιώσεις των καιρών, κι’ έτσι, από «πρώτο χέρι» γνώριζε τη
λαμπρότητα του βυζαντινού χρώματος. Βέβαια κι’ ένα μεγαλοφυές ένστικτο τον
οδηγούσε, αλλά και η επισταμένη μελέτη των άθικτων μικρογραφιών μέσα στα αρχαία
πολύτιμα χειρόγραφα. Νεώτεροι, σήμερα, ζωγραφίζουν «παλιωμένες» εικόνες, αλλ’
αυτοί πάλι για λόγους οικονομικούς, εμπορικούς.
Ο Κόντογλους έχει ζωγραφίσει άπειρες
φορητές εικόνες κι’ «ιστόρησε» πάμπολλες
εκκλησίες. Επίσης έκανε και εικόνες με
μη θρησκευτικό περιεχόμενο: αυτοπροσωπογραφίες, προσωπογραφίες της γυναίκας
του, φίλων του, και πολυπρόσωπες συνθέσεις μυθολογικές, ιστορικές και άλλες.
Πάντα με τη Βυζαντινή τεχνοτροπία. Αρχικά ζωγράφιζε με παραδοσιακά μέσα:
ωογραφίες για τις φορητές εικόνες σε ξύλο και νωπογραφία (al fresco) και τοίχους και για μερικές φορητές
εικόνες σε ασβεστωμένες πλάκες. Καμμιά φορά, παλιά, με λαδομπογιές σε μουσαμά.
Τελικά υιοθέτησε τη ζωγραφική με καζεϊνη.
Ο Κόντογλους υπήρξε άνθρωπος αγνός, ευθύς,
ενθουσιώδης, ανιδιοτελής και γενναιόψυχος. Μοίραζε αφειδώς τις γνώσεις του, τη
φιλία του, τα υπάρχοντά του, στους πάντες γύρω του, πού τους θεωρούσε όλους
αδερφούς. Τόσο καταδεχτικός όσο κι’ ευεργετικός. Το σπίτι του είχε ορθάνοιχτο
και του άρεσε να προσκαλεί κόσμο, να το φιλεύει και να τον περιποιήται. Φυσικό
έτσι να δοκίμασε πολλές πίκρες και απογοητεύσεις. Αλλά απέκτησε και φίλους
σταθερούς, πού του έμειναν πάντα πιστοί, όπως ο μεγάλος βυζαντινολόγος Ανδρέας
Ξυγγόπουλος, φίλος του και πολύτιμος κι’ αφοσιωμένος, ή ο άρχων πρωτοψάλτης του
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Βαμβουδάκης, με τον οποίο του άρεσε συχνά να τραγουδά.
Γιατί ο Κόντογλου είχε και ωραία φωνή και γνώριζε όχι μόνο τη θρησκευτική μουσική
αλλά και τα δημοτικά και πολλά λαϊκά
τραγούδια που τα έψελνε με ακρίβεια και περιπάθεια. Ανάμεσα στα τελευταία και
τα τραγούδια του παλιού προικισμένου μουσικού Φιλανθίδη, πατέρα του γλωσσολόγου
Φιλήντα.
Είμαι υπερήφανος που μου έτυχε η μεγάλη τιμή
να είμαι μαθητής και φίλος του Κόντογλου. Ξαναλέω πώς θα τον θαυμάζω και θα τον
αγαπώ πάντα. Η ευγνωμοσύνη που του έχω είναι απέραντη Και τί δεν ωφελήθηκα
κοντά του, και τί δεν αποθησαύρισα. Απ’ τη Βυζαντινή τέχνη πού μου έμαθε, και
που στοιχεία της ενισχύουν πάντα το έργο μου, ίσαμε το παράδειγμα των μεγάλων
αρετών που με βοηθούν και με εμπνέουν στη ζωή. Οι αστείρευτες γνώσεις του για
το κάθε τι, η ακράδαντη πίστη στο Θεό, η φωτισμένη αγάπη του για τον Ελληνισμό,
για κάθε τι το Ελληνικό, οι πεποιθήσεις για το σωστό νόημα της ύπαρξης, η
επιείκειά του απέναντι στους ανθρώπους, η άδολη χαρά για τη ζωή, η λατρεία του
για κάθε τί το ωραίο και υψηλό.
Θα τον αγαπώ και θα τον θαυμάζω πάντα
τον Κόντογλου για τη μεγαλοφυϊα του, και σαν συγγραφέα και σα ζωγράφο, για τον
χρυσό του χαρακτήρα και για τη λεβεντιά του.
-ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ, ΜΝΗΜΗ
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 38
Μ Ν Η Μ
Η Κ Ο Ν Τ Ο Γ Λ Ο Υ
Στο έργο του Φώτη Κόντογλου, τόσο το
λογοτεχνικό όσο και το ζωγραφικό,
οφείλουμε πολλά. Εγκαινιάζει την αναγκαία στροφή του αστικού κόσμου της
Ελλάδος, στην αναζήτηση και ανεύρεση του εαυτού του, μέσα από τη θρησκευτική
μας παράδοση. Δεν εκφράζει την εθιμική νοσταλγία του κατοίκου της υπαίθρου που
εγκαταστάθηκε σε πόλη, αλλά τους ξεριζωμένους από τις πατρογονικές τους εστίες
πρόσφυγες στο μητρικό ελλαδικό σώμα, πού σαν πλήθος νεομαρτύρων, της πίστης που
τους χωρίζει από τους διώκτες εχθρούς, δεν είχαν άλλο τρόπο να στηριχτούν και
να ριζώσουν από την εκκλησία.
Χαρακτηριστικό επ’ αυτού η ανέγερση εκκλησιών
σε πτωχούς συνοικισμούς, όπου τα πολιτικά φρονήματα των κατοίκων ήταν κατά
πλειοψηφία άμεσα ματεριαλιστικά και κομμουνιστικά. Δε θέλω να πω ότι ο
Κόντογλου έφτασε στο ύψος της εκφράσεως μιάς τέτοιας εσωτερικής αντίφασης και
ασυνέπειας.
Για μιά τέτοια προσπάθεια απαραίτητη
προϋπόθεση είναι το υπαρξιακό ξεγύμνωμα του ατόμου’ η αντίληψη και παραδοχή της
βαθύτερης έννοιας της μετάνοιας, που μεταμόρφωσε το σώμα της Οσίας Μαρίας της
Αιγυπτίας σε σύννεφο και έσπρωχνε τον θεοφόρο Όσιο πατέρα Ανδρέα διά Χριστόν
Σαλό, ν’ αφοδεύεται δημοσίως, ξεδιάντροπα. Ο Κόντογλου ενέμεινε πάντα στις
ευσταθείς, βέβαιες και ασφαλείς γενικότητες της αρχιτεκτονικής του πνεύματος
της εκκλησίας, που εύκολα ενσωματούμενες ιδεαλιστικά, εκφράζουν μιά μόνο τάξη
και σειρά του κόσμου και όχι την πλήρη ολοκλήρωσή του στο χώρο της επίγειας
κατοικίας του ενσαρκωθέντος εις τέλειον
άνθρωπον Θεού.
Το καθολικό της άλλοτε Μονής της Παναγίας
Βλαχέρνας παρά την Άρτα, περικλείει σ’ έναν τάφο κοινό τα λείψανα των δύο
αδελφών πού αλληλοσκοτώθηκαν, φιλονεικώντας ποιός θάπαιρνε την εξουσία, με
αποτέλεσμα η μάννα, που «γνησιοστοργικά» τ’ ανάθρεψε εν φιλότητι,
«πικροδακρύφυρτος», ν’ αγιάσει. Παρά την
εμμονή όμως στο κλίμα μιάς συμβιβαστικής λογικής, μακρυά από την τρέλλα του
πόνου και του σπαραγμού, η ερμηνεία του Εκκλησιαστικού πνεύματος από τον
Κόντογλου, μεταφέρει μνήμες ακριβείς και σωστές, πολύτιμα κειμήλια της
προσφυγής στο Θεό, του ξεριζωμένου κόσμου της Μικρασίας. Και τούτο δεν είναι
μικρή προϋπόθεση για όσους αγωνίζονται να εκφράσουν, το ασυνεπές και αντιφατικό
σημερινό άτομο, καταφεύγοντας ως επαίτες, στον Οίκο της Ορθοδόξου πίστεως, μ’
ολάκερή τους τη ζωή.
-ΝΙΚΟΣ Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ, 39-40
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
Αισθάνομαι σαν ένα χρέος εθνικού
χαρακτήρα την υπενθύμιση του συχωρεμένου Φώτη Κόντογλου. Δεν είναι, μάλιστα,
χαριστικό κι αζύγιστο να διατυπώσει κανείς την άποψη, πώς η τόσο μαχητική
συμβολή του στην ανάγνωση της αληθινής μας ελληνικότητας υπήρξε θεμελιώδης. Ο
μακαρίτης αυτός και ευλαβέστατος αγιογράφος, όντας παράλληλα και ακατάπαυτος
του λόγου τεχνίτης, αγωνίστηκε μ’ όλη του την ψυχή και μ’ όλη του τη διάνοια,
για να κάνει τον Έλληνα της «εξελιγμένης» εποχής μας πραγματικό μέτοχο στην
πραγματική ρωμιοσύνη, να ξαναβάλει την άμοιρη την Ψωροκώσταινα στο πανέρι του
αερόστατου: την ηλιόλουστη Ορθοδοξία. Υπήρξε «καλοτάξιδος» μάστορης ο
Κόντογλου, σεμνότατος μάστορης ωσάν το διαρκέστερο κατά το κύλισμα των αιώνων
«εμείς» ωσάν του κακότυχου, μα όμως κι
απαράβαλτου, Μακρυγιάννη παραγυιός, ωσάν ανώνυμο πλήρως ανθρωπάκι στη δούλεψη
των ωραίων μας και ζωαρχικών παραδόσεων, ενώ ταυτόχρονα κυλιότανε, θάλεγα,
«μεσ’ στην αγνότητα ρητού και μαγεμένου εγωισμού», κατά τον έξοχο και ταιριαστό
στην περίπτωση στίχο του Ρώμου Φιλύρα. Μ’ αυτή την ελεύθερην αίσθηση κρίνοντας
τον Κόντογλου, ποτέ μου δεν παρεξήγησα τη λυσσώδη του κι ασίγαστη πολεμική, για
ζωγράφους, πεζογράφους, ποιητάδες, μουσικούς, αρχιτέχτονες και τόσους
άλλους… Έκανε τον αιματηρότερον αγώνα,
τον πιό θυσιαστικό: τον αγώνα για τη ρωμαίικη Παράδοση. Δεν ήτανε κανένας
ασυλλόγιστος, ωσάν το δυτικόπληχτο Ροϊδη, που λογιάζεται μάλιστα για σπουδαίος
και που δε δίστασε να γράψει στην «Πάπισσα Ιωάννα», την τόσο κακότροπη, κάτι
πελώριες κουταμάρες, που αναφέρονται στην ορθόδοξη ανατολική χριστιανική Παράδοση,
σαν εκείνα τα «έρρινα άσματα», «δυσμόρφους εικόνας» ή «μαυρογραφίας» κι άλλα
παρόμοια φληναφήματα...
Σ’ αυτό τον απεριμάζευτο κι ανοικονόμητο
κόσμο τυγχάνει νάχει και τα καλά της η απόλυτη και φανατισμένη κριτική… Δίχως
την τέτοια μυστηριώδη κριτική, δίχως μιά τέτοια περίκλειστην αντίληψη, πώς θα
γινότανε, λογουχάρη, να ξεφανερώσει την αμώμητη παρουσία του Διονύσιου Σολωμού,
σε όλη της την αντικειμενική κι απρόσωπη λάμψη, ο Γιάννης Αποστολάκης,
απορρίπτοντας ανελέητα την υπόλοιπη και τόσο πλούσια, μα όμως και με της όποιας
«ατομικότητας» ή και κουφότητας το ψεγάδιασμα, μεταπελευθερωτική ποιητική
δημιουργία;
Τέτοιος υπήρξε κι ο Φώτης Κόντογλου, σαν
κριτικός ολάκερης της μεταπελευθερωτικής ελληνικής πραγματικότητας, απορρίπτοντας
αμείλιχτα τις πολυποίκιλες φράγκικες επιδράσεις απάνω στο πνεύμα της ταλαίπωρης
ρωμιοσύνης, πού, καθώς πίστευε, γιομάτος εκρηχτικήν οδύνη, την πάνε ολόισα στον
όλεθρο, στην απόσβεση. Σαν τέτοιος, επομένως, απόλυτος Έλληνας, «ιερεμιακός» κι
ανυποχώρητος, τα κατάφερε να κάνει πλατύτερη, θεωρητικότερη και ενεργότερη
συνείδηση, πώς το ψαχνό της μακραίωνης νεοελληνικότητας είν’ η Ορθοδοξία,
φέρνοντας ο αείμνηστος αποτελέσματα σημαντικά και ευλογημένα, σαν την έξωση της
καντάδας και της φράγκικης εικόνας απ’ τις εκκλησίες των Ελλήνων, ένα φαινόμενο
πούχει πάρει κιόλας ευρύτατην έκταση, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του. Τί όμορφη
κι ολόθερμη, στ’ αλήθεια, μοίρα η σώτειρα του Γένους Ορθοδοξία, «σε τρίσβαθο
χαμόγελο λουσμένη, βυθισμένη»…
-μοναχός
Άγιον Όρος ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Ο ΕΝ
ΧΡΙΣΤΩ ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΑΣ, 41-47
-ΒΑΣΙΛΗΣ
ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ, Ο ΝΗΠΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 48-51
-ΚΩΣΤΑΣ Ε.
ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΟΔΑΡΜΕΝΟ» Ο Έλληνας Φώτης Κόντογλου, 52-59
-ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Ο
ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΣΤΟΡΗΣ, 60-61
Ο Μ Ε Γ Α Λ Ο Σ Μ Α Σ Τ Ο Ρ Η Σ
Ανάμεσα στους επικίνδυνους για μένα
συγγραφείς, γρήγορα κατάταξα και τον Φώτη Κόντογλου. Γι’ αυτό και άρχισα να τον
αποφεύγω συστηματικά, μήπως και με παρασύρει στα λημέρια του. Αλλά όπως γίνεται
συνήθως, αυτό που φοβάσαι, αυτό βγαίνει ολοένα μπροστά σου. Διάβασα στο μεταξύ
εκατοντάδες βιβλία, γνώρισα ολοκληρωμένα έργα και σπουδαίους ανθρώπους, μα
όποτε καθίσω και λογαριάσω, τί γερό, τί ακατάλυτο έχω στη βιβλιοθήκη μου, τί θα
μπορούσα να πιάσω σε μιά ώρα ανάγκης και να στυλωθώ, πάντα ξεπετιέται μέσα μου
ανάμεσα σ’ ελάχιστα άλλα απ’ τα νεοελληνικά μας και το έργο του Κόντογλου. Και
σκύβοντας με σεβασμό, ανοίγω. Είναι τόσο πειστικός, τόσο πολύ μου ταιριάζει η
φωνή του, τόσο συμφωνώ, στα πιό πολλά, με τη σοβαρή ματιά του, ώστε
φοβάμαι-μάταια, βέβαια-μήπως αρχίσω να μιλώ με τον τρόπο του. Εγώ ένας άνθρωπος
μεγαλωμένος μέσα στην άσφαλτο, στα καυσαέρια και στις σύγχρονες κατακόμβες,
νιώθω μιά άφατη γλύκα, ένα μπάλσαμο, διαβάζοντας για τις χώρες εκείνες της
Ανατολής, τ’ Αϊβαλί και τους παλιούς ανθρώπους, τους αδάμαστους θαλασσινούς και
τους σκληροτράχηλους κατακτητές και τυχοδιώκτες.
Λυπάμαι μόνο πάρα πολύ, πού ο Κόντογλου
περιόρισε επίμονα τις αφηγήσεις του στο περιπετειώδες στοιχείο και την
κακοπάθεια και δεν μας έδωσε με το στέρεο γράψιμό του την άλλη, την ερωτική ζωή
των αδάμαστων αυτών ανθρώπων, πού ποιός ξέρει τί θα ‘τανε. Σ’ αυτό το θέμα κλείνει επίμονα και
τις πιό αδιόρατες χαραμάδες απόπου θα μπορούσαμε κάτι κι εμείς να δούμε.
Γενικά, στο ερωτικό υπήρξε πιό συνεσταλμένος κι αυστηρός κι απ’ τον
Παπαδιαμάντη ακόμα. Επίσης, λυπάμαι γιατί σκαλίζοντας τα περασμένα δεν παράσυρε
και πολλά στοιχεία της σημερινής ζωής, δε χρησιμοποίησε και πολύ τα σκονισμένα
σύγχρονα ματογυάλια, που θέλοντας και μη κι αυτός φορούσε, μα βγάζοντάς τα
πήγαινε κατευθείαν στα παλιά κι εκεί ξεσαλωμένος αποξεχνιόταν.
Ορισμένοι θέλουν να μας πουν, πώς ο
Κόντογλου ήταν απελπιστικά φτωχός από φαντασία. Και ότι στα κείμενά του δεν
έκαμνε τίποτε άλλο παρά να αραδιάζει τις αναμνήσεις του απ’ τη ζωή και τα
διαβάσματά του. Αφήνοντας κατά μέρος τη διαπίστωση, ότι καμιά απολύτως σημασία
δεν έχει, από πού πήρε ο συγγραφέας αυτά που μας αφηγείται, παρά μονάχα το πώς
μας τα αφηγείται, έχω να παρατηρήσω και
τα εξής: Αυτοί που νομίζουν αυτά, ασφαλώς παρασύρονται απ’ το ότι ο Κόντογλου
συχνά μιλάει στο πρώτο πρόσωπο και επιπλέον απ’ το γερό γράψιμό του, που
μοιάζει σαν να αφηγείται πάντοτε γεγονότα που τα έχει ζήσει. Το να έχεις
θαυμαστές γνώσεις πάνω στη γλώσσα και στα πράγματα, το να ξέρεις τί θέλεις να
πεις και να το λες, φαντάζει στα μάτια κάποιων ως ελάττωμα, ενώ η θολούρα, η
γλωσσική αβεβαιότητα, η άγνοια των πραγμάτων και η αυθαίρετη κατασκευή είναι
προτέρημα, καθότι φαντασία. Τόσο τους κόφτει. Ο Κόντογλου είναι μέγας μάστορης,
κι αυτοί ας νομίζουν…
Κάτι άλλο επίσης που είδα να λένε, είναι
πώς ο Κόντογλου μιμείται στην αφήγησή του τη γλώσσα των παραμυθιών και των
θρύλων. (Τί θα πει αυτό το τελευταίο, ποιός ξέρει…) Σίγουρα, αυτοί που τα λένε
δεν έχουν ακούσει ούτε διαβάσει λαϊκό παραμύθι. Ο Κόντογλου ακούει μέσα του τη
γλώσσα των νοικοκυραίων της Ανατολής. Ούτε των εντελώς λαϊκών ανθρώπων ούτε
όμως και των καθαρευουσιάνων αρχόντων. Άλλωστε, και η ματιά του δε μοιάζει
εντελώς λαϊκή. Ο λαός δε νοσταλγεί έτσι τον εαυτό του, όπως ο Κόντογλου
νοσταλγεί τη λαϊκή ζωή και χάρη.
Τόσο οι κατ’ επάγγελμα λόγιοι, όσο και οι
θεολογούντες, βρίσκονται σε δύσκολη θέση με τον χριστιανισμό του Κόντογλου. Τι
σόι χριστιανισμός είναι αυτός; Απ’ τη μιά μεριά, ο ευλογημένος διακηρύσσει με
φανατισμό την πιό βαθιά του πίστη στην ορθόδοξη θρησκεία και στις Άγιες Γραφές,
κι από την άλλη δε χάνει ευκαιρία, που να μη μιλήσει διά μακρών και με
συμπάθεια για μεγάλους φονιάδες, κλέφτες, λήσταρχους και κάθε είδους βίαια
υποκείμενα του σκοινιού και του παλουκιού. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, όπου
αυτοί παρουσιάζονται κάπως μετανοιωμένοι, αφήνει να εννοηθεί πώς τους θεωρεί
άξιους σωτηρίας στη μέλλουσα ζωή. Σπάνια και πού, να καταδικάσει από κανένα
τους. Δεν ξέρω τί λένε πάνω σ’ αυτό οι θεολογούντες, ή μάλλον ξέρω πώς οι
γλυκανάλατοι δυτικόφρονες απ’ αυτούς δεν τον διαβάζουν, αλλά οι άλλοι, οι
τακτοποιητές των πάντων, οι φιλολογικοί κήνσορες, του βρίσκουν βαθιές
«αντιφάσεις», έχουν πολλές «επιφυλάξεις» και μιλούν για «απουσία ηθικού
κανόνα».
Τίποτε απ’ όλα αυτά Ούτε θεολόγος κι
εκκλησιαστικός συγγραφέας υπήρξε ο Κόντογλου, αλλά ούτε και αντιφατικός τύπος,
διχασμένος ή ηθικά αναίσθητος. Ο Κόντογλου ήταν φανατικός πιστός της λαϊκής
θρησκείας, όπως αυτή ξαναπλάστηκε και διαμορφώθηκε με τα χρόνια απ’ τον
ελληνικό λαό, που άφησε εν μέρει την πάτρια θρησκεία του, για να πιστέψει σε
μιάν άλλη, χωρίς όμως να της δοθεί κι αυτής ολότελα. Σ’ αυτό το θρησκευτικό
απόσταγμα πίστευε ο Κόντογλου και απέναντι σ’ αυτό είναι ολότελα αφοσιωμένος
και συνεπής. Το γνήσιο αυτό θρησκευτικό κράμα του ελληνισμού της Ανατολής δεν
αφήνει τόσο εύκολα τους πιστούς του να πέφτουν σε αντιφάσεις, γιατί στηρίζεται
γερά πάνω στην ανθρώπινη φύση και, ας πούμε, στις αδυναμίες της. Μόνο τα
κατασκευάσματα και οι καρδιές που κυριαρχούνται απ’ αυτά, βρίσκουν συνεχώς το χάος
μπροστά τους.
Αλλά, μέσα στο έργο του Κόντογλου δε
συναντούμε μόνο τη λαϊκή θρησκεία και τα ανθρώπινα διδάγματά της. Συναντούμε
ολόκληρη την παραδοσιακή λαϊκή ζωή της Ανατολής. Το έργο του Κόντογλου, χωρίς
να έχει σκοπό ηθογραφικό, διασώζει μεγάλο μέρος του πλούτου και ιδιαίτερα των
εθίμων και της νοοτροπίας του μικρασιατικού ελληνισμού. Απ’ την άποψη αυτή
είναι ένα λαογραφικό περιβόλι, όλο μπερεκέτι, που ασφαλώς δεν πρόκειται να
μείνει ατρύγητο. Ας ελπίσουμε πώς θα πέσει κάποτε σε καλά χέρια, που θα
κορφολογήσουν την ήμερη ανατολίτικη σοφία του.
-ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β.
ΠΑΣΧΟΣ, ΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΜΟΛΥΒΙ, 63-69
-ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ, Ο
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, 71-72
Ο ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ
ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Η αλήθεια είναι πώς
είμαι ένας άγριος άνθρωπος, σκέτος…»
Από τον
«Κουρσάρο Πέδρο Καζάς»
Τον Φώτη Κόντογλου δεν έτυχε να τον
γνωρίσω από κοντά. Δεν το θέλησα. Φοβόμουν. Όχι πώς δεν εξασκούσε πολύ έντονη
τη γοητεία του απάνω μου σαν ζωγράφος ή σαν συγγραφέας. Αντίθετα, ρουφούσα κάθε
σελίδα του και καρτερούσα με λαχτάρα κάθε καινούργιο δικό του.
Μά απ’ όσα είχα διαβάσει κι απ’ όσα είχα
ακουστά, καταλάβαινα πώς είναι καλύτερα να τον θαυμάζω από μακρυά. Ο Κόντογλου
είχε καταντήσει ένας άγριος, ιερός θρύλος.
Πολλά για τον ζωγράφο Κόντογλου, τον
δυναμικό «αγιογράφο», μου είχε δώσει ο πρόωρα χαμένος Άγγελος Προκοπίου,
δάσκαλος τρυφερός, Μικρασιάτης δυναμικός, άγρυπνος παρατηρητής της
καλλιτεχνικής πορείας του τόπου.
Για
τον άνθρωπο Κόντογλου, τον θρύλο, δέχτηκα πολλές πληροφορίες ενδιαφέρουσες και
αντιφατικές, φιλικές κι εχθρικές, σοβαρές ή εύθυμες. Όλα αυτά μου δώσανε την εντύπωση
από πολύ νωρίς, πώς ο Κύρ Φώτης ο Κόντογλου έπεσε θύμα ενός γόνιμου επινοητικού
μύθου.
Πήγαιναν, του πουλούσαν συμπάθεια, του
κολάκευαν ίσως μία μικρή δόση αυταρέσκειας που την έχουν λίγο πολύ όλοι οι καλλιτέχνες και φεύγανε για να
διασαλπίσουνε παντού, τί τους είπε, ποιούς έβρισκε, τί ετοιμάζει, ποιούς
εκτιμά, ποιούς έπαψε να αγαπά, τί είπε για την ένωση των Εκκλησιών, τις απόψεις
του για εκκλησιαστικά ή κοινωνικά πρόσωπα.
Ήμουν πολύ νέος και δεν μπορούσα να
ξεχωρίσω από πού άρχιζε η αλήθεια και που τέλειωνε η επινόηση.
Όμως ο Κόντογλου κέρδισε τελικά μέσα μου,
μ’ αυτό που ήταν περ’ από το θρύλο του. Με την ψυχή του. Την ορθόδοξη και
πονεμένη. Και με το έργο του. Το πολυδύναμο και πολυδιάστατο. Αυτά νικούν πάντα στο τέλος.
Επιμένω στο πολυδιάστατο του έργου του
Κόντογλου. Αυτό, κάποιοι του το αρνήθηκαν. Εκείνοι πέρασαν κι ο κυρ Φώτης
μένει.
Ο Κόντογλου το έζησε το έργο του
υπαρξιακά. Είτε έγραφε είτε ζωγράφιζε βασανίζονταν από αυτό. Πολέμησε άγρια,
πάλαιψε μαζύ του, το ανύψωσε και το έστησε περήφανο και μοναδικό σε μιάν εποχή
αφιλόξενη, ανυποψίαστη για τις αξίες κι απνευμάτιστη. (Απόδειξη της νίκης του
είναι και το πλήθος των αποτυχημένων μιμητών του). Ο Κόντογλου έκαμε τους
άλλους να σκύψουν πάνω στο έργο του, να το προσέξουν. Τους έσπρωξε σ’ αυτό όχι
παρακαλεστικά. Άγρια. Τους οδήγησε. Δεν καταδέχτηκε ποτέ να οδηγηθεί από τους
άλλους. Γράφει:
«Όσοι δεν είναι της ίδιας γνώμης με μένα,
θάταν άδικος κόπος να μου το κράξουν. Θα
τους έστελνα όμως σίγουρα στο διάολο, αν καταπιάνονταν να μου γυρίσουν τις
αντιπάθειές μου σε συμπάθειες. Γιατί έχω την πίστη μου, μιά θεόστραβη πίστη στο Θεό μου και μονάχα σ’
εκείνον. Δε γίνεται να με λυγίσει μπροστά σε ξένα είδωλα καμμιά δύναμη. Ας μ’
αφήσουν λοιπόν ήσυχο, και δεν πιθυμώ διόλου να πιάνουν τα βιβλία μου όσοι έχουν
διαφορετικά γούστα από μένα. Οι λίγοι που αισθάνονται όπως εγώ, μου φτάνουν και
γι’ αυτουνούς γράφω…».
Λόγια κοφτά, τσεκουράτα, ανατολίτικα. Λόγια
ενός ερημίτη πού βρέθηκε ξαφνικά πεταμένος μέσα στην σκόνη και τον ορυμαγδό της
αγοράς. Ένας αγιορείτης στην κοσμοχαλασιά της Βαβυλώνας.
Το να είναι όρθιος και αγκαθερός ο
Κόντογλου ήταν κάτι που έβγαινε μέσα από την βιολογική και την καλλιτεχνική του
ανάγκη. Η συνείδηση πού λειτούργησε για να γίνει ένα έργο βαθειά χαραγμένο από
την μεταφυσική ένταση, ήταν η συνείδηση ενός αναχωρητή. Πάλαιψε μ’ ό,τι άφησε
πίσω του φεύγοντας (και στην πραγματικότητα το κουβαλά μαζύ του) και μ’ ότι
συναντά πάνω στον βράχο.
Ο Φώτιος Κόντογλου πραγμάτωσε ένα έργο
ρίζας κι αλήθειας. Αντοχής και δύναμης. Ζωής κι Ορθοδοξίας.
Υπάρχει σ’ ολόκληρο αυτό το τεράστιο έργο
μιά ορμή λαχτάρας και καημού που το διαπερνά και το ταράζει.
Το Βυζάντιο, τα Συναξάρια, οι όσιοι, οι
κουρσάροι, η τρυφεράδα, η αποκοτιά, ο λαός και τα θερία, δημιουργούν ένα κλίμα
υποβολής, φορτισμένο με νοσταλγία κι αναταραχή. Αρχάγγελοι και Ληστές,
καλικάντζαροι και γοργόνες, τίμιοι και καταφρονεμένοι, μαννάδες και Παναγίες,
πορεύονται στα κατεβατά και στα εικονίσματα του Κόντογλου και μας βεβαιώνουν:
-Το έργο
τούτο είναι μιά βαθειά βουή βγαλμένη μεσ’ από τον πελώριο κόχυλα που τον φυσά ο
άνεμος του Θεού.
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΡΝΟΣ, Η ΑΡΕΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ,
73-80
-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ, Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ, 81-95
-ΝΙΚΟΣ Δ.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΞΕΝΟΙ, 96-106
Β
ΖΩΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
-
Ακαδημαϊκός ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Η
ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΣΤΟΡΗΣΙΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΜΑΣ, 116-118
-ΜΑΝΟΛΗΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Ο τελευταίος
αντικλασσικός, 119-122
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Ο τελευταίος αντικλασσικός
Οι παλιότεροι από μας, θυμόμαστε, στα
νιάτα μας, πόσο μας έθελγε ο μικρόσωμος Φώτης με τα φλογερά μάτια όταν μιλούσε
με τις ώρες, με αγανάκτηση ιερή οργισμένου νέου, εναντίον του Μιχαήλ Αγγέλου,
και γενικά της δυτικής ζωγραφικής, εναντίον των παπάδων και των επιτρόπων που
τους άρεσαν οι φράγκικες φιγούρες. Την εποχή εκείνη, για τον πολύ κόσμο-τον
πάρα πολύ κόσμο-ο Φώτης φαινόταν ένας άνθρωπος παράξενος, με αναγνωρισμένο
βέβαια λογοτεχνικό ταλέντο, αλλά με ακατανόητη προτίμηση προς τις στεγνές και
αφύσικες φιγούρες με τα λίγα σκούρα χρώματα, τα στραβοσχεδιασμένα μέλη, τα
άσχημα πρόσωπα, έργα χωρίς προοπτική και ωραίους φωτισμούς, όλα δυσάρεστα και
εντελώς διαφορετικά από τις γλυκερές ζωγραφιές πού στόλιζαν τότε τις εκκλησίες.
Οι αντιδράσεις των επιτρόπων των εκκλησιών στις δικές τους αντιλήψεις,
φούντωναν την αγανάκτησή του.
Ο Κόντογλου ήταν, όπως αποδείχθηκε, ένας
πρόδρομος με γόνιμη επίδραση, ένας εξαίρετος δάσκαλος. Το κήρυγμα και το
παράδειγμά του τράβηξε από τότε μαθητές, πού δούλεψαν καιρό μαζί του. Όσο και
αν απομακρύνθηκαν αργότερα από κοντά του, αυτοί που του χρεωστούν πολλά-και, το
κυριότερο, τη στροφή και την αγάπη και, ακόμη, την πρακτική γνώση της
ζωγραφικής της ελληνικής μεσαιωνικής παράδοσης. Γιατί αυτό ήταν το μήνυμα που
έφερνε στην Ελλάδα στην Τρίτη δεκαετία του αιώνα μας ο Μικρασιάτης ζωγράφος,
γυρίζοντας από το Παρίσι, μήνυμα καθοριστικό για όλη την τέχνη του. Λίγοι είναι
στον τόπο μας οι καλλιτέχνες, και μάλιστα της γενιάς του, με την αναγνώριση και
την επίδραση που είχεν ο Κόντογλου, και όχι στους λαϊκότερους κύκλους, στους
οποίους υποτίθεται ότι απευθυνόταν, αλλά στους ηγετικούς. Ζωγραφίζει στην αρχή
παρεκκλήσια σε αριστοκρατικά κτήματα και έπειτα (1939) διακοσμεί με
τοιχογραφίες το Δημαρχείο Αθηνών. Τέλος, την ίδια εποχή, με απόφαση του Υπουργείου
Παιδείας, η Βυζαντινή τεχνοτροπία, πού
εκπροσωπούσε σχεδόν αποκλειστικά ο Κόντογλου-μαζί με τον Σ. Βασιλείου
και τον Α. Αστεριάδη-γίνεται υποχρεωτική για την εκκλησιαστική ζωγραφική.
Η αναγνώριση και καθιέρωση αυτή ενός κατ’
εξοχήν ασυμβίβαστου καλλιτέχνη θα μπορούσε να εξηγηθή με την παρατήρηση ότι
παρά την συνεχή σύγκρουση με την κοινή καλαισθησία, η ιστορική συγκυρία το
έφερεν ώστε η αντιρρεαλιστική του τεχνοτροπία να ταιριάζη με τις σύγχρονες
τάσεις της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, οι οποίες μόλις τότε άρχιζαν να εμφανίζονται
στην Ελλάδα. Μάλιστα ο λεγόμενος εξπρεσιονισμός είχε βρη και στη Δυτική
εκκλησιαστική ζωγραφική την πληρέστερη έκφρασή του, μέσω της στροφής σε
ρομανικά και γοτθικά πρότυπα. Ακόμη, στην περίοδο εκείνη οι πικρές εμπειρίες
από τη μικρασιατική καταστροφή, είχαν οδηγήσει την πιό ενήμερη διανόηση στην
μονοσήμαντη, σχεδόν, τάση για επιστροφή στις πηγές της εθνικής μας
ιδιοσυστασίας στα πνευματικά θέματα, μέσα στα όρια του Ελλαδικού χώρου, με
στόχο την ανίχνευση των χαρακτηριστικών που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν
μία διαχρονική ταυτότητα, την περίφημη ελληνικότητα. Ένας από τους πιό
αξιόλογους καλλιτέχνες της εποχής περιγράφει έτσι το πνευματικό κλίμα «[….]
όταν άρχισε να γίνεται αισθητή σε μας η έλλειψη κάποιων βασικών αρχών, κάποιου
νήματος που να μας συνδέη με κάτι, μέσα σε μία περίοδο οδυνηρών αναζητήσεων,
αμφιβολιών και ανικανοποιήσεως, όταν αρχίσαμε να αναζητούμε ένα στήριγμα
στερεώτερο, ένα ιδεώδες βαθύτερο, με άλλους λόγους, όταν προσπαθήσαμε ν’
αποκτήσουμε ρίζες και να υπάρξουμε συνεπείς και αυθεντικοί, ο καθένας τότε
εστρέφετο προς ό,τι νόμιζε κατάλληλο να τον βοηθήση, προς ό,τι ικανοποιούσε
αόριστα τους αόριστους πόθους του» (Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας).
Δεν είναι τυχαίο ότι στα ίδια χρόνια
ετοιμάζεται και ιδρύεται το Μουσείο Μπενάκη με την πρωτοφανή τότε συλλογή του
λαϊκής τέχνης, ότι τότε το Βυζαντινό Μουσείο απλώνεται και καταξιώνεται στο
μέγαρο της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, για να μη μιλήσουμε για τις Δελφικές
εορτές του ζεύγους Σικελιανού, οι οποίες συμβαδίζουν με τις μελέτες λαϊκής
τέχνης του Α. Ζάχου, της Αγγελικής Χατζημιχάλη και του Γεωργίου Μέγα, καθώς και
με τις μελέτες της Βυζαντινής και της λαϊκής μουσικής από τον Κ. Σφακιανάκη,
τον Κ. Ψάχο, την Μέλπω Μερλιέ κ. ά. Σ’ αυτό το κλίμα η βυζαντινότροπη ζωγραφική
του Κόντογλου πρόβαλε πραγματοποιημένο το ιδανικό της επιστροφής της τέχνης μας
στην δική μας παράδοση, στο οποίο λίγο-πολύ, συνειδητά ή ασυνείδητα, και σε
διάφορα επίπεδα, έτειναν όλες οι προσπάθειες πού σημειώσαμε πιό πάνω.
Νομίζω, πώς αυτοί είναι μερικοί από τους
παράγοντες του καιρού και του τόπου, πέρα από την ατομική καλλιτεχνική
ακτινοβολία, που οδήγησαν στην καταξίωση της προσωπικής συμβολής του Κόντογλου
στη σύγχρονή μας τέχνη-και όχι μόνο στην εκκλησιαστική ζωγραφική, όπου το
πέρασμά του υπήρξε απόλυτα αποτελεσματικό. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι η
συμβολή του Κόντογλου στη σύγχρονή μας τέχνη ήταν σε μεγάλο βαθμό παιδευτικού
χαρακτήρα με δύο όψεις: μιά θετική, κυρίως ως προς την αισθητικήν αγωγή ενός
ευρύτερου κοινού, που το εξοικείωνε με μιά παραγνωρισμένη πλευρά της εθνικής
ζωγραφικής κληρονομίας. Ήταν όμως συνάμα και γόνιμα αρνητική, με την έννοια ότι
η τέχνη του αποδεικνύει ότι η προσκόλληση στην τεχνική και τη θεματολογία της
παραδοσιακής ζωγραφικής, ακόμη και στην πρακτική εφαρμογή από ένα ζωγράφο της
αξίας του Κόντογλου, ήταν μέθοδος ανεπαρκής για την πραγμάτωση ενός σύγχρονου
καλλιτεχνικού ιδανικού, πού θα ανταποκρινόταν στο διάχυτο αίτημα της
«ελληνικότητας».
Η προσωπική στάση του καλλιτέχνη απέναντι
στην παραδοσιακή τέχνη υπαγορευόταν από την καθολική αποδοχή της ελληνικής
Ορθοδοξίας ως τρόπου ζωής και λογισμού-με όλες τις αδυναμίες του σύγχρονου
ανθρώπου να πραγματώση ανάλογη έφεση-αλλά και ως τρόπου έκφρασης. Ακόμη
περισσότερο, ο Κόντογλου επέστρεφε στην βιοθεωρία της μερίδας εκείνης των
συντηρητικών ορθοδόξων που είχαν πολεμήσει με κάθε μέσο, από τον 18ο
αιώνα, την προσέγγιση με τη Δύση και προπάντων την εισβολή των «νεωτερικών»
ιδεών που έφερνε τότε στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό ρεύμα του Διαφωτισμού.
Η τέχνη του Κόντογλου βρισκόταν σε
οργανική συνέπεια με τη στάση αυτή, που εκφραζόταν και στα γραπτά του, ακόμη
και με τη γλώσσα, που πλησιάζει ολοένα περισσότερο στα «δημωδέστερα»
εκκλησιαστικά κείμενα, εγκαταλείποντας βαθμιαία τη χυμώδη και πολύχρωμη
δημοτική, με τις λαϊκότροπες εκφράσεις, των πρώτων του βιβλίων. Αυτή την
βιωματική προϋπόθεση της τέχνης του Κόντογλου δεν θα μπορούσε να τη ζητήση
κανείς από τους θαυμαστές της ζωγραφικής του, οι οποίοι για λόγους μάλλον
μορφοκρατικούς εύρισκαν αισθητική χαρά στα έργα του αυτά. Στο βάθος τους
ξυπνούσαν ίσως την νοσταλγία μιάς χαμένης παραδοσιακής εποχής.
Αξίζει να σταθούμε λίγο, ν’ αναπολήσουμε
τα έργα του Κόντογλου για να εντοπίσουμε πρός ποιά παράδοση της βυζαντινής
ζωγραφικής έκλινε ο καλλιτέχνης και ακόμη προς ποιά στιγμή της τέχνης αυτής
εύρισκε την περισσότερη συγγένεια. Μπορεί να διαπιστωθή χωρίς δυσκολία, ότι οι
μεταβυζαντινές και όχι οι βυζαντινές τοιχογραφίες τον συγκίνησαν από την αρχή,
όπως τις γνώρισε προπάντων στο Όρος και στα Μετέωρα. Αυτές αντέγραψε και μελέτησε
και πάνω σ’ αυτά τα υποδείγματα μόρφωσε τη δική του τεχνική και, μπορούμε να
πούμε την δική του τεχνοτροπία. Αλλά το ιδανικό της σεμνότητας και της
ταπεινοφροσύνης, που θεωρούσε ότι ταίριαζαν στην ορθόδοξη τέχνη, το εξέφραζαν
καλύτερα τοιχογραφίες μιάς ορισμένης τεχνοτροπίας, πού εθεωρείτο παλιότερο και
θεωρείται από πολλούς ακόμη, ότι είναι «κρητική». Πρόκειται για τεχνοτροπία,
που είναι σύγχρονη, αλλά στην πραγματικότητα αντίθετη προς την μεγάλη τέχνη των
κρητικών τοιχογραφιών, όπως του Θεοφάνη και των μαθητών του. Αυτοί, πασχίζουν
να συνεχίσουν την επίσημη παλαιολόγεια τέχνη, και τούτο είναι φυσικό, καθώς
ξέρουμε τώρα ότι η τέχνη η κρητική διαμορφώθηκε τον 15ο αιώνα στην
Κρήτη, κυρίως από καλλιτέχνες πού κατέφευγαν εκεί από την Πόλη, το Μωριά και αλλού.
Γι’ αυτό η τέχνη των Κρητικών ζωγράφων «ενθυμίζει», όπως θα έλεγε ο Κόντογλου, «το
κοσμικόν πνεύμα της πρό Χριστού αρχαίας ζωγραφικής», αυτό που λέμε εμείς, το
κλασσικό πνεύμα, την ουμανιστική δηλαδή πνοή που θερμαίνει μιά μόνιμη και
σταθερή τάση μέσα στη βυζαντινή τέχνη. Η τεχνοτροπία που προτιμά και
επεξεργάζεται ο Κόντογλου είναι αυτή που διαμορφώνεται μέσα στον 16ο
αιώνα στα μοναστήρια τα μεγάλα, από ζωγράφους στερεοελλαδίτες, όπως είναι ο
Γεώργιος Σακελλάριος Θηβών και ο αδερφός του Φράγκος Κονταρής, που ζωγραφίζουν
στα Μετέωρα και αλλού, ο Αντώνιος που ζωγραφίζει τουλάχιστον τρείς εκκλησίες
στο Όρος και άλλοι ανώνυμοι, που εργάζονται στον Όσιο Μελέτιο, στον Άγιο Ιωάννη
Θεολόγο του Υμηττού, στη Μονή Γαλατάκη Ευβοίας και σε μια σειρά άλλων εκκλησιών
και μοναστηριών του 16ου και 17ου αιώνα. Αυτή την
τεχνοτροπία την χαρακτηρίζει καλύτερα
και με αγάπη, ο ίδιος: «έχει και εις το σχέδιον και εις τους χρωματισμούς
ασκητικήν λιτότητα και είναι μοναχική τέχνη […..]. Το μέν σχέδιον είναι
αυστηρόν και στεγνόν τα πρόσωπα νηστευτικά και λιπόσαρκα, τα αναστήματα υψηλά,
τα μέλη ωσάν ξύλινα. Οι χρωματισμοί είναι και εκείνοι ασκητικοί, σκοτεινοί, με
μίαν νηστευτικήν λιτότητα. Είς το σύνολόν της η τέχνη τούτων των ζωγράφων έχει
χαρακτήρα δογματικόν και μυστικόν [….]. Αυτά τα έργα είναι τα πλέον αγνά άνθη
της αγιογραφικής τέχνης, καμωμένα δίχως καμμίαν μαστορικήν επίδειξιν, απλά,
ταπεινά, κατανυκτικά, φανερώνοντα κάποιαν συγκινητικήν αθωότητα». Η τεχνοτροπία
αυτή δεν είναι απλώς λαϊκώτερη, αλλά μπορεί να υπαχθή στην άλλη χιλιόχρονη τάση
της βυζαντινής τέχνης, αυτήν που η θεληματικά αγνόησε πάντα τις κλασσικές
παραδόσεις, πού την είπαν, χωρίς ακριβολογία, μοναστική, ιερατική, άλλοι εξπρεσιονιστική,
και που θα μπορούσε να χαρακτηρισθή απλώς αντικλασσική. Ο όρος αυτός προϋποθέτει
ότι η Βυζαντινή τέχνη αποτελεί στις πιό επίσημες εκδηλώσεις της μιά ατελεύτητη
προέκταση της ελληνιστικής καλλιτεχνικής κληρονομιάς, με συνακόλουθες μόνιμες
και ισχυρές αντιδράσεις μέσα στο ίδιο το Βυζάντιο, οι οποίες εκφράζουν σταθερά
το αντικλασσικό πνεύμα.
Από την άποψη αυτή, ο Κόντογλου μπορούσε
να θεωρηθή ο τελευταίος αντικλασσικός της Βυζαντινής παράδοσης.
-JEAN
DE GAIGNERON,
ΕΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ,
123-130
-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 131-132
-ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΑΣ, 133-134
Ο Δ Α Σ Κ Α Λ Ο Σ Μ Α Σ
Στην αρχή ήτανε ο «Πέδρο Καζάς». Ένα
βιβλιαράκι που έπεσε σαν μετεωρίτης και τάραξε τα στεκάμενα νερά της
πνευματικής δεκαετίας του ’20.
Νεαροί σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών
του καιρού εκείνου με τη φαντασία μας ταυτίσαμε τον παράξενο ήρωα με το
συγγραφέα. Ώσπου ήρθε γρήγορα η ώρα της γνωριμίας με κείνον να επαληθεύση τη
διαίσθηση.
Ένας κοντόσωμος Αϊβαλιώτης, όλο ζωντάνια,
που ζωγράφιζε, έγραφε, ψαλμωδούσε, κούρσευε τις ανήσυχες καρδιές μας, με
φερσίματα άλλου καιρού και άλλων τόπων. Μας έστρεψε το βλέμμα στις κοτρώνες και
στα ξερόχορτα αυτής της γής και μας μίλησε για ασκητές και κουρσάρους.
Συντροφιά με τον Πικιώνη και τον
Παπαλουκά, ο Κόντογλου στάθηκε το τρίποδο στήριγμα της πλούσιας εξωσχολικής
εμπειρίας μας, σε μιάν εποχή που το επίσημο σχολείο δεν είχε να μας προσφέρη
τίποτε άλλο εκτός από τη σιγουριά πώς δεν ήτανε αυτό που ζητούσαμε κάθε μέρα
εκεί.
Αργότερα ήρθε η συνεργασία. Σχέδια για
εκκλησίες πού δεν πραγματοποιηθήκανε. Η μύηση στα μυστικά της ορθόδοξης
εικονογραφίας, με τον Κόντογλου πρωτόπαπα στο κίνημα της επιστροφής στην
Παράδοση.
Η αγιορείτικη καλλιγραφία και ο
ακαδημαϊσμός του Θείρσιου κυριαρχούσαν στην εικονογραφική τέχνη του καιρού
εκείνου, όταν ο Κόντογλου, ψέλνοντας τροπάρια και προσευχόμενος, ξαναζωγράφισε
τους ασκητές, τους άγιους, το βίο του Ιησού με την ταπεινή ευλάβεια των άσημων
ανώνυμων, των «τάχα και» ζωγράφων της μεταβυζαντινής εποχής.
Βέβαια στην αναταραχή που δημιουργήθηκε,
ειπώθηκαν και πράγματα που με τον καιρό ξεκαθάρισαν. Το ότι η ανασύνδεση με την
Παράδοση έγινε με την πιό κοντινή αφετηρία, την αγιογραφική τέχνη της
μεταβυζαντινής περιόδου, ήτανε φυσικό. Η λάμψη της καθαυτό βυζαντινής τέχνης
ήτανε εκτυφλωτική και η ανασύνδεση με εκείνην θα ήτανε το ίδιο ουτοπική, όπως η
προσπάθεια της αναβίωσης της γλυπτικής του Φειδία.
Νέοι τεχνίτες με αξιόλογη κατοπινή
σταδιοδρομία στρατευθήκανε στο κήρυγμα του Κόντογλου. Ο Αστεριάδης, ο
Τσαρούχης, ο Κοψίδης, ο Βαμπούλης και άλλοι. Καθένας με τον τρόπο του
ακολουθήσανε το παράδειγμα και άλλος νωρίτερα άλλος αργότερα διαμόρφωσαν και το
προσωπικό τους ύφος, μέσα στο γενικό κλίμα που δημιουργήθηκε.
Πρώτος ο Παπαλουκάς στη Μητρόπολη της
Άμφισσας τόλμησε να δώση στο χρώμα μιά πρωταρχική σημασία, με τη δημιουργία
ενός θερμού υποβλητικού θρησκευτικού περίγυρου, μέσα σε μιά εκκλησία ψυχρού
νεοκλασικού ρυθμού.
Μεροκαματιάρης μαθητευόμενος εκεί ο γράφων
θυμάται με συγκίνηση τις αλχημικές προσμίξεις των χρωμάτων, που πάσκιζε να
μετουσιώση ο αξέχαστος ζωγράφος σε μυστική επικοινωνία με το μυστήριο της
Πλατυτέρας.
Σήμερα πολλοί από μας, ύστερα από κάμποσα
χιλιόμετρα τοιχογραφίες, θα επιθυμούσαμε ίσως να βρισκότανε ένα φτωχικό
ερημοκκλήσι, όπου θα μπορούσαμε να
ζωγραφίσουμε τους ταπεινούς Αποστόλους ψαράδες στη θαυματουργό αλιεία με το
αλατζαδένιο πουκάμισο και ανασκουμπωμένο ψαράδικο παντελόνι, με την ηλιοκαμένη
και αρμυρισμένη όψη των ψαράδων του Ευβοϊκού. Κάτω όμως από αυτή την όψη δεν
μπορεί παρά να αναδεύη το ξάφνιασμα του
θαύματος, έτσι όπως μας το δίδαξε ο Φώτης Κόντογλου.
Στα δέκα χρόνια από την κοίμησή του
τιμούμε την μνήμη του και κλίνουμε το γόνυ.
-ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ, Ο ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, 135-142
-ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΤΟΥ Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1933). Περί των τοιχογραφιών της Μονής Προδρόμου Γορτυνίας/
Σύντομον σημείωμα περί των τοιχογραφιών της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου,
Μην Αύγουστος 1933 ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ ζωγράφος Συντηρητής Βυζαντινού Μουσείου
Αθηνών. –ΤΑΣΟΣ ΑΘ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, 143-144
Γ΄
ΑΝΑΠΟΛΗΣΕΙΣ
-ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β.
ΠΑΣΧΟΣ, ΠΡΩΤΟΜΑΪΣΤΩΡ. ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΩΤΗ
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 163-165 (ποίημα)
-ΑΛΕΞΗΣ
ΜΙΝΩΤΗΣ, ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, Ο ΠΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, 166-172
-ΠΑΥΛΟΣ Μ.
ΜΥΛΩΝΑΣ, ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΣΤΟ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ, 173-175
-ΕΛΛΗ
ΑΛΕΞΙΟΥ, «ΜΙΚΡΟΣ ΤΟ ΔΕΜΑΣ ΑΛΛΑ…», 176-185
-ΠΑΝΟΣ
ΒΑΛΣΑΜΑΚΗΣ, ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΖΕΣΤΟ «ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ»,
186-189
-ΕΛΛΗ ΒΟΪΛΑ-
ΛΑΣΚΑΡΗ, ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ, 190
-Αρχιτέκτων
ΚΙΜΩΝ ΛΑΣΚΑΡΙΣ, ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΕ ΦΩΤΗ, 191-192
-Αρχιμανδρίτης
ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ, ΕΚ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΑΝΔΡΟΣ, 193-196
-Ο ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
ΙΑΚΩΒΟΣ, «ΟΥΚ ΕΞΕΣΤΙ ΣΟΙ…», 197-199
-ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
ΔΙΑΜΑΝΤΟΥΡΟΣ, ΑΝΑΠΟΛΩΝΤΑΣ ΤΟΝ, 200-202
-Μέγας
Λογοθέτης της Εκκλησίας της Ελλάδος ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ, ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ
ΤΟΥ, 203-204
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΝΑΣ ΕΠΙΝΙΚΙΟΣ ΒΙΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, 205-207
-ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΠΕΝΤΖΑΣ, Η ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ «ΚΙΒΩΤΟΣ», 208-212
-Ηγούμενος
Ι, Μονή Μεταμορφώσεως Μπρουκλάϊν Μασσ, Η.Π.Α. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ, Ο ΚΥΡ ΦΩΤΗΣ ΜΑΣ, 213-220
-Αξιωμ. Πεζ.
έ.ά. ΤΑΣΟΣ Ι. ΜΟΥΜΤΖΗΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ
ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ, 221-224
-ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΟΔΑΜΠΑΣΗΣ,
ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΜΟΥ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ, 225-226
-Θεολόγος
καθηγητής ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ, ΜΝΗΜΗ Φ.
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 227-229
-ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΜΑΤΣΑΣ, ΕΝΑΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ, 230-231.
Ε Ν Α
Σ Χ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Σ Μ Ο Σ
Ώρα καλή σου κυρ Φώτη απ’ το Αϊβαλί το
πονεμένο και τ’ απροσκύνητο. Ώρα καλή σου. Κοιτάζω τους Αγίους, που τα πάθη των
ιστόρησες με το λάλο κοντύλι σου, τους κοιτάζω και σου παραπονιέμαι από
καρδιάς.
Μιάν άλλη σύναξη δεν έκαμες ακόμη μέσα στα
τόσα έργα πού τραγούδησαν τ’ ακάματα χέρια σου.
Μιάν άλλη σύναξη το ίδιο σπουδαία και το ίδιο ευλαβική με όσες
φιλοτέχνησες σε τοίχους Εκκλησιών και σε μουσαμάδες: Τη σύναξη των Αγίων της
Ρωμιοσύνης. Κι επειδή λέγω, θα τους αλησμόνησες, ταπεινά σου γυρεύω τη χάρη να μ’ αφήκεις να τους πω ελόγου
μου.
Τον κύρ-Θεόφιλο απ’ τη Βαρειά της
Μυτιλήνης, πρώτο και καλλίτερο: Να κρατά τενεκεδάκια με χρώματα και στο λερό
γουνάρι του νάχει περασμένα τα πινέλα του.
Πλάγι του ο Μακρυγιάννης. Μ’ άρματα και με
γραφίδα. Να βροντάνε τ’ άρματα, να υμνεί και να βρίζει τους Ρωμιούς τους
ξεροκέφαλους η γραφίδα…
Στα δεξιά τούτης της σύναξης, πάνω σ’ ένα
βράχο πού τον χτυπά η θάλασσα, ο κύρ –Αλέξανδρος… Παπαδιαμάντης, τ’ άλλο του
όνομα. Κρατά ένα προσευχητάρι κι έχει ευλαβικά σκυμμένο το κεφάλι. Μήτε τούτον
το μάταιο κόσμο κοιτάζει μήτε και τον άλλο. Σε κάποιο ρόδινο ακρογιάλι
περιδιαβάζει ο νους του. Καΐκια αρμενίζουν στην καρδιά του κι ανθρώποι που τους
χτύπησαν η θάλασσα κι η φτώχεια κουτσοπίνουν μαζί του σε κάποιο καπηλειό.
-Στην υγειά σου, κυρ-Αλέξανδρε. Η Σκιάθος
είναι δική σου.
Κοντά στον Παπαδιαμάντη ο άλλος ο
Αλέξανδρος. Ταπεινός κι αυτός Άγιος που έκανε τη στερημένη ζωή του κερί
ευλαβικό στη μακρινή κι απροσπέλαστη ιδέα της Πίστης. Μήτε πού τον θυμάται
κανείς πιά. Αλλά σε τούτη τη σύναξη κι αυτός ο Αλέξανδρος-ο Μωραϊτίδης-έχει τη
θέση του.
Λίγο πιό πέρα ο Πορφύρας ο Λάμπρος. Όχι
τρανός σαν τους άλλους της σύναξης, μα η απέραντη θλίψη της μοναχικής του
καρδιάς τον καταξιώνει για τούτη τη θέση.
Και στο κέντρο, κύρ-Φώτη απ’ το Αϊβαλί
που πάει… πάει… χάθηκε, πιά, να ιστορήσεις την αφεντιά σου. Με χρώματα απλά και
ταπεινά όπως ήταν ο βίος σου, δάσκαλε. Της Ρωμιοσύνης δάσκαλε και του Γένους
μας του πολύπαθου και του,…. Πολυπικραμένου.
Και τούτη τη σύναξη των νεομαρτύρων να
τη στείλεις στον Παράδεισο, ένθα ούκ έστι λύπη ή στεναγμός αλλά ζωή
ατελεύτητος.
Έγραψε για τον κύρ Φώτη ο ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΜΑΤΣΑΣ
-ΦΩΤΗΣ
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, «Ο ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ» (χειρόγραφο), 273-292
-ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ.
ΜΑΣΤΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΩΝ
ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ, 293-328
-ΘΑΝΑΣΗΣ Θ.
ΝΙΑΡΧΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ,
329-333
ΣΧΕΤΙΚΑ με τον Φ. Κόντογλου:
«Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο ή, για να πούμε καλύτερα,
το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη»
Φώτης Κόντογλου, Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη
Πέρασαν 47 χρόνια, Δεκέμβριος του 1975
όταν οι προσεγμένες εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» του Αλέξανδρου & Ευάγγελου
Παπαδημητρίου, οδός Λυκούργου 10 στο κέντρο της Αθήνας, εξέδωσαν τον πλούσιο σε
στοιχεία και πολύχρωμο σε πληροφορίες τόμο «ΜΝΗΜΗ ΚΌΝΤΟΓΛΟΥ» για την ζωή, την
καλλιτεχνική παρουσία, το αγιογραφικό έργο και το συγγραφικό του Μικρασιάτη
λογοτέχνη και εικαστικού, αγιογράφου Κυρ Φώτη Κόντογλου. Είχαν περάσει 10
χρόνια από την εκδημία του (1965) και οι εκδότες του αποφάσισαν να τον τιμήσουν
και να γνωρίσουν στους έλληνες αναγνώστες της μεταπολιτευτικής περιόδου, την
σημαντική και δεσπόζουσα συμβολή του, τις δημιουργικές και λειτουργικές
παρεμβάσεις του στην αγιογράφηση των εκκλησιών, τις εργασίες του στην αναστήλωση των τοιχογραφιών του Μυστρά, την συνεισφορά του στα γράμματα και
τις τέχνες, με τα άρθρα του σε εφημερίδες και περιοδικά, την κυκλοφορία βιβλίων
του, ταξιδιωτικών του εντυπώσεων, έκδοση περιοδικών. Τον πολυετή αγώνα του να
συμβάλει με τις όποιες δυνάμεις του ώστε να επαναπροσεγγίσει ο ελληνικός λαός την
λαϊκή του παράδοση, να γνωρίσει καλύτερα την λαϊκή τέχνη, να έρθει σε άμεση
επαφή με τα νάματα της βυζαντινής ζωγραφικής και την τεχνοτροπία της. Να
γνωρίσει ο ελληνικός λαός την γνήσια ψαλτική παράδοση που συγγενεύει με το Δημοτικό
μας Τραγούδι. Τους ήχους της, τους ρυθμούς της, τα μέλη της. Όπως έπραξαν και
ορισμένοι άλλοι έλληνες όπως ο Σίμων Καρά, η διασώστρια των Δημοτικών
ακουσμάτων και τραγουδιών Δόμνα Σαμίου κ.ά. Ακούγαμε από τους παλαιότερους και
θαυμάζαμε τον σκληρό καθημερινό αγώνα που έδινε ώστε οι νεοέλληνες να σκύψουν
ξανά πάνω στην λαϊκή τους κληρονομιά, τους πανάρχαιους πνευματικούς και
καλλιτεχνικούς θησαυρούς της χώρας μας που τους κληρονόμησαν οι αγωνιστές
προπάτορες. Να επανεύρουν τα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά, τα κληροδοτήματα
του Έθνους των Ελλήνων. Να ξεδιψάσουν από τις αρχέγονες πηγές των υδάτων της Ελληνικότητας.
Της Ελληνικής ταυτότητας και ιδιοπροσωπείας όπως ζυμώθηκε το πρόσωπό της κατά
την Βυζαντινή αυτοκρατορική περίοδο και τους ιστορικούς αιώνες που ακολούθησαν του
Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Μιάς χριστιανικής ελληνικής παράδοσης η οποία είτε
αυτούσια είτε παραλλαγμένα- προσαρμοσμένα στην νέα πίστη και την κοσμοθεωρία
της- διασώζει παράλληλα με τις δικές της αξίες και προτάγματα βίου, και ένα
σημαντικό τμήμα εκδηλώσεων, τελετουργικών ηθών και εθίμων, του Αρχαίου Εθνικού
προ χριστιανικού κόσμου, πλούτο ζωής και συμπεριφορών, δοξασιών και φιλοσοφικών
διδασκαλιών, αισθητικών αξιών, που προέρχονταν από τον ιστορικό πολιτισμό της
Ελλάδας των Εθνικών Ελλήνων. Το εύρος και το πλάτος της Ελληνικής Ρωμιοσύνης
των νεότερων χρόνων που, όπως μας τραγουδά ο βάρδος του Ελληνισμού, ποιητής
Γιάννης Ρίτσος, «Την Ρομιοσύνη μην την κλαις…. Νάτη πετιέται…..», μπορεί να
λυγίζει από τα βάρη των ιστορικών της βασάνων και περιπετειών στο τέλος όμως
και πάλι ορθώνει το μεγαλείο της και «καμακώνει το θεριό με το καμάκι του
ήλιου». Μια Ρωμιοσύνη κοινωνικά βιωματική και εμπειρική, όχι νοησιαρχική, όχι
κατασκευασμένη στα φιλοσοφικά σπουδαστήρια πεφωτισμένων ηγετών και δασκάλων της
φιλοσοφίας. Των ιστορικών πεπραγμένων του καθημερινού βίου των Ελλήνων, της κοινωνικής
τους πραγματικότητας, η οποία αναπνέει σαν ζωντανός οργανισμός όπως την
αναγνώριζαν γύρω τους, σιμά τους. Την βίωναν, την αισθανόμασταν, την
αφουγκραζόμασταν στις συνοικίες και τις περιοχές, τους τόπους και τους δήμους
που είχαν εγκατασταθεί οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες στον Πειραιά, και τους γύρω
όμορους Δήμους, όπως η Νίκαια, η Δραπετσώνα,
το Πέραμα… για να περιοριστώ στα
των περιοχών μας που μεγαλώσαμε. Όταν ξεριζωμένες και πάμφτωχες οικογένειες, ο
Μικρασιάτικος Ελληνισμός πρόσφυγες, με βάσανα και ταλαιπωρίες ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν όπως-όπως στην παλαιά ελεύθερη Ελλάδα μετά την Καταστροφή και
τον ξεριζωμό τους από τις πανάρχαιες προγονικές τους εστίες. Ένας ελληνικός
πολιτισμός πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια εγκατεστημένος στα Μικρασιατικά χώματα
έκλεινε τον κύκλο του με τραγικό τρόπο, αφήνοντας πίσω του μία ερειπωμένη
αρχοντιά και μνήμες ζωής. Οι Έλληνες της Ανατολής, μετά ξεχωριστά δικά τους ήθη
και έθιμα, αξίες και πιστεύω, αυτοί οι πονόψυχοι και γαλαντόμοι, ρακένδυτοι
ορθόδοξοι έλληνες κάτοικοι της Γης της Ιωνίας με τα πολιτιστικά σεντούκια και
πνευματικά μπαγκάζια που κουβαλούσαν στα εικονίσματα των ψυχών τους, τις
εκκλησιές των καρδιών τους. Ανέστιοι και τρομαγμένοι Έλληνες οι οποίοι κόμισαν
έναν άλλον «αυθεντικότερο» ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, μία άλλη ποιότητα ζωής,
στους κατοίκους της κυρίως ελλάδας που ακκίζονταν μπροστά στους ευρωπαϊκούς
καθρέφτες κοινωνικής και πολιτικής επιβεβαίωσής της. Τους Έλληνες που περνούσαν
τα μαλλιά τους με «πικέ ζελέ» και φορώντας την ρεντιγκότα του επαναστάτη, και πετώντας
ψηλά το καβουράκι τους κορδώνονταν μπροστά στην εικόνα της αυτοεκτίμησής τους.
Ενώ συνωστίζονταν στα στρατιωτικά εντευκτήρια των ανόητων δικτατορίσκων και
άλλων δημόσιων ιθυνόντων της εποχής ενάντια στους Μικρασιάτες Πρόσφυγες
αποκαλώντας τους Τουρκόσπορους, ποιοι, οι απόγονοι των κατσαπλιάδων και των…. Ο
ερχομός των Μικρασιατών Προσφύγων ίσως, να μην είναι άστοχο αν γράφαμε, ότι εδραίωσε
στην πάροδο του χρόνου την πολιτική δημοκρατία στην Ελλάδα. Πέρα από τις άλλες
ριζικές και καθοριστικές αλλαγές που έφερε το Μικρασιατικό στοιχείο στην
ανάπτυξη της οικονομία, του εμπορίου, της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας, τον
πολιτισμό. Το πρώτο ελληνικό νόμπελ-του ποιητή Γιώργου Σεφέρη-από τις
Μικρασιατικές των Ελλήνων Πατρίδες προερχόταν. Οι Μικρασιάτες συγγραφείς και
λόγιοι εικονίζουν στα έργα τους μία βιωματική αλήθεια εμπειριών και ιστορικών
καταστάσεων. Μας εικονογραφούν τους Έλληνες μιάς άλλης πιο πλούσιας και ανοιχτής
παιδείας και κοσμοπολίτικου πολιτισμού. Μιάς θεώρησης βίου λαϊκής σοφίας και
γνώσης, πνευματικού πλούτου. Το βλέμμα τους ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό
των ντόπιων Ελλήνων. Η όρασης των πνευματικών τους οριζόντων ήταν ευρύτερη. Δεν βασίζονταν στα μεγάλα
και τρανά έργα αλλά στο μεγαλείο και την σοφία της καθημερινής πραγματικότητας,
στον τρόπο που ψυχαγωγούνταν, στο πώς ντύνονταν, στην εργατικότητά τους, το
ήθος τους, την καλαισθησία τους, στο πώς διαμόρφωναν το περιβάλλον στο οποίο
φτωχικά κατοικούσαν. Στο τι συμβούλευαν τα παιδιά τους, με τι τα προίκιζαν και
τα προετοίμαζαν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής. Δεν είναι των
Προσφύγων αγιογραφία αυτές οι λέξεις που γράφω, είναι μία ιστορική των παιδικών
μας χρόνων πραγματικότητα που την ζήσαμε σε αυτές της Πειραϊκές περιοχές το
δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Οι Έλληνες Μικρασιάτες Πρόσφυγες έφεραν
μέσα τους τον αέρα της παράδοσης ενός Ελληνισμού και όχι ενός τοπικού
Ελλαδισμού. Της εικόνας μιάς άλλης Ελλάδας που ξεπερνούσε τα γεωγραφικά της
σύνορα και απλώνονταν στους ορίζοντες της οικουμένης.
Τα
χρόνια μετά την μεταπολίτευση του 1974, επικρατούσε στην χώρα μας ένας
πολιτικός και πνευματικός κάθετος διχασμός. Ένας μανιχαϊσμός στις ιδέες, τις
σκέψεις μας, τις αντιλήψεις μας, τις αντιδράσεις μας, τις καλλιτεχνικές και
πνευματικές μας επιλογές, τα διαβάσματά μας, και φυσικά, τις πολιτικές
πρακτικές μας. Από την μία, είχαμε το απεχθές ιδεολόγημα του «Ελλάς Ελλήνων
Χριστιανών» και ότι μετέφερε στην μνήμη μας το επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς,
το οποίο κατέρρευσε μετά την Τούρκικη εισβολή στην Κύπρο και την κατάληψη
Κυπριακού εδάφους. Αττίλας 1 Αττίλας 2. Είχαμε βιώσει στα παιδικά μας σχολικά
χρόνια-με ελάχιστες εξαιρέσεις, βλέπε πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης, εκδότης Νίκος
Ψαρουδάκης-τον εναγκαλισμό της τότε Εκκλησίας με το στρατιωτικό καθεστώς. Ήταν
οι επίσημοι και άλλοι ταγοί της και οι δημόσιοι μηχανισμοί της που τα επτά
εκείνα σκοτεινά χρόνια «διάβαζαν». Και από την άλλη, κυριαρχούσε ασφυκτικά την
ελληνική κοινωνία η κομμουνιστική ιδεολογία και διάφορες μαρξιστικές συνιστώσες
και δογματικές αποχρώσεις. Η παντοδυναμία της κομμουνιστικής ιδεολογίας μετά
την μεταπολίτευση, η ποδηγέτηση των πάντων κάτω από το κυρίαρχο ιδεολογικό
στέγαστρο, καταδίκαζε ή «απαγόρευε» για την ακρίβεια στιγμάτιζε όσους και όσες
από τους νέους και νέες-τότε- προσπαθούσαν να στήσουν γέφυρες επικοινωνίας με
τον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο, πρόσωπα που προέρχονταν από την συντηρητική λεγόμενη
παράταξη. Οι τότε πολιτικοί σχηματισμοί στην χώρα μας λειτουργούσαν σαν ιδεολογικών
φρονημάτων κατηχητικά. Όπως σατιρίζαμε τους καθοδηγητές μας, λέγαμε ότι τα εθνοσωτήρια
πολιτικά και κοινωνικά θαύματα της επταετίας είχαν μεταβαπτισθεί στα της
κόκκινης ιδεολογίας. Μία σωτηριολογική ημών των Ελλήνων ατμόσφαιρα απλώνονταν
από τα χρόνια του επτάχρονου στρατιωτικού δικτατορικού καθεστώτος και
συνεχίζονταν και μετά την πτώση του. Φαίνεται ότι είναι χαρακτηριστικό της
ανθρώπινης φύσης να θέλει να σώζει «απελευθερωτικά» τους άλλους γύρο της. Μας
ήταν κατά κάποιον τρόπο απαγορευμένη κάθε προσέγγιση με την αστική κουλτούρα
και ότι αυτή εξέφραζε στην διάρκεια της ελληνικής ιστορίας. Η Γενιά του 1930
εκπροσωπούσε την σάπια αστική διανόηση εις βάρος του λαού. Σε αυτήν την
ιδεολογική προπαγάνδα των χρόνων εκείνων, είχε έρθει να προστεθεί και το μικρό
εκείνο τμήμα των ελλήνων συγγραφέων που θρησκεύονταν, και στον ιδιωτικό τους
βίο ασπάζονταν την παράδοση της ορθόδοξης εκκλησίας και χριστιανικής θρησκείας.
Ο πνευματικός και καλλιτεχνικός προσανατολισμός μας όφειλε να ήταν στραμμένος
και επικεντρωμένος προς την άλλη, την κόκκινη πλευρά του Κόσμου. Αυτή η
διχαστική και μανιχαϊστική νοοτροπία ήταν κάτι αποδεκτό τα χρόνια μετά την
μεταπολίτευση του 1974, ήταν επόμενο να συμβεί μια και απελευθερωνόμασταν από το καθεστώς της επταετίας και όλα τα
προβλήματα που είχε συσσωρεύσει. Από την άλλη, υπήρχε ο ενθουσιώδης πάντα
φυσικός επαναστατικός οργασμός της εφηβικής μας ηλικίας, και φυσικά, η θετική
στάση της επίσημης ελληνικής εκκλησίας. Η χούντα και το ράσο συν βημάτιζαν για
επτά χρόνια. Πώς να υπερβείς αυτό το πολιτικό και κοινωνικό χάσμα που υψώνονταν
μπροστά σου από προπαγανδιστικές ιαχές των πολιτικών καφενείων και να ανοίξεις
γέφυρες γνωριμίας με την αστική κουλτούρα και τους συγγραφείς της; Η πολιτική
ατμόσφαιρα ήταν τέτοια, που αν ήθελες να συμμετάσχεις στο συγγραφικό και
καλλιτεχνικό πανηγύρι εκείνων των δεκαετιών έπρεπε να αποκηρύξεις κάθε τι το
αστικά αντιδραστικό. Ακόμα και η ατομική ηθική μας, καθορίζονταν από ένα κλίμα
λαϊκής καθαρότητας και «αντροσύνης». Ο Αλεξανδρινός ποιητής διαβάζονταν με περικοπές
των ερωτικών του «παρεκκλίσεων». Η πνευματική στράτευση και συστράτευση με το
μέρος του λαού όπως την ονειρεύονταν οι τότε ηγέτες ήταν υποχρεωτική, αν ήθελες
να μην μείνεις στο πολιτιστικό περιθώριο. Να επαναλάβουμε, τα πολιτικά
«κατηχητικά» των χρόνων της μεταπολίτευσης ήσαν ισχυρά. Σίγουρα θα ακούγονται
κάπως βαριά αυτά τα λόγια σήμερα, που οι συνθήκες άλλαξαν και είναι δύσκολο να
κατανοήσουν οι σημερινές νεότερες γενιές των ελλήνων αυτόν τον θετικό και
αρνητικό για τις ζωές και του μέλλον μας αναβρασμό στο πολιτικό και πνευματικό
επίπεδο. Η μνήμη όμως εκείνων των Γενεών είναι ακόμα νωπή και όχι κατ’ ανάγκη
αφοριστική. Θυμόμαστε προοδευτικά λεγόμενα άτομα και καθηγητάδες να μας
προτρέπουν να μην διαβάζουμε, να μην αγοράζουμε βιβλία των εκπροσώπων της
Γενιάς του 1930, ακόμα και του νησιώτη χριστιανού συντηρητικού κυρ Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη που, κατά το λαϊκό λεγόμενο, μας είχαν «φλομώσει» με τα διηγήματα
του την περίοδο της επταετίας. Όσο για τον κυρ-Φώτη Κόντογλου, αυτός ναι μεν
ήταν Μικρασιάτης αλλά, λόγω της φανατικής του πίστης και εξίσου δογματικής
προσκόλλησης στην ορθόδοξη εκκλησία, οφείλαμε να τον κρατούμε σε απόσταση. Στις επαναστατικές ανατροπές που θα έρχονταν
τα επόμενα χρόνια, το κόκκινο χρώμα θα επικρατούσε ακόμα και στα χρώματα του
Ουράνιου τόξου. Η ευγενική των νιάτων μας πολιτική τύφλωση. Οι των διαβασμάτων
μας επιλογές ήσαν περιορισμένες και επιλεγμένες «άνωθεν». Έτσι ο Φώτης
Κόντογλου ήταν ένα ταξίδι που δεν μπορούσα ακόμα να πραγματοποιήσω. Σε
εκπαιδευτική εκδρομή μας στο Μυστρά εκείνων των χρόνων, άκουσα θετικά σχόλια για
τον αναστηλωτή αγιογράφο, μην ξεχνώντας να μας υπενθυμίσουν και την παρουσία
του πλατωνικού φιλόσοφου Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και τα της σχολής του, και
ασφαλώς για τον Πλήθωνα τον Γεμιστό. Τα φτερά της νεανικής φαντασίας
ξεδιπλώθηκαν και η αναγνωστική περιέργεια για το ποιος ήταν ο Φώτης Κόντογλου
άρχισε να ελκύει το ενδιαφέρον μου. Στα χρόνια που ακολούθησαν επισκέφτηκα
ορισμένες από τις εκκλησίες του λεκανοπεδίου της αττικής που είχε αφήσει το
αγιογραφικό του αποτύπωμά. Το ίδιο έπραξα επισκεπτόμενος τις αίθουσες του
Δημαρχείου Αθηνών, το Βυζαντινό Μουσείο. Η γενική εικόνα Μιάς αναδρομικής Έκθεσης
των έργων του υπάρχει ως θετική αίσθηση στη μνήμη μου. Ο εικαστικός του κόσμος
και το βυζαντινής τεχνοτροπίας αγιογραφικό του σύμπαν μου είχε γίνει γνωστό
πρίν πιάσω στα χέρια μου βιβλίο του ή διαβάσω άρθρα και δημοσιεύματά του.
Η γενιά μας, γενιά του 1980,(οι νέοι και
οι νέες δηλαδή που έχουν γεννηθεί μετά το 1955. Καταληκτήριος ημερομηνία της
Γενιάς του 1970) γνώρισε και διάβασε το συγγραφικό έργο του κυρ-Φώτη Κόντογλου
από τόμους των Απάντων του που είχαν επανακυκλοφορήσει οι καλαίσθητες και σχετικά
φτηνές εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ», κοντά στην πλατεία Ομονοίας. Είχαμε έρθει σε επαφή με την Ρωμιοσύνη και τα
βάσανά της, τις κακουχίες της, τους διωγμούς, τα ήθη και τα έθιμά της, τον
κόσμο της και τον πολιτισμό της, τις συνήθειές της και τις δοξασίες της, διαβάζοντας
την θεσπέσια «ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ», τον Γ΄ τόμο των Απάντων του. Ξενυχτήσαμε δακρυσμένοι με το βιβλίο του «ΤΟ ΑΪΒΑΛΙ Η
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ», τόμος Α΄ των Απάντων του. Ψηλαφίσαμε την προσωπικότητά του
πιάνοντας στα χέρια μας το βιβλίο του «Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ» και θαυμάσαμε τον ζήλο
της πίστης του, την θερμότητα του εκκλησιαστικού του φρονήματος, ήρθαμε σε
επαφή με τους ασκητάδες της Συρίας και της Μεσοποταμίας, τα ιερά διδάγματα των
Λόγων του Ισαάκ του Σύρου, το θρησκευτικό του «μανιφέστο» ήγουν «Λόγος άτεχνος
για τη θεοσέβεια» και ας είχαν αρχίσει οι πρώτοι σπόροι της αμφισβήτησης
απέναντι στο μεταφυσικό σύμπαν της θρησκείας να φυτρώνουν μέσα μας. Τα
επιτεύγματα του λαϊκού μας πολιτισμού μας ήταν αγαπητά κέντριζαν το ενδιαφέρον
μας, σε μουσεία λαϊκής τέχνης όπως της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Πολύ πρίν
διαβάσουμε τον «ΠΕΔΡΟ ΚΑΖΑΣ» του, Ε΄ τόμος των Απάντων του, είχε πέσει στα
χέρια μας ένα μικρού μεγέθους σκισμένο και ταλαιπωρημένο βιβλιαράκι του με τον
παράξενο τίτλο «ΒΑΣΑΝΤΑ», το οποίο ανακαλύψαμε κάτω από μια ντάνα μαρξιστικών
εντύπων σε παλαιοπωλείο. Ενώ, οι «ΑΔΑΜΑΣΤΕΣ ΨΥΧΕΣ» του, Β΄ τόμος των Απάντων
του μας κέρδισαν τελειωτικά. Έκτοτε, ότι βιβλίο συναντούσα του Φώτη Κόντογλου
το αγόραζα και το διάβαζα απνευστί. Ήταν ο αγαπημένος μου συγγραφέας ανάμεσα σε
άλλους Μικρασιάτες λογοτέχνες. Ηλίας Βενέζης, Στρατής Δούκας, Στράτης
Μυριβήλης, Διδώ Σωτηρίου και πάει λέγοντας. Είτε διάβαζα τον «ΑΣΤΡΟΛΑΒΟ» είτε
τον «ΓΙΑΒΑΣ τον ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ», είτε ονειρευόμουνα με τα «ΤΑΞΕΙΔΙΑ» του, ή τον είχα
οδηγό μου για περιηγήσεις μου σε «Καστροπολιτείες», ο Κόντογλου, στεκόταν
σύντροφος στις αναγνωστικές περιπλανήσεις μας. Θαύμαζα αυτήν την μείξη στη
γραφή του, το καθαρό ύφος του, τον πλούτο των γνώσεών, των δικών του
διαβασμάτων. Την δημοτική, λαϊκή πολυχρωμία της γλώσσας του, αυτή η μεγάλη του
λεκτική άνεση και χρήση λέξεων προερχόμενες από το Μικρασιατικό φρέαρ της
κοινωνίας. Λέξεις και φράσεις της καθημερινής συζήτησης των ανθρώπων, πολλές
φορές άγνωστες σε εμάς τους γεννημένους στις μεγάλες και πολυπληθείς πόλεις
αλλά λέξεις μιάς άλλης θερμοκρασία και ποιότητας. Λέξεις εικόνες ενός ευρύτερου
ψηφιδωτού και ήθους ζωής. Έμενα κατάπληκτος βλέποντας αυτήν την αρμονική
ισορροπία του πεζού λόγου με την ποίηση, τις μεταφράσεις αγιολογικών κειμένων,
των αποσπασμάτων και τις ρήσεις πατερικών λόγων, ευαγγελικών περικοπών. Τις ταξιδιωτικές
αναμνήσεις, περιηγητικές αφηγήσεις, περιγραφές τόπων και ανθρώπων όλα μέσα σε ένα
κείμενο, σε μία μακροσκελή ή σύντομη αφήγηση, μια γραφή δίχως να κουράζει, να
ξενίζει, να σε κάνει να δυσφορήσεις. Διαβάζοντας την συναξαρική γραφή του Φώτη
Κόντογλου έχεις την αίσθηση να σε πλημμυρίζει ένας άλλο αεράκι ζωής, ένα αεράκι
κοσμοπολιτισμού και λαϊκής αρχοντιάς. Στην γραφή του Φώτη Κόντογλου, δεν
αισθάνεσαι ότι ο συγγραφέας της μπερδεύει τα είδη του γραπτού λόγου. Διήγημα,
νουβέλα, μυθιστόρημα, ποίηση, μετάφραση, διασκευή κλπ. Τα πάντα γίνονται
λίπασμα, χωρούν στη συνολική εικόνα του λόγου του, τα είδη δεν αναιρούν το ένα
το άλλο, δεν υποσκάπτουν το ένα το άλλο. Στο έργο του συναντάμε τον όλο άνθρωπο
στην εξέλιξή του, με τις αρετές και τις κακίες του, τα λάθη και τις αστοχίες
του τις ένδοξες στιγμές του δίχως αποκλεισμούς και απαγορεύσεις. Ο αμαρτωλός
και ο άγιος έχουν την ίδια θέση, ο πειρατής και ο ίσιος κοινωνούν από το ίδιο
ζωογόνο ποτήρι ζωής. Ο κουρσάρος και ο ασκητής έχουν την ίδια αντιμετώπιση. Ό
πρωτόγονος και ο χριστιανός είναι συνδαιτυμόνες στο ίδιο τραπέζι ηθικής
προσφοράς. Η πτώση του ανθρώπου και η ανάστασή του, όλα όσα μπορεί να πράξει ο
άνθρωπος στην διάρκεια του βίου και της προσωπικής του ιστορίας, οι καλές και
οι κακές του στιγμές και αντιδράσεις μας τα αφηγείται ο Φώτης Κόντογλου σαν να
βρίσκεται κοντά σε ένα τζάκι και έχει μπροστά του τα μικρά του εγγόνια. Η ζωή
του ανθρώπου και των ανθρώπων σαν ένα παραμύθι εξωτικής ατμόσφαιρας. Ένα
πανόραμα ανθρώπινων χαρακτήρων, τρομερών και ειρηνικών φυσιογνωμιών σε έναν
Κόσμο που μπορεί να μην τριχοτομείται όπως στο Δαντικό σύμπαν αλλά, διασώζεται
μέσω της πίστης και της ορθόδοξης εκκλησίας και παράδοσης όπως την βιώνει ο
Κόντογλου. Η γραφή του Κόντογλου και ο τρόπος που φωτίζει τους χαρακτήρες των
φημισμένων ή ανώνυμων ηρώων του, αυτή η λαϊκή ψυχογραφία του, ανακαλεί στην
σκέψη μου-ίσως λανθασμένα-τις αξιωματικές θέσεις ενός εκκλησιαστικού συγγραφέα,
του Ωριγένη, και της δοξασίας του περί αποκαταστάσεως των πάντων. Είναι η
καθόλου αφήγηση της περιπέτεια της ανθρώπινης παρουσίας μέσα από το βιωματικά
εκκλησιαστικό βλέμμα ενός Έλληνα Ανατολίτη, Μικρασιάτη πρόσφυγα και της
παράδοσής του. Δεν είναι ίσως υπερβολικό αν σημειώναμε ότι, ενδέχεται ένα
κομμάτι, μία πλευρά της ελληνικής λογοτεχνίας να μην έχει να πει τίποτα στο
ξένο ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό, στον άνθρωπο της δύσης που αλλιώς θρησκεύεται
και αντιλαμβάνεται τα της ζωής και της κοινωνίας, όμως με έλληνες συγγραφείς
σαν τον Φώτη Κόντογλου, τον Τάσο Αθανασιάδη, την Μαρία Ιορδανίδου, τον Κοσμά
Πολίτη, τον Θανάση Πετσάλη Διομήδη τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και άλλους δεν
έχουμε να ζηλέψουμε και τόσα πολλά από τους δυτικούς ομοτέχνους τους. Απλά
θεωρώ ότι το περιορισμένο κοινό της ελληνικής γλώσσας και ο πληθυσμός της χώρας
είναι αυτά που «εμποδίζουν» τους ευρωπαίους να γνωρίσουν καλύτερα και
παραγωγικότερα τα της ελληνικής λογοτεχνίας. Αν αποδεχόμαστε έναν συγγραφικό-
πνευματικό ιμπεριαλισμό από χώρες υπέρτερες οικονομικά και στρατιωτικά τότε η
συγγραφική θεματολογία μας θα παραμείνει στα στάδια της ηθογραφίας των
προηγούμενων αιώνων. Ο Κόντογλου είναι και Ελληνικός και οικουμενικός, όπως οι ευρωπαίοι
συγγραφείς που γνώριζε είχε διαβάσει και χρησιμοποιεί στα έργα του.
Αυτό το πολυτάλαντο άτομο, το ευφυές
ορθόδοξου φρονήματος μικροκαμωμένο ανθρωπάκι, το διαβαστερό και πεισματάρικο,
το φανατισμένο στις εκδηλώσεις του όσον αφορά την πίστη του αλλά εργασιομανές
όσο λίγοι έλληνες λογοτέχνες, το οποίο όπως φαίνεται δεν ξεχώριζε στην ζωή του
την χειρονακτική από την συγγραφική εργασία,
μας δείχνει δρόμους της Εθνικής μας αυτογνωσίας δίχως να νιώθουμε
μειονεκτικά. Σίγουρα δεν θα σταθούμε στις πιο ακραίες του συγγραφικές πτυχές
της δημιουργίας του, σε θέματα ατομικής του πίστης να επαναλάβουμε, αλλά ο
Φώτης Κόντογλου μπορεί να θεωρηθεί Εθνικός. Μπορούμε να τον συμπεριλάβουμε
στους Εθνικούς συγγραφείς του Γένους μας. Μία πρόχειρη επισκόπηση των θεμάτων
που εξετάζει, των χαρακτήρων που διαπραγματεύεται, των ρήσεων και αποσπασμάτων
της εκκλησιαστικής-πατερικής και της θύραθεν παιδείας που εντάσσει μέσα στα
κείμενά του, τις φράσεις και προτάσεις που συναντάμε διάσπαρτες μέσα στο σύνολο
έργο του, θα μας δώσει το πολύστικτο συγγραφικό του πρόσωπο. Ένα μικρό
ενδεικτικό λεξιλόγιο των ομιλουμένων λέξεων της δημοτικής που χρησιμοποιεί, το
ατομικό του συγγραφικό γλωσσάρι να θελήσουμε να αποδελτιώσουμε, άγνωστων και
γνωστών μας λέξεων, θα μας κάνει να τον συγκαταλέξουμε στην πινακοθήκη των
σημαντικών ελλήνων λογοτεχνών. Ο Φώτης Κόντογλου φιλοτεχνεί με εικόνες,
λεκτικές εικόνες το συγγραφικό του φρέσκο, όχι μόνο με σκουρόχρωμα χρώματα,
ασκητικά ναι όχι όμως πένθιμα ή ψυχρά, μακριά από τις ανθρώπινες ανάγκες και προτεραιότητες
ζωής. Η γλώσσα της γραφής του αληθεύει της ζωής του, της Ανατολίτικης παράδοσής
του από όπου προέρχεται ο ίδιος και η οικογένειά του. Κάτι για το οποίο μας
μιλούν ευθαρσώς και με άνεση οι διάφορες εξιστορήσεις και εξομολογήσεις των
πνευματικών ανθρώπων, των συγγραφέων, των ζωγράφων και αγιογράφων που τον
γνώρισαν από κοντά ή υπήρξαν για χρονικό διάστημα μαθητές του. Στην
αντιγραφή ορισμένων κειμένων από τον
αφιερωματικό τόμο «ΜΝΗΜΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ» των εκδόσεων «Αστήρ» διαβάζουμε τον σεβασμό
και την εκτίμηση που είχαν στο πρόσωπό του φημισμένοι έλληνες λόγιοι και
καλλιτέχνες διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και ζωής από την δική του, και αυτό,
κάτι σήμαινε για την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία και διαδρομή του
Μικρασιάτη πρόσφυγα. Διαβάζοντας το έργο του Φώτη Κόντογλου αισθάνεσαι σαν να
βρίσκεσαι μέσα σε μία κινηματογραφική αίθουσα και να παρακολουθείς όχι μόνο
πάνω στο πανί της οθόνης αλλά και στους απέναντι τείχους της αίθουσας αποσπάσματα
ζωής και περιπέτειες, στιγμιότυπα των ανθρώπων. Η παρουσία τους δεν βρίσκεται «καρφιτσωμένη»
πάνω στην λευκή οθόνη αλλά ανάμεσα στους θεατές. Μόνο που σε αυτό τον χριστιανικά
δομημένο αξιακό κόσμο του Κόντογλου, στον τρούλο του βρίσκεται ο Υιός του
Ανθρώπου που ο Κόντογλου πιστεύει. Ίσως να συμμετέχουμε μαζί του σ’ ένα
χριστιανικό ορθόδοξο κουκλοθέατρο, ίσως να μας κοροϊδεύει με την μεγάλη ποικιλία
των περιστατικών της γραφής του, ίσως να μην θέλει να δούμε κατάματα ότι είναι περισσότερο
ζωγράφος παρά συγγραφέας. Στον τρούλο του Ναού του Κόσμου του Κόντογλου, δεν
βρίσκεται ο Δικαιοκριτής της ιεράς Μονής Δαφνίου, ο ιεροεξεταστής, αλλά, ο
Ελεήμων. Αυτός που δέχεται στις αγκάλες του τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο και
τον Σαμάνο ιερέα των Άγριων Φυλών, όπως θα τον ήθελε η οικουμενικότητα του αρχαίου
Εθνικού λόγου και η μετέπειτα πίστη της ορθόδοξης διδασκαλίας.
Ένα κουρσάρικο καράβι το έργο του Κυρ Φώτη
Κόντογλου, που το κούρσεμα του το προσφέρει τάμα εξιλέωσης και σωτηρίας στον
Ορθόδοξο Θεό της Ρωμιοσύνης.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς, Κυριακή
4 Δεκεμβρίου 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου