Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, 25 ΣΟΝΕΤΑ μετάφραση-εισαγωγή Διονύσης Καψάλης

 

Ποιητές- κριτικοί κρίνουν και σχολιάζουν την μετάφραση

            του ποιητή και μεταφραστή Διονύση Καψάλη

           Σέξπιρ- Σονέτα

    Πώς να σε πω-καλοκαιριάτικο πρωί… Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία… γνωρίζω ανέμους που κι Μάης φυλλορροεί… τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία…» Εδώ, το ζήτημα χρειάζεται ένα χειρισμό αντάξιο, στο μέτρο του δυνατού, με την ιδιάζουσα φύση του αντικτύπου του. Παραθέτω ένα υπέροχο ποίημα:

Εσύ που είσαι μουσική, γιατί θλιμμένα

τη μουσική ακούς; Η χάρη με τη χάρη

κι η γλύκα με τη γλύκα χαίρονται. Κι εσένα

της ηδονής η θλίψη σ’ έχει συνεπάρει;

Ενώσεις ήχων μιάς πνοής συγκερασμένης,

κι αν σε προσβάλλει η λεπτή τους αρμονία,

μόνο γλυκά σε αποπαίρνουν, που σημαίνεις

όλα τα μέρη σου σε μια μονοτονία.

Τι αμοιβαία γλύκα χύνουν στον αέρα,

κι η μιά χορδή την άλλη δίπλα της δονεί’

όπως πατέρας, γιος και άσμενη μητέρα,

που όλοι ένας, τραγουδούν σαν μιά φωνή.

Άρρητος ήχος πολλαπλός και μοιάζει ένας,

σαν να σου λέει, «μόνος, γίνεσαι κανένας».

        Και ένα ακόμη:

Τη μουσική σου όταν παίζεις, μουσική μου,

πάνω στο ξύλο που γλυκά αναφωνεί

με την αφή σου, κι απαλά στην ακοή μου

της αρμονίας κυβερνάς την ηδονή,

φθονώ τα πλήκτρα που σκιρτώντας από ρίγος

φιλούν τις ρώγες των δαχτύλων σου, ενώ

τα δυό μου χείλη που τους πρέπει  αυτό ο τρύγος

με τέτοιο θράσος κοκκινίζουν στο κενό.

Μ’ αυτούς τους ξύλινους πιστούς ν’ άλλαζαν θέση,

που των χεριών σου τρέχουν πάνω τους χοροί,

κι είναι οι άψυχοι αυτοί, που τους αρέσει,

κι από τα χείλη μου που ζουν πιο τυχεροί.

 Δώσ’ τους, λοιπόν, αφού ‘ναι τόσο ερωτύλοι,

τα δάχτυλά σου να φιλούν, κι εγώ τα χείλη.

     Σωστά καταλάβατε, πρόκειται για δύο απ’ τα ωραιότερα σονέτα του Σέξπιρ ( VIII  CXXVIII), μεταφρασμένα, αριστοτεχνικά, απ’ τον Διονύση Καψάλη (ο ίδιος έγραψε, κατά τη γνώμη μου, το αρτιότερο σονέτο στην ελληνική γλώσσα, το Μέρες Αργίας, XV: βαθύ, ρωμαλέο, μουσικό και δωρικό συνάμα, πυκνό και ταυτοχρόνως αέρινο, απεριόριστα ανοιχτό στη συμβολική δράση και στις ανησυχίες της επινοητικότητας: σονέτο-πρότυπο για ένα- πώς να το πω-; μετά-ελυτικό κοσμοείδωλο. Η μοίρα αυτού του λογοτεχνικού είδους (του σονέτου) ήταν λοιπόν, με τα ελληνικά της μέτρα, παράδοξη καθεαυτή: το μεσουράνημα της έφτασε «μετά θάνατον!»).

      Ο Καψάλης παρουσίασε 25 απ’ τα 154 σονέτα του Άγγλου λυρικού και δραματουργού σε μια κομψή έκδοση- «προσευχητάρι» (συγχωρήστε μου την έκφραση!) με ευθύνη της Άγρας. Αν επιχειρήσω, εδώ να κρίνω το κατά πόσον διαβάζει κανείς μια μετάφραση πιστή, θα μεταθέσω το σχόλιο στον ορίζοντα της ολότελα άγονης συζήτησης σχετικά με το τι ακριβώς είναι η μετάφραση του ποιήματος. (Κατ’ ουσίαν- δηλαδή στην ιδεώδη μορφή της-, η μετάφραση της ποίησης απλώς δεν υφίσταται: «Ποίηση είναι», σύμφωνα με την κλασική απόφανση του Φροστ, στην οποία είχε έννομο συμφέρον, να επανέρχεται ο Ελύτης, «αυτό που δεν μεταφράζεται». Συνεπώς, δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε σε μια πρόγευση παραδείσου, ουτοπία των σημείων, διάθλαση όπου η ψευδαίσθηση πολεμάται με ψευδαίσθηση). Απ’ την άλλη, αν πω ότι η μετάφραση παρουσιάζεται βεβαρημένη από μιά γλωσσική ατμόσφαιρα περισσότερο λόγια, περισσότερη «πεποιημένη» απ’ την αντίστοιχη  της ιστορικής σεξπηρικής συγκυρίας, ίσως να κυριολεκτώ, θα αμαυρώσω όμως την εντύπωση ενός θαυμάσιου ταξιδιού τονίζοντας, ανώφελα, το κόστος των ναύλων. Παίρνω λοιπόν το θάρρος να πω ότι πρόκειται για μια μετάφραση υποδειγματική.

     Οξύμωρο; Ένας ποιητής, ο Διονύσης Καψάλης, που έζησε, με τρόπο τόσο ευτυχή, την περιπέτεια της πρόσβασης στην καρδιά της ευρωπαϊκής φιλολογικής συνείδησης, συμβαίνει να είναι από κείνους που προσκολλήθηκαν φανατικά στην πνευστιώσα παράδοση της λυρικής εντοπιότητας, στον «ελληνικό ήχο» του σικελιανικού άσματος, στον ψυχισμό που τραγουδάει ακόμη εντός των ερειπίων της έμμετρης αρχιτεκτονικής, στα περβάζια της ρίμας.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ  ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ,

εφημερίδα Ελευθεροτυπία τεύχος 49/7-5-1999, σ.14. (στο περιοδικό ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας ο ποιητής και κριτικός υπήρξε σταθερός συνεργάτης της εφημερίδας. Δημοσίευε κριτικές και δοκιμιακά σημειώματα και είχε την στήλη Non paper).

--

                   Ερωτικά  παιχνίδια  από  τον  Σαίξπηρ

ΟΥΙΛΛΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ: 25 Σονέτα. Μετ.-επίμετρο: Διονύσης Καψάλης. Άγρα

     Μπορεί η ταινία «Ο ερωτευμένος Σαίξπηρ» να παρουσιάζει τον μεγάλο Άγγλο δραματουργό και ποιητή σύμφωνα με την ιδέα που είχε ο σκηνοθέτης γι’ αυτόν και τις ερωτικές του ευαισθησίες, η πραγματικότητα όμως κρύβεται πίσω από τα ερωτικά σονέτα αλλά και τα άλλα στιχουργήματα που μας κληροδότησε ο Σαίξπηρ. Το ποιός ήταν ο ερωτευμένος Ελισαβετιανός και πολύ περισσότερο με ποιον, είναι ένα μυστήριο που κανένας μέχρι σήμερα μελετητής του σαιξπηρικού έργου δεν μπόρεσε να λύσει. Κι όταν λέμε «ποιος» εννοούμε ποια ήταν η ερωτική του ψυχοσύνθεση, πώς ένιωθε και προς τα πού έγερναν οι ερωτικές του προτιμήσεις.

     Στα καθ’ ημάς, πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησε ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο τομίδιο με μεταφρασμένα από τον γνωστό ποιητή και δοκιμιογράφο Διονύση Καψάλη 25 από τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ.

     Φυσικά η φροντισμένη αυτή έκδοση με το εκτενές, εν μέρει «μυθιστορηματικό» επίμετρο του μεταφραστή, δεν εμπίπτει, ως πρόθεση, στην σαιξπηρομανία που ενέσκηψε τον τελευταίο καιρό, και ούτε είναι δίκαιο να την εντάξει κανείς σ’ αυτό το πλαίσιο. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που τα σονέτα του Σαίξπηρ αποδίδονται στη γλώσσα μας. Μετά την μεταπολίτευση ο κατεξοχήν μεταφραστής του σαιξπηρικού έργου, Βασίλης Ρώτας μαζί με τη Βούλα Δαμιανάκου μετέφρασαν και τα 154 σαιξπηρικά σονέτα που κυκλοφόρησαν από τον ΙΚΑΡΟ το 1978. Ακολούθησε η μετάφραση των  26 σονέτων από τον Στυλιανό Αλεξίου, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «στιγμή» το 1989.

     Ο Σαίξπηρ είναι 37 χρονών, όταν το 1591 αρχίζει να συνθέτει τα σονέτα του, τα οποία ολοκληρώνει τρία χρόνια αργότερα. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την εγκατάστασή του στο Λονδίνο και εννέα από τον γάμο του με την κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Άννα Χεθάγουέι την οποία είχε αφήσει στη γενέτειρά του μαζί με τα τρία τους παιδιά. Την ίδια περίοδο που συνθέτει τα σονέτα του θα αρχίσει και η συγγραφή καθώς και το ανέβασμα των πρώτων του έργων, ενός ιστορικού δράματος και τριών κωμωδιών. Είναι φανερό ότι ο μεγάλος δραματουργός και ποιητής οδεύει  τον γόνιμο δρόμο της δημιουργίας και της αναγνώρισης.

     Ωστόσο, ενώ τα θεατρικά του έργα θα παίζονται μέχρι το θάνατό του, το 1616, τα σονέτα του δεν θα κυκλοφορήσουν παρά μόνον μία φορά, το 1609, και μάλιστα σε κλεψίτυπη έκδοση.

      Πώς ωθήθηκε ο Σαίξπηρ στη συγγραφή των σονέτων; Όπως μας πληροφορεί ο Διονύσης Καψάλης, το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα παρατηρήθηκε μια μανία γραφής σονέτων, κάτι σαν μόδα θα λέγαμε σήμερα, με αποτέλεσμα να γραφτούν περίπου τριακόσιες χιλιάδες(!) σονέτα και να κυκλοφορήσουν 326 βιβλία μόνον στην Ιταλία από το 1575 έως το 1600.

     Μια εξήγηση λοιπόν μπορεί να είναι ότι και ο Σαίξπηρ επηρεασμένος από το ρεύμα της εποχής άφησε τη λυρική του ευαισθησία να εκφραστεί με το σονέτο, τον παραδομένο αυτόν τρόπο ποιητικής γραφής από τους προβηγκιανούς τροβαδούρους και βεβαίως τον Δάντη και τον Πετράρχη. Το σονέτο όμως (sonnet = ασμάτιον στη προβηγκιανή διάλεκτο) τραγουδιέται στην αρχή, γράφεται αργότερα, κυρίως για να υμνήσει τον έρωτα ή να φιλοσοφήσει περί αυτόν, να μιλήσει για τη ζωή και το θάνατο. Ερωτικά λοιπόν είναι και τα 154 σονέτα που μας κληροδοτεί ο Σαίξπηρ. «Πώς να σε πω-καλοκαιριάτικο πρωί;/ Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία/ γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί/ τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.».

     Ποιο είναι το αντικείμενο του ερωτικού ύμνου του Σαίξπηρ; «Βλέπουμε πρώτα απ’ όλα», γράφει ο Διονύσης Καψάλης, ότι από τη θέση του εγκωμιαζόμενου εκτοπίζεται-πήγα να πω καθαιρείται-η συνήθης, εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, την οποία διαδέχεται επί 126 σονέτα, ένας ωραίος, μάλλον αριστοκρατικής καταγωγής νέος. Για τη σχέση του ομιλητή με τον νέον αυτόν δεν γνωρίζουμε και μάλλον δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι λένε ή ίσως υπαινίσσονται τα σονέτα». «Μην πουν η αγάπη μου πώς είναι σαν ειδώλου/ κι αυτός που αγάπησα ομοίωμα κενό/ για έναν μόνο τραγουδώ κι ολωσδιόλου/ έναν, τον ίδιον έναν πάντα επαινώ».

     Ποιος είναι ο ένας, δηλαδή ο W. H.,  στον οποίο είναι αφιερωμένα τα σονέτα, είναι ένα μυστήριο το οποίο δεν έχει λυθεί ακόμη. Ωστόσο, ο Διονύσης Καψάλης στο επίμετρό του παρατηρεί ότι «στα ποιήματα που διαβάζουμε χωρούν κάλλιστα όλες οι πιθανές εκδοχές, από την ανυπόκριτη φιλία και το θαυμασμό του προστατευόμενου προς τον άρχοντα έως την πραγματοποιημένη ομοφυλοφιλική σχέση». Στην άποψη αυτή συνεπικουρεί και η ελαφρώς μεταγενέστερη αφιέρωση της «Λουκρητίας», ποιητικής σύνθεσης αποτελούμενης από 267 επτάστιχα, στον νεαρό φίλο και προστάτη του Σαίξπηρ Henricke Wriothesley, κάτι που συνηθιζόταν σε παρόμοιες σχέσεις.

      Η ανατροπή όμως έρχεται στο 127ο σονέτο όπου- επιτέλους- εμφανίζεται η κατά παράδοση ερωμένη της σονετογραφίας, με τη μορφή μιας μελαχρινής κυρίας, «απείρως πιο ερωτικής, πιο γήινης και πιο επικίνδυνης από την πετραρχική προκάτοχό της», όπως παρατηρεί ο Διονύσης Καψάλης. «Τα σκοτεινά της χρώματα ενσαρκώνουν ένα καινούργιο για την ποίηση, είδος ερωτικού λόγου, όπου συμφύρονται η επιθυμία με την ερωτική απειλή και η έλξη με το φόβο.

       «Εκείνο όμως που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τις όποιες εικασίες είναι ότι, όπως μας πληροφορούν τα σονέτα, η μελαχρινή κυρία έχει εκμαυλίσει τον ωραίο νεαρό των πρώτων 126 σονέτων! Τι παιχνίδι μας έχει παίξει ο Σαίξπηρ; Σίγουρα ένα περίπλοκο παιχνίδι, αλλά οπωσδήποτε ερωτικό. Με όρους υψηλής αισθητικής, που εκφράζουν το ερωτικό συναίσθημα πιο ρεαλιστικά απ’ ό,τι τα πετραρχικά σονέτα, καθώς και τον πλούτο των αμφιθυμικών μεταπτώσεων που αυτό, εξ αντικειμένου, στους αιώνες των αιώνων, προκαλεί.

      Τι ωραία λοιπόν, πρόκληση, για έναν ποιητή του τέλους της χιλιετίας που μέσα από τα σονέτα αναγνωρίζει κι ένα δικό του νεανικό προσωπείο; Ο Διονύσης Καψάλης, καταξιωμένος ποιητής και μεταφραστής, προχωρεί σε μια τολμηρή ανάγνωση και μετάφραση των σονέτων, επιθυμώντας να  αναδείξει το σαιξπηρικό λυρικό συναίσθημα ως συμπαντικό και όχι ως κλειδί για τη μία ή την άλλη ερμηνεία των σαιξπηρικών προτιμήσεων. Άλλωστε τι μας ενδιαφέρει, όταν τέσσερις αιώνες μετά, διαβάζοντάς τα ο οποιοσδήποτε ερωτευμένος ή η οποιαδήποτε ερωτευμένη μπορεί όχι μόνο να συγκινηθεί αλλά να πάρει και μοναδικά μαθήματα ερωτικού ύφους και ήθους;

      Δεν έχει κανείς παρά να συμφωνήσει με τον μεταφραστή ότι τα σονέτα του Σαίξπηρ αποτελούν μέρος της ερωτικής μας παιδείας.

ΕΛΕΝΑ   ΧΟΥΖΟΥΡΗ,

Εφημερίδα Η Καθημερινή, Κυριακή 18 Απριλίου 1999, σελίδα 37 (η κριτική της ποιήτριας και κριτικού δημοσιεύεται στην σελίδα του ΒΙΒΛΙΟΥ).

--

         Με  τους  καλύτερους  καρπούς…

ΟΥΙΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ: 25 Σονέτα. Μετάφραση-επίμετρο Διονύσης Καψάλης, εκδόσεις Άγρα

          Αν τα μεταφραστικά κατορθώματα μιας γλώσσας σημαίνουν κάτι για την δημιουργική ευρωστία της, στην περίπτωση των σονέτων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ δεν μπορούμε να επαινέσουμε ιδιαίτερα την ελληνική. Λίγες κι αναιμικές οι αναμετρήσεις της, με επικεφαλής την εργασία του Βασίλη Ρώτα- Βούλας Δαμιανάκου, της οποίας η μοναδική αρετή είναι πώς περιλαμβάνει όλα τα ποιήματα. Ο Σαίξπηρ είναι κυρίως γνωστός για τα θεατρικά του και μεταφράσεις τους έχουμε αρκετές. Όμως τα σονέτα του, αν και τα καλύτερα αγγλικά ερωτικά ποιήματα, δεν κατέκτησαν ποτέ μια μόνιμη θέση στις ενασχολήσεις των ποιητών μας. Μόνο περιστασιακά κάποιος δοκιμάζει τις αντοχές του, μεταφράζοντας ένα ή περισσότερα. Τότε, οι υπόλοιποι ανακαλύπτουν πως αξίζουν περισσότερη προσοχή. Γιατί είναι  σονέτα, γιατί είναι γραμμένα από τον Σαίξπηρ και γιατί δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται πώς έχει σχέση με την τέχνη της ποίησης αν δεν μελετήσει ένα τόσο σκληροτράχηλο έργο.

     Όποια και να είναι η συνθετική πρακτική που ακολουθεί κάθε ποιητής, το σονέτο πρέπει να είναι το σχολείο του. Μόνο μέσω αυτού μπορεί να μάθει τι σημαίνει ποιητική ακρίβεια. Το μυστικό του σονέτου είναι η ιδέα του: μια μεταφορά ή μια σειρά μεταφορών που επιχειρηματολογούν υπέρ των συναισθημάτων του σονετογράφου. Μια τέτοια μορφή καθιστά το ίδιο το σονέτο ένα εμπρόθετο ενέργημα με ισχυρή δόση αυτοδιάθεσης. Ο σονετογράφος χρειάζεται να παρομοιάσει αυτό με εκείνο, τούτο με το άλλο, όχι για να αποδείξει το ταλέντο του στην ευγλωττία αλλά γιατί το σονέτο είναι ένας τρόπος να ενεργήσει προς την κατεύθυνση του θέματός του. Αν και το μεγαλύτερο  μέρος των σονετογράφων αρκέστηκαν στην επίδειξη, η ποιητική αυτή σύνθεση ποτέ δεν ξέχασε την πηγή της, την παγανιστική προθετικότητα. Το αξιοσημείωτο στον Σαίξπηρ είναι πως μεταμορφώνει τη σύμβαση του σονέτου σε αμεσότητα, δραστικότητα και ειλικρίνεια. Τα Σονέτα του Σαίξπηρ παρακάμπτουν τα σονέτα του Πετράρχη (Francesco Petrarca) και ερωτοτροπούν με τα σονέτα του Καβαλκάντι (Guido Cavalcanti).  Γι’ αυτό, το φυσικό σύμβολο έχει τον πρώτο λόγο στους στίχους τους. Γι’ αυτό, στις καλύτερες στιγμές τους, συνδυάζουν τη στοχαστική διατύπωση με την ειλικρίνεια του πάθους και την αθωότητα με την υστεροβουλία. Γι’ αυτό και τα 124 είναι μια μεγάλη θεατρική παράσταση με τον πρωταγωνιστή να μην ξεχνά πώς είναι ηθοποιός. Αυτό άλλωστε συνιστά το σαιξπηρικό τραγικό στοιχείο: η πάλη ανάμεσα στο θεατρικό χαρακτήρα και στην ταυτότητα του ηθοποιού. Σαν να λέμε, το πραγματικό τραγικό πρόσωπο είναι ο ίδιος ο Σαίξπηρ. Οι ήρωές του τον ροκανίζουν και όσο τελειότεροι  είναι τόσο βαθύτερα τον οδηγούν στην συναίσθηση  της ανεπάρκειάς του. Προσπαθώντας να απωθήσει την οδυνηρή εμπειρία της διαφοράς του από αυτούς, τους διαπομπεύει, με τις εμβόλιμες παραστάσεις που τόσο χαρακτηρίζουν το ύφος του. Ο Σαίξπηρ ποτέ δεν θα είναι μόνο ο συγγραφέας των έργων του, αλλά πάντα ήδη ο αποδομητής τους. Τα σονέτα διαθέτουν αυτό το χαρακτηριστικό, που αποτελεί μια παγίδα και ένα πλεονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι πως ωθούν τον αναγνώστη σε μια προσωπική παρανάγνωση και η παγίδα πως κινδυνεύει κανείς να βρεθεί όχι μόνο εκτός σκηνής αλλά και εκτός θεάτρου. Ο ήρωας κρατάει πάντα κάτι δικό του, κάτι που ο αναγνώστης πρέπει να διαισθανθεί, αρχίζοντας με την ανίχνευση των χαρακτηριστικών του πρωταγωνιστή. Οι παλαιότεροι μεταφραστές δεν φαίνεται καν να υποψιάστηκαν τέτοιο πράγμα. Αντίθετα, ο Διονύσης Καψάλης προσπάθησε προς αυτή την κατεύθυνση. Ο επίλογός του αναφέρεται στη βιωματική διάσταση των επιλογών του. Αναμφίβολα έκανε εμπνευσμένη δουλειά. Τα 25 σονέτα που μετέφρασε είναι αισθητικά αξιολογότατα. Οι προτάσεις ρέουν με φυσικότητα μέσα στη μετρική φόρμα. Οι ομοιοκαταληξίες είναι ευρηματικότατες και τα περισσότερα κομμάτια χαρακτηρίζονται από φυσικότητα και πάθος. Ο πρωταγωνιστής προβάλλει ανάγλυφος, αλλά κάποτε τον διακρίνει υπερβολική στοχαστικότητα, η οποία αγγίζει τον κυνισμό, με τη φιλοσοφική άποψη, πριμοδοτώντας τη διαπιστωμένη προσήλωση του Σαίξπηρ στον στωικισμό. Συμφωνεί δεν συμφωνεί κανείς με αυτό, πρόκειται για ερμηνευτική άποψη του μεταφραστή και μάλιστα γοητευτική. Φυσικά, οι πρωτότυπες εικόνες έχουν διαθλασθεί για τις ανάγκες της μετάφρασης, αλλά οι αναλογίες που επινοεί ο μεταφραστής δεν ξεφεύγουν από την οντολογική περιοχή του  πρωτοτύπου. Στο ΙΙ σονέτο λόγου χάρη, ο W. Shakespeare γράφει: When forty winters shall besiege thy brow, / And dig deep trenches in thy beautys field, που σημαίνει: Όταν σαράντα χειμώνες πολιορκήσουν το μέτωπό σου και σκάψουν χαρακώματα στη γη της ομορφιάς σου. Για να αναπτυχθεί μια τέτοια εικόνα στα ελληνικά με ιαμβικά πεντάμετρα χρειάζονται αρκετοί στίχοι και το σονέτο έχει μόνο  δεκατέσσαρους. Εδώ ο μεταφραστής απομακρύνεται από τα σύμβολα, αναζητώντας την ίδια την συμβολική των στίχων και γράφει: Όταν βαθύς χειμώνας έρθει στρατιώτης/ να κυριεύσει τη μορφή σου… Ο «βαθύς χειμώνας στρατιώτης» μπορεί να μην είναι «σαράντα χειμώνες πολιορκητές», αλλά τα βάζει με το πρωτότυπο και στέκεται υπερήφανα δίπλα του.

     Μια δυσάρεστη σκιά στην όμορφη αυτή εργασία είναι η μείξη των γλωσσικών στοιχείων. Οι ανάγκες της στιχουργίας είναι μεγάλες και ο μεταφραστής αναγκάζεται να κάνει παραχωρήσεις στην καθαρεύουσα. Αλλά ο επιδέξιος τρόπος με τον οποίο λύνει τόσα και τόσα προβλήματα βαραίνει όσο  τίποτε άλλο στην τελική κρίση. Οι συγκριμένες μεταφράσεις του  Διονύση Καψάλη είναι οι καλύτερες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα.

  Ο ΓΙΩΡΓΟΣ   ΜΠΛΑΝΑΣ  είναι ποιητής,

Εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή 20 Οκτωβρίου 2002, σ.20. (η κριτική αποτίμηση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα δημοσιεύεται στις σελίδες των «Αναγνώσεων» αρ.1. Την επιμέλεια είχαν ο Κώστας Βούλγαρης και ο Γιάννης Παπαθεοδώρου)

     Την έκδοση επεσήμαναν και η εφημερίδα «Εποχή» 18/7/1999 και το περιοδικό «Αντί» τχ. 681/26-2-1999.

ΟΥΙΛΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ

25 ΣΟΝΕΤΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ- ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

Τυπογραφικές Διορθώσεις: Παντελής Μπουκάλας

Την έκδοση σχεδίασε και επιμελήθηκε ο Σταύρος Πετσόπουλος

Εκδόσεις ΆΓΡΑ-Σταύρος Πετσόπουλος, Αθήνα, Νοέμβριος 1998, σελίδες 64, διαστάσεις 13,5Χ21, δραχμές 3350.

Τα σονέτα V, VI, XVIII, XXIX, XXX, LXXXIII, LXXVI, XCVII και CV δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ 4 (1994), στις σελίδες 9-13. Το XCVII (πάλι) και το VIII (για πρώτη φορά) στο Ημερολόγιο του Νίκου Ξυδάκη (Δεκέμβριος 1995), στις σελίδες 54 και 55 αντιστοίχως. Το επίμετρο, «Μεταφράζοντας τα Σονέτα του Σαίξπηρ», είναι μιά ελαφρά παραλλαγμένη μορφή της ομότιτλης ανακοίνωσης στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης στις 24 Μαϊου του 1997, στην ημερίδα «Η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα της μετάφρασης» που οργάνωσε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. σελίδα 7

Ι.,   Απ’ ό,τι επλάστη ωραίο θέλουμε καρπό,  σ.9

Απ’ ό,τι επλάστη ωραίο θέλουμε καρπό,

να ‘ναι το ρόδο του αθάνατο στη φύση,

κι όταν ο ώριμος πεθαίνει, τρυφερό

να έχει απόγονο τη μνήμη του ν’ αφήσει.

Μα εσύ, τη λάμψη των ματιών σου μνηστευμένος,

τρέφεις τη φλόγα σου αυτάρεσκη ουσία,

του εαυτού σου εχθρός, αμείλικτος σαν ξένος,

και μετατρέπεις σε λιμό την περισσεία.

Εσύ, πού κόσμημα του κόσμου είσαι τώρα

και σαν προάγγελος της άνοιξης θαμπώνεις,

θάβεις στο άνθος σου την καρπερή σου ώρα,

σαν τον φιλάργυρο φυλώντας ερημώνεις.

Τον κόσμο ελέησε ή λαίμαργος κρατήσου

κι ό,τι χρωστάς του κόσμου πάρε το μαζί σου. 

II.,  Όταν βαθύς χειμώνας έρθει στρατιώτης  σ.10

III.,  Δες στον καθρέφτη σου και  πες, ήρθε η ώρα  σ.11

Δες στον καθρέφτη σου και πες, ήρθε η ώρα

αυτό το πρόσωπο σε άλλο να το δεις’

κι αν δεν φρεσκάρεις τη δροσιά σου από τώρα,

τον κόσμο εμπαίζεις, μια μητέρα καταργείς.

Ποιά η  ωραία που σε μήτρα χερσωμένη

δεν θα σε ήθελε δικό της γεωργό;

Ποιός, άφρων, μέσα του θ’ αφήσει να πεθαίνει

σε τάφο αυτάρεσκο το γένος του αργό;

Είσαι καθρέφτης της μητέρας σου, κι εκείνη

βλέπει σ’ εσένα της ζωής της τον Απρίλη’

κι απ’ τα παράθυρα του βίου σου που σβήνει

η τωρινή σου λάμψη πάλι θ’ ανατείλει.

Όμως αν ζήσεις για να ξεχαστείς, θυμήσου:

πεθαίνεις μόνος και πεθαίνει κι η μορφή σου.    

IV.,  Άσωτα όμορφος, γιατί να σπαταλήσεις  σ.12

Άσωτα όμορφος, γιατί να σπαταλήσεις

στον εαυτό σου όση πήρες ομορφιά;

Απ’ το γενναίο κληροδότημα της φύσης

μόνο οι απλόχεροι δανείζονται αδρά.

Την αφθονία που σου εδόθη για να δώσεις

πώς αχρηστεύεις σαν χρυσάφι μυστικό,

που διαχειρίζεσαι αμύθητες πιστώσεις

για να ‘χεις άθροισμα ζωής παθητικό;

Κι αν συναλλάσσεται μ’ εσένα μόνο, κλέβεις

του εαυτού σου τη γλυκιά περιουσία’

κι όταν η φύση σ’ απολύσει και κατέβεις,

τι θ’ απομείνει για να κλείσεις τα βιβλία;

Τόση αμέριστη ομορφιά παίρνεις στο μνήμα,

πού αν τη διαθέσεις, ζωντανό θ’ αφήσεις κτήμα.     

V.,  Αυτές οι ώρες που με αργή χειροτεχνία  σ.13

Αυτές οι ώρες που με αργή χειροτεχνία

έπλασαν πρόσωπο στα μάτια να μαγεύει,

άγος του έργου τους θα γίνουν, τυραννία,

να καταλύσουν ό,τι όμορφα πρωτεύει.

Γιατί ο χρόνος ακατάβλητος κυλά,

σέρνει το θέρος σε χειμώνα, και παγώνουν

χυμοί που έσφυζαν και φύλλα σφριγηλά,

στην ομορφιά χιονίζει, κι όλα ερημώνουν.

Κι αν δεν απέμενε του θέρους λίγη φύση

αποσταγμένη στο γυαλί, υγρός δεσμώτης,

η ομορφιά με τις μορφές της θα ‘χε σβήσει,

τίποτε πιά να μη θυμίζει τ’ όνειρό της.

Το αποσταγμένο άνθος μέσα στο χειμώνα

κρατά τη γλύκα του κι ας χάνει την εικόνα.      

VI.,  Πρίν σ’ αποστάξουν, μην αφήνεις ν’ αφανίσει  σ.14

VIII.,  Εσύ που είσαι μουσική, γιατί θλιμμένα  σ.15

XVIII,  Πώς να σε πω- καλοκαιριάτικο πρωί;  σ.16

 Πώς να σε πω- καλοκαιριάτικο πρωί;

Έχεις πιό εύκρατη μορφή, πιό ερασμία’

γνωρίζω ανέμους πού κι ο Μάης φυλλορροεί,

τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.

Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός

και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,

κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός

την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει.

Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι

κι η ομορφιά σου δεν θ’ απαλλοτριωθεί,

δεν θα επαίρεται ο Άδης πώς σε ξέρει

καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την πληθύ.

Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν

σ’ αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν.  

XXVI.,  Άρχοντα της αγάπης μου, πού υπήκοό σου  σ.17

XXIX.,  Όταν σμικρύνομαι στα μάτια όλου του κόσμου,  σ.18

XXX.,  Όταν σε ώρες σιωπηρές συνεδριάζουν  σ.19

Όταν σε ώρες σιωπηρές συνεδριάζουν

οι λογισμοί και συγκαλώ τα περασμένα,

αναστενάζω μ’ όσα χάθηκαν για μένα,

παλιά μου πάθη αγαπημένα που λιμνάζουν.

Βρύση τ’ αδάκρυτα κυλούν για κάποιο φίλο

στο αχρονολόγητο σκοτάδι του θανάτου,

άκυρο έρωτα καλώ με τ’ όνομά του,

κλαίω τον σπάταλο Καιρό και πάλι οφείλω.

Κι όλο λυπούμαι κάποια λύπη που ‘χει εκλείψει,

πόνο τον πόνο μου ξανά εξιστορώ

την προγενέστερη πού μ’ έθλιψε τη θλίψη,

πού την πληρώνω κι όμως πάντα υστερώ.

Μα τότε η σκέψη μου γεμίζει από σένα,

κι όλα τα πάθη αναιρείς και τα χαμένα.    

L.,        Πόσο βαραίνει στην καρδιά μου το ταξίδι,   σ.20

LIII.,    Ποια η ουσία σου, με τί είσαι πλασμένος,   σ.21

LXV.,   Αφού χαλκό, πέτρα, γη, πέλαγος, τα κρίνει   σ.22

LXXI., Το θάνατό μου μη βαρύνεις μ’ άλλο θρήνο  σ.23

Το θάνατό μου μή βαρύνεις μ’ άλλο θρήνο

όταν το σήμαντρο σημάνει βλοσυρό,

τον άθλιο κόσμο ειδοποιώντας πώς αφήνω,

να κατοικήσω την πανάθλια σορό.

Κι όταν θα ‘ρθεις για να διαβάσεις, να μή φέρεις

το χέρι που έγραφε στη μνήμη’ σ’ αγαπώ,

και αν η σκέψη μου σε κάνει να υποφέρεις,

τότε στη σκέψη σου γλυκά άς ξεχαστώ.

Κι αν σκύψεις κάποτε και δεις αυτόν τον στίχο,

τότε που χώμα με το χώμα θα ‘χω γίνει,

απ’ τ’ όνομά μου μην προσφέρεις κάν τον ήχο

κι άσε μαζί μου την αγάπη σου να φθίνει.

Για να μή γίνουμε περίγελος του κόσμου,

εσύ, το πένθος σου κι ο θρήνος κι ο νεκρός μου.   

LXXII.,  Και για να μην κληθείς να δώσεις εξηγήσεις  σ.24

LXXIII., Την ώρα εκείνη αντικρίζεις πιά σε μένα   σ.25

LXXIV.,  Μα όταν έρθει ανελέητος και δίχως   σ.26

LXXV.,  Όπως ο άρτος στη ζωή είσαι για μένα,  σ. 27

LXXVI.,  Γιατί οι στίχοι μου στερούνται νέου κόσμου,  σ.28

XCIV.,  Όσοι μπορούν να βλάψουν κι όμως δεν το κάνουν  σ.29

XCVII.,  Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει  σ.30

CV.,       Μην πουν η αγάπη μου πώς είναι σαν ειδώλου   σ.31

CVI.,    Όταν κοιτάζω πώς καιροί αλλοτινοί   σ.32

Όταν κοιτάζω πώς καιροί αλλοτινοί

ανιστορούν σκιές υπέροχων ανθρώπων,

κι η ομορφιά μ’ ωραίες ρίμες επαινεί

νεκρές κυρίες και ιππότες των ερώτων,

σε κάθε δείγμα καλλονής, σ’ όλα τα μέλη,

σε χείλη, μάτια, τα γλυκύτερα του κόσμου,

στην παλιά τους πένα βλέπω ν’ ανατέλλει

η ομορφιά αυτή που τώρα λάμπει εμπρός μου.

Τα εγκώμιά τους τον δικό μας δείχνουν χρόνο

κι όλα προλέγουν τη δική σου αρετή,

κι όπως με μάτια μαντικά έβλεπαν μόνο,

όλη η τέχνη τους δεν ήταν αρκετή.

Κι εμείς εδώ που ‘χουμε μάτια κι αγαπούμε

όντως θαυμάζουμε και άναυδοι σιωπούμε. 

CXXVIII.,  Τη μουσική σου όταν παίζεις, μουσική μου,   σ.33

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ, σ.35-60

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ, σ. 61

Σημειώσεις:

           «Υπάρχουν ένθερμοι οπαδοί του Γκαίτε ή του Eddas ή του αργόσυρτου Nibelungenlied’ εμένα, ο Σαίξπηρ υπήρξε το πεπρωμένο μου. Και είναι ακόμη, αν και κατά ένα τρόπο που κανένας δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει, εκτός από ένα πρόσωπο, τον Ντάνιελ Θόρπ, που μόλις πέθανε στην Πρετόρια. Υπάρχει κι άλλος ένας άνθρωπος, αλλά δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του…..»

                                                         Jorge  luis  borges

      Με αυτά τα εξομολογητικά λόγια αρχίζει το κείμενό του «Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ» ο αργεντινός αγαπημένος και μεταφρασμένος στην ελλάδα διηγηματογράφος- παραμυθάς Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε μετάφραση του πειραιώτη κριτικού και δημοσιογράφου Κώστα Σταματίου στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» τεύχος 58/10, 1986. (Μάλιστα, στο αμέσως διπλό τεύχος του περιοδικού, 59-60/11,12, 1986, δημοσιεύεται εκτενής σχολιασμός για δύο χρονολογικές αβλεψίες του μεταφραστή). Ο Κώστας Σταματίου κρατούσε για αρκετές δεκαετίες τις δύο και πάνω σελίδες κριτικής και παρουσίασης των νέων εκδόσεων της απογευματινής πολιτικής εφημερίδας «Τα Νέα» του παλαιού συγκροτήματος του Χρήστου Λαμπράκη. Είχε παρουσιάσει και μεταφράσεις των Σαιξπηρικών Σονέτων, Βλέπε πχ. 21/10/1989 την μετάφραση του Στυλιανού Αλεξίου. Η παραδοχή αυτή του Χόρχε Λουϊς Μπόρχες θα σημειώναμε, ότι έχει όπως μας δείχνουν οι χιλιάδες πηγές πληροφοριών και μελετημάτων-βιβλίων που κυκλοφόρησαν για τον Σαίξπηρ την ζωή και το έργο του, έχει λεχθεί και από άλλους παγκόσμιας εμβέλειας αναγνωρισμένους συγγραφείς και δημιουργούς. Δημιουργοί και καλλιτέχνες οι οποίοι δεν προέρχονται κυρίως και μοναδικά από τον χώρο του Θεάτρου, των συντελεστών και διαμορφωτών της Θεατρικής τέχνης και παράδοσης γενικότερα. Ο άγγλος λυρικός ποιητής και δραματουργός, τέσσερεις αιώνες τώρα εξακολουθεί να είναι παρών με τα έργα του, τις ιδέες του, την φιλοσοφία του, την φωνή του, το αίνιγμα της ζωής του, το μυστήριο των προσωπικών του επιλογών την εμπνευσμένη γραφή του. Οι ποιητικές του συνθέσεις, τα σονέτα του, τα θεατρικά του έργα, αποτελούν αξόδευτη πηγή έμπνευσης, ακαταμάχητης δημιουργίας, σχολή θεατρικής παιδείας, εκπαιδευτήριο της τέχνης των ηθοποιών, διαχρονική μαθητεία, γλώσσα κοινή, πρόσκληση για κάθε νέο ή νέα-κάθε φορά σκηνοθέτη, μέγα σχολείο διδαχής και απόλαυσης, ψυχαγωγίας, πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού και για εμάς τους αναγνώστες του, και ας είμαστε στην πρώτη εικοσαετία τη τρίτης χιλιετίας της ανθρωπότητας. Ο Κινηματογραφικός παγκόσμιος φακός και το θεατρικό οικουμενικό σανίδι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι θαυμαστές και «απόστολοι» συνεχιστές της Σαιξπηρικής συγγραφικής μεγαλοφυΐας. Ο Σαίξπηρ, αυτός ο μάγος της θεατρικής γραφής και όχι μόνο, κέρδισε τον Χρόνο, την αθανασία. Είναι ο παντογνώστης δημιουργός, ο «εμπεδόμυθος» και ιεροφάντης εθνικός- «παγανιστής» άνθρωπος και ταυτόχρονα μέγας αρχιερέας του χριστιανικού κόσμου. Δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες αρχαίες ελληνικές και λατινικές λέξεις που ανακαλύπτουμε και συναντάμε στα έργα του, είναι η φιλοσοφία ύφανσης και συνένωσης των δύο Κόσμων, πολιτισμού και φιλοσοφία ζωής, παράδοσης. Του Αρχαίου που διασώζεται μέχρι τον Μεσαίωνα και του Σύγχρονου που αναπλάθει και τα των αρχαίων φιλοσοφίας προτάγματα και διδαχές. Ο Σαίξπηρ βρίσκεται στο μεταίχμιο της ιστορικής και πολιτιστικής αλλαγής και τολμά το μεγάλο άλμα με επιτυχία. Μετά τον Σαίξπηρ και για αρκετούς αιώνες η ανθρωπότητα θα είναι Σαιξπηρική, δηλαδή ο άνθρωπος θα κινείται σύμφωνα με τις ερμηνευτικές του χαρακτήρα του και των συμπεριφορών του όπως μας τις αποτύπωσε και φωτογράφισε ο άγγλος δραματουργός. Μετά τον πρώτο και κυρίως, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών, η ανθρωπότητα θα αρχίσει να «από-Σαιξπηρικοποιείται», και όχι απόλυτα. Η απομάγευση του Κόσμου και των σχέσεων των ανθρώπων γίνεται με αργούς ρυθμούς και αρκετά της παράδοσης και της μνήμης θρησκευτικά και θεολογικά πισωγυρίσματα. Ο Σαίξπηρ είναι η γέφυρα και ο καθρέφτης των δύο διαφορετικών αντιλήψεων Κόσμων. Του αρχαίου (ελληνορωμαϊκού) και του χριστιανικού της ευρωπαϊκής ιστορίας, του δυτικού κόσμου και παιδείας ευρύτερα. Την ίδια απήχηση με τα θεατρικά του έργα (τραγωδίες και κωμωδίες) είχε και ο ποιητικός του λόγος. Τα ποιήματά του, (αυτά που ανακαλύφτηκαν και ήρθαν σχολιασμένα στην επιφάνεια) και τα 154 σονέτα του έτυχαν της ίδιας μεγάλης αγάπης και αποδοχής και ενδιαφέροντος. Από φιλότεχνους και καθηγητές ερευνητές του, έως άγνωστους αναγνώστες ή επώνυμους ποιητές και ποιήτριες. Το ίδιο ισχύει και για τους ανά τους αιώνες μεταφραστές και σχολιαστές τους. Από την εποχή των ρομαντικών έως τους μοντέρνους ή μεταμοντέρνους καιρούς μας, ο λυρικός λόγος του ολιγόζωου-έφυγε σε νεαρή σχετικά ηλικία (1564-1616)-Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, βρίσκεται στο κέντρο του ποιητικού και μεταφραστικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Μέσα από διάφορες χρονικές ή επετειακές της επικαιρότητας ευκαιρίες, έλληνες και ελληνίδες μεταφράστριες δοκιμάζουν τις αντοχές τους πάνω στον ποιητικό (και θεατρικό λόγο) του William Shakespeare. Είναι ο πλέον αγαπητός και πολυμεταφρασμένος παγκοσμίως ποιητής- θεατρικός δραματουργός μετά την Βίβλο και ίσως τα Ομηρικά έπη. Είναι πασίγνωστος και πέραν των ακρότατων ορίων της βρετανικής αυτοκρατορίας, κοινοπολιτείας. Ο Σαιξπηρικός φημισμένος λόγος και η παρουσία αντέχει ακόμα και ανθεί, καρποφορεί.

    Στο προηγούμενο σημείωμα αναφέρθηκα εν τάχει, στην ιστορία της μετάφρασης των Σαιξπηρικών σονέτων στην χώρα μας, στα ονόματα των μεταφραστών και μεταφραστριών, σε τίτλους βιβλίων που γνωρίζω και έχω διαβάσει και περιοδικών. Το εγχείρημα μιάς ελληνικής Σαιξπηρικής βιβλιογραφίας, μιάς καταγραφής των θεατρικών παραστάσεων ανά την ελλάδα και των μεταφρασμένων βιβλίων ή αποσπασμάτων, παραθεμάτων, δημοσιευμένων ποιημάτων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, θα αποτολμούσα να έγραφα ότι ενδέχεται να είναι ακατόρθωτο. Ή τουλάχιστον, χρειάζεται ομαδική πολύχρονη συνεργασία και ερευνητική προσπάθεια για να έχουμε ένα υποφερτό και ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Γνωρίζω από παραπομπές τρίτων-δίχως να το έχω δει- ότι στην συμπρωτεύουσα-κυκλοφόρησε η μελέτη της Αικατερίνης Δούκα- Καμπίτογλου: «Η παρουσία του Σαίξπηρ στον ελληνικό χώρο μιά απόπειρα βιβλιογραφίας», Θεσσαλονίκη 1981. Και μία άλλη πληροφορία η οποία μας λέει ότι ο κυρός παλαιός πανεπιστημιακός και δοκιμιογράφος Γιώργος Σαββίδης, παρουσίασε στο περιοδικό «Περίπλους» τεύχος 17-18/1988, το «Εκδοτικές περιπέτειες των μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη». Μία πρόχειρη και επιφανειακή απόπειρα καταγραφής της Σαιξπηρικής Θεατρικής κυρίως βιβλιογραφίας, όταν κυκλοφόρησε το ογκώδες μελέτημα του πειραιώτη θεατράνθρωπου, μεταφραστή και κριτικογράφου Μάριου Πλωρίτη, «Ο πολιτικός Σαίξπηρ» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σελίδες 400, ευρώ 20, μου φανέρωσε το μάταιο του εγχειρήματος αλλά, μου πρόσφερε από την άλλη, την ευκαιρία να ανακαλύψω μερικά δημοσιεύματα «διαμαντάκια» πάνω στο Σαιξπηρικό έργο όπως του Άγγελου Φιλανθρωπινού στα «Παναθήναια» του 1900, του γάλλου Αντρέ Μωρουά στο παλαιό προδικτατορικό περιοδικό «Κόσμος» τχ.11/1962 του σκηνοθέτη Πάνου Κατσέλη τα άρθρα, του φιλόλογου Δημ. Γ. Γεωργοβασίλη εξαιρετικό κείμενο, στην εφημερίδα "Η Καθημερινή". Του Χρίστου Ε. Αγγελομάτη την μελέτη για τα σονέτα στη "Νέα Εστία". Του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, «Ο Σακεσπήρος περί της ζωής», ένα πεζογράφημα στο περιοδικό Εικονογραφημένη «Κλειώ». (από "Φιλολογική Πρωτοχρονιά"  τ.18/1961). Του σκηνοθέτη Πίτερ Μπρούκ, «Δεν θα ησυχάσω αν ο Σαίξπηρ για μένα δεν γίνει μια εύκολη ανάγνωση,  κάτι σαν νυχτερινό οδηγό ψυχαγωγίας», μας λέει σε συνέντευξή του βλέπε εφημερίδα, «Ριζοσπάστης» και αρκετών άλλων. Όπως του έλληνα σημαντικού ηθοποιού και σκηνοθέτη Αλέξη Μινωτή στο βιβλίο του «Εμπειρική Θεατρική Παιδεία». Με βοήθησε να καταγράψω ορισμένους ξενόγλωσσους τίτλους βιβλίων, ερμηνείες πάνω στην Σαιξπηρική γραφή και τέχνη, παρουσιασμένους σε ελληνικές εφημερίδες, κυρίως στο «Βήμα», τα «Νέα», την «Ελευθεροτυπία», την «Καθημερινή», την "Απογευματινή" (με τα πικάντικα της κινηματογραφόφιλης Ρωζίτας Σώκου) κλπ. Ένα εποικοδομητικό ταξίδι γνώσεων, ανάγνωσης των ερμηνευτικών ξένων εκδοχών για το Σαιξπηρικό έργο. Παραδείγματος χάριν διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 8/1/2010, σελ. 6 «Βιβλιοθήκη» όπως μας πληροφορεί από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος σε εκτενές δημοσίευμά του «Τα σονέτα του Σαίξπηρ στο Berliner  Ensemble”. «Ο Robert  Wilson διάλεξε 25 από τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ, δανείστηκε στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάτρου και συνέθεσε τη δική του κινέζικη όπερα, μια μεταμοντέρνα φαντασία στην οποία συνυπάρχουν η παντομίμα, το τσίρκο, το θέατρο σκιών, η comedia dellarte…..”. Μα, και ο τόμος «Επίλογος», οκτώ χρόνια νωρίτερα, Χρόνος 11/11, 2002, σ.258 μας πληροφορεί ότι το Θέατρο Σημείο και το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας στις 15/3/2002 παρουσιάζει τα Σαιξπηρικά σονέτα. Η παράσταση παρουσιάστηκε εκ νέου στην Αθήνα 13/4/2002.  Όπως αντιλαμβανόμαστε ακόμα και στις ελληνικές μεταφραστικές περιπτώσεις των ποιημάτων και των σονέτων να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας, θα συναντήσουμε μάλλον αρκετές δυσκολίες αποδελτίωσής τους. Όπως και νάχει, η Σαιξπηρική γραφή στην ελληνική επικράτεια έχει αναλυθεί, ανατεμνηθεί, μεταφραστεί, αποδοθεί, μεταφερθεί στην ελληνική γλώσσα από λαϊκές εκδόσεις έως σύγχρονες, επιμελημένες και άρτια οργανωμένες και ερευνημένες. Από τον Στάθη Ιω. Δρομάζο και τα «Σαιξπηρικά» του, Δίφρος 1959 έως το μυθιστόρημα του Βάϊου Παγκουρέλη, «Ένα κρανίο για τον γιορικ», Νεφέλη 2006 και από τις μεταφράσεις θεατρικών έργων του κύπριου σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, βλέπε «Κοριολανός» Καστανιώτης 1990, έως τις επανεκδόσεις των εκδόσεων Ίκαρος των «Ποιημάτων» και των «Σονέτων» σε μετάφραση και εισαγωγή Βασίλη Ρώτα- Βούλας Δαμιανάκου το ελληνικό μεταφραστικό σαιξπηρικό πεδίο παραμένει αρκετά προκλητικό και ενδιαφέρον. Ο «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» εξακολουθεί να παραμένει ενεργός και πέραν των κινηματογραφικών αιθουσών.

      Υπάρχει μία Σαιξπηρική παράδοση στην χώρα μας, και οφείλουμε να την ακολουθήσουμε, την διαφυλάξουμε και να την διευρύνουμε είτε οι μεταφραστές του άγγλου ποιητή και δραματουργού είτε εμείς οι θεατρόφιλοι και φιλότεχνοι έλληνες αναγνώστες. Θεωρώ, ότι ανεξάρτητα αν είμαστε ειδικοί ή κατέχουμε τους βαθμούς επάρκειας της αγγλικής γλώσσας, σε αυτό το γενικό πλαίσιο μεταφραστικής παράδοσης και ενασχόλησης οφείλουμε να εντάξουμε όλες τις μέχρι σήμερα Σαιξπηρικές ελληνικές μεταφράσεις και των Σονέτων. Δεν έχουν σημασία μάλλον, τόσο οι τεχνικές και μέθοδοι, οι γλωσσικές επιλογές που υιοθετούν οι διάφοροι έλληνες ποιητές-μεταφραστές, ακόμα και η σονετική φόρμα, σημασία έχει η πρόθεση και ο ένθερμος ενθουσιασμός, η ουσιαστική προσέγγιση πάνω στον Σαιξπηρικό λόγο, τις ιδέες και φιλοσοφία ζωής και κόσμου του άγγλου δραματουργού. Και κατά την γνώμη μου, όσες μεταφράσεις έχω διαβάσει διακρίνονται για την γλωσσική τους επάρκεια, την ειλικρίνεια των προθέσεων, την διάθεση να συνομιλήσουν με σεβασμό με τα ίδια τα ποιήματα, τα σονέτα. Πέρα από το μέγεθος δυσκολίας προσέγγισής τους και ερμηνείας τους. Η ευαισθησία είναι κοινή και εν μέρει και η συγκίνηση. Είναι άλλο πράγμα η φιλολογική έρευνα και άλλο η ποιητική αίσθηση, το ένστικτο που διαθέτουν οι έλληνες ποιητές και μεταφραστές.

Καθώς έχουμε μπροστά μας τα 25 Σονέτα μεταφρασμένα από τον ποιητή Διονύση Καψάλη, διακρίνουμε με ξεκάθαρο τρόπο την τεχνική της διαχείρισης της Σαιξπηρικής φωνής και προβολής της στο ποιητικό σήμερα. Βλέπουμε την διαλεκτική της φωνής του να μας παρουσιάζεται αβίαστα. Είτε η χαροποιός διάθεση του ποιητή είτε η πένθιμη, η απαισιόδοξη, στην ελληνική της απόδοση δεν μεγαληγορεί, μας δίνεται σε ισορροπημένες δόσεις μέσα στην ελληνική φόρμα των σονέτων. Στην μετάφραση διαισθανόμαστε τον εσωτερικό λυρισμό του κάθε σονέτου ξεχωριστά, την μουσικότητά τους, την αλληλένδετη θεματική και εννοιολογική ενότητα των 25 από τα 154 σονέτα. Αναβρύζει το αίσθημα της ομορφιάς, της απώλειάς της αλλά και της συναισθηματικής ορφάνιας του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή του «ερωτευμένου» και «παθιασμένου» Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Αν δεν λαθεύω, υπάρχουν συγκεκριμένα μετρικά βαδίσματα τα οποία δεν καταλήγουν ούτε στον άκριτο έπαινο ούτε στην ανεξέλεγκτη θρηνωδία. Ο θρίαμβος της αγάπης αλλά και της απώλειάς της είναι καθαρός και μας δίνεται με ασφαλή γραφή. Η ελληνική γλώσσα είναι απροσποίητη και σφιχτοδεμένη, οι λέξεις εκφράζουν τις εσωτερικές της ψυχής και της συνείδησης συγκρούσεις και διλήμματα του άγγλου ποιητή. Η μεταφραστική γλώσσα του ποιητή και μεταφραστή Διονύση Καψάλη, διαθέτει μία πολύχρωμη πανοπλία που ευτυχώς, δεν βαραίνει τον πρωτότυπο λόγο, τον αναδεικνύει με χάρη και τρυφερότητα. Η γλώσσα της μετάφρασης του ποιητή και μεταφραστή, αμέσως φαίνεται ότι διαθέτει μία δυναμική, την ροή ενός γλωσσικού ρυακιού το οποίο δεν εμποδίζεται από λέξεις δυσκολοχώνευτες παλιάς ελληνικής γλωσσικής προφοράς ή χρονολογικών περιόδων που θα μπούκωναν την απόδοση. Ο λυρικός λόγος του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ είναι χαρμολυπικός το νιώθεις από την πρώτη στιγμή που θα πιάσεις το βιβλίο στα χέρια σου. Κινείται σε ένα θάμβος εκπλήξεων και απρόοπτων πένθιμων επισημάνσεων. Έχουμε μία εσωτερική «μονομαχία» αν δεν λαθεύω, μεταξύ του ποιητή και της συνείδησής του, και, συγχρόνως, της λειτουργικότητας της ποίησής που αποτυπώνει και εικονογραφεί τις παραστάσεις και τις αμφιβολίες του, τις διαπιστώσεις του. Ακούμε μία φωνή να διαλέγεται και να συνομιλεί με τους αντίλαλούς της μέσα στο 14 στίχων καλοσχεδιασμένο και ρυθμισμένο μουσικά σονέτο. Ο λόγος τεχνουργείται πάνω στο δίπολο Εγώ και Εσύ, μία διαλεκτική ερμηνεία της βιωματικής εμπειρίας και μνήμης που μας προσφέρεται στην ολιστική της αποτελεσματικότητα. Οι κοινωνικές συμβάσεις καταργούνται και η ποιητική εικόνα έστω και θολή, αινιγματική προβάλλει μέσα σε ένα κάδρο λυρισμού και γοητείας. Ποιητικής αμφισημίας. Σαν ένα παιδί που παίζει με τα παιχνίδια της φαντασίας του-μέσα στο δωμάτιό του- δίχως να ντρέπεται ούτε για αυτά που μας υπονοεί ούτε για αυτά που έκδηλα επιθυμεί και σκέφτεται μπροστά στα μάτια μας. Ο Σαίξπηρ ερωτοτροπεί δίσημα, από την μία με το είδωλο του προσώπου που έχει μπροστά του-και συνάπτει σχέσεις-και από την άλλη με το είδωλο της ποίησής του. Θρυμματισμένη αγάπη αλλά και κομματιασμένη ποιητική η απόδοσή της. Ο Σαιξπηρικός μελένιος λόγος συνήθως, δεν αποφαίνεται αλλά όπως μας λέει το Μαντείο των Δελφών σημαίνει. Δηλοί πρόσωπα, σκιαγραφεί φιγούρες, μνημονεύει σύγχρονούς του ποιητές, αριστοκράτες χορηγούς του, αισθήματα και αναστεναγμούς έρωτος, αγάπης συναισθήματα και περιπλανήσεις σε φυσικούς χώρους και αμυδρά σε μεταφυσικά τοπία.

      Και αυτή την σήμανση μας φανερώνει με τις 25 μεταφράσεις του ο ποιητής και μεταφραστής Διονύσης Καψάλης. Το πλούσιο επίμετρο που συμπληρώνει την έκδοση μας βοηθά όχι μόνο να κατανοήσουμε την λειτουργία και την αξία του σονέτου και την πορεία του αλλά, και τις εγγενείς δυσκολίες, το δύσβατο του μεταφραστικού δάσους που διάβηκε ο ποιητής-μεταφραστής, τις αμφιβολίες και τα διλήμματα που αντιμετώπισε και τις διαφορετικές μεταφραστικές εκδοχές που είχε μπροστά του, και τελικά ποιες από αυτές επέλεξε. Ένας μεταφραστικός διάλογος που συνεχίζεται στον χρόνο και πέρα από τις σελίδες του βιβλίου, με εμάς τους ανώνυμους αναγνώστες που κρατάμε μπροστά μας τα σονέτα του Σαίξπηρ για να τα απολαύσουμε και να τα χαρούμε, να συμμετάσχουμε νοερώς με τα σαιξπηρικά λογοπαίγνια, και όχι για να στήσουμε μία «μεταφραστική καρμανιόλα» προς επίδειξη της γλωσσικής μας, κριτικής μας πολυμάθειας.

Ο μεταφραστικός δρόμος που όργωσαν και καλλιέργησαν οι παλαιότεροι έλληνες μεταφραστές έχει δώσει εδώ και χρόνια εύχυμους καρπούς για όσους τολμηρούς.                     

Συμπληρωματικά:

     Στην εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή 17/10/1999, σ. 31(;) με τον γενικό τίτλο σελίδας «ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ», και τίτλο άρθρου «Αλτσχάιμερ» ο ποιητής και μεταφραστής των Σαιξπηρικών Σονέτων κύριος Διονύσης Καψάλης, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του δημοσιεύει το παρακάτω κείμενο, με αφορμή του διαβάσματος της μελέτης της φιλολόγου Έλεν Βέντλερ για τα σονέτα του Σαίξπηρ. Στο κείμενο αυτό ο ποιητής και μεταφραστής διαπραγματεύεται το θέμα της αποστήθισης της ανάγνωσης ενός ποιήματος και στην χρησιμότητά του. Ορμώμενος από αυτά που προσωπικά εξιστορεί η έγκριτος φιλόλογος και Σαιξπηρολόγος Έλεν Βέντλερ.  Εύστοχη η παρατήρηση περί «φιλολογικού Αλτσχάιμερ», και η διάκριση μεταξύ της «παπαγαλίας» και «μνημοτεχνίας». Αν  και στις μέρες μας, το ζήτημα ίσως είναι ποιοι και πόσοι διαβάζουν ακόμα ποίηση-με όποιον έστω τρόπο ή μέθοδο εκείνοι επιθυμούν. Καλογραμμένο και καλοδιατυπωμένο άρθρο, πρόταση για σκέψη, αναθεώρηση πρακτικών μας και εκπαιδευτική διαβούλευση. Και κάτι ακόμα, αυτά που αναφέρει η Βέντλερ, μας δηλώνουν ακόμα κάτι ουσιαστικό που συνέβαινε τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια. Ο απλός καθημερινός ανώνυμος αναγνώστης ή αναγνώστρια του Ποιητικού λόγου, δεν χρειαζόταν να καταφύγει σε περισπούδαστες αναλύσεις και ερμηνείες επί των ερμηνειών για να απολαύσει ένα Ποίημα, εάν τον συγκινούσε, τον ερέθιζε συναισθηματικά το διάβαζε, το αποστήθιζε και το διέδιδε. Κάτι που σήμαινε αν δεν λαθεύω, ότι η Ποίηση δεν ήταν-μόνο- υπόθεση των κριτικών των εφημερίδων, των πανεπιστημιακών αιθουσών, των «ειδικών» αλλά γίνονταν κτήμα του απλού, ανώνυμου λαού. Μετατρέπονταν και γίνονταν ένα είδος τραγουδιού στα χείλη του. Το παράδειγμα αρκετών συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη και την απήχηση που είχε σε μεγάλα στρώματα του ελληνικού λαού φανερώνει πολλά. Τέλος, να δώσουμε άλλη μία σχετική πληροφορία για τα μεταφραστικά λεγόμενα του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή κυρίου Διονύση Καψάλη. Στην ίδια εφημερίδα και συγκεκριμένα στις 5 Απριλίου 1998 ο ποιητής μας μιλά και πάλι για τα μεταφραστικά προβλήματα των Σαιξπηρικών έργων, ιδιαίτερα για τις θεατρικές αποδόσεις στα ελληνικά ορμώμενος από μία παλαιότερη μετάφραση του «Άμλετ» από τον Ιάκωβο Πολυλά και το σχόλιο του ιστορικού του ελληνικού θεάτρου Γιάννη Σιδέρη:. Ο τίτλος του κειμένου είναι «Σαιξπηρισμός». Αρχινά: «Διαβάζοντας, πάνε κάμποσα χρόνια, την Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου του Γιάννη Σιδέρη, είχα σταθεί, θυμάμαι, με αισθήματα δυσφορίας στην ακόλουθη μνεία των σαιξπηρικών μεταφράσεων του Πολυλά….».

                          ΑΛΤΣΧΆΙΜΕΡ    

       «Διαβάζοντας, πρίν από δύο χρόνια, ένα λαμπρό βιβλίο της διακεκριμένης φιλολόγου Έλεν Βέντλερ για τα σονέτα του Σαίξπηρ ( Η τέχνη των σαιξπηρικών σονέτων, 1997) σταμάτησα στην ακόλουθη περικοπή, την οποία και υπογράμμισα με άδολη συγκίνηση αλλά και εύστοχη, όπως ίσως αποδεικνύεται τώρα, υστεροβουλία:

        «Ο πρώτος άνθρωπος που με εισήγαγε στα σονέτα του Σαίξπηρ ήταν η μητέρα μου. Τα παρέθετε  συχνά και πολλά τα είχε αποστηθίσει. Τα τελευταία γραπτά της (που τα βρήκαμε όταν η ασθένεια του Αλτσχάιμερ της είχε κλέψει πια τη μνήμη) ήταν αποσπάσματα από τα σονέτα, που τα έγραψε σε διάφορα κομμάτια χαρτί, είτε από τον φόβο της αμνησίας είτε για να νιώσει αυτοπεποίθηση. Δεν είναι μικρός φόρος τιμής προς τα σονέτα το γεγονός ότι από τις εκατοντάδες  ποιήματα που γνώριζε από στήθους εκείνα σβήστηκαν τελευταία».

     Η υπογράμμιση στο βιβλίο μού μαρτυρεί την ακόμη εντονότερη συγκίνηση που θα ένιωθα όταν, λίγο παρακάτω, στην Εισαγωγή του βιβλίου της, διάβασα τα ακόλουθα:

       «Προκειμένου να φτάσω στο επίπεδο κατανόησης που προτείνει ο Σχολιασμός μου, ανακάλυψα ότι ήταν αναγκαίο να αποστηθίσω τα Σονέτα. Συχνά πίστεψα ότι ΄ηξερα΄ ένα σονέτο, αλλά, απαγγέλλοντάς το στη μνήμη μου, έβρισκα  χάσματα. Τα κενά αυτά με βοήθησαν να καταλάβω ότι κάποια κομμάτια του όλου δεν είχαν ακόμη αφομοιωθεί στο πώς αντιλαμβανόμουν τις προθέσεις του έργου, γι’ αυτό και τα ξεχνούσα. Αποκαθιστώντας τα ελλείποντα μέρη, κατανοούσα καλύτερα το σχέδιο ενός σονέτου και συνειδητοποιούσα ό,τι δεν είχα αρχικά αντιληφθεί για τη λειτουργία των λέξεων αυτών. Κανείς πιανίστας ή βιολιστής δεν θα παραλείψει να αποστηθίσει μια σονάτα προτού την ερμηνεύσει δημοσίως, αλλά η ισοδύναμη συνήθεια να αποστηθίζουμε ποιήματα προτού τα ερμηνεύσουμε έχει πλέον χαθεί. Απομνημόνευσα για πρώτη φορά κάμποσα από τα Σονέτα (από το αντίτυπο της μητέρας μου) με τον εγκάρδιο τρόπο της νεότητας και ελπίζω ότι δεν έχω απολέσει αυτή την άπό καρδιάς΄ αίσθηση των ποιημάτων. Έχω όμως μάθει έκτοτε να αγαπώ με τρόπους πιο συνειδητούς την ευφρόσυνη ποικιλία της σαιξπηρικής επινόησης, την επιδεξιότητά του στην ειρωνεία, την εντυπωσιακά εκλεπτυσμένη τεχνική του και, πάνω απ’ όλα, την έκταση της σκεπτικής φαντασίας του»

       Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντικό λόγο περί φιλολογικής μεθόδου θα μπορούσαν να ονομαστούν οι απλές αυτές εμπειρικές παρατηρήσεις. Υπενθυμίζω πάντως ότι τα σονέτα του Σαίξπηρ είναι 154- τόσα χρειάστηκε να μάθει απ’ έξω η κυρία Βέντλερ για να μπορέσει να γράψει το βιβλίο της όπως πραγματικά επιθυμούσε. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να παραστήσω στον αναγνώστη πόσο σπάνια έχει καταντήσει αυτή η συνήθεια της απομνημόνευσης, τόσο στη μεθοδική-την επαγγελματική, ας πούμε-όσο και στην κοινή, ερασιτεχνική εκδοχή της. Από την άλλη, μπορώ να τον διαβεβαιώσω ότι έχω συναντήσει υποψήφιους διδάκτορες και διδάκτορες της φιλολογίας οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να απαγγείλουν από μνήμης ούτε μία στροφή-πόσο μάλλον ολόκληρο ποίημα-του ποιητή στον οποίον διέτριψαν.

      «Δεν έχω καλή μνήμη», θα απαντήσει περίλυπος, εάν ερωτηθεί για την αναπηρία του, ο φιλόλογος. Η συνήθης εξήγηση γι’ αυτό το γενικευμένο φιλολογικό Αλτσχάιμερ (που πλήττει κυρίως τις μικρότερες ηλικίες) είναι τόσο κοινότοπη ώστε μοιάζει πια σχεδόν φυσιολογική’ δεν παύει όμως να δηλώνει την ύπαρξη συνδρόμου. Λίγοι άνθρωποι «έχουν» καλή μνήμη όπως έχουν- ή δεν έχουν-αυτοκίνητο, σύζυγο, σπίτι στην εξοχή’ μήτε με τον προληπτικό τρόπο που μπορεί να πιστεύουν ότι έχουν-ή ότι δεν έχουν-τύχη. Η μνήμη, όπως και πολλά άλλα πράγματα, είναι αποτέλεσμα παιδείας, άσκησης, ενίοτε δε και επίπονης’ είναι, με άλλα λόγια, τέχνη. Μαθαίνει κανείς να αποστηθίζει ποιήματα όπως μαθαίνει και τόσα άλλα πράγματα, χρήσιμα και άχρηστα’ και η διαδικασία της εκμάθησης μπορεί κάποτε να αποβεί τόσο απολαυστική όσο και το αποτέλεσμα: η πλήρης αφομοίωση ενός δυναμογόνου εκφραστικού πυρήνα (όπου μπορεί να συμπιέστηκαν πολλά αμήχανα χρόνια) στον διανοητικό και αισθηματικό οργανισμό ενός ζωντανού, ομιλούντος ανθρώπου. Δεν θα χρειαζόταν, επομένως, κανενός είδους απολογία υπέρ της ευλογημένης αυτής συνήθειας, εάν η απόρριψή της δεν συμπύκνωνε, με την επιμονή παραμορφωτικού συμπτώματος, τα χαρακτηριστικά ενός μείζονος προβλήματος που είναι  έκδηλο παντού, στην παραγωγή της ποίησης και σε όλο το φάσμα της υποδοχής της: από την τυχαία ακρόαση ως τη συστηματική ανάγνωση, από το καφενείο ως το σχολείο και  από την ερωτική εξομολόγηση ως τη βάναυση, γεροντική μοναξιά.

     Η γενική διάγνωση, λοιπόν, πρέπει να είναι άλλη, εντελώς διαφορετική από την ατομική υπεκφυγή. Απλούστατα, αυτός ο τρόπος συγχρωτισμού με την ποίηση, ο οποίος μέχρι πρότινος οδηγούσε, ηθελημένα είτε αθέλητα, στην απομνημόνευση ποιημάτων (ηθελημένα, ως άσκηση, και αθέλητα, όπως μετά από πολυετείς αναγνώσεις), αυτός ο τρόπος όχι μόνο δεν συνηθίζεται πια, αλλά θεωρείται παρωχημένος μεν- περίπου εκκεντρικός-ως στοιχείο γενικής παιδείας, ύποπτος δε και ανεπιθύμητος ως παιδαγωγική μέθοδος. Συγχέοντας την παπαγαλία (από την οποία βεβαίως δεν έχουμε απαλλαγεί) με τη μνημοτεχνία, λησμονήσαμε ότι  καλό ποίημα, κατά μία πιθανότατη εκδοχή, είναι εκείνο που εμπιστευόμαστε και επιθυμούμε με όλη μας την καρδιά να το αποστηθίσουμε, να το ενστερνισθούμε και να το πούμε».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή  27/1/2023