Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

30 Σαιξπηρικά σονέτα μεταφρασμένα από τον ποιητή Άγγελο Σ. Παρθένη

 

 

30  Σ α ι ξ π η ρ ι κ ά  Σ ο ν έ τ α

 

ΣΟΝΕΤΟ 61

 

Θέληση δική σου είναι, η εικόνα σου ανοιχτά να κρατά

τα βλέφαρά μου τα βαριά, στην ανήσυχη νύχτα μέσα;

Επιθυμία δική σου είναι, ο ύπνος μου να σταματά

ενώ κατάμουτρα με περιγελούν σκιές που μοιάζουν με σένα;

Το πνεύμα σου είναι μήπως, που εσύ στέλνεις τόσο μακριά

απ’ το σπίτι σου, να χώσει τη μύτη του στις πράξεις μου

να μάθει τις ντροπές μου, τις ώρες μου μ’ ανεμελιά

απ’ ό,τι τέλος πάντων μόνιμα πιάνεται η ζήλεια σου;

Α όχι, η αγάπη σου, αν και σπουδαία, δεν είναι τόσο τρανή·

η δική μου αγάπη είναι, που ξύπνια τα μάτια μου κρατάει

και την ησυχία μου χαλάει, η δική μου αγάπη μόνο, η αληθινή

που φύλακας άγρυπνος πάντα, για χάρη σου φυλάει.

Για σένα ξαγρυπνώ, ενώ εσύ ξυπνάς μακριά

από μένα αλλού, και μ’ άλλους πολύ κοντά.

 

ΣΟΝΕΤΟ 62

 

Τα μάτια μου έχει συνεπάρει της φιλαυτίας η αμαρτία

κι όλη μου τη ψυχή, κάθε μέρος μου ολοκληρωτικά·

και για την αμαρτία αυτή δεν υπάρχει θεραπεία

ριζωμένη είναι μέσα μου, στην καρδιά μου κυριολεκτικά.

Πρόσωπο με χάρη τόση σαν το δικό μου δεν υπάρχει νομίζω

αφοσίωση καμιά τόσο μεγάλη, σώμα κανένα τόσο ιδανικό

κι όσον αφορά την αξία μου, εγώ ο ίδιος την ορίζω

αφού εγώ, για κάθε αξία, κάθε άλλον υπερνικώ.

Όταν ο καθρέφτης όμως, μου δείχνει τον εαυτό μου ειλικρινά

ρημαγμένο και σακατεμένο, σκέτη μαυριδερή αρχαιολογία

τη δική μου αυτή φιλαυτία ανάποδα τη διαβάζω αληθινά·

εαυτός με τέτοια φιλαυτία, θα ήταν μεγάλη κακία.

Συ είσαι (ο δικός μου εαυτός) που παινεύω για εαυτό μου

με την ομορφιά των ημερών σου βάφοντας τα γηρατειά μου.

 

ΣΟΝΕΤΟ 63

 

Κάποτε η αγάπη μου θα φθαρεί, όπως τώρα πλέον εγώ

και θα συντριβεί απ’ το χέρι του Καιρού το καταστροφικό·

όταν ο χρόνος το αίμα του στραγγίσει και το μέτωπό του εδώ

με ρυτίδες και γραμμές γεμίσει, όταν της νιότης του το πρωινό

στων γηρατειών τη νύχτα την απόκρημνη θα ‘χει ταξιδέψει

κι όλες αυτές οι ομορφιές, όπου τώρα βασιλεύει αυτός

θα χάνονται, ή θα ‘χουν χαθεί, δίχως κανείς να τις βλέπει

κλεφτά θα χαθεί μαζί και της άνοιξής του όλος ο θησαυρός:

Για κείνη τη ώρα πραγματικά, οχυρώνω τώρα τα τείχη μου

απέναντι στων γηρατειών το σκληρό, το ανατρεπτικό μαχαίρι

πως ποτέ ο χρόνος δε θα σβήσει τη μνήμη της αγάπης μου

τη γλυκιά της ομορφιά, παρότι του έρωτά μου τη ζωή θα πάρει.

Την ομορφιά του θα βλέπουν, σ’ αυτές τις μαύρες γραμμές

κι αυτές θα ζουν, κι αυτός ολάνθιστος πάντα μέσα σ’ αυτές.

 

ΣΟΝΕΤΟ 64

 

Όταν, απ’ του Καιρού το χέρι το φοβερό, βλέπω χαλασμένα

έργα σημαντικά, από εποχές παρωχημένες που έχουν χαθεί

όταν τα κάστρα τα πανύψηλα βλέπω κάποτε ισοπεδωμένα

και το χαλκό παντοτινό σκλάβο στη θανάσιμη οργή·

όταν τη θάλασσα την αχόρταγη βλέπω να καταπίνει

της στεριάς το βασίλειο στην απλωμένη παραλία

κι απ’ το χώμα το σταθερό, την απλωσιά του νερού να χάνει

τη ζημία με κέρδος αυξάνοντας, και το κέρδος με ζημία·

όταν στην κατάσταση των πραγμάτων τέτοια βλέπω εναλλαγή

και την κατάσταση την ίδια καταδικασμένη να παρακμάσει

η καταστροφή με νουθετεί και σε σκέψεις με οδηγεί:

θ’ αρπάξει την αγάπη μου ο Καιρός όταν θα φτάσει.

Θάνατος η σκέψη αυτή, κανείς δε μπορεί να τη δεχτεί

μόνο να κλάψει, που έχοντάς τη, τρέμει πως θα χαθεί.

 

ΣΟΝΕΤΟ 65

 

Κι η πέτρα, κι ο χαλκός κι η απέραντη θάλασσα κι η στεριά,

αφού η ώρα φθάνει και γι’ αυτά, που σκληρά τα καταβάλλει

πως ν’ αντέξει απέναντι σε τούτη τη λαίλαπα η ομορφιά

που, κι απ’ το λουλούδι ακόμη, δύναμη δεν έχει πιο μεγάλη;

Ω, πως του καλοκαιριού η πνοή η γλυκομύριστη ν’ αντισταθεί

στων ημερών την πολιορκία, στην επέλαση που κατατροπώνει

όταν κι οι βράχοι οι απρόσβλητοι δεν είναι τόσο ανθεκτικοί

μήτε κι οι πύλες οι ατσάλινες, ο Χρόνος όλα τ’ αποσαθρώνει;

Ω, σκέψη φοβερή: Αλίμονο, του Χρόνου το στολίδι το τρανό

απ’ του Χρόνου την αγκαλιά, πού μακριά να κρυφτεί;

Ποιο χέρι δυνατό μπορεί το βήμα του να συγκρατήσει το γοργό

ή τη λεηλασία της ομορφιάς ν’ αποτρέψει, ποιος μπορεί;

Ω, κανείς, εκτός κι αν τούτο το θαύμα μπορέσει να συμβεί:

στο μαύρο μελάνι εκεί, η αγάπη μου πάντα να φεγγοβολεί.

 

ΣΟΝΕΤΟ 66

 

Μπουχτισμένος το θάνατο καλώ, απ’ όλα τούτα να ξεκουραστώ:

αφού την αξία βλέπω ζητιάνα γεννημένη

και το τίποτα φτιασιδωμένο, μες την απόλαυση, απαιτητικό

κι η αγνότερη εμπιστοσύνη, ελεεινά προδομένη

κι η τιμή επιχρυσωμένη, παραπεταμένη αναίσχυντα

κι η παρθενική αρετή, εκπορνευμένη αισχρά

κι ο γνήσια ενάρετος, ντροπιασμένος άδικα

και το σθένος καθηλωμένο, απ’ τη σερνάμενη διαφθορά

κι η τέχνη, απ’ την εξουσία, με χείλια ραμμένα

κι η ανοησία (λέγε δόκτορες) την ικανότητα περιορίζοντας

κι η απλή αλήθεια αφέλεια ν’ αποκαλείται λαθεμένα

και το αιχμάλωτο καλό, το καπετάν-κακό φροντίζοντας.

Μπουχτισμένος μ’ όλ’ αυτά, απ’ όλ’ αυτά θα τ’ ‘σκαγα

μόνο που πεθαίνοντας, την αγάπη μου μόνη της θ’ άφηνα.

 

ΣΟΝΕΤΟ 67

 

Αχ, γιατί με την αρρώστια πρέπει να ζει

και με την ασεβή χάρη της παρουσίας του

όπου η αμαρτία μ’ αυτόν μπροστά προχωρεί

κι απλώνει και δένει τη συντροφιά του;

Γιατί την όψη του ν’ αντιγράφουν με κίβδηλη ζωγραφιά

κι απ’ τη ζωντάνια του, να κλέβουν κάτι μοιάζοντας νεκρό;

Γιατί με πλάγια μέσα να ψάχνει η κατώτερη ομορφιά

ρόδα σκιές, αφού το δικό του ρόδο είναι το αληθινό;

Γιατί πρέπει να ζει, τώρα που η Φύση έχει αποτύχει

από αίμα φτωχή, τις φλέβες τις ζωντανές να ροδίζει

αφού πλούτη άλλα απ’ τα δικά του τώρα αυτή δεν έχει

κι απ’ τα πολλά στερημένη, απ’ αυτόν ζει και κερδίζει;

Ω, για δείγμα τον κρατά, να δείχνει ποιους είχε θησαυρούς

σε καιρούς κατοπινούς, πριν τους κακούς, τους τωρινούς.

 

ΣΟΝΕΤΟ 68

 

Η όψη του εικόνα είναι έτσι, απ’ τις μέρες εκείνες παλιά

όταν η ομορφιά ζούσε κι έσβηνε, όπως τ’ άνθη τώρα κάνουν

πριν τα σημάδια τούτα της ομορφιάς γεννηθούν, τα πλαστά

ή σε κεφάλια ζωντανών έχουν το θράσος να παραμένουν·

προτού τις μπούκλες τις χρυσές αφαιρέσουν

του νεκρού, που στο μνήμα ανήκουν στην ταφή

και σε δεύτερο κεφάλι πάνω, δεύτερη ζωή ζήσουν·

πριν άλλον χαροποιήσει, της ομορφιάς η προβιά η νεκρή:

Ορατά σ’ αυτόν είναι τ’ αρχαία εκείνα χρόνια τα ιερά

χωρίς στολίδι κανένα, αληθινός, ο εαυτός του

χωρίς να ντύνεται άνοιξη, με τα πράσινα άλλου τα χλωρά

χωρίς να κλέβει το παλιό, για να ντύσει νέα την ομορφιά του·

κι αυτόν για δείγμα η Φύση αληθινά θα τον φυλάξει

στη νόθα τέχνη, πως ήταν παλιά η ομορφιά, να δείξει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 69

 

Ό,τι από σένα, τα μάτια του κόσμου πράγματι αντικρίζουν

οι καλοπροαίρετες σκέψεις τίποτα σ’ αυτό δε θα διορθώσουν·

όλες οι γλώσσες (των ψυχών οι φωνές) σου τ’ αναγνωρίζουν

την αλήθεια λέγοντας γυμνή, που κι οι εχθροί θα βεβαιώσουν.

Έπαινοι εξωτερικοί τη μορφή σου την εξωτερική στεφανώνουν·

όμως οι ίδιες αυτές γλώσσες, που τα δικά σου αυτά σου παραχωρούν

άλλα τονίζοντας, ουσιαστικά τον έπαινο αυτό ακυρώνουν

πιο πέρα κοιτάζοντας, απ’ όλα όσα τα μάτια τους θωρούν.

Την ομορφιά του νου σου ψάχνουν εξεταστικά

και εικάζοντας, τη μετρούν με τις πράξεις σου·

ύστερα, με αγένεια, οι σκέψεις τους (αν και τα μάτια τους ευγενικά)

του χόρτου την άθλια μυρουδιά κολλούν στ’ όμορφο λουλούδι σου:

Όμως γιατί η μυρουδιά σου με τη θωριά σου δεν ταιριάζει

φταίει που φυτρώνεις εκεί, στο χώμα το κοινό που λεκιάζει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 70

 

Που σε κατηγορούν, δεν είναι δικό σου ψεγάδι

οι συκοφάντες βάζουν στόχο πάντα τον όμορφο

ύποπτο είναι της ομορφιάς το στολίδι

κοράκι στον ουρανό, στον αέρα τον ολόφρεσκο.

Καλός να’ σαι λοιπόν, κι οι συκοφάντες θα δεχτούν αναγκαστικά

την αξία σου την μεγάλη, που κι ο χρόνος θα την καλοπιάνει αυτή

γιατί της αμαρτίας η πληγή, τα μπουμπούκια τα πιο γλυκά αγαπά

κι εσύ φέρνεις μιαν άνοιξη αμόλυντη και αγνή.

Απ’ των νεανικών χρόνων την ενέδρα ξέφυγες πια

είτε δε σου όρμησαν, είτε βγήκες νικητής αληθινά

όμως ο έπαινός σου αυτός, δεν είναι έπαινος ικανός πια

το φθόνο να σταματήσει, που θα μεγαλώνει παντοτινά:

Αν υποψία κάποια κακού δε σκίαζε τη μορφή σου

κάθε καρδιάς το βασίλειο τότε θα ‘ταν μόνο δικό σου.

 

ΣΟΝΕΤΟ 71

 

Μη με θρηνήσεις σαν πεθάνω, πιότερο απ’ όσο κρατά

η θλιβερή καμπάνα, τον κόσμο πληροφορώντας

πως απ’ τον άθλιο τούτο κόσμο έφυγα, και μ’ αυτά

με τα σκουλήκια, τα ακόμη πιο άθλια κατοικώντας·

όχι, αν τις γραμμές αυτές διαβάσεις, το χέρι αυτό

που τις έγραψε μην το θυμηθείς, γιατί σ’ αγαπώ τόσο

που απ’ τη γλυκιά σου σκέψη θα μπορούσα να σβηστώ

αν η μνήμη μου και μόνο, σου προκαλούσε πόνο.

Ω, αν (λέω)τους στίχους αυτούς μπροστά σου φέρεις

όταν εγώ (ίσως) θα ‘χω με το χώμα πια ενωθεί

ακόμη κι αυτό τ’ όνομά μου το φτωχό, μην τ’ αναφέρεις

μόνο άφησε την αγάπη σου, όπως κι η ζωή μου, να χαθεί

μη κι ο κόσμος ο πολύπειρος το στεναγμό σου εξετάσει

μετά που θα ‘χω εγώ φύγει, κι εσένα κι εμένα χλευάσει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 72

 

Ω, από φόβο μη κι ο κόσμος σε βάλει να μιλήσεις

για ό,τι καλό είχα εγώ, που σ’ έκανε να μ’ αγαπάς

μετά που πεθάνω (ακριβέ μου) για πάντα να με ξεχάσεις

γιατί σε μένα τίποτα δε θα βρεις που αξίζει να εκτιμάς·

εκτός κι αν κάποιο ψέμα επινοήσεις αποτελεσματικό

κι απ’ όσα θετικά έχω, δείξεις για μένα περισσότερα

και τον πεθαμένο εμένα στολίσεις μ’ εγκώμιο πιο δραστικό

απ’ όσο, τσιγκούνα η αλήθεια, θα φανέρωνε προθυμότερα:

Ω, από φόβο μη κι η αγάπη σου η αληθινή, ψεύτικη φανεί

λόγια καλά για μένα, όμως ψεύτικα, από αγάπη παρουσιάζοντας

με το σώμα μου μαζί άφησε και τ’ όνομά μου εκεί να ταφεί

κι άλλο να μη ζει, ούτε μένα ούτε σένα ντροπιάζοντας:

Γιατί όσα εγώ δημιουργώ, είναι ντροπή για μένα

και πράγματα ανάξια εσύ ν’ αγαπάς, ντροπή για σένα.

 

ΣΟΝΕΤΟ 73

 

Ίσως σε μένα αντικρίζεις του χρόνου εκείνη την εποχή

όπου λιγοστά ή καθόλου κίτρινα φύλλα στέκουν αραιά

πάνω σ’ αυτά τα κλαδιά, τρέμοντας στου κρύου την ορμή

χοροστάσια ρημαγμένα, όπου τα πουλιά πριν τραγουδούσαν γλυκά.

Σε μένα βλέπεις, το σούρουπο από μια τέτοια μέρα

καθώς μετά του ήλιου το βασίλεμα, στη δύση ξεθωριάζει

κι έρχεται σύντομα να το καταργήσει η μαύρη νύχτα

του θανάτου ο δεύτερος εαυτός, που όλα στον ύπνο τα σφραγίζει.

Σε μένα βλέπεις, απ’ τη φωτιά εκείνη τη φεγγοβολή

που πάνω στις στάχτες της νιότης τώρα στέκει

σαν σε νεκροκρέβατο, όπου την τελευταία της θ’ αφήσει πνοή

αφού ό,τι την κατατρώει είναι αυτό που την τρέφει.

Το νοιώθεις, η αγάπη σου έτσι γίνεται πιο δυνατή

κι ό,τι σε λίγο θ’ αποχωριστείς, τ’ αγαπάς πιο πολύ.

 

ΣΟΝΕΤΟ 74

 

Χαρούμενος όμως να ‘σαι όταν ο θάνατος με συλλάβει

κι ούτε μ’ εγγύηση μ’ αφήσει, μακριά παίρνοντας εμένα

η ζωή μου κάποιο μερτικό απ’ το ποίημα έχει να λάβει

που σαν μνημείο θα παραμένει για πάντα μ’ εσένα.

Όταν το ποίημα αυτό δεις ξανά, θα δεις πραγματικά

πως σε σένα αφιερώθηκε το μέρος μου το πιο αληθινό:

Το χώμα στο χώμα θα παραδοθεί, όπου ανήκει ουσιαστικά

δικό σου είναι το πνεύμα μου, το μέρος μου το πιο καλό.

Και δε θα χάσεις τότε παρά της ζωής μόνο τ’ απομεινάρι

τη βορά των σκουληκιών, το σώμα μου που θα ‘ναι νεκρό

από ενός δειλού την επίθεση, από ενός αχρείου το μαχαίρι

και παρά είναι ποταπό να το κουβαλά η μνήμη σου αυτό.

Η αξία του είναι σ’ εκείνο που μέσα του κλείνει

κι εκείνο είναι τούτο δω, και τούτο με σένα θα μείνει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 75

 

Για το νου μου λοιπόν είσαι, ό,τι για τη ζωή η τροφή

ή για το χώμα, η μυρωδάτη βροχούλα τρυφερά·

και για τη δική σου γαλήνη, δίνω μάχη γερή

όπως ο φιλάργυρος για τα πλούτη του γερά:

Τώρα περήφανος γεμάτος χαρά, ύστερα όμως

τρέμοντας μη κι ο κλέφτης καιρός κλέψει το θησαυρό του·

τώρα μετρώντας σαν πιο καλό να ‘μαι μαζί σου μόνος

μετά, καλύτερα ο κόσμος να μπορεί να δει  τη χαρά μου:

Κάποτε με την εικόνα σου φτάνω σε κορεσμό

και σύντομα για μια σου ματιά απ’ την πείνα πεθαίνω·

απόλαυσή άλλη καμιά δεν έχω, κι ούτε και κυνηγώ

εκτός απ’ όση από σένα είχα, ή έχω ακόμη να παίρνω.

Έτσι λαχταρώ και μπουχτίζω καθημερινά

αχόρταγος με όλα, ή με όλα μακρινά.

 

ΣΟΝΕΤΟ 76

 

Γιατί ο στίχος μου είναι τόσο γυμνός, χωρίς νέο ρούχο

τόσο χωρίς παραλλαγές ή γρήγορες εναλλαγές;

Γιατί σύμφωνα με τους καιρούς, ματιές αλλού δε ρίχνω

σε τρόπους νεόκοπους, σε λέξεις παράξενες συνθετικές;

Γιατί γράφω πάντα για ένα, για το ίδιο συνέχεια

και τόσο γνώριμα ντυμένη την έμπνευση έχοντας

που τ’ όνομά μου σχεδόν οι λέξεις δηλώνουν αλήθεια

τη γέννησή τους, προς τα που προχωρούν, δείχνοντας;

Ω να ξέρεις, αγάπη μου γλυκιά, πάντα για σένα εγώ γράφω

και θέμα μου μοναδικό ακόμη είναι η αγάπη κι εσύ·

η τέχνη μου είναι η δυνατή, λέξεις παλιές νέες να ντύνω

ξοδεύοντας ξανά ό,τι έχει κιόλας ξοδευτεί:

Γιατί όπως καθημερινά ο ήλιος είναι νέος και παλιός

έτσι κι η αγάπη μου, όσα έλεγε τα λέει συνεχώς.

 

ΣΟΝΕΤΟ 77

 

Ο καθρέφτης θα σου δείξει, πως οι ομορφιές σου ξεθωριάζουν

το ρολόι, πως οι στιγμές σου οι πολύτιμες αποχωρούν·

του νου σου τ’ αποτυπώματα οι άδειες σελίδες θα βαστάζουν

κι απ’ το βιβλίο αυτό, γνώσεις τέτοιες θα σου προσφερθούν:

Οι ρυτίδες που ο καθρέφτης θα σου δείξει αληθινά

θα σου θυμίζουν το στόμα του τάφου το ανοιχτό·

απ’ του ρολογιού τη μουλωχτή σκιά θα μάθεις ειλικρινά

του Χρόνου το πέρασμα στην αιωνιότητα, το ληστρικό.

Όλα αυτά που η μνήμη σου να συγκρατήσει αδυνατεί

στ’ άγραφα κενά εμπιστεύσου τα και θα τα ξανασυναντήσεις

φυλαγμένα τα παιδιά σου, που απ’ το νου σου έχουν γεννηθεί

και στη σκέψη σου τότε απ’ την αρχή νέα θα τα γνωρίσεις.

Όσο συχνά θα τα κοιτάς, κέρδος θα σου χαρίζει

και η εμπειρία αυτή το βιβλίο σου θα πλουτίζει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 78

 

Τόσο συχνά, να ‘σαι η Μούσα μου, σ’ έχω καλέσει

και τέτοια βοήθεια όμορφη ο στίχος μου έχει βρει

που κάθε πένα ξένη τον τρόπο μου έχει υιοθετήσει

και την ποίησή της, με δική σου στήριξη, κυκλοφορεί.

Τα μάτια σου, που τον βουβό μάθαν στα ύψη να τραγουδά

και στον ουρανό ψηλά να πετά τη βαριά την αμάθεια

πρόσθεσαν φτέρωμα στου πολύξερου τα φτερά

και στη χάρη που ήδη έχει, διπλή μεγαλοπρέπεια.

Όμως περήφανος πολύ να ‘σαι, μ’ όσα εγώ δημιουργώ

που από σένα έχουν την επιρροή, κι από σένα έχουν γεννηθεί:

στων άλλων τα γραπτά συνεχώς βελτιώνεις το ύφος τους αυτό

και την τέχνη τους με χάρες, η χάρη σου η γλυκιά την ευλογεί.

Μα είσαι συ όλη μου η τέχνη, κι ανεβάζεις ψηλά

την αμάθειά μου την απρεπή, σ’ επίπεδα γνώσης υψηλά.

 

ΣΟΝΕΤΟ 79

 

Όσο εγώ μόνον ζητούσα τη δική σου βοήθεια

δικοί τους είχαν οι στίχοι μου όλη την ευγενή σου χάρη

τώρα όμως η ποίησή μου η ευγενική φτώχυνε αλήθεια

κι η Μούσα μου ανήμπορη αφήνει άλλον τη θέση της να πάρει.

Τ’ ομολογώ, γλυκέ μου έρωτα, η ύπαρξη η ωραία, εσύ

αξίζεις την προσπάθεια από αξιότερη κάποια πέννα

ωστόσο ό,τι από σένα ο ποιητής σου πράγματι επινοεί

από σένα το κλέβει, και πίσω πάλι το πληρώνει σε σένα:

Αρετή σου δωρίζει, κι έχει τη λέξη αυτή κλέψει

απ’ τη δική σου συμπεριφορά· ομορφιά σου χαρίζει

και στην όψη σου την έχει βρει· να σε παινέψει

δε μπορεί, παρά για ό,τι μόνο σε σένα πάνω ανθίζει.

Λοιπόν, μην τον ευχαριστείς για όσα λέει πραγματικά

αφού εσύ ο ίδιος πληρώνεις, όσα αυτός σου χρωστά.

 

ΣΟΝΕΤΟ 80

 

Αχ, όταν για σένα γράφω, πόσο μ’ εξουθενώνει

που πνεύμα καλύτερο τ’ όνομά σου χρησιμοποιώντας

σε παινέματα όλη του τη δύναμη αφιερώνει

και τη γλώσσα μου φιμώνει για τη φήμη σου μιλώντας.

Όμως αφού η αξία σου (μεγάλη σαν τη θάλασσα κι αυτή)

το περήφανο μα και το ταπεινό πλοίο δέχεται πραγματικά

το θρασύ μου μπάρκο (κατώτερο απ’ το δικό του κατά πολύ)

στη θάλασσά σου την πλατιά αρμενίζει πεισματικά.

Η βοήθειά σου στα ρηχά, για να με κρατά στον αφρό είναι

ενώ αυτός πάνω απ’ τα βάθη σου τα σιωπηλά προχωρά

ή εγώ (έχοντας τσακιστεί) καράβι ανάξιο θα είμαι

καραβέλα αυτός πανύψηλη, περήφανη αρκετά.

Όμως αν αυτός θριαμβεύσει, κι εγώ έχω ναυαγήσει

το πιο κακό είναι: η αγάπη μου θα μ’ έχει καταποντίσει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 81

 

Είτε τον επιτάφιό σου για να γράψω, θα ζήσω εγώ

είτε εσύ θα ζεις, όταν εγώ στο χώμα θα ‘χω αφανιστεί

ο θάνατος δε θα μπορεί τη μνήμη σου να σβήσει απ’ εδώ

παρόλο που κάθε κομμάτι από μένα θα ξεχαστεί.

Τ’ όνομά σου ζωή αθάνατη στο εξής θα κερδίσει

ενώ εγώ, άμα χαθώ, για όλο τον κόσμο θα ‘μαι χαμένος·

κι η γη δεν πρόκειται παρά τάφο κοινό να μου χαρίσει

όταν εσύ στα μάτια των ανθρώπων θα ‘σαι θαμμένος:

Μνημείο σου θα ‘ναι οι ευγενείς στίχοι μου

και μάτια θα τους διαβάζουν, που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί

και γλώσσες που θα πλαστούν, θα μιλούν για την παρουσία σου

όταν στον κόσμο, όσοι τώρα ανασαίνουν, όλοι θα ‘χουν χαθεί·

πάντα θα ζεις εσύ (τέτοια της πέννας μου η πνοή)

στα χείλη των ανθρώπων, όπου πνέει αναπνοή.

 

ΣΟΝΕΤΟ 82

 

Τ’ ομολογώ, δεν είχες τη Μούσα μου παντρευτεί

έτσι δε χρειάζεται ντροπή να νοιώθεις διαβάζοντας

τις λέξεις αφιέρωσης που κάθε ποιητής χρησιμοποιεί

για το θέμα του το ωραίο, κάθε βιβλίο παινεύοντας.

Με ομορφιά αλλά και με γνώση είσαι προικισμένος

βρίσκοντας πως η αξία σου ξεπερνά τα υμνητικά μου λόγια

έτσι σε μέρες πιο προχωρημένες, είσαι αναγκασμένος

απ’ την αρχή να γυρέψεις, σφραγίδα πιο καινούργια .

Καν’ το αγάπη μου· όμως στην έμπνευσή τους ειλικρινά

ρητορείες προσφέρουν αυτοί και ζορισμένες γραφές

εσένα, αληθινά όμορφο, σ’ ένοιωθε ο φίλος σου αληθινά

μιλώντας την αλήθεια, με λέξεις αληθινές κι απλές·

και το κραυγαλέο τους φτιασίδι, θα ‘χε καλύτερη χρήση

σε πρόσωπα άψυχα ανεμικά· εσένα θα σε κακοποιήσει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 83

 

Δεν είδα να χρειάζεσαι ποτέ φτιασίδια βασικά

κι έτσι φτιασίδια δεν άπλωσα στην ομορφιά σου

πίστεψα (ή νόμισα απλά), πως ανάγκη δεν είχες τελικά

το χρέος του ποιητή, την άχρηστη προσφορά του:

κι έτσι αποκοιμήθηκα και δεν ασχολήθηκα με σένα

που εσύ ο ίδιος, παρών εδώ, ίσως δείξεις ουσιαστικά

πόσο λίγο χρειάζεται για να κοντύνει η μοντέρνα πέννα

μιλώντας γι’ αξίες, και ποια αξία σου αυξάνει πραγματικά.

Τη σιωπή μου αυτή, θεωρείς αμαρτία μου βλέπω

που μένοντας βουβός, θα ‘ναι δικό μου μάλλον μεγαλείο

γιατί εγώ, μένοντας σιωπηλός, την ομορφιά δε βλάπτω

όταν άλλοι που υπόσχονταν ζωή, στήνουν μαυσωλείο.

Σε μια και μόνη απ’ τις ματιές σου ζει πιότερη ζωή

απ’ όση στα εγκώμια κι απ’ τους δυο σου ποιητές μαζί.

 

ΣΟΝΕΤΟ 84

 

Ποιος λέει τα πιο πολλά, ποιος μπορεί να πει πιο πολλά

απ’ τον πλούτο που ‘χει ο έπαινος: συ είσαι, ο μόνος εσύ

όπου και τ’ απόθεμα, στα δικά σου όρια μέσα τα κλειστά

για το πρότυπο, απ’ όπου ο ισάξιός σου θ’ αναπτυχθεί.

Φτώχεια κάτισχνη την πέννα εκείνη ταλαιπωρεί

που στα θέματά της ούτε λίγη έστω δόξα δε δωρίζει

για σένα όμως όποιος γράφει, αν να περιγράψει μπορεί

ότι συ είσαι συ, αξία στην ιστορία του έτσι χαρίζει.

Ας τον ν’ αντιγράψει μόνο, ό,τι σε σένα είναι ιστορημένο

χωρίς να βλάπτει, ό,τι η φύση έπλασε τόσο λαμπερό

κι ένα τέτοιο αντίγραφο θα κάνει το πνεύμα του φημισμένο

το ύφος της γραφής του δείχνοντας σ’ όλους θαυμαστό.

Στις όμορφες ευλογίες σου, ο ίδιος εσύ μια κατάρα εκεί βάζεις

αφού για έπαινο διψάς, χειρότερους τους επαίνους σου βγάζεις.

 

ΣΟΝΕΤΟ 85

 

Η Μούσα μου η γλωσσοδεμένη, σιωπηλή μένει ευγενικά

ενώ περιγραφές που σ’ επαινούν, πλούσια συμπληρωμένες

με πέννα χρυσή καταγράφουν τα δικάσου χαρακτηριστικά

με φράσεις σπουδαίες, απ’ όλες τις Μούσες καταγραμμένες.

Καλές σκέψεις κάνω, άλλοι καλές λέξεις γράφουν

και πάντα φωνάζω ‘Αμήν’, όπως οι αγράμματοι κληρικοί

για κάθε ύμνο που πνεύματα άξια προσφέρουν

με πέννα εκλεπτυσμένη, και μορφή αστραφτερή.

Ακούγοντας να σ’ επαινούν, ‘έτσι είναι, αληθινά’ λέω σε μένα

και στον πιο μεγάλο έπαινο, προσθέτω επιπλέον κάτι·

όμως στη σκέψη μου αυτό, που την αγάπη της για σένα

(ενώ τα λόγια έρχονται τελευταία), τη βάζει στη σειρά πρώτη.

Λοιπόν, άλλους να εκτιμάς για τις λέξεις τους, καθώς ηχούν

εμένα, για τις βουβές μου σκέψεις, που στην ουσία μιλούν.

 

ΣΟΝΕΤΟ 86

 

Ήταν τα φουσκωμένα καμαρωτά πανιά των φοβερών στίχων του

για το έπαθλο, (τον πολύτιμο τόσο) εσένα σαλπάροντας

που στο μυαλό μου μέσα έθαψαν τις ώριμες ιδέες μου

τη μήτρα όπου μέσα της μεγάλωναν, τάφο τους κάνοντας;

Ήταν το πνεύμα του, δασκαλεμένο από πνεύματα να ιστορεί

από θανατερό απόγειο ψηλά, που κάτω μ’ έριξε πεθαμένο;

Όχι, ούτε αυτός, ούτε της νύχτας οι συνεργάτες του αυτοί

βοηθώντας τον, άφησαν το στίχο μου κεραυνοβολημένο.

Ούτε αυτός, ούτε η σκιά εκείνη η γνώριμη, η φιλική

που μέσα στη νύχτα μ’ εξυπνάδα τον ξεγελούσε

μπορούν να κομπάσουν νικητές, για τη δική μου σιωπή·

ο φόβος τους δε μ’ άγγιζε, άρρωστο δε με κρατούσε.

Όμως όταν η παρουσία σου τη γραφή του πλημμύρησε

χωρίς θέμα έμεινα πια, και η γραφή μου εξασθένισε.

 

ΣΟΝΕΤΟ 87

 

Άντε γεια, παρά είσαι πολύτιμος να ‘σαι στην κατοχή μου

και πόσο σ’ εκτιμούν, το γνωρίζεις πιθανώς·

της αξίας σου το δικαίωμα, σου δίνει την ελευθερία σου:

οι αξιώσεις μου πάνω σου, είναι περιορισμένες εντελώς.

Πώς εγώ σε κρατώ, αφού μόνο εσύ το παραχωρείς

κι όλον αυτόν τον πλούτο, πόσο τον αξίζω αληθινά;

Αιτία για το δώρο τούτο σε μένα να βρεις δε μπορείς

και το προνόμιό μου έτσι, πίσω στον εκχωρητή γυρνά.

Εσύ τον εαυτό σου έδωσες, την αξία σου τότε μη γνωρίζοντας

ούτε κι εμένα, που μου δόθηκες, ή αλλιώς με παρεξήγησες·

έτσι το δώρο σου το μεγάλο, με την άρνηση μεγαλώνοντας

σπίτι του γυρνά ξανά, αφού καλύτερα έτσι αποφάσισες.

Σε είχα κάποτε λοιπόν, όπως όνειρο κολακευτικό

στον ύπνο βασιλιάς, το ξύπνημα όμως αποθαρρυντικό.

 

ΣΟΝΕΤΟ 88

 

Όταν τη διάθεση αισθανθείς πως για σένα δε μετρώ

και σε βλέμματα περιφρόνησης εκθέσεις τη δική μου αξία

ενάντια στον εαυτό μου, στο πλευρό σου θ’ αγωνιστώ

την αρετή σου ν’ αποδείξω, αν κι ένοχος είσαι για ψευδορκία:

Με τις αδυναμίες τις δικές μου, είμαι καλά εξοικειωμένος

και μια ιστορία μπορώ να στήσω, το μέρος σου παίρνοντας

για σφάλματα κρυμμένα, που μ’ αυτά είμαι φορτωμένος

κι έτσι δόξα μεγάλη θα κερδίσεις εσύ, εμένα χάνοντας.

Ακόμη κι εγώ, μ’ όλο αυτό, κερδισμένος θα βρεθώ

κι όπως οι στοργικές σκέψεις μου όλες, σε σένα κυλούν

τα τραύματα που στον εαυτό μου ο ίδιος προκαλώ

εσένα ωφελώντας, διπλά εμένα ωφελούν.

Τέτοια είναι η αγάπη μου, κι ανήκω σε σένα τόσο

που για το δίκιο σου, όλο το άδικο θα σηκώσω.

 

ΣΟΝΕΤΟ 89

 

Πες, πως για κάποιο φταίξιμο μ’ αρνήθηκες ουσιαστικά

και για το παράπτωμα αυτό, εξηγήσεις αμέσως θα δώσω·

πες για την αναπηρία μου, και θα κουτσαίνω πραγματικά

στην κρίση σου κόντρα όμως, αντίλογο δε θα υψώσω.

Μικρό το κακό, αγάπη μου, εμένα ταπεινώνοντας

έχοντάς το πρόσχημα για ό,τι επιθυμείς, την αλλαγή·

μόνος μου θα ταπεινωθώ, τη θέλησή σου ξέροντας

ξένος θα δείχνω, την οικειότητα θα πνίξω τη στοργή

απ’ τις βόλτες σου θ’ απουσιάσω, και στη γλώσσα μου

το γλυκό σου όνομά το αγαπημένο, δε θα κατοικεί πια

μη τυχόν κι εγώ (ο βέβηλος) γίνω αιτία για το κακό σου

και τυχαία μιλήσω για την οικειότητά μας την παλιά.

Για σένα, κόντρα σ’ εμένα, ορκίζομαι ν’ αγωνιστώ

γιατί αυτόν που μισείς, δεν πρέπει εγώ ν’ αγαπώ.

 

ΣΟΝΕΤΟ 90

 

Μίσησέ με λοιπόν, όποτε το θελήσεις, αν ποτέ, τώρα

τώρα, που ο κόσμος έχει στραφεί και τις πράξεις μου χτυπά

γονάτισέ με, συμμάχησε με της Τύχης την κακιά ώρα

όμως απρόσμενα μην έλθεις, με μιαν απώλεια μετά.

Αχ, όταν η καρδιά μου έχει ξεπεράσει αυτό τον καημό

μη χτυπάς πισώπλατα, τη συμφορά ζωντανεύοντας·

μην κάνεις τη ανεμόδαρτη νύχτα, βροχερό πρωινό

την ανατροπή που έχεις σχεδιάσει παρατείνοντας.

Αν θέλεις να μ’ αφήσεις, μη μ’ αφήσεις στο τέλος αργά

όταν μικρές άλλες λύπες θα ‘χουν κάνει το δικό τους κακό

αλλά με την πρώτη επέλαση έλα· έτσι τα πιο σκληρά

απ’ της Τύχης την ισχύ τη βίαιη, στην αρχή θα τα γευτώ·

κι άλλα ζόρικα χτυπήματα, που τώρα συμφορές μοιάζουν

στη δική σου απώλεια μπροστά, συμφορές δε θα δείχνουν.

 

Άγγελος   Σ.  Παρθένης

Συμβουλεύτηκα κυρίως:

1. HELEN VENDLER 'The Art of Shakespeare's Sonnets',  The Belknap press of Harvard University press, 1997

2. WIKIPEDIA

3. Site of Oxquarry Books Ltd  'Shakespeare's Sonnets'

 

Σημειώσεις:

 

Ο Άγγελος Σ. Παρθένης είναι ποιητής και μεταφραστής. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται πάνω στα 154 Σονέτα του άγγλου ποιητή και δραματουργού. Από την ανέκδοτη μεταφραστική του δουλειά μεταφέρω 30 από τα Σαιξπηρικά Σονέτα. Τον ευχαριστώ για τηνάδεια της ανάρτησης.


Μια δεύτερη μεταφραστική ματιά

 

«Αν μπορούσε να βελτιωθεί κάπως το «Τόμ Ο’ Μπέντλαμ», ως προς την ποιητική του, θα έβρισκε αντίπαλους στα σονέτα και τα θεατρικά έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Παρακάτω θα αναφερθώ διεξοδικά στο πώς μπορούμε να αναγνώσουμε  τον Άμλετ., επί του παρόντος θα σταθώ σε κάποια Σονέτα. Μιά και ο Σαίξπηρ ήταν, καθώς έλεγε ο Μπόρχες, ο καθείς και ο κανένας, μπορούμε να πούμε πώς τα Σονέτα είναι ταυτόχρονα αυτοβιογραφικά και οικουμενικά, προσωπικά και απρόσωπα, ειρωνικά και παθιασμένα, ομοφυλοφιλικά και ετεροφυλοφιλικά, σπαραγμένα και αρραγή. Μου φαίνεται κατάλληλη η στιγμή να προειδοποιήσω τον αναγνώστη πόσο άχρηστο είναι το δόγμα που ισχυρίζεται πώς το «εγώ» που μιλάει στο ποίημα είναι πάντοτε μία μάσκα ή ένα προσωπείο και όχι ανθρώπινος χαρακτήρας. Το «εγώ» των σαιξπηρικών Σονέτων είναι ο θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, δημιουργός του Φάλσταφ, του Άμλετ, της Ροζαλίντας, του Ιάγου και της Κλεοπάτρας. Όταν διαβάζουμε τα Σονέτα ακούμε μιά δραματική φωνή, μιά φωνή που μοιάζει και δεν μοιάζει στον  Άμλετ. Το ότι δεν μοιάζει έγκειται στο ότι ακούμε τον ίδιον τον Σαίξπηρ, ο οποίος δεν είναι απόλυτα δική του δημιουργία. Ωστόσο η ομοιότητα ανάμεσα στον «Ουίλλιαμ» των Σονέτων και τον Άμλετ ή τον Φάλσταφ παραμένει’ ο Σαίξπηρ με θλίψη και συμπόνια λαξεύει χοντρικά την εικόνα του εαυτού του, μολονότι δεν μπορεί να τη μορφοποιήσει εντελώς. Η στοχαστική φωνή στα Σονέτα φροντίζει να αποστασιοποιηθεί από τον πόνο της, ή και από την ταπείνωση πολλές φορές. Ακούμε να αναδύεται μιά ιστορία που  θα μπορούσαμε ν την ονομάσουμε προδοσία, ωστόσο ποτέ δεν ακούμε για το θάνατο της αγάπης-μολονότι οι λόγοι του θανάτου της υπάρχουν», σελ.148. στο «Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, σ.148-153. Harold  Bloom, Πώς και Γατί Διαβάζουμε. Εισαγωγή: Ουίλλιαμ Σούλτς. Μετάφραση: Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εκδ΄. παραφερνάλια- τυπωθήτω, Αθήνα 2004.

 

    Συζητώντας με τον ποιητή και μεταφραστή Άγγελο Σ. Παρθένη, συμφώνησε, να 

παραθέσω ορισμένες μεταφράσεις των

Σαιξπηρικών Σονέτων από αυτές που έχουν κυκλοφορήσει τις τελευταίες δεκαετίες και μπορεί ο αναγνώστης να βρει στα

βιβλιοπωλεία ή τις βιβλιοθήκες, ή συναντάμε όλοι μας σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η ελληνική μεταφραστική διαδρομή των

Σαιξπηρικών Σονέτων  αρχινά όπως μας δηλώνουν οι σχετικές αναφορές την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου, για την

ακρίβεια το 1911. Όταν ο γεννηθείς στην Ερμούπολη της Σύρου, πρόωρα χαμένος νεαρός ποιητής και μεταφραστής

Μανώλης Κ. Μαγκάκης (1891-21/10/1918) εκδίδει το βιβλίο «Σαίξπηρ, Σονέττα. Μεταφραστής: Μανώλης Κ.

Μαγκάκης. Αθήναι 1911.[Τυπογραφείο Κρανιωτάκη. <Οδός> Γεωργίου Σταύρου 3». Βλέπε «Μανώλης Μαγκάκης.

Μια παρουσίαση από τον Γιάννη Παπακώστα» εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σ.18 σημείωση 9. Ο Γ. Παπακώστας

μάλιστα, προσθέτει και την εξής πληροφορία: «… έως το 1938 βιβλίο με σονέττα του Σαίξπηρ στα ελληνικά δεν απαντά,».

νεαρός ποιητής Μανώλης Κ. Μαγκάκης ασχολήθηκε συστηματικά μεταφράζοντας Άγγλους ποιητές και πεζογράφους

εκτός από έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, όπως ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, εστέτ Όσκαρ Ουάιλντ. Έκτοτε, η

πορεία των ελληνικών μεταφράσεων των θεατρικών έργων, των ποιημάτων και των σονέτων του άγγλου δραματουργού

Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ υπήρξε ανοδική, ραγδαία όπως μας λένε οι σχετικές πηγές. Ιδιαίτερα η θεατρική παραγωγή του

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, αγαπήθηκε από το ελληνικό θεατρόφιλο κοινό και τους ελληνικούς θεατρικούς θιάσους και τα έργα του

εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ανεβάζονται από τις εθνικές κρατικές και ιδιωτικές σκηνές. Ενώ, έχουν γραφεί

εκατοντάδες άρθρα για τον ίδιο και την συγγραφική του πορεία και έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά αρκετές μελέτες,

πάνω στο Σαιξπηρικό corpus.

Ας μνημονεύσουμε ορισμένα ονόματα μεταφραστών. Ρόης Παπαγγέλου, Θεόδωρος Γ. Ρούσσος, Κώστας Κουτσουρέλης,

Άγγελος Δόξας, Νίκος Ποριώτης, Βάσος Χανιώτης, Μαρία Τόμπρου κ.ά. (Το όνομα της μεταφράστριας Μαρίας Τόμπρου

το αναφέρω μια και στην μετάφρασή της του έργου «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ, εκδ.

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006 στις μεταφράσεις σαιξπηρικών σονέτων δεν αναφέρεται όνομα

μεταφραστή). Ελληνικές Μεταφράσεις ποιημάτων και σονέτων του Σαίξπηρ δημοσιευμένες σε διάφορα ελληνικά

λογοτεχνικά περιοδικά όπως η «Νέα Εστία», η «Ελληνική Δημιουργία», η «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», τα «Πειραϊκά

Γράμματα» η «Ποίηση» κλπ. Κλασικές και μνημειώδεις, διαχρονικές, παραμένουν οι μεταφράσεις

θεατρικών έργων και ποιημάτων του William  Shakespeare, από το ζεύγος των ποιητών και μεταφραστών, μελετητών,

Βασίλη Ρώτα- Βούλας Δαμιανάκου. Βλέπε: William Shakespeare, ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ. Εισαγωγή και μετάφραση

ΒΑΣΙΛΗ ΡΩΤΑ- ΒΟΥΛΑΣ ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Ιανουάριος 1978, σ.176. Μεταφράζονται και

τα 154 Σαιξπηρικά Σονέτα. Οκτώ χρόνια νωρίτερα, μέσα στην επταετία, 1970, εκδόθηκε η μετάφραση του Βάσου

Χανιώτη,  «ΣΑΙΞΠΗΡ, ΤΑ ΣΟΝΝΕΤΑ», εκδ. Αθήνα 1970, (τύποις Μαντζαρόλα, οδός Γερανίου 9) σ.96. Και ο Βάσος

Χανιώτης του οποίου μεταφράσεις είχαν προ-δημοσιευθεί σε περιοδικά, "Ελληνική Δημιουργία" μεταφέρει στα ελληνικά και τα 154 Σονέτα.

Τριάντα σχεδόν χρόνια αργότερα-από όσο μπορώ να γνωρίζω, κυκλοφορεί το βιβλίο του ποιητή και μεταφραστή Διονύση

Καψάλη, «ΟΥΙΛΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ, 25 ΣΟΝΕΤΑ», μετάφραση-επίμετρο Διονύσης Καψάλης, εκδ. Άγρα, Αθήνα,

Νοέμβριος 1998, σ.64. Την έκδοση σχεδίασε και επιμελήθηκε ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος, ενώ τις τυπογραφικές

διορθώσεις είχε ο κριτικός και ποιητής Παντελής Μπουκάλας. Ορισμένες μεταφράσεις είχαν προδημοσιευτεί σε

λογοτεχνικά περιοδικά. βλέπε "Ποίηση" Ο ποιητής Διονύσης Καψάλης μεταφράζει τα νούμερα: I.II.III.IV.V.VI.VIII.XVIII.XXVIXXIX.

XXX. L. LIII. LXV. LXXI. LXXII. LXXIII. LXXIV. LXXV. LXXVI. XCIV. XCVII. CV.CVI. CXXVIII. Την ίδια χρονιά

στην Αθήνα, Μάιος 1998, οι εκδόσεις «στιγμή», εκδίδουν το βιβλίο «Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ΣΟΝΕΤΑ» Εισαγωγή-επιλογή-

μετάφραση Στυλιανός Αλεξίου,  σ.50. Την έκδοση σχεδίασε και επιμελήθηκε ο Αιμίλιος Καλιακάτσος ενώ οι

τυπογραφικές διορθώσεις έγιναν από την Μαρία Ιωάννου. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1989. Τα Σονέτα ή τα αποσπάσματα

αναγράφονται με τους λατινικούς αριθμούς. Σύνολο 26. Τα εξής: VXIIXVXVIXVIIIXIXXXIIXXIII, XXVII, XXIX,

XXX, XXXI, XXXVII, XLIII,  XLIV, LII, LXI, LXV, LXXI, LXXIII, LXXVI, LXXVII, XCVIIM CIV, CXXVIII,

CXXXII. Τον Δεκέμβριο του 2005 στην Αθήνα οι εκδόσεις «αΝεΜοΔείΚΤηΣ» κυκλοφορούν το μικρού μεγέθους βιβλίο,

«Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ΣΟΝΕΤΑ» μετάφραση Χριστίνα Μπάμπου- Παγκουρέλη, σελ. 106. Η δίγλωσση αυτή έκδοση όπως

μας λέει στην τρισέλιδη Εισαγωγή της η μεταφράστρια Χ. Μ. Παγκουρέλη: «Η συγκεκριμένη συλλογή περιλαμβάνει

πενήντα από τα Σονέτα του Σαίξπηρ κάποια από τα οποία θα αποτελούσαν υλικό για θεατρική παράσταση ενώ κάποια

άλλα είναι προσωπική επιλογή. Παρουσιάζονται εδώ με τον αριθμό που έχουν στην αγγλική έκδοση και όχι αριθμημένα

από το ένα έως το πενήντα. Η πρόκληση και το στοίχημα αυτής της μετάφρασης ήταν να κρατηθεί η ομοιοκαταληξία και ο

ρυθμός των σαιξπηρικών ποιημάτων χωρίς όμως να θυσιαστούν προς χάριν του ύφους ή της μετρικής κομψότητας το

νοηματικό βάθος και η λυρικότητά τους»., σ.8. Η έκδοση περιλαμβάνει τα νούμερα: (I, 11, VIII, XV,XVIII, XXIII, XXX,

XXXI, XXXV, XXXVI, XXXIX, XL, XLI, XLII, XLVII, LV, LVI, LVII, LVIII, LXI, LXII, LXIV, LXXI, LXXXVII,

LXXXIX, XCI, XCII, XCIII, XCIV, XCV, XCVI, XCVII, CIV, CVII, CIX, CXIII, CXVI, CXVII, CXX, CXXIX, CXXX,

CXXXII, CXXXVII, CXXXVIII, CXLIV, CXLVII, CLI, CLIII.). Οι εκδόσεις “Gutenberg”, Αθήνα, Απρίλιος 2016,

σελ.342 εκδίδουν την δίγλωσση έκδοση “WILLIAM  SHAKESPEARE, (Shakespeares Sonnets) ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ.

Εισαγωγή- Μετάφραση Λένια Ζαφειροπούλου. Ο σχεδιασμός της έκδοσης είναι του Γιάννη Μάμαη, η επιμέλεια της

Ζωής Μπέλλα, ενώ η Μαρία Ράμμου είχε τις διορθώσεις των τυπογραφικών δοκιμίων. Είναι η πληρέστερη και αρτιότερη

έκδοση στα ελληνικά που κυκλοφορεί για τα Σονέτα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Πολύ σημαντική δουλειά, χρήσιμη και

κατατοπιστική η εισαγωγή και τα σχόλια της μεταφράστριας Λένιας Ζαφειροπούλου. Αντιγράφουμε από την Εισαγωγή,

«Τί (δεν) γνωρίζουμε για τα σονέτα του Σαίξπηρ», σ.7:

«Πριν ακόμα πλησιάσεις τα σονέτα, έχεις ακούσει ότι κατέχουν ιδιαίτερη θέση μέσα στο σαιξπηρικό οικοδόμημα. Τα

Σονέτα είναι σου λένε ερωτική αυτοβιογραφία, ο δεσμός μ’ έναν ωραίο νέο, η σχέση με κάποια μαύρη κυρία. Είναι μιά

Περιστρεφόμενη πόρτα που δε οδηγεί σε ενδότερα διαμερίσματα, ίσως και στην κρεβατοκάμαρα του ποιητή. Φθάνεις

λοιπόν σ’ αυτήν την πόρτα και απλώνεις το χέρι να την περιστρέψεις και να βρεθείς εκεί που σου υποσχέθηκαν. Και τότε

βλέπεις ότι δεν πρόκειται καθόλου για πόρτα. Αυτό που μάταια περιστρέφεις είναι ένας κύλινδρος που σε εμποδίζει να

μπεις στο δωμάτιο του ποιητή. Είναι φανερό: τα σονέτα σε δελεάζουν με αποκαλύψεις και περιπαίζουνε την περιέργειά

σου. Από την άλλη μεριά του τοίχου ακούς τη φωνή του ποιητή: κάποιον προτρέπει, κάποιον επιτιμά, κάποιον ικετεύει,

κάποιον υμνεί. Να ‘ναι κι άλλοι μαζί του; Ανώφελη η περιέργεια. Ποτέ δεν θα το μάθεις αυτό. Ποτέ δεν θα δεις ούτε το

πρόσωπο του ποιητή ούτε τους φίλους του-αν υπάρχουν. Θα φύγεις όμως χορτάτος από τέχνη. Και πεινασμένος από

περιέργεια.». Για την δομή και την θεματολογία των Σαιξπηρικών Σονέτων και την προϊστορία της αγγλικής έκδοσής τους,

σημειώνει η μεταφράστρια Λένια Ζαφειροπούλου, σελ.8:

«Το έργο Σονέτα του Σαίξπηρ (Shakespeares Sonnets) δημοσιεύτηκε για πρώτη  φορά στα 1609 από τον Thomas

Thorpe  στο Λονδίνο. Αυτή η πρώτη έκδοση, ονομαζόμενη Quarto, είναι ό,τι παλαιότερο έχουμε, καθώς χειρόγραφα δεν

σώζονται. Δεν ξέρουμε τίποτε για τις λεπτομέρειες αυτής της έκδοσης, αν ο εκδότης είχε τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή ή

αν ο Σαίξπηρ επιμελήθηκε ο ίδιος την τελική μορφή του χειρογράφου, τη σειρά των ποιημάτων κ.λπ. Το βιβλίο

αφιερώνεται από τον εκδότη σε κάποιον κύριο Γ.Χ. (Mr. W.H.), του  οποίου η ταυτότητα είναι άγνωστη. (βλ. σελ.20).

Το έργο αποτελείται από 154 άτιτλα, αριθμημένα σονέτα με την ίδια πάντα δομή: τρία τετράστιχα, με ομοιοκαταληξία

πλεκτή και διαφορετική στην κάθε στροφή, και ένα συμπερασματικό δίστιχο με ζευγαρωτή ρίμα. Εξαίρεση σ’ αυτήν τη

μορφή αποτελούν το δεκαπεντάστιχο σονέτο 99 και το δωδεκάστιχο 126 αποτελούμενο από 6 δίστιχα με ζευγαρωτή ρίμα.

Τα σονέτα 1-126 απευθύνονται σε έναν νεαρό άνδρα. Τα σονέτα 127-154 απευθύνονται στη μαύρη κυρία (black lady),

όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, παρόλο που οι λέξεις black lady δεν απαντώνται πουθενά στο έργο. Πρόκειται για μια

μελαχρινή ερωμένη, πλασμένη από τον Σαίξπηρ με πείσμα όλων των ξανθών πετραρχικών και ελισαβετιανών προτύπων

γυναικείου κάλλους και αρετής».

Δεν θα μπορούσαμε να κλείσουμε το μικρό σύγχρονο μεταφραστικό σεργιάνι στα ΣΟΝΕΤΑ του Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ, και να μην αναφέραμε την έκδοση «ΟΥΙΛΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ,

 ΣΟΝΕΤΑ», μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς, γ΄ έκδοση, εκδ. «αντίποδες», Αθήνα, Ιούλιος 2021, σ.78. Την δίγλωσση έκδοση επιμελήθηκαν οι Στέλλα Ζουμπουλάκη και

ο Κώστας Σπαθαράκης. Εξαιρετική δουλειά όπως και οι άλλες του μεταφραστή της ποίησης Ερρίκου Σοφρά. Το βιβλίο

Χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος έχουμε τα μεταφρασμένα στα ελληνικά ποιήματα σ.9-32. Ακολουθούν τα

αντίστοιχα πρωτότυπα, σ.35-38. Και οι σημειώσεις σ.61-75. Τα 24 Σονέτα προέρχονται από τα νούμερα: 1,18,20,29. 30,

34, 55, 57, 60, 61,66, 71, 73, 87,90, 94, 97, 107, 116, 121, 126, 129, 130, 138. Όπως πληροφορούμαστε από τις σημειώσεις

σ.73-74:

«Η πρώτη μετάφραση των 154 σονέτων γίνεται στα γερμανικά το 1787 από τον κριτικό και ιστορικό της λογοτεχνίας

Johann Joachim Eschenburg. Θα ακολουθήσουν περισσότερες από τριακόσιες μεταφράσεις τους, από τις οποίες εβδομήντα

οχτώ θα είναι πλήρεις. Στα γερμανικά τα Σονέτα είναι το πιο πολυμεταφρασμένο έργο μετά τη Βίβλο (ο Τζωρτζ Στάινερ

στο Μετά τη Βαβέλ κάνει λόγο για γερμανική Shakespearomanie).  Έκδοση- σταθμός, η έμμετρη απόδοση τους το 1909

από τον συμβολιστή ποιητή Στέφαν Γκεόργκε, μαθητή και φίλο του Μαλλαρμέ και του Βερλαίν. Το 1967, τρία χρόνια πρίν

την αυτοκτονία του, ο Πάουλ Τσέλαν τυπώνει σε αυτοτελή έκδοση 21 σονέτα, που τα πρωτοδιαβάζει ως μαθητής και

μεταφράζει κάποια απ’ αυτά το 1941στο γκέτο του Τσέρνοβιτς (ανάμεσά τους και το 57, “Being your slave”).

Η πρώτη μετάφραση ολόκληρης της συλλογής στα γαλλικά έγινε το 1857 από τον Φρανσουά- Βικτόρ Ουγκώ, γιο του

Βικτόρ Ουγκό (που μετέφρασε, στη σύντομη ζωή του, και όλα τα θεατρικά του Σαίξπηρ). Άλλες σημαντικές μεταφράσεις

Ολόκληρης της ακολουθίας, από τον Πιερ Ζαν Ζουβ το 1937 και τον Υβ Μπονφουά το 2007 (οι δύο επιφανείς ποιητές

Μετέφρασαν και θεατρικά του Σαίξπηρ). Στα ιταλικά ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι δημοσίευε το 1946 τη μετάφραση σαράντα

σονέτων και ο Εουτζένιο Μοντάλε το 1948 τα εξής τρία: 22,33 και 48.

Το 1911 ο εικοσάχρονος ποιητής Μανώλης Μαγκάκης (1891-1918) μετέφρασε και τύπωσε σε αυτοτελή έκδοση στην

Αθήνα δεκατρία σονέτα. Είναι η πρώτη μετάφραση των Σονέτων στη γλώσσα μας.».

Πρόθεσή μου σε αυτό το σημείωμα, δεν είναι μία μεταφραστική αντιπαράθεση ή συγκριτική αξιολόγηση των

Σαιξπηρικών Σονέτων, νοηματική διαφοροποίηση, ερμηνευτική προσέγγιση, όπως την διαβάζουμε στα διάφορα παλαιά και

σύγχρονα περιοδικά, ή έχουν συγκεντρωθεί σε βιβλίο και κυκλοφορούν στο εμπόριο. Ούτε να αντιπαραβάλλω ή να

συσχετίσω, μεταφραστικές μεθόδους, κανόνες και τεχνικές, λέξεις και φράσεις, ξεχωριστές προθέσεις από μεταφραστή σε

μεταφραστή, δουλειά μάλλον περιττή,-σε αυτό το σημείωμα- εφόσον κάθε μεταφραστική προσπάθεια μας συγκινεί με τον

δικό της ιδιαίτερο τρόπο και μας αφήνει μία γλυκιά αίσθηση, μια γλυκάδα αναγνωστικής ικανοποίησης. Είτε

συγκεκριμένων σονέτων είτε το σύνολο των 154 τον αριθμό ποιημάτων.  Όλοι οι μεταφραστικοί τίτλοι που καταγράφω

παρά πάνω, βρήκαν θετική αποδοχή στον χρόνο της κυκλοφορίας τους και μεταγενέστερα. Αντίθετα, η μεταφραστική

δουλειά του ποιητή και μεταφραστή Άγγελου Σ. Παρθένη, (αρχιτέκτονα το επάγγελμα) είναι ακόμα ανέκδοτη,

αδημοσίευτη, και ενδεχομένως να βρίσκεται σε εξέλιξη. Να μην έχουν πάρει και οι 154 μεταφράσεις των

Σαιξπηρικών Σονέτων την ολοκληρωμένη τους μορφή. Ορισμένα σονέτα αν δεν λαθεύω έχουν δημοσιευθεί στο

ηλεκτρονικό περιοδικό «Διάστιχο». 

Όπως η ποιητική λειτουργία μπορεί να μην είναι εύκολο να προσδιοριστεί και να

εξηγηθεί, ίσως το ίδιο συμβαίνει και με την λειτουργία και το αποτέλεσμα της μετάφρασης. Το απολαμβάνεις και σε

συγκινεί, σε προσκαλεί σε μία γονιμοποιό συζήτηση ή σε αφήνει αδιάφορο και την προσπερνάς. Εξάλλου, κάθε εποχή και

οι αναγνώστες της, οι ποιητές και οι μεταφραστές της.

Οι προθέσεις των κατά καιρούς μεταφραστών ή μεταφραστριών καθώς και οι μεταφραστικοί στόχοι τους διαφέρουν, και

έχουν διαφορετική πηγή γλωσσικής και εκφραστικής αφετηρίας, όπως δηλώνεται στις κατατοπιστικές εισαγωγές και

επιμέλειες, τα εμπεριστατωμένα και ακριβή σχόλια που συνοδεύουν τα αντίστοιχα βιβλία μεταφράσεων που αναφέρω

παραπάνω. Μία συνολική όμως εποπτεία των σχολίων και των φιλολογικών παρατηρήσεων, διευκρινίσεων των τεκμηρίων

τα οποία συνοδεύουν τις εκδόσεις δίγλωσσες ή μη, για το καθένα από τα 154 σονέτα, θα μας φανερώσει το δύσκολο και

«επικίνδυνο» της μεταφραστικής προσπάθειας εγχείρημα. Το παρακινδυνευμένο του ερμηνευτικού πλησιάσματος των

Σονέτων, το δύσβατο της γλωσσικής προσέγγισης, την αναγνώριση και αποδοχή της αμφισημίας του Σαιξπηρικού λόγου.

Την γλωσσική ερμητικότητα και αινιγματικότητα, την κλειστή νοηματική προβληματική της Σαιξπηρικής έμπνευσης. Τα

Σαιξπηρικά Σονέτα εμφορούνται από μία δισημία αποκάλυψης και ταυτόχρονα απόκρυψης του περιεχομένου τους, των

εικόνων και των προσώπων στα οποία απευθύνονται και αναφέρονται, αφιερώνονται. Έχουν την δομή θα γράφαμε αρχαίου

παλίμψηστου. Ο σχεδιασμός της δομής τους είναι προσεκτικός και ψιλοδουλεμένος σε υπερθετικό βαθμό, τέτοιος

ώστε, δεν είναι εύκολο να τον ξεκλειδώσεις με σιγουριά και βεβαιότητα. Και αν και όσες φορές πετύχει να το κατορθώσει

ένας μεταφραστής, όσο ικανός και αν είναι, πάντα θα αμφιβάλλει για το τελικό αποτέλεσμα. Πάντα θα αμφιβάλλει για το τι

κατόρθωσε να πετύχει, αν «πρόδωσε» το πρωτότυπο. Ακόμα και οι ξένοι σχολιαστές και ερμηνευτές, μεταφραστές των

154 Σονέτων ερίζουν όχι μόνο για ορισμένα από τα 154 Σονέτα αλλά μάλλον για το τι θέλουν να μας πουν και τελικά μας

λένε στο σύνολό τους. Τι εκφράζουν και ποιόν, αν ανήκουν στον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ή σε τρίτο άλλο πρόσωπο της εποχής

του. Τα Σαιξπηρικά Σονέτα αποτελούν ένα αιώνιο αίνιγμα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Κάθε φορά που τα πλησιάζουμε

διαισθανόμαστε ότι αυτά απομακρύνονται. Μας δείχνουν τα ίδια μέχρι ποιο βαθμό μας επιτρέπουν να τα πλησιάσουμε, να

τα χαρούμε, να μιλήσουμε για αυτά, να τα αποδώσουμε ή τα μεταφράσουμε. Τα Σονέτα δεν είναι  φιλικά προς τους

μεταφραστές τους. Κρατούν περίτεχνα το ή τα μυστικά τους κρυμμένα. Η θεματολογία τους και η τεχνική τους ποιότητα

και φιλοσοφία, νοηματική ερμηνεία και προσέγγιση, περισσότερα μας αποκρύπτουν παρά μας αποκαλύπτουν. Αυτό το

αντιλαμβανόμαστε αμέσως, γιατί αυτή ήταν η πρόθεση του σκηνοθέτη και ηθοποιού ελισαβετιανού ποιητή. Ο

αντικατοπτρισμός των προσώπων, του φύλου και της ερωτικής ατμόσφαιρας και κατάστασης μέσα στο ποιητικό σώμα δεν

είναι απλά θολός, ακαθόριστος αλλά και αινιγματικός, αμφίσημος. Επικρατεί όχι μόνο συμβολική αλλά και νοηματική και

γλωσσική αμφισημία στο τι μας δηλώνεται. Ένας ποιητικός και στιχουργικός γρίφος άλυτος ακόμα και στις μέρες μας,

ακόμα και τα δυνατότερα της κριτικής παγκοσμίως μυαλά δεν μας δίνουν σαφείς ερμηνευτικές απαντήσεις. Προσφέρουν

αρκετές φορές λύσεις άλυτες. Και εδώ οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και να υποκλιθούμε, βρίσκεται η μεγαλοφυΐα, η

εξυπνάδα και ποιητική μαεστρία, υφολογική και γλωσσική μαγεία του Ποιητή Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Όλοι

μάλλον, οι μεταφραστές και μεταφράστριες μέχρι σήμερα των Σαιξπηρικών Σονέτων στα ελληνικά, δυσκολεύτηκαν να

ξεκλειδώσουν την Σαιξπηρική ποιητική, να κατανοήσουν τις μεταφορές του, τους συμβολισμούς του, την πολλαπλά

εκδηλωμένη φιλοσοφία του τόσο σαν άτομο όσο και σαν καλλιτέχνης.  Σε θεατρικό του έργο μας λέει: «Είμαστε το υλικό

από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα». Και αυτήν την ρήση μόνο ένας αληθινός Ποιητής θα μπορούσε να την εκφράσει

και σηματοδοτήσει την ερμηνευτική μας. ή πάλι ο ακροτελεύτιος στίχος του 8 σονέτου που μας λέει: «Εσύ ο μόνος είσαι

κανένας», ή την πολυχρησιμοποιημένη ρήση του: «Όλος ο Κόσμος μια σκηνή». Λέξεις, φράσεις, ρήσεις, στίχοι, ποιήματα,

στοχασμοί και διλήμματα, αμφιβολίες και εφιαλτικά ερωτήματα, ψυχικές ενστάσεις και συναισθήματα, κρυφά μηνύματα

και προσωπικές προειδοποιήσεις, υπερβάσεις καταστάσεων, λόγια ανθρώπινα και θλιμμένα που υπερβαίνουν τις

δυνατότητες της χρήσης της ίδιας της ποιητικής γλώσσας να αποτυπώσει και καταγράψει την βαθύτερη αλήθεια της ουσίας

των αισθημάτων και διαλογισμών του ποιητή ηθοποιού και σκηνοθέτη. Μας λέει στο σονέτο 17:

Ποιός αύριο τους στίχους μου θα τους πιστεύει

κι αν ξέχειλοι είναι απ’ τις μεγάλες σου αρετές;

Μ’ αυτοί σαν τάφος είναι, Θεούλη μου, που κλέβει

την ψυχή σου κι απ’ τ’ άλλα μισοδείχνει σκιές.

 

Άχ αν μπορούσα των ματιών σου να ‘γραφα το κάλλος

κι όλες τις χαρές σου ν’ αράδιαζα με νέους ρυθμούς,

το μέλλον θα ‘λεγε «ποιητής ψεύτης μεγάλος,

ποτέ δεν είδε η γη μας πλάσματα θεούς».

 

Χειρόγραφά μου κίτρινα από την πολυκαιρία

θα τα ‘βρισκαν πολλή φλυαρία γεροντική,

τον δίκαιο ύμνο σου ποιητική μανία,

σαχλό τραγούδι από ρομαντική εποχή.

 

Μ’ αν τότε κάποιος γόνος σου από σένα ζει,

θα ζεις στην ποίηση και σ’ αυτόν, ζωή διπλή.

Μετάφραση Βασίλη Ρώτα-Βούλας Δαμιανάκου.

Τι μπορεί να προσθέσει ένας σύγχρονος μεταφραστής των Σονέτων του άγγλου δημιουργού ο οποίος δεν ήταν μόνο

ένας σημαντικός ποιητής αλλά και ένας ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, κάτοχος θεατρικής σκηνής, όταν ο ίδιος μας

εξομολογείται αυτά που μας εξομολογείται με τόση ειλικρίνεια, ή αν θέλετε σκηνοθετικό σχεδιασμό. Κάτι που σημαίνει ότι

ο Σονετογράφος και Ποιητής δεν συνθέτει απλά και οργανώνει την προσωπική βιωματική του ύλη, την ύλη των Σονέτων

του αλλά και την σκηνοθετεί παράλληλα. Ώστε να οδηγήσει το βλέμμα του αναγνώστη-θεατή εκεί που εκείνος θέλει. Πώς

το δηλώνει στους δύο τελευταίους στίχους του σονέτου νούμερο 87:

«Δικό μου σ’ είχα μες στου ονείρου την ψευτιά’

Στον ύπνο βασιλιάς, στο τίποτα μετά.»

Μετάφραση Ερρίκος Σοφράς.

Τα Σαιξπηρικά Σονέτα μας προσκαλούν και μας προκαλούν σε πολλά επίπεδα προσέγγισης και ανάγνωσης τους, για αυτό

και επιδέχονται πολλές και διαφορετικές ερμηνείες, εκδοχές και πλησιάσματα. Ανάλογα την εποχή που ζούμε, την

πολιτιστική παρακαταθήκη των χρόνων μετάφρασης, το φορτίο γραμματείας που μεταφέρει το ποιητικό κοινό, τις

κοινωνικές συνήθειες, τις πολιτικές, τις γλωσσικές εκπαιδευτικές επιλογές, χρήσεις και συνήθειες τόσο της ομιλούμενης ό

σο και της γραπτής γλώσσας στην οποία μεταφράζονται, μεταφέρονται, αποδίδονται, αντιγράφονται- σε άλλη γλώσσα,

«παραφράζονται» ή επαληθεύονται τόσο τα ίδια τα Σονέτα όσο και η ποιητική τους. Η αλήθεια του λόγου τους, της

ιστορικής και πολιτισμικής πραγματικότητάς τους. Των εξομολογήσεων του ίδιου του Σαίξπηρ. Διευρύνοντας την θέση

του έλληνα εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά, ο οποίος μας λέει ότι «η γλώσσα της ποίησης έχει μόνο πατρίδα», να

γράψουμε ότι ποτέ δεν έχει μητριά πατρίδα η ποίηση αλλά ο μεταφραστής και ιδιαίτερα, ο αλλόγλωσσος ποιητής-

μεταφραστής, μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ομοαίματος με τον ποιητή που μεταφράζει, ή έστω ετεροθαλής. Γιατί ο

ποιητής-μεταφραστής, είναι ένας νέος αναδημιουργός. Όταν καταπιάνεται με την μετάφραση ενός κειμένου, ιδιαίτερα

έμμετρου, αναδημιουργεί στην εποχή του και στην γλώσσα του το παλαιότερο κείμενο. Έχει αίσθηση του γλωσσικού

κριτηρίου της εποχής του, σωστός διαχειριστής του γλωσσικού υλικού, κατέχει την ρυθμολογία και την μουσικότητα των

λέξεων, τα μετρικά σχήματα και τις φόρμες της δικής του ποιητικής παράδοσης. Καθώς μεταφράζει και δουλεύει πάνω στο

ξένο κείμενο θέλω να πιστεύω ότι του γεννιέται μία αμφίδρομη γλωσσική και ποιητική αγάπη. Είναι σαν να προσφέρει την

ποιητική και γλωσσική ιθαγένεια στο ξένο κείμενο που έχει μπροστά του, να γίνει ισότιμος πολίτης της χώρας του, και

ταυτόχρονα να δίνει διεθνές διαβατήριο στην δική του γλώσσα ώστε να ταξιδέψει υπερήφανα σε άλλες ηπείρους και άλλες

πατρίδες. Ή για να χρησιμοποιήσουμε άλλη ορολογία, η μετάφραση είναι μία αναπαράσταση της Τέχνης με τους κανόνες

και τις αρχές της ίδιας της Τέχνης. Να διευκρινίσουμε ότι ενδέχεται η άποψη αυτή να συμπεριλαμβάνει και την

ειλικρίνεια των προθέσεων των επαγγελματιών μεταφραστών και μεταφραστριών. Ο μόχθος είναι κοινός.

Τα Σαιξπηρικά Σονέτα, αλλά και των άλλων ευρωπαικών παραδόσεων πχ. τα Ιταλικά, αυτά του ποιητή Πετράρχη, έχουν μία λεπτομερέστατη σχεδιασμένη

νοηματική αυτάρκεια. Διαθέτουν μία «ασύλληπτη» πυκνότητα λόγου, ένα εσωτερικό τελετουργικό, μία αυτοτέλεια στις

δίσημες εικονιστικές τους αποτυπώσεις. Ενώ μας μιλούν για ένα τρίτο άγνωστό μας πρόσωπο (δεν μπορούμε να πούμε με

σαφήνεια αν είναι ο «άλλος» ή η «άλλη») ή ο εξομολογητικός λόγος απευθύνεται στον ίδιο τον ποιητή. Δηλαδή ο ποιητής

συνομιλεί με τον εαυτό του, εκθέτει τις επιθυμίες του, τις αισθητικές του αρχές, τους ενδοιασμούς του, τους στοχασμούς

του, τις υπαρξιακές προεκτάσεις και αγωνίες του. Τις λαβυρινθώδεις διαδρομές της νόησής του. Παράλληλα ο Σαίξπηρ

χτίζει και μας μιλά για την θεωρία του περί ποιήσεως. Είναι την ίδια στιγμή δημιουργός και παρατηρητής, κριτής του

ποιητικού αποτελέσματος που δημιούργησε και έχει μπροστά του. Τα Σονέτα, δίχως να διαθέτω τα μεταφραστικά ή της

αγγλικής γλώσσας εφόδια, θα τολμούσα να έγραφα, ότι εκφράζουν όχι μόνο το ποιητικό ή γλωσσικό αίσθημα και άλλες

παραμέτρους ενός ταλαντούχου ατόμου αλλά, το τι πίστευαν και θεωρούσαν και αγαπούσαν ως πρόταση Ποίησης μία

ολόκληρη εποχή και οι άνθρωποί της. Τίς ποιητικές και κοινωνικές και ιστορικές συμβάσεις της εποχής του ο Ουίλλιαμ

Σαίξπηρ σαν πολύπειρος στοχαστής και φιλόσοφος διπλωμάτης τις απεικονίζει και τις μεταφέρει μέσα στα 154 αυτά

Σονέτα, όχι ως προσωπική του εξομολογητική ή διαλογικά διαλεκτική πρόταση αλλά ως γενική αντίληψη της εποχής του

και των συμπατριωτών του. Ίσως αν αληθεύει αυτή η ατομική μου αναγνωστική αίσθηση, να διαισθάνθηκε το ίδιο και ο

αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, οργάνωσε και σχεδίασε τα δικά του περίπου ισάριθμα δημοσιευμένα

ποιήματα. Δραματικοί τόνοι, σκηνοθεσία της σύλληψης, ερωτικό κλίμα, αίσθηση της σωματικής φθοράς, ύμνηση της

ομορφιά αλλά και θρήνος για την απώλειά της, υπαρξιακή αγωνία και πάλη με τον Χρόνο, ως μόνος γενεσιουργός και

φθοροποιός ταυτόχρονα κατάσταση και πραγματικότητα. Και κέρδισμα της αθανασίας μέσω της Τέχνης. Πως το

εκφράζει: «Και πάλι μες την Τέχνη ξεκουράζομαι από την δούλεψή της».

Την φωνή των Σαιξπηρικών σονέτων δεν μπορούμε να την εγκλωβίσουμε σε ένα και μόνο-όσο ευρύ και αν είναι-ποιητικό

και νοηματικό επίπεδο. Ασφαλώς ανήκουν στην μεγαλόπνοη ερωτική ποίηση της παγκόσμιας γραμματείας, όπως ανήκει ο

αρχαίος ελληνικός ερωτικός λόγος, τα ποιητικά ερωτικά σπαράγματα της Σαπφώς, η ιερουργική ερωτική χριστιανική

ποίηση όπως είναι το Άσμα Ασμάτων, ο λόγος του πέρση ποιητή Τζαλαλαντίν Ρουμί, του τούρκου Γιουνούς Εβρέν και

άλλων μυστικών ερωτικών ποιητών της άπω ανατολής (Κίνα- Ινδία) ή της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αγία Τειρεσία, Ιωάννης

του Σταυρού κλπ. Τα Σαιξπηρικά Σονέτα συν τοις άλλοις, είναι μία ποιητικά γραμμένη και δοσμένη θεωρία περί Ποιήσεως

της αξίας και σημασίας της. Σε πολλά σημεία-στίχους των σονέτων βλέπουμε τον Σαίξπηρ να συλλογίζεται, να

διαλογίζεται, να στοχάζεται πάνω στην ποιητική τέχνη. Να εκφέρει άμεσα και ευθαρσώς την γνώμη του για το

φαινόμενο που αποκαλούμε Ποίηση. Ποιά είναι η λειτουργία της ποιητικής γραφής, πώς δομείται ένα ποίημα, ποιες οι

συγγραφικές τεχνικές της, ποια η γλώσσα και το ύφος της ποίησης, ποιος ο ρόλος του ποιητή μέσα στην κοινωνία. Τι και

αν προσφέρει η ποίηση στους ανθρώπους. Ποια η σύλληψή της. Τι θα διασώσει ο Χρόνος από το ποιητικό προϊόν και το

ποιητικό φρέσκο που εικονογραφεί. Ο συγγραφέας Σαίξπηρ γίνεται πρώτος-εσωτερικός κριτής και τιμητής της ίδιας του

της δουλειάς. Άλλοτε με βλέμμα αισιόδοξο άλλοτε απαισιόδοξο, μας εξιστορεί τις φοβίες και τις πικρίες του. Έχει αίσθηση

της πραγματικότητας και των επιλογών του μόνου κριτή που είναι ο πανδαμάτωρ αμείλικτος Χρόνος- Κρόνος. Ο λόγος του

Σαίξπηρ είναι πυκνός έως ίσως και δυσνόητος. Οι κώδικές του επικοινωνίας μας μαζί του, μας είναι σχεδόν άγνωστοι.

Ελλοχεύει πάντα η πιθανότητα να μην μπορούμε να τους καθρεφτίσουμε, να τους μεταφέρουμε στον παρόντα χρόνο και

εποχή. Ο σημερινός σύγχρονος αναγνώστης της τρίτης του ανθρώπου χιλιετίας απέχει έτη φωτός από το Σαιξπηρικό

κοσμοείδωλο του Κόσμου της εποχής του. Πίσω από την ποιητική του επιφάνεια κρύβεται μία άλλη των ανθρώπων και

των συνηθειών τους πραγματικότητα. Ιστορική και κοινωνική, ακόμα και ερωτικής διάθεσης και επιλογών, συντροφικών

σχέσεων και συζυγικών αντιλήψεων. Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι-με τα σημερινά ηλικιακά δεδομένα-ο Ουίλλιαμ

Σαίξπηρ έφυγε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Και οι επίγονοί του διαχειρίστηκαν την συγγραφική του παραγωγή, πέραν ίσως και

από τις δικές του επιθυμίες.

Υπάρχει μία φιλοσοφική και του βίου ωριμότητα στον λόγο του Σαίξπηρ που υφαίνεται αρμονικά με την ποιητική του.

Τόσο στην έμμετρη συγγραφική του παραγωγή όσο και στην πολύτομη θεατρική. Και οι δύο πτυχές του συγγραφικού του

ταλέντου, υπόκεινται στον βάσανο της επαγγελματικής αποδοχής και εμπορικής αναγνώρισης. Ο ποιητής και θεατρικός

συγγραφέας από τον συγγραφικό του κόπο ζούσε, φρόντιζε την οικογένειά του  και μεγάλωνε τα παιδιά του. Συγκέντρωνε

χρήματα για να χτίσει την δική του Θεατρική Σκηνή και να πληρώσει τους ηθοποιούς και άλλους συνεργάτες του. Όπως

έχουμε και αναγνωρίζουμε στον αρχαίο ελληνικό λυρικό λόγο, οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις του ατόμου διοχετεύονται μέσα

στην έμμετρη ή θεατρική φόρμα. Μέσω της φόρμα της ποίησης μας κοινοποιούνται φιλοσοφικές αξίες, ηθικές αρχές,

κανόνες αισθητικής, θεωρίες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, στοχασμοί πάνω στην ζωή, τον θάνατο, την έννοια του

Χρόνου, της σωματικής φθοράς και αλλοίωσης. Την διάρκεια και αποδοχή του ποιήματος, της προσδοκίας της

αναγνώρισης, της απόρριψης της ποίησής του,, της νηφαλιότητας της σκέψης του, της σφοδρότητας των παθών, των

εσωτερικών της συνείδησής του ενοχών, των εσωτερικών της ψυχής του συγκρούσεων, την χριστιανική έννοια και λέξη

αμαρτία την συναντάμε αρκετές φορές στα Σονέτα του. Αν και εικασίες μπορούμε να κάνουμε κατά πόσο το αντρικό ή το

γυναικείο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο λόγος του και τα σονέτα του υπήρξαν πραγματικά ή ήσαν δημιουργήματα της

ποιητικής του φαντασίας. Κατά πόσον είναι του προσωπικού του βίου απολαύσεις και σωματικές χαρές ή απλά αφηγείται

κάτι που θα ήθελε να ζήσει και να χαρεί. Ακροζυγιάζονται οι εξομολογητικές μνήμες του Σαίξπηρ μεταξύ του κοινωνικού

του περιβάλλοντος αποδοχής και απόρριψης. Η τιμιότητα του εξομολογητικού του λόγου έρχεται σε σύγκρουση με την

επαγγελματική και κοινωνική του φήμη. Οβιδιακές μεταγενέστερες ποιητικές μεταμορφώσεις από έναν άγγλο ποιητή ή μια

άλλη πραγματικότητα της κοινωνίας που αναπνέει μέσα στα Σονέτα; Ερωτικός διττός εγκωμιασμός (σε άντρα και γυναίκα)

ή συγγραφικός ονειρικός σχεδιασμός για να τραβήξει την προσοχή των ενδιαφερομένων, και να αγοραστούν τα Σονέτα;

Ένα άλλο πολλές φορές απροσπέλαστο επίπεδο για τους μεταφραστές και αναγνώστες είναι το ζήτημα του Χρόνου, που ο

Σαίξπηρ σπουδάζει διαρκώς και εξετάζει μέσα στα ποιήματά του. Άλλοτε η λέξη Χρόνος γράφεται με κεφαλαία γράμματα

και άλλοτε με μικρά. Εξαρτάται σε τι αναφέρεται και τί θέλει να μας πει, να μας μιλήσει. Το ίδιο συμβαίνει και με την λέξη

Φύση. Την σχέση της ανθρώπινης περιπέτειας μαζί της και την αλληλεπίδραση. Το σύμπαν γύρω του για τον Ουίλλιαμ

Σαίξπηρ, έχει αρχίσει να απομαγεύεται, να γίνεται δαιμονικό και να λειτουργεί με μηχανιστικούς όρους και κανόνες. Το

κακό πρυτανεύει στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, αντιδράσεις και αναγνωρίζεται μέσα στην φυσική

νομοτέλεια. Αυτό φαίνεται κυρίως, στις μεγάλες εξιστορήσεις των βασιλικών οίκων με τις οποίες ασχολήθηκε ο

θεατράνθρωπος και ηθοποιός Σαίξπηρ. Ακμή και παρακμή ομού. Χαρά και θλίψη επίσης. Παγανιστικό κλίμα και

συμβολισμοί, χριστιανική ελπιδοφορία και αποδοχή. Ο Σαίξπηρ κουβαλά και μεταφέρει στο ποιητικό και θεατρικό του

έργο την παράδοση της κληρονομιάς της ελισαβετιανής παράδοσης και ιστορίας. Τις επιτρέπουσες συνήθειες της

«Παρθένας Βασίλισσας» Των αξιών και κανόνων της Ελισάβετ της Α΄ που, όμως μας έδειξε ο κινηματογραφικός φακός

μιάς σχετικά πρόσφατης βιογραφίας της, δεν διακρίνονταν η Αυλή και η ίδια η Βασίλισσα, για κλίμα καλής συμπεριφοράς.

Τα σονέτα εν μέρει, είναι ο καθρέφτης αυτής της αισθητικής και κοινωνικής εικόνας. Των θρησκευτικών δοξασιών,

Πολιτικών αξιώσεων δοξασιών της. Ο Σαίξπηρ ζει και εργάζεται, αναπνέει στο μεταίχμιο μιάς εποχής, ενός κόσμου που

βιάζονταν να αλλάξει δραματικά και γρήγορα. Αναπλάθει μία εποχή βίαιη και μάλλον ιστορικά αλλοπρόσαλλη. Τα

στερεότυπα αμφισβητούνται, οι κρατικές αυτοκρατορικές φιλοδοξίες αλλάζουν συμμαχίες και επιβουλεύονται άλλες. Οι

άνθρωποι και οι καλλιτέχνες της εποχής κινούνται και εργάζονται μέσα σε πολλαπλές κοινωνικές και αισθητικές εκδοχές

πρόσληψης της πραγματικότητας. Ζωής και Τέχνης, μεταφυσικών δοξασιών. Όλοι και όλα «εκμαυλίζονται» από την

επιθυμία και την βούληση της Βασιλικής εξουσίας. Κινούνται μέσα στα πλαίσια που εκείνη επιτρέπει. Η απειλή και ο

φόβος, η χαρά και η απόλαυση, η προσωπική διασκέδαση και η απόρριψη συμφύρονται αγκαλιά. Το «Εγώ» που τόσο

συχνά επαναλαμβάνεται μέσα στα σονέτα, δεν είναι παρά ο κατακερματισμός της προσωπικότητας του παλαιού κόσμου, η

γέννηση της ανατολής της ανθρώπινης ετερότητας. Ο Χρόνος δεν είναι πλέον ευθύγραμμος αλλά ακολουθεί τεθλασμένη

γραμμή, ο νέος άνθρωπος αρχίζει να σχηματίζει τους καινούργιους συμβολισμούς του. Ο ποιητής φορά όχι ένα αλλά πολλά

προσωπεία τα οποία είναι κατασκευασμένα από το ίδιο υλικό. Είναι η συγγραφική εαυτότητα του συγγραφέα. Ο κόσμος

έχει αρχίσει πλέον να κατασκευάζεται από μικρές, ονειρικές ή μυθικές πραγματικότητες, ιστορίες ανθρώπων που ζουν ως

κοινωνικά και ατομικά υποκείμενα και όχι θρησκευτικά υποχείρια. Το ανθρώπινο σώμα και οι επιθυμίες του διεκδικούν

ενώ οι ψυχικές ανάγκες έπονται. Παρά την μεγάλη και ασύλληπτη αισθαντικότητα, της ερωτικής πρόθεσης και ματιάς, η

αγαπητική ατμόσφαιρα πλημμυρίζει τα Σονέτα ενώ ταυτόχρονα ένα πεισιθανάτιο κλίμα, ένα σύννεφο φθοράς και θανάτου,

απώλειας της ομορφιάς και της σωματικής ρόμης, σκεπάζει τα Σονέτα. Μιά ατμόσφαιρα θλίψης που δεν φτάνει έως το

μοιρολόι. Οι νηφάλιες χαραμάδες αισιοδοξίας του φαινομένου της ζωής επικρατούν καθώς μετουσιώνονται σε ποιητική

πρόκληση. Ο ποιητικός λόγος απενοχοποιεί τον ποιητή και τα ατομικά του παραπατήματα. Ενώ η βιωματική μνήμη και

αναπόληση ως ποιητικό υλικό, διασώζει στον χρόνο την ίδια την ποίηση και την λειτουργία της.

Η ποίηση είναι η μόνη διαμεσολαβήτρια στην ανεξέλεγκτη ροή του Χρόνου. Η παρενδυσία και η αμφισημία των φύλων

που είναι συχνή και επαναλαμβανόμενη στα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, ιδιαίτερα στις κωμωδίες του, ενυπάρχει στον

ανάλογο βαθμό και στα σονέτα. Τα δύο κύρια ποιητικά του ποιητή άγνωστά μας πρόσωπα είναι τυλιγμένα σε μία

αχλή, σε μία εξιδανικευμένη κατάσταση ποιητικών αναφορών. Ο ποιητής προβάλλει πάνω τους τις δικές του σκέψεις και

αμφιβολίες, σαν να προέρχονται από εκείνα. Οι ενδοιασμοί και τα διλήμματα, οι στοχαστικές διαπιστώσεις είναι

ταυτόσημες και κοινές τόσο στο ποιητικό υποκείμενο όσο και στην εικόνα που σχεδιάζει ως υλικό της ποίησής του. Το

εντυπωσιακό και μαγευτικό είναι η διαπίστωση της κοινής σύμπλευσης θεώρηση της ζωής, του ατόμου, του

καλλιτέχνη και του προσώπου που εικονογραφείται. Μία κοινή αίσθηση αμεσότητας του χρόνου της

ζωής και των απολαύσεών της μέσω της ποιητικής μνήμης. Ενώ η ομορφιά-δηλαδή το θέμα της αισθητικής σε διαφορά με

την ηθική, είτε ως πρόσκληση είτε ως απειλή παραμένει μία ριψοκίνδυνη υπόθεση του ποιητικού μύθου που

σκηνοθετείται. Ας δούμε τι μας λέει το σονέτο με νούμερο 76:

Γιατί οι στίχοι μου στερούνται νέου κόσμου

και δεν γεννούν λαμπρές τροπές ή ποικιλμούς;

Γιατί δεν στρέφω όπως στρέφει ο καιρός μου,

σ’ άλλες μεθόδους, σε παράξενους ειρμούς;

Γιατί το ίδιο γράφω πάντα, μόνο ένα,

μες στα καλύτερα γραπτά μου τετριμμένος,

κι όλες οι λέξεις μου σχεδόν δείχνουν εμένα,

λέγοντας όνομα, προέλευση και γένος;

Για σένα λέω πάντα, κι ο δικός μου μύθος

έχει για θέμα του τον έρωτα και σένα’

κι ανακαινίζω τα παλιά με νέο ήθος,

πάλι ξοδεύοντας τα ήδη ξοδεμένα.

Όπως ο ήλιος λάμπει νέος και παλιός,

ο έρωτάς μου ξαναλέγεται αλλιώς.

Μετάφραση Διονύσης Καψάλης

Θεωρώ, ότι όσοι καταπιάστηκαν και εξακολουθούν να καταπιάνονται με την μετάφραση κλασικών και διαχρονικών

Έργων όπως είναι τα Σαιξπηρικά Σονέτα, χρήζουν ιδιαίτερου θαυμασμού και αναγνωστικής προσοχής μας, μιάς και έχουν

να αντιμετωπίσουν πολύμορφες και πολυποίκιλες δυσκολίες, ερμηνείας αποδόσεις και κατανόησής τους. Είναι σαν να

βαδίζουν-μόνοι- μέσα σε ένα πυκνό δάσος με πολλές φυσικές ή τεχνικές παγίδες και λίγα ίσως ξέφωτα ξεκούρασης και

ικανοποίησης. Και πάντα η αμφιβολία θα καιροφυλακτεί και θα τους απειλεί..

Η Μετάφραση είναι ένα προσωπικό μεράκι. Μια προσωπική αγάπη που αρκετές φορές μένει ανεκπλήρωτη και

ανανταπόδοτη. Είναι ένα στοίχημα με το συγγραφικό ποιητικό πρωτότυπο αποτέλεσμα του μεταφραστή. Με τις δικές του

συγγραφικές δυνάμεις και δυνατότητες, ίσως και ευκαιρίες.

Ο επαγγελματίας ή ερασιτέχνης ο μεταφραστής συμμετέχει σε μια διαδικασία διεύρυνσης των συγγραφικών συνόρων και

στο στήσιμο γεφυριών επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών παραδόσεων. Στην αλληλογνωριμία και συνομιλία ποιητών και

συγγραφέων μεταξύ τους, και ενδέχεται, και των ίδιων των αναγνωστών. Κάθε μετάφραση έχει το δικό της αποτύπωμα.

Μεταφέρει το ανάλογο της φωνής ηχόχρωμα και γλωσσική ποιότητα του μεταφραστή. Αποτυπώνει το προσωπικό ύφος

και εκφράζει τον γλωσσικό πλούτο και λεκτική και εκφραστική ποικιλία, το πολιτιστικό φορτίο της εποχής της και του

τόπου της. Ο μεταφραστής ή αντίστοιχα η μεταφράστρια, έχει να αντιπαλέψει πρώτα με τα μυστικά και τους γλωσσικούς

υφάλους του πρωτότυπου έργου που έχει στα χέρια του, να κατανοήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις κοινωνικές

συνθήκες που κυοφορήθηκε το ξενόγλωσσο έργο, να σεβαστεί τις προθέσεις του δημιουργού, να υπερβεί τους νοηματικούς

και άλλους εσωτερικούς φραγμούς του κειμένου. Κατόπιν πρέπει να αντιπαλέψει με γλωσσικές συνήθειες και ήχους, μέτρα

και σταθμά, ρυθμούς και φόρμες, τύπους της δικής του μητρικής σημερινής γλώσσας, ή παλαιότερων γλωσσικών περιόδων

που βρίσκονται σε αχρηστία ή διασώζονται σποραδικά. Να επιλέξει από ένα πεδίο λέξεων ομιλούμενης ή γραπτής με

μεγάλο ποιητικό και συγκινησιακό φορτίο. Είναι μεγάλος και πολύχρονος ο μεταφραστικός μόχθος ενός μεταφραστή,

και πολλές φορές, συνήθως, μένει αδικαίωτος, στα μάτια της κοινής και των ειδικών γνώμης και κρίσεις. Το μεταφραστικό

αποτέλεσμα μοιάζει πολλές φορές με παγόβουνο. Ένα  μέρος του μόνο, ίσως, μας αποκαλύπτεται, μπορούμε να

απολαύσουμε. Η υπόλοιπη μεταφραστική δουλειά, αγωνία του αποτελέσματος και περιπέτεια του  μεταφραστή στο

δύσκολο και δύσβατο αυτό ταξίδι γνωριμίας μας, με ξένες άλλων εθνοτήτων δημιουργίες, να μας φέρει σε επαφή με έργα

αλλόγλωσσα, άλλων πολιτιστικών παραδόσεων και εποχών γραμματείες, παραμένει αρκετές φορές αφανέρωτη και ίσως

στο ευρύ κοινό αδιάφορη. Και ούτε ο ίδιος ο μεταφραστής γνωρίζει κατά πόσο συγκίνησε τον αναγνώστη η μεταφραστική

του εκδοχή, η απόδοσή του έργου που μετάφρασε, ενώ υπάρχουν και οι περιπτώσεις που, οι αποδόσεις ξένων έργων,

«απευθύνονται» (;) και σχολιάζονται μόνο από ορισμένους «φωτισμένους» ειδικούς. Όπως και νάχει, κάθε μετάφραση έχει

την δική της σημασία και αξία-τουλάχιστον στον χρόνο και τις συνθήκες που υλοποιείται. Κομίζει τα δικά της γλωσσικά

μηνύματα και ποιητικά προτάγματα. Ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια, γεμίζει το πιθάρι των λέξεων της δικής του

μητρικής γλώσσας, και αν σταθεί τυχερός, χρησμένος από τις Μούσες, γίνεται και γλωσσοπλάστης. Συμπληρώνει δηλαδή

με νέες καινούργιες λέξεις το επίσημο λεξιλόγιο του αλφάβητου της χώρας του, του έθνους του, της γραμματείας του. Δίχως να είμαι ειδικός, κάτω από αυτό το σκεπτικό, συνομιλώντας με τον ποιητή και μεταφραστή Άγγελο Σ.

Παρθένη του πρότεινα να αντιγράψω ορισμένα Σονέτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, από παλαιότερες αντρικές και γυναικείες

Ελληνικές μεταφραστικές φωνές, έτσι ώστε ο αμφίσημος και πυκνός ποιητικός λόγος και έκφραση του άγγλου

δραματουργού, να γίνει οικειότερη, στον σύγχρονο έλληνα αναγνώστη που θα θελήσει να τις δει και διαβάσει σε ένα

σημείωμα, να σταθεί και να συνομιλήσει με τα 30 από τα 154 Σονέτα τα οποία συνέθεσε ο μάγος αυτός της ποιητικής και

θεατρικής τέχνης Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.

Τα Σονέτα με τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας τους, μεταφραστικές αποδόσεις τους, μας βοηθούν να

κατανοήσουμε και την γλωσσική και υφολογική ταυτότητα των ελλήνων μεταφραστών τους. Να υποψιαστούμε αν όχι

να αναγνωρίσουμε την ποιητική των μεταφραστών και μεταφραστριών. Και εφόσον συμφωνούμε ότι τα Σαιξπηρικά

Σονέτα δεν διαβάζονται και αντιμετωπίζονται στην μετάφρασή τους από την αγγλική σαν ένα ενιαίο και συμπαγές σύνολο,

τότε θα ξεφύγουμε από περιοριστικές συγκρίσεις και αποκλεισμούς και θα σταθούμε στην συγκίνηση που σίγουρα ή

ενδέχεται να μας προσφέρει η νέα κάθε εποχής και ποιητικής περιόδου ματιά του μεταφραστή που, δίνει ανάσα πνοής σε

έργα κλασικά, διαχρονικά και παγκόσμια. Και οι έλληνες και ελληνίδες μεταφραστές δεν έχουν να ζηλέψουν και πολλά

πράγματα από τους αντίστοιχους δυτικοευρωπαίους και τα δικά τους μεταφραστικά εγχειρήματα.

Το αναγνωστικό και μεταφραστικό της τέρψης αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό για κάθε αναγνώστη και ελκυστικό στον

Χρόνο, όπως και το ίδιο το πρωτότυπο έργο.

Νούμερο 58

 

Μη δώσει εκείνος ο θεός που μ’ έκανε δικό σου σκλάβο

Να ελέγχω με τη σκέψη τον χρόνο της απόλαυσής σου,

Ή να ζητώ από το χέρι σου για κάθε ώρα αναφορά να λάβω,

Αφού τη διάθεσή σου ακολουθώ όντας υποτελής σου.

Ώ, άφησέ με να υπομένω, αφού είμαι στις διαταγές σου,

Της απουσίας σου τη φυλακισμένη ελευθερία,

Και με υπάκουη υπομονή να καρτερώ τις προσβολές σου,

Χωρίς να σε κατηγορώ για αναλγησία.

Πήγαινε όπου θέλεις, είναι τόσο μεγάλο το προνόμιό σου

Που μόνο εσύ μπορείς τον χρόνο σου να παραχωρείς

Όπου θελήσεις, σε σένα μόνο ανήκει τον εαυτό σου

Για κάθε δικό σου παράπτωμα να συγχωρείς.

Εγώ είμαι για να περιμένω, ας είναι κόλαση η αναμονή,

Όχι να κατακρίνω την απόλαυσή σου, είτε καλή είτε κακή.

Μετάφραση Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη, σελ. 47

 

Νούμερο 82

 

Τα μάτια σου αγαπώ, κ’ εκείνα από συμπόνια

(γιατί το ξέρουν η καρδιά σου πώς μ’ αρνιέται)

ντυθήκαν μαύρα, στοργικές μοιρολοήτρες

που σιωπηλά κοιτούν θλιμμένες τον καημό μου.

 

Κι αλήθεια, ούτε ο ήλιος στο θαμπό πρωί

τόσο ταιριάζει στης ανατολής την όψη,

ούτε τ’ ωραίο αστέρι που μηνά το βράδυ

τόση ομορφιά και λάμψη δίνει στην ωχρή τη δύση,

 

όσο τα μαύρα μάτια αυτά σ’ εσέ ταιριάζουν.

Λοιπόν, καλή μου, κ’ η καρδιά σου τέτοια ας γίνει,

κι άς κλάψει, αφού το κλάμα σ’ ομορφαίνει τόσο,

και για μένα ας ντυθεί στα ολόμαυρα εκείνη.

 

Τότε όρκο παίρνω η ομορφιά πώς είναι μαύρη

κι ωραίο στον κόσμο το δικό σου χρώμα μόνο.

Μετάφραση  Στυλιανός  Αλεξίου, σελ.46

 

Νούμερο 74

 

Μα όταν έρθει ανελέητος και δίχως

εγγυητή με πάρει πιά, παρηγορήσου’

έχει αντίκρισμα ζωής αυτός ο στίχος

και σαν μνημείο παραμένει εδώ μαζί σου.

Κι όταν εδώ ξαναγυρνάς, γυρνάς ακόμα

στο μέρος πού έχω της λατρείας σου τον οίκο.

Η γη θα λάβει τα οφειλόμενα, το χώμα’

μ’ όλο το άφθαρτό μου μέρος σου ανήκω.

Μόνο το λείψανο θα χάσεις, όταν λεία

σαπρή σκωλήκων το κορμί μου θα ’χει γίνει’

άνανδρο λάφυρο σε σύρραξη αθλία,

που δεν αξίζει καν στη μνήμη μου να μείνει.

Αξίζει μόνο για ό,τι μέσα σου ανασαίνει’

γι’ αυτό εδώ, που εδώ με σένα απομένει.

Μετάφραση Διονύσης Καψάλης, σελ. 26

 

Νούμερο 90

 

Λοιπόν, αν θες να με μισήσεις, κάν’ το τώρα,

Που μ’ αντιμάχονται όλοι δίχως συστολή,

Γίνε ένα με την Τύχη την κακή, προχώρα

Τώρα, και όχι σα χαριστική βολή.

Όχι όταν η καρδιά γλιτώσει απ’ την οδύνη,

Σε πόνο που ενικήθη βοήθεια να φανείς’

Μη ρίξεις μπόρα όταν έρθει η καλοσύνη,

Παράταση στον όλεθρό μου να γενείς.

Μη φύγεις στο τέλος, αν το ζητάς να φύγεις,

Που θα ‘χουν βγάλει το άχτι τους καημοί μικροί,

Στην έφοδο έλα, κι απ’ τη δύναμη της Τύχης

Να νιώσω πάνω μου ένα χτύπημα βαρύ’

Έτσι, οι άλλοι πόνοι, που τώρα πόνοι μοιάζουν,

Αν χάσω εσένα, ασήμαντοι φαντάζουν.

Μετάφραση Ερρίκος  Σοφράς, σελ.23

 

Νούμερο 61

 

Εσύ το θες η εικόνα σου την ατέλειωτη νύχτα

ορθάνοιχτα να μου κρατά τα μάτια που νυστάζουν;

Σύ το ποθείς ο ύπνος μου να κόβεται στη μέση

να ξεγελούν τα μάτια μου ίσκιοι, πού σένα μοιάζουν;

 

Μην ειν’ το πνεύμα σου που εσύ, από μακρυά που μένεις

εδώ το στέλνεις πούμαι εγώ, τι κάνω να κοιτάζεις,

μήπως περνώ τις ώρες μου δοσμένος σ’ όποιο πάθος,

κι’ είναι η αιτία της ζήλειας σου και θέλεις να εξετάζεις;

 

Όχι, τόσον απέραντη η αγάπη σου δεν είναι’

ω, η αγάπη μου άγρυπνα τα μάτια μου κρατάει

είναι η πιστή αγάπη μου που την ανάπαυσή μου

χαλά και σα φρουρός πιστός για σένα ξαγρυπνάει.

 

Έτσι για σένα ξαγρυπνώ σαν ξαγρυπνάς ωιμένα,

σ’ άλλους, εσύ, κοντά πολύ, μακρυά πολύ από μένα.

Μετάφραση Βάσος  Χανιώτης, σελ.41

 

Νούμερο 77

 

Στον καθρέφτη θα ιδείς να ρεύουν οι ομορφιές σου

και στο ρολόι στιγμές να χάνονται ακριβές,

στ’ άδεια αυτά φύλλα τυπωμένες τις ιδέες σου

κι απ’ το βιβλίο αυτό θα διδαχτείς μαθές.

 

Οι ζάρες που πιστά ο καθρέφτης θα σου δείξει

θα σου θυμίσουν τάφων στόματα ανοιχτά

κι η σβέλτη σκιά της ώρας θέα θα σου ανοίξει

στα αιώνια βήματα του χρόνου τα κλεφτά.

 

Μά ό,τι η μνήμη δε μπορεί να συγκρατήσει

μπιστέψου το στην άσπρη ετούτην ερημιά,

τα τέκνα του μυαλού σου θα τα γαλουχήσει

να κάμεις νέα του πνεύματός σου γνωριμιά.

 

Αυτή σου η δούλεψη όποτε τον νου σου εγγίζει

θα σ’ ωφελεί και το βιβλίο σου θα πλουτίζει.

Μετάφραση Βασίλης  Ρώτας- Βούλας  Δαμιανάκου  σελ. 89

 

Νούμερο 66

 

Κουράστηκα’ το θάνατο να μ’ αναπαύσει κράζω:

Αντί να βλέπω εκ γενετής ζητιάνα την αξία,

Αντί του άδειου τίποτα τον θρίαμβο να κοιτάζω,

Την πίστη την αγνότατη να ζει την προδοσία,

Και την χρυσή τιμή αισχρά στην άκρη να τη σπρώχνουν,

Και την παρθενική αρετή άγρια εκπορνευμένη,

Και την ορθή τελειότητα άδικα να τη διώχνουν,

Και την ισχύ απ’ τον κουτσό αρχηγό εμποδισμένη,

Και φιμωμένη απ’ τις αρχές την τέχνη’ και την τρέλα,

Σαν δόκτορα, κάθε ταλέντο να χειραγωγεί,

Την καθαρή αλήθεια να τήνε λέν αφέλεια,

Και το καλό αιχμάλωτο τ’ άθλιο να υπερτερεί.

Κουράστηκα’ να φύγω πιά απ’ όλ’ αυτά εδώ-πάνω,

Αλλά θα μείνει η αγάπη μου μόνη της αν πεθάνω.

Μετάφραση Λένια  Ζαφειροπούλου, σελ.153

 

Σημείωση: Οι μεταφράσεις του Βάσου Χανιώτη, του Στυλιανού Αλεξίου, του Διονύση Καψάλη, της Λένιας

Ζαφειροπούλου και των Βασίλη Ρώτα και Βούλα Δαμιανάκου είναι στο πολυτονικό σύστημα γραφής.

 

«Ο Σαίξπηρ τα λέει όλα, δεν κρύβει τίποτα, καμμιάν απ’ όποιες αλήθειες αποκόμισε από τα βιώματά του, κι αυτό

Αποδείχνεται απ’ όλο του το έργο κι από τα ίδια τα σονέτα. Με τα σονέτα, κι ας είναι ποίηση «ιδιωτική», ο ποιητής σαν να

κάνει περίληψη όλου του έργου του, της κοσμοθεωρίας του. (Άς προσέξει ο αναγνώστης ιδιαίτερα τα σονέτα 66,77, 95,

116, 121, 129, 144, 151.). Μάλιστα το σονέτο 66, που είναι το απόσταγμα της κρίσης του ποιητή για τ’ ανθρώπινα, λέει τα

ίδια που λέει στον περίφημο μονόλογό του ο Άμλετ (πράξη τρίτη σκ. 1) που είναι η πιο άγρυπνη και αγωνιώδης συνείδηση

σ’ όλο του το έργο.». σ.10-11 από την Εισαγωγή της Βούλας Δαμιανάκου

 

. Sonnet LXI

Is it thy will, thy image should keep open
My heavy eyelids to the weary night?
Dost thou desire my slumbers should be broken,
While shadows like to thee do mock my sight?
Is it thy spirit that thou send'st from thee
So far from home into my deeds to pry,
To find out shames and idle hours in me,
The scope and tenor of thy jealousy?
O, no! thy love, though much, is not so great:
It is my love that keeps mine eye awake:
Mine own true love that doth my rest defeat,
To play the watchman ever for thy sake:
   For thee watch I, whilst thou dost wake elsewhere,
   From me far off, with others all too near.

Sonnet LXII

Sin of self-love possesseth all mine eye
And all my soul, and all my every part;
And for this sin there is no remedy,
It is so grounded inward in my heart.
Methinks no face so gracious is as mine,
No shape so true, no truth of such account;
And for myself mine own worth do define,
As I all other in all worths surmount.
But when my glass shows me myself indeed
Beated and chopp'd with tanned antiquity,
Mine own self-love quite contrary I read;
Self so self-loving were iniquity.
   'Tis thee, myself, that for myself I praise,
   Painting my age with beauty of thy days.

Sonnet LXIII

Against my love shall be as I am now,
With Time's injurious hand crushed and o'erworn;
When hours have drained his blood and filled his brow
With lines and wrinkles; when his youthful morn
Hath travelled on to age's steepy night;
And all those beauties whereof now he's king
Are vanishing, or vanished out of sight,
Stealing away the treasure of his spring;
For such a time do I now fortify
Against confounding age's cruel knife,
That he shall never cut from memory
My sweet love's beauty, though my lover's life:
   His beauty shall in these black lines be seen,
   And they shall live, and he in them still green.

Sonnet LXIV

When I have seen by Time's fell hand defaced
The rich proud cost of outworn buried age;
When sometime lofty towers I see down-razed,
And brass eternal slave to mortal rage;
When I have seen the hungry ocean gain
Advantage on the kingdom of the shore,
And the firm soil win of the watery main,
Increasing store with loss, and loss with store;
When I have seen such interchange of state,
Or state itself confounded to decay;
Ruin hath taught me thus to ruminate
That Time will come and take my love away.
   This thought is as a death which cannot choose
   But weep to have that which it fears to lose.

Sonnet LXV

Since brass, nor stone, nor earth, nor boundless sea,
But sad mortality o'ersways their power,
How with this rage shall beauty hold a plea,
Whose action is no stronger than a flower?
O! how shall summer's honey breath hold out,
Against the wrackful siege of battering days,
When rocks impregnable are not so stout,
Nor gates of steel so strong but Time decays?
O fearful meditation! where, alack,
Shall Time's best jewel from Time's chest lie hid?
Or what strong hand can hold his swift foot back?
Or who his spoil of beauty can forbid?
   O! none, unless this miracle have might,
   That in black ink my love may still shine bright.

Sonnet LXVI

Tired with all these, for restful death I cry,
As to behold desert a beggar born,
And needy nothing trimm'd in jollity,
And purest faith unhappily forsworn,
And gilded honour shamefully misplaced,
And maiden virtue rudely strumpeted,
And right perfection wrongfully disgraced,
And strength by limping sway disabled
And art made tongue-tied by authority,
And folly, doctor-like, controlling skill,
And simple truth miscalled simplicity,
And captive good attending captain ill:
   Tired with all these, from these would I be gone,
   Save that, to die, I leave my love alone.

Sonnet LXVII

Ah! wherefore with infection should he live,
And with his presence grace impiety,
That sin by him advantage should achieve,
And lace itself with his society?
Why should false painting imitate his cheek,
And steal dead seeming of his living hue?
Why should poor beauty indirectly seek
Roses of shadow, since his rose is true?
Why should he live, now Nature bankrupt is,
Beggared of blood to blush through lively veins?
For she hath no exchequer now but his,
And proud of many, lives upon his gains.
   O! him she stores, to show what wealth she had
   In days long since, before these last so bad.

Sonnet LXVIII

Thus is his cheek the map of days outworn,
When beauty lived and died as flowers do now,
Before these bastard signs of fair were born,
Or durst inhabit on a living brow;
Before the golden tresses of the dead,
The right of sepulchres, were shorn away,
To live a second life on second head;
Ere beauty's dead fleece made another gay:
In him those holy antique hours are seen,
Without all ornament, itself and true,
Making no summer of another's green,
Robbing no old to dress his beauty new;
   And him as for a map doth Nature store,
   To show false Art what beauty was of yore.

Sonnet LXIX

Those parts of thee that the world's eye doth view
Want nothing that the thought of hearts can mend;
All tongues, the voice of souls, give thee that due,
Uttering bare truth, even so as foes commend.
Thy outward thus with outward praise is crown'd;
But those same tongues, that give thee so thine own,
In other accents do this praise confound
By seeing farther than the eye hath shown.
They look into the beauty of thy mind,
And that in guess they measure by thy deeds;
Then, churls, their thoughts, although their eyes were kind,
To thy fair flower add the rank smell of weeds:
   But why thy odour matcheth not thy show,

 

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 23 Ιανουαρίου 2023

ΥΓ. Αν κάποτε ίσχυε η φράση «ηθοποιός σημαίνει φως» τότε αυτή σίγουρα θα άξιζε στον ηθοποιό και βιβλιόφιλο Νίκο Ξανθόπουλο που έφυγε πλήρης ημερών από κοντά μας. Καλός οικογενειάρχης, άτομο ηθικό, σεμνό, έντιμο, διακριτικό,

καλλιεργημένος ηθοποιός, ακέραιος χαρακτήρας, με ανθρώπινο πρόσωπο και ζεστή φωνή. Ντόμπρος, ευγενής, πατριώτης,

καλός τραγουδιστής. Παλιάς κοπής Έλληνας. Οι γενιές οι δικές μας μεγάλωσαν με τις ταινίες και τα τραγούδια του.

  Μαζί με την Μάρθα Βούρτση, την Άντζελα Ζήλια, την μάνα Ελένη Ζαφειρίου, και άλλες παρτενέρ, εξέφρασε τον πόνο της προσφυγιάς

του φτωχού έλληνα και ελληνίδας μιάς άλλης ιστορικής εποχής. Τα δύο κύρια του κινηματογράφου

σύμβολα έμπνευσης των απλών ελλήνων ήταν από την μία η χαρούμενη και ξέγνοιαστη πλευρά της ζωής, η Αλίκη

Βουγιουκλάκη και από την άλλη η συννεφιασμένη, ο ηθοποιός και τραγουδιστής, ο χαρακτήρας Νίκος Ξανθόπουλος. Ας

είναι ελαφρύ το χώμα της ελληνικής γης που θα τον σκεπάσει.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου