Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Ο πειραιώτης ποιητής Στέλιος Γεράνης και το περιοδικό Θερμοπύλες

 

Περιοδικό  «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ»

               Ποτέ από το χρέος μη κινούντες.

                                                       ΚΑΒΑΦΗΣ

ΔΙΜΗΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ

ΧΡΟΝΟΣ  ΔΕΥΤΕΡΟΣ- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ- ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  ΑΡΙΘΜΟΣ 7/1963

ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΛΙΠΕΔΟΥ 4  ΤΗΛΕΦ. 470.617 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ

Τιμή τεύχους  Δραχμές 10,

Ετήσια  Συνδρομή Δρχ. 60. Εξωτερικού $ 4.  

Για Οργανισμούς, Τράπεζες, Δήμους κλπ. Δραχμές 200,

Σελίδες 56, διαστάσεις  17,5 Χ 24,5

Εξώφυλλο: ΜΙΧΑΛΗ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΥ

Διευθυντής: ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ

Επί της ύλης: ΝΑΣΟΣ  ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

Εκδότης-υπεύθυνος: Στέλιος Παναγιωτόπουλος, Καλλέργη 48, Πειραιεύς

Υπεύθυνος Τυπογραφείου: Ν. Φραγκούλης, Γερμαν. Καλλιγά 21

Εμβάσματα, Επιταγές κλπ. στο όνομα Στελ. Παναγιωτόπουλος, Αλιπέδου 4, Πειραιά.

THERMOPYLES  REVUE LITTERAIRE. BUREAUX 4, RUE ALIPEDOU. TEL 470.617  L E  P I R E E- G R E C E

             Μ Ι Α  Π Ι Κ Ρ Α

Τα πρώτα μου χρόνια ταξέχαστα τάζησα

κοντά στακρογιάλι,

στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,

στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

 

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη

ζωούλα προβάλλει,

και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα

των πρώτων μου χρόνων κοντά στακρογιάλι,

 

στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστένασμα:

Να ζούσα και πάλι

στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,

στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

 

Μιά μένα είν’ η μοίρα μου, μιά μένα είν’ η χάρη μου

δε γνώρισα κι άλλη:

Μιά θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη

και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.

 

Και να! μεσ’ στον ύπνο μου την έφερε τόνειρο

κοντά μου και πάλι

τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,

τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

 

Κ’ εμέ, τρισαλλοίμονο! μιά πίκρα με πίκραινε,

μιά πίκρα μεγάλη,

και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα

της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

 

Ποιά τάχα φουρτούνα φουρτούνιασε μέσα μου

και ποιά ανεμοζάλη,

πού δε μού κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,

πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στακρογυάλι;

 

Μιά πίκρα είν’ αμίλητη, μιά πίκρα είν’ αξήγητη,

μιά πίκρα μεγάλη,

η πίκρα πού ειν’ άσβυστη και μεσ’ στον παράδεισο

των πρώτων μας χρόνων κοντά στακρογιάλι.   

          Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α  Σ Τ Ο Ν  Κ Ω Σ Τ Η  Π Α Λ Α Μ Α

ΟΙ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ  ΜΑΣ  ΜΙΛΟΥΝ  ΓΙΑ  ΤΟΝ  ΠΑΛΑΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ, σελίδες 1-38

            ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΑΛΑΜΑ, 1

       Πολλά έχουν ειπωθεί, πολλά γράφτηκαν, τελευταία, για τον Παλαμά. Πολλοί υμνητές, αλλά και πολλοί επικριτές του έργου του φάνηκαν. Οι «Θερμοπύλες», όργανο ελεύθερης πνευματικής επισκόπησης, θεώρησαν χρέος τους να αφιερώσουν πολλές σελίδες στον ποιητή που το έργο του: ποιητικό,  κριτικό, πεζογραφικό, στάθηκε κοντά στις πιό μεγάλες στιγμές του έθνους σαν πρωτοπορία.

     Έξω από την όποιαν αισθητική του αξία, πέρα από αντιρρήσεις, μακρυά από ύμνους ή επικρίσεις, οι «Θερμοπύλες» στέκονται στη συμβολή του Παλαμικού έργου την ώρα που μιά τάξη διαμορφώνονταν στην Ελλάδα. Την ώρα που η αστική τάξη έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας για να παίξει ένα πρωτοποριακό ρόλο στην ανέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και μάλιστα στην πιό κρίσιμη καμπή. Γιατί μέσα σ’ αυτό το έργο βρήκαν την έκφρασή τους οι λαϊκοί αγώνες για την συντριβή του παληού και οι πόθοι του αγωνιζόμενου έθνους για την ανάστασή του. Έτσι ο Παλαμάς γίνεται, όχι μόνο ο εκφραστής μιάς γενιάς, αλλά οδηγός ενός μαχόμενου έθνους, την στιγμή που αγωνίζεται, να γκρεμίσει το παληό και στη θέση του να χτίσει το νέο, να φύγει από την πλάνη και να πορευτεί τον ιστορικό του δρόμο. Από την άποψη τούτη ο Παλαμάς δεν είναι μόνο ένας ποιητής. Είναι ο εκφραστής μιάς ώρας ιστορικής για το έθνος. Είναι ο εθνικός ποιητής. Και την επέτειο του θανάτου του εθνικού ποιητή τιμούν οι «Θερμοπύλες» σήμερα. Με την συμμετοχή όχι μόνο των πιό στενών συνεργατών τους, αλλά μ’ ένα ερώτημα πού απευθύνεται σε παληούς και νεώτερους λογοτέχνες μας πιστεύοντας πώς αυτή είναι η πιό δίκαιη θέση που πρέπει να πάρουν μπροστά σ’ ένα έργο που η παρουσία του γέμισε, κυριολεκτικά, παραπάνω από μισόν αιώνα την πνευματική μας ζωή κι έγινε σταθμός και ορόσημο για μιά νέα πορεία των νεοελληνικών γραμμάτων.

                               «Θερμοπύλες»

                     Ο  Τ Α Φ Ο Σ

…….

Στο ταξίδι που σε πάει

ο μαύρος καβαλάρης,

κοίταξε απ’ το χέρι του

τίποτε να μην πάρης.

 

Κι αν διψάσης, μην το πιής

από τον κάτου κόσμο

το νερό της αρνησιάς,

φτωχό κομμένο δυόσμο!

 

Μην το πιής, κι ολότελα

κι’ αιώνια μας ξεχάσης’

βάλε τα σημάδια σου

το δρόμο να μη χάσης,

 

κι όπως είσαι ανάλαφρο,

μικρό, σα χελιδόνι,

κι άρματα δε σε βροντάν

παλληκαριού στη ζώνη.

 

κοίταξε και γέλασε

της νύχτας το σουλτάνο,

γλίστρησε σιγά κρυφά

και πέταξ, εδώ πάνω,

 

και στο σπίτι τ’ άραχνο

γυρνώντας, ώ ακριβέ μας,

γίνε αεροφύσημα

και γλυκοφίλησέ μας!

ΘΟΔΩΡΗ ΒΛΑΧΟΔΗΜΗΤΡΗ, ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ.

Μιά νέα κριτική αντιμετώπιση, 2-5

                                                Ομοφροσύνη φιλίαν ποιεί  ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

     Το φαινόμενο Παλαμά παρουσιάστηκε ως βιολογικός οργανισμός στα 1859 κι έσβυσε σαν βιολογικός οργανισμός στις 27 του Φλεβάρη του 1943, όταν το έθνος σφάδαζε πατημένο από έναν ουραγό εισβολέα, τον Ιταλό, κι απόνα βάρβαρο επιστημονικό αντιανθρωπιστή επιδρομέα, τον παγκάκιστο Γερμανό. Την ημέρα που έπεσε ο Παλαμάς σαν,

                        «μιά μαρμάρινη κολώνα

                        κάποιου πανάρχαιου ναού»

συνοδεύτηκε από το θλιμμένο Αθηναϊκό λαό στο κοιμητήρι, κι εκεί, αυτό το πεθαμένο βιολογικό φαινόμενο, μεταστοιχειώθηκε άξαφνα σ’ ένα γιγάντιο εθνικό, πνευματικό-ηθικό φαινόμενο, ισάξιο της ομορφιάς και της δύναμης του σκλαβωμένου αλλά περήφανου λαού και του Έθνους.

      Κι εκείνη την ιερή κι οργισμένη στιγμή, που ο λόγος του Άγγελου Σικελιανού σήκωνε τον ύμνο στον Παλαμά και στο λαό που τον θρηνούσε, ξέσπασε συγκινημένος, βουερός, περήφανος, ορμητικός κι αδυσώπητος αυτός ο λαός που πονούσε, ξέσπασε τιμητικά κι αγέρωχα με το στόμα ενός άλλου ποιητή, με το τραγούδημα του Εθνικού Ύμνου, του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» του ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Κι αυτοβεβαίωσε την ώρα εκείνη ο λαός, πόσο πολύ αγαπούσε τον Παλαμά, και φώναξε την ώρα εκείνη ο λαός, πόσο πολύ μιλούσε τη σκλαβιά του. Πάνε είκοσι χρόνια από τότε. Χρόνια κρίσιμα και ημέρες θλιβερές για την Πατρίδα. Σήμερα θυμόμαστε και τιμάμε τον ποιητή. Αλλά.

                        -«Τίνος ούνεκα χρή θαυμάζειν άνδρα ποιητήν;»

                        -«δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους τε ποιούμεν

                          τους ανθρώπους εν ταίς πόλεσιν».

     Το ερώτημα το κάνει ο Αισχύλος και την απάντηση τη δίνει ο Ευριπίδης, στο έργο του Αριστοφάνη «Βάτραχοι», στα 405 πρό Χριστού. Αλλά και το ερώτημα και η απάντηση παραμένουν και θα παραμείνουν αναγκαία και αληθινά.

     Ο Παλαμάς είτανε γνήσια καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Αλλά κι ο στοχασμός του, είχε διαλεχτικό χαρακτήρα. Αυτό μαρτυράει, η αντιθετική τάξη των εικόνων, των συναισθημάτων, των λογικών εννοιών σ’ ολόκληρο το έργο του. Είναι βασικό κι ασυγχώρητο λάθος της κριτικής να βεβαιώνει ότι ο Παλαμάς είχε πολλές ιδέες μέσα του ή πέρασε από πολλά ιδεολογικά πιστεύω. Όχι. Αντίθετα από τις βεβαιώσεις του, πού παγίδεψαν την απροβλημάτιστη κριτική κάθε απόχρωσης, είχε ένα μονάχα ιδεολογικό πιστεύω. Το ιδεολογικό πιστεύω του ελληνικού αστισμού του 1880-1920. Η ποικιλία των αποχρώσεων αυτού του πιστεύω, θεωρήθηκε σαν πολυϊδεϊσμός του Παλαμά. Λάθος. Πάνω στο πιστεύω αυτό, έχτισε ο Παλαμάς το έργο του. Η αστική ιδεολογία εξέφρασε σωστά και συνολικά τα συμφέροντα του έθνους στην περίοδο αυτή. Σ’ όλο το μακρό του βίο, ο Παλαμάς υπηρέτησε σαν εθελόδουλος σκλάβος τον ποιητικό λόγο και το στοχασμό, και με τα δυό μαζί με το σύνολο της πνευματικής του δουλειάς, υπηρέτησε εμάς το λαό του, το Έθνος μας. Θέλησε να μας κάμει «βελτίους». Φιλοδόξησε να μας κάμει καλύτερους.

      Στοχαζότανε πάνω στα ανθρώπινα προβλήματα και στα προβλήματα της λογοτεχνίας πολύ. Γι αυτό κι ο Παλαμάς σαν κριτικός είτανε, είναι και θα μείνει κεφάλαιο και πολύτιμος δάσκαλος, ένα μέτρο σύγκρισης, για όλους τους επίδοξους κριτικούς της λογοτεχνίας μας.

                                    «Όλβιος όστις της Ιστορίας

                                    έσχεν μάθησιν…»

έγραψε ο Ευριπίδης, και ολβιότερος ο κριτικός του Παλαμά που θα γνωρίζει την ιστορία των χρόνων του. Γιατί μονάχα η γνώση της ιστορίας μας επιτρέπει να καταλάβουμε και να αξιολογήσουμε τον Παλαμά. Από την εφηβεία του, συμπορεύτηκε με το ξύπνημα της Εθνικής συνείδησης και το δυνάμωμα του Έθνους, έτσι καθώς το υπαγόρευε η αστικοποίηση της χώρας. Ο Χαρίλαος Τρικούπης (1880 και μετά) πολιτικός εκπρόσωπος του αστισμού στην Ελλάδα, ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές των άλυτων προβλημάτων του Έθνους. Την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης και την εσωτερική συγκρότηση. Προβλήματα συναρτημένα. Ταυτόχρονα, μεγαλώνει ο Εθνισμός των Βαλκανίων και ταυτόχρονα οργιάζει η ξένη προπαγάνδα σε βάρος των βαλκανικών λαών. Σε ποιόν ανήκουν τα εδάφη αφού η Τουρκία πάει να πεθάνει; Ποιοί έχουνε τους εγκυρότερους και παλαιότερους τίτλους ιδιοκτησίας και χρησικτησίας; Από εδώ αρχίζει ο αγώνας κι η σύγκρουση.

     Το πρώτο αίτημα, της απελευθέρωσης των άλλων τμημάτων, παίρνει άλλες διαστάσεις στη συνείδηση των Ελλήνων και γίνεται μεγαλοϊδεατισμός. Η Ελλάδα ονειρεύεται να ανασυνταχτεί σε κυρίαρχη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

     Η υπερβολή του νόμιμου αυτού αιτήματος, αποτελεί και το λάθος στη συνείδηση των Ελλήνων και του Παλαμά. Ο Παλαμάς πίστευε πρώτα συναισθηματικά και ύστερα λογικά, στη Μεγάλη Ιδέα. Ένα λάθος του μέσα στα πλαίσια των ιστορικών δυνατοτήτων, των εθνικών διαμορφώσεων. Η ποίηση του Παλαμά είναι εθνοκεντρική, πατριδολατρική. Κι εδώ είναι η αλήθεια της.

      Γιατί ο Παλαμάς, απεικόνισε και παρόξυνε τα πατριδολατρικά αισθήματα των Ελλήνων, εκείνων των Ελλήνων που φέρανε τα σύνορα του Έθνους εκεί που βρίσκονται σήμερα. Κι όσοι αναγνωρίζουμε τα σύνορα αυτά είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πρώτα απ’ όλα ως νόμιμα και σωστά τις ιδέες, τα συναισθήματα και τις αιματωμένες θυσίες των ανθρώπων αυτών. Να ένα απαρασάλευτο κριτήριο για το Εθνικό έργο του Κωστή Παλαμά. Έτσι μόνο επικυρώνεται και διασώζεται το έργο του Παλαμά, από την ιστορική πράξη. Όσοι πιστεύουν πώς κριτήριο της αλήθειας μιάς ιδέας, ενός έργου είναι η πράξη, αυτή η πράξη δικαιώνει ως αληθινό το έργο του Παλαμά, και δεν μπορούν μ’ οποιαδήποτε προσχήματα ή από άγνοια, να μειώνουν αυτό το έργο και το δημιουργό του.

     Το δεύτερο αίτημα, της εσωτερικής συγκρότησης, στη συνείδηση του Παλαμά, κατέχει μιά θέση-αντίγραφο, από τη φράση του Σολωμού:

                        «Το Έθνος πρέπει να μάθη να θεωρή εθνικόν ό,τι είναι αληθές».

     Και αληθές για τον Παλαμά είτανε πώς έπρεπε το Έθνος νασπαστεί σ’ ολόκληρο τον πνευματικό του βίο, την Εθνική του γλώσσα. Τη δημοτική. Αυτό είτανε στέρεη πεποίθησή του και δήλωσε πώς το θεωρούσε αρετή του που είτανε δημοτικιστής. Στο χώρο της πολιτικής, ο Παλαμάς πολέμησε τις κοτσαμπασίδικες αντιλήψεις, την υποκρισία, το ρουσφέτι, τον τραμπουκισμό, την άγνοια, τη χυδαιότητα. «Τα Σατυρικά Γυμνάσματα» του Κωστή Παλαμά έχουν πολύτιμη αξία για δυό λόγους.

     Πρώτος λόγος. Βοηθήσανε και βοηθάνε στη θεραπεία, στη διαπαιδαγώγηση και στην πρόληψη των χρόνιων νοσημάτων του πολιτικού βίου της χώρας. Αντιστρατεύονται την κοινωνική συντήρηση. Δεύτερος λόγος. Είναι τεκμήρια για τη γνώση της σκέψης και της ψυχολογίας του Παλαμά. Μας αποκαλύπτουν έναν αδιάφθορο, εθνικό παιδαγωγικό-μαχητή Παλαμά, και μιά γνήσια σατυρική πλούσια φλέβα-μιά άλλη εξαίσια όψη του Παλαμικού ταλέντου.

      Κι όσοι Έλληνες, κατά πλειοψηφία, αναγνωρίζουμε την ανάγκη της εθνικής γλώσσας, της δημοτικής, και την ανάγκη της ηθικοποίησης της πολιτικής ζωής της χώρας, όσοι αγαπάμε την παιδεία-αναγκαστικά επικυρώνουμε και διασώζουμε τον Παλαμά. Να ένα άλλο κριτήριο για την αξία του έργου του.

     Ένα μέρος από την ποίηση του Παλαμά, μιλάει για παθήματα και για συναισθήματα δικά του. Ατομικά παθήματα, ο ατομικός βίος με τις αντιδράσεις του, η οικογένεια, τα παιδιά, τα νειάτα, τα γηρατειά, ο έρωτας, η ελπίδα, η αισιοδοξία, η χαρά, ο ανθρώπινος πόνος, η αισθητική συγκίνηση από τη φύση, είναι πράγματα που παρουσιάζονται αυτοδύναμα μέσα στο ποιητικό έργο του Παλαμά κι αλλού το χρωματίζουν, με λυρικές αποχρώσεις. Από τέτοιες δημιουργίες ή αναφορές, κρίνεται ο άνθρωπος Παλαμάς, γιατί πρέπει να συνομολογήσουμε πώς αυτά τα παθήματα και τα συναισθήματα, έχουν καθολικό ανθρώπινο χαρακτήρα. Αλλά οι ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες, τα γούστα και οι βίοι εμάς των ανθρώπων, χαρακτηρίζονται από μιά εναλλασσόμενη ποικιλία, έτσι ώστε καθένας να καταφάσκει ή όχι προς το τμήμα αυτό της παλαμικής δημιουργίας, ανάλογα με την ατομική του μοίρα.

     Ο Παλαμάς ανήκει στο λαό και στο Έθνος γιατί το έργο του περιέχει αλήθειες που είναι κοινά αποδεκτές και κοινά ωφέλιμες. Γιατί η αστική ιδεολογία στην αρχική της συγκρότηση καταφάσκει προς το καθολικό σχήμα Έθνος – Λαός. Και κείνον τον καιρό ο Παλαμάς έγραψε αλήθειες που έχουν αξία γιατί ενεργούν διαμορφωτικά στην εθνική και κοινωνική μας ζωή.

     Ο Παλαμάς αφού είναι συντελεστής του κοινωνικού φαινομένου Τέχνη, είναι κι ένα ιδιότυπο κοινωνικό- πνευματικό φαινόμενο. Η καταγωγή του είναι βιολογική, με κληρονομικές καταβολές και κοινωνική, με ιδεολογικές επιδράσεις. Κι αυτό το πνευματικό φαινόμενο που υπήρξε ο Παλαμάς, έλαμψε, λάμπει και θα λάμπει απάνω μας καιρούς. Είναι ένας σταθμός που συγκεντρώνει τις πνευματικές κι άλλες ιδιάζουσες ζωντανές δυνάμεις του παρελθόντος ελληνισμού, τις ενώνει και τις διοχετεύει σε μας μ’ ένα ψυχισμό υψηλής τάσης, έτσι ώστε να επενεργεί δραστήρια και σταθερά στην εθνική αισθαντικότητα και σκέψη.

     Κάθε διάδοχη κατάσταση στη κοινωνική συγκρότηση, στη λογοτεχνία και στην κριτική πρέπει να εμπεριέχει την ουσία της προηγούμενης δραστηριότητας του Έθνους. Και το έργο του Παλαμά, αποδείχνει λαμπρά πώς αφομοίωσε την πνευματική ουσία, το ψυχικό μεγαλείο, την ειδοποιό διαφορά του παρελθόντος ελληνισμού. Αφομοίωσε το νόημα της αντίστασης του ελληνισμού προς κάθε καταπιεστή, διά μέσου της ιστορίας. Γνωρίζει τα ιστορικά κείμενα, το λαογραφικό θησαυρό, το δημοτικό τραγούδι, την Κρητική λογοτεχνία, τον Κοραή, το Σολωμό και το Βαλαωρίτη. Ακουμπάει στο πνεύμα του Σολωμικού έργου και παίρνει κι από το Σατυρικό Σολωμό το μερίδιό του. Από τον Κάλβο, την ποιότητα της πατριδολατρικής αρετής του. Από το Βαλαωρίτη, την κατεύθυνση στην εθνοκεντρική του λογοτεχνική πορεία. Από το Ροϊδη το μαστίγιο της κριτικής του. Αναχώνεψε στην ψυχή και στην μνήμη του, την πνευματικότητα και την ψυχικότητα του ελληνισμού, από τα ομηρικά έπη, τους προσωκρατικούς, τους βυζαντινούς χρονογράφους, το έπος του Διγενή Ακρίτα, μέχρι τους συγχρόνους του’ και μονάχα έτσι διαμόρφωσε τον εαυτό του κι ανυψώθηκε στη συνείδηση του Έθνους κι έγινε φαινόμενο. Η δουλειά τον έκαμε πνευματικό κεφάλαιο του ελληνισμού.

     Την επίδραση του Παλαμά στα γράμματά μας, τη διαπιστώνει και την επικυρώνει η φιλολογική έρευνα των κειμένων πολλών άλλων συγχρόνων του ή κατοπινών λογοτεχνών. Ξεχωριστά απ’ αυτό, με κριτικές και δηλώσεις τους τον αναγνώρισαν, πολλοί σύγχρονοί του κι ανάμεσά τους κι ο πρώτος αρνητής του Κ. Χατζόπουλος. Για την κριτική, έχει σημασία μόνο η φιλολογική διαπίστωση των επιδράσεων. Ο Καρυωτάκης κι ο Βάρναλης τον μιμούνται στο στίχο και στο σατυρικό του ρυθμό αρκετά ευδιάκριτα. Ο Σικελιανός τον πιστοποίησε με μίμηση, με άρθρα, με το περίφημο υμνητικό και κριτικό επικήδειο ποίημά του. Ο Αυγέρης, γνωρίζει πολύ καλά τον κριτικό Παλαμά. Κι ο Βρεττάκος, κι ο Σεφέρης κι ο Ρίτσος, τον μιμούνται στο στίχο στα πρώτα τους χρόνια κι ασφαλώς στο βαθύτερο ελληνολατρικό τους πιστεύω, μ’ όλες τις διαφορές, τις μορφικές διαφορές του έργου τους, και τις ιδεολογικές αποχρώσεις.

     Ειπώθηκε πώς ο Παλαμάς είναι αντιφατικός. Ο Παλαμάς είναι α ν τ ι θ ε τ ι κ ό ς κι όχι αντιφατικός. Αντιφατικοί είναι όσοι ισχυρίζονται μιά τέτοια γνώμη. Είναι βασικά διαλεχτικός, ο χαρακτήρας του στοχασμού του. Α ν τ ι θ έ τ ε ι ο Παλαμάς ιδέες, συναισθήματα, εικόνες. Δεν αντιφάσκει. Είναι πολύπλευρος υποκριτής, κι αναδεικνύει διάφορες όψεις των ανθρώπινων καταστάσεων. Σαν ποιητής, βλέπει ολότητες. Στην ολότητα Έθνος, συναιρεί ο Παλαμάς τις ταξικές διαφορές. Στην ολότητα «μιά πολιτεία ο κόσμος» συναιρεί ο Παλαμάς τις εθνικές διαφορές.  Σύμφωνα με την άποψη της διαλεχτικής κοινωνιολογίας είναι λάθος. Αλλά δεν αντιφάσκει. Γιατί η αστική του ιδεολογία, του επιτρέπει τις αλματικές αυτές συνθέσεις χωρίς να λογαριάζει τη νομοτελειακή διαρθρωτική πορεία της κοινωνίας.

     Η απόπειρα να βγει ο Παλαμάς σοσιαλιστής, είναι γκάφα. Η απόπειρα να βγει ο Παλαμάς εκπρόσωπος του σάπιου αστισμού, είναι ανοησία. Συνιστά ακρισία και πνευματική σύγχυση να λέμε αντιφατικό καθένα που δεν συμφωνεί με τις αρχές μας. Ο Παλαμάς συμφωνεί με τις αρχές του. Δεν αντιφάσκει. Αν οι αρχές που πίστευε ο Παλαμάς, βρίσκονται έξω από τις επιστημονικές βεβαιώσεις, και τότε ο Παλαμάς δεν είναι αντιφατικός. Απλώς, είναι γελασμένος.

     Αλλά πρίν κλείσω αυτό το σημείωμα, θέλω να σημειώσω πώς ο υψηλός ποιητικός τόνος του Παλαμά, βρίσκεται σε συναισθηματική αντιστοιχία με τον ψυχικό τόνο των Ελλήνων που είθελαν να μεγαλώσουν τα σύνορα του Έθνους, και συμπλήρωσαν αρκετά το αίτημα των Ελλήνων του 1821.

                        «ανάγκη μεγάλων γνωμών και διανοιών

                        ίσα και τα ρήματα τίκτειν».

     Και ίσως ασυναίσθητα και ίσως συνειδητά ο Παλαμάς, πειθάρχησε σ’ αυτή τη μεγάλη αισθητική αρχή που αιώνες πρίν, στον πέμπτο προχριστιανικόν αιώνα, εδώ στο «Ιοστεφές» και «κλεινόν άστυ» το «δαιμόνιον πτολίεθρον» εδώ στην Αθήνα, μακρινοί και μεγάλοι πρόγονοί μας ποιητές, την εθέσπισαν.                             

              Μ Ι Κ Ρ Ο    Α Ν Θ Ο Λ Ο Γ Ι Ο  

ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΠΟΙΗΣΗ  ΤΟΥ  ΠΑΛΑΜΑ, 6-25

     Η σύνταξη του ανθολόγιου, εδημιούργησε προβλήματα και θα παραμείνει ανύποπτος για τις δυσκολίες της σύνταξης, όποιος δεν καταπιάστηκε με μιά τέτοια δουλειά. Να μην αδικηθεί ο ποιητής. Να μην αδικηθεί ο αναγνώστης. Να μάθει κυρίως ο απληροφόρητος. Να διδαχτεί η καινούργια γενιά, που είναι η αυριανή ελπίδα του Έθνους, ποιές αρετές και ποιές αλήθειες υπερασπίστηκε ο Παλαμάς, με ποιόν τρόπο και με τι σθένος πολέμησε τις πληγές της κοινωνικής μας ζωής. Γιατί είναι μάταιο να δαπανά τον εαυτό της σε επιδώσεις που αν δεν τη διαφθείρουν, ελάχιστα την ωφελούν. Όλα αυτά είχα στο νου μου, κι’ αν εγώ το μπόρεσα ή όχι να περάσω πάνω από τις δυσκολίες, να κρίνω, ν’ ανθολογήσω και να σχολιάσω σωστά, θα το κρίνει ο αναγνώστης. Και μόνο αν στην ψυχή του περάσει ένα ρίγος ή μιά χαρά πνευματικής αγαλλίασης, μόνο τότε θανταμειφθεί ο μόχθος και θα δικαιωθεί η προσπάθεια.

                                                         Θ. Β.

ΣΤΕΛΙΟΥ  ΓΕΡΑΝΗ,  Ο  ΠΑΛΑΜΑΣ  ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ ΤΟΥ.

                        Μικρή αναφορά σε μεγάλα προβλήματα, 26-29

     Ο Παλαμάς, πατέρας του νεοελληνικού προβληματισμού, έθιξε με φωτεινό τρόπο το ζήτημα της σαφήνειας και της ασάφειας των ποιητικών κειμένων, αυτό που είχε ανακύψει, στον καιρό του, απ’ τα δικά του κυρίως ποιήματα. Κι’ είναι, ομολογουμένως, ένα ζήτημα εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα αφού συχνά προβάλλεται από τη σύγχρονη κριτική, στα σημειώματά της εκείνα που μιλούν για «αφόρητη ομοιομορφία», για ποιητικό ερμητισμό και για «δεσποτική μανιέρα», που εμποδίζει το κοινό να επικοινωνήσει με την ποίηση του καιρού μας.

      Σαν μιά ακόμα απάντηση σ’ όλα τα γνωστά καμώματα της κριτικής μας, που βρέθηκε απροετοίμαστη στην ουρά των γεγονότων, ανίκανη να εννοήσει την ιδιαίτερη εκείνη φυσιογνωμία, την ποικιλία και την ποιότητα της μεταπολεμικής μας, κυρίως, ποίησης, αξίζει να παραχωρήσουμε αυτές εδώ τις στήλες στον Κωστή Παλαμά, που πρίν εβδομήντα περίπου χρόνια έδωσε καταπελτικές απαντήσεις σε κριτικούς και ανίδεους αναγνώστες, και σε όλους εκείνους που χωρίς καμμιά προετοιμασία και καλλιέργεια, επειδή απλώς γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή, απαιτούν από τον ποιητή να μιλάει μ’ ένα απ’ ευθείας εύκολο τρόπο, που να τους απαλλάσσει από κάθε κουραστική σκέψη κι’ από κάθε ιδιαίτερη προσοχή.

     Στον πρόλογο, λοιπόν, της συλλογής «Τα Μάτια της Ψυχής μου», γραμμένο στα 1892, βλέπουμε πόσο είχε απασχολήσει τον Παλαμά το πρόβλημα της επικοινωνίας του ποιητή με το αναγνωστικό κοινό, πρόβλημα που τον οδηγεί στη διατύπωση μιάς σειράς απόψεων, που διατηρούν ως τα σήμερα την αλήθεια τους.

Γράφει ο Παλαμάς.

(…)

     Ο ποιητής δεν εργάζεται ούτε διά τους πολλούς ούτε διά τους ολίγους’ εργάζεται διά την ποίησιν. Των αξιώσεων ταύτης την εκπλήρωσιν έχει πάντοτε κατά νούν’ κάθε άλλην σκέψιν κρίνει άσχετον προς την Τέχνην και ανάξιάν του. Δεν φροντίζει δι’ οιονδήποτε κοινόν, ούτε διά το λεγόμενον πολύ, ούτε διά το τιτλοφορούμενον εκλεκτόν, καθώς ο ιερεύς, όταν λειτουργεί, προς τα άνω προσέχει, και δεν φροντίζει να λάβη οδηγίας από τους εκκλησιαζόμενους, ούτε εξετάζει τα γούστα των. Όχι διότι ο ποιητής είναι ξένος του κόσμου τούτου’ μοιραίως, χωρίς να το συλλογίζεται, εκλήθη δια να χορτάση του ανθρώπου την δίψαν και να είπη με τάξιν και με λάμψιν ό,τι ο άνθρωπος άτακτα και αμυδρά αισθάνεται. Ο Ποιητής, θέλει δεν θέλει, απευθύνεται προς ιδιαιτέρας τάξεις ανθρώπων’ είναι αυτοί οι πνευματικοί αδελφοί του’ ποιηταί και αυτοί’ αλλά χωρίς χάριν και χωρίς τραγούδι’ το ιδανικόν αυτών εκφράζει’ ό,τι έχουν μέσα των το αδράχνει, το πλάττει, το εξωτερικεύει και το αποκαλύπτει…

(….)

     Ο Ποιητής είναι ως ο Ίων του Ευριπίδου. Απάτωρ και αμήτωρ, πατέρα και μητέρα έχει τον Θεόν του φωτός και τούτου είναι πιστός χρυσοφύλαξ. Δεν απομακρύνεται του ναού, και δεν γνωρίζει από τύρβην βεβήλου κόσμου. Αλλ’ όταν του επιβάλη η ανάγκη να απομακρυνθή από τον ναόν, και καταπείθεται να αναμιχθή εις τα εγκόσμια, εις τον κόσμον εμφανίζεται όχι πλέον ως ιερεύς, αλλά ως βασιλεύς.

     Μία από τας γελοιωδεστέρας εκδηλώσεις της πεζότητος είναι το κατηγορητήριον πού συχνά πυκνά και προσχειρότατ’ απαγγέλλεται κατά του ποιητή, ως δήθεν σκοτεινού. Η σκοτεινότης αυτή δυνατόν να υπάρχη κάποτε, αλλ’ είναι σχετική, και σκεπάζει όχι τους στίχους του Ποιητού, αλλά τα πνεύματα των αναγνωστών του. Των ξένων αναγνωστών, εννοείται, αλλ’ όχι και των πνευματικών αδελφών εκείνου, διά τους οποίους ουδέν άλλο επάνω εις την γην είναι φαεινότερον από τους στίχους του. Αληθινά σκοτεινός-και αξιοκατάκριτος-είσαι, όταν σου λείπουν αι ιδέαι, σου λείπη η αρμονιά, σου λείπη η έκφρασις’ αλλά του Ποιητού η σκοτεινότης είναι άλλης φύσεως. Η Ποίησις είναι κυρίως η συμβολική, ήτοι η συνθετική, με άλλους λόγους η κεκαλυμμένη και όχι πάντοτε η ευκολονόητος έκφρασις της ψυχής του κόσμου’ της ψυχής που δεν επιπλέει ευκολοπλησίαστη, αλλά καθώς ο μαργαρίτης από τα έγκατα της θαλάσσης, εξάγεται και αυτή από τα βάθη των φαινομένων και των ωραίων στίχων…

      Ανέκαθεν εις εμπόλεμον κατάστασιν ευρίσκονται ποιηταί θρεμμένοι με ιδέας και κοινόν που βαρύνεται να σκεφθή και αμύνεται κατά της επιδρομής των ιδεών’ διότι, καθώς φαίνεται, του χαλούν την ησυχίαν εκείναι. Θέλεις να σε καταλαβαίνουν όλοι, να μη σε λέγουν σκοτεινόν; Αναμάσσα, όσον ημπορείς ατέχνως τα κοινά και τα τετριμμένα’ αι κοινοτυπίαι σου έχουν μίαν διαφάνειαν! Κάμνουν σαφέστατον το ύφος και είναι η αγαλλίασις των πολλών. Αστείον καταντά το ζήτημα της σαφήνειας ή της ασάφειας των στίχων. Του κάκου ο Ποιητής εκθέτει καθαρώτατα τας εννοίας του’ μόνον διότι αύται είναι π ο ι η τ ι κ α ί, τουτέστιν απαιτούν προς αντίληψιν των ή κάποιαν ανωτέραν πνευματικήν μόρφωσιν ή κάποιαν βαθυτέραν ευαισθησίαν, κινδυνεύει ν’ ακούη καθημερινώς την στερεότυπον ταπεινά αφελή, καθώς φαίνεται, αλλά, καθώς πράγματι, είναι, οικτρά εγωιστικήν απάντησιν:  Δ ε ν  κ α τ α λ α β α ί ν ο υ μ ε! Τα κυριώτερα των συντελούντων εις το να μένουν αραιόταται αι τάξεις των αναγνωστών, των εννοούντων τον Ποιητήν, είναι: Η αποκτηνωτική εκπαίδευσις, η παραρριγμένη εις τα χέρια των δασκάλων’ η από ταύτην πηγάζουσα αμβλύνοια,  που απωθεί ως πολέμιον και βδελύσσεται πάν ό,τι προκαλεί την σκέψιν.

     Ο Παλαμάς για τη γλώσσα

      Το γλωσσικό πρόβλημα μπορεί να μην υπάρχει σήμερα στη λογοτεχνία μας, υπάρχει όμως στην εκπαίδευση και στην πολιτική και κοινωνική μας ζωή. Η καθαρεύουσα, η τεχνητή αυτή γλώσσα, είναι η επίσημη γλώσσα του έθνους μας και η άλλη η πραγματικά εθνική μας γλώσσα, υπάρχει ακόμα έξω από το έθνος και από την παιδεία μας. Έτσι όσα λέει ο Παλαμάς στο ίδιο του κείμενο για τη γλώσσα του ποιητή, έχουν, στην πλατύτερη έννοια τους, αναμφισβήτητη αξία και επικαιρότητα:

(…)

     Αλλ’ η κυριώτερη αφορμή της έχθρας πού φανερώνεται μεταξύ του ποιητού και του κοινού, είναι η αντιπάθεια την οποίαν το κοινόν τούτο, το διεφθαρμένον από τα σχολεία και τας εφημερίδας, τρέφει κατά της γλώσσης του ποιητού. Μεταξύ της τεχνητής γλώσσης πού κάκιστα την ονομάζουν καθαρεύουσαν και της εθνικής γλώσσης όπως πρέπει σαφέστατα να λέγεται η δημοτική, ο ποιητής εδιάλεξε,-κυρίως δεν εδιάλεξεν, αλλ’ ωμίλησε την εθνικήν γλώσσαν, χωρίς εκλογήν και αδιστάκτως’ υπήκουσε μόνον εις τους νόμους της φύσεως και τας υπαγορεύσεις της Τέχνης, εις το υπερόχως ανεπτυγμένον μέσα του γλωσσικόν αίσθημα, και εις το μίσος του κατά παντός σχολαστικού, ψευδούς και αντιποιητικού. Αλλά την ωμίλησεν όχι δια να αραδιάση δουλικώς μ’ εκείνην μαθητικά θέματα, αλλά διά να εκφράση μ’ εκείνην, πρώτος αυτός, νοήματα που έως τότε η γλώσσα εκρίνετο ανίκανος να τα εκφράση’ δια να την ανυψώση εις φιλολογικήν την καταφτονημένην εθνικήν γλώσσαν, ως συμβαίνει πάντοτε εις τα έθνη που δεν έχουν ακόμη καθαράν την συνείδησιν της αυθυπαρξίας των. Αλλ’ ακριβώς η πρόχυσις αριστοκρατικών ιδεών και αρμονιών με δημοτικούς τύπους και σχηματισμούς που θεωρούνται, από αμάθειαν, ως διαφθοραί και ρύποι της γλώσσης, καθώς και με νέους λεκτικούς συνδυασμούς, παρέχει εις την τοιαύτην γλώσσαν που δεν εμορφώθη ακόμη τέλεια, και μολαταύτα είναι τόσον εύμορφη, κάτι τι ασυνήθιστον, απροσδόκητον, τομηρόν, εναγώνιον, δύσκολον, επαναστατικόν’ όλα αυτά επικίνδυνα εις την ασφάλειαν της τεχνητής γλώσσης, την οποίαν βαθειά ριζωμέναι προλήψεις εγέννησαν και μακρών χρόνων συνήθεια επέβαλεν εις τρόπον ώστε να γνωρίσωμεν και εκ πείρας πόσον εύλογα ανακράξει ο Σαίξπρ διά στόματος του Αμλέτου ότι το «μάθημα ημπορεί και το καλούπι της φύσεως ν’ αλλάξει». Όλα αυτά εκπλήττουν, σκανδαλίζουν, σκοτίζουν και απαρέσκουν εις τους πολλούς ή τους ολίγους στενοκεφάλους, που επί τέλους και διαμαρτύρονται κατά του ποιητού ότι χαλάει την γλώσσαν’ την γλώσσαν των έπρεπε να λέγουν. Αλλ’ εις τα έθνη όπου τα σκήπτρα της γλώσσης αφίνονται όχι εις τον Λαόν, τον πατέρα και βασιλέα, αλλ’ εις τους αγλωσσολόγητους και αφιλοσόφητους λογιώτατους, αργά ή γρήγορα εμφανίζεται ο ποιητής δηλονότι αυτός ο ίδιος ο λαός εις την υψηλοτάτην μορφήν του, και μάχεται νικηφόρως δια τα κτηνωδώς καταπατούμενα  δίκαιά του,…

(…)

                                 Ο  ποιητής  και  οι  επικριτές  του

        Είναι πολλά τα οδηγητικά και τα χρήσιμα που μπορούμε ν’ αντλήσουμε από το υψηλό και το πλατύ παλαμικό οικοδόμημα. Κι όχι μόνο στον κριτικό στοχασμό, στη γλωσσική καλλιέργεια στο εύρος των ιδεών, στην πνευματική ανησυχία και την αγρύπνια της ψυχής, στο πάθος, για το καλύτερο, σ’ όλα όσα συνιστούν και την σημερινή ανθρώπινη προβληματική, αλλά και στην π ο ί η σ η: στην ποίηση σαν αισθητική έκφραση και πράξη’  σαν βαθύτερη ουσία και αποκάλυψη. Κι άς έχουμε, εμείς οι νεώτεροι άλλες προτιμήσεις σήμερα, κι ας ακολουθούμε άλλους τώρα δρόμους για την ανθρώπινη ουσία, κι ας σκάβουμε με πιό τέλεια εργασία για την αποκάλυψη του «μυστικού νοήματος των πραγμάτων». Κι ακόμα, ας είναι η δική μας ποιητική έκφραση με πιό καθαρά υλικά και με λιγώτερα στολίδια, μα που για όλα τούτα δε χρωστάμε λίγα σ’ εκείνου τις παροτρύνσεις και τις συμβουλές, που μας έλεγε ν’ ακολουθήσουμε το δίδαγμα του Σολωμού, αν θέλουμε να δώσουμε στην ποίησή μας περισσότερη καθαρότητα και «πλέον αγνή και φωτόλουστη όψη», έστω και αν ο ίδιος με το πρωτεϊκό του πάθος, όλα να τα δει κι’ όλα να τα εκφράσει, ξεστράτισε πολλές φορές απ’ αυτή την «υποταγή στο νόημα της τέχνης».

     Ο Παλαμάς λοιπόν, πρώτα, και καθυστερημένα ο Σολωμός είναι οι δύο πνευματικές αφετηρίες, της νεώτερης εθνικής μας ζωής. Και χωρίς να ανήκουμε σε κανένα «παλαμικό ιερατείο», δεν θεωρούμε «ανευλαβές ατόπημα» το να τοποθετήσουμε κι εμείς τον Παλαμά πλάϊ στον ποιητή των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», όπως το θεωρεί ο όψιμος αρνητής του Πάνος Καραβίας, επίγονος του πανεπιστημιακού εκείνου καθηγητή Γιάννη Αποστολάκη, που με τη φιλολογική φλυαρία και εντυπωσιολογία που περιέχει το λησμονημένο πιά δοκίμιό του «Η ποίηση στη ζωή μας», πάσχισε με υστερική μανία να βγάλει σκάρτη ολόκληρη την πέρα και πρίν από το Σολωμό πνευματική μας παράδοση, πού τους έβλεπε όλους σαν ανόητους στιχοπλόκους που δουλεύουν «με πρόστυχα υλικά». Κι’ ανάμεσα σ’ αυτούς ο Παλαμάς, που μέσα στους στίχους του, αντιβουίζει-κατά τον Αποστολάκη- «η χυδαιότερη οχλοκρατία και αναρχία που βασίλεψε ποτέ σε κεφάλι ανθρώπου», αφού, μάλιστα, μέσα σ’ ολόκληρο το έργο του «μόνο τον άνθρωπο που συλλογίζεται δεν βλέπεις». Έγραψε ακόμα, ο μακαρίτης Αποστολάκης και για το κίνημα του δημοτικισμού πώς «η ζωντανή γλώσσα δεν κέρδισε και  πολλά πράγματα απ’ τη νίκη» γιατί είταν νίκη «πέρα για πέρα πολιτική». Και για να ειρωνευτεί τις προοδευτικές κοινωνικές τάσεις της εποχής του Παλαμά, γράφει: «ο σοσιαλιστής στον τόπο μας, ποτέ δεν θα με πείση για την ύπαρξη ενός ιδανικού’ στα μάτια του αυνανιστικά μόνο τον τρόμο για την πείνα και τη λαχτάρα για το φαϊ».

      Τις λησμονημένες αυτές ανοησίες του μακαρίτη καθηγητή και συγκεκριμένα όσες αναφέρονται στον Παλαμά, ήρθε να μας επαναλάβει κατά πλέον μοντέρνο εκφραστικό τρόπο, και με πολλές και ποικίλες αναφορές σε ξένα κείμενα, ο Πάνος Καραβίας, στο δοκίμιό του «Ο Παλαμάς αντιποιητικός» (1960) πού απ’ την αρχή φαίνεται η προδιαγεγραμμένη επικριτική προσπάθεια με τον τελικό σκοπό να γκρεμιστεί ο θρύλος του εθνικού βάρδου και να τοποθετηθεί, για ένα μικρό μέρος του έργου του, στους «λυρικούς του ελάσσονος τόνου».

     Αυτή μάλιστα η προδιαγεγραμμένη επικριτική του, τον κάνει να μή διστάζει να χρησιμοποιεί ατόφιους σχεδόν αποστολάκιους παραλληλισμούς, σαν εκείνον το μύθο με το φούρνο του Ναστρεντίν Χότζα (Ναστραδή τον γράφει ο Αποστολάκης, Νασρεντίν ο Καραβίας’ είναι κι’ αυτό μιά «άλλη άποψη», που ο πρώτος τον χρησιμοποιεί για να ειρωνευτεί την κοινωνική και πνευματική ζωή της εποχής του Παλαμά και ο δεύτερος για να κατεβάσει την αξία του κεντρικού συμβόλου του Παλαμά στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου».

     Αν ο Αποστολάκης δε βρίσκει «τον άνθρωπο που συλλογίζεται» μέσα στην ποίηση του Παλαμά, ο Καραβίας, απ’ αυτή τη θέση ξεκινώντας, διατυπώνει μιά πρώτου μεγέθους «μεταφυσική» ανοησία, ισχυριζόμενος πώς ο Παλαμάς «δεν μπορούσε νάχει ποιητική δύναμη και βαθύ στοχασμό» γιατί όπως άλλωστε κι’ ο ίδιος έχει ομολογήσει, «ποτέ δεν ένιωσε το ρίγος της μεταφυσικής αγωνίας».

      Τα «πρόστυχα υλικά» τα «αισθήματα και οι εντυπώσεις του οργανισμού τους» καθώς και τα περί χυδαίας παλαμικής αναρχίας, που αναφέρει ο Αποστολάκης, συγκεκριμενοποιούνται και αναλύονται με πραγματικά χυδαίο τρόπο, από τον βραβευμένο δοκιμιογράφο Καραβία. Ο Παλαμάς-γράφει-(απομονώνοντας μερικούς αδύνατους στίχους του, που κυριαρχεί το αισθησιακό πάθος) «δεν γνώρισε τον έρωτα, ούτε την γυναίκα στην πολλαπλότητά της και σ’ όλην την πληρότητά της… Δεν ήταν κάν ο πλέριος έρωτας για τη γυναίκα ο καημός του, παρά απομονωμένη η ανικανοποίητη ηδονοδίψα του…». Και παραθέτει ένα ανέκδοτο ποίημα με τον τίτλο «Ηδονισμός», που το έχει «αποκαλύψει», ο Άγγελος Δόξας μαζί με μερικά άλλα σχέδια ενός «Ύμνου στη Λαγνεία» για να σημειώσει πώς «ο σεξουαλικός πόθος υμνολογείται και περιγράφεται αμετουσίωτος, ωμός, μ’ έκδηλον, συχνότατα, αυνανιστικό τρόπο και πιό έντονα (σ’ άλλο ποίημα) με φανερή ασέλγεια» (σελ. 74-75).

     Κι από τη φρουδική ερμηνεία του Άγγελου Δόξα, συμπληρώνει ο Καραβίας τα περί «μαζοχιστικού πάθους», «χαμηλού γούστου», «ψυχικών συμπλεγμάτων» κλπ., για να μας «αποδείξει» με μερικά ακόμα αποσπάσματα στίχων, πώς «μόνος καημός του είναι η καταθλιμμένη σαρκική ηδονοδίψα του».

     Τα κείμενα τούτα δεν αντέχουν βέβαια σε καμμιά σοβαρή αντιμετώπιση, γιατί είναι κείμενα σκανδαλοθηρικά, που διαφημίστηκαν από τους ίδιους τους επικριτές κι από το αντιπαλαμικό «ιερατείο» τους, για την δήθεν «ενορατική διεισδυτικότητα» τους και για τις άλλες κατασκευασμένες «αρετές» τους. Τ’ αναφέρουμε όμως και τα διατρέχουμε πληροφοριακά γιατί κάποτε και τώρα, δημιούργησαν κάποιαν εντύπωση σ’ αυτούς κυρίως πού τρέφονται με έτοιμες ιδέες και είναι πρόθυμοι να καταπιούν το «τολμηρό» και το «επαναστατικό», χωρίς να ερευνούν την ταπεινή του προέλευση.

     Η απόλυτη άρνηση, συνοδεύεται συχνά από μιά φλύαρη εντυπωσιολογία, πού διυλίζοντας με ψυχρή προκατάληψη, τον κώνωπα και καταπίνοντας την κάμηλο, άλλο δεν κατορθώνει από την προβολή της άκριτης αδιαλλαξίας και των αποκρουστικών συμπλεγμάτων του επικριτή. Ο Παλαμάς, ωστόσο, δεν κινδυνεύει από τέτοιους ψευδοεκλεκτικούς  εστέτ, γιατί είναι μία ζώσα αρετή πού, πιθανόν, να μην τη χωράνε οι παραμορφωτικοί καθρέφτες του καιρού μας.

      Θάταν, γι’ αυτό, πιό τίμιο να ομολογήσουμε πώς οι σημερινές μας επαφές με το έργο του πραγματοποιούνται μ’ ένα πεσμένο ενθουσιασμό και μερικές φορές με αρκετή δυσφορία. Μα όχι πάντα κι’ ούτε σ’ όλες τις στάσεις και τα διαμερίσματα του έργου του. Κι’ αυτές οι στάσεις δεν είναι βέβαια εκείνες του «ελάσσονος τόνου», που αφθονούν στην εποχή του και περισσεύουν στον καιρό μας , αλλά οι άλλες, εκείνες που κάνουν την ψυχή μας ν’ αναπνέει πέρα από τις συμπλεγματικές αγωνίες αυτές που τρέφουν καθημερινά τον ψευδοσιβυλλικό μας μονόλογο και μας αφήνουν μετέωρους, πάνω σε βάραθρα σιωπής ν’ αναζητά με μυθοουσίες, πού θα στηρίξουν την κλονισμένη εσωτερική μας ισορροπία.     

                   ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΜΑΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ σ.30-38

         Το περιοδικό μας, τιμώντας τη μνήμη του Κωστή Παλαμά, έβαλε τα παρακάτω ερωτήματα σε μερικούς λογοτέχνες μας, σκοπεύοντας να ξεκαθαρίσει, όσο γίνεται, τα πράγματα και να δώσει στους αναγνώστες του την ευκαιρία να ζυγώσουν πιό πολύ το έργο του εθνικού μας ποιητή, σήμερα, που η ποίηση έγινε ένα, κυριολεκτικά φαινόμενο, με διάφορες γνώμες για την εξήγησή του.

     Απ’ τις απαντήσεις που πήραμε, όλες από ανθρώπους που τιμούν, με το έργο τους, τα γράμματά μας, έχουμε τη γνώμη πώς φωτίζεται αρκετά η προσωπικότητα του ακαταπόνητου δημιουργού και ανακαινιστή της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας.

1.-Πώς βλέπετε το φαινόμενο Παλαμά;

2.-Υπάρχουν μετασχηματισμένες παλαμικές επιβιώσεις στην ποίησή μας, στην πεζογραφία, στην κριτική;     

-Ο ποιητής Κρίτων Αθανασούλης, 30-31

       1., Μιά κατηγορία πνευματικών ανθρώπων επιμένει να βλέπει το φαινόμενο Παλαμά, έξω από κάθε συσχετισμό και ν’ αναζητεί απ’ αυτό την αισθητικότητα και μόνη μέσα στον όγκο του τον τεράστιο και μάλιστα μιάν αισθητικότητα συγχρόνου χαρακτήρος, αφού υποτίθεται οι διαφοροποιήσεις των μορφών από την εποχή του Παλαμά μέχρι σήμερα διαμόρφωσαν μιά καινούργια αίσθηση, που δεν είναι δυνατό να λειτουργεί αναδρομικά. Έτσι το Παλαμικό έργο που διαπνέεται κυρίως από το πνεύμα των ηθικών συμπτύξεων του γένους, των κάμψεων και των ρηγμάτων της εποχής, πού τότε άρχιζε κιόλας, με την απόχτηση της ελευθερίας του ν’ αναζητεί τρόπους επιβιώσεως μέσα στις πάρα πολύ αργά διαμορφούμενες κοινωνικές συνθήκες, απογυμνώνεται από τις ουσιαστικώτερες προϋποθέσεις του και εξετάζεται σαν ένα έργο μορφολογικής ακινησίας. Έτσι ερευνώμενο, φυσικό είναι, σε πολλές επιπτώσεις να παρουσιάζει, όπως άλλωστε όλα τα μεγαλόπνευστα έργα των αιώνων, τάσεις συγχύσεως των ειδολογικών ορίων.

     Πάντως και στις πιό ατυχείς στιγμές των υψηλού τόνου έργων ο ποιητής διαφαίνεται μέσα από τη διαδικασία να προσεγγίσει τα όρια του είδους.

      Ο Παλαμάς λοιπόν είναι η εποχή του: Ήγουν, η σύγχυση της εποχής του, σύγχυση μέσα στην οποία διαμορφώνονταν η μοίρα του γένους, μιά μοίρα ανδρούμενη, αν επιτρέπεται η έκφραση, μέσα σε εκρήξεις και ησυχασμούς, σε σφάλματα και ρομαντικές προθέσεις αναγεννήσεως, σε αντιθέσεις και καταφάσεις και γενικά μέσα σε μιάν έντονη προσπάθεια να ενταχθή το γένος σε μιά γόνιμη τάξη. Ο Παλαμάς, στόφα πνευματικού ηγέτη κατάλαβε το ρόλο του. Έπρεπε να ενθαρρύνει το γένος για να βαδίσει σε δρόμους προκοπής, δείχνοντάς του τη δύναμη και  τις αδυναμίες του. Κάτι πού δεν αντιμετώπισεν ο Σολωμός, αφού βρήκε το γένος κυριαρχημένο από ενθουσιασμούς για την ανάστασή του.

      2., Το γένος μας σήμερα πάει ν’ αποχρωματιστεί και να χάσει το πρόσωπό του μέσα στο διεθνιστικό κλίμα, πού επεκράτησε και στον ουρανό μας, εξαιτίας των εύκολων μετακινήσεων των πνευματικών και κοινωνικών ρευμάτων. Ο πνευματικός άνθρωπος της εποχής μας το βλέπει και ενεργεί μιά παράλληλη ενέργεια με εκείνη του Παλαμά, εξαίροντας τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία, αλλά και στη γλυπτική και στις άλλες τέχνες τα καταγωγικά κίνητρα του ελληνισμού, τα αιώνια στοιχεία των ελληνικών αξιών, που εκφράζονται σε υψηλές ιδέες, αγιαζόμενες από σκληρές θυσίες, εμπράκτως επαληθευόμενες.

       Βέβαια, ο σύγχρονος ελληνικός μύθος είναι ακόμα στο στάδιο της διαμόρφωσής του και δεν γίνεται ούτε τον ελληνισμό να στηρίξει, πάνω στην αναυτάρκειά του, ούτε να επηρεάσει τον παγκόσμιο μύθο.

      Συγκροτείται με εκλεκτικούς ερανισμούς τόσο από το καταγωγικό του θησαυροφυλάκιο, όσο και από το θησαυροφυλάκιο των αληθειών της παγκόσμιας εμπειρίας. Έτσι βλέπουμε μέσα στα έργα αρκετών σύγχρονων μας λογοτεχνών άφθονες παλαμικές επιβιώσεις κατά την έννοια της ανευρέσεως στηριγμάτων ανόδου, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αυτό τούτο το παλαμικό πνεύμα ορθώνεται και διακηρύττει με ασυγκράτητη μεγαλοστομία την ανάγκη της ανιχνεύσεως του παρελθόντος σαν γονιμοποιού παράγοντος ή  να συσταίνει την αναζήτηση αξιών παράλληλα μέσα στην παγκόσμια εμπειρία.

-Ο κριτικός Μάρκος Αυγέρης, 31

      1., Όσα κι’ αν αρνηθούμε από την προσφορά του Παλαμά στα Γράμματά μας πάντα θα μένει ένα μεγάλο μέρος της, πού θα τον αναδείχνει σαν το μεγαλύτερο πνευματικό ηγέτη και δημιουργό της εποχής του, ισάξιο με τους μεγαλύτερους ευρωπαίους ανθρώπους των γραμμάτων του καιρού του. Ας συλλογιστεί κανείς σε ποιά κατάσταση βρισκόταν η πνευματική ζωή στην Ελλάδα, όταν παρουσιάστηκε ο Παλαμάς και θα καταλάβει την αξία της προσφοράς του, το νέο πνεύμα που έφερε στην πνευματική μας ζωή, τους νέους προσανατολισμούς που της έδωσε, την αναγεννητική τροπή πού πήρε μ’ αυτόν ως πρωτεργάτη κ’ εμπνευστή κ’ η τέχνη κ’ η σκέψη κι’ ο αισθητικός μας πολιτισμός, πού τότε βρισκόταν στα πιό χαμηλά επίπεδα, αφού ο Σολωμός με την Εφτανησιακή  Σχολή έμεναν αγνοημένοι και χωρίς επίδραση.

     2., Η διαμόρφωση της σύγχρονης πνευματικής μας ζωής οφείλει πάρα πολλά στον Παλαμά, αρχίζει με τον Παλαμά κι’ από τον Παλαμά. Για να το νοιώσει κανείς δεν έχει παρά να σκεφτεί τι ια ήταν τα Γράμματά μας από τα τέλη ακόμα του 19ου αιώνα που αρχίζει η άνοδός της χωρίς την ογκώδη παρουσία του Παλαμά που δρα πάντα σαν εστία πνευματικού πολιτισμού ως το θάνατό του. Όπως το λέει κι’ ο Γρυπάρης, όλοι είναι παιδιά του Παλαμά, πρόσωπα και καταστάσεις αναπτύσσονται μέσα στην πνευματική του ακτινοβολία. Ο ίδιος ο Σολωμός μας έγινε προσιτός από την παρέμβαση του Παλαμά, πού εξύψωσε την αισθητική και πνευματική μας παιδεία. Στην πνευματική μας γεωγραφία, αν ο Σολωμός είναι ένα ορόσημο σε ύψος, ο Παλαμάς είναι ένα ορόσημο σε πλάτος.

-Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, 31

     Το φαινόμενο Παλαμά-όπως σωστά αποκαλέσατε την άλλοτε δεσπόζουσα παρουσία του Κ. Παλαμά στο ποιητικό μας στερέωμα-καλύπτει μισό περίπου αιώνα και αποτελεί το μοναδικό ίσως και αντάξιο ισοδύναμο του τότε πνευματικού, κοινωνικού και εθνικού μας βίου, βρίσκω δε πολύ φυσικό να εμπνέει πάντοτε το βαθύτερο σεβασμό.

       Θα έλεγα μάλιστα πώς ο Κ. Παλαμάς δε θα παύσει ν’ αποτελεί μια μεγάλη μορφή πνευματικού Οδηγού στο νεοελληνικό πολιτισμό πλάϊ στον κατ’ εξοχήν Ποιητή μας Διονύσιο Σολωμό και τον ομότιμο σε πολλά Άγγελο Σικελιανό. Ως τόσο το μεγαλύτερο μέρος της αίγλης του Παλαμά εξαντλείται στην αγωνιώδη προσπάθειά του να εμβολιάσει τον εθνικό μας ποιητικό κορμό με τα πιό διαφορετικά ευρωπαϊκά πρότυπα, συμβάλλοντας έτσι στον εκσυγχρονισμό και την καθολικότερη αναγέννηση του έθνους. Πρόκειται δηλαδή για έναν ποιητή, που ενώ από τη φύση του δεν ήταν προορισμένος να ξεπεράσει τα στενά όρια του υποκειμενισμού, φιλοδόξησε να εκφράσει τις πιό αντιφατικές ιδέες και τάσεις, κατορθώνοντας μολαταύτα να τις οργανώσει σ’ ένα επιβλητικό σύνολο, έστω και με μια σύνδεση εντελώς εξωτερική και ρασιοναλιστική . Στο κατόρθωμά του αυτό συνέτεινε αποφασιστικά και ο τεράστιος τεχνικός μηχανισμός που διέθετε.

      Η ποίησή του όμως, πρωτίστως νοοκρατική και ρητορική, παρ’ όλους τους υψηλούς κάποτε οραματισμούς της και τον ευρύτερο ανθρωπισμό της, ήταν επόμενο να μη μπορεί να μιλήσει βαθειά στην ψυχή μας, ούτε ν’ ανταποκριθεί στις αισθητικές απαιτήσεις του καιρού μας, που είναι άκρως αντίθετες προς την παλαμική  τέχνη και βασίζονται στη λιτότητα, την υποβολή και την ουσιαστικότητα.

      Έτσι, αν στάθηκε ικανή ν’ ασκήσει μιάν αναμφισβήτητη επίδραση σε μερικούς εκπροσώπους παλαιότερων λογοτεχνικών γενεών, οι επιβιώσεις της στη σημερινή μας ποίηση, όπως και  γενικότερα στην πνευματική μας ζωή, δεν είναι σημαντικές, με την έννοια τουλάχιστον, ότι αποτελούν τις ύστατες εκδηλώσεις ενός φθίνοντος διαρκώς φαινομένου, πού δεν έχει πιά τη δύναμη ούτε να ρυθμίσει το παρόν, ούτε να προσδιορίσει το μέλλον.

-Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, 32

      1., Υπάρχει κάποια ιδιομορφία στο φαινόμενο Παλαμά κι η ιδιομορφία του αυτή θα το κάνει ένα πρόβλημα πάντοτε συζητήσιμο. Θα νομίζουμε πάντοτε πώς ο φαινόμενο εξαντλήθηκε και πάντοτε μιά επέτειός του, τα είκοσι, τα πενήντα, τα εκατό, τα διακόσια χρόνια του, θα το φέρουν στην επιφάνεια. Είναι κάτι ανάλογο με κείνο που γίνεται στη Γαλλία με τον Ουγκώ. Αποτελεί μία παρουσία, πού τα επιμέρους στηρίγματά της δεν δικαιολογούν τη μεγαλωσύνη και την μονιμότητά της. Ο Ουγκώ σαν ποιητής δεν είναι Μπωντλαίρ, σαν πεζογράφος δεν είναι Μπαλζάκ, σαν θεατρικός συγγραφέας δεν είναι σπουδαίος. Τί είναι λοιπόν ο Ουγκώ; Τί είναι Παλαμάς- τηρουμένων βέβαια των αναλογιών πάντοτε-στη δική μας περίπτωση; Ο Παλαμάς λοιπόν έχει μέσα του κάτι το πολύ σύγχρονό του, το πολύ εθνικό, είναι ένα πολύμορφο φαινόμενο που οι δυνάμεις του στάθηκαν αρκετές για τη δημιουργία μιάς καθολικής παρουσίας στην ώρα της και στον καιρό της. Δίχως αυτή, θα υπήρχε εκεί ένα κενό, θάλειπε μιά γέφυρα, μιά ολόκληρη επανάσταση θα μπορούσε να ειπή κανείς. Γιατί μέσα σ’ ένα εθνικό πνευματικό τέλμα πού φαίνεται πώς δεν θα τελειώσει ποτέ,  αναδύεται η μορφή του με τις θεμελιακές της προϋποθέσεις, τις πολύ ζωντανές και τις πολύ καταλυτικές. Η ποίησή του δεν βγαίνει από τις άρρωστες πηγές της ρωμαντικής αοριστίας, αλλά συνδεμένη με τα νέα ευρωπαϊκά ρεύματα, αναδύεται από τη  λησμονημένη ελληνική γη. Έχει μέσα της αλήθεια, δένεται με την παράδοση και με το μέλλον. Αποτελεί τη φωνή του έθνους, είναι ένα ζωντανό πνεύμα που εναντιώνεται στην παρακμή, ένα παλληκάρι του λόγου και της γλώσσας. Γνωρίζει τις γνήσιες εθνικές αξίες πού έχουν περιφρονηθή και δεν περιορίζεται να τις αναγνωρίζει, αλλά τις αποδείχνει με την κριτική. Το δημοτικό τραγούδι, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, βρίσκουν τον απολογητή τους. Ο Παλαμάς γίνεται ένα ορόσημο από βαρειά πέτρα. Ένα ορόσημο, που ποτέ δεν θα χάσει την ιστορική του θέση, πέρα από την οποιαδήποτε αξία του ταλέντου του, πού πάντως στάθηκε αρκετό κι αυτό για την ολοκλήρωση της εθνικής του αποστολής.

     2., Αυτό το μεγάλο σεβαστό φαινόμενο, δεν ανέδειξε αξιόλογους μαθητές, γιατί δεν ήταν ο ποιητής με την έννοια που παίρνει ο ποιητής στο Σολωμό, στον Κάλβο, στον Καβάφη. Ούτε ο πεζογράφος με την έννοια που παίρνει στον Παπαδιαμάντη, ούτε ο κριτικός πού είναι μόνο κριτικός. Ήταν ένας από τους μεγάλους δασκάλους του γένους, πού, όσο κανείς από τους πατέρες του έθνους του είδους αυτού, δεν ήταν τόσο ποιητής, τόσο πεζογράφος, τόσο κριτικός. Οι μετασχηματισμένες σήμερα Παλαμικές επιβιώσεις κι αν υπάρχουν, θάναι πολύ ασήμαντες για να τις ξεχωρίσει και να τις συζητήσει κανείς, γιατί ένα αναχρονιστικό φαινόμενο , δεν μπορεί νάχει στοιχεία μονιμότητας. Ο Παλαμάς ήταν ένα σύνολο. Γι’ αυτό κάθε προσπάθεια μείωσής του αποτελεί καθαρή ανοησία. Μακάρι κάθε πενήντα χρόνια, να γεννιότανε στην Ελλάδα κι ένας Παλαμάς.

-Ο ποιητής Ιάσων Δεπούντης, 32-33

      ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΡΩΤΗ:- Μού είναι ξένη σήμερα’ ξένη στον στοχασμό και στη διαλεκτική μου, ολόκληρη η προσφορά του Παλαμά. Μονάχα για ένα παλιό, παλιό μα τόσο έξοχο και τόσο καθαρό βίωμά μου μπορώ να μιλήσω. Είναι αυτό των παιδικών χρόνων’ τότε που ανασκαλεύοντας πρόσωπα και κείμενα των Γραμμάτων μας «ανακάλυψα» και τον ποιητή του «Δωδεκάλογου» και γίνηκε για πολύν καιρό το έργο του χαρά του πνεύματος, μα και αγωνιώδης προβληματισμός-πού συνεχίστηκε. Σήμερα είκοσι ακριβώς χρόνια από το θάνατο του Παλαμά- δεν μπορώ παρά να δέχομαι αλλιώς τα όποια κίνητρα’ ακόμα και την Όσια Μνήμη’ και να τα λέω με τη γλώσσα του απελευθερωμένου από την οποία επίσης παρουσία ή προσφορά-δική του ή κάποιου άλλου-πού δε με βοηθάει να «λειτουργώ» κάθε στιγμή μ’ αυτή τη χωρίς αυταπάτες όραση’ ποιός- ο Παλαμάς μήπως;- θα μας σώσει από τούτη τη φρενίτιδα, που δεν την υποψιάστηκε εξάλλου, και την τάση προς το ποιητικό απόλυτο: όχι το χτες, αλλά και το αύριο και το μέλλον της Ποίησης μου φαίνεται παλιό και ξεπερασμένο… «Πού-είναι η κραυγή μου-θα μας πάει ο ίλιγγος του καιρού;» Άλλο τώρα πράγμα ότι αιστάνομαι τον Ποιητή μας, σαν ένα τεράστιο, τεράστιο και αξεπέραστο κεφάλαιο Αρετής. Μόχθου. Εργασίας. Μιά σωστή δύναμη που ξέρει και φτιάχνει Πολιτισμό. Μα είναι δραματική η εμφάνιση του Παλαμά λίγες μόνο δεκαετίες μετά το θάνατο του Σολωμού. Με καταλαβαίνετε. Πάνε πολλοί δύο μεγάλοι ποιητές μέσα σ’ έναν αιώνα! Εδώ αγγίζει κανείς, όχι με λόγια, αλλά οδυνηρά, με τη δική του σιωπή το «φαινόμενο» (έργο του αδυσώπητου χρόνου), πού πέφτει και σκιάζει τη μεριά του Παλαμά. Να πώς την επισημαίνει ο γνωστός γάλλος μεταφραστής Ρομπέρτ Λεβέκ, πού απόρησε και τόλμησε να μας πει την αλήθεια. Πόσο παράξενο δηλαδή φαίνεται να γεννηθεί στην Ελλάδα πρώτα ο Σολωμός και έπειτα ο Παλαμάς’ όπως θάταν παράξενο στη Γαλλία να γεννηθεί πρώτα ο Μαλλαρμέ και έπειτα ο Ουγκώ. Αμείωτος βέβαια ο οφειλόμενος σεβασμός’ και οι κάποιες συγκλονιστικές αναμνήσεις’ με το ταπεινό τούτο χέρι που γράφω όσα γράφω (όπως θάλεγε και ο πάνσοφος εκείνος Νίκος Βέης), σκόρπισα, φοιτητής το 1943, λίγα λουλούδια από την αγαπημένη του Κωστή Παλαμά αττική γη, πάνω στον ανοιχτό τάφο του, την αξέχαστη, πιό Μεγάλη και από Αναστάσιμη, Μέρα της θανής του:

         ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:- Σήμερα πλησιάζοντας μιά τόσο ασυνήθιστη σε έκταση και βάθος δημιουργία, σαν την Παλαμική, δεν μπορούμε παρά να αιστανόμαστε, πώς μέσα από κεί ξεπετάχτηκε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ομορφιάς, πού δεν είναι βέβαια ηφαιστειακή ή χρονοβόρα, της οφείλουμε όμως όλοι πολλά. Ο Κωστής Παλαμάς πραγματοποιεί το κύριο προσωπικό και μεταφραστικό έργο του μέσα σε είκοσι χρόνια (1886-1906) και έχει πιά κλείσει το δημιουργικό του κύκλο πρίν από μισό τουλάχιστο αιώνα’ η ζωντανή παρουσία του βάραινε ως το θάνατό του και έδινε κείνη την αναμφισβήτητη μεγαλοπρέπεια στα Ελληνικά Γράμματα. Αν τώρα δεν υπάρχει τίποτε στα σύγχρονα ποιητικά πράγματα και κείμενα που να θυμίζει Παλαμά, δε σημαίνει πώς είναι λίγη η καθολική οφειλή στον Ποιητή από κείνους που τα διαμορφώνουν. Διστάζω πολύ να μιλήσω μ’ έναν τρόπο και μιά γλώσσα που δεν ανήκουν ολόκληρα στην ποίηση. Ο μεταβολισμός λ.χ. του παλιού στο νέο συντελείται πάντοτε σαν ένα αξεδιάλυτο μυστικό. Πάρτε λοιπόν μέτρο από τον Παλαμά της Ποίησης όλων των αιώνων. Όσο για τις παλαμικές επιβιώσεις στην πεζογραφία-πώς να μή θυμηθώ εδώ πώς «Ο θάνατος του παλικαριού» είναι το αριστούργημά του; -και στην κριτική, είναι άλλοι, αρμοδιότεροι από μένα για να μιλήσουν. Κείνο που βλέπω βέβαια το ομολογώ’ οι κ.κ. Αιμ. Χουρμούζιος και Α. Καραντώνης λ.χ. δεν απομακρύνθηκαν από όταν πρωτοφάνηκαν πρίν το 1930 μέχρι σήμερα από την παλαμική κριτική ευθεία ούτε κατά τη μέθοδο ούτε κατά τη «μπαρόκ» φραστική’ αντιμετωπίζουν επίσης παλιά και νέα κείμενα, παλιά και νέα πρόσωπα και πράγματα, με κείνη την κριτική έποψη, πού κύριο και οριστικό πιά γνώρισμά της έκαμε την «αποκαλυπτική», προσωπική εντυπωσιολογία. Μείναν στην παλαμική παράδοση’ σε μια περιοχή δηλαδή του Παλαμά που η προσφορά του στάθηκε σπουδαία έναν καιρό, πρίν 50-60 χρόνια, που τα Γράμματά μας τα δυνάστευαν οι σχολαστικοί και ο ξερός, αναίσθητος θα έλεγα, λογιωτατισμός. Τελειώνω μ’ έναν δίκαιο νομίζω, χαρακτηρισμό, είδος σπάνιας στις μέρες μας αρετής, για τον Κωστή Παλαμά: Ο μεγάλος, δίπλα στον Σολωμό και τον Ψυχάρη, του Δημοτικισμού’ του Δημοτικισμού (πού πέθανε πολύ πρίν από τις μέρες μας, ΝΑΙ), μα που πάντα θα σημαίνει προκοπή και ανάταση του Ελληνισμού.

-Ο ποιητής Χρήστος Κουλούρης, 33-34

      Η φυσιογνωμία του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά και γενικώτερα στα ευρωπαϊκά γράμματα υπήρξε μεγάλη. Στην εποχή του που έλαμψε, στους επόμενους καιρούς, πού η τροχιά του άστρου του εξακολουθητικά πορεύεται, θα ήταν σφάλμα να νομιστεί πώς το έργο του- ποιητικό, αφηγηματικό, κριτικό-χάνει με την πάροδο του χρόνου την αξία του. Βέβαια, στο μεταξύ μεσολάβησαν νέα ρεύματα, νέες κινήσεις ιδεολογικές, ανοίχτηκαν άλλοι ορίζοντες… Άλλος ο κόσμος τότε άλλος τώρα. Η πνευματική Ελλάδα του 1900 και του 1922 διαφορετική απ’ ότι σήμερα. Ο Παλαμάς στάθηκε αναμφισβήτητα ο πρώτος, ο κορυφαίος, ο μαχητής ιδεολόγος του καιρού του. Η ποίησή του υπήρξε αληθινό ποτάμι. Άγριο, ατίθασο, ορμητικό. Ποτάμι που κουβαλούσε στα νερά του και πολύτιμα και φθηνά κομμάτια μιάς μακραίωνης ελληνικής ζωής. Ποιητής, πατριώτης, ποιητής οικοδόμος, οραματιστής και γλωσσοπλάστης ο Παλαμάς παρ’ όλους τους πλατυασμούς και τις ατέλειωτες επαναλήψεις αποκαλύπτεται ένα ορόσημο από τα πλέον σταθερά και υψηλά στα ελληνικά γράμματα. Γιατί, περ’ από την ιδέα και το ρυθμό, εκείνο πού αντέχει ακόμα και ζει στο έργο του είναι η μαγική συνάρτηση του λόγου, πού αναβρύζει κελαριστή, πού υποβάλλει την ωραιότητά του με χίλιους δυό πανάκριβους εκφραστικούς τρόπους. Ο λόγος του αυτός και μόνο υπήρξε ποίηση ζεστή, ανθρώπινη. Η γοητεία που αποπνέει το έργο του είναι το μυστικό αυτής της εξαίσιας αρμονίας, που ξεχύνεται μεσ’ απ’ την ευφράδεια, την πλούσια φαντασία, τη μεστή σκέψη, τη λαγαρότητα του ήχου και της εικόνας. Υποβλητικός λόγος, άλλοτε περίτεχνος, νοικοκυρεμένος, άλλοτε αφρόντιστος, μα πάντα συγκροτημένος μεσ’ από τους αγώνες  και τ’ ανθρώπινα πάθη βγαλμένος, από την πειθαρχία του ελληνικού χώρου και κάλλους, την αγωνία και τα πεπρωμένα του έθνους, το θρύλο και την ιστορική διδαχή, την πίστη και τον έρωτα, από τις αιώνιες τέλος συγκρούσεις του ορατού και του αόρατου κόσμου. Πράγματι ο Παλαμάς υπήρξε φαινόμενο ποιητικό. Η προσφορά του υπήρξε αναμφίβολα οικοδομητική στα γράμματα της πατρίδας μας.

      -Αποτελεί γεγονός πού δεν επιδέχεται άρνηση, πώς ο Παλαμάς δημιούργησε μιά παράδοση. Αληθινή Σχολή. Επηρέασε πάμπολλους ποιητές, μερικούς μάλιστα τους οδήγησε και προς τις επιβλητικές κορφές της νεοαθηναϊκής σκέψης. Αυτό το ειδικό παλαμικό κλίμα είναι διάχυτο σήμερα σε ποικίλα κείμενα. Επεκτείνεται και στους τρείς χώρους: ποίηση, αφήγηση, κριτικό στοχασμό. Την αρχική και μεγαλόπνοη  αφετηρία του πνευματικού άθλου, πού άνοιξε ο δημιουργός του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» την βλέπουμε στα σημερινά γράμματα, σαν ένα ολοκληρωμένο κέρδος του δημοτικισμού πλέον. Αποστερήθηκε βέβαια η μεταπολεμική εποχή τη μεγαλοστομία και τον μεγαλοϊδεατισμό μα ντύθηκε με πιότερη ανθρωπιά, με κύρος και βαθύτατα με κρίση για την τραγική της εποποιϊα. Ο μετασχηματισμός αυτός του παλαμικού κλίματος σε πλήρη συνάρτηση και με την καβαφική ενδοσκόπηση και, την λεπτομερειακή περιγραφή της νέας ποίησης υπήρξε ο καρπός μιάς επίπονης αλλά και κατακερματισμένης εργασίας, πού αναμφίβολα κρύβει μέσα της το σφυγμό πενήντα και πλέον χρόνων πνευματικής ζωής. Βέβαια αξίζει να δούμε τη  νέα αυτή μορφή πού πήρε η λογοτεχνία από μιάν άλλη πλευρά. Ο προβληματισμός και η αγωνία, το πάθος που εκδηλώνεται σε πλείστες όσες μορφές του λόγου δεν είναι το ίδιο σε όλους τους συγγραφείς. Δίνει όμως αρκετές αφορμές για μιά εμπεριστατωμένη εξέταση πάνω σε πρόσωπα και ιδέες. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος αίφνης είναι μιά ζωντανή απόδειξη του μετασχηματισμού αυτού. Η ανησυχία κι ο στοχασμός, η τραγική μοίρα του ανθρώπου της εποχής μας το κελάδημα μιάς ομορφιάς πού αντιστέκεται συμβολικά και πρακτικά στη φθορά και στο θάνατο, η δόξα του ταπεινού και του απόλυτου, η ζωή τέλος η ίδια, ακριβώς όπως στο έργο του Παλαμά βρίσκεται κι εδώ και σε περισσότερες μάλιστα εκδηλώσεις. Στην ποίηση, στο αφήγημα, στον στοχασμό, στην έρευνα. Ο ασκητής της οδού Ασκληπιού ζει και τώρα, ασφαλώς όμως στη χρονική προέκταση και στις απαιτήσεις του καιρού μας.

-Ο ποιητής Γιώργης Σαραντής, 34-35

       Πρωτού προχωρήσω στις απόψεις μου για το φαινόμενο Παλαμάς οφείλω να υπογραμμίσω ότι η καμπάνια του περιοδικού «Θερμοπύλες» για τον ποιητή του «Δωδεκάλογου του γύφτου» πέφτει σε χρόνους δίσεκτους για την αποτίμηση της Παλαμικής προσφοράς.

     Η ποίηση του Παλαμά μένει μακριά από την σύγχρονη ευαισθησία για λόγους που πρέπει ν’ αναζητηθούν περισσότερο στην αντικειμενική πραγματικότητα.

      Ετούτη η εποχή, εποχή μεγάλων συγκλονισμών και ραγδαίων εξελίξεων εκφράζεται με μιά τέχνη αντιρασιοναλιστική, εσωστρεφική που ότι βασικά την χαρακτηρίζει είναι η υπαρξιακή αγωνία, ο πανικός του μοναχικού ατόμου που νοιώθει ανυπεράσπιστο μέσα στην πλημμυρίδα των γεγονότων, στην κατάρρευση όλων των αξιών, στη μεταβλητότητα και τη σύγχυση των συναισθημάτων που δημιουργεί η εξαφάνιση ενός κόσμου που αποσύρεται από το ιστορικό προσκήνιο.

      Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να πραγματοποιηθούν όλες εκείνες οι αφαιρέσεις πού θα βοηθήσουν σ’ ένα είδος αυτοβιογραφίας τουλάχιστον στον τομέα της τέχνης.

     Ακόμα το καθεστώς των λογοτεχνικών θιάσων της εποχής πού αυξάνονται και πληθύνονται «ως η άμμος της θαλάσσης», διασπούν την ενότητα του καλλιτεχνικού φαινομένου και κάνουν προβληματική την ύπαρξη της κριτικής αυθεντίας.

     Εποχή αντιπνευματική κυριαρχείται και εκφράζεται με τις εκδηλώσεις του θυμικού και χαρακτηρίζεται από μιά κραυγαλέα αναστολή της κίνησης των ιδεών.

      Για να συμπληρωθή ο πίνακας πρέπει ν’ αναφερθή η ανάπτυξη της τεχνολογίας με όλες τις εκπτώσεις της και η ισορροπία του τρόμου καθυστερεί την εκδήλωση μιάς κρίσης με αποτέλεσμα να συντηρείται το αδιέξοδο, να παρατείνεται ο ζόφος που εγκυμονεί μιά θύελλα πού δεν μπορεί να ξεσπάσει.

     Μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα δεν μπορεί παρά να ηχεί παράτονα μιά ποίηση πού ότι τη χαρακτηρίζει είναι η στερεότητα, η υγεία, η αγωνιστική ρώμη, η πίστη σε κάποια ιδανικά, η ρωμαντική διάχυση η πατριδολατρεία.

      Η ποίηση του Παλαμά οιστρηλατείται, από την ιδέα, ανοίγεται σ’ όλο το κοινωνικό πλάτος παρακολουθεί το έθνος στην πορεία του ιστορικού του προορισμού. Ο λυρικός Παλαμάς κινείται σ’ όλη την γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων στην σχέση άνθρωπος-φύση, άνθρωπος-ομάδα, άνθρωπος-ιδέα.

      Με τον Παλαμά σαν ποιητικό ηγέτη του αγωνιστικού δημοτικισμού επιβάλλεται η λαϊκή γλώσσα και γίνεται η μετάβαση μας από τον παληό στο νέο αιώνα. Η Ελλάδα από μεσοανατολική επαρχία μπαίνει στην Ευρωπαϊκή πνευματική ζωή και ακολουθεί τις τύχες του (Μ. Αυγέρης, εισαγωγή στην Ανθολογία).

     Κλείνοντας την απάντηση μου στο πρώτο ερώτημά σας αισθάνομαι την ανάγκη ν’ αναφέρω την απάντηση του Ζιντ στο ερώτημα «ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Γαλλίας». Δυστυχώς ο Ουγκώ, ήταν η απάντηση του Γάλλου εστέτ. Ο Ζίντ όμως είχε συναίσθηση της πνευματικής του ευθύνης πού όπως φαίνεται απουσιάζει από μερικούς άκριτους αρνητές του Παλαμικού έργου.

      Σχετικά με τις επιβιώσεις του Παλαμά στη σύγχρονη λογοτεχνία μας νομίζω ότι είναι οι σημαντικώτερες ύστερα από το δημοτικό τραγούδι. Με τον Παλαμά ανοίγεται ο δρόμος της σύγχρονης ποίησης και αυτό είναι το σημαντικώτερο από τις άμεσες επιβιώσεις του Παλαμικού έργου πού και αυτές είναι βαθειές εκτεταμένες και καλύπτουν μιά περίοδο 30 και πλέον ετών.

     Με τον Παλαμά κριτικό δημιουργείται το σύγχρονο κριτικό στυλ και πραγματοποιείται η πολιτογράφηση μας στην σύγχρονη πνευματική Ευρωπαϊκή κοινότητα.

-Ο πεζογράφος Κώστας Σούκας, 35-36   

      Συγχαίρω το περιοδικό σας για την έμπνευση του μνημοσύνου του Κωστή Παλαμά.

      Θα παρακαλέσω να γενικέψω την απάντησή μου στα δύο ερωτήματά σας. Στους γενάρχες του νεώτερου Ελληνικού ποιητικού λόγου τον Κάλβο και τον Σολωμό, πού πλάϊ στην ανεπανάληπτη Δημοτική ποίηση δημιουργούν την παράδοση του έμμετρου ελληνικού λόγου πρέπει να περιληφθεί μεγάλος αλλά πολύ άνισος κι’ ο Παλαμάς.

     Δεν ξέρω αν αυτή την ανισότητά του εννοείτε στο ερώτημά σας «Φαινόμενο Παλαμά». Αυτή η ανισότητά του δεν δικαιολογεί τον άδικο λίβελο του Γιάννη Αποστολάκη στο «Η Ποίηση στη ζωή μας» όπου σώνει και καλά έπρεπε να βγάλει σκάρτο τον Παλαμά και τον γνήσιο ποιητή κι’ άς ήτανε χαμηλόφωνος ο Λάμπρος Πορφύρας, βασισμένος μόνο στο άτυχο ποίημά του «στο χάρο».

     Εξηγεί όμως την πολύκροτη αυστηρή επίκριση του Κώστα Χατζόπουλου, στο «Νουμά» ότι εκεί που ο Παλαμάς δεν κατορθώνει να μετουσιώσει τη  σκέψη του (και τα διαβάσματά του προσθέτουμε) σε αίσθημα είναι αποτυχημένος.

     Πιστεύουμε ότι  στην επίκρισή του δεν περιλάβαινε και τους εξαίσιους στίχους του «τάφου», όπου το πένθος κι’ η πικρή σκέψη του ποιητή μετουσιώνεται σε λυγμό κι’ εξαίρετο μυρολόϊ.

      Σ’ άλλους στίχους του Παλαμά ανταποκρίνεται δίκαιη η επίκριση. Σε στίχους άνισους, τάχα φιλοσοφικούς, ενώ η αληθινή φιλοσοφία είναι «έγκαυμα ψυχής», καυτερή εμπειρία, χαμηλόφωνη, κι’ όχι εκείνα τα μεγαλόστομα «ηχηρά παρόμοια», που αν δεν προδίνουν τη Γνώση, προδίδουν όμως μιά ρητορεία και κακή επίδειξη πολυγνωσίας. Όλα δηλαδή εκείνα που βεβαιώνουν την πυρκαϊά σε φρόκαλα κι’ άχυρα κι’ όχι την αληθινή φωτιά της βάτος της «φλεγομένης και μη καιομένης».

     Η Τέχνη είναι πάθος, πάθος ένθεο και μέγιστο, είναι το «πάθος και μάθος» του Αισχύλου, είναι θα επιμέναμε μιά μετάληψη της ζωής όχι μιά γεύση της.

      Τέτοια στιχουργημένη φιλοσοφία, όπως συχνά του Παλαμά, δεν ταιριάζει στην ποίηση και μοιάζει στον ξηρόν εκείνον επιστήμονα που θανατώνει με την καρφίτσα του την πεταλούδα για να βεβαιωθεί ότι ανήκει στα κολεόπτερα ενώ ο Ποιητής του παίρνει την πεταλούδα και την ανασταίνει κελαδώντας τον πολύχρωμο στρόβιλό της.

     Ο μεγάλος Σολωμός των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» φιλοσοφεί αληθινά την έξοδο στο Μεσολόγγι. «Χρέος» ήτανε ο αρχικός τίτλος του έμμετρου αυτού μνημείου της θυσίας και του χρέους. Ο μεγάλος ποιητής δε θα περιοριστεί να δώσει το χρονικό του Μεσολογγίου, θα το ανυψώσει σύμβολο μέσα απ’ το χρόνο σ’ όλους τους χρόνους όταν οι αγωνιστές παρά τα εμπόδια που τους παρεμβάλει η γη (ο Απρίλης με τον έρωτα-χορεύουν και πηδούνε) θα τραβήξουν στη θυσία για να μείνουν ελεύτεροι: εδώθε με τους αδελφούς (ή) εκείθε με το χάρο.

     Από τότε που ο Σολωμός στο ίδιο αυτό ποίημα αποκαλύπτει μιάν έκτη, θα λέγαμε, αίσθηση με τους εξαίσιους στίχους του ίδιου αποσπάσματος:

Αλαφροήσκιωτε καλέ, για πες μου απόψε τ’ είδες;

Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια…

      Βεβαιώνεται η επιβίωση κι’ ο μετασχηματισμός στις ημέρες μας της Σολωμικής πεμπτουσίας της ζωής.

     Απαντώντας στο δεύτερο ερώτημά σας δε βλέπω διόλου τέτοιον μετασχηματισμό κι’ επιβίωση και του Παλαμικού έργου στη σύγχρονη ποίηση, πολύ περισσότερο στην πεζογραφία. Τέτοια επιβίωση δε βλέπω και σ’ όλο το παλιό «τραγούδι» γιατί τέτοιος ήταν περισσότερο ή λιγώτερο ο χαρακτήρας της ποιητικής παράδοσης με τον Μαλακάση, τον Βάρναλη, το Γρυπάρη, τον Πορφύρα, το Χατζόπουλο λιγώτερο με τον Παπαντωνίου.

     Η επάνοδό μας σ’ αυτό τον τύπο της ποίησης αποτελεί ματαιοπονία, όταν σήμερα η ζωή αποκόπηκε απ’ το μαστό της Μητέρας του Παντός και εισέβαλε ακάθεκτη ακόμα και στην πνευματική ζωή η Τεχνοκρατία και Μηχανοκρατία.

     Η ασύδοτη κι’ ανενδοίαστη αυτή Μηχανοκρατία πολιορκεί στις ημέρες μας τους Ελεύθερους Πολιορκημένους της ψυχής κι’ αυτή αναζητεί ερείσματα για ν’ αντέξει και να μην προδώσει το ποιητικό της χρέος.

      Από τα χρόνια του Παλαμά μας χωρίζει ένα φοβερό ορόσημο: οι δυό Παγκόσμιοι πόλεμοι, πού ιδίως ο δεύτερος διέσυρε την τιμή του ανθρώπινου γένους. Ο τρόπος που γίνηκε ιδίως ο δεύτερος βεβαίωσε πώς υπήρχαν μέσα μας από πρίν οι εφιάλτες της προδοσίας του Ανθρώπου. Γιατί ο πόλεμος δεν είναι παρά ο πυρετός που απεκάλυψε την προϋπάρχουσα αρρώστεια.

      Ο πόλεμος και η εν ψυχρώ κτηνωδία των κρεματορίων έδειξε την αποσύνθεση του ανθρώπου, την αποσύνθεση και την πνευματική του διάσπαση που προηγήθηκε απ’ την εκρηκτική φυσική διάσπαση του «ατόμου».

     Και τώρα που πάμε με την Τέχνη; Εκείνην που δεν είναι αντικείμενο τεχνολογίας, ετοίμων κλισέ; Βεντετισμού, ετοιμοπαράδοτου εμπορεύματος αλλά βαθύτατη αγρυπνία της ψυχής του ανθρώπου;

      Ο Σαίξπηρ στην σκηνή των θεατρίνων με το στόμα του Άμλετ σημειώνει ότι η Τέχνη δεν είναι παρά ο καθρέφτης όπου η ζωή (ο άνθρωπος βέβαια) καθρεφτίζει τη μορφή του.

     Η εποχή μας, εποχή που το ανθρώπινο «δίππουν άπτερον» του αρχαίου ακαδημαϊκού ορισμού μετατρέπεται σε πουλί πετάμενο στο διαπλανητικό διάστημα επωμίστηκε το βαρύτατο χρέος ν’ ανακαλύψει στον καθρέφτη της Τέχνης όχι μόνο τη μορφή του αλλά την ουσία του, το βαθύτερο μέρος του εαυτού του, τον υποστασιακό χαρακτήρα του.

-Ο κριτικός Πέτρος Σπανδωνίδης, 36-37

                      Παλαμική  διάρκεια

      Αν κάθε εποχή έχει τους αντιπροσωπευτικούς της πνευματικούς ανθρώπους, αν θυμούμαστε αυτόν ή εκείνον τον λογοτέχνη μαζί με την εποχή του και αναγνωρίζουμε πώς ένας ποιητής π.χ. δένεται μ’ αυτήν και μας δίνει τη συνείδησή της σαν την ίδια του αναπνοή, τιμούμε ξεχωριστά τον ποιητήν αυτόν. Όμως πιό βαθιά τιμήν αποδίδουμε στον ποιητή εκείνον, που ενώ εκφράζει την εποχή του διά μέσου του ίδιου του πνεύματος, επιζή και μελλοντικά και μάλιστα έχει την ικανότητα να επηρεάζει τους μεταγενέστερους. Και αυτό διότι, όταν ο ποιητής διαθέτει δυνάμεις εσωτερικές ακατάλυτες από το χρόνο, επιζή’ και τότε η σημασία του για την ιστορία του πνεύματος είναι πιό μεγάλη. Είναι ποιητής όχι μόνο του καιρού του, αλλά και του έθνους του αυτός.

      Ο Παλαμάς εξέφρασε την εποχή του. Αυτό ειπώθηκε απ’ όλα τα στόματα ως τώρα, όμως εσχάτως, σ’ αυτό έδωκε με τρόπο εξαίρετο, με εισδυτικότητα ασύγκριτη ο κριτικός Αιμ. Χουρμούζιος. Και τώρα ξεχειλίζει το δικός σας ερώτημα, αν διακρίνουμε, αν αναγνωρίζουμε στοιχεία επιβίωσης του ποιητή Παλαμά στους σημερινούς καιρούς.

     Ο Παλαμάς υπήρξε ένας ποιητής ρομαντικός και ένας ποιητής διανοητικός. Ο ρομαντισμός του εκδηλώνεται με το ξεχείλισμα, την περισσολογία, τη λυρική ρητορεία των στόχων του, όπως και στην έξαρση των θεμάτων της ποίησής του με τη φαντασία και το συναίσθημα. Η φαντασία του είναι δ η μ ι ο υ ρ γ ι κ ή και γι’ αυτό μπόρεσε και μας έδωκε ποιήματα σαν τον αθάνατο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και την «Φοινικιά», που η εσωτερική ουσία της βρήκε την τέλεια έκφραση το εαυτού της. Έχει βέβαια ο Παλαμάς και περιοχές, όπου ο ποιητικός του τόνος χαμηλώνει, η έμπνευσή του γίνεται πιό οικεία, πιό καθημερινή, πιό δική μας και τέτοιος δείχνεται στους «Καημούς της λιμνοθάλασσας» αλλά εγώ νομίζω, ότι αυτή η ποίηση του «ήσσονος τόνου» είναι ένα επίτευγμα απλής λυρικότητας, που θα μπορούσε να την προσφέρει και ένας άλλος καλός ποιητής, χωρίς να αποτελεί το προνόμιο εξαιρετικών φύσεων.

     Πολύ περισσότερο εκτιμώ τον «Δωδεκάλογο» όπου ο ποιητής μόλο το ρητορικό καλπασμό του, επέτυχε να δώσει μιά σύνθεση βάθους. Τί κι’ αν ο «Τάφος» είναι, ένα ποίημα σπαραγμού της καρδιάς ενός πατέρα, που έχασε το παιδί του, αφού το πασπάλισμα πολλής φιλοσοφίας καθιστά το ποίημα αυτό άνισο; Όμως ο «Δωδεκάλογος» είναι μιά ποιητική σύνθεση σπασμένη, όχι όμως και άνεση. Το βάθος του είναι η ελληνικότητα. Μεσ’ από το «Δωδεκάλογο» η Ελλάδα είναι οργισμένη για την πτώση της και θέλει να αναστηθεί. Μεσ’ από τη ντροπή της προβάλλει το όραμα για ένα καλύτερο μέλλον. Από το ποίημα αυτό περνούν Νιτσεϊκές ριπές για μιά transmutation des Valeurs μέσα σ’ έναν νέο κόσμο και ακόμη, θυμώσαστε τον Merej  Kowsky. Από το ποίημα αυτό μένουν έξοχα ποιητικά κρυσταλλώματα, πού η λάμψη τους αντέχει σε όλους τους χρόνους, αρκεί οι χρόνοι να μην προτάσσουν τη δική τους αρέσκεια, αλλά να αναγνωρίζουν την αιωνιότητα του ποιητικού παλμού κάτω από οποιοδήποτε καιρικό σχήμα.

      Όσον αφορά τις επιβιώσεις παλαμισμού στην ποίησή μας, πώς θα μπορούσαμε να απομονώσουμε περιπτώσεις, όταν ό,τι είναι παλαμικό είναι και γενικώτερα ρομαντικό, λυρικορητορικό.

       Έτσι, μπορούμε να δεχτούμε τώρα, ότι με το Σολωμό, με τον Κάλβο, με τον Παλαμά και τον Σικελιανό η νεώτερη Ελλάδα μπορεί να δείξει αναστήματα ποιητικής αυτοδυναμίας, μορφές ποιητικές, που παροσυιάζουν πλευρές ακατάλυτες μέσα στο χρόνο.

-Ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος, 37

      1., Πρίν από μερικά χρόνια ακόμα, οποιοδήποτε απάντηση στο πρώτο ερώτημα, θετική ή αρνητική, θάταν αρκετή, για να προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες και σοβαρές παρεξηγήσεις. Σήμερα, πού το θέμα της έρευνάς σας ανήκει οριστικά στην περιοχή της γραμματολογίας, μπορούμε και να στοχαζόμαστε και ν’ απαντούμε πιό ψύχραιμα. Πιστεύω, πώς θ’ αδικούσαμε τον ποιητή, αν επιμέναμε να τον δούμε με άλλο τρόπο, εκτός από κείνον πού μας επιβάλλουν τα κριτήρια της εποχής του και η ιστορική στιγμή του. Και θα τον αδικούσαμε ακόμη περισσότερο, αν επιμέναμε να τον κρίνουμε κατ’ απόλυτη αισθητική αξία, όπως τον παλαιότερό του Σολωμό.

      Ο Παλαμάς είναι ένας ποταμός, πού άλλοτε κατεβαίνει ορμητικός και τα νερά του γίνονται θολά, κι’ άλλοτε κυλάει ήμερος και καθαρός, και τότε, μαζί με το βάθος του, αφήνει συχνά να φανεί κι’ όλη η σαβούρα πού κατεβάζει. Ποιητής «πατριδολάτρης και ηρωολάτρης», καθώς συνήθιζε ν’ αυτοτιτλοφορείται, πολύς και ποικίλος, με ανεξάντλητα πνευματικά ενδιαφέροντα, διανοητικός και αισθηματικός, διονυσιακός και απωλλόνιος, λυρικός και επικός, ήταν προπάντων ο ποιητής του έθνους, πού εμφανίστηκε σε μιά ορισμένη στιγμή της ιστορίας μας και της λογοτεχνίας μας και διαδραμάτισε ρόλο σημαντικό με την πολύπλευρη παρουσία του.

      Η κριτική, ιδίως και γενικότερα η πνευματική του φυσιογνωμία είναι, κατά τη γνώμη μου, η σπουδαιότερη και η πιό ανθεκτική πλευρά του, αυτή που του εξασφαλίζει το μέγεθος και διατηρεί ζωντανό το θρύλο του. Αλλά και το ποιητικό του έργο, όσες επιφυλάξεις κι αν προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς, πώς εκάλυψε έναν εκτεταμένο χώρο στον καιρό του και άσκησε επίδραση αποφασιστική.  Αρκεί να επιχειρήσουμε για μιά  στιγμή να τον αφαιρέσουμε από το σώμα της γραμματολογίας μας, για να δούμε πόσο μεγάλο κενό ανοίγεται και πόσο αλλάζει μονομιάς η όψη της συνέχειας.

     2., Η πολύπλευρη αυτή παρουσία του και η επίδρασή του φτάνει σχεδόν ως τις μέρες μας. Μετασχηματισμένες παλαμικές επιβιώσεις εμφανίζονται σποραδικά και σήμερα, τόσο στην ποίηση όσο και στην κριτική, και ελάχιστα ή καθόλου στην πεζογραφία. Ειδικά, στο έργο μερικών παλαιότερων σημερινών ποιητών και κριτικών, πού έκαναν τα πρώτα τους βήματα μαζί με τις τελευταίες αναλαμπές του παλαμικού έργου, η επιβίωση, όσο κι’ αν έχει μετασχηματιστεί, είναι πιό ευδιάκριτη. Και στην ποίηση όμως ορισμένων εκπροσώπων της μεταπολεμικής γενεάς συναντάμε εδώ κι’ εκεί, εκσυγχρονισμένες απηχήσεις του παλαμικού «λόγου», πότε σε μιά χειρονομία, πότε σε μιά κάποια «εκλογίκευση» του νεότροπου στίχου, που συνοδεύεται συνήθως από τάσεις βερμπαλισμού και ρητορείας.

      Οπωσδήποτε, οι απηχήσεις τούτες γίνονται ολοένα και πιό σπάνιες, κι’ όσες σποραδικά υπάρχουν ακόμα δύσκολα προδίνουν την προέλευσή τους. Είναι περισσότερο ε π ι β ι ώ μ α τ α παρά ζωντανές επιδράσεις. Η σημερινή ποίηση βρίσκεται στους αντίποδες της παλαμικής, κ’ οι πολύ νέοι ή αγνοούν το έργο του ποιητή στο σύνολό του ή δεν τον συμπαθούν. Το φαινόμενο Παλαμάς έχει πάψει να γονιμοποιεί αποτελεσματικά τη λογοτεχνία μας, κι’ ανήκει πιά στην ιστορία.

-Ο πεζογράφος Γιάννης Σφακιανάκης, 38

      Είτε θετικά είτε αρνητικά ο Παλαμάς απασχολεί την εποχή μας, και ευτυχώς όχι μονάχα σε κάθε γιορτή ή επέτειο, όπως συμβαίνει συχνά με σημαντικές ποιητικές μορφές του παρελθόντος. Πώς τώρα διαχέεται και διαθλάται το Παλαμικό φαινόμενο ανάμεσ’ από τα ατομικά ποιητικά κρύσταλλα του καιρού, αυτό είναι μία ιστορία που ακολουθεί κατά το μάλλον ή ήττον μιά υποθετική γραμμή και μας υποχρεώνει να της δώσουμε το ένα ή το άλλο όνομα, ανάλογα με τη διαμόρφωση πού υφίσταται μέσα μας.

      Φοβάμαι πώς το φαινόμενο Παλαμά, στη «γενική» ταξινόμηση και αξιολόγησή του έπαθε ό,τι και άλλα ανάλογα ή σχετικά γεγονότα. Υποχρεώθηκε να σχηματοποιηθεί, να «γενικευθεί», να υποστεί τη δυναστεία των «κατηγοριών», και όχι πάντα από λόγους πραχτικούς ή αντικειμενικούς. Πιό πολύ ίσως γιατί το ποτάμι στην ορμή του πήρε μαζί του τα γιοφύρια, δηλαδή τις διαβάσεις εκείνες πού θα μας επέτρεπαν, ανετότερα κάπως και εξ από που, να μελετήσουμε τη ροή του. Δεν υποστηρίζω μ’ αυτό πώς έλλειπαν οι περισπούδαστες μελέτες, μα πώς ίσα ίσα αυτή η «σπουδή», με όποια έννοιά της, έγινε συχνά αφορμή να μείνουμε αδιάβροχοι από ό,τι ουσιαστικό και υπερκαιρικό θα είχε να μας προσφέρει η Παλαμική ιδέα σαν ποιητική και σαν ανθρώπινη πράξη.

     Αυτή η ιδέα, όσο κι αν περιορίστηκε στην εποχή μας, όσο κι αν εντάθηκε να την εκφράσει σε όλο της το μήκος και το πλάτος, δεν μπορούμε να πούμε πώς την εξάντλησε. Αυτό που έμεινε έξω είναι ίσα-ίσα αυτό πού σήμερα προσπαθούμε να βρούμε κάτω από τις προσχώσεις του καιρού. Ευτυχώς, το ξαναλέω, πού για τον Παλαμά, όπως και για άλλους μεγάλους, η έρευνα δεν έληξε. Και μας επιτρέπεται σήμερα να δούμε τα σύννεφα που καλύπτουν τον ορίζοντά τους και να ξεχωρίσουμε τις αληθινές τους ανταύγειες. Να διακρίνουμε τις γνήσιες από τις νόθες ποιητικές φωνές τους, τις ουσιαστικές από τις μεταγωγικές ομιλίες τους. Γιατί, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πώς ο ποιητής της «Φλογέρας» και του «Δωδεκάλογου» μεταχειρίστηκε συχνά την ποίηση, όχι για την «ποίηση» αλλά για την ιδέα. Για να χτίσει το κάστρο της Νεοελληνικής Ιδέας, εσάλπισε προς όλες τις δυνάμεις του και τις δυνάμεις του έθνους, επιστράτευσε όλα τα ποιητικά και αντιποιητικά μέσα, και είναι να θαυμάζει κανείς πώς αυτή η πανστρατιά του λόγου, αυτή η στοιχειακή επιδρομή των ιδεών, αυτή η δραματική παρέλαση των φράσεων, στάθηκε ικανή,  στις προσηλιακές φάσεις της πορείας της-με κρούσεις από τα πράγματα του νου και της ψυχής- να εκπέμπει τόσες διαλάμψεις.

     Ο βάρδος Παλαμάς, ο «Γύφτος» της ιδέας, στη λυρική, στοχαστική, δραματική ή διδακτική του μέταρση, πέρασε όχι σπάνια «αμάσητος» σε μερικές επιβιώσεις του παρνασσισμού-συμβολισμού στην Ελλάδα. Οι σύγχρονες γενιές γκρέμισαν τις γέφυρες, αλλά το ποτάμι κυλάει και στέλνει τις αντανακλάσεις του, πού, προκειμένου για το Παλαμικό «φαινόμενο», πρέπει να τις δούμε και να τις δεχτούμε καθώς διαθλώνται μεσ’ από το πρίσμα του καιρού που διαμόρφωσε το νέο βλέμμα και πνεύμα του.

     Σήμερα, αν υπάρχουν και όπου υπάρχουν Παλαμικές επισημάνσεις, πρέπει να νοηθούν ότι φέρονται από το «παράδειγμα» μάλλον παρά από το αισθητικό γεγονός της Παλαμικής διερεύνησης.   

           Τα άλλα περιεχόμενα του τεύχους

ΓΙΩΡΓΟΥ Μ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ, ΑΝΑΔΡΟΜΗ, (διήγημα), 39-42

       Ήτανε πιά φθινόπωρο, σαν ακούμπησαν στα μουράγια της πειραϊκής γης. Και το ρολόγι, τούτης της πολιτείας, πού στέκει ασυγκίνητο στα όσα συμβαίνουνε, δείχνει πώς είναι πέντε η ώρα τ’ απόγευμα. Ο ήλιος έπιασε να γέρνει πίσω από τα βουνά της Σαλαμίνας, κι οι ανταύγειες του φωτίζουν πληθωρικά τις γύρω κορφές του Αιγάλεω, και τα πλεούμενα που γυροφέρνουν ανάμεσα Κούλουρης και της μεγάλης πολιτείας του Πειραιά……………

ΒΟΥΛΑ ΜΕΤΑΞΑ, ΑΠΟΚΡΙΣΗ, (ποίημα), 42

       ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Σάμπως εμέ να εγύρευες κι’ εμέ να εκάλεις. Νάμαι!

Κι’ άς μην ακούω στ’ όνομα π’ ανθοβολάει το φώς

Κι ούτε να κλειώ στο γέλιο μου δροσιά που κελαρύζει.

Όμως μπορώ καθώς ζητάς να θρέψω τ’ όνειρό σου

Μπορώ μακρυάθε ν’ αγροικώ τους κρύφιους σου λυγμούς

Μπορώ, μπορώ (πόσα μπορώ!). Στα χέρια μου εμπιστέψου!

ΣΤΕΦΑΝΟΣ  ΡΟΖΑΝΗΣ,  ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, I, II, III, IV, V  (ποίημα), 43-44,

                          Η Μ Ε Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Ο

                                          «Της Νάντιας Σ.»

                        Ι

Αυτό το τοπίο δεν έχει έλεος

 

Μάτια μισόσβηστα σαν φώτα χορευτικού κέντρου’

Χείλη σπασμένα στις άκρες σε μιάν ευθεία θλίψης

Και μιά μουσική αξιοθρήνητη να προμηθεύει όνειρα…

 

Αυτό το τοπίο δεν έχει έλεος

                       ΙΙ

Στα μάτια σου η νύχτα ξέμπλεχε τα μαλλιά της

Μικρή μουσική απ’ όνειρα χάίδευε τις πιό απόμερες

γωνιές της γειτονιάς

και κείνοι κάρφωναν το φεγγάρι στη μέση τουρανού

να μην μπορεί να φύγει.

Μικρή μουσική απ’ όνειρα γλιστρούσε μεσ’ τις φλέβες μας

όπως γλιστράει ένας έρωτας, όπως γλιστράει η μοναξιά

μεσ’ απ’ τα δάχτυλά μας. 

ΒΑΣΙΛΗ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗ, Ο ΣΩΦΕΡ, (διήγημα), 45

      Ολόκληρη η περιοχή ήτανε στοιβαγμένη στο χιόνι. Τώρα είχε σταματήσει να ρίχνει, όμως ήτανε σούρουπο και μια πηχτή ομίχλη ερχότανε με το σκοτάδι και πλάκωνε τα πάντα…..

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ:

-Ρίτας Μπούμη-Παπά, «Λαμπρό Φθινόπωρο» (Αθήνα, 1961), 46.

–Τίλλας Μπαλή, «Εκμαγεία και Ανάγλυφα». (Αθήνα, 1961), 47

Ο ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΙΔΗΣ:

- Γιάννη Μαγκλή, «Ο ήλιος δε βασίλεψε ακόμα» (Φέξης, 1962), 47-48

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ:

-ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ, «Δραπέτης της φτώχειας» Αθήνα, 1962. (Εικονογράφηση και εξώφυλλο Μιχάλη Νικολινάκου), 48.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

ΝΑΣΟΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ:  Πάβελ Κόχουοτ:

«Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι» Θίασος: Κάκιας Αναλυτή- Κώστα Ρηγόπουλου. Στο Θέατρο Διάνα, 49-50

       Το έργο του Πάβελ Κόχουτ δεν προσπαθεί να καθορίσει ούτε και να προδικάσει εκ προοιμίων το αποτέλεσμα της ανθρώπινης αυτογνωσίας. Όχι γιατί αμφιβάλλει για το αποτέλεσμα αυτό, αλλά γιατί πιστεύει βαθειά πώς η αποκάλυψη των μικρών καθημερινών μας λαθών που έχουν μια αναγκαία συνάρτηση με την ίδια την πορεία μας, εξυπηρετούν και βοηθούν αποφασιστικά την αναγκαιότητα μιάς αυτογνωσίας. Γι’ αυτό διαλέγει αυτήν την μέθοδο όπου μιά ακρότατη συνέπεια διάφορων μικρών περιστάσεων θ’ αποκαλύψει ξαφνικά το τρομακτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε από άγνοια ή συνηθισμένη αδιαφορία.

      Στην μικρή αλλά τυπική κοινωνία του Κόχουτ η δράση των ανθρώπων πέρα και δίπλα απ’ την παραλληλότητά της κουβαλάει μαζύ της αυτήν την άγνοια και την αδιαφορία. Οι άνθρωποί του ελευθερώθηκαν απ’ την ανάγκη της ύλης, εξακολουθούν όμως να μένουν αιχμάλωτοι των βιωμάτων που τους κληροδότησε ο παλιός εγωιστικός κόσμος. Γιαυτό και ο συγγραφέας θεωρεί και μάχεται αυτές τις ολέθριες κληρονομιές, φωτίζοντάς τες με το εκτυφλωτικό φώς των τραγικών των συνεπειών………….

ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ: Οι Εκθέσεις στον Πειραιά το 1962. Έκθεση Καραβάτζιο, Γερμανών Εξπρεσιονιστών. 50-51

      Στον τομέα των Εικαστικών Τεχνών, η χρονιά που πέρασε είτανε για την πόλη μας μια απ’ τις φτωχότερες των τελευταίων ετών. Όλες οι αντικαλλιτεχνικές δυνάμεις επενέργησαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι εκθέσεις ζωγραφικής στον Πειραιά, πέρσι, να περιοριστούν στο ελάχιστο.

       Η χρονιά άνοιξε τον Ιανουάριο, με την έκθεση ζωγραφικής στο Φουαγιέ του κ. Σπύρου Γιάνναρη. Ο αθηναίος ζωγράφος παρουσίασε 40 πίνακες (25 ακουαρέλλες και 15 λάδια). Απ’ αυτούς οι ακουαρέλλες του προβάλανε τα έμφυτα προτερήματα και την αισθητική καλλιέργεια του εκθέτη. Η ανάλαφρη και ελεύθερη γραμμή του έδινε στο σχέδιό του ιδιαίτερη χάρη και μια συγκινησιακή ανάταση. Οι συνθέσεις του αποτελούσαν τον συγκερασμό της γνώσης των τεχνικών μέσων και κατασταλαγμένης λυρικής διάθεσης.

     Ακολούθησαν δύο αναμνηστικές εκθέσεις εκλιπόντων ζωγράφων, οργανωμένες απ’ τους συνεργαζομένους: Μορφωτικό- Φυσιολατρικό όμιλο «Πλάτων» και το Λύκειο «Ο Πλάτων».

……………………………

Ύστερα απ’ την Έκθεση Πικασσό που οργάνωσε ο «Ζυγός», οι φιλότεχνοι μα και το πλατύ κοινό της Πρωτεύουσας δοκιμάσανε τη σπάνια χαρά να επικοινωνήσουν αισθητικά με μιά απ’ τις κορυφαίες στιγμές της Τέχνης. Η Ιταλική Δημοκρατία μας πρόσφερε στο Ζάππειο την Έκθεση έργων του Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο και της Σχολής του.

      Το έργο του Καραβάτζο αποτελεί σημαδιακό σταθμό στην πορεία της δυτικής ζωγραφικής . Ο δημιουργός του (πού έζησε και έδρασε στα τελευταία χρόνια του 16ου και στα πρώτα του 17ου αιώνα) στάθηκε μιά επαναστατική, ιδιοφυής και δυναμική προσωπικότητα. Εισέβαλε ορμητικά στο χώρο της Παποσύνης και ανατάραξε με πρωτοφανή βιαιότητα τα νερά της ζωγραφικής παραγωγής που είχανε λιμνάσει μετά από την ακμή της Αναγέννησης και κάτω από την συντριπτική σκιά του Ραφαήλου και του Μιχαηλάγγελου.

     Ο Καραβάτζιο αντιδρά εκρηκτικά στο στατικό και παρακμιακό στυλ της εποχής του, δημιουργεί το νέο στυλ μπαρόκ, και άθελά του γίνεται αρχηγός Σχολής που διακλαδώνεται σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Η επανάστασή του συνίστατο στην αντικατάσταση της ακαμψίας από την κίνηση, της ευθείας γραμμής από τη μαγεία του κλαίρ- αμπσκύρ, των ιδεατών θεμάτων από τη ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής. Το κίνημα Καραβάτζιο επηρέασε ευεργετικά την ευρωπαϊκή ζωγραφική μέχρι τις αρχές του αιώνα μας.

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ: Οι ξενοδόχοι της αλλότριας σοφίας και οι «έμποροι των ωραίων φράσεων», 54

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΙΔΗΣ: Περιπτώσεις, 55

Ν. Ν. : Οι δραματικές σχολές και οι «ειδικοί», 55-56

ΛΑΜΠΗΣ Ν. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ: Η ώρα της αποκαλύψεως και του καθαρμού, 56

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ

 

Ελάχιστα:

      Σκέφτηκα μέχρι την 27 Φεβρουαρίου, ημέρα θανάτου του ποιητή Κωστή Παλαμά, να αντιγράψω και να αναρτήσω ορισμένους τίτλους περιοδικών και τα περιεχόμενά τους, τα οποία είναι αφιερωμένα στον ποιητή του Έθνους των Ελλήνων κατά διάφορα χρονικά διαστήματα από το 1943 έως σήμερα 2023. Ογδόντα χρόνια από την απώλειά του. Να τιμηθούμε και να τιμήσουμε τον διδαχό Ποιητή της Ελλάδας. Από πέρσι τον Δεκέμβριο που άρχισα με το «Σεργιάνι στο Παλαμικό έργο…» σε κάθε ανάρτηση προσθέτω ορισμένα στοιχεία και πληροφορίες για την ποίησή και την παρουσία του. Οι κριτικές πληροφορίες και θέσεις προέρχονται από ένα θετικό ή από ένα αρνητικό πεδίο αναφορών για τον ίδιο και το ογκώδες συγγραφικό του έργο. Ξεχωριστή θέση στην Παλαμική Βιβλιογραφία κατέχει και η Πόλη μας, ο Πειραιάς, σε σχέση με τα άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Προσπαθώ τα σημειώματα να έχουν έναν Παλαμοκεντρικό χαρακτήρα, ένα κλίμα που θα μας φέρει κοντύτερα στην φωνή και στις απόψεις του. Δεν στέκομαι στο αν τα λογοτεχνικά περιοδικά ή τα κείμενα είναι γνωστά ή αναδημοσιευμένα. Ήθελα να έχουν κατά την κρίση μου (ελπίζω όχι λανθασμένη), ένα κριτικό εύρος επαναπροσέγγισης της Παλαμικής παρουσίας και να σταθούν η αφορμή ώστε να διαβάσουμε παλαιότεροι και νεότεροι έστω μέρος του Παλαμικού πολύτομου έργου. Να προβληματιστούμε πάνω σε αυτό, να σκεφτούμε, να του θέσουμε ερωτήματα, τις ενστάσεις μας, ακόμα και να αμφισβητήσουμε σημεία και πλευρές του,-όπως έπραξαν οι παλαιότεροι κριτές του, κυρίως όμως να το σεβαστούμε, να μην το αγνοήσουμε, να μην το προσπεράσουμε, να μην σταθούμε αδιάφοροι και ξένοι απέναντί του. Οφείλουν και οφείλουμε νεότεροι και παλαιότεροι αναγνώστες της Ελληνικής ποίησης να μην αφήσουμε την σκόνη του χρόνου να σκεπάσει την παρουσία του Κωστή Παλαμά και ότι αυτός μας κληροδότησε στο πέρασμά του. Να δροσιστούμε από αυτό, να ξεδιψάσουμε. Δεν έχει σημασία σε ποιό σημείο του Κήπου του ελληνικού ποιητικού πανθέου έχουν τοποθετήσει την προτομή του Παλαμά οι κατά καιρούς κριτικοί του, αρνητές του ή υποστηρικτές του, σημασία έχει να κοινωνήσουμε εκ νέου με την ποίησή του. Σήμερα 80 χρόνια από την κοίμησή του. Να ανακαλύψουμε πτυχές και μυστικά της ποίησής του, τι έχει να μας πει στους σύγχρονους, μοντέρνους και σκληρούς καιρούς που όλοι μας ζούμε η στεντόρεια ή σιγαλόφωνη φωνή του. Σε εποχές που ούτε οι φωνές της ελληνικής μα και παγκόσμιας ποίησης συγγενεύουν με την δική του, έχουν αλλάξει οι ρυθμοί του κόσμου και οι κανόνες τεχνικής του ποιητικού λόγου, που, ούτε οι κοινωνικές, οι πολιτικές συνθήκες είναι οι ίδιες με την εποχή του. Και το κυριότερο ίσως, τόσο ο Κωστής Παλαμάς όσο και άλλοι έλληνες της όχι και τόσο μακρινής εκείνης ποιητικής περιόδου, έχουν σκεπαστεί  πλέον με νέα, σύγχρονα ποιητικά και κριτικά στρώματα εξίσου ενδιαφέροντα τα οποία απέσπασαν την αναγνωστική προσοχή μας και τα διαβάσματά μας. Το να υψώσουμε ένα μαυσωλείο τιμών πάνω στο έργο του, δεν είναι νομίζω δικαίωση. Δικαίωση μέσα στη ροή του χρόνου και της ελληνικής γραμματείας είναι να συνεχίζουμε να διαβάζουμε και να διαδίδουμε τις σκέψεις του, τις ιδέες του, τα ποιήματά του, τους κριτικούς του στοχασμούς, την γραφή του, να αφήνουμε τον αντίλαλο της φωνής του να ακουσθεί-στο παρόν- έστω και αν ενδεχομένως μας ξενίζει. Να βγάλουμε θα τολμούσα να έγραφα το Παλαμικό έργο έξω ακόμα και από το Παλαμικό Ίδρυμα που φροντίζει με ζήλο και ανυστεροβουλία, συνεχίζει να διατηρεί την μνήμη του ακέραια και την παρουσία του ζωντανή. Να γίνει ξανά ο Κωστής Παλαμάς σύντροφος και συνταξιδιώτης στα χείλη του ελληνικού λαού. Να παραμερίσουμε να περάσει, όπως είπε και εκείνος στην εποχή του στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο.

Σίγουρα και άλλες λογοτεχνικές ιστοσελίδες φέτος στο διαδίκτυο, θα τον θυμηθούν, θα δημοσιεύσουν ποιήματά του ή αποσπάσματα συνθέσεών του. Θα γραφούν μελέτες και θα αναρτηθούν άρθρα που θα εξετάσουν το Παλαμικό έργο. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να πράξουμε στην μνήμη του, αρκεί να μην τον λησμονήσουμε. Να μην θεωρούμε το φαινόμενο Κωστή Παλαμά χαμένη ποιητική υπόθεση. Να αγνοήσουμε τις σειρήνες που τον πολεμούν και να αφήσουμε τους ούριους άνεμους του ποιητικού του λόγου να σπρώξει το καράβι της ποίησής μας.

Στο παρόν σημείωμα, αντιγράφω ένα μέρος από τα περιεχόμενα του αφιερωματικού τεύχους του δίμηνου περιοδικού γραμμάτων και τεχνών «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ», τεύχος 7/1,2, 1963, το οποίο κυκλοφόρησε στον Πειραιά πρίν 60 χρόνια. Διευθυντής του υπήρξε ο καταξιωμένος ποιητής και κριτικός Στέλιος Γεράνης. Ψευδώνυμο του Στέλιου Παναγιωτόπουλου, (5/12/1920- 3/2/1993). Η πνευματική προσφορά του εμβληματικού πειραιώτη ποιητή Στέλιου Γεράνη στην πόλη μας, υπήρξε όχι μόνο σημαντική, σταθερή αλλά και μακρόβια, και από διάφορα της τέχνης μετερίζια και του πολιτισμού μονοπάτια. Με ότι καταπιάστηκε ο Πειραιώτης ποιητής Στέλιος Γεράνης το έφερε επάξια και με επιτυχία σε πέρας. Το καλλιτεχνικό και πνευματικό του στίγμα και συγγραφικά ίχνη είναι βαθειά χαραγμένα στα Πειραϊκά χώματα και συνειδήσεις πειραιωτών, δεν έμεινε και ευτυχώς μόνο μέσα στα Πειραϊκά όρια η φήμη του ξεπέρασε το πρώτο λιμάνι. Είναι γνωστές οι συμμετοχές και τα ταξίδια του στην Βουλγαρία, την Κωνσταντινούπολη, την Πολωνία, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο Ιράκ, στην τότε Σοβιετική Ένωση, συμμετοχές του σε παγκόσμια συνέδρια ποίησης, τιμητικές διακρίσεις και βραβεύσεις στο πρόσωπό του και στο έργο του. Ο Στέλιος Γεράνης νότισε δημιουργικά και παραγωγικά την Πειραϊκή λογοτεχνική παράδοση πολλαπλώς. Είναι ένας από τους κυριότερους και σημαντικότερους της γενιάς του εκφραστές και διαμορφωτές της Πειραϊκής Σχολής και λογοτεχνικής πειραϊκής ιδιοπροσωπείας. Της ανάδειξης της Πειραικής πνευματικής ταυτότητας πέρα των πειραϊκών γεωγραφικών συνόρων στην εποχή του. Η καίρια συμβολή και προσφορά του αναγνωρίστηκε τόσο από την δική του πνευματική γενιά των Πειραιωτών και όχι μόνο συγγραφέων, λογίων και διανοουμένων, όσο και από τις νεότερες γενιές των Πειραιωτών δημιουργών. Την δική μας πειραϊκή πνευματική γενιά και μεταγενέστερα, μετά την μεταπολίτευση του 1974. Τα πνευματικά του ενδιαφέροντα δεν έμειναν μόνο στον χώρο της ποίησης και της κριτικής, απλώθηκαν και σε άλλους πολιτιστικούς χώρους. Ο Στέλιος Γεράνης πέρα από τις ποιητικές του συλλογές, τις δοκιμιακές του μελέτες, την σταθερή κριτική του παρουσία σε εφημερίδες και περιοδικά ανά την Ελλάδα  (δεκάδες οι δημοσιεύσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά λογοτεχνικές και πολιτικές εφημερίδες και έντυπα. Σε παλαιότερη ανάρτησή μου για το έργο του έχω καταγράψει αρκετούς τίτλους και αποδελτιώσει κριτικά του σημειώματα στο «Περιοδικόν μας» κλπ.) των χρόνων της συγγραφικής του δραστηριότητας. Ο Γεράνης ενδιαφέρθηκε ακόμα σοβαρά και υπεύθυνα με την έκδοση του πρώτου πειραϊκού ανθολογίου –μελέτης που κυκλοφόρησε στην πόλη μας. Τα λήμματα σε λογοτεχνικές εγκυκλοπαίδειες και τα βιβλιο-κριτικά του σημειώματα, είναι εκατοντάδες. Σημαντική ήταν και η προσφορά του, η θέση που κατείχε ως μέλος διαφόρων πολιτιστικών σωματείων της Πόλης μας, μέλος πανελλαδικής επιτροπής κριτικών βραβείων, συμμετοχής ως έλληνας εκπρόσωπος σε διάφορα διεθνή συνέδρια. Ένας άλλος τομέας με τον οποίο επίσης ασχολήθηκε με επιτυχία ήταν η συμβολή και πρωτοβουλία του στην έκδοση Πειραιώτικων Λογοτεχνικών Περιοδικών είτε με δική του μόνο πρόθεση είτε σε συνεργασία με άλλους αξιοσημείωτους πειραιώτες συνεργάτες. Ο Στέλιος Γεράνης, αντίθετα με άλλους εξίσου σημαντικούς πειραιώτες λογοτέχνες, λογίους Πειραιοκεντρικούς συνομήλικους του σχεδόν, που πρυτάνευσαν πνευματικά εντός των ορίων της Πόλης, διεύρυνε τα πειραϊκά πνευματικά σύνορα, άπλωσε τους πειραϊκούς ορίζοντες σε μία σχέση γνωριμία μας με τα πνευματικά επιτεύγματα άλλων ελληνικών πόλεων και παραδόσεων, συγγραφικών φωνών. Ταξίδεψε με το ιστιοφόρο της ποίησής του και της κριτικής του φωνής την εικόνα του πνευματικού Πειραιά σε χώρες και ηπείρους πέρα των ελληνικών συνόρων.  Έστησε γέφυρες πνευματικής επικοινωνίας μεταξύ της πειραϊκής πνευματικής παράδοσης με φωνές εκτός του πειραϊκού χώρου. Όπως είχαν πράξει στο μεσοπόλεμο ορισμένοι δημοσιογράφοι- διηγηματογράφοι, βλέπε Χρήστος Λεβάντας, ο ιατρός και μυθιστοριογράφος Παύλος Νιρβάνας, ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας κ,ά. Ο Στέλιος Γεράνης στα χρόνια της πνευματικής του ακμής κόμισε με τις ισχυρές συγγραφικές δυνάμεις του έναν άλλον αέρα στα Πειραϊκά Γράμματα, έφερε σε επικοινωνία τους Πειραιώτες συγγραφείς που κατοικούσαν μέσα στα όρια του Δήμου και των γύρω όμορων Πειραϊκών περιοχών με τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα άλλων πόλεων. Ξέφυγε από την πειραιώτικη «επαρχιώτικη» και «φοβική» πειραιοκεντρική και πειραιογραφική νοοτροπία μας. Μιάς πειραϊκής κουλτούρας περιορισμένης προσφορά εντός της παράδοσης των «Μακρών Τειχών» του πρώτου και πανάρχαιου Λιμανιού. Ας θυμηθούμε χαρακτηριστικά την υποδοχή του ρώσου ποιητή Γιουφτεσένκο, την στιχουργική του συνεργασία του ποιήματος για την φιλία και την ειρήνη, του τούρκου Αζίζ Νεσίν κλπ. Την στενή φιλική σχέση του με τον πολιτικό ομοιδεάτη του ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, τον κομμουνιστή αγωνιστή ποιητή Γιάννη Ρίτσο.  Ας φέρουμε στην μνήμη μας την συγγραφή και κυκλοφορίας της μελέτης του για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.  Ο Στέλιος Γεράνης συνέβαλε με όλες του τις δυνάμεις και πνευματικά του εφόδια στο να σκιαγραφηθεί η σύγχρονη εικόνα της Πειραϊκής Λογοτεχνικής παράδοσης μετά το 1974. Μια παράδοση, συνέχεια των προηγούμενων Πειραϊκών λογοτεχνικών γενεών, που, ορισμένοι από την γενιά του ηλικιακά έζησαν και γνώρισαν από κοντά πρόσωπα και πράγματα. Να υπενθυμίσουμε ότι με ποιητικές και πεζογραφικές και κριτικές πνευματικές δυνάμεις και φωνές όπως ο πειραιώτης Στέλιος Γεράνης που κυοφόρησε η Πειραϊκή γη, επάξια μπορούμε και υπερήφανα να μιλάμε για Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή. Είναι πολλοί και σημαντικοί οι καλλιτέχνες και συγγραφείς του Πειραϊκού χώρου που δίκαια δικαιούνται-και δικαιούμαστε. την δική τους/μας Σχολή στην καθόλου ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Η ποικιλία των πνευματικών δυνάμεων του Πειραιά καθώς και η καλλιτεχνική και πολιτιστική συνεισφορά τους είναι τεράστια, ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός με διάρκεια που μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, δίχως αποκλεισμούς και αστερίσκους ή άλλες μικρόνοες σκοπιμότητες. Το πνευματικό σκαρί που ονομάζεται ΠΕΙΡΑΙΑΣ άντεξε και αντέχει στις φουρτούνες του χρόνου και της ιστορίας. Και ο πολυγραφότατος και έμπειρος ποιητής και κριτικός Στέλιος Γεράνης είναι ένας από αυτούς που κρατά το τιμόνι του.

Αν δεν κάνω λάθος, ενώ έχει διερευνηθεί και εξεταστεί η ποιητική του παρουσία, με την κυκλοφορία των δύο τόμων των Ποιητικών του Απάντων, τόμος Α (1943-1960), τόμος Β (1960-1991) σε φιλολογική επιμέλεια και εισαγωγή του καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινού, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, δεν έχει συναχθεί και εξετασθεί σφαιρικά η αντίστοιχη κριτική του παρουσία, η οποία συναντάται σκόρπια, διάσπαρτη στα περιοδικά. Η συνεισφορά του στα Πειραϊκά Γράμματα από θέσεις που κατείχε κατά καιρούς σε διάφορα πολιτιστικά σωματεία και φορείς της πόλης μας και τέλος, η ενεργή συμμετοχή του στον χώρο των Πειραϊκών εκδόσεων, και ιδιαίτερα, στην έκδοση και κυκλοφορία Πειραιώτικων αμιγώς Λογοτεχνικών Περιοδικών και Εντύπων. Όπως είναι παραδείγματος χάριν το παρόν περιοδικό «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» (1961-1963)του οποίου η συμβολή του Στέλιου Γεράνη σαν εκδότη και διευθυντή και συγγραφέα,  όχι μόνο το σύντομο χρονικό διάστημα που το περιοδικό κυκλοφόρησε, υπήρξε καθοριστική. Αξίζει να αναζητηθούν τα τεύχη του περιοδικού, να αποδελτιωθεί η ύλη και οι συνεργάτες του, να γνωρίσουμε την θεματολογία και τα ενδιαφέροντά των συνεργατών του  να ανακαλύψουμε την αισθητική του και τις φιλολογικές προτιμήσεις του, να επισημανθεί η προσφορά του στην εν γένει Πειραϊκή Λογοτεχνική Παράδοση και γιατί όχι και πέραν αυτής. Αν δεν έχει γίνει ήδη η αποδελτίωσή του. Η συνεργασία και η συμβολή του ποιητή Στέλιου Γεράνη συναντάται και σε άλλα Πειραϊκά περιοδικά και έντυπα, πειραϊκές εφημερίδες τον προηγούμενο αιώνα, ας το υπενθυμίσουμε για μία ακόμα φορά. Πέρα από ορισμένα σφαιρικά αφιερώματα που του έχουν γίνει και ορισμένοι τίτλοι μελετημάτων, δεν έχει συγκεντρωθεί και αποδελτιωθεί από όσο γνωρίζω, το σύνολο των δημοσιευμάτων του. Στο προηγούμενο Παλαμικό σημείωμα έκανα μνεία της σχέσης του Γεράνη με τον Κωστή Παλαμά και την αγάπη που έτρεφε στο έργο του. Με την κυκλοφορία βιβλίου, (σε συνεργασία με τον Χρίστο Αδαμόπουλο), ομιλίες του, αρθρογραφία, κείμενα για τον Μεσολογγίτη ποιητή.

Στο παρόν αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» στον Κωστή Παλαμά βλέπουμε τον Σ. Γεράνη να συμμετάσχει ως διευθυντής, δοκιμιογράφος, σχολιαστής της πνευματικής επικαιρότητας και κριτικός βιβλίου. Ιδιότητες που διατήρησε σχεδόν μέχρι το τέλος της πνευματικής του σταδιοδρομίας και ζωής, πέραν της καθαρά ποιητικής. Όλοι οι συμμετέχοντες Πειραιώτες και μη, στο αφιερωματικό αυτό τεύχος, μας είναι γνωστοί και ορισμένοι βρίσκονται ακόμα στη ζωή και συνεχίζουν να γράφουν. Βλέπε ποιητή και δοκιμιογράφο Στέφανο Ροζάνη. Άλλοι τους σκέπασε η σκόνη του χρόνου και της ζωής. Το διμηνιαίο πειραιώτικο περιοδικό «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» από την πλούσια ύλη του παρόντος τεύχους αναγνωρίζουμε ότι υπήρξε ενός επιπέδου προσεγμένο και ενδιαφέρον περιοδικό. Η ύλη του και η ματιά του αγγίζει διάφορους τομείς της τέχνης. Λογοτεχνία,  Κριτική, Εικαστικά, Θέατρο. Ένα περιοδικό το οποίο μπορεί να προέρχεται από το πρώτο λιμάνι της χώρας, προσφυγομάνα και φτωχομάνα πόλη ο Πειραιάς, αλλά η ύλη του, δεν περιορίζεται στα στενά πνευματικά και γεωγραφικά όριά του. Η δομή του μας φανερώνει στο πού εστιάζεται η προσοχή και ποια τα προτάγματά του.  Με ενδιαφέρον διαβάζονται και τα σχόλια που γράφονται για τις επιστολές που στέλνονται στο περιοδικό από αθηναίους και άλλων πόλεων συγγραφείς. Βλέπε τελευταίες σελίδες με τίτλο «Ο Έλεγχος της πνευματικής μας ζωής». Στον επαγγελματία δημοσιογράφο και συγγραφέα Ρένο Αποστολίδη-σχετικά με την πρόσκληση του περιοδικού να συμμετάσχει στο αφιέρωμα για τον Κωστή Παλαμά-, απαντά ο ποιητής Κώστας Γαρίδης. Ενώ ο Στέλιος Γεράνης σχολιάζει τις αρνητικές θέσεις του στοχαστή Κ. Ι. Δεδόπουλου έτσι όπως τις διαβάζουμε στο βιβλίο του «Η ζωή και το Πνεύμα», εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1961. Ο υπεύθυνος επί της ύλης Νάσος Νικόπουλος στον δικό του σχολιασμό και παρατηρήσεις, αναφέρεται σε ζητήματα που αφορούν το ΣΕΗ και τις «δραματικές σχολές και οι ‘ειδικοί’». Ένα θέμα που ταλαιπώρησε αρκετά τον κλάδο των ηθοποιών. Ο πεζογράφος Λάμπης Ν. Βολονάκης τέλος, στηλιτεύει τις αγορές λογοτεχνικών βιβλίων από το Υπουργείο Παιδείας και την επιτροπή κρατικών βραβείων. (παλιά μου τέχνη των υμετέρων κόσκινο). Οι καινούργιες εκδόσεις ποιητικές και πεζογραφικές-διάφορα είδη που αποστέλλονται στα Γραφεία του περιοδικού προέρχονται από διάφορες πόλεις της χώρας. Βόλος, Καβάλα, Χαλκίδα και την Κύπρο. Κάτι που μας δείχνει την επαφή των πειραιωτών λογοτεχνών με τους λογοτέχνες άλλων περιοχών και της Κύπρου. Από τα περιοδικά αναφέρονται τρείς τίτλοι: «Χρονικά της Νίκαιας», «Παναθήναια» και «Πνευματική Κύπρος». Αν ξεφυλλίσουμε σελίδες παλαιών πειραιώτικων περιοδικών θα δούμε ότι η πόλη μας ο Πειραιάς, είχε σταθερούς δεσμούς με την Μεγαλόνησο. Κύπριοι ποιητές και λογοτέχνες συνεργάζονταν και δημοσίευαν σε πειραιώτικα έντυπα. Στενή ήταν και η πνευματική επαφή της Πόλης μας με την Θεσσαλονίκη. Το περιοδικό, πέρα από τους συνδρομητές του στηρίζονταν και από τις ελάχιστες διαφημίσεις που δημοσιεύονταν στις σελίδες του ή στα οπισθόφυλλά του. Όπως αυτή του οπισθόφυλλου «Το μπάνιο στην τσέπη σας» και εκείνη των μέσα σελίδων, της εικονογραφημένης πολιτικής ιστορίας που κυκλοφορούσε σε τεύχη εκείνη την χρονιά, των Λουϊ Αραγκόν και Αντρέ Μωρουά, «Οι δύο γίγαντες» παράλληλη ιστορία ΕΣΣΔ- ΗΠΑ 1917-1960. Η ιστορία θα κυκλοφορούσε κάθε Πέμπτη σε εβδομαδιαία τεύχη των 32-40 σελίδων προς 6 δραχμές.

       Το αφιέρωμα του περιοδικού «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» είναι νομίζω και για την εποχή που κυκλοφόρησε αλλά ακόμα και σήμερα, ένα άξιο λόγου πλούσιο αφιέρωμα πάνω στο έργο και την παρουσία του ποιητή Κωστή Παλαμά με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι ετών από την εκδημία του. Τα κείμενα δεν είναι όλα επαινετικά υπάρχουν και αρνητικοί σχολιασμοί βλέπε πχ. το καλογραμμένο και μεστό κείμενο του Πειραιώτη πεζογράφου Κώστα Σούκα και άλλων. Εξετάζεται η σύνολη σχεδόν συγγραφική του παρουσία, (40 ποιητικές συλλογές) διατυπώνονται γνώμες και κρίσεις καίριες, τίθενται ερωτήματα και εκτίθενται απόψεις και κρίσεις- συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες- με νηφάλιο λόγο, καθαρό ύφος και ακριβοδίκαιη σκέψη και προπάντων σεβασμό προς το πρόσωπο του Κωστή Παλαμά, το Παλαμικό έργο, ανεξάρτητα των επιμέρους κρίσεων που εκφέρονται. Η ποιότητα της ύλης και η γραφή των συνεργατών του περιοδικού-πειραιωτών και μη- φανερώνουν το τι πνευματικές και άλλες ζυμώσεις πραγματοποιούνταν την δεκαετία αυτή στην πόλη μας, πρίν την έλευση της δικτατορίας. Αν και στον χώρο των Εικαστικών ο πειραιώτης ποιητής, μεταφραστής και τεχνοκριτικός Κώστας Θεοφάνους εκφράζει μια δόση πικρίας για τα εικαστικά πράγματα στην Πόλη μας. Όλα τα κείμενα είναι καλογραμμένα, ιδιαίτερα οι σελίδες 6-25 του μικρού ανθολογίου «από την ποίηση του Παλαμά» τις οποίες επιμελήθηκε ο Θ. Β., Θοδωρής Βλαχοδημήτρης ο οποίος δεν παραθέτει μόνο Παλαμικά ποιήματα ή αποσπάσματα αλλά τα σχολιάζει, μνημονεύει τις ποιητικές ενότητες και συλλογές από τις οποίες προέρχονται και εν συντομία αναλύει τις ποιητικές μονάδες. Ένα αφιέρωμα και ένα περιοδικό που αν το συνδυάσουμε και με την υπόλοιπη ύλη του, Ποίηση, Κριτική Βιβλίου, Κριτική Θεάτρου και Κριτική Εικαστικών Τεχνών δηλώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο όχι μόνο την ποιότητα του διευθυντή και εκδότη του, των συνεργατών του, αλλά και προς τα πού στρεφόταν ο πνευματικός και καλλιτεχνικός προσανατολισμός του Πειραιά εκείνα τα χρόνια. Μία Πόλη που όπως δηλώνεται και από άλλες συγγραφικές φωνές πειραιωτών οι οποίες ακούγονταν και τις διαβάζουμε σε διάφορα έντυπα και περιοδικά, εφημερίδες, στον τοπικό τύπο, ο Πνευματικός και Καλλιτεχνικός Κόσμος του Πειραιά είχε βρει και σχεδιάσει την πολιτιστική του ταυτότητα, και εικόνα. Και το πολύχρωμο και πολυποίκιλο ψηφιδωτό αυτό της Πόλης, συνεχίστηκε να εμπλουτίζεται και να διευρύνεται από τις μεταγενέστερες πειραϊκές γενιές των πειραιωτών συγγραφέων και καλλιτεχνών, των δεκαετιών της συνέχειας της ιστορίας της Πόλης, μετά την επτάχρονη δικτατορία. Όταν ο πνευματικός Πειραιάς άνθισε και γέννησε τις νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές δυνάμεις του οι οποίες θέλω να πιστεύω ότι παρέλαβαν την σκυτάλη της συνέχειάς του, και δεν την παράτησαν ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι γραφείου. Η Πειραϊκή Σχολή Λογοτεχνίας συνεχίζεται….

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Βαδίζοντας προς τις κάλπες. Και τώρα που έφυγε από την πολιτική σκηνή, ποια θα σφουγγαρίζει τις σκάλες στο κόκκινο φρούριο;

Και, αν το πρόσωπο του ανθρώπου είναι ο καθρέφτης της ψυχής του όπως μας είπε ο Θείος Πλάτων, τότε το Πρόσωπο της τελευταίας της Ελλάδος τέως Βασίλισσας Άννας Μαρίας φανερώνει το ήθος, την ευαισθησία, την ευγένεια, την στοργικότητα, την αξιοπρέπεια, την καλοσύνη, την διακριτικότητα, την σεμνότητα, την συζυγική καρτερία, την υπομονή και ουσιαστική γυναικεία συντροφικότητα της Δανέζας-Ελληνίδας άτυχης πολιτικά προσωπικότητας. Είναι ίσως η μόνη τραγική γυναικεία φιγούρα στην σύγχρονη ιστορία του ελληνικού πολιτικού δράματος που εξελίχθηκε στην χώρα μας.            

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου