Π Α Λ Α Μ Ι Κ Α Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α *
ΜΗΝΙΑΙΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΜΑΡ. ΒΑΤΖΙΑΣ- ΠΑΝ.
ΚΑΡΥΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΓΡΑΦΕΙΑ: Οδός Σταδίου 14α.
Εκτύπωση Εκδοτικού Οίκου Μιχ. Ι. Σαλίβερου
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ- ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ στέλλονται προς τον κ. ΜΑΡΙΟΝ
ΒΑΤΖΙΑΝ, οδός Αστερόπης 6 (Παγκράτι (5) Αθήνας.
ΧΡΟΝΟΣ
Α΄- ΤΕΥΧΟΣ 1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1943, σελίδες 32. Διαστάσεις 17Χ25 Δραχμές 3.000
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ- ΣΠ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ- Η. Θ.
ΜΑΛΛΩΣΗΣ- ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ- ΚΩΣΤΗΣ ΒΕΛΜΥΡΑΣ- ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΦΝΗΣ- Γ. Κ. ΣΤΑΜΠΟΛΗΣ-
Ι. Π. ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ- ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ-ΓΕΡ. Π. ΑΜΠΑΤΗΣ- Κ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ –Π.
ΚΑΡΥΚΟΠΟΥΛΟΣ- Χ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ- ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΤΖΙΑΣ- Γ. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ-ΣΠΥΡΟΣ ΓΑΛΑΙΟΣ- Π.
ΚΟΛΑΚΛΙΔΗΣ- ΜΠΟΥΜΗΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, «Το φθινόπωρο» (ποίημα), σ.1
Το Φθινόπωρο*
Το φθινόπωρο πέρασε από πάνω μου,
τί αργά και θλιβερά πού αστράφτει η δύση!
Τα φύλλα μου προσμένουν το θανάσιμο
το φύσημα να τα σκορπίση.
Και να! διαβαίνεις κάτου από τον ίσκιον μου
και σταματάς.
Ποιό ακούμπισμα, ποιόν ύπνο, ποιό ανάσασμα,
ποιά πεταλούδα ονείρου κυνηγάς;
Και να! τα κιτρινόφυλλα ταράζονται
και πέφτουν, και στεφάνι σου τα κάνεις’
χρυσή βροχούλα γύρω σου κι’ απάνω σου,
σε γγίζουνε, θα τα ξαναχλωράνης.
Το φθινόπωρο ξέγραψε από πάνου μου
τα πράσινα όλα κι’ όλα τα πουλιά.
Μα πάντα εγώ το δέντρο του φθινοπώρου
από μιάν άϋλη όμορφο ομορφιά.
Και τα γυμνά ξεφυλλιασμένα κλώνια μου
σα χέρια είναι που δέονται’ και να!
θ’ αγναντέψης ανάμεσ’ απ’ τη γύμνια τους
του απέραντου ουρανού τα γαλανά.
*Απ’ την «ΒΡΑΔΥΝΗ
ΦΩΤΙΑ». Η αναδημοσίευση γίνεται με τη συγκατάθεση του κ. Λ. Παλαμά.
ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ, «Από το βιβλίο με τα κεντήματα
(στοχασμοί), σ.2
ΣΠ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, «Ο «ΤΑΦΟΣ» του Παλαμά»
(μελέτη), σ.3-5
Ο «Τάφος» του Παλαμά
Απ’ όλο το πλατύ και πολύμορφο έργο του Παλαμά, κ’
ίσως από κάθε ελληνικό ποιητικό έργο, τη λαϊκή ψυχή περισσότερο ο «ΤΑΦΟΣ» τήνε
συγκίνησε. Είναι ο μοναδικός τόμος ελληνικών τραγουδιών, ύστερα από τ’ «Άπαντα»
του Σολωμού και του Βαλαωρίτη, τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και τα δημοτικά
μας τραγούδια, που σημείωσε τέσσερεις εκδόσεις.
Ο «ΤΑΦΟΣ»
είναι το έκτο στη σειρά βιβλίο του μεγάλου τεχνίτη. Το πρώτο του, καθώς μας
πληροφορεί ο κ. Ξενόπουλος ήταν το «Μεσολόγγι», ένα μεγάλο επικολυρικό ποίημα
τυπωμένο σ’ ένα δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο στην ομώνυμη πόλη όπου και τώχε
απαγγείλη ο ποιητής την ημέρα που τιμούν την έξοδο των «Ελεύθερων
πολιορκημένων». Ακολούθησαν τα «Τραγούδια της «Πατρίδας μου» στο 1886, ο «Ύμνος
της Αθηνάς» στο 1889, τα «Μάτια της ψυχής μου» στο 1892 και οι «Ίαμβοι και
Ανάπαιστοι» στο 1897.
Ένα χρόνο
περίπου μετά την κυκλοφορία των «Ιάμβων και Αναπαίστων», και σ’ εποχή που ο
Παλαμάς είχε αρχίσει να συγκεντρώνη την προσοχή όλου του πνευματικού κόσμου της
χώρας για τα ρωμαλέα πετάγματα της φαντασίας του, τη λυρική του πνοή, το μουσικό του στίχο και τη
ζωντανή, καθάρια δημοτική γλώσσα του, ο πόνος έκρουσε βαριά τη θύρα του ποιητή:
Ένα χαριτωμένο αγγελούδι, ο γιός του ο Άλκης, έσβησε μεσ’ στα χέρια του.
Η
ραγισμένη πατρική καρδιά ξέσπασε τότε στην πολύστιχη ελεγεία του «ΤΑΦΟΥ», ένα
κυματισμό στο μοιρολόϊ που πότε βογγάει απλά, σα δημοτικό, ποτέ βαριά, δωρικά
δένεται σε μιάν αντρίκειαν εγκαρτέρηση, πότε παίρνει την έκταση του γόου και
του θρήνου της αρχαίας τραγωδίας κι’ άλλοτε πάλι απλώνεται σε υψηλούς
μεταφυσικούς οραματισμούς.
Στην αρχή του τόμου ο Παλαμάς
κάνει μιά συγκινητικήν αφιέρωση στο χαμένο του γιό. Δεν έπλασα, λέει, το σπίτι
σου, μήτε με το σίδερο, μήτε με το χρυσάφι, μήτε με των ζωγράφων τα χρώματα,
μήτε με τα μάρμαρα:
«Μόνο
με του πνεύματος
τα
μάγια, Σου το υψώνω
σ’
έναν τόπον άϋλον
απείραχτο
απ’ το χρόνο…»
Κι
αληθινά. Καθώς, εκείνος τ’ ονειρεύτηκε, του ύψωσε με του πνεύματος τα μάγια ένα
μνημείο ακατάλυτο, πού ούτε οι άνθρωποι ούτε ο χρόνος μπορούν να το φθείρουν. Ο
«ΤΑΦΟΣ» είναι και θα μείνη ένα έργο αθάνατο, άξιο να σταθεί πλάι στα καλλίτερα
δημιουργήματα της νεοελληνικής μούσας.
Άκουσα
κάποτε να μιλούν για τον «ΤΑΦΟ» χωρίς ενθουσιασμό, λέγοντας με κάποια
συγκατάβαση πως η ελεγεία αυτή, εμπνευσμένη από τον πατρικό πόνο και
περιορισμένη στο στενό πλαίσιο του μοιρολογιού, είναι αναγκαστικά κατώτερο
έργο, χωρίς απλώματα κι’ ανησυχίες, χωρίς μεγάλα φτερά. Ακόμα πώς η στιχουργική
του είναι μονότονη και πρωτόγονη. Νομίζω πώς δεν υπάρχει αδικώτερη γνώμη απ’
αυτή. Τα έργα της αληθινής τέχνης δεν κρίνονται ούτε από την έκτασή τους, ούτε
από τη σοφία που κλείνουν μέσα τους, ούτε από τα στιχουργικά τους
παιγνιδίσματα. Ο συναισθηματικός τους κόσμος είναι εκείνο που μας ενδιαφέρει
πρώτα απ’ όλα. Όταν ο ποιητής κατόρθωσε να μας μεταδώσει τη συγκίνησή του και
να δονήσει την ψυχή μας, έχει πιστεύω πετύχει το σκοπό του. Και ποια ψυχή δεν
εδονήθηκε βαθιά στο διάβασμα στίχων, όπως αυτοί:
Άφκιαστο
κι’ αστόλιστο
του
Χάρου δεν σε δίνω.
Στάσου
με τ’ ανθόνερο
την
όψη σου να πλύνω.
Το
στερνό το χτένισμα
με τα
χρυσά τα χτένια
πάρτε
απ’ τη μανούλα σας
μαλλάκια
μεταξένια.
Μήπως
και του Χάροντα
καθώς
θα σε κυττάξει
του
φανείς αχάϊδευτο
και
σε παραπετάξει!
Αν για τα
κατοπινά έργα του Παλαμά και για ένα από κείνα που προηγήθηκαν, τους «Ίαμβους
και Ανάπαιστους», μπορούμε να πούμε ό,τι έγραψε ο Ούγγρος κριτικός Ευγένιος
Πετεφρύ για το Δάντη, πώς είναι ένας φράχτης μ’ αγκάθια για όποιον σημώνει
απροετοίμαστος, για τον «Τάφο» δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο. Ολάκερο το έργο
είναι απλό-σοφά απλό. Έχει τη φεγγερή διαφάνεια μιάς γάργαρης πηγής στ’ απαλό
φεγγαρίσιο φώς που περνάει ξελαμπικαρισμένο μεσ’ απ’ τα γερτά κλώνια μιάς
«κλαίουσας» ιτιάς. Κάθε λέξη είναι σφιχτά δεμένη με το νόημα, όπως κάθε ψηφίδα
βυζαντινού μωσαϊκού με το σύνολο της εικόνας. Κάθε επίθετο ακριβολογημένο και
κάθε στίχος κρουστός, πυκνός, όλο μουσική.
Για έναν
που θα ρωτούσε τί σειρά πρέπει ν’ ακολουθήσει για να επικοινωνήσει μ’ όλη την
πολύτομη και πολύμορφη παλαμική δημιουργία, τον «Τάφο» θα είχα να συστήσω πρώτ’
απ’ όλα. Είναι το καταλληλότερο βιβλίο για τη μύηση. Για την κατανόησή του δεν
χρειάζονται μήτε γνώσεις ειδικές, μήτε αισθητική μόρφωση. Δε χρειάζεται παρά το
ίδιο υλικό που αποτελεί την ουσία τους, το αίσθημα.
Είνε ένα
έργο γοητευτικά πικρό και υποβλητικό: μιά μεγάλη τοιχογραφία που ιστορεί τον επιτάφιο,
δουλεμένη με παλιό χρυσάφι και στολισμένη με πολύτιμες πέτρες και με νωπά
αγριολούλουδα. ’Εχει στέρεη αρχιτεκτονική, χρώματα απαλά κι’ αρμονικά, φώς
ήρεμο και εισδυτικό. Ένα τελειωμένο, ολοκληρωμένο έργο πού το δούλεψε το πιό
επιδέξιο χέρι οδηγημένο από την πιό φλογερή, την πιό συγκινημένη αγάπη.
Στ’
αντίκρισμά του στεκόμαστε βουβοί. Μας συνταράζουν τα πιό δυνατά, τα πιό
ανθρώπινα συναισθήματα. Το δράμα ενός δυστυχισμένο πατέρα, που μάταια
αγωνίζεται να ξαναδώσει πνοή στον αδικοχαμένο του γυιό, ένα δράμα απλό, «δίχως
ήρωες τραγικούς και δίχως ιστορίες», ξετυλίγεται μπροστά μας αδυσώπητα, σκληρά,
«δίχως αστραπόβροντα κι’ ανεμικές και μπόρες» κι’ όμως μας φέρνει τα ρίγη μιάς
αφάνταστης τραγωδίας. Γιατί η μαγική
τέχνη του ποιητή το κινεί εσωτερικά τόσο ζωντανά, του δίνει τέτοια προέκταση,
που κάνει πόνο μας τον πόνο του και καημό μας τον καημό του:
Ώ
δραμάτων δράματα
με
σφραγισμένα χείλη…
κι’
άγραφτα κι’ αφάνταστα
σας
παρατούν οι Αισχύλοι!
Άπειροι
ποιητές, απ’ τον άγνωστο σμιλευτή του δημοτικού τραγουδιού ως το χαροκαμένο
Ζαλοκώστα, άφησαν στη γλώσσα το μουσικόν αντίλαλο της πατρικής λαχτάρας, έψαλαν
την χαμένη ομορφιά, τη χάρη και τη καλοσύνη εκείνου που πέταξε μακρυά και πού,
σαν ποτέ δεν ακούστηκε παρόμοιος λυρικός τόνος;
«…
Την απαλοσύνη του
ποιό
σιγαλό τραγούδι,
ποια
πνοή την έπλασε,
τίνος
βελούδου χνούδι,
τίνος
κύκνου πούπουλο
και
τίνος ρόδου φύλλο;…»
Το άδειο
κι άστρωτο κρεββατάκι, οι ρημαγμένες γωνίτσες όπου έπαιζε το παιδί και τα
παριγμένα παιγνίδια του, μας γίνονται οικεία. Ζωντανεύουν μπροστά μας εικόνες
σπαραχτικές με παραπεταμένα βιβλία, που τα κρατούσε όταν ήτανε στη ζωή και
γλυκοκελαηδούσε διαβάζοντάς τα, με σπαθάκια και με αγαλματάκια ακουμπισμένα
εδώ-εκεί, με καραβάκια που χάσανε τον καραβοκύρη τους-υποβλητικά «εσωτερικά»
και πικρές «νεκρές φύσεις», που συμπληρώνουν τη βαρειά, την τραγική σκηνογραφία
του θανάτου.
Οι
παραισθήσεις των γονιών, οι ελπίδες πού σε μια στιγμή γενιώνται κι αμέσως
σβήνουν για την ανάσταση του παιδιού, η αγωνία τους να το κρατήσουν όσο περισσότερο
μπορούν κοντά τους, ας είναι και νεκρό, τα επιτάφια λουλούδια, η λαχτάρα του
πατέρα να βρεί «τον άγνωστο των τάφων Πραξιτέλη» για να του
«Τον
ξαναφέρει αγνά,
πιστά
στην πέτρα επάνω
με το
μάτι ολόφλογο
και
με το γέλιο πλάνο»,
γίνονται
μιά λυγμική μα και σαγηνευτική μαζί συμφωνία πού προχωρεί κρεσέντο, με πλούσια
μοτίβα, όλο και διαφορετικά, για να ξεσπάσει στο συγκλονιστικό στερνό θρήνο του
επιλόγου:
«Πάει
και πάει… Το σκέπασεν
ο
αγκρέμιστος ο τοίχος…».
ΗΡΑΚΛΗΣ Θ. ΜΑΛΛΩΣΗ, «Κωστής Παλαμάς» (ποίημα), σ.5
Κωστής Παλαμάς
Ανοίξτε Εφτάπυλοι Ουρανοί, ο Διαλεχτός για νάμπει!
Ο Στοχαστής, ο Δουλευτής, του Τραγουδιού ο Εργάτης!
Μέσα στην ανοιξιάτικην ημερ’ αυτή που λάμπει,
να Τον! Η Δόξα τον περνά απάνω στα φτερά της!
Βογγίξτε σωθικά της γης, τον Ήρωα να δεχτείτε!
Του Τραγουδιού τον Άρχοντα, που Αθάνατος πεθαίνει!
Κι’ ώ, Σεις, γιγάντιοι πρόγονοι του Στίχου,
σηκωθείτε!
ο ΠΑΛΑΜΑΣ αιώνιος κοντά Σου κατεβαίνει!
Δαφνόστεφος τον Ποταμό την ώρ’ αυτή διαβαίνει!
Τραβήξου Χάρε! Ο Διγενής του Τραγουδιού σιμώνει!
Απόλλωνα τη Λύρα Σου κρατά μαυροντυμένη!
Ελλάδα κλάψε! Φτέρωσε το Μουσικό σου αηδόνι!..
10/3/1943
Γ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ, «Καρτερία» (ποίημα), σ.6
ΚΩΣΤΗ ΒΕΛΜΥΡΑ, «Χεντικά» (ποίημα) σ.6
ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ, «Στην πέτρα της υπομονής», (διήγημα)
σ.7
Γ. Κ. ΣΤΑΜΠΟΛΗ, «Στροφές για το λυτρωμό των
ανθρώπων» (ποίημα), σ.11
Ι. Π. ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑ, «Το τραγούδι της αδελφής μου»
(ποίημα), σ.12
Γ. ΣΑΡΑΝΤΗ, «Κάπου θα βρέχει» (ποίημα), σ.12
ΓΕΡ. Π. ΑΜΠΑΤΗ, «Τεχνικός κι’ ελεύθερος στίχος»
(μελέτη), σ.13
ΚΩΣΤΑ Κ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ, «Γυναίκες» (ποίημα), σ.16
ΠΑΝΟΥ ΚΑΡΥΚΟΠΟΥΛΟΥ, «Επίκληση» (ποίημα), σ.16
ΧΡ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗ, «Η γαλήνη της λίμνης» (διήγημα),
σ.17
ΜΑΡΙΟΥ ΒΑΤΖΙΑ, «Είδωλο» (ποίημα), σ.18
ΓΙΑΝΝΗ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ, «Κάλεβαλα» (μελέτη), σ.19
ΣΠΥΡΟΥ Ν. ΓΑΛΑΙΟΥ, «Σκιές» (πεζογράφημα), σ.25
EM.
VERHAEREN,
(μετ. ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΛΑΚΛΙΔΗΣ): «Η ώρα του ξυπνήματος», (ποίημα), σ.26
Η ώρα του ξυπνήματος
Να τος ο Μάρτης!
Ένας ήλιος, πού σιγοδυναμώνει,
ψηλά, στο παραθύρι γέρνει
και στη γη τρυπώνει.
Να τος ο Μάρτης!
Στο βορηά πέταξ’ η βαρυχειμωνιά’
και σα πουλί, πού τα φτερά τινάζει,
ρίχνει από πάνω της η αυγή την καταχνιά.
Νά τος ο Μάρτης!
Ζέστανε το κρύο το μεσημέρι’
Τον ουρανό στα ξέφωτα για διές
πού του φωτός του απλώνει τις ποδιές.
Νά τος ο Μάρτης!
Στους καθρέφτες των σκεπτικών λιμνών
γέρνει το σούρουπο’ το χέρι του γλυστρά
και χώνεται μεσ’ τα ήσυχα νερά.
Νά τος ο Μάρτης!
Κ’ η άνοιξη, να που συνειθίζει
με τα πρώτα τραγούδια των πουλιών
κι’ όπου είν’ οι βάλτοι οι γκρίζοι,
να οι ταπεινοί της ενορίας πού, για να σιάξουν
τη σκεπή και το χωράφι τους να φράξουν,
κόβουν τα μακρουλά καλάμια τα λευκά.
ΜΗΝΙΑΙΑ
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Η έκδοσή
μας
Χωρίς κι’
εμείς να ξεφύγουμε από τα συνηθισμένα προλεγόμενα πούναι αναγκαία για να
δώσουμε μιά σκιαγραφία της πορείας της προσπάθειάς μας-σχετική βέβαια κι’ όχι
απόλυτη μιά κι’ ερχόμαστε σε μιά εποχή προβλημάτων κι’ ιδεολογικών
ζυμώσεων-φροντίζουμε να συγκεντρώσουμε τις μάλλον αμφιβολίες προοπτικές μας και
να τις εκθέσουμε προγραμματικά.
Χωρίς να
θέλουμε να φανούμε σαν ιεραπόστολοι μιάς νέας κατεύθυνσης, φιλοδοξούμε ν’
αγκαλιάσουμε μιά πλατύτερη λογοτεχνική και καλλιτεχνική κίνηση, πού να ξεφεύγει
απ’ το συνηθισμένο ως τώρα μοτίβο, παίρνοντας ένα καινούργιο δημιουργικό χρώμα.
Βέβαια η
νεότητα είναι πάντα εκείνη πού ενδιαφέρει μιά προσπάθεια. Γι’ αυτό κι’ εμείς
φροντίζοντας ν’ ανασύρουμε απ’ την αφάνεια μερικά ταλέντα, δίνοντάς τους μιά
διέξοδο εμφάνισης της πνευματικής τους εργασίας στη δημοσιότητα-πού είναι μιά
ικανοποίηση και μιά ενθάρυνσι των κόπων τους-, πιστεύουμε πώς θα πετύχουμε ένα
μέρος απ’ την ανύψωση του αυριανού πνευματικού περιεχομένου του τόπου μας,
δίνοντάς του τα νέα δημιουργικά βλαστάρια.
Πάντως
στις σελίδες μας θα βρίσκει θέση κάθε αξιόλογη πνευματική εργασία, ειδικευμένη
σ’ οτιδήποτε, πού θα πειθαρχεί βέβαια σ’ ορισμένα όρια.
Λίγος
καιρός είναι που ο Κωστής Παλαμάς πέθανε.
Αν και το
χώμα είναι νωπό που τον σκεπάζει, όμως ήδη για μας ο Ποιητής είναι ένα σύμβολο
καθιερωμένο ανάμεσά μας.
Γι’ αυτό
θεωρήσαμε υποχρέωση να ονοματίσουμε το περιοδικό μας «ΠΑΛΑΜΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»,
εκφράζοντας έτσι τιμή κι’ ευλάβεια στο μεγάλο νεκρό, χωρίς αυτό να περιορίζει
το είδος συνεργασίας που θα περιέχεται στα τεύχη γιατί σίγουρα θ’ αντίφασκε με
τους σκοπούς μας.
Το
ξέρουμε πώς ξεκινάμε μέσα από μιά δύσκολη καμπή των περιστάσεων και πώς
αντιμετωπίζουμε τ’ αναπόφευκτα βάρη της βιοτικής πραγματικότητας. Όμως έχοντας
πίστη στην προσπάθεια να σταθούμε ισορροπιστές μέσα στη δύνη πού επικρατεί, θα
καταφέρουμε προχωρώντας σταθερά, να πετύχουμε τις επιδιώξεις μας.
ΤΑ
«ΠΑΛΑΜΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»
Η έκδοσή μας.- Ερμηνευτικό λεξικό (σημειώματα).- ΤΟ
ΘΕΑΤΡΟ. ΜΠΟΥΜΗ: Ίμπσεν «Βρυκόλακες».- Βιβλιοκρισίες. ΓΙΑΝΝΗ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ: Ι. Π.
Κουτσοχέρα «Στοχασμοί κι’ αντίλαλοι».- Φίλ. Κατσίπη «Σβυσμένες φλόγες».- Νέες
εκδόσεις.- Αλληλογραφία.
Σημείωση:
Μετά την
προγραμματική διακήρυξη του περιοδικού «Η έκδοσή μας», σελίδα 27 ακολουθούν οι
πληροφορίες για τις κυκλοφορίες α) του «Ερμηνευτικού Λεξικού» του γεννημένου
στον Πειραιά Εμμανουήλ Κριαρά, σ.28. β) η στήλη της θεατρικής κριτικής σελίδες
28-29 που υπογράφεται από τον Μπούμη. Παρουσιάζεται η θεατρική παράσταση του
Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, 11/10/1943 «Οι Βρυκόλακες» του
Ερρίκου Ίψεν. γ) Ακολουθούν οι σελίδες της «Βιβλιοκρισίας» σελίδες29-32. Ο
Γιάννης Θωμόπουλος κρίνει την ποιητική συλλογή του ποιητή Ιωάννη Π. Κουτσοχέρα,
«Στοχασμοί κι Αντίλαλοι» έκδοση Αετού 1942, και μετά την μακροσκελέστατη θετική
κριτική της συλλογής του ποιητή και πολιτικού ακολουθεί η βιβλιοκρισία του Γ.
Θωμόπουλου για την ποιητική συλλογή του Φίλιππου Κατσίπη «Σβυσμένες Φλόγες»,
εκδόσεις Αριστείδη Μαυρίδη, Αθήνα 1943, σελ.40. Ακολουθούν ονομαστικά οι «Νέες
εκδόσεις» σελίδα 32 και το τεύχος κλείνει την ύλη του με την «Αλληλογραφία».
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
ΤΕΥΧΟΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ: Κ. Καρθαίου, Λιλής Ιακωβίδου-
Πατρικίου, Αθηνάς Ταρσούλη, Ρίτας Μπούμη Παππά, Μάριου Βάρβογλη. Παύλου
Κριναίου κ. ά.
*Το πρώτο
τεύχος του περιοδικού ΠΑΛΑΜΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, προέρχεται από το προσωπικό
Αρχείο-Βιβλιοθήκη που βρίσκεται στην Κρήτη, τόπο καταγωγής του συλλέκτη και
ιστοριοδίφη φίλου Δημήτρη Κρασονικολάκη από όπου το δανείστηκα-μετ’ επιστροφής-
μαζί με το αφιέρωμα του περιοδικού «ΠΟΡΕΙΑ» τχ.33-34/1959 στον Κωστή Παλαμά,
για να τα αντιγράψω. Γνωρίζοντας την αγάπη μου για τον Κωστή Παλαμά ο Δημήτρης,
προθυμοποιήθηκε να μου τα φέρει από την Κρήτη. Τον ευχαριστώ για την ευγενική
του χειρονομία.
** Απαραίτητη
προσωπική διευκρίνηση, για όσους και όσες βρίσκουν χρόνο και βλέπουν την μικρή
αυτή ιστοσελίδα και ερανίζονται και χρησιμοποιούν τα στοιχεία και τις
πληροφορίες που καταγράφω ή αντιγράφω. Δεν έχω σχεδόν καθόλου εξοικείωση με τα
ηλεκτρονικά μέσα, διαθέτω ένα παλαιό και φτηνό κινητό που δεν έχει τις
προδιαγραφές εξυπηρέτησης της σύγχρονης τεχνολογίας ζητήματα. Αυτός είναι ο
λόγος που όταν μου ζητούν εξυπηρέτηση (φωτογραφίες κλπ,) δεν μπορώ και δεν
γνωρίζω να τους βοηθήσω. Η γενιά μου, Γενιά του 1980, όσοι και όσες γεννήθηκαν
μετά το 1955 που ολοκληρώνεται η Γενιά του 1970, έμαθε να δουλεύει με μολύβι,
στυλό, χαρτί γραφομηχανής κόλλες Α4 αναφοράς, καρτελάκια αποδελτιωτικών
δελταρίων. Πάθαιναν αγκύλωση τα δάχτυλά μας από το γράψιμο, πονούσε η μέση, ο
σβέρκος, πρήζονταν τα πόδια μας, και όλα αυτά αμισθί και με αρκετό τρεχαλητό
και ορθοστασία. Οι φωτοτυπίες πήγαιναν σύννεφο. Όταν άλλοι λιάζονταν και την
άραζαν στις καφετέριες και τα καφέ, υπήρχαν νέοι και νέες που
ξημεροβραδιάζονταν στις μεγάλες και κρύες αίθουσες των Βιβλιοθηκών και των
διαφόρων Αρχείων, βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων. Φιλούσαν «κατουρημένες
ποδιές», θερμοπαρακαλούσαν, έκαναν μικρά δωράκια εκδούλευσης για να τους
επιτρέψουν να δουν ένα βιβλίο, να φωτοτυπήσουν μία σελίδα, να αντιγράψουν μία
πληροφορία. Άσε τα απαράδεκτα ωράρια και τα έξοδα μετακίνησης. Ήσουνα ο τρελός
του χωριού, σε έβλεπαν οι αρμόδιοι και άλλοι με ένα βλέμμα υποτιμητικό. Ας μου
επιτραπεί μία άποψη δίχως να το γενικεύω, ελαχιστότατα άτομα, σπουδαγμένα ή μη,
με πτυχία, αξιόλογοι οικογενειάρχες που συνάντησα στην σαράντα και διαδρομή μου
έρευνας και τρεχαλητού, είδα να ενδιαφέρονται πραγματικά, να είχαν κάποια σχέση
με το Βιβλίο. Όταν άρχιζες να ταράζεις την επαγγελματική τους αταραξία γινόσουν
αμέσως ο «παρείσακτος» ο «ενοχλητικός».. Και πάλι δεν τσουβαλιάζω τους πάντες,
αλλά η γενική εικόνα των προηγούμενων δεκαετιών ήταν δύσκολη, αρνητική έως
αποτρεπτική. Άσε τα διάφορα κονέ. Έτσι λοιπόν, η Γενιά μου, έμαθε να χειρίζεται
το μολύβι φάμπερ, τα στυλό μπικ (μαύρα κυρίως για να μην κουράζονται πολύ τα
μάτια), τις εκατοντάδες αντιγραφές με το χέρι. Παντού κρατούσαμε σημειώσεις και
στοιχεία. Όπως οι ποιητές ή οι μουσικοί έγραφαν πίσω από το κουτί των τσιγάρων
τους, πάνω σε μία χαρτοπετσέτα ένα στίχο τους, μία νότα τους, μία ιδέα τους. Όσοι
και όσες ασχολούνταν με την έρευνα και αντέγραφαν- κατέγραφαν πληροφορίες και
στοιχεία σημείωναν όπου έβρισκαν λευκή επιφάνεια, και πολλές φορές ξεχνούσαν
που κατέγραψαν την πληροφορία, την έχαναν. Αυτοί οι καιροί και οι συνθήκες
πέρασαν. Οι περισσότεροι της Γενιάς μου προσαρμόστηκαν στα νέα της τεχνολογίας
μέσα, άλλοι όπως ο γράφων, παρέμεινε σχετικά αγράμματος. Κάτι που σημαίνει ότι
η προσαρμογή μου/ μας στην χρήση των νέων τεχνολογιών,-κινητά τηλέφωνα,
ηλεκτρονικοί υπολογιστές κλπ.-γίνεται με αργά βήματα και δίχως πάντα τα θεμιτά
αποτελέσματα. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να έχω επαφή με τα σόσιαλ μίντια, αν
θέλω να πω κάτι συναντώ ένα φιλικό πρόσωπο και φλυαρούμε ανθρώπινα, φιλικά.
Κουβεντιάζουμε, τσακωνόμαστε ή διαφωνούμε, συμφωνούμε σαν γήινες υπάρξεις, σαν
άνθρωποι κατ’ ιδίαν κα όχι αδιάφορα, κουτσομπολίστικα, χυδαία, προκλητικά
δημόσια. Οι σύγχρονες Γενιές των Νέων όπως όλοι μας διαπιστώνουμε, έχει εθιστεί
στην Εικόνα, προτιμά την Εικόνα από την γραφή. Θέλει να διαβάσει τους δύο
ογκώδεις τόμους των «Αθλίων» του Βίκτωρος Ουγκώ σε μία δύο σειρών λεζάντα από
κάτω από φωτογραφίες και ξεμπέρδεψαν. Κάτι σαν τα «Εικονογραφημένα Κλασικά».
Δυστυχώς αυτή είναι η σύγχρονη πραγματικότητα μάλλον της εποχής μας όσον αφορά
το διάβασμα. Όπως και στην τέχνη του Θεάτρου επίσης, αντί να αναδείξουν το
κείμενο του συγγραφέα, προσέρχονται οι θεατές να παρακολουθήσουν το τι «τρέλα»
έχει στο μυαλουδάκι του ο σκηνοθέτης, τα «θέλω» των ηθοποιών, και όχι ποια ήταν
η πρόθεση του θεατρικού συγγραφέα ή τραγικού όταν εμπνεύστηκε και έγραψε το
έργο. Ο ρόλος του παραμερίστηκε. Έτσι τηλεοπτικοί αστέρες και τηλεοπτικό κοινό
συμμετέχουν σε ένα ρεβεγιόν νυχτερινού ξεδόματος πριν ή μετά την επίσκεψή τους/μας
σε μία γκουρμέ ταβέρνα, ένα μπαράκι γνωριμιών. Λένε τα εσώψυχα τους στις
συνεντεύξεις τους παρά μας μιλούν για την υποκριτική τους τέχνη, τον θεατρικό
συγγραφέα, το θεατρικό έργο που επέλεξαν να ανεβάσουν, τον ήρωα που θα υποδυθούν,
τον χαρακτήρα του. Όλα μία δημόσια
«κλειδαρότρυπα» και όποιος αντέξει σε χρόνο και χρήμα. Αυτή είναι η σύγχρονή
μας κοινωνική καταναλωτική πραγματικότητα, η έλλειψη επιθυμίας να σκεφτούμε, να
εμβαθύνουμε στα πράγματα. Να κάτσει να διαβάσει το κείμενο, ένα πολυσέλιδο
βιβλίο, μία ποιητική συλλογή, ένα δοκίμιο, να προβληματιστεί πάνω σε αυτό, να
διαφωνήσει, να βρει γέφυρες επικοινωνίας μαζί του, να ανοίξει μία ουσιαστική
συζήτηση μαζί του, να το μεταφέρει στο σακίδιο του ατομικού του χρόνου στους γύρω
του. Όχι κάνοντας «σερφινγκ» πάνω στην επιφάνεια της Τέχνης του παραγόμενου
σημερινού ανακυκλούμενου προϊόντος αλλά συμμετέχοντας «ενεργά» σε μία
διαδικασίας αναδημιουργίας μαζί με τον δημιουργό, τον καλλιτέχνη. Αν δεχτούμε
ότι υφίσταται αυτή η σημερινή της κοινωνίας μας παθογένεια, ότι έχουν κόκκο
αίσθηση των συνθηκών ζωής τα λεγόμενά αυτά και όχι παρανόηση των παρόντων
καιρών και των σημερινών ανθρώπινων συμπεριφορών τότε κάτι πρέπει να αλλάξει στα
προτάγματα βίου όλων μας. Στα πρότυπα των επιλογών μας και αξιακών μας
μοντέλων, στις συνήθειές μας. Ίσως να γίνουμε λιγότερο καταναλωτές, θέτοντας
ορισμένα ερωτήματα όσον αφορά τον χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας μια και βρισκόμαστε σε αυτόν
τον χώρο. Της παρουσίασης εκ νέου ενός παλαιού λογοτεχνικού περιοδικού τα
«ΠΑΛΑΜΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» που κυκλοφόρησε πριν
80 χρόνια.
Το κεντρικότερο και ουσιαστικότερο ερώτημα μάλλον
είναι, αν πρέπει να προτείνουμε στις σύγχρονες νέες γενιές των αναγνωστών και
των δημιουργών τις δικές μας, των γενεών μας, πεζογραφικές, ποιητικές και άλλες
της τέχνης αγάπες μας και ενασχολήσεις. Μήπως έχοντας αρχίσει ηλικιακά να
ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια του Μουσείου του προσωπικού μας χρόνου, και μεταφέρουμε
μαζί μας, παίρνουμε μαζί μας συντροφιά τις ποιητικές μας αγάπες, τα σύμβολα και
τους μύθους της, τους καλλιτέχνες και συγγραφείς, τα πρόσωπα που γνωρίσαμε,
διαβάσαμε, ακολουθήσαμε, αποδεχτήκαμε, αγαπήσαμε στην δική μας των στιγμών
διαδρομή, προσπαθούμε να «επιβάλουμε» τις δικές μας αναγνωστικές αγάπες; Και αν
αυτό συμβαίνει μήπως δεν ωφελεί να θέλουμε να αποδεχτούν τις ποιητικές και
πνευματικές μας ανάγκες οι νεότερες ηλικιακά γενιές, οι σημερινές γενιές
αναγνωστών της τρίτης του ανθρώπου χιλιετηρίδας; Ή έχει δίκιο ο ποιητής και η
ατομική, των νιάτων μου αγάπη Κωστής Παλαμάς, ο οποίος γράφει σε κείμενό
του, στοχαζόμενος πάνω στην αποδοχή και μοίρα του δικού του πολύτομου έργου στο
μέλλον-μας λέει με την ήρεμη και στοχαστική φωνή του, τον γλυκύτατο και νηφάλιο
λόγο του: «Η δόξα ενός ποιητή συχνά πυκνά
περνά τρία στάδια. Το πρώτο: παθητικός θαυμασμός, η λατρεία. Το δεύτερο:
παραμέρισμα του ποιητή, κάτι σαν καταφρόνηση. Το τρίτο: Η δικαιοσύνη. Ο
ποιητής, ξαναγυρίζει θριαμβευτής. Μα ο θαυμασμός τότε μέσα στο εργαστήρι της
κριτικής μετρημένος, ενεργός».
Αυτό το τρίτο στάδιο αποδοχής ενός ποιητή που αγαπήσαμε και αγαπάμε ακόμα, της «δικαιοσύνης» του Χρόνου των ποιητικών και αναγνωστικών μου ταξιδιών προσπαθώ να μεταφέρω στην μικρή Λογοτεχνική ιστοσελίδα, δίχως να γνωρίζω κατά πόσο αποτελεσματικά το κατορθώνω, κατά πόσο αυτό ενδιαφέρει τον σύγχρονο, σημερινό αναγνώστη της Ποίησης, της πεζογραφίας, του θεάτρου, του δοκιμίου. Τους νέους και τις νέες που γράφουν και διαβάζουν ακόμα Ποίηση. Μία συχνότητα αγάπης και ενδιαφέροντος που παραμένει σταθερή, ακμαία αλλά και «κουραστική» εδώ και μισό αιώνα. Συμμετέχω σε ένα παιχνίδι της γραφής και της αντιγραφής, μαζί με όλους όσους βρίσκονται στην ζωή έλληνες και ελληνίδες συγγραφείς και αυτούς που έχουν φύγει από κοντά μας στην άγνωστη αυτή περιπέτεια άλλοτε με ευστοχία άλλοτε με σκουντουφλιές και στραβοπατήματα, ανορθογραφήματα, εμμονές. Άλλωστε, δεν νομίζω ότι μπορεί να συναριθμηθώ στο μέλλον, σαν μία της εποχής μας, μικρή κριτική γραφίδα, στην «Η δικιά μας Ελένη» από τους σοβαρούς, απαιτητικούς, άτεγκτους, αδέκαστους, βλοσυρούς, συστηματικούς, τιμημένους, δουλευταράδες, ασπρομάλληδες, ανίσκιωτους, επαναστάτες με «αλκαλική μπαταρία» διαρκείας, ρυθμιστές του ατραύλιτου γλωσσικά και νοηματικά ποιητικού λόγου των εποχών μας. Τους μνημειωτές της ασυνέχειας του νεοελληνισμού. Της συνέχειας της ιστορικότητας του Νέου Ελληνισμού. Στο Ελμπασάν σύντροφοι και συντρόφισσες, με την κονκάρδα του Μπολιβάρ και κλαδί χαρουπιάς από Αρκαδικό δέντρο. Ω! Μόσχα, πόσα οράματα έγιναν στο όνομά σου που κατέπεσαν στα σκαλιά της κριτικής Κρονστάνδης.
"Πιστεύω πώς ο Παλαμάς είναι ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία της ελληνικής ποιητικής έκφρασης γιατί, με δυό λέξεις, είναι το σημείο όπου λύεται, και ξεσπά, και βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δυό χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό"
Γιώργος Σεφέρη, Δοκιμές, τόμος Α΄, (1936-1947). γ΄ έκδοση, Ίκαρος 1974, σ.215
ΠΑΛΑΜΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Επιμένοντας Παλαμικά, θέλοντας να «ξεκουραστώ» από τα τρέχοντα βιβλία που διαβάζω, σχολιάζω ή αναρτώ στην ιστοσελίδα μου, γυρίζω σε ορισμένες ποιητικές εφηβικές μου αγάπες και ποιητές. Στον Κωστή Παλαμά, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιάννη Ρίτσο και άλλους έλληνες και ελληνίδες ποιητές και ποιήτριες του προηγούμενου αιώνα, που αποτελούν τα «αγκωνάρια» του κήπου της ποιητικής ξερολιθιάς με τα οποία είναι περιφραγμένη η ελληνική ποιητική παράδοση. Δεν ανήκω ούτε στον κύκλο του Καλαματιανού αρνητή του Κωστή Παλαμά Γιάννη Αποστολάκη, βλέπε το βιβλίο του: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η Ποίηση στη ζωή μας», εκδόσεις Βανιάς, Θεσσαλονίκη 1991 (πρώτη έκδοση Αθήνα 1923), σελίδες 348, δραχμές 1856, ούτε σε αυτόν του δοκιμιογράφου Πάνου Καραβία, βλέπε Πάνου Καραβία, «Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΝΤΙΠΟΙΗΤΙΚΟΣ», εκδόσεις «Δίφρος», Αθήνα, Δεκέμβριος 1960, σελίδες 120, ούτε στους «δηλωμένους» αρνητές του ποιητή του Έθνους των Ελλήνων. Ερωτοτροπώ με ένα ιδεολόγο και πολιτικό ηγέτη που δεν ασπάζομαι τις πολιτικές του ιδέες, τον Νίκο Ζαχαριάδη και τις θέσεις του για τον Κωστή Παλαμά. Βλέπε Ν. Ζαχαριάδης, «Ο Αληθινός Παλαμάς» εκδόσεις «Γνώσεις», Αθήνα χ.χ. σελίδες 126. Ασπάζομαι τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά και την μελέτη του «Κωστής Παλαμάς» Η Πορεία του προς την τέχνη. Εκδόσεις «Ίκαρος» Αθήνα χ.χ. σελίδες 128, δραχμές 100. Ούτε θέλω να ενταχθώ στον σύγχρονο των ημερών μας αρνητικό κριτικό κύκλο για τον μεγάλο μας εθνικό ποιητή, σύμφωνα με κρίσεις και θέσεις που διαβάζουμε για το έργο του σε διάφορα αφιερώματα περιοδικών και εφημερίδων. Τον κύκλο των αναθεωρητών του, του «μηδενισμού» μέρος του πολύτομου έργου του. Εξακολουθώ να θεωρώ το ποιητικό μέγεθος που λέγεται Κωστής Παλαμάς ως ο ποιητής του Έθνους των Ελλήνων, εντός και εκτός ελληνικής κρατικής επικράτειας Ελληνικότητας. Τον κύριο και σημαντικότερο πνευματικό πρωτεργάτη της λεγομένης ποιητικής αφήγησης της Ελληνικότητας και της φυλής μας ταυτότητας. Του ποιητή μπροστάρη και διδαχού με προτάγματα ίσως ακόμα ζητούμενα μέσα στον ελληνικό ιστορικό χρόνο, ανοιχτά προς διερεύνηση ακόμα και ας μας πονούν. Του έλληνα Μεσολογγίτη ποιητή που πίστευε στην συνέχεια και διάρκεια της ελληνικής φυλής, ιστορίας, παράδοσης. Του Έλληνα Ανθρώπου που οι ρίζες της ιστορίας και πνευματικής του παράδοσης και καταγωγής, ανάγεται στην αρχαία προομηρική Ελλάδα, συνεχίζεται στην κλασική, διοχετεύεται στην ελληνιστική, αγκαλιάζει την βυζαντινή χιλιόχρονη αυτοκρατορική περίοδο, εξακτινώνεται στην μεσαιωνική σκλαβωμένη, περιλαμβάνει τους αγωνιστές του 1821 και τα Στρατιωτικά τους Απομνημονεύματα, την Δημοτική Ποίηση και τον Λαϊκό Πολιτισμό και τραγούδι. Γονιμοποιεί την παρουσία του γενάρχη της ελληνικής ποίησης Διονυσίου Σολωμού, την επτανησιακή πολιτιστική περίοδο και εισέρχεται πανηγυρικά μέσα από την Αθηναϊκή Σχολή και τα ενδιάμεσα ποιητικά και πνευματικά της ελληνικής γραμματείας διαστήματα του Μεσοπολέμου στον αγωνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο, στον Κώστα Βάρναλη έως τους σύγχρονους νέους ποιητές και δοκιμιογράφους Παλαμιστές, όπως είναι ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, ο πανεπιστημιακός και κριτικός Βρασίδας Καραλής, και απολήγει στον απομόναχο ποιητή Λευτέρη Πούλιο. Ο καθένας προσλαμβάνει το πολύπτυχο έργο του από όποια του πλευρά συγγενεύει περισσότερο. Σίγουρα η πρόσληψη του έργου και των διδαχών του Κωστή Παλαμά δεν σταματά σε αυτά τα ενδεικτικά ονόματα αντρών και γυναικών ποιητών και μελετητών του έργου του. Βλέπε πχ. την περίπτωση του ποιητή και δοκιμιογράφου Δημήτρη Κοσμόπουλο. Η μελέτη για την πρόσληψη του έργου του Κωστή Παλαμά από τον πανεπιστημιακό Ευριπίδη Γαραντούδη μας δείχνει τα υπόγεια και φανερά ρεύματα της Παλαμικής φωνής στα έργα παλαιότερων και νεότερων ποιητών. Μορφή, θεματολογία, μετρική, ρυθμολογία, λεξιλόγιο, ιδέες κλπ. Βλέπε Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά» Όψεις της ποίησής του και της σύγχρονης πρόσληψής της», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα, Οκτώβρης 2005, σελίδες 336, τιμή 23 ευρώ. Στις μέρες μας, που έχουν αρχίσει να επανεκδίδονται τα Άπαντά του ποιητή από το Ίδρυμα και τις εκδόσεις Κωστή Παλαμά στην Αθήνα, στην οδό Ασκληπιού που έμεινε για μεγάλο διάστημα με την οικογένειά του, σε νέες επιμέλειες και σχολιασμούς μπορεί ο όποιος καλόπιστος αναγνώστης του Παλαμικού έργου να αναζητήσει το πολύπλευρο και πολυδιάστατο έργο του γεννημένου στην Πάτρα, μεγαλωμένου στο Μεσολόγγι, βιβλιολάτρη και γλωσσοπλάστη, ανοιχτής σκέψης άτομο, δεινό κολυμβητή των καινούργιων πνευματικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του. Ένα ποιητικό πρατήριο ιδεών και ποιητικών της γραφής τεχνικών. Ένα «βενζινάδικο» της νεοελληνικής σκέψης, αρχαιογνώστης και βυζαντινότροπος, ποιητής και αναγνώστης μαζί. Δάσκαλος και αρωγός σε κάθε νέο και νέα στην προσπάθειά του να ανέβει στον ποιητικό Παρνασσό. Δεν προέρχομαι επίσης, από τον στενό Παλαμικό κύκλο του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά και των άμεσων συνεργατών του.
Η σχέση μου με τον Κωστή Παλαμά προέρχεται από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν η έφηβη Γενιά μου διάβαζε και αγάπαγε την ποίησή του. Απήγγειλε το έργο του και δεν ντρέπονταν μην μας χαρακτηρίσουν εθνικιστές, πατριδολάτρες, σωβινιστές και άλλους της ιδεολογίας και της πολιτικής συντηρητικούς στιγματισμούς, που ήταν σε άνθηση εκείνες τις δεκαετίες και όχι μόνο, μετά την επτάχρονη δικτατορία. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς μας ήταν αγαπητός την περίοδο που αρχίζαμε να ανοίγουμε τα φτερά μας και να μπουσουλάμε ποιητικά και αναγνωστικά στα λιβάδια της τρίτης ποιητικής Γενιάς του 1970, της Γενιάς της Αμφισβήτησης. Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου και του πρεσβύτερου Κωστή Παλαμά ήταν οι «πρώτες» προσεγγίσεις μας με την ελληνική ποίηση και την παράδοσή της. Δεν ενδιαφερόμασταν σε ποια ποιητική σχολή ανήκε το έργο τους, πώς τους αξιολογούσαν ή τους χαρακτήριζαν οι κριτικοί και δημοσιογράφοι των περιοδικών και των εφημερίδων. Τι αρνητικά και ορισμένες φορές «απαξιωτικά λόγια» άκουγαν τα αυτιά μας, σε ποια σειρά τους τοποθετούσαν οι «επίσημοι» θεσμοθέτες της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας, της συνέχειας ή ασυνέχειας της ελληνικής ποίησης, οι ιστορικοί και μελετητές, πώς τον αντιμετώπιζαν και τον προσωπογραφούσαν οι σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών και των εφημερίδων, εμείς τον διαβάζαμε και τον χαιρόμασταν, οραματιζόμασταν με ποιητικές του συνθέσεις, παρακολουθούσαμε διαλέξεις και ομιλίες για την παρουσία του. Θέλαμε απλά και ακηδεμόνευτα σαν ανήσυχοι έφηβοι να τον διαβάσουμε με τα δικά μας μάτια, δίχως κριτικές τυμπανοκρουσίες, να ξεφυλλίσουμε τις χιλιάδες σελίδες των Απάντων του, να διαβάσουμε ξανά και ξανά τα ποιήματά του, να μυηθούμε στην σκέψη του, τις ιδέες του, την ποιητική και προβληματική του. Να αισθανθούμε τον ρυθμό του λόγου του, την μουσικότητα των στίχων του να συγκινηθούμε καθώς ανιχνεύαμε την δική μας πολιτιστική ταυτότητα. Στεκόμασταν στα κριτικά του δοκίμια, την διάσπαρτη αρθρογραφία του (δεν είχαν κυκλοφορήσει ανέκδοτα ακόμα βιβλία του) να «αναμεταδώσουμε» την έντονη ρητορεία του, την περηφάνεια της ελληνικότητάς του στον σύγχρονο νέο και νέα γύρω μας, να τους κάνουμε συμμέτοχους σε αυτό το παράξενο παιχνίδι της ποιητικής απόλαυσης. Να μιμηθούμε την μεγαλοστομία του (για να προλάβουμε το μειδίαμα των σκεπτικιστών αρνητών του, τον στόμφο του), την πάντα δυνατή πατριωτική φωνή του. Οι εκδόσεις Μπίρη- Γκοβόστη, και η δεκαεξάτομη σειρά των «Απάντων» του «υπέφερε» στα χέρια μας από την χρήση, όμως αντιστεκόμασταν ακούραστα, πεισματικά Παλαμικά στις νέες σειρήνες του χρόνου της ζωής και της ποίησης. Ανοίγαμε τα φτερά μας με τις φωνές των ποιητών μας, την ποίησή του. Όπως παραβλέπαμε τα προπαγανδιστικά ερεθίσματα της κόκκινης ιδεολογίας που ασπάζονταν ο βάρδος και αγωνιστής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, μηνύματα, το ίδιο δεν στεκόμασταν στην επαναληπτική ρητορεία του, στην κάπως φωνακλάδικη πλευρά του. Με την φωνή του Γιάννη Ρίτσου και του Οδυσσέα Ελύτη «πολεμούσαμε», αντιστεκόμασταν στον πολιτικό συντηρητισμό, σύστημα διακυβέρνησης της εποχής μας, με τον λόγο του Κωστή Παλαμά εδραιώναμε την εθνική μας συνείδηση, διαμορφώναμε το ψηφιδωτό της συνέχειας της ελληνικότητας μας, την εικόνα αυτού που θεωρούσαμε ως πατρίδα και ανήκαμε. Ερμηνεύαμε την εθνική αυτοσυνειδησία μας με την φωνή του, τις φωνές των ποιητών μας κυρίως και κατόπιν με τον λόγο των ιστορικών μας. Οι άνθρωποι όπου γης, όπως και εμείς οι Έλληνες πολίτες, κάτοικοι αυτού του μικρού κρατιδίου στην απόληξη της βαλκανικής χερσονήσου, ανεξάρτητα πως χειρίστηκαν και καπηλεύτηκαν την κάλπικη ιδεολογία του «ελλάς ελλήνων χριστιανών» οι χουντικοί δικτάτορες, στο τι μας επέβαλαν σαν εκπαιδευτική διάπλαση για αυτό που λέγεται πατρίδα, έχουν ανάγκη μίας κοινής Εστίας αναφοράς τους. Ενός Τόπου καταγωγής από όπου προέρχονται, κατάγονται, ζουν και αναπνέουν, ζητούν προστασία στα διαρκή αδιέξοδά τους. Το τι σημαίνει Εστία σαν συλλογικό τοπόσημο μνήμης εστιασμός και αναφοράς μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, σαν φαντασιακό κοσμοείδωλο αν θέλετε, θεώρησης βίου όπως γράφουν οι κοινωνιολογίζοντες, για το τι εστί Έθνος, Πατρίδα, κοινή μας Εστία την δίδαξαν οι αρχαίοι έλληνες τραγικοί. Ιδιαίτερα ο Αισχύλος. Όταν συμμετείχαμε στις πολιτικές συγκεντρώσεις και στα συλλαλητήρια-και δεν ήταν λίγες οι φορές ούτε οι πολιτικές συγκεντρώσεις- τις μεταδικτατορικές πολιτικές συγκεντρώσεις της εποχής της εφηβείας μας, τόσο οι φανατισμένοι όσο και οι χλιαροί οπαδοί και πιστοί ανεξαρτήτου πολιτικής παράταξης μιλούσαν δίχως να φοβούνται για την κοινή μας Εστία, την Ελλάδα, μιλούσαν για μία Πατρίδα. Πώς θα κατεβαίναμε σε διαδηλώσεις υπέρ του Κυπριακού και της εισβολής και κατοχής των τούρκικων στρατευμάτων στο μαρτυρικό Νησί όταν δεν πιστεύαμε στην έννοια της πατρίδας, του έθνους, της φυλής μας, της Ελληνικότητας; Τι πλακάτ θα κρατάγαμε; Ο καλλιτέχνης είναι εξ ορισμού διεθνιστής; Ο ιδεολόγος, δεν προέρχεται από ένα της καταγωγής του τοπόσημο; Δεν εμφορείται από μνήμες, παραστάσεις, ακούσματα, οσμές και γεύσεις, εικόνες, στιγμές, λάθη και αστοχίες στην οικογενειακή Εστία που μεγάλωσε και ανδρώθηκε; Πού ανδρώθηκε μέσα σε έναν Ου-Τόπο; Τι είναι ο Ομηρικός Οδυσσέας, ο αιώνιος Νόστος της επιστροφής στην πατρική και συζυγική εστία. Οι πολέμαρχοι στρατηγοί από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας και από τις διάφορες φυλές που εκστράτευσαν να καταλάβουν το βασίλειο του Πριάμου στην Τροία, μετά τις πολεμικές νικητήριες επιχειρήσεις τους δεν εγκαταστάθηκαν στην Τροία αλλά γύρισαν πίσω με τα λάφυρά στους τόπους καταγωγής τους και βασιλείας τους. Τι είναι η Νεφελοκοκκυγία, το τρίτο Δαντικό στερέωμα, ο Παράδεισος, μία ευκταία Εστία που θα ξεκουραστούν, θα δικαιωθούν, θα ανταμειφτούν, θα ηρεμήσουν από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες της ζωής οι άνθρωποι. Παρόμοιες θέσεις δεν είχαν και οι ανατρεπτικοί και αναρχικοί σουρρεαλιστές; Ισπανός δεν παρέμεινε έως το τέλος του ο Πάμπλο Πικάσο, ο Σαλβαντόρ Νταλί; Ο Ουώλτ Ουίτμαν δεν είναι αμερικανός, δεν έχει αμερικάνικη ταυτότητα; Να θυμηθούμε την απάντηση του κόκκινου πατερούλη Ιωσήφ Στάλιν στον άγγλο πρωθυπουργό Ουίλσον Τσώρτσιλ, όταν του είπε «ότι εσείς τώρα πολεμάτε τις δυνάμεις του άξονα για να διαδώσετε σε όλο τον κόσμο τον μαρξισμό. Να τον προπαγανδίσετε παγκοσμίως». Και εκείνος απάντησε. «Ποιόν μαρξισμό, για την μητέρα Ρωσία πολεμάμε». Τι είχε να κάνει επειδή ανόητοι και ανεγκέφαλοι καραβανάδες μας έκατσαν στον σβέρκο για μία επταετία και μαγάρισαν την έννοια πατρίδα. Όταν παρακολουθούσαμε τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη, τις πολιτικές του συγκεντρώσεις-και στον Πειραιά- για πατρίδα μας μιλούσε ο Κρητικός. Επαναλάμβανε τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου, «αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας…». Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη δεν είναι μεταξύ άλλων ένας ύμνος στην Κρητική Γη των προγόνων του; Όταν ενθουσιαζόμασταν από τα ειρηνόφιλα μηνύματα των παραστάσεων των Αριστοφανικών κωμωδιών από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και του εξαιρετικού θεατρικού επιτελείου και των συνεργατών του, για την κοινή μας πατρίδα την Ελλάδα, μας μιλούσαν και μοίραζαν τα φεικ βολάν στο Ηρώδειο. Ελλάδα και πατρίδα δίδασκαν τα μουσικά ακούσματα της Δόμνας Σαμίου, του Χρόνη Αηδονίδη, της Μαρίζας Κωχ, τα μουσικά συγκροτήματα της Δώρα Στράτου, τα μουσειακά εκθέματα της Αγγελικής Χατζημιχάλη, οι κελαηδιστές νησιώτικες φωνές της οικογένειας της Ειρήνης Κονιτοπούλου Λεγάκη. Οι πίνακες του Νίκου Εγγονόπουλου, ακόμα και οι εσατζήδικες παραστάσεις των πινάκων του Γιάννη Τσαρούχη και ας μην αποδεχόμαστε τον στρατιωτικό της στολής φετιχισμό τους ξεφυλλίζοντας το πολιτικό περιοδικό «Αντί». (Αυτό με τα άσπρα σλιπάκια του εξωφύλλου με τους εσατζήδες και όχι των δικαιωματιστών μποξεράκια και διεθνιστών στριγκάκια). Από τους πρώτους στην περιοχή μου που αγόρασα την εφημερίδα «Η Αυγή», όταν άλλοι, όψιμοι επαναστάτες και κήνσορες της κόκκινης ιδεολογίας και επαναστατικής τέχνης, με κριτικές επωμίδες σφύριζαν αδιάφορα, ή κατηγορούσαν τον Κωστή Παλαμά ως εθνικιστή.. Ούτε καν στις συναυλίες του Μελωδού των Ονείρων μας στα κομματικά φεστιβάλ της ανανεωτικής αριστεράς, Μάνου Χατζιδάκι δεν πατούσαν τις επαναστατικές τους σαγιονάρες. Ας είναι. Γιατί τα γράφω και επαναλαμβάνω κουραστικά αυτά, για να μαρτυρήσω την δική μου πολιτική και ποιητική αλήθεια, της Γενιάς μου δίχως πρόθεση να εκπροσωπήσω κανέναν και καμία. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς μας έμαθε όπως και ο Γιάννης Ρίτσος να αγαπάμε την χώρα μας, να μην φοβόμαστε να μιλήσουμε για πατρίδα, για ελληνικό έθνος, για ελληνική ιστορία, για την συνέχειά του όχι όπως την θέλουν οι διανοούμενοι αλλά όπως την εκπροσωπούν και μιλούν για αυτήν οι Ποιητές της. Ότι ζούμε και αναπνέουμε σε μία διαχρονική πνευματική επικράτεια, σε έναν χώρο που αγωνιζόμαστε για να μας ανήκει και να του ανήκουμε δίχως υποσημειώσεις ιστορικής αμφιβολίας. Και αυτό μας το διδάσκει ο Κωστής Παλαμάς. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν αποδεχόμαστε την κουλτούρα και τον πολιτισμό των άλλων λαών, βαλκανικών και ευρωπαίων. Δεν σημαίνει ότι δεν αποδεχόμαστε την διαφορετικότητα, τις διαχρονικές της ελληνικής φυλής προσμείξεις. Κάθε φυλή μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας έχει τον εθνικό ποιητή του, και της δικής μας Ελληνικότητας είναι ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ιστορική αυταπάτη ίσως, ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας με κλειδιά των προηγούμενων αιώνων μπορεί. Όμως αυτή ήταν η πολιτική πραγματικότητα των χρόνων μας μετά την μεταπολίτευση. Οι του Έθνους μας Ποιητές μας δίδασκαν την συνέχεια της ελληνικής ιστορίας, το ενιαίο της Ελληνικής ταυτότητας. Την υπερηφάνεια και τους αγώνες κατάκτησής της.
Ο ποιητής και διδαχός του Έθνους μας Κωστής Παλαμάς, μας βοήθησε διπλά, και με την ποίησή του και ποιητική του, και τα λεγόμενά του για το ελληνικό έθνος και τους αγώνες της φυλή μας. Το μεγαλόπνοο έργο του θυμίζει τον αρχαίο ποιητή Τυρταίο. Ο Διονύσιος Σολωμός ήταν περισσότερο μάλλον μία ραγισμένη ποιητική αίσθηση, ένα νησί που θέλαμε να εξερευνήσουμε. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ήταν ο σηματωρός των αγώνων της παλιγγενεσίας, κούμπωνε περισσότερο στην συνέχεια των Απομνημονευμάτων των αγωνιστών του 1821. Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης ήταν το κρυφό ερωτικό μυστικό μας που μοιραζόμασταν αναμεταξύ μας, οι τότε έφηβοι που τιτιβίζαμε ερωτικά, σιμά και ο ερωτικά δοτικός και θλιμμένος Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ο διαρκής αγώνας της επανάστασης για δικαιοσύνη και ελευθερία. Ο Κωστής Παλαμάς όμως ήταν κοντύτερα στις δικές μας ιστορικές ανησυχίες και αναζητήσεις της εθνικής μας ταυτότητας, ο φάρος που φώτιζε το δρόμο μας. Έδειχνε τους δρόμους της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας που ανήκαμε και οφείλαμε να βαδίσουμε. Πώς προσδιοριζόμασταν σαν φυλή, σαν έθνος, σαν έλληνες. Μιλούσε για εμάς πριν από εμάς και τους μετά από εμάς Έλληνες. Μας εξιστορούσε σαν παραμύθι το νήμα της κοινής μας ιστορίας, της κοινής μας μοίρας που όλοι μας συνειδητά ή ασυνείδητα ευχόμασταν να κρατήσουμε. Ο Κωστής Παλαμάς εκείνων των χρόνων ήταν για εμάς τους απλούς ανώνυμους αναγνώστες Έλληνες και όχι για τα σπουδαστήρια των σπουδαγμένων και των κριτικών των εφημερίδων. Κοινωνούσε με τον λαό. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν παντού, γύρω μας, όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης στις Δοκιμές του, ανήκε στο αγιολόγιο του έθνους μας-ήταν ο άγιος- όπως μας είπε ο ορφικός Άγγελος Σικελιανός. Μας αναζωογονούσε δίχως να μας αποκλείει από το να ζήσουμε το εφηβικό μας παρόν, να απολαύσουμε τις προσκλήσεις της ζωής, να χαρούμε το σώμα μας και αυτά που του αναλογούσαν. Γελούσαμε με τις ερωτικές του που διαβάζαμε μπερμπαντιές όταν ξεφυλλίζαμε την αλληλογραφία του. Όπως επίσης, ότι διαβάζαμε τον πρεσβύτερο Κωστή Παλαμά δεν μας δυσκόλευε ο λόγος του να γνωρίσουμε την ηλιοφώτιστη ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Τον συγκρατημένο λυγμό της ποίησης του μικρασιάτη πρόσφυγα Γιώργου Σεφέρη. Τον αναρχικό λόγο του Μιχάλη Κατσαρού, να εισχωρήσουμε στην λαβυρινθώδη σκέψη του Νίκο Καζαντζάκη. Να γευτούμε την πανδαισία των χρωμάτων, την ιστορική ελληνική του έθνους ματιά του υπερρεαλιστή ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου. Δεν είμασταν πολιτικά άστεγες υπάρξεις. Συνειδητοποιήσαμε πόσο δίκαιο είχε ο αρχαιολάτρης και ορφικός Άγγελος Σικελιανός όταν απήγγειλε το πασίγνωστο ποίημά του πάνω στο φέρετρό του Κωστή Παλαμά, γιατί τον ενέταξε μέσα στους αγίους της Ελληνικής φυλής. Ήταν ο πρωτοκάθεδρος στων ελλήνων ποιητών εικονοστάσι. Το πνευματικό στερέωμα που ακουμπούσαμε λεγόταν Κωστής Παλαμάς και ήταν ακόμα ένα ζωντανό παρόν. Δεν αλλάζαμε θόλο. Παρενθετικά, να εκφράσω και τις εκ των υστέρων ευχαριστίες μου στον ομότιμο καθηγητή κύριο Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, ο οποίος με την μεσολάβηση ενός παλαιού φίλου -επίσης πανεπιστημιακού κυρίου Βρασίδα Καραλή, μου έδωσε την δυνατότητα να είμαι «φύλακας» σε Εκθεσιακό χώρο για το έργο του Κωστή Παλαμά για μερικές μέρες στην Αθήνα. Ποτέ δεν λησμόνησα την συγκίνηση που ένιωσα αυτά τα ελάχιστα απογεύματα, κράτησα την χαρά για μένα μέσα μου. Όπως και την θλίψη μου, όταν διαπίστωσα την έλλειψη ενδιαφέροντος των ελλήνων και ελληνίδων αυτές τις λίγες μέρες που λειτούργησε η Έκθεση. Σχεδόν μόνος μου κάθε απόγευμα περνούσα μπροστά από τις βιτρίνες που φύλαγαν τα Παλαμικά εκθέματα για να κάνω «παρέα», να τον χαιρετήσω, να συνομιλήσω νοερά μαζί του, να μην νιώθει παραμελημένος, ξένος, μόνος, έρημος ο Ποιητής του Έθνους μας. Θυμάμαι μόνο χαρακτηριστικά έναν νεαρό φοιτητή της νομικής, τον έμορφο νεαρό ποιητή Βασίλη Κουρή να επισκέπτεται την Έκθεση. Και δυό μας μέσα στην άδεια από κόσμο αίθουσα να μιλάμε για τον ποιητή και την αγάπη μας για το έργο του. Να απαγγέλλουμε ίσως προφητικά για τον χαμένο νεαρό ποιητή, ορισμένους από τα 222 τετράστιχα από τους 888 στίχους του συγκλονιστικού «Τάφου» του. Την σύνθεση αυτή που ύφανε ο πατέρας Κωστής Παλαμάς για τον χαμό του παιδιού του από τις 24 του Φλεβάρη ως τις 9 του Μάρτη του 1898.
«Μήτε με το σίδερο,
μήτε με το χρυσάφι,
μήτε με τα χρώματα
που σπέρνουν οι ζωγράφοι.
Μήτε με τα μάρμαρα
τα τεχνοσκαλισμένα’
το σπιτάκι σου έπλασα
παντοτεινό για σένα
Μόνο με του πνεύματος
τα μάγια! Σου το υψώνω
σ’ έναν τόπον άϋλον,
απείραχτο απ’ το χρόνο.
Μ’ όλα μου τα δάκρυα
και με το αίμα μου όλο
του έχτισα τα θέμελα,
του σκέπασα το θόλο.
Κι αν φοβάσαι αγάπη μου,
να μένης μοναχό σου,
κάλεσε και κράτησε
μέσα σταρχοντικό σου
Όλα τα ερωτόπλαστα
καθώς εσύ βλαστάρια
πάνθισαν κι απόσβυσαν,
μιάς χρυσαυγής καμάρια!…..
Αυτό το λυγμικό λυρικό συγκλονιστικό μοιρολόι του πατέρα που θρηνεί την απώλεια του μικρού παιδιού του, είναι ένα θάμπος του ελληνικού λόγου. Αντίστοιχο ποιητικό μεγαλείο και βαθμό συγκίνησης θα αισθανθούμε από τα χείλη της γονατιστής Μάνας μπροστά στο νεκρό γιο της στη μέση του δρόμου στην Θεσσαλονίκη στο έργο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου, στα «Εγκώμια» της Μεγάλης Παρασκευής, στο θρήνο της ελαφίνας για το δολοφονημένο από τον βασιλιά ελαφάκι της, "Όλα τα ελάφια βόσκουνε..." στα δημοτικά μοιρολόγια, ίσως και στην Μάνα του Χριστού του Κώστα Βάρναλη. Το φορτίο συγκίνησης είναι το ίδιο σε κάθε στροφή καθώς διαβάζουμε τον «Τάφο», τι σημασία έχει αυτά που λένε οι λόγιοι κριτές του, αν κατόρθωσε ο πατέρας ποιητής να φτιάξει το "μείζον" ποίημα, τι σημασία έχει αν όλες οι στροφές δεν έχουν την ίδια μετρική ή ρυθμική κατάληξη, σημασία έχει ότι όποιος ανώνυμος πατέρας ή μάνα, νέος ή νέα με ευαισθησία πιάσει στα χέρια του και αρχίζει να ψέλνει αυτό το Παλαμικό μοιρολόι θα συγκινηθεί και θα δακρύσει. Δεν θα θέλει να το τελειώσει, μέχρι να καθαρθεί συναισθηματικά για τους δικούς του νεκρούς, τα δικά του πρόσωπα.
Μεγάλη η αγάπη, που έτρεφε για τον
Κωστή Παλαμά, του πρόωρα χαμένου νεαρού ευειδή ποιητή,-έφυγε, τον πρόδωσε
ξαφνικά η νεαρή καρδιά του-μετά από μερικούς μήνες που τέλειωσε η Έκθεση. Βαθιά
η θλίψη και η πίκρα μου τόσο για τον ξαφνικό θάνατο του νεαρού
ποιητή-συλλογίστηκα την χαροκαμένη μητέρα του, ήτανε μοναχοπαίδι- και έφερα στην
σκέψη μου τον πατέρα ποιητή Κωστή Παλαμά που χάνοντας τον μικρό του γιο, τον
Άλκη, μας άφησε αυτό το της παγκόσμιας και ελληνικής ποίησης αριστούργημα «Ο
ΤΑΦΟΣ». Τα άλλα, τα φιλολογικά και τα σχολαστικά, τι σημασία είχαν και ίσως
έχουν στην ροή του χρόνου. Όταν έχεις συνδυάσει και ζήσει στιγμές της προσωπικής σου ζωής με την
φωνή ενός ποιητή τέτοιου μεγέθους, στην δεδομένη περίπτωση του ποιητή Κωστή
Παλαμά-θα μείνεις σε σχόλια ποιανού και γιατί, σε μικροψυχίες αποκλεισμών και
αποσιώπησης της παρουσίασης του, στους σιδηρόφρακτους κανόνες του τι είναι ή τι
δεν είναι Ποίηση; Στο ποιοι συνεχίζουν την αιματοβαμμένη επανάσταση του ’17; Και
τι σημαίνει αξιολόγηση της Ποίησης, παρά του ότι κάθε ένας αναγνώστης και κάθε
μία αναγνώστρια μπορεί να επιλέξει ό,τι ποιητικό τον ή την συγκινεί. Μπορεί να συγκινηθεί με
ένα ποίημα του Καρασούτσα, να σταθεί σε ένα τετράστιχο του Παλαμά, να μείνει σ' ένα σχεδίασμα του Σολωμού, να γαργαλιστεί με ένα δίστιχο του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, να ονειρευτεί με έναν στίχο του Οδυσσέα Ελύτη. Να νιώσει το σώμα του μιά άλλη αινιγματική ανατριχίλα με ένα ποίημα του Αλεξανδρινού. Να ξαφνιαστεί
από μία στροφή του Ανδρέα Κάλβου, να κρατήσει κάτω από την μασχάλη του μία
ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου καθώς συμμετέχει σε μία διαδήλωση. Να
οδοιπορήσει με έναν στίχο του Κώστα Κρυστάλλη, να προσευχηθεί με έναν στίχο του
Νίκου Καρούζου, να στείλει ένα ερωτικό γράμμα στον ή την σύντροφο του,
αντιγράφοντας δύο φράσεις της Μυρτιώτισσας, ένα στίχο από τραγούδι του Μάρκου
Βαμβακάρη. «Τα ματόκλαδά σου λάμπουνε……». Πότε συμβάδισε η κοινή των ανώνυμων
αναγνωστών ποιητική αντίληψη και γνώμη με την κανονιστική αντίληψη των επίσημων
να επαναλάβουμε κριτικών, ιστορικών, λογίων, δοκιμιογράφων, αυτών που λύνουν και
δένουν και ορίζουν με μεγάλη δόση αυστηρότητας τι θα πρέπει να διαβάσουμε, τι
να επιλέξουμε και τι και ποιούς να αγνοήσουμε, τι να δημοσιεύσουμε για να τους είναι αρεστό. Η εξέδρα με
τα ποιητικά ονόματα που βρίσκονται πάνω της, την τελευταία πεντηκονταετία στην
πατρίδα μας, έχει την ίδια των ονομάτων κριτική μονοχρωμία. Ενδέχεται να λαθεύω.
Υπερβολική εξάντληση προβολής της αυστηρότητας και αυτοαναφοράς στους ίδιους
και τους ίδιους. Κριτικές προσωπογραφίες που στολίζουν τις μετόπες των σελίδων
των εφημερίδων και των περιοδικών, τις αίθουσες σπουδών, τα ένθετα των περιοδικών. Η Ποίηση όμως θέλει
χώρο για να αναπνεύσει, χρειάζεται να επικοινωνήσει με τους κάτω πρώτα και μετά να
πάρει το ασανσέρ να επισκεφτεί τους από πάνω. Αν ένα κριτικό πάντα κονκλάβιο
αποφασίζει ποιος ο ποιητής και ποια η ποίησή του, μπορεί να λαθεύω αλλά, τότε ο
στίχος, το ποίημα, η ποίηση γυμνώνεται, μένει μονάχη, ανυπεράσπιστη και
προπαντός αδιάβαστη. Κλεισμένη μέσα σε Γραφεία των εφημερίδων, πανεπιστημιακά ιδρύματα,
στοιβαγμένες και άκοπες οι ποιητικές συλλογές προς στήριξη της γραφομηχανής μου
όπως είπε κάποτε σημαντικό ποιητικό μέλος της ποιητικής και κριτικής ελληνικής
κοινότητας. Αλλά ένας ποιητικός λόγος που δεν «κατεβαίνει» στο λαό, δεν
κοινωνεί με τον λαό δεν εκφράζει τις αλήθειες του, τις συγκινήσεις του, δεν έχει να μας πει τίποτα
όπως και η κριτική του αποτίμηση και αξιολόγηση. Τι να την κάνεις την αριστούχα
αξιολόγηση όταν το ποιητικό βιβλίο παραμένει αδιάβαστο και αδιάθετο.
Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς γονιμοποίησε τα νιάτα μας, μας έδειξε έναν τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα, να συγκινούμαστε, να διαβάζουμε την ελληνική ιστορία και παράδοση. Να νιώθουμε μέλος του Ελληνισμού. Είτε τον δούμε κάτω από το φακό της φροϋδικής ψυχανάλυσης όπως τον είδε ο Άγγελος Δόξας, είτε με φιλοσοφικό ματογυάλι όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, είτε όπως μας τον σκιαγράφησε ο Σπύρος Μελάς, είτε ανηφορίσουμε μαζί του στον αγώνα του για την δημοτική γλώσσα όπως μας έδειξε ο Εμμανουήλ Κριαράς, είτε βαδίσουμε πάνω στα εργοβιβλιογραφικά ίχνη του που διέσωσε ο Παλαμιστής Γιώργος Κατσίμπαλης, η φωνή του-τουλάχιστον στην δική μας εφηβεία-υπήρξε και ο ήχος της φωνής της Ελλάδος. Απόηχοι αυτών των ερεθισμάτων και θροϊσμάτων ανάσας λυρισμού επιβιώνουν και στις μέρες μας. Ογδόντα χρόνια από τον θάνατό του.
[Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ]
"Η μορφή του Παλαμά είναι για όλους τους Έλληνες μία παρουσία πνευματική αβασίλευτη, όπως και για μέ. Αλλά σε με ιδιαίτερα είναι και μιά νοσταλγία της ζωντανής του συντροφιάς που καθημερινά σχεδόν, τα τελευταία προπάντων χρόνια, μ' ανακούφιζε βαθιά. Θα ευχόμουν, την μορφήν ετούτη, να την είχε ανάμεσα από τα κονίσματά της κάθε γνήσιο σπίτι Ελληνικό, αντλώντας απ' τ' αντίκρισμά της ευλογία και δύναμη ουσιαστική"
Φανερωμένη 27/2/1947 Άγγελος Σικελιανός, Πεζός Λόγος, τόμος Ε΄, (1945-1951), Φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα, 12, 1985, σ.295
Να σημειώσουμε τέλος, ότι το περιοδικό
ΠΑΛΑΜΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ κυκλοφόρησε δύο ακόμα τεύχη του τα οποία δεν έχω δει. Όπως
φαίνεται, δεν βρήκε το ανάλογο αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
6 Ιανουαρίου του 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου