Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Γνώμες και κρίσεις για τις ποιητικές συλλογές της ποιήτριας Πίτσας Γαλάζη

 Γνώμες και κρίσεις για το έργο της Πίτσας Γαλάζη

     «πέρα από συνθήματα προπαγάνδας, οι πνευματικοί άνθρωποι της Κύπρου, εκφράζουν τα βαθιά   αισθήματα και τις πικρές διαπιστώσεις του έθνους. Ξεκινώντας από προαιώνιες εμπειρίες, παίρνουν μιάν αυστηρή ή και εχθρική θέση απέναντι στους ξένους. Βρέθηκε σε πέρασμα το νησί και το πατήσανε αλληλοδιάδοχα. Φοίνικες, Αιγύπτιοι, Μήδοι, Ρωμαίοι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι (Ιστορία της Κύπρου-Κάτιας Χατζηδημητρίου). Χρόνια κατάρα η σκλαβιά. Η τραγική μοίρα της εισβολής, της δήωσης και του αγώνα για το λυτρωμό της φυλής είναι θέμα που επανέρχεται  μόνιμα στην ποίηση από τ’ ακριτικά τραγούδια μέχρι σήμερα:».

         Σωτήρης  Τσαμπηράς, «Η κυπριακή ποίηση μετά τον Αττίλα», μέρος γ΄, εφημ. Η Καθημερινή 7/5/1981

 

       Εκείνο που διαπιστώνει ο αναγνώστης και ο κριτικός της κυπριακής ποίησης, γραμματείας διαχρονικά,-ακολουθώντας αν θέλετε το χρήσιμο και αποτελεσματικό «Γραμματολογικό Σχεδίασμα» του κύπριου συγγραφέα Λεύκιου Ζαφειρίου στο γνωστό βιβλίο του «Η Νεότερη Κυπριακή Λογοτεχνία», Λευκωσία 1991- είναι αυτό το διαρκές και ισχυρό των τελευταίων δεκαετιών αγωνιστικό φρόνημα και θυσιαστική φλέβα των Κυπρίων αδελφών μας. Είτε από κύριες λεωφόρους ή παρακαμπτήριους ερμηνευτικά δρόμους, η «γενιά της αντίστασης 1955-1959» (ενάντια στην αγγλική κατοχή), αγώνων και θυσιών για την ελευθερία και ανεξαρτησία, την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας,-στους οποίους μετείχε ενεργά και η ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη, έως την κατοπινή «γενιά της εισβολής», της τούρκικης εισβολής και κατοχής του Ιουλίου 1974, δεν παύουν να εικονογραφούν με τον έναν ή άλλον τρόπο την αιματοβαμμένη και πληγωμένη διαδρομή του Κυπριακού Ελληνισμού. Ενώ δεν έχει παρέλθει μία εικοσαετία, από το τέλος των πρώτων αγώνων και οι μνήμες είναι ακόμα νωπές και άμεσες, «Το χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος» της Μεσογείου, βρίσκεται ξανά σε μία ιστορική και πολιτική περιδίνηση και θυελλώδη κοινωνική αναστάτωση. Αυτόν τον πόλεμο και την κατοχή, την προσφυγιά, τις καταστροφές και την τραγωδία που προκλήθηκε-επί των εφηβικών ημερών μας-από ξένες εγγυήτριες κατοχικές δυνάμεις μέρους του Κυπριακού εδάφους, και βίωσαν άμεσα και δραματικό οι νεότερες Κυπριακές γενιές, εκφράζουν και εξιστορούν στα έργα και τις άλλες πνευματικές και καλλιτεχνικές δημιουργίες τους οι ποιητές και οι πεζογράφοι του σύγχρονου πνευματικού κυπριακού ελληνισμού. Πόλεμος, σκλαβιά, φυλακίσεις, βασανιστήρια, κατοχή, προσφυγιά, εξορίες, θάνατοι, διάψευση οραμάτων και ελπίδων, πολιτικά λάθη, όνειρα ατομικά και συλλογικά μεταποιούνται σε ποιητικά και πεζογραφικά μοτίβα, μετατρέπονται μέσω των αναμνήσεων και βιωμένων εμπειριών σε κεντρική και κύρια- πρωταγωνιστική θεματική ύλη στα βιβλία και τις δημοσιεύσεις τους. Στις ποικίλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες των ελληνοκυπρίων αντρών και γυναικών συγγραφέων. Το τραυματικό σοκ είναι ακόμα αμεταμφίεστο, η σκοτεινή ατμόσφαιρα των γεγονότων είναι ακόμα νωπή, θερμή η αίσθηση του πόνου και της φθοράς, του άγχους και της οργής, του θυμού, πλημμυρίζει τις ψυχές και τις υπάρξεις τους διαπλάθει τον χαρακτήρα τους. Και πριν προλάβουν να συνέλθουν από το μετά τραυματικό σοκ και να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας και ανεξαρτησία τους, οι παλαιότερες κυπριακές γενιές, ένα νέο, εξίσου μεγάλο, ισχυρό και έντονο σοκ συντελείται επί του Κυπριακού εδάφους, στις ζωές και τις οικογένειές τους. Το τίμημα των αγώνων και θυσιών των χρόνων της ανεξαρτησίας που πλήρωσαν οι Κύπριοι αδελφοί μας τις κατοπινές δεκαετίες ήταν βαρύ, όπως και ο σύνολος Ελλαδικός και Κυπριακός Ελληνισμός. Η βίωση της αιμορραγούσας πληγής του Κυπριακού Ελληνισμού, ως ιστορούμενος χρόνος εν εξελίξει εδώ και δύο αιώνες, είναι βαθειά και έντονη, άμεση ή έμμεση χαράσσεται στις σελίδες των βιβλίων τους, στα καλλιτεχνικά και πνευματικά ίχνη ποιητών, πεζογράφων, δοκιμιογράφων, χρονογράφων, εικαστικών, σκηνοθετών. Οι Κύπριοι καλλιτέχνες απαθανάτισαν με μελανά χρώματα τα δραματικά αυτά γεγονότα και στιγμές.  Η θεματολογία της ποίησης-αντρών και γυναικών δημιουργών είναι συγκεκριμένη, προσδιορίζεται από την άμεση βίωση του χρόνου και της ιστορίας που έζησαν οι κυπριακές αυτές γενιές. Οι ποιητικές τους συλλογές αποτυπώνουν αυτό το αδιέξοδο. Εκφράζουν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την εποχή της ενηλικίωσής τους και της κατοπινής τους δύσκολης και πονεμένης ωριμότητας. Οι όποιες (εσωτερικές) ενοχές εικονογραφούνται ισότιμα και παράλληλα με τις πραγματοποιηθήσες θυσίες και δεκάδες αγώνες, ατομική και συλλογική προσφορά του ελληνοκυπριακού λαού. Είναι παραπάνω από εμφανής ο θλιμμένος στοχασμός και ο τόνος των φωνών τους, της γραφής τους. Όπως βλέπουμε και στις ποιητικές συλλογές της ποιήτριας Πίτσας Γαλάζη από την πρώτη της εμφάνιση το 1963, έως τις τελευταίες της ποιητικές εμφανίσεις και συγγραφικές καταθέσεις λίγο πριν την  απώλειά της. Οι παλαιότερες και οι νεότερες-σύγχρονες κυπριακές γενιές των ποιητών και πεζογράφων, είτε στις πρώτες τους εμφανίσεις των δεκαετιών 1950, 1960 (των πρώιμων εργασιών τους) είτε στις μεταγενέστερες (στις ωριμότερες και τεχνικά αρτιότερες) των δεκαετιών του 1970, 1980 και κατόπιν, οι κύπριοι συγγραφείς δεν πράττουν τίποτε άλλο από το να καταγράφουν αυτήν την τραγική βιωμένη πορεία, να μας μιλούν για τις προσωπικές τους εμπειρίες, να φωτογραφίζουν καταστάσεις και περιστατικά, να αφηγούνται αυτό το ακόμα ανοιχτό κυπριακό τραύμα με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Ο ποιητικός τους λόγος και η γραφή είναι το συλλογικό ηχείο της μνήμης της σκλαβωμένης πατρίδας τους, των κατοίκων της και της γενιάς τους. Διατηρούν συγγραφικά αυτήν την ανθρώπινη κυπριακή τραγωδία που βίωσαν επίκαιρη, ζωντανή στην μνήμη τους, στην επιφάνεια του χρόνου, θα τολμούσαμε να σημειώναμε, και δικαίως, προνομιακά. Στο έργο τους ενσωματώνουν τις ατομικές τους εμπειρίες με εκείνες των άλλων συνομήλικων νέων της γενιάς τους. Η προσωπική μνήμη διαχέεται στην συλλογή και η συλλογική εμπεριέχει την ατομική. Η ποιητική τους θεματική στηρίζεται σε αυτόν τον κοινό άξονα αντίληψης και ερμηνευτικής. Η μνημονική τους ρητορική «αρνείται» να απεμπολήσει τα ιστορικά ζητήματα και αδιέξοδα του παρελθόντος, καθώς έρχονται να προστεθούν τα νέα ιστορικά βιώματα και οι πληγές των σύγχρονων καιρών. Το τραύμα του κυπριακού ελληνισμού είναι αδιαμεσολάβητο. Κάτι που ο ελλαδικός ελληνισμός μέσα στην μικροπολιτική εθνική του νοοτροπία δυσκολεύεται να αντιληφθεί και να ενστερνιστεί, στις μοντέρνες καταναλωτικές εποχές που διανύουμε. Ο σύγχρονος ακρωτηριασμός της πατρίδας τους και των ζωών τους (του Ελληνισμού ευρύτερα), διασκορπίζεται θεματικά από σύνθεση σε σύνθεση, από μοτίβο σε μοτίβο, ενώ προσανατολίζει οραματικά το βλέμμα τους και την συγγραφική τους πορεία. Διαμορφώνει τις συνειδήσεις των ηρώων τους, ενδυναμώνει παραδειγματικά τον χαρακτήρα τους με τους θυσιαστικούς παλμούς τους, οξύνει τις επιθυμίες τους για ένα ελεύθερο και δικαιότερο αύριο, μία ανεξάρτητη κυπριακή πατρίδα, σαν πολίτες και κάτοικοι ενός πανάρχαιου γεωγραφικού τμήματος του ευρύτερου Ελληνισμού. Το πρόσφατο ιστορικό προσωπικό τους τραύμα συμπλέκεται με το συλλογικό τραύμα της ελληνικής φυλής στον εν προόδω ιστορικό χρόνο. Τα ποιητικά και πεζογραφικά τους μοτίβα εστιάζονται στις σύγχρονες πολιτικές και ιστορικές περιπέτειες. Αναγνωρίζουμε μία αμφίθυμη σχέση μεταξύ ποίησης και ιστορίας, ο ποιητής με την προσωπική του μαρτυρία γίνεται και ιστορικός της εποχής του και όλων όσων διαδραματίζονται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Αυτό πράττει και στο έργο της η ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη. Διασώζει τις τραυματικές εμπειρίες και τα ηρωικά στιγμιότυπα των κύπριων συντρόφων της, συναγωνιστών, που έδωσαν την ζωή τους, την θυσίασαν στον κοινό τους αγώνα. Και δεν είναι ίσως τυχαίο ότι οι κύπριοι ηρωικοί μάρτυρες είναι ταυτόχρονα και ποιητές. Ασχολήθηκαν με τον ποιητικό λόγο πριν ενταχθούν στον αγώνα για την ελευθερία. Η ποιητική της μυθοπλαστικής τους αποτελεσματικότητας, η εύρωστη φαντασία τους, η ρητορική της φωνής τους/της εκφράζει αυτό το ιστορικά, εν μέρει δικαιωμένο, περιβάλλον με τα αιματηρά της γενιάς της τραγικά συμβάντα, ηρωικές πρακτικές και κατοπινές διαψεύσεις. Ο λόγος της Πίτσας Γαλάζη (όπως και του μεγαλύτερου μέρους των Κυπρίων ποιητών) συναιρεί και συγκεφαλαιώνει την συλλογική αυτή μνήμη, την κοινή θλίψη, τον συλλογικό πόνο, τα κοινά αδιέξοδα, τις διαψεύσεις αλλά και ελπίδες ενός λαού βασανισμένου. Η γραφή της επαναχαράσσει την ατομική της και της γενιάς της ιστορική οδύνη. Αποσπασματική ή ολοκληρωμένη η γραφή της αφηγείται τα δεινά της γενιάς της, των προσφιλών της προσώπων και της πατρίδας της/τους. Γράφει στη μελέτη της "Ιδιαιτερότητες και αποκλίσεις στην ελληνική λογοτεχνία που γράφεται από Κυπρίους", σελ. 54-62, στο Αφιέρωμα η κυπριακή λογοτεχνία. 2010 πενήντα χρόνια κυπριακής δημοκρατίας, περιοδικό Η Λέξη τχ. 203-204/ Ιανουάριος-Ιούνιος 2010:

".....Το 1974 δεν μοίρασε μονάχα τον τόπο μας. Μοίρασε τη ζωή μας, εξανέμισε την πίστη μας στο δίκαιο, τα όνειρα και τις ελπίδες μας για έναν καλύτερο κόσμο. Ανέτρεψε τον χρόνο μας, μας έκοψε και μας διαμέλισε ψυχικά και σωματικά. Είναι λοιπόν φυσικό τα γεγονότα αυτής της δεύτερης Μικρασιατικής καταστροφής-σε αρκετούς λογοτέχνες παραλληλίζεται έτσι και αναβιώνει ως επανάληψη-να επηρεάσουν καίρια και να σφραγίσουν ανεξίτηλα την κυπριακή γραφή, καθώς ένας ένας οι άνθρωποι του τόπου κι όλοι μαζί βιώνουν σύγκορμα την καταστροφή και τις συνέπειές της, την ήττα, τη βαρβαρότητα, το ξερίζωμα, τους χαμούς και την αδικία...." 

Τα ποιήματά της μεταφέρουν φορτία συγκίνησης βιωμένης μαρτυρίας, αυθεντικότητας ζωής και ιστορίας. Τα νοήματά τους έχουν σαφήνεια και μία επιμελημένη και φροντισμένη ιστορική υπόμνηση προς τον αναγνώστη. Τα μονοπάτια της σκέψης της μεταφέρουν το αγωνιστικό ιστορικό ήθος μιάς «άλλης» εποχής. «Διδάσκουν» αυτό που σε ποιητική του σύνθεση, «Αποχαιρετισμός» ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος ονομάζει «γενική ηθική»: «Το λοιπόν η  ζωή τραβάει μπροστά με πράξεις και θυσίες- μ’ αυτό που λένε «γενική ηθική»….». Τα ποιητικά της επεισόδια και οι σπαραγματικές στιγμές, η αυθεντικότητα της θηλυκής της μαρτυρίας δεν είναι παρά μία υμνητική επώνυμων και ανώνυμων Κυπρίων ελεγεία. Ποιητών και απλών ανθρώπων του λαού, νεαρών ηρώων που διασώζουν την κυπριακή αγωνιστική και πνευματική παράδοση του γενέθλιου τόπου της αδιακρίτως, δίχως εξαιρέσεις, συλλογικά. Η ποιήτρια μας προσκαλεί να τραγουδήσουμε μαζί της-σε διάφορους ελεγειακούς και δοξαστικούς τόνους και βαθμούς το του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού: «Ω θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα!». Θα συμπληρώναμε και το δοξασμένη. Μία έμψυχη ηρωικών μνημονικών στιγμών ποιητική, βιωμένης αλήθειας σκηνική παρουσία του Κυπριακού Ελληνισμού, που οι παρελθοντικές ιστορικές μνήμες και κομβικών στιγμών περιπέτειες, ενώνονται με το ιστορικό σύγχρονο παρόν και αντανακλούν συλλογικά την ποιητική πραγματικότητα των καιρών μας. Ένα ενιαίο όραμα ανθρώπων, χώρου και ποιητικής λειτουργίας. Οι αξιακοί κώδικες της ζωής και της παράδοσης του τόπου της αποκτούν φωνή μέσω του ποιητικού της λόγου, σχηματίζοντας για τις μελλοντικές γενιές την κυπριακή του ελληνισμού ταυτότητα. Οι καιροί της δοκιμασίας γίνονται καιροί μαρτυρίας σε ένα επαναλαμβανόμενο γαϊτανάκι ποιητικών καταθέσεων.

Σε αυτό το σημείωμα μεταφέρω ορισμένα κριτικά σημειώματα για ποιητικές της συλλογές:     

Ο κόσμος του βιβλίου

Παρουσίαση: Γιάννη Καραλή, εφημερίδα Πελοπόννησος Πατρών 19/12/1973

Πίτσας Γαλάζη: «ΨΗΦΙΔΩΤΟ»- «Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ»

     Κεί κάτω στην αγαπημένη Κύπρο, στο ειδυλλιακό ακροτοσύνορο της Ελλάδας, υπάρχουν άνθρωποι πολλοί και διαλεχτοί, που ασχολούνται σοβαρά, υπεύθυνα και ολόψυχα με την ποίηση.

     Και χαιρόμαστε σαν μαθαίνουμε πως κάθε χρόνο, όλο και αυγαταίνει ο κύκλος και πληθαίνουν οι αφοσιωμένοι της ποίησης, έτσι, ώστε σε λίγο καιρό, θα μιλάμε για μια: «Σύγχρονη Κυπριακή Ποιητική Σχολή».

      Ανάμεσα στους άλλους εκλεκτούς, και στους πρωτοποριακούς  είναι αναμφισβήτητα και η κ. Πίτσα Γαλάζη, που μας δόθηκε η χαρά να παρουσιάσουμε άλλοτε απ’ τις στήλες αυτές ποιητική προσφορά της. Τώρα μας ξαφνιάζει πάλι ευχάριστα. Μας δίνει δύο νέες ποιητικές εργασίες της. Μια ποιητική συλλογή που την ονοματίζει «Ψηφιδωτό» και μια αναδρομή με ποιητικό στοχασμό στο θρύλο του Μεγαλέξανδρου, στην «Αδελφή του Αλεξάνδρου».

     Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής: «Ψηφιδωτό». Στίχοι σαν πετράδια μιας απλωτής σύνθεσης μιας γοητείας εικόνων και συναυλίας ήχων από λέξεις που περικλείουν ανάλαφρο σκεπτικισμό, που αναδίνουν μια συγκινησιακή ταραχή. Αναζητήσεις, νοσταλγίες και αγωνίες. Ένας καμβάς που γίνεται πίνακας χάρις στην εύστοχη χρήση επιθέτων, χάρις σε κείνες τις εικόνες που φτιάχνουν παραμύθια, ειδύλλια και ανοίγουν πορεία για τα πιο πέρα, τα πάντα μυστηριακά, τα πάντα ανεξιχνίαστα, τα πάντα φευγαλέα και επιστρέφοντα.

     Στην «Αδελφή του Αλέξανδρου» απομυθοποιεί η Πίτσα Γαλάζη κατά τρόπο ποιητικό το θρύλο. Τον ψάχνει, τον παιδεύει, τον φωτίζει, τον φέρνει κάτω από τις άλλες παραδόσεις, τον βάζει μέσα στα όνειρα και στις απαντοχές, στις περιπέτειες και στις απογοητεύσεις, στη θλιμμένη αυταπάτη του ανεκπλήρωτου της ζωής. Πασχίζει να βγάλει από τη σιωπή το μέγα μήνυμα της «γοργόνας» ότι ο «Μεγαλέξανδρος σ’ άλλους μοίρασε το βασίλειο και σ’ άλλους τ’ όνειρο…». Και μεις οι παράξενοι Έλληνες, πολλές φορές αφήνουμε τα βασίλεια και κυνηγάμε τα όνειρα, είτε λέγονται ευτυχία, είτε ελευθερία, είτε παλληκαριά, είτε ακόμα και αποκοτιά. Μεις με το όνειρο ζήσαμε και με το παραμύθι.

    Αυτό λέει και η ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη που ειλικρινά χαιρόμαστε την ανοδική της πορεία στα ατέλειωτα σκαλοπάτια της ποίησης.

               Ποίηση από την Κύπρο

ΠΙΤΣΑΣ ΓΑΛΑΖΗ: Υπνοπαιδεία. Ποιήματα. Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1978, σελ. 128

της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, περιοδικό Διαβάζω τεύχος 20/5,1979, σ. 65-66

Η ΚΥΠΡΙΑ ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη μας έχει δώσει ως τώρα ένα σεβαστό αριθμό ποιητικών βιβλίων. Από τις «Στιγμές εφηβείας» (1963) μέχρι το τελευταίο της «Υπνοπαιδεία» (1978), αριθμούμε επτά ποιητικές συλλογές. Εξάλλου για το βιβλίο της «Δέντρα και θάλασσα» (1969) πήρε το Α΄ κρατικό βραβείο ποίησης του υπουργείου Παιδείας της Κύπρου.

     Επιχειρώ να πω λίγα λόγια για την «Υπνοπαιδεία» από αγάπη και μόνο στο ποιητικό έργο της κύπριας ποιήτριας κι όχι από καμιά κριτική διάθεση.

     Η Πίτσα Γαλάζη, φορτωμένη τη βαριά κι ανελέητη μοίρα της πατρίδας της, μας έχει δώσει από καιρό μια λυρική κι αρρενωπή, θα ‘λεγα, ποίηση, μ’ όλο το πάθος και τη βαθιά οδύνη που περιέχει ένας ποιητής χτυπημένος και λεηλατημένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Γιατί ο ποιητής, καθώς είναι ένα «Παν-δοχείο» κατά τη Ζωή Καρέλλη, δεν μπορεί παρά να πλήττεται καίρια μέσα στην έκπτωση του κόσμου και να νιώθει εκμηδενισμένος απ’ το κακό, ιδιαίτερα μέσα σε μιά πατρίδα με τόση παρακαταθήκη από ζεστό ακόμα αίμα και θάνατο. Η Πίτσα Γαλάζη, παιδί και κείνη της μαρτυρικής Κύπρου και πρόσωπο της τραγικής γενιάς της, διαγράφει την επώδυνη ποιητική πορεία της περνώντας μέσα απ’ την πυρίκαυστη ζώνη μιάς ενσυνείδητης πραγματικότητας.

      Καλλιεργώντας μιά ποίηση δραματική στις προεκτάσεις της, δε θρηνεί μονάχα πάνω στον σκοτωμένο, στον ατιμασμένο λαό του τόπου της, αλλά με τον σθεναρό κι αποφασιστικό λόγο της σηκώνει τη «σπάθα» ενάντια σ’ ότι σκυλεύει τα πιό ιερά και τα πιό ανθρώπινα. Ο τίτλος του βιβλίου της, «Υπνοπαιδεία», είναι νομίζω συμβολικός και κάποιες αφετηρίες του υπάρχουν εν σπέρματι στη συλλογή της «Η αδελφή του Αλέξανδρου», όπου: «ο Αλέξανδρος πιστεύει στην υπνοπαιδεία-γι’ αυτό κατεβαίνει τις νύχτες-και ψιθυρίζει έξω απ’ τα κλεισμένα μας βλέφαρα-ξεκαρφώνοντας τα σώματα κλπ. Τί είναι λοιπόν η «Υπνοπαιδεία» της Π. Γ.; Είναι νομίζω το ίδιο ποίημα που γίνεται εδώ το όργανο για την αναμόχλευση της μνήμης, την ανακίνηση των παθών ενός μαρτυρικού λαού, είναι η τραυματισμένη φωνή που θέλει να ενεργήσει  σαν διεγερτικό φάρμακο, ώστε να αναφανεί και πάλι το δραματικό στο σύνολό του παρελθόν και πρόσφατο παρόν αυτού του τόπου.

          «Αυτή η φωνή με το τραύμα της

          που αρνείται τα καταπραϋντικά,

          χαρτογραφεί την περιπέτεια της γενιάς μου.»

     Το ίδιο το ποίημα λοιπόν, πού, καθώς είναι φορτισμένο από μέσα με καυτές μνήμες, επιδιώκει να «περάσει» οριστικά μέσα στους άλλους αλλά και μέσα στην ίδια την ποιήτρια και να γίνει μνήμη ανεξίτηλη, «παιδεία» οδυνηρή, για να μη χαθεί τίποτα απ’ ό,τι διαδραματίστηκε μέσα σ’ αυτό τον τόπο, να μη λησμονηθεί ούτε μιά λεπτομέρεια μέσα σ’ έναν ύπνο-λησμονιά. Πόθος ακραιφνής για την ποιήτρια και μέγα χρέος προς την κομματιασμένη γενιά της.

          «Η φωνή…

          Μέσα από δάση μνημικά να περνά

          κορμό με κορμό από τους λύκους δαγκωμένη»

          «Κι   απ’ την οργή κι απ’ την πίκρα,

          ουρλιάζει σκυλί έξω απ’ τις πόρτες σας και δεν

             ακούτε».

θα πει, εντείνοντας έτσι την αδημονία της για τούτη την αφύπνιση- υπόμνηση. Ρόλος διττός η «Υπνοπαιδεία», σκοπός καθοριστικός, ανάκληση στη μνήμη αλλά και άμυνα και προσωπική αντίσταση της ίδιας της ποιήτριας, όταν μας λέει στο πρώτο ποίημα-πρόλογο:

          «Επειδή η ποίηση

          είναι η σήραγγα η σκοτεινή

          για να περάσω στην ελευθερία

          Επειδή η ποίηση

          είναι η επανάσταση στη δουλοφροσύνη

          και η ιαχή στη μάχη

          Επειδή η ποίηση

          είναι κιβωτός κι οι ποιητές ταξιδεύουν

          τους κατακλυσμούς ιστορώντας

          Για τούτο αμύνομαι

          γράφοντας ποιήματα.»

     Μέσα σ’ έναν τόπο, σ’ έναν χώρο αιματηρό, όπου η ανθρώπινη υπόσταση ποδοπατιέται, προσβάλλεται θανάσιμα κι η ίδια η ζωή κινδυνεύει να χάσει το νόημά της, θα μας πει πάλι η Π.Γ. τούτα τα πικρότατα λόγια

          «Για τούτο αυτοπυρπολούμαι κάθε μέρα

          περιχυμένη όνειρα,                        

          σε μιά σιωπή οστεοφυλάκιο»

          «Ακόμα καπνίζουν οι καμένες λέξεις.

          κορμιά πες ολοκαυτώματα.»

          «Κλωτσώ πρησμένες λέξεις,

          λόγια γλασσαρισμένα ξεφλουδώ

          όπως η μάνα μου τα πράσινα καρύδια»

          «Κι έχω τα χέρια μαύρα,

          μαύρα, μαύρα,

          σκισμένα απ’ το ιώδιο

          την πίκρα αγγίζοντας την ψίχα αποζητώ.»

    Η ποίηση της Π. Γ. όσο κι αν έχει άμεσες και συγκεκριμένες αφετηρίες, βγαίνει πολλές φορές έξω απ’ τα κλειστά όρια ενός τοπικιστικού αισθήματος και καημού κι ο λόγος της παίρνει πλατύτερες διαστάσεις καθολικεύοντας έτσι την αρχέτυπη φωνή που  θρηνεί για όλη την προσφυγιά του κόσμου.

          «Ανάποδα βαδίζουμε

          ανακατεύοντας τη στάχτη για το κάρβουνο

          γιατί η προσφυγιά προϋπήρχε.»

          «Προσφυγιά ονείρων.»

     Πέρα απ’ τη δραματική υφή ολόκληρου του ποιήματος, θα ‘λεγα ότι ο λόγος της Π. Γ. εκτός από αγάπη έχει και σπάνια δυναμικότητα και ορμή αλλά και αυστηρότητα που υποβάλλει αμέσως τον αναγνώστη. Λόγος εξάλλου εναργής, δοσμένος με παρρησία, έχει όλη τη συμμετοχή μας γιατί πάει ίσια στην καρδιά και τη συγκλονίζει βαθύτατα.

          «Εγώ ο ποιητής

          ο πεταλωτής των λέξεων

          δένω τις κακόβουλες ξυσμένες ρίζες

          με επιδέσμους φώς,

          χτυπώ στα υπόγεια

          κάτω απ’ τ’ αναμμένα της σιωπής ρουθούνια

          γιατί εγώ έμαθα

          μεσ’ στους αιώνες

          τα κοκόρια να λαλούν τα ξημερώματα».

          «Γιατί το ποίημα απόμεινε η μόνη δίοδος

          για να περνά η ιστορία δίχως μάσκα»

    Έρχεται όμως ώρα που η ποιήτρια σαρκάζει οδυνηρά και «διαρρηγνύει τα ιμάτιά της» μπροστά σε μιά αδιάψευστη πραγματικότητα. Σα να ‘χει ανοίξει άξαφνα ένα μεγάλο παράθυρο μέσα στη νύχτα κι από κει «βλέπει» με φρίκη όλες τις πράξεις της απανθρωπιάς:

          «Η ιστορία

          Ποιά ιστορία λοιπόν;

          Με κατεβασμένα τα βλέφαρα κατεβαίνει ο

          ποταμός

          θόλος, γεμάτος οχετούς, πνιγμένα σώματα

          Κι απάνω τα μεγάφωνα με πανηγυρικούς

          να παραχώνουν τα γυμνά»

     Στίχοι συγκλονιστικοί, τρομεροί! Ρίγη αποτροπιασμού παγώνουν τη ραχοκοκαλιά μας, ο ίδιος ο απεχθής θάνατος.

     Ποίημα επικολυρικό θα ‘λεγα η «Υπνοπαιδεία» της Πίτσας Γαλάζη, μένος ιερό, τόξο αποφασιστικό που εκτοξεύει τα βέλη του σ’ ό,τι συντέλεσε στο σπάραγμα του τόπου της, πικρή διαθήκη για τη δική της γενιά αλλά και για την επερχόμενη.

     Ας κλείσω αυτό το μικρό φόρο τιμής προς την κύπρια ποιήτρια, παραθέτοντας λίγους αισιόδοξους στίχους για την ίδια την ποίηση:

          «Κι ο ποιητής

          στίχους ποτίζει

          και με λέξεις φτιάχνει κοίτες

          το αιώνιο να περνά

          φυσώντας τα καψαλισμένα πού χλωριάζουν.»

             Ποίηση  αιώνιου  ρυθμού

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΙΤΣΑΣ ΓΑΛΑΖΗ «ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΟΛΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ»

του Χρήστου  Μαυρή, εφημερίδα Ο Αγών (Κύπρος) Δευτέρα 13/4/1998

     Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο της Πίτσας Γαλάζη που τιτλοφορείται «Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος» είναι έργο μεγαλόπνοο, ισάξιο, τολμώ να πω, με το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη αλλά και τα διάφορα άλλα έργα σταθμοί στην Ελληνική Γραμματολογία.

«Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος» είναι ποίηση αιώνιου ρυθμού, με σωστούς κυματισμούς και υπόγειους τονισμούς. Έργο σύνθετο που σε ξαφνιάζει τόσο με τον όγκο και την ποιότητά του όσο και με το εύρος και τη φρεσκάδα του.

Είναι ένα μακροσκελές και πολύκλωνο ποίημα μέσα από το οποίο παρελαύνει, μ’ ένα υπέροχο τρόπο ή, όπως σωστά λέει η ποιήτρια, «συνευρίσκονται δύο χιλιάδες πράγματα». Από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και τη θρησκεία μέχρι τη λογοτεχνία και τη λαϊκή παράδοση. Παρελαύνει μέσα του η αρχαία και βυζαντινή ποίησή μας αλλά και το δημοτικό και αντάρτικο τραγούδι. Γι’ αυτό, όπως είπα, μπορεί άνετα να συγκριθεί με το «Άξιον Εστίν» αυτό το κορυφαίο επίτευγμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

          «Το ποίημα είναι πολλαπλή συνεύρεση

          Κι εσύ Ευστόλιε ξέρεις

          Τον μόχθο την οδύνη και το πάθος του

          Το χέρι που το γράφει είναι μαχαίρι

          Το ποίημα είναι δύο χιλιάδες πράματα

          Φωνή βοώντος είναι και κανένας ,

          Άμυνα είναι κι άτρωτο

          Μα και αχίλλεια φτέρνα»

Η Πίτσα Γαλάζη με τη νέα δουλειά της, συνειδητά ή όχι, κατάφερε να καθιερώσει ένα νέο είδος ποιητικού λόγου: Την ποιητική βιογραφία, κάνοντας αρχή από το Νεόφυτο τον Έγκλειστο, αυτή τη σπουδαία μορφή του τόπου μας που λάμπρυνε, με τη ζωή και το έργο του, τόσο την Κύπρο όσο και την Ορθοδοξία και γενικά τα ελληνικά γράμματα. Και για να φτάσει κάποιος σε τέτοιο θαυμαστό αποτέλεσμα, όπως η Πίτσα Γαλάζη, πρέπει να τρέφει μεγάλη αγάπη για το αντικείμενό του (την ποίηση) αλλά και για το θέμα του (τον Έγκλειστο).

Ο επαρκής αναγνώστης, δηλαδή αυτός που είναι μυημένος και έχει αρκετή επαφή με τη θρησκευτική βιβλιογραφία, διαβάζοντας τον «Έγκλειστο», θα αντιληφθεί πως η Γαλάζη στόχευσε πολύ ψηλά, επιδιώκοντας να συνθέσει μια θρησκευτική λειτουργία, στα πρότυπα της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου! Να συνθέσει μια λειτουργία εφοδιασμένη με τη βαθειά πίστη του αγιορείτη μοναχού, τη γνώση του δασκάλου που δίδαξε στο Κρυφό Σχολείο και το μεράκι του Κοκκινοχωρίτη λαϊκού ποιητή, εφόσον στο βιβλίο της διακρίνει μια λανθάνουσα ποιητάρικη ομοιοκαταληξία, παρόλο που αυτό είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο.

          «Κάθε ψηφίδα και πουλί

          Κάθε ψηφίο αηδόνι

          Κάθε μικρό της σύμφωνο

          Και πετροχελιδόνι»

Η Πίτσα Γαλάζη όμως, με το νέο της βιβλίο, δεν φανερώνεται μόνο μια καλή γνώστρια της ιστορικής και θρησκευτικής βιβλιογραφίας. Φανερώνεται και μια καλή φιλόλογος. Ένα άτομο που ξέρει να χειρίζεται με δεινή μαστοριά την ελληνική γλώσσα. Γιατί, πραγματικά, η ελληνική γλώσσα στα χέρια της Γαλάζη μοιάζει με το χρυσάφι στα χέρια ενός σπουδαίου τεχνίτη. Μοιάζει με το χρυσάφι στα χέρια ενός μάστορα που όσο το κτυπάει και το παιδεύει στο αμόνι του, τόσο αυτό λαμποκοπάει!

Η Γαλάζη είναι γεννημένη γλωσσοπλάστης ποιήτρια, ικανή να εμπλουτίσει με εκατοντάδες νέες λέξεις, ανεκτίμητης αξίας, την πανάρχαιη γλώσσα μας. όμως δεν είναι αυτή η αποστολή του γνήσιου και αληθινού ποιητή: Δηλαδή, πέραν από φορέας του κοινωνικού χρέους, δεν πρέπει να είναι συνάμα (ο ποιητής) και φύλακας άγγελος της γλώσσας μας, αλλά και της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητάς μας:

Όμως για να κατορθώσει ο ποιητής να μας δώσει έργο στέρεο και συγκροτημένο πρέπει να είναι και ο ίδιος φορέας πλούσιας και πλατιάς παιδείας. Και ο βίος και η πολιτεία της Πίτσας Γαλάζη, αλλά και το έργο που μας πρόσφερε μέχρι τώρα, αποδεικνύουν ότι προέρχεται από αυτή την πάστα των συνανθρώπων μας. Γιατί η Γαλάζη, μοιραία, ανήκει στον «κύκλο των χαμένων ποιητών» που έφτιαξαν το μεγαλειώδες και ανεπανάληπτο εκείνο έπος του 1955-59. Ας μην ξεχνάμε πως, σχεδόν όλοι, οι εκτελεσθέντες από τους Άγγλους ήρωες της ΕΟΚΑ, εκτός από γενναίοι μαχητές ήταν και υπέροχοι ποιητές, άσχετα αν δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν και να κωδικοποιήσουν το έργο τους.

Η Πίτσα Γαλάζη, είναι, ίσως, από τους ελάχιστους εναπομείναντες ποιητές αυτού του κύκλου. Γι’ αυτό, όπως είπα, στο διάστημα της μακρόχρονης ποιητικής δημιουργίας της, με οδηγό τα βιώματα και τα οράματά της, έστω και πληγωμένα, κατόρθωσε και μας έδωσε έργο αξιόλογο και αξιοθαύμαστο, όπως το παρόν βιβλίο που είναι ποίημα, να ξανατονίζω, ασύλληπτων διαστάσεων, όπως την απέραντη και καταγάλανη θάλασσα του Αιγαίου. Δηλαδή είναι ποίημα, πέρα για πέρα, ελληνικό. Και, κατά συνέπεια, πανανθρώπινο.

Ένα πανανθρώπινο ποίημα μέσα στο οποίο συνυπάρχουν η πατρίδα, η γλώσσα και η ποίηση, ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σώμα.            

Από την σύγχρονη κυπριακή ποίηση

ΠΙΤΣΑ  ΓΑΛΑΖΗ

του Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδου, εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος 1/6/1977

     Ο διακεκριμένος λογοτέχνης, φιλόλογος και πρεσβευτής της μαρτυρικής Μεγαλονήσου στην Ελλάδα κ. Νίκος Κρανιδιώτης, γράφοντας το 1969 για την «Κυπριακή ποίηση» επεσήμανε ήδη τιμητικά- ανάμεσα στους νεώτερους ποιητάς της Κύπρου, «που ζουν έντονα το δράμα και την αγωνία της γενεάς τους και προσπαθούν με το στοχασμό και την ποίηση να ελευθερωθούν από το άγχος της εποχής μας» και την Πίτσα Γαλάζη στο έργο της οποίας είναι αφιερωμένο το σημερινό σημείωμα.

      Η Πίτσα Γαλάζη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της κ. Πίτσας Σωτηρίου) γεννήθηκε στη Λεμεσό όπου συνεπλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές και εξεδήλωσε τις πρώτες καλλιτεχνικές ανησυχίες της.

     Εσπούδασε πολιτικές επιστήμες στα Αθήνας και εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σ’ εφημερίδες και ως παραγωγός εκπομπών στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα της Κύπρου, όπου από το 1965 μόνιμα κατοικεί.

     Στον λογοτεχνικό τομέα, εκτός από κείμενα (έμμετρα και πεζά) σκόρπια δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες, έχει δώσει έντονο το «παρόν» στην τελευταία δεκαπενταετία με έξι ποιητικές συλλογές, τυπωμένες όλες στα Αθήνας («Στιγμές εφηβείας, «Στα περιθώρια των καιρών», «Άσπρη Πολιτεία», «Δέντρα και Θάλασσα», «Ψηφιδωτό», «Η αδελφή του Αλεξάνδρου») που επαινέθηκαν από την κριτική της Κύπρου και της Ελλάδος.

     Τα χρόνια 1955-1959 εχαρακτήρισαν μία εποχή, που απεκάλυπτε το πραγματικό δυναμικό του κυπριακού λαού και εγέμιζε με ιδανικά τους νέους ανθρώπους, που επάσχιζαν να τα καταστήσουν με τον αγώνα τους πραγματικότητα θεμελιωμένη στην θυσία. Τα βιώματα της περιόδου εκείνης, οι εμπειρίες, αλλά και οι πληγές που άνοιγαν όμως μέσα σε μιά ατμόσφαιρα εξάρσεως οδηγούσαν τους αγωνιζομένους, πέρα από τις μικροχαρές μιάς συνηθισμένης νεότητος στο αγκάλιασμα της ουσίας της ζωής.

      Η κατάληξις ωστόσο αυτού του αγώνος, που έκοψε τα φτερά, διέψευσε τις ελπίδες και διέλυσε τα οράματα, εσφράγισε με την πίκρα της αποτυχίας στην ολοκλήρωσή τους των ευγενών προσπαθειών όσους επέζησαν που γερά ριζωμένοι σ’ αυτήν την γη ταυτισμένοι με τους καημούς και την μοίρα της πλημμύρισαν από την απαισιόδοξη διάθεση, που εβάραινε πιά αισθητά σ’ όλες τις εκδηλώσεις.

      Κι ήταν βέβαια φυσικό το στοιχείο αυτό να διαφαίνεται ζωηρότερα στην πνευματική δημιουργία, όπου το πύρωμα της ανατάσεως και η παγωνιά της καταπτώσεως, τα προσωπικά και τα κοινωνικά και τα εθνικά θέματα στην αλληλεξάρτησή τους μετουσιώνονται στις διάφορες μορφές της τέχνης.

     Μέσα από το κλίμα αυτό πηγάζει και σ’ αυτό εντάσσεται η ποιητική προσφορά της Πίτσας Γαλάζη.

     Στις «Στιγμές Εφηβείας» η ποιήτρια εζήτησε να αναπλάση την ατμόσφαιρα της περιόδου του Κυπριακού Αγώνος, που εσφράγισε την γενιά της μ’ έναν τρόπο αποφασιστικό.

     Στα «Περιθώρια των καιρών» πραγματοποιείται μία μετατόπισις προς τον ατομικό κόσμο και ίσως αυτό οφείλεται στην αλλοτρίωση των καιρών και την ανάγκη ν’ αναζητηθή το ξέσπασμα των εσωτερικών κραδασμών μέσα από το συναίσθημα του μοναχικού ανθρώπου.

     Την «Άσπρη Πολιτεία» την συνθέτουν μνήμες από χρόνια περασμένα και νοσταλγία που ποτίζει την ελπίδα. Πρόκειται για την ιδεατή πολιτεία της αγάπης και του ονείρου , της ελευθερίας και της ανθρωπιάς.

      Τα «Δέντρα και Θάλασσα» διακρίνονται για τον χαμηλόφωνο και αισθαντικό τόνο τους. Είναι το αιώνιο και ακατάβλητο που συγκροτούν τον πυρήνα της υπάρξεως, συνδυάζονται με το όνειρο και την τάση της φυγής. Προβάλλονται μνήμες και πίκρες και πάνω απ’ όλα η μοναξιά μέσα σε ένα άξενο χώρο όπου πάντως αναζητείται η ανθρωπιά και η αγάπη, οδηγηταί στην σωστή πορεία της ζωής.

      Το «Ψηφιδωτό» αποτελείται από μικρά στιγμιότυπα, λεπτομέρειες της ζωής που αποκτούνε ένα διαφορετικό νόημα μέσα στο χρόνο. Η ρωγμή ανάμεσα στο παρελθόν αποτελεί το κύριο εννοιολογικό γνώρισμα της συλλογής στην οποία ιδιαίτερη θέση κατέχει η σύνθεσις «Κιβωτού».

     «Η αδελφή του Αλεξάνδρου» εκφράζει συμβολικά την αγωνία των ανθρώπων σε μια ταραγμένη εποχή όπου δεσπόζει το ερώτημα αν υπάρχει ή χάθηκε η ηθική ζη ακόμη ή πέθανε η ποίησης, η Γοργόνα γίνεται το σύμβολο της ελληνικής ιδέας, ο Αλέξανδρος είναι ο αρχηγέτης που προσδοκάται για να ζωντανέψη και ν’ ανυψώση την ιδέα αυτή.

      Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς στην ποιητική εργασία της Πίτσας Γαλάζη μια κλιμάκωση από την άποψη της τεχνικής και με κάποιες διακυμάνσεις στο σύνολό τους όμως τα έργα προβάλλονται μ’ όλες τις ανέσεις μιας δημιουργίας που ταιριάζει το όνειρο με την πραγματικότητα, που πηγάζει με τον συνδυασμό του πάθους μια έξαρση και εκφράζει ό,τι βάρος ετάραξε τα σπλάχνα της ποιήτριας και το έφερε στην επιφάνεια με την έκφραση του   Κι ο λόγος αυτός δονεί, συνθέτει, ξεχωρίζει, επί τέλους, από την επανάληψη από το όμοιο του χρόνου δημιουργίας’ και κραυγές, επιτρέπει την διάκριση της παρουσίας μια νέας ποιητικής φωνής.

ΠΙΤΣΑΣ  ΓΑΛΑΖΗ: «Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος»

της Ελένης Λαδιά, εφημερίδα Σημερινή, (Κύπρος) Σάββατο 28/2/1998, σ.5.

[Κείμενο από την παρουσίαση του βιβλίου στο ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ]

     Στην περίπτωση της Πίτσας Γαλάζη έχουμε μια ποιήτρια, που γεννιέται μέσα από τη συλλογική μνήμη. Έτσι είναι φυσικό τα ποιητικά της σύμβολα να μετέχουν των αρχετύπων, να φωτίζονται από αυτά και να ερωτοτροπούν με τη διάρκειά τους.

      Τα πουλιά του Ευστολίου (το ευ πρώτο συνθετικό του ονόματος) και ο Έγκλειστος, γίνονται δύο μορφές-σύμβολα, ενσαρκώσεις της ιδέας του κάλλους και του αγώνα, μετενσαρκώσεις σε πολλά ιστορικά επίπεδα. Τα ψηφιδωτά πουλιά του αρχαίου αισθαντικού Ευστολίου εμψυχώνονται, πετούν όπως τα σπουργίτια του απόκρυφου Ευαγγελίου, γίνονται πουλιά-στίχοι, πουλιά ποιήματα και πετούν πηγαίνοντας πάνω από τον τόπο-πατρίδα, που επλήγη στο παρελθόν και πλήττεται στο παρόν. Σπάνε το ψηφιδωτό δάπεδο κι ως ποίημα πετούν, ενώ με ψηλά η απογείωση, δεν μικραίνει μόνο αντικείμενα και γεγονότα, αλλά χαρίζει και μια πρισματική όραση.

     Μέσα από την ποιητική σύνθεση της Γαλάζη λαμπρύνονται τμήματα της κυπριακής αλλά και γενικότερα της ελλαδικής ιστορίας, συναντάμε μορφές ηρώων παλαιών και σύγχρονων, βλέπουμε «τα πελαργικά φτερά του Γρηγόρη» (Αυξεντίου) και φορτωμένο χάρες και άθλα τον Ευαγόρα (και πάλι ευ το πρώτο συνθετικό του ονόματος) τον Παλληκαρίδη, προσωπική αγάπη της ποιήτριας. Τα πουλιά-ποιήματα είναι έτοιμα να εμψυχώσουν τον αγώνα για την πατρίδα. Εξαιρέτως. «Εξαιρέτως, γιατί ήταν χώμα πατρίδας εξαίρετης». Τότε συναντούν και τον ποιητή- ποιήτρια, που μέσα στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση κρύβεται κάτω από την προσωπικότητα του Νεόφυτου, του  καλόγερου μαχητή ποιητή. «Γιατί πατρίδα του ποιητή είναι το ποίημα», λέει η Πίτσα Γαλάζη, σε μια παλαιότερη συλλογή της, στους «Σηματωρούς».

     Βεβαίως και πατρίδα του ποιητή είναι το ποίημα, αλλά όταν η στιγμή το καλεί, ο ποιητής δρα, ο σκεπτόμενος δρα ξεπερνώντας συλλογισμούς, διλήμματα και αντιφάσεις, τα πουλιά σπάζουν το δάπεδο, εμψυχοποιούνται, τρέχουν σε βοήθεια του τόπου-πατρίδα που κινδυνεύει. Τότε ο Νεόφυτος και όλοι οι Νεόφυτοι για το «παρών» του αγώνα αφήνουν την εγκλείστρια τους (κι ακραία παραδείγματα ακόμα ο Καμί του παράλογου, ο μηδενιστής Νίτσε, ο δικός μας πεισιθανάτιος Μαβίλης), ξεπερνούν τους προσωπικούς οραματισμούς και γίνονται όλοι μια πατρίδα. «Κι ήτανε όλος μια πατρίδα/ να τον βαθαίνουν ζωντανοί οι χωρισμοί/ με δισκοπότηρα κι αλώσεις/ και οι λέξεις του να σφάζονται αμνοί./ Πατρίδα ένδοξη ήταν  όλος/ κι όλος πατρίδα του χαμού/ της κατακόμβης κουρσεμένη/ και του τρελού ξεσηκωμού. Ο ασκητής Νεόφυτος, και κάθε ποιητής και σκεπτόμενος έχει μια μορφή ασκητισμού, «έγκλειστος μες το ποίημα ο Νεόφυτος», αφήνει την εγκλείστρα που μόνος κατασκεύασε και μετατρέπεται σε φυσιογνωμία του αγώνα, μέσα από πολλές μετενσαρκώσεις. «Αρκάς κι Αργείος ο Νεόφυτος/ ανοίγει τους ασκούς του θυμωμένος/ γυρίζουν οι σελίδες ψαλτηρίων/ δίνουν στους ψίθυρους και τρέμουν/ αψύς κλοτσά τα μηδικά κι ανοίγει όστρακα/ το ράσο μισανοίγει και δηλώνει/ οσιομάρτυρας πυρίμαχος/ Καλόγερος Καντάρας και Γρηγόρης».

     Τώρα το ποίημα, που στην προηγούμενή του κατάσταση ήταν πουλί, έγινε πατρίδα. Το ποίημα που σε άλλη του εκδοχή είναι ελευθερία. Το νόημα του σολωμικού στίχου για τη λευτεριά εμπνέει το στίχο «κι από τα κόκαλα βγαλμένο είναι το ποίημα». Η ποιήτρια –αφηγήτρια επισημαίνει στην ποιητική της σύνθεση όλα τα στάδια της μεγάλης εσωτερικής πορείας, της μετατροπής του άψυχου σε ζωντανό, του κάλλους σε μάχη, του ποιήματος σε πατρίδα που διαλέγεται με τα δύο πρόσωπα-σύμβολα, τον Ευστόλιο που «εικάζεται» και το Νεόφυτο που «υπάρχει». Και οι δύο όμως μορφές, της ασάφειας και της σαφήνειας, της χαρίζουν τα σύμβολά τους. Ο πρώτος τα ζωγραφισμένα πουλιά της έπαυλής του και ο δεύτερος μερικούς στίχους που διασώθηκαν. Η στιγμή που τα πουλιά- ποιήματα θα γίνουν πατρίδα έφτασε, στιγμή σημαδιακή, που όπως έλεγε ο Κίργκεγκορ «κυοφορεί την αιωνιότητα». Η στιγμή που συνήθως αναγνωρίζεται αλλά ποτέ δεν εντοπίζεται χρονικά, γι’ αυτό άλλωστε κυοφορεί την αιωνιότητα, κείται εκτός χρόνου. «Και χαράζουν τα ευ σου φλοιούς/ τα πουλιά σε σηκώνουν στο ποίημα/ σταθερά υψωμένος ο δείχτης σου/ απαιτεί μεσ’ στο ποίημα πατρίδα».

Η στιγμή έρχεται αλλά συνειδητοποίηση του ερχομού της γίνεται αργότερα, ο ποιητικός νους, αθώος και αυτόνομος, φαίνεται πως αγνοεί τις υπόγειες διεργασίες της λειτουργίας του, είναι αμέτοχος αναγκαστικών και τελικών αιτιών. Πρόδηλη λοιπόν η απορία της ποιήτριας, «δεν έμαθε κανείς σαφώς/ πότε το ποίημα γίνηκε πατρίδα και πώς/ πώς η πατρίδα όνειρο/ και τ’ όνειρο πατρίδα/ πώς απ’ το χώμα της ποιητής κι ο ποιητής πατρίδα/ πώς η πατρίδα ξενητειά/ κι ξενητειά χαμός/  κανένας δεν λογάριασε/ Δε το’ πε κανενός».

     Η στιγμή διαθέτει το ανεξέλεγκτο της έμπνευσης. Η στιγμή επιβάλλεται, η παραδοξότητα και το άνοιγμα του χρόνου επιβάλλονται, ενώ ο δημιουργός νήπιος και παις έφηβος αλλά ποτέ γέρος, γίνεται σκεύος και φερέφωνο εκλογής του χρόνου. Ξέρει πως τα ζωγραφισμένα πουλιά δύνανται να πετάξουν (πιστεύει στο θαύμα), πώς γίνονται ποίημα και το ποίημα πατρίδα, αλλά πάντα του διαφεύγει το τροπικό «πώς».

     Το τροπικό «πώς» χωμένο στο χρόνο. Έτσι τον αληθινό τρόπο δεν θα το μάθει ποτέ όλες οι εξηγήσεις είναι μεταγενέστερες προσπάθειες, αμφιβόλου κύρους. Όμως τελικά το ποίημα έγινε πατρίδα και στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια πατρίδα εξαίρετη, η νήσος Κύπρος.

      «Η νήσος σαν ποίημα πλέει, η νήσος σαν πουλί πετάει». Πουλί, ποίημα, πατρίδα, λοιπόν. Ένας περιεκτικός στίχος μεγάλου κάλλους και βάθους που διατρέχει όλη τη σύνθεση σαν να ‘ναι η ραχοκοκαλιά της στίχος που ανάγλυφα δηλώνει πανίερο τρίπτυχο, πουλί, ποίημα, πατρίδα. «Η νήσος σαν ποίημα πλέει, σαν πουλί πετάει».

               ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ι

Του  ROGER  MILLIEX

ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ «ΕΚΔΙΚΗΣΗ» ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ RIMBAUD, σ.9-12,

στο Πίτσα Γαλάζη, Ο ωραίος Αρτούρος ή Ο Αρτούρ Ρεμπώ στη Νήσο Κύπρο, εκδόσεις Ονήσιλος, Λευκωσία, 12, 1991.

     Ίσως από κάποια γενική ατονία και έλλειψη εμπιστοσύνης στην ανανεωτική της δύναμη, η φθίνουσα εποχή μας όλο και πολλαπλασιάζει αυτές τις ευλαβικές αναμνηστικές εκδηλώσεις που της προσφέρει το Ημερολόγιο, με τα 10, 50, 100, 200 κ.λπ. χρόνια μετά τη γέννηση ή το θάνατο ενός κορυφαίου ανθρώπου ή μετά το ξέσπασμα κάποιου καίριου ιστορικού γεγονότος. Δυστυχώς ένα σημαντικό μέρος των σχετικών αφιερωμάτων εξανεμίζεται σε ακαδημαϊκά, συμβατικά, λίγο πολύ κούφια επίσημα λόγια. Ωστόσο υπάρχουν πιο θετικοί και ουσιαστικοί τρόποι να πραγματοποιούνται αυτές οι τελετές μνήμης.

      Προκειμένου για τα 100 χρόνια από το θάνατο σε νοσοκομείο της Μασσαλίας του όχι ακόμη σαραντάρη, ξεπνοϊσμένου Arthur Rimbaud, θεωρώ ότι η συμμετοχή της Πίτσας Γαλάζη είναι υποδειγματική, γιατί αποτελεί μια τριπλά ζωντανή και πρωτότυπη κατάθεση και πράξη ως γυναίκας, ως Ελληνοκυπρίας και Ποιήτριας.

     Ο «Ωραίος Αρτούρος» καθώς τον αποκαλεί- «Κολασμένο σύζυγο» του τον έλεγε ο Βερλαίν που κάτι ήξερε- δήλωσε στην “UNE SAISON EN ENFER” ότι «δεν αγαπάει τις γυναίκες» (αν και στην “LETTRE DU VOYANT” φαίνεται να αγανακτεί για την απεριόριστη δουλειά της γυναίκας). Ε, λοιπόν, το περίεργο είναι ότι από όλους τους Γάλλους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, αυτός είναι που ενέπνευσε τις περισσότερες μελέτες γραμμένες από γυναίκες, αρχίζοντας από την εκκεντρική αντικομφορμίστρια, τρελλο-Ιρλανδέζα MISS ENID STARKIE, που από το 1938 δεν έπαψε να ασχολείται με τη ζωή και το έργο του «μισογύνη» Αρθούρου. Το φαινόμενο άραγε  να ‘χε κάποια ψυχαναλυτική ρίζα;

     Άλλη πιο αποφασιστική «εκδίκηση»: η «μετεμψύχωση» του αρχιλατόμου του 1878-1879 στον Ποταμό της Ξυλοφάγου και του Ξυλοτόμου του 1880 στο Τρόοδος σε σημερινό φιλοξενούμενο μιας άγνωστής του Κύπρου.

     Πραγματικά αν η μαθητική φαντασία του γυμνασιόπαιδου στο άχαρο CHARLEVILLE είχε ονειρευτεί, σε λατινικούς στίχους, τους μυρωδάτους μυθολογικούς κήπους και περιστέρες της Κυπρίδας, αν νεαρός ποιητής, στα 15 του χρόνια, είχε με παγανιστική έξαρση, υμνήσει τη γέννηση της Αφροδίτης, ο «δραπέτης της παλιάς φωνής» καθώς τον αποκαλεί η Κυπρία μας, έχει εντελώς σβήσει μέσα του όλες αυτές τις λυρικές ονειροπολήσεις. Θλιβερές, απογοητευτικές οι ξερές του νησιού εικόνες που διαβάζονται στα ελάχιστά του γράμματα: Ζέστη στον κάμπο, κρύο στο βουνό, διάφορα αναπετούμενα ζωϋφια… Η ποιήτριά μας δεν τις εξαφανίζει, αναφέρει «τα κουνούπια», υπογραμμίζει τη σκληρότητα της πέτρας που πελεκάει ο λατόμος, με μια θάλεγα μητρική στοργή φροντίζει για το σκέπασμα που χρειάζεται ο υλοτόμος στις κρύες νύχτες στο Τρόοδος. Αλλά τον επισκέπτη τον κάνει και σύγχρονο των αγωνιστών που δεν είχαν ακόμη γεννηθεί τότε που ήρθε στην Κύπρο και άρχισε η καινούργια ξένη κατοχή: Του Γρηγόρη (Αυξεντίου) και πιο επίμονα-4 φορές-και με ιδιαίτερη τρυφερότητα του «άλλου έφηβου ποιητή» του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που σφράγισε με το αίμα του, όπως το κάνανε οι διανοούμενοι της αγαπημένης του ARTHUR Κομμούνας, σαν τον συμπολεμιστή των Κρητικών CUSTAVE FLOURENS το πάντρεμα της Ποίησης και της Επανάστασης.

      Πιο γενικά η ποιήτρια κάνει τον ιδεατό Αρτούρο της συγκάτοικο του ανέκαθεν Κυπριακού κόσμου: από τον χαλκό της Ταμασού ίσα με τη δασκάλα Ελένη Φωκά της εγκλωβισμένης Καρπασίας, περνώντας από την κατήχηση του Παύλου στην Πάφο και τη μεσαιωνική εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου. Πιο Πανελλήνια συντροφεύει τον Rimbaud με τους αδελφούς του, τον Διονύσιο (Σολωμό) και τον Τραγικό Καρυωτάκη, που ούτε στα 37 του χρόνια δεν έφθασε αυτός…

     Και πιο διαχρονικά τον διδάσκει το αιώνιο «μολών-όχι- λαβέ».

      Αμφιβάλλω αν σε άλλες χώρες του κόσμου η φετινή επέτειος προκάλεσε μια τόσο εμπνευσμένη «μετεμψύχωση» του Rimbaud, που αποτελεί ένα σπάνιο δείγμα ολοκληρωτικής οικειοποίησης του ξένου τιμώμενου ποιητή.

      Την εκτίμηση της καθαρής ποιητικής αξίας του εγχειρήματος την αφήνω σε πιο από μένα αρμόδιο κριτή. Σαν απλός αναγνώστης θ’ αρκεστώ να μαρτυρήσω τη βαθειά συγκίνηση που δημιούργησαν μέσα μου εναλλάξ η λυρική πνοή τους κι η οργισμένη με τόνους αποκαλυπτικούς κραυγή τους τα ποιήματά του, πνευματικής και μαχητικής συνοδοιπορίας της Πίτσας Γαλάζη με τον επαναστάτη-εξόριστο της Charleville.

     Μας λέει η ποιήτρια πως η δημοσίευση αυτή διακόπτει προσωρινά μια προσωπική πορεία που άρχισε το 1963 και με οχτώ ίσα με σήμερα σταθμούς συνεχίζει με μια υποδειγματική συνέπεια και μια ακοίμητη Ελληνική συνείδηση.

     Η πνευματική Γαλλία της χρωστάει χάρη γι’ αυτή την τιμητική διακοπή κα προτεραιότητα.

     Σαν ξεκίνησε πριν από σχεδόν 30 χρόνια το κλίμα στην Ελληνική Κύπρο ήταν ένα μείγμα από δημιουργική απόφαση και ιστορική αβεβαιότητα. Τώρα, μετά την καταστροφή του 1974, επικρατεί κάτι σαν απελπισμένη προέλευση, ανακατεμένη με αγωνία μπροστά στο μέλλον ενός κόσμου που τον δυναστεύουν και «οι έμποροι και οι δολοφόνοι».

     Στο πρόσωπο της Πίτσας Γαλάζη χαιρετίζουμε και καμαρώνουμε όσους Κυπρίους- λογοτέχνες, εικαστικούς, θεατρικούς, ερευνητές και γενικά πνευματικούς ανθρώπους-δεν τα βάζουν κάτω παραμένουν δημιουργικά πιστοί στο πατροπαράδοτο Κυπριακό πείσμα που εξασφάλισε ίσαμε σήμερα το «πικρό ταξίδι της φυλής», πικρό, μα το πιστεύουμε βαθύτατα, ατέλειωτο εις τους αιώνες των αιώνων Αμήν.

                                        ROZIE  MILLEX

     Το μικρό όνομα του  ROGER MILLIEX γράφεται στα ελληνικά με ζι (Ροζιέ και όχι Ροζέ) με την Κυπριακή, δηλ. φωνητική όπως το προτιμά ο ίδιος και όπως έγραφαν τα χρόνια της Κυπριακής του θητείας.

                                  ΠΡΟΛΟΓΟΣ  ΙΙ

Της Τατιάνας Γκρίτση Μιλλιέξ Αθήνα 23/11/1991, σ. 13-14

      Ένα «μεθυσμένο καράβι» δεν είναι η Κύπρος που επιμένει χάρη στα οράματα τις να διανύει τους αιώνες σε Ομηρικές τρικυμίες και θαύματα:

      Η Πίτσα Γαλάζη συνάντησε μέσα στη δική της ποιητική θύελλα, θύελλα σωματική και ψυχική μιας πατρίδας διαρκώς εν κινδύνω, τον άλλο Ποιητή μιας αιώνιας μοίρας καταστροφής και αθανασίας.

     Η Πίτσα Γαλάζη κάνει ερωτικό το σώμα της ποίησής της για να ενωθεί με κείνο του Rimbaud και έτσι κατορθώνει να τον κάνει παρόντα αρνητή αλλά και μαχητή ζωής και ελευθερίας.

     Νομίζω πως η παράθεση μερικών μόνο στίχων της φτάνει για να φανεί η ταύτιση, η έμπνευση, η αγωνία του καταδικασμένου δικού της και δικού μας καραβιού να θαλασσοδέρνεται σε μια αιώνια πάλη.

          «Ακόμα σ’ ακούω να χτυπάς στα νταμάρια οργισμένος

          ραβδοσκόπος της ποίησης».

Κι ακόμα σε 10 στοίχους μέσα όλος ο Rimbaud

          «Πνιγμένος στη λάμψη και στη μέθη του

          ανέβαζε καράβια στα βουνά

          των φαντασμαγοριών ηνίοχος

          κι έφτυνε όσους χαμηλά

          χορτάτοι δεν νογούσαν.

          Κάθε αυγή ξεμέθυστος

          θρηνούσε μαχαιρώματα

          άναβε θρυαλλίδες και φανούς

          μα δεν σωζότανε η μέρα»

                  (ποίημα V)

 Μοσχοβολούνε Κύπρο οι στίχοι της Πίτσας Γαλάζη όπως αναδύεται μέσα από τον Σεφέρη.

          «πώς απ’ του πόνου τα οστά

          βγαίνει η Ελευθερία»

                   (ποίημα ΙΙ)

Κι έτσι ενώνει τις τραγικές φωνές των ποιητών συμβολίζοντας το πάθος, τον πόθο, τον πόνο για κάθε είδους ελευθερία.

 Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, Αθήνα 23/11/1991. Από την ίδια ποιητική συλλογή.

Τέλος, Η καθηγήτρια ελληνικών σε Λύκειο του Παρισιού και μεταφράστρια, γνωστή ελληνίστρια Ζοζέτ Ντορόν, εξέδωσε πριν μια εικοσαετία την δίγλωσση ανθολογία “Anthologie Bilingue: Prose et Poesie Chypriotes, VIIe siècle av. J.-C.-XXe” στις εκδόσεις  Hellinica Chronika, την οποία το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της ποίησης μπορούσε να βρει στο βιβλιοπωλείο της Εστίας και του Κάουφμαν. Με την ευκαιρία της έκδοσης της δίγλωσσης ανθολογίας έδωσε συνεντεύξεις στον ελληνικό τύπο. Σε μία από τις συνεντεύξεις της, στην εφημερίδα Η Αυγή της 30/4/ 1994, με τον γενικό τίτλο «Η Κυπριακή λογοτεχνία μέσα από τη γαλλική ματιά» Μια έκδοση της Ένωσης Φίλων της Ελλάδας και της Κύπρου, αναφέρει μεταξύ άλλων:

Ερώτηση της εφημερίδας: -Πώς θα χαρακτηρίζατε τον ελληνισμό σήμερα;

-Ζοζέτ Ντορόν: Την εντύπωση που έχω για τις δύο φωνές του ελληνισμού, την ελληνική και την κυπριακή, είναι δύσκολο να την εκφράσω γιατί αισθάνομαι ότι με αφορά προσωπικά. Θα έλεγα, πάντως, ότι είναι μία λογοτεχνία αντιθέσεων. Βρίσκω ανθρώπους με όλο τους το πάθος, την πραγματικότητά τους, τις ονειρικές τους πλευρές. Εκείνο που μου αρέσει στους Έλληνες είναι ότι είναι ευάλωτοι δηλαδή ανθρώπινοι. Καταλαβαίνουν τα συναισθήματα και την ψυχολογία μου. Υπάρχει μία τρυφερότητα , ακόμη και στη μουσική,. Ο Χατζηδάκις είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης. Ένα άλλο στοιχείο είναι ο ενθουσιασμός. Πάρτε για παράδειγμα, την εποχή της δικτατορίας με τη μουσική του Θεοδωράκη και την ποίηση του Ρίτσου. Εξωτερικά οι Έλληνες μπορεί να είναι κάπως απότομοι,  στην πραγματικότητα όμως υπάρχει μια ευαισθησία, μια ευάλωτη φύση. Αυτό που μου αρέσει είναι η Ελλάδα του «Θιάσου» του Θ. Αγγελόπουλου, εκείνη του Ρίτσου αλλά και του Παπαδιαμάντη, του Χατζιδάκι, η αληθινή Ελλάδα….

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Τρίτη 14 Μαρτίου 2023       

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου