Π Ι Τ Σ Α Γ Α Λ Α Ζ Η
ή
Το χαμένο όνειρο της ένωσης
Στο
αμέσως προηγούμενο σημείωμά μου για την Κύπρια ποιήτρια και δημοσιογράφο Πίτσα
Γαλάζη, ψευδώνυμο της Καλλιόπης Μόρτη-Σωτηρίου (1940-15/2/2023) έδωσα ένα
γενικό σχεδιάγραμμα της εργογραφικής και βιβλιογραφικής της διαδρομής,-των
εκδόσεών της μέχρι σήμερα- έτσι όπως την είχα αποδελτιώσει και καταγράψει στις
αναζητήσεις μου και όπως η ίδια η ποιήτρια μου είχε αποστείλει ενδεικτικές πληροφορίες
από την Κύπρο, όπως διέσωσε στο αρχείο της. Φυσικά, δεν εξάντλησα τα
βιβλιογραφικά δεδομένα, και πώς ήταν δυνατόν άλλωστε, να το φιλοδοξήσουμε αυτό,
όταν μία τέτοιου είδους πολύμοχθη και πολύχρονη αναζήτηση χρειάζεται χρόνο,
προσωπική αυτοψία, έξοδα, επισκέψεις εντός και εκτός Ελλάδος, στην πολυφίλητη
Κύπρο, σε μία σειρά από κεντρικά και περιφερειακά αρχεία και βιβλιοθήκες. Όταν
η ίδια η ποιήτρια μας επισημαίνει ότι η πρώτη της ποιητική εφηβική συνεργασία
με την εβδομαδιαία κυπριακή εφημερίδα «Κύπρος» ή την επαγγελματική συνεργασία
της με την κυπριακή εφημερίδα «Φιλελεύθερος» αρχινά από τα χρόνια των πολιτικών
της εφηβικών αγώνων την δεκαετία του 1950-1960. Νεαρή ακόμα σπουδάστρια όπως
σημειώνει στο κεφάλαιο «Παλαιχώρι» του βιβλίου της «Αγαπημένοι και
Κεχαριτωμένοι». Ή από την άλλη, θα
πρέπει ο ερευνητής να ξεφυλλίσει και να ανατρέξει στο σύνολο των τόμων των
λογοτεχνικών περιοδικών της Κύπρου και της Ελλάδας, ετήσιων τόμων που
κυκλοφόρησαν. Να ανατρέξει στο σύνολο των τευχών των πολιτικών καθαρά
περιοδικών όπως τα: «Πολιτικά Θέματα», «Ο Ταχυδρόμος», τα «Επίκαιρα», «Ο
Σχολιαστής», «Ο Πολίτης», το «Αντί» βλέπε πχ. το άρθρο του Κύπριου ποιητή
Γιώργου Μολέσκη, «Η μυθοποίηση των ονομάτων στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση» ή το
άρθρο του Γιώργου Β. Γεωργίου, «Η γενιά της Εισβολής: μια οργισμένη γενιά» τχ.
822/16-7-2004. Σε τεύχη διαφόρων εντύπων και ένθετα εφημερίδων τα οποία έχουν
πραγματοποιήσει όχι λογοτεχνικά απαραίτητα Αφιερώματα για την Κυπριακή ποίηση
και πεζογραφία αλλά, Αφιερώματα για την Ιστορία της Κύπρου, τον Τουρισμό, την
Λαογραφία, την Τούρκικη Εισβολή του 1974, τον Αττίλα 1 και Αττίλα 2., την
πολιτική και διπλωματική στάση ελλήνων –τότε- πολιτικών, (Κωνσταντίνος
Καραμανλής, Ευάγγελος Αβέρωφ, Μακάριος ο Γ΄), ή αντίστοιχα λογοτεχνών
διπλωματών όπως ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης κλπ. Για το νομπελίστα ποιητή και
διπλωμάτη Γιώργο Σεφέρη τα τελευταία χρόνια γράφονται βιβλία και δημοσιεύονται
αρνητικά άρθρα, τα οποία προσπαθούν να αμαυρώσουν την εικόνα του σαν σύμβουλο
διπλωμάτη στην υπόθεση του Κυπριακού. Υπάρχει μία «επιλεκτική!» αρνητική
«πατίνα» εναντίον του ως μη όφειλε, ανάγνωση των ημερολογιακών του καταθέσεων
και πολιτικού ημερολογίου, για ένα μικρασιάτη έλληνα ποιητή του οποίου οι
προθέσεις ποτέ δεν στράφηκαν ενάντια στον Ελληνισμό, ή στην αποδόμηση της
ελληνικής ταυτότητας. Το αντίθετο. Επίσης, όσον αφορά τα σωζόμενα ίχνη της
Κυπριακής ποίησης ευρύτερα και ειδικότερα της Πίτσας Γαλάζη, πρέπει να έχουμε
υπόψη μας και τα διάφορα λήμματα των παλαιότερων και πιο πρόσφατων Λογοτεχνικών
Λεξικών, πχ. Πατάκης 2007 και το λήμμα του Αλέξη Ζήρα ή τα λήμματα των Εγκυκλοπαιδειών
και ούτω καθ’ εξής. Ο ερευνητής και αναγνώστης της Ποίησης και Πεζογραφίας, ο οποίος ανατρέχει σε δημοσιεύματα καθαρά ιστορικού ή πολιτικού ενδιαφέροντος,
άρθρα, κείμενα και σχολιασμούς περιοδικών ποικίλης ύλης, όπως: η «Εκλογή», η
«Ελλάδα», η «Ιστορία», το «Φαντάζιο», "Τότε", σε ετήσιες καταγραφές των πολιτιστικών
εκδηλώσεων ειδήσεων και γεγονότων, εκδόσεων, ενδέχεται να συναντήσει και να
αντλήσει στοιχεία και πληροφορίες για την Κυπριακή Ποίηση και τους Κύπριους
λογοτέχνες και λογίους, ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων τους, αφιερώσεις. Βλέπε πχ. περιοδικό "ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ" τεύχος 496/10,2009, "ΚΥΠΡΟΣ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ" και τα κείμενα μεταξύ άλλων του Αλέξη Ζήρα, "Η Κυπριακή γενιά των ποιητών της εισβολής", και Λευτέρη Παπαλεοντίου, "Η Δημιουργική Πεζογραφία στην Κύπρο μετά το 1974" κ.λπ. Ένα
επίσης ακόμα ανοιχτό κεφάλαιο έρευνας είναι οι διάφορες ελλαδικές και κυπριακές
Ανθολογίες που εμπεριέχουν ποιήματα κύπριων ποιητών και ποιητριών. Εργασία για
την ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη συναντάμε και σε Σύμμεικτους Τόμους, βλέπε την
εργασία της κύπριας ποιήτριας Κλαίρης Αγγελίδου, «ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ»
Πίτσα Γαλάζη και Βέρα Κορφιώτου, σελίδες 412-416 στον τόμο «Πίστη και
Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η αναζήτηση του Θεού στη Λογοτεχνία μας», εκδόσεις
Λευκωσία 1990 κλπ. Ευελπιστώ ότι φοιτητές του Κυπριακού Πανεπιστημίου ή άλλα
άτομα να προβούν σε ανάλογες εργασίες και όχι μόνο για την ποιήτρια Πίτσα
Γαλάζη αλλά και για τους υπόλοιπους Κυπρίους και Κυπρίες ποιητές και ποιήτριες
αν δεν το έχουν ήδη πράξει και δημοσιεύσει.
Διαβάζω
εκ νέου το σύνολο σχεδόν (εκτός από την πρώτη της Στιγμές εφηβείας 1963) των
ποιητικών της συλλογών, τα μελετήματά της και τα δημοσιεύματα, τις αυτοβιογραφικές
της καταθέσεις τα κείμενά της. Όπως το συγκινητικό και δραματικών προβολών βιβλίο της «ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ
ΚΑΙ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΈΝΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΚΥΠΡΟ 1945-1960», εκδόσεις Αρμός 2020.
Το βιβλίο είναι ένας αέναος κυπριακός νόστος μέσα στον χρόνο και τον χώρο, σε φυσιογνωμίες όπως συμβαίνει και στις ποιητικές της συλλογές. Ένα ένθερμο νοσταλγικό οδοιπορικό στα μονοπάτια και τις
διαδρομές, στις στάσεις και επαφές, επιρροές της παιδικής και εφηβικής της
ηλικίας που δέχτηκε η ποιήτρια και τις εκ των υστέρων συγγραφικές της ευγνωμοσύνες. Ορμητήριο της, οι παιδικές της αναμνήσεις, οι παιδικές αθώες και
ξέγνοιαστες μνήμες της και καθημερινές στιγμές και συμπεριφορές της, πως αντιμετώπιζε πρόσωπα και καταστάσεις. Σαν ένα οικογενειακό της άλμπουμ. Μνήμες και αισθήματα που
μετασχηματίζουν τα προσωπικά βιώματα σε συλλογική μνήμη και τα ιστορικά
γεγονότα σε σχεδιασμό του ποιητικού της προσώπου και των συναισθημάτων της.
Συσχετίσεις προσώπων και αξιοποιήσεις επαφών κάθε έμψυχου ή άψυχου υλικού που
διατηρεί με χαρά στην επιφάνεια του χρόνου η μνήμη. Παιδικές και εφηβικές
εντυπώσεις και οικογενειακές της αναμνήσεις και στιγμές, γεγονότα της ενηλικίωσής της μπλέκονται με την
άμεση-της εποχής της- πολιτικής κυπριακής ιστορίας και των προσώπων πρωταγωνιστών της. Όπως η
ίδια σημειώνει: «Οι μνήμες και η
νοσταλγία με πονούσαν και άρχισα να φυλάω τις εικόνες με επιμέλεια». Βλέπε
σ.67 στο «Μελάνθη και Όμηρος» του βιβλίου. Η πληθώρα των μικρολεπτομερειών και
καθημερινών συμβάντων που μας αφηγείται, οι άπειρες περιδιαβάσεις της σε τοπόσημα
του κυπριακού χώρου, τοποθεσιών άγνωστων στον ελλαδίτη αναγνώστη, οι ανάγλυφες
και καθαρές περιγραφές του τοπίου των χρωμάτων και μυρωδιών του, μας βοηθά να
συλλάβουμε με επάρκεια και άνεση την μορφή και μορφολογία του κυπριακού χώρου. Το
θαλάσσιο επίσης στοιχείο που περικυκλώνει το Νησί της Αφροδίτης, αυξάνει το
ενδιαφέρον της γνωριμίας μας. Δεκάδες τα άγνωστά μας τοπωνύμια και κυπριακά
τοπόσημα, τα ονόματα κύπριων, τα πορτραίτα των φιλικών της και συγγενικών της
ατόμων. Οι γονείς της, οι δάσκαλοι της, οι γειτόνισσές της, φιλικά της
γυναικεία πρόσωπα, λαϊκοί ζωγράφοι, αλλά και ηρωικών κυπρίων αγωνιστών ονόματα, παρελαύνουν μπροστά στα
μάτια μας και συνθέτουν την ποιητική της καρπερή ανθρωπογεωγραφία και ποιητική.
Περιγραφές των φυσικών καλλονών της Κυπριακής ενδοχώρας συνθέτουν την
εξομολογητική της ρητορική, την εικονογραφική της αφηγηματογραφία, σχεδιάζουν το
ποιητικό της πρόσωπο και ύφος. Μέσω της έντεχνης εξιστόρησης μηδενίζονται
οι αποστάσεις μέσα στο χρόνο, απαλείφονται οι διαφορές, και όλα και όλοι αντιμετωπίζονται και απεικονίζονται σε ένα σπάνιας ομορφιάς ιστορικό όλο. Διαβάζουμε
την φωνή μιας βιωμένης ιστορικής και προσωπικής αλήθειας και μαρτυρίας.
Αφηγήσεις κύτταρα ιστορίας και πολιτισμού της Κύπρου, αγώνων επώνυμων και
ανώνυμων ατόμων, μας δίνονται με ειλικρίνεια, γλαφυρότητα, άμεσες ή έμμεσες
δηλώσεις και εσωτερικές συνδηλώσεις συγκινησιακά φορτισμένες, πόνο ψυχής. Η
έλλειψη ενός αδελφού, ενός τέταρτου μέλους μέσα στην οικογένειά της την
στοιχειώνει, μια και δεν πρόλαβε να δει το φως του ήλιου ο αδελφός της, στην
άτυχη λοχεία της μητέρας της. Έντονος ο ελεγειακός της τόνος εξακτινώνεται σε
όλα της τα βιβλία, αγκαλιάζει ποίηση και πεζά, οι εικονογραφικές της αναφορές και
αποτυπώσεις μοιάζουν σαν διαρκή σπονδή στο ανάγλυφο ατομικό και της γενιάς της
επιτύμβιο. Η Πίτσα Γαλάζη διαθέτει πλούσια κοιτάσματα γυναικείου λυρισμού, ισχυρά
φορτία συγκίνησης, μνήμης αίνων σε πρόσωπα και τοποθεσίες επώνυμους
και ανώνυμους Κύπριους αδιακρίτως. Στοχαστική η διάθεσή της, νοσταλγική, η συνείδησή της προσηλωμένη στον ιερό σκοπό της απελευθέρωσης της Κύπρου από
τον αγγλικό ζυγό, την ένωση με την Ελλάδα, και μετά το 1974 την απαλλαγή από την τούρκικη κατοχή. Θερμό
το κλίμα ελπιδοφορίας της αλλά και οι φανερές, δηλωτικές οι πολιτικές διαψεύσεις που
βίωσε στο πέρασμα του χρόνου, της ιστορίας. Συγκεκριμένες οι ιστορικές αναφορές
και προσωπικές της επισημάνσεις. Η μαρτυρική της σφραγίδα απλώνεται στο σύνολο των συλλογών της, των βιβλίων της. Ο Κυπριακός χώρος το καρποφόρο κυπριακό έδαφος, περικλείει πρόσωπα,
μορφές, πληγωμένα σώματα και ψυχές, ιδιορρυθμίες ατόμων, καλλιτεχνικά έργα, συναισθήματα,
μνήμες, πολλαπλά επίπεδα ιστορικής καθημερινής πραγματικότητας. Ρεαλιστικές
πολύχρωμες εικόνες, ευαίσθητες τοιχογραφίες που ξεχειλίζουν ποίηση, λαμπερά
χρώματα, σκηνές γεμάτες τρυφερότητα, ευαισθησία, διαθέσεις και διαστάσεις στο
ανθρώπινο μέτρο, κοριτσίστικης ορισμένες φορές αφέλειας και
ονειροπερπατησιές. Εύρωστο και το ελληνικό και κυπριακής διαλέκτου λεξιλόγιό
της. Χαρμολυπική η ματιά της ποιήτριας ενώ το βλέμμα της φιλάνθρωπο. Μια
γυναικεία ποιητική συνείδηση σε διαρκή εγρήγορση. Η εκ των υστέρων αποτίμησή της ακριβοδίκαιη.
Βιώματα και περιπέτειες βίου που διαδραματίσθηκαν σε ατομικό και συλλογικό
επίπεδο.
Στον τόμο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ
ΚΑΙ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΚΥΠΡΟ 1945-1960, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, Σεπτέμβρης 2020,
σελίδες 120, συγκεφαλαιώνεται όπως φαίνεται το ταξίδι της ζωής της και της
γενιάς της, του γενέθλιου τόπου της. Ο εύγλωττος τίτλος του βιβλίου, ο τόσο
χαρακτηριστικός και δηλωτικός ορισμός των δύο επιθέτων («Αγαπημένος»,
«Κεχαριτωμένος») που τον αποτελούν, στην ιστορική συμβολιστική του και
εκκλησιαστική-βυζαντινή του υπόμνηση, και η αφιέρωση της ποιήτριας στην αρχή
του βιβλίου μας προϊδεάζουν για το τι έχουμε μπροστά μας και τι περιμένουμε
κατά τα διαβάσματά μας. Μας λέει η ποιήτρια στα αφιερωματικά της λόγια:
«Στους
απλούς ανθρώπους της Κύπρου. Που μέσα από ανυπέρβλητες δυσκολίες Κράτησαν την
ταυτότητά τους Κι ανέστησαν αξιοθαύμαστους ανθρώπους», σ.7
Και
πράγματι, διαβάζοντας και εξετάζοντας (εν συνόλω) τον πεζό και ποιητικό της
λόγο, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι παρά μία εν εξελίξει βιωμένη μαρτυρία
αλήθειας, μια πρόσληψη του Κυπριακού χώρου και των ανθρώπων του της κοινής τους
ιστορικής πορείας, του κοινού τους ιστορικού πεπρωμένου. Ένας φιλόξενος χώρος
της κυπριακής υπαίθρου, αγροτικός με διάσπαρτα βυζαντινά ή της αρχαιότητας τεχνουργήματα,
τα οποία οικοδόμησαν συνήθεις και πρακτικές ανθρώπων, διαμόρφωσαν χαρακτήρες, σημάδεψαν ψυχές και σπονδύλωσαν το αρχαιολογικό και ιστορικό φρέσκο του Κυπριακού Ελληνισμού. Οργάνωσαν
και καλλιέργησαν την αισθητική του. Παράλληλα, έχουμε την οραματική απογοήτευση
της ποιήτριας, την διάψευση σε πολιτικό επίπεδο της διαφορετικής εξέλιξης και
τροπής που πήραν τα Κυπριακά πράγματα στο διάβα του χρόνου. Αντίθετη πορεία από
αυτήν που περίμεναν και ανέμεναν οι Κύπριοι αδελφοί μας, οι νεαροί ήρωες που
αγωνίστηκαν και πρόσφεραν τη ζωή τους στους αγώνες 1955-1959, δηλαδή την Ένωση
με την Ελλάδα. Κάτι που δεν κουράζεται να μας υπενθυμίζει με τις δράσεις και τα
γραπτά της η Κύπρια ποιήτρια.
Τέλος, συμπερασματικά, ο κεντρικός χαρακτήρας
του ποιητικού της λόγου, των πεζών της κειμένων, των δοκιμίων της δεν είναι
παρά ένα αυτοβιογραφικό, εξομολογητικό της πρόταγμα της Κυπριακής τραγωδίας,
όπως αυτή εξελίχθηκε στο χρόνο πάνω στο Κυπριακό έδαφος, της ιστορικής μας
διάψευσης. Την ματαίωση των αγωνιστικών φιλοδοξιών της γενιάς της. Την Ένωση
της Κύπρου με την μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Την Κύπρο ως ένα ενιαίο
αναπόσπαστο μέλος της κρατικής οντότητας του Ελληνισμού. Ένας στόχος που και η
δική μου Ελλαδίτικη πολιτικοποιημένη εφηβική γενιά, όταν βγαίναμε από το
επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς του 1974 επιθυμούσε. Θεωρούσαμε ότι επιβάλλεται
να αγωνιστούμε μαζί με τους Κυπρίους Έλληνες για την Ένωση. Ο
ρεαλισμός της πολιτικής και της ιστορίας, της Ελλαδικής πραγματικότητας, τα
διεθνή οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, από διάφορες γεωγραφικές και άλλες
πλευρές και στρατιωτικούς σχηματισμούς προερχόμενα, είχαν δυστυχώς αλλιώς
σχεδιάσει την μοίρα της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας. Προετοίμαζαν και
έστρωναν τον δρόμο για μία διαφορετική λύση του Κυπριακού προβλήματος. Θα έμενε
τις επόμενες δεκαετίες ένα δύσκολο στην επίλυσή του πρόβλημα στην μεσογειακή
λεκάνη όπως το Παλαιστινιακό. Άλλες οι βουλές των ανθρώπων και οι επιθυμίες,
και άλλες οι πολιτικές και οικονομικέ και των διπλωματών των ισχυρών της γης.
Ασφαλώς, η διάγνωση των αιτιών του προβλήματος, ακόμα και μέσω του ποιητικού
λόγου και αφήγησης, της τέχνης, δεν αναιρεί την διαιώνιση των σημερινών καιρών
μετά από τόσες δεκαετίες του αδιεξόδου. Άπαξ όμως και διαταράχτηκε η ειρηνική
και ομαλή ανθρωπογενής και του φυσικού τοπίου της Κυπριακής οντότητας διάρκεια,
δύσκολα επανέρχονται οι απαραίτητες ισορροπίες και συμπλεύσεις εκατέρωθεν.
Η
ποίηση και ο πεζός λόγος της ποιήτριας Πίτσας Γαλάζη αυτήν την χαμένη,
αμαυρωμένη εικόνα της ιδεατής ιστορικής εποχής μας εικονογραφεί και περιγράφει.
Την ιστορική ταυτότητα τόπου και των ανθρώπων σε μία ρέουσα τροχιά μιάς άλλης
πραγματικότητας του Ελληνισμού.
Αντιγράφω τα δύο κείμενα του πολιτικού περιοδικού "Αντί", για πληρέστερη κατανόηση του Κυπριακού ποιητικού φαινομένου συνολικότερα.
Η μυθοποίηση των ονομάτων στη
σύγχρονη κυπριακή ποίηση
του Γιώργου Μολέσκη μορφωτικού
ακολούθου Υπ. Παιδείας και Πολιτισμού
περιοδικό ΑΝΤΙ τεύχος 822/ 16/7/2004, σελ. 42-45
1.,
Η πληθωρική χρήση ονομάτων, ανθρώπων και τόπων, παρμένων από την ιστορία και τη
γεωγραφία του τόπου, είναι ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης
κυπριακής ποίησης. Η πλειοψηφία των ονομάτων είναι παρμένα από τη σύγχρονη
ιστορία και τη γεωγραφία και ένα μεγάλο μέρος από αυτά είναι γνωστά μόνο στον
κύκλο των ανθρώπων του τόπου. Η έκταση αυτής της πρακτικής, με όλα όσα κατά
προέκταση προσκομίζει στην ποίηση, γίνεται ένα από τα διαφοροποιά στοιχεία της
σύγχρονης δημιουργίας.
Ονόματα-αναφορές
σε συγκεκριμένους τόπους και ανθρώπους, ονόματα-θέματα, ονόματα- σημεία
γέννησης της ποιητικής συγκίνησης και σύλληψης της ποιητικής ιδέας,
ονόματα-σύμβολα, ονόματα ιδεολογικές θέσεις. Τα ονόματα αυτά δεν κατοικούν μόνο
μέσα στους στίχους των ποιημάτων. Συχνά ανεβαίνουν και γίνονται τίτλοι
ποιημάτων είτε ολόκληρων ποιητικών συλλογών.
Βέβαια,
ιστορικά και γεωγραφικά ονόματα συναντούμε συχνά στην ελληνική και την
παγκόσμια ποίηση. Πρόκειται συνήθως για γνωστά ιστορικά είτε άλλα ονόματα, που
αποτελούν και το θέμα του ποιήματος ή έχουν ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή
του. Στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση τα ονόματα είναι συχνά ντόπιων ηρώων ή
τοπωνύμια, ελάχιστα γνωστά ακόμα και στην Κύπρο, που χρησιμοποιούνται στο στίχο
ως εικόνες, ως σύμβολα, ως αναφορές. Η χρήση τους προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης
έχει την απαραίτητη γνώση γύρω από αυτά, ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν
ποιητικά και ότι χρησιμοποιούνται με την αναγκαία αφαίρεση, ώστε να μπορούν να
αποδώσουν το προσωπικό ύφος και το νόημα των ποιητών.
Έχουμε
λοιπόν ονόματα όπως: Γρηγόρης Αυξεντίου ή μόνο Γρηγόρης, Κυριάκος Μάτσης ή μόνο
Κυριάκος, Ευαγόρας Παλληκαρίδης ή μόνο Ευαγόρας, Πενταδάκτυλος, Κερύνεια,
Αμμόχωστος, Μόρφου, Σαλαμίνα κ.λπ., που είναι ευρύτερα γνωστά, αλλά και: Λύση,
Κοντέα, Βατυλή, Δαυλός, Βουκολίδα, Άρδανα, Άγιος Συνέσιος, Γαστριά. Συχνά
εμφανίζονται μόνο τα μικρά ονόματα γνωστών ηρώων και, επίσης, μικρά ονόματα
απλών και άγνωστων ανθρώπων. Ο κατάλογος είναι μεγάλος. Μπορεί κανείς να
φτιάξει μ’ αυτά ένα λεξικό ονομάτων ή τοπωνυμιών, των κατεχόμενων, κυρίως,
περιοχών της Κύπρου, γιατί αυτές είναι που κυριαρχούν στην ποίηση.
Όλα αυτά
τα ονόματα, με τη συχνότητα που τα συναντούμε, ορίζουν σε μεγάλο βαθμό το
ιστορικό και το γεωγραφικό τοπίο της σύγχρονης κυπριακής ποίησης. Και όσο περνά
ο καιρός, οι «ονοματικές» αυτές αναφορές επεκτείνονται και εμπλουτίζονται με
καινούργιες παράμετρους. Τα ονόματα, ως σύμβολα πια, προχωρούν όλο και
περισσότερο προς έναν αφηρημένο χώρο, χάνουν το ολικό ιστορικό ή γεωγραφικό
τους περιεχόμενο και αποκτούν μια καινούργια σημαντική, ως ήχοι και εικόνες.
2.,
Στην περίοδο 1955-1960, αλλά και μέχρι το 1974 τα ονόματα που κυριαρχούν είναι
αυτά των ηρώων του αγώνα. Με τα ονόματα καλούνται να λειτουργήσουν ποιητικά
ηρωικοί νεκροί που έπεσαν σε άνισες
μάχες με τον εχθρό, είτε που πέθαναν στην αγχόνη με το χαμόγελο και το τραγούδι
στα χείλη, όλοι τους νέοι και ωραίοι, με αγάπη για τη ζωή, πάνω από την οποία
όμως έθεσαν την αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία. Το φορτισμένο
συγκινησιακά κλίμα της ποίησης αυτής, η άμεση σύνδεσή της με τα γεγονότα και το
ιστορικό μέγεθος αλλά και η εγγύτητα, χρονική και ιδεολογική, με τους ήρωες,
δεν επιτρέπουν μια σημαντική αποστασιοποίηση από τα ονόματα αυτά, έτσι που να
προωθηθούν περισσότερο σ’ ένα καθαρά συμβολικό χώρο. Οι αναφορές στα ονόματα
είναι καθοριστικές για το θέμα και για το περιεχόμενο των ποιημάτων, επιβάλλουν
το δικό τους νόημα και τη συγκινησιακή φόρτιση στην ποίηση. Ονόματα όπως αυτά
του Αυξεντίου, του Μάτση, του Καραολή, του Παλληκαρίδη, είναι πολύ γνωστά, μαζί
με όλη την ιστορία και το θρύλο τους, στο πριν το 1974 κοινό της ποίησης. Έτσι
η αναφορά σ’ αυτά προκαθορίζει το ποιητικό πάθος και ο συμβολισμός τους είναι
άμεσα συνδεδεμένος με την ιστορία τους.
3.,
Η μετατόπιση των ονομάτων των ηρώων προς ένα πιο προωθημένο συμβολικό επίπεδο
γίνεται στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του αγώνα, από το 1960 και μετά.
Στην ποιητική προσέγγιση των ονομάτων αυτών επεισέρχεται πια η προσωπική
παρέμβαση του ποιητή, που τη δικαιολογεί τόσο το κλείσιμο του κεφαλαίου του
αγώνα και η νέα πραγματικότητα της ανεξάρτητης Κύπρου, όσο και η κάποια
αποστασιοποίηση από τους ήρωες και τα γεγονότα. Η νοσταλγία του ηρωισμού και
του ρομαντισμού της περιόδου του 1955-1959 και το αίσθημα ότι ο αγώνας δεν είχε
το αναμενόμενο αποτέλεσμα, καθώς και η αντιπαράθεση της νέας κατάστασης με την
προηγούμενη, οδηγούν προς μια νέα ποιητική στάση, ιδεολογικά και κριτικά
κατευθυνόμενη.
Έτσι,
από την ποίηση που τραγουδά το ηρωικό και ρομαντικό πνεύμα του αγώνα του
Τεύκρου Ανθία, του Θεοδόση Πιερίδη, του Κύπρου Χρυσάνθη, του Αχιλλέα Πυλιώτη,
του Ανδρέα Παστελλά, του Σοφοκλή Λαζάρου, του Θεόδωρου Στυλιανού, του Γιώργου
Κωνστάντη, ερχόμαστε στην ποίηση του «οράματος και της διάψευσης» του Κώστα
Μόντη, του Παντελή Μηχανικού, της Πίτσας Γαλάζη,
της νέας περιόδου του Ανδρέα Παστελλά, του Σοφοκλή Λαζάρου κ.ά. Στην ποίηση
αυτή το πολιτικό στοιχείο είναι έντονο και οι αναφορές σε ονόματα ηρώων έχουν
μια διαφορετική λειτουργία. Οι ήρωες είναι πια ανεβασμένοι σ’ ένα υψηλότερο
βάθρο, βρίσκονται σε απόσταση, γι’ αυτό και μπορούν να λειτουργήσουν ως σύμβολα
και ως μύθοι και να αντιπαραταχθούν ως πρότυπα σ’ αυτούς που επέζησαν, άλλαξαν
πορεία και συνεχίζουν αλλοτριωμένοι τη ζωή τους.
Με τον
ίδιο τρόπο αντιπαρατίθενται και οι εποχές. Εκείνη: ηρωική, απογειωμένη, με
υψηλούς στόχους’ αυτή: προσγειωμένη, αντιηρωική, χωρίς στόχους. Έτσι το
στοιχείο της κοινωνικής και της
πολιτικής κριτικής συνυπάρχουν. Φυσικά ο όρος «πολιτική» κριτική
χρησιμοποιείται καταχρηστικά, γιατί η συναισθηματική φόρτιση της ποίησης αυτής
είναι τόσο μεγάλη, που δύσκολα μπορεί να προχωρήσει στον αναγκαίο βαθμό
αποστασιοποίησης και στη χρήση ενός πολιτικού ποιητικού λόγου μπρεχτικού τύπου,
είτε του τύπου του Αναγνωστάκη, του Αλεξάνδρου, του Πατρικίου.
Τα
ονόματα των ηρώων του αγώνα του 1955-1959 που χρησιμοποιούνται στην ποίηση,
είναι σε μεγάλο βαθμό «έτοιμα» ως σύμβολα και η μετατόπισή τους προς ένα πιο
πολιτικοποιημένο χώρο γίνεται στη βάση του περιεχομένου τους.
Ακόμα και
μετά το 1974,, παρά τα νέα ονόματα, κυρίως τοπωνύμια, που μπήκαν πληθωρικά στην
κυπριακή ποίηση, ποιητές όπως η Πίτσα Γαλάζη, ο Σοφοκλής Λαζάρου κ.ά., συνεχίζουν
τις αναφορές στα προηγούμενα ονόματα, συνδυάζοντάς τα με τα καινούργια:
Κι
αγωνίζομαι να φέρω
το
χελιδόνι στο ποίημα
σε
τόπο που τα χελιδόνια πενθοφορώντας αποδημούν
καθώς
αποδήμησαν της γενιάς μου οι ονειροφόροι
Ο
Γρηγόρης κι ο Ευαγόρας του Μαρτιού
ο
Μιχάλης κι ο Ανδρέας του Μαγιού
Αθωότητα
του Καραολή μοίρα της ράτσας μου
Αντρειοσύνη
του Μάτση απόφαση της γενιάς μου
Αμμόχωση
και πάλι αμμόχωση
έρχεται
και με βρίσκει συνωστισμός ερειπίων
Αρσινόη
και βγαίνει ο Πέτρος ο βράχος
Κωνσταντία
και βγαίνει ο Κυριάκος ο βράχος
Αμμόχωστος
και βγαίνει ο Γρηγόρης
με το
μουστάκι μόλις ιδρώνει
Πίτσα Γαλάζη, «Σηματωροί» (1983)
4., Μετά το 1974 ωστόσο,
το τοπίο ονομάτων της κυπριακής ποίησης μετατοπίζεται από αυτό των ηρώων σ’
αυτό των τοπωνυμίων. Η ιστορία είναι φυσικά και πάλι παρούσα, όμως μπορούμε να
μιλούμε και για μια ποιητική γεωγραφία. Έχουμε ένα γεωγραφικό τοπίο στο οποίο
κυριαρχούν ονόματα πόλεων, χωριών, βουνών, θαλασσών, τοπικών περιοχών. Αυτά το
ονόματα γίνονται σύμβολα της ποίησης, δημιουργείται γύρω τους μια νέα συμβολική
και μια νέα μυθολογία. Κυριαρχούν φυσικά σ’ αυτή τόποι κατεχόμενοι, απρόσιτοι,
που μέρα με τη μέρα ξεμακραίνουν από μας. Η αίσθηση της απώλειας, που όσο περνά
ο καιρός μεγαλώνει, τους επιβάλλει με αυξανόμενη συχνότητα αλλά και τους
προσδίδει, με την αποστασιοποίηση που έρχεται, καινούργια ποιητικά, ιδεολογικά
και μυθολογικά στοιχεία. Η απομάκρυνσή τους σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο, απρόσιτο
στην απτή πραγματικότητα, ανοίγει το δρόμο των αναμνήσεων, της φαντασίας και
του ονείρου. Οι ποιητές θέλουν να φέρουν, μέσα από την ομίχλη της λησμονιάς,
δικές τους εμπειρίες, συγκινήσεις, γεύσεις και μυρωδιές και να κάνουν τον τόπο
να υπάρξει μέσα από αυτές:
Η
Μόρφου ένα πράσινο θολό
Άνυδρα
τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια
μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που
δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει
στις θολές γραμμές
Των
νοτισμένων κήπων
Γιάννης Ποδιναράς, «Ένα πράσινο θολό»
Η
πολιτεία πεθαίνει μέσα στην ακινησία
μ’
ένα στεγνό από γάλα στήθος, δίχως ομιλία
να
κρέμεται απ’ τα δάχτυλα του χρόνου
σε
μια άσκοπη νυχτερινή στιγμή
Κύπρος Χρυσάνθης, «Τα τραγούδια της Τριανταφυλλένης»
Οι
ποιητές συνδέονται με τους τόπους πρώτα απ’ όλα συναισθηματικά. Είναι τόποι
όπου έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, συνδέθηκαν με τις πέτρες, τα δέντρα, τα
σπίτια και τις θάλασσές τους, έχουν μέσα τους μνήμες, γεύσεις, χρώματα. Αυτή τη
συναισθηματική σύνδεση είναι που θέλουν να εκφράσουν σε πρώτο στάδιο, να τη
διαιωνίσουν μέσα από την ποίηση, αναζητώντας έτσι και μια πηγή ελπίδας ή
παρηγοριάς.
Το χαμένο
πραγματικό περιεχόμενο, ο χαμένος «υλικά» τόπος, δεν μπορεί να χαθεί για τη
συνείδηση και για τη μνήμη. Είναι γεμάτος πράγματα που δεν ξεπλένονται από το
χρόνο. Η ποίηση γίνεται ένας χώρος συντήρησης αυτής της μνήμης, ένας χώρος
κάλυψης του κενού που δημιουργείται.
Ο ποιητής
καλεί με τους ήχους των ονομάτων το πνεύμα του τόπου. Το καλεί να τον
συνδράμει, να τον στηρίξει στην προσπάθειά του να ανυψώσει και να κάνει αθάνατο
στο χρόνο αυτό που φεύγει και που το νόημά του συμπυκνώνεται στο
Τεντώνεις
τα δάχτυλα
του
πιο αδύνατου χεριού σου
και
προφτάνεις την Αχώρα
και
την μακρινήν Αφέντρικα
να
ξαναπαρθενεύουν
Σηκώνεσαι
ελάχιστα
και
βλέπεις στον άλλο Πενταδάκτυλο
Φλαμούδι
Δαυλό ιερή Ακαθού
μικρές
πατρίδες της μέλισσας
που
δεν τρυγάει κανείς
Κλείνεις
τα μάτια επιστρέφοντας
ώρα
που κατεβαίνει ο ήλιος
κι ο
δρόμος παίζει μαζί σου
στες
στροφές των υψάρων
ανάμεσα
Γαστριά και Πατρίκι
αυτό
είναι λες το Πογάζι
καλός
σταθμός
Πολύβιος Νικολάου, «Προδιαγραφή για τους
νέους ποιητές από την Αμμόχωστο»
Τα
ονόματα αυτά έχουν ωστόσο υποκειμενική κατά πρώτο λόγο σημασία. Μπορούν να
λειτουργήσουν πιο άμεσα στις προσλήψεις όσων έχουν παραστάσεις και μνήμες από
τους τόπους που αναφέρονται. Για να λειτουργήσουν ευρύτερα ως σύμβολα
χρειάζονται μετατόπιση σε περισσότερο αφηρημένους, συμβολικούς είτε
ιδεολογικούς χώρους. Και αυτό γίνεται μέσα από την ίδια τη δομή των ποιημάτων.
Ο ξεκάθαρος στόχος και η σωστή συναισθηματική φόρτιση, αλλά και η
πολιτικοποίηση του θέματος, δίνει υπόσταση ποιητική σε ονόματα που διαφορετικά
δεν σημαίνουν τίποτε γι’ αυτόν που δεν τα γνωρίζει. Λέει, για παράδειγμα, ένας
αιχμάλωτος στις φυλακές της Τουρκίας:
Απόκαμα
να περιμένω κάποιον,
έναν
απ’ όλους
που
θα ‘ρθει λέει να με βρει και με βγάλει.
Μάλλον
χαθήκανε όλοι εκεί κάτω
και
ίσως να ζω μονάχα εγώ.
Λέω
χαθήκανε ολόκληρα χωριά
η
Λύση, η Βατυλή, η Κοντέα
μπορεί
και όλο το νησί να εχάθη.
Ελένη Θεοχάρους, «Πρόξενος θάνατος Άγγελε
μου»
Είτε περιγράφεται μια επίσκεψη μια επίσκεψη Άγγλου
Κυβερνήτη σε μέρη της Κύπρου:
Είχε
να πάει στο Τρίκωμο, Λευκόνοικο,
Κόμη
Κεπίρ, Γαστριά, Καντάρα κλπ.
Βρώμικα
μέρη, ολόσκονα και θλιβερά,
σκατά
κι ακαθαρσίες της Αμάθειας.
Φόρεσε
ο Σερ την κάσκα του χάθηκε
με το
φαρί του ανάμεσα των άστρων
νύχτας
ασημοκάπνιστης, πολυόμματης.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Μεθιστορία».
5.,
Συχνά πάλι οι ποιητές, για να δώσουν υπόσταση σε άγνωστα στο πλατύ κοινό
ονόματα, καταφεύγουν στην ιστορία και τη μυθολογία είτε στην ετυμολογία για να
βρουν τρόπους να συνδέσουν τα ονόματα αυτά με την ευρύτερη ιστορία και τον
πολιτισμό του τόπου, να τους δώσουν άλλη διάσταση, διαχρονικότητα και
οικουμενικότητα.
Η
Κερύνεια, η Αμμόχωστος, η Σαλαμίνα, η Έγκωμη, ο Πενταδάκτυλος προσφέρουν
πλούσιο υλικό για το πάντρεμά τους με την ιστορία και τη μυθολογία στους
στίχους των σύγχρονων ποιητών, ακόμα και με τη λογοτεχνία, παλιά και νέα, όπως
τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη με τις αναφορές τους στην Έγκωμη, τη Σαλαμίνα,
τη Φαμαγκούστα, τον Άγιο Ιλαρίωνα κ.λπ. Ο στόχος των ποιητών είναι να
λειτουργήσουν οι αναφορές αυτές ευρύτερα και να αποκτήσουν ένα διαχρονικό
περιεχόμενο:
Έζησα
τη ζωή μου στα δάση της Κερύνειας,
ακούοντας
τους αυλούς του Σειληνού,
φωνές
δυναμικές, γενναίες.
Κι
είδα τα καράβια των Αχαιών να φτάνουν
με
τον Πράξανδρο και τον Κηφέα.
Νίκος Κρανιδιώτης, «Γενέθλια γη»
Άλλοτε πάλι, σε ύφος Οδυσσέα Ελύτη, παρατίθενται το
ένα μετά το άλλο ονόματα αρχαία και σύγχρονα, σάμπως ο ποιητής να θέλει να
επιμηκύνει το χρόνο, να προεκτείνει την ιστορία ώστε να περιλάβει και τα
σημερινά ονόματα για να μη χαθούν.
Να
μνημονεύονται
Ακάμας,
Αίπεια, Σόλοι, Λάμπουσα,
Λάπηθες,
Κερύνεια, Χύτροι, Αφροδίσιον,
Ουρανία,
Αχαιών Ακτή, Σαλαμίς, Αλάσια.
Να
μνημονεύονται
Άγιος
Αντιφωνητής, Γλυκιώτισσα, Κανακαριά,
Απόστολος
Ανδρέας, Απόστολος Βαρνάβας…
Κυριάκος Πλύσης, «Όνομα δ’ αυτής Μακαρία»
Η μαζική
είσοδος των τοπωνυμιών στην ποίηση μετά το 1974 είναι φυσικά αποτελέσματα της
κατοχής των τόπων που αναφέρονται και της προσφυγοποίησης των κατοίκων τους,
που νιώθουν να τα χάνουν σιγά-σιγά. Ο τραγικός ήρωας της καταστροφής που
συνέβηκε είναι ο τόπος, με την ιστορία, τη γεωγραφία, την παράδοσή του. Οι
νεκροί και οι αγνοούμενοι είναι ανώνυμες μάζες,που αντιπροσωπεύονται με
αναφορές σε λίγα μικρά, διαδεδομένα ονόματα. Τα ονόματα ανθρώπων- ηρώων της
περιόδου αυτής είναι ελάχιστα, ο Δώρος Λοϊζου, ο Τάσος Μάρκου, στα κατοπινά
χρόνια ο Θεόφιλος και πρόσφατα ο Ισαάκ
και ο Σολωμού. Αλλά ο τόπος, ο κατεχόμενος που ξεμακραίνει όσο περνά ο καιρός,
βαραίνει διαρκώς.
Παγιδευμένος ο Κύπριος ποιητής από την τραγική μοίρα του τόπου του,
περισφιγμένος από γεγονότα που αλλάζουν το σκηνικό μέσα στο οποίο ζει με τρόπο
βίαιο και ξέφρενους ρυθμούς, απευθύνεται στους κατεχόμενους τόπους του γιατί
εκεί υπάρχει ακόμα η σταθερή μορφή, που προσφέρεται μέσα από την
αποστασιοποίηση της να γίνει σύμβολο της μνήμης και να γεμίσει το κενό που τον
περιβάλλει.
Η πληγή
που ανοίχτηκε στο χρόνο σημειώνεται με τρόπο απτό από τους χαμένους τόπους.
Έτσι και το συναισθηματικό κενό που δημιουργείται αποκτά υλική υπόσταση μέσα
από τους ήχους των ονομάτων που επαναλαμβάνονται. Η προφορά του ονόματος
αποτελεί επίκληση στο πνεύμα του τόπου. Το όνομα γίνεται κάτι σαν ήχος
μουσικής, που μετατοπίζεται σταδιακά σ’ ένα χώρο αφαίρεσης. Έτσι όχι μόνο
ονόματα τόπων (πίσω από τα οποία κρύβεται ένα ρεαλιστικό τοπίο), αλλά και μικρά
ονόματα ανθρώπων (πίσω από τα οποία δεν κρύβεται ένας συγκεκριμένος άνθρωπος),
μπορούν να λειτουργήσουν σαν τέτοια σύμβολα για τις αισθήσεις μας.
….όταν
έφυγε το χωριό
ανοίχτηκε
πληγή βαθιά μέσα στο χρόνο.
Έπεσε
ο ουρανός και σχηματίστηκε κενό
(…)
Ονόματα
χωριών εγκαταλειμμένων
σαν
φόρμες
που
υπάρχουν πια στα όρια της αφαίρεσης
ολοένα
χάνοντας το σχήμα τους.
Βουλιάζουν
σ’ ένα χρώμα λησμονιάς
σπίτια,
πλατείες, δρόμοι,
λέξεις,
μύθοι και χειρονομίες.
Μονάχα
η μουσική τους έρχεται μέσα απ’ όλα τούτα
κι
αγγίζει τις αισθήσεις μας και μας αναστατώνει
γεμίζοντάς
μας μ’ ένα συναίσθημα φυγής.
Γιώργος Μολέσκης, «Το νερό της μνήμης»
6.,
Ο χαρακτήρας της ποίησης αυτής καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το βάρος των
θεμάτων, των ονομάτων και των συμβόλων της. Μοιραία αυτό την έλκει προς τη γη
του τόπου, της δίνει ένα τοπικό χρώμα κι ένα χαρακτήρα τον οποίο προσπαθεί να
υπερβεί. Βρίσκει τη διέξοδο στην επιμήκυνση των ονομάτων (και των θεμάτων)
αυτών στο χρόνο θέτοντάς τα σε παράλληλη πορεία είτε σε διάλογο με την ιστορία
και τη μυθολογία. Η μυθοποίηση των σύγχρονων ονομάτων και η τοποθέτησή τους
δίπλα σε άλλα διαχρονικά ονόματα βοηθά να διερμηνευτεί το ποιητικό συναίσθημα
και η ιδέα σε πλατύτερους χώρους και να αποκτήσει ευρύτερη αποδοχή.
Ο
Κυριάκος Χαραλαμπίδης δηλώνει το στόχο του ακόμα και στον τίτλο του βιβλίου του
«Αμμόχωστος Βασιλεύουσα». Ο παραλληλισμός με τη χαμένη βασιλεύουσα των πόλεων
ξεκινά από ένα επίθετο στην κατεχόμενη Αμμόχωστο και αναπτύσσεται σε πολλά
επίπεδα στο βιβλίο. Η προσωποποιημένη στα ποιήματα Αμμόχωστος συνδέεται με την
προσωποποιημένη στη συνείδηση του κόσμου «βασιλεύουσα» και αποτελεί ταυτόχρονα
και μια μυθοποίηση του ονόματος της πόλης. Μέσα από αναφορές ιστορικές,
ομηρικές, βυζαντινές, μέσα από παραλληλισμούς με τη βυζαντινή πρωτεύουσα, τη
ζωή της και τη μοίρα της, το ιστορικό της πεπρωμένο, η Αμμόχωστος ανεβάζει σ’
ένα βάθρο διαχρονικό, στο οποίο στέκουν αθάνατες οι μεγάλες χαμένες πόλεις.
Γιατί ποιος μπορεί να τις αγγίξει εκεί; Ποιος μπορεί να επέμβει και να χαλάσει
αυτό που θεμελιώθηκε στην ιστορία και στους αιώνες;
Ακούω
η κεφαλή σου μεταφέρθηκε
σαν
τίμια κάρα στην Κωνσταντινούπολη.
Βυζαντινοί
αυτοκράτορες με αντρεία
σε
αποθέσανε στα κόκκινα και τα χρυσά
τ’
άστρο της Αγίας του Θεού Σοφίας
σε
μελετά και σε σκεπάζει.
Και
συ, γυναίκα, σε ώρα περασμένη.
ανοίγεις
τα κλειστά σου ματοβλέφαρα
Καημένη
πόλη, δέκα χρόνια στο κρεβάτι
χωρίς
της κορυφής το λυχνοστάτη
ακέφαλη
και κρύα σαν μολύβι
Η
κάρα σου σε μια πελώρια κούτα
Γαρνιρισμένη
σερπαντίνες κι αστεράκια
χάρτινα
όλα, σπόρους της αντρείας,
κοσμοταξίδεψε
να εναποτεθεί
μες
από οίκους ανοχής και καμπαρέ
στον
ουρανό της πόλης, που βασίλευε.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα»
Για την απελευθέρωση την υλική της πόλης αυτής, που
μπορεί να πατηθεί από πόδι κατοίκου δικού της, υπάρχει λίγη πίστη στο βιβλίο
και λιγότερη ελπίδα. Η πόλη όμως, και μέσα στα σίδερα, είναι ελεύθερη. Είναι
ελεύθερη ως ιστορική πια πραγματικότητα, που έχει επιτελέσει το ρόλο της κι
έχει αναχθεί σε πόλη αθάνατη, σε πόλη σύμβολο, ανάμεσα στα αθάνατα σύμβολα της
ιστορίας.
Οι
αναφορές σε ονόματα στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση είναι πολλές. Μερικές φορές
γίνονται γιατί οι ποιητές ακολουθούν μια ποιητική που έχει διαμορφωθεί, μια
τάση που καθιερώθηκε. Και τότε μένουν απλές απαριθμήσεις, χωρίς να καταφέρνουν
να υπερβούν το βάρος του περιεχομένου τους, να κινηθούν σ’ ένα χώρο αφαίρεσης
και μύθου. Συμβαίνουν όμως ενδιαφέροντα φαινόμενα στον τομέα αυτό, όπως
προσπάθησα να αποδείξω στο σύντομο άρθρο μου, και συχνά έχουμε σημαντικές
ποιητικές καταθέσεις, που ανεβάζουν τα ονόματα αυτά σ’ ένα χώρο ποιητικής
αφαίρεσης, γίνονται στοιχεία μιας νέας ποιητικής.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ,
Περιοδικό ΑΝΤΙ, Δεκαπενθήμερη Πολιτική και
Πολιτιστική Επιθεώρηση. Περίοδος Β΄, τεύχος 822/ Παρασκευή 16 Ιουλίου 2004,
σελίδες 42-45.
Η γενιά της Εισβολής: Μια οργισμένη
γενιά
Του Γιώργου Β. Γεωργίου
Περιοδικό Αντί τεύχος 822/16-7-2004,
σ.46-47
Είναι
γνωστός ο τρόπος με τον οποίο επενεργούν στην τέχνη και στη λογοτεχνία εν
προκειμένου ρηξικέλευθα ιστορικά γεγονότα, που αλλάζουν άρδην τον τρόπο με τον
οποίο οι λογοτέχνες προσλαμβάνουν τα κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά
συμφραζόμενα. Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε και για τη λογοτεχνία της Κύπρου η
«τομή» του ’74, που δημιούργησε μια οργισμένη γενιά συγγραφέων, οι οποίοι είτε
μετουσίωσαν την προηγούμενη λυρική τους διάθεση σε ένα σκληρό, καταγγελτικό
λόγο είτε ανδρώθηκαν συγγραφικά μέσα στις ζοφερές συνθήκες μετά την Εισβολή και
εξέφρασαν το συλλογικό βίωμα με εντελώς προσωπικές λογοτεχνικές μαρτυρίες, μέσα
από μια ποίηση και μια πεζογραφία έντονων συναισθηματικών κραδασμών, αλλά και
φωνής αγωνίας, απόγνωσης μα και διαμαρτυρίας. Γενιά με ερωτηματικά, θα μπορούσε
να είναι μια εναλλακτική αναφορά.
Παρακολουθώντας βέβαια η κυπριακή ποίηση και η λογοτεχνία την ιστορική
πορεία του τόπου δεν σημαίνει πώς καταγράφει απλώς ή μεταφέρει μηχανικά τα
γεγονότα, αλλά συνενώνεται με το διαχρονικό μύθο, δίνει μορφή στα βαθύτερα
συναισθήματα, μετουσιώνεται σε έργο τέχνης. (1)
Η
προηγούμενη γενιά (γνωστή ως γενιά του ’60) ανδρώθηκε λογοτεχνικά μέσα σε
έντονες πολιτικές ζυμώσεις, αλλά και σε κλίμα ευφορίας. Μετά την Ανεξαρτησία
και την ίδρυση του Κυπριακού Κράτους το κλίμα αυτό συνεχίζεται, ενώ ήδη
παρουσιάζονται νέα λογοτεχνικά, φιλολογικά και λαογραφικά περιοδικά: η
Πνευματική Κύπρος (1960) με τους Κύπρο Χρυσάνθη, Κώστα Μόντη, Αντρέα
Χριστοφίδη, η Φιλολογική Κύπρος (1960), ο Κυπριακός Λόγος (1969), η Επιθεώρησις
Λόγου και Τέχνης (1970-1974), η Λαογραφική Κύπρος (1970), του γνωστού λαογράφου
Χρύσανθου Κυπριανού, η Νέα Εποχή (1971), το λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς
που συνεχίζει την έκδοσή του μέχρι σήμερα, και άλλα.
Μαζί όμως
με την αισιοδοξία της καινούργιας αρχής, η γενικότερη κρίση στο εσωτερικό
μέτωπο, τα γεγονότα του ’63, προσωπικές αντιζηλίες αλλά και βιαιοπραγίες, η
παράνομη δράση του Εθνικού Μετώπου και της τρομοκρατικής οργάνωσης του Γρίβα
ΕΟΚΑ Β στη συνέχεια, και το γενικότερο κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας,
δημιούργησαν κλίμα σύγχυσης και μεταξύ των λογοτεχνών.
Ήδη ο
Κώστας Μόντης εγκαταλείπει από το 1958 τις έντονα λυρικές ποιητικές του
εξάρσεις και στρέφεται προς τις «Στιγμές», αποφθεγματική ποίηση με σαρκαστικό
τόνο, αλλά και έντονη αίσθηση της πραγματικότητας.
Αν
υπάρχει πάντως μια διάθεση απομάκρυνσης από τις προηγούμενες λυρικές φόρμες με
τα γεγονότα του ’74, πρώτα η προδοσία και το Πραξικόπημα, και ύστερα η Εισβολή,
το ξεσπίτωμα, οι νεκροί, οι αγνοούμενοι και οι πρόσφυγες έρχονται να
κατακρημνίσουν την όποια ιδεαλιστική αυταπάτη του παρελθόντος και να οδηγήσουν
σε μια έντονα κριτική στάση των νεότερων, σε μια αίσθηση απόγνωσης (2) και σε
διάθεση επανακαθορισμού του συστήματος αξιών, της αίσθησης δικαιοσύνης.
Έτσι που σε κοιτάζω και με κοιτάζεις
Να το θυμούμαστε απ’ έξω σαν Πάτερ
ημών
πώς χάνουμε συνέχεια ύψος
πώς χάνουμε συνέχεια πατρίδα.
Θεοκλής Κουγιάλης:
«Επιστροφή» (1976)
Έχουμε ξεπεράσει το όριο της υπομονής
Τώρα πλέουμε καθώς καράβια σε ανοιχτές
θάλασσες
μόνοι μέσα στην απλωσιά. Βοήθα καρδιά
Αν πρέπει να οροθετήσουμε τη μοναξιά
μας
χωρίς τη γη, χωρίς τα σπίτια μας
που δεν ακολουθούν το δεδομένο σχήμα.
Φοίβος Σταυρίδης:
«Απομυθοποίηση» (1978)
Πλέον,
όλοι οι εκφραστικοί τρόποι συνηγορούν ως προς τούτο: τη σκληρή και αντιποιητική
γλώσσα, που πολλές φορές καταγγέλλει η ίδια τους νέους αυτούς δρόμους:
Και δημαγωγούς θα μας πουν
και πεζολόγους θα μας πουν
και ότι χαλάμε την πιάτσα θα μας πουν
οι επαΐοντες.
Εσύ όμως ξέρεις
Πώς πίσω από τις μονότονες καθημερινές
λέξεις,
πίσω από τις λέξεις που
καταδυναστεύουν τη ζωή μας
πίσω από τη ζωή μας που είναι
διαποτισμένη τώρα
με την κατοχή
με την προσφυγιά
με δύο δεκάχρονα μάτια
και με τη φωτογραφία του αγνοούμενου
πατέρα
κρύβονται
το γεωγραφικό πλάτος και μήκος
αυτού του νησιού
Ντίνα Κατσούρη
Οι εκφραστικοί τρόποι, τα μέσα, προσαρμόστηκαν στο
να εκφράσουν τα συναισθήματα της απώλειας, της προσφυγιάς, του ξεριζωμού, του πόνου.
Μάλιστα υπήρξαν κριτικοί που επεσήμαναν ότι η στροφή
αυτή υπήρξε τόσο καθοριστική και τόσο ολοκληρωτική, ώστε «εγκλώβισε» μια
ολόκληρη γενιά λογοτεχνών θεματικά, κατά τρόπον ώστε δεν μπόρεσαν να
παρακολουθήσουν τα ρεύματα του εξωτερικού, να συγχρωτιστούν γόνιμα με νέες
προβληματικές.
Όμως θα
ήταν στενοκέφαλος λογιοτατισμός να αποκόπτουμε τη λογοτεχνική παρουσία από τα
ιστορικά συμφραζόμενα. Μόλο που υπάρχει μια τάση αποξένωσης σε επίπεδο θεωρίας
του λογοτεχνικού φαινομένου ως αξίας και προσπάθεια να του δοθεί αυτόφωτη
ενέργεια ως έργου τέχνης (πράγμα που ισχύει στο τελειωμένο έργο από αισθητική
άποψη), δεν μπορεί να μην συνεκτιμηθούν οι παράγοντες εκείνοι που οδήγησαν σε
κοινές αναζητήσεις μια γενιά που τόσο έντονα σφραγίστηκε από την περιπέτεια του
’74, που δεν υπήρξε (και δεν είναι ακόμα) ένα ιστορικό επεισόδιο αλλά ζώσα,
καθημερινή ιστορία.
Αν είναι
κάτι που θα μπορούσε να επισημανθεί είναι η ουσιαστική έλλειψη κριτικής στο
έργο των Κυπρίων συγγραφέων, η αποτίμηση με μεθοδολογικά εργαλεία της δουλειάς
τους και η ανατροφοδότηση ενός διαλόγου που θα μπορούσε να γεννήσει νέες
αναζητήσεις. Στην έλλειψη αυτή συνέτεινε μεταξύ άλλων και η απροθυμία να
συζητηθεί το έντονο προσωπικό και ταυτόχρονα συλλογικό βίωμα του μαύρου Ιούλη
και η αίσθηση ότι αποτελεί προσωπική υπόθεση τόσο, ώστε η δουλειά των
λογοτεχνών να ακολουθεί παράλληλους μονόδρομους μοναξιάς.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι πολλοί ποιητές οδηγήθηκαν από έναν πρώιμο λυρισμό σε μια
δραματικότητα, την ίδια ώρα που η ποίησή τους έγινε ολιγόστιχη, σκληρή, ενώ
άλλοι ποιητές προσπαθούν με πολύστιχα ποιήματα να εκτονώσουν τη διάψευση των
προσδοκιών τους, όπως η Πίτσα Γαλάζη, ή να
εκφράζουν την οργή τους μέσα από μια ιδιότυπη λυρική σκληρότητα, όπως ο Κώστας
Βασιλείου.(3)
Ο Μιχάλης
Πασιαρδής, ποιητής με αξιόλογο έργο και προτου ’74, στις συλλογές που
δημοσιεύει μετά το σημαδιακό γεγονός γίνεται επιγραμματικός, θέλοντας να
καταδείξει το αδιέξοδο στους αγωνιώδεις εσωτερικούς του δρόμους στο να συλλάβει
την τραγωδία.
Οι
«προδιαγραφές του θέματος είναι προδιαγραφές τραγωδίας» παρατηρεί εύστοχα ο
Γιώργος Μολέσκης, που θυμάται ποιητές σαν το Θεοκλή Κουγιάλη, το Φοίβο
Σταυρίδη, το Λεύκιο Ζαφειρίου, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη.
Και είναι
ακόμα ποιητές σαν τον Άντη Κανάκη, τον Κώστα Βασιλείου, τον Μιχάλη Πασιαρδή,
την Ντίνα Κατσούρη, τον Πολύβιο Νικολάου, τον Κλείτο Ιωαννίδη, το Χρήστο Μαυρή,
το Νίκο Ορφανίδη.
Το ίδιο
συμβαίνει και στην πεζογραφία όπου κι εδώ μια πληθώρα συγγραφέων καταθέτει τη
«μαρτυρία» της για τα γεγονότα: ο Γιάννης Κατσούρης, η Ήβη Μελεάγρου, ο Χρήστος
Χατζήπαπας, ο Χριστάκης Γεωργίου, ο Πάνος Ιωαννίδης κ.α.
Βέβαια, η
αναπόφευκτη προσκόλληση στο θέμα της Εισβολής και του ξεριζωμού με τις ποικίλες
συνυποδηλώσεις τους, ιστορικές, πολιτικές και άλλες, δεν σημαίνει ότι έδωσε
έργα ανάξια λόγου ή «στρατευμένα» κατά τρόπον ώστε να αποτελούν μια ενότητα που
αναμασά μοτίβα από τις τραγικές εμπειρίες.
Ενδεχομένως, μια μικροφιλολογική ανάλυση του έργου των συγγραφέων να
καταδείκνυε παραστατικότερα τους συνειρμούς που προκάλεσε το τραύμα του ’74.
Όμως αυτό χρειάζεται σύνθετη εργασία, με συγκέντρωση όλου του υλικού και
εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, που μπορεί να αφορούν τις τεχνικές, τη
συγκριτική αποτίμηση με ρεύματα του εξωτερικού που ενδέχεται να συγχωνεύτηκαν
γόνιμα στην ανάγκη των δημιουργών να εκφράσουν, με ωμό ρεαλισμό πολλές φορές,
την εσωτερική τους συντριβή αλλά και την οργή απέναντι στα γεγονότα.
Μια
αρχική διερεύνηση πάντως καταδεικνύει πόσο σημαντική υπήρξε για τη λογοτεχνία
του τόπου η συνολική αυτή κατάθεση (4) και πόσο καθοριστική για νεότερους
πεζογράφους και ποιητές.
Μάλιστα,
δίπλα σ’ αυτή τη γενιά λογοτεχνών θα μπορούσε να εξετάσει κανείς ισότιμα και εκ
παραλλήλου και τη δημιουργία των ποιητάρηδων, καθώς ο προσωπικός και έντονα
επηρεασμένος από τα γεγονότα τόνος ορισμένων από αυτούς, όπως ο Παύλος
Λιασίδης, έδωσε πραγματικότητα ποιητικά αριστουργήματα.
Επιπλέον,
η αγωνιώδης αυτή καταγραφή της μοίρας του τόπου δεν παύει να εκφράζει κοινούς
προβληματισμούς για την πορεία της ίδιας της ανθρωπότητας. Υπό αυτήν την
έννοια, θα μπορούσε, υπό όρους, σε πολλές, καλές της στιγμές να ιδωθεί και ως οικουμενική λογοτεχνία, πανανθρώπινη
ποίηση.
Μένει να
φανεί πως οι επόμενες γενιές συγγραφέων θα οικειωθούν γόνιμα με όλο αυτό το
υλικό και αν στη συνέχεια θα υπάρξει συσσωμάτωση ή ρήξη προς κάτι εντελώς νέο.
Αυτό βέβαια έχει άμεση συνάφεια και με το ρου της ιστορίας.
1., Γιώργος Μολέσκης: «Σύγχρονη Κυπριακή Ποίηση: Μια
αναφορά στα θέματα και στις κοινωνικές πηγές της». Στο: Πολιτισμός και Τέχνη.
Γ’ Κύκλος Διαλέξεων, εκδ. Κ.Ε. ΑΚΕΛ, Λευκωσία, 1994, σελ. 25.
2., Αλέξης Ζήρας: «Από την πολιτική στη λογοτεχνική
χειραφέτηση». Στο: «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, τεύχ. 305, 30 Απρ. 2004,
σελ. 20-22
3., Λεύκιος Ζαφειρίου: Η νεότερη κυπριακή
λογοτεχνία. Γραμματολογικό Σχεδίασμα, Λευκωσία 1991, σελ. 69-76.
4., Λευτέρης Παπαλεοντίου: «Η κυπριακή πεζογραφία
μετά την Ανεξαρτησία», «Βιβλιοθήκη», όπως υποσ. 2’ και Στοχαστικές προσαρμογές.
Για την ιστορία της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα 2000, σελ.
339-349.
Γιώργος
Β. Γεωργίου, giorgosv@avacom. net.,
Περιοδικό ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη Πολιτική και
Πολιτιστική Επιθεώρηση, Περίοδος Β΄, τεύχος 822 Παρασκευή 16 Ιουλίου 2004. Σελ.
46-47. Αφιέρωμα «Πριν τριάντα χρόνια ο Αττίλας…».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή 10/3/2023
102+57=;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου