Χρίστος Καράς, Ο μέγας Ονειρικός
ή
μια νεανική ανάμνηση
Πάνε δεκαετίες τώρα, πού μια τυχαία φιλική
εφηβική συνάντηση με τον κύριο Κώστα Καρά, γιό του εικαστικού Χρίστου Καρά,
στάθηκε η αιτία να γνωρίσω από κοντά στην οικογενειακή τους εστία τον πατέρα
του, διάσημο έλληνα πρωτοπόρο ζωγράφο και γλύπτη. Έναν ωραίο άντρα, καλό και
προστατευτικό πατέρα. Στην συνάντηση παρευρίσκονταν και η μητέρα του Κώστα, ο
οποίος, αν η μνήμη δεν με ξεγελά, ήταν φοιτητής τότε, στο μαθηματικό του
Πανεπιστημίου Πατρών. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα και συζητούσα εκ του
σύνεγγυς τον «μέγα ονειρικό», σύμφωνα με τον εύστοχο και ακριβοδίκαιο ορισμό
του πειραιώτη ιστορικού της τέχνης, κριτικού και πανεπιστημιακού κυρίου Μάνου
Στεφανίδη. Του οποίου τον προσδιορισμό δανείζομαι ως τίτλο στο σημείωμα αυτό
των δικών μου γόνιμων αναμνήσεων. Ήταν η περίοδος που είχα αρχίσει να ανοίγω τα
φτερά των ενδιαφερόντων και αισθήσεών μου στο πολύχρωμο, πολύπτυχο και
μαγευτικό άγνωστο σύμπαν των εικαστικών τεχνών. Χρόνια που η έπαρση της νιότης
συναγωνίζονταν την ακόρεστη επιθυμία για γνώση, εξερεύνηση του κόσμου, για
προσωπικές εμπειρίες. Θέλαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο και ώ της νεανικής μας
αφέλειας να τον αλλάξουμε εδώ και τώρα. Αγόραζα το εικαστικό περιοδικό «ΖΥΓΟΣ»,
στο παλαιό μεγάλο του ολιγοσέλιδο μέγεθος που πουλούσαν διάφορα περίπτερα στον
Πειραιά. Στην πλατεία Κοραή, μέσα στον
Ηλεκτρικό Σταθμό. Διάβαζα τις εικαστικές κριτικές στις στήλες και σελίδες των
εφημερίδων και των περιοδικών όπως: η «Ελευθεροτυπία», «Τα Νέα», «Το Βήμα», «Η
Καθημερινή», η «Αυγή», το «Έθνος», το «Αντί», τα «Επίκαιρα», «Ο Ταχυδρόμος», τα
«Εικαστικά», το «Σήμα», «Ο Σχολιαστής», η «Επιλογή», «Τα Νέα της Τέχνης»
μεταγενέστερα κ.ά. Άρχιζα δειλά-δειλά να επισκέπτομαι γνωστές γκαλερί και
αίθουσες εκθέσεων στον Πειραιά και την Πρωτεύουσα. «Αίθουσα Τέχνης
Παυλόπουλου», «Γκαλερί Κόντη», «Στοά», «Νέες Μορφές», «Γκαλερί Ζουμπουλάκη», «Αίθουσα
Τέχνης» του Χίλτον, την «Εθνική Πινακοθήκη», την «Σχολή Βακαλό», τον «Δεσμό»,
την «Αίθουσα Τέχνης Κρεωνίδης», την «Γκαλερί ΩΡΑ» από όπου αγόραζε το φιλότεχνο
νεανικό και μη κοινό τις εκδόσεις και τα έργα που εκτίθονταν στους χώρους της,
παρακολουθούσαμε τις διαλέξεις των καλλιτεχνών. Άκουγα ομιλίες και διαλέξεις
για έλληνες και ξένους εικαστικούς, για σύγχρονα ρεύματα και τάσεις, άγνωστα
τότε σε εμάς. Ομιλίες που έδιναν αναγνωρισμένοι εικαστικοί και χαράκτες, όπως ο
Τάσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Μόραλης και
άλλοι. Επισκεπτόμουν μόνος μου ή με φιλικές συντροφιές το Αρχαιολογικό Μουσείο,
το Βυζαντινό, την ιερά μονή Δαφνίου, τον ιερό χώρο της Ακροπόλεως, το Μουσείο
Μπενάκη. Νιώθαμε υπερήφανοι σαν Έλληνες με την αρχαιολογική ανακάλυψη των
Βασιλικών Μακεδονικών Τάφων στην Βεργίνα από τον Μανώλη Ανδρόνικο. Ζούσαμε την πολιτιστική
άνοιξη της χώρας μας και των χρόνων μας όπως και των νιάτων μας, των σωμάτων
μας, των αισθήσεών μας, των ονείρων μας. Βγαίναμε από μία επτάχρονη δικτατορία
και θέλαμε να τα ζήσουμε όλα, να τα χαρούμε, να τα απολαύσουμε, να τα γευτούμε.
Ιδιαίτερα, μετά το 1981 και την ανάληψη του υπουργείου πολιτισμού από την
Μελίνα Μερκούρη και τον ανανεωτικό αέρα και σύγχρονο πνεύμα πολιτιστικής
αναγέννησης που είχε αρχίσει να φυσά τα χρόνια της πρώτης τετραετίας της
Αλλαγής. Αναφέρομαι στις δεκαετίες μετά την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας
που ανδρώθηκε η δική μου γενιά, του 1980. Βιώναμε έναν πλούτο εκπλήξεων και
μικρών αποκαλύψεων, ζούσαμε και σπαταλούσαμε το χαρτζιλίκι μας ή τον πενιχρό
μισθό μας, λες και είμασταν παιδιά γόνων, σοϊλήδων οικογενειών, εφοπλιστών. Ο
πολιτισμός και η τέχνη δεν περιορίζονταν στα στενά γεωγραφικά όρια του «βαθύ
Κολωνάκι», της «Δεξαμενής» και του «Ντόλτσε», της οδού Σκουφά, απλώνονταν και
νότιζε τις φτωχές γειτονιές και συνοικίες μιάς εργατούπολης όπως ο Πειραιάς και
των γύρω δήμων και συνοικισμών του. Πέραμα, Νίκαια, Κερατσίνι, Παλαιά Κοκκινιά,
Νεάπολη και ακόμα παραπέρα, Μοσχάτο, Κορυδαλλός, Αιγάλεω. Όλοι και όλες, νέοι
και νέες μπορούσαμε να κοινωνήσουμε στον ιερό ναό της τέχνης και του πολιτισμού
του οποίου οι πύλες και τα παράθυρα ήσαν ανοιχτές. Αγνοούσαμε το αύριο και τους
κινδύνους του. Είμασταν οι «αβόλευτοι» κουλτουριάρηδες. Η εκδοτική σειρά «Τα
Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου», η πολύτομη «Ιστορία της Παγκόσμιας Τέχνης», η σειρά
«Έλληνες Ζωγράφοι και Γλύπτες» (που τότε έβγαινε σε τεύχη και μορφωνόμασταν από
τα κείμενα του τεχνοκριτικού Στέλιου Λυδάκη) οι διάφορες μονογραφίες και τα
λευκώματα για ζωγράφους μας προσκαλούσαν να γνωρίσουμε έναν καινούργιο ονειρικό
και φανταστικό Κόσμο, αυτόν των χρωμάτων και των σχεδίων, της άλλης εικαστικής
ρυθμικής μελωδίας και πρότασης, των βυζαντινών αγιογραφιών και σχολών, εμάς τους
εφήβους της μεταπολίτευσης που ρουφούσαμε σαν σφουγγάρι κάθε μορφή και εκδήλωση
της ελληνικής και παγκόσμιας τέχνης, κάθε συνέντευξη έλληνα ή δυτικοευρωπαίου
καλλιτέχνη. Εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης όπως της Βεατρίκης Σπηλιάδη (αν
θυμάμαι σωστά), της Μαρίας Καραβία, το ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας την Τέχνη»-το
Φανταστικό Μουσείο του γάλλου συγγραφέα και υπουργού πολιτισμού επί Σαρλ ντε
Γκώλ του αγαπητού μας Αντρέ Μαλρώ έδιναν φτερά στην φαντασία μας, μας έκαναν να
αγαπήσουμε τα χρώματα και τους συνδυασμούς τους, τις φωτοσκιάσεις, τα σχήματα
και τις φόρμες, τους όγκους, τις αναλογίες και τις γεωμετρικές παραστάσεις, την
σύνθεση και την αφαίρεση της εικαστικής έκφρασης. Τις αναπαραστάσεις των
πινάκων, την ομορφάδα της γλυπτικής απεικόνισης των σωμάτων, τα προπλάσματα της
κεραμικής, την σκουρόχρωμη ατμόσφαιρα της χαρακτικής, την λαϊκή τέχνη. Την
μορφοπλαστική ικανότητα και το ταλέντο των νέων και παλαιότερων καλλιτεχνών. Τον
ευφάνταστο και ονειρικό κόσμο των ελλήνων και ξένων ζωγράφων. Την «τρέλα» που
μεταφέρουν στο έργο τους και μας την μεταδίδουν απλόχερα και μαγευτικά όπως ο
Ισπανός υπερρεαλιστής ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί. Ο λαϊκός κόσμος του δικού μας
Θεόφιλου, ο γλυπτικός λυρισμός του Γιαννούλη Χαλεπά, η λαϊκή εικονογραφία του
μπάρμπα Γιάννη Βασιλείου και τόσων άλλων, άνοιγαν δρόμους στην σκέψη μας,
στους οραματισμούς μας. Με ιδιαίτερη προσοχή και σπουδή διαβάζαμε τα βιβλία και
τις εικαστικές εργασίες του πεζογράφου Στρατή Δούκα, του Τζούλιο Καϊμη, του
λησμονημένου από τους σύγχρονους νεοέλληνες Κίτσου Μακρή (τις επιφυλλίδες του
στην εφημερίδα «Το Βήμα» τις περιμέναμε πώς και πως). Καλλιτέχνες και δάσκαλοι
της λαϊκής τέχνης οι οποίοι μας δίδαξαν το τι πολιτιστικούς θησαυρούς κρύβει
στα άσπλαχνα σπλάχνα της αυτή η μητριά-πατρίδα. Μας μύησαν στον κόσμο της ναϊφ
ζωγραφικής και τους ανώνυμους καλλιτέχνες, στον εικαστικό κόσμο του Θεάτρου
Σκιών, τον Καραγκιόζη. Ήρθαμε σε επαφή με τους πειραιώτες και μη
θαλασσογράφους και καραβογράφους, τον ξακουστό πειραιώτη Κωνσταντίνο Βολονάκη,
τον νεαρό Αλταμούρα από τις επιστημονικές εργασίες του πειραιώτη Μανώλη Βλάχου.
Οι πρώτες εικαστικές καταγραφές πειραιωτών καλλιτεχνών από τον ποιητή και
μεταφραστή Κώστα Θεοφάνους, στάθηκαν η αφετηρία των δικών μας εργασιών καθώς
και η παρακολούθηση εικαστικών εκθέσεων στο τότε «Γαλλικό Ινστιτούτο», στο
φροντιστήριο Γερμανικών του Θωμά, στο «Φουαγιέ» του Δημοτικού Θεάτρου, στον
Κήπο της Τερψιθέας. Οι αισθήσεις μας ερεθίζονταν, άνοιγε την ακτίνα της η βεντάλια της όρασή μας αγκάλιαζε τα πάντα που μπορούσαν να ψηλαφηθούν, να
ανιχνευθούν. Εμπλουτίζονταν με νέες άγνωστές μας πρωτόγνωρες παραστάσεις,
μορφές και σχήματα, πειραματισμούς και κώδικες επικοινωνίας δημιουργών, γοητευτικές
τους ιδέες, κοινωνικές ανησυχίες και εμπειρίες, ακόμα και καταγγελίες
καλλιτεχνών ενάντια στην αβελτηρία και την εχθρότητα των κρατικών φορέων
απέναντι σε οποιαδήποτε αλλαγή, καλλιτεχνική πρωτοπορία η οποία δεν πήγαζε από
επιδειξιομανία σύγχρονων ελλήνων δημιουργών αλλά από βαθειά αφομοίωση και
αναχώνευση των ξένων δυτικών ρευμάτων και σχολών. Οι σύγχρονοι αυτοί έλληνες
καλλιτέχνες, δεν υπηρετούσαν τον κόσμο της γραφής μόνο, ποίηση, πεζογραφία,
δοκίμιο, (όπως οι παλαιότεροι πχ. Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης
Τσαρούχης…) από όπου αναμέναμε να προέλθει η αλλαγή στον χώρο της γραφής αλλά,
αμιγώς από τον κόσμο των πλαστικών τεχνών. Καλλιτεχνών που σπούδαζαν το όνειρο
και τον ρεαλισμό όχι με λέξεις, προτάσεις, συντακτικούς κανόνες και στίχους αλλά με
χρώματα και σχέδια, συνδυασμούς χρωμάτων, παιχνίδια του φωτός καθώς πέφτει πάνω
στην έμψυχη και άψυχη ύλη μεταμορφώνοντάς την. Μαθαίναμε για την σημασία των
σκιών, του ελεύθερου χώρου μέσα στο κάδρο, την γεωμετρία και την αφαίρεση. Η
περιέργειά μας αύξανε, οι απορίες πλήθαιναν και τα ερωτήματα μας πλημμύριζαν,
ζητούσαμε απαντήσεις για όσα ζούσαμε, βιώναμε, όσα δεν προλάβαμε να ζήσουμε ή
ευχόμασταν. Για όλους και για όλα. Δοκιμασίες της σάρκας, της σκέψης, των
αισθήσεων, των ονείρων, των οραμάτων, της ίδιας της ζωής που κυλούσε σαν
γάργαρο νερό δίχως να κατορθώνει να μας ξεδιψάσει.
Στάθηκα τυχερός-σαν Πειραιώτης- που
εκείνα τα εφηβικά χρόνια συνάντησα-σε σπίτι οικογενειακών φίλων- τον σημαντικό
πειραιώτη πανεπιστημιακό και κριτικό των εικαστικών τεχνών, τον φιλόλογο και μεταφραστή
Μανώλη Βλάχο, του οποίου οι μελέτες και τα βιβλία στάθηκαν φάροι εικαστικής μας
αυτογνωσίας, Οι εικαστικές του μελέτες και έρευνες, οι δημοσιεύσεις και λοιπές
συγγραφικές και εικαστικές του εργασίες, όχι μόνο ξεπέρασαν τα θαλάσσια σύνορα
της πόλης του Πειραιά αλλά και της Ελλάδας. Δυστυχώς, σημαντικά εικαστικά του
σημειώματα δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» κυρίως, αλλά και άλλα
έντυπα και περιοδικά του εικαστικού χώρου είναι ακόμα ασυγκέντρωτα, παραμένουν
σκόρπια, αθησαύριστα όπως και τα προλογικά του σημειώματα σε Καταλόγους
Εκθέσεων και λευκωμάτων. Επισκεπτόμουν εργαστήρια καλλιτεχνών και αναζητούσα
προγράμματα εκθέσεων και καταλόγους όπου κυρίως-αν είμασταν τυχεροί-υπέγραφαν
γνωστοί και βραβευμένοι ποιητές, όπως πχ. ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης,
και συμπλήρωνα τις γνώσεις μου. Η σχέση της ποιητικής έκφρασης, η συνομιλία της
ποίησης με την ζωγραφική πάντα με ενδιέφερε και ας μην είχα τις γνώσεις, την
ανάλογη παιδεία και υποδομή ή το μικρόβιο του συλλέκτη. Παλαιά αναγνωστικά του
Δημοτικού μας είχαν φέρει σε επαφή με τις εικόνες και τα χαρακτικά που ήταν
στολισμένα στην εποχή τους. Στολίδια και εικαστικά πλουμίδια, σχέδια και
βινιέτες που έκαναν ελκυστικότερη την ανάγνωσή τους. Δεν θα λησμονήσω εύκολα
αυτό το ζεστό κεραμιδί χρώμα των σχεδίων και των εικόνων των σχολικών βιβλίων
που έπεφταν στα χέρια μας. Μορφές και σχέδια, τυπογραφικά στοιχεία και
γραμματοσειρές μιάς άλλης Ελλάδας, μιάς άλλης ανθρωπινότερης ζωής και κλίματος
παράδοσης.
Η συγκίνησή μου ήταν έντονη-αν και προσπάθησα
να την κρύψω-όταν γνώρισα από κοντά και συνομίλησα με έναν από τους
γνωστότερους και σημαντικότερους πρωτοπόρους μεταπολεμικούς έλληνες εικαστικούς
της Γενιάς του 1960, τον Χρίστο Καρά. Ένας μεγάλος πίνακάς του, απεικόνιζε δύο
έτοιμα να πετάξουν περιστέρια, συμβόλιζαν τα δύο παιδιά του (τον Κωνσταντίνο
και την Χριστίνα) δέσποζαν στο δωμάτιο που καθίσαμε. Κουβεντιάσαμε διάφορα, ή
μάλλον, ορθότερα, ο έμπειρος καλλιτέχνης και πατέρας προσπάθησε να γνωρίσει τι
ήταν αυτός ο πειραιώτης ο οποίος είχε αρχίσει να γράφει και να δημοσιεύει
ποιήματά του και έκανε παρέα με τον γιο του. Ξεφυλλίζοντας σελίδες εφημερίδων
και περιοδικών γνώριζα-όπως και όλοι οι ασχολούμενοι φιλότεχνοι νέοι και νέες
της γενιάς μου,-ότι ο γεννημένος στα Τρίκαλα (γενέθλιος τόπος του ρεμπέτη
συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη) Χρίστος Καράς, ανήκε στην σημαντική ομάδα των ελλήνων
καλλιτεχνών οι οποίοι διαμόρφωσαν το μεταπολεμικό ελληνικό πρόσωπο της
ελληνικής τέχνης, της έδωσαν την ταυτότητά της, τα ουσιώδη στοιχεία του
χαρακτήρα της. Η Γενιά αυτή των ελλήνων καλλιτεχνών του 1960, έφεραν ένα
διαφορετικό στίγμα, κόμισαν μία άλλη διαφορετική εκφραστική από εκείνη της
Γενιάς του 1930 και των εκπροσώπων της που όλοι γνωρίζαμε και αποδεχόμασταν την
συμβολή της, η οποία ακόμα δημιουργούσε και παρήγαγε τα καλλιτεχνικά της
προϊόντα, «κυριαρχούσε» στο καλλιτεχνικό ελληνικό στερέωμα. Σμίλευαν ακόμα την
εικόνα της ελληνικής τέχνης στο εσωτερικό και εξωτερικό. Γνώριζα ότι ο Χρίστος
Καράς και πίνακές του είχαν επιλεγεί να εκπροσωπήσουν αρκετές φορές την Ελλάδα
σε διάφορες εκθέσεις στο εξωτερικό. Το γνωρίζαμε και νιώθαμε υπερήφανοι. Μου
άρεσαν οι δημιουργίες του, οι εικαστικές του συνθέσεις και ας μην καταλάβαινα
και πολλά από την αφηρημένη τέχνη, από την αλλαγή που έφερε η μοντέρνα και
μεταμοντέρνα αισθητική στον τόπο μας. Με συγκινούσαν τα ζεστά και γυαλιστερά
χρώματά του, η θεματική του, τα σύμβολά του, «τα περιστέρια», «τα μήλα», «τα
λουλούδια», «τα γεωμετρικά όρθια ή γερμένα, πλαγιαστά διαφανή ανθογυάλια. Οι
γλυπτικές προτομές του, η θαλάσσια ατμόσφαιρα που αποπνέουν συνθέσεις του, η
χρήση και όχι κατάχρηση του γυναικείου γυμνού σώματος. Οι ανθρώπινες
αδιευκρίνιστου φύλου φιγούρες του, οι διάφορες εν κινήσει στιγμές των αλόγων
του, όπως μας τις δείχνει στο αριστοτεχνικό χειρισμό του χαλκού που έχει στα
χέρια του, στα λάδια σε μουσαμά. Μου αρέσουν αυτά τα υπέροχα, μαλακά χρώματά
του, οι γεωμετρικές προοπτικές των έργων του, ιδιαίτερα αυτά τα γαλάζια χρώματά
του που σφύζουν από ζωή και ενέργεια. Τα περιστρεφόμενα γεωμετρικά αντικείμενά
του. Το απαλό μωβ του ή το ανοιχτό θαλασσί που σπάει το ελάχιστο άσπρο και
μαύρο των κυλίνδρων και των μυτερών, των κωνικών σχημάτων. Όλες οι περίοδοι της
εικαστικής του δημιουργίας μου αρέσουν, ιδιαίτερα όμως με ελκύει η
υπερρεαλιστική του περίοδο, και φυσικά, εκείνη που ο ίδιος καθιέρωσε να
ονομάζεται «διαστημική ποίηση». Μιλώντας σαν ένας απλός κοινός φιλότεχνος,
δίχως τα εφόδια και τις προϋποθέσεις ενός κριτικού ματιού για τους πίνακες του
Χρίστου Καρά, όπως και ευρύτερα του κόσμου των εικαστικών τεχνών, οφείλουμε
παρατηρώντας τον να τον αισθανόμαστε, να τον νιώθουμε, να ερεθίζει τις
αισθήσεις μας, να ξυπνά μνήμες και ας μην τον «καταλαβαίνουμε» πάντα. Το ίδιο
θεωρώ και για τον κόσμο της ποίησης, οφείλουμε να μην «παγιδευόμαστε» από κριτικές
ερμηνευτικές της, από επικίνδυνους ατραπούς και κλισέ αποδοχές ή απορρίψεις
της. Ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα είτε αυτό προέρχεται από συνθέσεις των λέξεων
είτε από αναλογίες χρωμάτων και σχεδίων το απολαμβάνουμε, το αισθανόμαστε,
ανοίγουμε μία συνομιλία μαζί του-προσωπική-δίχως διαμεσολαβητές-ή μας αφήνει αδιάφορους
και το προσπερνάμε. Το αυτό ισχύει και για το έργο του Χρίστου Καρά και άλλων
ελλήνων εκπροσώπων της Γενιάς του. Ο Χρίστος Καράς χρησιμοποιεί τα κατάλληλα
και πιο ακριβή και ουσιαστικά μέσα για να εκφράσει τις ιδέες του, τους οραματισμούς
του όχι μόνο θα τολμούσα να έλεγα για τον κόσμο των τεχνών και τις αλλαγές που
έχουν επέλθει με τον χρόνο στην εκφραστική, το ύφος και την ποιητική των νέων
σύγχρονων καλλιτεχνών αλλά, τα έργα του αντανακλούν, διαπραγματεύονται και την
πολιτιστική πολιτική της εποχής του, των δεκαετιών που η Γενιά αυτή άνθισε και
καλλιέργησε τα εικαστικά δρώμενα. Ας μην λησμονούμε ότι ο ίδιος σαν άτομο και
καλλιτέχνης στάθηκε ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς που τυράννησε την χώρα μας
για επτά χρόνια και μας κληροδότησε την κιτς εθνικοφροσύνη του και αισθητική
του. Έχω την αίσθηση ότι τα αντικείμενα που σπονδυλώνουν και παρουσιάζονται
στους πίνακές του, μοιάζει σαν να αιωρούνται σε ένα ονειρικό θερμών χρωμάτων
σύμπαν. Όπως συμβαίνει με τα αντικείμενα και τους αστροναύτες μέσα στον πύραυλο
που έχει εκτοξευθεί από την γη στον ουρανό, καθώς εμείς εδώ από την ασφάλεια
της γης τους παρακολουθούμε και εκπλησσόμαστε. Έτσι και οι πίνακες του Χρίστου
Καρά μοιάζουν με διαστημικά «σκάφανδρα» που εμείς παρακολουθούμε την
σχεδιασμένη και γεωμετρική αιώρησή τους. Μπορεί να λαθεύω, δεν είμαι
τεχνοκριτικός απλά εκφράζω την αίσθηση που νιώθω από τότε που πρωτοείδα πίνακές
του, παρακολούθησα αθόρυβα και διακριτικά εκθέσεις του και παρουσιάσεις έργων του. Με
τις πλαστικές δημιουργίες του, την εξέλιξη και ωριμότητα μέσα στον χρόνο της
τέχνης του, ο Τρικαλινός ποιητής-ζωγράφος δίνει τις δικές του απαντήσεις στα
πολιτικά και κοινωνικά συμβαίνοντα της εποχής του και του χώρου που κινείται. Η
παιδεία του και η διαμονή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα τόσο στην μεγάλη και
μοντέρνα ήπειρο την Αμερική, την γεννήτρα πολλών σύγχρονων πρωτοποριακών
ρευμάτων στην τέχνη και σε ευρωπαϊκές χώρες αντίστοιχα, του πρόσφεραν τα
αναγκαία εκείνα εφόδια ώστε να αρθρώσει τον δικό του λόγο, να ορίσει την δική
του φωνή και ταυτότητα. Άτομο καλλιεργημένο με αυξημένη καλλιτεχνική
ευαισθησία, αγάπησε το γυναικείο φύλο και αυτό αποτυπώνει στην γυμνότητά του
στα έργα του, άλλωστε, υπήρξε μαθητής του Γιάννη Μόραλη. Και, ας μου επιτραπεί
η πληροφορία όπως μας την δίνουν οι μελετητές και σχολιαστές του, οι τρείς
«γάμοι» του δηλώνουν το δικό του ανικανοποίητο. Ο Χρίστος Καράς πέτυχε στην
σταδιοδρομία του και διαμόρφωσε το δικό του προσωπικό πρίσμα, την αλήθεια της
εικαστικής του γραφής και ύφος, πράγμα που αν δεν κάνω λάθος, συνδύασε την
ποιότητα με την εμπορικότητα των έργων και συνθέσεών του. Έργα του κοσμούν
ιδιωτικές συλλογές και δημόσιους χώρους. Χάραξε την προσωπική του μαρτυρία και
έκφραση μέχρι την τελευταία του Έκθεση που πραγματοποιήθηκε στον «Εικαστικό
Κύκλο Sianti» από 7/10/ έως 29/12/2022 σε επιμέλεια και φροντίδα του πειραιώτη
πανεπιστημιακού και τεχνοκριτικού κυρίου Μάνου Στεφανίδη ο οποίος γράφει και
τον πρόλογο του Καταλόγου της Έκθεσης. Το βιβλίο της Έκθεσης με τις άλλες συμμετοχές των ειδικών
που σχολιάζουν και μας μιλούν για το έργο του είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα
του Εκθεσιακού Χώρου, όπου ο όποιος ενδιαφερόμενος ή ενδιαφερόμενη μπορεί να
ξεφυλλίσει τον Κατάλογο να διαβάσει τα κείμενα και να χαρεί τους πίνακες.
Γράφει μεταξύ άλλων ο επιμελητής της έκθεσης κύριος Μάνος Στεφανίδης για τον
ζωγράφο κάτω από τον τίτλο «Ο μέγας ονειρικός»:
«…Προσωπικά μου αρέσουν οι ζωγράφοι
που έχουν εμμονές. Που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα, όχι τόσο για να
το τελειοποιήσουν-αυτό θα ήταν αφέλεια-αλλά για να τελειοποιήσουν, όσο γίνεται,
τον εαυτό τους-αυτό σημαίνει αγιοσύνη. Αφού η τέχνη αποτελεί μια μορφή
αγιότητας όταν εμφορείται από αναπαλλοτρίωτο πάθος, είναι και αυτή μορφή
αγιότητος. Άρα, με τη σειρά της διεκδικεί το πρόσωπο (και το προσωπείο) της
τέχνης. Όπως ο Χρίστος Καράς.
Σκέφτομαι: οι μεγάλες αστικές
επαναστάσεις ήθελαν μαξιμαλιστικά να κάνουν τους πάντες καλλιτέχνες και την
πολιτική τέχνη. Ενώ αυτό που αξίζει πραγματικά είναι να ζει ο καθένας μας τη
ζωή του καλλιτεχνικά. Να κάνει ποίηση ακόμη και την κοινοτοπία. Και βέβαια να
ονειρεύεται. Όπως ο Χρίστος Καράς….».
Αυτήν την διαχρονική «αντοχή υλικών» των
ονείρων του-για να θυμηθούμε τον τίτλο ποιητικής συλλογής του ποιητή Ματθαίου
Μουντέ, είναι που θαυμάζουμε και μαγευόμαστε από τα έργα του ζωγράφου.
Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι αυτός ο λάτρης του γυναικείου σώματος και
αίσθησης, γυναικείας παρουσίας, και λάτρης της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού,
φιλοτέχνησε τόσο εξαίσια τα 154 «Ποιήματα» του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου
Π. Καβάφη, ενός ποιητή με διαφορετική ιδιοσυγκρασία από την δική του και κόντρα
ερωτικών επιλογών. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
«Ωκεανίδα», Αθήνα, 1990, σελίδες 238 με παρουσίαση από τον Άγγελο Σ. Βλάχο. Την
γραφική επιμέλεια είχε ο εκδότης και ποιητής Δημήτρης Καλοκύρης. Μια πρωτότυπη
έκδοση η οποία παραθέτει αυτούσιες τις φιλολογικές πηγές στα ελληνικά και στα
λατινικά που ενέπνευσαν τον ποιητή. Την έκδοση υποδέχτηκαν θετικά και μίλησαν,
θετικά αλλά και αρνητικά για την εικαστική παρουσία του Χρίστου Καρά, ο κυρός
καθηγητής Γιώργος Π. Σαββίδης, στον αρνητικό σχολιασμό του στην εφημερίδα «Το
Βήμα» Κυριακή 3 Ιουνίου 1990, σελίδα 48/ Β 10 και 11, με τίτλο «Ένας Καβάφης…
ανισοβαρής» με «υπότιτλο» «Μια νέα έκδοση των Ποιημάτων με αξιόλογη
εικονογράφηση, αλλά με πολλές ατέλειες» Γράφει μεταξύ άλλων:
«…Και αυτό μας φέρνει στον άχαρο έλεγχο της εικονογράφησης. Τα 11 ανίσως κατανεμημένα σχέδια μπορεί, αυτά καθαυτά, να αρέσουν πολύ, λίγο ή καθόλου- σε αναπόφευκτη σύγκριση με τα αντίστοιχα του Γκίκα, του Καλμούχου, του Τσαρούχη ή του Φασιανού, είτε ξένων ζωγράφων, όπως ο ιταλός Κλέριτσι, ο Καταλανός Σουμπιράξ ή ο Άγγλος Χόκνεϋ. Ως εικονογραφική πρόταση, όμως, τα λεπτά σχέδια του κ. Καρά θεωρώ πώς δεν μαρτυρούν κανένα ενιαίο σκεπτικό, ούτε ιδιαίτερη οικείωσή του με το θέμα: αρχίζοντας πχ. από το συμβολικό πουλί του εξωφύλλου ή τον άσχετον άγγελο του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», προχωρώντας στις οιονεί ρεαλιστικές αναπαραστάσεις του «Μια νύχτα» και του «Ο ήλιος του απογεύματος» και καταλήγοντας στα διακοσμητικά σχόλια του «Σ’ ένα βιβλίο παληό» ή του «Εικών εικοσιτριετούς νέου». Όσο για τα-κατά την αντίληψή μου, μεθυσμένα-πρωτογράμματα κάθε ποιήματος, είναι ίσως και αυτό ζήτημα προσωπικού γούστου.».
Αντίθετα,
επαινετικός είναι ο σχολιασμός της παρουσίασης της έκδοσης από τον φιλόλογο και
ιστορικό του θεάτρου και θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο στην στήλη του «πνεύματος» στην
εφημερίδα «Τα Νέα» 18 Απριλίου 1990 με τίτλο: «Η αίσθηση της χλιδής». Σημειώνει
μεταξύ άλλων:
«…Αλλά πόσο μας λείπει η χλιδή, η
πολυτέλεια, η αίσθηση του περιττού από τις εκδόσεις μας. Χάρηκα τη σπατάλη της
έκδοσης, το μεράκι της κατασκευής, την ποιότητα του χάρτου, της τυπογραφικής
τέχνης, τη μαστοριά του Δ. Καλοκύρη.
Και τέλος,
χάρηκα την ευτυχισμένη ώρα του Χρήστου Καρά που τρίτος αυτός, μετά τον Καλμούχο
και τον Γκίκα, στολίζει με τα υπέροχα σχέδιά του την έκδοση. Τι λιτότητα στη
γραμμή, πόσος συγκρατημένος αλλά εύγλωττος ερωτισμός στις ροδινές καμπύλες,
πόση νωχέλεια στην κίνηση, πόσος ναρκισσισμός στην ενατένιση της ομορφιάς!».
Ο κριτικός
Κώστας Τσαούσης πάλι, στην παρουσίαση της έκδοσης στην εφημερίδα «Έθνος» Μεγάλη
Τετάρτη 11 Απριλίου 1990, στην σελίδα «Ο Κόσμος του Βιβλίου» με τον τίτλο «Ο
αξεπέραστος Καβάφης» μας μιλά για την δική του αναγνωστική εμπειρία της
ανάγνωσης των ποιημάτων του Αλεξανδρινού. Δεν αναφέρεται στο ζωγράφο και
τελειώνει με την φράση: (Η έκδοση αυτή, εκτός από τα ποιήματα του Καβάφη και το
έξοχο κείμενο του Αγγ. Σ. Βλάχου, που προσφέρει, αποτελεί και απόκτημα για τους
βιβλιόφιλους συλλέκτες.)». Υπάρχει και «Σχέδιο του Χρίστου Καρά, εμπνευσμένο από
το ποίημα «Ζωγραφισμένα»».
Θετικά
υποδέχτηκαν την έκδοση «Καβάφης με σχέδια Χρίστου Καρά» και η εφημερίδα «Τα
Νέα» βλέπε 3 Απριλίου 1990 στην παρουσίαση των σχεδίων στη γκαλερί «Κρεωνίδης»
έως τις 7 Απριλίου.
Ενώ,
επαινετικά δεξιώθηκε την έκδοση ο πειραιώτης ποιητής και βιβλιοκριτικός Τάκης
Μενδράκος, στην κριτική του με τίτλο «Ένας άλλος Καβάφης» στην εφημερίδα «Η
Αυγή» της 27 Μαϊου 1990. Τελειώνει την κριτική του με:
«Ο Χρίστος Καράς κατόρθωσε ώστε τα
δέκα σχέδιά του να μην συνυπάρχουν αλλά να ενυπάρχουν στην έκδοση. Με λιτά
μέσα, σύμφωνα με την καβαφική επιταγή, ο ζωγράφος πέτυχε να διαποτίσει με την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός αισθησιασμού, που μένει πάντα μέσα στα όρια του
εκλεπτυσμένου αισθητισμού. Αν σε όλα αυτά προστεθεί η γνωστή καλαισθησία του
Δημήτρη Καλοκύρη και η γενική φροντίδα της Λουίζας Ζαούση, έχει κανείς την
εικόνα μιας έκδοσης που πολύ θα εκτιμούσε ο ποιητής της υποβολής, των άφθονων
ηδονικών μυρωδικών και του σαπφείρινου μαβί».
Παρενθετικά να συμπληρώσουμε ότι την
μορφή του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη έχει απεικονίσει ο εικαστικός Παναγιώτης
Τέτσης, (παρουσίασε τα έργα του στην γκαλερί «ΏΡΑ». Η Ασπασία Παπαδοπεράκη, η
οποία κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Η μορφή του Κ. Π. Καβάφη» εκδόσεις «Μακέδος»,
Αθήνα 1987, Σχέδια πάνω σε ποιήματά του έχουμε από τον Παύλο Βαλασάκη, βλέπε
περιοδικό «Ζυγός» τεύχος 38/11,12,1979. Η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 16
Σεπτεμβρίου 2000 κάτω από τον τίτλο «Ποιήματα του Καβάφη «φωτογραφίζει» ο Δ.
Γέρος» μας πληροφορεί ότι «Σειρά φωτογραφιών εμπνευσμένων από τα ποιήματα Κ. Π.
Καβάφη, παραγγελία του αμερικανικού εκδοτικού οίκου Foto Factory Press, ετοιμάζει ο Δημήτρης Γέρος….». Ενώ
από το ένθετο “The Symbol” της 19 Ιανουαρίου 2002, πληροφορούμεθα ότι ο διεθνώς
αναγνωρισμένος καλλιτέχνης Δημήτρης Γέρος «Στις 21 Απριλίου εγκαινιάζεται στο
Μουσείο Τεχνών του Μίτσιγκαν έκθεση αφιερωμένη στον Καβάφη με έργα του David Hockney και Δημήτρη Γέρου, εμπνευσμένα από το
έργο του ποιητή». σ. 18-21.
Η Γενιά των Καλλιτεχνών του 1960, των
σύγχρονων ελλήνων δημιουργών,-όπου ισάξια συγκαταλέγεται και ο Χρίστος Καράς,
είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό (Γαλλία, Αγγλία, Αμερική)
διέπρεψαν με την παρουσία και τα έργα τους ή κατοικούσαν μόνιμα σε χώρες της
δύσης όπου παρουσίαζαν τις δουλειές τους, δίχως να διαρραγούν οι στενοί δεσμοί
τους με τον τόπο τους και το ελληνικό κοινό Ορισμένοι είχαν φύγει με υποτροφία
από το ΙΚΥ, ή διάφορα ξένα ιδρύματα, όπως το Αμερικάνικο ίδρυμα «Φορντ» όπως ο
Χ. Κ. Αρκετοί ήσαν γνωστοί στο ευρύ κοινό και εμπορικά, οι πίνακες τους
πωλούνταν εντός και εκτός Ελλάδος. Ζωγράφοι όπως ο Νίκος Κεσσανλής, ο Κώστας
Τσόκλης, ο Βλάσσης Κανιάρης, ο Δημήτρης Κοντός, ο Γιάννης Γαϊτης, ο Παύλος
(Διονυσόπουλος) και ορισμένοι άλλοι, σχημάτισαν το νέο πρόσωπο της ελληνικής
τέχνης με τις προτάσεις τους και τις μοντέρνες εικαστικές τους αφηγήσεις στο
εξωτερικό. Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Κανιάρης, ο Κεσσανλής, ο Τσόκλης, ο
Γαϊτης, ο Κοντός συνασπίστηκαν και ίδρυσαν στην Ιταλία που βρίσκονταν στο τέλος
της δεκαετίας του 1950, το 1959/1960 την «Ομάδα Σίγμα» σε μία προσπάθεια να
ενώσουν τις καλλιτεχνικές τους δυνάμεις και προσπάθειες, ώστε, ομαδικά πλέον,
και όχι ατομικά και σκόρπια, συλλογικά να εκφράσουν τις απόψεις και τους
οραματισμούς τους, το σύγχρονο εικαστικό πρόσωπο της Ελλάδας. Αυτόν τον
οραματισμό ενστερνίστηκε και ο Χρίστος Καράς. Η ελληνική Γενιά των εικαστικών
του 1960 έφερε σε επικοινωνία την ελληνική τέχνη με την παγκόσμια, ήρθε σε
επαφή με τα ξένα μοντέρνα ευρωπαϊκά ρεύματα, τις μεταμοντέρνες τεχνοτροπίες και
την αφαιρετική τέχνη, τα αφομοίωσε δημιουργικά και παραγωγικά, τα σύνθεσε και
τα γνώρισε στο ελληνικό φιλότεχνο κοινό όχι πάντα δίχως δυσκολίες και αρνητικές
αντιδράσεις. Ας θυμηθούμε τις ανάλογες αρνητικές αντιδράσεις που δέχτηκαν από
το ελληνικό κοινό οι περιπτώσεις των υπερρεαλιστών ποιητών Ανδρέα Εμπειρίκου
και εικαστικού και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου. Η Γενιά του 1960, «υποχρέωσε»
(μέσα σε εισαγωγικά η λέξη και η σημασία της) την ελληνική τέχνη να ξεφύγει από
τον αυτοθαυμασμό της μπροστά στον ελληνικό καθρέφτη και της πρόσφερε την
δυνατότητα να αλλάξει, εξελιχθεί, αφομοιώσει, να διατυπώσει διαφορετικά και
ιστορικά σύγχρονα τις προθέσεις της, να διευρύνει τους προβληματισμούς της, να
προσπεράσει τις παλαιές παραδοσιακές φόρμες, να σταθεί ισότιμα και περήφανα δίπλα
στην καλλιτεχνική παραγωγή των ευρωπαίων και αμερικανών καλλιτεχνών. Αυτών που,
ενστερνίζονταν πλέον τους κανόνες και τις αρχές της αφηρημένης και ανεικονικής
τέχνης. Της τέχνης που εξέφραζε το άγχος και τις αγωνίες του μεταπολεμικού
ανθρώπου ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται δέσμιος της τεχνολογίας και των
επιτευγμάτων της, τους φόβους ενός νέου πυρηνικού ολοκαυτώματος, της σταδιακής
μόλυνσης του πλανήτη από τα απόβλητα μιάς υπερ-καταναλωτικής κοινωνίας, ο φόβος
και το δέος που προκάλεσε στον άνθρωπο το πρώτο ταξίδι του στο διάστημα, το
ταξίδι και η πρώτη προσσελήνωση. Η συνέχιση του
πολέμου σε περιφερειακά της γης μέρη. Πώς να λησμονηθεί από την
ανθρώπινη μνήμη το Ολοκαύτωμα και τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης. Χάθηκαν κάπου 50.
000.000 άνθρωποι παγκοσμίως στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και, στην ειρηνική
περίοδο της μεταπολεμικής ευρώπης, ο ευρωπαίος και γενικά ο δυτικός άνθρωπος, είδε να γεννιούνται διάφορες δικτατορίες σε όλες τις ηπείρους. Με αυτούς τους
προβληματισμούς-που δεν είχαν τοπικό χαρακτήρα αλλά παγκόσμιο, οικουμενικό,
σύγχρονο, ήρθαν αντιμέτωποι η Γενιά των καλλιτεχνών του 1960 και κατόπιν. Αυτά
τα προβλήματα κλήθηκε να εκφράσει η σύγχρονη ελληνική μοντέρνα τέχνη, να αντιμετωπίσει, να
καθρεφτίσει τις νέες μοντέρνες ιστορικές συνθήκες και καταστάσεις του ανθρώπου.
Η σύγχρονη αυτή ελληνική τέχνη και η εικόνα της έσπειρε τους νέους κώδικες
επικοινωνίας της, τη νέα γλώσσα συνομιλίας με την δυτική μοντέρνα τέχνη, την
επαφή των ελλήνων με τους ξένους καλλιτέχνες. Μια διαδικασία που χρειάστηκε πολύς
κόπος και χρόνος από τους έλληνες εικαστικούς ώστε να γίνει αποδεχτή από το
ελληνικό αμύητο κοινό. Ας φέρουμε στην μνήμη μας τα σχετικά προβλήματα και
επιθετικότητα που δέχτηκαν οι καλλιτέχνες εκείνοι και η Γουλανδρή στην
προσπάθειά τους να οικοδομηθεί ένα σύγχρονο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην
Αθήνα. Πόση πολεμική δέχτηκε ο αείμνηστος Χρίστος Λαμπράκης στην επιθυμία του
να οικοδομήσει το «Μέγαρο Μουσικής». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ανοιχτής
συνομιλίας της ελληνικής τέχνης με την ευρωπαϊκή, την δυτική, οφείλουμε να
δούμε, να ανιχνεύσουμε, να εντάξουμε και το πολύπλευρο και πολύπτυχο έργο του
ζωγράφου και γλύπτη Χρίστου Καρά ο οποίος έφυγε πλήρης ημερών προχθές,
αφήνοντας πίσω του μεγάλο, σπουδαίο και σημαντικό έργο. Ένα έργο, με έντονους
ποιητικούς συμβολισμούς, ονειρικές προεκτάσεις, εικόνες ολοκληρωμένης πληρότητας
αλλά και θραυσμάτων, γεωμετρικοί και σωληνοειδείς σχηματισμοί και φόρμες, όγκοι
ορθογώνιοι και διαφόρων μεγεθών κύλινδροι, κωνοειδή εξαρτήματα και σκόρπιες απρόσωπες
μορφές σε φόντο σκουρόχρωμο ή έντονης χρωματικής αίσθησης. Άπειροι συνδυασμοί
και αμφίδρομες ταχύτητες και διευθύνσεις αντικειμένων. Χρώματα ζεστά μπλε και
κόκκινα, κάπως ψυχρά κίτρινα, λευκά φόντα και φόρμες, μαύρα πλαίσια και σχήματα
κάπως απροσδιόριστα, αποχρώσεις του μαύρου, του μωβ, τονισμοί του καφέ, όλα όσα
η πρόθεση του καλλιτέχνη μέσω της πλαστικότητας των σχεδίων και των όγκων του,
των προοπτικών της σύνθεσης θέλει να μας αφηγηθεί και να μας προτρέψει να
συνομιλήσουμε με τον πίνακα που έχουμε μπροστά μας. Την σύγχρονη, των ημερών
μας μοντέρνα ματιά της δικής του αλήθειας, της προσωπικής του εξομολόγησης που
είναι, και εξιστόρηση της Γενιάς του. Όποια από τις χρονικές του περίοδοι και
αν κοιτάξεις τις δημιουργίες του, σε όποιες κομβικές στιγμές της εξέλιξής του
και αν το δεις, όποια φόρμα και αν υιοθετεί, είναι ένα έργο που διακρίνεται για
την ομορφιά των επικοινωνιακών του ατομικών κωδίκων και μέσων, την έντονη
φόρτισή του με το όνειρο. Την άλλη,
διαφορετική προσέγγιση της τρέχουσας ελληνικής πραγματικότητας και ζωής. Θερμά
χρώματα και όγκοι γεωμετρικού χειρισμού, διαυγή, σχήματα, θέματα, που
φορτίζονται με έναν θεσπέσιο ονειρικό λυρισμό. Μιά γεωμετρικών συνθέσεων
αφαιρετική αφήγηση που ελκύει, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους ομοτέχνους
του σουρεαλιστές και της ποπ αρτ καλλιτέχνες του δυτικού κόσμου και των
πρωτοποριών της τέχνης. Ο Χρίστος Καράς υιοθετεί έναν ορθολογικό ονειρικό
λυρισμό, όχι μία σκόρπια, άταχτη ονειροπεριδιάβαση. Ας το επαναλάβουμε ίσως
κουραστικά, οι καθαροί του χρωματισμοί δεν θαμπώνουν το μάτι μας. Τα αρχαία και
σύγχρονα σύμβολα και οι συμβολισμοί του, δεν γίνονται μάθημα ελληνικότητας. Δεν
μας μεταδίδει μαθήματα ιστορίας αλλά μάλλον μιάς νέας σύγχρονης αισθητικής. Προφανή
τα μηνύματά του και οι συνδηλώσεις τους. Υπάρχει μία ειρηνική αρμονία στους
πίνακές του η οποία προέρχεται από την αφομοιωτική του δεινότητα, την
εκφραστική του δυναμική, το ταλέντο του, ο ζωγράφος κατέχει την τέχνη και την
τεχνική να μετατρέπει το «φθαρτό» υλικό του, το «γήινο» σε μία εκλεκτικιστική
ονειρική μαγεία. Σε μία πηγαία έμπνευση ταξιδιού προς τ’ άγνωστο μας διάστημα. Οι
πίνακές του είναι όσο γίνεται πιο απλοί, δίχως περίτεχνους στολισμούς,
διακοσμητικότητες που αποπροσανατολίζουν το μάτι από τον κεντρικό στόχο. Δεν
είναι τα μεγάλα ταμπλό που τον ελκύουν σαν καλλιτέχνη αλλά οι «μικρές» φόρμες
και αφαιρετικές παραστάσεις, αυτές που συγχωνεύουν το επικαιρικό στο
διαχρονικό, το πρόσωπο με το προσωπείο, την φιγούρα με την ιστορική μελλοντική
αύρα της. Ο Χρίστος Καράς κατορθώνει και
μορφοποιεί με λίγες πινελιές και απαλά χρώματα φωτεινά ή σκουρόχρωμα το πέρασμα
από την απτή παραστατικότητα στην ονειρώδη αφαιρετικότητα δίχως να χάνονται τα
ουσιώδη συστατικά της εικαστικής πρόθεσης. Το έργο του έχει μία ονειρική
επιχειρηματολογία που σε καθηλώνει, δεν σε κουράζει. Πράγματι εύστοχος ο
χαρακτηρισμός του από τον κύριο Μάνο Στεφανίδη,
«ο μέγας ονειρικός» Τηρουμένων των αναλογιών, στον χώρο της μουσικής
μελωδίας φέρνει στο νου τον «μεγάλο ερωτικό» του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνο
Χατζιδάκι, παρά το ταξίδι του «Μεγάλου Ανατολικού» του ποιητή Ανδρέα
Εμπειρίκου. Κατά το δικό μου βλέμμα, φέρνει στην σκέψη μου τον κόσμο του
Σαλβαντόρ Νταλί.
Αξιοθαύμαστη και αξιοζήλευτη υπήρξε και η
εργατικότητά του, μέχρι τις τελευταίες μέρες του επίγειου βίου του.
Πρωταγωνίστησε ο ίδιος στην σκηνή της εικαστικής του έκθεσης.
Η
αρθρογραφία και βιβλιογραφία για το έργο του είναι αρκετά μεγάλη, το ίδιο και
τα αυτόνομα μελετήματα, τα βιβλία για την σύνολη εικαστική του παραγωγή. Μία
γρήγορη ματιά στην επιλεκτική βιβλιογραφία που μας παραθέτει ένας από τους
μελετητές του, ο γεννημένος στην Ελασσόνα, ιστορικός και αρχαιολόγος, ιστορικός
της τέχνης κύριος Γιάννης Μπόλης ο οποίος υπογράφει και τον εύχρηστο και
κατατοπιστικό τόμο για τον «ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΡΑ» στην σειρά Σύγχρονοι Έλληνες Ζωγράφοι
που κυκλοφόρησε από τις καλαίσθητες εκδόσεις
«Κ. ΑΔΑΜ» Αθήνα 2007, (υπεύθυνη σειράς Πέγκυ Κουνενάκη, σχεδιασμός Κατερίνα
Αδαμ, Κρίστη Κασαστογιάννη, επιμέλεια έκδοσης Κώστας Αδάμ) θα μας φανερώσει
γνωστά και καταξιωμένα ονόματα της ελληνικής τέχνης και παιδείας στην χώρα μας.
Όπως η ποιήτρια Ελένη Βακαλό, ο ιστορικός της τέχνης Μ. Παπανικολάου, ο ιστορικός
της τέχνης Μανώλης Βλάχος και Μάνος Στεφανίδης, ο Χάρης Καμπουρίδης, η Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν,
ο Δημήτρης Φατούρος, ο Χρύσανθος Χρήστου, η Μαρία Μαραγκού, ο Αλέξανδρος Ξύδης,
ο Δ. Ε. Ευαγγελίδης, ο Πάνος Καραβίας, ο Ε. Μαυρομμάτης, ο Τώνης Σπητέρης, ο Αλέξανδρος
Κοντόπουλος και πολλοί άλλοι. Χρήσιμο μας είναι και το «Χρονολόγιο» του Χρίστου
Καρά που παραθέτει ο Γιάννης Μπόλης, από το 1930 χρονιά γέννησης του ζωγράφου έως
το 2004 όπου φιλοτεχνεί την μεγάλη του σύνθεση για το Αττικό Μετρό στο σταθμό Χαλανδρίου.
Ας κλείσουμε το σημείωμα με τις ορθές επισημάνσεις του κυρίου Γιάννη Μπόλη:
«Μνήμες, ερεθίσματα και εντυπώσεις μετατρέπονται
σε λυρικές εικόνες. Εικόνες, που με το μέγεθος και την οργάνωσή τους αποκτούν μνημειακή
βαρύτητα, αποτελούν αυτόνομα εικαστικά γεγονότα. Εικόνες υποβλητικές, που, συνθεμένες
με τη δική τους λογική, οδηγούν στη απελευθέρωση της ονειροπόλησης και της φαντασίας
και, ταυτόχρονα, με τους συμβολισμούς τους υπερβαίνουν το ατομικό και αναζητούν
το συλλογικό.».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 19
Απριλίου 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου