Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τον πειραιώτη εικαστικό Γιάννη Τσαρούχη

      ΦΩΝΕΣ  ΜΙΑΣ  ΑΛΛΗΣ  ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

 

           Για τον Γιάννη Τσαρούχη

      Σαράντα χρόνια ήθελα να μιλήσω στον Γιάννη Τσαρούχη, μα δεν μ’ άφηνε να πω λέξη. Μιλούσε μόνο αυτός. Κι εγώ τον άκουγα-ευτυχώς ήξερα να τον ακούω. Μα η επιθυμία μου να του μιλήσω παρέμενε επιτακτική και καιροφυλακτούσα τη στιγμή που θα μπορούσα να το κατορθώσω. Και να επιτέλους, η  ποθητή στιγμή. Εκείνος κάτω στην πλατεία, εγώ να του μιλώ χωρίς περιορισμό και, θέλει, δε θέλει να μ’ ακούει. Αγαπητέ Γιάννη σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την ικανοποίηση που μου χαρίζεις, την ώρα μάλιστα που ‘ρθαμε δω να σε τιμήσουμε.

     Κάποτε υπήρχε μια σοπράνο που τη λέγανε Μαρίκα Παλαίστη. Είχε τραγουδήσει «Κάρμεν» στον Τσάρο, στον καιρό του, κι από τότε η μέν Παλαίστη μας το θύμιζε κάθε φορά με τα φέιγ βολάν της κι ο Τσάρος δεν θέλησε να ξανακούσει αυτή την όπερα όσο ζούσε. Η Παλαίστη λοιπόν θαύμαζε κάθε άξιο καλλιτέχνη του καιρού της, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι ακριβώς εκπροσωπούσε ο καθένας απ’ αυτούς. Μιά μέρα με μιά φίλη της, Κυρία ίδιας περίπου ηλικίας, βρεθήκαμε μπρός στον Τσαρούχη. – «Ποιος είν’ αυτός;» ρωτάει η φίλη της. Και η Παλαίστη της εξηγεί. «Είναι ο Τσαρούχης. Ένας σκηνοθέτης που ζωγραφίζει».

     Είμουν κοντά τους κατά σύμπτωση κι άκουσα τη συζήτηση. Δεν ξέρω γιατί μα σκεπτόμουν πολλές φορές στις μέρες που ακολούθησαν τη φράση αυτή της Παλαίστη. Για να καταλήξω τέλος, πώς η Παλαίστη μες στην τρέλα της, είχε εκστομίσει μιά αλήθεια αποκαλυπτική. Ο Τσαρούχης υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης της ζωγραφικής Του. Σκηνοθετούσε κάθε λεπτομέρεια στάσης, καθίσματος, βλέμματος, σκηνικού και όλα, για να φανερωθεί η ουσία και το πνεύμα μιάς προσωπικής ζωγραφικής, που επιχειρούσε ν’ απεικονίσει αυτό το «ιδιαζόντως ελκυστικό» λαϊκό πρόσωπο ή περιβάλλον, ή πρόσωπο μέσα στο περιβάλλον, για να καταλήξει τέλος στην τυπική σφραγίδα ενός Αλεξανδρινού, που χορεύει ελληνικούς χορούς όχι από εθνικό πάθος, αλλά από χιούμορ και από μιά, ας την πούμε, πνευματική αυταρέσκεια. Κι όσο προχωρώ στη σκέψη πάω να καταλήξω στο ερώτημα: Μήπως κι ο σεβασμός στο νεοκλασικό, που κυριαρχεί στις μέρες μας, δεν είναι τάχα κι αυτός μιά επιλογική Τσαρουχική, που μας την κληροδότησε όχι δίχως την πρόθεση να ειρωνευτεί την σημερινή μας παρακμή;

     Αυτή η σπουδή μας για το «νεοκλασικό» δεν είναι κάπως παρανοϊκή, όταν ακόμη και η έννοια του κλασικού έχει τελείως καταβαραθρωθεί στον τόπο μας, επίσημα και ανεπίσημα;

     Δεν είναι τρέλα, σ’ αυτό τον αυριανικό χώρο τυχοδιωκτών και καιροσκόπων, να απαιτούμε τον σεβασμό του «νεοκλασικού»- γέννημα μιάς σπουδαιοφανούς, «αρχοντικής» παλιάς Αθήνας;

    Ο Τσαρούχης τα γνωρίζει όλ’ αυτά, τα σεβάστηκε, τα οικειοποιήθηκε για να τα ειρωνευτεί κατόπιν αρκούντως, μεσ’ απ’ τη ζωγραφική του και μεσ’ από το σύγχρονο μυαλό του. Το εθνικά ειδωλολατρικό Του σώμα, μ’ έναν βυζαντινό μανδύα ενδεδυμένο, καλλιεργούσε την έννοια του γραφικού, του παραδοσιακού, του νεοκλασικού ενώ συγχρόνως μας επέβαλε-υπέβαλε θα ‘λεγα καλλίτερα-τις αισθητικές επιλογές του.

     Ο Τσαρούχης δεν μπορούσε να είναι μόνο ζωγράφος. Η Χώρα μας, με τη μικρότητά της και τα συνεχή κοινωνικοπολιτικά της προβλήματα, δεν είναι δυνατόν ν’ ανεχθεί τους αμιγείς καλλιτέχνες. Αυτούς πού ασχολιούνται μόνο με την Τέχνη τους. Όλοι οφείλουν να μιλούν και μ’ όλα ν’ ασχολούνται.

     Υπήρξαν λίγοι, πολύ λίγοι μόνο, Ποιητές αυτοί πού σώθηκαν και δώσανε βιώσιμα έργα, παραμένοντας όρθιοι κι αγέρωχοι στη φθορά των καταιγίδων και του Χρόνου. Ένας απ’ αυτούς, τους πολύ λίγους, ήταν ο Τσαρούχης. Ζωγράφιζε για να εκφραστεί, για να μαθητεύσει στην Τέχνη του και για να σχολιάσει τα όσα συμβαίναν γύρω του. Κι έγινε το Θαύμα.

      Προσπαθούσε στην αρχή σαν αυτοδίδαχτος να ζωγραφίζει πιστά, ένα πρόσωπο, έναν άντρα να κάθεται στη καρέκλα, ένα κρεβάτι του σπιτιού του, μιά γυναίκα γειτόνισσα. Και γινότανε Τσαρούχης! Μετά θέλησε να κάνει Θέατρο. Σκηνή, πόρτες, παράθυρα. Και γινότανε Τσαρούχης!

     Θέλησε να ζωγραφίσει ενδυμασίες, φορέματα παιδιών, ανδρών και γυναικών, ενδυμασίες άλλων εποχών. Και γινότανε Τσαρούχης!

     Ζήλεψε το αρχιτεκτονικό σκηνικό του Κλώνη και προσπάθησε να το αντιγράψει μέσα στο «Εθνικό», σκηνογραφώντας τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι στη διασκευή του Σκουλούδη, κι έγινε Τσαρούχης!

      Θέλησε να κάνει την «Μήδεια» με την Κάλλας και τον Μινωτή, κι έγινε Τσαρούχης!

      Θέλησε να δει τις Τέσσερις Εποχές μεσ’ απ’  την Παρισινή του εξορία το ’70, κι έγινε Τσαρούχης, φανταστικός!

     Θέλησε να σκηνοθετήσει «Εκάβη», κι έγινε Τσαρούχης!

     Τέλος θέλησε να χορέψει ζεϊμπέκικο κι έγινε κι αυτός Τσαρούχης. Ένας τεράστιος λευκός Τσαρούχης που εξαφάνισε τον χορό και τον οδήγησε σ’ ένα αυστηρό πίνακα ζωγραφικής. Ο Ζεϊμπέκικος, αυτό το παράνομο πάθος του Διός μες στο ελληνοχριστιανικό ιερατείο, έγινε Τσαρούχης!

      Υπήρξε και είναι αναρχικός! Δεν συμβιβάστηκε με τους καιρούς. Αυτοί ήρθανε κοντά του. Απέφυγε να συνυπάρξει με τις ελληνικές κυβερνήσεις. Αυτές τον πλησιάσανε σκόπιμα και καιροσκοπικά, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των παρασίτων και των εντόμων.

     Ο Τσαρούχης πρώτος εσατίρισε την βαλκανική ιδιοσυγκρασία μας. Χάρη στον πόλεμο και χάρη στο κλείσιμο των συνόρων μετά από αυτόν, μπορέσαμε ν’ αποκτήσουμε μεσογειακή συνείδηση και να ξεφύγουμε λίγο από τον διχασμό που εκ παραδόσεως μας κατέχει, στο να αιωρούμεθα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση: την ύπαρξη εκείνου του χρυσού κλειδιού, την γνωρίζει καλά ο Τσαρούχης, ενώ καμιά κυβέρνηση ποτέ, ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, θα υποπτευθεί το ζήτημα σαν ένα πρωταρχικό πρόβλημα του ελλαδικού χώρου. Το μόνο σοβαρό μάλιστα, τώρα που πάμε να ενταχθούμε στην Ευρώπη.

     Είναι αλήθεια πώς εμείς, σαν λαός, σκεφτόμαστε και ενεργούμε σοβαρά μονάχα μεσ’ από έναν ισχυρό εθνικό κίνδυνο, σεισμό, αφανισμό. Κι αυτό είναι που μας χάρισε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μιά καταστροφή και μιά ευκαιρία να σκεφτούμε επιτέλους σοβαρά για τον τόπο και τη μοίρα μας. Όμως μαζί με την καταστροφή, μας προσέφερε και μιά θλιβερή αυτοϊκανοποίηση, επίσημα τοποθετημένη, σαν εκείνη του Καραγκιόζη: να πιστεύουμε με κομπασμό ότι συμβάλουμε τα μέγιστα στη νίκη των συμμάχων. Χωρίς εμάς θα ‘σαν χαμένοι, οι άμοιροι. Κι επειδή δεν έφτανε μόνο αυτό, μας χτυπούσαν κι ένα γκόνγκ κάθε πρωί στο ραδιόφωνο, την ώρα που μιά βαρύγδουπη φωνή μας θύμιζε πώς είμασταν οι «από τριών χιλιάδων ετών Έλληνες». Τόση γελοιογραφία πώς να την αντέξει κανείς;

     Τότες είναι πού αντιδράσανε μιά ομάδα γνησίων εκπροσώπων του ελλαδικού χώρου, φυσιογνωμίες αληθινές κι όχι κατασκευασμένες. Και θεμελιώσανε μιά νεώτερη μεταπολεμική παιδεία και περιείχε την ανακάλυψη και τη σημασία του ταπεινού, του γραφικού και της αυτοσάτιρας του Θεάτρου Σκιών, μαζί με την περιφρόνηση του κενόδοξου και τενεκεδένιου μεγαλείου των εθνικών μας εορτών.

     Ο Τσαρούχης μαζί με τον Πικιώνη, τον Σικελιανό και τον Μόραλη, αποκαλύπτανε τον Θεόφιλο, τον Καραγκιόζη, τα χαλίκια της θάλασσας, τις στολές των ναυτικών και τα γιλέκα των χορευτών. Ο Ελύτης κι ο Σεφέρης, τα νησιά του Αιγαίου και τις απόκρυφες πτυχές των Αποστόλων και του Μακρυγιάννη. Ο Εμπειρίκος κι ο Εγγονόπουλος, τον εξωλογικό μαγικό χαρακτήρα της γλωσσικής μας παράδοσης. Ο Ρίτσος μυθοποιούσε την Αντίσταση και τον βραβεύανε με το σκληρό μετάλλιο της Μακρονήσου. Κι ο Γκάτσος, μετέφερε τους αινιγματικούς Δελφούς στο σιωπηλό τοπίο της Αρκαδίας.

     Ο Τσαρούχης ζωγράφιζε ναύτες με χάρτινες σημαιούλες ελληνικές γυναίκες να καλλωπίζονται σε καθρέφτες αιωρούμενους, κρατώντας σημαίες ελληνικές μνημόσυνα μ’ ετοιμολιπόθυμες γυναίκες που να κρατούν σημαίες ελληνικές, παρελάσεις και λειτουργίες εκκλησιαστικές, με στρατιωτικές φρουρές κι ατέλειωτες σημαίες χάρτινες, ελληνικές.

     Αν δεν υπήρχε αυτό το μέγιστο μάθημα απ’ τους σοφούς της νιότης μου, θα ‘χαμε πνιγεί πρίν γεννηθούμε νεοέλληνες. Θα ‘χαμε γίνει οι ίδιοι φορείς μιάς οριστικής καταστροφής μας.

     Το γραφικό και το ταπεινό, υπήρξαν ζωτική ανάγκη για το έθνος εκείνο τον καιρό. Κι άς το χλευάζαν τότε οι κομμουνιστές και οι υπερφίαλοι μεγαλομανείς κυβερνητικοί. Κομμουνιστές, ιδαλγοί παλαιών ονείρων χαμένοι στο παιγνίδι τους και στο παιγνίδι των «Μεγάλων». Κυβερνήσεις αδέξιες, φθαρμένες, με ανεπαρκή νοημοσύνη κι ευαισθησία, εκτρώματα, που διαφεντεύουνε τον τόπο ως τις μέρες μας, μ’ ελάχιστες καλοπροαίρετες εξαιρέσεις, πού όμως δεν κατόρθωσαν ν’ αλλάξουνε τον ρούν της αντιδραστικής μας μηχανής. Το γραφικό υπήρξε ανάγκη, ως τη στιγμή που από αντίδραση να μετατεθεί και ν’ αποκτήσει το απαραίτητο πνευματικό του βάθρο για να μας συνδέσει μ’ ό,τι βιώσιμο συντηρούσαμε απ’ την Παράδοση. Κι εκεί ακριβώς συνέβη το κακό. Γύρω στα ’60. Πρίν γίνει η μετάθεση, επεβλήθη με μιά μικρόπνοη ευμάρεια η εθνική πορνεία. Λεγόταν Τουρισμός. Ανακαλύψαμε σαν κοινές γυναίκες τον εύκολο πλουτισμό μας κι ευθύς βιομηχανοποιήσαμε το γραφικό και το μετατρέψαμε σε Εθνικό, προστατευμένο από Νόμους και ιερά Διατάγματα, χάνοντας έτσι τη μοναδική ευκαιρία που μας έδωσε ο Πόλεμος: να υπάρξουμε έστω για λίγο σοβαροί και με δικό μας περιεχόμενο.

     Ο Τουρισμός έγινε η μόνη μας επιδίωξη, το κράτος βρήκε έναν εύκολο τρόπο να καλύψει την ανικανότητά του στα οικονομικά προβλήματα του τόπου, ενώ συγχρόνως άρχιζε η δίωξη του σοβαρού και η άνθιση χασάπικων και βαλκανικών συρτακίων, προς άγραν χρημάτων κι εραστών! Η «λεβεντιά» απέκτησε τα ενδύματα της Τρούμπας κι ένας καινούργιος ηθικός κώδικας άρχισε να κατευθύνει τον εξ Αράβων γειτόνων προερχόμενων αισθηματισμό μας. Πήγαμε πάλι έναν αιώνα πίσω και με κατεύθυνση ανατολική. Το περίφημο τραγούδι του Τσιτσάνη «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», βγήκε προφητικό. Εμείς βέβαια δεν πήγαμε, αλλά την φέραμε την Αραπιά στον τόπο, «χωρίς συστάσεις», και αποκτήσαμε εντός ολίγου όλες τις αισθηματικές καταβολές της και συνήθειες.

    Ο Τσαρούχης εφανερώθη, απ’ την αρχή, ένας γενναίος αντιστασιακός. Κι όχι ένας αντιστασιακός των συνθημάτων, των γηπέδων και των μεταδικτατορικών επικαίρων. Αντιστασιακός στη φθορά και στο ψέμα σαν γνήσιος φορέας ήθους, πολιτισμού και ατέλειωτου ταλέντου.

     Και τη ζωή του εσκηνοθέτησε με μιά παρόμοια γνώση και γενναιότητα. Γιατί ήξερε να ζει λεπτές αποχρώσεις και απόκρυφες λεπτομέρειες, μη ορατές στους αμύητους και «πολλούς». Και πέτυχε θριαμβευτικά και στη Ζωή του και στην Τέχνη του, το γνησίως Ελληνικόν!

     Για να κατανοήσετε την έννοια της Τσαρουχικής αντίστασης, θα σας αφηγηθώ μιά χαρακτηριστική σκηνή από τον συνυπάρχοντα βίον μας. Μιά λεπτομέρεια ζωής κι αληθινής ευαισθησίας!

     Γιορτάζαμε την απελευθέρωση, και μαζί το τέλος του πολέμου. Όλοι μας χυμένοι στους δρόμους, με σημαίες και κονκάρδες στο πέτο, φανερώναμε τις ομάδες μες στις οποίες, άλλος λίγο άλλος πολύ, αντισταθήκαμε στους Γερμανούς. Ο κόσμος απ’ όλες τις συνοικίες κατέβαινε στο κέντρο, στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην πλατεία Συντάγματος. Απέναντι απ’ τη Μεγάλη Βρετανία είτανε του Γιαννάκη. Από εκεί είχαμε συμφωνήσει να ξεκινήσουμε οι φίλοι τότε, ο καθένας με τη σημαία του, δίχως πιά προφυλάξεις. Οι σημαίες οι περισσότερες είτανε ρωσικές, μετά αμερικάνικες και τρίτες στη σειρά, οι αγγλικές. Μες στην οχλοβοή και στον αλαλαγμό, βλέπουμε ξαφνικά τον Τσαρούχη ν’ ανεβαίνει μόνος την Πανεπιστημίου και να ‘ρχεται προς τα εμάς, κρατώντας μιά κινέζικη σημαία. Ο μόνος που κρατούσε τη σημαία του τέταρτου σύμμαχου: της τότε Εθνικιστικής Κίνας. Τη σημαία την είχε κατασκευάσει μόνος του κι ερχότανε λαμπρός και τολμηρός, περιφρονώντας την απερίσκεπτη και θορυβώδη πλειοψηφία. Γελούσανε πολλοί κι εμείς μαζί. Μα εκείνος περπατούσε ατάραχος με τη σημαία της Κίνας να κυματίζει ολομόναχη μέσα στη θάλασσα των άλλων σημαιών. Εγώ, δεν ξέρω γιατί, ύστερ’ απ’ αυτό, έκρυψα τη δικιά μου.

     Ο Τσαρούχης είχε αντιδράσει γι’ άλλη μιά φορά με γνησιότητα και με θάρρος. Ανεγνώρισε τον μη παίζοντα τότε ρόλο στην Ευρώπη σύμμαχο. Τον Κινέζο. Και τον ετίμησε, όχι όμως χωρίς κάποια ειρωνεία. Προς τα πού όμως; Προς την Κίνα ή προς την Ελλάδα; Δεν το διευκρίνισε ποτέ. Γιατί αυτό δεν μετρούσε στη Ζωγραφική!

     Πολλοί θυμούνται πολλά. Κι είμαι βέβαιος πώς θα γραφτούν ατέλειωτα βιβλία με διάφορες στιγμές του Τσαρούχη, ιδιότυπες- τονίζω τη λέξη όχι για μένα μα γι’ αυτούς πού θα «γράψουν» - αλίμονο. Θα γράψουν φυσικά:

     -Όταν έδινε ρεσιτάλ σε σπίτια μέσα στην Κατοχή τραγουδώντας, με θαυμάσια κοστούμια σχεδιασμένα από τον ίδιο, άριες της Βιολέτας από την «Τραβιάτα» του Βέρντι.

     -Όταν έπαιζε την Αμαλία από το μόλις δημοσιευμένο μονόπρακτο του Καραγάτση. Κι αυτό σε σπίτι αρχοντικό στην Πλάκα.

     -Όταν έψελνε στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου την Μεγάλη Εβδομάδα, σας αριστερός ψάλτης με νεαρούς ψαλτάδες γύρω του τον Νίκο Γεωργιάδη, τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Ιάννη Ξενάκη, τον αδερφό του τον Κοσμά κι άλλους πολλούς που δε θυμάμαι. Όλοι τρέχαμε να τον δούμε και να τον ακούσουμε. Πραγματοποιούσε νεοελληνική Παιδεία μα και χλευάζονταν απ’ τους πολλούς-όπως άλλωστε κι όλοι οι άξιοι του καιρού του.

     Κυκλοφορούσαν τότε περίπου τριάντα περιοδικά και τα εικοσιεννέα απ’ αυτά σκορπίζανε θυμό και ειρωνεία για τα πρόσωπά τους και τα έργα τους. Φύγαν οι Γερμανοί, φύγαν και τα εικοσιεννέα περιοδικά, φύγαν και οι εκδότες τους. Μα έμειναν τα έργα αυτών των λίγων πού χλευάστηκαν, για να τροφοδοτήσουν την Ελλάδα με αληθινή Τέχνη κι ελληνική συνείδηση. Και ο Τσαρούχης πρώτος μέσα στους πρώτους.

     Αλήθεια, μπορεί κανείς ν’ αναρωτηθεί, τι ήταν όλες αυτές οι δραστηριότητες του Τσαρούχη μέσα στην Κατοχή; Η Τραβιάτα, η Ψαλτική, η Αμαλία και οι Βαλκυρίες, λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση όταν ο Τσαρούχης έπαιζε την Βρουγχίδη και η Δόρα Στράτου τον Βόταν; Ήταν Ζωγραφική.

     Μια απαραίτητη σκηνοθεσία Ζωής για να μπορέσει ν’ αντέξει η αντίστασή του στο γεμάτο Θάνατο κλίμα εκείνου του καιρού. Κι απολυτρωμένο το χέρι Του, να σχηματίζει με σχέδιο και χρώμα ό,τι του έλειπε κι ό,τι ζητούσε ν’ αποκτήσει. Μιά σκηνή, ένα φόρεμα, ένα βλέμμα, ένα σώμα. Κι όλα, για να μας συνδέουν με την Τέχνη, την εξαφανισμένη από τους σκοτεινούς κείνους καιρούς.

     Δεν ήταν γραφικές ιδιοτυπίες ενός ζωγράφου «ασυγκίνητου» στις πυρκαγιές, στα πάθη του καιρού του. Ήταν και παραμένει όσον ολίγοι υπεύθυνος σ’ αυτή τη χώρα, για να παρέχει μορφή και περιεχόμενο στη νεοελληνική μας ευαισθησία- όσο υπάρχουν βέβαια ακόμη ανώνυμοι φορείς πού να την απαιτούν και να συντηρούν μέσα τους ίχνη ανησυχίας και μη εφησυχασμού για την εθνική μας πορεία.

     Η Ιστορία μας απέδειξε πώς οι πολιτικοί μας ποτέ δεν κατορθώσανε να έχουν οράματα, εκτός από δυό τρείς, πού όμως κι αυτοί δεν μπόρεσαν να τους δώσουνε πνοή ώστε να ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο ζωής. Μονάχα οι Ποιητές μπορούν να θάβουνε τον Χρόνο και να χαρίζουνε στη χώρα πού τους γέννησε μία περίπτωση μετάλλινης ή αργυρής Αθανασίας, έναν σιγανό ψίθυρο αγέρα, ατέλειωτο μες στους αιώνες.

     Μ’ αυτό δεν το γνωρίζουν οι «πολλοί». Ούτε οι δημοσιογράφοι. Ούτε κι αυτοί που γράφουν, κάτω απ’ τ’ όνομά τους, τη λέξη Ποιητής. Μιά τραγική πλειοψηφία που δημιουργεί την σύγχυση και την παλινωδία.

     Γι’ αυτό πρέπει να ‘ρθει μιά νέα καταστροφή. Για να σκεφθούμε πάλι σοβαρά κι ίσως ξανά γνωρίσουμε πώς θ’ αποφύγουμε την πλάνη και την απάτη, έτσι όπως φανερώνονται στον τόπο μας ντυμένες μ’ εθνικές πολύχρωμες ενδυμασίες, κατασκευασμένες από μόδιστρους και από παράγοντες αθλητικούς. Η Χώρα πρέπει να καταστραφεί. Να φάει τα τρωκτικά της. Κι ίσως σαν ξαναγεννηθεί, να γίνει άξια των ποιητών της.

     Είμαι βέβαιος πώς κάπως έτσι θα μιλούσε ο Ποιητής Γιάννης Τσαρούχης, αν τον αφήναν να μιλήσει σήμερα αντί να μας ακούει εμάς πού άξια τον γιορτάζουμε. Μόλο που χαίρομαι, καθώς είπα και στην αρχή, έτσι που μ’ ακούει αδιαμαρτύρητα και με περισσή ευγένεια! Μα πρίν τελειώσω, κάτι θέλω να πω ακόμη. Κάτι σαν εκμυστήρευση.

     Μες στα σαράντα χρόνια που γνωριζόμαστε, συναντηθήκαμε πολλές φορές είτε μιλώντας είτε συνεργαζόμενοι στο Θέατρο. Πάντα σκεφτόμουν τη Ζωγραφική του, περ’ από τη συγκίνηση που μου παρείχε. Και προσπαθούσα να εκπαιδευτώ, μ’ όλες τις περιπέτειες τις εσωτερικές που μου παρείχε ένα τέτοιο εγχείρημα. Μιά μέρα ανακαλύπτω το δισδιάστατο της Ζωγραφικής του. Και το ερμηνεύω, νεαρός όντας, ανάγωγα και δίχως κατανόηση. Του μίλησα με τόλμη και θρασύτητα. Του είπα ότι ρουφάει τη ζωή από τα πρόσωπα και τα μεταφέρει στις ζωγραφιές του νεκρά, χωρίς τις αληθινές τους διαστάσεις.

      Και τι μπορούσα να υποψιαστώ τότε για τις αληθινές διαστάσεις της Ζωγραφικής; Μα τόλμησα και ο Τσαρούχης, όπως ήταν φυσικό, θύμωσε. Δεν μου ξαναμίλησε για πολύ καιρό. Έχουμε μάλιστα και μιά φωτογραφία μαζί, σαν δουλέψαμε στον «Μαρσύα», στην Αίγινα, το ’49: ο ένας κοιτάζει απ’ τη μιά μεριά κι ο άλλος απ’ την άλλη.

     Μετά δουλέψαμε πολλές φορές μαζί. Δεν θυμάμαι αν του είχα ζητήσει συγνώμη για να μου ξαναμιλήσει. Του τη ζητώ απόψε τη συγνώμη που του οφείλω.

     Δεν έχει περάσει ούτε μιά μέρα από τότε. Εκείνος είναι πολύ νέος κι εγώ λίγο πιό νέος απ’ αυτόν. Μόνο που σήμερα γνωρίζω καλά ό,τι όφειλα να γνωρίζω από τότε, στην εποχή του «Μαρσύα» και του «Ματωμένου Γάμου». Γι’ αυτό τιμώντας τον, θα του  παίξω μερικά τραγούδια μου από το έργο του Λόρκα, για το οποίο εκείνος πραγματοποίησε ένα οπτικό θαύμα, ο Γκάτσος μιά αποκαλυπτική ποιητική πράξη με τη γλώσσα και ο Κούν μιά εξαίσια παράσταση, ενώ εγώ, μπορώντας και μή, τους ακολούθησα με τη μουσική μου.

     Αγαπητέ μου Γιάννη, είμαστε όλοι  νέοι όπως τότε, μόνο που μερικοί απουσιάζουν χωρίς να το θέλουν.

     Βρισκόμαστε τον Φεβρουάριο του ’48 στο «Θέατρο Τέχνης», στο παλιό Θέατρο Μουσούρη, στον  Άγιο Γιώργη τον Καρύτση. Τη Νύφη παίζει η Έλλη Λαμπέτη, τον Γαμπρό ο Χατζημάρκος, τον Λεονάρντο ο Διαμαντόπουλος και τη Μάνα η Βάσω Μεταξά. Δουλεύουμε όλοι μέρα νύχτα. Και, κάπως έτσι, ανοίγει η αυλαία. Σε χαιρετώ.

     ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ *,

*Για τον Γιάννη Τσαρούχη, ομιλία με αφορμή τη βράβευση του Γιάννη Τσαρούχη από τον Δήμο Αμαρουσίου, στις 16 Μαϊου 1988.

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ, εξώφυλλο Αλέξανδρος Ίσαρης, διορθώσεις Βάσω Κυριαζάκου. εκδόσεις Ίκαρος εκδοτική εταιρεία, Αθήνα, Δεκέμβριος 1988, σελ. 189-199.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Στις ένθετες φωτογραφίες που συνοδεύουν το βιβλίο η με αριθμό 10 δείχνει τον Μάνο Χατζιδάκι με τον Γιάννη Τσαρούχη. Στις σημειώσεις της έκδοσης σελίδα 253 αναγράφονται τα εξής από τον Μ.Χ. «Στο Παρίσι, το 1970, με τον Γιάννη Τσαρούχη… Ένας ακόμη φίλος ζωγράφος. Ιερατική φυσιογνωμία, διάσημος για την επανάστασή του μέσα στον τόπο, εναντίον πάσης βαλκανικής κληρονομιάς και συνήθειας. Μας έμαθε να τρέφουμε σεβασμό στη Κασσιανή, στον Καραγκιόζη και στους Γάλλους εμπρεσσιονιστές. Χορεύει με δικό του τρόπο λαϊκούς χορούς, κι έτσι μας εξωθεί στο να τους αποφεύγουμε. Μεγίστη συνεργασία μας, οι «Όρνιθες», το 1959.».

    Και οι 65 ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συναντάμε στον τόμο έχουν τον ανάλογο σχολιασμό τους από τον Μ.Χ.

«…Το ιδανικό των νεκροταφείων έγινε ιδανικό των δημοκρατικών μας κυβερνήσεων. Του  κόσμου μας. Γιατί συμφέρει. Και τις «δημοκρατικές» μας κυβερνήσεις και τα έθνη και τις πατρίδες μας», σ.66, «Μια μώβ σκιά Μαϊου».»

     Ο τόμος «Ο Καθρέφτης και το μαχαίρι», περιλαμβάνει 36 κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι τα οποία δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά της εποχής, εφημερίδες, (Ελευθεροτυπία) προγράμματα εκδηλώσεων, ομιλίες του, τις οποίες ο Μελωδός των Ονείρων μας έδωσε μπροστά στο κοινό με την ευκαιρία μιάς μουσικής εκδήλωσης ή ενός συνεδρίου. Βλέπε την εναρκτήρια ομιλία του στην συζήτηση που διοργανώθηκε στα Ανώγεια της Κρήτης για την «Σημασία της παράδοσης στον καιρό μας». Γράφει μεταξύ άλλων θέτοντάς μας διαρκώς ανοιχτά ερωτήματα: «Και πρώτ’ απ’ όλα, τι θα πει παράδοση; Είν’ τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ’ άστρα εκτόξευσή μας; Πώς είμαστε τοποθετημένοι απέναντί της, είναι Κυρία, παρθένα ή γριά; Και πώς μας φανερώνεται εντός μας; Με μια εσωτερική διεργασία, από ανάγκη που πολλές φορές μας οδηγεί στο βάθος των πηγών μας, ή από διάθεση να ‘μαστε κάτι διαφορετικό, να ξεχωρίζουμε απ’ τους άλλους; Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας, που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια, ή εκείνο το φώς που μας αποκαλύπτει, το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;….», σ.19. Την ομιλία του στην προβολή της ομώνυμης ταινίας «Ο Φελλίνι, ο Νίνο Ρότα και μιά «Πρόβα Ορχήστρας»», δηλώνει στην αρχή της ομιλίας του: «Αγαπώ τον Φελλίνι, σαν άνθρωπο που με διδάσκει ανεξάντλητα και εξαντλητικά, σαν φίλο που γνωρίζει βαθιά τα μυστικά μου και τα νομιμοποιεί, σαν σύντροφο που κουβεντιάζει μαζί μου ώρες ατέλειωτες για μυστικιστικές καταβολές και για μιά σύγχρονη ερμηνεία τους, τέλος σαν αποκλειστικό προσωπικό μου Μάγο, που κάθε φορά μου αποκαλύπτει και μιάν αθέατη πλευρά του εαυτού μου, με συμπληρώνει πότε σαν άστρο και πότε σαν πουλί, έτσι που γίνομαι αγνώριστος, αθέατος και, τελικά, διαφεύγων.», σ.25. Την ομιλία του κατά την βράβευση του αμερικανού σκηνοθέτη συζύγου της Μελίνας Μερκούρη, Ζύλ Ντασέν, του ζωγράφου και καθηγητή στην σχολή καλών τεχνών Γιάννη Μόραλη από τον Δήμο Αθηναίων, του πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη από τον Δήμο Αμαρουσίου. Ή μεταδόθηκαν από το Τρίτο Πρόγραμμα «Ο Φτωχός Ναύτης». Ο Μ. Χ. μας μιλά για την συνεργασία του γάλλου ποιητή και σκηνοθέτη Ζαν Κοκτώ και του συνθέτη Μιγιό. Γράφει: «Το αποτέλεσμα του «Φτωχού Ναύτη» ανήκει τόσο στον Κοκτώ όσο και στον Μιγιό. Η θεατρική δομή και το ποιητικό  κείμενο του Κοκτώ δεν αποτελούν ένα συμβατικό βάθρο για το Μουσικό αποτέλεσμα του Μιγιό. Είναι το βασικό τμήμα του αποτελέσματος. Ίσως πολύ περισσότερο από ότι στον Βάγκνερ τα λιμπρέτα που έγραψε ο ίδιος ή από ό,τι στον Γκλούκ τα ανανεωτικά λιμπρέτα του Καλσαμπίτζι. «Ο Φτωχός Ναύτης» είναι από τα έργα που θα λέγαμε ότι έγιναν από το τίποτα. Ένα παιχνίδι μαγικό και ολέθριο μαζί. Παρ’ όλα αυτά, αν η γραμμική του καθαρότητα δεν ενθαρρύνει για μιάν οποιαδήποτε ανάλυση, το βάρος του έργου μπαίνει κατευθείαν στην συνείδηση….». σ. 14. Τα κείμενα, οι ομιλίες ή οι συνεντεύξεις του, όπως αυτή με τον ηγέτη-τότε-της ανανεωτικής αριστεράς Λεωνίδα Κύρκο, η συνομιλία του με τον χορογράφο και χορευτή Μωρίς Μπεζάρ, «Οι δικές μου ρίζες είναι θάλασσα…», πρόσωπα που εκτιμούσε και σέβονταν, συνάντησε, και συνεργάστηκε μαζί τους κατά την διάρκεια της δικής του επαγγελματικής μουσικής και καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας. Κείμενα τα οποία μεταδόθηκαν από το Τρίτο Πρόγραμμα, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό που σχεδίασε και διεύθυνε το «Τέταρτο». Ενώ υπάρχουν και εκείνα τα οποία δημοσιεύτηκαν σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής όπως «Η Λέξη», ή πολιτικά περιοδικά που ο Μάνος Χατζιδάκις σέβονταν και εκτιμούσε ανεξάρτητα αν συμφωνούσε με το πνεύμα την φιλοσοφία και την πολιτική τους αρθρογραφία και ύλη, όπως το «Αντί». Διαβάζουμε ακόμα, την συνομιλία του με τον ποιητή Θανάση Φωσκαρίνη στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω». Πρόσωπα διεθνούς καλλιτεχνικής ακτινοβολίας, ελληνικές και ξένες καλλιτεχνικές και της τέχνης αναγνωρισμένες προσωπικότητες με τις οποίες ο ποιητής και συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις συνεργάστηκε ή διατηρούσε φιλικές σχέσεις, σέβονταν και εκτιμούσε τις κρίσεις τους, γινόταν κοινωνός των ιδεών τους, άκουγε τα λόγια και τις προτροπές τους. Όπως ο ποιητής και στιχουργός, μεταφραστής σταθερός συνεργάτης του, ο Νίκος Γκάτσος. Για τον ποιητή Νίκο Γκάτσο δημοσιεύονται δύο κείμενα, το «Ο Νίκος Γκάτσος-ένας πολύ αυστηρός φίλος» μία συνομιλία του η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η Λέξη» που εξέδιδαν οι συνεκδότες ποιητές Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος. Στην ερώτηση για την ποιητική συλλογή «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, δίνει την εξής απάντηση: «Δεν ξέρω να σας πω τι θα ήταν η ποίηση χωρίς την «Αμοργό». Πάντα πιστεύω ότι η ποίηση και η μουσική έχουνε μιά αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούργια έργα για να ξαναϋπάρξουν. Αλλά μπορώ να πω πόσο σημαντικό ποίημα είναι η «Αμοργός»: υπήρξε το πιό ολοκληρωμένο ποιητικό κείμενο στην εποχή που βγήκε, διότι καμία από τις εργασίες των άλλων σημαντικών μας ποιητών εκείνου του καιρού, που άσκησαν μεγάλη επίδραση στα ελληνικά γράμματα, δεν έδωσε με τόση πυκνότητα και τόση αρτιότητα ένα ολόκληρο ποίημα, όπως είναι η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου. Οφείλω να σας πω ότι την «Αμοργό» την ανεκάλυπτα, από μία εποχή και πέρα, συνεχώς. Δεν ήταν κάτι που με θάμπωσε μόλις μου πρωτοεμφανίστηκε και πού έμεινα μ’ αυτό τον θαυμασμό-όπως μου συνέβη για παράδειγμα με τον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, πού, όταν τον πρωτοδιάβασα, θαμπώθηκα κι έμεινα για πολύ καιρό με το αρχικό θάμπωμα. Σήμερα βέβαια αναγνωρίζω το μεγαλείο του ποιήματος, αλλά αναγνωρίζω και τις ρωγμές του. Στον Γκάτσο δεν αισθάνθηκα αυτό το θάμπωμα, αλλά από μία εποχή και μετά άρχισε να μου αποκαλύπτεται και, σε κάθε στιγμή αυτής της αποκάλυψης, συμπληρωνόταν μπροστά μου ένα μνημειώδες έργο νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του μεσοπολέμου. Το έχει γράψει δηλαδή ένας άνθρωπος που ζει βαθιά τον καιρό του, ενώ συγχρόνως περιέχει βαθιά και την παράδοσή του. Η «Αμοργός» είναι η έκφραση αυτών των δύο στοιχείων που συνθέτουν την προσωπικότητα του Γκάτσου: βαθιά Έλληνας και βαθιά Ευρωπαίος.», σ. 126-127. Ενώ, το δεύτερο κείμενό «Για τον Νίκο Γκάτσο» της σελίδας 148-151 είναι προλόγισμά του στην βράβευση του Νίκου Γκάτσου από τον Δήμαρχο Αθηναίων. Ο Μ. Χατζιδάκις μας λέει ότι όπως και άλλοι βραβευμένοι, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Αλέξης Μινωτής, η Ελένη Βλάχου, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας έτσι και ο Ν. Γκάτσος υπήρξαν και είναι φίλοι του και δάσκαλοί του.  Γράφει: «Για όλους θα μπορούσα να πω πολλά ή τίποτα. Όλοι είναι φίλοι μου. Όμως δεν είμαι ο κατάλληλος για εορταστικούς προλόγους. Οι άνθρωποι αυτοί σημάδεψαν την κατασκευή μου και τροφοδότησαν άπειρες φορές τις αντιδράσεις μου. Πώς μπορώ να μιλώ για δασκάλους; Έτσι αναγκαστικά θα εκφράσω απόψεις μου περί βραβεύσεως και περί ποιητών.». Ωραίο και ευχάριστα διαβάζεται και το κείμενό του για την υπερρεαλίστρια ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη κ.λπ.

                 ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΑΝ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

    Θυμάμαι στα χρόνια της Κατοχής ένα μικρό παιδάκι πού τρύπωνε σαν ποντικάκι, έβρισκε ένα πιάνο κρυμμένο πίσω από τα σκηνικά και άρχιζε ν’ ακομπανιάρει εκεί που έπρεπε την παράσταση. Το παιδάκι το έλεγαν Μάνο Χατζιδάκι.

     Κάποτε τσακωθήκαμε για ασήμαντη αφορμή, που το νεανικό κουράγιο και η νεανική αγριότης την έκαναν σημαντική. Εκείνο τον  χρόνο επρόκειτο να συνεργαστώ με τη Ραλλού Μάνου, πού θα έδινε το μπαλέτο Μαρσύας στις αρχαιότητες της Αιγίνης. Η μουσική του μπαλέτου ήταν γραμμένη από τον Μάνο Χατζιδάκι. Τον Απόλλωνα τον έκανε η Κατσέλη, τον Μαρσύα η Ραλλού Μάνου και μία από τις νύμφες ήταν η Ντόρα Τσάτσου. Το κοινό ήταν τόσο ενθουσιασμένο, που στο τέλος βγήκαμε όλοι οι συνεργάτες να χαιρετίσουμε. Αυθόρμητα έπιασα το χέρι του Χατζιδάκι και του ‘πα: «Στα συγχωρώ όλα, έχεις ταλέντο!».

     Άργησα πολύ να καταλάβω πλήρως τη μουσική αξία των έργων του, επειδή διέφεραν από την παραδοσιακή μουσική, που λάτρευα πάντα. Κάποιες σημαντικές πράξεις του Χατζιδάκι με βοήθησαν να καταλάβω τη μουσική γενικά, και ειδικά τη μουσική του αξία. Πρώτα απ’ όλα, ήταν η διάλεξη που έκανε μετά την Κατοχή, στην οποία παρευρισκόταν επί σκηνής η Σωτηρία Μπέλλου, πού στο τέλος τραγούδησε. Η διάλεξις αυτή απεκάλυπτε εις το κοινό την ενότητα όλης της μουσικής, που ενώνει τα πιό περίεργα επιτεύγματα.

     Όταν σε μιά παράσταση των Ορνίθων στο κλειστό θέατρο «Πορεία», παρακολουθούσα το έργο με τον Teriade, ο Teriade ενθουσιασμένος με βοήθησε να κατανοήσω πλήρως το επίτευγμα του Χατζιδάκι. Μου είπε επί λέξει τα εξής: «Η Ελλάς έχει στο πρόσωπο του Χατζιδάκι τον δικό της Όφφενμπαχ. Είναι αρχαίος Έλληνας κάνοντας ό,τι του καπνίσει. Με καντάδες και μ’ ανατολίτικους ρυθμούς είναι αρχαίος Έλληνας. Η μουσική του είναι αξιαγάπητη».

     Μιά εργασία του που ίσως όλος ο κόσμος, δυστυχώς, αγνοεί είναι η μουσική για την Ορέστεια του Αισχύλου, γραμμένη για την τουρνέ της Κοτοπούλη στην Αίγυπτο. Την άκουσα να την εκτελεί στο πιάνο στο θέατρο Κοτοπούλη μιά φορά, τραγουδώντας ο ίδιος.

     Η μουσική είναι σαν τη ζωγραφική’ και οι δύο τέχνες, όσο πρωτοφανείς κι αν θέλουν να είναι, πρέπει να υποτάσσονται στους αθάνατους κανόνες της τέχνης τους.

       ΓΙΑΝΝΗΣ  ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, 20 Οκτωβρίου 1986

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΜΕ ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ.  Συλλογή και φροντίδα ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ Εκδόσεις ΜΠΑΣΤΑΣ- ΠΛΕΣΣΑΣ, Αθήνα, Μάρτιος 1996, σελίδες 259-260.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

    Για την έκδοση των Ανοιχτών Επιστολών στον Μάνο Χατζιδάκι,  βλέπε και σημείωμά μου της 7/4/2023. Εδώ σκέφτηκα να παραθέσω τις γνώμες των δύο ελλήνων καλλιτεχνών και συνεργατών μαζί, δίχως να καταφύγω σε φιλολογικούς σχολιασμούς και εργογραφικές τεκμηριώσεις, πέρα από αυτές που μας παράσχουν τα δύο βιβλία. Σαν ένα «συμπλήρωμα» των απόψεων και των εξιστορήσεων από τις κατά διαστήματα άψογες και αρμονικές συνεργασίες τους. Σαν μία πνευματική και καλλιτεχνική συναντίληψη δύο Ελληνικών προσωπικοτήτων του προηγούμενου αιώνα, οι οποίοι διαμόρφωσαν την πολιτιστική και αισθητική εικόνα της Ελλάδας, σφράγισαν με την παρουσία τους την προβολή και την διάδοση του πανάρχαιου ελληνικού πολιτισμού και παράδοσης στο εξωτερικό. Ας μην νομίσουμε όμως ότι τα κείμενα, οι ομιλίες και τα γραπτά του Μάνου Χατζιδάκι, διαπραγματεύονται μόνο μουσικά θέματα, μουσικά ακούσματα και μουσικοκριτικές. Ποιητικά του διαβάσματα ή τις συνομιλίες και τις συνεργασίες του με πρόσωπα του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου. Δεν είναι οι «εκμυστηρεύσεις» ενός σοβαρού, πεπαιδευμένου-μουσικά και καλλιτεχνικά- έλληνα, ο οποίος από την νεαρή του ηλικία φανέρωσε το μουσικό και αισθητικό του ταλέντο, αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε ξεχωριστά από συναδέλφους του καλλιτέχνες και φιλότεχνους ή πνευματικούς σηματωρούς της γενιάς του. Τα δημοσιευμένα αυτά κατά καιρούς κείμενα, και συγκεντρωμένα στον τόμο «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ», είναι μία σειρά πνευματικών και της συνείδησής μας ερεθισμάτων. Κάθε κείμενο είναι και μία σειρά ερωτημάτων που απευθύνονται σε όλους μας. Είναι προσκλήσεις και ανοιχτά ερωτήματα τα οποία κεντρίζουν τις χορδές της ψυχής και της σκέψης μας. Αναμοχλεύουν τις βεβαιότητες της συνείδησής μας, φωτίζουν πτυχές των παραδοσιακών βεβαιοτήτων μας που αποφεύγουμε να δούμε ή αρνούμαστε να δούμε την αληθινή εικόνα του προσώπου μας στον καθρέφτη της ύπαρξής μας, Είναι γοητευτικές, ειρωνικές, ή περιπαιχτικές προτάσεις ή απαντήσεις ενός έλληνα ο οποίος δεν έπαψε να είναι ουσιαστικός επαναστάτης, νέος, γεμάτος όνειρα και ερωτισμό και ταυτόχρονα συνειδητός και ενεργός πολίτης αυτής της χώρας, της κοινωνίας του καιρού του κόσμου. Είναι ένας λόγος, μία φωνή παλλόμενη, πολύχρωμη, στοχαστική, εποικοδομητικά και επιμορφωτικά καταγγελτική, ένας «Σωκρατικό κέντρισμα» για τους ανθρώπους της τέχνης, τους νέους και τις νέες της εποχής του (και όχι μόνο), τον σκεπτόμενο και ενεργούντα πολιτικά και όχι κομματικά ή ιδεολογικά πολίτη. Είναι οι προτάσεις του περί αισθητικής όχι μόνο στον χώρο της τέχνης και της καλλιτεχνίας αλλά της ίδιας της ζωής, της πολιτικής της εκπροσώπησης και έκφρασης. Τα κείμενα του Μελωδού των Ονείρων μας είναι κατ’ εξοχήν πολιτικά κείμενα, γιαυτό και προκάλεσαν τόση αναταραχή στο δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό και κυβερνητικό κατεστημένο τις χρονικές περιόδους που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Τα κείμενα αυτά όπως και τα άλλα που συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο του «Τα Σχόλια του Τρίτου» εκδόσεις Εξάντας 1980, ά, έκδοση, θα σημειώναμε ότι αποτελούν την προσωπική του αυτοβιογραφία. Την αφήγηση ενός πάντα σκεπτόμενου νεανικά και επαναστατικά ατόμου από τον χώρο της τέχνης, το οποίο δεν επαναπαύτηκε στις τιμητικές του δάφνες, δεν έκλεισε νωρίς τον κύκλο των ενδιαφερόντων του και των ενασχολήσεών του. Οι άνθρωποι και οι απόψεις τους, οι ενέργειές τους, οι πολιτικές και οι κοινωνικές αντιδράσεις τους, οι προσωπικές τους επιλογές, η πρωτεύουσα που έζησε και δραστηριοποιήθηκε, η χώρα που γεννήθηκε, η Ελλάδα, το ήθος της παλαιάς παράδοσής της και των προγόνων της-τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνονταν-οι προπολεμικές και μεταπολεμικές γενιές των ελλήνων-τα διάφορα κοινωνικά γεγονότα και πολιτικά συμβαίνοντα και οι παράλληλες αντιδράσεις των δημόσιων κρατικών φορέων αλλά και των της αντιπολίτευσης, η έκπτωση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος από τον πρωταρχικό του στόχο και σκοπό, η αλλοίωση του υγιούς πολιτικού φρονήματος των ελλήνων και ελληνίδων, η καταστροφή των ζωντανών στοιχείων της ελληνικής παράδοσης και καλλιτεχνικής αισθητικής στο όνομα μιάς σύγχρονης εμπορικών μόνο προδιαγραφών καταναλωτικής ελληνικής κοινωνίας, Ποιά ελληνική ταυτότητα μπορεί να έχουν οι ακολουθούντες έναν «φανφαρονισμό και στον επίσημο και προγονόπληκτο σκοταδισμό» Σε άτομα που φωτογραφίζονται ενδόξως μπροστά σε σπασμένες κολώνες και μιλούν «αρχαία ελληνικά σε αγγλική μετάφραση». Όπως μας λέει ο ίδιος με την διαχρονική σοφία των λόγων του: «…Η ημιμαθής προσήλωση των νέων μας στα «παραδοσιακά» και η χρήση των στοιχείων τους ανεξέλεγκτα, μαζί με τις «φιλότιμες προσπάθειες» των «ειδικών καλλιτεχνών του σήμερα» να συνυπάρξει ο Μάρκος Μπότσαρης με τον Γκεβάρα, περιέχουν, αν όχι κίνδυνο, τουλάχιστον κάτι σαν γελοιοποίηση και μιά καχυποψία για την εύκολη παρουσία της παράδοσης στα πόδια μας», σ.21. Πόσο επίκαιρη είναι ακόμα και σήμερα η ερώτηση του πολίτη και καλλιτέχνη Μάνου Χατζιδάκι όταν ρωτά τον Λεωνίδα Κύρκο: «Μ.Χ. Να σε ρωτήσω τώρα κάτι που ανάγεται στο παρελθόν. Δεδομένου ότι η κομμουνιστική παράταξη, εκτός από τους πόθους μιάς πρώτης μεταπολεμικής γενιάς οραματιστών, σύρει μια σειρά από σφάλματα, γιατί δεν εγκαταλείπετε τον όρο «κομμουνιστικό κόμμα» στο εν πολλαίς αμαρτίαις ΚΚΕ και συνεχίζετε τη συμμετοχή σας στο βιασμό της κομμουνιστικής ιδεολογίας και στο μετασχηματισμό της σ’ ένα σύστημα διοίκησης;». σ.45 ή παρακάτω, πόσο προφητικός και διορατικός είναι ο λόγος του, όταν κάνοντας μία ορθή πολιτική διαπίστωση ρωτά τον Λ. Κ. «γιατί δεν προπαρασκευάζετε μια μελλοντική σας ανάμιξη στα κοινά, μεγαλύτερου βεληνεκούς από αυτήν που σας προορίζει ο όρος «Εσωτερικού»; Βέβαια, απάντησες ήδη κατά κάποιο τρόπο. Πρόκειται ωστόσο για ερώτημα που εύλογα τίθεται, από ανθρώπους που σας συμπαθούν και σας αγαπούν και που θέλουν αναμφισβήτητα, είτε ακολουθώντας σας είτε όχι, να σας δούν να έχετε μιά ουσιαστική ανάμιξη στα κοινά, πού ως τώρα τα διαχειρίζονται αποκλειστικά οι εξ επαγγέλματος αμφιβόλων μαζών». σ.47. Και αυτόν τον ενεργό πολιτικά Έλληνα και δάσκαλο καλλιτέχνη τον λοιδόρησαν, τον σπίλωσαν, τον έβρισαν, του φέρθηκαν ποταπά και χυδαία κοντυλοφόροι της λεγόμενης «προοδευτικής» παράταξης και της δεξιάς έντυπα και εφημερίδες. Ακόμα και μουσικολόγοι στράφηκαν εναντίον του. Βλέπε το εύγλωττο, χαρακτηριστικό τελευταίο κείμενό του-(Κυριακή, 27/4/1980) με τίτλο «Σχόλια για όσα έγιναν, για όσα γίνονται, για όσα μέλλει να γενούν και η νοσταλγία των χοίρων με την τελική επιστροφή» στα «Τα Σχόλια του Τρίτου». Ακόμα και στις μέρες μας, που, κόπτονται και διατυμπανίζουν όλοι και όλες τα περί ισότητας και ελευθερίας, δημοκρατίας και άλλα παρεμφερή πολιτικά και κοινωνικά κίβδηλα τιμαλφή περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων του σύγχρονου πολιτισμού μας, κοιτάνε και μιλούν για τον Έλληνα αυτόν δάσκαλο του Γένους μας κοιτώντας τον μέσα από διάφορες κλειδαρότρυπες. Ακόμα και ο Πειραιάς, που τον τραγούδησε στα πέρατα της οικουμένης με τα τραγούδια και την μουσική του, δεν αξιώθηκε να του στήσει μία προτομή, να δώσει σε έναν κεντρικό δρόμο το όνομά του, σε μία πλατεία, σε ένα μουσικό σχολείο. Μιλάμε όλοι μας και αναφερόμαστε στους πολιτικούς και αγωνιστικούς αγώνες του Μίκη, και έτσι πρέπει να πράττουμε, να διατηρούμε την μνήμη τους στην μνήμη μας, αλλά, αποφεύγουμε να αναφερθούμε σε αυτόν τον ευπρεπή άντρα, τον αξιοπρεπή καλλιτέχνη, τον σοβαρό σκεπτόμενο και προβληματιζόμενο συνειδητό πολίτη. Αυτόν τον αναρχικό των ονείρων και της καθημερινής πολιτικής πράξης. Τον ποιητή και μουσικό που συνδύασε τον μουσικό και ποιητικό οραματισμό με την πολιτική πράξη και φωνή διαμαρτυρίας για κάθε νεολαίο που στάθηκε ενάντια στο σύστημα, σε κατεστημένες αγκυλώσεις και  κοινωνικές και κυβερνητικές πρακτικές. Ύψωσε την φωνή σαν συνειδητός σκεπτόμενος πολίτης, όχι για ίδιον όφελος, αλλά για τις νέες γενιές των ελλήνων που θα ερχόντουσαν μετά από αυτόν, για μία διαφορετική πολιτική διακυβέρνησης. Για ένα άλλο ουσιαστικότερο και αυθεντικό ταξίδι ευαισθησίας ακόμα και προσωπικής μοναξιάς. Τα σοφά του λόγια και οι παρακαταθήκες του, αυτούς τους δρόμους εξακολουθούν να μας φωτίζουν. Την Πολιτική στην Τέχνη και την κακή Τέχνη της πολιτικής.

     Σε μερικές εβδομάδες θα πάμε να ψηφίσουμε, ας αφιερώσουμε λίγο από τον χρόνο μας και ας ανατρέξουμε στα γραπτά και δημοσιεύματά του, ας σταθούμε στους προβληματισμούς του και τα ερωτήματα ή διλήμματα που ο Μάνος Χατζιδάκις μας θέτει. Ας ακούσουμε την βελούδινη μουσική του ξανά και ξανά, ας αισθανθούμε την ονειρικότητα των στίχων του, ίσως, ενδέχεται, να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί στο τι και ποια πρόσωπα θα ψηφίσουμε ως εκπροσώπους μας. Ίσως.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 23 Απριλίου 2023

ΥΓ. Δεν μπορώ να μην σημειώσω ότι με σεισμούς ήρθε στην κυβερνητική εξουσία με σεισμικές δονήσεις την διεκδικεί ξανά.

Υπάρχουν στιγμές, που η ιδιωτική τηλεόραση φέρεται αντάξια του προορισμού της. Την σωστή, ποιοτική και άξια πολιτιστική ψυχαγωγία των θεατών της. Όπως συνέβει εχθές το βράδυ στην εκπομπή του Μεγάλου Καναλιού της κυρίας Ρούλας Κορομηλά, η οποία ήταν αφιερωμένη στην μουσική παρουσία και το έργο του μουσικοσυνθέτη και στιχουργού Σταμάτη Σπανουδάκη. Ενός καλλιτέχνη με μουσικό και ατομικό ήθος, σεμνότητα και σοβαρό, μεγάλο ταλέντο.                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου