Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

 ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ.

Συλλογή και φροντίδα: ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ,

με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη,

πρόλογος Θάνος Φωσκαρίνης,

εκδόσεις ΜΠΑΣΤΑΣ-ΠΛΕΣΣΑΣ, Αθήνα, 3,1996, σ.290. τιμή 6240 δραχμές

Η ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ ΕΙΝΑΙ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

Οι φωτογραφίες ανήκουν στους συγγραφείς του βιβλίου και στον Γιώργο Θεοφανόπουλο- Χατζιδάκι. Η φωτογραφία του Μάνου Χατζιδάκι με τον Νίκο Μαμαγκάκη είναι της Μαριλένας Σταφυλίδου και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Πορτραίτα Ορχήστρας», εκδόσεις Καστανιώτη, 1994.

Θάνος Φωσκαρίνης, Ιούνιος 1995

ΠΡΟΛΟΓΟΣ, 11-13

     ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ δεν είναι αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι-μιά λέξη που ο ίδιος απεχθανόταν-και δεν έχει την πρόθεση να αξιολογήσει ή να κατατάξει τον συνθέτη και το έργο του.

     Δεν είναι επίσης ένα βιβλίο μουσικολογίας με θέμα τις συνθέσεις του. Είναι, πάνω απ’ όλα, μιά κατάθεση απόψεων, μιά εικόνα προσωπική του κάθε συγγραφέα, απ’ την οποία ο αναγνώστης μπορεί να συνθέσει μόνος του ένα πορτραίτο. Συχνά, τόσο το κοινό, όσο και οι ερμηνευτές της μουσικής, αισθάνονται την ανάγκη να γνωρίσουν κάτι επιπλέον για τη ζωή και το έργο των αγαπημένων τους συνθετών. Πιστεύουν ότι έτσι μπορούν ίσως ν’ ανακαλύψουν κάποιο από τα μυστικά της τέχνης τους.

     Αλλά οι σελίδες που ακολουθούν δεν έχουν την πρόθεση να μιλήσουν μόνο για ένα μουσικό και το έργο του. Μιλούν για την Ποίηση, με την ευρύτερη έννοια της λέξης, έτσι όπως αυτή εκδηλώθηκε μέσα από ένα πρωτότυπο μουσικό ιδίωμα και από την ίδια την προσωπικότητά του. Βασίστηκε, λοιπόν, στην ανάγκη του να διασωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα από εκείνα τα στοιχεία πού ήταν προϋπόθεση για την άσκηση της τέχνης του και υποβάλλονταν πίσω από κάθε του κίνηση, κάθε του στάση.

     Η ιδέα γεννήθηκε μιά καλοκαιρινή βραδιά του 1979, σε μιά ταβέρνα στο Παγκράτι. Ο Χατζιδάκις τη δέχτηκε αρχικά περισσότερο σαν ένα ευφυολόγημα, σαν ένα από τα παιχνίδια που του άρεσε να παίζει με τους ανθρώπους και τις ιδέες. Κι έτσι, ανάμεσα σοβαρού και αστείου, συνέταξε επί τόπου έναν πρώτο κατάλογο ονομάτων. Όμως εγώ, από τη μεριά μου, ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω. Ακολούθησε η σχετική προετοιμασία και σύντομα έφτασαν τα πρώτα κείμενα. Αν αφαιρέσει κανείς την επιλογή των ονομάτων  των συμμετεχόντων, η οποία ανήκει αποκλειστικά σχεδόν στον συνθέτη και είναι καθ’ ολοκληρίαν της εγκρίσεώς του, τα υπόλοιπα εξελίχθηκαν χωρίς καμιά απολύτως δική του παρέμβαση.

     Πιστός στις αρχές του να αποφεύγει την αναμνησιολογία και γενικά τις αναφορές στο παρελθόν, παρακολουθούσε όσα γράφονταν για τον ίδιο με παιδική περιέργεια, αλλά και με κάποια αποστασιοποίηση, αφού μόνη του αποστολή θεωρούσε το να κάνει καλή μουσική, και όχι να ενδιαφέρεται για τις εντυπώσεις που αυτή δημιουργεί.

     Τα περισσότερα από τα κείμενα του τόμου βασίζονται σε επανειλημμένες συναντήσεις, μαγνητοφωνημένες συζητήσεις, καταγραφές σημειώσεων και πληροφοριών. Διαδικασίες κοπιαστικές και χρονοβόρες, απαραίτητες όμως για να έρθουν στο φώς, κατά τρόπο καταληπτό ακόμα και στους μη ειδικούς, γεγονότα και καταστάσεις, που έχουν να κάνουν με την ελληνική τέχνη στο δεύτερο μισό του αιώνα.

     Σύμφωνα με την επιθυμία του, το θέμα και η μορφή του γραπτού αφέθηκαν στους ίδιους τους συγγραφείς. Αυτός είν’ ο λόγος που ο αναγνώστης θα συναντήσει εδώ μιά άναρχη ποικιλία τρόπων έκφρασης. Συνυπάρχουν μία επιστολή ή μιά δήλωση με ένα ποίημα, ένα άρθρο ή ένα δοκίμιο με ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα.

     Και είναι στο πλαίσιο αυτής της αναρχικής ελευθεριότητας που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον Χατζιδάκι, το γεγονός ότι δέχτηκε ανενδοίαστα να συμπεριλάβει ακόμα και κείμενα αμφισβήτησης ή απόψεις αντίθετες από τις δικές του, αφήνοντας τους συγγραφείς ελεύθερους, μέχρι του σημείου ακόμα και να εκτεθούν. Αλλά τα γραπτά αυτά, όσο κι αν ήθελε, δεν ήταν ποτέ αρκετά.

     Πίσω από τις μαρτυρίες αυτές διαφαίνεται η μακριά πορεία του παράλληλα με άλλους καλλιτέχνες της εποχής και η συνύπαρξή του με άλλους τρόπους έκφρασης και διαφορετικές ιδεολογίες. Ο αναγνώστης μπορεί πέρα από τις λέξεις και διακρίνει τα αληθινά αισθήματα και τις σχέσεις των συγγραφέων τους τόσο με τη μουσική, όσο και με τον ίδιο τον άνθρωπο.

     Πρέπει ακόμα να πω ότι δόθηκε έμφαση στην ελληνική συμμετοχή αποκλείοντας τους ξένους, επειδή κατά βάθος είναι ο λόγος των Ελλήνων που τον ενδιέφερε. Εξαίρεση ο Ελία Καζάν και ο Ζωρζ Μουστακί, που είναι όμως και οι δύο τους ελληνικής καταγωγής. Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ακόμα την απουσία του Νίκου Γκάτσου, του Καρόλου Κουν και της Δώρας Στράτου, τριών ανθρώπων φίλων και δασκάλων, που επηρέασαν την εξέλιξή του. Δυστυχώς, σ’ αυτό το σημείο η προσπάθειά μας δεν στάθηκε τυχερή. Καμιά από τις σημειώσεις των κατά καιρούς συναντήσεων μαζί τους δεν ολοκληρώθηκε σε κείμενο.

     Όλα τα κείμενα φέρνουν στο τέλος την ημερομηνία ή χρονολογία συγγραφής τους. Απαραίτητο στοιχείο, για να διακρίνονται κυρίως τα λίγα εκείνα που ο συνθέτης δεν διάβασε, γιατί γράφτηκαν με την απουσία του.

     Η μακρόχρονη αυτή επιχείρηση θα μπορούσε ίσως να έχει κάπως συντομευθεί, αν τα εμπόδια και οι δυσκολίες δεν ήταν τόσα πολλά.

     Ο ίδιος μου ζήτησε για πρώτη φορά την αναστολή της έκδοσης όταν ήταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, θεωρώντας ότι τα ονόματα της συλλογής θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν ασπίδα υποστήριξής του, όταν αντιμετώπιζε τα γνωστά προβλήματα λειτουργίας του σταθμού.

      Κατόπιν, συνέτεινε και η πεντάχρονη απουσία μου στο εξωτερικό. Αλλά και τότε δεν έπαψα να εργάζομαι γι’ αυτό. Και εκείνος το γνώριζε. Όταν συναντιόμασταν, μου ζητούσε, χαμογελώντας πάντα, να του δείξω ποιά καινούργια εργασία εξασφάλισα.

     Ένα χρόνο πρίν από το τέλος του είχαν ξεκινήσει πάλι οι διαδικασίες έκδοσης του βιβλίου, πού, όμως, όπως ήταν φυσικό, εμποδίστηκαν από την επιδείνωση της υγείας του.

     Η πραγματοποίηση αυτού του βιβλίου θα ήταν αδύνατη χωρίς τον θετό γιό του, Γιώργο Θεοφανόπουλο- Χατζιδάκι, καθώς και τους στενούς συνεργάτες του, τον Γιώργο Τζαμτζή και τον Γιώργο- Ανδρέα Ζάννο, που συνέβαλαν σε όλες τις φάσεις αυτής της έκδοσης. Καίρια για την υλοποίηση υπήρξε η συμβολή των εκδοτών Αναστασίας και Αντώνη Μπάστα. Ευχαριστώ, επίσης τους συγγραφείς του βιβλίου, που με δέχθηκαν και μου εμπιστεύθηκαν τα κείμενά τους.

     Μολονότι όλα όσα λέγονται ή γράφονται για τον Μάνο Χατζιδάκι δεν πρόκειται να αντικαταστήσουν ποτέ τη γενναιοδωρία της μουσικής του, εντούτοις ή κατάθεσή τους εδώ υποδεικνύει, νομίζω, ένα δρόμο για τη μελέτη του έργου του, της προσωπικότητάς του και της μοναδικής θέσης που κατείχε σαν νεοέλληνας.

             ΘΑΝΟΣ  ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ, Ιούνιος 1995   

1-Στυλιανός Αλεξίου, Ηράκλειο, Οκτώβριος 1991

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (σκέψεις ενός μη μουσικού), 15-17

2-Κατερίνα Ανδρεάδη, 1989

ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, 18-20

3-Θόδωρος Αντωνίου, (δύο κείμενα)

[ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 3 Δεκεμβρίου1994, 1. «ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ…», σ. 21-22.- ΚΑΙ 5 Δεκεμβρίου 1994, 2., «ΑΝ ΕΓΡΑΦΑ ΤΟΣΗ ΜΟΥΣΙΚΗ…», σ. 23-24.]

4-Φοίβος Ανωγειανάκης, (δύο κείμενα)

[1., ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ, 12 Μαϊου 1945, σ.25-26/ 2., ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΣΚΑΛΚΩΤΑ, 7 Σεπτεμβρίου 1990, σ.27]

5-Ευγένιος Αρανίτσης, 19 Ιουνίου 1994

«Ο ΤΙΤΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΣ», 28-32

6-Θεόδωρος Βαβαγιάννης, 1979

ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΜΑΝΟ, 33

7-Θανάσης Βαλτινός, 1981

ΜΙΚΡΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΧΩΡΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ, 34-35

8-Τάκης Βαρβιτσιώτης, 1988

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ, 36 [το ποίημα: Ο ΧΙΤΩΝΑΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ. Στον Μάνο Χατζιδάκι]

9-Βασίλης Βασιλικός, 31 Οκτωβρίου 1979

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΔΙΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΑ, 37-40

10-Ζωή Βλαχοπούλου, 1982

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ, 41

11-Παντελής Βούλγαρης, 13 Μαϊου 1991

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ, 42-47. [ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ, 43.- ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ Το σενάριο της ταινίας, 44-47]

12-Νικηφόρος Βρεττάκος, 1991

ΑΝΤΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ, 48

13-Βούλα Δαμιανάκου, 4 Ιουνίου 1987

ΜΙΑ-ΔΥΟ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 49-52

14-Ντίνος Δημόπουλος, 6 Ιουνίου 1995

«…ΜΕ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΕΞΑΙΣΙΕΣ…» Κ. Π. Καβάφης, 53-56

15-Άρης Δικταίος, 1974 (Ποίημα)

ΕΝΑΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ, 57 του Μάνου Χατζιδάκι

16-Μάρκος Γ. Δραγούμης, Κηφισιά, 31 Αυγούστου 1987

Ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΙ ΕΓΩ (μια φιλία του 1955), 58-60

17-Νίκος Εγγονόπουλος, 21 Νοεμβρίου 1979

ΜΙΑ ΔΗΛΩΣΗ, 61

18-Οδυσσέας Ελύτης, 1974

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ (απόσπασμα), 62-63

19-Σπύρος Ευαγγελάτος, Ιανουάριος 1988

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΑΙ Η ΣΚΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, 64-65

20-Ελία Καζάν, 1988

ΑΜΕΡΙΚΑ ΑΜΕΡΙΚΑ, 66-67

21-Ιάκωβος Καμπανέλλης, 1992

ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ, 68-69

22-Μένης Κουμανταρέας, Φεβρουάριος-Μάρτιος ‘95

ΜΙΑ ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ, 70-85

23-Αργύρης Κουνάδης, 1988

ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 86-88

24-Νίκος Κούνδουρος, 1989

ΜΕ ΑΓΑΠΗ, 89-91

25-Γιώργος Κουρουπός, Δεκέμβρης 1986

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΙ ΕΜΕΙΣ, 93-101

26-Νίκος Κυπουργός,

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ (όνειρο της νύχτας 24 προς 25 Αυγούστου 1994, στον Πόρο), 102

27-Γιώργος Λεωτσάκος, Πέμπτη 13 Σεπτέμβρη 1990

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 1990: ΜΙΑ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ, ΜΙΑ ΔΙΔΑΧΗ, 103-108

28-Αλέκος Λιδωρίκης, Οκτώβρης 1986

ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 109-122  (ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, Λονδίνο, καλοκαίρι 1969, σ. 110-116) / (ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΣΤΗΝ ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Νέα Υόρκη, Ιανουάριος 1970, σ. 117-122)

29-Μαργαρίτα Λυμπεράκη, 14 Νοεμβρίου 1986

Ο ΜΑΝΟΣ ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ, 123-124

30-Νίκος Μαμαγκάκης, Μάρτιος-Ιούνιος 1995

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 123-129

31-Ραλλού Μάνου, 1989

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΟΡΟΔΡΑΜΑ», 130-142

32-Δημήτρης Μαραγκόπουλος, 31 Ιουλίου 1989

«ΕΔΩ ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ», 143-145

33-Γιώργος Μαυροϊδής, Οκτώβριος 1986

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 146-147

34-Νότης Μαυρουδής, 7 Ιουνίου 1987

REFLECTIONS ΚΑΙ SWEET MOVIE, ΤΑ «ΣΩΣΙΒΙΑ» ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’70, 148-153

35-Ναταλία Μελά, 1986

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΦΙΛΙΑΣ, 154-156

36-Μάρκος Μέσκος, 1987

Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 157-159

37-Αλέξης Μινωτής, 1986

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 160-161

38-Γιάννης Μόραλης, 1986

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 162

39-Ζώρζ Μουστακί, 1986

Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΗΧΩΝ, 163

40-Κωστής Μπαστιάς,1965

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 164-169

41-Δημήτρης Μυράτ, 1990

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΜΑΝΟΣ, 170-173

42- Έλλη Νικολαϊδου, 17 Σεπτεμβρίου 1990

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ, 174-177

43-Ιάνης Ξενάκης, 17 Αυγούστου 1995

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 178

44-Μενέλαος Παλλάντιος, 1990

Ο ΜΑΝΟΣ, ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, 179-180

45- Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, Αύγουστος 1988

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΕΝΟΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ, 181-192

46-Κώστας Πασχάλης, 3 Αυγούστου 1989

Ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (μια πρόταση), 193-194

47-Τίτος Πατρίκιος, 16 Ιουλίου 1988

ΚΥΚΛΟΙ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΚΟΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ, 195-203

48-Μάριος Πλωρίτης, 26 Ιουνίου 1994

«ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΚΑΙ ΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ…» κατευόδιο στον Μάνο Χατζιδάκι, 204-207

49-Καίτη Ρωμανού, 1989

ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ, 208-213

50-Διονύσης Σαββόπουλος, Ιούλιος 1995

ΑΚΟΥΓΕ ΕΝΑΝ ΗΧΟ ΥΠΑΡΚΤΟ, 214-215

51-Σπύρος Σακκάς, 1993

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ (καταγραφή του Θ. Φ.), 216-230

52-Μίλτος Σαχτούρης, 14 Ιανουαρίου 1987

ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΓΟΗΤΕΙΑ, 231

53-Γιώργος Σεβαστίκογλου, 1988

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟ, 232-234

54-Μανώλης Σκουλούδης, Αναρρωτήριο «Θάλπη», Άγιος Στέφανος Αττικής. Φλεβάρης του 1987. (ποίηση)

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 235-240 (Ποίημα)

55-Αλέξης Σολομός, 1987

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 241-243

56-Σωτήρης Σόρογκας, Δεκέμβριος του 1989

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΟΦΕΙΛΗΣ, 244-245

57-Ευγένιος Σπαθάρης, 1991

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 246-248

58-Αθηνά Σπανούδη, 21 Μαϊου 1991

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 249-252

59-Σοφία Σπανούδη, 20 Ιανουαρίου 1949

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ, 253-255

60-Γιώργος Σταθόπουλος, 1983

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 256-257

61-Διδώ Σωτηρίου, 1989

ΑΠΟ  ΚΑΡΔΙΑΣ, 258

62-Γιάννης Τσαρούχης, 20 Οκτωβρίου 1986

ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΑΝ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, 259-260

63-Καίη Τσιτσέλη,1988

ΕΝΑΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΝΟΣ, 261-268

64-Κώστας Τσόκλης, Δεκέμβριος 1986

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ, 266-268

65-Ηρώ Χαντά, Δεκέμβριος 1989

ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ, 269-270

66-Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, 1988

ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ, 271-272

67-Μάτση Χατζηλαζάρου, 1988 (ποίηση)

ΕΞΙ ΤΑΝΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 273-274

68-Γιώργος Χειμωνάς, Νοέμβριος 1986

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ, 275-277

69-Νίκος Χουλιαράς, 1990

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, 278-279

70-Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ιανουάριος 1995,

ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ, 280-283

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, 285-286

     Ορισμένα από τα κείμενα του τόμου δεν γράφτηκαν με αφορμή την παρούσα έκδοση, αλλά αναδημοσιεύονται μετά την πρώτη τους εμφάνιση στον Τύπο ή σε βιβλία, σύμφωνα με την επιθυμία των συγγραφέων τους και μετά από άδεια των εκδοτών τους, τους οποίους και ευχαριστούμε. Αυτά είναι:

-3, ΘΟΔΩΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Για τον Μάνο Χατζιδάκι

Το πρώτο μέρος του κειμένου δημοσιεύτηκε στο ειδικό αφιέρωμα της κρητικής εφημερίδας Αλλαγή, Ηράκλειο, 21 Μαρτίου 1995

-4, ΦΟΙΒΟΥ ΑΝΩΓΕΙΑΝΑΚΗ, Ένας νέος συνθέτης

Το κείμενο αποτελεί πρώτη κριτική του Φ. Α. στη μουσική του Μ. Χατζιδάκι και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, Αθήνα, 17 Μαϊου 1945.

-5, ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ, «Ο τίτλος είναι δύσκολος»

Το κείμενο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Επίλογος» στην εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 19 Ιουνίου 1994

-15, ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ, Ένας μουσικός

Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική συλλογή Τα ποιήματα, 1934- 1965, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1974

-18, ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, Το χρονικό μιάς δεκαετίας

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το ομώνυμο γραπτό της συλλογής Ανοιχτά χαρτιά, Εκδόσεις Αστερίας, Αθήνα 1974

-20, ΕΛΙΑ ΚΑΖΑΝ, Αμέρικα Αμέρικα

Το κείμενο είναι απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Μιά  ζωή, σε μετάφραση Ευγένιου Πιερρή, Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1988

-28, ΑΛΕΚΟΥ ΛΙΔΩΡΙΚΗ, Για τον Μάνο Χατζιδάκι

Οι δύο συνεντεύξεις του Μ.Χ. στον Α. Λ. δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Απογευματινή, στις 23 Αυγούστου 1969 και 21 Μαρτίου 1970

-30, ΝΙΚΟΥ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ, Εγκώμιο στον Μάνο Χατζιδάκι

Το κείμενο, συμπληρωμένο εδώ, δημοσιεύτηκε σε μιά πρώτη μορφή στο ειδικό αφιέρωμα της κρητικής εφημερίδας Αλλαγή, Ηράκλειο, 21 Μαρτίου 1995

-31, ΡΑΛΛΟΥΣ ΜΑΝΟΥ, Ο Μάνος Χατζιδάκις και το «Ελληνικό Χορόδραμα»

Το κείμενο παραχωρήθηκε πρίν την έκδοση των γραπτών της Ρ.Μ. Δημοσιεύεται σύμφωνα με τη μορφή που ενέκρινε η συγγραφέας του και αποτελείται από επιλεγμένα αποσπάσματα του βιβλίου της Χορός, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1987

-40, ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ, Το φαινόμενο Χατζιδάκις

        Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άλφα, τχ. 14, Αθήνα, 13 Μαϊου 1965.

-48, ΜΑΡΙΟΥ ΠΛΩΡΙΤΗ, «Απέσβετο και λάλον ύδωρ…»

        Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, 26 Ιουνίου 1994.

-59, ΣΟΦΙΑΣ ΣΠΑΝΟΥΔΗ, Ένας νέος συνθέτης

Το κείμενο είναι η πρώτη κριτική της Σ. Σπ. στο έργο του Μ. Χατζιδάκι και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα, Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 1949

-64, ΚΩΣΤΑ ΤΣΟΚΛΗ, Ο Μάνος Χατζιδάκις και η γενιά του

Το κείμενο, που γράφτηκε γι’ αυτό το βιβλίο, δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Γιατί μαρτύρησαν τα μυστικά του Κλήδονα», στη συλλογή του Κ.Τ. Κανένας περίπατος δεν πρέπει να μένει χωρίς αμοιβή. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995

-67, ΜΑΤΣΗΣ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ, Έξι Τάνκα

Τα ποιήματα, που παραχωρήθηκαν στην παρούσα τους μορφή από την ποιήτρια, δημοσιεύτηκαν με την προσθήκη ενός τάνκα και χωρίς την αφιέρωση στη μεταθανάτια συγκεντρωτική συλλογή της Ποιήματα 1944-1985, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1989.

     Τα υπόλοιπα κείμενα γράφτηκαν γι’ αυτή τη συλλογή.  

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ, 287-289

--

             Και πάλι για τον Μελωδό των Ονείρων μας

«Ας αντιτάξουμε τα τραγούδια σου-όπλα της μνήμης και της καρδιάς- στους αριθμούς των χρηματιστηρίων, στα ποσοστά των δημαγωγών, στη δημοσιότητα των επιτηδείων, και διασημότητα των αναιδών και, προπαντός, στις δολοφονικές βόμβες των φιλανθρώπων προστατών μας.»

Γιώργος Κουρουπός* Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας των Χρωμάτων

*από «ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ 35 τραγούδια. 5 χρόνια μετά». Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Τετάρτη, 16 Ιουνίου 1999. Υπουργείο  Πολιτισμού ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ. Ιδρυτής Μάνος Χατζιδάκις. Χορηγός TELESTET.

     Οι παλαιές αγάπες της ζωής μας είναι σαν τα παλαιά γλυκά, εύγευστα, μυρωδάτα, ρουμπινή κρασιά. Αυτά πού τα κουτσοπίνεις αργά-αργά για να μην αδειάσει το μπουκάλι της χαροποιού και εύθυμης διάθεσης καθώς διαισθάνεσαι, ότι δεν θα βρεις εύκολα ξανά στην αγορά του κόσμου παρόμοια σοδειά. Αγαθή τύχη ότι στάθηκες (σταθήκαμε) τυχερός να συναντήσεις στη διάρκεια του βίου σου-ιδιωτικού και πολιτικού-παρόμοιας ποιότητας και γεύσης ερωτικόν οίνον, τον φιλάς με προσοχή στο κελάρι των αναμνήσεών σου εκεί που τα ερεθίσματα της μνήμης και τα σπινθηρίσματα της ψυχής φτερουγίζουν ομού, γίνονται ένα στο διηνεκές, σε ένα διαφορετικό ταξίδι ελευθερίας μιάς άλλης ανέκφραστης και αινιγματικής φαντασίας. Γεύεσαι την σχέση με λαχτάρα και ταραχή προσπαθώντας να συγκρατήσεις τους θυελλώδεις ερεθισμούς των συναισθημάτων σου, τις φουσκοδεντριές της σάρκας σου, τον πλούτο των αισθήσεών που αρνούνται να λησμονήσουν. Βιώνεις την αναπάντεχη τύχη ως παρούσα βιωμένη στιγμή σαν αιώνιο μέλλον στη ροή του προσωπικού σου πεπερασμένου χρόνου. Ζεις τον μύθο σου ως παρουσία υπέρμαχων σημαδιακών στιγμών, ενός πανηγυριού των «αισθήσεων και των παραισθήσεων» όπως μας δίδαξε Εκείνος, στο επίγειο ονειρικό του πέρασμα. Ένας μεθυσμένος μουσικός και ποιητικός άνεμος. Δεν αναρωτιέσαι πώς πέρασαν τα χρόνια και η επίγεια παρουσία του Μελωδού των Ονείρων μας είναι Σήμερα ονειροφαντασίας ατμόσφαιρα, άστρο φωτεινό στο αχανές σύμπαν, ουράνιος αμπελώνας των αοράτων δυνάμεων, μοτίβο που ακτινοβολεί των προσφιλών προγόνων μας. Είδωλο φωσφορίζουσας σκόνης που ενέπνευσε και ακόμα εμπνέει. Ύμνος δαιμονικής χαράς ελευθερίας στο σκοτεινό υπερπέραν. Μπαλάντα μελωδίας συνθεμένη από ελληνικά χέρια, μουσική φαντασία σκορπισμένη στα πέρατα της οικουμένης. Αοράτως. Αυτό μας έμαθε με τα τρυφερά ερωτικά του τραγούδια, τις ακαταμάχητες συνθέσεις του ο Μελωδός των Ονείρων μας, κληροδότησε (σε εμάς τους τυχερούς θνητούς) με την φυσική και πνευματική του παρουσία. Να αποζητάμε την συντροφιά των άστρων, την μελωδία των ήχων, το λαμπερό φως των φωνών των προγόνων. Αυτών που υπηρέτησαν την Ρωμιοσύνη, το πολιτιστικό κληροδότημά τους, το κληροδότημα της διαχρονικής Ελληνικότητας. Αυτός ο «αναρχικός» της ευαισθησίας και των μουσικών σκιρτημάτων της τρυφερότητας μας, υπερήφανος και τολμηρός πάντα ενάντια σε κάθε μορφής κατεστημένο. Έχοντας διαρκώς στο νου του την υπεράσπιση κάθε αδικημένου πολίτη αυτής της χώρας, τους κυνηγημένους από τα όποια συστήματα πολιτικής και καλλιτεχνικής εξουσίας, άτομα από όπου και αν αυτοί προέρχονται, ότι και αν πολιτικά πρεσβεύουν, σε όποιον Θεό και αν ομνύουν. Η ελευθερία που μας δίδαξε  βρίσκονταν μέσα στα όρια των αντοχών των ανθρώπινων μέτρων, ήταν επαναστατική δίχως να χειραγωγείται από την ιδεολογική της παραδοσιακή τυποποίηση. Αθώος και άοπλος απέναντι στην αγριάδα της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς. Των ελλήνων συμπατριωτών του την περίοδο των καλλιτεχνικών και μουσικών του δραστηριοτήτων. Συννεφιασμένη ή ξάστερη η καρδιά του, μας μεταλαμπάδευσε με τις μουσικές ευαισθησίες του, τις ονειρώδεις πολύχρωμες συνθέσεις του, το ατομικό, μουσικό και πολιτικό του ήθος, τα εκατοντάδες τραγούδια του, την αντρική του στάση και συμπεριφορά, τα λόγια του και την βαθειά του καλλιέργεια, την ποιότητα και το ύφος των πνευματικών και κοινωνικών παρεμβάσεών του, τα «μυστικά» μιάς άλλης ζωής, όχι μακρινής μας, αρκεί να την αναζητήσουμε, να την επιθυμήσουμε, έστω να την διδαχθούμε για να την ακολουθήσουμε. Μια μουσική πανδαισία ηχητικών χρωμάτων και οσμών το έργο του, ουράνιας, ασκίαστης ιερουργικής μελωδίας. Μας πρόσφερε απλόχερα το θησαύρισμα της ατομικής του φαντασίας, μία στάση κοινωνικής συμπεριφοράς και ζωής πνευματικής σε μιά γλώσσα και ένα ήθος ελληνικό, εθνικό και ταυτόχρονα οικουμενικό, Μας μίλησε με απλό λόγο, αρκετές φορές παιχνιδιάρικο για το τι σημαίνει Εξουσία, Ελευθερία, Δημοκρατία, Καλλιτεχνική αυτοδιαχείριση, (βλέπε περίοδο Τρίτου Προγράμματος), Πνευματική ανιδιοτέλεια και προσφορά. Μας έμαθε να αναζητούμε μέσα μας την κρυμμένη ευαισθησία μας. Τι είναι ανεξάρτητη σκέψη και τέχνη, μουσική φαντασία. Τι Πολιτεία, Πολιτική, Ενεργός Πολίτης, συμμετοχή στα κοινά με ανιδιοτέλεια, αγάπη και φροντίδα για τον τόπο σου και την παράδοση του, τον ελληνικό λαό. Σε κείμενό του ο συγγραφέας και φιλόσοφος Νίκος Δήμου γράφει: «Αυτό που κατάφερε ο Χατζιδάκις, μέσα στην καρδιά της πιο συντηρητικής και (γιατί να κρυβόμαστε;) πιο αντιπνευματικής παράταξης, είναι θαύμα. Το Τρίτο Πρόγραμμα, ζωντανό, αναρχικό, ασεβέστατο, πληθωρικό, ουσιαστικό, είναι η αποτελεσματικότερη βόμβα που έχει μπει ποτέ στο σπίτι του κατεστημένου.». Από τον τόμο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή, Στον καιρό της Λιλιπούπολης, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2022. Κοιτάσματα απύθμενης ερωτικής ευαισθησίας οι μπαλάντες και μελωδίες του, οι συνθέσεις του, ενώ παράλληλα το συνθετικό του έργο-στο σύνολό του- εμπεριέχει την ίδια ποσότητα εκφραστικής καθαρής πολιτικής σκέψης, προσέγγιση σε σύγχρονες ανανεωτικές ιδέες, και ας μην πολιτεύθηκε ποτέ του με τον δημόσιο τρόπο των κατεστημένων παραδοσιακών πολιτικών μέτρων και σταθμών των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Δεν είχε στον βίο του πολιτικά απωθημένα γιαυτό παρέμεινε πεισματικά ανένταχτος και ας δήλωνε δεξιός. Δεν έκρυβε μέσα του αυτός ο παλαιός Εαμίτης και λάτρης του Κωνσταντίνου Καραμανλή (όπως δήλωνε) κραυγαλέα αριστερίστικων συμπεριφορών απωθημένα.  Αρνήθηκε να υποταχθεί σε οποιαδήποτε κομματική ιδεολογία του καιρού του, ενώ δεν αποδέχθηκε ποτέ του ή προσπάθησε να γκρεμίσει την έμφοβη υποταγή των συμπολιτών του. Αμφισβήτησε φανερά το πολιτικό και κομματικό σύστημα εξουσίας, του ελληνικού κράτους όπως είχε δομηθεί και κυβερνηθεί μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Παλαιός Εαμίτης, ροκάς και ρεμπέτης, λάτρευε την μουσική ιδιοφυία του πατριάρχη Μάρκου Βαμβακάρη (τον είχε υπό την «επίβλεψή του» τα χρόνια που ο Μάνος κατέβαινε τα σκαλιά της λαϊκής ταβέρνας που τραγουδούσε), του ισάξιου μουσικού ρεμπέτη Βασίλη Τσιτσάνη, της Σωτηρίας Μπέλλου και άλλων, δήλωνε δεξιός ίσως από αστική της «τάξης» του συνήθεια και ήταν ομοτράπεζος με τον Σερραίο Εθνάρχη και συνομιλούσε με σεβασμό με τον ηγέτη του τότε Κ.Κ. Εσωτερικού Λεωνίδα Κύρκο, ενώ, δεν έτρεφε φιλική γνώμη για τον ηγέτη της Αλλαγής Ανδρέα Παπανδρέου. Βλέπε περιοδικό "Το Τέταρτο", τώρα και στο Μ.Χ. "Ο Καθρέφτης και το μαχαίρι". εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1988. Δεν αυτολογοκρίθηκε ποτέ στην πολιτική του σκέψη και τον δημόσιο λόγο, στα γραπτά του. Η ανεξαρτησία της σκέψης και της φωνής του «τρόμαζε» εχθρούς και φίλους. Ο πλούτος των φρέσκων πάντα ιδεών του δεν χωρούσε στα δικά μας στενάχωρα μίζερα πολιτικά μέτρα και στενά σύνορα, κοινωνικές συνθήκες συμπεριφοράς και αποδοχής. Υπήρξε πολιτικοποιημένος με τον δικό του προσωπικό ιδιαίτερο τρόπο δίχως ίσως, να είναι υπερβολικός, στους καίριους σχολιασμούς του. (Εκτός από εξαιρέσεις). Ακόμα και οι «ναζιάρικες» μουσικές του προτάσεις που έγραψε για κινηματογραφικά έργα, τα εφηβικά κοριτσίστικα τραγούδια που ερμήνευσε ο κινηματογραφικός μας μύθος Αλίκη Βουγιουκλάκη, ακούγονται με ευχαρίστηση και ικανοποίηση από τις νεότερες ηλικιακά ελληνικές γενιές που ακολούθησαν μετά την κοίμησή του. «Έχω ένα μυστικό», «Νιάου, νιάου βρε γατούλα», «Θάλασσα πλατιά σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις». Στίχοι του Αλέκου Σακελλάριου, του Ιάκωβου Καμπανέλλη, του Άρη Δαβαράκη, του Μιχάλη Κακογιάννη, του Γιώργου Χρονά, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου Γκάτσου, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, του Γιάγκου Αραβαντινού, του Μιχάλη Μπουρμπούλη, του Γιάννη Ιωαννίδη, του Μίνου Αργυράκη, του Γιώργου Ρούσσου και αρκετών άλλων, ευτύχησαν στα μουσικά του πιανιστικά δάχτυλα να επενδυθούν με την μουσική του φαντασία και μεγαλοφυΐα. Ανεξάρτητα αν ορισμένα από τα πολυτραγουδισμένα και πασίγνωστα διεθνώς λαϊκά τραγούδια του «κατέληξαν» να εκπροσωπούν ή διαφημίζουν την εθνική τουριστική μας γραφικότητα ή και φολκλορικότητα για τους χιλιάδες επισκέπτες των ελληνικών νησιωτικών συγκροτημάτων μας. Την αστείρευτη ποιητική του φλέβα ο μεγάλος ερωτικός Μάνος Χατζιδάκις, μας την φανέρωσε πέρα από τις μουσικές του συνθέσεις, ενορχηστρώσεις, πιανιστικούς του αυτοσχεδιασμούς και με τους ευαίσθητους και τρυφερούς, ερωτικούς στίχους που έγραψε όπως:

μια πόλη μαγική/

ζούμε μαζί οι δυό αγαπημένοι/

Μια πόλη σαν κι αυτή πεθαίνει, ζει/

κι αλλάζει μαγεμένη.

Σαν πέσει η σκοτεινιά/

η αναπνοή μου/

θα σμίξει με τ’ αγέρι/

τότε η πόλη θα φανεί/

μονάχη ερημική/

σαν τ’ ακριβό μου αστέρι. Για την ταινία του Νίκου Κούνδουρου, «Μαγική Πόλις».

Το πέλαγο είναι βαθύ/

κι η αγάπ’ είναι μεγάλη/

Έχω έναν πόνο στην ψυχή/

και ποιος θα μου τον βγάλει.

Το πέλαγο είναι γλυκό/

χάδι μαζί και δάκρυ/

και με κυλάει αφρίζοντας/

στου ορίζοντα την άκρη.

Το πέλαγο είναι παιδί/

τρέχει και δεν το φτάνω/

παιδί και στην αγάπη του/

που σαν με δει το χάνω. Στίχοι για την ταινία «Ελλάς, η χώρα των ονείρων».

Η πέτρα είναι ο θάνατος/

η πέτρα είν’ η ζωή μου/

φυτρώσανε άσπρα γιασεμιά/

μεσ’ στην αναπνοή μου.

Είμαι ένα δέντρο έρημο/

στην πέτρα σπάει η φωνή μου./

Δεν μπαίνει αγέρας μήτε φως/

πετρώνει το κορμί μου.

Είμαι η κραυγή της μάνας μου/

είμαι η πληγή του κόσμου/

φέρτε κρασί φέρτε φωτιά/

να κάψω τον καημό μου. Στίχοι για το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλο, Απόψε αυτοσχεδιάζουμε που ανέβασαν ο θίασος του Δημήτρη Μυράτ και της Βούλας Ζουμπουλάκη. Στην ίδια θεατρική παράσταση της συνεργασίας του Μ. Χατζιδάκι με τον Δ. Μυράτ ακούγετε και το τραγούδι του: «φέρτε μου ένα μαντολίνο».

Οι στίχοι του που τόσο αισθησιακά και εκπληκτικά ερμηνεύει ο Γιώργος Μαρίνος για την σκηνική παράσταση «Οδός Ονείρων» του 1962 «κάθε κήπος έχει»

Κάθε κήπος έχει/

μια φωλιά για τα πουλιά/

Κάθε δρόμος έχει

μια καρδιά για τα παιδιά.

Μα κυρά μου εσύ/

σαν τι να λές με την αυγή/

και κοιτάς τ’ αστέρια/

που όλο πέφτουν σαν βροχή.

Δωσ’ μου τα μαλλιά σου/

να τα κάνω προσευχή/

για να ξαναρχίσω/

το τραγούδι απ’ την αρχή.

Κάθε σπίτι κρύβει/

λίγη αγάπη στη σιωπή/

Μα έν’ αγόρι έχει

την αγάπη για ντροπή.

Οι συγκλονιστικοί ερωτικοί και πολιτικοί στίχοι του «Ο Οδοιπόρος», για την σκηνική του  εργασία του 1973 «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης»

Βλέπω πλήθος κόσμο να κυλά/

μα ψυχή δεν μου χαμογελά/

στα κρεβάτια τ’ άρρωστα παιδιά/

και στα δέντρα ξερά τα κλαδιά.

Την αγάπη πέταξα σ’ ένα βυθό/

και το φόβο μου έστρωσα να κοιμηθώ/

βρίσκω τάφους κι ένα κόσμο που δεν πονά/

όπου πάω και ένα λάθος με τυραννά.

Ποιος προφήτης τώρα θ’ ακουστεί/

σαν φωνή σε στέρνα κλειστή/

σ’ ένα κόσμο άδειο κι ορφανό/

σαν κραυγή απ’ τον ουρανό.

Τα πουλιά παράτησα στις ερημιές/

και το φως σπατάλησα στις γειτονιές/

δεν το θέλω και φοβάμαι το γυρισμό/

δες ποιός είμαι που πηγαίνω για το χαμό. Στην ίδια σκηνική του δημιουργία ακούγεται και «το μεθυσμένο κορίτσι».

   Αν δεν είναι μία γροθιά στο στομάχι της αστικής τάξης και της μαρξιστικής νομενκλατούρας οι στίχοι του τραγουδιού του «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», που ακούγεται στην ταινία του 1974 του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, “Sweet Movie” πάνω στο καράβι με το γερασμένο και μαραγκιασμένο κεφάλι του Κάρλ Μαρξ να φαντάζει σαν τρομακτική απειλή (για την κυβερνητική κρατική πολιτική και διακυβέρνηση των τότε ανατολικών κομμουνιστικών καθεστώτων, αν η μνήμη δεν με απατά στην συγκεκριμένη πλόα σκηνή) τότε τι είναι; Μπορεί να μην έχουν οι στίχοι τον κραυγαλέο πολιτικό προπαγανδιστικό τόνο των κομουνιστών ποιητών, (ή από την άλλη των αντικομουνιστών), να μην είναι φωναχτά μία πολιτική ποιητική «μπροσούρα» όπως οι στίχοι του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού ή του Γιάννη Ρίτσου, οι στίχοι του Μανώλη Αναγνωστάκη, αλλά ας αναλογιστούμε, ποιός άλλος «αστός» (κατά τον δικό του αυτοπροσδιορισμό) ποιητής-μουσικός της εποχής του χρησιμοποίησε τέτοιας ερωτικής και πολιτικής δυναμικής λόγια για να εκφράσει την αντίστασή του στο σύστημα, και στην κάθε είδους κρατική καταστολή. Παρόμοιοι στίχοι-τραγούδια δεν είναι,- κινούνται στην ατμόσφαιρα- του ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου, δεν ανακαλούν στην σκέψη μας το λαϊκό πασίγνωστο πολιτικό τραγούδι «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι/ το σκοτάδι είναι βαθύ» Ή τον παρερμηνεύω;

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο/

δεν μιλάν με τον καιρό/

μόνο πέφτουν στα ποτάμια/

για να πιάσουν το σταυρό.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο/

κυνηγούν έναν τρελό/

τον πνίγουν με τα χέρια/

και τον καίνε στο γιαλό.

Έλα κόρη της σελήνης/

κόρη του αυγερινού/

να χαρίσεις στα παιδιά μας/

λίγα χάδια τ’ ουρανού.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο/

κυνηγάνε τους αστούς/

πετσοκόβουν τα κεφάλια/

από εχθρούς κι από πιστούς.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο/

κόβουν δενδρολιβανιές/

και στολίζουν τα πηγάδια/

για να πέσουν μέσα οι νιές.

Τα παιδιά μες στα χωράφια/

κοροϊδεύουν τον παπά/

και φοράνε όλα τ’ άμφια/

και τον παν’ στην αγορά.

Έλα κόρη της σελήνης/

κόρη του αυγερινού/

να χαρίσεις στα παιδιά μας/

λίγα χάδια τ’ ουρανού.

Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη/

τους προγόνους τους πουλούν/

κι ότι αρπάξουν δεν θα μείνει/

γιατί ευθύς μελαγχολούν.

     Στίχοι-τραγούδια εξαίσιας αισθητικής ομορφιάς, μορφικά άψογοι μελωδικοί, τρυφεροί στίχοι-ποιήματα μιας βαθιάς και ουσιαστικής συγκίνησης και επαναστατικής διάθεσης. Ποιός από τους όψιμους ερωτικούς δικαιωματιστές της πολιτικής ορθότητας έχει προσέξει τον ρόλο και την θέση που δίνει μέσα στα μουσικά και γραπτά έργα του στην Γυναίκα και την αισθαντικότητά της, τον ερωτισμό της, έστω τον ιδεατό, τον ουράνιο αισθησιασμό της. Ποιοί έχουν προσέξει το τραγούδι του «Ο μύθος» το

Ένα μύθο θα σας πω/

που τον μάθαμε παιδιά/

ήταν κάποιος μια φορά/

που ‘φυγε στην ερημιά.

Κι από τότε στα βουνά/

ζούσε πια με το κυνήγι/

κι από μίσος στις γυναίκες/

δεν κατέβη στο χωριό.

Για το μύθο που μας λέτε/

Άλλο μύθο θα σας πω/

ήταν κάποιος μια φορά/

δίχως σπίτι και γωνιά.

Για τους άντρες είχε φρίκη/

κι ένα μίσος φοβερό/

όμως όλες τις γυναίκες/

τις αγάπαγε θαρρώ.

    Στίχοι-τραγούδια σαν και αυτούς που σύνθεσε από το 1957 για το έργο «Λυσιστράτη» του αρχαίου κωμωδού Αριστοφάνη, δεν άνοιξαν τον δρόμο στην αντρική ερωτική χειραφέτηση; Δεν καλλιέργησαν το έδαφος για την μουσική επένδυση του συνθέτη Σταμάτη Σπανουδάκη για την ταινία «Ο Άγγελος», για τους τρυφερούς στίχους του μουσικοσυνθέτη και τραγουδιστή Κώστα Τουρνά, «Ο Αχιλλέας από το Κάιρο/ εδώ και χρόνια ζει στην Αθήνα/ σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό/ γωνιακό κάπου στην Σινά/ Μαζί του ζει κάποιος Μηνάς/ γιαυτούς τους δυό και τι δεν λένε…../ Είναι κάτι παιδιά/ που δεν γίνονται άντρες/ και δεν ζουν την ζωή την δικιά σου……» Μήπως θα πρέπει να εξετάσουμε εκ νέου, την συνεισφορά του Μελωδού των Ονείρων μας στην ευρύτερη του ελληνικού λαού μας ευαισθησία και τρυφερότητα αντρών και γυναικών. Τον ερωτισμό μιάς πανάρχαιας ελληνικής παράδοσης που διαχέεται στον ιστορικό του έθνους  μας χρόνο; Ίσως αν στέκει ο παραλληλισμός ο σχεδιασμός των εορτασμών των ολυμπιακών αγώνων του 2004 από τον μεγαλοφυή χορογράφο Δημήτρη Παπαϊωάννου να άγγιξε αυτή την Χατζιδακική συμβολή. Οι υπόλοιποι οι αφελείς και αδαείς στέκονται σε διαχωρισμούς και αποκλεισμούς, σε αφοριστικά τσιτάτα και ταμπέλες ξένους προς τον ερωτικό οραματισμό του Μεγάλου μας Μάνου Χατζιδάκι. Ο Άντρας και η Γυναίκα και ο ερωτικός τους κόσμος, είτε με τον δικό του λόγο είτε με δάνεια στίχων άλλων μεγάλων ποιητών και ποιητριών υμνήθηκαν εξίσου και δίκαια. Στην «Οδός Ονείρων» του-μας, περπατήσαμε όλοι μας. Άγιοι και αμαρτωλοί, ερωτευμένοι και ανέραστοι, άντρες και γυναίκες, ερμαφρόδιτοι και ρωμαλέοι σωματικά, όμορφοι και λιγότερο όμορφοι και όμορφες, ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι. Ένα ήταν το εισιτήριο που πλήρωνες μέχρι την 15 Ιουνίου 1994 όπου ο μεγάλος ερωτικός πέρασε στην αθανασία, η ερωτική προαίρεση, το όνειρο και η φαντασία που ο κάθε ένας και κάθε μία κρύβει μέσα στο φυλλοκάρδια της ψυχής του. Ποιητικές μονάδες- στίχοι οι οποίοι εκφράζουν το πολιτικό και ερωτικό ακηδεμόνευτο χαρακτήρα των ελλήνων και ελληνίδων εκείνων των δεκαετιών και όχι μόνο. Εποχές φτώχειας, αθωότητας, χωματόδρομων, της γειτονιάς, της κουρελούς ως πόρτα και της αυλής με την πέργολα. Των ανοιχτών συντροφικών εναγκαλισμών, της ταβέρνας και του  αυθεντικού ρεμπέτικου σκοπού. Ενός σκοπού και ρυθμού, ενός λόγου που εξέφραζε τους πόθους, τους καημούς, τους λυγμούς, το πένθος, την αγωνία των ελλήνων και ελληνίδων μιας «αυλής των θαυμάτων» μιάς άλλης Ελληνικότητας και παράδοσης. Στίχοι που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν και εξακολουθούν να τραγουδιούνται και που «συναγωνίζονται» σε ακροαματικότητα και επιτυχία τα άλλα του τραγούδια που ερμήνευσε ο γυναικείος κινηματογραφικός και θεατρικός μας θρύλος, η ηθοποιός, αγωνίστρια πολιτικός Ελληνίδα Μελίνα Μερκούρη, στην γνωστή θεατρική παράσταση του Καρόλου Κουν του Θεάτρου Τέχνης, στα δύστοκα για την Ελλάδα σκοτεινά χρόνια. «Χάρτινο το φεγγαράκι…». Τα θρυλικά και πολυδιασκευασμένα παγκοσμίως «Τα Παιδιά του Πειραιά», το «Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι» σε στίχους του Μιχάλη Κακογιάννη στίχοι που ακούσθηκαν στα πέρατα της οικουμένης και εξακολουθούν να τραγουδιούνται και να χορεύονται ακόμα, παρά τις αντιρρήσεις του συνθέτη τους. (αναφέρομαι στα βραβευμένα «Παιδιά του Πειραιά»). Στίχοι και Τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι μπορεί να συναντήσει κανείς σε ιστοσελίδες του διαδικτύου και στα φύλλα των δίσκων και cd. του, καθώς και σε σελίδες γνωστών μουσικών περιοδικών.

    Στο βιβλίο που συγκέντρωσε τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες ο φίλος και συνεργάτης του εικαστικός Μίνως Αργυράκης, «Ο Γύρος του Κόσμου» εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1964 (είναι οι γνωστές μας ταξιδιωτικές αναμνήσεις του 1958-1964 στο εξωτερικό που δημοσίευσε στην πολιτική εφημερίδα «Ελευθερία»,-έχω αναφερθεί σε παλαιότερο σημείωμα), στην σελίδα 184 αναφερόμενος στο ταξίδι του στην Αμερική, και συγκεκριμένα στην Δημοκρατία της Αιτής μας λέει: «Κατεβαίνω στην κεντρική πλατεία. Τα μεγάφωνα μεταδίδουν το «Έλα πάρε μου τη λύπη» του Μάνου Χατζιδάκι!». Παγκόσμια υπήρξε η αναγνώριση του ταλέντου του Μάνου Χατζιδάκι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. (Μικρή παρένθεση, θυμάμαι βιβλίο του συγγραφέα και φιλόσοφου Χρήστου Γιανναρά που σε ταξίδι του στις ΗΠΑ και σε περπατήματά του στους δρόμους της Ν.Υ. αν θυμάμαι σωστά, άκουσε πλανόδιο ερασιτέχνη μουσικό να παίζει τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου και την υπερηφάνεια που ένιωσε). Η Μουσική του Μάνου Χατζιδάκι ακούγεται και από τις επίσημες, ακαδημαϊκές σχολές και ωδεία, μεγάλες ορχήστρες και από μουσικούς και τραγουδιστές των δρόμων. Να υπενθυμίσουμε ακόμα, την μακρά και γόνιμη συνεργασία και φιλία του Μάνου Χατζιδάκι με τον εικαστικό και σκιτσογράφο, σατιριστή, Μικρασιάτη (γεννήθηκε στην Σμύρνη) Μίνω Αργυράκη. Βλέπε σχετικά και το Λεύκωμα με τα σκίτσα του Μ. Αργυράκη «Οδός Ονείρων», Αθήνα 1957, μία ακόμη αφορμή και κέντρισμα του ευφυούς μουσικού ασυμβίβαστου ταλέντου του Μάνου Χατζιδάκι στην δική του «Οδός Ονείρων». Το πολυδιάστατο αραχνοΰφαντο υφαντό των μουσικών του συνθέσεων στοργικά μας συντροφεύει εδώ και δεκαετίες. Αυτό που υφάνθηκε ιδιαίτερα στην σταθερή συνεργασία του με τον ποιητή και στιχουργό, μεταφραστή Νίκο Γκάτσο και τους μαγευτικούς και παραμυθιακούς στίχους του και ιστορίες του. Καμία μουσική συνεργασία του Μάνου Χατζιδάκι με έλληνα ή ξένο δημιουργό, ποιητή ή ποιήτρια, συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας, τεχνικό ηχολήπτη, τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, άλλον του πολιτισμού παράγοντα δεν υπήρξε άγονη, στείρα. Όλες οι συνεργασίες του, επαγγελματικές και μη-υπήρξαν επωφελείς και για τις δύο συνεργαζόμενες ελευθέρως πλευρές. Μπορεί να μην γέμιζε στάδια αλλά πλημμύριζε τα στάδια των ευαισθησιών της καρδιάς μας πάντοτε. Ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε μέσω της προσωπικής του ταυτότητας και ματιάς ένα άκουσμα συλλογικότητας, σε ιδιαίτερες περιπτώσεις δημιουργών με ερωτικές επιθυμίες οι οποίες ξέφευγαν από την κοινή ερωτική αποδοχή, όπως ήσαν τα στοχαστικά και τρυφερά «Τραγούδια της Αμαρτίας». Κρίμα, που δεν το «κατανόησε» μάλλον, ο ποιητής από την Θεσσαλονίκη Ντίνος Χριστιανόπουλος και στην δική του συμμετοχή στον τόμο «Ανοιχτές Επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι» κρατά τις ενστάσεις της «δικής του αλήθειας». Το κείμενο του σπουδαίου ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι το τελευταίο από τα 70 κείμενα με το οποίο κλείνει η αυλαία του τόμου. Ο Μάνος Χατζιδάκις κοινωνικοποίησε και απελευθέρωσε τα ερωτικά αισθήματα και συναισθήματα των ελλήνων. Διεύρυνε τα όρια της ηθικής της ερωτικής επιθυμίας μας. Όχι μόνο οι μουσικές του ουράνιες μελωδίες πλημμυρίζουν με πρωτόφαντες αισθήσεις, φαντασία και τρυφερότητα, ευαισθησία και άκρατο λυρισμό, μελαγχολία και ονειρώδεις στιγμές, αλλά και οι στίχοι που έσπειρε (έγραψε, ποιήματα και στίχους τραγούδια) ο ίδιος στο διάβα της σταδιοδρομίας του σαν αυθεντικός λυρικός Ποιητής βρίσκονται ακόμα στα χείλη μας. Στροβιλίζουν στο νου μας. Παρέκαμψε την κατεστημένη άποψη ότι άλλο η Ποίηση και άλλο το Τραγούδι και ασπαζόμενος την αντίληψη των αρχαίων ελλήνων, και ίσως και την θέση του ποιητή Κωστή Παλαμά, ένωσε την Ποίηση με το Τραγούδι. Έπλεξε τα δύο ισότιμα είδη και μορφές της τέχνης. Έφερε με την αριστοκρατική του λαϊκότητα (ας μην μας ξενίζει ο όρος αριστοκρατικότητα) την λόγια ερωτική ποίηση στα χείλη του απλού καθημερινού έλληνα πολίτη αυτής της χώρας μέσω της Μουσικής. «Ο Μεγάλος Ερωτικός» του είναι ο δικός μας, του καθενός και κάθε μιάς Ερωτικός στεναγμός και λυγμός, κλυδωνισμός ευαισθησίας, ερωτικής πλήρωσης ή στέρησης, νοσταλγίας αισθητικής ομορφιάς. Βλέπε πχ. το ποίημα του Αλεξανδρινού. Ο Μάνος Χατζιδάκις πέτυχε να συνδυάσει τον λυρισμό της μουσικής με τον λυρισμό της ποίησης. Συνταίριασε τους δύο συγγενικούς ρυθμούς των όμορων μορφών της τέχνης σε μια εσωτερική συνομιλία ασυναγώνιστου μεγαλείου και τους εξύψωσε στα ουράνια σύννεφα. Με τις μουσικές του συνθέσεις και επενδύσεις έδωσε κοινό βηματισμό στην μουσική και την ποίηση δίχως να ζημιωθεί καμία πλευρά. Οι μουσικές του επενδύσεις ανέδειξαν την κινηματογραφική εικόνα και την θεατρική μυσταγωγία πάνω στο σανίδι. Ξέφυγε να επαναλάβουμε, από την πολιτική επαναστατική συνθηματολογία των σημαντικών ασφαλώς συνθέσεων και ακουσμάτων του μουσικού του φίλου και συνοδοιπόρου, του Μίκη Θεοδωράκη. Χαρακτηριστική η πετυχημένη του μουσική φιλοδοξία να μελοποιήσει το γνωστό ποίημα της αρχαίας λυρικής ερωτικής ποιήτριας Σαπφώς στην αρχαία γλώσσα και όχι σε νεοελληνική της μετάφραση ή απόδοση. Υποστήριξε με πάθος μία κοινωνία αληθινών σχέσεων ελεύθερων υπάρξεων- δίδαξε μία διαφορετικής υφής και ποιότητας μουσική παιδεία, ίσως, για τους πλέον «μυημένους», ευαίσθητους συμπολίτες του-μας για πολλούς μουσικοκριτικούς του, που στέκονται επιφυλακτικά σε πολλά σημεία και πλευρές της πολύχρονης παραγωγής του. Οι μουσικές του μελωδίες αγγίζουν τις αισθήσεις και τα σκιρτήματα ψυχών πολλών μουσικόφιλων ελλήνων δίχως να ξεσηκώνουν τα πλήθη, να τα κάνουν να ωρύονται, να διονυσιάζονται άμουσα κατά βάθος. Πρέσβευε σε μια κοινωνία όχι εμπορικών μουσικών αγορών ή καταναλωτικών καλλιτεχνικών σκοπιμοτήτων και προθέσεων που έχουν σκοπό μόνο το κέρδος. Οι δημόσιοι σχολιασμοί του και οι πολιτικές καθαρά κρίσεις του, μας αποκάλυψαν τις δηλώσεις ενός ενεργού πολιτικά σκεπτόμενου έλληνα πολίτη και όχι τις  απόψεις ενός διανοούμενου, ενός εστέτ καλλιτέχνη των περιφερόμενων συνάξεων αποδοχής, ο οποίος εκφράζεται δημόσια εξαιτίας της μεγάλης πίεσης που δέχεται από το βάρος της αναγνωρισιμότητας του. Οι κατά καιρούς δημόσιες θέσεις του προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις και θετικά ή αρνητικά σχόλια εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών και κοινωνικών χαρακωμάτων και έκαναν τον ίδιο σημείο αντιλεγόμενο, στην πολιτική δημόσια κονίστρα των κάθε είδους ορθοδοξιών. Τα Σχόλιά του στο «Τρίτο» και άλλες του δηλώσεις και κείμενα, συνεντεύξεις συγκεντρώθηκαν στα δύο βιβλία του: «Τα Σχόλια του Τρίτου» Μια νεοελληνική μυθολογία, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, Δεκέμβριος 1980, ά έκδοση και β΄ έκδοση. Σημειώνει στον Πρόλογό του, Αθήνα, 27 Νοεμβρίου 1980:

«Σαν άρχισα τα «Σχόλια» στο Τρίτο το ’78, δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πώς θάπρεπε να ξεκινήσω απ’ την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της «βραδυνής» και «μεσημβρινής» παραδημοσιογραφίας-τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ.

Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα απ’ το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλλίτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ είναι αλήθεια δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό-ανίκανους, για οποιαδήποτε επικοινωνία…..».

Τα Σχόλια στο Τρίτο τα οποία γράφτηκαν από το Μάϊο του 1978 έως τον Απρίλιο του 1980, είναι 36 και οι σελίδες του βιβλίου 216. Ενώ ο τόμος «Ο Καθρέφτης και το μαχαίρι» εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Δεκέμβριος 1988, σελίδες 254 περιλαμβάνει κείμενά του για την πολιτική και την τέχνη. Μία συνομιλία με τον Λεωνίδα Κύρκο. Για το Ρεμπέτικο, για το Νίνο Ρότα, τον Μωρίς Μπεζάρ, πάνω από ένα κείμενα για τον συνεργάτη του ποιητή Νίκο Γκάτσο, τον πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ αλλά και την διαμαρτυρία του «για την κράτηση της Βογιατζή με το παιδί της». 36 κείμενα γενικού κοινωνικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες. Κείμενα που μας φανερώνουν την ηχώ ενός λόγου πολυδιάστατου κοινωνικά και πολιτικά, γραφή μιάς βαθειάς ανεξάρτητης και ελεύθερης προσωπικότητας, την ατμόσφαιρα μιάς εποχής της Ελλάδος μετά την δικτατορία, την εικόνα μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να εκσυγχρονιστεί και να αλλάξει. Το προφίλ ενός έλληνα με πολύπλευρη κατάρτιση, κριτική οξυδέρκεια, οξύνοια που δεν τον οδηγεί στα άκρα, σοβαρότητα, ανδρική ρώμη. Τα κείμενα και οι δηλώσεις του καταξιωμένου Μάνου Χατζιδάκι ποτέ δεν ρέπουν στον ωφελιμοθηρικό σχολιασμό, τον αυτοεγκωμιασμό, την πνευματική μικρόνοια, μιάς καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας ενός ατόμου που αρέσκεται να χαϊδεύει τα αυτιά των πολλών- των μαζών θα έλεγαν οι πολιτικοί. Ούτε συνηθίζει να ιδιοποιείται απαγορευτικά και καταδικαστικά τσιτάτα μεγαλοαστών ελλήνων όπως έκαναν στην περίπτωση του Ρεμπέτικου Τραγουδιού και των εκπροσώπων τους. Στηλιτεύοντας την κοινωνική και πνευματική των νεοελλήνων-παρακμή και τα συμπτώματά της που βλέπει να εξαπλώνεται γύρω του-δίχως να εξαιρεί τον εαυτό του, προτείνει ένα άλλο ήθος ζωής και ποιότητα ελευθερίας. Μια άλλη αισθητική δίχως προσχήματα και εθνικές αγκυλώσεις. Μίλησε με θλίψη αλλά με αξιοπρέπεια για τις παθογένειες του ελληνικού βίου, την κούφια λογιοσύνη της επώνυμης δημοσιότητας τις καταναλωτικές φιλοδοξίες των ανώνυμων ελλήνων. Προείδε την αλλαγή της ποιότητας ζωής του ελληνικού λαού αρχομένης από τα δημόσια κιτς της επταετίας. Η πραγματική και το ποσοστό της μεγάλης πνευματικής συμβολής του, θεωρώ, ότι ακόμα δεν έχει ερευνηθεί. Μία ευρετηρίαση-συνολική-των θεμάτων, των έργων, των προσώπων, των μουσικών ακουσμάτων και των διαβασμάτων του θα μας αφήσει έκπληκτους και έκθαμβους. Η μουσική του μας λέει η Ραλλού Μάνου στην δική της συμμετοχή: «Η μουσική του εξακολουθεί να γεννάει, όπως και από την πρώτη μέρα, τα ίδια ωραία συναισθήματα που χαρίζει πάντοτε η πηγαία τέχνη», σελ. 138. Συμφωνώντας με την ελληνίδα χορογράφο και χορεύτρια, δασκάλα της τέχνης του χορού, θα προσθέταμε και τα γραπτά του. Σχόλιά του και διάσπαρτα λόγια και απόψεις του βρίσκονται σκόρπια δημοσιευμένα στο περιοδικού που διηύθυνε, «Το Τέταρτο» και σε άλλα έντυπα. Η ησυχία και προσοχή που απαιτούσε από το ακροατήριό του κατά την διάρκεια της παρακολούθησης των συναυλιών του, δεν ήταν πλασματική, πόζα φτασμένου καλλιτέχνη, όχι μόνο στην «Ρωμαϊκή Αγορά», ήταν γιατί ο ιερουργός συνθέτης επιτελούσε εκείνη την στιγμή μία μουσική ιεροτελεστία, μία μουσική ιεροπραξία ανοιχτών οριζόντων καθώς διηύθυνε τα μουσικά έργα, την ορχήστρα και όχι ένα νταβαντούρι μουσικού ξεφαντώματος στο οποίο είχαν αρχίσει να αρέσκονται και να συνηθίζουν οι νεοέλληνες συμπατριώτες του-μας. Απαιτούσε τον σεβασμό μας στην μουσική τελετουργία στον ίδιο βαθμό με εκείνον. Ήταν σαν να συμμετείχες σε μία μουσική «εκκλησία». Και μόνο μία από τις συναυλίες της «Ορχήστρας των Χρωμάτων» που ίδρυσε ο ίδιος να έχει παρακολουθήσει ο φιλόμουσος και φιλότεχνος έλληνας και ελληνίδα, θα αισθανθεί αμέσως και άμεσα την ποιότητα της μουσικής διαφοράς, την ευγένεια των προθέσεων της πολύστικτης προσωπικότητας του Μάνου Χατζιδάκι. Ακόμα και τις «αντιφάσεις» του χαρακτήρα του ο Χατζιδάκις τις μετέτρεπε σε λίπασμα για την τέχνη, την μουσική, την κοινωνία, την πολιτική. Η νωθρότητά του και η τεμπελιά του για την οποία μας μιλούν οι συνεργάτες του πάντα στέκονταν επωφελής για την τέχνη και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ήταν πηγαία η έμπνευσή του και η ετοιμότητά του να συλλαμβάνει αμέσως τις χορδές ευαισθησίας και κλίματος κάθε καλλιτεχνικής του συμμετοχής. Μετέτρεψε την υποκειμενικότητα της αισθητικής του, του προσωπικού του βλέμματος, σε καθολική αισθητική μιάς λαϊκής συλλογικότητας του  ελληνικού λαού, ή τουλάχιστον αυτό επεδίωξε. Δίδαξε ευπρέπεια και αυτοσεβασμό με την στάση του, την σοβαρότητά του. Επίπεδο ανθρωπιάς στον πονεμένο και βασανισμένο από τα κατοχικά βάσανα και εμφύλια πάθη ελληνικό λαό. Αγάπησε τον τόπο του και εργάστηκε μαζί με άλλους και με άλλες πνευματικές φυσιογνωμίες να τον ανυψώσει και να του δώσει την πραγματική του αξία που δικαιούται στο παγκόσμιο πνευματικό στερέωμα. Θέλησε και εν μέρει διαμόρφωσε, λαϊκό ήθος και αισθητικό γούστο, αυτός ο αστός όπως αποκαλούσε τον εαυτό του διαρκώς. Ο προερχόμενος από τα πολιτιστικά ζυμώματα της Γενιάς του 1930, ας μην μας ενοχλεί. Η Γενιά αυτή ίσως θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με ένα μαστιχόδεντρο όσο το ξύνεις τόσο γεύεσαι την πνευματική μαστίχα και το άρωμά της. Αν δούμε εν συνόλω με τι και ποια καλλιτεχνικά πρόσωπα και πνευματικές και μουσικές παρουσίες της ελληνικής μας παράδοσης συνεργάστηκε, πειραματίστηκε επιτυχώς, με διάφορα μουσικά όργανα και ευρωπαϊκά ακούσματα, θα του αναγνωρίσουμε το μουσικό του μεγαλείο και την πνευματική και καλλιτεχνική ωριμότητα. Το ταμπεραμέντο, Από ροκ έως μπαλάντες και από κλασική μουσική έως την παρουσία της τέχνης του Αρμάου στο έργο του. Πόση χαροποιό μελωδία εκφράζει η ρομβία με την εικόνα της ηθοποιού Τζένης Καρέζης καθώς τραγουδά ο Βασίλης Αυλωνίτης στην γνωστή ελληνική ταινία. Συνεργάστηκε με ξένους και έλληνες σκηνοθέτες, με την μεγάλη ελληνίδα χορογράφο Ραλλού Μάνου στην δική της πρόταση χοροδράματος, «Μαρσύας». Με τον καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη, τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Με τόσους και τόσες σπουδαίους και διάσημους μουσικούς και τραγουδιστές της Λυρικής Σκηνής, της Όπερας και του Λαϊκού Τραγουδιού. Ονόματα που σημάδεψαν ευεργετικά το πρόσωπο της γοητείας και τρυφερότητας της μετακατοχικής Ελλάδας. Τον μέμφθηκαν ότι αντέγραψε ή μιμήθηκε ευρωπαϊκά κλασικά ακούσματα μεγάλων ευρωπαίων συνθετών. Και ποιος δεν θα ήταν περήφανος από μία «αντιγραφή» των δημιουργιών του από τον Μάνο Χατζιδάκι. Λες και υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη από τότε που χαράχτηκε από ανθρώπου χέρι. Αντί να απολαμβάνουμε τα παντοειδή πνευματικά και καλλιτεχνικά κέρδη που μας κληροδότησε ζητάμε να τον μικρύνουμε στα δικά μας μίζερα μέτρα. Και πάλι παρενθετικά να αναφέρω το εξής. Υπάρχει ένα απόσπασμα του Αλβέρτου Σβάϊτσερ, που δανείζεται ο έλληνας μυθιστοριογράφος Τάσος Αθανασιάδης, στη βιογραφία του «Αλβέρτος Σβάϊτσερ, ο ποιητής της χριστιανικής δράσης, εκδόσεις του βιβλιοπωλείου και των εκδόσεων της Εστίας. (πρώτη έκδοση Γ. Φέξης 1963), το μότο αυτό μας λέει: «Απ’ τον εσωτερικό μας κόσμο μονάχα αποσπάσματα μπορούμε να μεταδώσουμε, ακόμη και στους πιο δικούς μας. Δεν μπορούμε να το αποκαλύψουμε ολόκληρο, όπως δεν μπορούν κι’ άλλοι να τον κατανοήσουν». Και αυτό, ισχύει για όλους μας. Πόσο μάλλον για τα σπάνια ταλέντα και προσωπικότητες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις. Επανερχόμενος, λησμονιέται η μουσική των Αριστοφανικών «Ορνίθων»; (και όλοι οι συντελεστές της θρυλικής αυτής παράστασης, που χαρήκαμε στα μετά την επτάχρονη δικτατορία χρόνια. Η φωνή του Γιώργου Μούτσιου). Κέρδισε το Όσκαρ και συμπεριφέρονταν σαν να μην το είχε κερδίσει. Τον ενοχλούσε η τόση δημοσιότητα και η τάση να τον ταυτίζουν μόνο με ένα είδος μουσικής, και μάλιστα, της πιο εύπεπτης όπως εκείνος θεωρούσε. Αρνήθηκε να κάνει μουσική καριέρα στο εξωτερικό, στην Μέκκα του καλλιτεχνικού καταναλωτισμού και του άμεσου κέρδους, την Αμερική. Μίλησε πρώτος, αυτός ένας καλλιτέχνης αστικών συμπεριφορών και επιλογών, ακουσμάτων, για τον κόσμο του Ρεμπέτικου. Με την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο Αγάπησε και έγινε φίλος και θαυμαστής του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη. ‘Ω τι θεία τύχη. Αναζητούσε τις λαϊκές ταβέρνες των συνοικιών της Αττικής, τα λεγόμενα χαμαιτυπεία που σύχναζαν αυθεντικοί ρεμπέτες μουσικοί και τραγουδιστές, άνθρωποι της εργατικής τάξης, του «περιθωρίου» για να ακούσει αυθεντικές λαϊκές φωνές και παιξίματα, οι οποίες εξέφραζαν τους καημούς και τον πόνο, τα βάσανα και τους στεναγμούς των ελλήνων. Δεν σκίασε η δυναμική παρουσία του τίποτα από την φήμη των συνεργατών του, την λάμψη και το παρθενικό ταλέντο τους, αντίθετα, πρόσθεσε την δική τους στην δική του φήμη δίχως αγκομαχητό, χωρίς να υποτιμά ούτε το δικό τους τάλαντο και εργασία, ούτε την δική του συμμετοχή και προσφορά. Διατήρησε μια ισότιμη επαγγελματική και ακριβοδίκαιη ελεύθερη σχέση με τους συνεργάτες που επέλεγε. Υπήρξε ειλικρινής η συμπεριφορά του απέναντι στους γύρω του και πάντα κρατούσε ανοιχτούς τους διαύλους συνομιλίας μαζί τους, έστω και αν παρέμενε ή έδειχνε μοναχικός και απόμακρος. Αναζητούσε να γνωρίσει και να ενημερωθεί από τον κόσμο των νέων μουσικών και καλλιτεχνών. Υπήρξε ένας γνήσιος αναρχικός ροκάς, ο κύριος Χατζιδάκις, ο Μάνος τους. Αυτός, ο χαριτωμένος μουσικός τεμπελάκος, ο παγοπώλης των μουσικών μας ονείρων δέχονταν με ικανοποίηση κάθε νέα ιδέα και τρελή σκέψη, κρίση και γνώμη των νέων συνεργατών του που επέλεγε με προσοχή, ακόμα και αν ήταν «ενάντια» στις δικές του απόψεις και πεποιθήσεις. Και αυτό το πνεύμα ελευθερίας που τον διαπερνούσε μας το σημειώνει και ο επιμελητής του βιβλίου στον Πρόλογό του Θάνος Φωσκαρίνης, αλλά και άλλοι συνεργάτες του στα κείμενά που συμμετέχουν. Πολυβραβευμένος και διεθνώς αναγνωρισμένος έλληνας συνθέτης-έζησε κατά διαστήματα στην Αμερική δίχως το τουπέ του πρώτου να πρυτανεύει στις συνεργασίες και τις σχέσεις του. Δεν κράτησε την εικόνα ενός Οσκαρικού μουσικοσυνθέτη. Κράτησε για τον εαυτό του πέρα από τον ρόλο του μουσικού μέντορα, αυτόν του συντονιστή των διαφορετικών μουσικών θέσεων και προτάσεων, του συμβουλάτορα, ενώ παράλληλα είχε το χάρισμα να συνθέτει απόψεις παράγοντας ένα κοινό και άρτια δομημένο έργο. Διαλεκτικός σαν καλλιτέχνης και ως άτομο και όχι μονότροπος, απεχθάνονταν τις κριτικές και καλλιτεχνικές-μουσικές φιοριτούρες, τις μικροαστικές τσιριμόνιες, την ηθική υποκρισία των νεοελλήνων συμπατριωτών του. Τον φαρισαϊσμό τους, τον κοινωνικό ταρτουφισμό τους. Ήταν ευθύς και γαλαντόμος, αυστηρός και τρυφερός, σατιρολόγος και αυτοσαρκαστής, περιέπαιζε τον εαυτού του και τους άλλους πάντα με το μεγάλο του χαμόγελο, και ένα τσιγάρο στο χέρι. Κοκέτης και ίσως, και φιλάρεσκος. Διέθεται ένα καυστικό χιούμορ όταν εκνευριζόταν, πίσω όμως από την αυστηρή του μάσκα κρύβονταν μία τρυφερή καρδιά ενός παιδιού που έπαιζε με τα φιλαράκια του στις αλάνες και τις γειτονιές, έκανε μουσικές τσάρκες κάτω από την φεγγαράδα, ονειρευόταν νότες ερωτικής διάθεσης και δεν ήθελε να επιστρέψει στην οικογενειακή του εστία όταν η μητέρα του που τον φρόντιζε τον καλούσε. Μιλούσε πάντα για τα ουσιώδη της ζωής, τα αυθεντικά προτάγματα του βίου των ανθρώπων και της τέχνης, της Μουσικής που της αφιερώθηκε και την τίμησε. Συμμετείχε εξίσου σε ένα επίσημο μουσικό γκαλά και σε ένα γλεντοκόπι ξεγνοιασιάς με τις φιλικές του παρέες και συντροφιές, σε φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Γίνονταν ομοτράπεζος με πολιτικά ισχυρούς άντρες αλλά και μεροκαματιάρηδες,  λαϊκούς ρεμπέτες και πριμαντόνες. Εργάστηκε ως εργάτης στα νιάτα του στο εργοστάσιο του «Φιξ» και ως παγοπώλης για να μπορέσει αυτό το ευαίσθητο και ταλαντούχο της μουσικής παιδί από την Ξάνθη, να βιοπορίσει την μητέρα και την αδερφή του. Δεν εγκατέλειψε την μητρική του εστία. Αγάπησε τον γιο του που επέλεξε να υιοθετήσει ως δικός του απόγονο και κληρονόμο. Μεγάλος του και ίσως παντοτινός του έρωτας ο Κόσμος της Μουσικής, δίχως φραγμούς και όρια. Μαθηματικά και Μουσική πρέσβευαν οι Πυθαγόρειοι για την τελειότητα της προσωπικότητας του ανθρώπου. Έννοια του και «εφιάλτης» του οι σημερινοί (της εποχής του) Έλληνες που έβλεπε να αλλοιώνουν την αυθεντικότητα της ταυτότητας του χαρακτήρα τους. Μετείχε στα πολιτικά κοινά και ενδιαφέρονταν για την πορεία της χώρας του, τα χρόνια των πράσινων και μπλε καφενείων και της κιτς αισθητικής της εφημερίδας του ταλίρου. Κυνηγήθηκε από ομοϊδεάτες του πολιτικούς και τους πράσινους κυβερνήτες της Αλλαγής και τα έντυπα που τους υποστήριζαν. Στάθηκε ενάντια στον ιστορικό πολιτικό άνεμο της Αλλαγής και το πλήρωσε με συκοφαντίες και ύβρεις. Παρά τις στενές του σχέσεις με την τότε υπουργό πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Λοξοκοίταζε σαν παλαιός εαμίτης προς το τότε κ.κ. εσωτερικού και έδινε συναυλίες στα φεστιβάλ του. Η εξέλιξη και η συνέχεια του Ελληνισμού, η συνέχιση και διατήρηση των ουσιωδών της ελληνικής παράδοσης, η έννοια του για την ελληνική γλώσσα, την ελληνική αισθητική, συναγωνίζονταν τα άμεσα ενδιαφέροντά του για την Μουσική. Ο Μάνος Χατζιδάκις όπως και πλείστοι έλληνες καλλιτέχνες, πνευματικές φυσιογνωμίες και λόγιοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας του περασμένου αιώνα, έζησε σε μία ιστορική περίοδο που η Ελλάδα, η Ελληνική κοινωνία άλλαζε δραματικά και βίαια, καθώς αναπτύσσονταν οικονομικά. Έτρεχε ασθμαίνοντας και ίσως «βιάζονταν» να εισέλθει όπως-όπως στην ομάδα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών του δυτικού κόσμου. Άνοιγε τους ορίζοντές της και αναζητούσε θέση ισότιμου ετέρου στο διεθνές πολιτικό, διπλωματικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό στερέωμα όχι δίχως εσωτερικούς τραυματισμούς, πληγές και απορρίψεις, ξεριζώματα πατροπαράδοτων συνηθειών και θρησκευτικών και οικογενειακών αξιών της. Οι ελληνικές οικογένειες και τα παιδιά τους γίνονταν μικροαστοί στα μεγάλα αστικά κέντρα από νοικοκυραίοι που ήσαν στα χωριά τους, ή εγκατέλειπαν την χώρα ως μετανάστες ταξιδεύοντας στα τέσσερα σημεία της υδρογείου για καλύτερη ζωή και τύχη. Κατοχικά και μετά κατοχικά φτωχά και εξαθλιωμένα χρόνια, εμφύλια ματωμένα και μετεμφυλιακά μιάς Ελλάδος της αντιπαροχής, των πολιτικών διώξεων, των τόπων εξορίας, της άναρχης οικονομικής ανάπτυξης και καταπάτησης δημόσιας γης, του εύκολου και ανέξοδου νέο πλουτισμού. Μουσικών ακουσμάτων της ανατολής και λικνισμάτων της γείτονος χώρας, μακρόσυρτων αμανέδων προερχομένων από τον ξεριζωμένο ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας και τις προαιώνιες ανατολίτικες συνήθειές τους. Και από την άλλη, τα εθνικά και πατριωτικά τσακίσματα των μουσικών ακουσμάτων του εθνικού κρατικού ωδείου, της ακαδημαϊκής μουσικής του Μανώλη Καλομοίρη και οι νησίδες των καντάδων της επτανησιακής παράδοσης. Οι παραδοσιακοί δημοτικοί σκοποί και τα τοπικά των ελληνικών γεωγραφικών περιοχών μουσικά ακούσματα. Ενώ για μεγάλο διάστημα η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ήταν η μόνη συντροφιά στους προετοιμαζόμενους έλληνες να ξενιτευτούν, να φύγουν για τα εργοστάσια της Γερμανίας και το ορυχεία του Βελγίου. Λαντζέρηδες στην αχανή ήπειρο πέραν του Ατλαντικού. Υπόγεια και όχι μόνο παρήγαγαν τα μουσικά τους προϊόντα οι διάφοροι Ρεμπέτες. Ο Συριανός Μάρκος Βαμβακάρης, ο Τρικαλινός Βασίλης Τσιτσάνης, η Σωτηρία Μπέλλου και άλλοι λαϊκοί ρεμπέτες της εποχής. Η θρυλική τετράς του Πειραιώς και άλλες ρεμπέτικες μουσικές δυνάμεις που παρά την μουσική τους αξία χάθηκαν νεότατοι από την χρήση ουσιών.

       Τα Όνειρα και τα Οράματά του αιώνιου εφήβου, οι δημόσιες τολμηρές παρεμβάσεις του, οι παράτολμες ορισμένες φορές πολιτικές θέσεις και κοινωνικές απόψεις για συγκεκριμένες ομάδες πολιτών ή μεμονωμένα πρόσωπα, η αναρχική φύση του σε συνδυασμό με τη ανοιχτή και ελεύθερη σκέψη του, ο στέρεος μουσικός και πνευματικός διαρκώς εμπλουτιζόμενος εξοπλισμός του, συντηρούν στην μνήμη μας το ήθος του ανθρώπου. την αξιοπρέπεια του ατόμου, την ανιδιοτελή δράση του πολίτη Μάνου Χατζιδάκι. Σίγουρα θα είχε σαν άτομο τις ιδιορρυθμίες του αλλά ποιος υγιώς σκεφτόμενος στέκεται σε αυτές όταν έχει μπροστά του, δίπλα του, συντροφιά του, ένα ανοιχτό της τρυφερότητας και της ευαισθησίας, των ανθρώπινων συναισθημάτων μουσικό σχολείο. Μέσα στον σύγχρονο κακόηχο βομβαρδισμό μας (προετοίμασαν και καλλιέργησαν τα ακούσματά μας εδώ και χρόνια σιγά-σιγά) από καταναλωτικές ειδήσεις, ανιαρές και αδιάφορες πληροφορίες, επιλεγμένα ή κατασκευασμένα γεγονότα, φιγουράτες της δημοσιότητας καλλίγραμμες υπάρξεις, κίβδηλες μουσικές περσόνες, και έναν δημόσιο λόγο στείρων εντυπώσεων, καψουροτράγουδων μουσικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών ακουσμάτων, και ένα διεθνές περιβάλλον απρόβλεπτων ανατροπών και κατεδαφίσεων, που μια κοινωνική και πολιτική παγκόσμια ομίχλη τα σκεπάζει και  δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει την επαύριο, η μουσική, τα τραγούδια, ο δημόσιο λόγος, οι δημόσιες παρεμβάσεις και γνώμες του Μελωδού των Ονείρων μας είναι ακόμα ζωντανά, παρόντα, επίκαιρα. Δηλώνουν την άλλη ποιότητα ζωής και ευαισθησίας, το όνειρο που χάθηκε στην καταναλωτική σκόνη. Φανερώνουν αυτό το υπόγειο ήθος διδαχών του Γένους μας που αρδεύει το δέντρο του Ελληνισμού και της Ελευθερίας. Μιάς μουσικής Φοινικιάς για να θυμηθούμε και τον Κωστή Παλαμά και πάλι. Της ανυπόταχτης στα εξωτερικά κελεύσματα φύση του Έλληνα, αν δεν λαθεύω και δεν παρερμηνεύω. Σποραδικά και που, ακούγονται οι μουσικές του συνθέσεις και μελωδίες κυρίως, αν όχι αποκλειστικά από το Τρίτο Πρόγραμμα που Εκείνος ίδρυσε. Πέρασε στην αθανασία αλλά όχι στην μουσική μνήμη των νεότερων ελλήνων και ελληνίδων αν δεν λαθεύω. Ακούγονται ευτυχώς οι συνθέσεις του από την Ορχήστρα των Χρωμάτων που Εκείνος ονειρεύτηκε και ίδρυσε. Μαθητές και συνοδοιπόροι του νοσταλγούν την παρουσία του καθώς αργά και σταθερά κλείνει ηλικιακά ο κύκλος των ανθρώπων που τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του. Οι παλαιές κινηματογραφικές ελληνικές ταινίες επαναληπτικά στις τηλεοπτικές οθόνες επαναφέρουν την μουσική και τα παλαιά κινηματογραφικά τραγούδια του στην επικαιρότητα. Ο αθόρυβος και διακριτικός τρόπος ο οποίος επέλεξε να μας εγκαταλείψει, να ταξιδέψει για την Γειτονιά των Αγγέλων έγινε παράδειγμα αξιοπρέπειας ζωής. Έμεινε ο απόηχος ενός μουσικού θαύματος-περάσματος σε έναν άλλον τρόπο ψυχαγωγίας και ήθος, κεφιού και χαράς. Μας έμειναν ίσως μόνο οι μελαγχολικές του ερωτικές στιγμές, το χυμένο γάλα της μουσικής καρδάρας του, η μοναξιά του έρωτα που βαραίνει ακόμα πιο πολύ δίχως την δική του μουσική και συγγραφική παρουσία. Σε μια συναυλία του, τον Ιούλιο του 1990 στο πρόγραμμά της μας εκμυστηρεύονταν την ατομική του αλήθεια και πιστεύω: «Ο πολιτισμός όμως ποτέ δεν χρειάστηκε την πολυτέλεια της κατανάλωσης: λίγα λουλούδια στο παράθυρο, ένα λιτό, ζεστό φαϊ στο τραπέζι κι ατέλειωτη αγάπη μέσα μας. Για πάντα μαθητής της…». Οι μουσικοί απόηχοι μιάς άλλης ευτυχίας και αρχιτεκτονική ζωής και συνύπαρξης των ανθρώπων, καθώς συμβούλευσε την Περσεφόνη την Κόρη της Θεάς Δήμητρας, «να κοιμηθεί στην αγκαλιά της Γης. Στου Κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς». Πόσα συναισθήματα ξυπνά η φωνή της Μαρίας Φαραντούρη καθώς τον ερμηνεύει. Πικρή διαπίστωση μιάς αλήθειας ενός μεγάλου και σοφού άντρα και έλληνα. Εννιά χρόνια μετά την αποδημία του, Τετάρτη 18/6/2003 στο «Μέγαρο Μουσικής Αθηνών» στην αίθουσα φίλων της μουσικής ακούστηκαν οι συνθέσεις του με την Ορχήστρα των Χρωμάτων σιμά σε ονόματα όπως του Ααρών Κόπλαντ και του Νίνο Ρότα. Ενώ στις 14 Ιουνίου 2007, στο «Μάνος Χατζιδάκις 13 χρόνια μετά..» πάλι η Ορχήστρα των Χρωμάτων δίνει συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με έργα Μαραγκόπουλου, Poulenc, Χατζιδάκι, για να περιοριστώ σε ενδεικτική μουσική δραστηριότητα της «Ορχήστρας των Χρωμάτων» που υπήρξε εμπνευστής και ιδρυτής της.

     Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε «δάσκαλος» και «μαθητής» ταυτόχρονα, πράγμα σπάνιο για ταλέντο τέτοιου βεληνεκούς, και ιδιαίτερα για την φύση και τον χαρακτήρα του έλληνα. Διέθεται μία κάπως απόμακρη ακαταμάχητη γοητεία αν και δεν το επεδίωκε. Ποιος άλλος όμως θα είχε τα κότσια να στηρίξει και να οργανώσει, να κατορθώσει να συγκεντρώσει γύρω του, τον ψυχαγωγικό, χαροποιό και πολύχρωμο, πολύπτυχο μουσικά και καλλιτεχνικά αυτόν κόσμο, την ζεστή παρέα της αξεπέραστης «Λιλιπούπολης» στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Ποιος όχι μόνο από την δική μου γενιά, μετά την μεταπολίτευση, δεν στήνονταν κάθε πρωί μπροστά στους δέκτες του Ραδιοφώνου του Τρίτου Προγράμματος να την απολαύσει, να γελάσει με τα αστεία της, τα ξεκαρδιστικά λόγια όλων ανεξαιρέτως των μουσικών και συγγραφικών, κειμενογράφων συντελεστών τραγουδιστών. Να μάθουν τι εννοούσε ο Δήμαρχος Χαρχούδας, ο Δυστροπόπιγκας, ο Παπαγάλος, η Πιπινέζα, ο Μπομπίλα, ο Δρακατώρ και άλλα σουρεαλιστικής ατμόσφαιρας παράξενα ονόματα που ακούγαμε για πρώτη και μοναδική φορά και χαδιάρικα και παιχνιδιάρικα έστηναν την δική τους αυθόρμητη ιστορία, πάνω στον καθρέφτη της δικής μας κοινωνικής ζωής και πραγματικότητας. Φωνές μιάς άλλης διάστασης τόσο οικείας αλλά και άγνωστης ταυτόχρονα. Περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε αυτό το ολιγόλεπτο ραδιοφωνικό θαύμα και στεναχωριόμασταν σαν έφηβοι αν χάναμε καμία συνέχεια. Μόνο ο τηλεοπτικός «Άγνωστος Πόλεμος» είχε τέτοια ακροαματική ρέντα παλαιότερα. Χρόνια αργότερα οι τηλεοπτικοί σατιρικοί «Δέκα Μικροί Μήτσοι» του κυρίου Λάκη Λαζόπουλου προκαλούσαν τέτοια τηλεοπτική συρροή. Γράφει ανάμεσα στα άλλα ο συνεργάτης του Δημήτρης Μαραγκόπουλος στο κείμενό του, «ΕΔΩ ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ», σελίδα 143:

      «Η «ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ» ήταν ίσως ένα από τα πιο γνήσια παιδιά του Τρίτου Προγράμματος. Μπόρεσε να αναπτυχθεί ακριβώς και μόνο επειδή το Τρίτο ήταν γεμάτο από ένα πνεύμα ελευθερίας, φαντασίας και δημιουργικής αυθαιρεσίας. Χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια εκπομπή που δοκιμαζόταν και δοκίμαζε τα όρια που τα κρατικά μέσα ενημέρωσης είχαν χαράξει ή νόμιζαν πώς είχαν χαράξει. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε, φυσικά, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του Τρίτου, την ιδέα για τη δημιουργία μιάς εκπομπής για παιδιά μέσα στο ύφος και στο περιεχόμενο του νέου γενικού προγράμματος, που με ακρίβεια είχε συλλάβει, σχεδιάσει και πραγματοποιούσε σε μια γόνιμη αλληλεπίδραση μ’ έναν πυρήνα 10-15 ατόμων, στα οποία είχα την τύχη να ανήκω.

     Η Ελένη (Βλάχου), η Ρεγκίνα (Καπετανάκη) και η Μαριανίνα (Κριεζή) αυθόρμητα, αλλά και με σκέψεις που  είχαν δουλευτεί μέσα τους χρόνια, αποτέλεσαν την πηγή του ύφους, των κειμένων και των στίχων. Αργότερα θα προστεθεί στην ομάδα και η Άννα Παναγιωτοπούλου. Η μουσική επρόκειτο βέβαια να είναι πανταχού παρούσα στη «Λιλιπούπολη».

      Θυμάμαι έντονα εκείνο το καλοκαιριάτικο μεσημέρι που συναντηθήκαμε στο σπίτι του Νίκου Κυπουργού, για πρώτη φορά όλοι μαζί. Οι τέσσερεις συνθέτες, ο Κυπουργός, η Πλάτωνος, ο Χριστοδούλου κι εγώ, μαζί με τη Ρεγκίνα, τη Μαριανίνα, την Ελένη. Αρχίσαμε να αναζητάμε το κοινό έδαφος, την κοινή γλώσσα, το τι έπρεπε επιτέλους να κάνουμε, για να έχει η εκπομπή ενότητα στη μουσική και να μην κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Τελικά, μετά από ώρες συζητήσεων, καταλήξαμε στο ότι ο καθένας από τους μουσικούς θα έκανε ό,τι ήθελε ή, μάλλον, θα παρέμεινε ο εαυτός του και ό,τι βγει. Αυτό ήταν το ένα από τα μυστικά της γόνιμης συνεργασίας. Το άλλο ήταν, βέβαια, εκείνο το μυστικό ρεύμα-κίνητρο, που δεν διατυπώθηκε με λόγια αλλά με έργα. Απέρρεε από όλο το ύφος του Τρίτου, από την προσωπικότητα του Μ.Χ. και, φυσικά, από μας τους ίδιους.

     Και τότε μπήκαμε σε μια καθημερινή απογειωτική συνεργασία, πού τα όριά της άρχισαν να εκτοξεύονται από ΄δω και από ‘κει……».

Συμπληρωματικά να αναφέρουμε και πάλι, ότι για την διαδρομή της «Λιλιπούπολης» και εν γένει της Χατζιδακικής περιόδου στο Τρίτο Πρόγραμμα (1975-1982) κυκλοφόρησε η δημοσιογραφική εμπεριστατωμένη έρευνα του Γιώργου Ι. Αλλαμανή «που κράτησε πέντε χρόνια (2016-2021) και φωτίζει την εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη», «την καλύτερη παιδική εκπομπή που έγινε ποτέ για μεγάλους», όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του τόμου «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής. Προλογίζουν Νίκος Κυπουργός, Γιώργος Μητρόπουλος, Σιδερής Πρίντεζης, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2022, σελίδες 350, τιμή 25 ευρώ.

      Ποιοι από τους φιλότεχνους της εποχής μου, και σταθεροί φίλοι-μαθητές, ακροατές του έργου και της μουσικής παρουσίας του Μάνου Χατζιδάκι δεν παρακολούθησαν πάνω από μία φορά την θρυλική παράσταση στο Θέατρο «Σούπερ Σταρ» την περίοδο 1982-1983 (πρώτα πράσινα χρόνια της Αλλαγής και του Ανδρέα Παπανδρέου) σε σκηνοθεσία δική του της περιβόητης «Πορνογραφίας»; Έργο που γράφτηκε με κέφι, σπιρτάδα και παιχνιδιάρικη διάθεση, τολμηρό και προκλητικό και αρκετά μα αρκετά σουρεάλ από την φιλική παρέα των Άρη Δαβαράκη, Γιάννη Βικέλα, Μιχάλη Παπαγγελή, Αντώνη Κυριακούλη, Δημήτρη Ρίζο και Μάνο Χατζιδάκι. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν του Μίνου Αργυράκη, οι χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ, οι φωτισμοί του Γιώργου Πανουσόπουλου, ενώ η μουσική των Μαξ Στάινερ, Μίνου Αργυράκη, Red Crayola, και Μάνου Χατζιδάκι. (για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ορισμένοι από τους συμμετέχοντες ηθοποιούς ήσαν από την πόλη μας, τον Πειραιά. Όπως και ο Διευθυντής της Ορχήστρας Τάσος Καρακατσάνης). Όπως δηλώνουν τα καρποστάλ του προγράμματος και ενδυναμώνουν την μνήμη της θεατρικής εμπειρίας μας. Στάθηκε τυχερή η δική μου γενιά- του 1980- που παρακολούθησε τέτοιας ποιότητας και εξαιρετικού ύφους θεατρική και μουσική παράσταση από την τρέλα ενός Μάνου Χατζιδάκι. Όπως οι παλαιότερες γενιές από εμάς, ευτύχησαν να παρακολουθήσουν την κοινή παράσταση των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι το 1963 «Μαγική Πόλη» στο Θέατρο «Παρκ» σε σκηνογραφίες του Μίνου Αργυράκη και χορογραφίες του Μανώλη Καστρινού. Ότι καλλιτεχνικά και πνευματικά έπραξε και δημιούργησε, δημόσια εξέφρασε στην επίγεια παρουσία του ο Μελωδός των Ονείρων μας, είναι ακόμα επίκαιρα, τολμηρά, επαναστατικά παρόντα και ας μην το γνωρίζουν οι νεότερες των ελλήνων γενιές. Μαρτυρίες μια άλλης αλήθειας. Έστω και ως φωτεινή ανάμνηση κα ζώσα του πολιτισμού εμπειρία η παρουσία του μας «στοιχειώνει» σαν το είδωλο του πατέρα του «Άμλετ».

     Είναι ριψοκίνδυνο το να θελήσει ο σύγχρονος ερευνητής ή ερευνήτρια να συντάξει μία Βιβλιογραφία του Μάνου Χατζιδάκι, ατελέσφορη η προσπάθεια. Να αποδελτιώσει τα χιλιάδες άρθρα και δημοσιεύματα, σχόλια και κείμενα, μικρά δοκίμια και αναμνήσεις, αποσπάσματα που δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και ξένο τύπο, στα περιοδικά ποικίλης ύλης. Σε παλαιότερα σημειώματά μου για τον Μελωδό των Ονείρων μας έχω δημοσιεύσει ορισμένα από τα αφιερώματα στον ίδιο και το έργο του. Μια ελαχιστότατη, ισχνή ενδεικτική πληροφοριακή μαγιά από τον τεράστιο άγνωστό μας όγκο. Σίγουρα αμελητέα μπροστά στον μεγάλο όγκο πληροφοριών και σχολίων. Οι ειδικοί μουσικολόγοι ευτυχώς, οι συνεργάτες του, και ο γιός του κ. Γιώργος Θεοφανόπουλος- Χατζιδάκις που διαφυλάσσει το Αρχείο του, γνωρίζουν καλύτερα.

     Ένα κεχριμπαρένιο μπουκάλι κρασί υπήρξε για τις ζωές μας-των γενεών μας- η παρουσία του, οι μουσικές και άλλες παρακαταθήκες του. Μάνος Χατζιδάκις, αυτός ο πολλαπλά καλλιεργημένος Έλληνας κατόρθωσε το ακατόρθωτο στην εποχή του, «να ενώσει», να φέρει σε επαφή αν θέλετε, σε επικοινωνία τα επίγεια με τα ουράνια, τα ανθρώπινα με τα θεϊκά, τα της ουράνιας με τα της θνητής Αφροδίτης δώρα, τα της ψυχής με το πνεύμα, των ευαίσθητων στιγμών με την αποτελεσματικότητα του μουσικού αποτελέσματος, τα ανθρώπινα επιτρεπτά ερωτικά συμβαίνοντα με τις κρυφές επιθυμίες και πόθους των ερωτευμένων υπάρξεων. Ιερούργησε με διακριτικό τρόπο τα συναισθήματά μας, ιεροποίησε τα πιο ιδιαίτερα όνειρά μας. Πάνω στην δική του μουσική «αγία τράπεζα». Δημιούργησε με τους εκλεκτούς συνεργάτες του έναν ουράνιο θόλο μουσικής και ηχητικής ευαισθησίας, χρωμάτων και αισθήσεων και παραισθήσεων με τον οποίο σκέπασε, διαφύλαξε τους ενδόμυχους πόθους μας. Τα όνειρα και τις ευαισθησίες μας, την φαντασία μας.

     Αρκετοί από τους συνεργάτες και τους στενούς του φίλους, τα ταλαντούχα πρόσωπα που επέλεξε να στελεχώσουν τον μουσικό του οραματισμό, να ερμηνεύσουν τις μουσικές του συνθέσεις και πολύχρωμες ηχητικές του πανδαισίες, δεν βρίσκονται στη ζωή. Ο αλφαβητικός κατάλογος των 70 συμμετεχόντων στις Ανοιχτές Επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι δεν μας παράσχει ημερολογιακά στοιχεία και χρονικές ή άλλες πληροφορίες για τους άντρες και γυναίκες συμμετέχοντες. Άλλοι,-όπως μας βεβαιώνει η σχετική προσωπική μας αναγνωστική επάρκεια και ενασχόληση με τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τον τομέα της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας-από το σημαντικό αυτό πάνθεον των ελλήνων και ελληνίδων προσωπικοτήτων από όλα τα είδη και τις μορφές της ελληνικής τέχνης βρίσκονται εν ζωή και μας δίνουν την προσωπική τους μαρτυρία μνήμης και συνεργασία στον τόμο αυτόν για τον μεγάλο και σημαντικό έλληνα συνθέτη.

Οφείλουμε ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη στον επιμελητή και ανθολόγο των «Ανοιχτών Επιστολών στον Μάνο Χατζιδάκι», τον ποιητή και συγγραφέα Θάνο Φωσκαρίνη ο οποίος κατόρθωσε και έφερε επιτυχώς σε πέρας, διαχειρίστηκε με ατομικό κόπο και φροντίδα ένα τέτοιου μεγέθους κειμένων θαυμαστό άθλο. Όπως και τις εκδόσεις Μπαστιά-Πλέσσα και τους συνεργάτες τους για την άψογη και άρτια καλλιτεχνική αυτή έκδοση. Ο κύριος Θάνος Φωσκαρίνης σαν συγγραφέας και επιμελητής, μας έχει δώσει και άλλες αξιόλογες επιμελημένες ερευνητικές του εργασίες, βλέπε πχ. τα Άπαντα της πεζογράφου Έλλης Αλεξίου, την φροντίδα έργων του μυθιστοριογράφου Μένη Κουμανταρέα κ.ά. Η συλλογή και η φροντίδα όμως των 70 αυτών ανοιχτών επιστολών ανέκδοτων στην πλειοψηφία τους στον Μάνο Χατζιδάκι από τον Θάνο Φωσκαρίνη, ο τόμος κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1996, είναι κάτι το ξεχωριστό που χρίζει του αναγνωστικού ενδιαφέροντός μας ακόμα και σήμερα, 27 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Προστίθεται στα θετικά των επιμελημένων ενασχολήσεών του. Δηλώνει τις μεγάλες αντοχές των σωματικών και ψυχικών του δυνάμεων. Το να διαθέσει ένας συγγραφέας τόσο μεγάλο διάστημα από τον χρόνο του, στο να έρθει σε επικοινωνία-με τον κάθε συμμετέχοντα ξεχωριστά και σε άτακτα χρονικά διαστήματα- και να συγκεντρώσει το προφορικό και γραπτό αυτό υλικό, να το επιλέξει και ανθολογήσει, «σπαταλώντας» από τον προσωπικό πολύτιμο συγγραφικό του χρόνο, να έρθει σε επαφή με πρόσωπα και έργα, να ψάξει να βρει, να συντονίσει το συνολικό αποτέλεσμα, να επιμεληθεί και να εκδόσει τις Ανοιχτές Επιστολές, θέλει πράγματι μεγάλα κουράγια και αντοχές. Μας αποκαλύπτει την ειλικρινή αγάπη, την υπομονή του, τον σεβασμό του στον συνθέτη όσο και στα πρόσωπα που συμμετέχουν. Επίσης, μας δείχνει και την δική του ποιότητα σαν συγγραφέα και σαν άτομο. Πανεπιστημιακοί και Επιστήμονες, ακαδημαϊκοί και βυζαντινολόγοι, φιλόλογοι και τραγωδοί, ηθοποιοί και σκηνοθέτες, μουσικολόγοι και διευθυντές ορχήστρας, σεναριογράφοι και ποιητές, πεζογράφοι και δημοσιογράφοι, κινηματογραφιστές και μουσικοί, μεταφραστές. Νομπελίστες ποιητές και παλαιοί εαμίτες ποιητές της γενιάς του. Θεατρικοί συγγραφείς και κριτικοί θεάτρου, μουσικοκριτικοί. Χορογράφοι και άντρες και γυναίκες αοιδοί, τραγουδιστές και ερμηνευτές, εικαστικοί και καραγκιοζοπαίχτες, ψυχίατροι συγγραφείς, σκηνογράφοι, καλλιτέχνες της Ελληνικής Λυρικής Σκηνής, μαέστροι και καθηγητές της σύνθεσης, αρχιμουσικοί και λυρικοί υψίφωνοι και άλλων μουσικών φασμάτων πρόσωπα. Συνθέτες και διευθυντές ορχήστρας, σημερινοί συγγραφείς βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου, γλύπτριές και ελληνοαμερικανοί σκηνοθέτες, παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας και ξυπνούν μνήμες και αναμνήσεις, περασμένα αλλά αλησμόνητα στιγμιότυπα όσον ευτύχησαν και αποτέλεσαν τους μόνιμους ή έκτατους συνεργάτες του, τους προσωπικούς του φίλους και φίλες με τους οποίους συνεργάστηκε ο Χατζιδάκις του έμειναν και τους έμεινε πιστός. Συνταξίδεψαν μουσικά και καλλιτεχνικά μαζί του στο ονειρικό αυτό Χατζιδακικό ταξίδι των πολύχρωμων εμπειριών και καταστάσεων προς τα άστρα. Οι φωνές όλων αποπνέουν Ελλάδα, γη και ουρανό, μουσική μαγευτική ατμόσφαιρά.  Μιάς άλλης δυστυχώς Ελλάδος που πέρασε, και έμεινε μόνο ίσως στις ημερολογιακές αναμνήσεις και ιστορικές καταγραφές. 70 μαγευτικά και ονειρικά κείμενα σκαλοπάτια προς τον Χατζιδακικό ουρανό. Εβδομήντα γραφές και φωνές, γνώμες, αντιπροσωπευτικές του ίδιου του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη. Φωνές που εικονογραφούν το μεγάλο προσωπικό του πορτραίτο και παράλληλα το πορτραίτο της εποχής τους, του καλλιτεχνικού φάσματος από όπου προέρχονται και δραστηριοποιήθηκαν, κατ’ επέκταση, της παρουσίασης της Εικόνας της Ελλάδας. Όλες οι γνώμες και οι κρίσεις, όλα τα κείμενα, ανέκδοτα ή μη, έχουν την αξία και την σημασία τους. Την απαραίτητη ουσιαστική συμβολή τους στην κατανόηση του μεγάλου πνευματικού και καλλιτεχνικού θησαυρού που ευτυχήσαμε να έχουμε δίπλα μας, ανάμεσά μας, να απολαύσουμε τις μουσικές του μελωδίες, τα ονειρικά, μουσικά φτερουγίσματά του. Λακωνικές γνώμες ή μακροσκελείς κρίσεις, σύντομα κείμενα ή πολυσέλιδα, αντρικών και γυναικείων φωνών, θέσεων παλαιότερων εποχών-από τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής εμφάνισης του έως τα πρόσφατα. Από τις κοινές τους αναμνήσεις εκτός Ελλάδος,-χρόνια διαμονής του Μ. Χ. στην Αμερική και των εκεί συνθέσεών του. Έως τις διάφορες μουσικές και άλλες εμφανίσεις του ανά την Ελληνική επικράτεια. Όλοι οι συμμετέχοντες εξακολουθούν να φωτίζονται και να νοσταλγούν την παρουσία του. Μας διαφωτίζουν με τον καθαρό και ειλικρινές, απροσχημάτιστο λόγο τους. Κύματα ευαισθησίας, λυρισμού, νοσταλγίας, χαροποιούς διάθεσης, γνώριμών μας ήχων έρχονται στο νου, ψιθύρων ερωτικών, ενός μουσικού και συγγραφικού ταξιδιού που συνεχίζεται. Λόγια σταράτα, χωρίς εμπάθεια, υποχθόνια ζήλεια, διάθεση εκ των υστέρων κατάκρισης ή και αγιοποίησης. Ο Μελωδός των Ονείρων μας, ένας πραγματικός ελεύθερος, ανεξάρτητος και δημοκρατικός πολίτης έδωσε το ελεύθερο, την έγκρισή του, να δημοσιευθούν όλες οι κρίσεις και οι θέσεις για τον ίδιον και το έργο του, όσο σκληρές ή αρνητικές και αν είναι, επαινετικές ή λιγότερο επαινετικές. Αυτό μας το δηλώνει και ο φροντιστής των ανοιχτών επιστολών ποιητής Θάνος Φωσκαρίνης στον Πρόλογό του. Η ελεύθερη αυτή επιλογή μας δίνει την δυνατότητα να εμπιστευθούμε ακόμα περισσότερο την συγκεντρωτική αυτή εργασία, να διαβάσουμε τα κείμενα όχι ως ένα επικήδειο θετικών αποτιμήσεων αλλά σαν μία ειλικρινή τιμή προς τον μουσικοσυνθέτη και διευθυντή ορχήστρας συνεργάτη τους, τον άνθρωπο Μάνο Χατζιδάκι. Ένας καλαίσθητος τόμος που αξίζει την αγοραστική και αναγνωστική προσοχή μας.

     Τέλος, όσο και να θέλεις να σεβαστείς τον καλαίσθητο αυτόν τόμο των 290 σελίδων, αισθητικά που έχεις μπροστά σου, δεν μπορείς να μην ενδώσεις στον πειρασμό να τον σημειώσεις, ανοίγοντας μία ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του. Εννοώ, να μην σημειώσεις στις σελίδες του κάτω από τα δημοσιεύματα, τις δηλώσεις, τις εξομολογήσεις, τις ατομικές αναμνήσεις, τις σκέψεις και κρίσεις, την εξιστόρηση προσωπικών τους βιωμάτων και μνήμης. Τις δεκάδες αναφορές τους στα οφέλη που αποκόμισαν οι συμμετέχοντες από την συνεργασία τους, την επαφή τους με τον Μάνο Χατζιδάκι. Νιώθεις την ανάγκη να συμμετάσχεις και εσύ, ο απλός αναγνώστης σε αυτό το μουσικό και της ευαισθησίας και των ονείρων τραπέζι του «μυστικού δείπνου». Εβδομήντα αριστουργήματα τα οποία σε κεντρίζουν με την ποιότητά τους, την αλήθεια τους, την ειλικρίνεια των προθέσεών τους, δίχως να καταφεύγουν σε άχαρες αγιογραφήσεις, σε στημένες επευφημίες, σε συνεργατών εκδουλεύσεις, σε κρίσεις κλισέ εύπεπτων αποδοχών. Παράλληλα, προτρέπουν εσένα, τον άγνωστό τους αναγνώστη σε ένα αναγνωστικό παιχνίδι, σε παροτρύνουν να σημειώσεις την όποια σκέψη σου, την όποια θέση σου στο τέλος της σελίδας. Ακόμα και τα κενά των σελίδων μετά το κείμενο συνεχίζουν την εξομολογητική συνομιλία των συμμετεχόντων με τον μεγάλο έλληνα συνθέτη, μεταξύ τους. Στήνουν γέφυρες συγκίνησης και ενθουσιασμού, χαροποιών εκπλήξεων, στην συνέχιση της ανοιχτής συνομιλίας όλων μας. Με έναν αναγνωστικό στόχο, την διατήρηση της ανοιχτής μνήμης και επαφής με το έργο ενός από τους ελληνικούς μύθους του προηγούμενου αιώνα. Μια προέκταση, σε αυτό το συγγραφικό παιχνίδι της Οδός Ονείρων που ξεκίνησε ο Μάνος Χατζιδάκις για όλους μας. Πώς το λέει σε ποίημά του ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, «ζω για αυτούς που θάρθουν μετά από μένα».

     14 δημοσιευμένα κείμενα και 56 ανέκδοτα σπονδυλώνουν αυτό το πολιτιστικό «Λούνα Παρκ» των αισθήσεων και των παραισθήσεων. 14 Γυναικείες φωνές και 56 Αντρικές μας ξεναγούν στον συνεργάτη και δάσκαλό τους. Ανάμεσα στα ονόματα αναγνωρίζουμε και ορισμένα που κατάγονται από την πόλη μας τον Πειραιά ή συνδέθηκαν μαζί του. όπως ο Μανιάτης ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, ο γεννημένος στον Πειραιά εικαστικός και ποιητής Γιώργος Μαυροειδής, ο δάσκαλος και συνθέτης της μουσικής Μενέλαος Παλλάντιος, ο έμπειρος θεατράνθρωπος και σκηνοθέτης, εκδότης και αρθρογράφος, δημοσιογράφος Μάριος Πλωρίτης και, ο άλλος πειραιώτης δάσκαλος και ζωγράφος, ποιητής και σκηνογράφος Γιάννης Τσαρούχης. Όλα τα δημοσιεύματα είναι καλογραμμένα και διαφωτιστικά. Το κείμενο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου μιλά μάλλον αρνητικά για το έργο του Μ. Χατζιδάκι, είναι το κείμενο με το οποίο κλείνει η αυλαία του τόμου. Επιφυλακτική είναι και η άποψη του ζωγράφου Κώστα Τσόκλη. Ας αντιγράψουμε τα κυριότερα από τα λεγόμενα του εικαστικού Κώστα Τσόκλη:

«…Αυτά που κατά καιρούς λέει ο Χατζιδάκις τα βρίσκω συχνά ευφυή, χωρίς να τα θεωρώ αποτελεσματικά ή απαραίτητα. Εκείνο, αντίθετα, που με γοήτευσε και που ακόμα με γοητεύει, είναι ότι ο Χατζιδάκις είχε το κουράγιο να εγκαταλείψει μια μεγάλη καριέρα στην Αμερική και να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν τον αχάριστο τόπο. Σίγουρα πώς αγαπά την Ελλάδα….

    Τώρα, γιατί καταδέχεται να ζητάει από τους φτωχούς πολιτιστικά Έλληνες να του ξεπληρώσουν, από το στέρημά τους σε σεβασμό και υποταγή, αυτά που περιφρόνησε όταν μιά παγκόσμια επιτυχία του τα πρόσφερε τόσο απλόχερα; Εδώ μπερδεύει.

     Γιατί, απ’ τη μιά, δέχεται να ξαναμπεί σ’ ένα παιχνίδι, που τους κανόνες του αυτός ο ίδιος δημιούργησε-ή πάντως, συνέβαλε στη δημιουργία τους-και, από την άλλη, τώρα τους μάχεται;

     Όλοι πιά ξέρουμε ότι χάρη σ’ αυτούς τους κανόνες ένα περιφρονημένο και κατατρεγμένο κομμάτι του λαού μας ένιωσε περήφανο για τον εαυτό του. Χάρη σ’ αυτούς τους κανόνες είδε τη μουσική του να μπαίνει στα σπίτια των αρχόντων, των αστυνομικών, των διανοούμενων και των νοικοκυραίων, είδε το πορτραίτο του να βγάζει φτερά αρχαγγέλου, τη γλώσσα του να γίνεται η μόνη παραδεκτή μορφή έκφρασης, τη φτώχεια και την αμάθειά του περηφάνεια, την αναίδειά του ανδρισμό, τα μίση του δικαιοσύνη, το νταηλίκι του λεβεντιά και τον εαυτό του να ασκεί μιά μακρόχρονη δικτατορία, πάνω στον υπόλοιπο λαό μας.

      Τώρα θυμώνει ο Μάνος Χατζιδάκις, και μπράβο του που το μπορεί, όμως δεν βγαίνει, φοβάμαι, τίποτα. Το λέω αυτό, γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, ο λαός μας είναι χαλασμένος και ο Χατζιδάκις classe. όπως Classee είναι μία ολόκληρη γενιά, που μέλος της αναπόσπαστο και χαρακτηριστικό κι αυτός είναι.

     Για μας τους κάπως νεώτερους, η γενιά αυτή ήταν πάντα υπεύθυνη για την πνευματική, αισθητική και ηθική αυταρέσκεια του τόπου μας. Κι αυτό, γιατί δεν μπόρεσε να προβλέψει-παρά το καθαρά σημάδια- τη φυσική πορεία της ελληνικής πραγματικότητας μέσα στα αδυσώπητα παγκόσμια πλαίσια, και να θυσιάσει, βρε αδελφέ, λίγο από τον αυτοθαυμασμό της για το μέλλον του τόπου.

     Έτσι, προσπάθησαν να δώσουν κοινωνική προτεραιότητα και ζωή σε μιά ελληνοτουρκική παράδοση που βρισκόταν ήδη στο τέλος της-και, δυστυχώς, χάρη στο μεγάλο τους ταλέντο τα κατάφεραν. Κατάφεραν, δηλαδή να ξαναγυρίσουν την Ελλάδα προς τα πίσω, κάνοντάς την να φανεί σαν τον τσιγκούνη, πού, αντί να παλέψει σε χώρους παρθένους και εύφορους, βρίσκοντας μέσα σ’ αυτούς το καινούργιο της πρόσωπο, προτίμησε να ξανασκαλίσει το κουρασμένο του χωράφι, για να ξεθάψει αμφίβολους πατρικούς θησαυρούς, που σε άλλη στιγμή θα μας έκαναν να ντρεπόμαστε. Σαν να μην υπήρχαν οι λαογράφοι…

     Σίγουρα πώς ποιότητα έδωσαν, σίγουρα πώς ένα πρόσκαιρο ελληνίζον πρόσωπο κατόρθωσαν να σχηματίσουν, μόνο πού το πρόσωπο αυτό ήταν σκονισμένο, αβέβαιο και θαμπό, και γι’ αυτό εύκολο και επικίνδυνα γοητευτικό. Ήταν ένα πρόσωπο που κολάκευε αντί να προβληματίζει.

     Λέω, λοιπόν, πώς ο Χατζιδάκις το ρόλο του τον έχει παίξει και είναι ένας ρόλος κοινωνικά πρώτα, και μετά καλλιτεχνικός. Με το να γράφει ακόμα λίγη θαυμάσια μουσική, λίγα ή πολλά ωραία τραγούδια, δεν πρόκειται τίποτα ν’ αλλάξει. Είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης-ποιος θα τολμούσε να πει το αντίθετο!

Ας μη θυμώνει.

     Λέω, όμως, ότι εμείς οι Έλληνες ίσως να βρισκόμαστε σήμερα κάπου αλλού, αν ο ίδιος και η γενιά του δεν ήταν τόσο προικισμένοι, ή δεν είχαν ποτέ γεννηθεί. Κι αυτό το «αλλού», ίσως να ήταν καλύτερο, αφού η σημερινή ελληνική πραγματικότητα δεν μας αρέσει.

     Τώρα δεν μπορούμε πιά να τους σβήσουμε απ’ την ιστορία μας. Αυτή η τιμή και η δόξα τους! Τους θαυμάζουμε μα δεν τους συγχωρούμε, γιατί ξεπούλησαν τα πατρικά μας κειμήλια, γιατί μας στέρησαν τη χαρά του κλειδωμένου συρταριού, μαρτύρησαν τα μυστικά του Κλήδονα. Γιατί τ’ άνοιξαν αυτά τα συρτάρια και, ταξινομώντας το περιεχόμενό τους κατά τα πιστεύω τους, τα έβγαλαν με ψεύτικους τίτλους στο σφυρί. Γιατί βοήθησαν-έστω από αφέλεια-στο να γίνουν τα λαογραφικά μας μουσεία καταστήματα τουριστικών ειδών. Ενώ ο κόσμος άλλαζε μορφή!

     Ζήσαμε και ζούμε τόσα χρόνια τώρα με τα φαντάσματα. Μια καθαρεύουσα απ’ την αντίθετη. Το ένα ψέμα πάνω στ’ άλλο, με τη μορφή της αλήθειας.

    Και να μαστε πάλι εδώ, ξαναρχίζοντας από το μηδέν, κύριε Χατζιδάκι, χωρίς εσάς στο πλευρό μας, και είναι κρίμα, γιατί που θα ξαναβρούμε ανθρώπους της δικής σας αξίας;», σελίδες 266-268.

      Δεν αντιγράφω κανένα κείμενο πέρα από τον πρόλογο του επιμελητή και το «αρνητικό!» του εικαστικού. Σε μεταγενέστερο σημείωμα θα αντιγράψω ορισμένες γνώμες. Προτίμησαν να το οικοδομήσω με άλλα στοιχεία που γνώριζα. Κατά την μεταφορά και αντιγραφή των ονομάτων αρίθμησα τους συμμετέχοντες. Αξίζει σε μια ενδελεχή ανάγνωσή του-του τόμου-μία ευρετηρίαση των ονομάτων και των έργων μουσικών και άλλων που αναφέρονται από τους συμμετέχοντες. Ξένα και Ελληνικά ονόματα και έργα τα οποία εικονογραφούν τον Κόσμο τον προηγούμενο αιώνα. Και μία παράλληλη ακόμα σύγκριση του Χατζιδακικού έργου και παρουσίας με τα συμβαίνοντα την ίδια χρονική περίοδο και τα μουσικά και άλλα έργα που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο. Ίσως έτσι να έχουμε μία καλύτερη εικόνα των επιτευγμάτων των Ελλήνων συνθετών στο σύνολό τους. Και την παρουσία της Ελλάδος πέρα από συγκριμένα γνωστά μας ονόματα όπως του Δημήτρη Μητρόπουλου, της Μαρίας Κάλλας, του Γιάννη Ξενάκη, της Τζίνας Μπαχάουερ, της Νανάς Μούσχουρη, της Βίκυς Λέανδρος, του Ντέμη Ρούσου, του Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

7 Απριλίου 2023           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου