Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος για τον Μάνο Χατζιδάκι

Ένα ποίημα και μία ανάμνηση του ποιητή και μεταφραστή Τίτου Πατρίκιου

             ΠΑΣΧΑ

Χαιρέτισαν με βάγια τον ερχομό του έρωτα.

Έπειτα οι ίδιοι τον σταύρωσαν

τον τρύπησαν με τη λόγχη

τον πότισαν χολή και ξίδι

τον εξομοίωσαν με τους ληστές.

Και πάλι περίμεναν πώς θ’ αναστηθεί για χάρη τους.

                                    Γενάρης ‘71

ΤΙΤΟΣ  ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, από «ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ 1967-1973, σελίδα 156. Στον τόμο «ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ Β΄ 1959-2017, εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, Μάρτιος 2018

               ΚΥΚΛΟΙ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΚΟΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

        Θα ΄ταν γύρω στα ’45 με ’46, τα χρόνια εκείνα που η ζωή πήγαινε να γίνει ειρηνική, χωρίς τελικά να το καταφέρει. Ο πόλεμος είχε τελειώσει κι όμως τον νιώθαμε να βαραίνει επάνω μας’ ο Εμφύλιος δεν είχε ακόμα αρχίσει, ωστόσο κάθε λίγο είχαμε την πρόγευσή του. Θα ‘ταν τότε λοιπόν, μπορεί φθινόπωρο του ’45, μπορεί άνοιξη του ’46, που ένα απόγευμα στο Γαλλικό Ινστιτούτο-στη Γαλλική Ακαδημία, όπως λέγαμε-γινόταν μιά διάλεξη, μία εκδήλωση, κάτι τέτοιο, για το σουρεαλισμό, μάλλον μ’ αφορμή κάποια επέτειο, κάποια δέκα χρόνια που συμπληρώνονταν… όμως από τι;-δεν θυμάμαι καλά. Ωστόσο θυμάμαι πολύ καλά, στη συζήτηση πού επακολούθησε, ένα παιδί λίγο μεγαλύτερο από μένα, λιγνό όπως όλοι μας τότε αλλά με ιδιαίτερα ρουφηγμένα μάγουλα, κι έντονο βλέμμα, με ρυθμική, κάπως υγρή φωνή, να υπερασπίζεται με πάθος το σουρεαλισμό.

     Από το σουρεαλισμό είχα κι εγώ σαγηνευτεί όταν πρωτοδιάβασα, το 1943 μερικά αποσπάσματα του Εμπειρίκου, του Περέ, του Σκαρίμπα, στα Πρόσωπα και τα Κείμενα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Βέβαια ο Παναγιωτόπουλος τα παρέθετε για να ειρωνευτεί το σουρεαλισμό και να τον απορρίψει, αλλά η αντίδραση όλων μας ήταν ακριβώς η αντίθετη. Ποιό έπειτα όμως η στάση μου αρχίζει να αλλάζει: καθώς εμπεδωνόταν η αριστερή μου ορθοδοξία γινόμουν όλο και πιο επικριτικός για το σουρεαλισμό, κυρίως προς τα έξω. Όσο για τις εσωτερικές μου αμφιβολίες, τις κάλυπτα με αφάνταστες βεβαιότητες. Έτσι, εκείνο το απόγευμα, ενώ ξεκίνησα από μιά ενδόμυχη ομογνωμία, κατέληξα να εμφανιστώ πεπεισμένα αντίγνωμος απέναντι στον υπερασπιστή του σουρεαλισμού.

     Έμεινα έκπληκτος όταν λίγο αργότερα μου είπαν πώς το  παιδί εκείνο ήταν ΕΠΟΝίτης. Μα πώς μπορούσε ένας ΕΠΟΝίτης να εγκωμιάζει δημόσια το σουρεαλισμό, και μάλιστα να τον αποκαλεί επανάσταση; Έστω κι αν ο σουρεαλισμός μας γοήτευε, δεν έπρεπε, τελικά, να μας εξοργίζει, μιά και περιφρονούσε το λαό, μιλώντας σε μιά γλώσσα που μόνο κάποιοι λίγοι, κάποιοι μυημένοι, ήταν σε θέση να καταλάβουν; Άλλωστε γι’ αυτό τον είχαν εγκαταλείψει ο Αραγκόν κι ο Ελυάρ. Κι έπειτα, πώς μπορούσε ένας ΕΠΟΝίτης να λέει το σουρρεαλισμό επανάσταση; Αφού η μόνη αληθινή επανάσταση ήταν η κοινωνική, η προλεταριακή το ’17, η λαϊκή στις μέρες μας. Ακόμα δεν είχα ακούσει τη λέξη «φορμαλισμός», την έμαθα ένα χρόνο αργότερα με τον Ζντάνοφ, αλλά από μόνος μου έβρισκα πώς εδώ η μορφή έπνιγε το περιεχόμενο. Τέλος πάντων, αυτό το παιδί μου είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Έφτασα στο συμπέρασμα πώς ήταν ποιητής. Λεγόταν Μάνος Χατζιδάκις.

     Διασταυρώθηκα κι άλλες φορές μαζί του, περισσότερες με την αδελφή του, μιά γελαστή κοπέλα, λίγο παχουλή, με το ίδιο ρουφηγμένο πρόσωπο, τη Μιράντα. Την έβλεπα συχνά στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο Νέων’ τα γραφεία του ήσαν πάνω από τον κινηματογράφο «Έλλη», στην οδό Ακαδημίας’ το κτίριο δεν είχε τελειώσει ακόμα, έμενε σχεδόν γιαπί. Κάθε απόγευμα ήταν εκεί ο Βαγγέλης Γκούφας, είχε κάνει και την έμμετρη μετάφραση του σοβιετικού ύμνου, μας εντυπωσίαζε το πώς είχε ταιριάξει τα ελληνικά λόγια με τη μουσική. Ύστερα τα γραφεία πήγαν σε ένα ωραίο σπίτι στην οδό Σόλωνος. Έρχονταν εκεί ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Διονύσης Μήλας, ο Ρούσσος Κούνδουρος, ο Άρης Νικολετόπουλος, ο Κώστας Κύρκος, ο Νίκος Χρυσόπουλος-είχε γράψει τον ύμνο, δηλαδή τα λόγια, η μουσική ήταν από ένα αμερικάνικο εμβατήριο, του ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣίτικου λόχου των σπουδαστών, του Λόρδου Μπάυρον-, η αδελφή του η Λία, πού μας είχε θαμπώσει με τα χρυσά της μαλλιά…. Έρχονταν ένα σωρό κοπέλες, παιδιά του Πολυτεχνείου και της Νομικής. Πρόεδρος ήταν ο Κώστας Δεσποτόπουλος. Εκεί, ανάμεσά τους, έμαθα πώς ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν ποιητής, όπως νόμιζα, αλλά μουσικός.

     Έπειτα ο Εμφύλιος πόλεμος φούντωσε για τα καλά. Διαρκώς περιμέναμε, πότε θα πιάσουν τον πατέρα μου, πότε εμένα. Ωστόσο όλον εκείνο τον καιρό είχαμε πάντα στο σπίτι κάποιον κυνηγημένο, κάποιον παράνομο. Πολλοί δεν ζούνε πιά, ένας-δύο είναι σήμερα σημαντικά πρόσωπα, δεν τους έχω ξαναδεί από τότε. Για ένα διάστημα κρύφτηκε σπίτι μας, ο Γεράσιμος ο Σταυρολαίμης, ή αλλιώς ο Γ. Σταύρου, όπως αργότερα έγινε γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, η ο Γ. Γρηγόρης, όπως πάλι αργότερα υπέγραφε τα χρονογραφήματά του στην Αυγή, δηλαδή ο Μεμάς και μόνο ο Μεμάς για όσους τον αγαπούσανε. Ο Μεμάς ήταν φίλος του πατέρα, αλλά βρισκόταν σ’ εκείνη την ενδιάμεση ηλικία που του επέτρεπε να γίνει και δικός μου φίλος. Ατέλειωτες ώρες μου διηγιόταν ιστορίες που έπιαναν από τα προπολεμικά χρόνια, περνούσαν από την Κατοχή, έφταναν ως εκείνες τις μέρες. Μου μιλούσε πολύ για τους φίλους του από τα παιδικά του χρόνια, από το σχολείο. Τους θαύμαζε, θεωρούσε πώς ο καθένας τους θα γινόταν ο πιό σπουδαίος στον τομέα του: ο Χρίστος Θεοδωρόπουλος ή Μάξιμος, ο μεγαλύτερος θεωρητικός της λογοτεχνίας και της τέχνης’ ο Άρης Αλεξάνδρου, ο μεγαλύτερος ποιητής’ ο Αντρέας Φραγκιάς, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος’ ο Γιάννης Γαϊτης και ο Ιάσονας Μολφέσης, οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι.

     Οι ιστορίες του Μεμά με μάγευαν, με έκαναν να ζω σ’ έναν κόσμο ταυτόχρονα πραγματικό και μυθικό. Και οι παλιότερες, που αναφέρονταν σε πρόσωπα άγνωστα τότε για μένα, και οι ιστορίες εκείνων ακριβώς των ημερών, πού είχαν επίκεντρο κάποιον γνωστό μου, τον Μάνο Χατζιδάκι.

     Ο Μεμάς κρυβόταν τότε σε δυό σπίτια. Στο δικό μας και στου Μάνου (1). Έμενε μιά βδομάδα περίπου στο ένα και μιά στο άλλο. Όποτε ερχόταν στο δικό μας σπίτι, μιλούσε, συνεπαρμένος, για το σπίτι του Μάνου. Για τη γειτονιά όπου βρισκότανε, το Παγκράτι, για το πώς ήταν μέσα, μ’ ένα μεγάλο πιάνο στη μέση ενός μικρού σαλονιού, για τη μητέρα του Μάνου που ακτινοβολούσε καλοσύνη, για την αδελφή του, πάντα γελαστή, και κυρίως για τον ίδιο τον Μάνο, να παίζει με τις ώρες στο πιάνο. Ένα πιάνο με ουρά, που τη νύχτα έστρωναν πάνω του για να κοιμηθεί ο Μεμάς (κι αυτό πιά δεν ξέρω αν μου το είχε πει ο ίδιος ή αν το έφτιαξα εγώ με τη φαντασία μου).

     Έτσι, χωρίς να βλέπω τον Μάνο Χατζιδάκι, άρχισα να παρακολουθώ από μακριά την κίνηση του σπιτιού του, να γνωρίζω αθέατος τη ζωή του, να προσπαθώ να αναπλάσω τη μουσική του από τα λόγια του Μεμά. Μιά μουσική πού την αυτοσχεδίαζε συνεχώς στο πιάνο χωρίς όμως να τη γράφει, που γέμιζε το σπίτι, χυνότανε στο δρόμο, μάγευε τους κοντινούς, μαγνήτιζε τους περαστικούς, ώσπου χανότανε μέσα στο χώρο. Και ο Μεμάς ήταν απαρηγόρητος. Μιά μουσική που τη λάτρευε χυνόταν κατά κύματα, τον τύλιγε φεύγοντας μέσα από τα χέριά του, κι εκείνος ήταν ανήμπορος να την κρατήσει.

     Χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, διάβασα σ’ ένα περιοδικό ένα μικρό διήγημα που μου θύμισε τις ιστορίες του Μεμά για τον Μάνο. Έλεγε πάνω-κάτω τα εξής:

     Ένας Αμερικανός, όχι πλούσιος, αυτό έχει σημασία, λάτρευε τον Πικάσο, τη ζωγραφική, τα έργα του. Καθώς δεν μπορούσε να αγοράσει τίποτα δικό του, ήθελε τουλάχιστον να τον δει από κοντά. Μάζεψε τα χρώματα για το ταξίδι, έφυγε για την Ευρώπη, για την Κυανή Ακτή, ώσπου έφτασε στο χωριό όπου έμενε ο Πικάσο, το Βαλορί. Εκεί παραμόνευε πότε ο ζωγράφος θα βγει στο δρόμο για να τον πάρει στο κατόπι. Μιά μέρα, ήταν χειμώνας καιρός, ο Πικάσο πήγε για περίπατο στην έρημη παραλία. Κάποια στιγμή έπιασε ένα ξύλο, κάτι χάραξε στην άμμο, έπειτα έφυγε. Ο Αμερικανός έτρεξε κι είδε πάνω στην άμμο ένα υπέροχο σχέδιο, με την υπογραφή του Πικάσο, αφημένο εκεί, στη διάθεσή του, δικό του. Κι όμως δεν μπορούσε να το πάρει, να το κρατήσει, να το σώσει. Σε λίγο το κύμα προχώρησε σβήνοντας σιγά-σιγά το σχέδιο μπροστά στον ανίσχυρο Αμερικανό.

     Φαίνεται, ωστόσο, πώς αυτές οι φευγαλέες δημιουργίες, πού χάνονται πρίν κάν υπάρξουν, είναι αναγκαίες για το δημιουργό, όσο κι αν θλίβουν εκείνους που θα ‘θελαν να τις διασώσουν. Γιατί μέσα από το παιχνίδι της δωρεάν έκφρασης πού δεν υλοποιείται ούτε διαιωνίζεται, μέσα από τον ίλιγγο μιάς σπατάλης που κάποια στιγμή θα ξεχαστεί, ο δημιουργός συνειδητοποιεί τον κίνδυνο της κατάργησής του από το χρόνο και πλάθει πιά μορφές με βούληση διαρκείας.

     Έτσι και η μουσική του Μάνου, παρά τις απώλειες εκείνες, είτε χάρη σ’ αυτές, σύντομα πήρε μια πρώτη, για μας τους ακροατές, κρυστάλλωση. Ήταν με το Ματωμένο γάμο. Η ποίηση ενσωματωμένη στη θεατρική δράση, ο λυρικός ταυτισμένος με το δράμα, όλα αυτά υπήρξαν για μας μιά αποκάλυψη. Η μουσική του Μάνου δενόταν με το λόγο-ένα λόγο που χάρη στον Γκάτσο είχε γίνει ελληνικός, χωρίς να παύει να είναι του Λόρκα-αλλά τελικά τον εγκατέλειπε για να αναδείξει κάποιες αισθήσεις πέρα από τις λέξεις, πέρα από τις γλώσσες. Γι’ αυτό και μας ακολούθησε χρόνια μετά την παράσταση, όταν πιά είχαμε ξεχάσει τα λόγια, ίσως και το έργο.

     Είδα πάλι με τον Μάνο Χατζιδάκι, γνωστό πιά συνθέτη, το 1948, τη βραδιά της ομιλίας του στο θέατρο της Αλίκης, τότε πού τόσο πειστικά κατέδειξε τη μουσική αξία του ρεμπέτικου. Η μικρή αίθουσα ήταν γεμάτη, πατείς με πατώ σε, από επώνυμους κι ανώνυμους. Όσο ο Μάνος προχωρούσε, τόσο ο κόσμος κερδιζόταν από τη συλλογιστική του, συνεπαιρνόταν από την παρουσία του, καταχτιόταν από τη μουσική, για να ξεσπάσει στο τέλος σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Μέσα στο κοινό κι εγώ, ένιωθα κάπως σαν τότε που εκείνο το άγνωστό μου παιδί μιλούσε για το σουρρεαλισμό: να συμφωνώ και μαζί να εναντιώνομαι μαζί του. Εκείνα τα τραγούδια τ’ άκουγα από την Κατοχή, στα οινομαγειρεία της γειτονιάς μου, της Βάθης, όπου κοντοστεκόμουν μπρός στους γραμμοφωνατζήδες, στις ταβέρνες του Ψυρρή, τις νύχτες που μοιράζαμε παράνομα έντυπα, που κάναμε με εράνους, στο ουζερί του Μάριου, φίλου του πατέρα μου, στην οδό Ίωνος, όπου όλο ανέβαλλα την είσοδό μου σαν πελάτης. Ήσαν η μαγεία ενός κόσμου άλλου, σχεδόν απαγορευμένου, που διαπότιζε τα κράσπεδα του δικού μου κόσμου, ήσαν το παράδοξο μιάς έκφρασης που δεν μου ανήκε αλλά που προσπαθούσα αδέξια να την οικειοποιηθώ, όταν ήθελα να φανώ εγώ παράδοξος-και κάποτε γίνονταν όργανα μιάς ευτράπελης αμφισβήτησης πολλών πραγμάτων που μας είχαν επιβληθεί σαν ορθά και ωραία. Μα τώρα ο Μάνος μας έδειχνε ότι τα ρεμπέτικα αποτελούσαν μιάν ολόκληρη μουσική περιοχή με εκρήξεις δημιουργίας, μορφές, τρόπους, οράματα που ανήκαν σ’ αυτήν και ταυτόχρονα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν, να ζωογονήσουν, τις άλλες περιοχές της μουσικής.

     Ο Μάνος μας είχε πείσει. Κι όμως, από την άλλη μεριά, αναλογιζόμουν; Αυτά τα τραγούδια δεν ακούγονταν στους τεκέδες του Βοτανικού και του Γκαζοχωριού, που το χειμώνα του ΄43-’44 σχεδιάζαμε να σπάσουμε; Αυτά δεν τραγουδούσαν οι χασικλήδες πρόσφυγες από τους βομβαρδισμούς του Πειραιά, πού, ενώ μας συμπαθούσαν, δεν δέχονταν να οργανωθούν; Αυτά δεν εκφράζανε τα λούμπεν λαϊκά στοιχεία και δεν υπονομεύανε τελικά το επαναστατικό φρόνημα, όπως νομίζω πώς από το ’46 κιόλας είχε καταγγελθεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη;

     Αυτός ο εσωτερικός διχασμός δεν ήταν δικός μου μόνο. Ούτε έμεινε μόνο εσωτερικός διχασμός. Έγινε μιά ολόκληρη ιδεολογική διαμάχη, πού αργότερα κράτησε για χρόνια στην αριστερά, στην Αυγή και την Επιθεώρηση Τέχνης, με τον Β. Αρκαδινό, τον Αλέκο Ξένο και άλλους να καταδικάζουν το ρεμπέτικο, με τον Φοίβο Ανωγειανάκη, πιο έπειτα τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους πάλι, να το υπερασπίζονται. Μιά διαμάχη που δεν περιορίστηκε στην αναμέτρηση των ιδεών: για μια ολόκληρη περίοδο η καταδικαστική για το ρεμπέτικο αντίληψη προσδιόριζε ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικής ηθικής μέσα στην αριστερά. Έτσι, λογουχάρη, στην εξορία, στον Αι-Στράτη, όποιος σιγομουρμούριζε κάποιο ρεμπέτικο ανεκαλείτο αμέσως στην επαναστατική τάξη, κι αν το ξανάκανε, κινδύνευε να μείνει με τη ρετσινιά της ιδεολογικής διάβρωσης τόσο από τον εξαθλιωμένο υπόκοσμο, όσο και από την αστική τάξη.

     Αλήθεια, ποιός να φανταζόταν τότε, πώς ύστερα από τριάντα τόσα, σχεδόν σαράντα χρόνια, στην κηδεία του Τσιτσάνη, θα πήγαινε ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της χώρας κι ο γραμματέας του ΚΚΕ; Τέτοιοι επίσημοι, και μάλιστα εκπρόσωπο της αριστεράς, σίγουρα δεν θα εμφανίζονταν εκεί, αν δεν είχαν εξαφανιστεί οι προκαταλήψεις που καθήλωναν το ρεμπέτικο στο περιθώριο, προκαταλήψεις που δέχτηκαν το πρώτο ισχυρό πλήγμα από την ομιλία εκείνη του Μάνου Χατζιδάκι.

     Από το τότε βρέθηκα απότομα στο τώρα. Ανάμεσά τους, πολλά τα στοιβαγμένα χρόνια. Μήπως, λοιπόν, όλα τα παραπάνω τα γράφω περισσότερο για να διατρέξω προς τα πίσω την απόσταση που διανύθηκε, να ξαναθυμηθώ πράγματα που άλλωστε δεν είχα ποτέ ξεχάσει, να ξαναδώ ανθρώπους πού με σημάδεψαν και που σήμερα ή λείπουν, ή είναι εδώ χωρίς όμως να διασταυρωνόμαστε; Μπορεί και γι’ αυτό, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Μήπως για να κλείσω τον Μάνο στα μέτρα’ εκείνου του καιρού, για να τον αντικρύσω από μιά προοπτική που αγνοεί τις καμπές του δικού του δρόμου; Όχι, ούτε κάν αθέλητα. Μήπως γιατί επλησίασε, έφτασε, κοντεύει ίσως να περάσει η ώρα των απολογισμών; Κατά κάποιον τρόπο ναι, αφού έχουν πιά συμπληρωθεί αρκετοί κύκλοι χρόνου’ και συνάμα όχι, αν η ώρα των απολογισμών θέλει να ταυτισθεί με την εκπνοή του χρόνου. Μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους οι κρίκοι μουσικής, όλο πυκνότεροι, συστρέφονται εκεί ακριβώς που πάνε να κλείσουν κι απλώνονται ως το κάθε διαδοχικό παρόν, όπως ελίγματα, όπως σπειρωτές ταινίες. Ο κάθε κρίκος μπορεί να διαφέρει από τον άλλο, όμως μιά ενιαία κίνηση τους διαπερνάει όλους: η διαρκώς μεγαλύτερη απορρόφηση λόγου από το μέλος, η ασταμάτητη εξάπλωση της αδόμενης μουσικής, η συνεχώς εντονότερη παρουσία του τραγουδιού στα κοινωνικά δρώμενα.

     Πάλι ένα περιστατικό. Ήταν το καλοκαίρι του 1963, το ροκ είχε κατακλύσει πιά και τη Γαλλία. Τη νύχτα της 22ας Ιουνίου έγινε στο Παρίσι μιά υπαίθρια συναυλία ρόκ. Απρόσμενα μαζεύτηκαν 150.000 νέοι-οι οργανωτές περίμεναν το πολύ 30.000 που μετέβαλαν την πιο σύντομη νύχτα του χρόνου στην πιό πυρακτωμένη: μέσα σ’ ένα ομαδικό παροξυσμό έσπαγαν επί ώρες τα πάντα ουρλιάζοντας «γιέ-γιέ». Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο στη Γαλλία κι όλοι ανησύχησαν. Πολλοί το είδαν σαν μιά εκδήλωση αλητών και ζήτησαν να παρθούν αστυνομικά μέτρα. Άλλοι το απέδωσαν στη διείσδυση του αμερικάνικου τρόπου ζωής (θυμάμαι την παθιασμένη συζήτηση που κάναμε, ένα-δύο βράδια αργότερα, με τον Νίκο Πουλαντζά και τη διαφωνία, την πρώτη ίσως, που είχαμε).

     Εκεί απάνω, ο κοινωνιολόγος Εντγκάρ Μορέν, με δύ του άρθρα που έκαναν βαθειά εντύπωση, απέδωσε το φαινόμενο στην εκρηκτική εμφάνιση ενός νέου, τότε, ηλικιακού στρώματος, πού γινόταν και κοινωνικό: τους εφήβους εκείνου του καιρού πού, μ’ αυτό το τραγούδι, ακόμα και το ουρλιαχτό, εξέφραζαν ομαδικά, αλλά όχι οργανωμένα και πολιτικά την υπαρξιακή τους δυσφορία μέσα σε μιά κοινωνία αφθονίας, τη συναισθηματική τους στέρηση μέσα σ’ έναν κόσμο αισθησιακών παροχών.

     Οι διεισδυτικές επισημάνσεις του Μορέν πλούτισαν τον προβληματισμό όλων εκείνων που τους απασχολούσαν αυτά τα θέματα, τα οποία φυσικά δεν περιορίζονταν στους έφηβους της Γαλλίας του ’60 ούτε στα τραγούδια πού, χάρη στον Μορέν, ονομάστηκαν «γιέ-γιέ». Έτσι κι εγώ, τον Αύγουστο του 1966, δημοσίευσα στη βραχύβια εφημερίδα του Πέτρου Γαβαλά Νέος Πολιτικός ένα άρθρο στο οποίο παρατηρούσα πώς η νεολαία, κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, από την ψυχο-κοινωνική αρνητικότητα απέναντι στην κοινωνία της αφθονίας, κατευθυνόταν στην άμεση πολιτική ρήξη μαζί της και τελικά στη εξέγερση. Στις παρατηρήσεις μου με ενίσχυσε ο ιδιαίτερος ρόλος που έπαιζε εκείνο τον καιρό το πολιτικό τραγούδι. (Εδώ άλλο ένα περιστατικό: για το πολιτικό τραγούδι είχα γράψει ένα άρθρο που θα δημοσιευόταν στον Ταχυδρόμο, στα τέλη Απριλίου του ‘67’ ήρθε το πραξικόπημα, το άρθρο τελικά δεν δημοσιεύτηκε, μετά χάθηκε.) Αλλά το πολιτικό τραγούδι δεν ανήκει κι αυτό στην υποκουλτούρα την οποία δημιουργεί κάθε κοινωνική ομάδα πού βρίσκεται στα περιθώρια του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας; Άλλωστε αυτή η υποκουλτούρα είναι αναγκαία σε κάθε τέτοια ομάδα, όχι μόνο για την εμπέδωση της εσωτερικής συνοχής αλλά και για τη μορφοποίηση της αντιπαράθεσής της με τη δεσπόζουσα κοινωνία και κουλτούρα.

     Καθώς αυτή η υποκουλτούρα δεν είναι μία και μόνη, έτσι και το τραγούδι, με το οποίο κατά κύριο λόγο εκφράζεται, δεν είναι, όπως πίστευαν κάποτε πολλοί, ενός και μόνου τρόπου, ενός χαρακτήρα, μιάς καταβολής. Μπορεί να είναι κατά τις εποχές και τις συνθήκες, τόσο της επανάστασης και της ανθρώπινης αλληλεγγύης, όσο και της μοναξιάς και της μελαγχολίας, τόσο της εξωτερικής αμφισβήτησης ή της εσωτερικής ειρωνείας, όσο και του συλλογικού ευδαιμονισμού ή της εξατομικευμένης ηδονικότητας, τόσο της νοσταλγίας ενός μυθικού παρελθόντος, όσο και της ενατένισης ενός ονειρικού μέλλοντος’ μπορεί να προέρχεται από τις πιό διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, να πηγάζει από οποιαδήποτε εθνική ή λαϊκή παράδοση, να είναι ανώνυμο και αυτοσχέδιο ή προσωπικό και λόγιο’ μπορεί να συνοδεύεται, μάλιστα μερικές φορές να υπερκαλύπτεται, από οποιαδήποτε όργανο, από μπουζούκι ή σαξόφωνο, κλαρίνο ή ακορντεόν, κιθάρα ή τρομπέτα, μπαλαλάικα ή ντράμς.

    Ωστόσο οι αντιπαρατάξεις των κοινωνικών ομάδων έχουν, καθώς ξέρουμε, κάποια κατάληξη’ κατάληξη που σημαδεύει το κλείσιμο κάποιων κύκλων χρόνου και ιστορίας και ταυτόχρονα το άνοιγμα καινούργιων. Έτσι, για να το πω λίγο σχηματικά, μία περιθωριακή ομάδα είτε, με την πίεση που ασκεί, γίνεται τελικά δεκτή από τις κυρίαρχες τάξεις οι οποίες, ενσωματώνοντάς την, τροποποιούνται οι ίδιες-κι αυτό είναι το συνηθέστερο-είτε συμπράττει με άλλες κοινωνικές δυνάμεις, που κάποτε κατορθώνουν να ανατρέψουν τις κυρίαρχες τάξεις και να εγκαθιδρύσουν ένα καινούργιο σύστημα-κι αυτό είναι το πιό σπάνιο. Αλλά και στη μία και στην άλλη περίπτωση η αντίστοιχη υποκουλτούρα χάνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, καθώς με τη σειρά της γίνεται κυρίαρχη κουλτούρα. Ειδικότερα στο τραγούδι, ακόμα και στοιχεία όπως το περιγέλασμα των κατεστημένων αξιών, η διεκδίκηση αντισυμβατικών τρόπων ζωής, η διαμαρτυρία απέναντι στην αδικία, η εξέγερση εναντίον της καταπιεστικής εξουσίας, μεταβάλλονται σε στοιχεία κοινωνικής ισορροπίας και συντήρησης-στην πρώτη περίπτωση μέσω των κοινωνικο-οικονομικών μηχανισμών της βιομηχανίας ακροάματος-θεάματος(γι’ αυτούς μιλάμε πολύ συχνά), στη δεύτερη μέσω των πολιτικο-κοινωνικών μηχανισμών που ελέγχονται από το κράτος (γι’ αυτούς μιλάμε πολύ λιγότερο). Σ’ αυτή τη συλλογιστική, θα έλεγα πώς ρετρό είναι εκείνη η τέχνη πού, αφού έπαψε να παίζει προωθητικό ρόλο στις κοινωνικές αλλαγές και απομακρύνθηκε από την πολιτική σκηνή, επανέρχεται ως στοιχείο καταπράυνσης των εντάσεων.

     Μέσα σ’ όλα αυτά, μήπως έχασα για τα καλά τον Μάνο Χατζιδάκι; Δεν το νομίζω. Αντίθετα, τώρα βρίσκω την παρουσία και την προσφορά του πιό έντονες, πιό σημαντικές απ’ ό,τι σε μιά πρώτη προσέγγιση μου φαίνονταν. Το να πεί κανείς ότι ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ένας ιδιοφυής συνθέτης που έκανε πλουσιότερο εσαεί το μουσικό μας σύμπαν, αποτελεί κάτι το παγκοίνως αποδεκτό. Το να πει ότι ο διεισδυτικός του στοχασμός διαπέρασε συχνά τα φράγματα των παγιωμένων ιδεών για να συλλάβει αλήθειες που ακόμα κανείς δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να δει, είναι επίσης γνωστό. Άλλωστε αυτά τα είπα κι εγώ, με τον τρόπο μου, παραπάνω. Ακόμα το να επισημάνει κανείς ότι αυτή ακριβώς η πολυμέρεια τον έκανε να εκφραστεί και με τη μουσική και με το λόγο- μιά μουσική που συχνά ξεκίναγε από το λόγο για να φτάσει στη δική της αυθυπαρξία, ένα λόγο που κι όταν πήγαζε από τη μουσική κατέληγε να αυτονομηθεί-δεν αρκεί να προσδιορίσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της δημιουργικότητας του Μάνου Χατζιδάκι.

     Νομίζω ότι χάρη σ’ όλα αυτά, αλλά και πέρα απ’ αυτά, ο Μάνος Χατζιδάκις όχι απλώς σημάδεψε την έναρξη πολλών από τους κύκλους και τους κρίκους που προσπάθησα πιό πάνω να ιχνογραφήσω, όχι μόνο ενεργοποίησε την εκτύλιξή τους, αλλά κάθε φορά που πήγαιναν να κλείσουν είχε τη δύναμη να ανοίξει μιά ρωγμή για να βγει έξω από τα ίδια του τα δημιουργήματα. Ο αντικομφορμισμός του Μάνου Χατζιδάκι συνίσταται ακριβώς στην άρνησή του να παραμείνει μέσα στη βολή κύκλων χρόνου και κρίκων μουσικής που αυτός ο ίδιος τους οδήγησε στην αναγνώριση και στο κλείσιμο. Και η ιδιαίτερή του προσφορά, καλλιτεχνική και διανοητική μαζί, είναι ότι πάντα μας αναγκάζει, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε μαζί του, να παραμένουμε σε εγρήγορση μέσα στους κύκλους και τους κρίκους πού όλους μας τυλίγουν.

                     16 Ιουλίου 1988

1., Σημείωση εκ των υστέρων: Ο φίλος μου, και παλιός φίλος του Μάνου, Μίμης Μπεράχας, μου θύμισε πώς το άλλο σπίτι που εκείνον τον καιρό κρυβόταν ο Μεμάς Σταυρολαίμης, ήταν το σπίτι της Ελένης Οικονομοπούλου, της κατόπιν γυναίκας του.  Εκεί ο Μεμάς συναντούσε το Μάνο, εκεί υπήρχε το πιάνο, από εκεί, από την Κυψέλη, πήγαιναν στο σπίτι της οικογένειας Χατζιδάκι στο Παγκράτι. Όπως μου είπε και η Ελένη Μπεράχα- Οικονομοπούλου, μια μουσική του Μάνου που χάθηκε ήταν κι εκείνη πού είχε αυτοσχεδιάσει σ’ αυτό το πιάνο για τον Γυάλινο Κόσμο.

       ΤΙΤΟΣ  ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, σελίδες 195-203.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ. Με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη. Συλλογή και Φροντίδα ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ, εκδόσεις ΜΠΑΣΤΑΣ-ΠΛΕΣΣΑΣ, Αθήνα, Μάρτιος 1996.

 ΥΓ. Στο προηγούμενο σημείωμα για τις «Ανοιχτές επιστολές στο Μάνο Χατζιδάκι» μετέφερα το κείμενο του εικαστικού Κώστα Τσόκλη. Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται- με τον ίδιο τίτλο-στο βιβλίο Κώστας Τσόκλης, «Κανένας περίπατος δεν πρέπει να μείνει χωρίς αμοιβή» β΄ έκδοση, στην σειρά: Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί. Διεύθυνση Θανάσης Θ. Νιάρχος. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σελίδες 149-153, τιμή 9,5 ευρώ.

Επίσης κυκλοφόρησαν:

Α) Το γνωστό περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία, τεύχος 164/Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2022, τιμή 9 ευρώ. Με ένα μεστό και ωραίο αφιέρωμα στον ποιητή ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ. Για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες και βιβλιογραφική καταγραφή από τον γράφοντα σε λογοτεχνικά περιοδικά και στον ιστότοπο Λογοτεχνικά Πάρεργα. Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, Άρης Αλεξάνδρου, «χάθηκαν» κάτω από την βαρειά αγωνιστική και θυσιαστική σκιά του ωκεάνιου ποιητικού έργου του Γιάννη Ρίτσου.

Β) Ο τόμος Η ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΤΟΛΜΗ. Έξι λυρικές ποιήτριες του εικοστού αιώνα. εκδόσεις Νίκας-Ελληνική Παιδεία, Αθήνα 2023, σελίδες 307, τιμή 18 ευρώ. Γράφουν: -ΕΛΕΝΗ  Σ. ΛΑΜΑΡΗ (1878-1912) (εισαγωγή-ανθολόγηση Ασπασία Γκιόκα).- ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930) (εισαγωγή-ανθολόγηση Ζωή Κατσιαμπούρα).- ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ (1881-1941) (εισαγωγή-ανθολόγηση Τασούλα Καραγεωργίου).-ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (1885/83/81-1968) (εισαγωγή-ανθολόγηση Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη).- ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ- ΠΑΠΑΔΑΚΗ (1905-1977) (εισαγωγή-ανθολόγηση Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου).- ΚΛΕΑΡΕΤΗ ΔΙΠΛΑ-ΜΑΛΑΜΟΥ (1886-1997) (εισαγωγή- ανθολόγηση Ανθούλα Δανιήλ). Συνοπτικά Βιογραφικά των Συγγραφέων της συλλογικής έκδοσης. Για την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα) και την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα- Μαλάμου, υπάρχουν δημοσιευμένες εργασίες, και αναστήλωση, καθώς και βιβλιογραφία από τον γράφοντα σε λογοτεχνικά περιοδικά, και στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Δημοσιευμένη εργασία και βιβλιογραφία από τον γράφοντα για την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου συναντά κανείς στην ιστοσελίδα του Λογοτεχνικά Πάρεργα.

Γ) Αριστείδης Ν. Δουλαβέρας, Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ ΩΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΤΗΣ. Η ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΕΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ, εκδοτικός οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2023, σελίδες 204, τιμή 15,90 ευρώ. Για τον ομότιμο πανεπιστημιακό καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή υπάρχουν αρκετές δημοσιευμένες εργασίες από τον γράφοντα σε περιοδικά και τα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Είθε να συγκεντρωθούν και καταγραφούν όλοι οι Πρόλογοι του καθηγητή Μ. Γ. Μερακλή που υπάρχουν σε διάφορους τόμους λογοτεχνικού και λαογραφικού περιεχομένου. (υπολογίζονται πάνω από 70). Ένας ακόμα τομέας είναι οι μεταφράσεις αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων που κυκλοφόρησε.

Δ) Θανάσης Λάλας, ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, «ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΖΗΣΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ ΝΑ Σ’ ΤΑ ΔΙΗΓΗΘΩ» Ψίθυροι από το Δωμάτιο της Εξουσίας, εκδόσεις Αρμός 2023, σελίδες 338, τιμή 18 ευρώ. Σημείο αντιλεγόμενο της πολιτικής σκηνής την τελευταία πεντηκονταετία ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου στην χώρα μας, αποτελεί ο πολιτικός και ιδιωτικός του βίος πλούσιο υλικό για μυθοπλασία, ιστορική έρευνα και πολιτικές μελέτες. Προσωπογραφίες ελλήνων σύγχρονων πολιτικών οι οποίοι διαμόρφωσαν την μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας. 

Ε) Χρήστος Γιανναράς, Επιφυλλίδες 2020. Κατόρθωμα η δημοκρατία όχι συνταγή, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2021, σελίδες 238, τιμή 16,50

ΣΤ) Χρήστος Γιανναράς, Επιφυλλίδες 2021. Πόση δημοκρατία αντέχουμε, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2022, σελίδες 238, τιμή 16,50 ευρώ. Ακάματος εργάτης των ελληνικών γραμμάτων και πολυγραφότατος ο θεολόγος και φιλόσοφος Χ. Γιανναράς εξακολουθεί να μας εκπλήσσει με τις ιδέες του, το βάθος της σκέψης του, το ογκώδες και πολύχρωμο λεξιλόγιό του, την αγωνία του και την αμέριστη και ανιδιοτελή του αγάπη για την ιστορική πορεία του Ελληνισμού και της ορθόδοξης παράδοσης.

Ζ) ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑ και Αθησαύριστα Πεζά. ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ. Φιλολογική έκδοση. Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σημειώσεις Μιχαήλ Χ. Ρέμπας, εκδόσεις Όγδοο, Αθήνα, Φεβρουάριος 2023, σελίδες 302, τιμή 19,80 ευρώ. Πολύ καλή δουλειά του Καβαλιώτη φιλόλογου και πολιτικού επιστήμονα, για έναν ποιητή και μεταφραστή ο οποίος χάθηκε τόσο άδοξα. Ο κυρός Τάσος Κόρφης πρώτος έβαλε τις βάσεις για την επανακυκλοφορία της ποιητικής και κριτικής του φωνής. 

     Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Μεγάλη Πέμπτη 13 Απριλίου 2023      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου