Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Μάτση Χατζηλαζάρου, Εξι Τάνκα αφιερωμένα στον Μάνο Χατζιδάκι

 

      ΕΞΙ  ΤΑΝΚΑ  ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ  ΣΤΟΝ  ΜΑΝΟ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Ι.

η σκιά αργά

τ’ απόγευμα ξαπλώνει

ναι χάδια ζητά

μιάν άχνα του γιασεμιού

μιάς χρυσόμυγας φτερό

ΙΙ.

ξέχωρες κορφές

των πελαγήσιων βουνών

είναι τα νησιά

βουή κύματα αφροί

της θάλασσας πλησμονή

ΙΙΙ.

αμμόλοφοι εκεί

στην έρημο του Γκόμπι

οι καμπύλες σκιάς

κλεψύδρες του αέρα

χρώματα περιστεριού

IV.

γυμνή παλάμη

είν’ απόψε το κορμί μου

σφοδρές ορέξεις

θυμάμαι για ανθρώπους

για δάση για τη Δήλο

V.

έχει στη Θήβα

μικρών παιδιών λάρνακες

εκρήξεις τέχνης

χαράς σχέδια απ’ έξω

μέσα τί απομένει

VI.

πάνω σε άντρα μου

ολόσωμα ξέβαψε

ήλιος και κήπος

δες γητειάς βροχόπιασμα

αφέντης είν’ ο έρως.

          ΜΑΤΣΗ  ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ

 

        Ο ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ ΕΡΩΣ, ΤΟ  ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΚΑΙ Η ΜΑΤΣΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

     Είναι περίεργο πώς θα μιλήσουμε περί Έρωτος και μάλιστα μελαχρινού, όταν περιτριγυρίζουν όλες αυτές οι αποπνικτικές αναθυμιάσεις των πρόσφατων «μουσικών αντιδράσεων».

     Κρατείστε παρακαλώ μιά υποσημείωση, που θα χρησιμεύσει στους μελλοντικούς ερευνητές και ιστορικούς. Η ομιλία μου περί «Μελαχρινού Έρωτος», γίνεται την 9η Δεκεμβρίου 1979. Μιά προσεκτική ανάγνωση των εφημερίδων, γύρω απ’ αυτή την ημερομηνία, θα φανερώσει την ηθική διάβρωση, το ανεύθυνο και την ασυδοσία πού σφραγίζουνε την πόλη των Αθηνών εκείνου του καιρού, όπως θ’ αποκαλύπτει και το κουράγιο μου, σε μέρες άθλιες σαν κι αυτές και πονηρές, νάχω το θάρρος να μιλώ για έρωτα. Αλλά περί ποίου έρωτος ομιλώ; «Έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος εμπέτων», λέει η Σαπφώ. Περί μελαχρινού λοιπόν. Και μελαχρινός, λέγεται ο Έρως αυτός πού τον εγέννησεν ο Ήλιος. Όμως πώς θα το καταλάβετε, αν δεν σας ομιλήσω πρώτα για ένα κορίτσι; Γιατί ο έρωτας απαραίτητα έχει στη ζυγαριά-ή στο κρεββάτι, αν προτιμάτε-ένα κορίτσι. Και το κορίτσι αυτό, το λέγαν κείνο τον καιρό, Μάτση των Ονείρων. Γεννήθηκε δεν ξέρω πού. Έζησε, όπως κι εγώ, στην Κατοχή. Κι έφυγε απ’ την Ελλάδα, λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Χάθηκε μέσα στην κατεστραμμένη Ευρώπη-τότες που η Ελλάδα ήταν Ελλάδα και η Ευρώπη, Ευρώπη. Χάθηκε… που λέει ο λόγος. Γιατί τ’ αληθινά κορίτσια, δεν χάνονται ποτέ. Δεν τ’ αρπάζει ο καιρός. Ξανάρχονται με την μορφή βιβλίων, προσευχών και τραγουδιών. Τότες, που λέτε, υπήρχε ένα κορίτσι, πού ήξευρε καλά και με περίσσια χάρη, ν’ ανατινάζει τα μαλλιά της στο πλάι του άντρα, ν’ αγγίζει το κεφάλι της μ’ εμπιστοσύνη στον ώμο του και να προσέχει την προσήλωση θρησκευτική, την «Μοδιστρούλα» και τον «Θανάση Σακαφλιά». Κι ύστερα πάλι ο Κλωντέλ και ο Ρεμπώ με τον Μπορίς Βιάν, καθώς γεννοβολούσε στην κοιλιά της όλα τα μωρά της πλάσης.

Και χόρευε και τραγουδούσε, αυτούς τους στίχους χωρίς ποτέ να χάσει το ελληνικό της μέτρο:

     Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος-για μένα που είναι η μέρα; Αύριο θα σμίξω τα δυό σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό

λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς ίσως και

        Άκουα Μαρίνα.

     Κι εγώ το επαναλάμβανα στους δρόμους τραγουδώντας, και στα κορίτσια. Και τα κορίτσια κοκκινίζανε. Δεν είχα τότες καταλάβει είν’ αλήθεια, γιατί να κοκκινίζουν τα κορίτσια. Ήταν γιατί με το τραγούδι μου ζητούσα, να σμίξουνε τα δυό τους σκέλη με τα δικά μου; Ή γιατί το παιδί που θα γεννιότανε λυπητερό, θα τ’ ονομάζαμε μ’ ένα απ’ τα τρία ονόματα πούλεγε το τραγούδι; (Τώρα το ξέρω. Ήταν γιατ’ είχ’ αποφασίσει το παιδί, να τ’ ονομάσω Άκουα Μαρίνα οπωσδήποτε).

     Εδώ είμαι βέβαιος, πώς κανείς Γενικός Διευθυντής, οργανισμού ιδιωτικού δικαίου ή δημοσίου, δεν θα κατάλαβε τί θέλω ακριβώς να πω. Και ίσως να έχει ενοχληθεί για τ’ όνομα που θέλησα να δώσω στο παιδί. Λυπάμαι, μα συνεχίζω.

     Μαζί με το κορίτσι των ονείρων, που σας μίλησα, υπήρχε και το εκκρεμές. Κάπου στο Νέο Φάληρο, στην άγρια τότε κι αφιλόξενη πλαγιά του βράχου της Καστέλλας, φυτοζωούσε ανεξήγητα ένα μικρό και άσημο ταβερνάκι, πού για να πάς σκαρφάλωνες από τα κάτω, ή κατέβαινες από τον απάνω δρόμο με κίνδυνο να τσακιστείς. Ο κάπελλας που τόχε μαζί με τη γυναίκα του σου μαγειρεύανε να φας και σου προσφέρανε κρασί απ’ το δικό τους, λες και βρισκόσουν σπίτι τους. Μήπως δεν ήταν σπίτι τους; Άλλο ένα δωμάτιο πίσω απ’ τα δυό τα μπροστινά. Κι έτσι μες στη σιωπή όπως καθόμασταν στο πλαϊνό δωμάτιο, με τις καρέκλες αναποδογυρισμένες, ένα παλιό εκκρεμές τρυπούσε την καρδιά μας, με ισόχρονα χτυπήματα δευτερολέπτων, που λες και θέλαν να την τεμαχίσουν και να παλέψουν με την πρόθεσή μας, που ήταν: Να σταματήσουμε τον Χρόνο, να αιχμαλωτίσουμε ετούτη τη στιγμή, την μία, την μοναδική, που μας κρατούσε απόλυτα δικούς της, μαζί με τ’ αφρισμένα κύματα που έτσι καθώς ήτανε χειμώνας, φτάναν μέχρι το παραθύρι του δωματίου, μέσα εκεί πούμασταν οι δυό και πίναμε το σπιτικό κρασί του γέρο- ταβερνιάρη, και προσπαθούσαμε… τον Χρόνο να τον κάνουμε δικό μας.

Και γράφει η Μάτση εκείνο τον καιρό:

         Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το

         καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.

         Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.                                                                                                                                        

         Μακρυά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

    Και όταν λέμε, «εκείνον τον καιρό», λέμε για το ’45. Τότες πού όλα ξαναρχίζανε, ξαναγεννιόντουσαν για να ξαναπεθάνουν μες στα σαράντα χρόνια που ακολούθησαν. Τότες περίπου ανεφάνη και ο μελαχρινός Έρως. Νέος, υπερήφανος, καλής οικογένειας, με πλούσιες γνώσεις των καιρών και της πνευματικής κληρονομιάς, διέθετε τον εαυτόν του-εύκολα;-δεν θα τόλεγα, περίεργα, απρόοπτα κι ανεξήγητα. Και πόσοι δεν τον θέλαν. Αλλά μονάχα εκείνος όριζε το πιθανό χαρτί, τον Ρήγα, την Ντάμα ή τον Βαλέ, που τελικά θ’ ακολουθούσε. Ζούσαμε όλοι σε μιά λίμνη χιμαιρών. Μονάχα οι εχθροί μας αγνοούσαν, και ήσαν από τότες οι δυνάστες μας. Και τότες, και σήμερα, και πάντα. Οι άλλοι όλοι επιθυμούσαν μυστικά να ενωθούν με τον Μελαχρινό. Και το κορίτσι ετραγουδούσε κραυγάζοντας, τα σωθικά του βγάζοντας:

      Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης,

      δώστε να πεθάνω όλους τους θανάτους…

Κι ο Θάνατος δεν αστειευότανε. Βρισκόταν κάθε μέρα στην οδό ΄Ίωνος, στο Αιγάλεω, στο Πέμπτο χιλιόμετρο, στη Χασιά και στη Λεωφόρο τη Συγγρού, με τις κραυγές της Μικρασιατικής καταστροφής πούχαν ντυθεί γυάλινους ήχους μπουζουκιού, ρυθμούς κοφτούς και δωρικούς και την μονοτονία ενός αιώνιου πάθους.

Ο Θάνατος… Μά είπα, ποιός τον ελογάριαζε;

Η Μάτση έγραφε, γυρισμένη στο πλευρό του Έρωτα και ζαλισμένη λίγο απ’ το κρασί…

Ώχ! Τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά και βάλσαμο της νύχτας.

Απόψε δεν χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ’ απαλότερο φιλί.

Κι άστραφτε η Πάρνηθα. Κι έλαμπεν ο Υμηττός. Κι όταν ρωτούσες, σούλεγαν: Χορεύει πάλι ο Ομέρ Βρυώνης με τον Ανδρούτσο. Για άλλη μιά φορά κάναν προσπάθεια, να πάν από το μίσος στη φιλία χορεύοντας, και όχι πολεμώντας. Ματαίως όμως. Ξεχνούσαν οι αφιλότιμοι πώς τόσον ο ένας, όσον κι ο άλλος, λατρεύαν μόνο τον χορό, κι όχι την πιθανή τους σχέση. Κι όσο για το χασάπικο, στις μέρες μας, έχει τελείως κωδικοποιηθεί, το απρόοπτο έχει εξαφανισθεί και η μετάβαση δεν είναι πλέον δυνατή.

Μα η Μάτση επέμενε. Και τα κατάφερε να φύγει τέλος μ’ ένα ζουρνά, δυό δαχτυλίδια κι ένα φυλαχτό, προς τον Βορρά.

Και γράφει τέλος από κεί:

          Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις

          κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά

          της ζωής μου που γέρασε

          βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες

          είναι πληρωμένοι δολοφόνοι

          ας οργανωθεί πιά η σφαγή

          απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα.

Γυναίκα αθάνατη και Μάτση των ονείρων. Σ’ αναγνωρίζω ολόκληρη μες απ’ αυτό το απελπισμένο κέφι σου που μ’ εξοντώσει. Και τραγουδώντας τα οράματά σου, σ’ ακολουθώ. Μήπως και ξαναγεννηθεί ο χρόνος που μας γέννησε, που θα τον λεν’ Ιούς, Μανιούς, ίσως και Άκουα Μαρίνα.

          (Κυριακή, 9 Δεκεμβρίου 1979)

           ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

                  ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ

Δεν ξέρω ν’ αναλύω τους ποιητές, γι’ αυτό θ’ αρχίσω απ’ τα προσωπικά μου.

     Πέθανε σιωπηλά μιά αληθινή Ποιήτρια και μιά αληθινή Κυρία. Και τα δυό τα έχτισε με την ίδια της τη ζωή, την παιδεία της και τ’ ασίγαστο πάθος της για τις εμπειρίες και τον έρωτα.

     Σαν ήμουν πολύ νέος, τη ζούσα από μακριά. Είτανε φίλη του φίλου μου Αντρέα Καμπά. Και ήταν απλησίαστη. Ένα αληθινό ερωτικό όνειρο, έτσι καθώς γελούσε, γέρνοντας το κεφάλι της στον ώμο του Αντρέα. Πάντα ξεχνούσε τ’ όνομά μου. Δεν ήμουν μέσα στην τροχιά της. Μα εγώ τη ζούσα από μακριά κι επαναλάμβανα τους στίχους της, την ώρα που επέστρεφα το βράδυ σπίτι μου.

           Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

               όλα τα μάτια, και τους καημούς, τα βράχια, τ’ ακρογιάλια.

          Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

               όλους τους ασφόδελους πού φύτεψα στα βράχια, όλα μου

          τα μεράκια, τα ντέρτια-το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο.

Ήταν η εποχή που ανακαλύπταμε το ρεμπέτικο και την απελευθέρωση των αισθήσεων. Οι δρόμοι, ακόμη ακίνδυνοι, φιλοξενούσαν τρυφερά το βράδυ τις ανησυχίες μας και τις γυρνούσαν σε Μουσική.

          Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;

Μονόροφα σπίτια με τις αυλές και τις ερεθισμένες αναπνοές, κάναν το δρόμο πιό ζεστό κι απ’ το κρεβάτι μας. Και σπαρταρούσαμε στα πεζοδρόμια λέγοντας «Καληνύχτα» στον Τ. Σ. Έλιοτ.

      Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας

      Δεν το λένε μονάχα

      ούτε ελευθερία

      ούτε έρωτα

      ούτε πέος

      ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση

     ούτε σχήμα

     ούτε πάθος

     ούτε και πόνο

Η Μάτση πρωταγωνιστούσε. Τρόπαιο στους διαλυμένους συντρόφους μας, έτοιμους να χαθούν.

     έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή,

     Έ ρ ω τ α,  Έ ρ ω τ α.

     Στο πλάι από κοντά η Ασφάλεια, το Κράτος, η Μακρόνησος, το έθνος με τη μορφή ενός παραδοσιακού χαφιέ, με τα ψαλτήρια και τους Δεσποτάδες θυμίζοντάς μας κάθε πρωί πώς είμαστε γέροι τριών χιλιάδων ετών.

     Ασφυξία. Χωρίς τον μπαγλαμά και το ασηχτήρ του μπουζουκιού, χωρίς τον χασικλίδικο καημό της μάγισσας και τον χορό μιάς αλεξανδρινής φελλάχας, θα ‘χαμε γίνει πρόβατα έτοιμα για σφαγή, στ’ όνομα του Πατρός, παντός υιού και κάθε μορφής έθνους. Μα η Μάτση τραγουδούσε:

     Αύριο θα σμίξω τα δυό σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό

     λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και

     Aqua Marina.

Το επανέλαβα σα ήμουν είκοσι χρονών, σε μιά ηθοποιό αριστερή. Μου ‘πε: «Δεν ντρέπεσαι;»

Απελπισία. Είχε τελειώσει η Κατοχή, φύγαν οι Γερμανοί κι έπρεπε ακόμα να ντρεπόμαστε. Ίσαμε πότε;

Μα η Μάτση τραγουδούσε. Τί λέω; Κραύγαζε!

     Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης!

Αλλά οι Καιροί τότε μας απαντούσαν: «Δεν ντρέπεσαι;»

Τη Μάτση δεν την είχα δει από τότε. Μα μέσα μου είχε μείνει ανέπαφη η εικόνα της. Κληρονομιά μιάς εποχής που πάει να χαθεί. Μιά εικόνα ερωτική της νεότητάς μου. Ίσαμε που μεγάλωσα, πέρασα στην απέναντι όχθη που λένε, κι άρχισα την κατάβαση «εν χορδαίς και οργάνοις», και μιά μέρα, στο Τρίτο Πρόγραμμα, παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο, ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ, με αφιέρωση: «Για τον Μ.Χ. με θαυμασμό και φιλία. Μάτση Χατζηλαζάρου, 1.10.1979». Χίλια τριαντάφυλλα σκορπίστηκαν στο πάτωμα, το ‘θελα τόσο πολύ. Επιτέλους σμίξαν οι τροχιές μας. Γράφω την «Μάτση των Ονείρων» και τη διαβάζω μιά Κυριακή το μεσημέρι από το Ραδιόφωνο. Σε δύο τρεις μέρες την ακούω να μου μιλάει στο τηλέφωνο με συγκίνηση. Μ’ ευχαρίστησε και συγκρατημένα με ρωτάει: «Εννοούσατε τον Αντρέα…».

«Ναι, τον Αντρέα», της απαντώ.

     Μού έστειλε αργότερα και τ’ άλλο της βιβλίο αφιέρωση, το «7Χ3». Ήθελα να τη συναντήσω μα συνεχώς το ανέβαλλα. Τη βλέπω ένα βράδυ στην Τηλεόραση, σ’ ένα αφιέρωμα γι’ αυτήν. Ήταν το ίδιο όμορφη, το ίδιο ονειρική. «Πόσο είναι δυνατή», σκέφτηκα. Μίλησα με τη Ναταλί Σαρώτ- είτανε φίλες. Και στις 16 Ιουνίου του ’87, έφυγε οριστικά.

     Η τελευταία φορά που τη θυμάμαι ζωντανή, ήτανε στου Βασίλαινα-εκείνη σ’ άλλο τραπέζι με τον Αντρέα-το ’46.

     Σαν κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο που ‘χε τον τίτλο «Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης», υπήρχε μιά αφιέρωση στην πρώτη σελίδα: «Στον Αντρέα». Κι όλοι ρωτούσαν ποιόν εννοεί. Τον Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε.

     Τώρα γνωρίζω πώς η αφιέρωση «στον Αντρέα» δεν περιείχε αμηχανία- «σε ποιόν», αλλά τόλμη. Και στους δύο. Γιατί ο πρώτος της είχε δώσει τον τρόπο, τη διέξοδο για να εκφραστεί, κι ο δεύτερος αιτία.

     Στον Αντρέα λοιπόν, με την πιό γυναικεία κραυγή πού ακούστηκε ποτέ στα ελληνικά:

          Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης!

    Τί κρίμα Μάτση που δε σε πλησίασα έστω στο τέλος, λίγο πρίν φύγεις, πρίν χαθείς. Το ‘χα στο νου, μα άργησα ή βιάστηκες. Έτσι θα μείνεις για πάντα η Μάτση των Ονείρων μου.

                 ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ                             

Σημειώσεις:

         «Και εν αρχή, υπήρξε μόνον το τραγούδι».

                                     Μάνος Χατζιδάκις                   

 

     -Το Τάνκα, ανήκει στην ευρεία ποιητική κατηγορία του παραδοσιακού Ιαπωνικού ποιητικού επιγράμματος, του Χάϊ-Κου ή Χάϊ-Κάι. Ένα πανάρχαιο παραδοσιακό μέτρο το οποίο υιοθετήθηκε και από άλλους ποιητές της Ασιατικής ποιητικής παράδοσης και εξαπλώθηκε και στον δυτικό κόσμο. Μπόλιασε την ευρωπαϊκή και αμερικάνικη παράδοση. Ιδιαίτερο παράδειγμα ο Έζρα Πάουντ. Το Χάϊ-Κου, είναι μιάς μικρής ίσως και «ελάσσονος» φόρμας εξωτικής ατμόσφαιρας μορφή ποιητικής έκφρασης, κάτι σαν ένα στιγμιαίο συμβάν, ένα σπινθηροβόλημα, μία στιγμιαία έκλαμψη η οποία σε μία στιχουργική σύνθεση 17 συλλαβών, 5/7/5 ολοκληρώνει ένα συμπαγές και αρτιμελές νόημα. Ποιό γνωστό μας είναι, έχουμε σε χρήση το τρίστιχο Χάϊ-Κάι το οποίο προέρχεται από το σπάσιμο του Τάνκα σε 5/7/5/7/7 συλλαβές. Στην ελληνική ποιητική επικράτεια έξοχα και αξιόλογα ποιητικά δείγματα μας έχουν δώσει στο παρελθόν ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο Δημήτρης Αντωνίου και άλλοι, όπως ο σύγχρονος ποιητής Δημήτρης Καραμβάλης. Η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου χρησιμοποιεί την σταθερή φόρμα των 5 στίχων. Η θεματολογία της έχει την δική της ξεχωριστή σημαντική που έχει να κάνει με τον σωματικό έρωτα και αισθησιασμό, την αισθαντικότητα του γυναικείου φύλου, την χειραφέτηση της γυναικείας σεξουαλικότητας από τα κοινωνικά δεσμά και πατρογονική αντρική ηθική. Στα μεταγενέστερα της Μάτσης χρόνια, η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ και η ποιήτρια Βερονίκη Δαλακούρα θα εκφράσουν στην ποίησή τους την γυναικεία σεξουαλική χειραφέτηση, θηλυκή σωματική ετερότητα και σεξουαλικότητα. Η Μάτση Χατζηλαζάρου άνοιξε τον δρόμο στην γυναικεία ποιητική επικράτεια και σωματική εκφραστική στον ελλαδικό χώρο, τολμηρά και δυναμικά. Υπήρξε όπως φαίνεται στην εποχή της, ένα είδος ποιητικής Μούσας για αρκετούς νέους έλληνες δημιουργούς της γενιάς της και της εποχής της, όπως αν δεν λαθεύω, η «Γκαλά» η σύζυγος του ισπανού σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί. Αν και πίσω από την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου καιροφυλαχτεί η προκλητική παρουσία του ψυχαναλυτή και υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Η σωματοποίηση της ποιητικής γραφής, η διονυσιακή μυσταγωγία του ερωτικού ενστίκτου, βρήκε την πρώτη εκπρόσωπό της στον ποιητικό λόγο της Μάτσης Χατζηλαζάρου. Η όψιμη απόπειρα, πρωτόλεια ποιητική φωνή της Μαρίκας Πίπιζας, και κυριότερα, της Μυρτιώτισσας, ενώ άνοιξαν τον δρόμο δεν τον καλλιέργησαν και δεν τον τελειοποίησαν όπως οι κατοπινές γυναικείες ποιητικές φωνές του υπερρεαλιστικού κινήματος και των αρχών της ψυχανάλυσης στον ευρωπαϊκό και στον Ελλαδικό χώρο. Πριν ποιητικά χειραφετηθεί η Μάτση Χατζηλαζάρου, είχε χειραφετηθεί ενδόξως σωματικά και σεξουαλικά η ίδια σαν γυναίκα, σαν θηλυκή παρουσία στην ανδροκρατούμενη και παραδοσιακή εποχή της. Το τόλμημά της ήταν ριψοκίνδυνο και αρκετά αβέβαιο στην κοινωνική αποτελεσματικότητά του, ευτυχώς όμως πέτυχε. Η ισχυρή της γυναικεία προσωπικότητα και θέληση έφερε τα ανάλογα αίσια αποτελέσματα. 5 γάμοι και ίσως αρκετοί εραστές δεν μπορούσαν να μην οδηγήσουν σε αυτήν την κάθετη και οριζόντια ερωτικής έμπνευσης ποίηση δίχως σεμνοτυφίας κανόνες και κοινωνικές ηθικές απαγορεύσεις. Ποίηση που σε λιγώνει ερωτικά όταν γράφει «τα χάδια σου μυρίζουνε γαρίφαλο», «ο μηρός σου έχει το χνούδι του ήλιου», «αγαπώ τους καρπούς των χεριών σου κλωνάρια λεύκας» κλπ. από τα ποιήματα «ΕΚΕΙ-ΠΕΡΑ ΕΔΩ». Έχουμε την ερωτοποίηση για να μην γράψουμε σεξουαλικοποίηση της πανίδας και της χλωρίδας, της φύσης ολάκερης, η οποία στην γραφή της βρίσκεται σε έναν διαρκή οργασμό, ακολουθεί τον διαρκή αισθησιακό και σεξουαλικό σωματικό οργασμό της ίδιας της ποιήτριας. Η Μάτση δεν μιλά για την νοητική ελευθερία αλλά για την σωματική, την ετερότητα του γυναικείου και αντρικού σώματος σαν αναπόσπαστο μέλος του φυσικού περιβάλλοντος. Σαν ένας κρίκος της συνέχειας της εξέλιξης. Μία γυναικεία ματιά του κόσμου, του άντρα, του ανθρώπινου σώματος στην ερωτική του φλόγωση.

Αλλά για την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου θα επανέλθουμε.      

       -Τα «ΕΞΙ ΤΑΝΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ» περιλαμβάνονται στην συλλογή της υπερρεαλίστριας ποιήτριας Μάτσης Χατζηλαζάρου, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1914-1985», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1989, σ.189-190. Είναι η τελευταία ενότητα ποιημάτων με την οποία κλείνει τις ποιητικές σελίδες της η έκδοση. Επίσης, τα «ΕΞΙ ΤΑΝΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ» περιλαμβάνονται σελίδες 273-274 στον τόμο «Ανοιχτές Επιστολές στον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ» με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη. Συλλογή και φροντίδα ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ, εκδόσεις Μπάστας- Πλέσσας, Αθήνα, 3, 1996. Εδώ οφείλουμε να προβούμε σε μία απαραίτητη διευκρίνιση. Στην συγκεντρωτική έκδοση των «Ποιημάτων 1914-1985» των εκδόσεων Ίκαρος, Αθήνα 1989, τα ΤΑΝΚΑ είναι 7 αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, και έπονται μετά την προτελευταία δίγλωσση ποιητική μονάδα (ελληνικά-γαλλικά) της Μάτσης Χατζηλαζάρου, ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου (Θεσσαλονίκη 17/1/1914- Αθήνα 16/6/1987) «ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ  ΑΦΙΕΡΩΣΗ- DEDICATE A REBOURS», σελ. 179-185. Το VII Τάνκα που δεν συμπεριλαμβάνεται στα 6 αφιερωμένα στον Μάνο Χατζιδάκι είναι:

όμοιαν αγάπη

και χρυσοκαπνισμένη

δεν τη θέλω πιά

τώρα όρεξη έχω

τις ασημιές μπουνάτσες

         -Η ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι «Ο ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ ΕΡΩΣ, ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΚΑΙ Η ΜΑΤΣΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ» δημοσιεύτηκε στον συγκεντρωτικό τόμο του συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας και δασκάλου, ιδρυτή της «Ορχήστρας των Χρωμάτων» βραβευμένου με μουσικό Όσκαρ Μάνου Χατζιδάκι, «ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ», ά έκδοση, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1980, σελίδες 181-185. Ομιλία που ακούστηκε την Κυριακή, 9 Δεκεμβρίου 1979. Μουσική ραδιοφωνική περίοδο που η ελληνική κοινωνία ωρίμαζε καλλιτεχνικά και μουσικά, αισθητικά μέσω των μουσικών εκπομπών, των λογοτεχνικών ραδιοφωνικών εκπομπών και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ. Αυτό το ξέφρενο, χαρούμενο, πολύχρωμο γεμάτο γεύσεις και οσμές μουσικό παιχνίδι και περί τέχνης πανδαισία, ακούσματα πρωτόγνωρα και όχι αυτονόητα, παράξενα και προκλητικά, φανταχτερών καλλιτεχνικών ειδήσεων και χαροποιών ακουσμάτων, παιδικών εκπομπών που, θα ζήλευαν και οι σημαντικότεροι και αρτιότεροι τεχνικά και ποιοτικά ευρωπαϊκοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, έρχεται η χαρισματική και πολυτάλαντη παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι, εμπειρία και μεράκι, φιλότιμο και προκλητικά σοφή πρόθεση και ελευθερία, έμπνευση και καταλληλότητα ενός προσώπου, να ταράξει και αναταράξει τα λιμνάζοντα ραδιοφωνικά νερά, να τσιγκλίσει την υπνώττοντα συνείδηση του ελληνικού πολιτικού, συντηρητικού κατεστημένου και κοινωνικών νοοτροπιών, παραδημοσιογραφίας, και να μας προτείνει το καλλιτεχνικά και πνευματικά άλλο, το διαφορετικό, το καινούργιο, το τολμηρό, το ριψοκίνδυνο, το τρελιάρικο, το παιχνιδιάρικο, το ανθρωπινότερο, το συμμετοχικό καλλιτεχνικά, το υγιές φιλάρεσκο αν θέλετε, το αισθητικά ωραίο, το μουσικά πρωτοπόρο, το φανταστικό, το περιπαθές, το ερωτικά εξακτινωμένο σε όλες τις τέχνες και τις πνευματικές πτυχές της εποχής τους, το οικείο, το ανενοχικά ευαίσθητο, το έντεχνο και λαϊκό ταυτόχρονα μουσικό και της γλώσσας, του λόγου και της συγγραφής παιχνίδι. Ένα παιχνίδι το οποίο απευθύνονταν σε όλους μας, από τον ίδιο τον εμπνευστή και δημιουργό του Τρίτου Προγράμματος και των νέων τότε αντρών και γυναικών συνεργατών του. Ένα παιχνίδι της αθωότητας, με ήθος και υπευθυνότητα, συνείδηση και προκλητικότητα όπου εκείνοι και εμείς οι ακροατές συμμετείχαμε σε ένα πανηγύρι ενός προαύλιου χώρου συνάντησης και επικοινωνίας, όπου, η παιδική αθωότητα και αφέλεια συναντούσε την ωριμότητα και την σοφία της καλλιτεχνικής έκφρασης και νέας δημιουργίας. Η περίοδος του Τρίτου Προγράμματος, ήταν η άλλη μυστική και αποκαλυπτική πνευματική μυσταγωγία που αισθανόμασταν όταν παρακολουθούσαμε το ανέβασμα των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Ήταν, το άλλο, το καινούργιο, το ασυνήθιστο πρόσωπο του ελληνικού μουσικού και αισθητικής πολιτισμού. Η μουσική μας παιδεία και καλλιέργεια πριν επικρατήσουν για τα καλά τα διάφορα «σκυλάδικα» στην ελληνική επικράτεια. Ο Μάνος Χατζιδάκις με τον τρόπο του, την παιδεία του, την σοφία και πείρα του, πεποίθησή του και οραματισμό, τάραζε και άλλαζε τα μουσικά και αισθητικά ακούσματα της εποχής του, μετά την μεταπολίτευση του 1974, και αυτό, δεν τον κατανόησαν ούτε οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι ούτε οι μουσικοί μας και άλλοι ιθύνοντες εκείνων των χρόνων, γιαυτό και τον πολέμησαν, τον πετροβόλησαν, το έβρισαν χυδαία, τον πίκραναν όπως και την οικογένειά του, του φέρθηκαν σκιερά και βάναυσα τόσο οι πολιτικοί ομοϊδεάτες του και ορισμένα από τα έντυπά τους όσο και της αντιπάλου πολιτικής ανερχόμενης παράταξης. Αρνήθηκαν να προσπαθήσουν έστω να κατανοήσουν το όραμά του, τον ονειρικό του σύμπαν, προτίμησαν την μικροπεριπέτεια του μίζερου κοινωνικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού βίου της σύγχρονης Ελλάδος που όλοι μας βιώσαμε και βιώνουμε. Σε ένα Σχόλιό του με τίτλο «Οι ανθυγιεινές επιπτώσεις της κλασικής μουσικής-σπουδή σ’ ένα αναγεννησιακό λάθος» μας λέει σοφά μεταξύ άλλων:

«… Η Μουσική λοιπόν βρήκε τους αριθμούς και οι αριθμοί, τη Μουσική. Στην αρχή χρησιμοποίησε, με κάποια προσοχή, ειν’ αλήθεια, τα Μαθηματικά. Μ’ αργότερα με άνεση αυξανόμενη, και τη Χημεία και τη Φυσική, ώσπου στις μέρες μας τόλμησε να βάλει χέρι, καθώς λένε, στην Ηλεκτροτεχνική και στην καινούργια επιστήμη την Κυβερνητική. Παράλληλα όμως, γεννήθηκε και η ανάγκη των αναπήρων ειδικών, που ετάσσοντο, από τους συγγενείς τους, εις την υπηρεσίαν της Μουσικής σπουδής. Κι έτσι έγινε η ατέλειωτη αγέλη των μαυροφορεμένων οργανοπαικτών, πού έχουν τόσο σχέση με την ουσία της Μουσικής, όση σχέση έχουν τα άλογα με τον πατριωτισμό, στις παρελάσεις της εθνικής γιορτής.

Και δεν άργησαν να φανούν οι επιπτώσεις.

Το νευρικό μας σύστημα διαβρώθηκε.

Η ακοή μας έχασε την πέρα από το φυσικό ευαισθησία της.

Τα αντανακλαστικά μας μειώθηκαν στο ελάχιστο.

Η σημασία της σιωπής βγήκε απ’  τους θεϊκούς της Νόμους κι έγινε οργάνωση, παύση της Μουσικής, διάλειμμα, ή μια ταυτότητα του ξαφνικού θανάτου.

Η ερωτική ορμή μας έγινε συμφωνία ατέλειωτη, με ήχους, με λέξεις κι επίθετα και οδηγίες για τη σωστή ερμηνεία. Η ανάγκη για επαφή έγινε αναγκαστική συνύπαρξη σε χώρους ακροάσεων.

Και η εκσπερμάτωση, έγινε χειροκρότημα, κραυγή αρρωστημένου ενθουσιασμού για μια μελετημένη κίνηση χεριών, μαέστρου υπόπτου μουσικής και νοημοσύνης, που ανενδοίαστα διευθύνει περίπου εκατό βαρυπενθούντες μουσικούς, αδίστακτους στα οικονομικά και τρομερά διστακτικούς στ’ απλοποιημένα κείμενα τα Μουσικά.

Το μουσικό λάθος άρχισε με αριθμούς και θα τελειώσει με αριθμούς. Σε μια μελλοντική, πιο ξύπνια εποχή. Η Μουσική άρχισε μ’ ένα τραγούδι και θα τελειώσει πάλι μ’ ένα τραγούδι. Όταν ο άνθρωπος θα βρει τη φύση του. Θα γίνει Άνδρας, Γυναίκα και πουλί. Με τους πλανήτες να μιλεί!.....», σελ. 31, 33.      

      -Το προσωπικής υφής, θερμό αφιερωματικό κείμενο του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι, «ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ» με ημερομηνία γραφής 14/7/1987, δημοσιεύτηκε με τον «υπότιτλο;» ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΣΤΙΣ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ ’87, στο πολιτικό περιοδικό της ανανεωτικής αριστεράς «Αντί» τεύχος 351/17- 7-1987, σελ.35. Ένα πολιτικό περιοδικό το οποίο φιλοξενούσε στις σελίδες του πλούσια λογοτεχνική και για ζητήματα της τέχνης ύλη, το οποίο σε άτακτα χρονικά διαστήματα ο Μάνος Χατζιδάκις, αν και αντίθετων πολιτικών προσανατολισμών και θέσεων από αυτές του περιοδικού, όπως ο ίδιος μας έχει εξομολογηθεί σε γραπτά του εκτιμούσε τον εκδότη του και διάβαζε την ύλη του επέτρεπε να δημοσιεύονται κείμενά του. Όπως πχ. την εναρκτήρια Ομιλία του στα Ανώγεια, «Η σημασία μιάς παράδοσης στον καιρό μας», Για την «Μάτση Χατζηλαζάρου», την Ομιλία του στο Παναθηναϊκό Στάδιο για την 13η  Επέτειο Αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Ο λόγος του για τους Έλληνες νέους του 1988 κλπ. Το «ΑΝΤΙ» να υπενθυμίσουμε για τους νεότερους ηλικιακά Έλληνες, στάθηκε δίπλα και υπερασπίστηκε τον Μάνο Χατζιδάκι όταν εφημερίδες της εποχής της δεξιάς «Μεσημβρινή», "Βραδυνή" και του Πασοκ, «Αυριανή» και άλλα ρυπαρά έντυπα και δημοσιογραφικές πένες χτυπούσαν σε προσωπικό επίπεδο (κάτω από την μέση) τον Μελωδό των Ονείρων μας και το περιοδικό «Το Τέταρτο» το οποίο ήταν διευθυντής. Αλλά, στου καιρού τις αντοχές και τις ανοχές, οι γραφίδες αυτές ξεχάστηκαν και βρέθηκαν στον κάλαθο των αχρήστων ενώ το έργο, τα λόγια και η παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι είναι και θα παραμείνει ακόμα παρόν. Το περιοδικό όπως μας λέει στη σημείωση του πλαισίου της σελίδας 33, αφιερώνει μικρό αφιέρωμα: «Το ΑΝΤΙ, με το μικρό αφιέρωμα στη Μάτση Χατζηλαζάρου που ακολουθεί, θα ήθελε καταρχήν να αποτίσει φόρο τιμής στη σημαντική αυτή ελληνίδα ποιήτρια που πέθανε την Τρίτη 16 Ιουνίου 1987…. Και να συμβάλει στη γνωστοποίηση του έργου της σε ευρύτερα σύνολα αλλά και να προσφέρει ένα αρχικό αλλά σταθερό σημείο αναφοράς για περαιτέρω μελέτη και έρευνα του έργου της… ». Στο μίνι αφιέρωμα του περιοδικού συμμετέχουν με άρθρα τους ο ποιητής Δημήτρης Ι. Αντωνίου, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Αλέξανδρος Ξύδης, η Βάσια Καρκαγιάννη- Καραμπελιά, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ο πειραιώτης σουρεαλιστής ποιητής και μαθηματικός Έκτωρ Κακναβάτος και η κριτικός Άντεια Φραντζή, σελ. 33-46. Ενώ, στην αρχή του μίνι αφιερώματος δημοσιεύονται δημοσιευμένοι και αδημοσίευτοι στίχοι της ποιήτριας. Το κείμενο μεταφέρεται σελίδες 152-155, ως 25, στον τόμο με τα 36 συνολικά κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι, «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 12, 1988 με εξώφυλλο του εικαστικού και ποιητή Αλέξανδρου Ίσαρη και διορθώσεις Βάσως Κυριαζάκου. Το κείμενο μνημονεύεται και στην εργασία της Άντειας Φραντζή, «ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ» ΑΝΤΙΔΩΡΟ ΣΤΗΝ ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα, Ιούλιος 1989, σελίδα 16. Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε έναν ακόμα τίτλο εργασίας και έρευνας ο οποίος εκδόθηκε πριν λίγα χρόνια για την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, αν και, στο παρόν σημείωμά μας την βαρύτητα την ρίχνουμε και πάλι στον Μάνο Χατζιδάκι και το τι μας άφησε σαν πνευματική παρακαταθήκη, και όχι στην υπερρεαλίστρια ποιήτρια, της οποίας την ποιητική παρουσία θα εξετάσουμε σε επόμενο λογοτεχνικό σημείωμα. Η μελέτη είναι της συγγραφέως και φιλολόγου στο 2ο Πειραματικό Λύκειο Αθηνών, Λαμπρίνας Α. Μαραγκού, η οποία από τις εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2016 εξέδωσε το βιβλίο της «ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΜΥΗΣΗ», σελίδες 96. Μια ενδιαφέρουσα υπερρεαλιστικής υφής ανάλυση (δύσβατη σε σημεία της, χρειάζεται γερές γνώσεις πάνω στην ψυχανάλυση και τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τεχνικής του υπερρεαλιστικού κινήματος) της ποιητικής παρουσίας της Μάτσης Χατζηλαζάρου, που, έρχεται σχεδόν μετά από 30 χρόνια, να συμπληρώσει τα ερευνητικά «κενά» της πρώτης εκδοθείσας μελέτης της ομότιμου πανεπιστημιακού Άντειας Φραντζή για την ποιήτρια. Να την επαναφέρει στην αναγνωστική επιφάνεια του ποιητικού χρόνου, όχι μέσω παλαιότερων συνεντεύξεών της, βλέπε Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" 2/11/1986 αλλά μέσω της άμεσης επαφής μας με την ερμηνεία και ξεκλείδωμα της σκέψης της όπως αυτή μας φανερώνεται μέσα στην όχι και τόσο μεγάλη ποιητική υπερρεαλιστική παρουσία σε σχέση με άντρες ομοτέχνους της, ή και ελληνίδων ποιητριών. Βλέπε το ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας και μεταφράστριας Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ ή της ποιήτριας και εικαστικού Ελένης Βακαλό για να περιοριστούμε σε δύο ονόματα. Γνωστή θεωρούμε και την ποιητική συλλογή του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, τρίτου κατά σειρά συζύγου της ποιήτριας, που της αφιέρωσε. Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε ο τόμος με τα Ποιήματα του τελευταίου συζύγου της ποιητή Ανδρέα Καμπά. Φίλου του Εμπειρίκου και του Μάνου Χατζιδάκι. Αν προσέξουμε τι μας εκμυστηρεύεται ο Μάνος Χατζιδάκις και τη γνωρίζουμε από την ίδια την ποιήτρια όπως μας αναφέρει στα Γράμματά της από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο, και από τις συγγενείς πληροφορίες και καλλιτεχνικές συνδηλώσεις άλλων ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών, θα μπορέσουμε να ιχνογραφήσουμε όλο το ζοφερό κλίμα όχι μόνο της ελληνικής μεσοπολεμικής περιόδου αλλά και των σκοτεινών και δύσκολων χρόνων του πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης και τι επικρατούσε ως ιδεολογία και περί έθνους προπαγάνδα και ελληνικής προγονοπληξίας και ιστορίας από την επίσημη ελληνική πολιτεία και το ελληνικό μετεμφυλιακό κράτος. Τα κείμενα και τα σχόλια του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος παρεμπιπτόντως να υπενθυμίσουμε, δεν υπήρξε μόνο ένα ευφυές μουσικό ταλέντο της ελληνικής παράδοσης αναγνωρισμένο διεθνώς αλλά, και ένας ευαίσθητος ποιητής, λόγιο και συγγραφέας με αντένες οι οποίες συνελάμβαναν όλα τα μικρά και μεγάλα, φανερά και μυστικά ερεθίσματα, μηνύματα, μουσικές και καλλιτεχνικές αναταράξεις της εποχής του. Τα λόγια και τα κείμενα του Χατζιδάκι είναι μία χαρτογράφηση των κοινωνικών συνθηκών και πολιτικών αντιστοίχων του καιρού του και της γενιάς του. Είναι αυθεντικές μαρτυρίες από πρώτο χέρι αποτυπωμένες από έναν ταλαντούχο ποιητή, κάτοχο της καθημερινής ομιλούσας ελληνικής γλώσσας και των διαφόρων αποχρώσεών της και εραστή της μουσικής και πέραν των ελληνικών μουσικών συνόρων. Στο σύνολο των κοινωνικών καταστάσεων και συμβάντων που μετέχει ή μας αναφέρει, ή θυμάται εκ των υστέρων, αναπολώντας ονειρικές και δύσκολες του βίου του και της ελληνικής ζωής περιπέτειες ο ίδιος με τον έναν ή άλλον τρόπο είναι παρόν. Η παρουσία του είναι κεντρική στις φιλικές παρέες και πνευματικές συντροφιές και καθοδηγητική η παρουσία του. Συμβάλει δηλαδή όχι μόνο με τις μουσικές τους συνθέσεις και γνώσεις αλλά και με την κοινωνική του παρουσία και αντίδραση απέναντι στο κοινωνικό και πολιτικό συντηρητικό κατεστημένο της γενιάς του. Έκπληξη, τουλάχιστον για εμένα, τον παντελώς άγευστο και ξενέρωτο απέναντι στην χρήση και εμπειρία των διαφόρων ουσιών, η ευκολία με την οποία ο Μάνος Χατζιδάκις μας μιλά για τις ναρκωτικές ουσίες, το ρεμπέτικο τραγούδι, τους ρεμπέτες και τα στέκια τους στην Αθήνα αλλά και σε περιοχές του Πειραιά και των πέριξ γεωγραφικών χώρων, την συναναστροφή μαζί τους, τις συχνότατες σχεδόν καθημερινές, βραδινές επισκέψεις του. Άφοβος, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, διέκρινε από νωρίς, σε πολύ νεαρή ηλικία στο που βρίσκεται η αυθεντικότητα της ζωής, της διασκέδασης, της αυθεντικότητας των λαϊκών ακουσμάτων των ελλήνων. Δεν σύναζε όπως έκανε ο Μποβύ ή η Δόμνα Σαμίου σε λαϊκά πανηγύρια όπου ακούγονταν ελληνική δημοτική μουσική η οποία προέρχονταν από την μακραίωνη ελληνική δημοτική και βυζαντινή παράδοση, ή την ακαδημαϊκή του Μανώλη Καλομοίρη των εθνικών ωδείων, αλλά συνέλεγε ακούσματα, φωνές, μελωδίες, πενιές, πολύχρωμες μουσικές, βαριές συνθέσεις, στίχους, στιχάκια, τραγούδια από τον λειμώνα των ρεμπέτικων μουσικών και στιχουργικών ακουσμάτων, και μετείχε στα στέκια τους σαν ήρωας των έργου του Νίκου Τσιφόρου. Ενεργούσε σαν ένα παιδί, ευαίσθητο και τρυφερό της πιάτσας. Ο Μάνος Χατζιδάκις στα κείμενά του, και στις εξομολογήσεις του, αναφέρεται και σε στέκια και περιοχές της πόλης του Πειραιά, τοποθεσίες του λιμανιού που σύχναζαν οι πρώτοι, παλαιοί και αυθεντικοί Πειραιώτες και Μικρασιάτες Ρεμπέτες, τα στέκια, τα μικρά κουτουκάκια και τις οικογενειακές μπακαλοταβέρνες όπου σύχναζαν και διασκέδαζε η Πειραϊκή και όχι μόνο εργατική τάξη. Ακόμα, και την γνωστή μας ταβέρνα του «Βασίλαινα» γνώριζε. Μία λαϊκή ταβέρνα που πρόλαβε και η δική μου γενιά και επισκέπτονταν. Θαυμάζοντας τις φωτογραφίες των διασημοτήτων οι οποίες στόλιζαν τους τείχους της. Γνώριζε σπηλιές ρεμπετών στην περιοχή της Καστέλλας οι οποίες αναφέρει αν θυμάμαι καλά και ο άτυχος ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης στο γνωστό μυθιστόρημά του, «το τάμα της Ανθούλας» ή μας μιλά και χαρτογραφεί περιοχές της Πειραϊκής και της Φρεαττύδας και του βραχώδους τοπίου τους, ο Πειραιώτης δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Χαντζάρας, στα «Πειραϊκά» του. Διαβάζοντας τα κείμενα και ακούγοντας τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι ανακαλύπτουμε μία ακόμα αυθεντική φωνή μαρτυρίας για το λιμάνι του Πειραιά τον Μεσοπόλεμο και την Κατοχή, έτσι όπως τον απεικόνισε σε ταινίες του ο ελληνικός κινηματογράφος. Κρίμα, που δεν εξερευνήθηκε όσο άξιζε η Χατζιδακική ματιά και εμπειρία στην ψηλάφηση και φιλοτέχνηση της Πειραϊκής ιστορικής Εικόνας και γιατί όχι, να προσφέρει τα εχέγγυα στην Δημοτική Αρχή, ακόμα και σήμερα, έστω και καθυστερημένα να τιμήσει τον Μελωδό των Ονείρων μας. Να δώσει σε μία πειραϊκή λεωφόρο, σε ένα δημοτικό ή μουσικό κτίριο το όνομά του. Ο έλληνας που τίμησε όσο λίγοι τον Πειραιά, (πέρα από την Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασέν) δεν πρόλαβε να δει το όνομά του σε έναν δρόμο του Πειραιά, μία προτομή του, σε σημείο και  από υλικό ώστε να μην αφαιρεθεί. Διαπιστώσεις «βρόχινου νερού» ενός πειραιώτη οι οποίες δυστυχώς δεν «ξεπλένουν» την «αχαριστία» και «αδιαφορία» μιάς Πόλης που ξεπερνά τα 2000 χρόνια ιστορίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Κυριακή 14 Μαϊου 2023            

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου