ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥΣ (Αθήνα 14/10/1852-Αθήνα
21/2/1942)
Ο ΕΘΝΟΓΡΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Χρησιμοποιώ για τον Δ. Γρ. Καμπούρογλου τη λέξη «εθνογράφος», επειδή, όσα λαογραφικά έγραψε για την αγαπημένη του πόλη των Αθηνών, τα ονομάζει συνήθως «εθνογραφική ύλη», χρησιμοποιώντας ελάχιστα τον όρο «λαογραφία», που είχε εισηγηθή από το 1884 ο Ν. Γ. Πολίτης.
Στον Α΄ τόμο του τρίτομου έργου του «Ιστορία των Αθηναίων» (εν Αθήναις 1889-96), ο Καμπούρογλους ξεχωρίζει ιδιαίτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Εθνογραφικά» (σ. 197), που καλύπτει ακριβώς ό,τι θα ετιτλοφορούσαμε σήμερα «Λαογραφικά», δηλ. τα λαϊκά έθιμα (θρησκευτικού, οικογενειακού και κοινωνικού βίου), τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες, τις δοξασίες και παραδόσεις, τα τραγούδια και τα δίστιχα, τα παραμύθια και τις παροιμίες, τα ξόρκια, τις ευχές, τις κατάρες και τους χαιρετισμούς….. Χωρίζει μάλιστα, με δικό του σύστημα «την εθνογραφικήν ύλην» (όπως την ονομάζει) σε βιολογική (έθιμα, προλήψεις, παραδόσεις κλπ.), σε φιλολογική (τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, αινίγματα, ξόρκια) και σε γλωσσική (λέξεις, τοπωνύμια κ. ά.)
Είναι γνωστό, ότι «εθνογραφία» και «εθνογραφικός» είναι όροι, που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη των εθίμων και της ζωής πρωτογόνων ή αποικιακών λαών. Στην κυριολεξία τους όμως, μπορούν να σημαίνουν την μελέτη οποιουδήποτε έθνους, και του πιο πολιτισμένου ή μητροπολιτικού. Με τέτοιο πνεύμα χρησιμοποιούν σήμερα τις λέξεις οι Ευρωπαίοι επιστήμονες («Ethnographie Francaise” ή “Ethnographie metropolitaine”) εννοώντας μιά συστηματική γεω-οικονομική και κοινωνιολογική έρευνα του λαού των, παράλληλα προς τα παραδοσιακά δεδομένα, που θα τους δώση η κλασσική Λαογραφία (η “VolksKunde” ή το “Folk-lore” στις διάφορες γλώσσες).
Ο Καμπούρογλους δεν είχε βέβαια υπόψη του τις σημερινές απόψεις και τα θέματα της ευρωπαϊκής «Εθνογραφίας». Από την ίδια, όμως, ετυμολογία της λέξης εκαταλάβαινε, ότι μπορούσε να την εφαρμόση και στον δικό του λαό, και να τον κάμη στον τόπο του ό,τι οι σύγχρονοί του ερευνητές έκαναν στις ξένες χώρες. Έτσι, αν κάποτε, με την πρόοδο των μεθόδων και τον πλουτισμό των θεμάτων ή του υποκειμένου της, ονομάσουμε και τη δική μας Λαογραφία «Εθνογραφία», τότε θα πρέπει να θυμηθούμε τον Καμπούρογλου, ότι πρώτος εχρησιμοποίησε τη λέξη για τα λαογραφικά των Αθηνών, της Τουρκοκρατίας και των χρόνων του.
Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥΣ στάθηκε μια «αγαθή τύχη» για τη νεοελληνική πρωτεύουσα και την Αττική, όχι μονάχα γιατί εμελέτησε μ’ επιμονή κι ερευνητικότητα την ιστορία και τα μνημεία τους, αλλά και γιατί σκέφτηκε-όσο δεν το σκέφτηκαν άλλοι- να συγκεντρώση και να περισώση την απλή λαογραφία της, στην οποία επίστευε με παραδοσιακό συναίσθημα (εμπνευσμένο από τη μητέρα του) και με ωριμότητα σύγχρονου ερευνητή. Έχει επίγνωση και των δύο αυτών στοιχείων της πρωτοβουλίας, και γράφει αντίστοιχα:-«Όπου ο γραπτός λόγος σιωπά, όπου το μνημείον της τέχνης ουδέν ερμηνεύει εκεί η παράδοσις διαφωτίζει τον ιστορικόν και τον λαογράφον εν γένει». (Τομ. Α΄ σελ. 193). Και:-«Διά την ιστορίαν των Αθηνών ουδεμία σχεδόν αξία λόγου εργασία προς περισσυλογήν εγένετο’ εάν δε η παρ’ ημίν εθνογραφική ύλη κατεστρέφετο ανέκδοτος, ουδέν θα ηδύνατο να συλλεγή πλέον». (Α΄ σελ. 196).
Την «εθνογραφική» περισυλλογή και έρευνα, που έκαμε ο Καμπούρογλους, την έθεσε στην υπηρεσία της Ιστορίας:-«Άνευ των κατά παράδοσιν πηγών, καθ’ όλην αυτών την έκτασιν, άπασα η μέχρι τούδε αναγραφείσα (ιστορική) ύλη…. ουδέ προς θεμελίωσιν ίσως δύναται να χρησιμεύση του ιστορικού οικοδομήματος τριών και ημίσεως αιώνων, εν σκότει διατελούντων». (Α΄ σελ. 196)
Μακάρι όλες οι ελληνικές πόλεις να είχαν έτσι έναν ερευνητή που από τόσο νωρίς να έδινε σημασία στις «από παράδοση πηγές».
Ο ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥΣ δεν είναι μόνο ένας πλούσιος συλλογέας γραφικού υλικού, και μάλιστα μας εκπλήττει για την ποικιλία των μορφών που αναζητούσε, αλλά κι ένας θεωρητικός της τότε νέας επιστήμης της Λαογραφίας, ένας «πρόδρομος» πλάι στον Πολίτη, που με οξυδέρκεια και προσοχή ξέρει να προσδιορίζη και να προβάλλη την ιδιαίτερη σημασία (εθνική ή επιστημονική) του κάθε λαογραφικού είδους. Π.χ. –«Ελάχιστη είναι η μεταξύ εθίμων και προλήψεων διαφορά. Εν τοις εθίμοις το επικρατούν είναι ο τύπος, ενώ εν ταίς προλήψεσιν, πλήν τούτου, υπάρχει και ελαφρά απόχρωσις δεισιδαιμονίας». (Α΄ σελ. 205)- «Μείζονος σπουδαιότητος, φυσικώς, υπό εθνογραφικήν έποψιν, είναι αι δεισιδαιμονίαι. Αν διάτων εθίμων και προλήψεων μανθάνωμεν ιδίως την ηθικήν κατάστασιν, τους όρους του ζήν και την αγωγήν της εποχής, δια των δεισιδαιμονιών και των δοξασιών διαγινώσκομεν αυτόν τούτον τον εθνικόν χαρακτήρα του τόπου (Α΄ σελ. 207).
Για τις παραδόσεις ο Καμπούρογλους κάνει τη σωστή παρατήρηση, ότι πρέπει να γράφωνται «εις την γλώσσαν ήκουσεν αυτάς διηγουμένας ο συλλέκτης». (Α΄ σελ. 210).
Συγκινητικά είναι όσα γράφει για τα αθηναϊκά (ελληνικά) νανουρίσματα και τη μουσική τους. «Τα βαυκαλήματα ταύτα, θλιβερώτατον ως επί το πολύ έχοντα ήχον, σήμερον δεν δύναται να προξενήσωσι την εντύπωσιν, οίαν προύξένουν επίς Τουρκοκρατίας, ότε η μήτηρ, αφωσιωμένη εις το τέκνον αυτής και μόνον το ανέτρεφε μετά πόνου και φόβου, αγνοούσα αν ανατρέφη μέλλοντα ιερέα, διδάσκαλον, έμπορον ή… Γενίτσαρον». (Α΄ σελ. 255).
Το παραμύθι το ξέρει καλά από τη μητέρα του Μαριάννα Γρ. Καμπούρογλου (πρώτη δημοσίευση αθηναϊκών παραμυθιών της, το 1833, στο «Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος»). Γράφει γι’ αυτό: -«Αργά, πολύ αργά, κατενοήθη η φυσιολογική και εθνογραφική σημασία των Παραμυθίων, των εις πεζόν λόγον προϊόντων τούτων της δημιουργικής του λαού δυνάμεως και η χρησιμότης αυτών προς κατανόησιν πολλών σημείων του βίου λαού τινός». (Α΄ σελ. 314). Ακόμα, κάτι πολύ σωστό για τη σχέση του παραμυθιού με τη λαϊκή μας γλώσσα:-«Μόνον ο δυνάμενος να γράψη παραμύθιον δύναται να καυχηθή, ότι γινώσκει την δημώδη ελληνικήν γλώσσαν». (Α΄ σελ. 316).
Και για τις παροιμίες:
-«Πολλά δύνανται να γράφωσι περί των απερίττων τούτων και σοφών αποφθεγμάτων του λαού, των προϊόντων μακραίωνος πείρας και ερριζωμένων ιδεών και πεποιθήσεων…. Αι παροιμίαι, σπουδαιόταται συμβουλαί προς επίγνωσιν της καθόλου φύσεως λαού τινός, εξήσκουν μεγίστην επιρροήν επί του βίου των Αθηναίων, πάσα πράξιν αυτών, και η επουσιωδεστάτη, επετελείτο, αφού ηκούετο και η γνώμη της Παροιμίας». (Α΄ σελ. 338).
Με τις ένθερμες αυτές απόψεις του για την σημασία των λαογραφικών στοιχείων, ήταν φυσικό ο Καμπούρογλους να συστήση και να προμαντεύση την ίδρυση μιάς Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, όπως την πραγματοποίησε 20 χρόνια αργότερα (το 1909) ο Νικόλαος Γ. Πολίτης: «Τις οίδεν, αν εταιρεία τις ανελάμβανε την συστηματικήν περισυλλογήν εθνογρραφικής ύλης, κύριον έργον και αποστολήν τούτο έχουσα, οπόσα άλυτα ή κακώς λελυμένα ζητήματα θα ελύοντο ή θα διελευκαίνοντο, και οπόσα άγνωστα χαρακτηριστικά σημεία του όλου Ελληνικού παρελθόντος θα απεκαλύπτοντο». (Α΄ σελ. 232).
Το σημαντικότερο είναι, ότι η πόλις των Αθηνών, παρ’ όλη την αστική ιστορία της και τον πρωτευουσιάνικο νεοπλουτισμό της, παρ΄ όλο το βάρος των κλασσικών μνημείων της και την ακαδημαϊκή λογιότητά της, ευτύχησε να δώση-θα έλεγε κανείς συμβολικά, σαν πρωτεύουσα-την πλουσιότερη και πιο ενδιαφέρουσα τοπική λαογραφία, την αντιπροσωπευτικότερη εθιμολογία των χρόνων της Τουρκοκρατίας, χάρη στην ερευνητική στοργή του Καμπούρογλου, πού άρχοντας-αστός αυτός, δεν αγνόησε την αξία των «κατά παράδοσιν» πηγών, για την ολοκλήρωση της ιστορίας των Αθηνών και του Έθνους. Και γνωρίζουμε, τώρα, από τα βιβλία του, τον ιδιωτικό βίο των Αθηναίων, των χρόνων του και της Τουρκοκρατίας, που μας οδηγεί ίσια στα βυζαντινά χρόνια, κι ακόμα πιο πίσω, ως τα αρχαία Αθηναϊκά βιώματα των λαϊκών σπιτιών, των σπιτιών που δεν είχαν την τύχη, ή τη σημασία, να περισωθούν, όπως ο Παρθενώνας….
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ, «Εθνογράφος» των Αθηνών, περιοδικό ΕΛΛΑΔΑ τεύχη 9-10 / 12,1963-1,1964,
σελίδες 63-64.
Την πρώτην του νέου έτους εσηκώνετο η νοικοκυρά, έπαιρνε ένα κανάτι
αδειανό και ένα ρόδι, και επήγαινε στο πηγάδι. Έκαμνε πρώτα τρείς φορές τον
σταυρόν της και κατόπιν ενίπτετο καλά
και εγέμιζε το κανάτι νερόν, έπαιρνε και μίαν πέτραν (λιθάρι) και ό,τι
δροσερόν, γρασίδι ή χορταρικόν, εύρισκε πρόχειρον, και ανέβαινεν εις το σπίτι,
αφού πρώτα έσκαζε κατά γης το ρόδι, ευχομένη να είναι το σπίτι της πάντα γεμάτο
από κάθε πράγμα, ευτυχισμένον. Κατόπιν επήγαινε και εξύπνα τους κοιμωμένους,
κτυπώσα αυτούς ελαφρώς με το γρασίδι εις το πρόσωπον, έδιδε δε εις αυτούς να
πιάσουν την πέτρα, δια να είναι γεροί, και τους άφηνε το νερό δια να πλυθώσι.
Το λιθάρι κατόπιν το ετοποθέτει εις το μέσον του πατώματος λέγουσα:-«όπως είναι
το λιθάρι σκληρό, έτσι γεροί να είμαστε όλοι’ και όπως είναι βαρύ, έτσι βαρύ,
να είναι πάντα το σακούλι μας’ και όπως είναι δροσερό, έτσι δροσεροί να είμαστε
όλον το χρόνο…».
Δημήτριος Καμπούρογλους. Ιστορία των
Αθηνών. Τόμος Γ, ά έκδοση 1896, σελ. 150-151.
--
Ο
ΔΡΑΚΟΣ
Δεν έμεινε μαρμάρινον λεοντάρι εις την Ελλάδα, που να μη το έστειλεν ο
Μωροζίνης εις την Βενετίαν, ως τιμητικήν ακολουθίαν του Λέοντος του Αγίου
Μάρκου. Τα λεοντάρια αυτά εχρησίμευαν κατόπιν δια το μνημείον του θριάμβου του, πού σήμερα
διαμαρτύρεται δια την εγκατάλειψίν του πρό του Ναυστάθμου της Βενετίας μαζί με
όλας τας διαιωνιζούσας τας νίκας του «Πελοποννησιακού» επιγραφάς.
Μαζί με τα άλλα λεοντάρια είνε και ο Δράκος μας’ ο πελώριος Λέων του Πειραιώς, ο ονοματίσας επί αιώνας
τον λιμένα, αλλά και αυτόν τον Πειραιά.
Ο Δράκος αυτός ήτο τοποθετημένος εις το στόμιον του λιμένος, παρά
τελωνιακόν τινα οικίσκον. Εκάθητο επί των οπισθίων ποδών του’ είχε την κεφαλήν
του υψωμένη ολίγον’ ήτον αγριωπός’ είχε το στόμα του μισανοικτόν’ ήτον
εστραμμένος προς την θάλασσαν, και εφαίνετο σαν να εσκέπτετο να ορμήση κατά των
εισπλεόντων πλοίων.
Ο Δράκος είχε μεγάλην φήμην εις τας Αθήνας. Ήτο στοιχείο μαρμαρωμένο, κατά δε την παναθηναϊκήν πανήγυριν του Αγίου
Σπυρίδωνος, πολιούχου και ιδιοκτήτου του Πειραιώς, εδέχετο και ο Δράκος το
προσκύνημα των κατοίκων.
Πρίν μετατοπισθή όμως εις Βενετίαν είχε υποστή και άλλο μαρτύριον.
Υπερβόρειος πολεμιστής του είχε στίξει όλον το σώμα με διακοσμητικήν επιγραφήν,
εις διάλεκτον του ΙΑ΄ αιώνος-εάν πιστεύσωμεν τους σοφούς.
Ώστε ο Δράκος μας μετά των Ελληνικών θρύλων μετέφερεν επί της ράχεώς του
εις Βενετίαν και τους θρύλους της Θούλης!....
Η Αθηναϊκή όμως παράδοσις διαφωνεί εις ταύτα.
Ο λαός επίστευε τότε ότι τα γράμματα
του Δράκου έλεγαν:
«Κοιμηθήτε ήσυχοι,
Αθηναίοι’ εγώ αγρυπνώ διά σας!»
Δημήτριος Γ. Καμπούρογλου, Ο
ΑΝΑΔΡΟΜΑΡΗΣ, εν Αθήναις εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη Αθήναι 1914, σελίδες
27-28. (Αναστατική έκδοση Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα MCMXCVI. Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών Νούμερο 262.)
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
Δ. Γρ. Καμπούρογλου: «Αττικοί έρωτες» (Ιστορικό διήγημα). Σύγχρονη
Εποχή 1995
«Αττικοί έρωτες»-σχέσεις του Λόρδου Βύρωνα με ό,τι αττικό: Ακρόπολη, αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, φύση, θάλασσα, νησιά, εκκλησίες, φυτά, άνθρωποι. Μια ξενάγηση στο φυσικό και κοινωνικό-ιστορικό αττικό τοπίο της εποχής 1810-1812, παραμονές της επανάστασης που επισκέφτηκε ο Βύρων δύο φορές την Αθήνα. Αλλά και οι δύο έρωτές του: Η κόρη των Αθηνών, η Θηρεσία-Τερέζα μακρή, ο ιδανικός, ανεκπλήρωτος έρωτας, που ο ποιητής πήρε μαζί του ως την αιωνιότητα μ’ ένα του χαρακτηριστικό ποίημα, σαν ένα από τα ευώδη αττικά άνθη. Και η Γκιούλ Αϊσέ, η πανέμορφη Τουρκοπούλα, το σφοδρό γήινο πάθος, ο σωματικός έρωτας.
Ο συγγραφέας του «ιστορικού διηγήματος» τούτου μεσ’ από τα πρόσωπα της οικογένειας Μακρή, μιας τυπικής αθηναϊκής αστικής οικογένειας της εποχής, τις αντιδράσεις και τις πράξεις, τη ζωή, τις συνήθειες, το χαρακτήρα, τη στάση τους απέναντι στο ειδύλλιο της Τερέζας και του ποιητή, δίνει αδρά και ρεαλιστικά, με πραγματικά στοιχεία τη ζωή στην αθηναϊκή κοινωνία: τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, αλλά και εναργείς περιγραφές του φυσικού χώρου των περιπάτων του υψηλού ξένου, μνημονεύοντας τοπωνύμια άγνωστα και ανύπαρκτα σήμερα και περιοχές πανοραμικές, σ’ ένα ανάγλυφο χάρτη του γεωγραφικού χώρου, που μοιάζει ποιητικός σήμερα, ύστερα από τις αλόγιστες επεμβάσεις σ’ αυτόν.
Προσωπικότητα χαρισματική ο Βύρων, ποιητής σε όλες του τις εκδηλώσεις, ένας «μεσογειακός» βόρειος, υπερήφανος και καταδεκτικός, φιλέλληνας, πάντα με το μέρος του αδύνατου και του αδικούμενου, δεν ανέχεται την αλαζονεία του Τούρκου, τον πληγώνει η υποταγή του υπόδουλου, δε συγχωρεί την παραίτηση.
Ωστόσο, ο Βύρων πιστεύει σ’ αυτόν τον καταφρονεμένο λαό, στη δύναμη του και στην ανάστασή του! Και θα ‘ταν ευτυχισμένος αν πέθαινε στην Ελλάδα και να ταφόταν στον Παρθενώνα, στο μεγάλο «νεκροταφείο» του πνεύματος». Με τον τρόπο του αφυπνίζει συνειδήσεις, φλογίζει καρδιές, αναπτερώνει ελπίδες, ξεθαρρεύει διάνοιες, ανοίγει δρόμους. Θαρραλέος τα βάζει με τον Τούρκο, για να προστατέψει τον αδύνατο, όπως φαίνεται στα καθημερινά δρώμενα της παραμονής του στην Αθήνα.
Οι «αττικοί έρωτες», που αναφέρονται σε ό,τι αποτελεί το περιέχον, αλλά και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου χώρου, προσφέρονται στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό με την πρώτη τους μορφή και ορθογραφία, ως ένα αυθεντικό, χαρακτηριστικό κείμενο, «που ακτινοβολεί το χρώμα και αναδίνει το άρωμα της εποχής (…) όπου ο δημοτικισμός εκπορθεί τα κάστρα της νεοελληνικής ποίησης και πεζογραφίας».
Την έκδοση συμπληρώνει σημείωμα του εκδότη, κατατοπιστικό του Γιάννη Σκυλλά, εκτενές εισαγωγικό της Ευγενίας Ζωγράφου, σχετικό με τη ζωή και το έργο του Άγγλου ποιητή, που φωτίζει την προσωπικότητα και εξηγεί το πάθος και τα πάθη του, και «γλωσσάριο».
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ, βιβλιοκριτική, εφημερίδα Ο
Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 9/5/1996.
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
-Ιμαμές: κορωνίδα κομπολογιού
-«Μαρμαρωμένες Βασιλοπούλες»: Οι
Καρυάτιδες
-Δισδάρης: (ή Αγάς του Κάστρου):
φρούραρχος. Φρόντιζε για την τάξη στην περιοχή του Κάστρου. Εδώ Κάστρο είναι η
Ακρόπολη.
-Χαζενέδες: ταμεία
-Σερδάρης: αρχηγός των Γενίτσαρων.
Φρόντιζε για την τάξη στην πόλη της Αθήνας και των περιχώρων.
-μαλακιανές της Αθήνας: Λέξη
αραβοτουρκική, μαλίκ: ιδιοκτήτης, κύριος. Ο Σουλτάνος παραχωρούσε σε
ευνοούμενούς του και αξιωματούχους διάφορα μέρη στην επικράτειά του, επαρχίες ή
πόλεις, για να εισπράττουν αυτοί τους δημόσιους φόρους. Ο μαλακιανές της Αθήνας
αποτελούσε κι αυτός ιδιαίτερο εισόδημα του Σουλτάνου. Τον ενοικίαζε ισόβια σ’
όποιον έδινε τα πιο πολλά. Ο ενοικιαστής αυτός υπενοικιάζει σ’ άλλον, τις
περισσότερες φορές, κάθε χρόνο και καινούργιο για να έρχεται πεινασμένος στην
Αθήνα ή έστελνε απλώς αντιπρόσωπό του να εισπράττει και να του στέλνει τα
τακτικά του εισοδήματα κι αυτός να κρατά τα έκτακτα. Κι ο ένας κι ο άλλος
έφερναν και τον τίτλο του Βοϊβόδα, επειδή στη δουλειά τους εκτελούσαν κι
αστυνομικά καθήκοντα και τον τίτλο του Ζαμπίτη (αστυνόμος).
-Τσαρσί: Κάτω Παζάρι, στον Ηλεκτρικό
Σταθμό, στο Μοναστηράκι.
-μπινίσι: φαρδομάνικο ρούχο
-αντερί: μακρύ ποδήρες ρούχο
-Τρελλό: Επωνυμία του Υμηττού
-ζαμπάκια: νάρκισσοι.
-ζεμπούλια: υάκινθοι
-λαλέδες: τουλίπες
-Σερπεντζές: Το Ωδείο Ηρώδου του
Αττικού. Συνδεόταν με την Ακρόπολη με τείχος και χρησίμευε για προμαχώνας της
-Τα τσαχτίρια: στρογγυλά βρακιά
(τσαχτσίρια)
-Φέλπα: είδος βελούδου κατώτερης
ποιότητας
-Χαλές: γενικά, απόπατος, εδώ
βρωμιάρης
-διάνεμα: νεύμα, γνέψιμο
-Ζάβαλι: ζώο, κτήνος
-μασαλάδες: μεγάλο φανάρι, πουρσή
-παφίλια: μικρά ορειχάλκινα δοχεία
-Νοζιά: η Πάρνηθα
-Μεσία: Περιοχή στις σημερινές
Τζιτζιφιές. Ονομάζεται η παραλία μεταξύ του Παλαιού και Νέου Φαλήρου, λεγόταν
επίσης Μποστάνια.
-Δράκος: (Πόρτο Δράκος) Πειραιάς.
-γκάγκαρο: είδος ξύλινου αυτόματου
σύρτη στην εξώπορτα των παλαιών αθηναϊκών σπιτιών. Απ’ αυτό η έκφραση: Αθηναίος
γκάγκαρος.
-κοριντόρι: διάδρομος
-αζούματα: χορταρικά απάτητα
-Σέγκιο: ο λόφος των Μουσών, όπου το
Μνημείο του Φιλοππάπου
-Τάταρης: ταχυδρόμος
-Περτσέμια: τούφες
-αλατζάς: φθηνό βαμβακερό ύφασμα
-Τερλίκια: σουρτά παπούτσια
-κονσολάτο: προξενείο
-σιουλλί: σκυλί
-χαρμπί: αμβλύστομο μικρό μαχαίρι που
κρεμόταν από το σελάχι των φουστανελάδων.
-τσαπράζια: ασημένια κοσμήματα
-κεφαλογιούρι: μαντήλι
-τζουμπές: ζακετάκι
-άτζερδη: πιθανόν, άκαρδη
-ολοπίπιλος: τσίτσιδος, ολόγυμνος
-οι θολλοί: τρυφερά κλαδιά
-μπρεβιάριο: προσευχητάριο
-λότζα: σκεπαστός εξώστης
-πουνεντοζαρμπι: νοτιοδυτικός άνεμος
-στριαγάρμπι: βορειοδυτικός άνεμος
-μέστια: άφτερνο παπούτσι.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, ΑΤΤΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ. Ιστορικό διήγημα. Εκδόσεις Σύγχρονη
Εποχή 1995, σελίδες 189-192.
ΒΥΡΩΝΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
Αν έχετε δει σε γκραβούρες την προεπαναστατική Αθήνα’ και τον ιερό Βράχο της, τους κατοίκους της-Ρωμιούς και Τούρκους, αλλά και δυτικόφερτους περιηγητές, φιλέλληνες ή ανθέλληνες-θα ζωντανέψουν σαν σε κινηματογραφική ταινία μπρος στα μάτια σας, αν διαβάσετε ένα κειμήλιο της νεοελληνικής ιστοριογραφικής πεζογραφίας μας. Αληθινό κειμήλιο είναι οι «Οι Αττικοί έρωτες», γραμμένο το 1921 από τον Δημήτριο Γρηγορίου Καμπούρογλου. Τον πολυγραφότατο «Αθηναιογράφο», τον παθιασμένο «Αναδρομάρη», που κληροδότησε στους ιστορικούς και αρχαιολόγους του μέλλοντος πλούσιες (σε στοιχεία) γάργαρες κι ευφρόσυνες (σε πανέμορφη, παραστατικότατη δημοτική γλώσσα) «πηγές», για τη ζωή (σε όλες τις πτυχές της), τα μνημεία, τα δημόσια πρόσωπα και το λαό της τουρκοκρατούμενης Αθήνας.
Δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί η έκδοση αυτή από τη («Σύγχρονη Εποχή»), που προσφέρει στις νεότερες γενιές ένα από τα αποξεχασμένα «μνημεία» του ιστοριογραφικού, λαογραφικού, κοινωνιολογικού, πολιτισμικού, λογοτεχνικού λόγου του Δ. Καμπούρογλου. Η έκδοση προλογίζεται από τον εκδότη και τον Γιάννη Σκυλλά και ακολουθεί η αισθαντικά γραμμένη εισαγωγή της Ευγενίας Ζωγράφου, η οποία μας εισάγει με τον περιπετειώδη, θαυμαστό, πικρό και πρόωρα «κομμένο» βίο του πρωταγωνιστικού προσώπου του βιβλίου, στη μαγεία των εικόνων, των προσώπων, των συναισθημάτων που «ζωγραφίζει» η σπουδαία πένα του συγγραφέα. Πρωταγωνιστής των «Αττικών ερώτων» είναι ο λόρδος Τζορτζ Νόελ Γκόρντον Μπάιρον. Ο συναγωνιστής του απλού, ανώνυμου λαού μας, λόρδος Βύρων. Ο επαναστάτης ποιητής που πέθανε στην Ελλάδα μαχόμενος τον τουρκικό ζυγό και την «Ιερή Συμμαχία» και γι’ αυτό η πατρίδα του η Αγγλία αρνήθηκε την επίσημη ταφή του. Ο αληθινός φιλέλληνας, που η πατρίδα του τον θυμάται όταν θέλει να καλύψει τις ανθελληνικές επιβουλές της.
Ο Καμπούρογλου «αναβιώνει» τον 22χρονο πανέμορφο Βύρωνα και τον φίλο του, επίσης επαναστάτη Τζον Καμ Ομπχάουζ, καθώς μετά από γερό μπαχτσίσι στον Τούρκο φρούραρχο εισέρχονται για πρώτη φορά στην Ακρόπολη (1808). Το κάλλος των μνημείων του βράχου φλογίζει το ροδόχρουν λευκό δέρμα, τα βαθυγάλαζα μάτια και την ψυχή του Βύρωνα. Αυτό το φλόγισμα, θα γίνει αργότερα «έρωτας» για τη λευτεριά του ελληνικού λαού και για την «Κόρη των Αθηνών», την πανέμορφη Τερέζα Μακρή.
ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ, βιβλιοκριτική, εφημερίδα Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης
15/10/1995.
«Ευλογία για
έναν «ευλογημένο»
«Ο λαός αποκομίζει πάντοτε τα ευάρεστα ή οδυνηρά αποτελέσματα εκάστου γεγονότος. Αυτός αναδεικνύει τους άνδρες, παρέχων εαυτόν ως στάδιον, εφ’ ού έχουν κληθή όπως αγωνισθώσι, αριστεύσωσι ή ηττηθώσι. Αυτός δοξάζει ή δυσφημεί τον τόπον, εφ ‘ ού γεννάται, ζει και θνήσκει. Αυτός δημιουργεί και δι’ αυτόν δημιουργείται η ιστορία (…). Άνευ της λεπτομερούς και ακριβούς γνώσεως του καθόλου βίου του λαού, ουδείς δύναται να ισχυρισθή ότι κατέχει ή μεταδίδει γνώσεις περί της ιστορίας έθνους τινός ή πόλεως (…)».
«Τάδε έφη» ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, ο επονομαζόμενος «Αθηναιογράφος» (1852-1942). Προτάσσουμε λόγια του, όχι σαν «γεύση» καθαρεύουσας, αλλά για να υπογραμμίσουμε την πρωτοπόρα, διαλεκτική, ιστοριογραφική αντίληψή του, που θεωρούσε το λαό «τροχό», «υποκείμενο» της ιστορίας. Αντίληψη που ερχόταν σε αντίθεση με άλλους ιστορικούς της εποχής του, που θεωρώντας το «αντικείμενο» έκαναν αφαίρεση του λαού-όχι όμως και των αρχόντων της εξουσίας και του πλούτου-από το ιστορικό γίγνεσθαι. Ήταν η διαλεκτική του αντίληψη που τον ώθησε να γράψει το μνημειακό έργο του «Ιστορία των Αθηναίων» και όχι «Ιστορία των Αθηνών», όπως έκαναν άλλοι ιστορικοί.
Η πένα του ιστοριογράφου αυτού, μας κληροδότησε πολύτιμους «θησαυρούς», που αποξεχάστηκαν στην εποχή μας. Όπως και ο βίος του, ανθρώπινος και πνευματικός. Γι’ αυτό και είναι διπλή προσφορά η έξοχα γραμμένη βιογραφική μελέτη της Ευγενίας Ζωγράφου «Ο «ευλογημένος» Αθηναιογράφος ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ. Μια, πρωτοποριακή μορφή. Η ζωή και το έργο του». Μια μακρόχρονου μόχθου και αγάπης για το θέμα της, εργασία, που προλογισμένη από τον επίτιμο δικηγόρο και πρόεδρο του ιστορικού «Συλλόγου των Αθηναίων» Δημήτριο Αλ. Γέροντα, εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή». Ένα βιβλίο όμορφο και στην όψη, εμπλουτισμένο με εικόνες παλαιών λευκωμάτων για την Αθήνα. Την Αθήνα, που σακάτεψαν ανεπανόρθωτα ως πόλη και πολιτισμό, από τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν, αχόρταγα συμφέροντα και ο εμπορευματικός ελληνικός και εισαγόμενος «πολιτισμός». Αυτόπτης «μάρτυρας» αυτού του «εγκλήματος» η Ε. Ζωγράφου έχοντας δουλέψει χρόνια στο Κτηματολόγιο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του ΥΠΠΟ, πόνεσε πολύ και γι’ αυτό θαύμασε απεριόριστα τον Δ. Γρ. Καμπούρογλου και το έργο του. Και σαν ελάχιστο φόρο τιμής, τον «ευλόγησε» με το βιβλίο της.
ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ,
βιβ/κη, εφημερίδα Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 7/4/1996, σ. 3.
Σημειώσεις:
Κατά την μεταφορά των κειμένων από το παλαιό περιοδικό «ΕΛΛΑΔΑ», τα βιβλία, την εφημερίδα, διατήρησα την ορθογραφία της εποχής, των εντύπων και των γνωστών μας συγγραφέων και κριτικών. Εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε τα εξής για τους όποιους σημερινούς αναγνώστες της ιστοσελίδας Λογοτεχνικά Πάρεργα. Η ορθογραφική τυπολογία, οι κανόνες και η σύνταξη της ελληνικής γλώσσας όπως γνωρίζουμε, ακολουθούν την χρονική και ιστορική περίοδο δημοσίευσης των κειμένων των συγγραφέων και των κριτικών, τα έντυπα ή τις εφημερίδες που αυτά δημοσιεύονται, τους χρόνους που εκδίδονται και κυκλοφορούν τα βιβλία από τους συγγραφείς. Όσοι και όσες τις παλαιότερες δεκαετίες αγόραζαν και διάβαζαν τον ελληνικό τύπο θα θυμούνται ότι, το λεξιλόγιο, οι ορθογραφικοί κανόνες και η χρήση, η σύνταξη της ελληνικής γλώσσας τροποποιούνταν από πολιτικό ή κομματικό έντυπο σε έντυπο, από πολιτική εφημερίδα σε εφημερίδα, διαφοροποιούνταν από την επίσημη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη έτσι όπως την διδασκόμασταν στην δημόσια εκπαίδευση, την χρησιμοποιούσαν στην δημόσια διοίκηση της ελληνικής επίσημης πολιτείας μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τον τερματισμό των διαφόρων προβλημάτων που είχε δημιουργήσει το γλωσσικό μας ζήτημα. Οι έχοντες, μάλιστα, ακουστική μνήμη, θα θυμούνται ήχους και αποχρώσεις λέξεων και φράσεων στην χρήση του προφορικού λόγου στις μεταξύ μας επικοινωνίες, εφηβικές και νεανικές σχέσεις και τα γλωσσικά μας «μπουρδουκλώματα». Τα αμιγώς πολιτικά έντυπα και οι εφημερίδες οι οποίες εξέφραζαν την πολιτική ιδεολογία της κομμουνιστικής ιδεολογίας, (εντός και εκτός Βουλής) υιοθετούσαν μία κάπως στενή χρήση του προφορικού και γραπτού λόγου, της ελληνικής δημοτικής γλώσσας στην στατικότητά της. Την χρήση της κοινής «Δημοτικιάς» όπως λέγαμε. Γλωσσικές εκφράσεις, λέξεις και καταλήξεις λέξεων, τονισμοί, συντακτικό και ορθογραφία, τα οποία εξέφραζαν περισσότερο την πολιτική και κομματική ιδεολογία του πολιτικού και κομματικού χώρου και φορέα που αντιπροσώπευε το περιοδικό και η εφημερίδα παρά μάλλον καθρέπτιζαν και αντανακλούσαν την καθημερινή ομιλούσα, προφορική χρήση της γλώσσας από τα ευρύτερα λαϊκά και εργατικά στρώματα στα σπίτια και συναναστροφές τους. Ήταν μία συνθηματική εκφορά της γλώσσας. Ανάλογο ήταν το ύφος του συγγραφέα, σχολιαστή και αρθρογράφου. Μία αναδρομή σε έντυπα και εφημερίδες του προηγούμενου αιώνα όπως αυτά έχουν φωτογραφηθεί και ψηφιοποιηθεί και βρίσκονται στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης θα επιβεβαιώσει τις γνωστές αυτές διαπιστώσεις. Παρόμοια αναγνωστικά και ορθογραφικής και λεκτικής αποτύπωσης προβληματάκια θα συναντήσουμε και στην γραφή του περιηγητή Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, με το πολύ ξεχωριστό γλωσσικό του ύφος και την «συναγωγή» και διάσωση αμίλητων σήμερα, άγνωστών μας λέξεων και φράσεων, ντοπιολαλιών και ιδιωμάτων. Διόρθωσα ελάχιστα τυπογραφικά λαθάκια (μάλλον του περιοδικού) που θα δυσκόλευαν την ευανάγνωστη ροή του λόγου από τους σημερινούς έλληνες αναγνώστες δίχως να αλλοιώνεται το ύφος των συγγραφέων και των κειμένων τους.
Το περιοδικό «ΕΛΛΑΔΑ» , δεν ήταν λογοτεχνικό περιοδικό ή όπως φαίνεται, ένα περιοδικό της δεκαετίας του 1960 ποικίλης ύλης. Ήταν ίσως ένας από τους «προάγγελους» στον εκδοτικό χώρο του σημερινού ετήσιου τόμου «ΔΙΑΚΟΠΕΣ». Ας μην λησμονούμε ότι την δεκαετία του 1960, τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού στελέχωναν σημαντικοί γνωστοί έλληνες λογοτέχνες και λόγιοι με έντονη αρθρογραφία και συγγραφική παρουσία. Συνάντησα τυχαία ένα τεύχος του, το διπλό 9-10/ Δεκέμβριος 1963,-Ιανουάριος 1964 σε πειραιώτικο παλαιοπωλείο τα χρόνια που μας πέρασαν. Το περιοδικό εξέδιδε ο ΕΟΤ, προορίζονταν για έλληνες και ξένους τουρίστες, ήταν μεγάλου μεγέθους με τουριστική αμιγώς ύλη διανθισμένη με πάμπολλες πολύχρωμες φωτογραφίες αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Στις δικές μου πηγές που ανέτρεξα, δεν συνάντησα γενικές ή ειδικές πληροφορίες για το Τουριστικών προδιαγραφών αυτό περιοδικό. Σίγουρα σε μία περισσότερο ενδελεχή έρευνα θα βρίσκαμε τα στοιχεία και τις αναγκαίες εκείνες πληροφορίες για να σχηματίσουμε το πορτραίτο του περιοδικού, των χρόνων κυκλοφορίας του, την θεματική του ύλη, τους σταθερούς ή έκτακτους συνεργάτες του, τα γεωγραφικά διαμερίσματα της ελληνικής επικράτειας που ενδέχεται να αναδεικνύονται περισσότερο, τα χρονικά όρια κυκλοφορίας του, την φιλοσοφία και οπτική των άρθρων και φωτογραφιών του. Θα διαπιστώναμε ποιες ελληνικές τουριστικές περιοχές διαφημίζονταν περισσότερο και με ποιες «παροχές». Ακόμα και τι αντίκτυπο είχε η έκδοση και κυκλοφορία του στον ξένο τύπο και στις υπηρεσίες Τουρισμού των άλλων χωρών. Αν διασώθηκαν σελίδες του σε ημερολογιακές καταγραφές δυτικοευρωπαίων και αμερικανών τουριστών και επισκεπτών. Σε ποιο βαθμό ήταν χρήσιμο στους έλληνες ξεναγούς και άλλους παράγοντες της Τουριστικής Ελληνικής και Διεθνούς Βιομηχανίας.
Μετά το άρθρο του γνωστού πανεπιστημιακού και λαογράφου Δημητρίου Σ. Λουκάτου (1908- 22/10/2003) ακολουθεί εκείνο του ποιητή Γιώργου Κ. Σταμπολή (1902-1992),«Η ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ». Το περιοδικό είχε αγοραστεί από πειραιώτη ποιητή κάτι που μου στέρησε την δυνατότητα να αντιγράψω και την υπόλοιπη ύλη του ή να πληροφορηθώ την ταυτότητα της έκδοσης του συγκεκριμένου τεύχους. Το κείμενο για τον Δημήτριο Γρ. Καμπούρογλου παρεκάλεσα και το φωτοτύπησα. Διαβάζοντας τις φωτοτυπίες που είχα στα χέρια μου το παλαιό κείμενο μου κέντρισε το αναγνωστικό ενδιαφέρον, το φύλαξα σε ένα φάκελο μαζί με διάφορες σκόρπιες κριτικές για τον Καμπούρογλου και περίμενα την στιγμή που θα το αντέγραφα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Εξάλλου, από παλαιά ανέτρεχα στις εργασίες του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου όταν ήθελα να συμπληρώσω τα λαογραφικά και άλλα κενά, να οσφρανθώ κάτι από την παλαιά ιστορική ατμόσφαιρα του Αττικού Τοπίου, την ιστορική του εικόνα, το κλίμα του, την πανίδα και χλωρίδα του. Την ρυμοτομία, την αρχαιογνωσία του τοπίου, την ιστορία και κοινωνικές, εθιμικές και άλλες συνήθειες των Ελλήνων και Ελληνίδων εκείνων των εποχών. Την αλήθεια και μαρτυρία των ζωών τους, την λαϊκή τους αυθεντική προφορική γλώσσα. Τα δημοσιεύματα και οι απομνημονευματικές καταγραφές, τα εκδοθέντα βιβλία του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου-μεταξύ των άλλων Αττικογράφων- αποτελούν σημαντική και χρήσιμη πηγή πληροφοριών για τις νεότερες γενιές των ελλήνων και της κατανόησης της ιστορίας τους, της παράδοσής τους, των τόπων και περιοχών καταγωγής τους, των παλαιών ονομάτων τους, ακόμα, ενδέχεται, και του οικογενειακού τους λίμπρο ντόρο. Έχουμε θαυμάσιες και πλούσιες περιγραφές οικισμών, καταγραφές χωριών, άγνωστων τοποθεσιών και των τοπωνυμιών τους, των πρώτων τους παλαιών ονομασιών. Ο υπό διαμόρφωση και επέκταση αστικός ιστός του προηγούμενου αιώνα, η ραγδαία εξάπλωσή του στο παρθένο ακόμα φυσικό τοπίο παρακολουθείται από το άγρυπνο βλέμμα του περιηγητή συγγραφέα και ακαδημαϊκού. Φωτίζονται με φωτεινά χρώματα οι ομορφιές του φυσικού κάλλους και οι διάφορες εσωτερικές λειτουργίες του, των μορφών ζωής του που αναπτύσσονται, καλλιεργούνται, ζουν. Η πανίδα και η χλωρίδα και ότι ζουζουνίζει και ανθεί μέσα της, πάνω της, εμπλουτίζει τις φυσικές λειτουργίες και τους ρυθμούς της, ορίζει την όρασή μας, διαμορφώνει την συνείδησή μας, ζυμώνει την αισθητική μας. Της πολύβουης, ανθοφορούσας μυστικής και αποκαλυπτικών μορφών ζωής οι οποίες από τα πανάρχαια προϊστορικά χρόνια αναπτύσσονταν και αποτελούν το Αττικό περιβάλλον, παράλληλα, σε αγαστή ή μη συνεργασία με τους παλαιούς και καινούργιους κατοίκους του που εγκαθίστανται με την πάροδο του χρόνου. Το βλέμμα του περιηγητή παρατηρεί τον αστικό ιστό αργά και σταθερά να εξαπλώνεται στο φυσικό περιβάλλον διαμορφώνοντας και αλλάζοντας τις ανάγκες και λειτουργίες του. Εικόνες και στιγμές της πολιτιστικής και κοινωνικής παράδοσης των Ελλήνων, της ιστορίας και κοινωνικής πραγματικότητας παράμετροι της ελληνικής ζωής και του ελληνικού χώρου πλέγματα βίου και βιοποικιλότητας φιλοτεχνείται και περιγράφεται από την ευαίσθητη και έμπειρη γραφίδα και ματιά του συγγραφέα. Ορθάνοιχτα διαρκώς τα μάτια και οι αντένες της αγάπης και ευαισθησίας της ψυχής και της συνείδησής του, αυτού του ακούραστου και αισιόδοξου χαρακτήρα περιγιητογράφου. Εποπτεύει και παρατηρεί τα πάντα με προσοχή και ακρίβεια σε ακτίνα βλέμματος 360 μοιρών. Ανασκαλεύει το έδαφος, το εξερευνά σπιθαμή προς σπιθαμή, επισκέπτεται απάτητα μέρη της Αττικής Γης, βαδίζει πάνω σε παρθένες τοποθεσίες, μιλά για άγνωστους συνοικισμούς που ακόμα δεν έχει αλλοιωθεί η ομορφάδα τους από ανθρώπου ίχνη, μυρίζει ανθάκια και λουλούδια, κόβει καρπούς. Με το καβουράκι και μικρό του μπαστουνάκι κάνει καθημερινούς περιπάτους μόνος του συνήθως, ή με φιλικά του πρόσωπα και απολαμβάνει σαν γνήσιος και αυθεντικός φυσιολάτρης τις μυστικές χαρές της φύσης, τα νερά και τα ποτάμια της, ξεδιψά στα πηγάδια της, στις γάργαρες πηγές της, σαν ένας μικρός «Θεός» ο οποίος χαίρεται να περιδιαβαίνει και να περιεργάζεται τον «παραδείσιο» κήπο τον οποίο δημιούργησε προς τέρψιν του και των ανθρώπων γύρω του. Αν οι ευρωπαίοι καλλιτέχνες,- οι ιμπρεσιονιστές- πχ. απεικόνισαν την ευρωπαϊκή φύση και τα διάφορα τοπία των περιοχών τους στους πίνακές τους, αν οι διάφοροι Βαν Γκογκ και Πωλ Γκωγκέν αποτύπωσαν στα ταμπλό τους τα χρυσοφωσφορίζοντα στάχια του υπαίθριου ανοιχτού χώρου, εξωτικές στιγμές ζωής και παρθένες μορφές και φιγούρες των ιθαγενών κατοίκων, μη «μολυσμένες» ακόμα (τότε) από τον δυτικό πολιτισμό και τον βιομηχανικό και τεχνολογικό τρόπο ζωής του ευρωπαίου αποικιοκράτη ανθρώπου, ο έλληνας περιηγητής της ελληνικής φύσης Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου-για την εποχή του- υπήρξε ένας ισάξιός τους περιηγητής συγγραφέας- ζωγράφος. Ο έλληνας πεζογράφος όχι απλά φιλοτεχνεί με τα κείμενά του, σχεδιάζει το φρέσκο του ελληνικού χώρου αλλά, η πέννα του γίνεται χρωστήρας, λεπτό πινέλο, η λευκή σελίδα τετραδίου των σημειώσεών του μικρό και μεγάλου μεγέθους ταμπλό πάνω στο οποίο εικονογραφείται ότι τον συγκινεί, τον ερεθίζει, συνομιλεί μαζί τους στις καθημερινές πολύωρες επισκέψεις και εξορμήσεις, αντιλαμβάνεται την αξία και χρησιμότητά του στην συνέχεια και διατήρηση της ιστορικής έρευνας και παράδοσης, ελληνικής ιστορικής περιπέτειας. Είτε συγγραφέα τον αποκαλέσεις είτε ζωγράφο, μέσα θα πέσεις. Δεν θα αδικήσεις ούτε τον κύκλο των καθαρόαιμων συγγραφέων και λογίων ούτε των ζωγράφων.
Η γειτνίαση της δαφνοστεφανωμένης πρωτεύουσας, της Αθήνας, με την πόλη μας, τον Πειραιά, και οι δύο γεωγραφικοί χώροι ανήκουν, αποτελούν το Νομό Αττικής, δημιουργεί τις αναγκαίες ιστορικές και αρχαιολογικές και άλλες προϋποθέσεις συνεξέτασης και έρευνας του κοινού γεωγραφικού χώρου μέσα στον χρόνο. Κοινές ιστορικές συνδηλώσεις πορείας. Μπορεί μέσα στο διάβα της ελληνικής ιστορικής περιπέτειας η κλασικοτραφής Αθήνα να σκέπασε για να μην χρησιμοποιήσω τον όρο «καπέλωσε» το πρώτο Λιμάνι της, τον Πειραιά, αυτό δεν σημαίνει όμως-όπως μας φανέρωσαν και εξακολουθούν να αποδεικνύουν περίτρανα οι αρχαιολογικές, ιστορικές, πολιτιστικές και άλλες πηγές και τεκμήρια της Πόλης μας, ότι ο Πειραιάς δεν χάραξε βαθειά τα ίχνη του και δεν προσέφερε δημιουργικά και εποικοδομητικά στην καθόλου ελληνική ιστορία από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα. Δεν της χάρισε το δικό του ιδιαίτερο άρωμα ιστορικής ευαισθησίας και συγκίνησης, αισθητικής και αγωγής αίσθηση ζωής και τεκμήρια διαχρονικής παράδοσης. Για πολλούς ερευνητές και ιστοριοδίφες, ίσως και καθαρόαιμους ιστορικούς ο Πειραιάς υπήρξε ο φτωχός συγγενής της πρωτεύουσας, όμως, έστω και έτσι, δεν παύει να είναι ομοαίματος συγγενής, να αποτελεί αναπόσπαστο σωματικό μέλος της Αθηναϊκής- Αττικής Γης, της κοινής παράδοσης και ιστορίας του ελληνικού χώρου. Ιδιαίτερα επί των μοντέρνων πολλαπλώς αναθεωρητικών σημερινών ημερών μας που επικρατούν, διάφορες αποσχιστικές τάσεις και ιδεολογικά ιστορικά και κοινωνιολογίζοντα διεθνιστικά ρεύματα και διχοτομήσεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο παγκοσμίως. Προερχόμενα και επιβαλλόμενα κατά κάποιον τρόπο εκ της παντοδύναμης κυριαρχικά καπιταλιστικής εσπερίας η οποία προπαγανδίζει μονοσήμαντα την πολιτισμική κυριαρχία της, αξίες και κανόνες ζωής και λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας διεθνώς. Ο Πειραιάς οφείλει να επιβιώσει σε δύσκολους καιρούς, να ενισχύσει την ταυτότητά του και τις παραδοσιακές του αξίες και να συμβάλλει για μία ακόμη φορά με την ιστορία του, την παράδοσή του, την φωνή και την σύνολη εικόνα του στην ανάπτυξη της πατρίδας μας, στην συνέχιση των εθνικών μας μορφωμάτων, της διαχρονικής ιστορίας της Ελλάδας. Είτε με το ελληνικό είτε με της ρωμιοσύνης πρόσωπο και προσωπείο της.
Μαζί με το κείμενο του περιοδικού αντιγράφω και ορισμένες- ελάχιστες από τις σύγχρονες κριτικές για βιβλία που κυκλοφόρησαν του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου και είχα διαφυλάξει, άρθρα για τον συγγραφέα. Επίσης, ενδιάμεσα, δημοσιεύω κείμενα του ίδιου του Καμπούρογλου και ένα ενδεικτικό γλωσσάρι του το οποίο βρήκα ενδιαφέρον και ανθολόγησα από λέξεις που διασώζει και, που όπως φαίνεται, έχουν λησμονηθεί σήμερα ή βρίσκονται σε αχρηστία εξαιτίας της αλλαγής των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών των αλλαγών τρόπων ζωής των ηθών και των εθίμων της αλλαγής της σύνολης μορφής και εικόνας του Αττικού Τοπίου. Παρά του ότι δεν ενδιαφέρομαι σε προσωπικό επίπεδο για τις γλωσσοκεντρικές σύγχρονες ερμηνείες, συγκλείσεις και αποκλείσεις ανάγνωσης των λογοτεχνικών κειμένων, ή των άφυλων ετεροτήτων, θεωρώ ότι το να κατανοήσουμε ορθότερα τα γραφόμενα του Δημήτρη Γρ. Καμπούρογλου ή του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα κλπ. οφείλουμε σαν σημερινοί αναγνώστες να γνωρίζουμε ένα μέρος του λεξιλογίου τους-της εποχής της χρήσης της γλώσσας τους, στην οποία γράφτηκαν τα έργα τους την δεδομένη ιστορική περίοδο. Εξάλλου, οι ελληνικές αυτές λαϊκές λέξεις προερχόμενες κυρίως από τις δεξαμενές του προφορικού λόγου δεν είναι επίπλαστες, κατασκευασμένες, δεν προέρχονται από την δημιουργική φαντασία του περιηγητή συγγραφέα ή τον σχεδιασμό της μυθοπλασίας του αλλά, είναι αυτούσια και αυθεντικά θησαυρίσματα, εικόνες χαρακτηριστικές της ελληνικής ζωής, ήχοι και αποχρώσεις τους της ελληνικής υπαίθρου, ακούσματα τα οποία σπονδυλώνουν το πλέγμα της ελληνικής παράδοσης στους τομείς της γλώσσας. Οργανικοί κρίκοι μιάς αλυσίδας ενός ελληνικού τρόπου ζωής των προηγούμενων δεκαετιών οι οποίοι αληθεύουν ως μαρτυρία βίου και αυθεντικής στάσης βίωση, με κοινωνικό και ιστορικό αποτέλεσμα. Το λεξιλόγιο του συγγραφέα Δημήτρη Γρ. Καμπούρογλου όπως και οι εικόνες του φυσικού Αττικού Τοπίου που μας φιλοτεχνεί και αναπλάθει, οι λεπτομερείς περιγραφές του, οι παρατηρήσεις του, οι προσωπικές του ιστορικές επισημάνσεις και καταθέσεις, οι μαρτυρίες εξακολουθούν να είναι ακόμα και σήμερα γόνιμες και απαραίτητες σε όσους ενδιαφέρονται για την ελληνική πανίδα και χλωρίδα, τα προϊόντα που παρήγαγε η Ελληνική Γη, τα ίχνη της στο χρόνο. Το συγγραφικό του ύφος πλούσιο και πολύχρωμο, το ταλέντο της γραφής του ακαταμάχητο, η παρατηρητικότητά του οξεία, ακούραστη η διάθεσή του για ορειβασίες, περιπάτους, μικρά ή μεγάλα ταξίδια στην ελληνική ύπαιθρο, αλλά πάνω από όλα η αμέριστη αγάπη και το ενδιαφέρον του για τα χώματα και τα νερά της Αττικής Γης, καθιστούν τα βιβλία και τις ιστορικές αναμνήσεις του ελκυστικές αναγνωστικές και ταξιδιωτικές περιπέτειες στην σήραγγα του ελληνικού χρόνου. Όπως το ελληνικό τοπίο της εποχής του κοχλάζει μυρωδιές, οσμές, αναμνήσεις και πλημμυρίζει χρώματα και αισθήσεις, εικόνες, το ίδιο και η γραφή και τα κείμενά του. Ο λόγος του είναι απλός μέσα στην πολυχρωμία των ειδικών φορτίων των λέξεων των περιγραφών του, είναι κλασικός με την έννοια ότι περιέχει την ιστορική του διαχρονία χωρίς σύνορα τοπικών αποκλεισμών επικοινωνίας.
Στο πρώτο αυτό σημείωμα για τον Δημήτριο Γρ. Καμπούρογλου με την ευκαιρία του άρθρου στο περιοδικό «ΕΛΛΑΔΑ» πρίν 60 χρόνια, δεν θέλησα να συγκρίνω τις διαπιστωτικές ταξιδιωτικές παρατηρήσεις του με εκείνες άλλων συγχρόνων του ή μεταγενέστερων ταξιδιωτικών περιηγητών. Εξάλλου, οι ταξιδιωτικές αναμνήσεις και ταξιδιωτικά ημερολόγια, ατομικές αναφορές που αφορούν την Ελληνική ιστορική και αρχαιολογική επικράτεια από την εποχή του αρχαίου Παυσανία είναι χιλιάδες. Έλληνες και Ξένοι περιηγητές μας κληροδότησαν σπουδαίες και αξιοσημείωτες αναμνήσεις και περιγραφές των ηθών και των εθίμων του ελληνικού λαού, ηλιόλουστες εικόνες του ελληνικού τοπίου της επαρχίας και των αστικών κέντρων, σπασμένα ιστορικά αρχαιολογικά σπαράγματα του ελληνικού μύθου και της ιστορίας αφηγήσεις. Προσπερνώντας την γραφή του σύγχρονου Καιροφύλλα, να σημειώσουμε μόνο δύο ονόματα ελλήνων συγγραφέων. Ενός ποιητή και ενός πεζογράφου. Το ποιητικό έργο του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και τα βιβλία του πεζογράφου Μένη Κουμανταρέα πλημμυρίζουν από εικόνες, αισθήσεις, καταστάσεις, μας δίνονται πληροφορίες και στοιχεία για το Ελληνικό Τοπίο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αυτό που ηλιοφώτισε στις κορυφογραμμές του μέσα στην μάλλον «ταραγμένη» συνείδησή του και ψυχισμό του, στα βιβλία του ο συγγραφέας Περικλής Γιαννόπουλος. Ο έλληνας συγγραφέας και αισθητικός (;) τον οποίο βρίσκει ο αναγνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας συνεχώς μπροστά του, όπως φυσικά και τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, και το πεζογραφικό και ταξιδιωτικό του έργο. Ακόμα, στις μνημονεύσεις και αναφορές δεκάδων άλλων ελλήνων λογοτεχνών του προηγούμενου αιώνα, πχ. του ποιητή Κώστα Ουράνη, του πεζογράφου και αγιογράφου Φώτη Κόντογλου κ. ά. Αυτή η προσωπική μας καθαρά διαπίστωση επιβάλλει όμως άλλου είδους έρευνα και πεδία ανάγνωσης.
Ο κεφαλλονίτης Δημήτρης Σωτ. Λουκάτος είναι ο πρώτος, από όσο γνωρίζω, που εντάσσει το ιστοριοδιφικό και λαογραφικό έργο του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου στις προδρομικές εργασίες και έρευνες της Ελληνικής Λαογραφίας. Δεν το πράττει αυτό παραδείγματος χάριν ο σημαντικός επίσης ο καθηγητής της ελληνικής λαογραφίας Κώστας Ρωμαίος. Όπως γνωρίζουμε οι απαρχές της ελληνικής λαογραφίας μας οδηγούν στον ερευνητή και καταγραφέα Cl. Fauriel, έναν από τους προδρόμους ανθολόγους των Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών μας στο εξωτερικό. Οι επισημάνσεις του Δημήτρη Σωτ. Λουκάτου (και ποίος δεν έχει διαβάσει τα καλογραμμένα, περιεκτικά και χρήσιμα βιβλία του σχετικά με τομείς και κλάδους της ελληνικής λαογραφίας. Τα βιβλία του εκδόθηκαν μεταξύ άλλων και από τις εκδόσεις του Στρατή Φιλιππότη στην Αθήνα) βασίζονται στις αναγνωστικές του προσεγγίσεις και ερμηνείες των περιηγητικών και άλλων εργασιών του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου. Ειδικότερα, στην τρίτομη «Ιστορία των Αθηνών του». Ένα απαραίτητο έργο που έχει ανατυπωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, συμπληρωμένο με έναν ακόμα τόμο του Δ. Γέροντα και πωλείται σε φτηνή τιμή. Ο Δ. Σ. Λουκάτος διαβάζει προσεκτικά τι καταγράφει ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας, ο ακάματος περιηγητής, τι φωτίζει από το υλικό που συγκεντρώνει, σε ποιο πλαίσιο κατηγοριών το εντάσσει, τα σχόλια που κάνει, τις παρατηρήσεις του, ερμηνεύει τις σκέψεις του. Ακολουθεί προσεκτικά τις περιηγήσεις του στα χώματα της Αττικής. Βαδίζει μαζί του, σε άγνωστους μας παρθένους χώρους του Αττικού τοπίου στους αμέτρητους περιπάτους του, στις σχεδόν καθημερινές του φυσιολατρικές εκδρομές. Ακούει μαζί του (όπως και εμείς) τις συνομιλίες του με τους κατοίκους των περιοχών που επισκέπτονταν. Τους αγρότες, τους τσοπάνους, τους ιδιοκτήτες των χαγιατιών, τους εργάτες γης, τους καλλιεργητές, τους ιδιοκτήτες σπιτιών, τους εμπόρους που συναντούσε και συνομιλούσε, αντλούσε τις πληροφορίες του. Χαιρόμαστε τις λυρικές και ειδυλλιακές του περιγραφές των οικιών, των αυλών με τις πέργολες, τα λουλούδια, την ευκαρπία των κήπων, των παρτεριών, των περιβολιών. «Ενδύεται» την αρματωσιά του Αθηναιολάτρη για να οικοδομήσει τα εύστοχα συμπεράσματα και το εθνογραφικό κάδρο που τον τοποθετεί στο άρθρο του στο τουριστικό περιοδικό. Στους προδρόμους δηλαδή της Ελληνικής Εθνογραφίας και πολύ σωστά. Αφήνει τα ίχνη πάνω στα ίχνη του. Διαβάζουμε μαζί του τις απόψεις του, τις κρίσεις, τις συμπάθειες, της αγάπης του αποτυπώματα για τον υπαίθριο χώρο. Το υλικό του εξαρτάται και διαμορφώνεται διαρκώς, εμπλουτίζεται από τις τοποθεσίες που επισκέπτεται. Αφουγκραζόμαστε τον ενθουσιασμό του, διαισθανόμαστε την συγκίνησή του, τις μικροχαρές του, την αμέριστη ικανοποίησή του κάθε φορά που ανακαλύπτει μια απόμακρη τοποθεσία, ενός λησμονημένου μονοπατιού, ενός παρθένου άλσους ή μικρού δάσους, τα μυστικά της φύσης, τις φωλιές ζώων, των πτηνών. Φωτίζει το παρελθόν της, την ιστορία, την αρχαιολογία της, μας μιλά για το ιστορικό παρόν του. Δεν μένει απαθής σε καμία εικόνα και αίσθηση, ερέθισμα του ελληνικού τοπίου και ζωής. Περπατά πάνω στα διάσπαρτα και σπασμένα ερείπια και αρχαιότητες της Αττικής γης στις εκδρομικές του εξορμήσεις. Ξεκουράζεται ακουμπώντας πάνω τους. Βλέπουμε τι σημείωνε, πως οργάνωνε και διαχειρίζονταν το υλικό αυτό, πώς μας το εξέθετε κατόπιν στα γραπτά του. Ποιες οι «κατηγοριοποιήσεις» του αχαρτογράφητου, μέχρι τότε, υλικού των παρατηρήσεών του. Για παλαιούς δρόμους της ελληνικής ιστορίας που περπατούσε εκ νέου. Ένα τσιγάρο δρόμο πλήθος εντυπώσεων. Την ενθουσιώδη, σχεδόν νεανική επιθυμία του να αναδείξει κάθε καινούργιο στοιχείο, κάθε πτυχή, κάθε πλευρά, πληροφορία που αντλεί από τον χώρο, τις κατασκευές του, το φυσικό περιβάλλον το οποίο λειτουργεί και αναπνέει σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Πως εργάζεται ή τι «μηχανεύεται» για να το διασώσει, να το κοινοποιήσει στους συγχρόνους του Αθηναίους αναγνώστες και όχι μόνο, να τους κεντρίσει την περιέργεια, να τους προκαλέσει το ενδιαφέρον να ψάξουν και οι ίδιοι, να επισκεφθούν τους χώρους και τις κρυφές και απάτητες τοποθεσίες του, να ταξιδέψουν και να το γνωρίσουν στις εκδρομές τους. Ο Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου συνδέει τα ιστορικά μνημειακά ευρήματά που κείτονται στην Αττική Γη (αυτές τις πελώριες και ογκώδεις άσπρες πέτρες υπολείμματα παλαιών ιστορικών μνημών ζωής) με την αρχαία ελληνική ένδοξη κλασική δόξα, ιστορία, κληρονομιά, ελληνικό παρελθόν την περίοδο της τουρκοκρατίας, ενώ παράλληλα, πραγματοποιεί την άμεση διασύνδεση των ανευρεθέντων κληροδοτημάτων του με το σύγχρονό του ελληνικό παρόν που ζει και περπατά ανάμεσά τους. Τα γραφόμενά του και οι παρατηρήσεις του δεν μας φανερώνουν το βλέμμα ενός περιηγητή που οι περιγραφές του έχουν μουσειακό χαρακτήρα, στεγνές εξεικονίσεις διασωθέντων αρχιτεκτονικών λειψάνων, αφυδατωμένων πολιτιστικών σπαραγμάτων της ιστορίας και του κοινωνικού βίου των Ελλήνων. Δεν είναι οι ήχοι μιάς παλαιάς λατέρνας, ήχοι μιάς ρομβίας νοσταλγικής εποχής, είναι η μελωδία ενός λόγου διαχρονικής ελληνικής ιστορίας. Οι Περιηγητικές παρατηρήσεις που θα υφάνει και θα συσκευάσει προσεκτικά ο Αναδρομάρης για να τις τοποθετήσει στο σκευοφυλάκιο της παράδοσης του ένδοξου Αττικού Ελληνικού παρελθόντος. Το βλέμμα του Καμπούρογλου παρατηρεί με προσοχή το τοπίο και τις αναπνοές του, νιώθει τις φλέβες και τους παλμούς της καρδιάς του να χτυπούν δυνατά, τις εσωτερικές ανάσες του να σμίγουν με τις δικές του. Το συμπαραθέτει με ζωντανές συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα τις δοξασίες του ελληνικού λαού, της παράδοσης των κατοίκων του, σε μια διαρκή, στενή, άρρηκτη συνέχεια και συνομιλία στον χρόνο των πολιτιστικών ιχνών, όπως διασώθηκαν στους αιώνες που διάβηκαν. Παρά τις κατακτήσεις, τις καταστροφές, τις επιδρομές, τις λεηλασίες, τις ταλαιπωρίες που υπέστει η Αττική γη και οι κάτοικοί της από ημεδαπούς και αλλοδαπούς κατακτητές και εισβολείς.
Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου αυτός ο ζηλωτής Αθηναιολάτρης, ο μοναδικός ίσως, που συνεισέφερε τόσα πολλά στην ιστορία της πόλεως των Αθηνών, ανέδειξε με την γραφή και παρατηρητικότητά του την καθόλου εντοπιότητα του Αθηναϊκού τοπίου, των κατοίκων του. Χιλιάδες μικρά και μεγάλα σημαντικά ή όχι και τόσο σημαντικά γεγονότα και μικρολεπτομέρειες περισώθηκαν από την άυπνη ματιά του και την πένα του, την εργατικότητά του, την φυσιολατρία του. Χωριά και χωριουδάκια, συνοικίες των «παροίκων», αγροτικές εκτάσεις και ταξιδιώτες, έμποροι, ναυτικοί, αγροτικό και εργατικό της εποχής του δυναμικό. Χαμοκέλες και χάνια, μικρά εμπορικά κέντρα και σταθμοί, που συγκροτήθηκαν γύρω από τις αναπτυσσόμενες οικιστικά περιοχές της πρωτεύουσας. Κατοικίες και χαμόσπιτα, ρουμάνια και κρυφά περάσματα, ρούγες και διάσπαρτες οικιστικές υποτυπώδεις ζώνες, πηγάδια και κεφαλάρια βρυσών, γηγενείς πληθυσμοί και περιφερόμενες από άλλα μέρη πληθυσμιακές ομάδες και άτομα της ελληνικής επαρχίας. Έλληνες εκπατρισμένοι από διάφορα μέρη της σκλαβωμένης Ελλάδας. Πληθυσμιακές συστάδες οικογενειών που δρομολόγησαν την αστικοποίηση του Αττικού ιστού και καθόρισαν, προσδιόρισαν την κοινωνική, εμπορική, ναυτιλιακή και διοικητική εξέλιξη της ιστορίας της πρωτεύουσας μας αποκαλύπτονται στην πολύτομη «Ιστορία των Αθηνών» του. Περιλαμβάνονται στις εκατοντάδες σελίδες του με ειλικρίνεια και σεβασμό, αγάπη και ανάλογη φροντίδα. Διαμορφωτικά εκκολαπτήρια των μετέπειτα κοινωνικών διεργασιών της, διαμορφώνοντας και μεταλλάσσοντας διαρκώς το Αττικό τοπίο και την αισθητική του, με τις δημόσιες ή ιδιωτικές παρεμβάσεις και μετακινήσεις τους, και διαπλάθουν τον χαρακτήρα και τις συμπεριφορές των κατοίκων σε αυτή την εσωτερική «Οδύσσεια». Εντοπίστηκαν έντονα εθνολογικά στοιχεία από τον Καμπούρογλου, προσδιορίστηκαν αρχαιολογικά ευρήματα, συσχετίστηκαν με επιστημονική ακρίβεια και αποτυπώθηκαν στις σελίδες των βιβλίων του. Έγιναν δηλαδή κτήμα της ιστορικής μνήμης των μεταγενέστερων συμπατριωτών του, της γλώσσας και παράδοσής τους. Αττικά Μνημεία σπόνδυλοι ιστορικών μεγαλείων, αξιοσημείωτα, ξεχασμένα-θαμμένα κτερίσματα στα Αττικά χώματα χαρτογραφήθηκαν, καθώς ξεπροβάλλουν σαν φάροι πολιτισμού και παλαιάς μνήμης. Παραγνωρισμένα επιτεύγματα αρχιτεκτονικού και γλυπτικού μεγαλείου της κλασικής αρχαιότητας επανήλθαν στην επιφάνεια των ενδιαφερόντων των ντόπιων κατοίκων και των επισκεπτών. Πολιτιστικά σήματα και θρησκευτικές πατημασιές της βυζαντινής αυτοκρατορικής περιόδου εντοπίστηκαν, χώροι και έργα της Οθωμανικής περιόδου εναπομείναντα, διασωθέντα της περιόδου της ελληνικής σκλαβιάς, πληγές ανθρώπων και χαράξεις ανεξίτηλης τέχνης και ομορφιάς. Έγιναν ιστορικά διαπιστευτήρια της μελλοντικής ιστορίας και παράδοσης του συνόλου των Ελλήνων και Ελληνίδων κατοίκων. Εκκλησίες και μοναστήρια, χαγιάτια και μποστάνια, αυτοσχέδια παραπήγματα και στέγαστρα για τις στάνες, πρόχειρες κατασκευές και κρυφά περάσματα, λημέρια μέσα στα πυκνά δάση και άλση. Ποταμοί που ποτίζουνε με τα καθαρά νερά τους την Αττική Γη, γάργαρα ρυάκια, κελαρίσματα μουσικά. Καπηλειά ονείρων απλών ελλήνων αγροτικού πληθυσμού κατοίκων. Τοπόσημα και τοπωνύμια άλλων εποχών που διασώθηκαν στο χρόνο ακόμα και παραφθαρμένα. Περιοχές του Αττικού χώρου που κρατούσαν τα σκήπτρα της κοινωνικής άνθισης και των εμπορικών δραστηριοτήτων. Λασπότοποι και νεόκτιστες ασβεστωμένες περιοχές και δέντρα σύνορα δρόμων περιοχών και συνοικισμών. Κήποι και εξοχικά θέρετρα, οικήματα αστικών οικογενειών, παραθεριστικά κέντρα εντός και εκτός των μέχρι τότε γνωστών ορίων της κλασικοθρεμένης πρωτεύουσας με τους επαρχιώτες κατοίκους της, τον αγροτικό πληθυσμό της, τους οραματισμούς ενός ελληνικού πληθυσμού που τους τραγούδησε και ύμνησε ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, ο γεραρός Κωστής Παλαμάς. Το μικρό ιδιόμορφης εικονοποιίας και αδιαμόρφωτο ακόμα-λόγω ιστορικών συνθηκών-ανθρωπογενές τοπίο των Αθηναϊκών χωμάτων, παράλληλα με το αναγνωρίσιμο και μη αναγνωρίσιμο έδαφος της Αττικής περιφέρειας, πορευόμενα αλληλένδετα στο εκτενές πεδίο της καθόλου ιστορίας της Ελλάδας στον χρόνο. Ενός Έθνους επαναπροσδιοριζόμενων ταυτοτήτων και πολιτισμικής ατμόσφαιρας μέσα στην Ιστορία. Ενώ την ίδια στιγμή ο περιηγητής με τις αφηγήσεις του-δίχως ίσως να το επιδιώκει, μπορεί και το αντίθετο- κατασκευάζει ένα Λεξικό από Ελληνικές Λέξεις, και γλωσσικούς ιδιωματισμούς, έναν λαϊκό θησαυρό της ελληνικής γλωσσικής υπαίθρου που πλούτισε την ελληνική έκφραση, τον ελληνικό λόγο, την λογοτεχνική γραφή, τον προφορικό λόγο. Στα βιβλία του Καμπούρογλου, διασώζονται σημαντικά κτερίσματα της ελληνικής παραδοσιακής μας κληρονομιάς. Στοιχεία και πληροφορίες, ακούσματα και ήχοι οι οποίοι ενδέχεται να αγνοούνται από τους φρακοφορεμένους επίσημους, καρεκλοκένταυρους παράγοντες της εκπαίδευσης της αστικής δυτικοευρωπαϊκής μεγαλοφροσύνης .
Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου υπήρξε ένας παθιασμένος και δραστήριος μέχρι τα δυσμάς του βίου του Αθηναιολάτρης- Αττικολάτρης θα συμπλήρωνα αβίαστα. Ένας ένθερμος φυσιολάτρης, ένας «μανιακός» πεζοπόρος που σε όλη του την ζωή προτιμούσε να κάνει εκδρομές στην ύπαιθρο και μικρά κοντινά ή μακρινά ταξίδια παρά να βρίσκεται κλεισμένος μέσα στους γεμάτο βιβλία τέσσερεις τοίχους της βιβλιοθήκης του, και από εκεί, να μας μιλά για τις ομορφιές της Αθήνας και του τοπίου της. Ο Καμπούρογλου δεν προσομοίαζε στον Μεσολογγίτη ποιητή και δάσκαλο του ποιητικού λόγου Κωστή Παλαμά, τον βιβλιοφάγο. Ήταν από ιδιοσυγκρασία πλασμένος για τους ανοιχτούς χώρους, για τις υπαίθριες εξορμήσεις, τους ανοιχτούς ορίζοντες του φυσικού τοπίου, για τις μικρές και μεγάλες εξερευνήσεις. Ανίχνευσε σπιθαμή προς σπιθαμή την Αττική γη, τα ιερά χώματα της Αθήνας που βάδισε ο αρχαίος βασιλιάς της, ο Κόδρος, η Αντιγόνη, ο τραγωδός Αισχύλος, ο Περικλής. Την περιέγραψε ο Παυσανίας, την κωμώδισε ο Αριστοφάνης, υπερασπίστηκε τα εδάφη της ο Θεμιστοκλής. Οι φημισμένοι της φιλόσοφοι, οι δοξασμένοι της ποιητές, οι ιστορικοί και κυβερνήτες της, την περπάτησαν οι σοφοί της όπως ο Σωκράτης και ο μαθητής του Πλάτωνας, οι Σοφιστές της. Διέσωσε τα αρχαία και τα μεσαιωνικά της τοπωνύμια και τοπικές ονομασίες. Σκιαγράφησε συνήθειες και λάξευσε με την γραφίδα του ήθη και έθιμα των απλών ανώνυμων κατοίκων της. Αναστήλωσε παλαιά της ιστορικά κλέη. Οι διάφορες περιοχές της Αττικής γης, η Αθήνα, οι κάτοικοί της, ο βίος και ο πολιτισμός τους μας έγιναν γνωστά, διασώθηκαν στον ύστερο χρόνο της έρευνας από τις εργασίες, τα άρθρα, τα βιβλία, τις σημειώσεις, τις περιγραφές του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου. Υπήρξε ένας ιστοριοδίφης με σπάνιο ταλέντο και προσόντα, καθόλου γραφικός ή εθνοκεντρικός, αθηναιοκεντρικός σίγουρα. Ένας φυσιολάτρης-εκδρομιστής που ότι είδε, ότι άκουσε, ότι ψηλάφισε με τις αισθήσεις του σώματός του κατά τις άπειρες επισκέψεις και περιπάτους του, ότι οσμίστηκε μας το διέσωσε λες αποκλειστικά μόνο για εμάς. Ήθελε να χαρούμε με την χαρά του. Διαισθάνθηκε τις μελλοντικές μας ανάγκες και αγωνίες μας, τα ενδιαφέροντά μας και μοιράστηκε τους ενθουσιασμούς και συγκινήσεις του μαζί μας. Υπήρξε ο κορυφαίος πόλος έρευνας και προβολής των μυστικών της Αττικής γης. Ένας ρομαντικός πρόδρομος του μεταγενέστερου φυσιολατρικού κινήματος που εξαπλώθηκε στην πατρίδα μας. Ένας πρόδρομος διασώστης του περιβάλλοντος στην ολότητά του, πριν ακόμα συστηματοποιηθεί τις κατοπινές δεκαετίες από τις πολιτικές σύγχρονες δυνάμεις και τα άλλα ειρηνόφιλα και της οικολογίας κινήματα.
Αυτός ο ολίγον τι έλληνας θιασώτης του Ζαν Ζακ Ρουσώ (και της φιλοσοφίας του περί επιστροφής στην Φύση) σπούδασε νομικά, εξάσκησε την δημοσιογραφία, υπήρξε ποιητής, διηγηματογράφος, πεζογράφος, ιστορικός, λαογράφος- εθνογράφος. Πολυτάλαντη προσωπικότητα. Διηύθυνε τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Δαφνί και την Ιερά Οδό. Ήταν επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και διευθυντής της. Εκδότης του περιοδικού «Εβδομάς», του λαογραφικού περιοδικό «Δίπυλον». Εξελέγη Ακαδημαϊκός, του απενεμήθη το «Εθνικόν Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών», το 1923 επί Νικολάου Πλαστήρα. Υπήρξε πολυγραφότατος. Το κυρίως όμως και μοναδικό του ενδιαφέρον, υπήρξε η ενασχόληση του, οι προσωπικές του έρευνες διάσωσης, οι γραπτές του μαρτυρίες για το τοπίο και τους κατοίκους της Αθήνας. Συνέγραψε μεταξύ άλλων την «Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας επί τη βάσει νέων πηγών» (1889-1896), τόμοι 3. Τα «Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων» (1889-1892), τόμοι 3. Έγραψε βιβλίο για τους «Αρματολούς και κλέφτες» (1913), για την «Εκλογή του βασιλέως Γεωργίου Α΄» (1905.), τα βιβλία «Αι παλαιαί Αθήναι» (1922), «Αι Αθήναι κατά τα έτη 1775-1795» (1931), «Το Αθηναϊκόν αρχοντολόγιον» και πολλά άλλα. Σημαντικές εργασίες του, που συνεκέντρωσαν μέσα στις σελίδες τους με απαράμιλλο ενδιαφέρον και στοργή, μεράκι και φροντίδα, επιμέλεια και προσοχή ένα πρωτόγνωρο για την εποχή του ογκώδες, πλούσιο και πολύπτυχο ιστορικό, λαογραφικό, εθνογραφικό, γεωγραφικό, γλωσσικό υλικό. Σημαντικής ποιότητας εργασίες που ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύτιμα εργαλεία αναφοράς, γνώσεων και πληροφοριών, ιστορικής και αρχαιολογικής τεκμηρίωσης, ζωντανών λειψάνων μνήμης της Αττικής Γης. Ανεξάντλητη πηγή. Βιβλία χρήσιμα, αναγκαία σε ιστορικούς, εθνολόγους, λαογράφους, καθηγητές αρχαιολογίας, φιλολόγους, εξερευνητές, ταξιδευτές, ξεναγούς, φυσιολάτρες, διαβάτες λάτρεις της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού. Περιηγητές της ελληνικής φυλής, του έθνους των Ελλήνων, των χωμάτων. Τα βιβλία του είναι η μεγάλη πολιτισμική εικόνα της ιστορίας των ελλήνων την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το ανθρωπολογικό και γεωγραφικό αλφαβητάρι την περίοδο του οθωμανικού ζυγού και κατόπιν. Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, που χρησιμοποιούσε διάφορα ψευδώνυμα στα δημοσιεύματα του, βλέπε τα ονόματα Αναδρομάρης, Αναδρομάρης της Αττικής, Ονούφριος, Απολλινάριος, Δήμος Κάππας, Πέτρος Χελιδόνης, Γαύρος Ορνίθης και πολλά άλλα, έγραψε επίσης ποιήματα και στίχους για παιδιά. Την ευτράπελη και αντιρομαντικής ατμόσφαιρας ποιητική συλλογή «Η φωνή της καρδιάς μου» (1873) στην δημοτική γλώσσα, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η χρήση της καθαρεύουσας. Έγραψε ακόμα «Τα μικρά διηγήματα» (1921), «Η κυρά Τρισεύγενη και άλλα διηγήματα» (1924) και άλλους τίτλους μικρών πεζών. Αφηγήσεις που αναδεικνύουν το προσωπικό του τάλαντο και προπαντός χιούμορ. Το 1985 εκδόθηκαν τα Απομνημονεύματά του σε δύο τόμους. Η εργογραφία του είναι πλούσια, αρκετά είναι και τα αφιερώματα των περιοδικών στο πρόσωπό του και τα βιβλία του.
Σε προηγούμενο σημείωμα με την συνέντευξη της ηθοποιού και ποιήτριας Μυρτιώτισσας, Θεώνης Δρακοπούλου, μετέφερα γενικές πληροφορίες για τον νεαρό δημοσιογράφο του μεσοπολέμου Γεώργιο Δημάκο και το βιβλίο του «ΟΙ ΕΞΕΧΟΝΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ». Στο παρόν προσπαθώ να σκιαγραφήσω το πορτραίτο του παλαιού ποιητή, μυθιστοριογράφου, διηγηματογράφου, λαογράφου, αθηναιογράφου, Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου. Μέσα από μικρά κείμενα του, ποιήματά του, λέξεις της εποχής του που χρησιμοποιεί στα μυθιστορήματά του και φυσικά κείμενα τρίτων. Ο μανιάτης δημοσιογράφος Γεώργιος Δημάκος δεν παίρνει απλά μια συνέντευξη από έναν «εξέχοντα» έλληνα του δημόσιου βίου. Ο Δημάκος σκιαγραφεί την εξέχουσα φυσιογνωμία στις προσωπικές της στιγμές-στις καλές και τις κακές της-ενώ παράλληλα μας πληροφορεί για τα δημόσια πολιτικά, συγγραφικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά και άλλα πεπραγμένα του με σοβαρότητα, χιούμορ και λεπτότητα. Κάτι που καθιστά έγκυρο τον λόγο του και τις απόψεις του. Σε διαφορετικό κλίμα είναι το άρθρο του Δημητρίου Λουκάτου που εντάσσει όπως προείπαμε τα βιβλία και τις ερευνητικές εργασίες του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου στις προδρομικές περιόδους της ελληνικής λαογραφίας-εθνογραφίας. Σημαντική επισήμανση που μας θέτει το πλαίσιο και τους όρους αναφοράς στους οποίους οφείλουμε να στηριχθούμε στην ανάγνωση των δεκάδων εργασιών του.
Οι απαντήσεις του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου στον συγγραφέα Λουκά Δαράκη, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ηχώ της Ελλάδος» που διευθυντής της ήταν ο θεατράνθρωπος Κωστής Μπαστιάς και αρχισυντάκτης της ο ανθολόγος Ηρακλής Αποστολίδης. Κάτω από τον γενικό τίτλο «Μεγάλη έρευνα μεταξύ των λογίων», στον Λουκά Δαράκη απαντούν 34 λόγιοι της εποχής. Πνευματικές προσωπικότητες-ποιητές και μυθιστοριογράφοι- της ελλάδας από όλο το φάσμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ανεξαρτήτου ηλικίας. Οι απόψεις τους και οι θέσεις τους, οι απαντήσεις που δίνουν κατοπτρίζουν μια ολόκληρη εποχή. Όπως εύστοχα σημειώνει στον πρόλογό του ο ακαδημαϊκός και ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, «κάθε συνέντευξη αποτελεί ένα είδος περίληψης της προσωπικότητας του καθενός. Οι ίδιοι δίνουν τον εαυτό τους, εκφράζοντας τις απόψεις τους, τους προβληματισμούς τους. Δίνουν τα γενικά χαρακτηριστικά της πνευματικής τους φυσιογνωμίας.». Ο λάκων δικηγόρος και συγγραφέας, με την μεγάλη συνδικαλιστική δράση, Λουκάς Δαράκης, συσσωματώνει τις απαντήσεις των 34 αυτών συγγραφέων στον τόμο «Για την τέχνη και τη ζωή» που κυκλοφόρησε μισό αιώνα αργότερα από τις εκδόσεις Φιλιππότη 1987. Το βιβλίο περιλαμβάνει κατά αλφαβητική σειρά τις απαντήσεις 30 αντρών και 4 γυναικών δημιουργών. Από το σύνολο των παρουσιαζομένων δύο βρίσκονται ακόμα εν ζωή. Η γιαγιά των ελληνικών γραμμάτων αριστερή δασκάλα Έλλη Αλεξίου (1898-) (Έλλη Δασκαλάκη, αδερφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη) και του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά (1904-). Όλοι οι υπόλοιποι έχουν περατώσει τον βιολογικό και πνευματικό τους κύκλο πριν την έκδοση του βιβλίου. Οι άλλες τρείς ελληνίδες συγγραφείς είναι: η κριτικός θεάτρου και της ελληνικής λογοτεχνίας Άλκης Θρύλος, ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη (1896-1971). Η πεζογράφος Γαλάτεια Καζαντζάκη- Αλεξίου (1886-1963) πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη, και η ηθοποιός και ποιήτρια Μυρτιώτισσα (1883-1968), ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου. Οι 30 έλληνες λόγιοι είναι οι παρακάτω: Ο ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-), ο ποιητής και κριτικός Τέλος Άγρας (1899-1944), ο διηγηματογράφος και απομνημονευματογράφος Γιάννης Βλαχογιάννης (1868-1945), ο διηγηματογράφος Δημοσθένης Βουτυράς( 1871-1958), ο Ε. Γιαννίδης (1865-1942), ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης (1886-1967), ο ποιητής Γιάννης Γρυπάρης (1872-1942), ο συγγραφέας Βασίλης Δασκαλάκης(1900-1944), ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης(1859-1951), ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966), ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), ο Δημήτρης Καμπούρογλου (1852-1942), ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960), ο Νίκος Καρβούνης (1880-1947), ο Λέων Κούκουλας (1894-1967), ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), ο Μιλτιάδης Μαλακάσης (1870-1943), ο Σπύρος Μελάς (1883- 1966), ο ποιητής Απόστολος Μελαχρινός (1883-1952), ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937), ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), ο Κώστας Ουράνης (1890-1953), ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982), ο Τάκης Παπατσώνης (1895-1976), ο Παντελής Πρεβελάκης (1909-1986), ο Βασίλης Ρώτας (1889-1977), ο Σωτήρης Σκίπης (1879-1952), ο Άγγελος Τερζάκης (1906-1979, ο Μ. Τσιριμώκος (1872-1939) και ο Ρώμος Φιλύρας (1888-1942). Να συμπληρώσουμε ότι στον 12ο τόμο της Βασικής Βιβλιοθήκης, εκδόσεις «Αετός», η σειρά επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, ο τόμος «ΠΟΙΗΤΑΙ ΤΟΥ ΙΘ΄ ΑΙΩΝΑ», που επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, δημοσιεύονται τα ποιήματα της συλλογής του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ»-ΛΥΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Δημοσιεύονται τα εξής ποιήματα: ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΥΣΜΑΤΑ.-ΤΟΥΡΤΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ,-ΤΟ ΑΝΤΙΦΑΡΜΑΚΟΝ Ή ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ.-ΤΑ ΟΡΕΚΤΥΚΑ.-Η ΘΗΛΕΙΑ.-Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΙΜΟΥ ΤΗΣ.-ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ ΜΟΥ.-ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ.-ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ.-Η ΜΥΡΣΙΝΗ. Σελίδες 287-294.
Πολλά βιβλία του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλους επανακυκλοφόρησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Βλέπε το έργο του «Αττικοί Έρωτες» (Ιστορικό διήγημα), εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1995, σελίδες 196, με σημείωμα και λίγα λόγια για τον συγγραφέα και το έργο του, του Γιάννη Σκυλλά. Βλέπε και κριτικό σημείωμα της κριτικού και ποιήτριας Ελένης Χωρεάνθης, «Κείμενα διαχρονικής αξίας», Ο Ριζοσπάστης 9/5/1996. Εφημερίδα Το Βήμα 29/10/1995 και Αριστέας Ελληνούδη, «Βυρωνικοί έρωτες», Ο Ριζοσπάστης 15/10/1995. Η σταθερή συνεργάτης της εφημερίδας Ριζοσπάστης και κριτικός Αρ. Ελληνούδη, κρίνει στο ίδιο έντυπο και το βιβλίο της μητέρας του Δ. Κ., Μαριάννας Γρ. Καμπούρογλου, «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ» που εκδόθηκε από την Σύγχρονη Εποχή 1997, βλέπε Αρ. Ελληνούδη, «Παραμύθια-κειμήλιαα», Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 15/6/1997, σ.2. Ενώ και πάλι στο ίδιο έντυπο της Κυριακής 7/4/1996, σ. 3 και στο κριτικό της σημείωμα, «Ευλογία» για έναν «ευλογημένο» αναφέρεται στο βιβλίο της Ευγενίας Ζωγράφου, «Ο «ευλογημένος» Αθηναιογράφος ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ. Μια πρωτοποριακή μορφή. Η ζωή και το έργο του», με πρόλογο του δικηγόρου Δημητρίου Αλ. Γέροντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1996.
Ενδεικτικές πληροφορίες:
Κατά την σύνταξη του παραπάνω άρθρου είχα υπόψη μου τα σχετικά βιβλία, άρθρα και κριτικές.
-Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, Η Ιστορία των Αθηνών» 4 τόμοι (ανατύπωση). -Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, Ο Αναδρομάρης, (ανατύπωση), Βιβλιοπωλείον Διονυσίου Νότη Καραβία. Αθήνα MCMXCVI. -Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής. Τόμοι Α-Β 1852-1872, (ανατύπωση) Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 2020.-Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, Αττικοί έρωτες, Ιστορικό διήγημα, Σύγχρονη Εποχή 1995. -Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, Αι Παλαιαί Αθήναι, (ανατύπωση), Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1990. -Ευγενία Ζωγράφου, ο «ευλογημένος» Αθηναιογράφος. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ. Μια πρωτοποριακή μορφή. Η ζωή και το έργο του (1852-1942), Σύγχρονη Εποχή 1996. -Ιωσήφ Σιακκής, Δ. Γ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2012. -Λουκάς Δαράκης, Για την Τέχνη και τη Ζωή. Απαντούν 34 προσωπικότητες. Πρόλογος του Νικηφόρου Βρεττάκου, Φιλιππότης 1987. -Γεώργιος Δημάκος, Οι Εξέχοντες Έλληνες (Απ’ την καλή και την ανάποδη), Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα Κυριακή 1/6/1934, σ.28-. -Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, Ποιηταί του ΙΘ΄Αιώνα, Βασική Βιβλιοθήκη τόμος 12ος, σελ. 287-294. -Γιάννης Καιροφύλας, Η Αθηναϊκή Σάτιρα, Φιλιππότης 1991. -Μιχάλης Γ. Μερακλής, Η Ελληνική Ποίηση, τόμος Β΄, Σοκόλη 1989, σ. 194-199. -Μιχάλης Περάνθης, Απόψεις, Αθήνα 1961, σ. 241-245. -Μιχάλης Περάνθης, περ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 8/1951, σ.129-. -Χάρης Σακελλαρίου, Οι πρωτοπόροι της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας. Α΄ Ποίηση, Πατάκης 1989, σ. 85-. -Εφ. Τα Νέα 1/4/1989, Βιβ/κη. -Εφ. Ελεύθερος Τύπος 30/6/1991 Βιβ/κη Η Αθήνα που έφυγε. -Εφ. Το Βήμα 29/10/1995. -Αριστούλα Ελληνούδη, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 15/10/1995, Βιβ/κη Βυρωνικοί έρωτες. -Αριστούλα Ελληνούδη, εφ. Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 7/4/1996, σ. 2 Βιβ/κη «Ευλογία» για έναν «ευλογημένο». -Αριστούλα Ελληνούδη, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 15/6/1997, σ.2. Βιβ/κη Παραμύθια-κειμήλια. -Ελένη Χωρεάνθη, εφημερίδα Ο Ριζοσπάστης 9/5/1996, Βιβ/κη Κείμενα διαχρονικής αξίας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023.
ΥΓ.
Έφυγε από την ζωή η εκπληκτική αγγλίδα ηθοποιός Γκλέτα Τζάκσον. Την ερμηνεία της ως Βασίλισσα Ελισάβετ της πολιτικοποιημένης ηθοποιού την απολαύσαμε στον κινηματογράφο «Αττικόν» στον Πειραιά πρίν χρόνια και όχι μόνο.
Κυκλοφόρησαν μεταξύ άλλων και τα εξής βιβλία.
Α) Τα Ποιήματα 1974-2019 της ποιήτριας Αθηνάς Παπαδάκη, εκδόσεις Αρμός 2023
Β) Οι Αξέχαστοι φίλοι μου, της εκπαιδευτικού και κριτικού λογοτεχνίας Ανθούλας Δανιήλ, εκδόσεις Νίκας 2023
Γ) «Ούτε άντρας ούτε γυναίκα…» Η εμφάνιση της σεξολογίας και η κατασκευή της αντρικής ομοφυλοφιλίας στην Ευρώπη και την Ελλάδα 1830-1940 της Γαβριέλας Ευαγγελίας- Ασπράκη, εκδόσεις Θεμέλιο 2023.
Δ) Σπύρος Μουστακλής. Ένας Ελεύθερος πολιορκημένος, της Χριστίνας Δημητρακάκη- Μουστακλή, εκδόσεις Λειμών 2022.
Ε) Άπαντα Πάνου Κουτρουμπούση, εκδόσεις Oportuna, 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου