Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ποιήματα από την Εκλογή Ποιημάτων Τροίας Επίλογος

 

ΕΞΙ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ (1923-11/3/1998)

          ΙΣΤΟΡΙΑ

Παιδιά που δε γνωρίσανε άλλο θεό

εκτός από τη μοίρα των γονιών τους

να πέφτουν ματωμένοι πάνω στους βωμούς,

να πέφτουν πολεμώντας ματωμένοι

σε μακρινές πεδιάδες που δεν ξέραν

τι τάχα του είχε φέρει ως εκεί πέρα’

 

παιδιά που είδαν με τα μάτια τους

το κράνος και το δόρυ του πατέρα

όπως ετοιμαζόταν για να φύγει

σε νικηφόρες υπερπόντιες εκστρατείες,

το κράνος και το δόρυ του πατέρα

που μόνο αυτά γυρίσαν από κάτω,

φερμένα από τους σιωπηλούς, πικρούς συντρόφους’

 

παιδιά που είδαν τη φωτιά που τους μηνούσε

νίκη στην άλλη όχθη του Αιγαίου,

τι άλλο τους απόμεινε να κάνουν

-μια και στρατό δικό τους πια δεν είχαν-

παρά να πάνε μισθοφόροι στους βαρβάρους,

να παίξουνε στα ζάρια τη ζωή τους

σε χώρες ξένες και σε κάμπους άλλους,

στον ποταμό Σαγγάριο ή τον Ευφράτη,

προσμένοντας πώς κάποτε θα ‘ρθεί

η δίκη και το πλήρωμα του χρόνου

που ο βασιλέας απ’ τη δική τους γενιά

θα ‘ρθει στα ίδια χώματα, να δώσει

δικαίωση στο μαύρο θάνατό τους,

στο θάνατο των μισθοφόρων, δίπλα

στον ποταμό τον ξένο, τον Ευφράτη. Σελίδα 103

                ΔΑΣΚΑΛΕ

                          (Μνήμη Γ. Σεφέρη)

Το κοχύλι στον ήλιο

σωπαίνει στο άδροσο πρωινό

 

μάθαμε τη θλίψη

σαν ένα δύσκολο

αλφάβητο

κομπιάζοντας

 

γείραμε αποσταμένοι

στον ίσκιο σου

 

δάσκαλε

 

τώρα που ‘φυγες μπορούμε

να τον μετρήσουμε

 

είναι

σαραντάπηχος

 

μας έμαθες

τη λέξη που λύνει

τις βασκανίες τα ξόρκια

για κείνους τους στίχους

 

που δεν μπορέσαμε ποτέ

να τους προφέρουμε σα λόγια

 

καθώς η φοβέρα και η σκλαβιά

τα πλάκωνε μέσα μας

θρυμματίζοντάς τα

 

παρ’ τα μαζί σου τώρα

για εκεί όπου δεν έχει

 

εξουσία ο λογοκριτής

ο εισαγγελέας το λόγο

και ο ποιητής ανάγκη από

σοφιστείες. Σελίδα 169

        14.10.1971

             Ο  ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ  ΧΡΙΣΤΟΣ

                          Ι

Τα βράδια, την ώρα που ξυπνάνε τα παράθυρα

και βγαίνουν στις κορφές των σπιτιών

τα φώτα της προσμονής,

σε συνοικίες λαϊκές,

του κουρασμένου πατέρα που πλένει απ’ τα χέρια του

τον κάματο και την πονηριά της μέρας,

και μπαίνει στο δωμάτιο με τα κοιμισμένα παιδιά

και το τρεμάμενο χαμόγελο της μάνας τους,

κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησίες

που τον βαστούσαν φυλακισμένο,

κατεβαίνει ο Χριστός

με ένα τσιγάρο στο αυτί,

με τραγιάσκα ψαρά

και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής

και κοιτά τα σπίτια τούτων εδώ των φτωχών

χαμογελώντας.

          ΙΙ

Οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε.

Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους

και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο

ή παρακολουθούν αυτούς πού παίζουν τρίλιζα

με τ’ όπλο ανάμεσα στα δυο τους πόδια

σε μιά γωνιά του οδοφράγματος.

 

Δεν είναι όμορφες οι συνοικίες.

Δεν είναι όμορφη η επανάσταση.

Κι όταν νικάνε, γίνονται και τούτοι αντιπαθείς

σαν όλους τους άλλους.

                 Όμως

όταν, την τελευταία νύχτα της ανυποταγής,

ανάψουν ολούθε φωτιές

και δουν οι μαχητές πώς το τέρμα τους

είναι εδώ, και τους προσμένει

με την επόμενη έφοδο της εννόμου τάξεως

που αναγγέλλουν κιόλας τα μεγάφωνα,

σαν μοιραστεί κι η τελευταία ματιά

μαζί με τα λιγοστά τους βόλια

κι επισημάνουν τις θέσεις τους,

αποδεκατισμένοι επαναστάτες χωρίς αύριο-

                     τότε

μες από το σκοτάδι ξεγλιστράει φτωχοντυμένος

οπλισμένος μ’ ένα μακρύκανο

και παίρνει τη θέση ανάμεσά τους, σιωπηλά,

κι αρχίζει να ντουφεκάει μαζί τους τούς σταυρωτήδες του

ο Ιησούς Χριστός, του Ιωσήφ και της Μαρίας ξυλουργός,

κλάσεως 1944. Σελίδες 116-117

          ΤΟ  ΘΑΥΜΑ  ΤΗΣ  ΚΑΝΑ

Ήμουν μια σφιχτή γροθιά

και μ’ έκανες μιαν ανοιχτή παλάμη:

να το δικό μου θαύμα της Κανά.

 

Το απλό βλέμμα σου καθώς χαράζω τούτες τις γραμμές

να με γυρεύει πάνω από το ανοιχτό βιβλίο

με το αιώνιο πλεκτό στο χέρι-

η φωνή σου όπως την ακούω

μη διακρίνοντας τα λόγια σου

καθώς διαβάζεις, το βράδυ, στη διπλανή κάμαρα, στα παιδιά-

κι ο καθαρός ήλιος της κάθε μέρας

που είναι περιπέτεια και κατάκτηση

σαν δοκιμασμένος ισορροπιστής

που χωρίς να δείχνει τίποτε πέρα από ένα

πολύξερο αχνό χαμόγελο

δαμάζει τις σκοτεινές δυνάμεις του ιλίγγου

που τον προκαλούν στο κενό.

 

Πόσο δύσκολος ήταν κάποτε ο κόσμος

εξόριζα τη σκέψη και τη θύμηση

κι από φόβο μην ξαναπονέσω

αρνιόμουν την ευαισθησία.

 

Ήμουν μια σφιχτή γροθιά

και στις πτυχές της αναπόλησης

είχε πήξη το οδυνηρό αλάτι του άλγους.

Σιγά-σιγά, σαν σ’ ασυνήθιστα άρρωστο

με υπομονή και γνώση μ’ οδηγούσες

θραύοντας τις κλεισμένες πόρτες

που έδιναν στο ήρεμο φως.

 

Δεν ήρθε γρήγορα, όπως ποτέ

δεν έρχεται γρήγορα στο άθλημα,

η επιβράβευση.

Μήτε στο πρώτο, μήτε στο δεύτερο παιδί μας.

Όταν όμως ξύπνησα κάποτε

και είδα πώς ήμουν μέσα στον ήλιο

όχι σακάτης, μήτε απατεών, μα άνθρωπος

ακέραιος και άτρωτος

είδα την πορεία μας

σαν μια μακρινή γαλάζια νίκη

κι ένιωσα ταυτόχρονα περήφανος και ντροπιασμένος.

 

Να το δικό μας θαύμα της Κανά. Σελίδες 142-143

               ΕΛΙΚΗ  ΕΝΑΛΙΑ

Πολύδρωπη θάλασσα

ένα βουνό βυζαντινής αγιογραφίας

σαν μέτωπο καλόγερου ή

                                        παρτιζάνου

 

κι όλα αν τα χάλασα

μου μένουν, σαν αρχή σοφίας

οι ίσκιοι του βραδιού που αυξάνουν. Σελίδα 187

                            13.8.77 (Νικολέικα Αγίου)

                    IN  C  DUR

                                  ΤΟΥ ΡΕΝΟΥ ΑΠ.

                         συνοπτικό της Ιστορίας του

Τα χρόνια που πέρασαν, σημαδεμένα απ’ τα καρφιά

και τους δαυλούς μιας λεηλασίας, που

κι αν μας απόμεινε τίποτα, πάλι εμείς θα ‘μαστε οι χαμένοι.

 

Κι ύστερα άρχισε η περιπλάνηση. Μας είδαν πρώτα

οι βοσκοί που ήξεραν να βλέπουν συχνότερα από μας

τ’ αερικά και τους αρχάγγελους. Μας είδαν

οι έμποροι σε ταραγμένες πολιτείες, όταν το πλήθος

ξέσπαγε σ’ επανάσταση, κι είπαν πως εμείς

τους σπρώχναμε σ’ εξέγερση και μας φυλάκισαν.

Τη νύχτα είδαν το αχνό τους πρόσωπο οι φύλακες

και το πήραν για φάντασμα και λάκισαν

απ’ τα κελιά μας, παρατώντας τα όπλα τους

κι ουρλιάζοντας σαν να τους έκαιγαν. Είδαμε

και τα πρόσωπά μας μια στιγμή παραμορφωμένα

μέσα στη φρίκη των δικών τους. Αμίλητοι προχωρήσαμε

και φτάσαμε στη θάλασσα. Εκεί βαδίσαμε

ανάμεσα στα κύματα ώσπου να βρούμε κάποιο

μέρος να ξαπλωθούμε κάτω από το νερό,

αποζητώντας, επιτέλους, τη γαλήνη. Σελίδα 106

Από το βιβλίο: 

ΤΡΟΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ. ΜΙΑ ΕΚΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΛΤΟΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας, Αθήνα 2019, σελίδες 210, τιμή 15 ευρώ.

Διευκρινιστικά:

Το ποίημα «ΙΣΤΟΡΙΑ» προέρχεται από τα «ΧΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΗΧΟΛΗΨΙΕΣ» (1951)-Το ποίημα «ΔΑΣΚΑΛΕ» προέρχεται από «ΤΡΙΓΜΟΙ ΚΑΙ ΨΟΦΟΙ» (1966-1972).-Το ποίημα «Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ» προέρχεται από το «ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΒΗΡΥΤΤΟΥ» (1956).-Το ποίημα «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΚΑΝΑ» προέρχεται από «ΤΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΒΗΡΥΤΤΟΥ» (1957-58).-Το ποίημα «ΕΛΙΚΗ ΕΝΑΛΙΑ» προέρχεται από «ΑΠΕΝΑΝΤΙΑΣ» (1982).-Το ποίημα «IN C DUR” προέρχεται από τα «ΧΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΗΧΟΛΗΨΙΕΣ» (1951).

Εξαιρετικός ποιητής και δοκιμιογράφος, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, μάλλον άγνωστος στους νέους κακόφωνους και αδιάφορους ποιητικούς καιρούς μας στο ευρύ κοινό. Μακάρι να τον ανακαλύψουν εκ νέου και να τον διαβάσουμε όλοι μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 28 Ιουνίου 2023

ΥΓ. Τώρα που τέλειωσε η εκλογική διαδικασία και η τηλεοπτική σεζόν, μπορούμε να σιγοτραγουδήσουμε και εμείς μαζί με την εκλεκτή ομάδα των καλύτερων παιδιών του σήριαλ. Είμασταν όλοι μαζί και τα θέλαμε όλα... «Πασοκ τα καλύτερά μας χρόνια».

ΥΓ. Ο Welcome θριαμβευτικά και δημοκρατικά νίκησε. Άραγε, μετά από σαράντα χρόνια το σήριαλ της εποχής και οι ψηφοφόροι θα λένε για την εποχή μας «Μητσοτάκης ΝΔ. τα καλύτερά μας χρόνια;». Ποιος ξέρει η Ιστορία τι θα αναφέρει;

-          

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου