Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Θανάσης Λάλας, Ψίθυροι από το Δωμάτιο της Εξουσίας. Ανδρέας Παπανδρέου

 

 Ανδρέας Γ. Παπανδρέου,

            Ή 

η ψυχομέτρηση ενός ηγέτη

 

ΘΑΝΑΣΗΣ  ΛΑΛΑΣ,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ «ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΖΗΣΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ ΝΑ Σ’ ΤΑ ΔΙΗΓΗΘΩ»

Ψίθυροι από το Δωμάτιο της Εξουσίας

1500 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.- 100+6 ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ.- 35 ΣΠΑΝΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ: «Ο ΑΛΛΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ!» ΕΝΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ.- 1 ΗΧΗΤΙΚΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΛΑ

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα, Μάρτιος 2023, σ.338, τιμή 18 ευρώ. Οι φωτογραφίες του ενθέτου παραχωρήθηκαν από το αρχείο του Ιδρύματος «Ανδρέας Γ. Παπανδρέου». Οι λεζάντες των φωτογραφιών είναι του Νίκου Παπανδρέου. Η φωτογραφία στη σελίδα 8 είναι της Νίκης Τυπάλδου. Η φωτογραφία στη σελίδα 16 είναι του Αντώνη Παπαντωνίου.

Το βιβλίο αφιερώνεται από τον δημοσιογράφο και εικαστικό Θανάση Λάλα «Στον Γιάννη Χατζηανδρέα που μου έμαθε ότι έξυπνος δεν είναι αυτός που φαίνεται στους άλλους έξυπνος, αλλά αυτός που κάνει τους άλλους έξυπνους!».

--

          «Είχε ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία της ζωής του αλλά και της Ελλάδας συγχρόνως, όχι επειδή ήθελε να αποδείξει κάτι, αλλά επειδή μέσα από την προσωπική αφήγηση ανακάλυπτε την ταυτότητά του, τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν το προσωπικό του βιβλίο, που έπρεπε να γράψει και να ξαναγράψει για να διαμορφώσει το νήμα και το νόημα της ζωής του. Όπως ο συγγραφέας που δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει ένα μέρος της ζωής του για να πλάσει το βιβλίο του, έτσι και ο Ανδρέας εξέθετε τη ζωή του για να πλάσει το πολιτικό του γίγνεσθαι». Σελ. 68

     ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Ανδρέας Παπανδρέου Η ζωή σε πρώτο ενικό και η τέχνη της πολιτικής αφήγησης. 6η έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 9, 2003, σ. 126, τιμή 8, 48 ευρώ.

      Κάνοντας μία αναδρομή στα πολιτικά πεπραγμένα της γενιάς μου-γενιά του 1980- των χρόνων της και φυσικά και των λαθών της, θα γράφαμε δίχως δόσεις κομπασμού πολιτικής νεανικής υπερηφάνειας, σε σχέση πάντα με τις προηγούμενες ελληνικές γενιές, ότι υπήρξε μία θυελλωδώς εξεγερμένη, «άναρχα» επαναστατημένη, απροσάρμοστη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και πεδία, πεισματικά πολιτικοποιημένη, ιδεολογικά έντονα φορτισμένη, και αναμφισβήτητα κομματικοποιημένη γενιά. Ανεξάρτητα ποιόν πολιτικό ή κομματικό σχηματισμό πίστευε και ακολουθούσε κάθε έφηβος και έφηβη εκείνα τα μεταπολιτευτικά χρόνια, το πολιτικό πάθος και η φλόγα ήταν κοινή. Η ιδεολογική και κομματική πανσπερμία- πολυδιάσπαση- επικρατούσε στο πολιτικό σκηνικό, φουρτουνιασμένες πολιτικές σκοπιμότητες εμφανίζονταν και καταρρίπτονταν εν μία νυκτί. Ιδεολογικές «πλατφόρμες» παρουσιάζονταν από το πουθενά. Πολιτικές περίοδοι χαώδεις, ανοργάνωτες, αμφιλεγόμενης σκοπιμότητας. Οι πολιτικές και ιδεολογικές εκδοχές και κατευθύνσεις που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια ξεπερνούσαν και τις πιό απίθανες αγωνιστικές ενέργειες των νέων και εφήβων της γενιάς μου. Αυτή η γενιά η οποία ανδρώθηκε και ωρίμασε μετά την μεταπολίτευση του 1974, και είδε την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας και έζησε με ένταση τις δίκες των χουντικών που ακολούθησαν, πληγώθηκε με την τουρκική εισβολή και κατοχή εδάφους της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Βίωσε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ως ανήλικη ηλικιακά νεολαία, το πραξικόπημα εναντίον του εθνάρχη Μακαρίου, την κυβέρνηση του ιστορικού Σπύρου Μαρκεζίνη, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την επιστροφή των πολιτικών ελλήνων εξόριστων από τα ξερονήσια. Το δημοψήφισμα για την κατάργηση της Μοναρχίας. Το γλέντι και το πανηγύρι της πτώσης της χούντας και την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Τις τεράστιες πολιτικές συγκεντρώσεις και πορείες, διαδηλώσεις, λαοθάλασσες των ελλήνων που πλημμύριζαν με πάθος και αγωνιστικό παλμό τους δρόμους και τις πλατείες, τα στάδια. Την ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ ως ισότιμο μέλος από την κυβέρνηση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, την δημοκρατική ηγεσία του Λεωνίδα Κύρκου και του Ηλία Ηλιού. Την επιστροφή του Ανδρέα και την διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Την διάλυση της προδικτατορικής Ενώσεως Κέντρου και την πολιτική δυναμική της επερχόμενης «Αλλαγής» που κόμιζε το αντιστασιακό νέο πολιτικό κίνημα. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα το οποίο είχε ιδρύσει τα αντιδικτατορικά χρόνια της εξορίας του στο εξωτερικό (Καναδά) με τους συνεργάτες του, ο πολιτικός γόνος της οικογένειας Παπανδρέου, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος και οικονομολόγος ο Ανδρέας Γεωργίου Παπανδρέου. Ο γιός του Γέρου της Δημοκρατίας του προδικτατορικού Πατρινού πρωθυπουργού Γεωργίου Α. Παπανδρέου, πολιτικού ο οποίος δεν πρόλαβε να κυβερνήσει παρά την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου και την πρωθυπουργοποίησή του των μέσων χρόνων της δεκαετία του 1960. Να εφαρμόσει το κοινωνικό, εκπαιδευτικό και κυβερνητικό του πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών και εκσυγχρονισμού που είχε ανάγκη η ελληνική μεταπολεμική κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις που κάθε διορατικός και έμπειρος πολιτικός θα πρέσβευε για την χώρα του. Η προδικτατορική κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου όπως την έζησαν οι γονείς μας και διαβάζουμε οι νεότεροι στα βιβλία της ελληνικής ιστορίας, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το Παλάτι με τα γνωστά σκοτεινά επακόλουθα της ελληνικής σύγχρονης πολιτικής ιστορίας και μετέπειτα εξελίξεις. Ένα ημιτελές πολιτικό όραμα, μία ημιτελής κοινωνική και πολιτική άνοιξη την οποία χρόνια αργότερα θέλησε να υλοποιήσει με το πολιτικό κίνημα που ίδρυσε και τις κυβερνητικές του επιλογές και όραμα ο ΑΝΔΡΕΑΣ. Οι πολιτικές και κοινωνικές μνήμες των γονιών μας ήσαν όχι μόνο ακόμα νωπές αλλά, διεκδικούσαν καθολική, πολιτική και ατομική δικαίωση. Οι προηγούμενες ελληνικές γενιές ήσαν οι ηττημένες και κυνηγημένες, φυλακισμένες και φακελωμένες γενιές από την νικητήρια πολιτική παράταξη. Η χώρα ήταν διχασμένη και χωρισμένη στα δύο, και οι δύο ηγεμονεύουσες ιδεολογικά παρατάξεις είχαν το δικό τους ιστορικό αφήγημα και εκδοχές πολιτικής μαρτυρίας. Ένα ιστορικό κράτος, το Ελληνικό, ένας πανάρχαιος ιστορικός λαός καθημαγμένος, βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, οικονομικά εξαθλιωμένος, αγράμματος, πάμφτωχος, αλλά εμψυχωμένος με επαναστατικούς οραματισμούς και ιδέες περί λαϊκής δικαιοσύνης και κυριαρχίας, ισότητας και ελευθερίας προτάγματα. Ένας λαός του οποίου οι ηγέτες και καθοδηγητές όπως διαβάζουμε στα βιβλία της ιστορίας, διέπραξαν ανόητα πολιτικά λάθη και λανθασμένες κοινωνικές επιλογές, και κυβερνητικές στρατηγικές και από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις. Το στρατόπεδο της δεξιάς και της αριστεράς. Από την πλευρά των νικητών και των ηττημένων. Το ελληνικό τραύμα υπήρξε κοινό και για τις δύο μερίδες του ελληνικού λαού. Το ίδιο και τα αιματοβαμμένα πατήματα της μνήμης. Μεζούρες μέτρησης της αδελφοκτόνου διαμάχης, και «Σάϋλοκ» ζυγιστές του κοινού αίματος της ελληνικής φυλής, των εμπόρων της ειρήνης δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον κατά την ταπεινή μικρή γνώμη, που, και η δική μου γενιά, ένιωσε, βίωσε το κοινωνικό τραύμα και τα πολιτικά πάθη, τις διχαστικές μεταμορφώσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορικής ταυτότητας. Οι προηγούμενες ελληνικές γενιές των ελλήνων και ελληνίδων ζητούσαν δικαίωση, εκπλήρωση των χαμένων περί ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης πόθων τους, της πολιτικής ουτοπίας τους. Η τελευταία πριν από την δική μας μεταπολιτευτική γενιά-η γενιά του 1970-κάλπαζε με το άτι της κυβερνητικής εξουσίας. Προσπαθούσε να διαχειριστεί τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της ανάληψης των κυβερνητικών της υποχρεώσεων. Η γενιά του 1970 «ευτύχησε» να πρωταγωνιστεί δυναμικά στο σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό, εξάλλου, τα αντιστασιακά και αγωνιστικά, αντιχουντικά της εύσημα ήταν ακόμα νωπά, αν και, τους κεντρικούς ρόλους του ελληνικού πολιτικού θιάσου κρατούσαν οι προχουντικές παλαιές πολιτικές δυνάμεις και οι ηγετικές φυσιογνωμίες τους οι οποίες όπως φάνηκε μεταγενέστερα προσδιόρισαν τους προσανατολισμούς της πολιτικής ελληνικής σκηνής. Η δική μου γενιά που ακολουθούσε έζησε και άκουσε από κοντά, συναναστράφηκε με τις παλαιότερων ιστορικών γενεών κορυφαίες πολιτικές μορφές -αντρικές και γυναικείες- πρωταγωνιστές και δευτεροπρωταγωνιστές των μοντέρνων σύγχρονων χρόνων. Βίωσε το πολιτικό πάθος και αγωνιστικό παλμό, τον φλογερό οραματισμό, τον ρομαντισμό του ελληνικού λαού που στην συντριπτική του πλειοψηφία αναζητούσε τρόπους να μετάσχει ενεργά σαν συν-σκηνοθέτης των μεγάλων αλλαγών και ανατροπών που διακαώς αναμέναμε. Να δώσουν τις δικές τους πινελιές στην σκιαγράφηση του ιστορικού τους πεπρωμένου. Όλοι μας, άμεσα ή έμμεσα γνωρίζαμε ότι το μεταδικτατορικό κυβερνητικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας και των προϋπαρχόντων κατεστημένων δομών του, διατηρούσε και κρατούσε γερά τους αρμούς ασφαλείας και προστασίας του, της μη ολοκληρωτικής κατάρρευσης των μηχανισμών του. Οι ιδέες και τα πολιτικά και κοινωνικά προτάγματα των νέων της γενιάς μας, οι οραματικοί τους στόχοι, η ατομική και συλλογική δυναμική τους αποτελούσαν το καινούργιο πολιτικό φύραμα, το αχαρτογράφητο πεδίο αντιπαραθέσεων, ιδεολογικών συγκρούσεων, πνευματικών ζυμώσεων, σωματικών μας επαναστάσεων, φαντασιακών μας επιθυμιών, συνειδησιακών μας εκπλήξεων. Επιθυμίες ατομικές και στόχοι συλλογικοί πρωτοφανέρωτοι και πρωτάκουστοι εγείρονταν μέσα μας και γύρω μας διαπλάθοντας το κοινωνικό μας παρόν, διαμόρφωναν την ατμόσφαιρά του, χρονογραφούσαν τις ζωές και τα θέλω μας στο σύγχρονο πολιτικό αφήγημα της γενιάς μας. Οι προσηλυτισμοί μας από διάφορα ρεύματα και περιβάλλονταν ήσαν κάτι παραπάνω από φανεροί. Οι προ(σ)κλήσεις ιδεών και οι βηματισμοί ελευθερίας πρόβαλαν μπροστά μας, προεξοφλούσαν όπως πιστεύαμε την δικαίωση της σύγχρονή μας-τότε- ιστορικής και πολιτικής πραγματικότητα και του μέλλοντος που ακολουθούσε. Η πολιορκία μας από μοντέρνες της ζωής και των μεταξύ μας σχέσεων νοοτροπίες και στάσεις ερχόμενες από τον Δυτικό κόσμο και τα πολιτιστικά του προϊόντα διαμόρφωναν την προσωπική μας ματιά. Αντικομφορμιστές σε ένα περιβάλλον έντονα κομφορμιστικό. Εσωτερικές της συνείδησης μας αναταράξεις, συγκρούσεις, σωματικές και ερωτικές μας επιλογές χάραζαν τα ίχνη των ημερήσιων της ζωής μας πλάνων. Μικροί και διαρκείς αγώνες ανατροπής των κάθε είδους και κατηγορίας στερεοτύπων και των προγενέστερων γενεών βεβαιοτήτων, προερχόμενων από το οικογενειακό ή κοινωνικό άμεσο περιβάλλον μας όφειλαν να απορριφθούν ασυζητητί. Να πάψουν να «βεβηλώνουν» τους νέους καιρούς που φιλοδοξούσαμε να ζήσουμε. Φουρτουνιασμένοι της συνείδησής μας κυματισμοί εμφανίζονταν από το πουθενά, με κάθε ευκαιρία ξεπηδούσαν από μέσα μας, ισχυροί της ψυχής τρανταγμοί σχημάτιζαν αχνά το νέο μύθευμα του ιστορικού μας προσωπείου. Το ιδιωτικό ήταν και συλλογικό, το ατομικό γίνονταν και πολιτικό, το πνευματικό ή το σωματικό ερέθισμα καθολικός στόχος. Το υποκειμενικό συμβάδιζε με το καθολικό. Τροφοδότης του φαντασιακού μας ήταν το πολιτικό διακύβευμα της Αλλαγής. Η ιδιωτική μας μυθολογία αναζητούσε τρόπους να ενταχθεί σε εκείνη του τόπου μας. Μία ατιθάσευτη τάση μας για ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση, σωματική χειραφέτηση, πλέρια ελευθερία των επιθυμιών μας, καθολική δικαιοσύνη.  Ισότητα των δύο φύλων, ανάγκη αρχής ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού «μυθεύματος» το οποίο θα άρχιζε, θα γράφονταν και θα ολοκληρώνονταν από εμάς, με μοναδικό εφόδιο την αγωνιστική μας θέληση και δραστηριότητα. Προβάλλαμε την προσωπική μας Ουτοπία στον καθρέφτη της Ελλάδας στο Σήμερα. Η γενιά μου πίστεψε ότι εξέφραζε ή τουλάχιστον φιλοδοξούσε να εκφράσει την πολιτική της ιστορικότητα, την ρητορική της ατομικής αισθητικής και ηθική της. Αναζητούσε μεθόδους να πραγματώσει τις ανάγκες της σύγχρονης-τότε- ζωής στο Σήμερα, των επιλογών της στο Εδώ και Τώρα, ένα διαρκές Παρόν που κυλούσε ασταμάτητα ως ανατροπή και αλλαγή. Ιχνογραφούσαμε το ενθάδε της ζωής μας όχι στο αύριο της ιστορικής αποτίμησης αλλά στην βιωμένη παρούσα δικαίωσή του. Η πολιτική ως λύτρωση από τα δεινά της κοινωνίας και του υπάρχοντος συστήματος είχε αντικαταστήσει την μεταφυσική πίστη. Το πολιτικό «ποθούμενο» εξακολουθούσε να παραμένει το όραμα της «Αλλαγής», αυτό που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, να χαρούν, να απολαύσουν ή τους στέρησαν, τους εμπόδισαν στα μεταπολεμικά χρόνια οι γονείς μας, οι παππούδες μας.

    Η δική μου μεταπολιτευτική γενιά ίσως, είναι η τελευταία, η οποία έζησε το συλλογικό τραύμα και πένθος της ελληνικής σύγχρονης ιστορίας. Οι παλλαϊκοί τριγμοί και δυνάμεις της ανατροπής είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και την εμφάνιση του νέου κομματικού σχηματισμού, του Πασοκ και επεκράτησαν τον Οκτώβρη του 1981με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον ηγέτη του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου. Ο σύγχρονος Ήρωας της πολιτικής σκηνής, ο ηγέτης ο οποίος θα εξέφραζε τους πολιτικούς πόθους του ελληνικού λαού, ή τουλάχιστον, μιάς πλειοψηφούσας σε ποσοστά μερίδας των δημοκρατικών πολιτών ελπίδες.

     Τον Ανδρέα που εμπιστευόμασταν, πιστεύαμε ότι θα φέρει την πολιτική και κοινωνική δικαίωση για τις ταπεινώσεις και τους βασανισμούς, τις ταλαιπωρίες της μισής περίπου πληθυσμιακής μερίδας του κοινωνικού σώματος για πολλές δεκαετίες. Αυτός που θα κατατρόπωνε με το πράσινο «το καμάκι του ήλιου» που μας λέει ο ποιητής της ρωμιοσύνης, του «ήλιου της δικαιοσύνης» ο νομπελίστας ποιητής. Θα εξουδετέρωνε το θεριό της αδικίας, της έχθρας, της ανισότητας, των διακρίσεων, των πολιτικών διώξεων που είχαν φωλιάσει στο σώμα της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας στα επονομαζόμενα πέτρινα. Ο ελληνικός λαός-και σίγουρα όχι μόνον αυτός μέσα στην Ιστορία- αναζητούσε πάντοτε έναν Ήρωα- σωτήρα των βασάνων του. Μία ηγετική μορφή μεταφυσικών προσδοκιών, σηματωρό και καθοδηγητή των επιδιώξεων, των στόχων του, των οραμάτων του ανεξάρτητα από ποια ιδεολογία ή πολιτικό χώρο προέρχονταν ο Ήρωας- Ηγέτης.

     Η δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια ανέστειλε τον εξευρωπαϊσμό μας, η πτώχευση του οικονομικού οράματος του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη καθυστέρησε τις εκσυγχρονιστικές μας προσπάθειες. Ο αστικός εκσυγχρονιστικός οραματισμός του έθνους από τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο «βυθίστηκε» κατά κάποιον τρόπο στα αιματοβαμμένα νερά του Αιγαίου μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό των ελλήνων από τις πανάρχαιες εστίες τους. Η εθνική μας περί ταυτότητας ταλάντωση μεταξύ Δύσης και Ανατολής ήταν διαρκείς. Πρίν και μετά το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο ευρωπαϊκός οραματισμός του συντηρητικού πολιτικού Κωνσταντίνου Καραμανλή, το «Ανήκουμε εις την Δύση» και η πολιτική του ειλικρινή αγωνία να ενταχθεί η Ελλάδα ισότιμα στην τότε ΕΟΚ καθυστέρησε από την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία. Ο πολιτικός οραματισμός και η ιδεολογική περί Σοσιαλισμού κυριαρχία του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου και του πολιτικού του κινήματος ήρθε να εμψυχώσει εκ νέου τις ελπίδες για Αλλαγή της Ελληνικής Κοινωνίας. «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» ένα σύνθημα που κυριάρχησε και σηματοδότησε τους κοινούς μας πόθους ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας αγώνες. Ένα κοινότυπο σύνθημα με ισχυρή όμως πολιτική και συνειδησιακή βαρύτητα. Ήταν όπως μεταξύ άλλων σημειώνει ο συγγραφέας γιός του Ανδρέα, ο Νίκος Α. Παπανδρέου στο καλογραμμένο και αποστασιοποιημένο από οικογενειακούς συναισθηματισμούς και κομματικές αγκυλώσεις βιβλίο του: «…το άνετο storytelling στυλ αφήγησης, που τελικά είναι μία φυσική έκφρασή του, που συμπληρώνει την δραστήρια πλευρά της ζωής του. Ο λόγος και η δράση του , οι ιστορίες που λέει αλλά και η ιστορία της ίδιας της ζωής του είναι αυτά που χτίζουν σιγά-σιγά το φαινόμενο «Ανδρέα»», σελ. 67 στο κεφάλαιο «Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΩΣ «ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ»».

 Δίχως να παραγνωρίζουμε τις κοπιώδεις πολιτικές προσπάθειες και ενέργειες και των άλλων ελλήνων πολιτικών ηγετών και κυβερνήσεων  τους στα ενδιάμεσα διαστήματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής έως των ημερών μας, οι δύο αυτές ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες και ιδιαίτερα κατά την πολιτική κρίση της γενιάς μου, ο δικός μας Ανδρέας ήταν που μεταμόρφωσε το πολιτικό μας προφίλ και ανέδειξε τις κοινωνικές εκείνες λαϊκές δυνάμεις ελευθερίας και χειραφέτησης που σκιαγράφησαν την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας και εξελίξεις μέχρι σήμερα. Σίγουρα τα κυβερνητικά και πολιτικά του πεπραγμένα δεν ήσαν πάντα αυτά που αναμέναμε και επιθυμούσαμε, όπως και των «μανδαρίνων» συνεργατών του, όμως το γενικό πολιτικό οραματικό πλαίσιο των κυβερνήσεών του και των στόχων του ήταν θετικό, παρά τις ανακολουθίες του, τις ανασφαλείς συμπεριφορές του, την μποέμικη ανεμελιά του και τον ευγενικό αλλά εγωτικό χαρακτήρα του. Την συγκινησιακή πολιτική φόρτιση της δεύτερης περιόδου κυβερνητικής του διακυβέρνησης.

       «Δεν έχω τη δυνατότητα να γίνω μετριοπαθής’ παρά πολλά με φλογίζουν μέσα μου’ οι παλιές λύσεις ξεπεράστηκαν’ κι από τις καινούργιες δεν είδαμε ακόμη αποτελέσματα. Έτσι ξεκινάω οπουδήποτε αμέσως, σαν να ‘χα μπροστά μου έναν αιώνα», σελ. 72

                            ΚΑΝΕΤΤΙ, 1943

(Από την μελέτη της Susan Sontag, “Mind as passion”, «Το πνεύμα ως πάθος. Δύο δοκίμια για τον Αρτώ και τον Κανέττι» μετάφραση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 2010)

      Οι πολιτικοί μας μεταπολεμικοί ηγέτες μετέφεραν στις πλάτες τους το μεγάλο φορτίο και την βαρειά ευθύνη της εθνικής μας δικαίωσης που, όπως πιστεύαμε, μας όφειλε η Ιστορία και οι άλλοι λαοί στους οποίους είχαμε δώσει τα φώτα του πολιτισμού. Έπρεπε να εργαστούν σκληρά να πολεμήσουν πολύπλευρα, φανερά ή κρυφά όχι μόνο για την οικονομική και εδαφική ανασυγκρότηση και ακεραιότητα της καθημαγμένης  Ελλάδας αλλά και να μας κάνουν να συμμετάσχουμε όχι από τις εξέδρες της Ιστορίας αλλά από την αγωνιστική κάθε φορά Ορχήστρα. Μιάς Ελλάδας η οποία ταλαντεύονταν μεταξύ δύσης και ανατολής και ενός λαού πάμπτωχου, αγροτικού στην πλειονότητά του και μιάς αστικής τάξης μεταπρατικής. Το θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά, «Η Μαντάμ Σουσού» καθρεφτίζει την νεοελληνική μας ταυτότητα τους αιώνες που πέρασαν. Στο εθνικό μας φαντασιακό πολιτικό όραμα αναμέναμε τον Μαρμαρωμένο βασιλιά, τον Μεσσία προφήτη, τον Διγενή Ακρίτα υπερασπιστή των συνόρων, τον Λαϊκό Ηγέτη Πολεμιστή, τον Τροπαιοφόρο Εθνικό Μαχητή. Υπαρκτά της μακροιστορίας μας πρόσωπα τα οποία θα εκπλήρωναν τους εδαφικούς μας πόθους, τους μύχιους πολιτισμικούς οραματισμούς μας, τους εθνικούς μας στόχους. Θα μας προετοίμαζαν για την δικαίωση στην άλλη ζωή. Γιαυτό και η ψήφος και οι πολιτικές επιλογές μας βασίζονταν περισσότερο μάλλον στις συναισθηματικές μας κατά περίσταση μεταπτώσεις μας παρά στην λογική και πολιτική μας παιδεία και συνείδηση. Στο κομματικό και ατομικό οικονομικό μικροσυμφέρον και μικροπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο είχαμε μάθει να ζούμε. Από την μία πλευρά οι ισχυροί και οι δυνατοί που επέβαλαν το δίκαιο του ισχυρού και από την άλλη οι αδύνατοι οι οποίοι θα υπέκυπταν στις επιταγές των δυνατών. Από αυτήν την μανιχαϊστική νοοτροπία μάλλον, προέρχεται και η εθνική μας ανασφάλεια, η πολιτική μας ατομική φιλοσοφία της μη ανάληψης των ευθυνών μας σε ατομικό αλλά και συλλογικό επίπεδο. Του ωχαδερφισμού μας, όχι μόνο κατά τις ημέρες των εκλογικών αναμετρήσεων.

      Στους χρόνους της γενιάς μου, στα μετά της μεταπολίτευσης χρόνια, από την πλευρά του λεγομένου δημοκρατικού τόξου πολιτικός οραματιστής καθοδηγητής υπήρξε ο Ανδρέας, ενώ από την άλλη πλευρά, την λεγόμενη συντηρητική ήταν ο «εφιάλτης» ο «αρχάγγελος της κάθαρσης» μετά την αποχώρηση από την πολιτική σκηνή του  Σερραίου εθνάρχη πολιτικού και προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας.

     Πληθωρική προσωπικότητα ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, δεινός πολιτικός ρήτορας, εντυπωσιακή πολιτική παρουσία, ευφυής με μεγάλη ευφράδεια λόγου, καλός διπλωμάτης γνώστης της διεθνούς πολιτικής σκηνής, διεισδυτικός στις πολιτικές του αναλύσεις, κριτική σκέψη, λαοφιλής, κάπως πομπώδεις, υπερβολικός στα ιδεολογικά του προτάγματα, κατασκευαστής του κουστουμιού του δικού του αφηγήματος με το οποίο κάλυψε την χώρα. Οπαδός του λατινικού ρητού carpe diem σε ατομικό και πολιτικό επίπεδο. Μοναδικός εκφραστής μιάς άλλης Ελλάδας. Κατόρθωνε πάντα να ξεσηκώνει τα πλήθη που, τον ακολουθούσαν και γέμιζαν τις πολιτικές του συγκεντρώσεις, τον επευφημούσαν και τον λάτρευαν. Πραγματιστής και μπαλκονάτος, οραματιστής και ηθοποιός της πολιτικής ως μόνος σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, ακύρωνε κάθε άλλη πολιτική παρουσία δίπλα του. Εκλαϊκευτής και παμπόνηρος «παραμυθάς» έλκυε τα πλήθη όπως ο «μεγάλος» ψαράς με τα δολώματα των οραματικών υποσχέσεών του το ψάρι. Και μόνη η πολιτική του εμφάνιση και εικόνα «ακύρωνε» το κράτος της δεξιάς, γκρέμιζε τα τείχη των τάξεων της ελληνικής κοινωνίας, έφερνε κοινωνική δικαιοσύνη. Έφερνε στην πολιτική επικαιρότητα τις πολιτικές και οικονομικές φιλοδοξίες των μικρομεσαίων και μη προνομιούχων Ελλήνων και Ελληνίδων. Συγκέρασε την αριστερή συνθηματολογική ρητορική με την κεντροαριστερά κυβερνητική πρακτική. Προσέλαβε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αριστερής επαναστατικής συνθηματολογίας προερχομένης από τις γενιές του ΕΑΜ και την προσάρμοσε σε μιάς αλά γκρέκα εκδοχής του Σοσιαλισμού. Η τρίτη του Σεπτέμβρη ήταν το σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό μας συμβόλαιο εκείνες τις δεκαετίες. Το πολιτικό του σφρίγος και η χρωματισμένη συναισθηματικά πάντα φωνή του, το ωραίο αντρικό παρουσιαστικό του είτε με ζιβάγκο είτε με γραβάτα ποδηγέτησε, την μεταπολιτευτική εποχή μας και την γενιά μας. Υπήρξε ο κυρίαρχος παίκτης του πολιτικού παιχνιδιού εκείνων των χρόνων, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης της ακόμα και σαν θεατής της, αυτός που έβγαινε στην πρώτη σειρά της πολιτικής σκηνής για να μας αφηγηθεί το δικό του πολιτικό αφήγημα και αυτός που κουνούσε τα νήματα της πολιτικής ιστορίας από τις κουίντες. Το αφηγηματικό του εγώ διέθεται πολλά προσωπεία τα οποία άλλαζε ανάλογα με την περίσταση της στιγμής και το ακροατήριο που τον παρακολουθούσε και τον άκουγε. Πέτυχε να ανακατέψει την ιστορική και ιδεολογική «τράπουλα» του πολιτικού παιχνιδιού και να δημιουργήσει μία νέα κοινωνική τάξη. Ανέδειξε τους πόθους της εργατικής και λαϊκής τάξης της Ελλάδας η οποία ιστορικά βρίσκονταν στο κοινωνικό περιθώριο, τους έδωσε φωνή διαμαρτυρίας και εργασιακή θέση στο δημόσιο. Εξέφρασε καινοτόμες κυβερνητικής αλλαγής ιδέες, ορισμένες από αυτές πέτυχε να υλοποιήσει υπέρ του συνόλου του ελληνικού λαού καλό και ευημερία. Σημαντική η συμβολή του και στην εξωτερική πολιτική της χώρας, δίχως να διαρρήξει τους δεσμούς του με την ατλαντική συμμαχία και τις ηνωμένες πολιτείες αμερικής, οι διπλωματικές του κινήσεις και συμμαχίες ωφέλησαν μακροπρόθεσμα την πορεία της Ελλάδος. Βασίστηκε στην εξωτερική πολιτική του προκατόχου του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την διεύρυνε. Η εμβέλεια του πολιτικού του ταλέντου είχε ξεπεράσει τα ελληνικά πολιτικά σύνορα. Φιλοδόξησε να μετασχηματίσει την ελληνική κοινωνία και την εποχή του στηριζόμενος στα δικά του αποκλειστικά πολιτικά μήκη κύματος. Ο στόχος αυτός πέτυχε εν μέρει. Ατυχές πολιτικές του στιγμές ήσαν οι στιγμές εκείνες που έμπλεξε αλόγιστα το ιδιωτικό με το δημόσιο της πολιτικής του ζωής το οποίο πλήρωσε ακριβά. Από αυτό το μπλέξιμο προήλθε και η αναμενόμενη φθορά του.

         Αυτό το προσωπικό της ατομικής, προσωπικής και πολιτικής ζωής αυτοβιογραφικό αφήγημα του Ανδρέα έρχεται να μας παρουσιάσει με το βιβλίο του, «ΑΝΔΡΕΑΣ  ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ- Ψίθυροι από το Δωμάτιο της Εξουσίας», εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2023, στις εκατοντάδες ώρες συνεντεύξεις του ο δημοσιογράφος κύριος Θανάσης Λάλας. Το υλικό που συγκεντρώθηκε από αυτές τις άμεσες και ειλικρινείς συζητήσεις μεταξύ των δύο αντρών, ενός μεγάλου σε ηλικία ισχυρής προσωπικότητας έλληνα πολιτικού και ενός νέου σε ηλικία λαμπρού και γνωστού δημοσιογράφου ξεπερνά τις 500 χιλιάδες λέξεις όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου. Βλέπε σελίδα 331. Από αυτές τις πολύωρες συζητήσεις επιλέχθηκαν, ανθολογήθηκαν αυτές που κατά τους συντελεστές (τον δημοσιογράφο) θεωρήθηκαν περισσότερο ενδιαφέρουσες για τους αναγνώστες, στην πρώτη αυτή επαφή μας με τον παρόντα τόμο των συνεντεύξεων και προσωπικών εξομολογήσεων του  ηγέτη της αλλαγής.

    Ο κύριος Θανάσης Λάλας, υπήρξε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα αυθεντικότερα στηρίγματα της ελληνικής δημοσιογραφίας, σε καιρούς μάλλον δημοσιογραφικής παραπολιτικής φλυαρίας και παραπληροφόρησης της κοινής γνώμης. Σε περιόδους των φέικ νιους και τιποτολογίας ιλουστρασιόν ενημέρωσης. Άριστος κάτοχος της ελληνικής γλώσσας ο κύριος Θανάσης Λάλας, χειριστής επιδέξιος των αποχρώσεών της και των νοηματικών της συνδηλώσεων, άτομο με ευστροφία, ετοιμόλογος και με στέρεα και ευρεία εγκυκλοπαιδική παιδεία, κατέχει την τέχνη και την τεχνική της δημοσιογραφίας, του τι ερωτήσεις πρέπει να κάνει με τον άνθρωπο που έχει μπροστά του, στο πώς να γίνονται ελκυστικές οι ερωτήσεις τόσο στο πρόσωπο από το οποίο παίρνει συνέντευξη όσο και από τους αναγνώστες του που θα διαβάσουν τις ερωτήσεις. Με δημοσιογραφική εντιμότητα «δίνει εξετάσεις» τόσο στον συνεντευξιαζόμενο όσο και στον αναγνώστη και πετυχαίνει. Γνωρίζει να διαχειρίζεται με μαεστρία τόσο την ερωτηματική όσο και την απαντητική επιχειρηματολογία, τα εξαγώγιμα συμπεράσματα, την αλήθεια των απαντήσεων. Έξυπνες και καίριες οι ερωτήσεις του, παρακολουθεί την συλλογιστική της σκέψης του συνομιλητή του, την συμπεριφορά του ερωτώμενου κατά την διάρκεια της συνέντευξης, παρεμβαίνει όποτε χρειάζεται, «συνδιαμορφώνει» την ευστοχότερη ολοκλήρωση της απάντησης όποτε το απαιτεί η ζωντανή συζήτηση. Οι διακοπές του συνομιλητή του είναι επιτρεπτές στο βαθμό που αισθάνεται ότι αλλοιώνεται η αλήθεια των λόγων του, οι αναγκαίες τεκμηριώσεις της απάντησης. Έμπειρος και πολυμήχανος δημοσιογράφος αρνήθηκε, δεν φιλοδόξησε να είναι το «καλό παιδί της ελληνικής δημοσιογραφίας», ο ατσαλάκωτος εκπρόσωπός της. Οι εκατοντάδες συνεντεύξεις του μέχρι σήμερα με σημαίνοντα πρόσωπα της πολιτικής σκηνής και της τέχνης, με ελληνικές και ξένες βραβευμένες διασημότητες, κάθε άλλο παρά μας κρύβουν την τολμηρότητα και επιτυχία των συνεντεύξεών του, την ποιότητα και μεστότητα των ερωτημάτων του. Μία αυθεντική δημοσιογραφική πένα του καιρού μας πολύστροφη που συνδυάζει την ατομική θεώρηση του κόσμου και περί ζωής φιλοσοφία, με την ειλικρίνεια των προθέσεων, την κριτική, την πρωτοτυπία και την αλήθεια και όχι αληθοφάνεια των ερωτήσεων, το σεβασμό στο πρόσωπο που έχει απέναντί του. Τα συμπεριληπτικά συμπεράσματά του συνεχίζουν κατά κάποιον τρόπο τον απαντητικό λόγο του συνομιλητή του. Ο ερωτηματικός του λόγος ξέρει πότε να γίνεται προκλητικός ενίοτε και σκληρός όχι όμως υβριστικός, αγενής ή και κυνικός. Όπως παραδείγματος χάριν όταν επιμένει με διάφορες ερωτήσεις προς τον Ανδρέα Παπανδρέου να του εκμαιεύσει μία καθαρή απάντηση αν πιστεύει στους επαγγελματίες της πολιτικής, στους πολιτικούς άνδρες που βάζουν πάνω από το πολιτικό τους όραμα την επαγγελματική τους καταξίωση και ανάδειξη. Ή, όταν διαρκώς τον ρωτά και τον πολιορκεί με πολύ προσωπικές ερωτήσεις, ώστε ο νεαρός, ο καθηγητής, ο πολιτικός και ο πρωθυπουργός Ανδρέας, να του εξομολογηθεί την σχέση του με τον πατέρα του πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και την επιρροή του στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Μιάς πατρικής φιγούρας που τον στιγμάτισε σε κάθε κρίσιμη απόφαση και επιλογή του ατομικού και πολιτικού του βίου, στην διατήρηση ή εξέλιξη των διαπροσωπικών του σχέσεων όπως μας εκμυστηρεύεται συνεχώς ο Ανδρέας. Προσωπικότητα ανεξάρτητη, ισχυρή, ακηδεμόνευτη ερωτικά, ο Γέρος της Δημοκρατίας, εμβληματική πατρική φιγούρα, ακαθόριστο πατρικό πρότυπο για τον μοναχογιό, (από τον πρώτο του γάμο με την Σοφία) φάνταζε στα μάτια του νεαρού γιού του, του ακαδημαϊκού πολίτη, της εξεγερμένης πολιτικής συνείδησης, του οικογενειάρχη, του πρωθυπουργού ως ένας πατρικός βραχνάς που δεν απελευθερώθηκε ποτέ. Ο γιός εικονογραφεί το πορτραίτο του πατέρα του μην κατορθώνοντας να σπάσει τα δεσμά που τον έδεναν μαζί του. Οι αναφορές στο πρόσωπό του είναι δεκάδες και στο τι θα έλεγε, τι γνώμη θα είχε ο πατέρας του για την άλφα ή βήτα ατομική και πολιτική του επιλογή. Η πατρική εικόνα δέσμευσε δραματικά την ατομική πορεία του γιού, σε όλα τα επίπεδα της ζωής του και των κινήσεών του. Από την αρχή μέχρι το τέλος το βιβλίο αυτό των καλειδοσκοπικών εξομολογήσεων και αυτοβιογραφικών εξιστορήσεων του αχαιού πολιτικού, του σύγχρονου έλληνα όπως τον πίστεψαν οι έλληνες «Μεσσία» της σύγχρονης πολιτικής σκηνής, δεν είναι παρά μία δημόσια στιχομυθία, μία ανοιχτή συνομιλία του έλληνα πολιτικού με τον πολιτικό πατέρα του. Μία διαρκής αγωνία να πράξει στον ιδιωτικό του και πολιτικό του βίο ο υιός Ανδρέας ότι θα άρεσε και θα ενέκρινε ο πολιτικός πατέρας του. Υπάρχει μία σημαδιακή σκηνή που μας εξιστορεί ο νεαρός Ανδρέας, παιδαρέλι ακόμα, όπου σε μία από τις εβδομαδιαίες επισκέψεις του στο σπίτι του πατέρα του, μετά το παιδικό του παιχνίδι θέλησε να μπει μέσα στο σπίτι-που πίστευε ότι ξεκουράζονταν τις μεσημεριανές ώρες ησυχίας ο πολιτικός πατέρας του-και όταν μπαίνει από την πίσω πόρτα αντικρίζει τον πατέρα του σε ερωτικές περιπτύξεις με μία γυναίκα η οποία δεν ήταν η μητέρα του όπως μας εξομολογείται. Αυτό το συμβάν όχι μόνο στιγμάτισε τον παιδικό χαρακτήρα του αλλά το κουβαλούσε ως ενοχικό συναίσθημα σε όλη του την ζωή. Δίχως ηθικές αξιολογήσεις ο νεαρός γιός αφηγείται το συμβάν το οποίο χρωμάτισε με σκουρόχρωμα χρώματα την συνείδησή του και τον χαρακτήρα του. Σαν κατά κάποιον τρόπο να τον «ευνούχισε» χρησιμοποιώντας έναν όρο της ψυχανάλυσης. Γιαυτό ακόμα και φτασμένος πανεπιστημιακός καθηγητής, οικογενειάρχης πατέρας ο ίδιος, πολιτικό υποκείμενο και πρωθυπουργός, πάντα ο Ανδρέας προσπαθεί να αναλογιστεί πώς θα αντιδρούσε ο πατέρας του, τι θα έλεγε εκείνος, πως θα συμπεριφέρονταν σε κάθε του κρίσιμη απόφαση και επιλογή. Και η κριτική ματιά του πατέρα πολιτικού δεν στέκεται μόνο στα της προσωπικής συμπεριφοράς αλλά επεκτείνει την κριτική του αποτίμηση και στις πολιτικές επιλογές και στάσεις του υιού πολιτικού, όταν όπως πχ. όταν συνέλαβαν και τους δύο και τους φυλάκισαν μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Όπως είναι οργανωμένο το παιχνίδι των ερωτοαπαντήσεων του δημοσιογράφου κυρίου Θανάση Λάλα είναι σαν να παρακολουθούμε εμείς οι αναγνώστες μία παρτίδα σκάκι μεταξύ του πατέρα και του γιού, πάνω στην σκακιέρα της σύγχρονης πολιτικής σκηνής και κοινωνικής ιστορίας της σύγχρονης πραγματικότητας, ενώ παράλληλα, σκιαγραφούνται οι εσωτερικές συγκρούσεις της συνείδησης της ανθρώπινης πλευράς του Ανδρέα, ψυχομετρείται ο συναισθηματικός του κόσμος, φωτογραφίζονται οι ψυχικές του αντιδράσεις και μεταπτώσεις.

    Ο Θανάσης Λάλας δεν υπερβαίνει τα εσκαμμένα ούτε γίνεται αγενής, αντίθετα, κατορθώνει με ευγένεια να εκμαιεύει όχι τις απαντήσεις που θέλει εκείνος αλλά τις μύχιες σκέψεις του συνομιλητή του, την αλήθεια της περιπέτειας της προσωπικής του ζωής, όπως επιβάλει μια θερμών τόνων συνομιλία, ειλικρινή και έντιμη δίχως τρικλοποδιές συζήτηση. Συνομιλούν με την εκτίμηση που τρέφει ο ένας για τον άλλον, την εμπιστοσύνη δύο ενήλικων ανθρώπων- σύγχρονων πολιτών διαφορετικής ηλικίας, χωρίς να ξιφομαχούν ή να βάζουν εμπόδια ο ένας στον άλλον προς εντυπωσιασμό. Πολλές ερωτήσεις, απροσδόκητες του δημοσιογράφου, ξυπνούν ερεθισμούς στην σκέψη του Ανδρέα και τον βοηθούν να ξετυλίξει το νήμα της προσωπικής του εξιστόρησης δίχως να φοβάται την επίκριση ή το μειδίαμα του δημοσιογράφου ή των μελλοντικών αναγνωστών του. Δεν φοβάται να κρύψει τίποτα, ο χρόνος πλέον λειτουργεί με τις αποτιμήσεις των επιτυχιών και των λαθών του παρελθόν του. Είναι ο ανθρώπινος Ανδρέας χωρίς μάσκα, που μας κάνει χρόνια μετά την φυσική του απώλεια να στεκόμαστε με συμπάθεια και συγκίνηση μπροστά στο ψηφιδωτό του προσώπου της ψυχής του και των ενδόμυχων επιθυμιών του, αυτός που σχεδιάζει και σβήνει την ατομική του διαδρομή και επιλογές που καθόρισαν τις τύχες μια χώρας και ίσως και των ανθρώπων που βρίσκονταν δίπλα του. Ο «αδύνατος» άνθρωπος την περίοδο της αρρώστιας του μέσα στην πολιτική πανοπλία. Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι οι φορές που ο Ανδρέας αποφεύγει να απαντήσει στις ερωτήσεις του δημοσιογράφου ή του ζητά ευγενικά να μην επιμείνει, και έχει απόλυτα δίκαιο. Κάτι που σέβεται ο δημοσιογράφος και δεν επιμένει, προσπερνά την ερώτηση και προβαίνει σε άλλη. Διορατικός πολιτικός ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου σε ορισμένες συναντήσεις τους προκαλεί τον δημοσιογράφο που εκτιμά και εμπιστεύεται, να τον ρωτήσει πράγματα που θα ήθελε να εξιστορήσει και δεν το έχει πράξει μέχρι τότε. Άλλες φορές, η αφηγηματική δεινότητα του πολιτικού με την σύντομη απάντηση που δίνει συν-βηματίζει σε έκταση με την ερώτηση και γίνεται η ίδια μία συμπληρωματική ερώτηση.

     Ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου –για να μείνω στον λαοφιλή ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης και να μην εισέλθω στα χωράφια της αντιπάλου πολιτικής παράταξης- υπήρξε ένας εν ζωή θρύλος, ένας «μύστης» μιάς πολιτικής θρησκείας που είχαν ανάγκη οι μεταπολεμικές ελληνικές γενιές. Ο έλληνας ιερουργός της πολιτικής ελληνικής τραγωδίας μετά την μεταπολίτευση. Αυτόν τον θρύλο και μύθο μαζί δεν αποδομεί με τις αιχμηρές πάντα (και ορισμένες φορές τσουχτερές) ερωτήσεις του ο κ. Θανάσης Λάλας, αντίθετα, τον αναδεικνύει με ειλικρίνεια δίχως πρόθεση αγιοποίησης στα μάτια του αναγνώστη είτε πίστευε είτε αρνιόταν το πολιτικό είδωλο που ονομάζονταν Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και δέσποσε στην πολιτική σκηνή για αρκετές δεκαετίες γράφοντας ιστορία. Φωτίζει το ανθρώπινο συναισθηματικό πρόσωπό του, μας γνωρίζει τις ευαίσθητες πλευρές του χαρακτήρα του, φέρνει στην επιφάνεια ευαίσθητες πτυχές του, της ψυχικής του δυναμικές ή αδυναμίες αντίστοιχα. Εικονογραφεί ενοχικές του στιγμές που του εξιστορεί δίχως να τις κρίνει, ιδιωτικές του άγνωστες συμπεριφορές χωρίς να τις σχολιάζει, να επεμβαίνει στις σκοτεινές πλευρές των αποκαλύψεων της συνείδησής του. Μένει σιωπηλός στις ατομικές του ανασφάλειες και δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο ορισμένες συμπεριφορές του ή αρνείται άλλες. Θαυμάζει την λαμπρότητα του μυαλού του κυρίου προέδρου, όπως –και έτσι πρέπει-τον αποκαλεί στις συζητήσεις τους και στα ιδιωτικά τους γεύματα, σέβεται την επιστημονική του παιδεία και κατάρτιση, τον δάσκαλο που πάντα έκρυβε μέσα του ο Ανδρέας από την εποχή των πανεπιστημιακών του δραστηριοτήτων σε πανεπιστήμια της Αμερικής.

     Ο κ. Θανάσης Λάλας εύστοχα γνωρίζει τι οφείλει, τι πρέπει να κοιτάξει «μέσα στο δωμάτιο της εξουσίας» γιαυτό και ότι ακούει ο αναγνώστης, δεν είναι μόνο οι «ψίθυροι» ενός πολιτικού υποκειμένου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αλλά, ο εσωτερικός λυγμός μιάς πάσχουσας ανθρώπινης συνείδησης ενός ατόμου που βίωσε τον χωρισμό των γονιών του, βασανίστηκε και ταλαιπωρήθηκε την περίοδο της Μεταξικής δικτατορίας, φυλακίστηκε, γλύτωσε, κατέφυγε σχεδόν πένης στην Αμερική, και κατόρθωσε σαν έλληνας μετανάστης με τις ευκαιρίες που προσφέρει αυτή η μεγάλη καπιταλιστική υπερδύναμη σε νέους μετανάστες με ταλέντο και εργατικότητα, όραμα ζωής και προόδου, να γίνει οικονομολόγος καθηγητής και να χαίρει της εκτίμησης του αμερικάνικου καθηγητικού «κατεστημένου» και όχι μόνο. Του έλληνα Ανδρέα ο οποίος έκανε οικογένεια στην Αμερική, έγραψε μελέτες οικονομικού περιεχομένου, μπλέχτηκε με την πολιτική, πρωτοστάτησε στους αντιχουντικούς αγώνες εκείνων των χρόνων στο εξωτερικό,  παράτησε τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα μετά από 20 χρόνια ευδόκιμης σταδιοδρομίας, και σχεδόν δίχως χρήματα, με γυναίκα και παιδιά άρχισε να ταξιδεύει στα πέρατα της οικουμένης και να δίνει ομιλίες και διαλέξεις, να γράφει άρθρα ενάντια στην χούντα. Τίποτα δεν χαρίστηκε στον Ανδρέα ούτε καν το γεγονός ότι ήταν γιός πρωθυπουργού. Ο Θανάσης Λάλας δεν φιλοτεχνεί ένα πορτραίτο δίχως σκιές αλλά την εικόνα μιας ψυχής ζωντανής, πληγωμένης αλλά και τιμημένης. Όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι εικονογραφεί το δράμα της ψυχής και της ζωής των ηρώων του οι οποίοι είναι «αμαρτωλοί», «άθεοι», «χαρτοπαίκτες», «γυναικάδες», «πότες» έτσι και ο Θ. Λάλας κατορθώνει να αναδείξει τις ευαίσθητες πτυχές της προσωπικότητας του έλληνα πολιτικού, τα συνειδησιακά του διλήμματα τις φοβίες και ανασφάλειες οι οποίες δεν διαφέρουν από αυτές των υπολοίπων ανώνυμων ανθρώπων. Αισθανόμαστε την τρυφεράδα του, την ερωτική του διάθεση και την γλεντζέδικη συμπεριφορά του, την δυνατή κράση του, τις μικροχαρές και απολαύσεις του (την αγάπη του για κολύμβηση, το καλό φαί την εκλεκτή φιλική συντροφιά, το ποτό, την αγάπη του για την φωτογραφία). Βλέπουμε έναν Ανδρέα οικείο, δικό μας, διπλανό μας, ο οποίος διατηρεί μάλλον αποστάσεις ελευθερίας από τα παιδιά του, να ακολουθεί κατά κάποιον τρόπο το ίδιο πατρικό μοντέλο οικογενειακής συμπεριφοράς που είχε ο πατέρας του απέναντί του. Να είναι σοβαρός και μοναχικός, να αρνείται να φανερώσει τα προβλήματα υγείας του ακόμα και στα στενότερα, κοντινά του πρόσωπα για να μην τους ενοχλήσει, τους ανησυχήσει, τους στεναχωρήσει. Σε ποια ελληνική οικογένεια οι μεγαλύτεροι δεν πράττουν παρόμοια σε δύσκολες, οριακές στιγμές της ζωής τους; Να αφήνεται στα χέρια ανθρώπων πολιτικά ιδιοτελών, να είναι αδιάφορος στα της διαχείρισης των οικονομικών του. Να δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη και αγάπη στους φίλους του, τους οποίους όπως και από άλλες μαρτυρίες για την προσωπικότητά του μαθαίνουμε, προστάτευσε, δεν καταδίκασε παρ’ ότι τον πίκραναν, δεν πρόδωσε στην προσωπική του ζωή και πολιτική διαδρομή τους φίλους του, ακόμα και την περίοδο του Βρώμικου ’89, που πάρα πολλοί φίλοι και εχθροί ήθελαν ή περίμεναν τον θάνατό του. Εκείνος τους στάθηκε πιστός σύντροφος και φίλος και πλήρωσε αγόγγυστα το πολιτικό και προσωπικό της στεναχώριας πολιτικό τίμημα. Με καλοσύνη και ένα είδος ευγνωμοσύνης σημειώνει την πολιτική και ηθική συμπαράσταση του Εθνάρχη Καραμανλή στο πρόσωπό του και την περιπέτειά του την περίοδο της Δίκης του. Αισθανόμαστε την πολιτική του απομόνωση και πολιτική ερημιά από τους μακροχρόνιους συντρόφους του και τους πολιτικούς του αντιπάλους της δεξιάς και αριστερής και κομμουνιστικής παράταξης. Την προσωπική του ανεξίκακη συμπεριφορά αλλά και τις ανακολουθίες και τα διλήμματά του. Και για ένα πολιτικό διάστημα την περιθωριοποίησή του από εχθρούς και φίλους.

Στο «Δωμάτιο της Εξουσίας» τόσο ο Θανάσης Λάλας όσο και εμείς οι αναγνώστες ακούμε τους ψυχικούς τριγμούς και τους ψιθύρους πίκρας, ερημιάς ενός ηγέτη που θέλησε να είναι με την φωτεινή πλευρά της πολιτικής σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, την πλευρά των αδικημένων και αδικαίωτων ιστορικά. Λάθη του γιου, λάθη συζυγικής συμπεριφοράς, λάθη πατρικής αντίληψης, συντροφικά μαχαιρώματα, του εραστή ευγενικές υπερβολικές χειρονομίες και ατοπήματα, του πολιτικού αγωνιστή και κοινωνικού οραματιστή αναμνήσεις, τις πολιτικές κρίσεις του για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Όλα περνούν καθαρά ασκίαστα μπροστά στα μάτια μας. Ο Ανδρέας, και αυτό είναι το τραγικό του μεγαλείο δεν φοβάται να εκτεθεί εξιστορώντας μας το πολιτικό και της ζωής του «παραμύθι», δηλαδή, της ζωής παραμυθία. Θετική είναι η εκτίμηση που τρέφει προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή αρνητική προς τον Κώστα Μητσοτάκη. Υπάρχουν σημαντικές ερωτήσεις που γίνονται από τον Θανάση Λάλα για τον Θάνατο, τον τερματισμό της ζωής, οι απαντήσεις που δίνει ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου είναι απαντήσεις σοφού «ιερέα», δασκάλου της φιλοσοφίας όχι θεωρητικού και ακαδημαϊκού αλλά της πιάτσας, της κοσμοθεωρίας των απλών και αγαθών καθημερινών ανθρώπων δίπλα μας. Διαβάζουμε την αγάπη του επιστήμονα πολιτικού για την επιστήμη των Μαθηματικών, της Λογικής. Την εκτίμηση προς τον ισπανό φιλόσοφο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο που του είχε γνωρίσει ο πατέρας του και είχε διαβάσει. Την θλίψη που αισθάνεται χρόνια μετά, και τον ειλικρινή θαυμασμό του για τον θάνατο- εκτέλεση του παιδικού αγωνιστή φυλακισμένου συντρόφου του, του Χρήστου Καράμπελα. Είμαστε με την πλευρά του Ανδρέα όταν απαντά κόσμια στην ακραία αρνητική κριτική του έλληνα φιλόσοφου Κορνήλιου Καστοριάδη, που, αν και νιώθει προδομένος εξακολουθεί να διαβάζει το έργο του. Στοχαστική πολλές φορές η ματιά του Ανδρέα απέναντι στα συμβαίνοντα, τις καταστάσεις του βίου, στωικά αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και τις ανατροπές. Πολλές του απαντήσεις διακρίνονται για τον φιλοσοφική του στοχασμό μία μάταιη ενατένιση και αντιμετώπιση των πραγμάτων και γεγονότων. Δεν απουσιάζει και το προσωπικό του ιδιαίτερο παράπονο σαν πολιτικός για την άδικη και ύπουλη, ιντριγκαδόρικη πολιτική δίωξή του. Ηγέτης πραγματικός, θριαμβευτής πρωθυπουργός ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου μεσουράνησε και μεσουρανεί ακόμα η πολιτική του μνήμη και ανάμνηση.

Με τις εύστοχες ερωτήσεις και απαντήσεις φωτίζεται ο ψυχικός κόσμος και οι ανθρώπινες μεταπτώσεις της συνείδησης του ανθρώπου και πολιτικού Ανδρέα. Η ορθή πολιτική του ματιά ζωγραφίζεται η ανθρώπινη πλευρά του. Με το βιβλίο αυτό ο δημοσιογράφος μας βοηθά να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας για τον Ανδρέα και τα πολιτικά του και ανθρώπινα πεπραγμένα που ζήσαμε και έχουμε γνωρίσει, αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι μπροστά στον καθρέφτη της πολιτικής μας συνείδησης. Δεν χρειάζεται απαραίτητα να συμφωνήσουμε με τα πολιτικά του πιστεύω, αρκεί να θελήσουμε να αφουγκραστούμε την θλιμμένη κάπως φωνή του, την μελαγχολική παρουσία μιάς γυμνής από την εξουσία προσωπικότητας, να μετάσχουμε σαν μέλη μιάς ατομικής και πολιτικής τραγωδίας που τα προηγούμενα χρόνια ζήσαμε έντονα και παθιασμένα. Έχουμε την ανθρώπινη πλευρά του ηγέτη της Αλλαγής πίσω από τα φώτα των προβολέων στο μπαλκόνι και το δωμάτιο της εξουσίας.

 Δεν εικονογραφείται μόνο το πολιτικό πρόσωπο του Ανδρέα, δεν ψυχογραφείται η προσωπικότητά του μόνο αλλά, προβάλλει μπροστά μας μία ολόκληρη ιστορική περίοδος μιάς πεντηκονταετίας, από τις πλέον ταραγμένες πολιτικές περιόδους του τόπου μας.

      Αυτός ο μαιευτικός, σωκρατικών προδιαγραφών συνεντευξιακός λόγος δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο στα μάτια μας, το ήθος των ερωτήσεων ακολουθεί το ήθος των απαντήσεων καθώς αφηγούνται ομού την πολιτική μοίρα αυτής της χώρας και ανοίγουν διάπλατα τα παραθυρόφυλλα της ψυχής του ατόμου που στέκει μονάχος και αβοήθητος στο «Δωμάτιο της Εξουσίας».

Οι συνεντεύξεις του κυρίου Θανάση Λάλα μας δείχνουν πως πρέπει να διαχειρίζονται οι δημοσιογράφοι τα πρόσωπα που έχουν μπροστά τους και συνομιλούν, τον σεβασμό που τους οφείλουν, την ευρυμάθειά τους, τις γνώσεις και ένστικτό τους κατά την επαγγελματική τους καριέρα και διαδρομή. Η δημοσιογραφική ευπρέπεια είναι πρώτιστο καθήκον για κάποιον που παίρνει το μαρκούτσι στο χέρι ή κρατά τον δημοσιογραφικό κονδυλοφόρο. Την άνεση που πρέπει να έχει ο ερωτώμενος στις απαντήσεις του και όχι το καπέλωμά τους από τις κρίσεις και απόψεις του δημοσιογράφου.

Ο κύριος Θανάσης Λάλας δεν στήνει δημοσιογραφικές «γκιλοτίνες», δεν κατασκευάζει πιπεράτες ατμόσφαιρες των σκοτεινών δωματίων, δεν στήνει δημοσιογραφικές παγίδες που θα εκθέσουν τον συνομιλητή του. Ακολουθεί την πορεία της καλειδοσκοπικής εξιστόρησης του συνομιλητή του με την ίδια προσοχή και ενδιαφέρον με εμάς τους αναγνώστες. Το της προσωπικής ζωής και της πολιτικής παραμύθι του Ανδρέα το ερμηνεύει ισότιμα μαζί μας. Επισημαίνει στιγμές συμπληρώνει κενά ψυχομετρά αντιδράσεις. Η μη παρέμβαση τόσο από τον ίδιο τον ερωτώντα πρωθυπουργό Ανδρέα Γ. Παπανδρέου όσο και από μέλη της οικογένειάς του και του στενού του πολιτικού περιβάλλοντος μεταγενέστερα που τον γνώρισαν από κοντά, κατά την διάρκεια της απομαγνητοφώνησης και σύνταξης, επιλογής του ογκώδες αυτού υλικού, καθιστούν την εκδοτική πρόταση χρήσιμη για τους ιστορικούς του μέλλοντος αλλά και τους απλούς ανώνυμους έλληνες αναγνώστες που δεν έζησαν τα γεγονότα των περιόδων αυτών. Ο πρωθυπουργός, ο πολιτικός και το άτομο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου ανήκει πλέον στην Ιστορία και τους Ιστορικούς. Το πολιτικό του αφήγημα και οι πολιτικές παρακαταθήκες παραμένουν ακόμα παρόν.

     Όπως ο ίδιος ο δημοσιογράφος αναφέρει, στην ολοκλήρωση της έκδοσης του παρόντος βιβλίου συνέβαλαν από διάφορα πόστα και πλευρές διάφορα πρόσωπα. Να αναφέρουμε μόνο, ότι σημαντική υπήρξε η συμβολή του ποιητή Τηλέμαχου Χυτήρη, συνεργάτη του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, ο οποίος γνωρίζοντας και εκτιμώντας τις προηγούμενες δημοσιογραφικές εργασίες του Θανάση Λάλα, πρότεινε στον Ανδρέα να τον συναντήσει και να πραγματοποιηθούν οι ενδιαφέρουσες αυτές συζητήσεις τους. Το βιβλίο χωρίζεται σε ενότητες που έχουν ως τίτλο απόσπασμα των απαντήσεων. Ο πρόλογος του δημοσιογράφου διευκρινίζει τεχνικά των συνεντεύξεων ζητήματα. Από τις αρετές του βιβλίου είναι ότι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει και ευχαριστηθεί κάθε ενότητα ξεχωριστά.

    Αντιγράφω ελάχιστες από τις εύστοχες, φιλοσοφημένες και ειλικρινείς απαντήσεις που έδωσε ο πρόεδρος Ανδρέας Παπανδρέου, ο άνθρωπος Ανδρέας στο Θανάση Λάλα:

-Πολλοί αντίπαλοί σας καλλιεργούν την άποψη ότι είστε ένας γοητευτικός ψεύτης… Ότι έχετε μια ιδιαίτερη ευκολία να λέτε ένα ψέμα ως αναντίρρητη αλήθεια…

     Χαίρομαι, γιατί τολμάτε να μου πείτε αυτό που πολλοί αποφεύγουν να μου θέσουν ευθαρσώς και ανοικτά.

-Νιώθω ότι μου δίνετε την δυνατότητα να ρωτήσω όλα αυτά που θα συνιστούσαν μια ειλικρινή συζήτηση μαζί σας…

     Απολύτως. Συνεχίστε χωρίς να αυτολογοκρίνεστε, παρακαλώ. Άλλωστε, αν σε κάτι δεν δύναμαι να απαντήσω, θα σας το πω. σ.89.

--

-Όταν ήσασταν μικρός, σας έλεγαν παραμύθια;

Ναι , αποκλειστικά η μητέρα μου.

-Γιατί μεγαλώνουμε τα παιδιά με παραμύθια;

     Τα παραμύθια μας προετοιμάζουν για την σκληρή πραγματικότητα. Τα παραμύθια είναι όμορφα, γι’ αυτό τελειώνουν σχεδόν πάντα… «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Δεν είναι τυχαίο αυτό το τέλος! Ένα τέλος αισιόδοξο. Ένα τέλος που μοιάζει σαν νέα αρχή! Και η ομορφιά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Ο μύθος ήταν πάντα ένας τρόπος να κατανοήσουμε τα ακατανόητα, το αδύνατον που μπορεί να γίνει δυνατόν, αν έχουμε ένα όραμα και μια βαθιά πίστη! Η πραγματικότητα μας υπενθυμίζει εμμονικά, θα έλεγα, ότι υπάρχουν ακατόρθωτα, δράκοι που δεν αντιμετωπίζονται. Τα παραμύθια μας προετοιμάζουν να τα βάζουμε και με τους εφιάλτες μας με πολλές πιθανότητες να τους νικήσουμε και να συνεχίσουμε το όνειρο! Θα το ξέρετε ότι πολλοί συνάνθρωποι γύρω μας βυθίζονται στους φόβους τους και τους εφιάλτες τους. Λιώνουν, καταστρέφονται τις περισσότερες φορές. Τα παραμύθια μας μαθαίνουν από παιδιά να διασκεδάζουμε με τους φόβους και τις ενοχές. Να μην αφήνουμε το μυαλό μας να επιβάλλει στην ψυχή μας την εγκατάλειψη και την αδυναμία!

-Αν αντί για παραμύθια διηγούμασταν στα παιδιά την πραγματικότητα, τι θα άλλαζε;

      Δεν θα κοιμόντουσαν! Δεν θα ζούσαν με όνειρα, θα ζούσαν με εφιάλτες! Σελίδες 156-157.

--

-Η ειλικρίνεια είναι να είστε συνεπής με τον εαυτό σας ή να είστε συνεπής με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για σας;

     Αυτό είναι από τα καλύτερα ερωτήματα που έχω ακούσει. Κοίταξε, στην πρώτη θέση είναι η συνέπεια προς τον εαυτό σου. Η συνέπεια προς την εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα, νομίζω, είναι υποχρεωτική αν θέλεις να είσαι αξιόπιστος πολιτικός. Για τον εσωτερικό σου κόσμο, μεγαλύτερη σημασία έχει να είσαι συνεπής προς τον εαυτό σου. Αλλά αν είσαι πολιτικός που διεκδικείς πόστα και εξουσία, πρέπει να είσαι συνεπής και με την ιδέα που έχει ο κόσμος για σένα.

-Μια στιγμή ανειλικρίνειας μπορεί να σώσει κάποιον;

     Ναι, γιατί η επόμενη στιγμή είναι μια άλλη στιγμή. Όσο θετικότερα μπαίνουμε στο μέλλον, τόσο καλύτερες μπορεί να είναι οι επιδόσεις μας. Ένα ζωτικό ψέμα όπως είπες, μπορεί να οδηγήσει σε μια επόμενη αποθέωση!

-Αν δεν μου δίνατε την ευκαιρία να μιλήσω έτσι μαζί σας, θα έμενα με μια λανθασμένη εικόνα για σας. Πίστευα, νομίζω όχι μόνο εγώ, ότι είχατε πολύ πιο απλουστευμένες απαντήσεις για τέτοια καθοριστικά ερωτήματα.

     Σημασία έχει να σκέφτεσαι χωρίς να χάνεσαι σε λαβυρίνθους ερμηνειών. Ο στοχασμός πρέπει να καταλήγει πάντα στην απλότητα για να γίνει κτήμα όλων. Ακόμα και οι πιο πολύπλοκες σκέψεις πρέπει να είναι απλές στην διατύπωσή τους, κατανοητές στους πολλούς, για να διακρίνεται και να κρίνεται η σπουδαιότητά τους! σ. 95-96

--

-Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα πολύ να μου πείτε  πώς νιώθετε, όταν ακούτε κάποιους σήμερα να σας κατηγορούν σαν έναν από τους ανθρώπους που διέλυσαν τον κοινωνικό ιστό της χώρας.

     Νομίζω ότι αυτοί που επικαλούνται το ΠΑΣΟΚ σαν φορέα όλων των δεινών της χώρας, έχουν πολύ κοντή μνήμη. Αλλά, επειδή σέβομαι τους πολιτικούς μου αντιπάλους, θα ήθελα να σας πω ότι και αυτοί που λένε όλα αυτά, στο βάθος δεν τα πιστεύουν, τα λένε απλώς για να κάνουν μια επιδερμική αντιπολιτευτική πολιτική. Και βεβαίως από αυτή την όλο και πιο διαδεδομένη επιδερμική αντιπολιτευτική ρητορική, δεν εξαιρώ ούτε εμάς στο ΠΑΣΟΚ. Ενίοτε κι εμείς έχουμε υποπέσει σε αυτή την ευκολία. Το αναγνωρίζω και πιστεύω ότι αυτή η τακτική μπορεί να έχει πρόσκαιρα αποτελέσματα, αλλά μολύνει την πολιτική γενικότερα. Δεν θέλω, λοιπόν, να πιστέψω ότι μπορεί να διακρίνει τους πολιτικούς μας αντιπάλους αυτή η αμετροέπεια που λέτε. Απλώς, αναγκάζονται να λένε πράγματα, κατά καιρούς, που μπορούν να χαϊδέψουν τα αυτιά των μελών τους. Τα μέλη τους κυριαρχούνται από ένα θυμό για την νομιμοποίηση όλων των Ελλήνων που επήλθε, και ιδιαιτέρως όλων αυτών που ήταν αποκλεισμένοι, στο περιθώριο της κοινωνίας και της παραγωγικής διαδικασίας. Πολλοί από τον χώρο της Δεξιάς σήμερα νιώθουν ότι αυτή η νομιμοποίηση του υπόλοιπου μισού των Ελλήνων τους στερεί προνόμια, τους «κλέβει κάτι» που είχαν μόνο αυτοί. Αντιδρούν επειδή υποχρεώνονται σε μιαν άλλη, πιο δίκαιη μοιρασιά, που τους στερεί την αποκλειστικότητα σε διάφορους τομείς!

-Αλήθεια, σας ενοχλεί προσωπικά, όταν επικρίνεστε τόσο σκληρά κάποιες φορές από τους πολιτικούς σας αντιπάλους και κατ’ επέκταση από πολλούς ανώνυμους πολίτες;

      Αρχικά, θα ήθελα να τονίσω ότι τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων τα τελευταία χρόνια, από την στιγμή που μπήκε το ΠΑΣΟΚ στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, δείχνουν ευτυχώς ότι ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που ψηφίζουν, αποδέχονται τις πράξεις και τα έργα μας. Χωρίς με αυτό να υποστηρίζω ότι δεν δεχόμαστε και την δίκαιη κριτική αυτών που μας στηρίζουν εκλογικά. Είναι φυσικό να κάνουμε λάθη και να υπάρχουν παραλείψεις και λάθος προτεραιότητες. Δεν θεώρησα ποτέ ότι είτε εγώ είτε και οι συνάδελφοί μου ακόμα είμαστε τέλειοι ή ότι δεν κάναμε λάθη. Και ορισμένα πράγματα εκ των υστέρων μπορεί να φαίνονται λάθος, όμως για την εποχή τους ήταν σωστά. σ. 82-84.

--

-Αν μπαίνατε στη μηχανή του χρόνου, υπάρχει ένα γεγονός που θα θέλατε να ζήσετε;

     Τον ισπανικό Εμφύλιο.

-Μαζί με τον Χεμινγουαίη;

     Τον εκτιμώ βαθύτατα, άλλωστε.

-Υπάρχει ένας συγγραφέας, που να σας έχει εντυπωσιάσει η σκέψη του;

     Άρθουρ Κέσλερ. Μου πηγαίνει πολύ ο τρόπος που σκέφτεται.

-Αν η ανθρώπινη ψυχή είχε μια μεγάλη μυστηριώδη λεωφόρο και είχατε τη δυνατότητα να την διασχίσετε ως την άκρη της, ποιανού μυστηρίου τη λύση θα θέλατε να συναντήσετε;

     Του μυστηρίου που ωθεί τους ανθρώπους στο αχαλίνωτο μίσος, στον ρατσισμό και τη βία. σ. 260-261

--

-Είναι πρόβλημα η εξουσία;

      Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η εξουσία έχει επωμισθεί να λύσει τα προβλήματα όλων.

-Αφού νιώθετε έτσι τα πράγματα, γιατί παραμένετε στο Δωμάτιο της Εξουσίας;

      Για τον λόγο που μένεις σε έναν έρωτα κι ας ξέρεις ότι σε καταστρέφει. σ.130.

--

-Υπήρχε ένας άνθρωπος που ήταν πάντα παρών στις πράξεις σας; Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος που, αν και απών, του δίνατε λογαριασμό για ό,τι κάνατε: Ήταν κάτι σαν εσωτερικός κριτής των πράξεών σας;

       Ο πατέρας μου! Ό,τι κι αν έκανα, αναρωτιόμουν τι θα έλεγε για όλ’ αυτά ο πατέρας μου. Ακόμα κι όταν έγραφα κάτι, τον είχα στο μυαλό μου. Όχι αν συμφωνεί με αυτά που γράφω, αλλά αν τα βρίσκει ενδιαφέροντα για περαιτέρω διάλογο μεταξύ μας. Όταν μιλούσαμε, σπάνια συμφωνούσαμε, αλλά πάντα μου άρεσε να μιλάμε, να τον ακούω να επιχειρηματολογεί κι εγώ να προσπαθώ να υπερασπιστώ την σκέψη μου. σ. 118

--

-Σας ενοχλεί όταν σας κατηγορούν άδικα;

     Έμαθα από παιδί να επιλέγω ενστικτωδώς τους κριτές των πράξεών μου. Δεν ακούω τις επικρίσεις από στόματα που δεν εκτιμώ. Προσοχή! Δεν εννοώ από ανθρώπους που δεν συμφωνούν μαζί μου! Έχω πολιτικούς αντιπάλους, αλλά και ανθρώπους γενικά που διαφωνώ κάθετα μαζί τους, αλλά τους εκτιμώ βαθιά. Ο πατέρας μου μου επαναλάμβανε συχνά, όταν τον ρωτούσα γιατί δεν απαντάει σε κάποιους που του επιτίθενται: «Δεν απαντάμε σε ανθρώπους που η απάντησή μας τους νομιμοποιεί ως κριτές μας». σ.294-295

--

-Υπάρχουν προσόντα που μπορούν, Πρόεδρε, να καταλήξουν μειονεκτήματα για έναν άνθρωπο;

      Ασφαλώς… Νομίζω ότι η κατάχρηση των προσόντων, αν έχει μια εγωκεντρική διάθεση, μπορεί να καταλήξει σε μεγάλο μειονέκτημα! Το πρόσωπο που θα παγιδευτεί και θα ζήσει ανάλογα μόνο με τα προσόντα του, γρήγορα θα απομονωθεί! Επίσης, όσο ένα άτομο διογκώνει άμετρα την παρουσίαση των προσόντων του, τόσο περισσότερο περιθωριοποιείται! Με άλλα λόγια, αν κάνεις κατάχρηση των προσόντων σου κι αν έχεις έντονη εγωκεντρική διάθεση, έτσι που να θεωρείς ότι τα όποια προσόντα σου σε διαφοροποιούν από τον κοινό άνθρωπο, αργά ή γρήγορα θα γίνεις ο ίδιος θύμα των δυνατοτήτων σου. Κανείς δεν ξεχωρίζει πιστεύοντας ότι επειδή έχει προσόντα είναι και ικανότερος, δημιουργικότερος, πιο εξαιρετικός από τους γύρω του. Τα προσόντα είναι εργαλεία. Σημασία έχει πώς τα χρησιμοποιείς, ποιόν σκοπό υπηρετούν.

-Πείτε μου ένα παράδειγμα που στηρίζει αυτό που λέτε.

     Για παράδειγμα: Ένας άνθρωπος που έχει μοναδική μυική δύναμη σε σύγκριση με όλους γύρω του, ξεχωρίζει μεν εξαιτίας της μυικής δύναμης, αλλά διακρίνεται και από το πώς την χρησιμοποιεί. Αν χρησιμοποιείς την δύναμή σου για να κακοποιείς τους αδύναμους ανθρώπους γύρω σου, η δύναμή σου γίνεται το αποφευκτέο μειονέκτημά σου. Τα προσόντα σου, τα πλεονεκτήματά σου πρέπει να καθρεφτίζονται στους στόχους σου, στους σκοπούς σου. Τα πλεονεκτήματα, τα προσόντα, μπορεί να οδηγήσουν κάποιον να πιστέψει ότι δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο και έτσι να επαναπαυθεί στα προσόντα του, στις δυνατότητές του. Αν ζεις με γνώμονα τα πλεονεκτήματα και τα προσόντα σου, νομίζω ότι τελικά απομονώνεσαι. Ναι, νομίζω ότι αυτή είναι η κατάληξη: η απομόνωση, η περιθωριοποίηση. Σ. 195-196.

--

-Κύριε Πρόεδρε, πιστεύετε ότι η Ιστορία θα σας υποδεχθεί με τον ίδιο τρόπο που υποδέχτηκε τον κύριο Καραμανλή;

      Δεν το ξέρω. Ο Καραμανλής έχει τους πολύ αφοσιωμένους του φίλους και νομίζω ότι μετά την μεταπολίτευση δεν έχει και πολλούς εχθρούς. Να σας πω όμως και κάτι ακόμα που αποτελεί γενικό κανόνα ζωής για μένα: Δεν επεμβαίνω ποτέ στο έργο των άλλων. Δεν με ενδιαφέρει να επηρεάσω το έργο του ιστορικού του μέλλοντός μου. Δική του δουλειά είναι αυτή, να αξιολογήσει πρόσωπα και γεγονότα. Εμείς πρέπει να αφοσιωθούμε σ’ αυτό που μπορούμε, σ’ αυτό που ταχτήκαμε να κάνουμε, στο παρόν του μέλλοντός μας. σ.323.

-Γιατί έχουμε την εξαφάνιση των προφητών;

       Γιατί οι ταχύτητες τώρα πια είναι ιλιγγιώδεις. Μέχρι να ανάψεις το φως, σβήνει μια στιγμή. Το μέλλον είναι πια έτοιμο κάθε στιγμή να ανοίξει την πόρτα του παρόντος και ακόμα πιο εύκολα να γίνει ανάμνηση. Το μόνο που μπορώ να πω για να χαρακτηρίσω την εποχή αυτών των ταχυτήτων είναι:

«Ζούμε το παρόν του μέλλοντός μας»! Κάπως έτσι συλλαμβάνω αυτό που μας συμβαίνει. Είμαστε πια δρομείς ταχύτητας κι όχι δρομείς αντοχής! Τρέχουμε να φτάσουμε τον στόχο και ξεχνάμε να ζήσουμε, να απολαύσουμε την διαδρομή, το ταξίδι! Σ.324.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

  

 

 

 

    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου