Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

Ο σουρεαλιστής ποιητής Λουί Αραγκόν

 

    Loui  Aragon-  Λουί Αραγκόν

(Παρίσι 3/10/1897- Παρίσι 24/12/1982)

            Γράφω σε τούτη τη χώρα…

ΓΡΑΦΩ σε τούτη τη χώρα που η πανούκλα έχει πνίξει

Πού μοιάζει σαν ύστερος του Γκόγια εφιάλτης

Τα σκυλιά τ’ ουρανού έχουν το μάννα για μόνη ελπίδα

Και λευκοί σκελετοί να σκαλίζουν τη σόγια

 

Μια χώρα όπου ολούθε διαβαίνουν μαντράχαλοι

Και διώχνουν μπροστά τους τα ζα με το βούρδουλα

Μια χώρα που νύχια και δόντια μοιράζονται

Κάτω από ανελέητο ουρανό ημερών αποφράδων

 

Μια χώρα στα πόδια φασουλήδων σπαράζει

Οργωμένη ως τα τρίσβαθα από τα σημάδια που αφήνουν οι ρόδες

Που ο Τρόμος ο Ρήγας ρημάζει ανεξέλεγκτα

Μια χώρα του φόβου που τη διαφεντεύουνε σκιάχτρα

 

Γράφω σε τούτη τη χώρα όπου τους άντρες μαντρώνουν

Μες στη βρωμιά και τη δίψα τη σιγή και την πείνα

Όπου αρπάζουν της μάνας το γιο ωσάν λες

Να βασίλευε ο Ηρώδης μαζί με Λαβάλ ως δελφίνο

 

Γράφω σε τούτη τη χώρα που τη μορφή της το αίμα αλλοιώνει

Πού είναι πια ένας μόνο σωρός με πληγές και οδύνες

Μια αγορά ανοιχτή στους ανέμους το χαλάζι εγκαίνια κάνει

Ένα ερείπιο όπου ο θάνατος στα ζάρια ασκείται

 

Γράφω σε τούτη τη χώρα όπου οι χαφιέδες

Κάθε ώρα της νύχτας μπαίνουν στα σπίτια

Όπου οι δήμιοι χώνουνε σφήνες

Στα σπασμένα τα κόκαλα προδοσίες καρτερώντας

 

Γράφω σε τούτη τη χώρα που χίλιους θανάτους βογγάει

Που σ’ όλα τα μάτια απλώνει πληγές πορφυρές

Το σκυλολόι πηχτό να χυμά να δαγκώνει

Και οι δούλοι στο κέρας σαλπίζουν το πελώριο

 

Γράφω σε τούτη τη χώρα που γδέρνουν οι γδάρτες

Και βλέπω της μούσκλα άντερα κόκαλα

Και βλέπω τα δάση να καίνε ωσάν δάδες

Και στων σταχτιώνε τη φλόγα τη φυγή των πουλιών

 

Γράφω σε τούτη τη νύχτα τη βαθιά την κακούργα

Όπου ακώ ν’ ανασαίνουν οι ξένοι στρατιώτες

Και τα τραίνα να πνίγονται μακριά μες στις σήραγγες

Κι ο Θεός μόνο ξέρει αν ποτέ ξαναβγούν

 

Γράφω μέσα σ’ αλώνι κλειστό όπου δυο μονομάχοι

Και ο ένας στητή πανοπλία σε άτι απάνω

Και ο άλλος φριχτά το σπαθί τον ξεσχίζει

Κι έχει για μόνα στολίδια το θάρρος το δίκιο

 

Γράφω μέσα σε λάκκο όπου όχι μόνο ο Προφήτης

Μα λαός ένας ακέραιος στα θεριά εκατέβη

Που του λένε ποτέ του την ήττα να μην την ξεχάσει

Στις αρκούδες να δώσει την πρεπούμενη σάρκα

 

Γράφω μέσα στον διάκοσμο αυτόν τραγικό όπου οι δρώντες

Έχουν χάσει το δρόμο τους τον ύπνο τη θέση

Στο άδειο θέατρο μέσα όπου οι άρπαγες

Κανοναρχούν τα μεγάλα τα λόγια για όσους δεν ξέρουν

 

Γράφω μες στο πελώριο κάτεργο ψίθυρο όλο

Γράφω μέσα απ’ τη μπουκαπόρτα στο βράδυ που ηχεί

Με γροθιές χτυπημένα μηνύματα πάνω στους τοίχους

Στους μπασκίνες παράδοξες κάνουν διαψεύσεις

 

Πώς θέλετε εσείς να μιλώ για λουλούδια

Να μην είναι κραυγές ό,τι γράφω

Απ’ το παλιό το ουράνιο τόξο τρία χρώματα μόνο απομένουν

Κι ό,τι τραγούδια αγαπούσα τα έχουν προγράψει

 

Γιατί τάχα τον κόσμον ετούτο να μην τον σουρώσω

Τα ξυπνητά του τα όνειρα τα ξορκισμένα του τέρατα

Και του χαμένου Παραδείσου να μην επανεύρω τη μνήμη

Και να δέσω το λόγο μου με δική του πια μελωδία (…) (1943)

Σελίδα 144-146

     από  ΤΟ  ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ  ΟΜΟΙΩΜΑΤΩΝ 

            Ευτυχία η αγάπη δεν έχει

ΣΤΟΝ άνθρωπο τίποτε δεν είν’ δοσμένο. Η δύναμη ούτε

Ούτε η καρδιά του η αδύναμη Κι όταν νομίζει

Την αγκαλιά που ανοίγει η σκιά του σταυρό σχηματίζει

Η ζωή του διαζύγιο είναι παράδοξο οδυνηρό

Ευτυχία η αγάπη δεν έχει

 

Η ζωή του δες μοιάζει με ξαρμάτωτους άντρες

Πού ντυμένους για άλλη ειμαρμένη τους είχαν

Και προς τι να ξυπνούν απ’ το χάραμα κιόλας

Αν το βράδυ αβέβαιοι ράθυμοι κείνται

Πες τη λέξη Ζωή μου Και το δάκρυ σου κράτα

Ευτυχία η αγάπη δεν έχει

 

Ωραίε μου έρωτα αγάπη μου έρωτα σπάραγμα

Κουβαλώ σε εντός μου πληγωμένο πουλί

Κι όλοι αυτοί μας κοιτούν να περνάμε ανήξεροι

Ξανά λέγοντας ύστερα από με τα λόγια που σου’ πλεξα

Και που αμέσως πεθάναν στα μεγάλα σου μάτια

Ευτυχία η αγάπη δεν έχει

 

Ως να μάθεις να ζεις έχεις κιόλας περάσει

Μες στη νύχτα οι καρδιές μας ας κλάψουν μαζί

Πόση οδύνη να πρέπει σ’ ένα άσημο μόνο τραγούδι

Πόση θλίψη να πρέπει πληρωμή ενός ρίγους

Λυγμοί πόσοι για μια μελωδία κιθάρας

Ευτυχία η αγάπη δεν έχει

 

Δεν υπάρχει αγάπη που πόνος δεν είναι

Δεν υπάρχει αγάπη που δεν επληγώθη

Δεν υπάρχει αγάπη  που δεν εμαράθη

Ως η δική σου πονά της πατρίδας ο έρωτας

Δεν υπάρχει αγάπη να μη ζει με το δάκρυ

Μα είναι η αγάπη δική μας των δυο μας (1945)

Σελίδα 148-149

     από  ΓΑΛΛΙΚΟ ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ

            Ξοπίσω μου σέρνω…

ΞΟΠΙΣΩ μου σέρνω ατυχίες ω πόσες και λάθη

Κουβαλώ την κακία ανθρώπου που πνίγεται

Κι όλη η πίκρα της θάλασσας μέσα μου υψώνεται

Πρέπει πάντα σε μένα τον ίδιο να δείχνω ούτε εγώ ξέρω τι

Τι με νοιάζει αν κάποιον πατώ αν κάποιον τσακίζω

Την εκδίκηση φτάνει μου μόνο της ντροπής μου που παίρνω

 

Δεν μπορώ τάχα οδύνη να δώσω Το παίδεμα

Κι εγώ τάχα δεν δύναμαι άγριος να ‘μια

Σκληρός τάχα κι εγώ όσο θέλω να γίνω

Το κακό για να πράξω ως αυτούς που τσακίζαν τα κόκκαλα

Τη φριχτή εξουσία στον Άλλον απάνω να έχω

Μη δεν πόνεσα κι έκλαψα τόσο κι εγώ

 

Αιχμάλωτος είμαι πραγμάτων απαγορευμένων

Κι ως είναι έτσι στο βούρκο τους μέσα με ρίχνουν

Κι η λευτεριά μου ακέρια τα όριά της ως βλέπω

Σ’ ένα ακόμα που θα την απόδειχνε βήμα κρατιέμαι

Όπου εχθρός με καλεί να μπορέσω να πάω

 

Κάθε ιδέα για μένα έχει ανάγκη αντίρροπου

Δεν μπορώ να υποφέρω παραδεδεγμένες αλήθειες

Σε γιαπί ξαναστήνω φανερό ό,τι είναι

Σ’ εκκλησιά σαν σημαίνει μεσημέρι το αρνιέμαι

Κι αν ακούσω απ’ αυτή μαθημένα πια λόγια

Με τα ίδια μου χέρια την καρδιά μου ξεσκίζω ανελέητα

 

Δεν μπορώ πια να κοιμάμαι σαν οι άλλοι κοιμούνται

Στην αγρύπνια μου ό,τι λογίζομαι μέσα

Σκιά είναι γιγάντια στον τοίχο όπου αλλάζει

Ο κόσμος ως είναι και που αρνιέμαι τρελά

Τα ξυπνά μου τα όνειρα μοιάζουν σαν Άγιοι Διονύσιοι

Με το κεφάλι στο χέρι βαδίζουν ενάντια στα ειωθότα

 

Αδυσώπητα εγώ κουβαλώ τον παλιό εαυτό μου

Κι ό,τι ήμουν μερίδιο απομένει δικό μου

Ωσάν τα λόγια που είπα ή σκέφθηκα

Πάνω μου ασκούσανε πάντα τους δύναμη ανίκητη

Κι ενάντια μου δείχνουνε τόσο φρικτή εξουσία

Που το χέρι μου ούτε να τα διώξει μπορεί

 

Από αυτό το κλουβί με τις λέξεις θα πρέπει να βγω

Κι η καρδιά μου ματώνει ζητώντας την έξοδο

Τούτου του ασπρόμαυρου κόσμου πού τάχα να είναι η πύλη

Τα δάχτυλά μου στα κάγκελα καίω ωσάν σε τσουκνίδες

Με τις γροθιές μου χτυπώ τους μου είπαν ψέματα τοίχους

Λόγια και λόγια ολογύρω από τη χαμένη μου νιότη (1956)

Σελίδα 159-160

    από  ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ  ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

          Ω  χείμαρρέ  μου

               Σαν ήρθε η αυγή του μεγάλου κινδύνου

                  Το σύνθημα ήταν Ω χείμαρρέ μου

ΣΟΥ είπανε σκότωσε μα και σκοτώσου λαέ μου εξαίσιε

Κι ως πίστευες σ’ ό,τι σου είχαν μάθει

Δεν τους αρνήθης το δύσβατο δρόμο

 

Σου είπαν δεν έχεις τίποτα εσύ Ούτε χέρι ούτε ψυχή

Στο Θεό επωλήθη σε κάποια τιμή ο Παράδεισος

Με τη ζωή να ξοφλήσεις το έξοχο αντάλλαγμα

 

Σου είπαν η αλήθεια κερδίζει αν πεθάνεις

Κι εχάρης γραμμένη πως είναι ευθύς εξ αρχής

Η μέρα που έστησέ σου ο Θεός μπροστά σου σαν τοίχο

 

Σου είπαν η μοίρα σου του σπαθιού σου είναι μοίρα

Εσύ που  το Φώς δικό σου κάνοντας στοίχημα

Το κουβαλάς ως το τέλος στο ερεβώδες βασίλειο

 

Σου είπαν πως είναι αθέμιτη η όποια σπονδή

Με τα έθνη εκείνα που προσεύχονται αλλιώς

Και του φόνου η ανάπαυλα πως σου στερεί το Θεό σου

 

Σου είπαν ο πόλεμος δεν ξέρει τι είναι υποχώρηση

Και κόλαση αιώνια σε όποιον δεν έπεσε

Τους πίστεψες κόβοντας πίσω σου όλους τους δρόμους

 

Τους πίστεψες μέχρι που εδεήθης στο κοράκι της πλώρης

Τους πίστεψες μέχρι περιφρόνια γι σένα τον ίδιο να νιώθεις

Τους πίστεψες μέχρι που απαρνήθης σε όνειρο τον εαυτό σου

 

Τους πίστεψες ως την αιχμή της δικής σου της δύναμης

Τους πίστεψες ως την καρδιά σου κι ας είχε το αίμα στερέψει

Τους πίστεψες χείμαρρε ως την πηγή σου

 

Τους πίστεψες ως το μαχαίρι που βαθιά σε πληγώνει

Τους πίστεψες έως τη νύχτα της παραφοράς σου

Τους πίστεψες ως τη σιγή του δικού σου του στόματος

 

Τους πίστεψες έως τη γη να σε προϋπαντήσει σαν ήρθε

Τους πίστεψες ως την πληγή βαθιά μες στο πνεύμα σου

Τους πίστεψες έως βαθιά στης κοιλιάς σου το δέος

 

Τους πίστεψες ώσπου δεν πίστεψες πια τα δικά σου τα δάκρυα

Τους πίστεψες ώσπου δεν πίστεψες πια τις δικές σου κραυγές

Τους πίστεψες ώσπου τα μάτια σου κλείσαν

 

Τους πίστεψες ως της θρακιάς την έσχατη λάμψη

Τους πίστεψες έως τα μέλη σου τα λιανισμένα

Τους πίστεψες ώσπου και η πίστη εθραύσθη (1963)

Σελίδες 191-192

από το ΤΡΕΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΣΑ  

          Περί των ολίγων του εράσθαι των λέξεων

ΠΕΡΙ των ολίγων του εράσθαι των λέξεων θλίβομαι

Τη φράση σαν φτιάχνει ως μου πρέπει

Δεν ξέρω να βλέπω παρά μόνο τις φλέβες μου

Και μου είναι ο λόγος απάνθρωπος

Ως πληγώνει δρεπάνι το στάχυ

 

Των ολίγων του εράσθαι των λέξεων πόσο αμφιβάλλω

Ο εκπεφρασμένος ως λέγεται έρως

Ο ζητιάνος είμαι των δρόμων

Κανείς το τραγούδι μου δεν το ακούει

Δεν ακούει τις λίγες του  έρωτα λέξεις

 

Περί των ολίγων των λέξεων πάντα των ίδιων

Που όμοιους κάνουν τους εραστές

Και πόσο όμοια την ποίηση

Σ’ αγαπώ να ντρέπεσαι λέγοντας

Πώς σ’ αυτό ν’ αρκεσθείς πως σ’ αυτό

 

Περί των ολίγων του εράσθαι των λέξεων τι μέλλει γενέσθαι

Ρίχτε χάμω την τράπουλα αυτή των νεφών

Το παιχνίδι της κόλασης ή τ’ ουρανού

Ζεις ή πεθαίνεις αδιάφορο

Σκοτωμένα πουλιά όπως είναι οι λέξεις (1965)

Σελίδα 207

    από ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

          Ο άνθρωπος μόνος του

Ο άνθρωπος μόνος του είναι μια σκάλα

Πουθενά δεν τον πάει τον άνθρωπο

Και παραμένουν του απάνθρωπες

Των παλατιών όλες οι πόρτες

 

Ο άνθρωπος μόνο έχει χέρια λοξά

Άζυγο μάτι γιατί ραγισμένη ανάσα

Προσκεφάλι του μόνο το αλλού

Ο ύπνος του είναι μια σκρόφα του δρόμου

 

Ο άνθρωπος μόνο αυτός έχει δάχτυλα ανέμου

Ό,τι του δίνουν στο χέρι του γίνεται στάχτη

Μα κι ηδονή ας έχει πάρει ό,τι άλλο

Σκόνη τα βρίσκει ξανά

 

Ο άνθρωπος μόνος δεν έχει καν όψη

Τζάμι είναι μόνο βροχής

Και τα δάκρυα που πάνω του τρέχουν

Στο τοπίο ανήκουν

 

Απωλεσθέν είναι γράμμα

Να ‘χε τάχατες λάθος τη διεύθυνση

Σε ποιον να ‘λεγε Σένα Αγαπώ

Ποια χέρια να το ‘χουν ξεσκίσει  (1965)

σελίδα 214

            Μ’ άφησες

Μ’ άφησες φεύγοντας απ’ όλες τις πόρτες

Μ’ άφησες στις ερήμους μου όλες

Στην αυγή σε αναζήτησα σ’ έχασα μεσημέρι

Πουθενά πια δεν ήσουν όπου κι αν έφτασα

Ποιος θα μπορούσε να πει τη Σαχάρα μιας κάμαρας δίχως εσέ

Κυριακάτικο πλήθος όπου κανείς δεν σου μοιάζει

Μια μέρα πιο άδεια απ’ ότι στη  θάλασσα ο μόλος

Η σιωπή σαν φωνάζω και δεν αποκρίνεσαι

 

Μ’ άφησες παρούσα ακίνητη

Μ’ άφησες παντού μ’ άφησες απ’ τη ματιά

Την καρδιά και τα όνειρα

Μ’ άφησες σαν μια φράση ατέλειωτη

Ένα αντικείμενο τυχαίο ένα πράγμα ένα κάθισμα

Ένα εξοχικό σαν τελειώνει το θέρος

Μια καρτ-ποστάλ σε συρτάρι

Από σένα έχω εκπέσει όλη η ζωή στην πιο μικρή κίνησή σου

 

Δε με είδες ποτέ σου να κλαίω για το αποστραμμένο σου πρόσωπο

Τη ματιά σου μακριά από με στου διαβόλου τη μάνα

Στεναγμός ένας απ’ όπου ήμουν απών

 

Ελυπήθης τάχα ποτέ τη σκιά σου που κείται στα πόδια σου (1966)

σελίδα 215

       από τα ΑΝΕΚΔΟΤΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

       ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

     του JEAN RISTAT

     εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 3/1/1982

     Ο ΛΟΥΪ ΑΡΑΓΚΟΝ παρουσιάζει όλο το ποιητικό του έργο σε δέκα πέντε τόμους. Ο δέκατος πέμπτος αποτελεί γεγονός γιατί περιέχει ανέκδοτα ποιήματα που γράφτηκαν μεταξύ του 1960 και του 1973, και φέρουν το γενικό τίτλο «ΟΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ». Η κοινή έκδοση θα κυκλοφορήσει φέτος τον Απρίλιο. Δημοσιεύουμε μιά συγκινητική περιγραφή του Αραγκόν από το συγγραφέα Ζάν Ριστά.

Παρίσι, Ιανουάριος.

     Συνάντησα τον Αραγκόν για πρώτη φορά το 1965, όταν ζήτησε να με γνωρίσει μετά την έκδοση του πρώτου του βιβλίου. Όταν μπήκα ύστερα από πολλούς δισταγμούς στο διαμέρισμά του, με οδήγησε σ’ ένα γραφείο με τοίχους σκεπασμένους νε βιβλία και πίνακες. Θυμάμαι έναν άνθρωπο με δυνατό ανάστημα, σκυμμένο πάνω σ’ ένα γραφείο στρωμένο με φύλλα και σκεπασμένο μ’ ένα σωρό βιβλία, χειρόγραφα, περιοδικά…

     Από τότε ξαναβλεπόμασταν κάθε μήνα. Μου έγραφε συχνά τις παρατηρήσεις του, όπως π.χ. ότι αρκούσε ένα μόνο χρωμόσωμα Υ για να μεταμορφώσει ένα κοινό άτομο σε δολοφόνο, ενώ υπήρχε πολύς κόσμος που στο όνομά του είχε δυό Υ. Μ’ έβαζε να καθίσω σε μιά βαθιά και πλατιά πολυθρόνα. Έπαιρνε θέση πίσω από το γραφείο του, έβαζε τα γυαλιά του και άνοιγε το χειρόγραφο πάνω στο οποίο δούλευε. Μπορούσε έτσι να διαβάζει επί ώρες, ξεφεύγοντας πότε-πότε από το κείμενο για να μου ρίχνει μιά ερωτηματική ματιά, περιμένοντας κάθε αντίδρασή μου όπως ένα θηρίο το θύμα του. Η φωνή του ήταν δυνατή και βαριά, ήξερε να περνάει με τέχνη από την εύθυμη ή την τραγική εξομολόγηση στην οργή ή στην ξέφρενη απαγγελία.

     Επίσης ξαναδιάβαζε σουρεαλιστικά κείμενα, και ποιήματα του Ανρύ Μπατάιγ που δε γνώριζα, και του Μαλαρμέ. Είχε ξεχάσει την έννοια του χρόνου. Η Έλσα εμφανιζόταν στο γραφείο αφού μας είχε φωνάξει επανειλημμένα για να μας θυμίσει την ώρα του φαγητού. Πόσες φορές δε συνομιλούσε μαζί μου, με τον εαυτό του, ξεχνώντας την ώρα. Αργότερα όταν τον επισκεπτόμουν στον εξοχικό μύλο όπου περνούσε τα Σαββατοκύριακα, τον περίμενα λίγη ώρα ώσπου να εμφανιστεί με ρούχα κηπουρού, γεμάτος φύλλα, χορτάρια και ιδρώτα.

          Σαν τον κλέφτη…. τη νύκτα

     Το τηλέφωνο διέκοπτε συχνά τις συνομιλίες μας και οι συζητήσεις στα ρώσικα με την Λίλυ Μπρίκ, τη γυναικάδελφή του, γέμιζαν το δωμάτιο με το Μαγιακόφσκι και το Λένιν. Όταν πέθανε η Έλσα, δεν πηγαίναμε πιά στο μύλο, το μέρος όπου γνώρισαν την ευτυχία, και μ’ εντυπωσίαζε κάθε μέρα ο μυστικός και ατίθασος πόνος του. Αργότερα είχε ανάγκη να ξεδίνει και σιγά-σιγά βγαίναμε κάθε βράδυ έξω, στα εστιατόρια του Παρισιού. Περπατούσαμε πολύ, μού διηγιόταν ιστορίες, και ονειρευόταν ένα διαμέρισμα φωτισμένο ακόμη τέτοια ώρα, ή μιά μισάνοιχτη πόρτα που θα μας αποκάλυπτε έναν κρυφό κήπο, μιά πηγή.

     Διάβαζε τις ζωγραφισμένες διαφημίσεις στους τοίχους ή τις αφίσες, κορόιδευε τα πανό με τα φωτεινά συνθήματα πού υπόσχονταν ευτυχία. Σχολίαζε την πόλη, τους κατοίκους, τα μυστήρια του φωτός και της σκιάς. Κυνηγούσε την ομορφιά και την ασχήμια και ονειρευόταν να τις καθίσει στα γόνατά του. Πολλές φορές επιστρέφαμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε για να ξανακάνουμε την περιπλάνησή μας μέσα στην ερημωμένη πόλη. Όταν χωρίζαμε, εκείνος συνέχιζε μόνος την περιοδεία του στα καφενεία.

     Η μέρα τον έπιανε συχνά σαν κλέφτη στο γραφείο του. Ο κόσμος ήταν ένα τεράστιο θέατρο. Ήμουν ένα πρόσωπο πάνω στη σκηνή που είχε δημιουργήσει, καθρέφτης ίσως, μπροστά στον οποίο ο Φάουστ ονειρευόταν μιάν άλλη ζωή και μάλλον προσπαθούσε να εξορκίσει το θάνατο.

     Η σιλουέτα του είχε καμπουριάσει λίγο, διέσχιζε τους δρόμους με αποφασιστικό βήμα, με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να νοιάζεται για τα αυτοκίνητα. Τον είδα ένα βράδυ να περνάει μιά γέφυρα, να βγάζει το πουκάμισό του και να προσφέρει το γυμνό του στήθος στην εύνοια του ανέμου απ’ τον οποίο είχε σκεφτεί να ζητήσει βοήθεια. Γιατί να μην το λέμε; Ο αγώνας του Αραγκόν εναντίον του σωματικού πόνου ήταν πάντα αξιοθαύμαστος.

     Εδώ και δέκα χρόνια όταν περνούσαμε το καλοκαίρι στη θάλασσα, παρόλο πού ήταν άρρωστος και πολύ αδύνατος, τον κατείχε ακατάπαυστη μανία γραψίματος. Εκεί γεννήθηκε και γράφτηκε το «Θέατρο) Μυθιστόρημα». Ζούσε τη νύχτα, και σηκωνόταν πάντα πρώτος. Του άρεσε να μιλάει με τους κηπουρούς, τους υπηρέτες και ενδιαφερόταν για τα προβλήματά τους. Πάντα ερχόταν στο τραπέζι με το χειρόγραφό του και άρχιζε οδυνηρούς μονολόγους. Έπαιρνε τα κεφάλαια, τα τοποθετούσε, τα μετακινούσε και έλεγε: «Ανακατώνω τα χαρτιά, κόβω, ξανακόβω και είναι ολοένα και λιγότερο κατανοητό».

        Μιά τρομακτική λαιμαργία

    Μού είχε ανοίξει την όρεξη για τις νυχτερινές άσκοπες περιπλανήσεις. Οι πόλεις γίνονταν λαβύρινθοι που τους διασχίζαμε σε αναζήτηση κάποιου Μινώταυρου. Συχνά μιλούσε, απάγγελνε ποιήματα, γινόταν αυτή καθεαυτή η ποίηση. «Ονομάζω ποίηση αυτό το σκοτάδι με τα ορθάνοιχτα μάτια, αυτόν τον νυχτερινό ήλιο, αυτή την άλλη όψη του χρόνου…». Δεν υπήρχε τίποτα (συναντήσεις, εκδρομές, διαβάσματα) πού να μη γίνει κείμενο. Είχε κάνει τη μνήμη του θέατρο, τη ζωή του μυθιστόρημα και ξανάφτιαχνε και ξαναεφεύρισκε τις σκηνές τους.

     Δεν υπήρχαν θεάματα, ή εκθέσεις που να μην τα επισκεπτόμαστε. Η δίψα του, και η περιέργειά του δεν είχαν όρια. Παρακολουθούσε το καινούργιο με τρομαχτική λαιμαργία και σπάνια μεγαλοψυχία.

     Η εποχή των αναμνήσεων είχε φτάσει. Τα «ποιητικά άπαντα», σε προσχέδιο εδώ και ένα χρόνο, θα γινόταν το μοναδικό αντικείμενο των απασχολήσεών του. Το 1974 ένα ατύχημα του θύμισε την ύπαρξη του θανάτου και από τότε το θανάσιμο παιχνίδι δεν έπαψε. Δεν έκρυβε πιά τίποτε από τη ζωή του, τα λάθη και τις αποτυχίες του. Τα «ποιητικά του άπαντα» περιλάμβαναν, σε μορφή σχολίων, τα απομνημονεύματά του. Δεν ταξινομούσε μόνο τις ποιητικές του συλλογές, αλλά αποφάσιζε να συσχετίσει την ποίησή του με τις περιστάσεις, και γι’ αυτό πρόσθεσε κριτικά κείμενα ή σχόλια για την Ιστορία της εποχής όπου έγραφε σα να επρόκειτο για τη δική του ιστορία.

     Αυτή η μοναδική διαδικασία στον τομέα της λογοτεχνίας δείχνει το συγγραφέα στη δουλειά του και αποδίδει στον αιώνα αυτό που έχει δημιουργήσει και αυτό που θέλουμε να του κλέψουμε εν ονόματι της «καθαρής ποίησης». Με αυτήν την έννοια η ποίηση ανήκει σε όλους, όπως το ήθελε ο Λωτρεαμόν, και δημιουργείται από όλους. Τα «ποιητικά άπαντα» δεν είναι λοιπόν μόνο ποίηση ή απλά Απομνημονεύματα. Τα δημιούργησε με τις τελευταίες του δυνάμεις. Η προσπάθειά του ήταν κολοσσιαία, και δούλεψε ακατάπαυστα. Εντούτοις δεν μπόρεσε να τελειώσει τα «Άπαντα» μόνος του και άφησε οδηγίες.

     Η τρομερή χρονιά του 1978 είχε φτάσει. Οι επισκέπτες σπάνιζαν όπως και οι φίλοι και ο Αραγκόν μπορούσε δύσκολα να ζήσει από την πένα του. Το λέω αυτό για να διαλύσω το μύθο, που δεν αφορά μόνο τον Αραγκόν, αλλά  και τον συγγραφέα γενικά όπως τον φαντάζεται το κοινό, την εικόνα ενός άντρα ή μιάς γυναίκας που δεν έχουν «οικονομικά προβλήματα».

     Πώς ζει ο συγγραφέας; Με τί πράγμα; Αν δημοσιεύαμε τους αριθμούς πωλήσεων και τους λογαριασμούς των συγγραφικών δικαιωμάτων, θα προκαλούσαμε εκπλήξεις. Για οικονομικούς λόγους δέχτηκε να γυρίσει μιά σειρά από συνομιλίες, αλλά δεν είχε πιά την παλιά του αγάπη για τη ζωή. Αισθανόταν εγκαταλειμμένος, περπατούσε μόνος τη νύχτα στους δρόμους του Παρισιού και η σιλουέτα του είχε καμπουριάσει ακόμη περισσότερο.

     Ένα βράδυ με κάλεσε σπίτι του, όπου κυριαρχούσε η σιωπή, όμοια μ’ εκείνη των μουσείων όταν έχουν κλείσει και έχει φύγει το κοινό, αφήνοντας πίνακες και γλυπτά στη σκηνή ενός εγκαταλειμμένου θεάτρου. Η έκπληξη μου έκοψε τη φωνή. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από κάρτ ποστάλ, διάφορα αντίγραφα από γράμματα, αφίσες. Υπήρχαν ακόμη σκίτσα και σχόλια δικά του. Είχε ξανασυνθέσει σιγά-σιγά ένα γιγάντιο πάζλ. Βλέποντας ότι δεν καταλάβαινα, μου εξήγησε ότι κάθε αντικείμενο είχε μιά ιστορία, αναφερόταν σε χώρους που είχε επισκεφτεί, ή που του είχαν στείλει φίλοι. Η σύνθεση του συνόλου ήταν μελετημένη, με χρωματιστά χαρτιά, και φωτογραφίες σα σε παρένθεση.

               Να διαλέγεις το θάνατό σου

     Κάθισε πάνω στο κρεβάτι του και μου είπε ότι δεν ήξερε πώς θα πέθαινε κι εγώ δεν μπορούσα ν’ απαντήσω τίποτα.

     Περπατήσαμε στην κάμαρη. Έσβησε ένα πολύφωτο και άφησε ένα λαμπάκι δίπλα στο κρεβάτι, που δημιούργησε μεγάλες φευγαλέες σκιές που περνούσαν γοργά μπροστά από τα παράθυρα, που τα εσωτερικά τους ξύλινα παντζούρια, βαμμένα γκρί, ήταν κλειστά. Αισθάνθηκα ότι  βρισκόμουν σ’ έναν τάφο, κλεισμένος με το Φαραώ μέσα στην πυραμίδα του.

     Άς αποσυρθούμε τώρα σιγά. Άς αφήσουμε τον Αραγκόν να κουβεντιάζει με τις σκιές του. Κάποτε είχε πει: «η ζωή μου δεν έχει πιά νόημα. Αλλά κοιτάζω τους άλλους να ζουν κι αυτό μ’ ευχαριστεί».

      JEAN RISTAT

Συμπληρωματικά:

      «ο άγγελος είμαι της θύελλας κατοικεί με σκοτάδι και σάλαγος

       Ο μαύρος ο Λόγος πλασμένος για την Αποκάλυψη», σ.183

 Από το ποίημα «Λόγος σε πρώτο πρόσωπο» της συλλογής του 1960 «ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ».

     Μία ωραία θεματική σειρά βιβλίων κυκλοφόρησαν πριν τέσσερεις δεκαετίες στην χώρα μας από το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «ΠΛΕΘΡΟΝ Ε.Ε.» οδός Μασσαλίας 20α στην Αθήνα. Ο εκδοτικός οίκος ιδρύθηκε το 1977 από τους Σάμη Γαβριηλίδη και Λουκά Ρινόπουλου. Το 1986 ο εκδότης Σάμης Γαβριηλίδης αποχωρεί και ιδρύει τον δικό του ομώνυμο εκδοτικό οίκο. Η σειρά αυτή είχε τον τίτλο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ «ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ». Παράλληλες σειρές του «ΠΛΕΘΡΟΥ» ήσαν οι «Μαρτυρίες», οι «Μονογραφίες» κ.ά. Υπεύθυνος της σειράς, όπως και των άλλων τίτλων ελληνικών και ξένων λογοτεχνικών βιβλίων (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο) που εκδίδονταν από τον εκδοτικό οίκο,- την εποπτεία είχε, αν δεν κάνω λάθος, ο κριτικός της λογοτεχνίας, μεταφραστής και συγγραφέας, δοκιμιογράφος, καρποφόρος πάντα συγγραφικά Αλέξης Ζήρας. Οι εκδόσεις «Πλέθρον» με το πλούσιο εκδοτικό ενεργητικό τους, την καλαίσθητη και επιμελημένη φροντίδα των βιβλίων τους υπήρξαν από τις πλέον αξιόλογες εκδόσεις της εποχής τους. Οι εκδοτικές τους προτάσεις ήταν-σε ορισμένους τομείς- πρωτοπόρες, οι δε συνεργάτες τους επιλεγμένοι. Οι παράμετροι των θεματικών τους τίτλων απλώνονταν και σε τομείς πέραν της ποίησης και της πεζογραφίας. Τα βιβλία της σειράς «Πρόσωπα και Ιδέες», που περιλαμβάνεται και ο τόμος για τον Λουί Αραγκόν, έχουν μικρό μέγεθος διαστάσεων 12Χ18, ορισμένα από αυτά είναι δεμένα. Στην κόχη αναγράφεται το επίθετο του ξένου συγγραφέα. Στο κάτω μέρος υπάρχει η εικόνα μιάς μικρής κουκουβάγιας η οποία αποτελούσε το σύμβολο του «πλέθρου», ενώ στο πάνω το νούμερο του τόμου και το διακριτικό πχ. Π/1. (το μέγεθος και το όλο «στήσιμο» η «εικόνα» θύμιζε ανάλογες σειρές έργων, πχ. των εκδόσεων «Ερμής» και παρέπεμπαν στους πιο αναγνωστικά επαρκείς, στις προγενέστερες χρονικά εκδόσεις «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου). Στο έγχρωμο εξώφυλλο δημοσιεύεται η φωτογραφία του ευρωπαίου ή αμερικανού ποιητή, το επίθετο, το ονοματεπώνυμο του επιμελητή του τόμου, ενώ στο κάτω αριστερό μέρος η ένδειξη με κεφαλαιογράμματα «ΠΛΕΘΡΟΝ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ». Η σειρά αυτή παρουσίαζε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ευρωπαίους και αμερικανούς σημαντικούς ποιητές του προηγούμενου αιώνα οι οποίοι με το έργο τους, διαμόρφωσαν την εξέλιξη και την διαδρομή του ποιητικού λόγου τόσο στην ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και διεθνώς. Οι μεταφραστές των μικρών  αυτών τόμων ήσαν διάφοροι. Πέρα από τα Βιογραφικά στοιχεία, το Χρονολόγιο και την ξενόγλωσση Εργογραφία του συγγραφέα, τα χρήσιμα για τους έλληνες αναγνώστες βιβλία της σειράς, συνοδεύονταν από Επιλογές-αποσπάσματα των έργων του ποιητή. Ποιητών όπως: ο Λωτρεαμόν, ο Πώλ Ελυάρ, ο Ουώλτ Ουίτμαν, ο Λουί Αραγκόν και αρκετών άλλων. Οι σελίδες κυμαίνονταν από 200 έως 250, και η τιμή τους ήταν σχετικά χαμηλή. Λειτουργούσαν θα μπορούσαμε να σημειώναμε για τον αναγνώστη, και ως μία μικρή ενδεικτική Ανθολογία. Ήταν βιβλία που διέθεταν μία δοκιμιακή και ποιητική αυτοτέλεια. Για την πορεία του εκδοτικού οίκου, τις εκδόσεις και εκδότες, τους συνεργάτες μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες από τις εφημερίδες των δεκαετιών εκείνων, από τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω», του «Ιχνευτή» και άλλων εντύπων.

      Ένα από τα ωραία αυτά βιβλία της σειράς με Νούμερο 17, μας παρουσίαζε το έργο του γάλλου ντανταϊστή και σουρρεαλιστή ποιητή Λουί Αραγκόν σε επιμέλεια και εκτενή εισαγωγή του GEORGES SADOUL. (αν δεν λαθεύω ο Σαντούλ υπήρξε ο συγγραφέας μιάς ιστορίας του παγκόσμιου κινηματογράφου). Τίτλος του πρωτοτύπου: Aragon, Editions Seghers, Paris (1967). Επιμέλεια γαλλικής έκδοσης: Georges Sadoul. Η Μετάφραση ήταν του Γιώργου Σπανού και η τυπογραφική επιμέλεια των Λίλα Κοναμάρα και Νίκη Αναστασέα. Στην αριστερή εσωτερική σελίδα πριν τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ διαβάζουμε: ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ Λογοτεχνία /8 ΑΡΑΓΚΟΝ. Για την ελληνική γλώσσα ΠΛΕΘΡΟΝ Ε.Ε. Μπουμπουλίνας 14, Αθήνα. Πρώτη έκδοση Δεκέμβριος 1985. Φωτοστοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ. Μοντάζ Στάθης Τάσος. Εκτύπωση: Μ. Τσιαδής-Ν. Κουτσοδόντης Ο.Ε. Βιβλιοδεσία Θ. Πατούνας- Α. Δημάκου και Σια Ο.Ε. Μέσα στις σελίδες του μικρού αυτού τόμου για τον κομμουνιστή υπερρεαλιστή ποιητή Λουϊ Αραγκόν, είχα διαφυλάξει το παλαιό απόκομμα του φίλου και συνεργάτη του ποιητή Ζάν Ριστά, που είχε δημοσιευθεί στην πρωινή πολιτική εφημερίδα «Το Βήμα» το 1982.  Τον Jean Ristat ο οποίος συνεργάστηκε με τον ποιητή στην έκδοση των ποιητικών του Απάντων, τον γνωρίσαμε μεταξύ άλλων και από τις σελίδες του Αφιερώματος του περιοδικού «Διαβάζω». Η δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου, τεύχος 168/20-5-1987 πραγματοποιεί αφιέρωμα στον «Λουί Αραγκόν». Αναφέρονται μεταξύ άλλων στο εισαγωγικό του αφιερώματος, σ.9:

«Μ’ αυτό το τεύχος το περιοδικό μας απαντά σε μια πρόκληση, την πρόκληση του Πρωτέα της γαλλικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, κι ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς παγκοσμίως, του Λουί Αραγκόν. Πρόσωπο σχεδόν μυθικό, μυθοποιημένο μάλλον μέσα στις τόσες περιπλανήσεις και διαδρομές του μας δημιουργεί το ερώτημα. Ποιος είναι ο Αραγκόν;

    Ο σουρεαλιστής, ο υπέρμαχος του ντανταϊσμού Λουί Αραγκόν που συμμετείχε σε ακραίες ντανταϊστικές εκδηλώσεις; Ο συνεπής κομμουνιστής που από τα 1933 ως το θάνατό του πορεύτηκε σε δρόμους παράλληλους με του κόμματός του; Ο Μεγάλος Ερωτευμένος, ο τρελός της Έλσας; Ο ποιητής; ο μυθιστοριογράφος;

     Μόνο και μόνο το γεγονός πώς υπήρξε όλ’ αυτά ταυτόχρονα και άλλα τόσα μαζί, πως η ζωή του ήταν μια «διαρκής κίνηση» με φορά από το παρελθόν προς το μέλλον, θ’ αποτελούσε λόγο γι’ αυτό το αφιέρωμα.

     Υπάρχει κι άλλη πλευρά. Η σχέση του με τη χώρα μας. Σχέση πολιτική –από τους πρωτεργάτες στην καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος-αλλά και ερωτική. «Λατρεύω την Ελλάδα», θα πει στα 1977 στην Αθήνα.

     Άνθρωπος του παντού και του πάντοτε ο Αραγκόν δεν χωρά σ’ αυτά τα λίγα και  μικρά για το μπόι του κείμενα, ταπεινό φόρο τιμής στην εκλιπούσα παρουσία του. Αυτός που «βίωσε την αιωνιότητα» δεν κλείνεται σε λίγες γραμμές. Ας είναι αυτή η προσπάθεια ένα βήμα, ένα πρώτο και απλό βήμα για να γίνει και στη χώρα μας γνωστός αυτός ο τόσο μεγάλος και τόσο Άγνωστος στο ελληνικό κοινό συγγραφέας, ο ποιητής της Έλσας, ο Λουί Αραγκόν».

     Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω», συναντάμε και το όνομα του Jean Ristat, σελίδες 21-30. Κάτω από τον τίτλο «Είκοσι έξι ερωτήσεις στον Αραγκόν». Είναι είκοσι έξι ερωτήσεις και αντίστοιχες απαντήσεις (από τον ποιητή) για την ποίηση, πάνω στις παραλλαγές της και στη βαθιά της ενότητα, που τη χαρακτηρίζει μια διαρκής κίνηση. Η μετάφραση είναι της κριτικού Τιτίκας Δημητρούλια, η οποία ανοίγει την αυλαία του αφιερώματος με την σύνταξη του «Χρονολογίου 1897-1982», σελίδες 10-20. Επίσης, ο Jean Marcenac υπογράφει το κείμενο «Η διαρκής κίνηση», σελ.31-33 σε μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια. Ο Pierre Daix δημοσιεύει το  ARAGON, PICASSO, MATISSE ή η απόδειξη μέσα από τη ζωγραφική”, σελ. 34-40. Η Suzanne Ravis γράφει το άρθρο «Ένα πρόσωπο που τ’ όνομά του είναι Χρόνος», σελ.41-47. Ακολουθούν οι σελίδες LA DEFENSE DE LINFINI, «Αυτό-πυρπόληση με στόχο τη λύτρωση της ένταξης μέσα σε μια διαρκή κίνηση», σελ.48-50 η μετάφραση είναι της Τιτίκας Δημητρούλια. Το «Μικρό Παράλογο Ευρετήριο» υπογράφει ο Daniel Bougnoux, σελ. 51-56. Και το αφιέρωμα του περιοδικού, κλείνει με την «Βιβλιογραφία ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ» του ποιητή και κριτικού Χρίστου Παπαγεωργίου σελ. 57-58. Όπου καταγράφονται 14 τίτλοι έργων του. 9 Αναφορές στον Λουί Αραγκόν και 3 τίτλοι Ανθολογιών, Ποιήματα του Λουί Αραγκόν δημοσιευμένα σε ανθολογίες. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει και «Δυο ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου για τον Αραγκόν» αφιερωμένα, από τις συλλογές (Πέτρες- Επαναλήψεις-Κιγκλίδωμα) 30/5/1969 και (Συντροφικά τραγούδια) 1977.

     Αντιγράφω στο παρόν σημείωμα, το δημοσίευμα για τον γάλλο Ντανταϊστή και Υπερρεαλιστή ποιητή το οποίο μας δίνει μία «περιληπτική», αλλά ικανοποιητική εικόνα, για τα τελευταία χρόνια της ζωής του αγωνιστή ποιητή, φίλου του έλληνα ομοιδεάτη ποιητή του Γιάννη Ρίτσου. Ποιήματα και Βιβλία του γάλλου ενάντια στον φασισμό ποιητή είχαν μεταφραστεί από την περίοδο του Μεσοπολέμου στην πατρίδα μας. Να μνημονεύσουμε το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» που τον μεταφράζει ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς. Το έργο του «Αργώ» συγγενεύει και έχει δεχτεί επιρροές από τον Λουί Αραγκόν. Το περιοδικό «Νέα Εστία» κλπ. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος του αφιερώνει ποίημα στην συλλογή του «Στις Γειτονιές του Κόσμου» και γράφει ποιήματα για τον γάλλο ποιητή κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, κλπ.  Τίτλοι έργων του Λουϊ Αραγκόν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορούν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Λουί Αραγκόν στην χώρα μας μετέφρασαν ο ποιητής Αλέξανδρος Μπάρας, ο πεζογράφος Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Παπακυριάκης, ο Γιώργος Σπανός, ο Σωτήρης Παστάκας, ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, ο Στέφανος Ν. Κουμανούδης, ο Μανώλης Κορνήλιος, ο Α. Νεοφυτίδης, ο Άρης Αλεξάνδρου και αρκετοί άλλοι. Στις μέρες μας, συνεχίζονται να γράφονται μελέτες και να μεταφράζονται στα ελληνικά ποιήματά του και βιβλία του. Αρκετές από τις εργασίες είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο. Ενδεικτικοί τίτλοι έργων του: «Σκλαβιά και μεγαλείο» διηγήματα, εκδ. Δάφνη και Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος. «Οι καμπάνες της Βασιλείας» εκδ. Οδυσσέας.(την επιμέλεια είχε η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη). Από τις εκδόσεις Οδυσσέας κυκλοφόρησε και το βιβλίο «Οι καλές Συνοικίες». Το βιβλίο «Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου», εκδόσεις Σμίλη.  «Ανισέ ή το Πανόραμα» μυθιστόρημα, και «Το χωριό μου το Παρίσι» και τα δύο από τις εκδόσεις Εξάντας, όπως και το μυθιστόρημά του «Μπλάνς ή η Λησμονιά». «Ο Παριζιάνος χωρικός» εκδ. Ύψιλον όπως και το έργο «Περί του Ύφους». Το βιβλίο του «Μ’ ανοιχτά χαρτιά» κυκλοφόρησε πρώτη φορά από τις εκδόσεις Θεμέλιο και από τις εκδόσεις Ηριδανός. Το ιστορικό σύγγραμμά του «Ιστορία της Σοβιετικής Ενώσεως 1917-1960», εκδόσεις Φυτράκη. Οι εκδόσεις Γαβριηλίδη εκδίδουν «Το μουνάκι της Ειρήνης» ενώ οι εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής κυκλοφορούν το πολύτομο βιβλίο του «Οι Κομμουνιστές» κλπ. Από τις εκδόσεις Κέδρος, κυκλοφορεί και το μελέτημα του Λουί Αραγκόν για τον έλληνα ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο.

     Ας δούμε τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ του τόμου των εκδόσεων «ΠΛΕΘΡΟΝ» από όπου αντιγράφω τίτλους Ποιημάτων του.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ζώρζ Σαντούλ), σ.9-83

       ΕΠΙΛΟΓΗ  ΚΕΙΜΕΝΩΝ

       ΚΕΙΜΕΝΑ  ΓΙΑ  ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Η ρίμα του 1940, σ.87

Το μάθημα του Ρειμπεράκ, σ.90-

Arma virumque cano, σ.97-

Για τη Βροσελιάνδη, σ.100

Τα μαύρα ψάρια, σ.103-

Της δείχνω το υφάδι του τραγουδιού, σ.108

Συνεντεύξεις με τον Φρανσίς Κρεμιέ, σ.114

       ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΦΩΤΙΑ ΧΑΡΑΣ (1919)

     Ακροβάτης σ.121

     Σεισμός σ.121

Η ΑΕΝΑΗ ΚΙΝΗΣΗ (1926)

     Σημαδούρα σ.122

     Η δύναμη σ.123

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΑΡΑ (1929)

     Ποίημα για να το φωνάξουμε μες στα ερείπια σ.124

ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΔΙΩΚΤΗΣ (1931)

     Σύγχρονη Λυκανθρωπία σ.127

ΟΥΡΡΑ ΤΑ ΟΥΡΑΛΙΑ (1933)

     Ναντιεζντίνσκ 1895 σ.131

Ο ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ (1941)

     Μικρή σουίτα ασύρματη σ.132

     Οι εραστές που χωρίζουν σ.133

     Τοιχογραφία του Μεγάλου Τρόμου σ.135

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ (1942)

     Νύχτα Εξορίας σ.136

     C   σ.138

     Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος σ.139

     Άσμα στην Έλσα σ.140

ΒΡΟΣΕΛΙΑΝΔΗ (1943)

Για την ψεύτικη βροχή που έπεσε πάνω σε μια πέτρινη πόλη  όχι πολύ μακριά από τη Βροσελιάνδη σ.142

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΟΜΟΙΩΜΑΤΩΝ (1943)

     Γράφω σε τούτη τη χώρα σ.144

ΣΕ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΧΩΡΑ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΟΥ (1945)

     Η γλώσσα των αγαλμάτων (απόσπασμα) σ.146

ΓΑΛΛΙΚΟ ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ (1945)

     Ευτυχία η αγάπη δεν έχει σ.148

     Ο κληρωτός από τα εκατό χωριά σ. 149

Ο ΝΕΟΣ ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ (1948)

     Απελευθέρωση σ.153

     Τραγούδι του Οκτώβρη σ.153

     Για κόψε εκείνη την τρελή σ.154

ΤΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙΑ ΜΟΥ (1954)

      Ο μαύρος Μάης σ. 155

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΜΝΗΜΗ (1954)

     Ονειρευόταν σ.156

     Βασίλευε ένα άρωμα σ.157

ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (1956)

     Ξοπίσω μου σέρνω σ.159

     Ω ανένδοτε σ.160

     Λίγο ακόμα μόνο σ. 163

     Πρόζα της ευτυχίας και της Έλσας σ.164

ΕΛΣΑ (1959)

     Αρχή σ.171

     ….Καί τέλος του ποιήματος σ.173

     Έλσα μια μέρα οι στίχοι μου ετούτοι σ.178

ΟΙ  ΠΟΙΗΤΕΣ (1960)

     Λόγος σε πρώτο πρόσωπο (απόσπασμα) σ.180

     Επίλογος σ.184

ΤΡΕΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΣΑ (1963)

     Άσμα Ασμάτων σ.187

     Το χαμάμ  σ.188

     Ω χείμαρρέ μου σ.191

     Έμμεση μαγική επίκληση (απόσπασμα)  σ.192

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑ ΜΕ ΑΛΛΟ ΠΑΡΙΣΙ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ (1964)

Δεν υπάρχει για με άλλο Παρίσι μόνο της Έλσας (απόσπασμα) σ.198

Ο θάνατος στο Παρίσι (απόσπασμα) σ. 201

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1965)

     Ο ασπρογάλαζος λαβύρινθος σ.202

     Περί των ολίγων του εράσθαι των λέξεων σ.207

ΕΛΕΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ (1966)

     Ω κιθάρα σ.208

Το κρασί που γεννιέται απ’ τα πόδια του όποιου λαού σ.208

        ΑΝΕΚΔΟΤΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το έτος 2000 δεν θα συμβεί (1965) σ.211

Ο άνθρωπος μόνος του… (1965)  σ.214

Μ’ άφησες… (1966)   σ.215

Ο Σαγκάλ Νο τόσο και πλέον (1966)  σ.215

Πωλ Κλέε (1878-1940)  (1966)  σ.216

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σ.233

ΤΡΑΓΟΥΔΟΓΡΑΦΙΑ σ.229

     Ας δώσουμε και την πληροφορία, ότι ποιήματα-τραγούδια του Λουί Αραγκόν έχουν μελοποιήσει σημαντικοί γάλλοι μουσικοσυνθέτες, αλλά και ο δικός μας, ο σημαντικός Γιάννης Σπανός την περίοδο της διαμονής του στην Γαλλία.

    Ας κλείσουμε το σημείωμα στον γάλλο σουρεαλιστή ποιητή με τα δικά του λόγια από το βιβλίο του «Περί του «Ύφους», μτφ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης, εκδόσεις Ύψιλον 1985.

     «Γιατί η αντί-ποίηση δεν είναι πιά διαλεκτική χίμαιρα. Πήρε σάρκα και οστά, σε μία αθλητική εποχή, έγινε σύστημα, έχει μάλιστα εν ανάγκη μεταφυσικές βάσεις. Η επιτυχία του Rimbaud, αφού τέτοια είναι η βρωμιά των γεγονότων ώστε να μπορούμε να μιλάμε για επιτυχία του Rimbaud, οφείλεται εν μέρει στην περίεργη ηθικότητα που αποδίδουν στη ζωή του. Γιατί τακτοποίησαν τόσο καλά τα πράγματα, που η ζωή του Rimbaud στις μέρες μας χρησιμεύει σαν μάρτυρας εναντίον της ίδιας της ποιήσεως. Αυτό το παράλογο έχει πέραση. Έτσι, καπελωμένοι από τον Rimbaud, οι νεαροί μας βιομήχανοι, οι ελπιδοφόροι δικαστές μας της κακιάς ώρας, καταδικάζουν υπέροχα ό,τι τους τα πρήζει κατά τρόπο κληρονομικό. Τέλος δεν είναι πια ανάγκη να διαβάζουμε όλους αυτούς τους στίχους. Η άγνοια βοηθάει. Τα βιβλία μπορούν να κοιμούνται μέσα στη σκόνη, δεν είναι φτιαγμένα γι’ αυτά τα φροντισμένα χέρια. Εν ανάγκη, πάμε στο θέατρο, με τις γυναίκες. Αλλά να διαβάζουμε. Ποιήματα. Έχουμε ξεπεράσει αυτό το στάδιο, σκεφτείτε το λίγο. Ο Hugo, ο Nerval, ο Cros, ο Nouveau, δεν θα μας δουλέψουν πιά μ’ αυτά τα παλιά παραμύθια. Αφέθηκα μάλιστα να πω σ’ έναν παλιό φίλο ότι μου αρέσουν τα μπιμπελό, με τον τρόπο που έχω ν’ ασχολούμαι μ’ όλους τους μικρούς ρομαντικούς. Φαίνεται ότι έχω συγκατάβαση για τους ελάσσονες ποιητές. Κι όμως μ’ αυτό εννοούμε τον Petrus Borel, αυτόν τον κολοσσό.

    Ναι, διαβάζω. Έχω αυτή τη γελοία συνήθεια. Αγαπώ τα ωραία ποιήματα, τους συγκλονιστικούς στίχους, κι ό,τι υπάρχει πέρα απ’ αυτούς τους στίχους. Είμαι ευαίσθητος πιό πολύ απ’ τον καθένα σ’ αυτές τις φτωχές, υπέροχες λέξεις που πέφτουν μέσα στη νύχτα μας από κάποιους ανθρώπους που δεν γνώρισα. Αγαπώ την ποίηση. Είμαι σε θέση να το κάνω. Εσείς μπορείτε να πείτε το ίδιο;»…. σελίδα 35.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

4 Φεβρουαρίου 2024

       

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου