Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Πέτρος Χάρης, Οι Πράσινοι και οι Κόκκινοι

 

ΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ

                   ΔΙΗΓΗΜΑ

του Πέτρου Χάρη

περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τόμος 77ος τχ. 903/15-2-1965

 

      Νόμιζες πώς κατέβαινε η μισή Αθήνα και πώς ανέβαινε ο μισός Πειραιάς. Στο σταθμό του Φαλήρου, έφταναν τα τραίνα παραφορτωμένα, άδειαζαν, γρήγορα έφευγαν και πάλι γρήγορα γύριζαν για να φέρουν κι άλλους Αθηναίους κι άλλους Πειραιώτες, που πήδαγαν από τα βαγόνια, ανέβαιναν και κατέβαιναν με βήμα ανοιχτό τη γέφυρα του σιδηροδρόμου κ’ έπειτα έκαναν μιά πυκνή ουρά πού θύμιζε μεγάλα συλλαλητήρια της Αθήνας σε παραμονές εκλογών. Κανείς δε μίλαγε, κανείς δεν είχε περιέργειες, κανείς δεν έκανε ερωτήσεις, μόνο όλοι κοίταζαν να μην ξεμακρύνουν από τη συντροφιά τους, να μην χαθούν μέσα στο πλήθος, και βάδιζαν κοντά-κοντά, δεμένοι ο ένας με τον άλλον, με βαρύ περπάτημα που έσπρωχνε, που άνοιγε χώρο, συλλογισμένοι, σχεδόν άγριοι, σαν αρχαίες φάλαγγες που πήγαιναν να δώσουν σκληρή μάχη.

     Δεν ήταν πολλή η απόσταση από το γήπεδο που θα γινόταν η μεγάλη ποδοσφαιρική συνάντηση της χρονιάς. Και στη μέση του δρόμου  ακούστηκαν οι πρώτες ιαχές. Σημάδι πώς είχαν αργήσει, πώς ζύγωνε η στιγμή που θ’ άρχιζε η μάχη.

          -Τέσσερις παρά πέντε! κοίταξε το ρολόι της η μικρή Άννα, που είχε πολλούς λόγους να βρίσκεται από την αρχή στη συνάντηση των πράσινων και των κόκκινων.

          -Τέσσερις παρά τρία! της είπε ο Αλέκος, που ήθελε να είναι ο συνοδός της μέσα στην παρέα.

          -Τέσσερις παρά δύο! φώναξε η Αλίκη σαν τρομαγμένη και σαν ένοχη.

-Τέσσερις παρά τέσσερα! έλεγε το ρολόι του Γιώργου, που έκανε τον αρχηγό της συντροφιάς.

     Άλλα τρία ρολόγια, άλλες τρείς φωνές, ο Πέτρος, η Μαρία, ο Αντώνης, κι όλοι μαζί ένα βήμα, ένα σώμα. Κ’ οι ιαχές ακούγονταν ολοένα και πιό δυνατές και γίνονταν άνεμος που σήκωνε το πλήθος και το πήγαινε με το ρυθμό του δευτερόλεπτου στα τσιμεντένια τείχη που έζωναν το ευρύχωρο γήπεδο.

     Πίσω τους η θάλασσα ήταν καταγάλανη, με λίγες άσπρες νταντέλες, θάλασσα ανοιξιάτικου απομεσήμερου μ’ αλαφρό αεράκι, σου χαμογελούσε, σε καλούσε. Μα κανείς δεν την είδε, κανείς δεν της έριξε ούτε μιά ματιά. Όλοι είχαν καρφωμένα τα μάτια στα ψηλά τσιμεντένια τείχη και δεν ανάσαιναν, δεν πρόσεχαν άλλο τίποτα, μόνο αγωνίζονταν να φτάσουν, να προφτάσουν, να περάσουν την πύλη, που από μακρυά έβλεπαν πώς θα μεγάλωνε την καθυστέρησή τους. Την φρουρούσαν αστυφύλακες και άνθρωποι του γηπέδου κ’ έκαναν έλεγχο στα εισιτήρια και δεν άφηναν πολλούς- πολλούς μαζί να περάσουν.

     Ανέβηκαν δυό-δυό τα σκαλοπάτια, βγήκαν στις απάνω θέσεις του σταδίου, περίμεναν το συνωστισμό που είδαν, δεν ξαφνιάστηκαν, κάθισαν όπου βρήκαν χώρο για όλη τη συντροφιά και σκούπισαν τα ιδρωμένα τους πρόσωπα. Ησύχασαν. Όλα ήταν έτοιμα και παντού η αναμονή της μάχης. Είχαν σταματήσει οι φωνές, αραιές πιά ήταν και οι μετακινήσεις στις θέσεις.

     Ο στίβος απλωνόταν άδειος, καθαρός, χαραγμένος με δυνατές άσπρες γραμμές όπως όριζε το παιχνίδι, και με δύο μεγάλα ξύλινα Π στις άκρες του, που θα τα φρουρούσαν σε λίγο έντεκα πράσινοι παίχτες αποδώ κ’ έντεκα κόκκινοι από κει. Μόνο στις τέσσερις γωνιές του σταδίου, ψηλά, σαν σε προμαχώνες, μεγάλες σημαίες με τα χρώματα των δυό ποδοσφαιρικών ομάδων έπαιζαν με τον μπάτη που είχε δυναμώσει, κοίταζαν τη θάλασσα και της φώναζαν: «Άρχισες ν’ αγριεύεις, να σηκώνεις κύματα. Μα έλα πιό κοντά να δεις τί φουρτούνα θα σηκωθεί σε λίγο εδώ!».

     Δεν έμεινε να προετοιμαστεί άλλο τίποτα και ήρθε η κρίσιμη στιγμή. Άνοιξε ένα κομμάτι γης στην άκρη του στίβου και σαν από καταπαχτή ξεπετάγονταν μ’ ελαφρό πήδημα ένας- ένας οι παίχτες. Πρώτα οι πράσινοι, έπειτα οι κόκκινοι, και μαζί τους ο ξένος διαιτητής κι άλλος ένας, που πρέπει να ήταν βοηθός του. Τότε φάνηκε πόσο δίκιο είχαν οι σημαίες όταν καλούσαν τη θάλασσα να πλησιάσει. Εκείνη η πηχτή μαυρίλα που σκέπαζε το στάδιο σε όλες του τις πλευρές, κινήθηκε σαν ένα σώμα, έγινε ένα στήθος κι’ ένα στόμα κ’ έβγαλε φωνή πού ήταν χαρά και τρόμος, δύναμη και απειλή. Το πλήθος κάνει με πολλούς τρόπους αισθητή την παρουσία του. Και στον ανοιχτό χώρο μπορεί νάχει όγκο που να σε τρομάζει. Τούτο όμως το πλήθος δεν είναι το πιό επικίνδυνο. Όταν πολύ ζοριστεί, έχει όλες τις πόρτες ανοιχτές, αλλάζει κοίτη σαν ποτάμι που βρήκε εμπόδιο κι άνοιξε άλλο δρόμο, συχνά παίρνει το θυμό του και φεύγει, για να πλημμυρίσει άλλο χώρο, για ν’ αφήσει αλλού κι αλλιώς να ξεσπάσει ο θυμός του. Όμως σ’ ένα στάδιο, ζωσμένο από τόσο τσιμέντο, το πλήθος αγριεύει πιό πολύ, όπως το ζώο που βλέπει πώς δε γίνεται να ξεφύγει από πουθενά, και δε δειλιάζει ούτε μπροστά στο αίμα. Και μόνο όποιος έχει δει την είσοδο του ταύρου σε αρένα, μπορεί να καταλάβει πώς αλάλαξαν, πώς μούγκρισαν οι τριάντα χιλιάδες άνθρωποι όταν φάνηκαν οι πράσινες κ’ οι κόκκινες φανέλες και ζωντάνεψε ο στίβος από τα χρώματά τους. Πρώτα ένας ατέλειωτος αλαλαγμός, ένας κεραυνός από κραυγές, έπειτα χαιρετισμοί και προστάγματα σε κάθε παίχτη.

-Σφιχτό παιχνίδι, Παρασκευά!

-Να σε δω σήμερα, Θανάση!

-Γρήγορο παιχνίδι, Κυριάκο, γρήγορο και τεχνικό!

-Από σένα, Σπύρο, περιμένω το πρώτο γκολ, από σένα!

Έγιναν τα συνηθισμένα με το νόμισμα,- κορώνα ή γράμματα ποιός θα πάρει το ένα τέρμα, ποιός το άλλο, ποιός θ’ αρχίσει το παιχνίδι,-μοιράστηκαν οι παίχτες, πήραν τις θέσεις τους, οι τερματοφύλακες στάθηκαν στη μέση κ’ ένα-δυό μέτρα πρίν απ’ τα πελώρια Π, κι ο στίβος γέμισε παπαρούνες και πράσινα φύλλα. Ο διαιτητής έριξε γύρω-γύρω μιά ματιά, κοίταξε το ρολόι του, κοίταξε και το μεγάλο ρολόι του σταδίου και σφύριξε.

     Οι πράσινοι με μιά γρήγορη πάσα έκαναν την πρώτη εισβολή στο χώρο των κόκκινων, η μπάλα αισθάνθηκε επιδέξια πόδια, πήγε, ήρθε, κυκλώθηκε μιά στιγμή από τέσσερις. Ήταν στα πόδια ενός πράσινου άσου που με μικρά βήματα και με ωραίους ελιγμούς κράταγε το παιχνίδι στη μέση του στίβου, άλλοι δύο πράσινοι περίμεναν τη μπάλα να την περάσουν σε άλλους, να την φέρουν κοντά στο αντίπαλο τέρμα, μά δυό κόκκινοι δεν την άφηναν να φύγει από τον πράσινο άσο, ήταν έτοιμοι να ορμήσουν, να εμποδίσουν, να πάρουν τη μπάλα στα δικά τους πόδια και να κάνουν το δικό τους παιχνίδι. Και δεν άργησαν να ορμήσουν. Ο ένας έχασε την υπομονή του κ’ έκαμε ένα μικρό πήδημα για να βρεθεί ανάμεσα στους πράσινους, ο άλλος δεν κρατήθηκε κ’ έσπρωξε λίγο τον πράσινο που όλο μπροστά του ήταν. Κι ο διαιτητής είδε και σφύριξε αμέσως. Το παιχνίδι σταμάτησε, οι παίχτες τραβήχτηκαν, οι κόκκινοι που είχαν κάνει το λάθος πειθάρχησαν, ο διαιτητής κανόνιζε πώς θα χτυπήσουν οι πράσινοι τη μπάλα από κεί που έσπρωξε ο ένας παίχτης τον άλλον, μα οι κόκκινοι, σ’ όλες τις κερκίδες, απάνω και κάτω, δεν ήταν σύμφωνοι, φώναζαν, διαμαρτύρονταν, απειλούσαν:

          -Δεν έσπρωξε, δεν έσπρωξε!

          -Ας μην έκανε ψιλό γαζί!

          -Ας άνοιγε το παιχνίδι της η μαμή!

Γιατί ήταν «μαμή» ο πράσινος άσος; Στο τέλος του παιχνιδιού το κατάλαβαν όλοι.

          -Να τ’ αφήσετε αυτά! Σας ξέρουμε, σας μάθαμε πιά!

     Ήταν η φωνή της μικρής Άννας. Δεν τόκρυβε: έπαιζε με τους κόκκινους. Και δεν παραδεχόταν το λάθος.

     -Πάντα τα ίδια κάνει το γουρούνι! Της είπε ο Αλέκος, που ήξερε τη συμπάθεια της Άννας για τον παίχτη που έσπρωξε και βρήκε αφορμή να ξεσπάσει.

     Η Άννα τούριξε ματιά που περιφρονούσε κ’ έσφαζε, δεν του απάντησε. Μόνο είπε στην Αλίκη:

          -Έλα ν’ αλλάξουμε θέση!

Και κινήθηκε να σηκωθεί. Μα ο Αλέκος έγινε σκληρός συνοδός, άπλωσε το χέρι του και την κάρφωσε στη  θέση της, κοντά του.

     Γρήγορα προχώρησε το παιχνίδι. Χτύπησε τη μπάλα ο αρχηγός των πράσινων, οι κόκκινοι είχαν άμυνα καλή, οι ελιγμοί ξανάρχισαν, οι πάσες έγιναν πιό γρήγορες, πιό επικίνδυνες. Ένας κόκκινος άφησε και τούφυγε μιά ευκαιρία και του φώναξαν αμείλιχτοι από τις κερκίδες:

          -Κοιμάσαι, Πανταζόπουλε! Ξύπνα και σας φάγανε!

     Λάθη έκαναν κ’ οι πράσινοι. Και σε μιά δύσκολη στιγμή, ο φημισμένος παίχτης που κράταγε την άμυνα πρίν από τον τερματοφύλακα, δε βρέθηκε στη θέση του. Οι πράσινοι των κερκίδων τρόμαξαν, γούρλωσαν τα μάτια τους, του φώναξαν:

          -Κουνήσου, Κασιμίδη! Ποδάγρα έπαθες;

Είχε περάσει ένα τέταρτο. Το πείσμα μεγάλωνε, οι κόκκινοι δεν είχαν συνοχή, οι πράσινοι ήταν μουδιασμένοι. Ο διαιτητής έκανε πώς δεν είδε μερικές μικροπαρατυπίες. Ξαφνικά, μεγάλη φουρτούνα σηκώθηκε στις κερκίδες. Κραύγαζαν οι φίλοι των πράσινων:

          -Χέρι! χέρι!

Είχαν γίνει απειλητικοί και απαιτούσαν να σταματήσει το παιχνίδι. Μα ο διαιτητής δε σφύριζε. Δεν είχε δει κόκκινο παίχτη να χτυπήσει τη μπάλα με το χέρι του. Τότε σηκώθηκαν δέκα- δεκαπέντε μαζί, φώναζαν, κούναγαν τα χέρια τους κ’ έκαναν να κατέβουν, να ορμήσουν, να πηδήσουν στο στίβο. Σηκώθηκαν κι άλλοι τόσοι φίλοι των κόκκινων, φώναζαν κι αυτοί, απειλούσαν κι αυτοί, κι ο θυμός τους έμοιαζε με σπίθα πού πέφτει στο σανό. Έκανε να κατέβει κ’ η Άννα.

          -Στη θέση σου! πρόσταξε ο Αλέκος.

          -Οι λούστροι! Ξέσπασε η Άννα κ’ έμεινε κοντά στον Αλέκο.

     Έτοιμη ήταν τώρα να κατέβει κι ολόκληρη κερκίδα. Μα δεν προχώρησε. Τριάντα-σαράντα αστυφύλακες βρέθηκαν αμέσως κάτω από την απειλητική κερκίδα, αραίωσαν, πιάστηκαν χέρι με χέρι, φάνηκαν περισσότεροι, αναχαίτισαν το θυμό. Μα περισσότερο κάρφωσε στις θέσεις τους τούς φίλους των κόκκινων το παιχνίδι που γινόταν ολοένα και πιό σκληρό. Οι πράσινοι είχαν κάνει γρήγορη κάθοδο, πολιορκούσαν τώρα το τέρμα των κόκκινων, κατάφεραν να μη χάσουν πάσες. Ένας δικός τους ήταν πολύ τεχνίτης στην ορμή του, παίδευε τη μπάλα, δεν ξεπέρναγε τα όρια, πλησίαζε στο τέρμα των κόκκινων ως εκεί που δεν απαγόρευαν οι κανονισμοί. Είχε για βοηθό άλλων έναν πράσινο, γρήγορο κυνηγό, πού κι αυτός ήξερε να κρατάει την ορμή του, κ’ οι κόκκινοι δεν έκαναν πειθαρχημένο παιχνίδι. Μιά στιγμή άφησαν απροστάτευτο το τέρμα τους, ο πράσινος κυνηγός δεν έχασε καιρό, το πρώτο γκολ φάνηκε βέβαιο. Μα ο κόκκινος τερματοφύλακας πρόλαβε μ’ ένα ξάπλωμα που έκαμε διπλό το κορμί του. Το γκολ δεν έγινε.

     Κραυγή φοβερή γέμισε το στάδιο. Οι κόκκινοι πανηγύριζαν. Άναψαν βεγγαλικά, χειροκροτούσαν, έσκισαν τα λαρύγγια τους για τον άξιο τερματοφύλακα.

          -Να μας ζήσεις, Παντελίδη!

          -Να μας ζήσεις, λεβεντόπαιδο!

     Μα δεν πρόλαβαν να χαρούν οι κόκκινοι.

Η «μαμή» κατέβαινε με τη μπάλα γρήγορα στο τέρμα τους, ξεγέλασε τους κόκκινους με τσαλίμια που δεν προλάβαιναν να τα εμποδίσουν, οι πάσες γίνονταν κανονικά, ο πράσινος κυνηγός που δεν πέτυχε πρίν από δυό λεπτά βρέθηκε πάλι σε καλή θέση όταν δέχτηκε τη μπάλα στα πόδια του, την έστειλε σαν σφαίρα στο τέρμα των κόκκινων, ο Παντελίδης άπλωσε τα μεγάλα του χέρια, μα η απόσταση ήταν μεγαλύτερη, το γκολ έγινε. Τότε, οι κερκίδες, αν ήταν ξύλινες, θα είχαν πέσει. Χιλιάδες άντρες και γυναίκες τρελάθηκαν. Πήδαγαν, φώναζαν, τραγούδαγαν. Άναψαν και τα βεγγαλικά τους, εδώ κ’ εκεί αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν. Ένας ολόκληρος λαός, ο λαός των πράσινων, πανηγύριζε. Και  όχι γιατί δεν έπαθε μιά ζημιά, όπως πρίν οι κόκκινοι, αλλά γιατί κέρδισε μιά νίκη.

     Το παιχνίδι, ωστόσο, είχε ξαναρχίσει. Κ’ έβλεπες τώρα καθαρά πώς ήταν αλλιώτικο. Οι κόκκινοι κοίταζαν το μεγάλο ρολόϊ του σταδίου που έδειχνε πώς σε λίγο θα τελείωνε το πρώτο ημιχρόνιο, βιάζονταν, δε μπορούσαν να πειθαρχήσουν στους κανόνες του παιχνιδιού, πλησίαζαν πολύ τους πράσινους λες και ήθελαν να τους κατασπαράξουν, γέμισαν με ταραχή και αγριάδα το γήπεδο.

     Οι κερκίδες δεν άργησαν να καταλάβουν. Και δεν είχαν πιά θεατές. Έγιναν ζούγκλα, έγιναν δάσος πυκνό, με τριάντα χιλιάδες θεριά, που έβλεπαν και μούγκριζαν, που πόναγαν από θυμό όπως το ζώο από την πείνα.

-Πάλι η «μαμή», πάλι ο κερατόσπορος! Κραύγασε ένας κύριος με κάτασπρο, άψογο κολάρο, και δεν δίστασε να ξαναφωνάξει: Κόψτε τον τόν κερατόσπορο! Μην του αφήνετε την μπάλα!

     Ήταν όμως στις κερκίδες πολύς ο θαυμασμός και για τη «μαμή», δεν κρατιόταν και γινόταν όλο και πιό μεγάλος κίνδυνος:

          -Άντε, γρήγορα για το δεύτερο. Μητσάρα μου!

     Ο Μήτσος, ο πράσινος άσος, η «μαμή», έκανε, αλήθεια, ωραίο παιχνίδι. Και μεγάλωνε στις κερκίδες το φανατισμό.

          -Ο κερατούκλης! Παιχνίδι που το κάνει!

          -Νταντέλα ο μπάσταρδος!

          -Ούτε μιά πάσα δεν έχασε!

     Η στιγμή ήταν πάλι δύσκολη. Ένας κόκκινος μετακινήθηκε από τη θέση του, από κει που έπρεπε να περιμένει τη μπάλα, πλησίασε στη «μαμή», θέλησε να δώσει τέλος στους ελιγμούς.

          -Στη θέση σου! Στη θέση σου! φώναξαν από τις κερκίδες.

          -Βγήκαν κ’ οι στραβοκάνηδες να κάνουνε τον παίχτη!

          -Βρε τον λούστρο! Κοίταξε παιχνίδι που κάνει!

-Όρσε, μαντράχαλε!

Και άνοιξαν μαζί και τις δυό παλάμες τους πεντέξι καλοντυμένοι κύριοι, όρθιοι μάλιστα για να τους δουν όλοι. Και κοίταξαν γύρω τους ικανοποιημένοι.

     Το παιχνίδι είχε βγει πιά από τους κανόνες. Σφύριζε ο διαιτητής, διακοπή στη διακοπή, οι απειλές έπεφταν απάνω του βροχή από τις κερκίδες, με κόπο έκανε τη δουλειά του. Όταν σήμανε το τέλος του πρώτου ημιχρονίου, τον αποδοκίμαζαν κ’ οι πράσινοι κ’ οι κόκκινοι.

     Το διάλειμμα φάνηκε πολύ μακρύ σ’ όλους. Και σ’ εκείνους που ήθελαν να γίνουν γρήγορα-γρήγορα ισόπαλες οι δυό ομάδες και να κάνουν νέα αρχή του  παιχνιδιού και στους άλλους που περίμεναν από τους πράσινους δεύτερο και τρίτο γκολ πρίν οργανώσουν επίθεση οι κόκκινοι. Δεν έγινε τίποτ’ απ’ αυτά. Άρχισαν και οι πράσινοι και οι κόκκινοι με χαλαρές κινήσεις. Οι κυνηγοί, λες και είχαν βαρίδια στα πόδια τους, δύσκολα μετατοπίζονταν, τα μπακ που κράταγαν την προτελευταία άμυνα έμεναν με σταυρωμένα τα χέρια, κ’ οι τερματοφύλακες μόνο που δεν άναβαν τσιγάρο, σαν να ήταν βέβαιοι πώς το παιχνίδι είχε τελειώσει. Αλαφριά νάρκη έπεσε στο στάδιο. Κι όταν ξύπνησαν στις κερκίδες, κανείς δεν πίστευε στα μάτια του. Οι κόκκινοι, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, είχαν περάσει στους πράσινους το πρώτο γκόλ.

     Τότε όλοι άρχισαν να ελπίζουν. Όταν γίνονται ισόπαλες οι ομάδες, ζωηρεύουν οι θυμοί, οι φανατισμοί πάνε να πηδήσουν από τις κερκίδες στο στίβο, ο διαιτητής δεν πρόφταινε να σφυράει.

     Πέρασαν πέντε λεπτά, το δεύτερο ημιχρόνιο έφτασε στη μέση, ο ρυθμός του παιχνιδιού έγινε ακόμα πιό χαλαρός. Και δε χρειάστηκε παρά μιά φωνή για ν’ ανέβει το παιχνίδι από το γήπεδο στις κερκίδες.

          -Κουνηθήτε, βρέ! Για χαϊβάνια μας περνάτε!

     Η φωνή για όσους ήξεραν έλεγε πολλά.

Και δεν ήταν κανείς που να μην ξέρει.

          -Πλακάκια τα κάνατε! Τους φώναξε άλλος.

     Κι όταν ανοίξει το στόμα στο γήπεδο, δεν κλείνει εύκολα.

          -Ντροπή!  Ντροπή!

          -Ξυπνήστε, ακαμάτηδες, ξυπνήστε!

          -Η «μαμή» τα μαγείρεψε πάλι! Η «μαμή»!

     Τότε έπεσε μεγάλη η κατακραυγή. Πολλοί ήταν σίγουροι πώς ο πράσινος άσος είχε κανονίσει έτσι το παιχνίδι που να μη δώσει αποτέλεσμα, και ξαναγίνει η «φιλική συνάντηση» των ομάδων, να ξαναγεμίσει το ταμείο.

          -Η «μαμή», η πονηρή «μαμή», μας κοροϊδεύει όλους!

          -Να φύγει η «μαμή» από το παιχνίδι! Να φύγει!

          Μα ο πράσινος άσος είχε και δυνατή υπεράσπιση, που άνοιξε πιά σωστή μάχη:

          -Δε μοιάζει με τους κόκκινους! Δε μοιάζει με τους μπεζαχτάδες!

          -Δεν είναι λούστρος ο Μητσάρας!

          -Δεν είναι  σαν τα μούτρα σας!

     Όλοι όρθιοι στις κερκίδες. Όρθια και τα τέσσερα αγόρια με τα τρία κορίτσια. Μα και χωρισμένα, φανατισμένα, έτοιμα ν’ αρπαχτούν.

          -Έξω απ’ το παιχνίδι ο Μητσάρας! Κραύγασε ο Αλέκος. Έξω οι πράσινοι!

          -Έξω! Έξω! Φώναξε και η μικρή Άννα.

     Και τώρα άπλωσε το χέρι της στο δικό του.

-Γουρούνια οι κόκκινοι! Παλιογούρουνα! Φώναξε ο Γιώργος κ’ έριχνε απειλητικές ματιές δεξιά κι αριστερά.

     Δεν πρόφτασε να λογαριαστεί με τους γύρω του. Μα δεν πέρασε πολλή ώρα και είδε πώς ήταν μόνος. Κανένας δεν έμεινε στη θέση του, κανένας δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το διπλανό του, το φίλο του, τη συντροφιά του. Το πλήθος, όρθιο κι ακράτητο, είχε γίνει θάλασσα φουρτουνιασμένη και σε πέταγ’ εδώ, σε πέταγ’ εκεί, σε πήγαινε όπου ήθελε. Οι παρέες σκόρπισαν, οι γυναίκες έχασαν τους άντρες τους, και τα παιδιά, τσαλαπατημένα και τρομαγμένα, έκλαιγαν.

     Στις απάνω κερκίδες είχαν έρθει στα χέρια, έπεφτε γερό ξύλο, ανέβαινε η αστυνομία, κ’ εκείνοι που ήταν ακόμα πιό ψηλά, άναβαν φωτιές για να ξεθυμάνουν, για να διαμαρτυρηθούν, για να προκαλέσουν ή και για να σωθούν. Το ίδιο δεν κάνουν και όσοι πέφτουν σε ζούγκλα; Δεν ανάβουν φωτιές για να κρατήσουν σε απόσταση τα θηρία;

     Το παιχνίδι δεν άλλαξε. Τέλειωσε με ισόπαλες τις δυό ομάδες. Η συμπαιγνία ήταν φανερή. Κ’ οι παίχτες βιάζονταν να χαθούν στην καταπαχτή.

     Ένας από τους τελευταίους στις κερκίδες, κοίταξε γύρω-γύρω, σ’ όλο το στάδιο που το σκέπαζε ακόμα καπνός, στάθηκε λίγο σκεπτικός κ’ έπειτα έκαμε κρίση:

          -Φτου σας! Και πάλι φτου σας!

     Στο δρόμο που πήγαινε στο σταθμό, μεγάλες ουρές αργοπερπατούσαν χωρίς λέξη, χωρίς σχόλια. Και ήταν οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, και ήταν οι πιό πολλοί καλοντυμένοι, και ήταν όλοι ευχαριστημένοι, μπορεί κ’ ευτυχισμένοι.

ΠΕΤΡΟΣ  ΧΑΡΗΣ,

Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τόμος 77ος, τεύχος 903/ Αθήνα, 15 Φεβρουαρίου 1965, σελ. 243-247.

Μνήμη ΘΥΡΑΣ 7.

Πέρασαν 43 χρόνια-8 Φεβρουαρίου 1981-από εκείνη την σκοτεινή, αποφράδα μέρα, όπου 21 ποδοσφαιρόφιλες αθώες υπάρξεις χάθηκαν με τραγικό τρόπο στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Νέοι και Νέες στον ανθό της νιότης τους, στην αρχή σχεδόν της ζωής και σταδιοδρομίας τους. Έφυγαν τόσο άδικα και ίσως, ακόμη, αδικαίωτοι. Σε συνέντευξή του το πρωί, ο νεοεκλεγέντας Δήμαρχος Πειραιά και Αντιπρόεδρος της Πειραϊκής Ομάδας Σύμβολο κύριος Γιάννης Μόραλης, ανέφερε ότι: «Ακόμα και σήμερα δεν έχουν βρεθεί οι υπεύθυνοι της τραγωδίας…». Οι Εικόνες τους, 21 φωτεινές ψηφίδες της ιστορικής Μνήμης της Πόλης, του Πειραιά και της Ομάδας του, του Ολυμπιακού. Στις 3 μ.μ. θα τελεστεί από τους αρμόδιους φορείς του Δήμου το καθιερωμένο ετήσιο μνημόσυνο.

Πριν χρόνια, με την συμπλήρωση 31 ετών από το τραγικό αυτό συμβάν, την ξαφνική απώλεια εικοσιενός φιλάθλων, Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012 στην πειραϊκή εφημερίδα «Κοινωνική» δημοσίευσα στην Μνήμη τους το ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ REQUIEM  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΑΘΛΟΥΣ ΤΗΣ  ΘΥΡΑΣ-7.  Ένα ποιητικό ποδοσφαιρικό ανθολόγιο από έλληνες ποιητές και ποιήτριες στην Μνήμη τους. Στις 26 Μαΐου του 2013 ανάρτησα το έντυπο ποιητικό ανθολόγιο στην ιστοσελίδα μου. Σήμερα, Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024 με την παρέλευση σαράντα τριών χρόνων, δημοσιεύω ένα ποδοσφαιρόφιλο Διήγημα του συγγραφέα και κριτικού, για πολλές δεκαετίες διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία» Πέτρου Χάρη, ως συνέχεια ζώσας ιστορικής Μνήμης των παιδιών που χάθηκαν στις 8 Φεβρουαρίου 1981. Και παράλληλα, αναδημοσιεύω εκ νέου το παλαιότερο Σημείωμα για να θυμηθούμε για μία ακόμη φορά Παρουσίες, Ονόματα και Ηλικίες.  

     Πέρασαν 31 χρόνια από τότε που έγινε το τραγικό γεγονός στο Στάδιο Καραΐσκάκη στο Νέο Φάληρο. Ήταν Κυριακή 8 Φεβρουαρίου του 1981. Ο κόσμος περίμενε την αναγγελία των εκλογών. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη που είχε διαδεχτεί την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου (που είχε μεταπηδήσει στην προεδρία της Δημοκρατίας) μοίραζε τις επιταγές της τότε ΕΟΚ στους αγανακτισμένους αγρότες. Ο Αντρέας με το ζιβάγκο κάλπαζε ακάθεκτα. Ο Οκτώβρης μήνας ήταν κοντά, όλοι γνώριζαν την έκβαση, όλοι περίμεναν την Αλλαγή και την απαλλαγή από τη συντηρητική παράταξη. Όταν ξαφνικά η κοινωνία έμεινε βουβή και ενεή μπροστά στην τρομερή είδηση.

     «Την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου γύρω στις 5 μ.μ. ο διαιτητής σφυρίζει τη λήξη του αγώνα στο Στάδιο Καραΐσκάκη και, ταυτόχρονα δίνει το σύνθημα για την έναρξη των επινίκιων πανηγυρισμών εκ μέρους των φιλάθλων του Ολυμπιακού. Σημαίες ανεμίζουν, μπουκάλια εκτοξεύονται, συνθήματα αντιλαλούν. Η γηπεδούχος ομάδα σημείωσε συντριπτική νίκη 6-0  επί της ΑΕΚ και οι κατάμεστες κερκίδες πάλλονται από ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Οι φίλαθλοι της «Θύρας 7», το πιο φανατικό, νεανικό και αφοσιωμένο τμήμα των οπαδών του Ολυμπιακού, βιάζονταν να εγκαταλείψουν το γήπεδο, να επευφημήσουν τους παίκτες της ομάδας τους κατά την έξοδο τους από τα αποδυτήρια και στη συνέχεια να μεταβούν στην Ομόνοια για να γιορτάσουν τη νίκη τους στην καρδιά της Αθήνας. Μέσα σε πέντε λεπτά οι διάδρομοι κάτω από την εξέδρα, που συνδέουν τις κερκίδες, με τις θύρες εξόδου, έχουν γεμίσει από κόσμο. Το ίδιο και οι κάθετες σκάλες που οδηγούν σε αυτές. Ξαφνικά συμβαίνει το απίστευτο. Οι φίλαθλοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι, η πορεία προς την έξοδο ανακόπτεται και η ορμή της μάζας που χυμά προς την έξοδο αναχαιτίζεται από ένα ανθρώπινο τείχος. Η πίεση μπροστά στην έξοδο είναι αφόρητη. Οι πρώτοι φίλαθλοι σωριάζονται και ποδοπατούνται από τους επερχόμενους….»

     Εδώ αρχίζει η ανθρώπινη τραγωδία του Θρύλου και της πόλης του Πειραιά. Θέλοντας να τιμήσουμε τον άδικο χαμό 21 ατόμων το Πειραϊκό Σεντούκι μνημονεύει τα ονόματα και τις ηλικίες των παιδιών αυτών και αφιερώνει ένα ποίημα στη μνήμη τους από γνωστούς και καταξιωμένους Πειραιώτες και μη Ποιητές οι οποίοι έχουν γράψει ποιήματα ή έχουν εκδώσει ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα με θέμα το ποδόσφαιρο. Τα ποιήματα κόβονται πριν ολοκληρωθούν όπως και οι ζωές των φιλάθλων.

Και, σαν Πειραιώτης και «γαύρος» ας μου επιτραπεί να αρχίσω το φίλαθλο αυτό ανθολόγιο με τους στίχους του Γιάννη Τσαρούχη:

«…Ο Πειραιάς μου φάνηκε μικρός σαν την Ιερουσαλήμ και πίσω από ένα λόφο ξεπρόβαλε το γιγάντιο χέρι της μητέρας μου, για να μ’ ευλογήσει».

 Εις μνήμη

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ  (14 ΕΤΏΝ)

«Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει – τώρα έπαιζε την παράτα…»

                    Μανόλης Αναγνωστάκης, «Υ. Γ.»

Εις μνήμη

ΚΩΣΤΑΣ ΣΚΛΑΒΟΥΝΗΣ (16 ΕΤΩΝ)

«Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου

  κλώτσ’ από δω

  κλώτσ’ από κεί

  γκόλ! γκολ!

  το χάσαμε το παιχν…» 

                Κώστας Ταχτσής, «Η ζωή μου»

 Εις μνήμη

ΗΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ (17 ΕΤΩΝ)

    «Συρτά στο έδαφος

     η μπάλλα χάραξε το χορτάρι

     με τα νύχια της εκείνο το βράδυ

     σημάδεψε το κορμί μου

     και χτυπώντας με θόρυβο στα γκολ πόστ

     γύρισε πίσω

     μα ο επερχόμενος με ταχύτητα χρόνος

     την έστειλε –επιτέλους- στα δίχτ…»

                             Σπύρος Βούγιας «Τέρμα»

Εις μνήμη

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΜΙΤΣΗΣ (18 ΕΤΩΝ –ο μόνος οπαδός της ΑΕΚ)

   «Από το ότι ορμώμενος, τα χρόνια περνούν γρήγορα

    και αυτό το βρίσκω πικρό και άδικο

    και από το ότι ο ποιητής παλαιότερα Δικταίος Άρης

    εκράτησεν ως αφιλοκερδής τεχνίτης

    στην πενιχρή αθανασία του

    τον άλλοτε σπουδαίο παίκτη της ποδοσφαίρας

    Ηλίαν υιόν του Υφαντή- Του Ολυμπιακού Πειραιώς-

    τονίζοντας τα κάλλη του και την ευμορφιά του

    παράλληλα με τον μακαρισμό ευτυχισμένος (να’ ν’) ο Πειραιάς

    που έχει φορτώσει τόσες απ’ τις ελπίδες του

    πάνω σε τέτοια αγόρια

    θα υμνήσω και εγώ με τη φτωχή την πένα μου

    τον ιδιορρυθ…»

             Γιώργος Μαρκόπουλος «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο

                                                      Αρδίζογλου»

Εις μνήμη 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ (18 ΕΤΩΝ)

    « Οι πρόλογοι τέλος. Είναι καιρός να μπούμε

     στο θέμα χωρίς πολλές κουβέντες

     όσο πεζό κι αν είναι (ή μάλλον ακριβώς επειδή είναι πεζό).

     Με λίγα λόγια: αν μόνο τα άστρα

     αποτυπώνουν το νόημα της αγάπης,

     αν η Ανδρομέδα γυμνή γλυκοκοιμάται

     αγκαλιά με τον Περσέα

     ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου

     όπως η Άρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο

     σκοράροντας ασταμάτητα.

     Και το στήθος μου γεμίζει χώμα

     συνεχ…»

    

                  Νάσος Βαγενάς  «Οι πρόλογοι τέλος…»

 Εις μνήμη             

ΣΠΥΡΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΚΗΣ (18 ΕΤΩΝ)

      «Οι ημέτεροι πρόγονοι

      τους τούτων προγόνους ενίκων

      και κατά γην και κατά θάλατταν…»

      -Εμείς ούτ’ ένα γκολ δεν βάλαμε

      και συν τοις άλλοις μας αδίκησε κι

      η διαιτησία-

     «Τοιούτων εσμεν Προγόνων»

       -Εμείς

       Οι μονίμως δαρμένοι εκτός φάσ…».

 

                       Τασούλα Καραγεωργίου «Αποκλειστήκαμε»

Εις μνήμη

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ (19 ΕΤΩΝ)

    «Γκόλ! Το σλόγκαν της εποχής μας!

     Γκόλ!

     Οι πάντες και τα πάντα για ένα γκολ.

     Η τιμή της Πατρίδας εξαρτάται από ένα

     Γκόλ,

     Εμπρός παιδί μου. Βάλε ένα γκολ. Μπορείς.

     Μ’ ένα γκόλ θ’ αυξηθή το Εθνικό Εισόδημα.

     Μ’ ένα γκόλ ο πεινασμένος θα χορτάση.

     Μ’ ένα γκόλ θ’ αναπτυχθή ο πολιτισμός.

     Εμπρός παιδί μου. Βάλε ένα γκόλ. Μπορ..!»

        Νίκος Δανδής (Μιχάλης Πολυμέρης) «Γουέμπλεϋ και άλλα παρατράγουδα»

   Εις μνήμη

ΝΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣ (19 ΕΤΩΝ)

     «Γιατί δεν έχει ο χρόνος διαφυγές;

      Τι γήπεδο για κάφρους είναι αυτό που όλοι φρακάρουνε.

      Σε μία πορτούλα προς το μέλλον; Η έξοδος

     Κατάσπαρτη απ’ τα πτώματα των ποδοπατημένων Θύρα Εφτά.

     Εικάζεται πως το παιχνίδι παίζεται στις

     Πύλες –τα υπόλοιπα

     Είναι μονάχα προσχήματα.

     Μια προκαταβολή της μάχης. (Το ανάλογο

     Με τους μοιραίους εκδρομείς

     Στις εκατόμβες του γουήκ έντ;)

     Ας επανέλθουμε;

     Το σώμα σπούδασε ποτέ του αθανασία;

     Ηχώ τα ΟΧΙ που επιστρέφ…»

 

              Αντώνης Φωστιέρης «Σάκος απορημάτων»

  Εις μνήμη

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΑΛΥΝΑΣ (20 ΕΤΩΝ)

    «Μια κόκκινη μπάλα κυλάει στο χώμα της Ελλάδας.

    Απόγεμα

    ο ήλιος λάμπει.

   Σ’ ένα σύννεφο παίζουν ποδόσφαιρο.

   Κανένας δεν διακρίνει στην υγρή μπάλα

   που κολλάει στην άμμο και στριφογυρίζει

   στο χορτάρι

   ένα κομμένο κεφάλι

   που κυλάει στο χώμα της Ελλάδας.

   Οι φίλαθλοι γαυγίζουν στις εξέδρες

   το γκόλ μπαίνει

   θρίαμβος στα δίχτυα

   ιαχές στους δρόμους

   κι ο πόλεμος με το κουτσό του ποδάρι

   έτοιμος να κλωτσήσει τη γη

   με το γήπεδο και τους φιλάθλους

   στου διαόλου τα δίχ…»

 

        Λευτέρης Πούλιος «Η μπάλα»

  Εις μνήμη    .  

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΧΑΣ (20 ΕΤΩΝ)

    «Κυκλωμένος από χιλιάδες ανάσες

    σήκωσε το πόδι ο ημίθεος.

    Η μπάλα, υπάκουος δέχτης

    της αλύγιστης θέλησής του,

    έγραψε την απόλυτη ευθεία

    απ’ τον ταρσό ως τα δίχτυα.

    Απ’ ολόγυρα υψώθηκε ιαχή

    μυριόστομη κι ακατασίγαστη.

    Πάνω απ’ το γήπεδο

    φάνηκαν όντα φτερωτά

    Νίκες και Δόξες

    Καθώς στους ουρανούς του Tiepolo.

    Κι ενώ τα θεία πόδια

    άφηναν το γρασίδι

    στην άνοδο εν θριάμβω, οι οπαδοί

    της χαμένης ομάδας σφεντόνιζαν

    κέρματα και μπουκάλια στο διαιτητή.

    Τότε ήταν που απ’ ένα συννεφάκι

    ο πατέρας του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού

    άπλωσε το δεξί του χέρι

    μ’ ανοιχτά τα δάχτ…»

 

           Γιώργης Μανουσάκης «Η αποθέωση του ποδοσφαιριστή»

     Εις μνήμη          

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΟΥΠΟΣ (20 ΕΤΩΝ)

     «Χιλιάδες μάτια σε καρφώνουν. Δυο

      τα δικά σου.

     Τι κι αν σταυροκοπηθείς κι αφήσεις,

     ανάμεσα από σένα και την μπάλα που

     ρουφάει τα μάτια σου, μικρό σταυρό για

     φυλαχτό. Αυτή θ’ ακολουθήσει την πορεία της.

     Εσύ στυλώσου όσο μπορείς στα πόδια σου.

     Είσαι το ελάφι που ακροβατεί

     πάνω στην τεντωμένη χορδή των νεύρων μας

     κι εκείνο

     τρέχει-τρέχει μες στο δάσος και το φοβίζει

     του ανάλαφρου τρεχαλητού του η αντήχηση.

 

           Τάκης Καρβέλης «Ο φόβος του τερματοφύλακα»

   Εις μνήμη

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (21 ΕΤΩΝ)

   «Απ’ το γήπεδο πέφτουν λέξεις κατακλυσμός.

    Ποδόσφαιρο με τη νεκροκεφαλή της Πυθίας.

     Αδειάζουν τα οστεοφυλάκια,

     οι νεκροί συνωστίζονται στις κερκίδες,

     κάποιος ρώτησε: «Πες να μας στείλουν

     ξανά

    στην ανατολή:»

    -«Θα εξαρτηθεί απ’ την έκβαση του αγώνα»,

     Είπε ο διπλανός του που μασούσε δαφνόφ…».

 

                                   Στέλιος Γεράνης «Η Επανάσταση των νεκρών»

    Εις μνήμη

ΖΩΓΡΑΦΟΥΛΑ ΧΑΪΡΑΤΙΔΟΥ (23 ΕΤΩΝ –η μοναδική γυναίκα)

      «…Λίγες οι ζημιές.

      Σπάσανε κάτι χρόνια μεταχειρισμένα κι

      Ελάχιστα επόμενα και βέβαια, θρύψαλα το

      λάθος να νομίζει πως τα γκοοόλ

      θα είχαν εσαεί τερματοφύλακα μόνο την

      ακοή σου,

      ότι η Μπάρμπι θα μεγάλωνε

      δεμένη στους παραλογισμούς σου π…»

 

            Κική Δημουλά «Μητέρα του κάτω ορόφου»

    Εις μνήμη 

ΣΠΥΡΟΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ (24 ΕΤΩΝ)

        Α΄

    «Ηχούν ιαχές ουρανού. Ένα γκολ που

      καλπάζει μουγκρίζοντας.  ένα γκολ,

      ολοστρόγγυλο μαύρο ηχεί μούγκρισμα και

     ξεσκίζει τα δίχτυα παντού δίχως διάκριση.

     Ένα αδέσποτο γκολ ολοστρόγγυλο τρέχει

     μουγκρίζοντας κάλπασμα.

     Μια κλοτσιά όπως αστράφτει στον ήλιο ψηλά

     με το γόνατο μόλις λυγίζοντας τρέξιμο.

     Ε’

    Εναρκτήριο λάκτισμα το αίμα

    Εναρκτήριος βόγκος το τέρμα

    Οι επόπτες γραμμών αργυρώνητοι

    Οι οφειλέτες οι ξιπόλ…»

 

            Κώστας Παπαγεωργίου «Το αδέσποτο γκολ»

     Εις μνήμη 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑΣ (26 ΕΤΩΝ)

     «…. Να τηνε!

     Δες την

     που’ χει φτερά στα ποδάρια,

     καρδιά μες στα στήθια,

     δες την που πάλλει,

     που δονείται

     που εκρήγνυται

    και με τις τέσσερεις τις λέξεις της μαζί

    -Ολυμπιακός

     Σύνδεσμος

     Φιλάθλων

     Πειραιώς,

     Στο στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης

     κάτω από την ερυθρόλευκη φανέλλα

     του δαφνοστεφανωμένου ΄Εφηβου

     που

     ώσπερ άναξ σε μαντείο

     τη σημαίνει

     στο Νέο Φάληρο,

     στον Πειραιά,

     σ’ όλη την Οικουμ…».

 

         Γιώργος Κεντρωτής «Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς»

     Εις μνήμη

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΡΚΟΥ (27 ΕΤΩΝ)

     «Θυμούμαι ακόμη

      την Περικλέους

     Το καλοκαιρινό Πασαλιμάνι,

      τις φωταψίες του θεάτρου Σκιών ο Ερμής,

     τα τραπέζια του Διάσημου στην παραλία

     και το «ο Ιωάννης είναι καλός παίς»

     με την κιμωλία στον τοίχο.

         --------        ---------

      Ξανά στο καταφύγιό μου

     Στιλβωτήριον ο Ολυμπιακός

     Κωνσταντίνος Χριστοδουλόπουλος

     Όταν οι αστυνόμοι κυνηγάνε το Λαλ…»

 

      Γιάννης Κακουλίδης «Η πρώτη και η πέμπτη αφήγηση του Χάπα Χούπα»

     Εις μνήμη  

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΙΛΑΣ (28 ΕΤΩΝ)

 

  «Ο Χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου/ σκοράροντας ασταμάτητα.»

                                                             Νάσος Βαγενάς

«Τι να σκεφτόταν

     Το τελευταίο βράδυ στο κελί του

     ο Λάκης Σοφιανός

     περνώντας αστραπιαία η ζωή του

     Από της μνήμης τη θολή οθόνη;

     Τις αλάνες που μεγάλωσε ορφανός από πατέρα

     Κυνηγός στο γήπεδο Κυνηγημένος στη ζωή

     Είχε μάθει να κλέβει: Για να μπορεί να επιζήσει.

     Σ’ έναν αγώνα πήρε

     Και του διαιτητή το πορτοφόλι!

     Τίναζε χούφτα χώμα

     Στου αμυντικού τα μάτια να σκοράρει

     Κι ένα θρυλικό απόγ…»

 

      Γιάννης Κουβαράς «Κρέμασε τη ζωή του στη Γκολ-Ποστ»

      Εις μνήμη      

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΙΤΣΟΛΗΣ (30 ΕΤΩΝ)

     «Έβλεπε το πιο γλυκό του όνειρο. Ήταν στο σπίτι τους στην Καλλιθέα. Η γκουβερνάντα, μια όμορφη, νεαρή κοπέλα από την επαρχία, τον έλουζε στο μπάνιο. Μέσα ο πατέρας του, φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, άκουγε ματς από το ραδιόφωνο: Ολυμπιακός-Άρης.

«…Κατεβαίνει ο Βοέρα από αριστερά, πασάρει στο Γαλάκο, εκείνος στον Λοσάντα, την κόβει  αυτός στην περιοχή, Δεληκάρης, ανάποδο ψαλίδι και…Γκολ, αγαπητοί μου ακροατές!».

Ξύπνησε με τη φωνή του Βαγγέλη Φουντουκίδη στο αυτί του : ο αγαπημένος σπορκάστερ του πατ…»

 

         Αλέξης Σταμάτης «Ο Θρύλος στο μυαλό»

     Εις μνήμη

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗΣ (34 ΕΤΩΝ)

     «…Αυτός που παραβγαίνει με τον Χάρο,

     στην ταχύτητα,

     κι είναι πιο γρήγορος,

      φτάνει στο τέρμα πρώτ…»

 

                Αργύρης Χιόνης «΄Απαντα τα Ποιήματα»

     Εις μνήμη

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ (34 ΕΤΩΝ)

       «Πόσο ανείποτα είναι ωραίοι,

       μες την απροσμέτρητη γηπεδική δροσιά τους.

       Και πόσο ακαταμάχητα μοιραίοι ξεκινώντας το χορό

       με το μαβί του χάρου στη ματιά τους,

       ενώ, πίσω από τα κάγκελα

       κάτω από τις σκάλες της ζωής,

       τους περιμένει ο Θρύλος,

       σημαίνοντας Σιωπητήριο.

       Ολυμπιακέ, εκμαυλιστή Θεέ της Πόλης

       και του Λιμανιού της πως επέτρεψες να γίνει

       τέτοιο κακ…»

 

            Γιώργος Χ. Μπαλούρδος  «Ποιήματα»

    Εις μνήμη              

   ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ (40 ΕΤΩΝ)

    «Οι σημερινοί ποδοσφαιριστές έχουν όλες τις ευκαιρίες να παίξουν καλή μπάλα, να πλουτίσουν και να φτιάξουν τη ζωή τους από το ποδόσφαιρο. Συμβουλεύω τους νέους που φιλοδοξούν να κερδίσουν από το ποδόσφαιρο να δουλεύουν σκληρά, να σέβονται την προπόνηση, να μην ξενυχτούν και να μένουν μακριά από το τσιγάρο.

Θα αναφέρω ένα παράδειγμα.

Ο ποδοσφαιριστής, ο κάθε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, έχει ένα σημαντικό χρέος απέναντι στον εαυτό του, τον σύλλογό του και τον φίλαθλο κόσμο, άρα δεν μπορεί παράλληλα να είναι «υπάλληλος» σε μπουζουξίδικο. Τα παλιά χρόνια την κοπαν…»

 

                          Από αφήγηση του Λεωνίδα Ανδριανόπουλου

 

Σημείωση: Στην τοπική και πιο μακρόβια εφημερίδα «Χρονογράφος» ημέρα Παρασκευή 1/2/1913 και στη σελίδα 3 υπάρχει η εξής πληροφορία που αναδημοσιεύω κάτωθι:

    «Πειραϊκή ποδοσφαιρική ένωσις».

Μετ’ ιδιαιτέρας χαράς αναγγέλομεν την εν τη ημετέρα πόλει ίδρυσιν ειδικού Σωματείου Ποδοσφαιρίσεως υπό την επωνυμίαν «Πειραϊκή ποδοσφαιρική ένωσις» υπό την πεφωτισμένην προεδρείαν εξέχοντος μέλους της Πειραϊκής κοινωνίας του κυρίου Άγγελου Παπαγεωργακόπουλου και την πολύτιμον συνδρομήν των κ. Γ. Σκανδαλίδου, Μ. Πιπινέλη και Σ. Θεοχάρη.

    Δια της ιδρύσεως του Σωματείου τούτου εκπληρούται εν όνειρον των φιλάθλων συμπολιτών μας δι’ ο και ο «Χρονογράφος»  χαιρετίζην γηθοσύνων την σύστασιν αυτού εύχεται πάσαν του έργου ευόδωσιν έχων ελπίδας ότι οι το Σωματείον αποτελέσαντες ποδοσφαιρισταί θα φανούν αντάξιοι των προσδοκιών πάντων».

    Έτσι, για να θυμόμαστε πάντα, τη φοβερός και τρομερός είναι ο Άγιος Φεβρουάριος.

      Επιμέλεια-Ανθολόγηση και συγγραφή κειμένων:  Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, πρώτη δημοσίευση εφημερίδα, «Κοινωνική» Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012, σελίδα 13. για το «Πειραϊκό Σεντούκι».

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024.

γ.χ.μ.  43 Χρόνια μετά.

      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου