F R I E D R I
C H H O L D E R L I N
του Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Πλούσιο- καταπληκτικά πλούσιο ήταν και το
πνευματικό αίμα, που έχυσε για την ανθρωπότητα ο Χαίλδερλιν (Friedrich Holderlin), ο σύγχρονος, μα είκοσι περίπου
χρόνια νεώτερος απ’ τον Γκαίτε. Ο Χαίλδερλιν μάλιστα έχυσε το αίμα του με τόση
ακατάσχετη ορμή, που το μυαλό του-στην υλική του σύσταση-δεν άνθεξε στην
αιμορραγία και νεκρώθηκε πρίν νεκρωθεί το σώμα. Δεν πρόφτασε ο Χαίλδερλιν ν’
αγγίξει τα τριανταπέντε του χρόνια και η παραφροσύνη, χωρίς να σβύσει απόλυτα
τη θέλησή του, έσβυσε για πάντα την ενότητά της. Κ’ η ζωή που τόσα χρωστούσε
στο μεγάλο ποιητή, δεν τον λυπήθηκε. Τον άφησε να ζήσει άλλα τόσα χρόνια, και
πλήθος μυστήρια είναι συνυφασμένα με τις άγνωστες οδοιπορίες της δυστυχισμένης
ψυχής, που δεν έβρισκε ησυχία και που τόπος της δεν ήταν πια το σώμα της κι η
γη.
Ο Χαίλδερλιν ήταν ο τραγικώτερος τύπος
του Γερμανού. Άλλοι τον λένε ρωμαντικό. Άλλοι τον εκθειάζουν σαν τον καθαρώτερο
κλασσικό. Δεν είναι αρκετά δίκαιοι μαζί του όσοι, αδιαφορώντας στο βάθος για
την προσωπικότητά του, τον θέλουνε πρόδρομό τους, τον θέλουνε θυρωρό στην πόρτα
την πλατειά ή στενή, που τους πάει το δικό τους το ιερό. Ο Χαίλδερλιν ήταν ο
χαρακτηριστικός τύπος του Γερμανού, πού, ενώ η φύση του ήταν ρωμαντική και
μουσική, βάλθηκε με το δυνατό του πνεύμα να κατακτήσει την κλασσική μορφή και
την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού. Ο Χαίλδερλιν ήταν πολύ περισσότερο
ποιητής απ’ τον Σίλλερ κ’ έτσι δε
μπορούσε να λύσει, σαν κι αυτόν, τις τραγικές του αντινομίες με τη λογική. Απ’
την άλλη μεριά ο Χαίλδερλιν δεν ήταν στην ποιητική και ανθρώπινη κράση του τόσο
γερός, σαν τον Γκαίτε, για να
πετύχει, όπως πέτυχε ο ολύμπιος αυτός άνθρωπος, την ουσιαστική υπερνίκηση της
τραγικής αντινομίας ανάμεσα στο κλασικό και στο ρωμαντικό στοιχείο, ανάμεσα στη
νηφάλια γνώση και κατάκτηση της μορφής και στη δραματική τάση προς το άπειρο.
Να πνίξει πάλι απόλυτα τη ρωμαντική φύση του-όπως το έκανε εκατό χρόνια
αργότερα ο Στέφαν Γκεόργκε- αυτό δε
μπορούσε ή δεν το θεωρούσε σωστό, γιατί ο Χαίλδερλιν, όσο κι’ αν το πνεύμα του
και τα μάτια του σώματός του τον σπρώχνανε προς τον ελληνικό ουρανό, δε βάσιζε
και δεν είχε δέσει την τέτοια τάση του σε αρχές προγραμματικές. Ο Χαίλδερλιν
έχει ως άνθρωπος και ως πνεύμα πολλά χαρακτηριστικά, πού τον κάνουν να
εμφανίζεται σαν το πρώτο αντίτυπο του Νίτσε.
Υπάρχει όμως και μιά σημαντική μεταξύ Χαίλδερλιν και Νίτσε διαφορά. Ο Νίτσε
έφτανε στην κατάρα και στην βλαστήμια και μάλιστα καταριόταν συνήθως και
βλαστημούσε ό,τι στο βάθος ήταν άρρηκτα συνυφασμένο με την ψυχή του, δηλαδή
ό,τι στο βάθος αγαπούσε η φύση του. Ο Χαίλδερλιν δε γνώρισε στη ζωή του την
κατάρα και τη βλαστήμια. Η πάλη του, χωρίς νάναι ηρεμότερη και λιγότερη
τραγική, ήταν πολύ πιό σιωπηλή, πολύ πιό μυστική. Κ’ η πάλη του Χαίλδερλιν
(όπως άλλωστε κι πάλη του Νίτσε) δεν ήταν μονάχα η πάλη ανάμεσα στα δυο
ασυμφιλίωτα «εγώ», που ζούσαν (ή και πεθαίναν κάθε τόσο) μέσα του, παρά ήταν
και μιά πάλη ανάμεσα στον άνθρωπο Χαίλδερλιν και στην κοινωνία, ανάμεσα στο
Γερμανό και στη Γερμανία, ανάμεσα στον Έλληνα και αυριανό άνθρωπο μέσα του και
σε μιάν ανθρωπότητα, πού κι’ απ’ την Ελλάδα είχε ξεφύγει, μα και στην αυριανή
ανθρωπότητα δεν είχε ακόμα φτάσει. Ευτυχώς πίστευε ο Χαίλδερλιν στην αυριανή,
όπως πίστευε και στη χτεσινή ανθρωπότητα. Ο Νίτσε πίστευε και στα δυό κάπως
λιγότερο (ή δεν πίστευε ίσως διόλου κ’ έκανε μονάχα, εξαπατώντας τον ίδιο τον
εαυτό του, ότι πίστευε). Πάντως κι ο Χαίλδερλιν, με το να πιστεύει στο Χτές και
στο Αύριο, αφήνοντας μόνο το Σήμερα έξω από κάθε λόγο αλήθειας, δεν ήταν λιγότερο
τραγικός απ’ το Νίτσε. Ο Χαίλδερλιν πίστευε βέβαια στο Χτές και στο Αύριο, μα
ήταν (σαν Έλληνας βαθειά «εκχριστιανισμένος», σαν άνθρωπος του πόνου και της
αγάπης, που αγαπούσε και τα πιό ανάξια και παροδικά) βαθύτατα εξαρτημένος κι’
απ’ το Σήμερα, δηλαδή απ’ ό,τι δεν πίστευε. Με την υπεροψία ενός Στέφαν
Γκεόργκε θα μπορούσε να ξεφύγει βέβαια απ’ αυτήν την τυραννική εξάρτηση, μα ο
Χαίλδερλιν, πού ήταν ένας αληθινά ηθικός και μάλιστα πολιτικός άνθρωπος, θα
επρόδινε τον εαυτό του, αν έκανε ό,τι έκαναν αργότερα ο Γκεόργκε και οι οπαδοί
του, δηλαδή αν έλεγε, ότι η εποχή είναι ανάξια για ν’ αγαπήσει και να
πολιτευθεί μέσα της ο ήρωας και ο άξιος. Ο Χαίλδερλιν ήξερε, ότι, αν είναι η
εποχή ανάξια για τον ήρωα, χρέος του ήρωα είναι να γίνει «μάρτυς» και να σώσει
την εποχή του, με τους αζήτητους ηρωϊσμούς του, με το μαρτύριό του, με τη θυσία
του. Η θυσία δεν είναι ποτέ «αζήτητη», και όσο πιό ανάξια η εποχή, τόσο
περισσότερο ζητιέται η θυσία. Η υπεροπτική αναχώρηση δεν πήγαινε άλλωστε και
στο χαρακτήρα του Χαίλδερλιν, αυτού του βαθύτατα σεμνού, ευγενικά δειλού,
φυσικά καταδεκτικού και «ανθρωπινώτατου» ανθρώπου. Σε μιάν απ’ τις θαυμάσιες
επιστολές, που έγραψε στον ετεροθαλή αδερφό του και που αποτελούν προπάντων το
μνημείο της πνευματικά πολύ δουλεμένης και συστηματικά καλλιεργημένης
φιλοσοφίας του Χαίλδερλιν, μας λέει ο μεγάλος ποιητής τα υπέροχα λόγια: «… Ώ αγαπημένε μου! Πότε θα καταλάβουν οι
άνθρωποι, ότι η πιό μεγάλη δύναμη στην εκδήλωσή της είναι ταυτόχρονα η πιό
σεμνή και ότι δεν μπορεί ποτέ το θείο, όταν παρουσιάζεται, να μην είναι
συνυφασμένο και με κάποιο πένθος και με κάποια ταπεινοφροσύνη;».
Το θείο μέσα στον Χαίλδερλιν έδειξε
μάλιστα και μιά ταπεινοφροσύνη πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι έπρεπε να δείξει. Το
ότι ο Χαίλδερλιν ήταν ταπεινός και τόσο καλός στη σχέση του με τη μητέρα του,
με τ’ αδέρφια του, με τους φίλους του, με όλους τους συνανθρώπους του, αυτό
ήταν βέβαια θαυμάσιο. Είναι πολύ εύκολο να διώχνουμε από κοντά μας εκείνους,
που δεν μας κάνουν ή λέμε πώς δεν μας κάνουν για συνεννόηση. Δύσκολο είναι όχι
το να λιγοστεύεις τα χρέη σου, αλλά το να τα πολλαπλασιάζεις, πηγαίνοντας ακόμα
πιό κοντά σ’ εκείνους που δεν σου κάνουν για μιά συνεννόηση ουσιαστική. Με τον
ετεροθαλή αδερφό του- τον Κάρλ Γκόκ (Carl Gock)-η συνεννόηση του Χαίλδερλιν ήταν
βαθειά. Επίσης με μερικούς παιδικούς φίλους-όχι μόνο με φίλους σαν τους
μεγάλους φιλοσόφους Σέλλινγκ και Χέγγελ,
μα και με φίλους πολύ λιγότερο σημαντικούς, σαν τους συμπαθητικούς ποιητές Νόϋφερ (Neuffer) και Μαγκενάου (Magenau)- η
συνεννόηση του Χαίλδερλιν ήταν επίσης αρκετά ουσιαστική. Μα ο Χαίλδερλιν
θεωρούσε ιερό χρέος του να συνεννοείται και με τη μητέρα του, που στο βάθος δε
μπορούσε να τον καταλάβει, θεωρούσε χρέος του να συνεννοείται με όλους, να
χρησιμοποιεί ως μέσο για τη συνεννόηση, αν όχι πάντα το πνεύμα, την Αγάπη. Κι’
άς το ξαναπούμε: η τέτοια καλοσύνη και ταπεινοφροσύνη δεν ήταν υπερβολή, γιατί
η αγάπη του ανθρώπου προς τον άνθρωπο δεν είναι ποτέ υπερβολική και δε βλάπτει
άλλωστε ποτέ το πνεύμα. Την υπερβολή της έδειξε η ταπεινοφροσύνη του Χαίλδερλιν
αλλού. Το ποιητικό πνεύμα του μπορούσε και έπρεπε να σέβεται, όχι όμως και να
υποτάσσεται. Μπορούσε και έπρεπε να σεβασθεί έναν στην ηλικία ωριμότερο ποιητή,
δεν έπρεπε όμως και να υποταχθεί στις εντολές του. Ο Χαίλδερλιν γεννήθηκε στα
1770. Ο Σίλλερ είχε γεννηθεί στα 1759. Όταν ο Χαίλδερλιν πλησίαζε τα είκοσι, ο
Σίλλερ ήταν κιόλας μιά αναγνωρισμένη ποιητική προσωπικότητα. Κι’ ο Χαίλδερλιν
υποτάχθηκε (προπάντων ηθικά, και κάμποσα χρόνια και πνευματικά) στην
προσωπικότητα του αναγνωρισμένου ποιητή. Μα μπορούσε τάχα να τον βλάψει η
καθοδήγηση ενός ανθρώπου σαν τον Σίλλερ; Όχι μόνο του Σίλλερ η άμεση
καθοδήγηση, που αδιάκοπα ο Χαίλδερλιν τη ζητούσε, αλλά και αυτού ακόμα του
Γκαίτε ή έμμεση καθοδήγηση (που τη λέμε έμμεση, γιατί εκδηλώθηκε «μέσω» του
Σίλλερ, όσες φορές ο τελευταίος-όπως βγαίνει απ’ την αλληλογραφία τους-ζητούσε
για τον Χαίλδερλιν τη γνώμη του Γκαίτε), κι αυτή ακόμα έβλαψε τον Χαίλδερλιν. Και ο Γκαίτε και ο Σίλλερ, πού,
χωρίς βέβαια να τους υποτιμούν, δε μπόρεσαν πάντως να εκτιμήσουν σωστά, ούτε
τον Χαίλδερλιν, ούτε τον Ζάν Πάουλ,
και τους αναφέρουν μάλιστα σ’ επιστολές τους πλάϊ σε ονόματα άλλων ασήμαντων
αρχάριων λογοτεχνών, και τα δύο εκείνα μεγάλα πνεύματα έκαναν απέναντι του
Χαίλδερλιν το λάθος, που έχουν κάνει και κάνουν αδιάκοπα πολλοί. Αντί να
αναζητήσουν ο Γκαίτε και ο Σίλλερ στο έργα του Χαίλδερλιν «τον Χαίλδερλιν»,
αντί να του πουν να εκδηλώνει το πνεύμα του με τρόπο όσο μπορούσε πιό άμεσο και
πιό πολύ «δικό του», του δίναν συνταγές, του λέγανε στο βάθος να εκδηλώσει το
πνεύμα του με τρόπο όσο μπορούσε λιγότερο «δικό του» και περισσότερο «δικό
τους», έκανε δηλαδή το δάσκαλο και όχι το φίλο του πνεύματός του, και πέφτανε
και στο ειδικότερο λάθος να κομματιάζουν, όσες φορές εκρίνανε ένα ποίημα του,
το σύνολο, λέγοντάς του ότι η τάδε λέξη είναι ταιριαχτή, ενώ η άλλη δεν είναι,
ότι στην ποίηση πρέπει νάναι όλα εποπτικά και όχι αφηρημένα και φιλοσοφικά. Η
τελευταία αυτή παρατήρηση, που έκανε ο Σίλλερ έντονα στον Χαίλδερλιν, ήταν η
χειρότερη απ’ όλες, γιατί οι συνοριακές γραμμές χαράζονται (όπου το απαιτεί για
τον θεωρητικό ή «δεδομένη» πραγματικότητα- και δεν το απαιτεί φυσικά πάντοτε)
«έκ των υστέρων» ως διαπίστωση και όχι «εκ των υστέρων» ως περιορισμός, ως
πρόγραμμα και ως φυλακή. Και το κακό είναι, ότι ο εξαιρετικά «ευπειθής»
Χαίλδερλιν δέχτηκε να φυλακισθεί και, ενώ ήταν γεννημένος να γίνει και στο
στίχο «ποιητής-προφήτης», συμμορφώθηκε για κάμποσον καιρό απόλυτα στις
συστάσεις του Γκαίτε, και του Σίλλερ, κι έκανε ό,τι μπορούσε για ν’
ακρωτηριάσει το περιεχόμενο των στίχων του, δεν άφησε δηλαδή τους πιό πολλούς
στίχους του να εκφράσουν ό,τι δε μπορούσε να ειπωθεί με εικόνες, «εποπτικά».
Και πάλεψε και καθημερινά και στη ζωή του Χαίλδερλιν ο ποιητής με το φιλόσοφο
(ενώ στον Σίλλερ η πάλη αυτή δε σημειώθηκε, γιατί ο Σίλλερ έκανε μιά βολική
λογική τακτοποίηση της αρμοδιότητας του ποιητή και του φιλόσοφου μέσα του).
Ευτυχώς για μας, η οδυνηρή αυτή πάλη του Χαίλδερλιν, πού άδικα είχε προστεθεί
σε τόσες άλλες αναγκαίες αιτίες εσωτερικής πάλης, δεν έσβυσε κι απ’ όλο το έργο
του Χαίλδερλιν την ευκαιρία και δυνατότητα της ενιαίας και αδιαίρετης
δημιουργικής παρουσίας του μεγάλου πνεύματός του. Στα περισσότερα βέβαια
έμμετρα δημιουργήματα του Χαίλδερλιν, που είναι κι’ αυτά οπωσδήποτε θαύματα
λόγου, ύφους, ήθους και προσιτών στην εποπτεία περιεχομένων, ο Χαίλδερλιν δεν αποκαλύπτεται
«ολόκληρος», ενιαίος και αδιαίρετος. Στο μυθιστόρημά του αντίθετα «Υπερίων», πού είναι ουσιαστικά ένας
υπέροχος μονόλογος και μάλιστα η ψυχική αυτοβιογραφία του, σε πολλές επιστολές
του, σε μερικούς στίχους του (προπάντων σ’ εκείνους που έγραψε αφού πάτησε το
κατώφλι της τρέλλας) και στην έμμετρη τραγωδία του «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή»,
που έχει μείνει ατέλειωτη, ο Χαίλδερλιν προβάλλει ολόκληρος και αδιαίρετος,
δηλαδή μοναδικός και απόλυτος, όπως τον ήθελε ο Θεός και όχι όπως τον ήθελε ο
Γκαίτε, ο Σίλλερ και οι αισθητικές οδηγίες και συνταγές. Ο ποιητής, ο μεγάλος
διανοητής, ο προφήτης, ο ηθικός άνθρωπος, ο κριτικός της εποχής του και του
λαού του (κριτικός που έκρινε από αγάπη την εποχή του και την πατρίδα του), η
καθεμιά απ’ αυτές τις πλευρές του Χαίλδερλιν πουθενά δεν εκδηλώνεται τόσο καλά,
όσο εκδηλώνεται εκεί όπου προβάλλει συνυφασμένη με όλες τις άλλες μαζί.
Ο «Υπερίων», πού (όπως άλλωστε κι’ ο
«Θάνατος του Εμπεδοκλή» και πολλά ποιήματα του Χαίλδερλιν) έχει δουλευτεί σε
μορφές περισσότερο από μία, βρήκε την ουσιαστική πνευματική πλήρωσή του και
πήρε την τελειωτική σφραγίδα του απ’ την πνοή εκείνης που στο έργο αυτό και σε
άλλα ποιήματα προβάλλει με τ’ όνομα Διοτίμα. Στο σπίτι της Διοτίμας –της
Σουζέττας Γκόνταρτ (Gontard)- στη Φραγκφούρτη, γνώρισε ο Χαίλδερλιν την πιό μεγάλη και
ταυτόχρονα την πιό αγνή ευτυχία της ζωής του. Ο νεαρός ποιητής είχε προσληφθεί
ως οικοδιδάσκαλος για το παιδί της κυρίας Γκόνταρτ. Ελληνικότατη μας το λέει ο
Χαίλδερλιν την ομορφιά της Διοτίμας του και πραγματικά ελληνική μας την
παρουσιάζει ο Όνμαχτ (Landolin Ohnmacht) σε μιά
αλαβάστρινη μάσκα και σ’ έναν μπούστο, που αφιέρωσε στη μορφή της. Πνευματικά
και ηθικά πολύ καλλιεργημένη μας τη λέει ο Χαίλδερλιν τη φύση της Διοτίμας του
και πραγματικά ζηλευτή μας παρουσιάζει την καρδιά και την πνευματική της
υπόσταση η ίδια η Διοτίμα στις επιστολές που είχε απευθύνει στον ποιητή και που
δόθηκαν στην δημοσιότητα από μιάν εγγονή του αδερφού του Χαίλδερλιν μόλις στα
1920. Πάντως η ευτυχία του ποιητή στο σπίτι της Διοτίμας δεν ήταν γραφτό να
διαρκέσει και πολύ. Ο σύζυγος-χωρίς κανένα στοιχείο και χωρίς κανέναν σοβαρό
λόγο-καταλήφθηκε από μιά ξαφνική ζήλεια ή σωστότερα από κακία και φθόνο, μιά
δυσάρεστη σκηνή ανάγκασε τον Χαίλδερλιν να εγκαταλείψει αμέσως το σπίτι της
Διοτίμας, και από την ημέρα εκείνη με μεγάλες δυσκολίες, και προπάντων με
επιστολές, επικοινωνούσαν οι δυό φίλοι. Στην άρση των δυσκολιών βοήθησε λιγάκι
στην αρχή κι’ ο νεαρός φιλόσοφος Χέγγελ,
πού είχε για χατίρι του Χαίλδερλιν δεχθεί να πάει κι αυτός στη Φραγκφούρτη σε
μιά θέση οικοδιδασκάλου, σε μιά θέση που του εξασφάλισε η φροντίδα του
αδερφικού του φίλου. Άς μη σταματήσουμε όμως περισσότερο στα βιογραφικά αυτά
σημεία. Η Διοτίμα-κι’ αυτό προπάντων μας ενδιαφέρει- ζει αιώνια στο έργο του
Χαίλδερλιν «Υπερίων» και σε πολλά ποιήματά του. Αν η Διοτίμα του Σωκράτη ήταν μονάχα η ειρωνική
περίφραση του ίδιου του εαυτού του (μιά σοφή αυτόειρωνεία), η Διοτίμα του
Χαίλδερλιν ήταν η ταυτόχρονη φθαρτή και άφθαρτη, παροδική και αιώνια ενσάρκωση
της αγάπης, της ευγενείας, της ομορφιάς και του πνεύματος μαζί. Χωρίς τη
Διοτίμα ο «Υπερίων» δε θάταν ό,τι έγινε. Και τί έγινε ο «Υπερίων»; Η υπόθεση
του ξετυλίγεται στη νεώτερη Ελλάδα και ξεκινάει απ’ τον απελευθερωτικό αγώνα
των Ελλήνων, πού και στον ΙΗ΄ αιώνα είχε αρχίσει. Δεν πρέπει να το πάρει η νέα
Ελλάς για προσβολή, αν ο συγγραφέας απογοητεύεται στο τέλος απ’ τους Έλληνες
της Τουρκοκρατίας, που άλλωστε δεν τους ήξερε. Ο Χαίλδερλιν είχε απογοητευθεί
(και την απογοήτευση αυτή την εκφράζει επίσης στον «Υπερίονα») κι από τους
Γερμανούς, δηλαδή τους συμπατριώτες του, που αυτούς βέβαια ήξερε πολύ καλά. Σε
κανένα μέρος του κόσμου δε βρίσκει ο ποιητής στις μέρες του τους ανθρώπους
εκείνους που ζητάει. Πάντως ο ήρωάς του ξαναγυρίζει στην Ελλάδα και μένει εκεί,
αδιάφορο αν καταλήγει νάναι «ο ερημίτης
στην Ελλάδα». Ο «Υπερίων», που είναι γραμμένος σε μορφή επιστολών, είναι
μία έκτακτη ψυχική αυτοβιογραφία και ταυτόχρονα μιά αυτοκριτική και κριτική της
εποχής, που και σαν κριτική της εποχής (πράγμα που δεν το καταφέρνουν άλλοι
κριτικοί) είναι στο βάθος γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπο, γεμάτη αγάπη για τον
ίδιο τον άθλιο τύπο ανθρώπου που κρίνει και καταδικάζει. Ο Χαίλδερλιν
καταδικάζει για να λυτρώσει ακριβώς τον καταδικασμένο. Κι’ αυτό- μ’ όλη την
έμφυτη καλοσύνη και πραότητά του- δε θα μπορούσε να το πετύχει ο Χαίλδερλιν
τόσο όμορφα, όσο το πέτυχε, χωρίς τη βοήθεια του συμβόλου και των αληθινών
ματιών της Διοτίμας. Η φύση απ’ τη μιά μεριά (η φύση του, δηλαδή ο χαρακτήρας
του, μα κι η φύση γύρω του, που τόσο τρελλά την αγαπούσε), κι η Διοτίμα απ’ την
άλλη μεριά, κάνανε τον Χαίλδερλιν να είναι ανάμεσα στους γνήσιους και μεγάλους
κριτικούς μιάς εποχής και προφήτες ο πιό πράος, ο πιό σεμνός, ο πιό απαλός (‘αν
και δίκαιος, αλύγιστος και αδέκαστος). Η φράση, που υπάρχει στον «Υπερίονα» και
που εμφανίζει τον ποιητή να μας λέει, ότι θέλει «νάναι ένα με κάθε τι που ζει»
στον κόσμο, η φράση αυτή δεν έχει σχέση μόνο με τη φιλοσοφική κατεύθυνση του
Χαίλδερλιν, παρά έχει σχέση και με την καρδιά του. Κι άς αναφέρουμε και μερικές
άλλες χαρακτηριστικές φράσεις (χαρακτηριστικές πιά για ολόκληρη την
προσωπικότητά του και όχι μόνο για την αγάπη του προς το πάν): «Τίποτα δε μεγαλώνει και τίποτα δεν
παρέρχεται τόσο βαθειά, όσο ο άνθρωπος», λέει ο Χαίλδερλιν. «Από μιάν αρμονία παιδιών ξεκίνησαν άλλοτε
οι λαοί και η αρμονία των πνευμάτων θα είναι κάποτε η αρχή μιάς νέας ιστορίας
του κόσμου… Ιδεώδες γίνεται ό,τι ήταν φύση’ όσο κι’ αν έχει ξεραθεί και χαλάσει
το δέντρο από κάτω, μιά δροσερή μορφή γεννιέται πάλι από μέσα του και προβάλλει
πράσινη στη λάμψη του ήλιου, όπως ακριβώς άλλοτε και ο κορμός στα νιάτα του’
ιδεώδες είναι ό,τι ήταν φύση». «Θάρθουν οι άνθρωποί σου, Φύση! Ένας λαός
ξανανιωμένος θα σε ξανανιώσει και σένα πάλι, και θάσαι εσύ σαν η μνηστή του,
και ο παλαιός σύνδεσμος των πνευμάτων θα ανανεωθεί μαζί σου! Ομορφιά θα υπάρχει
μόνο’ και ανθρωπότητα και φύση θα ενωθούν σε μιά θεότητα, πού θα τ’ αγκαλιάζει
όλα. Σ’ όποιον υποφέρει τα έσχατα ταιριάζουν και τα έσχατα». «Πίστεψέ με, μας μένει ακόμα παντού μιά
χαρά. Ο γνήσιος πόνος ενθουσιάζει. Όποιος πατάει πάνω στη δυστυχία του,
στέκεται ψηλότερα. Και είναι ακριβώς θαυμάσιο το ότι μόνο μεσ’ στον πόνο της
ψυχής νιώθουμε την ελευθερία. Ελευθερία! Όποιος νιώθει την τέτοια λέξη- ξέρει
ότι η λέξη αυτή είναι βαθειά, Διοτίμα». «Σαν την έριδα των ερωτευμένων είναι οι
δυσαρμονίες του κόσμου. Η συμφιλίωση υπάρχει κιόλας μέσα στην έριδα’ και όλα
όσα χωρίσανε, ξανασμίγουν.».
Η τελευταία φράση μας θυμίζει τη
φιλοσοφία του Εμπεδοκλή. Και ο Χαίλδερλιν ήταν και ως άνθρωπος λιγάκι (ή και
πολύ) Εμπεδοκλής, πάντως ο Εμπεδοκλής της τραγωδίας του. Μα ο ήρωας της
τραγωδίας «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή» είναι και λιγάκι (ή και πολύ) ο Ζαρατούστρας. Αν στον «Υπερίονα»
διατυπώνονται αφορισμοί, πού, ανεξάρτητα μάλιστα κι απ’ το νοηματικό τους
περιεχόμενο, προοιωνίζουν τα αποφθέγματα του Νίτσε, στην τραγωδία «Ο θάνατος
του Εμπεδοκλή» προβάλλει ο Ζαρατούστρας στην πρώτη έκδοσή του. Η τραγωδία του
Χαίλδερλιν είναι επίσης, όπως και το μεγάλο έργο του Νίτσε, η τραγωδία της
μοναξιάς, και μάλιστα της μοναξιάς του υπεράνθρωπου. Ο Χαίλδερλιν δε μπορούσε
να μη συγκινηθεί από τη φήμη, πού λέει ότι ο Εμπεδοκλής (ο άνθρωπος που είχε
συνενώσει στο πρόσωπό του τις ιδιότητες του φιλοσόφου, του ιερέα και του
πολιτικού δράστη) πήγε μόνος του και έπεσε μεσ’ στον κρατήρα της Αίτνας. Γιατί
όμως έπεσε; Γιατί θυσιάστηκε; Γιατί δεν τον χωρούσε πιά ο κόσμος; Γιατί τον
εχθρεύτηκε ο κόσμος, αφού ήταν ακριβώς εκείνος που αγάπησε τον άνθρωπο (έτσι
παρουσιάζεται ο Εμπεδοκλής στην τραγωδία) όσο κανένας άλλος; «Αγάπησα», λέει ο
ήρωας σ’ έναν απ’ τους θαυμάσιους μονολόγους του, «αγάπησα τους ανθρώπους χωρίς
μέτρο, τους υπηρέτησα τυφλά, όπως τους υπηρετεί το ύδωρ και το πύρ. Γι’ αυτό
ακριβώς δεν μ’ αντιμετωπίσανε κι’ αυτοί ανθρώπινα, ώ ναι, γι’ αυτό χαλάσανε το
πρόσωπό μου και μου φέρθηκαν, όπως φέρονται σε σένα, ώ φύση εσύ, που όλα τα
υπομένεις!». Στη φράση αυτή του Χαίλδερλιν, δηλαδή στους υπέροχους αυτούς
στίχους, εκδηλώνεται με τον οξύτερο, βαθύτερο και πιό συγκλονιστικό τρόπο ή
τραγική πάλη του ποιητή ανάμεσα στη μορφή και στο άπειρο, ανάμεσα στη φύση και
στην ιστορία, ανάμεσα στο κλασικό και στο ρωμαντικό πνεύμα. Ένας άπειρος πόνος,
μιά άπειρη αβεβαιότητα, ένας άπειρος φόβος αρχίζει να κυριεύει την ψυχή του
Χαίλδερλιν. Ύστερα μάλιστα απ’ το θλιβερό ταξίδι του στο Μπορντώ στα 1802,
ύστερα απ’ το μυστήριο του περιπλανώμενου ταξιδιώτη, ύστερα απ’ το θάνατο της
Διοτίμας, πού τον έμαθε όμως αφού είχε κιόλας πατήσει (πάντως προσεχτικά ακόμα
και σεμνά) το κατώφλι της παραφροσύνης, ύστερα γενικά απ’ το δραματικό έτος
1802, ο Χαίλδερλιν αρχίζει να παραδίνεται- εντείνοντας όμως ακριβώς στο ακρότατο
σημείο την πνευματική δημιουργική δύναμή του- στην πιό τραγική ψυχική αδυναμία.
Η φιλοσοφία, πού τον βοηθούσε πάντοτε σε στιγμές αδυναμίας, δε μπορούσε πιά να
τον βοηθήσει. Άλλοτε είχε γράψει ότι, όσες φορές δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τον
εαυτό του, εύρισκε καταφύγιο και σωτηρία στον Καντ, δηλαδή σ’ εκείνον ειδικά το
φιλόσοφο πού- όπως λέει σε μιάν επιστολή του 1797 προς τον αδερφό του- του
ξύπνησε τη συνείδηση της ελευθερίας, «στο Μωϋσή του έθνους μας» (δηλαδή του
γερμανικού έθνους), όπως τον ονόμασε, με τη συνείδηση ενός μεγάλου πολιτικού
παιδαγωγού, σε μιάν άλλη επιστολή προς τον αδερφό του στα 1799. Πώς μπορούσε
όμως τώρα πιά να τον βοηθήσει η φιλοσοφία, δηλαδή η θεωρία; Ο Χαίλδερλιν ήθελε
να «πράξει» και όχι να «θεωρήσει». Κι η πράξη, που ήθελε να εκτελέσει, ήταν η
ποιητική και ηθική υπερνίκηση του χάσματος που είχε δημιουργήσει μέσα του ο
αγώνας ανάμεσα στο θεοποιημένο σώμα και στο ενσαρκωμένο θείο, ο αγώνας ανάμεσα
στην Ελλάδα και στον Χριστιανισμό. Αν δεν είχε καθαρά φυσιολογικά προσβληθεί ο
εγκέφαλος του Χαίλδερλιν και αν δεν είχε σπάσει η ψυχή του, η πάλη αυτή, πού
άσχετα απ’ την εγκεφαλική του ασθένεια (απόλυτα άσχετα) ήταν η δραματική
πνευματική κρίση του μεγάλου ποιητή, δεν ξέρουμε σε πόσα θαύματα θα οδηγούσε.
Μερικά θαύματα πρόλαβε ευτυχώς και τ’ αποτύπωσε ο Χαίλδερλιν σε στίχους, στους
στίχους εκείνους που, γραμμένοι αφού είχε πατήσει το κατώφλι της τρέλλας (μα
πριν ακόμα η τρέλλα επηρεάσει ουσιαστικά το πνεύμα του), προβάλλουν σαν
καθολικά δημιουργήματα, σαν άμεσα και ανεπηρέαστα από αισθητικές συνταγές
πνευματικά ξεσπάσματα. Λίγο πριν από την εποχή αυτή είχε δοκιμάσει ο Χαίλδερλιν
στο μεγάλο και έκτακτο ποίημά του «Άρτος
και οίνος» το νηφάλιο συνδυασμό Ελλάδος και Χριστιανισμού. Νηφάλιο μένει
βέβαια και στα επόμενα ποιήματα (δηλαδή σε όσα γράφηκαν ύστερα απ’ το δραματικό
έτος 1802) το «σώμα» των στίχων του, μα το «πνεύμα» πιά των στίχων είναι
αλλιώτικο, δηλαδή όχι μόνο πολύ βαθύτερο, καθολικώτερο και αμεσώτερο, αλλά και
δραματικό και σε αρκετά σημεία «εξπρεσιονιστικό», αντίθετο προς το πνεύμα του
κλασικού εποπτικού λυρισμού. Το ποίημα του Χαίλδερλιν «Ανάμνηση», πού ως αφορμή του χρησιμεύει η διαμονή του ποιητή στο
Μπορντώ, πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα ξαφνικό φαινόμενο όχι μόνο στην έμμετρη
ποίηση του Χαίλδερλιν, αλλά και στην ιστορία γενικά του παγκόσμιου έμμετρου
λόγου. Κ’ ύστερα τα θαυμάσια ποιήματα «Ο
Μοναδικός»- και σαν «μοναδικός» προβάλλει ο Ιησούς Χριστός και «Πάτμος» σημαίνουν πιά το κορύφωμα
(πάντως ένα λεκτικά νηφαλιώτατο κορύφωμα) της αγωνίας του ανθρώπου, πού ήθελε
να παραδοθεί ακέραιος στο Χριστιανισμό, χωρίς να εγκαταλείψει όμως την Ελλάδα.
Η Πάτμος είναι ελληνικό νησί, μα είναι και το νησί όπου ο Ιωάννης πήρε την
εντολή να γράψει την Αποκάλυψη. «Κοντά
είναι ο Θεός, μα δύσκολα μπορεί να συλληφθεί. Όταν όμως υπάρχει κίνδυνος, εκεί
φυτρώνει και ό,τι φέρνει τη σωτηρία». Οι λέξεις αυτές υπάρχουν σε τέσσερεις
στίχους του ποιήματος «Πάτμος».
Ο Χαίλδερλιν έζησε ως τα 1843. Ύστερα
από μιάν ευτυχώς σύντομη διαμονή σε μιά κλινική, όπου οι γιατροί έκαναν ό,τι
μπορούσαν για να τον κάνουν τρελλότερο απ’ ό,τι τον παράλαβαν, ο Χαίλδερλιν
έμεινε απ’ τα 1807 ως τα τέλη της ζωής του στο σπίτι ενός καλού ανθρώπου και
στους κόλπους μιάς καλής οικογένειας στο Τύμπινγκεν. Πρίν απ’ το 1806- δηλαδή
πρίν χάσει πέρα για πέρα την ενότητα του πνεύματός του- οι παλαιοί αδερφικοί
φίλοι του Σέλλινγκ και Χέγγελ
δείξανε αρκετό ενδιαφέρον για να τον βοηθήσουν και να τον σώσουν, μα δεν μπήκαν
διόλου και στο πνεύμα των τελευταίων συνειδητών πνευματικών βημάτων του.
Περισσότερο ενδιαφέρον κι απ’ τους δυό μεγάλους φιλοσόφους έδειξε ο επίσης
παλαιός φίλος Σίνκλαιρ (Isaac von Sinclair), ο έξοχος
αυτός άνθρωπος και φίλος, ενώ απ’ την άλλη μεριά η Μπεττίνα Μπρεντάνο, η φίλη
του Γκαίτε και του Μπετόβεν, είν’ εκείνη που μπήκε μ’ αγάπη στο πνεύμα και των
τελευταίων συνειδητών λόγων του Χαίλδερλιν. Πάντως με το έτος 1806 η συνείδηση
του ποιητή είχε πέρα για πέρα σκοτεινιάσει. Μιά απ’ τις ελάχιστες στιγμές, που
μέσα της ξύπνησε η συνείδηση του Χαίλδερλιν, πέφτει στα 1823. Με μεγάλη χαρά
άκουσε, ότι οι Έλληνες είχαν κηρύξει επανάσταση. Ο διαλεχτός ποιητής Βάϊμπλινγκερ (Wilhelm Waiblinger), πού θαύμαζε
τον Χαίλδερλιν σαν τον μεγαλοφυέστερο και πνευματικά πλουσιότερο άνθρωπο, μα
πού δεν τον γνώρισε παρά μόνο τρελλό, μας έχει χαρίσει στο δοκίμιό του «Η ζωή,
η ποίηση και η παραφροσύνη του Φρειδερίκου Χαίλδερλιν» την πιό πλούσια και πιό
ευλαβική περιγραφή της ζωής του τρελλού ποιητή.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Περιοδικό «Νέα Εστία», 1939α
σ.165.
Στον τόμο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΑ
ΔΟΚΙΜΙΑ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ. Τόμος Τρίτος. 5. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ, 6.
ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΕΣ, ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ. Εκδόσεις Εταιρείας Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου,
Αθήνα 2002, σελ.12-25.
-
ΑΝΑΜΝΗΣΗ (ANDENKEN)
Φυσάει ο γραίγος,
Ο πιό
αγαπημένος μου απ’ όλους τους ανέμους
Γιατί πνεύμα
φλογερό
Στους
ναυτικούς υπόσχεται και καλό ταξίδι.
Μόνο πήγαινε
τώρα και χαιρέτησε
Τον ωραίο Garonne
Και τους
κήπους του Bourdeaux
Εκεί που το
μονοπάτι
Χαράζει την
απότομη όχθη
Και το ρυάκι
χύνεται βαθιά στον ποταμό,
Όμως από
ψηλά κοιτά ένα ζευγάρι
Ευγενικές
βαλανιδιές και λεύκες ασημένιες.
Είναι ωραίο
ακόμα να θυμάμαι
Πώς γέρνει
το δάσος με τις φτελιές
Τις πλατιές
κορφές του
Πάνω απ’ τον
μύλο
Και στην
αυλή ν’ ανθίζει μιά συκιά.
Κι οι μελαχρινές
γυναίκες
Σε μέρες
γιορτινές
Τον Μάρτη,
Όταν ίση
είναι η νύχτα με τη μέρα,
Βαδίζουν
πάνω στο μεταξένιο χώμα
Κι ο αγέρας
θροϊζοντας φυσά
Βαρύς από
χρυσά όνειρα
Πάνω απ’ τα
σιγοπερπάτητα γεφύρια.
Ένας να μου
άπλωνε ωστόσο
Κύπελλο
αρωματισμένο,
Γεμάτο φώς
σκοτεινό,
Για να μπορέσω να ησυχάσω γλυκός
Θα ήταν τότε
κάτω απ’ τις σκιές ο ύπνος.
Γιατί δεν
είναι ωραίο
Να είσαι
άψυχος
Από σκέψεις
θνητές.
Μα πόσο
ωραίο αλήθεια
Να μιλάς και
να λες
Τη γνώμη της
καρδιάς και ν’ ακούς πολλά
Για τίς
μέρες της αγάπης,
Και τα έργα
που έγιναν.
Πού είναι
όμως οι φίλοι;
Ο Μπελλαρμίν
με τον σύντροφο;
Από ντροπή
Δεν κινά
κανείς για την πηγή
Γιατί ο
πλούτος στη θάλασσα αρχίζει.
Αυτοί σαν
τους ζωγράφους συνάζουν
Την ομορφιά
της γης
Και να
παλέψουν με τα στοιχεία δεν διστάζουν
Μήτε να
μείνουν για χρόνια μοναχοί
Κάτω απ’ το
γυμνό κατάρτι,
Όπου τη
νύχτα δεν φωτίζουν της πόλης οι γιορτές
Μήτε οι
ντόπιοι χοροί και οι μουσικές.
Τώρα όμως
έφυγαν για τους Ινδούς οι άντρες,
Εκεί στα
βουνά με τ’ αμπέλια,
Τις δροσερές
κορφές,
Εκεί που
κατεβαίνει ο Dordogne
Και σμίγει
με τον πάλλαμπρο Garonne
Κι ύστερα
σαν τη θάλασσα την πλατιά
Χύνονται
μαζί όλα τα νερά.
Και σβήνει
κι απλώνει η θάλασσα τη θύμηση
Κι ακόμη με
σπουδή προσηλώνει τα μάτια η αγάπη,
Ό,τι μένει
ωστόσο είναι έργο των ποιητών.
--
Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ
Τρίτο σχεδίασμα
Τι είναι
αυτό πού
Στις αρχαίες
μακάριες ακτές με καθηλώνει,
Έτσι πού πιο
πολύ
Να τις αγαπώ
κι από την πατρίδα μου ακόμα;
Ότι σαν σε
ουράνια
Αιχμαλωσία
σκυμμένος, σύμφωνα με τη μέρα μιλώντας,
Είμαι εκεί
όπου, καθώς οι πέτρες μαρτυρούν, ο Απόλλων
διάβαινε
Με μορφή
βασιλική,
Και στους
αθώους νέους
Συγκατάνευση
έδειξε ο Δίας και γιούς με τρόπο ιερό
Και κόρες
γέννησε
Σιωπηλά
μένοντας ανάμεσα στους ανθρώπους;
Πολλές
σκέψεις υψηλές
Αναδύθηκαν
απ’ την κεφαλή του Πατέρα
Και μεγάλες
έστειλε ψυχές
Αυτός στους
ανθρώπους.
Για την
Ήλιδα άκουσα
Και την
Ολυμπία και πάνω
Στάθηκα
πάντα, σε πηγές, στον Παρνασσό,
Και στα όρη
του Ισθμού,
Κι ακόμη
πέρα
Ως τη Σμύρνη
κι ως κάτω
Στην Έφεσο
πήγα.
Είδα πολλή
ομορφιά
Και του Θεού
ύμνησα την εικόνα
Πού ζει
ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ότι πολύ
όμοιο με τον χώρο είναι
Το ουράνιο
στοιχείο, αδρά στη νιότη προσμετρήσιμο,
Αλλά, θεοί
αρχαίοι εσείς κι όλοι εσείς
Οι γενναίοι
γιοί των θεών.
Ακόμα έναν
αναζητώ
Πού ανάμεσά
σας αγαπώ,
Πού της
γενιάς σας τον έσχατο
Του σπιτιού
σας το κειμήλιο
Από μένα
φυλάξατε τον ξένο διαβάτη.
Κύριε και
Κυρίαρχές μου!
Ώ εσύ,
Διδάσκαλέ μου!
Γιατί
έμεινες μακριά;
Και καθώς
αντίκρισα καταμεσής,
Ανάμεσα στα
πνεύματα, ανάμεσα στους παλαιούς
Τους ήρωες
και τους θεούς,
Γιατί δεν
φάνηκες άλλο πιά; Κι είναι τώρα
Όλο θλίψη η
ψυχή μου
Σαν να
συναγωνιζόσασταν, Ουράνιοι εσείς,
Έτσι που
όταν εγώ τον έναν διακονώ
Το άλλο να
μου λείπει εμένα.
Όμως το
ξέρω, το δικό μου σφάλμα είναι,
Ότι πάρα
πολύ, ώ Χριστέ!
Πάνω σου
κρέμομαι,
Αν και του
Ηρακλή αδελφός
Και άφοβα
είσαι ομολογώ και του Εύιου αδελφός
Πού, όλο
σύνεση, από παλιά
Τη δύστροπη
έκρινε πλάνη,
Της Γής θεός
και την ψυχή
Έδωσε στο
ζώο που ζώντας
Απ’ την ίδια
πείνα του τριγυρνά εδώ κι εκεί και τη γη ακολούθησε,
Όμως
μονομιάς δρόμους όρισε σωστούς
Και τόπους
και πράγματα διόρισε για τον καθένα.
Η αιδώς όμως
μ’ εμποδίζει
Να παραβάλω
εσένα
Με τους
άντρες του κόσμου ετούτου. Και βέβαια ξέρω,
Αυτός που σε
γέννησε, ο Πατέρας σου
Ο ίδιος
είναι. Ο Χριστός στάθηκε μοναχός
Κάτω απ’ τον
ορατό ουρανό και τ’ άστρα, ορατός
Σ’ αυτό που
ελεύθερα κυριαρχεί πάνω
Στο
θεσπισμένο, με την άδεια του θεού,
Και οι
αμαρτίες του κόσμου, των γνώσεων η ακατανοησία,
Όταν των
ανθρώπων η δραστηριότητα
Κατακαλύπτει
το Διαρκές και το θάρρος των αστερισμών
Ήταν μαζί
του. Δηλαδή ολοένα αλαλάζει ο κόσμος
Πέρα απ’
αυτή τη γη για να την απογυμνώσει’
Εκεί που το
ανθρώπινο δεν την κρατά. Μένει ωστόσο το ίχνος
Ενός λόγου.
Αυτό που ένας άντρας αδράχνει. Ο τόπος ήταν
Η έρημος.
Ίδιοι είναι εκείνοι με τον εαυτό τους. Όλο χαρές,
πλούσιοι.
Υπέροχα που
πρασινίζει
Το τριφύλλι.
Άμορφο θα ήταν αυτό, για τη χάρη του πνεύματος,
Δεν θα
μπορούσε να ειπωθεί για εκείνα,
Μαθημένος
ένας σε άσχημης προσευχής τη γνώση,
Όπως οι
στρατηγοί, δικοί μου ήρωες είναι.
Αυτό μπορούν
οι θνητοί εξαιτίας εκείνου,
Γιατί χωρίς
από κάπου να πιαστεί ο θεός
Είναι
ακατανόητος.
Όμως όπως
πάνω σε άρμα ταπεινοί με βία
Τη μέρα ή
Με φωνές
φανερώνεται ο θεός
Σαν Φύση
απέξω. Έμμεσα
Σε γραφές
ιερές.
Οι Ουράνιοι
και οι άνθρωποι μαζί είναι πάνω στη γη
Όλη την ώρα.
Ένας άντρας μεγάλος και παρόμοια
Μια μεγάλη
ψυχή όταν αμέσως στον ουρανό
Λαχτάρα έναν
πάνω στη γη. Ολοένα παραμένει αυτό,
Ότι
αλυσοδεμένος πάντα κάθε μέρα ολότελα είναι
Ο κόσμος.
Συχνά φαίνεται ωστόσο ένας μεγάλος
Να μην
αξίζει για κάτι μεγάλο.
Όλες τις
μέρες όμως στέκουν αυτοί σαν σε άβυσσο
Ο ένας πλάι
στον άλλο.
Εκείνοι οι
τρείς ωστόσο είναι αυτό,
Κάτω απ’ τον
ήλιο είναι σαν κυνηγοί του κυνηγιού ή
Ένας γεωργός
που μιάν ανάσα για να πάρει απ’ τη δουλειά
Ξεσκεπάζει
το κεφάλι ή ζητιάνος.
Ωραίο είναι
αυτό και χαριτωμένο να το συγκρίνεις. Καλό κάνει
Η γη. Να
δροσίζει. Πάντα ωστόσο
--
Μετάφραση:
Θανάσης Λάμπρου,
Διευκρινιστικά:
Στο νέο αυτό Χαιλντερλιανό σημείωμα
αντιγράφω το ένα από τα δύο εκτενή κείμενα που δημοσίευσε ο πολύγλωσσος Π.
Κανελλόπουλος για τον γερμανό λυρικό ποιητή. Το δεύτερο κείμενό του, αποτελεί
κεφάλαιο της πολύτομης «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» του παλαιού
πολιτικού, εμπεριέχεται συμπληρωματικά στην ελληνική έκδοση του «Υπερίων ή ο
Ερημίτης στην Ελλάδα». Και τα δύο κείμενα τώρα και στον Γ΄ τόμο με τα Δοκίμιά
του. Στον εύρωστο Γ΄ τόμο 500 σελίδων,
κάτω από τον γενικό τίτλο «ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ» ο παλαιός πολιτικός και
διανοούμενος, καθηγητής της κοινωνιολογίας Παναγιώτης Κανελλόπουλος, -της
ελληνικής ομάδας της Χαϊδελβέργης (Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Παναγιώτης
Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος)- συγκεντρώνει σκόρπια δημοσιεύματά του σε
δύο έντυπα. (Μιλώ για την πρώτη ενότητα του βιβλίου). Το λογοτεχνικό περιοδικό
«Νέα Εστία» και στην «Ελληνική Φωνή», ενώ έχουμε και ένα αδημοσίευτο. Για τον
άγγλο ποιητή Λόρδο Βύρωνα. Βλέπε: «Μπάϊρον, οι πολιτικές του πεποιθήσεις και η
Ελληνική Επανάσταση». Ο Κανελλόπουλος γράφει επίσης για τον μαθητή του ποιητή
Δημήτριο Καπετανάκη που έφυγε σε νεαρή ηλικία χτυπημένος από την φυματίωση στην
Αγγλία, την μεγαλοφυϊα το «χαμίνι» τον γάλλο ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ, τον ποιητή
και δοκιμιογράφο Πώλ Βαλερύ, τον άγγλο πεζογράφο Ν. Ε. Λώρενς «και το τέλος του
κόσμου», τον μυστικό προφήτη ποιητή και εικαστικό Ουίλλιαμ Μπλέηκ, τον
γερμανόφωνο θρησκευτικό ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε, τον Σάρλ Μπωντλαίρ, τον
Φράνσιμ Ζαν, τον Λουϊ Αραγκόν αλλά και για τον Βόλφαγκ Αμαντέους Μότσαρτ και
τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη «ή το Βυζάντιο ως ανάμνηση». Διαβάζουμε και τα
κείμενά που αναφέρονται στην γενέθλια πόλη του, την Πάτρα της «μπελ επόκ», τον
«Γαλλικό Συμβολισμό», την αρχαία ελληνική τραγωδία «ως αιώνια επικαιρότης». Το
βιβλίο χωρίζεται σε δύο πολυσέλιδες ενότητες, στην πρώτη με αριθμό 5 έχουμε τα
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ σελίδες 3-255 σύνολο κειμένων 20, ενώ στην δεύτερη με
αριθμό 6 τις ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ του σελίδες 257-498 σύνολο κειμένων
46. Στην δεύτερη ενότητα κάτω από τον γενικό τίτλο «Σκιαγραφήσεις και
Νεκρολογίες» έχουμε κείμενά του που αναφέρονται σε έλληνες και ξένους
πολιτικούς όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σάββας Παπαπολίτης, ο
Αλέξανδρος Σβώλος, ο Βασιλιάς Παύλος Α΄, ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Ηλίας Ηλιού, ο
πρώτος πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Μήτσος
Παρτσαλίδης, ενώ από τις ξένες πολιτικές προσωπικότητες έχουμε τον Γιουγκοσλάβο
στρατάρχη Τίτο, τον αμερικανό Φραγκλίνο Ρούζβελτ, τον σπουδαίο Αβραάμ Λίνκολν,
τον δολοφονημένο Τζών Κέννεντυ. Από τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο
διαβάζουμε τα ονόματα του κλασικού φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή, του σημαντικού
θεατράνθρωπου Φώτου Πολίτη, του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Μάρκου
Αυγέρη, του ποιητή και φιλόσοφου Νίκου Καζαντζάκη, του ορφικού, «ένθεου» ποιητή
Άγγελου Σικελιανού, του καλού δοκιμιογράφου Γιάννη Χατζίνη, της πεζογράφου και
ανθολόγου Έλλης Αλεξίου, της «Μαρίτσας μας» της πεζογράφου Μαρίας Περικλή
Ράλλη, του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Δεν λείπουν και τα ονόματα του
τρυφερού ποιητή, χαμένου στον ελληνοιταλικό πόλεμο Γιώργου Σαραντάρη, του
παγκοσμίας φήμης μουσικού- διευθυντή ορχήστρας Δημήτρη Μητρόπουλου, της
πειραιώτισσας τραγωδού βραβευμένης Κατίνας Παξινού, του επίσης πειραιώτη
παιδαγωγού και φιλόσοφου Ευάγγελου Παπανούτσου, του σκηνοθέτη και ηθοποιού
Αλέξη Μινωτή, του δολοφονημένου εκδότη Τζώρτζη Αθανασιάδη, της Αγνής
Ρουσοπούλου, του πλατωνιστή και μελετητή του Γκαίτε Ιωάννου Θεοδωρακόπουλου και
άλλων. Πολυγραφότατος πάντα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μας δίνει το πανόραμα
της σοφής σκέψης του, της πολιτικής του διορατικότητας, την εμπειρία και πολυδιάστατη
πλευρά του πνεύματός του. Ένας σοφός έλληνας δάσκαλος που κόσμησε τον χώρο της
ελληνικής πολιτικής σκηνής και τους χώρους του πνεύματος, των ιδεών και της
σκέψης με τον λόγο του. Οι ελάχιστες-της ταραγμένης και πολωμένης ιδεολογικά
πολιτικής εποχής του- αστοχίες του και υπερβολών του δημόσιου λόγου του, δεν
αναιρούν την θετική του προσφορά στον πολιτικό στίβο και τον πολιτισμό της
νεότερης ελλάδας του 20ου αιώνα. Ένας πολιτικός άνδρας που έχαιρε
την εκτίμηση φίλων και πολιτικών του αντιπάλων.
Και τα δύο
εκτενή κείμενα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου για τον γερμανό λυρικό ποιητή
Φρήντριχ Χαίλντερλιν, κινούνται μέσα στην ατμόσφαιρα του ευρωπαϊκού ρομαντικού
κινήματος της εποχής του. Από την εμφάνισή του το Ρομαντικό κίνημα, τον 18
αιώνα μέχρι των μεταπολεμικών ημερών μας, δεν έπαψε να τροφοδοτεί την οπτική
και την νοοτροπία, τις εσωτερικές διεργασίες και εξελίξεις των ευρωπαϊκών χώρων
του πνεύματος και της καλλιτεχνίας. Να απασχολεί τους λογίους ως «αυτόνομο κίνημα».
Αυτό το ρεύμα της “sensibility”, δηλαδή της «ευαισθησίας», αυτό το ρευστό και διάχυτο κλίμα
της κάθε μορφής και είδους συγκίνησης, ιδιαίτερα της συναισθηματικής συγκίνησης
που διαχέεται στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής και συνείδησης, στα πεδία της
τέχνης και της αισθητικής, της φιλολογίας, της ποίησης, του πεζογραφίας του δοκιμίου,
του στοχασμού, των πεδίων των ιδεών, της φιλοσοφίας ακόμα και της πολιτικής,
όπως πρώτος το «δίδαξε» ο γάλλος Ζαν Ζακ
Ρουσσώ και οι επίγονοί του, (που έστρεψαν και αναζήτησαν τον Ρομαντισμό στους
σκληρούς και κυνικούς λαβυρίνθους της πολιτικής τέχνης), οι φανεροί ή άτυποι
μαθητές του που ενστερνίστηκαν τις θέσεις του στην Ευρώπη. Οι πανταχού
φυσιολάτρες- φιλόσοφοι. Αυτή θα λέγαμε η «λατρεία» της ευαισθησίας που
πλημμύρισε τις καρδιές και τις συνειδήσεις των ευρωπαίων δημοκρατών και
μορφωμένων πολιτών και διανοουμένων. Ποιητών και λογίων, δασκάλων της
φιλοσοφίας και του στοχασμού, «προφητών» πέρα και πάνω από την εποχή τους. Νέων
παιδαγωγών και πολιτικών αναθεωρητών της υπάρχουσας εύτακτης τάξης του Νευτώνειου
κόσμου. Το κοσμοείδωλο του νέου κόσμου που ανέτειλε μετά την μεσαιωνική
θρησκευτική περίοδο, και το κλειστό και περιορισμένο σύστημα της αντίληψης του
Κόσμου από την θρησκεία και τις δοξασίες της. Ήταν το ανοιχτό σύμπαν του νέου
σκεπτόμενου ανατέλλοντος ανθρώπου που προέρχονταν από τα διάφορα στρώματα της
αναγέννησης και του ουμανισμού. Όταν τα πάσης φύσεως της τέχνης καλλιτεχνήματα
και πνευματικά δημιουργήματα, οι νέες ιδέες που άνοιγαν τα φτερά τους, δεν ήσαν
παρά Μίμησης των αρχαίων ελλήνων θεωριών
και αισθητικής κληροδοτημάτων. Ο Ιωάννης Βίνκελμαν είχε δείξει τον δρόμο. Ήταν
η χαραυγή των νέων οριζόντων της καινούργιας ανθρωπότητας, του δυτικού ανθρώπου
που στήριζαν τις αντιλήψεις και απόψεις τους στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή
παράδοση, τα φιλοσοφικά και επιστημονικά, πολιτιστικά επιτεύγματα του αρχαίου
κόσμου. Ότι μας διασώθηκε στην ροή του χρόνου και των βαδισμάτων της ιστορίας,
εξακολουθητικών εμπόλεμων καταστάσεων και περιόδων. Όταν ακόμα άνθρωπος και η
φύση ήσαν ένα, ερμηνεύονταν σαν ένα ενιαίο σύνολο αναφοράς, εξετάζονταν ως
τέτοιο στην συνύπαρξή τους. Κοινοί οι πυλώνες ερμηνείας και αποδοχής του
ανθρώπου και της φύσης. Θεουργός ήταν η Φύση, υφαντουργός της ζωής και του θανάτου
της, και κατ’ επέκταση του ανθρώπου. Όταν οι Ουράνιοι Θεοί των αρχαίων Ελλήνων
με τα όποια θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά τους ,ιδιόμορφες εμφανίσεις τους
και παράξενες επεμβάσεις τους, τις επικίνδυνες επιβουλές τους, περπατούσαν
ανάμεσα στους ανθρώπους όπως τους έλεγε ο παλαιός ποιητικός λόγος και οι
ραψωδίες του παππού Ομήρου και καθόριζαν την Μοίρα του. Ο λόγος των αρχαίων
λυρικών και επικών ποιητών που τόσο ύμνησαν οι ρομαντικοί ποιητές των νεότερων
γενεών είναι διάσπαρτος στα έργα τους, είτε εν σπέρματι είτε ολικά. Οι
ποιητές-προφήτες, όπως ο γερμανός Φρήντριχ Χαίλντερλιν που επανέφερε την
φιλοσοφία μέσα στους χώρους και την θεματολογία της ποίησης. Η ποίηση του
Φρήντριχ Χαίλντερλιν δεν είναι-πάντα- αυτό που οι γάλλοι ομόλογοί τους ονομάζουν
«καθαρή ποίηση», είναι ποίηση συμπλεγμένη με την φιλοσοφία. Γι’ αυτό και το
ρεύμα αυτό δεν επανέρχεται μόνο στην αρχαία ελληνική αντίληψη περί λυρικής ή
επικής ποίησης αλλά φιλοδόξησε να εφαρμόσει, ακολουθήσει τις αρχές και τις
αρχαίες αξίες και κανόνες της στις δικές της εποχές. Δεν είναι τυχαία η
ενασχόληση του Χαίλντερλιν στο μισοτελειωμένο δράμα του, την τραγωδία του «Ο
Θάνατος του Εμπεδοκλή» με την ζωή και το τέλος του παλαιού φιλόσοφου και των
δοξασιών του. Ο ρομαντικός λόγος των ευρωπαίων ποιητών πάντα είχε ανοιχτά τα
παραθυρόφυλλα του ενδιαφέροντός του στα πεδία της φιλοσοφίας και του ανθρώπινου
στοχασμού. Η φιλοσοφία εισέβαλε στην ποίηση δικαιωματικά την περίοδο του
Ρομαντισμού, όπως στους κατοπινούς αιώνες των πολιτικών επαναστάσεων και
ανατροπών η πολιτική ή ακριβέστερα η ιδεολογία της πολιτικής εισέβαλε σε χώρους
της καθαρής ποίησης μέσω των πολιτικών αντιλήψεων των ίδιων των ποιητών. Η ποίηση
πολιτικοποιήθηκε. Εξηγούμεθα, η Ποίηση,
ο Ποιητικός λόγος στην ευρύτερη διάστασή του από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής
του μέσα στην καθόλου Ιστορία της ανθρωπότητας, ως προφορική ή γραπτή κατάθεση
και παράδοση του ανθρώπου, ως προφητικός ή της αισθητικής λόγος, και της φωνής
έκφραση, ως αινιγματικό ερέθισμα, σαν ακατανόητη ανησυχία και ερωτηματικό ή
δίλλημα σκέψης, δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τα κοινά του ανθρώπου-σκεπτόμενου
πολίτη. Ατόμου ή της μάζας, αυτό που ονομάζουμε λαός. Αγωνίζεται να εγκολπώσει
στα σπλάχνα της, η Ποίηση, κάθε τι που ενδιαφέρει και απασχολεί την ανθρώπινη έμβια
περιπέτεια, όποιους μεταφυσικούς οραματισμούς του ανθρώπινου όντος, να
εξημερώσει- εξευμενίσει μέσω της γλώσσας τις αόρατες και επικίνδυνες για τον
άνθρωπο σκοτεινές δυνάμεις της Φύσης. Αυτές που παρεμβαίνουν με διάφορους
απλούς ή πολύπλοκους τρόπους και αφορμές στην καθημερινότητά του, ανατρέπουν
σχεδιασμούς του βίου του, εγείρουν εμπόδια και αναχώματα στις αποφάσεις του,
διαλύουν συνυπάρξεις του. Η τραγικότητα του ουσιαστικού και αληθινού Ποιητή-όπως
στην περίπτωση του Φ. Χαίλντερλιν- αλλά
και του Φιλοσόφου έγκειται σε αυτήν την συνειδητοποίηση της δυσαρμονίας, δηλαδή
την μη ομαλή και αρμονική συνύπαρξη, την ισορροπημένη συνύπαρξη του Ανθρώπου με
την Φύση. Μεταξύ τους έχει γεννηθεί μία αλαλία στην επικοινωνία τους. Μια προαιώνια
αμάχη από τότε που ο άνθρωπος θέλησε να αυτονομηθεί, να γίνει κυρίαρχος, αυτοκράτωρ
της οικείας βούλησής του και να την επιβάλλει στο φυσικό περιβάλλον. Να χάσει
την αδαμιαία αιδώ του, την μοναχικότητά του, και αφέθηκε να εκτεθεί στον
πειρασμό του Κόσμου όχι ως κοινό κόσμημα αλλά ως παραδείσιο αίνιγμα καχυποψίας,
αυτονόμησής του και αυτάρκειάς του από αυτό που δεν κατανοούσε ως ουράνια «εντολή».
Η συνείδησή του πλημμύρισε με το αδάμαστο αίσθημα της περιέργειας, της απορίας,
της εξέτασης, της αμφισβήτησης, της άρνησης, της απόρριψης, ακόμα και της αγνωμοσύνης
απέναντι στην τροφό Φύση. Φυγάς θεόθεν και αλήτης πλέον, εξόριστος και πλάνης έγινε
ο άνθρωπος εξερευνητής στον νέο της ζωής του ρόλο. Ένας αιώνιος περιπλανητής
του μέσα του και του έξω κόσμου, του αχαρτογράφητου και αδιαμόρφωτου σε πολλές πτυχές
του αλληλοσυνδεόμενου περιβάλλοντος. Ήταν η στιγμή που ο άνθρωπος-ως εξόριστος της
πανσθενουργού και υφαντουργού Φύσης όφειλε να αρχίζει να πολλαπλασιάζεται, να
διαιωνίζεται βιολογικά και να κατακυριεύει την Γη, ας μας επιτραπεί η λέξη, «για
πάρτη του». Η Φύση πιά δεν ήταν για τον άνθρωπο μόνο η Φάτνη της ασφάλειάς του
αλλά και το Σήμα του. «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω» μας λέει ο
αρχαίος έλληνας ποιητής-προφήτης, ο Όμηρος. Ο ποιητής του μέλλοντος μας που
εξακολουθούμε να βυζαίνουμε από το ποιητικό του γάλα. Ο πρώτος Ρομαντικός διδάξας.
Το ποίημα «ΑΝΑΜΝΗΣΗ» -
“ANDENKEN”, σ.
264-267 και «Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ» Τρίτο σχεδίασμα “DER
EINZIGE” Dritte Fassung, σ. 256-263 προέρχονται από τον τόμο: Φρήντριχ
Χαίλντερλιν, Ποιήματα. Μετάφραση, Σχόλια, Σημειώσεις, Χρονολόγιο: Θανάσης Λάμπρου,
δίγλωσση έκδοση. Την επιμέλεια των διορθώσεων είχε η Ευαγγελία Δάλκου. Εκδόσεις
Αρμός, Αθήνα, 7, 2020, σ. 566, τιμή 25 ευρώ.
Το ποίημα «ΑΝΑΜΝΗΣΗ» και «Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ» τρίτο σχεδίασμα, όπως
και όλα τα ποιήματα της παρούσης έκδοσης συνοδεύονται από τα εμπεριστατωμένα
διευκρινιστικά σχόλια του μεταφραστή κ. Θανάση Λάμπρου, «Σχόλια και Σημειώσεις
του Μεταφραστή» σελίδες 411-529. Τα σχόλια της «Ανάμνησης» στις σ.508-513. Τα
σχόλια των τριών σχεδιασμάτων της σύνθεσης «Ο Μοναδικός» στις σ. 496-498,
[πρώτο σχεδίασμα 498-503, δεύτερο σχεδίασμα 503-507, τρίτο σχεδίασμα 507-508]. Συμπληρωματικά αντιγράφω και δύο από τα
ποιήματα του Φ. Χέλντερλιν που αναφέρει ο Π. Κανελλόπουλος Την δίγλωσση έκδοση
του Θ. Λάμπρου την έχουμε σχολιάσει και παρουσιάσει αυτόνομα στα Λογοτεχνικά
Πάρεργα πριν λίγο καιρό.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Τρίτη 10 Δεκεμβρίου
2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου