Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Ο Θάνατος της Ίρμας

 

Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ  ΤΗΣ  ΙΡΜΑΣ

Δεν πιστεύω να λησμονήσω τα μαύρα όμορφα μάτια της Ίρμας, της σκυλίτσας της γειτονιάς. Σκυλάκι εξυπνότατο και χαριτωμένο. Ο θάνατος τη βρήκε χθές το πρωί στο δρόμο, μεταξύ της κατοικίας του γιατρού κυρίου Γκαβαζόνη και του γαλατάδικου του Μπούτου.

          Βγαίνοντας από το υπόγειο μέγαρό μου, εστάθηκα στου Μπούτου κι’ έρριξα ματιά γύρω μου κι’ απέναντί μου. Είδα και την Ίρμα, πού με είχε διακρίνει από απέναντι μέρος και μου κουνούσε την ουρά.

          -Αυτή, είπα, ετοιμάζεται για χαρές! Θα πηδήση ως το λαιμό μου και θα με γιομίση λάσπες.

          Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, η Ίρμα είχε διαμελιστή, η χιονόλευκη σκυλίτσα. Τα χιονόλευκα μαλάκια της είχανε βαφτεί στο αίμα της.

          Μια γριά σκουπιδιάρα επλησίασε το νεκρό της Ίρμας, έσκυψε και το σήκωσε από τη μέση του δρόμου και το έρριξε σ’ ένα μεγάλο ντενεκέ. Η γριά συγκινήθηκε. Ένα της δάκρυ φάνηκε στα μάτια της.

          Ένα κοριτσάκι του διπλανού δημοτικού σχολείου είπε:

          -Όμορφο άσπρο σκυλάκι! Το σκότωσε τ’ αυτοκίνητο.

          Η γριά, φεύγοντας με τον τενεκέ των σκουπιδιών, πούβαλε μέσα την Ίρμα την σκοτωμένη, μου είπε:

          -Κύριε, γνωρίζετε τ’ αφεντικά της σκύλλας, που εσκότωσε τ’ αυτοκίνητο;

          -Τά ξέρω τ’ αφεντικά της. Είνε ο κ. Νίκος Μαρινάκης και η κ. Μαρινάκη, που τη σκυλίτσα τους, την Ίρμα, την αγαπούσανε σαν τα παιδιά τους.

          -Ήταν, αλήθεια, ζηλευτό σκυλάκι. Κι’ ήτανε μητέρα πολλών σκυλιών της γειτονιάς, με φυσικά καλά, όμορφα κι’ όχι κρυφοδαγκανιάρικα. Έμοιαζαν της μάνας τους της Ίρμας, είπε μιάν άλλη σκουπιδιάρισσα, φιλενάδα της πρώτης γριάς.

          Εγώ συλλογιζόμουνα την ώρα της κουβέντας τους Εγγλέζους σωφέρ, που γνωρίσαμε στην Ελλάδα. Αυτοί πόσο προσέχανε να μην πεταχτή και τρίχα σκυλιού, αν τυχόν επέρναγε μπροστά από το αυτοκίνητό τους!

          -Μά καλά, αυτοί είνε πολιτισμένοι άνθρωποι, είπε περαστικός καθηγητής.

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ, εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 1948.

Επιπρόσθετα

     Ένα ποιηματάκι που μας μάθαιναν στο Δημοτικό ήρθε στα χείλη μου καθώς έψαχνα αφορμή να αντιγράψω το απαισιόδοξο μικρό χρονογράφημα του Ν. Ι. Χαντζάρα στο οποίο μας μιλά για τον τραγικό θάνατο της χιονόλευκης παιχνιδιάρας Ίρμας.

Ποτέ δεν θα πειράξω

τα ζώα τα καημένα

μην τάχα σαν κ’ εμένα

και κείνα δεν πονούν.

Θα τα χαϊδεύω πάντα

προστάτη τους θα γίνω

ποτέ δεν θα τ’ αφήνω

στους δρόμους να πεινούν.

          Ο Πειραιώτης δημοσιογράφος δεν μας διευκρινίζει αν ο ίδιος ήταν η αιτία για τον τραγικό της θάνατο. Πετάχτηκε δηλαδή η όμορφη και χαριτωμένη σκυλίτσα από την απέναντι πλευρά του δρόμου να ορμήσει πάνω του κάνοντας χαρές. Όπως κάνουν όλα τα σκυλάκια όταν βλέπουνε ή οσμίζονται άτομο που γνωρίζουν ή διαισθάνονται ότι τρέφουν φιλικά αισθήματα προς αυτά. Ο Χαντζάρας στα «Πειραιώτικά» του κυρίως μας μιλά για την Γατολατρεία του, δίχως η Φιλοζωία του να περιορίζεται στα ευκίνητα και μικροκαμωμένα, ναζιάρικα αλλά και ατίθασα, ανεξάρτητα αιλουροειδή. Δημοσιεύει μάλιστα ένα χρονογράφημα που, σκας στα γέλια. Φιλική παρέα πειραιωτών λογοτεχνών γευματίζει σε ταβέρνα, το τραπέζι τους είναι κάτω από ένα ευσκιόφυλλο δέντρο που, σε κλαδιά του, παίζουν και απλώνονται γάτες της περιοχής. Καθώς η παρέα διασκεδάζει και τρώει τα εδέσματα, η γατοπαρέα από ψηλά παίρνει μυρωδιά και αρχίζει να νιαουρίζει βάζοντας στόχο τα μεζεκλίδικα των πιάτων της φιλικής λογοτεχνικής παρέας. Οι πειραιώτες δεν αισθάνονται άνετα και βρίσκονται σε ανησυχία. Σε κάποια στιγμή καθώς τσακώνονται οι θωπεύτριες γάτες πέφτουν πάνω στο τραπέζι και αρπάζουν ότι υπήρχε μέσα στα πιάτα και ακόμα τρέχουν. Φαντάζεστε την καζούρα μεταξύ των πειραιωτών πειράζοντας ο ένας τον άλλον.

          Δεν είναι πολλά, είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα πικάντικα «Πειραιώτικα» του Χαντζάρα αλλά είναι τόσο γουστόζικα και φέρνουν γέλιο σε σχέση με τα νοσταλγικά του, των παιδικών του αναμνήσεων, τα της οικογένειάς του, της γειτονιάς του έρημου, τότε, «χωριού» του. Τα περισσότερα αναφέρονται σε εφηβικές και μαθητικές του αναμνήσεις, στους δασκάλους του, σε ταβέρνες και καφενεία της εποχής, σε φαρμακεία και φυσικά στην ιστορική πορεία και εξέλιξη της Πόλης. Εντοπίζει και ονομάζει τοπόσημα, ανατρέχει σε αρχεία του Δήμου, διαβάζει βιβλία και γράφει για γηγενείς πειραιώτες. Κυρίως μνημονεύει τον Ιάκωβο Δραγάτση και την οικογένεια Μελετόπουλου, ιδιαίτερα το βιβλίο «Πειραϊκά» του Ιωάννη Α. Μελετόπουλου που, μάλλον, την φιλοσοφία γραφής των «Πειραϊκών» προσπαθεί να ακολουθήσει συνεχίζοντας την διάσωση της Πειραϊκής μακροιστορίας και μικροιστορίας να συνεχίσει. Ο Ιωάννης Α. Μελετόπουλος έθεσε τις βάσεις έστω και κάπως συνοπτικά, ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας με τα ρεπορτάζ του διευρύνει το πεδίο πειραϊκής έρευνας με περισσότερες μικρολεπτομέρειες από την καθημερινότητα των πειραιωτών και τις τετριμμένες ασχολίες τους. Το ότι φαίνεται πως ο ένθερμος Πειραιολάτρης επιθυμεί να αναβιώσει την παλαιά καλή εποχή του Πειραιά είναι φως φανάρι. Εκείνο που είναι απορίας άξιο όμως, πώς ένας σοβαρός δημοσιογράφος με την βαρύτητα της πένας που διέθεται και αναγνωρίζονταν από τους συνδημότες του λογίους και μη, την συναναστροφή του με δημάρχους και λογοτεχνικά ονόματα που μεσουρανούσαν τα χρόνια εκείνα, την ευρεία παιδεία του όπως δείχνουν κείμενα των «Στοχασμών» του που δημοσίευε σε περιοδικά π.χ. «Νεοελληνική Λογοτεχνία» (για την «Μοντέρνα Ποίηση», τους «Σουρρεαλιστές»), έμεινε προσκολλημένος σε κάτι που είχε περάσει. Τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε πνευματικό, στο χώρο της ποίησης που, δεν ρισκάρισε να ανοίξει τα φτερά του, να δοκιμάσει τις αντοχές του, έστω και αν αποτύγχανε στις προσπάθειές του και περιπλανήσεις του. Σαν ξενόγλωσσος είχε ανοιχτότερους ποιητικούς ορίζοντες από άλλους πειραιώτες ομοτέχνους του. Δεν δοκίμασε ακόμα τις δυνάμεις του στα «επικίνδυνα» μονοπάτια της μετάφρασης όπως έπραξε ο επίσης ολιγογράφος Λάμπρος Πορφύρας. Αναφέρεται στον Γεώργιο Στρατήγη και είναι ομοτράπεζό του αλλά δεν κάνει λόγο στην αμίλητη ποιητική χρήση της Δημοτικής του πειραιώτη Αλέξανδρου Πάλλη στα «Κούφια Καρύδια» και αλλού. Έχει διαβάσει πεζό της Μαρίας Περικλή-Ράλλη αλλά προτιμά να μένει στις πρώτες εντυπώσεις του «Τρία ταλέντα» όταν έβλεπε να βγαίνουν από το Μέγαρο της οικογένειας Κωνσταντοπούλου, οι μικρές ταλαντούχες πειραιωτοπούλες καλλιτέχνιδες, η τραγωδός Κατίνα Παξινού, η «Μαρίτσα» Περικλή- Ράλλη γνωστή πεζογράφος και συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων και η μουσικός και εικαστικός Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου που έζησε και διέπρεψε στην εσπερία την Αγγλία, το Λονδίνο, που εξέθεσε με επιτυχία τις εικαστικές της δημιουργίες. (Είναι ίσως η πιο αγνοημένη από τα κορίτσια της οικογένειας Κωνσταντοπούλου στο ευρύ πειραϊκό κοινό, αν δεν κάνω λάθος. Αν η μνήμη δεν με γελά ο παλαιός Άγγελος Προκοπίου ο τεχνοκριτικός στην τρίτομη «Ιστορία της Τέχνης» του έχει αναφερθεί σε έργα και εκθέσεις της). Σταθερές αγάπες του Χαντζάρα ο Παύλος Νιρβάνας που όπως φαίνεται τα «Χρονογραφήματά» του στην εφημερίδα «Εστία» και αλλού πρέπει να επηρέασαν το ύφος της γραφής του, το στυλ του. Ο έτερος σημαντικός χρονογράφος και πεζογράφος, ο Σπύρος Μελάς, ο γνωστός «Φορτούνιος» δεν είχε ακόμα (;) επιβληθεί ως χρονογράφος συνέθετε τα θεατρικά και άλλα του έργα. Πάντως μνημονεύεται όπως και ο συμμαθητής του ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας και ποιητής Άριστος Καμπάνης (διέμενε στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη) δίχως όμως να μιλά για την γραφή του. Μένει πιστός στην Πειραιώτικη ποιητική του αγάπη που είναι ο Λάμπρος Πορφύρας αν και έχει διαβάσει και έρθει σε επαφή και με άλλους Πειραιώτες και Αθηναίους ποιητές. Γνωρίζει, μια και έχει συμπεριληφθεί με αρκετά ποιήματά του, την Ποιητική «Ανθολογία 1708- 1959» του Ηρακλή Ν. Αποστολίδη που κυκλοφορούσε από το Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Εστία». Αξίζει νομίζω να επισημάνουμε ότι ο αυστηρός και έγκυρος Ανθολόγος, τον ανθολογεί με οκτώ ποιήματά του, κατά πολύ περισσότερα στον αριθμό από άλλους Πειραιώτες ποιητές. Φυσικά εξαιρείται η ποιητική φωνή του Λάμπρου Πορφύρα που ανθολογείται με είκοσι τον αριθμό. Ο αριθμός των Ανθολογούμενων ποιημάτων του Βουκόλου Νίκου Ι. Χαντζάρα μας δηλώνει την εκτίμηση που έτρεφαν οι τότε λόγιοι και διανοούμενοι, λογοτέχνες της εποχής του για την ποιητική του γραφή, που στην ουσία της, δεν υπερβαίνουν οι ποιητικές του μονάδες τις πενήντα. Τα 8 αυτά ποιήματα είναι: -«Δειλά χαϊδεύει το καλύβι». –«Φτερωμένο πέρασμα της κόρης…». –«Ξυπνώ με την αυγή». –«Το κάκιωμα».- «Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι» .- «Ηλιοβασίλεμα». –«Στη μνήμη μου». – «Ειδύλλιο». Από το δημοσιογραφικό μολυβάκι του πονεμένου και τσιγαρόφιλου- θεριακλή καπνιστή δεν απουσιάζει το όνομα του μουσικολόγου Ιωσήφ Παπαδόπουλου- Γκρέκα, που υπήρξε ο πρώτος που τον μελοποίησε αλλά και αυτός που τον παρότρυνε να εκδώσει τα ποιήματά του. Ίσως, να παρέμεναν ακόμα διάσπαρτα-όπως πολλά του ακόμα-σε διάφορα έντυπα και εφημερίδες, αν δεν υπήρχε η πίεση από τον πειραιώτη Ιωσήφ Παπαδόπουλο- Γκρέκα, να κυκλοφορήσει τα «Ειδύλλια».

Ας χαρούμε μερικά από αυτά:

          Ειδύλλιο

Φώς ασημί του διάσελου τα μαύρα πεύκα ζώνει.

Τρέμει τ’ αστέρι της αυγής και παίρνει να θαμπώνει.

Δαδί που καίγεται στη στιά την ευωδία του χύνει.

Σκεβρή μιά πόρτα ανοίγοντας γλυκό τρίξιμο αφήνει.

Λεβεντονιός με το τσαπί στον ώμο του προβαίνει.

Τον προβοδάει σεμνή κυρά μαντηλοφορεμένη.

«-Μητέρα, καλό βράδι!...» ο νιός- και ξεκινάει με χάρη.

Κι απ’ το κατώφλι: «-Ώρα καλή, χρυσό μου παλικάρι!...» Ρόδινο φώς του διάσελου τώρα τα πεύκα ζώνει.

Λαλούν του κάμπου οι πετεινοί και γλυκοξημερώνει.

          Το κάκιωμα

Θυμάσαι, βρέφος που σ’ εβύζαινα,

Ξανθό μου τώρα παλικάρι;

Όλο εσκιρτούσες μες στον κόρφο μου,

σαν προβατάκι στο χορτάρι

 

Με τ’ άσπρα παχουλά χεράκια σου

όλο και το μαστό εζουπούσες’

έπινες γάλα και χαρούμενο

μέσα στα μάτια μ’ εκοιτούσες.

          Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι

Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι

την απριλιάτικη αυγινή,

άπλωσα στο γλυκόνε αέρα

την κρουσταλλένια μου φωνή.

 

Τ’ άνθια ετραγούδησα του κάμπου

και τα πουλιά τα πλουμερά’

είπα τραγούδι στο ποτάμι

με τ’ ασημένια του νερά.

 

Και χαμηλώνοντας λιγάκι

Την κρουσταλλένια μου φωνή,

τραγούδησα κ’ εσένα,  Γιώργο,

την απριλιάτικη αυγινή.

          Ξυπνώ με την αυγή…

Ξυπνώ με την αυγή. Τα χέρια μου

τον άσπρο κόρφο μου κουμπώνουν.

Νάν τονε δούνε δεν προκάνουνε

τα μάτια μου, που χαμηλώνουν.

 

Φροντίζει ο θεός, στον ξένοιαστο ύπνο μου,

κι όλο φουντώνω κι ομορφαίνω.

Θρέφει και τον χρυσό τον έρωτα,

πού στην καρδιά μου έχω κρυμμένο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

ΥΓ. Αν δεν κάνω λάθος στο διαδίκτυο αναρτήθηκε η είδηση ότι πέθανε πριν λίγες μέρες σε Γηροκομείο η Κοκκινιώτισσα τραγουδίστρια Ρένα Κουμιώτη. Είχε εργαστεί και στην καπνοβιομηχανία «Παπαστράτος» στην περιοχή της Αγίας Σοφίας του Πειραιά. Πολύ καλή μελωδική φωνή του Νέου Κύματος, σεμνή και διακριτική ό,τι τραγούδησε έμεινε σαν γλυκό νανούρισμα σιγοψιθυριστό στα χείλη μας. «Σαν χελιδονάκι…..».         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου