Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ και ΠΕΙΡΑΙΑΣ

Η Λαϊκή μυσταγωγία του Θεάτρου Σκιών

      Αυτός ο κόσμος όπου μέσα του κινιόμαστε,
      έχει για πρότυπο φανταστικό φανάρι,
      Ό Ήλιος είν΄ η λάμπα του,
      κι ο κόσμος το φανάρι.
      Που μέσα, σαν φιγούρες του
      κινιόμαστε.

                  Ομάρ Καγιάμ. (από τα Ρουμπαγιάτ)

     Δύσκολα, πολύ δύσκολα μπορεί να καταλάβουν οι σημερινοί νέοι, που ζούνε σε διαφορετικούς ρυθμούς και άλλες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες τι σήμαινε για εμάς τα πιτσιρίκια η παρακολούθηση μιας παράστασης του Καραγκιόζη, στα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας. Ένα τσούρμο πιτσιρικαρία, με την τσίμπλα στο μάτι, με την μύξα να τρέχει από την μύτη και συνεχώς να την ρουφάς, και, το κυριότερο, γουλί, συνήθεια τότε και στο δημοτικό και στο σπίτι να μας ξυρίζουν γουλί, με μία τούφα μόνο μπροστά, το περιβόητο τσουλούφι. Μόνη μας διασκέδαση τα διάφορα αυτοσχέδια παιδικά παιχνίδια. Όπως το ξυλίκι, ένα ξύλο που ακουμπούσαμε πάνω σε δύο πέτρες και με ένα άλλο το χτυπούσαμε δυνατά και αυτό σηκωνόταν στον αέρα, και έπρεπε να είχες μπάρμπα στην Κορώνη που λένε, για να την γλυτώσεις και να μην σου έρθει κατακέφαλα-που συνήθως καθώς το παρατηρούσαμε μας έρχονταν, και να τα μεγάλα καρούμπαλα, τα αίματα και τα σπασμένα δόντια. Μετά είχαμε τις λεγόμενες αμάδες, μικρές τετράγωνες πέτρες που το κάθε ζευγάρι παιδιών τις πετούσε μακριά, και προσπαθούσαμε με τις πέτρες που είχαμε στα χέρια να τις πετύχουμε-όποιος την πετύχαινε-έπαιρνε από τον άλλον διάφορα παιδικά περιοδικά. Όπως αν θυμάμαι καλά, ήταν τα εικονογραφημένα κλασσικά, είχαμε μάθει ολόκληρη την Ελληνική Μυθολογία απέξω, καθώς και τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες πριν καν πάμε στο δημοτικό. Το πασίγνωστο περιοδικό για την εποχή του Μπλέηκ, με τον καθηγητή Μυστήριο, τα μικρά και μεγάλα Μίκυ Μάους, με τις σκανδαλιές του Γκούφυ, αλλά και τον κακό Μαύρο Πητ. Ο περιβόητος μοναχικός καβαλάρης Λούκυ Λουκ, με την Ντόλυ του και τον θρυλικό Ραταπλάν του, αλλά και τους αδελφούς Ντάλτον, που ευτυχώς, δεν κατόρθωναν ποτέ να σκοτώσουν τον Λούκυ Λουκ, και διάφορα άλλα περιοδικά που ήταν τόσο γνωστά στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και στα μετέπειτα χρόνια. Άλλα παιδικά παιχνίδια ήσαν τα τσιγκάκια, μαζεύαμε τα διάφορα τσιγκάκια από τα μπουκάλια και αφού τα ακουμπούσαμε στα πεζούλια τα σπρώχναμε μέχρι να κερδίσουμε τον αντίπαλο, και ασφαλώς οι περιβόητοι βόλοι, πριν εμφανιστούν τα γυαλένια και οι βούζες και οι γαλατάδες και ξετρελάνουν τα πιτσιρίκια. Το τι λακουβάκια είχαμε σκάψει στους τότε χωματόδρομους, δεν περιγράφεται, ούτε οι ασπάλακες που κατασκευάζουν τα λαγούμια τους δεν είχαν τέτοια επιτυχία. Τα δε παιδικά τρίγωνα για να τοποθετήσουμε τα τρία γυαλένια, ήταν ακριβή απομίμηση του αρχαίου Αρχιμήδη, μην γελάτε παρακαλώ, απόγονοί του δεν είμαστε; Αυτά λοιπόν τα πιτσιρίκια με το κοντό παντελονάκι, την μύξα στα χείλη, το ξυρισμένο κεφάλι, που σπίτι τους ήταν το πεζοδρόμιο και η αυλή του γείτονα, που ξελαρυγγιάζονταν η μάνα να μας φωνάζει μόλις σουρούπωνε να μαζευτούμε στο σπίτι επιτέλους, δεν είχαν ούτε τηλεόραση, ούτε κινηματογράφο, ούτε ίντερνετ, ούτε υπολογιστές για να μπορούν να ξοδέψουν τα χρόνια της ανεμελιάς τους και της εξερεύνησής τους. Το σεριάνισμα στον τότε Κόσμο, ήταν πράγματι δύο μέτρα γης και ο χωματόδρομος της γειτονιάς. Αργότερα, αρχές της δεκαετίας του 1970, τα ψυγεία του πάγου έγιναν ηλεκτρικά, σιγά-σιγά χάθηκαν και οι πανέμορφες ζωγραφιστές στάμνες με την κουκουνάρα που τις άφηναν στο παραθύρι για να κρυώσει το νερό, το φανάρι που φύλαγαν το φαγητό που περίσσευε έγινε ντουλάπι και πλαστικό τάπερ, οι υφαντές στον αργαλειό κουρελούδες έγιναν μικρά χαλάκια και πατάκια, οι ξύλινες σκάφες που μύριζαν λουλάκι και πράσινο σαπούνι αντικαταστάθηκαν με τα πλυντήρια της Πίτσος και της Ζαννούσι. Το ραδιόφωνο με την φωνή του Αχιλλέα Μαμάκη που μας δίδασκε την Θεατρική Τέχνη κάθε Δευτέρα και Τετάρτη-αν θυμάμαι καλά, και σε επανάληψη την Κυριακή, έγινε ασπρόμαυρη μεγάλη και ασήκωτη τηλεόραση. Αλλά, οι καλές νοικοκυράδες που είναι δούλες και κυράδες, δεν έπαψαν να ακούνε το Σπίτι των ανέμων με τον Λαμπίρη-Βύρων Πάλλη, να παρατάνε τις σπιτικές δουλειές για να ακούσουν την συνέχεια της Πικρής, πικρής μου αγάπης, και άλλα ραδιοφωνικά σήριαλ που καθήλωναν τους ακροατές και τις ακροάτριες, μέχρι να έρθει το Πέητον Πλαίης, η Μπονάτσα, η Λούσυ Μπολ, και η επίσης θρυλική Λάσσυ-αυτή η πανέμορφη σκυλίτσα-της ασπρόμαυρης τηλεόρασης.
Και σιγά-σιγά, τα μικρά παιδάκια έπαψαν να ακούνε την Θεία Λένα, αγόρασαν ποδηλατάκια από τον Κασιμάτη στην Πλατεία Ιπποδάμειας και άφησαν τα πατίνια και τα τσέρκια, άρχισαν να συλλέγουν γραμματόσημα, νομίσματα που τα αγόραζαν από τον Μαρινάκη στη Φίλωνος απέναντι από το νέο Ταχυδρομείο, και σπιρτόκουτα, και συνέχισαν να αναζητούν τα εικονογραφημένα χαρτάκια από τις γκοφρέτες με τις εθνικές ενδυμασίες, με πρώτη και καλύτερη αυτή της μητέρας-τότε-Ελλάδας. Τα μικρά κοριτσόπουλα άφηναν την χαρτοκοπτική και την μοδιστρική, τα αγοράκια την ξυλοκοπτική και τους γεωφυσικούς χάρτες της Ελλάδος που έφτιαχναν με πολύχρωμους πηλούς και πλαστελίνες, άρχισαν να διαβάζουν τον Θησαυρό και το Ρομάντζο και αργά και σταθερά να ξεπορτίζουν στα διάφορα χειμερινά και καλοκαιρινά σινεμά.
Αυτά τα Καλοκαιρινά σινεμά, με την αβάσταχτη μυρωδιά της βουκαμβίλιας, το καθαρό άσπρο γιασεμί που σκαρφάλωνε στους  εσωτερικούς τείχους των κινηματογράφων, τις μεταλλικές καρέκλες που έτριζαν πάνω στα βότσαλα και τα χαλίκια, τον πασατέμπο, το χωνάκι με το ποπ-κορν, και το σιγομουρμούρισμα των θεατών καθώς έβλεπαν τον Νίκο Ξανθόπουλο να αγωνίζεται να κρατήσει το λαϊκό αντρικό του ήθος, καθώς έκλαιγαν με την μαυροφορεμένη πάντα Μάρθα Βούρτση, καθώς σπαρταριστικά γελούσαν με το δίδυμο Βασίλη Αυλωνίτη και την αξεπέραστη Γεωργία Βασιλειάδου, καθώς βράχνιαζαν μαζί με την βροντώδη φωνή της μεγάλης Σαπφούς Νοταρά, καθώς μιμούνταν το περιβόητο, «να μπω στο Δημόσιο, και έπειτα να κάααααθομαι» του Μίμη Φωτόπουλου, καθώς νευρίαζαν με την κακιά και στριμμένη «Κοκκάλο» την σπουδαία ηθοποιό Τασώ Καββαδία. Αλλά, η φράση της γλυκιάς και χαριτωμένης Ρένας Βλαχοπούλου, με το εξώπλατο της χήρας και το βιολί του Πειραιώτη Αντρέα Μπάρκουλη, θα την συνοδεύει στο κινηματογραφικό σανίδι του Παραδείσου. Και φυσικά, πόσες αψιμαχίες δεν γινόντουσαν-τότε-για το πια είναι η καλύτερη, η Τζένη Καρέζη ή η Αλίκη Βουγιουκλάκη; Η Αλίκη, το αξέχαστο παραμύθι των παιδιών μας χρόνων. Η αιώνια Κοκκινοσκουφίτσα που δεν την έφαγε ο κακός ο Λύκος. Μια Μελίνα Μερκούρη των παιδικών Ονείρων μας, χωρίς το στίγμα της πολιτικής και της χειραφέτησης εκείνης. Αλλά και άλλες μεγάλες προσωπικότητες του Ελληνικού κινηματογράφου, άντρες και γυναίκες: Ζωή Λάσκαρη, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου, Ελένη Ζαφειρίου, Μάρω Κοντού, Παντελής Ζερβός, Νίκος Κούρκουλος, Ορέστης Μακρής, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Λαυρέντης Διανέλλος, Θανάσης Βέγγος, Χρόνης Εξαρχάκος, Κατερίνα Γιουλάκη, Μαίρη Αρώνη, Δημήτρης Χορν, Έλλη Λαμπέτη, και άλλοι, και άλλοι μας κανάκευαν και μας μεγάλωσαν με την τέχνη και τεχνική τους, με το γέλιο και το κλάμα τους, με τις αξεπέραστες ατάκες τους και το μεγάλο τους ταλέντο, όλοι αυτοί πριν μπει στην ζωή μας η Τηλεόραση, με τον Άγνωστο Πόλεμο, και το Φως του Αυγερινού.
     Και σιμά σε αυτές τις λάμπουσες υπάρξεις, μια χάρτινη, ή ξύλινη, επίπεδη, πολύχρωμη, σωματικά όχι ακέραιη, αγέλαστη και μονότονη φιγούρα. Χωρίς σώμα, χωρίς όγκο, χωρίς πλάτος, χωρίς παπούτσια, πάντοτε ξυπόλυτος, ρακένδυτος, με μπαλωμένα ρούχα, χωρίς έκφραση και πάντα πεινασμένος. Κυνικός, σαρκαστικός, περιπαιχτικός, φουλ κατεργάρης, μπαγαπόντης, θυμόσοφος, λιγδιάρης, πολύτεκνος, ψωραλέος, παγανιστής, χωρίς Βουλή χωρίς Θεό, σαρκαστικός, φιλήδονος, πατριώτης, σαν αρχαίος Σειληνός, που πηγάζει από τα βάθη της Ελληνικής ψυχής μας, που μηχανεύεται χίλιους και έναν τρόπους για να μας ξεγελάσει και να μας αδειάσει τις τσέπες, που απολαμβάνει να μας δίνει κατραπακιές με το κουλό χέρι του, που δεν αντιγράφει παρά μόνο τον εαυτό του, που σκέφτεται μόνον αυτόν τον ίδιο μέσα στην διάρκεια του χρόνου καθώς αγωνίζεται να επιβιώσει σαν λαϊκός ζητιάνος, που κινείται ανάμεσα στην Παράγκα του και το Σαράι του πολυχρονεμένου Πασά. Μόνον ο Χατζηαβάτης είναι φίλος του, μαζί καταστρώνουν τις κατεργαριές τους, αλλά στο τέλος την πληρώνει μόνον αυτός. Αυτός ο παράξενος φιγουρατζής της χάρτινης φιγούρας, αυτός ο κατεργαράκος ρεμπέτης του Θεάτρου των Ίσκιων και των Σκιών, είναι ο Έλληνας Καραγκιόζης που μας μεγάλωσε στα δύσκολα, φτωχικά, ταλαιπωρημένα παιδικά μας χρόνια. Αυτός στάθηκε σύντροφος στις βραδινές μας περιπλανήσεις κάτω από τα αστέρια. Αυτός μας ξεγύμνωσε από τις αναστολές της αχαρτογράφητης παιδικής μας σεμνοτυφίας. Αυτός μας δίδαξε τι σημαίνει λαϊκό Θέατρο και παιδική ψυχαγωγία. Μας δίδαξε τις κατεργαριές του, μας δίδαξε τον σαρκασμό του, μας δίδαξε τον κυνισμό και τον ατομισμό του Νεοέλληνα πατριώτη. Αυτός ήταν ο πρώτος αθώα χυδαίος του λιμανιού και της βιοπάλης. Με τις άλλοτε χοντροκομμένες και άλλοτε ψιλοκεντημένες ιστορίες του βίου του. Αυτός ο πονηρά πάντα σκεπτόμενος λυρικός τεμπέλης. Λες και έβγαινε από το πιθάρι του Αρχαίου Διογένη, και αγωνίζονταν με την ραστώνη να κερδίσει τον χαμένο χρόνο της Ιστορίας των Ελλήνων. Αυτός που τα έκανε συνήθως πλακάκια με την εξουσία του Βεζίρη, αλλά και βοηθούσε την Βεζιροπούλα όποτε το απαιτούσε το έργο. Αυτός ο μαχητής Έλληνας πατριώτης, που αγωνίζονταν εναντίον της Τουρκιάς. Αυτός ο προσκυνημένος θίασος «Διονυσιακών χαρτονόμουτρων» που θα έλεγε και ο Γιάννης Σκαρίμπας, είναι που μας συντρόφευε στα παιδικά μας χρόνια στον Πειραιά.
«Το Θέατρο Σκιών ουσιαστικά άρχισε το 1852 στον Πειραιά, ο Βραχάλης, για να ακολουθήσουν οι Μόλλας, Σπαθάρης, Χαρίδημος, και στην Θεσσαλονίκη ο Πετρόπουλος»,
σημειώνει ο Γεώργιος Σταμπουλής, σελίδα15, στον πρόλογο του βιβλίου «Τα Καραγκιόζικα της Θεσσαλονίκης». Του Σίμου Οφλίδη και Λένας Καλαίτζή-Οφλίδη, εκδόσεις Παρατηρητής 1996.
Αυτοί οι αγράμματοι και αυτοδίδακτοι λαϊκοί τεχνίτες, οι καραγκιοζοπαίχτες είναι που έδωσαν την ψυχή τους σε ένα άψυχο χάρτινο ανθρωπάκι, για να κάνουν εμάς σπουδαίους. Έδωσαν φωνή μυητική σε έναν γυρολόγο αγέραστο και μωρό Έλληνα, τον Έλληνα παλιατζή καραγκιόζη, για να μας εξανθρωπίσει. Οι ωραίοι και θαμβωτικοί τεχνίτες του Θεάτρου Σκιών συνταίριαξαν αρμονικά την υπερβολή της χάρτινης κίνησης και των κακώς λεγομένων της, με την επίπεδη φαντασμαγορία της κυνικής ανατροπής του πρώτου «εκ σκηνής» και όχι «εξ αμάξης» φτωχοπρόδρομου σατανικού Έλληνα ασωφρόνιστου κατεργαράκου πατριώτη. Έδωσαν πνοή ονείρου σε έναν μοιρολάτρη γελωτοποιό για να μας μάθουν τι εστί Ελληνική πραγματικότητα. Με φτωχά μέσα, με ένα βαλιτσάκι στο χέρι και μια λάμπα που την άναβε ο παλμός της ψυχής τους, μας συντρόφευσαν για πάντα και μας ταξίδεψαν με την σαρκαστική γοητεία τους σε  μια ουτοπία μέσα στο χώρο και τον χρόνο, σε μια ηλικιακή Ατλαντίδα των παιδικών ονείρων μας. Φτωχοί εμείς, φτωχότεροι αυτοί, αλλά με έναν μυστικό πλούτο που όσοι τον έζησαν δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ.
Ένα μυστικό πέρασμα μέσα στους αιώνες, από τις παλαιές πλατείες και τις λαϊκές φτωχογειτονιές του Πειραιά, μέχρι το Μουσείο του Ευγένιου Σπαθάρη στο Μαρούσι. Μια μυστική πολύχρωμη και ένδοξη γραμμή που ενώνει τον καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα, με την παράσταση της ηθοποιού Άννας Κοκκίνου. Ένα αξέχαστο πορθμείο καλαμπουριών και σάτιρας που ενώνει το δικό μας τότε, της Πειραιώτικης οικογένειας των Χαρήδημων με το πέρας της Τέχνης του Θεάτρου Σκιών. Ενώνει την Πειραιώτικη φιγούρα του Σταύρακα-μια αμιγώς Πειραιώτικη φυσιογνωμία, με τους κουτσαβάκηδες της περιοχής της Τρούμπας.
«Καλοκαίρι στον Πειραιά. Τα παιδάκια ντυμένα με ναυτικά από ψιλόλιγνο μπλε κι άσπρο για τις καθημερινές από κάτασπρο λινό για τις Κυριακές και εορτές. Τα κορίτσια με μακριά μαλλιά και φιόγκους και σαρλότες. Τ’ αγοράκια με καπέλα ψάθινα, με ένα όνομα ένδοξου πολεμικού πλοίου πάνω στην κορδέλα.
Οι καλές οικογένειες κάθονταν τα νεοκλασικά σπίτια, ψηλοτάβανα και δροσερά, κατασκότεινα, όπως το ΄θελε  ο συρμός και η μέχρι τρέλλας φροντίδα για την πάστρα……….
   Ο Χαρίδημος εκεί κάπου στη Φρεαττύδα κι ο μεγαλοπρεπής Δεδούσαρος απέναντι στον Όμιλο Ερετών, κοντά στο αξιοθαύμαστο σπίτι του Στρίγκου. Οι ρεκλάμες του Δεδούσαρου πάνω στο φτηνό χαρτί του μέτρου, υπόλευκο σαν τον κάμπο των λευκών ληκύθων, ζωγραφισμένες με ώχρα, φούμο, χοντροκόκκινο κι άσπρο (με τα χρώματα που αργότερα θα μάθαινα στα αρχαιολογικά βιβλία, πως τα λένε Πολυγνώτια), εκφράζανε με σχήματα και συνδυασμούς χρωμάτων το μεγαλείο της φωνής που κάνει αισθητή τη βροντή της αυτοσυγκέντρωσης. Ελληνικά πράγματα, ρωμαίικα, αναγγέλλανε κάθε μέρα, νυχτερινές τελετές του λόγου και της φωνής.
Αγνές φωνές, ρωμαίικες αποκαλυπτικές μέσα στο μυστήριο της νύχτας. Τι χαρά για τα παιδιά και τους μεγάλους! ………
Ο Καραγκιόζης, ήδη, από κείνη την εποχή που δεν ήξερα τίποτα, με γέμιζε με κείνο το αίσθημα της πληρότητας στην περιοχή της ανθρώπινης φωνής, που αργότερα θα μου δινε η ανατολική ζωγραφική με τα καθαρά χρώματά της, όπως κάθε μεγάλη τέχνη, με βαθειά πίστη και γι’ αυτό με ασήμαντα μέσα. Από εκείνη την ηλικία, διαισθανόμουνα πως η λεπτότητα πρέπει να συνυπάρχει με κάτι πολύ πρωτόγονο και απλό, για να ΄ναι αληθινή λεπτότητα, δηλαδή οξύτητα κι όχι αδυναμία…..».
Γράφει ανάμεσα στα άλλα και πολύ ενδιαφέροντα, ο Πειραιώτης δάσκαλος και ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, για τον Καραγκιόζη στον Πειραιά των παιδικών του χρόνων, στο μελέτημά του, «Μάθημα Αλήθειας-Από το μόνο νεοελληνικό Θέατρο», σελίδα 7, περιοδικό «Θέατρο» τεύχος 10/7,8, 1963.
Ο Πειραιάς και η τέχνη του Καραγκιόζη αναφέρεται και σε άλλες σελίδες του αφιερωματικού αυτού τεύχους, όταν διαβάζουμε τα απομνημονεύματα των Καραγκιοζοπαιχτών Μόλλα και της οικογένειας των Χαρίδημων.

           Η ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΑΒΡΑΑΜ, ψευδώνυμο Άνταμς
Ανδριανούπολη ;/8/1921-18/2/1998
Καραγκιοζοπαίχτης, λαϊκός ζωγράφος, ταχυδακτυλουργός.
ΓΕΝΕΡΑΛΗΣ ΣΤΑΜΟΣ,
Πειραιάς, 1945-Πειραιάς 8/4/1997
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΔΕΔΟΥΣΑΡΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ,
Πειραιάς;-;
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΙΑΤΡΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, (ΓΙΑΤΡΕΛΛΗΣ),
Πειραιάς ;-;
Καραγκιοζοπαίχτης, ζωγράφος, τραγουδιστής, ο επονομαζόμενος «ο Μυτιληνιός του Πειραιά».
ΚΑΝΑΚΑΡΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ,
1910-1943
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΔΗΣ ΠΑΝΟΣ,
Κερατσίνι 1958-
Καραγκιοζοπαίχτης, ηθοποιός.
ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ, (ΒΑΓΓΟΣ),
Νίκαια 1922-
Καραγκιοζοπαίχτης, λαϊκός ζωγράφος.
ΜΑΡΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ,
Πειραιάς, 1931;-;
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΜΟΝΘΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ,
Πάτρα ;-;
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΜΠΙΛΛΙΝΗΣ ΧΑΡΗΣ,
Νίκαια 1983-
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΜΩΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ;-;
Καραγκιοζοπαίχτης. Φημολογείται ότι επινόησε τον χαρακτήρα του κουτσαβάκη «Σταύρακα».
ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ,
Σαλαμίνα ;- ;
Καραγκιοζοπαίχτης
ΠΑΤΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ,
Πειραιάς, 1915-;
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΠΟΡΙΩΤΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ, ή ΜΠΟΤΟΝΙΑΣ,
Πειραιάς ;-1938.
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΡΑΜΜΟΣ ΦΩΤΗΣ,
Στύλια Δωρίδας, 1920-Σαλαμίνα 1992
Καραγκιοζοπαίχτης, λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος.
ΤΣΑΟΥΤΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ή ΓΙΑΝΝΑΡΟΣ,
Πειραιάς ;- ;
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, (ΧΑΡΙΤΟΣ),
Αθήνα 1924-Πειραιάς 3/4/1996
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ,
Πειραιάς, 1941-
Καραγκιοζοπαίχτης.
ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ,
Αθήνα 1895-27/11/1970
Καραγκιοζοπαίχτης.

Από το βιβλίο μου, «Πειραίκό Πανόραμα»-Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού Χώρου 1784-2005. εκδόσεις Τσαμαντάκη-Πειραιάς 2006, σελίδες 215-216.
       Στις αρχές του 2000, είχα επισκεφτεί αρκετές φορές το Μουσείο των Σπαθάρηδων στο Μαρούσι. Εκεί, γνώρισα και τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος με ξενάγησε αρκετές φορές και μου έδειξε τα εκθέματα του Μουσείου. Κάναμε αρκετές συζητήσεις και τον ρώτησα για τις φορές που μικρό παιδί εγώ, παρακολούθησα παράσταση Καραγκιόζη σε Κινηματογράφους του Πειραιά, εκείνος, μου μίλησε πολύ θερμά για τις εποχές εκείνες που κατέβαινε στον Πειραιά, για το θερμό Πειραίκό κοινό, και για την αγάπη που έτρεφαν οι Πειραιώτες για την Τέχνη του Καραγκιόζη. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να με βοηθήσει για ορισμένες χρονολογίες που χρειαζόμουνα καθώς συγκέντρωνα στοιχεία για να γράψω το «Πειραίκό Πανόραμα», παρότι γνώριζε τα πρόσωπα που του ανέφερα, και μου είχε πει ότι έχει ένα πολύ μεγάλο και πολύτιμο αρχείο για την τέχνη του Καραγκιόζη και τους Καραγκιοζοπαίχτες, δεν μπορούσε να με πληροφορήσει επακριβώς για ημερομηνίες γέννησης ή θανάτου αρκετών από αυτούς. Τον θυμάμαι με μεγάλο σεβασμό, με την χαρακτηριστική φωνή του, να μου παραπονιέται και δικαίως, ότι η Πολιτεία δεν του έδωσε τιμητική σύνταξη μετά από τόσα χρόνια σκληρής εργασίας και κόπων. Θυμάμαι το παράπονό του για το θέμα αυτό. Τον συνάντησα αρκετές φορές και έμαθα πολλά πράγματα για την Τέχνη του Καραγκιόζη κι τον ταλαίπωρο βίο των λαϊκών αυτών καλλιτεχνών. Μόνο το βιβλίο του Κώστα Στεφ. Τσίπηρα, «Ο Ήχος του Καραγκιόζη», εκδόσεις Λιβάνη 2001, να μελετήσει κανείς, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι τεχνίτες του Καραγκιόζη πέθαναν πάμφτωχοι και λησμονημένοι. Αυτοί οι άδολοι υπηρέτες του Θεάτρου Σκιών ήπιαν όλα «Της Τέχνης τα φαρμάκια», όπως θα έγραφε και ο Γιάννης Βλαχογιάννης, και παρότι προσέφεραν άφθονο γέλιο και χαρά, οι ίδιοι πέθαναν μέσα στην θλίψη. Άλλοι καιροί, άλλοι ρυθμοί. Ευτύχησα επίσης να παρακολουθήσω και παράσταση του Θεάτρου Σκιών με τον Χαρίδημο στο Θέατρο «Αυλαία», πρέπει να ήταν προς τα τέλη του 1973, τις Κυριακές τα πρωινά, είχε παράσταση Καραγκιόζη και αν θυμάμαι καλά και Κουκλοθέατρο με τον Μπάρμπα Μητούση.
Πολλές δεκαετίες αργότερα ξαναείδα τον Χαρίδημο στην Πλάκα, σε ένα μικρό αλλά ζεστό χώρο.
   Την πληροφορία ότι ήταν ο Καραγκιοζοπαίχτης Χαρίδημος και όχι κανένας άλλος την επιβεβαίωσα πολύ αργότερα από μια ανακοίνωση που διάβασα στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 21/11/1973 η οποία αναφέρει τα εξής: «Ο Χαρίδημος στον Πειραιά. Ξαναγυρίζει στα παλιά του λημέρια για τον χειμώνα τούτο ο εκλεκτός Πειραιώτης καλλιτέχνης του Θεάτρου Σκιών, Γιώργος Χαρίδημος. Κάθε Κυριακή από στο Θέατρο Αυλαία 9-11. Υπόσχεται διασκέδαση σε μικρούς και μεγάλους.
    Ο Χρήστος Χαρίδημος, ο πατέρας του Γιώργου Χαρίδημου, για τριάντα περίπου χρόνια έπαιζε και διασκέδαζε με την τέχνη του Καραγκιόζη στο Πασαλιμάνι στο Θέατρο Ερμής, απέναντι από τον Όμιλο Ερετών που γκρεμίστηκε το 1957. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρει στο αφιέρωμα του «Θεάτρου»: «Μόλις απελύθην το 1920 από το στρατό έπαιζα στο Πασαλιμάνι, στην πλατεία, στο Θέατρο που έπαιζε η Παντομίμα-ο επιχειρηματίας ωνομάζετο Γεώργιος Στακάς, Άρχισα τις παραστάσεις μου. Το Θέατρο αυτό ήτο εκεί που είναι σήμερα το καφενείο του Δημήτρη Κουτσαύτη. Φεύγοντας από το Πασαλιμάνι έπαιξα στο Παγκράτι, στο Θέατρο του Ζουρόπουλου». Σελίδα 57.
     Για τον Καραγκιόζη στον Πειραιά, μας κάνει λόγο και η πεζογράφος γεννημένη στον Πειραιά Εύα Βλάμη, στο κείμενο της «Η Σερήνα ο Πατέρας μου κ΄ εγώ». Επίσης, αρκετοί παλαιοί Πειραιώτες που έγραψαν τις αναμνήσεις τους αναφέρονται σε Καραγκιοζοπαίχτες που έτυχε να παρακολουθήσουν παραστάσεις τους.
      Για την θελκτική αυτή τέχνη, που κάποτε μάγευε μικρούς και μεγάλους, όταν ο κόσμος μας είχε άλλους ρυθμούς ζωής, και ειδικότερα για τον Καραγκιοζοπαίχτη πατέρα της, η Αρετή Μόλλα-Γιοβάνου, έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Ο Καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας», το βιβλίο εκδόθηκε το 1981 από τις εκδόσεις Κέδρος. Της συγχωρεμένης Νανάς Καλλιανέσης. Στην σελίδα 83 και μετά αναφέρει τα εξής:
«Υπήρχε στον Πειραιά ένας σκουπιδότοπος, που τον λέγαν Η Γούβα του Βάβουλα. Πρέπει να ήταν κάποιος χείμαρος πούχε καλυφτεί κατά ένα μέρος. Πάντως ήταν μεγάλη, βαθιά και πλατιά. Μέσα σε αυτή φύτρωναν αγριόχορτα κι οι πλαγιές της ήταν γραιτίδικες με τα μπάζα και τα σκουπίδια που ρίχναν εκεί από τις γύρω περιοχές. Τότε ο Μόλλας είχε ένα θεατράκι σε κάποια γειτονιά του Πειραιά, κοντά στη Γούβα. Κάθε βράδυ, για να φτάσει στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά, πέρναγε σύρριζα από δαύτη. Ο τόπος εκεί ήταν ερημικός και άγριος, μα ήταν και ο πιο σύντομος δρόμος για το σταθμό….».
    Ο Αντώνης Μόλλας, και εκείνος, μας δίνει την πληροφορία σε δικά του κείμενα για την Τέχνη του στον Πειραία.
      Όπως εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς, διαβάζοντας τα Απομνημονεύματα αρκετών Καραγκιοζοπαιχτών, αλλά και μελέτες και δημοσιεύματα για την Τέχνη του Καραγκιόζη, ο Πειραιάς κάποτε αποτελούσε όχι μόνο στέκι των Μουσικών του Ρεμπέτικου Τραγουδιού, αλλά και του Θεάτρου Σκιών.
    Μπορεί ίσως πλέον το κουδούνι αυτής της λαϊκής μυσταγωγίας του Θεάτρου Σκιών να μην ακούγεται όπως παλιά, μπορεί ίσως ο χαρακτηριστικός ήχος της φωνής του Καραγκιόζη να μην φωνάζει πλέον, «θα φάμε, θα πιούμε, και νηστικοί θα κοιμηθούμε», αλλά έστω και μέσα στα νεανικά όνειρά μας, το «ε ρε γλέντια» ακούγεται ακόμα καθαρά, για να μας θυμίζει σε εμάς τους μεγαλύτερους, ότι η ζωή μπορεί να απόκτησε άλλους ρυθμούς και άλλες ανάγκες, αλλά τα όνειρα και οι ευαισθησίες, οι χαρές και οι πίκρες όλων μας παραμένουν εδώ, και για τους παλαιότερους και τους νεότερους, πάντα επίκαιρα πίσω από ένα άσπρο πανί που το φωτίζει το κερί της τέχνης του Καραγκιόζη.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
σήμερα Σάββατο, 22 Μαρτίου 2014, ξαναδιαβάζοντας τα Απομνημονεύματα του Ευγένιου Σπαθάρη, και ταξιδεύοντας μαζί του στις λησμονημένες λαϊκές αυλές και υπαίθριες παραστάσεις της μαγευτικής Τέχνης του Καραγκιόζη.                 

  

                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου