Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

ΤΟ  ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ  ΤΗΣ  ΠΑΝΑΓΙΑΣ

           Ο ζωής γάρ θέλων παραίτιος θάνατον υπέστη, ζωώσαι θέλων πάντας.

      Μεγάλη Παρασκευή, μέρα βουβή, μέρα μουντή, μέρα σκοτεινιασμένη, μέρα που θάπτεται ο Χριστός των πάντων βασιλέας. Και όπως λυρικότατα μας αναφέρει ένα στιχηρό ιδιόμελο της ίδιας ημέρας.
«Πάσα η κτίσις ηλλοιούτο φόβω θεωρούσα σε εν σταυρώ κρεμάμενον Χριστέ, ο ήλιος εσκοτίζετο και γης τα θεμέλια συνεταράττετο, τα πάντα συνέπασχον τω τα πάντα κτίσαντι ο εκουσίως δι ημάς υπομείνας».
     Αν η ημέρα του Πάσχα είναι η πλέον ηλιόλουστη, λαμπροφόρα, χαρμόσυνη και περιχαρής μέρα της Άνοιξης, η Μεγάλη Παρασκευή είναι θα λέγαμε η πλέον κελαινεφής, κατανυκτική και αινιγματικά σιωπηλή ολόκληρης της περιόδου της μεγάλης Σαρακοστής.
Τα πρόσωπα που μετέχουν του Θείου δράματος, είναι σήμερα σιωπηλά, σκεπτικά, ανθοφορεμένα, πολυπικραμένα.
Σήμερα, ο ψυχοσμιλευτής του μέλλοντος κόσμου βρίσκεται στον παμφάγο Άδη.
Σήμερα, ο τεθεωμένος βροτός γίνεται νεκρών πρωτότοκος.
Σήμερα, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, ο Πανσθενουργός Λόγος κατεβαίνει στο βασίλειο του αβυσσαλέου βάθους. Στον τόπο της υπέρτατης απελπισίας. Στον χώρο της αέναης πανανθρώπινης μνήμης, που η πύρινη καυτή ελεουργός μήτρα της ανθίσταται μυστηριωδώς στην φθορά του βιολογικού και ιστορικού μας Χρόνου.
    Είναι η χρονική στιγμή-αυτό το κεράκι στο σκότος της αιωνιότητας-όπου:
«ο Θεός εφανερώθη στης νιότης τ’ άνθισμα εδώ κάτου κι όπου όλο αγάπη η ζωή του εδόθη σε πρώιμου σπαραγμού θανάτου. Τρόμο και πόνο είχε υπομείνει πιο ακριβός έτσι να μας μείνει», όπως εύστοχα γράφει ο ποιητής Novalis
      Γιαυτό και σύμπασα η φύση συμπάσχει και συστενάζει σύμφωνα με τον υμνωδό, με τα φρικτά μαρτύρια του υιού του ανθρώπου, συμμερίζεται και θρηνεί την κάθοδό του στον παγγέλαστο Άδη, γιατί συναισθάνεται ότι:
«διά θανάτου το θνητόν, δια ταφής το φθαρτόν μεταβάλλεις, αφθαρτίζεις γαρ θεοπρεπέστατα, αποθανατίζων το πρόσλημμα».
       Και μέσα στην σιγαλιά της Φύσης, την προσδοκόμενη-και ίσως αβέβαιη-επάνοδο του ωραίου Νυμφίου από τον κόσμο τον αξημέρωτο, καθώς το δοξάρι του Χρόνου παίζει ασταμάτητα, ακούγεται ο κοπετός και ο θρήνος της πικρολεβεντομάνας Παναγιάς. Της αιώνιας μήτρας της Ιστορίας. Το αέναο Χαίρε της σταυρωμένης Ζωής. Το ουράνιο σήμα των κάθε λογής μοναχογιών της.
Σήμερα μαύρος ουρανός
Σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή
οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι

            Το Μοιρολόγι της Παναγίας είναι ένα από τα πιο σπαρακτικά, το πλέον ολοφυρμοστιχοπλεγμένο ελεγειακό άσμα της λαϊκής μας ποίησης. Μέσα από τα πικροστάλαχτα λόγια του, ο απλός, πονεμένος και βασανισμένος άνθρωπος με την βαθειά και ακλόνητη πίστη του, συμμερίζεται τον αβάσταχτο πόνο της μάνας Παναγιάς. Παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα του μαρτυρίου του μοναχογιού της και συμπληρώνει με την αθώα και αφελή συνήθως ποιητική φαντασία του την εκκλησιαστική αφήγηση. Προσθέτοντας ή παραλλάσσοντας σκηνές του Θείου Δράματος.
Ο Κύριος ηθέλησε
να μπη σε περιβόλι.
Να δώσει δείπνο μυστικό
για να το λάβουν όλοι.
Ελάτε μαθητάδες μου
και δώδεκαμ’ αποστόλοι.
Νιπτήριο να κάνουμε
και να το κάνουν όλοι.
Τα χέρια μας να πλύνουμε
και όλο το πρόσωπό μας.
     Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Θείο Δράμα κρατά ο Χριστός. Αυτός ο ωραίος ωραίου κορυφαίος χορού. Έτσι όπως μας το αποκαλύπτουν τα κείμενα των Ευαγγελιστών, αλλά, και τα άλλα ποιητικά κείμενα της Εκκλησιαστικής μας παράδοσης που εμπλουτίζουν και μας καθιστούν εμφανέστερο το ιερό Πάθος του Θεανθρώπου.
Και όποιος αγγίξει το ταψί
και βάψει ο δάκτυλός του,
θάν’ ο Ιούδας ο σκαριάς
όπου θα μας προδώση.
Γιατί τον Ιούδα τον σκαριά
βάφη ο δάκτυλός του.
      Τα άλλα πρόσωπα, προεικονίζουν τον Θεανθρώπινο Γολγοθά. Είναι τα κεντρομόλα πρόσωπα που προαναγγέλλουν την οδυνηρή πορεία του Ιησού προς την Ανάσταση, αλλά και την προσωπική πορεία του κάθε ανθρώπου. Κάθε κεκελευσμένου Θεού, όπως θα έλεγε κι ένας πατέρας της εκκλησίας, ο Μέγας Βασίλειος.
Κι ο Ιούδας απ’ την ντροπή
πετά την μαχαιρά του.
Στους ουρανούς την πέταξε
μες στην καρδιά του μπήκε.
Εβραίους φίλους έκανε,
εβραίους φίλους κάνει.
Οι εβραίοι σαν τον είδανε
πολύ τον εχαρίκαν.
Καλώς τον τον Ιούδα μας
και πούναι ο δάσκαλός σου.
    Αντίθετα, στο Μοιρολόι, η προσοχή της λαϊκής φαντασίας επικεντρώνεται στην Μάνα-Παναγιά. Η Παντάνασσα είναι το κυρίαρχο μοτίβο της λαϊκής ψυχής καθώς χαράσσει  τις φοβερές σκηνές του Θείου Δράματος.
Βάλτε πιοτά
να φάμε και να πιούμε.
Και για τον Κύριο εμείς
θα πάμε να τον βρούμε.
Κι άλλος του βάζει τ’ αργύρια
κι άλλος τον εκερνάει,
κι άλλος στο πλάι στέκεται
και τον συχνορωτάει.
Τριάντα αργύρια δίνουμε
όποιος τον εκαρφώσει.
Κι άλλα τριάντα τέσσερα
όποιος τον φανερώση.
Δόσμου τ’ εμέ τ’ αργύρια
να σας τον φανερώσω.
Ελάτε χίλιοι από μπρος
και χίλιοι από πίσω,
χιλιάδες απ’ την μια μεριά
χιλιάδες απ’ την άλλη,
χιλιάδες ο αριθμητός
ακολουθούν και πάνε.
      Στον λαϊκό αυτό θρήνο, η γυναικεία παρουσία δεσπόζει των άλλων αντρικών προσώπων, για να δοθεί με τον τρόπο αυτό, μεγαλύτερη έμφαση στον εσωτερικό σπαραγμό και την ψυχική αναταραχή, και πνευματική αναστάτωση, που προκάλεσε στην θηλυκή υπόσταση ο αρσενικός θάνατος.
Ίσως  να μην είναι τόσο άστοχο, αν σημειώναμε ότι η Ζωή, η Ανάσταση, είναι γένους θηλυκού μέσα στο Ελληνικό λεξιλόγιο, αντίθετα ο Θάνατος, ο Άδης είναι γένους αρσενικού.
Αλλά η Κόλαση είναι γένους θηλυκού, ο Παράδεισος πάλι είναι γένους αρσενικού.
Ο Κύριος καθότανε
στον αργυρό τον θρόνο,
το τετραβάγγελο κρατεί
τούτο τον λόγο λέει.
Ήρθε η ώρα κι στιγμή
όπου θα με σταυρώσουν,
και θα μου βάλουν τα καρφιά
και θα με θανατώσουν.
Ακόμα ο λόγος έστεκε
ακόμα ο λόγος στέκει,
ακούει κτυπούν την πόρτα του
μηλίες στην αυλή του.
Ποιος είν’ αυτός οπου βροντά
και άνθρωπος δεν λογάται.
      Γράφει ο γνωστός λαογράφος Κώστας Ρωμαίος σχετικά:
«κεντρική ηρωίδα είναι η Μάνα, που αγωνιά και λιγοθυμάει και νοιώθει να σπαράζη η καρδιά της, γιατί της παίρνουν το μοναχοπαίδι της και το θανατώνουν με θάνατο φριχτό. Οι γυναίκες των χωριών που μαζεύονται ή μαζευόντουσαν και το έλεγαν θρηνητικά είναι και αυτές μητέρες, είναι ή θα γίνουν. Για το λόγο τούτο, κάτι πιο πολύ από τους άντρες, κάτι πιο βαθύ και πιο μεγάλο μπορούν ασφαλώς οι γυναίκες εκείνες να νοιώσουν για τον πόνο της Παναγιάς της Μητέρας που θρηνεί το χαμό του παιδιού της, τον άδικο και τον πρόωρο».
Εγώ μια ω δάσκαλε
ο πρώτος μαθητής σου,
ήρθα να δω την χάριν σου
να πάρω την ευχή σου.
Δεν ήρθες για την χάρι μου
μήτε για την ευχή μου
είσ’ ο Ιούδας ο άσπλαχνος
να πάρης την ζωή μου.
       Και ο επίσης γνωστός και αξιόλογος λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος συμπληρώνει:
«Αληθινό μοιρολόι Ελληνίδας μητέρας, σ’ όλους τους χώρους και τους αιώνες… Μοιρολογώντας κάθε χρόνο τον Χριστό και βάζοντας την Μητέρα του να τον κλαίει, η κάθε μάνα θρηνούσε το ίδιο της το παιδί, ή τον οποιοδήποτε νεκρό της, για αυτό και το μουσικό μέλος του Μοιρολογιού είναι παρόμοια θρηνητικό όπως τα καθημερινά παραδοσιακά μοιρολόγια μας».
Εβραίοι σαν τον άκουσαν
πολύ τους κακοφάνη
κλωτσιές στην πόρτα δίνουνε
και μέσα έξω βγαίνουν
άλλος τον πιάνει απ’ τα μαλλιά
και άλλος από τα γένια
κι άλλος του δίνει τις μπουνιές
και άλλος κλωτσιές στο στόμα,
του βγάλαν τ’ άγιο στέφανο
κι αγκάθινο του βάλαν
τον πήρανε με τις κλωτσιές
τον διαλαλούν και πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον διαλαλάνε
τότε βαριά εστέναξε τούτον
τον λόγο λέει.
   Και ανακαλεί στην μνήμη μας ο λόγος αυτός, τον λόγο του αρχαίου Πολυδεύκη.
«το γυναικείον γένος εστί θρηνώδες και φιλόθρηνον»
   Το έθιμο των τραγουδιών για τον θάνατο, τα χαροντικά ή τα τραγούδια-αποχαιρετισμοί ή μοιρολόγια, είναι τόσο παλαιό, όσο θα λέγαμε και ο άνθρωπος στον Ελλαδικό χώρο. Από τα Ομηρικά Έπη μέχρι τις μέρες μας, υπάρχει μια μακραίωνη παράδοση που συνεχίζει να τροφοδοτεί τα λαϊκά αυτά άσματα και τους ελεγειακούς θρήνους.
Δεν έχω μάνα να με ιδή
Κύρη να με λυπάται
μα με τους μαθητάδες μου
της μάνας μου χαμπέρι
για πες μου Ιωάννιε
πρώτον να με σταυρώσουν
προτού μου βάλουν τα καρφιά
και πριν με θανατώσουν
παίρνει το δρόμο το στρατί
στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τάβγαλε
εκεί στην Παναγία.
     Στην Ελλάδα-αλλά και σε όλο σχεδόν τον Μεσογειακό χώρο-οι νεκρικές τελετές περιλαμβάνουν φρενιτιώδη ξενυχτίσματα του νεκρού, που τα ακολουθούν δημόσιες νεκρικές πομπές. Κατά την διάρκεια της νύχτας οι γυναίκες που κάθονται γύρω από τον κεκοιμημένο, θρηνούν γοερά, μαλλιοτραβιούνται, γρατζουνίζουν με τα νύχια τους τα μάγουλά τους, χτυπούνε με τις παλάμες τα γόνατά τους και σχίζουν τα ρούχα τους. Κατά την έξοδο του νεκρού από το σπίτι, σπάζουν ένα πιάτο και ρίχνουν τρείς φορές στο έδαφος λίγο κρασί. Μετά την ταφή ακολουθούν οι πράξεις εξαγνισμού. Οι καθαρμοί, οι προσφορές του λαδιού, οι προσφορές του κρασιού, και εκείνες των κολλύβων. Τέλος, ακολουθεί το κοινό τραπέζι για τους λυπημένους και τεθλιμμένους συγγενείς. Το λεγόμενο συχώριο ή μακαρία. Που συνήθως είναι η ψαρόσουπα.
Η Παναγιά καθότανε
μόνη και μοναχή της
την προσευχή της έκανε
για τον μονογενή της
τας προσευχάς της έκανε
πούκανε τις μετάνοιες
ακούει βροντές και αστραπές
και ταραχές μεγάλες
βγαίνει να δη στην πόρτα της
βγαίνει στην γειτονιά της
βλέπει τον ουρανό θολό
και τ’ άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι το λαμπρό
στο αίμα βουτηγμένο
τον ήλιο τον ολόφωτο
μαύρο σκοτεινιασμένο
τότε βαριά εστέναξε
τούτον τον λόγο λέει.
     Τα έθιμα αυτά, πέρασαν από τα Προ-Ομηρικά χρόνια στις μέρες μας, ή τουλάχιστον η διαχρονικότητα των εθίμων αυτών και των διαφόρων τελετουργιών για τον εξαγνισμό των ζωντανών αλλά και για ένα ειρηνικό και γαλήνιο ταξίδι του νεκρού, έχουν διατηρηθεί σε ένα αρκετά μεγάλο πληθυσμιακά αριθμό Ελλήνων στους οποίους το παραδοσιακό φρόνημα δεν έχει ακόμα τόσο αλλοιωθεί από την καταλυτική πρωτευουσιάνικη μικροαστική προσποίηση.
Αχου κακό που θα γενή
πια μάνα θε να κλάψη
βλέπη ξανά στοχάζεται
βλέπει τον Άη Γιάννη
για πες μου Ιωάννιε
που ν’ ο μονογενής μου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω
μιλιά να σου μιλήσω
δεν έχω σίδερο καρδιά
να σου τ’ ομολογήσω
-σου δίνω σίδερο καρδιά
να μου τα μολογήσης.
Τον γιό σου τόνε πιάσανε
οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι.
   Έτσι το άκουσμα του Μοιρολογιού της Παναγίας ανακαλεί στην μνήμη μας μια πλειάδα από δακρυρροούσες υπάρξεις της Ελληνικής παράδοσης.
Όπως τον θρήνο της Θέτιδας για τον Αχιλλέα, τον σπαραγμό της Εκάβης για τον Έκτορα, το κλάμα της Δήμητρας για την Περσεφόνη, τον αβάσταχτο πόνο της Ανδρομάχης για τον μικρό Αστυάνακτα, τον θυμό και το μένος του Αχιλλέα για τον σύντροφό του Πάτροκλο, τον θρήνο της μάνας του Διγενή, της χαροκαμένης μάνας του Κωνσταντή και τις χιλιάδες διαχρονικά ανώνυμες μαυρομαντιλούσες μανάδες των Δημοτικών μας τραγουδιών και της Παράδοσης.
Και ερχόμενος μέχρι τις ημέρες μας, θυμόμαστε τον θρήνο του ποιητή Κωστή Παλαμά για το πρόωρα χαμένο παιδί του, τον Άλκη στο έργο του «Ο Τάφος». Θυμόμαστε το έργο του ποιητή Κώστα Βάρναλη «Η Μάνα του Χριστού». Φυσικά το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος», Το ποιητικό κείμενο της Μαρίας Περικλή Ράλλη που σύνθεσε για τον χαμό του μοναχογιού της και λοιπά.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
έπεσε κι ελιγώθη
σταμνί νερό την περιχούν
τρία κανάτια μόσχο
για φέρτε το ροδόσταμο
όπου θα συνεφέρη
και σαν της ήρθε ο λογισμός
και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγή
φωτιά να πάει να πέση
ζητάει γκρεμό να γκρεμιστή
για τον μονογενή της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός
και σαν της ήρθε ο νους της
τούτον τον λόγο έλεγε
τούτον το λόγο λέει.
     Τον ποιητικό του καμβά το Μοιρολόγι της Παναγίας τον έχει δανεισθεί όχι από τα κανονικά Ευαγγέλια-τα κανονικά μέσα στον εκκλησιαστικό τυπικό-αλλά από τα λεγόμενα Απόκρυφα. Και συγκεκριμένα από το 10ο  κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Νικοδήμου.
«Ηκολούθει ουν εκεί εκ των μαθητών αυτού ο Ιωάννης. Είτα φυγών υπάγει προς την θεοτόκον και λέγει αυτή. Που ήσθα και ουκ ήλθες ίνα ιδής τι εγένετο; Απεκρίθη αυτή. Τι εστίν όπερ εγένετο; Λέγει ο Ιωάννης. Γίγνωσκε ότι επίασαν οι Ιουδαίοι τον διδάσκαλόν μου και υπάγουσιν ίνα σταυρώσωσιν αυτόν. Ακούσασα τούτο η μήτηρ αυτού έκραξε φωνή μεγάλη λέγουσα. Υιέ μου, υιέ μου, τι άρα κακόν εποίησας και υπάγουσιν σε ίνα σταυρώσουσιν; Ηγέρθη ώσπερ εσκοτισμένη, και απέρχεται κλαίουσα κατά την οδόν. Ηκολούθουν αυτή και γυναίκες, ή τε Μάρθα και Μαρία η Μαγδαληνή και η Σαλώμη, και έτεραι παρθένοι, ήν δε και Ιωάννης μετ’ αυτής. Ως ουν έφθασαν εις το πλήθος του όχλου, λέγει η θεοτόκος προς τον Ιωάννην. Που εστίν ο υιός μου; λέγει ο Ιωάννης οράς εκείνον τον φορούντα τον στέφανον τον ακάνθινον και τας χείρας δεδεμένον; Ακούσασα η θεοτόκος και ιδούσα αυτόν ολιγοψύχησε και έπεσεν εξ οπίσω εις την γην, και εκείτο ικανήν ώρα, και αι γυναίκες όσαι ηκολούθουν αυτή ιστάμεναι γύρωθεν αυτής έκλαιον. Αφ’ ου δε ανέπνευσε και ηγέρθη, εβόησε φωνή μεγάλη λέγουσα. Κυριέ μου, υιέ μου, που το κάλλος έδυ της μορφής σου; Πως υπομένω θεωρείν σε τοιαύτα πάσχοντα; Και ταύτα λέγουσα κατέξαινε μετά των ονύχων το πρόσωπον αυτής και έτυπτε το στήθος….».
Συρ’ Άγιε Γιάννη φώναξε
του Λάζαρου την μάνα
την Μάρθα την Μαγδαληνή
να πάν’ όλες αντάμα
να παν τον ανταμώσουνε
πριν να τονε σταυρώσουν
πριν να του βάλουν τα καρφιά
και να τον θανατώσουν.
      Ο λόγος του Μοιρολογιού της Παναγίας είναι πυκνός, σχεδόν κοφτός, με αρκετά πεζολογικά στοιχεία. Οι προτάσεις του έχουν μια δωρική λιτότητα. Το ρήμα είναι συνήθως στο τρίτο πρόσωπο. Τα επίθετα σχεδόν ελάχιστα, απαραίτητα μόνο για να εντείνουν τον χαρακτήρα του Θεϊκού Πάθους.
Συνήθως έχουμε και άλλα συνοδευτικά γυναικεία πρόσωπα, τα οποία όμως δεν μετέχουν στην αφήγηση, αλλά, στέκουν στην σκιά. Η παρουσία τους όμως μέσα στο ελεγειακό αυτό έργο είναι απαραίτητη κατά την διάρκεια του μεγάλου σπαραγμού, και απελπισίας της Μάνας-Παναγιάς.
Πήρανε στράτα το στρατί
στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τους έβγαλε
μπρος στου χαλκιά την πόρτα.
Ώρα καλή σου κυρ χαλκιά
και τι ειν’ αυτά που φτιάχνης
και τι είν’ αυτά που πολεμάς
και τι είναι αυτά που κάνεις;
     Αυτές οι σεμνές και σιωπηλές φιγούρες την υποβαστάζουν, και την αποτρέπουν από το να καταφύγει σε λύσεις απελπισίας. Λύσεις που και θα ξέφευγαν από τον παραδοσιακό εκκλησιαστικό τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας, της λαϊκής έστω αυτής θρησκευτικής δραματικής ιστορίας αλλά, και θα διατάρασσαν την εσωτερική δομή των δραματικών αυτών γεγονότων. Μια και το κέντρο του ενδιαφέροντος θα εστιαζότανε πλέον σε ένα άλλο πρόσωπο. Ή θα είχαμε μια δυαρχία των εμπλεκομένων προσώπων, ανεξάρτητα αν αυτά είχαν μια πρώτου βαθμού συγγένειας. Υποφερτός και ανεκτικός διάλογος-και όχι στιχομυθίες-υπάρχει μόνο σε ορισμένες παραλλαγές που αναφέρεται η Αγία καλή.
Τα αντρικά πρόσωπα συνήθως είναι δύο. Του Άη Γιάννη του πρόδρομου(σαν πνευματικός θα λέγαμε πατέρας του Χριστού) και του Χαλκιά που κατασκεύασε τα πέντε καρφιά. Πρόσωπο απαραίτητο για την εξέλιξη και την ένταση των δραματικών γεγονότων. Καθώς επίσης, και αυτά των Εβραίων, που μέσα στην λαϊκή φαντασία και «δεισιδαιμονία» και τις άλλες παμπάλαιες προλήψεις, αποτελούν τον αποδιοπομπαίο τράγο για την σταύρωση του Χριστού. Παραγνωρίζοντας ο λαϊκός άνθρωπος, ότι και ο Χριστός και το γενεαλογικό του δέντρο υπήρξαν από το γένος των Εβραίων, και την παράδοση αυτή ακολούθησε και δίδαξε.  
Η Παναγία, μόνο μαζί τους ανοίγει συζήτηση. Σε άλλες παραλλαγές εμφανίζεται και το πρόσωπο του προφήτη Μωυσή, ο οποίος της δείχνει τον Ιησού. Τέλος, σε αρκετές παραλλαγές βλέπουμε και τον ίδιο τον Εσταυρωμένο Ιησού να λαμβάνει μέρος προτρέποντας μάλιστα την μητέρα του, την Παναγία να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και να χαλιναγωγήσει τον απεγνωσμένο πόνο της. Προσπαθεί δηλαδή να την εμψυχώσει και να της δώσει κουράγιο να αντιμετωπίσει το γεγονός της σταύρωσής του. Και επίσης, αφήνει έναν υπαινιγμό για την Ανάστασή του. Υποδεικνύει ακόμα, τα «επικήδεια δείπνα».
Εβραίοι μου παρήγγειλαν
καρφάκια να τους κάμω
εκείνοι μου παν τέσσερα
και εγώ τους φτιάχνω πέντε
ατσίγγανε-ατσίγγανε
πούθε να του τα βάλαν
στα δυό του δυό του γόνατα
στα δυό του δυό του χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό
να μπη μεσ’ στην καρδιά του,
να τρέχει αίμα και νερό
από τα σωθικά του.
  Τα διαλογικά μέρη του θρήνου είναι περισσότερο συμπληρωματικά, διευκρινιστικά της κυρίας αιτίας, που είναι το φυλλορόισμα του καημού της μάνας Παναγιάς, παρά αποτελούν αυτόνομους ποιητικούς πυρήνες αναφοράς.
Το όλο βάρος της ποιητικής αυτής σύνθεσης έχει μετατοπιστεί στην Παναγία. Αν και, θα περίμενε κανείς πρωτεύοντα ρόλο να έχει το πρόσωπο του Ιησού.
     Θα πρόσθετα μάλλον ότι ο Ελληνικός λαός ανέκαθεν μητριαρχικός, «χρησιμοποιεί» την συμβολική φιγούρα της Παναγιάς-Μάνας, για να εκφράσει τον δικό του πόνο, την προσωπική του λύπη. Είναι η συμμετοχή του Θείου στον καθημερινό και αντίξοο αγώνα της ζωής.
Οι Ελληνίδες μανάδες ταυτίζονται ψυχικά με την Παναγία, καθώς και εκείνη υποφέρει σαν γνήσια Ελληνίδα μάνα για τον χαμό του μοναχογιού της. Γιαυτό και δεν θεωρεί ύβρη το να βάζει στο στόμα της Παναγίας, ο λαϊκός αγωνιστής, ακόμα και κατάρες, φοβερές και τρομερές αρές. Μήπως όμως και ο υμνωδός της Εκκλησίας δεν ψάλλει κατά την Θεία Λειτουργία: «Και εν τω ελέη σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου, ότι δούλος σου εγώ ειμί» ή πάλι ο άλλος ψαλμός που λέει: «πρόσθεσε αυτοίς κακά Κύριε, πρόσθεσε αυτοίς κακά τοις ενδόξοις της γης…»
Σε άλλα πάλι σημεία, την βλέπουμε να αντιδρά σαν γνήσια μητέρα, η οποία μετά τον θάνατο του μοναχογιού της, να της περνάει η ιδέα της αυτοκτονίας από την σκέψη της.
     Οι Εικαστικές αναπαραστάσεις της γλώσσας προερχόμενες, είτε από την επίσημη παράδοση της Εκκλησίας, είτε από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια και άλλες πηγές της παράδοσης, είτε από τις διάφορες Αγιογραφίες ή και τα διάφορα άλλα συγγενή μοτίβα της λαϊκής δημώδους ποιήσεως, απελευθερώνουν ένα απύθμενο συναίσθημα συμπόνιας που προσδιορίζεται από τα γνωστά σε εμάς γεγονότα του Θείου δράματος. Και αν παρατηρήσει κανείς την διάταξη των συμπυκνωμένων όλο λυρισμό εικόνων, θα διακρίνει μία προς τα μέσα φορά. Δηλαδή τα μικρά συμπληρωματικά μοτίβα, που άλλοτε υπαινιχτικά και άλλοτε όχι περιγράφουν τα γεγονότα των ιερών αυτών στιγμών, ενοποιούνται σε μια εκστατική κλίμακα. Και, καθώς ρευστοποιούνται, διαχέονται στον κύριο πυρήνα αναφοράς της αφήγησης, που είναι ο σπαρακτικός και με κάποια αθώα αφέλεια λόγος, μιας κατά κάποιον τρόπο καταρρέουσας προσωπικότητας, μέσα σε ένα ευρύτερο σχήμα «παθοποιίας».
-Εδώ μας έρχεται στον νου και η στιγμή του Ιησού, στον Κήπο της Γεθσημανής-(εννοώ της εικόνας της τεράστιας μοναξιάς, ερημιάς και απόγνωσης που αντιμετωπίζει, λίγο πριν την σύλληψή του, καθώς κανείς από τους μαθητές του, δεν κατανοεί το τι πρόκειται να του συμβεί, και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να του συμπαρασταθεί). Όπου τα πάντα χάνουν το αρχικό τους σχήμα κάτω από το βάρος μιας σκοτεινής και ίσως ανεξιχνίαστης απόγνωσης. Και ενώ υπερτονίζεται η ανθρώπινη πλευρά της Μάνας-Παναγίας, σε σχέση με αυτόν της Θεοτόκου, ταυτόχρονα φωτίζεται και η ανίερη πράξη των μετεχόντων στο Θείο δράμα, αλλά και η πρόθεσή τους.
Έχουμε με τον τρόπο αυτό μια συνταύτιση του προσώπου της Μάνας Παναγιάς με τις άλλες μανάδες και με τον ευρύτερο συμπάσχοντα με αυτήν περιβάλλοντα χώρο, διαγράφοντας μιαν ευρύτερη από την δογματική θρησκευτική και εκκλησιαστική ερμηνεία, αντίληψη του Κόσμου και της Ζωής.
Και, αν αναλογιστούμε την χρονική και ιστορική περίοδο κατά την οποία διαμορφώθηκε και πλάστηκε το Μοιρολόι της Παναγίας με τις διάφορες παραλλαγές του, θα κατανοήσουμε την σπουδαιότητά του, και τον παιδευτικό του χαρακτήρα. Αφού όποιος το διαβάσει θα δει και το αίσιο τέλος της εξέλιξης. Αλλά και τις επιρροές που είχε πάνω σε επώνυμους ή ανώνυμους καλλιτέχνες. Φυσικά δεν είχε την «λόγια» θεατρική εξέλιξη που είχε το άλλο θρησκευτικό δράμα «Ο Χριστός πάσχων», όμως δεν έπαψε να τραγουδιέται έστω και αποσπασματικά και να βρίσκεται στα χείλη χιλιάδων αγράμματων γυναικών της περίοδο της μεγάλης Τεσσαρακοστής και ιδιαίτερα την Μεγάλη Παρασκευή.
      Και μέσα από την θρηνητική αυτή μικρή και απτή αφηγηματική τοιχογραφία του συναισθήματος της Μάνας-Παναγιάς, αποτυπώνεται η χυμώδης φαντασία ενός λαού τυρανισμένου, αιωνίως λυπημένου και χιλιοπροδομένου, που ιστορικά και διαχρονικά έχει συμφιλιωθεί περισσότερο με τον θάνατο παρά με την ζωή. Γιαυτό και οι Ελληνίδες γυναίκες, μανάδες ή γιαγιάδες, ιδιαίτερα στα χωριά, την μόνη ενδυμασία που γνωρίζουν είναι τα μαύρα. Το πένθος τους είναι συνεχές και καταλυτικό της προσωπικής τους ύπαρξης.
    Ίσως ο σύγχρονος μεταφυσικά άστεγος Έλληνας,-αυτός που συνηθίζει να γκρεμίζει ότι οι παλαιότεροι οικοδόμησαν με πολύ κόπο και αγώνα-να δυσκολεύεται να κατανοήσει τον ποιητικό λυρισμό που αναβρύζει από παρόμοια κείμενα της παράδοσής του, και μένει μάλλον αδιάφορος από την καθαρτική μέθεξή τους. Θύμα μιας οικονομίστικης καταναλωτικής ψύχωσης δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την τεράστια προσφορά της ιερής αυτής ποιητικής παράδοσης στην οποία ανήκει αλλά και του ανήκει. Πέρα ασφαλώς από την όποια πίστη ή απιστία του καθενός μας στα θρησκευτικά σύμβολα αυτά. Ακολουθώντας ετοιμοθάνατους σφετεριστές μιας περασμένης αιματοβαμμένης κόκκινης εποχής,
αποιεροποιεί όχι μόνο την προσωπική του ζωή, και τον γύρω περιβάλλοντα φυσικό του χώρο, αλλά θα τολμούσαμε να πούμε και τον ίδιο τον θάνατο, το φαινόμενο αυτό της τελεσίδικης για όλους μας ιερότητας. Παραβλέποντας ή λησμονώντας ακόμα και το αρχαίο κάλλος. Και, μην κατανοώντας, ότι, η ζωή χωρίς την αίσθηση της παραμυθίας των ιερών ιστορικά συμβόλων, χωρίς τα ποιητικά αυτά ιερά σύμβολα των λέξεων ή των εικόνων της μακραίωνης παράδοσής μας, μοιάζει με «νεφέλαι άνυδροι υπό ανέμων περιφερόμεναι».
      Και ένα αιώνιο ποιητικό ιερό σύμβολο είναι η Ελληνίδα μάνα, η Παναγιά η Ελλαδίτισσα, καθώς και το αιώνιο μοιρολόι της.
      ….  λάβε μάναμ’ υπομονή
να κάνη ο κόσμος όλος
άντε μάναμ’ στο σπίτι μας
παρ’ και τον Ιωάννη
μόνο το μέγα Σάββατο
κοντά στο μεσημέρι
που θα κτυπούν τα σήμαντρα
θα ψάλλουν οι παπάδες
τότε και συ μανούλα μου
νάχης χαρές μεγάλες
τώρα ναγιά σαρακοστή
τώρα ναγιές ημέρες
που λειτουργούν οι εκκλησιές
και ψάλλουν οι παπάδες
και λεν το κύριε ελέησον
και στ’ άλλο το Ευαγγέλιο
όποιος τ’ ακούει σώζεται
κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστή
παράδεισο θα λάβη
παράδεισο και λίβανο
απ’ τον πανάγιο τάφο           
λίβανο απ’ την Παναγιά
λίβανο απ’ τα Ιεροσόλυμα.
      Αυτή η Μάνα-Παναγιά, είναι ο σκοπός
«ο προεπινοηθείς των αιώνων, των θείων χρησμών η κορωνίδα, η άρρητος και υπεράγνωστος της πρανάρχου περί τον άνθρωπον κηδεμονίας βουλή, η απαρχή της προς το οικείον πλάσμα του παγγενέτου Θεού κοινωνίας και συμφυϊας», όπως γράφει στο γνωστό ποιητικό του έργο ο Ανδρέας Κρήτης.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα 
«Εξόρμηση»
Παρασκευή 16 Απριλίου 1993.

Υ. Γ. Στην μεταφορά του κειμένου, εδώ στο μπλοκ μου, προσέθεσα και ένα μικρό μέρος από μια παραλλαγή που βρήκα για το Μοιρολόγι της Παναγίας. Δυστυχώς είναι αρκετά μακροσκελές, ξεπερνά τις 5 σελίδες, και έτσι θα ήταν δύσκολο να το συμπεριλάβω ολόκληρο. Το ίδιο φυσικά ίσχυσε και στην εφημερίδα «Εξόρμηση», όταν το πρωτοδημοσίευσα στις 16 του Απρίλη του 1993. Καταλάμβανε πάνω από δύο σελίδες πράγμα που θα το καθιστούσε αδιάβαστο. Και έτσι δεν προστέθηκαν αποσπάσματα.
Πειραιάς, Καθαρά Δευτέρα, 3/3/2014 6:24 μμ              
                   
               

                                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου