Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, του Πωλ Βερλαίν

 Ο ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ, με τα μάτια του Πωλ Βερλαίν

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΕΔΩ
     Τα πορτρέτα που παρουσιάζονται εδώ έχουν μια τέλεια αυθεντικότητα……
Η Ετιέν Καρζά φωτογράφισε τον Αρτύρ Ρεμπώ τον Οκτώβριο του 1871. Αυτή την εξαιρετική φωτογραφία έχει ο αναγνώστης μπροστά του, φωτογραφία που όπως εκείνη του Κορμπιέρ, επίσης εκ του φυσικού, έχει αναπαραχθεί με τη μέθοδο της φωτοχαρακτικής.
     Δεν είναι μήπως το «Θείο Παιδί» χωρίς τη φοβερή διάψευση της περίπτωσης του Σατωμπριάν; Με τα χείλη του, που από τότε ήταν αισθησιακά; Να σκιρτούν δυό μάτια χαμένα μάλλον σε μια πανάρχαια ανάμνηση παρά σ’ ένα όνειρο ακόμα πρώιμο; Σε αυτά τα γεμάτα αναίδεια ρουθούνια μήπως δε γελάει ένας Καζανόβας παιδάριο, πολύ όμως ποιο έμπειρος σε περιπέτειες; Κι αυτό το όμορφο και λοξό πηγούνι δεν είναι σα να λέει: «δεν πας περίπατο;» σε κάθε αυταπάτη που δεν οφείλει την ύπαρξή της στην πιο αμετάκλητη θέληση; Τέλος, για μας, τα υπέροχα άτακτα μαλλιά του δεν μπορεί να είναι τόσο μπερδεμένα παρά μονάχα από έντεχνα βαλμένα μαξιλάρια, πατικωμένα εξάλλου από τον λυγισμένο αγκώνα μ’ ένα καπρίτσιο εντελώς σουλτανικό. Κι αυτή η ακαταδεξία, η τελείως αρρενωπή, για μια ανώφελη περιποίηση, σ’ αυτή τη γραμμένη ομορφιά του διαβόλου!...........
     …………Αξίζει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι όσο οι στίχοι αυτών των Καταραμένων είναι γραμμένοι με μεγάλη επιμέλεια(για απόδειξη αρκούν οι κάθε λογής προσπάθειες για την τελειότητα) τόσο τα χαρακτηριστικά τους είναι ήρεμα, σαν από μπρούτζο που θυμίζει λίγο παρακμή. Μα τι είναι κατά βάθος η παρακμή; Τι άλλο από πολύχρωμο μάρμαρο-και λοιπόν κάτω ο ψεύτικος ρομαντισμός και ζήτω η καθαρή και επίμονη (κι όχι λιγότερο παιχνιδιάρικη) γραμμή, που εκφράζει τόσο καλά μέσα από την υλική κατασκευή το αδέσμευτο ιδεώδες!
     Υπάρχει κάτι το απαθές σ’ αυτά τα παράξενα πρόσωπα, και τα τρία πολύ όμορφα-παρατηρήστε το καλά- που δικαιώνει αμετάκλητα τους απαράμιλλους στίχους που πρόκειται να διαβάσει κανείς σ’ αυτό το ταπεινό αλλά και γεμάτο πείσμα σχολίασμα.
      Συγχωρέστε μόνο τα λάθη του σχολιαστή. Όσο για τον ενθουσιασμό του, τόσο καλύτερο γι’ αυτόν αν τον αγαπήσετε, τόσο το χειρότερο για σας αν δεν τον καταλάβετε!
Ιδού.
Πώλ Βερλαίν
Παρίσι, 25 Φεβρουαρίου 1884

     Το δεύτερο ποιητικό πορτραίτο που εξετάζει ο ποιητής Πωλ Βερλαίν, στην μελέτη του «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ»(LES POETES MAUDITS. Tristan Corbiere, Arthur Rimbaaud, Stephane Mallarme) Paris 1884, ελληνική έκδοση εκδόσεις Αιγόκερως 1982, παρουσίαση Ροζέ Πιερό και σε επίμετρο-μετάφραση-σχόλια: Αλέξη Ζήρα είναι ο Αρτύρ Ρεμπώ. Ας δούμε τι αναφέρει σχετικά:
     «Είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε τον Αρτύρ Ρεμπό. Σήμερα κάποια πράγματα μας κρατούν μακριά του, χωρίς εννοείται, ο πολύ βαθύς θαυμασμός μας για τη μεγαλοφυΐα του να ‘χει ποτέ ελαττωθεί.
     Στη σχετικά μακρινή εποχή της στενής φιλίας μας ο Αρτύρ Ρεμπό ήταν ένα παιδί δεκαέξι ως δεκαεφτά χρονών, ήδη εφοδιασμένος μ’ όλες τις ποιητικές αποσκευές που θα του χρειάζονταν ώστε να τον αναγνωρίσει το πραγματικό αναγνωστικό κοινό και που εμείς θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε, με όσο μπορούμε περισσότερα παραθέματα.
     Σαν άντρας ήταν ψηλός, καλοφτιαγμένος, σχεδόν αθλητικός τύπος, με πρόσωπο τέλεια ωοειδές, ενός έκπτωτου αγγέλου, με μαλλιά ανοιχτά καστανά, ακατάστατα και με μάτια ανήσυχα που είχαν ένα χρώμα ανοιχτογάλαζο. Με καταγωγή από τις Αρδένες διέθετε, εκτός από μια όμορφη στο άκουσμα τοπική προφορά που την έχασε αρκετά γρήγορα, το χάρισμα να αφομοιώνει αμέσως, χάρισμα που έχουν κατεξοχήν τα άτομα από την περιοχή εκείνη,-κάτι που μπορεί να εξηγήσει το γρήγορο μαρασμό, κάτω από τον αποβλακωτικό ήλιο του Παρισιού, της ποιητικής του φλέβας, για να μιλήσουμε σαν τους πατεράδες μας που η ευθύβολη και σωστή γλώσσα τους δεν είχε πάντα άδικο, τελικά!
     Θα μας απασχολήσει στην αρχή το πρώτο μέρος του έργου του Αρτύρ Ρεμπό, έργο εντελώς της πρώτης εφηβείας του,-θαυμαστή εφηβεία, υπέροχη τρελή νεότητα! για να εξετάσουμε στη συνέχεια τις διαφορετικές εξελίξεις αυτού του ορμητικού πνεύματος, ως το τέλος της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας.
     Εδώ κάνω μια παρένθεση: αν οι γραμμές αυτές πέσουν κατά τύχη στην αντίληψή του, ο Αρτύρ Ρεμπό ας ξέρει καλά πως δεν κρίνουμε τα κίνητρα των ανθρώπων. Να ‘ναι βέβαιος για την πλήρη επιδοκιμασία μας(και για τη μεγάλη θλίψη μας επίσης) για το ότι εγκατέλειψε την ποίηση, αρκεί, και δεν αμφιβάλλουμε γι’ αυτό, αυτή η εγκατάλειψη να είναι γι’ αυτόν έντιμη, έλλογη κι αναγκαία.
     Το έργο του Ρεμπό που ανάγεται στην περίοδο της πρώτης νεότητάς του, δηλαδή στα χρόνια 1869, 1870 και 1871, είναι αρκετά πλούσιο και μπορεί ν’ αποτελέσει έναν ευπρόσωπο τόμο. Συντίθεται από ποιήματα γενικά σύντομα, από σονέτα, τριολέτες, σε τετράστιχες, πεντάστιχες και εξάστιχες στροφές. Ο ποιητής δεν χρησιμοποιεί πλατιές ομοιοκαταληξίες. Ο στίχος του οικοδομημένος με συμπαγή τρόπο, χρησιμοποιεί σπανίως τεχνάσματα. Ελάχιστες παύσεις, ακόμα πιο ελάχιστες παραστάσεις του στίχου στον επόμενο. Η επιλογή των λέξεων είναι πάντα επιλεκτική, μερικές φορές επίτηδες σχολαστική. Η γλώσσα είναι σαφής και παραμένει διαυγής όταν η ιδέα βαθαίνει ή όταν συσκοτίζεται το νόημα. Ομοιοκαταληξίες πολύ πετυχημένες.
     Δεν θα ξέραμε άλλο καλύτερο τρόπο για να δικαιώσουμε αυτά που λέμε εδώ από το να παρουσιάσουμε το παρακάτω σονέτο.
ΦΩΝΗΕΝΤΑ
Α μαύρο, Ε άσπρο, Ι κόκκινο, Υ πράσινο, Ο μπλέ, θα βρω
τη φευγαλέα σας γέννηση να πω, καμιά φορά;
λάσιο κορσάζ θρασόμυιγων, που βομβούν ηχηρά
γύρω από ωμές ακαθαρσίες, ώ κόλποι σκιάς, Α μαύρο.
Ε, ειλικρίνεια των ατμών και τεντών, των επηρμένων
παγετώνων λόγχη, άσπροι βασιλείς και ρίγη ανθένιων σκιών.
Ι, πορφύρες, μια αιμόπτυση, ένα γέλιο ωραίων χειλιών
μες στην οργή ή στον ίλιγγο μεθών μετανοημένων.
Υ, ειρήνη λειβαδοτοπιάς από τα ζώα σπαρμένη,
ρυτίδων, που στα επιμελή ή αλχημεία τυπώνει
μέτωπα, κύκλοι, θείοι πολύχροου πόντου.
Ο, τέλεια Σάλπιγγα, που σε πληρούν περίεργοι τόνοι
στριγγιάς, σιωπή από Κόσμους κι Αγγέλους διασχισμένη:
-Ώ Ωμέγα εσύ, μενεξεδένια αχτίδα των Ματιών Του!
Μετάφραση: Άρης Δικταίος, εφημερίδα Καθημερινή 17 Ιουνίου 1940.
     Η Μούσα(τόσο το χειρότερο! Ζήτω οι πατεράδες μας!), η μούσα, λέμε, του Αρτύρ Ρεμπό παίρνει όλους τους τόνους, χτυπάει όλες τις χορδές της άρπας, κρούει ελαφρά όλες τις χορδές της κιθάρας και χαϊδεύει αν χρειαστεί την τρίχορδη λύρα μ’ ένα δοκάρι ευκίνητο.
     Χλευαστής και πανούργος, ο Αρτύρ Ρεμπό, όταν αυτό τον βολεύει, παραμένει ωστόσο ο μεγάλος Ποιητής που έκανε ο Θεός.
     Σαν απόδειξη Η βραδινή Προσευχή που κι αυτή οι Καθισμένοι γονατίζουν μπροστά της!
ΒΡΑΔΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ζω καθιστός, σαν άγγελος στα χέρια ενός μπαρμπέρη,
κάτωθι από αψηλάφητων πανιών τους ουρανούς
κι ένα ποτήρι, που αύλακες τριγύρω έχει βαθιούς
και την κοιλιά σαν έγγυας, με μπύρα, έχω στο χέρι.
--
Σαν κουτσουλιές περιστεριού, που γέρασε, μπουλούκια
Ονείρων δίνουν μέσα μου μιάν ζέσταν αλαφρή,
μετά, για λίγο, γίνεται η καρδιά μου η τρυφερή
μια κάνουλα, που κίτρινο στάζει κρασί απ’ τα λούκια.
--
Κι όταν κατάπια τα Όνειρα, με μια έγνοια περισσή,
πηγαίνω, μια σαρανταριά ποτήρια έχοντας πιεί,
να βρω για την επείγουσα ανάγκη μου κάποιον τόπο:
--
Γλυκός καθώς ο Κύριος του κέδρου και των υσσώπων,
ουρώ μακριά και ουρώ ψηλά, προς το ύψος των ήλιων,
τη συγκατάθεση έχοντας ψηλών ηλιοτροπίων.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος, Μεγάλες στιγμές της Ποιήσεως, Δωδώνη 1967
     Οι Καθισμένοι έχουν μια μικρή ιστορία που θα έπρεπε ίσως να την αναφέρουμε ώστε να τους καταλάβει κανείς καλύτερα.
     Ο Αρτύρ Ρεμπό που τότε ήταν δευτεροετής, εξωτερικός, στο λύκειο της….(17), έκανε τα μεγαλύτερα σκασιαρχεία, και όταν ένιωθε-επιτέλους! Κουρασμένος με το να διατρέχει βουνά, δάση και πεδιάδες, για μέρες, γιατί ήταν περίφημος στρατοκόπος! πήγαινε στη βιβλιοθήκη της πόλης και εκεί ζητούσε βιβλία που αντηχούσαν άσχημα στ’ αυτιά του Διευθυντή της Βιβλιοθήκης, του οποίου το όνομα, ελάχιστα σημαντικό για τις επερχόμενες γενιές, μόλις που το συγκρατούμε στην άκρη της πένας μας’ τι σημασία όμως έχει το όνομα ενός καλοκάγαθου ανθρώπου σ’ αυτή τη συφοριασμένη δουλειά του; Ο εξαίρετος γραφειοκράτης που τα ίδια τα καθήκοντά του τον υποχρέωναν να δίνει στον Αρθούρο Ρεμπώ, μετά από αίτηση του τελευταίου, τολμηρές Ανατολίτικες Ιστορίες και λιμπρέτα του Φαβάρ (18), όλ’ αυτά ανακατεμένα με ακαθόριστης υφής επιστημονικά συγγράμματα, παμπάλαια και πολύ σπάνια, αναθεμάτιζε που σηκωνόταν κάθε λίγο για να εξυπηρετήσει αυτό το χαμίνι και το ξανάστελνε μ’ ευχαρίστηση στα ελάχιστα αγαπητά του διαβάσματα, στον Κικέρονα, τον Οράτιο και ούτε ξέρουμε σε ποιους Έλληνες ακόμα. Το
χαμίνι, που άλλωστε ήξερε και προπάντων εκτιμούσε πολύ περισσότερο τους κλασικούς του από το γεράκο, στο τέλος εξοργιζόταν, απ’ όπου και το αριστούργημα που ακολουθεί.
ΟΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΑΡΙΟΙ
Μάτια πρασινοκύκλιαστα, μαύροι από κρετολιές,
βλογιοκομμένοι, με χοντρά δάχτυλα, συσπασμένα
στ’ ατζιά, και πάντα μ’ ασαφείς καυγάδες πλακωμένα
τα μέτωπα, όπως στους παλιότοιχους οι ανθήσεις οι λεπρές.
--
Τ’ αλλόκοτά του κόκαλα μπολιάσαν, μ’ επιληπτικήν
αγάπη, στων καθισμάτων τους τον μαύρο σκελετό’
απ’ το πρωί ως το βράδι, τα πόδια τους, επί καιρό
ατέλειωτο, σε μια περόνα πλέκουνε ραχητική.
--
Οι γέροι, με τις έδρες τους, πλοκαμό έχουνε κάμει,
νιώθοντας να τους διαπερνά ένας ήλιος ζωηρός,
ή τρέμουν, μ’ ένα ρίγος φρύνου οδυνηρό,
τα χιόνια αν δουν να κρυσταλλιάζουνε στο τζάμι.
--
Κ’ η Έδρα καλωσυνάτη είναι μαζί τους βρακωμένη
στα σκούρα, υποχωρεί στων κώλων τις γωνιές
το άχυρο, που βράζει από σπόρους,-είναι οι θημωνιές,
όπου η ψυχή παλιών ηλίων καίεται σμαλτωμένη.
--
Κ’ οι βιβλιοφύλακες, πράσινοι κλειδοκυμβαλιστές,
κάτω απ’ την έδρα τους τα δέκα δάχτυλα χτυπούνε
σε τύμπανου ρυθμό: θλιμμένης βαρκαρόλας παφλασμούς ακούνε
κ’ οι κεφαλές τους σ’ ερωτικούς σάλους είναι αμολητές.
--
-Ώ, μα μην τους σηκώνετε! Ναυάγια είναι…. Ξυνίζουν
τα μούτρα τους, γρυλλίζοντας σαν δαρμένες γάτες,
και ώ, λύσσα! Ανοίγοντας, αργά, τις ωμοπλάτες,
στα φουσκωτά νεφρά τα πανταλόνια ξεφουσκίζουν.
--
Και τους ακούτε να χτυπούνε τις φαλάκρες
σε τοίχους σκοτεινούς, πατώντας και πατώντας στα στραβά.
--
Από δαμασκηνιά άγρια πυρρόχρωμα έχουνε κουμπιά,
που το βλέμμα απ’ των διάδρομων σέρνουν τις άκρες.
--
Κι αόρατο έχουν χέρι, που σκοτώνει, μα το
βλέμμα τους έχει το φαρμάκι το μαύρο διηθημένο,
που φορτώνει, στο μάτι που πονεί, σκύλο δαρμένο
κ’ εσύ ιδρώνεις, μπασμένος σε χουνί φριχτό.
--
Με τις γροθιές, μες στα βρώμικα μανίκια τους, θα πάρουν
τη θέση τους, ποιοι τους σηκώσαν ενώ σκέφτονται, ξανά,
κι από το πρωί ως το βράδι, κάτω από τα ισχνά
πηγούνια τους, οι αμυγδαλές τους πάντα να κρεπάρουν.
--
Κι όταν, κάτω απ’ τον αυστηρό ύπνο, χαμηλώνουν
πάνω στα μπράτσα τους βαθιά τις κεφαλές,
αγάπες ονειρεύονται μικρές κι αληθινές
για πολυθρόνες, που λαμπρά γραφεία τις πλαισιώνουν.
--
Όπως στον μίσχο των γλαδιόλων πέταγμα νυμφών,
άνθη μελάνης, που έφτυσε κομμάτων γύρη,
τους λικνίζουν οι κάλυκές τους, που έχουν γείρει,
-κ’ ερεθίζεται ο μπούτσος τους από τη γένεια των σταχυών.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος, Μεγάλες στιγμές της Ποιήσεως, Δωδώνη 1967
          Επιφυλαχθήκαμε να παραθέσουμε ολόκληρο αυτό το τόσο στοχαστικό και φλεγματικό ποίημα, ως τον τελευταίο στίχο τόσο λογικό και με μια τόσο πετυχημένη τόλμη. Ο αναγνώστης μπορεί έτσι να γνωρίσει τη δύναμη της ειρωνείας, το φοβερό οίστρο του ποιητή, του οποίου απομένει να εκτιμήσουμε τα πιο υψηλά και υπέροχα δώρα, λαμπρή μαρτυρία της Μεγαλοφυΐας, τεκμήριο της γαλλικής περηφάνειας, εντελώς γαλλικής, επιμένουμε σ’ αυτό αυτές τις μέρες του χαλαρού διεθνισμού, για μια φυσική και μυστική ανωτερότητα της ράτσας και της κάστας, κατάφαση χωρίς καμιά αμφισβήτηση γι’ αυτή την αθάνατη βασιλεία του Πνεύματος, της Ψυχής και της ανθρώπινης Καρδιάς.
     Η Χάρη και η Δύναμη, και η μεγάλη Ρητορική ικανότητα μη αναγνωρισμένη από τους συμπαθητικούς μας, τους λεπταίσθητούς μας, τους γραφικούς μας, αλλά στενοκέφαλους και περισσότερο από στενοκέφαλους, περιορισμένους στο πνεύμα Νατουραλιστές του 1883!
     Η Δύναμη, ένα δείγμα που ήδη είχαμε στα ποιήματα που καταχωρίσαμε πιο πάνω, όμως ακόμα κι εκεί είναι σε τέτοιο βαθμό ντυμένη το παράδοξο και το φοβερά ωραίο χιούμορ, ώστε παρουσιάζεται κάπως μεταμφιεσμένη. Θα την ξαναβρούμε στο ακέραιό της, πανέμορφη και πεντακάθαρη, στο τέλος αυτής της εργασίας. Για την ώρα είναι η Χάρη που μας καλεί, μια χάρη ιδιαίτερη, άγνωστη σίγουρα ως εδώ, όπου το παράδοξο και το παράξενο προσθέτουν μια ιδιότυπη αίσθηση στη μεγάλη ευαισθησία, τη θεία απλότητα της σκέψης και του ύφους.
     Δε γνωρίζουμε, από τη μεριά μας, σε καμιά λογοτεχνία κάτι που να ‘ναι άγριο και συνάμα τόσο τρυφερό, χαριτωμένα γελοιογραφικό και τόσο εγκάρδιο, και τόσο καλοκάγαθο, και ταυτόχρονα ειλικρινές, εύηχο, αυθεντικό όπως
ΟΙ ΕΚΘΑΜΒΟΙ
Μαύροι, μες στην αχλύ και μες στο χιόνι,
στον φεγγίτη, όπου η φωτιά πυρώνει,
με τους κώλους τους κυκλικά,
πέντε μικροί έχουνε-τι φτώχεια!-γονατίσει
και τον φούρναρη βλέπουν, που ‘χει αρχίσει
να πλάθει τα ξανθά ψωμιά.
--
Βλέπουν το δυνατό, άσπρο χέρι, που γυρίζει
το γκριζωπό ζυμάρι και να το φουρνίζει
μέσα σ’ αυτόν τον φωτεινό
φεγγίτη κι ακούνε τα ψωμιά τα ευλογημένα
να ψήνονται και τον παχύγελο τον φούρναρη ένα
παλιό να μουρμουρίσει σκοπό.
--
Κανένας δεν κουνιέται, ζαρωμένοι
στον κόκκινο φεγγίτη, απ’ όπου βγαίνει
μια πνοή, ως κοιλιά θερμή.
Όταν, σάμπως για χόρτασμα, σαν ένα
χριστόψωμο,-έτσι ήταν πλασμένο,-
βγαίνει απ’ τον φούρνο το ψωμί.
--
Κι όταν, κάτω από τις δοκούς τις καπνισμένες,
οι κρουστές τραγουδούν ευωδιασμένες
κ’ οι γρύλλοι, πόσο, ώ πόσο
η ζεστή τρύπα τούτη ζει και ζαίνει
και κάτω απ’ τα κουρέλια τους θελγμένη
είναι η ψυχή τους τόσο!
--
Κ’ αισθάνονται τόσο όμορφα ότι ζούνε
αυτοί οι φτωχοί Χριστοί, που εκεί νωθρούνε
πάχνη γιομάτοι,
τα ρόδινα μουσούδια τους κολλώντας
στα κάγκελα κι ολοένα μουρμουρώντας,
ανάμεσα στις τρύπες, κάτι,
--
ολότελα μωροί και, κάνοντας την προσευχή τους,
κατά τα φώτα τ’ ουρανού την προσοχή τους
στρέφουνε, που άνοιξε ξανά,
με τόση βία, που το βρακί τους σκίζουν
και τα πουκάμισά τους ανεμίζουν
στον χειμωνιάτικο βοριά.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος, Νέα Εστία 15 Μαρτίου 1939
     Τι έχετε να πείτε; Εμείς, βρίσκοντας σε μια άλλη τέχνη αναλογίες που η γνησιότητα αυτού του «μικρού πορτρέτου» μας απαγορεύει να τις αναζητήσουμε σε κάθε πιθανό ποιητή, θα λέγαμε, πως είναι ένας Γκόγια καλύτερος και πιο δαιμονισμένος. Ο Γκόγια και ο Μουρίλο, αν τους συμβουλευόμαστε, θα μας δικαιολογούσαν. Να το ξέρετε.
     Αναλογίες στον Γκόγια βρίσκουμε κι όταν διαβάζουμε ακόμα τις Ψειρήστρες, αυτή τη φορά ένας Γκόγια απελπιστικά λαμπρός, λευκό πάνω σε λευκό με τα εφέ ρόδινα και γαλάζια και αυτή τη μοναδική συγκίνηση που φτάνει ωε το φανταστικό. Όμως πόσο ανώτερος είναι πάντοτε ο ποιητής απέναντι στο ζωγράφο, και λόγω της υψηλής υφής της συγκίνησης και λόγω της μουσικότητας των ωραίων ομοιοκαταληξιών!
     Κοιτάξτε και μόνοι σας:
ΟΙ ΨΕΙΡΗΣΤΡΕΣ
Όταν, παιδικό μέτωπο, γιομάτο θύελλες ερυθρές,
τα λευκά, ονείρων ασαφών, επικαλείται σμήνη,
οι δυό μεγάλες του έρχονται, μ’ εύθραυστα δάχτυλα, αδερφές,
και τ’ ασημένια νύχια τους, πλάι στη δική του κλίνη.
--
Σε ορθάνοιχτο παράθυρο καθίζουν το παιδί κοντά,
όπου, στο αγέρι το κυανό, πλήθη άνθη κολυμπάνε,
και στα βαριά του τα μαλλιά, όπου πάνω τους, πέφτει η δροσιά,
τ’ αβρά, φοβερά δάχτυλα κ’ εράσμια περπατάνε.
--
Γροικά οι δειλές να τραγουδούν ανάσες τους, τ’ αγάλια
φυτικά μέλια, που αποπνέουν, τα ροδαλά, και που,
κάποτε, κάποιο σφύριγμα τις κόβει, από τα σάλια
στα χείλη τους ή επιθυμιάς φιλιού.
--
Τα μαύρα να χτυπούνε τσίνουρα, στη σιωπή που μυρίζει
όμορφα, ακούει, τα δάχτυλα, απαλά κ’ ηλεχτρικά,
έτσι όπως κάνουν των ψειρών τον θάνατο να τρίζει,
στη γκρίζα αδιαφορία του, κάτω απ’ τα νύχια τα βασιλικά.
--
Και το κρασί της Οκνηρίας, μες στο παιδί, ανεβαίνει,
σα στεναγμός, που να τρελάνει θα δινόταν, αρμονίων,
και, μέσα του, με τ’ αργά χάδια, ν’ αναβρύσει και να πεθαίνει,
άπαυτα, αισθάνεται, μια επιθυμία δακρύων.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος, Ελληνική Επιθεώρηση, Μάϊος 1940
     Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, ακόμα και το ακανόνιστο της ομοιοκαταληξίας στην τελευταία στροφή, ακόμα και η τελευταία φράση που μοιάζει ξεκρέμαστη και περιττή, καθώς της λείπει ένας σύνδεσμος ως την τελεία, που να μην προσθέτει στην ελαφράδα της σκιαγράφησης, στην εσωτερική δόνηση, στην εύθραυστη χάρη του ποιήματος. Και μήπως δεν υπάρχει αυτός ο όμορφος ρυθμός, το όμορφο ζύγιασμα που θυμίζει Λαμαρτίνο, σ’ αυτούς τους στίχους που μοιάζουν να προεκτείνονται στο όνειρο και τη μουσική; Και ακόμα θυμίζει Ρακίνα, θα τολμούσαμε να προσθέσουμε, και άλλωστε γιατί να μην κάνουμε αυτή τη σωστή παρατήρηση, πως δηλαδή ο στίχος έχει κάτι από τη λάμψη του Βιργιλίου;
     Ακόμα κι άλλα δείγματα χάρης, εξαιρετικά διαβολεμένης ή άσπιλης, μας σκανδαλίζουν ώστε με τη μαγεία τους να σας κάνουμε εκστατικούς, αλλά οι φυσιολογικοί περιορισμοί αυτού του δεύτερου δοκιμίου, που ήδη είναι μεγάλο, μας αναγκάζουν να παρακάμψουμε τόσα υπέροχα θαύματα και έτσι θα μπούμε, χωρίς άλλη αργοπορία, στην αυτοκρατορία της μεγαλόπρεπης Δύναμης, όπου μας προσκαλεί ο μάγος, με το ποίημά του.
ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Καθώς ατάραχα κατέβαινα ποτάμια, ρυμουλκούς
να με οδηγούνε, πια δεν ένιωθα: τους είχαν κάνει
στόχο τους, γυμνούς καρφώνοντάς τους, οι Ιντιάνοι,
κι ουρλιάζοντας, πάνω σε πάσσαλους χρωματισμούς.

Έγνοια καμιά δεν ένιωθα, για πλήρωμα, αγγλικά
μπαμπάκια αν και μετάφερνα κι από τη Φλάντρα στάρι.
Η χλαλοή με τους πλοηγούς μου, άμα είχε τέλος πάρει,
οι ποταμοί με αφήσανε να πάω όπου ήθελα πιά.

Στον μανιασμένο παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
χειμώνα, που ανυπάκουο κι από ένα παιδικό
μυαλό, έτρεξα! Κ’ οι ξέρεις, που πίσω άφηνα, άλλο σάλο
ποτέ, ποτέ δε νοιώσανε τόσο θριαμβευτικό.

Τις πόντιες τις αγρύπνιες μου η θύελλα έχει ευλογήσει.
Χόρεψα, από φελλό αλαφρότερο, δέκα νυχτιές
στα κύματα-τα λένε αιωνίως θυμάτων αγρευτές-
κι ουδέ είχα ηλίθιο μάτι φάρου νοσταλγήσει.

Γλυκύτερο, απ’ όσο έχουνε το μήλο τα παιδιά,
νερό πράσινο μούσκεψε τα ελάτινα σκαριά μου
και μου έπλυνε απ’ των ξερατιών τα ίχνη, ή απ’ τα κρασιά,
πέρα, τιμόνι κι άγκυρα, μακριά, σκορπίζοντάς μου.

Λούζομαι, απ’ τον καιρόν αυτό, μες στο Θαλασσινό
Ποίημα, αποσταγμένο από άστρα, και γαλακτωμένο,
γλαυκά ρουφώντας πράσινα, εκεί όπου, σκαρί αχνό
κ’ έκθαμβο, κυλά, κάποτε, σύννους, ένας πνιγμένος,

κι όπου, ξαφνικά, βάφοντας τα μπλε χρώματα, οκνοί
ρυθμοί είτε ενθουσιασμοί, κάτω απ’ της μέρας τις αχτίδες,
πιο δυνατές από τ’ αλκοόλ, πιο απέραντα αχανείς
απ’ τη λύρα μας, του έρωτα βράζουν οι πικρές φακίδες.

Ξέρω ουρανούς, που οι αστραπές τους σκίζουν σαν μαχαίρια,
σίφουνες, ξέρω ρεύματα, του σκιόφωτος τα ρόδα,
την έξαλλη αυγή, που ‘ρχεται σα σμήνος περιστέρια
κι ό,τι πίστεψε ο άνθρωπος που είδε, εγώ το ΄δα.

Είδα τον ήλιο χαμηλά, από φρίκη μυστική
διάστικτο, με μενεξελιούς κρυστάλλους να φωτίζει
κ’ είδα το κύμα, ως δράματος παμπάλαιου υποκριτή,
τα νουφαρένια ρίγη του μακριά να κυματίζει.

Νειρεύτηκα την πράσινη, με θαμπωτικό χιόνι,
νύχτα, φιλί που ανέβαινε σ’ ωκεάνια μάτια οκνό,
τ’ ωχρό και κυανό ξύπνημα ψαλτών φωσφόρων, κι
ονειρεύτηκα την κυκλοφορία ανήκουστων χυμών.

Της τρικυμίας την έφοδο  στα βράχια, υστερικό
γελαδοποίμνιο, ακλούθησα, μήνες και μήνες, δίχως
της Παναγιάς τα έμφωτα πόδια να στοχαστώ
πως ωκεανών ασθματικών θα εδάμαζαν το ρύγχος

Και σκόνταψα σ’ απίστευτες Φλωρίδες, όπου στα
άνθη μπλέκουν τα μάτια πάνθηρων, που έχουν των θνητών όντων
τη σάρκα! Και τα ουράνια τόξα είναι τανυστά,
σαν χαλινοί, προς τα γλαυκά ποίμνια των οριζόντων!

Τα έλη είδα τ’ απέραντα να βράζουν, κ’ είδα, κάτω
βαθιά, στα σκοίνα, ολόκληρο Λεβιάθαν να σαπίζει,
στους κυρτούς! Και, στη νηνεμία, καταρραχτίσματα είδα υδάτων
κι είδα και τον ορίζοντα στα βάραθρα να χειμαρρίζει.
Πάγους, νερά μαργάρινα, αργυρούς είδα ήλιους κι ουρανούς
πυρρόχρους, προσαράγματα φρικώδη, βυθισμένα
σε όρμο φαιό, όπου πέφτουνε, από δέντρα ροζιασμένα,
γιγάντια φίδια, όλο βρωμιά, φαγωμένα από κοριούς.

Να ‘δειχνα στα παιδιά ήθελα, ψάρια που τραγουδούσαν,
χρυσόψαρα και τα μπαρμπούνια των κυανών νερών αυτά.
-Τις θαλασσοπορείες μου ανθένιοι αφροί λικνούσαν
κι άφατοι ανέμοι μου ‘διναν, στιγμές-στιγμές, φτερά,
και κουρασμένος μάρτυρας των πόλων, των ζωνών,
η θάλασσα μαλάκωνε, κλαίγοντας ταραγμένη,
τον σάλο μου, κι ανέβαζε τ’ άνθη της, ωχρών σκιών,
για με, γυναίκα που έμοιαζα στα γόνατα πεσμένη…

Νησί σχεδόν, εσώριαζα κουτσουλιές και κρωγμούς,
στις κουπαστές μου, κρωχτικών πουλιών με ξανθά μάτια.
Και αρμένιζα, ώσπου ανάμεσα απ’ τους εύθραυστους μου αρμούς.
Οι πνιγμένοι κατέβαιναν να βρουν, σε με, κρεβάτια.

Πλοίο, απ’ των όρμων κάτωθε, χαμένο, τα μαλλιά,
σ’ αιθέρα, έρμο από πουλιά, απ’ τη θύελλα πεταμένο,
που άλλα καράβια δε θα βρούν, και τα πιο ξακουστά,
το σκέλεθρό μου, που απ’ το νερό ‘ναι μεθυσμένο,
ελεύθερο, καπνίζοντας, από αχλύ μωβ ζωσμένο,
τρυπούσα τους ροδίζοντες, σαν τοίχος, ουρανούς,
που φέρει-στους καλούς ποιητές ωραία καρυκευμένο
γλύκισμα-μούσκλα του ήλιου και βλέννες του γλαυκού,

εγώ, που ‘τρεχα διάστιχτο από φώτα, σαν τρελή
σανίδα, ιππόκαμποι τεφροί που κυνηγούσαν,
όταν, με διάπυρα χουνιά, οι υπερπόντιοι ουρανοί,
μαστιγωμένοι από τους αλωνάρηδες, κατρακυλούσαν,

εγώ, που έτρεμα, ακούγοντας, μακριά, τον οργασμό
των Βεεμώθ και το βουητό των Μαελστρόμων,
κλώστης αιώνιος της κυανής ακινησίας, ώ πως
νοστάλγησα τ’ αρχαία μουράγια Ευρωπαίων λοστρόμων!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι ουρανούς, σε νησιά,
παράφορους, φαρδιά ανοιχτούς τον ναύτη ν’ αγκαλιάσουν:
-Κοιμάσαι κ’ εξορίζεσαι σε τέτοιαν άβαθη νυχτιά,
ώ σφρίγος, άμετρα πουλιά, χρυσά, που ‘ναι να φτάσουν;

Μα, αληθινά, έκλαψα πολύ! Η αυγή ‘ναι σπαραγμός,
κάθε σελήνη είναι στυγνή κι ο ήλιος πικρός μου εστάθη,
Με τη μέθη λήθαργου ο έρωτας με γιόμισε ο στιφός.
Ω, ας ήταν να ναυάγιζα! Ω, ας μ’ έπαιρναν τα βάθη!

Το λιμνιασμένο πόθησα μαύρο και κρύο νερό
λακκούβες ευρωπαϊκής, το βράδι, ενώ ευωδάει,
γιατί είναι η ώρα, που, παιδί θλιμμένο, το μικρό,
σαν πεταλούδα του Μαγιού, καράβι του αμολάει,

Δε μπορώ πιά, στη ραθυμιά σας, κύματα, λουσμένο,
ν’ αρχίσω πάλι διαδρομές για εμπόρους μπαμπακιών,
ούτε κάτω απ’ την οίηση σημαιοστολισμών
να πλέω, ή τα μάτια τα φριχτά πλοίων παροπλισμένων…                   
Μετάφραση: Άρης Δικταίος, Ανθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως 1961
    Τώρα ποια γνώμη να σχηματίσουμε για την Πρώτη Κοινωνία, ποίημα πολύ μεγάλο για να καταχωριστεί εδώ, ιδιαίτερα μετά τα πολλά παραθέματα που έχουμε, και που άλλωστε απεχθανόμαστε το πνεύμα της, που μας φαίνεται ότι πηγάζει από μια διαβολική συνάντηση από μια διαβολική συνάντηση, με τον ασεβή και γηραλέο Μισελέ, τον Μισελέ που βρίσκεται πίσω απ’ τα αίσχη των γυναικών και πίσω από το Παρνί(αυτό τον άλλο Μισελέ, που κανείς δεν λατρεύει περισσότερο από μας), ναι, ποια γνώμη να εκφράσουμε γι’ αυτό το κολοσσιαίο ποίημα, πέρα από το ότι μας αρέσει η βαθιά του μεθοδικότητα και όλοι οι στίχοι του, ανεξαίρετα; όπως, για παράδειγμα:
Κύριε! Στις λατινικές εκφράσεις
Στιλπνοί πράσινοι ουρανοί λούζουν τα ροδόχρωμα Μέτωπα
Και κηλιδωμένα με καθάριο αίμα από θεϊκά στήθη,
Μεγάλα χιονισμένα ασπρόρουχα πέφτουνε πάνω στους ήλιους!
     Το Παρίσι ξανακατοικείται, που είναι γραμμένο την επομένη της «Ματοβαμμένης Εβδομάδας», βρίθει σε ομορφιές
………………………………………..
Κρύψτε τα νεκρά μέγαρα σε φωλιές σανιδένιες
Τρομαγμένη η παλιά μέρα ξεκουράζει τα βλέμματά σας
Να το κοκκινότριχο κοπάδι από κλώστρες γοφών!
………………………
Όταν τα πόδια σου χόρεψαν τόσο πολύ στην οργή,
Παρίσι! Όταν μαχαιρώνεσαι τόσες φορές,
Όταν κείτεσαι, κρατώντας στα καθάρια σου βλέφαρα
Της πυρρόξανθης άνοιξης λίγη απ’ την καλοσύνη.
…………………………
     Πάνω σ’ αυτό τον τρόπο έκφρασης, οι Φύλακες της νύχτας, ποίημα που, δυστυχώς!, δεν βρίσκεται στην κατοχή μας, και που η μνήμη μας δε θα μπορούσε να το αποκαταστήσει, μας έχουν δημιουργήσει την πιο ισχυρή εντύπωση απ’ ό,τι μας προκάλεσε ποτέ κάποιος στίχος. Είναι διαποτισμένοι με έναν ιερό παλμό, μια ιερή θλίψη και εγκατάλειψη! Και μ’ ένα τέτοιο τόνο άφατης στενοχώριας, που, αλήθεια, τολμούμε να πιστέψουμε πως είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει ο Αρτύρ Ρεμπώ!
     Πολλά άλλα ποιήματα πρώτης τάξεως πέρασαν έτσι στα χέρια μας, ποιήματα που μια κακόβουλη τύχη και ο στρόβιλος των ταξιδιών που γίνονταν σε διάφορους καιρούς συνέτειναν να τα χάσουμε. Εξορκίζουμε λοιπόν από δώ όλους τους φίλους μας, γνωστούς και αγνώστους, που έχουν στην κατοχή τους Φύλακες της νύχτας, τις Ενοκλασμούς, την Κλεμμένη καρδιά, τους Τελωνειακούς, Τα χέρια της Ζαν-Μαρί, τις Αδελφές του ελέους, και κάθε τι που έχει την υπογραφή αυτού του γοητευτικού ονόματος, να κάνουν τον κόπο να μας τα δώσουν, για την ενδεχόμενη περίπτωση που αυτή η εργασία θα επανεκδοθεί συμπληρωμένη. Στο όνομα της τιμής των Γραμμάτων επαναλαμβάνουμε την παράκλησή μας. Τα χειρόγραφα θα επιστραφούν, αφού κρατηθούν αντίγραφά τους, γενναιόδωρους κατόχους των.
     Καιρός είναι να σκεφτούμε να τελειώσουμε το δοκίμιο αυτό, που πήρε τόσες διαστάσεις γι’ αυτούς τους εξαιρετικούς λόγους.
     Το όνομα και το έργο του Κορμπιέρ, όπως και του Μαλαρμέ, είναι εξασφαλισμένα για το πέρασμα του χρόνου, τα μεν αντηχούν στα χείλη των ανθρώπων, τα δε σ’ όλες τις μνήμες, τις αντάξιές τους. Ο Κορμπιέρ και ο Μαλαρμέ έχουν τυπωθεί,-αυτό το μικρό κι όμως τεράστιο στη σημασία του γεγονός. Ο Ρεμπώ, πολύ ακατάδεχτος, πιο ακατάδεχτος κι από τον Κορμπιέρ, που τουλάχιστον πέταξε κατάμουτρα στην εποχή του το βιβλίο του, δε θέλησε να παρουσιάσει τίποτα σε στίχους.
     Ένα μονάχα ποίημα, που μπορεί να ‘ναι απαρνημένο ή αποκηρυγμένο απ’ αυτόν, καταχωρίστηκε εν αγνοία του στη δεύτερη χρονιά του περιοδικού Αναγέννηση, κατά το 1873. Είχε σαν τίτλο του Οι κόρακες. Αυτοί που θα έχουν την περιέργεια να ανατρέξουν θα απολαύσουν αυτό το πατριωτικό κείμενο, πατριωτικό με τα όλα του, και όσο για μας είναι πολύ του γούστου μας. Είμαστε περήφανοι που προσφέρουμε, πρώτοι, στις σύγχρονές μας διάνοιες τη δυνατότητα να γνωρίσουμε αυτό το πλούσιο έργο του Ρεμπώ.
     Αν είχαμε συμβουλευτεί τον Α. Ρεμπώ(που αγνοούμε το που βρίσκεται) θα μας είχε, ενδεχόμενα, αποτρέψει να αναλάβουμε αυτή την εργασία, σ’ ό,τι τον αφορά.
     Καταραμένος λοιπόν από τον εαυτό του, αυτός ο Καταραμένος Ποιητής! Όμως η φιλία, η ευλάβεια προς το έργο του, που έχουμε πάντα για αυτόν, μας υπαγόρεψαν αυτές τις γραμμές και μας έκαναν ακριτόμυθους. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν! Τόσο το καλύτερο-δεν είναι έτσι;-για σας. Δεν θα χαθούν τα πάντα απ’ αυτό το λησμονημένο θησαυρό που τον κατέχει αυτός ο,περισσότερο κι από αδιάφορος ποιητής. Κι αν διαπράττουμε κάποιο έγκλημα, τότε το σφάλμα μας είναι ευτυχές.
     Μετά από την παραμονή του στο Παρίσι, μετά από διάφορες λίγο πολύ τρομαχτικές περιπλανήσεις, ο Α. Ρεμπώ στράφηκε σ’ εντελώς άλλη κατεύθυνση και άρχισε να εργάζεται(αυτός!) πάνω σε απλοϊκούς τρόπους, εξαιρετικά απλούς, χρησιμοποιώντας ατελείς ομοιοκαταληξίες, αόριστες λέξεις, παιδιάστικες ή λαϊκές εκφράσεις. Πραγματοποίησε έτσι θαύματα πυκνότητας, ελλειπτικότητας, σχεδόν ανεπαίσθητης χάρης, με την ικανότητά του να είναι οξύς και λεπταίσθητος.
Ξαναβρέθηκε
Τι; Η αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα που περνά
Με τους ήλιους.
……………………
     Μα ο ποιητής εξαφανιζόταν.-Ακούμε να μιλούν για ακριβολόγο ποιητή.
     Ένας εκπληκτικός πεζογράφος επακολούθησε. Ένα χειρόγραφο που μας διαφεύγει ο τίτλος του και που περιέχει παράξενες αλληγορίες και τις πιο οξείες ψυχολογικές παρατηρήσεις έπεσε σε χέρια που το έχασαν χωρίς να ξέρουν τι έκαναν,
     Η Εποχή στην Κόλαση, που εμφανίστηκε στις Βρυξέλλες, το 1873, στις εκδόσεις Poot et Cie, βούλιαξε ολοκληρωτικά σε μια τερατώδη σιωπή, μια και ο συγγραφέας της δεν την έκανε διόλου «γνωστή». Είχε τότε άλλα πράγματα να κάνει.
     Διάτρεξε όλες τις ηπείρους, όλους τους ωκεανούς, μεσ’ στην ανέχεια, αλλά και στην περηφάνεια(πλούσιος άλλωστε, αν το είχε θελήσει, από την οικογένειά του και με προσωπική περιουσία) αφού έγραψε, σε πρόζα και πάλι, μια σειρά από υπέροχα κείμενα, τις Εκλάμψεις, χαμένα για πάντα, όπως φοβόμαστε.
     Έλεγε, στο Η Εποχή στην Κόλαση:
«Το ταξίδι μου έγινε. Αφήνω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αέρας θα πυρπολήσει τα πνευμόνια μου, τα άγνωστα κλίματα θα με ηλιοκάψουν».
     Όλα αυτά είναι πολύ ωραία και ο άνθρωπος κράτησε το λόγο του. Ο άνθρωπος στον Ρεμπώ είναι ελεύθερος, αυτό είναι ξεκάθαρο και του το παραδεχτήκαμε όταν ξεκινούσαμε αυτή τη μελέτη, με μια επιφύλαξη δικαιολογημένη που πρόκειται να την τονίσουμε ακόμα περισσότερο, τώρα που τελειώνουμε. Μα δεν θα είχαμε δίκιο, εμείς οι ξετρελαμένοι με τον ποιητή, να τον πάρουμε αυτό τον αητό, και να τον κρατήσουμε σ’ αυτό εδώ το κλουβί, κάτω από αυτήν την ετικέτα; Και δεν θα μπορούσαμε από μια υπερβολή ενός αγαθού καθήκοντος(αν η Λογοτεχνία πρόκειται να χάσει από μια τέτοια απώλεια) να φωνάξουμε μαζί με τον Κορμπιέρ, τον πρωτότοκο αδελφό του, όχι το μεγαλύτερο αδελφό του, ειρωνικά. Όχι. Μελαγχολικά; Ώ΄, ναι! Οργισμένα; Ά, και βέβαια, ναι!
Αργοσβύνει
Η αγία εκκλησία,
Αργοσβύνει κι
Ο νεωκόρος!
Εδώ τελειώνει το δεύτερο ποιητικό πορτραίτο το ποιητή Πωλ Βερλαίν, για τους Καταραμένους ποιητές, που εκδόθηκε το 1884 στο Παρίσι. Γνωρίζουμε, όσοι ασχολούνται με την Γαλλική ποίηση, αλλά και ιδιαίτερα τον Αρθούρο Ρεμπώ,-αλλά  και τον Πώλ Βερλαίν-ότι ο Βερλαίν επανεξέδωσε την εργασία του, τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1884, κάνοντας μερικές τροποποιήσεις στην πρώτη του εργασία. Προσθέτοντας στην εργασία του για τους Καταραμένους ποιητές, και ορισμένα άλλα πορτραίτα. Αυτό της ηθοποιού και ποιήτριας Μαρσελίν Ντεμπόρ-Βαλμόρ, του ποιητή Βιλιέ ντε λ’ ιλ Αντάμ, και το πορτραίτο του ίδιου του εαυτού του, του «Φτωχού Λελιάν», που, στην πραγματικότητα, είναι ο αναγραμματισμός του ονόματός του. Pauvre Lelian-Paul Verlain. Έτσι, με την αυτοπαρουσίαση του ίδιου του ποιητικού του εαυτού-ως Καταραμένου ποιητή-ολοκληρώνονται τα πέντε ποιητικά πορτρέτα που ο Βερλαίν, με αγάπη, συμπάθεια, και πάνω από όλα σεβασμό στο ίδιο το έργο των ποιητών, ξεδιπλώνει τις σκέψεις του, μας αφήνει τις κρίσεις του, και, το κυριότερο, μας διασώζει ποιητικές μονάδες των γάλλων αυτών ποιητών, σε μια εποχή, που ήσαν όχι μόνο σχεδόν άγνωστοι στο αναγνωστικό κοινό της εποχής του, αλλά, και παραγνωρισμένοι από τους συμπατριώτες ομότεχνούς τους. Οι κρίσεις του ποιητή Βερλαίν, είναι γεμάτες συμπάθεια, δεν διακρίνουμε καμία εμπάθεια, δεν συναντάμε καμία μνησικακία, ακόμα και για τον πρώην φίλο του, τον άτακτο έφηβο και αναρχικό νέο Αρθούρο Ρεμπώ. Καμία θλίψη δεν σκιάζει την γραφή του, κανένας προσωπικός ενδοιασμός δεν αμαυρώνει τις σκέψεις του-παρά το ότι ταλαιπωρήθηκε και ίσως ζημιώθηκε από την σχέση του με τον Ρεμπώ. Η προσωπική του μεταμέλεια, μετά την αποφυλάκισή του, και η στροφή του προς τον Ρωμαιοκαθολικισμό, θυμίζει σε εμάς, την ανάλογη περίπτωση του άγγλου συγγραφέα και ποιητή Oscar Wilde, και το έργο του, «Εκ Βαθέων». Αυτό που ονομάστηκε και πέμπτο Ευαγγέλιο.
Από την μια ένας μοιραίος ωραίος νέος δανδής, ο Μπόζι, και από την άλλη, ένας αυθεντικός αναρχικός της τέχνης, και ωραίος εγωπαθής, στάθηκαν τραγικά ορόσημα στη ζωή και την οικογένεια των δύο καλλιτεχνών, αλλά, και, πυξίδες αναπροσανατολισμού του μετέπειτα βίου τους και της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας. Και οι δύο συγγραφείς, παραμέρισαν τα αρνητικά των προηγούμενων ατομικών τους ιδιαίτερων σχέσεων, και μεγαλούργησαν πνευματικά. Η μελέτη του Πωλ Βερλαίν, έχει ακόμα και ένα επιπλέον θετικό στοιχείο, αυτό της ορθής χαρακτηρολογίας του προσώπου του Αρθούρου Ρεμπώ. Μόνον ένας καλλιτέχνης που αγαπά πραγματικά από το βάθος της τυραννισμένης ψυχής του και ενδιαφέρεται ουσιαστικά για το πρόσωπο που έχει δίπλα του, θα μπορούσε να σκιαγραφήσει με αυτά τα φωτεινά της ομορφιάς χρώματα το πορτραίτο ενός νεαρού ποιητή στο μέλλον. Και όχι μόνον αυτό, θα παραμερίσει κατά κάποιον τρόπο-όπως είπε και σε μια άλλη περίπτωση μεταγενέστερα ο δικός μας ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος: «παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις»-θα παραβλέψει εν μέρει την δική του ποιητική δημιουργία, για να αναδείξει την ποιητική μεγαλοφυΐα, αυτού του «αχάριστου» με τα δικά μας μέτρα, φοβερού παιδιού της ποίησης. Όμως, και τα επόμενα πορτραίτα του Βερλαίν ευωδιάζουν από συμπάθεια και ανθρώπινη μεγαλοσύνη.
     Ο Αρθούρος Ρεμπώ, αυτή η σπάνια ποιητική τρελή μεγαλοφυΐα, αυτή η δεσποτική και παρανοϊκή προσωπικότητα, αλλά και οι άλλες ποιητικές φυσιογνωμίες που εικονογραφεί ο Βερλαίν στην μικρή του εργασία, έλαβαν θα γράφαμε, αν δεν λανθάνουμε, πιστοποιητικό πνευματικής αναγνώρισης του έργου του-τους από τον ποιητή Πωλ Βερλαίν. Σίγουρα, το έργο του Αρθούρου Ρεμπώ και αυτό του Στέφαν Μαλλαρμέ, επισκίασε κατά κάποιον τρόπο, το έργο του Πωλ Βερλαίν. Η αναγνώριση και δεσπόζουσα μετέπειτα θέση μέσα στην παγκόσμια γραμματεία, του έργου του Ρεμπώ, άφησε σε συννεφιασμένο ορίζοντα την ποιητική δημιουργία του Βερλαίν, όμως, χωρίς την τεράστια συμβολή της μικρής αυτής μελέτης του ποιητή Πωλ Βερλαίν, και δίχως την διάσωση ποιημάτων του, και ακόμα την παρότρυνση σε εκδότη, να εκδώσει το έργο του Τριστάν Κορμπέρ, ίσως, να ήταν διαφορετική η τύχη του έργου και των δύο αυτών Καταραμένων ποιητών. Αλλά, και μετά την σχολιασμένη έκδοση το 1842 από τον κριτικό Σεντ Μπέβ, του έργου της Μαρσελίν Ντεμπόρ Βαλμόρ, ο Βερλαίν είναι εκείνος που την συμπεριέλαβε στα πορτραίτα των Καταραμένων ποιητών του.
     Μέσα στην ιστορική παράδοση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και της τέχνης γενικότερα, αλλά, και μέσα στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας, πάντοτε εμφανίζονταν πνευματικές προσωπικότητες, «οριακές», «τρελές», «καταραμένες», «κολασμένες», «ιδιάζουσες», «νευρωτικές», «παρεκκλίνουσες» ή όπως αλλιώς και αν τις έχουν ονομάσει μεταγενέστερα οι ασχολούμενοι με το έργο τους. Ο ποιητής Πωλ Κλωντέλ, ονόμασε τον Ρεμπώ, “un mystique a letat sauvage”-«Μυστικό σε άγρια κατάσταση». Πρόσωπα, με μεγάλη ευαισθησία, τρομερή ευφυΐα, δυναμική αντοχή και αναρχική επαναστατικότητα. Πρόσωπα, από όλους τους χώρους της τέχνης και του πολιτισμού, των ιδεών και της φιλοσοφίας, της επιστήμης, των ερευνών, της τεχνολογίας, της οικονομίας, της πολιτικής, ανατροπείς των κοινωνικών κατεστημένων, των πολιτικών εκμεταλλεύσεων, των θρησκευτικών δογμάτων, των ηθικών απαγορεύσεων, με δυό λόγια, των πάσης φύσεως κλισέ και μανιέρας, είτε του βίου είτε της γραφής είτε των υπολοίπων τεχνών της ανθρώπινης δημιουργίας. Προσωπικότητες, που δεν μπορούν να κριθούν με τα κοινά μέτρα των μεγάλων μαζών. Τα πρόσωπα αυτά, ξέφυγαν από την μάζα, παρότι προήλθαν από τα σπλάχνα της, και χάραξαν την δική τους ιδιαίτερη δημιουργικά επαναστατική ή ηθελημένα αυτοκαταστροφική πορεία. Η ανθρωπότητα, πορεύεται πάνω στα δικά τους, κυρίως, μονοπάτια, έστω και αργόσυρτα, έστω και καθυστερημένα, έστω και αν δεν το συνειδητοποιεί. Σίγουρα, με την πάροδο του χρόνου, οι αμφισβητίες αυτοί, οι «καταραμένοι», τα «μιάσματα» για να θυμηθούμε και έναν παλαιό πολιτικό όρο, έχουν αλλάξει προσανατολισμό. Η Ιστορία εξελίσσεται και δεν δίνει πλέον την ίδια βαρύτητα στους όρους «καταραμένος», «μεγαλοφυής», «ιδιάζουσα προσωπικότητα» κλπ. Οι συνθήκες άλλαξαν από την εποχή που ο ποιητής Πωλ Βερλαίν σχεδίαζε τα πορτραίτα αυτών των φυσιογνωμιών. Στις μέρες μας, οι άνθρωποι δίνουν άλλη σημασία σε αυτούς τους όρους, μια που διανύουμε τις εποχές, που, το όχι μόνο πολικά ορθό, πρυτανεύει στις κρίσεις και στα γραπτά μας. Η εδώ και χρόνια, απομάγευση του κόσμου μας, έφερε και την κατάργηση αυτών των χαρακτηρισμών για προσωπικότητες ή ατομικότητες του χαρακτήρα του Αρθούρου Ρεμπώ, ή του Πωλ Βερλαίν.
Ζούμε σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο, ίσως η τέχνη πλέον, να μην έχει να μας δώσει τίποτα, όλα έχουν λεχθεί, όλα έχουν ειπωθεί, από την τέχνη, την φιλοσοφία, την θρησκεία, την πολιτική.
Άραγε, η σταθερή και επίμονη στάση του ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ, μήπως μας προμηνούσε το τέλος της Τέχνης του Ανθρώπου;(και μέσα σε αυτό συμπεριλαμβάνω και την όποια μεταφυσική πίστη των ανθρώπων των μεγάλων μονοθεϊστικών και πολυθεϊστικών δοξασιών, και την κλασική έννοια της πολιτικής δημοκρατίας, όπως μας την παρέδωσαν οι αρχαίοι πρόγονοι και οι ευρωπαίοι διαφωτιστές και ουμανιστές).
     Γνωρίζουμε ότι, το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής δυτικής διανόησης, είναι σχολιαστές του Πλατωνικού Κόσμου και των Θεωριών του, μήπως, και οι μετά τον Ρεμπώ ποιητές είναι και αυτοί σχολιαστές των θραυσμάτων της Τέχνης και της Ζωής των ανθρώπων;
     Και αν ναι, τότε εύλογα οφείλω να αναρωτηθώ, πρώτος εγώ, ποιος ο σκοπός αυτού του κειμένου;

Ελάχιστες ακόμα πληροφορίες για τον Αρθούρο Ρεμπώ
Α
Ανωνύμως,
•Ο Ρεμπώ στο Άντεν, περ. Symbol τχ.14/7/2001
•Αρθούρος Ρεμπώ, ο βλάσφημος άγιος, περ. Όμως τχ.4/3,1994
•Ο αδύναμος ερασιτέχνης της περιπέτειας, εφ. Τα Νέα 9/11/1991
•Η ζωή ενός αντικομφορμιστή. Τα έργα του Ρεμπώ στα Ελληνικά, εφ. Ελευθεροτυπία 5/11/1991
•Αφιέρωμα στον Ρεμπώ,  Ο Ρεμπώ ακόμα εμπνέει τους μουσικούς της Ροκ,εφ. Η Καθημερινή 26/11/1992
•Χειρόγραφα του Ρεμπώ σε δημοπρασία, εφ. Η Αυγή 24/9/1998
•Τα «παλιόχαρτα» ήταν χειρόγραφα, εφ. Η Ναυτεμπορική 24/9/1998
•Πρωτότυπα έργα σε φωτοτυπίες ποιότητος, εφ. Η Καθημερινή 6/4/1997
•Για πρώτη φορά στο φως άγνωστα χειρόγραφα…, εφ. Ελευθεροτυπία 28/9/1998
•Π.Α., Κολασμένοι ποιητές, εφ. Τα Νέα 5/9/1996
• Ο Αρθούρος Ρεμπώ, εφ. Τα Νέα 9/4/1991
•Αρθούρος Ρεμπώ εφ. Ελευθεροτυπία 21/4/1991
• περιοδικό Ρέμβη τχ. 8/3,4,1992, (μετάφραση)
•περιοδικό Πόρφυρας τχ. 67-68/1994, Ο στρόβιλος της αντίθεσης στον Κόσμο του Ρεμπώ
•Μ.Α., Για τον καταραμένο ποιητή, εφ. Η Αυγή 14/3/1993
•Μαρία Α. Αδαμοπούλου, Εκατό χρόνια από το θάνατο του Αρθούρου Ρεμπώ, εφ. Η Αυγή της Κυριακής 28/4/1991, σ.25
•Θοδωρής Αντωνόπουλος, Αρθούρος Ρεμπώ, ο ποιητής της εξέγερσης, περ. ΒΗΜΑDONNA τχ.48/26-2-2006
•Αρσενίου Γεροντικού, Λογοτεχνία των Ελλήνων, εκδ. Χάρη Πάτση χ.χ. τ.5ος, σ.232-
Β
•Γιάννης Βαρβέρης, Ο μέγας επαναστάτης επί σκηνής. Ακραίο μεταφραστικό ποιητικό επίτευγμα σε θεατρική έκδοση,(θεατρική κριτική), εφ. Η Καθημερινή 4/11/2007
Alain Busine, Ρεμπώ και Βερλαίν Δεσμός πάθους, περ. Ιστορία Εικονογραφημένη τχ.345/3,1997 σ.116-
Andre Velter, Ο περιπατητής της ποίησης, εφ. Το Βήμα 31/3/1991
Γ
Charles Chadwick, Συμβολισμός, εκδ. Ερμής 16/1978
Δ
• Βερονίκη Δαλακούρα, Για τον Αρθούρο Ρεμπώ. Ένας «καταραμένος» ποιητής που δεν αγάπησε την κόλασή του…, εφ. Η Αυγή 3/4/1983
Ζ
•Βιβής Ζωγράφου, Ρεμπώ, ο αλχημιστής: μια απόπειρα, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 27/3/2005, σ.29
Θ
•Φώτης Θαλασσινός, Ο θάνατος του Κόμη Λωτρεαμόν, εκδ. Καστανιώτη 2001 (διηγήματα)
Ι
•Φαίδων Ταμπάκης-Ιωνά, Ηχητικά σημεία και μουσική στην ποιητική γραφή του Ρεμπώ, περ. η λέξη τχ.108/3,4,1992, σ.207-
•περιοδικό Ο Ιχνευτής τχ. 6-7/11,12,1985, σ.71-
Κ
•Γιώργος Κακουλίδης, Ανθολόγιο για νέους πόνους, εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 6/1/2001, σ.6
•Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Τα Δοκίμια, εκδ. 2002 Τόμος Γ΄ σ.231-
•Μενέλαος Καραμαγγιώλης, Αρθούρος Ρεμπώ 100 χρόνια από το θάνατο του καταραμένου ποιητή, περ. Playboy 11/1991, σ.77
•Μιχάλης Κατσαρός, Αρθούρος Ρεμπώ και Πάλιν, εφ. Η Απογευματινή 21/8/1988
•Άρτεμις Κουρουπάκη: απόδοση, Το νησί της Αφροδίτης Πύρινος τόπος για τον Α. Ρ. εφ. Η Αυγή 30/8/1998, σ.21, (αναδημοσίευση από το περιοδικό «Πολύτροπος γλώσσα»)
•Γιώργος Κοτζιούλας, μτφ. «Η αλητεία μου», περ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά τ. 11/1954, σ.242
Λ
•Α. Λάμπρου, μτφ. Από τις «Εκλάμψεις», περ. Πόίηση τχ.8/Φ-Χ. 1996, σ.13-
•Γιώργος Λίλης, Χωρίς ηλικία, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 27/5/2005, σ.20
•Μήτσος Λυγίζος, Προβληματισμοί στην ποίηση, εκδ. Δωδώνη 1976
Μ
•Τίμος Μαλάνος, Η δύναμη των αισθήσεων, εκδ. Πρόσπερος 1984
•Τίμος Μαλάνος, Απομιμήσεις, εκδ. ίκαρος 1978
•Δημήτρης Μητρόπουλος, Ο Ρεμπό, ο Μόρισσον και ο Καντονά, εφ. Το Βήμα 13/11/1994, σ. Β9
•Ευάγγελος Ν. Μόσχος, Μύρο και Δάκρυ, εκδ. Ίκαρος 1988
•Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, περιοδικό Διαβάζω και Ρεμπώ, εφ. Εξόρμηση 26/3/1993
•Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, Βιβλία για τον Ρεμπώ, εφ. Εξόρμηση 2/4/1993
•Αλέξανδρου Μυριαλλή, Ο Αρθούρος Ρεμπώ στο Χαράρ της Αιθιοπίας. Οδοιπορικό μιας πορείας, περ. Τομές τχ.36/5,1979
Ο
•Κώστας Ουράνης, Μια Έκθεση στο Παρίσι. Αυτόγραφα τριών «καταραμένων ποιητών», Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Ρεμπώ, περ. Νέα Εστία τχ. 260/15-10-1937
Π
•Παυλίνα Παμπούδη, Πρώτη Ύλη, εκδ. Ροές 2003, σ.50,135
•Γιώργος Πράτσικας, Α. Ρεμπώ, Λογοτεχνία των Ελλήνων, εκδ. Χάρη Πάτση, τόμος 11ος, σ.600-
•Κλέων Β. Παράσχος, Κύκλοι, εκδ. Ροδάκη 1940, σ.114-
•Στρατής Πασχάλης, επιλέγει και παρουσιάζει: Οι ποιητές μεταξύ τους, εφ. Τα Νέα-Πρόσωπα τχ.91/2-12-2000
•Στρατής Πασχάλης, Αρθούρος Ρεμπώ, μετάφραση, περ. Ποίηση τχ.8/Φθινόπωρο-Χειμώνας 1996, σ.19-
• περ. Ποίηση τ.20/Χ.2002, σ22- (μετάφραση)
Ρ
•Χρήστος Ράπτης, Οι Έλληνες φίλοι του Ρεμπώ, εφ. Η Καθημερινή 16/6/1991, σ.52-
•Χρήστος Ράπτης, Οι Έλληνες φίλοι του Ρεμπώ. Η δράση του τυχοδιώκτη ποιητή και οι στενές σχέσεις που ανέπτυξε στην Αφρική, εφ. Ο Κόσμος του Επενδυτή 1/2/1997, σ.31
•Κώστας Ροδαράκης, Το ανθρώπινο «σχήμα» του Ρεμπώ, περ. Φιλολογική Στέγη τχ.4-5/5,6,1965
•Georges Rever, Arthur Rimbaud. Άγγελος για Δαίμονας;, μτφ. Γιάννης Μαγκλής, περ. Καινούργια Εποχή τ.13Άνοιξη 1959, σ.93-
Σ
•Δημήτρης Σιατόπουλος, Οι ακόλαστοι, εκδ. Φιλιππότης 1986
Φ
•Δούκισσα Φωτάρα, Ο ποιητής της σιωπής, περ. Ομπρέλα τχ.15/11,1991, σ.9-
Χ
•Martin Heidegger, Rimbaud Vinant, μτφ. Κ. Γεμενετζής, περ. η λέξη τχ.72/2,1988, σ.144-
Herve de Saint Hilaire, Ο μεγάλος κύκλος του χαμένου ποιητή, εφ. Το Βήμα 31/3/1991, και, Εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ
• Ευγένιος Αρανίτσης, Η αναζήτηση του χαμένου παιδιού, εφ. Ελευθεροτυπία τχ. 3/5/1981, (για την μετάφραση του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου)
• εφ. Το Βήμα 20/10/1996, (για την μετάφραση του Αθανάσιου Λάμπρου), Θεσσαλονίκη
•Τιτίκα Δημητρούλια, Εμπρηστικός ποιητής μοντέρνων καιρών, εφ. Η Καθημερινή 7/11/2004, (για τη μετάφραση του Χριστόφορου Λιοντάκη)
•Κ. Δ. εφ. Η Καθημερινή 18/2/1988 (για το βιβλίο του Υβ Μπονφουά)
• εφ. Ελεύθερος Τύπος 117/4/1994, (για την Αλληλογραφία Ρεμπώ-Βερλαίν)
•περ. Επίκαιρα τχ. 566/7-6-1979, (για το βιβλίο του Χένρυ Μίλλερ)
•περ. Εψιλον τχ. 258/17-3-1996 (για το βιβλίο του Πιέρ Πετιφίς)
•(Μαρή Θεοδοσοπούλου;), εφ. Η Εποχή 4/4/1993 (για το βιβλίο του Ζαν Τελέ)
• εφ. Η Καθημερινή 17/7/1997, Το τέλος του Ρεμπό στην Αφρική (για το βιβλίο του Τσαρλς Νίκολ)
•εφ. Η Καθημερινή 14/12/2000, Ο ποιητής που μίσησε την ποίηση, (για το βιβλίο του Γκρέαμ Ρόμπ)
•Βασιλική Λαλαγιάννη, Ρεμπό, ο Αφρικανός, εφ.Το Βήμα 23/11/1997, (για το βιβλίο του Charles Nicholl)
•Γιώτα Λεμονή, Αντιστίξεις, περ. Δίφωνο τχ.125/2,2006, (για το βιβλίο του Graham Robb)
• εφ. Τα Νέα 17/10/1995 (για το βιβλίο του Πιέρ Πετιφίς)
•εφ. Τα Νέα-Πρόσωπα τχ.91/2-12-2000, Βρώμικες δουλειές στο «Ψόφιο Ποντίκι», (για το βιβλίο του Graham Robb)
•Μαρία Παπαδήμα, περ. Ποίηση τ.13/Ανοιξη-Καλοκαίρι 1999, σ.265- (για το «Μια εποχή στην κόλαση»)
•Γιώργος Δ. Σαρηγιάννης, Βιογραφία Αυθεντική, εφ. Τα Νέα 22/7/1996, (για το βιβλίο των Ζαν Μπουργινιών-Σαρλ Ουέν)
• Κώστας Σταματίου, εφ. Τα Νέα 9/6/1984 (για τα Γράμματα του Αρθούρου Ρεμπώ) 
•Κώστας Τσαούσης, Μια συζήτηση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, εφ. Έθνος 17/4/1983 (για το βιβλίο του Χένρυ Μίλλερ)
• Κώστας Τσαούσης, Αλήθειες που παραληρούν προς το άγνωστο, εφ. Έθνος 23/3/1988, (για την μετάφραση του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου)
•Μισέλ Φάϊς, εφ. Η Καθημερινή 17/3/1988, (για την ερωτική αλληλογραφία Ρεμπώ-Βερλαίν)
•Γιώργος Χαντζής, Στο μυαλό του Αρθούρου Ρεμπώ, εφ. Ελεύθερος Τύπος 31/8/2008, (για τη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη)
•Έλενα Δ. Χατζηωάννου, Στη θέα του απείρου, εφ. Τα Νέα 17/11/1995 (για το βιβλίο του Πιέρ Πετιφίς)
• περιοδικό Gay τχ. 1/5,1988, σ.47, (για την ερωτική αλληλογραφία Ρεμπώ-Βερλαίν)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΣΧΕΣΗ» Total Eclipse, της Ανιέσκα Χόλαντ
•Σ. Βρ. Ταινία η ζωή των καταραμένων Βερλέν-Ρεμπώ, εφ. Η Καθημερινή 13/8/1995
• Δημήτρης Δανίκας, εφ. Τα Νέα 12/6/1998, Φλογερός Ρεμπώ-Ντι Κάπριο και σκοτσέζικο ντουζ
• Δημήτρης Κανέλλης, εφ. Ελεύθερος Τύπος 7/6/1998
• Δημήτρης Κανέλλης, εφ. Ελεύθερος Τύπος 14/6/1998
•Γιώργος Παπαϊωσήφ, περ. Σινεμά τχ. 92/7,1998, Καταραμένη Σχέση
• περ. Ραδιοτηλεόραση τχ. 1478/13-6-1998, «Καταραμένη Σχέση»
• εφ. Ο Κόσμος του Επενδυτή 13/6/1998, Αλλού «ατενίζουν» ο Ρεμπό και ο Βερλέν

     Εδώ τελειώνει η παράθεση στοιχείων για τον ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ, καθώς μετέφερα στην ιστοσελίδα το κείμενο του ποιητή Πωλ Βερλαίν για τον ίδιο και το έργο του. Δεν αναφέρω τους εκδοτικούς οίκους και τους τίτλους των βιβλίων του στις βιβλιοκριτικές, γιατί έχω καταγράψει τις ελληνικές εκδόσεις του στο προηγούμενο σημείωμα, εκτός από αυτό της Θεσσαλονίκης που δεν έχω.
     Οι πληροφορίες για τον γάλλο συμβολιστή ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ, είναι πάρα πολλές, καθώς και οι μεταφράσεις των ποιημάτων του σε ελληνικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και σε βιβλία δοκιμίων, λεξικά και ιστορίες της λογοτεχνίας. Εδώ, δίνω ενδεικτικές πληροφορίες για όσους ενδιαφέρονται.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα 12/2/2017
Πειραιάς, Κυριακή του Ασώτου.
ΥΓ. Αν αληθεύουν οι πληροφορίες ότι αγοράστηκαν σε περίοδο πτώχευσης οπλικά συστήματα, δηλαδή δανειστήκαμε για να ξοδέψουμε σε αγορά πολεμικού υλικού, ενώ μας έχουνε υποθηκεύσει για έναν αιώνα, σαν έμψυχο υλικό, τότε, συγνώμη, αλλά όλοι τους, και οι κυβερνώντες και η αντιπολίτευση και οι δημοσιογράφοι, μας δουλεύουν ψιλό γαζί. Αυτή είναι στην πράξη η απαξίωση της πολιτικής σε όλες της τις παραμέτρους. Αλλά, ποιος θα κατέβει στους δρόμους για τέτοιες πολιτικές και οικονομικές μικρολεπτομέρειες, αν ήταν για να διοριστούμε στο δημόσιο, και για τα συνδικαλιστικά οικονομικά μας δικαιώματα και απολαβές, τότε θα είχανε ειδήσεις και κρίσεις τα κανάλια. Μπράβο μας.
Τουλάχιστον, αφού μας θέλουν εξαθλιωμένους σκλάβους μέσα στην ίδια μας την χώρα, εμείς οι μέτοικοι ας διαβάσουμε την Ζ΄ Επιστολή του Πλάτωνα. Κυκλοφορεί και σε μετάφραση.
                          
                                     

           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου