Felix
Culpa
ή ο Αρθούρος Ρεμπώ στον Πειραιά
μνήμη Βασιλικής Μπαλούρδου +12/2/2008
Μιλώ για κάτι λαβωμένα περιστέρια, που χουχουλιάζουν
μέσα στην άσπιλη ποδιά της παστάδας πόλης Πειραιά
Μιλώ για κάτι πληγωμένα περιστέρια, που λησμονήθηκαν
μέσα στα χαλάσματα του παλαιού ρολογιού του λιμανιού, καθώς σταμάτησε ο χρόνος
της Πόλης στην αιωνιότητα.
Μιλώ για κάτι λαβωμένα περιστέρια, που ατενίζουν
προς την γαλάζια απεραντοσύνη του αιγαίου πελάγους, όπως ατενίζει τον νεαρό
πειραιώτη αντιπλοίαρχο των Ιμίων, περιμένοντας τους Μήδους, ο Θεμιστοκλής
Μιλώ για κάτι πληγωμένα περιστέρια, που κουρνιάζουν
στο ψηλό καμπαναριό του μοναστηριού του αγίου Σπυρίδωνα, περιμένοντας το δεύτε
του αρχιεπισκόπου Αναστασίου, για να προσφέρουν τον οβολό τους στον ρακένδυτο
ήρωα Νικηταρά και την οικογένειά του
Μιλώ για κάτι λαβωμένα περιστέρια, που περπατούν
ανάμεσά μας στις κεντρικές λεωφόρους της Πόλης, αδιάφορα χαζεύοντας τις
λαμπερές βιτρίνες, προσπερνώντας με βιασύνη, βλαστημώντας και φτύνοντας τα ιερά
θραύσματα της ιστορίας της Πόλης, αυτά που ανέδειξε ο Ιάκωβος Δραγάτσης
Μιλώ για κάτι πληγωμένα περιστέρια, που
τραμπαλίζονται ημίγυμνα με τα πατίνια τους πάνω στα σκαλιά και στις γυαλιστερές
πλάκες του Δημοτικού Θεάτρου, ανυπόμονα και φουριόζικα, ατίθασα και
ακαπίστρωτα, παραβλέποντας τα γαλήνια βλέμματα του Αιμίλιου Βεάκη και της
Κατίνας Παξινού που τα παρακολουθούν με χαροποιό διάθεση από το λίκνο της
πειραϊκής παράδοσης που αναπαύονται
Μιλώ για κάτι λαβωμένα περιστέρια, που ερωτοτροπούν
με χάρη και τρυφερότητα μπροστά στην προτομή του Λάμπρου Πορφύρα, χαράζοντας τα
αρχικά τους πάνω της, αγόρια και κορίτσια του σύγχρονου Πειραιά, ατημέλητα και
αλλόφρονα, με σκισμένα παντελόνια και μαλλιά βαμμένα στα χρώματα του ουράνιου
τόξου, ενώ ο ποιητής έμπλεος χαράς και συγκίνησης, τσουγκρίζει το γεμάτο
κρασοπότηρό του με τον Μάρκο Βαμβακάρη στη διπλανή μπακαλοταβέρνα
σιγομουρμουρίζοντας: «τα ματόκλαδά σου λάμπουνε, σαν τα λούλουδα του κάμπου…»,
ενώ με αφουρτούνιαστο πάθος παρατηρούν το γαλακτοφόρο μπούστο της μικρής
πειραιώτισσας, τσιμπώντας την θρούμπα ελιά-που τους ξεφεύγει-πάνω στην
λαδόκολλα
Μιλώ για κάτι πληγωμένα περιστέρια, που κοιτούν με
απορία την σκληράδα της ομορφιάς των νέων εφήβων, έτσι όπως ερωτοτροπώντας μαζί
τους παρατηρούσε τους νεαρούς τσοπάνηδες με την κάπα της ερωτικής τους λαύρας
να σκεπάζει τα σκληρά και ακμαία τους μέλη στα βράχια της Πειραϊκής, τους
έφηβους ψαράδες με το ψαθάκι της αυγής να σκεπάζει την πλούσια κόμη τους και το
σταυρουδάκι του ήλιου να κοσμεί την αρμυρή ομορφάδα της νιότης τους, ρίχνοντας
τα δίχτυα των πόθων τους, και, τους νεαρούς μάγκες με τον λουλά και το μαύρο
καβουράκι, το κεχριμπαρένιο κομπολόι στο χέρι και το ριγμένο σακάκι στον ώμο,
που έβρισκαν απάγκιο ζωής στις σπηλιές των Μακρών Τειχών, ο ποιητής Νίκος
Χατζάρας, μαζί με τον επιστήθιο φίλο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Μιλώ για κάτι λαβωμένα περιστέρια, που ερωτοτροπούν
με τα ακόλαστα οράματα του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη κάτω στα λεμονάδικα, στις σκοτεινές
λασπωμένες γωνιές των δρόμων με τις λαμαρίνες, μαζί με τους παπατζήδες, τους
μαχαιροβγάλτες της ζωής και τους χλευαστές των ονείρων, τους πανούργους και
τους μπαρμπουτόβιους, τους αμεταμέλητους της ηθικής, και τα καφενόβια χαμίνια
που πωλούν το κορμί τους σε αυτούς που κουβαλούν μέσα τους την κατάρα της
ανάστασης, διαβάζουν την Μεταφυσική της μιας Νύχτας, έτσι όπως οι ιερείς
διαβάζουν με ιερό δέος το Ευαγγέλιο
Μιλώ για κάτι πληγωμένα περιστέρια, συντρόφους των
ληστών της σάρκας, που περιδιαβαίνουν με αθώα λαγνεία, πυρίπνοοι και περήφανα
απόλυτοι, το Γιαχνί σοκάκι, με τα σάπια τους δόντια να μυρίζουν ουίσκι και
ταμπάκο, να σεργιανούν τους αγγελικούς δρόμους της ζωώδους ελεημοσύνης
Τρούμπας, αναζητώντας φωσφόρους κόκκους σωματικού ελέους από τις πόρνες του
λιμανιού, τις παρθένες Σόνιες του μυστηρίου, με τα βαμμένα στο χρώμα της
μοναξιάς χείλη, τα σπαρμένα με παγετώνες σπερμάτων σπλάχνα τους, την έκπτωτη
υπομονή στα αμυγδαλωτά τους μάτια, αυτές τις τυραννισμένες ψυχές του
παραδείσου, τις Οσίες της οργισμένης της κοινωνίας αγάπης
Μιλώ για
κάτι λαβωμένα περιστέρια, που πετούν με ευλογία πάνω από την οπτασία της Περσεφόνης
Κωστέα, καθώς εκείνη, με υπομονή και πείσμα, επιμονή και αντοχή, συγκεντρώνει τρόφιμα
και ρούχα, χρήματα και παιδικές τσάντες για τους πρόσφυγες της Ζωής και τους μετανάστες
του Θεού που ήλθαν στην χώρα
Μιλώ για κάτι πληγωμένα περιστέρια, που περιμένουν με
πυρετική ευλάβεια και μεθυσμένη υπομονή, να ακούσουν τον γονατιστό στα πόδια της
Μελίνας Μερκούρη τον μελωδό των ονείρων μας, τον Μάνο Χατζιδάκι, να τραγουδά μαζί
της Τα Παιδιά του Πειραιά
Μιλώ για την αβυσσαλέα εξέγερση των νέων Αρθούρων Πειραιωτών,
με την σμαλτωμένη καλοσύνη της μνήμης τους και την συφοριασμένη ανδραγαθία του θράσους
τους, καθώς στέκουν βιγλάτορες στις πέντε πύλες της Πόλης, να ανοίξουν τα φτερά
της φαντασίας τους και να σηκώσουν τα πάθη και τους καημούς της Πόλης του Πειραιά
και των ανθρώπων της
Μιλώ για τα καταραμένα και κολασμένα μνημόσυνα μνήμης,
που το λάδι, το στάρι και το κρασί της Πόλης, κρατά αναμμένο το ιστορικό καντήλι
του Πειραιά.
Πειραιάς, το γενέθλιο De profundis των
ψυχών των δημοτών.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Τον θάνατο, τον θάνατο, ποιος θα τον ερμηνεύσει.
Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου