Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

ΑΪΤΗΣ

ΑΪΤΗΣ
ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΧΙΙ
Ήλυθες, ω φίλε κούρε’ τρίτη σύν νυκτί και ηοί
ήλυθες’ οι δε ποθεύντες εν ήματι γηράσκουσιν.
όσσον έαρ χειμώνος, όσον μήλον βραβίλοιο
ήδιον, όσσον όις σφετέρης λασιωτέρη αρνός,
όσσον παρθενική προφέρει τριγάμοιο γυναικός,
όσον ελαφροτέρη μόσχου νεβρός, όσσον αηδών
συμπάντων λιγύφωνος, αοιδοτάτη πετεηνών,
τόσσον εμ’ εύφρηνας συ φανείς, σκιερήν δ’ υπό φηγόν
ηελίου φρύγοντος οδοιπόρος έδραμον ως τις.
είθ’ ομαλοί πνεύσειαν επ’ αμφοτέροισιν Έρωτες
νώιν, επεσσομένοις δε γενοίμεθα πάσιν αοιδή’
δίω δή τινε τώδε μετά προτέροισι γενέσθην
φώθ’, ό μέν είσπνολος, φαίη χ’ Ώμυκλαϊάζων,
τον δ’ έτερον πάλιν, ως κεν ο Θεσσαλός είποι, αίτην’
αλλήλους δ’ εφίλησαν ίσω ζυγώ, ή ‘ρα τοτ’ ήσαν
χρύσειοι πάλιν άνδρες ότ’ αντεφίλησ’ ο φιληθείς.
ει γαρ τούτο, πάτερ Κρονίδη, πέλοι, εί γαρ, αγήρω
αθάνατοι, γενεής δε διηκοσίησιν έπειτα
αγγείλειεν εμοί τις ανέξοδον εις Αχέροντα’
ή σή νύν φιλότης και του χαρίεντος αίτειω
πάσι διά στόματος, μετά δ’ ηιθέοισι μάλιστα.
αλλ’ ήτοι τούτων μέν υπέρτεροι Ουρανίωνες’
έσσεται ως εθέλουσιν, εγώ δε σε τον καλόν αινέων
ψεύδεα ρινός ύπερθεν αραιής ούκ αναφύσω.
ην γαρ και τι δάκης, το μεν αβλαβές ευθύς έθηκας,
διπλάσιον δ’ ώνησας, έχων δ’ επίμετρον απήλθον.
Νισαίοι Μεγαρήες, αριστεύοντες ερετμοίς,
όλβιοι οικείοιτε, τον Αττικόν ως περίαλλα
ξείνον ετιμήσασθε, Διοκλέα τον φιλόπαιδα.
αιεί οί περί τύμβον αολλέες είαρι πρώτω
κούροι εριδμαίνουσι φιλήματος άκρα φέρεσθαι’
ός δε κε προσμάξη γλυκερώτερα χείλεσι χείλη,
βριθόμενος στεφάνοισι εήν ές μητέρ’ απήλθεν.

όλβιος όστις παισί φιλήματα κείνα διαιτά’
ή που τον χαροπόν Γανυμήδεα πόλλ’ επιβώται
Λυδίη ίσον έχειν πέτρη στόμα, χρυσόν οποίη
πεύθονται, μη φαύλος, ετήτυμον αργυραμοιβοί.

     Το ερωτικό αυτό ποίημα με τίτλο «Αϊτης», του αρχαίου Βουκόλου ποιητή Θεόκριτου,(310-350 π. Χ.) είναι ένα λυρικό ειδύλλιο εξαιρετικής ποιητικής ομορφιάς και χάρης, ένα ποιητικό εύοσμο ερωτικό άνθος της αλεξανδρινής ποίησης, από αυτά που μας έχουν διασωθεί  και έχουν αποδοθεί στον αρχαίο ποιητή από τις Συρακούσες, και κοσμούν την ελληνική ποιητική παράδοση της ελληνιστικής εποχής όπου καλλιεργήθηκε ο ατομικός ποιητικός λόγος, η ατομική φωνή του δημιουργού, και όχι η φωνή του πολίτη της Πόλης-Κράτος, μας μιλά ελεύθερα και με άνεση με πνεύμα οικουμενικό, για τον έρωτα προς τη νεανική αντρική και εφηβική ομορφιά, πέρα από τα μυθολογικά και θρησκευτικά μοτίβα, ή και τα φιλοσοφικά-Πλατωνικά, που υιοθετούσαν οι παλαιότεροι δημιουργοί των προηγούμενων κλασικών χρόνων, ή συμπληρωματικά με αυτά. Προεξάρχουσα ποιητική φωνή της αλεξανδρινής αυτής περιόδου και της ερωτικής αντρικής-εφηβικής ποιητικής θεματολογίας, έκφρασης και ατμόσφαιρας, είναι αυτή, του αριστοκράτη πολυγραφότατου ποιητή και βιβλιοθηκονόμου της περιόδου του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου στην Αλεξάνδρεια, του Καλλίμαχου του Κυρηναίου (310-240 π. Χ.), ο οποίος, υπήρξε και διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Αλεξανδρείας. Η ρήση του ποιητή Καλλίμαχου: «ουδέν αμάρτυρον αείδω», εκφράζει πιστεύω, την καθόλου φιλοσοφία ζωής και τέχνης, των λογίων αλλά και απλών ανθρώπων αυτής της περιόδου, όχι μόνο στον γεωγραφικό χώρο της Αλεξάνδρειας, αλλά αντικατοπτρίζει ολόκληρη την περίοδο της ελληνιστικής περιόδου των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και που το μισοαναμμένο κανδήλι του ποιητικού ερωτισμού και φαινομένου, έφτασε μέχρι των ημερών μας,-μετά  την χιλιόχρονη περίοδο της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας-μέσω του ποιητικού έργου του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη και των ιστορικών και ερωτικών ποιημάτων του. Αν και, σποραδικά, ο ερωτικός αυτός λόγος, ο καθαρά ομοφυλόφιλος ερωτικός ποιητικός λόγος, διάσπαρτα συναντάται μέσα στην λαϊκή παράδοση, και, σε ορισμένα Δημοτικά Τραγούδια, είτε για να αναδειχθεί ο ηρωικός τόνος των αντρικών προσώπων που αγαπιούνται, ή για να σατιριστεί το φαινόμενο αυτό, ή για να περιβληθεί μια διασκεδαστική χροιά, αλλά ως ένα αποδεκτό κοινωνικό φαινόμενο μέσα στην επαρχιώτικη αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας, πέρα από τις επίσημες θρησκευτικές ή κρατικές απαγορεύσεις.
     Οι Αλεξανδρινοί ποιητές της περιόδου εκείνης, που μας έχει διασωθεί θραυσματικά ένα μέρος του έργου τους, δεν εξαρτούν πια τις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες από τις υπηρεσίες τους προς την Πόλη, από το επαναστατικό καθήκον τους έναντι της ελευθερίας τόσο της Πόλης όσο και του Πολίτη. Ο ελληνιστικός άνθρωπος και κατ’ επέκταση ο λόγιος και ο ποιητής, βρίσκεται μέσα σε μια πρωτόγνωρη μεγάλη δύνη αλλαγής της Ελληνικής Ιστορίας και του Πολιτισμού της. Η ζωή του πλέον, καθορίζεται από αστάθμητους τυχαίους παράγοντες επιβίωσης, παρά από τους παλαιούς θεσμοθετημένους δημοκρατικά Νόμους της Πόλης-Κράτος. Η Θεά Τύχη, δυναστεύει την ζωή τους σε σχέση με την υπακοή τους μέχρι τώρα έναντι του Νόμου. Η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, που αργά και σταθερά αρχίζει να εξαπλώνεται σε όλη την Ανατολική Βυζαντινή επικράτεια, αντικαθιστά πλέον το καθήκον του πολίτη προς την Πόλη, με αυτό του ανθρώπου μιας μωσαϊκής αυτοκρατορίας, που το καθήκον του πλέον στρέφεται πρωτίστως προς τον νέο Θεό της Αυτοκρατορίας, ο οποίος ταυτοχρόνως, του υπαγορεύει και τα νέα του καθήκοντα προς τον αυτοκράτορα. Ο Έλληνας άνθρωπος, και κατ’ επέκταση ο πνευματικός δημιουργός, παύει πλέον να φέρει το βάρος μιας φυλετικής παράδοσης, όπως αυτή, που προέρχεται από την κλασική περίοδο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αποκτά έναν θα γράφαμε πανελλήνιο λόγο, απευθύνεται σε μεγαλύτερο κοινό, γίνεται ο πρόδρομος της “ars gratia artis”.  Η τέχνη του, έχει τα χαρακτηριστικά ενός «ατομισμού». Δηλαδή, ο δημιουργός δεν ενδιαφέρεται να γίνει αρεστός στην μεγάλη μάζα των ανθρώπων, δεν γράφει πλέον ως πολίτης αλλά ως ατομική μονάδα. Δεν τον ενδιαφέρει η ηθική ταυτότητα του αναγνώστη του, οι ερωτικές του προτιμήσεις, η στάση του απέναντι στους νόμους, οι πολιτικές του φιλοδοξίες, τα θρησκευτικά του πιστεύω, η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ο δημιουργός, αποκτά συνείδηση ενός «επαγγελματία γραφιά», ο οποίος γράφει μόνο για  τους πεπαιδευμένους φίλους του, απευθύνει το έργο του σε ένα εγγράμματο κοινό και από αυτό αναμένει να γίνει αποδεκτό και ο ίδιος αρεστός. Καταθέτει την όποια δημιουργία του μόνο ίσως, σε μια κλειστή «ελίτ διανοουμένων» για να χρησιμοποιήσω μια σύγχρονή μας ορολογία. Την τομή μέσα στην ελληνική παράδοση της καλλιέργειας των γραμμάτων από έμμισθους δασκάλους, την είχαν κάνει παλιότερα οι Σοφιστές και η μεγάλη επιρροή που επέφερε το κίνημά τους στα  δημόσια πράγματα της Πόλης στον χώρο της εκπαίδευσης και της τέχνης.
     Μέσα σε αυτό το κλίμα του νέου οικουμενισμού που αναδύεται στα χρόνια της ελληνιστικής περιόδου, των ανατρεπτικών και ριζικών αλλαγών των χρόνων αυτών σε όλους τους τομείς, αλλά, και στις συνειδήσεις και συμπεριφορές των ίδιων των ατόμων, καθώς αλλάζει δραματικά η ατομική τους ταυτότητα και το οντολογικό τους στίγμα ως άτομα μέσα στην Ιστορία και την μετατόπιση των πνευματικών και καλλιτεχνικών τους ενδιαφερόντων, εμφανίζεται και διαμορφώνεται ο ποιητικός λόγος των Αλεξανδρινών ποιητών με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πνευματικής τους παραγωγής. Δημιουργών, που χωρίς να ξεκόβουν τελείως από την αρχαία παράδοση, ακολουθούν τον δικό τους ατομικό δρόμο, ζώντας μέσα στο περιβάλλον της φιλόξενης Πτολεμαϊκής αυλής.
«Εις την ποίησιν κυριαρχούν τώρα τα ιωνικά ποιητικά πρότυπα και καλλιεργούνται, κατ’ εξοχήν, το επίγραμμα η ελεγεία και το έπος, ενώ η αττική ποίησις και τα αττικά ποιητικά είδη-κυρίως η τραγωδία-υποχωρούν…… Η ποιητική τραγικότης της εποχής είναι, οι ποιητές τώρα προσπαθούν να αποδεσμευτούν από τας καθιερωμένας μορφάς της ποιητικής παραδόσεως, ενώ συγχρόνως αισθάνονται, ότι είναι αρρήκτως συνδεδεμένοι με αυτήν. Το μόνον, το οποίο απομένει, είναι «να εισαγάγουν νέους θεούς εις τους παλαιούς ναούς»
όπως εύστοχα μεταξύ άλλων σημειώνει σε κείμενό του ο Αριστόξενος Σ. Σκιαδάς, δες «ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ»-Δοκίμια, εκδ. Καστανιώτη 1985
     Κυριότεροι και γνωστότεροι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου στον χώρο του Ηρωικού Έπους είναι, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος με το μακροσκελές ποίημά του «Αργοναυτικά», στον χώρο του Διδακτικού έχουμε τον Άρατο τον Σολέα και τον Νίκανδρο τον Κολοφώνιο, ο μεν πρώτος συνέθεσε ένα αστρονομικό έπος τα «Φαινόμενα και Διοσημίαι» που είναι μια περιγραφή του ουράνιου θόλου στο πρώτο μέρος και στο δεύτερο μας δίνονται στοιχεία μιας λαϊκής μετεωρολογίας, και ο δεύτερος συνέθεσε δύο ποιητικές πραγματείες τα «Θηριακά» και τα «Αλεξιφάρμακα», που αναφέρονται στα φάρμακα της εποχής του που γιατρεύουν τους ασθενείς από τα δαγκώματα των ζώων και από τις δηλητηριάσεις που προέρχονται από τα φαγητά.
 Στον χώρο της Ελεγείας, ξεχωρίζουν ο Φιλητάς ο Κώος που έζησε και αυτός στην Πτολεμαϊκή αυλή, και καλλιέργησε την αλεξανδρινή ελεγεία και που μας σώζονται από το έργο του ελάχιστα μόνο επιγράμματα, και φυσικά, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της περιόδου αυτής, ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, αυτός ο παλαιός ομότεχνος βιβλιοθηκάριος του σύγχρονού μας δημιουργού του αργεντινού ποιητή και πεζογράφου Χόρχε Λουϊς Μπόρχες. Ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, αυτός ο εργατικότατος και ακαταπόνητος δημιουργός, δεν μας άφησε μόνον τα ερωτικά του ποιήματα τα αφιερωμένα στους ωραίους εφήβους της εποχής του μεταξύ των άλλων του έργων, και τους εξαιρετικούς του Ύμνους, αλλά όπως μας έχει παραδοθεί, και έναν κατάλογο 120 βιβλίων το «Πίνακες των εν πάση παιδεία διαμψάντων και ων συνέγραψαν". Ένας κολοσσιαίος για την εποχή του κατάλογος, που συμπεριελάμβανε τα ονόματα όλων των συγγραφέων, μαζί με μια σύντομη βιογραφία τους, και έναν κατάλογο των έργων τους, ακόμη και εκείνων που δεν σώζονταν πια τότε, και τις πρώτες λέξεις όπως και τον αριθμό των στίχων, από τα έργα που σώζονταν. Σημειώνει στον εξαίρετο Α΄ τόμο του βιβλίου του «Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΠΟΙΗΣΗ», ο καθηγητής και πρώην υπουργός παιδείας επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Κωνσταντίνος Α. Τρυπάνης. Και, ο παλαιός αυτός καθηγητής και πολιτικός μας δίνει μία ακόμα πληροφορία: 
«Φαίνεται πως πριν από το 277 π. Χ. υπήρχαν κιόλας στις δύο βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας 532.800 βιβλία, από τα οποία οι 490.000 ήταν στην μεγάλη βιβλιοθήκη του Μουσείου, και οι 42.000 στη δεύτερη του Σεραπείου, όπου πιθανότατα κρατούσαν αντίγραφα από ορισμένα χειρόγραφα της πρώτης». 
Σε αυτήν την τεράστια σε ποσότητα χειρογράφων και παπύρων Βιβλιοθήκη, υπήρξε Βιβλιοθηκονόμος ο φημισμένος ποιητής Καλλίμαχος ο Κυρηναίος. Σαν να λέγαμε ότι, ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, γίνεται βιβλιοθηκάριος στην Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου.
Την περίοδο εκείνη φανερώνεται στο προσκήνιο και το Ειδύλλιο, ένα μικρό δηλαδή ποίημα με δραματικό διάλογο, καθαρά λαϊκής προελεύσεως και που έχει ως θέμα του τους βουκόλους, τους ποιμένες, τους ψαράδες και γενικά τον αγροτικό πληθυσμό και το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο διαβιούν, εργάζονται νυχθημερών, δημιουργούν τις εστίες τους, πωλούν τα εμπορεύματά τους κλπ. Το Ειδύλλιο, που πρωτοεμφανίστηκε στην Σικελία, αλλά, διαμορφώθηκε σε έντεχνο καλλιτεχνικό είδος στην μεγάλη και φημισμένη πόλη της Αλεξάνδρειας, αυτήν την αρχαία πόλη του κόσμου μας, αυτήν την κοσμοπολίτικη κοιτίδα του ελληνισμού, που έθρεψε στα σπλάχνα της φιλοσόφους, αστρονόμους, αγίους, μοναχούς, αυτοκράτορες και βασιλείς, διανοούμενους και κάθε ειδών πραματευτάδες, αυτή η Πόλη με την τεράστια Βιβλιοθήκη της, και που κρύβει ίσως, στα ιερά χώματά της τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έθρεψε στα σπλάχνα της κάθε είδους σπουδαίους ποιητές από την αρχαιότητα μέχρι των ημερών μας.
Το Ειδύλλιο σαν είδος, φέρει στοιχεία από το Έπος, δανείστηκε το μέτρο, από το Μέλος πήρε την στροφή, και από το Δράμα τα διαλογικά στοιχεία.
     Τρείς είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Βουκολικής Ποίησης, ο Βίων ο Σμυρναίος, περίπου το 270 π Χ, ο Μόσχος ο Συρακούσιος περίπου στο 150 π. Χ. και φυσικά, ο γνησιότερος εκπρόσωπος της Βουκολικής ποίησης, ο Θεόκριτος, (310-250), που, παρότι έχουμε αντιφατικές πληροφορίες για τον τόπο καταγωγής του και την ζωή του, οι πηγές μας αντλούνται από το Λεξικό της Σουϊδας και ένα δύο επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, αλλά μάλλον είναι αντιφατικές οι πληροφορίες που μας παρέχονται για αυτόν. Την φήμη του την απέκτησε με την ποιητική του συλλογή Ειδύλλια που μας άφησε, και που συνέθεσε σε αρχαία δωρική διάλεκτο και σε δακτυλικό εξάμετρο στίχο, καθώς ακόμα και ορισμένα του, σε αιολική διάλεκτο και αιολικά μέτρα.
Ο Θεόκριτος με το έργο του, δεν μας άφησε μόνο μια ζωντανή εικόνα των ανθρώπων της υπαίθρου της εποχής του, αλλά, και των απλών κατοίκων της πόλης της Αλεξάνδρειας. Των απλών καθημερινών ανθρώπων με τις διάφορες συνήθειές τους, τα προβλήματα του βίου τους, τα θρησκευτικά τους πιστεύω, τα ήθη τους, τα ενδιαφέροντά τους, τις ατομικές τους επιλογές και προτιμήσεις στον ιδιωτικό τους βίο, βρήκαν θέση μέσα στο ποιητικό κάντρο του ποιητή. Οι περιγραφές των τοπίων του είναι τόσο ζωντανές, που πιστεύουμε ότι είμαστε εμείς οι ίδιοι οι χαρακτήρες που περιγράφει και βλέπουμε μαζί του το τοπίο. Στις απεικονίσεις του, έχουμε μια θαυμαστή παρατηρητικότητα που διακρίνει τον ποιητή ακόμα και στις μικρές λεπτομέρειες του καθημερινού βίου, προτιμά συνήθως να μας δείχνει το πορτραίτο ζωής ενός καθημερινού μας άξεστου ίσως ανθρώπου, ενός ατόμου που διακατέχεται από πρωτόγονα συναισθήματα, αφελή διάθεση, αλλά, που απολαμβάνει να βρίσκεται κοντά στο αγαπημένο του πρόσωπο, βόσκοντας τα ζωντανά του, ακούγοντας το κελάηδισμα των πουλιών, και ευχαριστιέται το κελάρυσμα του νερού που κυλά από ένα μικρό ρυάκι, ή πάλι βλέπουμε τον γιδοβοσκό Μενάλκα δες 8ο ειδύλλιο, να αγναντεύει το Σικελικό πέλαγος βόσκοντας τα ζωντανά του. Διαυγείς εικόνες, απλότητα ζωής, φυσικοί ρυθμοί, πηγαίο και αυθεντικό αίσθημα, λιτότητα εκφραστικών μέσων, δραματικό ταλέντο καθώς μας μιλά για τους παθιασμένους ερωτευμένους, φυσική χάρη, ένα φυσικό τοπίο, που μέσα στην πολύπλοκη λιτότητά του κρύβει μια μεγάλη μαγεία για το ανθρώπινο βλέμμα. Αυτό το ευαίσθητο και τρυφερό βλέμμα που δεν ξεχωρίζει την ερωτική ματιά ενός βοσκού που κρατά στην αγκαλιά του την αγαπημένη του, από τον λεβεντονιό εραστή που ανυπομονεί με αγωνία, να σφίξει τρυφερά και εκείνος τον αγαπημένο του στην αγκαλιά του. Φύση, Άνθρωπος, Ερωτική διάθεση και λυρική ατμόσφαιρα, όλα ένα, σ’ ένα ποιητικό γαϊτανάκι χαράς και κεφιού, ανθρώπινης ξεγνοιασιάς και ατομικής τρυφερότητας 
     Χρησιμοποιώντας μια σύνθετη επικολυρική τεχνοτροπία, ο Θεόκριτος, καλλιέργησε ένα δικό του γλωσσικό ιδίωμα, μια γλώσσα με άκρως δωρικές αναφορές, και απεικόνισε την εποχή του και την ατμόσφαιρά της, μέσα στα 32 ειδύλλια του που μας έχουν διασωθεί και τα 22 περίπου επιγράμματά του. Από το έργο αυτό που μας έχει διασωθεί έως την εποχή μας, δεν θεωρούνται όλα τα Ειδύλλια και τα Επιγράμματά του αυθεντικά. Οι ειδικοί φιλόλογοι και ερευνητές, αμφιβάλλουν για την γνησιότητα 9 Ειδυλλίων του και 14 Επιγραμμάτων του. Αυθεντικό θεωρούν το ποίημά του «Σύριγξ». Ο Albin Lesky, στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΝΙΑΣ του, που εκδόθηκε στα ελληνικά από το εκδοτικό οίκο των Αδελφών Κυριακίδη 1981, σε μετάφραση του καθηγητή Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, στο κεφάλαιο «Η Ελληνιστική Εποχή» αναφέρει μεταξύ άλλων: 
«Η παράδοση του Θεόκριτου έχει 22 επιγράμματα κοινά με την Παλατινή Ανθολογία, ενώ μερικά άλλα της Ανθολογίας, που θα μπορούσαν να αποδοθούν στον Θεόκριτο μένουν αμφίβολα…»
Οι ειδήμονες της κλασικής γραμματείας, δεν αποδίδουν ούτε την πατρότητά του παραπάνω ποιήματος «ΑΙΤΗΣ» στον Θεόκριτο, εξαιτίας του ότι είναι γραμμένο σε Ιωνική διάλεκτο, σε αντίθεση με την Δωρική διάλεκτο που χρησιμοποίησε στο έργο του ο ποιητής. Αυτό μας κάνει να υποψιαστούμε, ότι ο συγγραφέας του, είναι άλλος από τον Βουκόλο ποιητή και μάλλον αποδόθηκε σε εκείνον και λόγω της φήμης του, και ίσως, εξαιτίας της θεματολογίας του και του συγγενικού του ύφους. Μια που γνωρίζουμε και άλλα Ειδύλλια του Θεόκριτου που διαπραγματεύονται το θέμα της έντονης αντρικής φιλίας και τον έρωτα μεταξύ αντρών. Δες παραδείγματος χάριν το Ειδύλλιο ΧΧΙΙΙ με τον τίτλο «ΕΡΑΣΤΗΣ» «Ανήρ τις πολύφιλτρος απηνέος ήρατο εφάβω, τον μορφάν αγαθώ, τον δε τρόπον ουκεθ’ ομοίω…» και ορισμένα άλλα. Η φιλολογική υφής αυτή αμφιβολία, δεν αναιρεί την αξία και την ποιότητα του συγκεκριμένου ειδυλλίου, ούτε την ποιητική του χάρη. Και πάλι ο Albin Lesky, αναφέρει σχετικά: 
«Από άποψη περιεχομένου ξεχωρίζει μια ομάδα ποιημάτων που αφορούν τον παιδικό έρωτα. Ο Αϊτης, Ειδύλλιο 12, πανηγυρίζει για τον γυρισμό του αγαπημένου, και νιώθουμε ξανά εκείνη την άμεση ζεστασιά του αισθήματος που ο Καλλίμαχος την κρύβει συνήθως. Σε ωραία αγόρια απευθύνονται επίσης τα δύο Παιδικά Ειδύλλιο 59 και που συντέθηκαν σε αιολική διάλεκτο και αιολικά μέτρα….»
     Το ειδύλλιο αυτό, που παραθέτω αμετάφραστο, εκφράζει με σαφή και καθαρό τρόπο, γλαφυρότητα εικόνων και ερωτικές  ποιητικές πινελιές, τον έρωτα ανάμεσα σε δύο νέους, και την νεανική τους φρεσκάδα. Το νεανικό φουρτουνιασμένο πάθος μεταξύ του Είσπνηλα από τις Αμύκλες και του Αϊτη από την Θεσσαλία, όπου και δανείζεται τον τίτλο του το ειδύλλιο. Το ύφος του ερωτικού και χαροποιού αυτού ποιήματος, ταιριάζει απόλυτα με την θεματολογία που περιγράφει.  Και σίγουρα, με βεβαιότητα θα μας έλεγαν οι αρμόδιοι της ελληνικής φιλολογικής γραμματείας, ότι, παρόμοια ατμόσφαιρα, συναντάμε και σε αρκετά ερωτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Του σύγχρονου έλληνα αλεξανδρινού ποιητή, του οποίου η ανάγνωση του έργου του, μας οδηγεί κατευθείαν στους αλεξανδρινούς ποιητές της ελληνιστικής εποχής.
     Θεόκριτο έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων και ο παλαιός ποιητής Ιωάννης Πολέμης, ο Γεώργιος Δροσίνης ο οποίος έχει εκδώσει και εκείνος μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Ειδύλλια». Και ακόμα, ο Πειραιώτης ποιητής και δημοσιογράφος του μεσοπολέμου Νίκος Χαντζάρας έχει μείνει στην ιστορία της φιλολογίας με την μοναδική του ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή με τίτλο «Ειδύλλια». Και ακόμα, με την Βουκολική Ποίηση, έχουν ασχοληθεί:
η Ελένη Κομιανού-Αλαμάνου με το έργο της «Η ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΥΚΟΛΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ», Αθήνα 1999,
ο λογοτέχνης Κώστας Μ. Σταμάτης, έχει εκδώσει μια τρίτομη ανθολογία Βουκολικής Ποίησης, Αθήνα 1976,
ο Παϊκος Δ. Νικολαϊδης-Ασιλάνη, στο βιβλίο του "ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΟΥΚΟΛΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ", εκδ. Φύλλα χ.χ. που γράφει τα προλεγόμενα και πραγματοποιεί την έμμετρη μετάφραση,
ο ιστορικός Αλέξανδρος Φωτιάδης έκανε την εισαγωγή, την μετάφραση και τα σχόλια, στην έκδοση "ειδύλλια" των εκδόσεων Ι. Ζαχαρόπουλος χ.χ. αρ.56
     Ο καίριος και γυναικείος τρυφερός λόγος της γαλλίδας συγγραφέως και μεταφράστριας Μαργαρίτας Γιουρσενάρ, στο μελέτημά της «ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΚΑΙ Η ΛΥΡΑ», εκδ. Χατζηνικολή 1983. Τίτλος του πρωτοτύπου La Couronne et la Lyre, σε μετάφραση της ίδιας της εκδότριας αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής:
Ο Θεόκριτος είναι ο πιο παραγνωρισμένος ίσως από τους μεγάλους έλληνες ποιητές: η επιτυχία ενός είδους που ανέβασε πολύ ψηλά σκίασε την εικόνα του. Από τον Βιργίλιο, που τον έκλεψε πολύ έξυπνα σκεπάζοντας με φεγγαρίσιες ή σουρουπιασμένες χλωμάδες τα λιόφωτα πλαίσια του ποιητή των Συρακουσών, μέχρι τα περισπούδαστα ποιμενικά του Σαννατσάρο και τα βουκολικά του 18ου αιώνα, μια μακριά παράδοση εξεζητημένης έκφρασης αντικατέστησε τον δυνατό του ρεαλισμό….

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 19 Φεβρουαρίου 2017
Κυριακή των Αποκριών με ερωτικά Ειδύλλια, καθώς ετοιμαζόμαστε για τα κατοπινά Μοιρολόγια.
ΥΓ. Καθώς ξεφύλλιζα την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Άλμπιν Λέσκυ, και διάβαζα τις σημειώσεις μου και τα σχόλια που είχα κάνει πάνω στο περιθώριο των σελίδων της, βρήκα ένα απόκομμα της εφημερίδας «Τα Νέα» της 20/3/1981, που αναφέρει τα εξής:
Πέθανε ο κορυφαίος Ελληνιστής Άλμπιν Λέσκυ
Θεσσαλονίκη, του ανταποκριτή μας-
Πέθανε πρόσφατα, στα 84 χρόνια του, στη Βιέννη, ένας κορυφαίος ελληνιστής του καιρού μας, ο δάσκαλος και ερευνητής Άλμπιν Λέσκυ. Ο θάνατός του δημιουργεί δυσαναπλήρωτο κενό και το πλήγμα που δέχτηκε η κλασική φιλολογία καίριο.
     Σχετικό κείμενο της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης λέει ότι ο Λέσκυ υπήρξε ένας από τους λίγους ξεχωριστούς που η ζωή τους ανέδειξε πρότυπο για τους άλλους και ένας από εκείνους που θα είχε στο μυαλό του ο αρχαίος ποιητής όταν έγραφε «ως χαρίειν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή».
Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έχοντας αναγνωρίσει την πολύτιμη προσφορά του στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων, τον ανακήρυξε εδώ και πολλά χρόνια επίτιμο διδάκτορά της. Συμμετέχει στο πένθος της οικογένειάς του και στο πένθος της μεγάλης οικογένειας των φιλολόγων που έγινε ξαφνικά φτωχότερη χάνοντας από ανάμεσά της το σοφό δάσκαλο.
     Την ιδιαίτερη προσοχή κι ενδιαφέρον του Λέσκυ είχαν τραβήξει ο Όμηρος και η Τραγωδία. Στην Ελλάδα είχαμε την ευκαιρία, οι σπουδαστές της φιλολογίας και το πλατύ κοινό, να γνωρίσουμε στο πρόσωπο του Άλμπιν Λέσκυ τον όλο και πιο σπάνιο στις μέρες μας τύπο του κλασικού φιλολόγου που παρακολουθούσε με γνώσεις και κρίσεις ολόκληρη την αρχαία ελληνική γραμματεία και τις συζητήσεις που αυτή προκάλεσε  μεταξύ των νεώτερων μελετητών της. Δείγμα τούτου είναι η εικόνα που μας βοήθησε να σχηματίσουμε η ογκώδης του «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» που έγινε πλατιά γνωστή στον τόπο μας χάρη στην θαυμάσια μετάφραση του Αγαπητού Τσοπανάκη, καθηγητή του Αριστοτελείου.
     Η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Θεσσαλονίκης δεν είναι το μόνο πνευματικό ίδρυμα της χώρας μας που τίμησε τη μεγάλη συμβολή του Λέσκυ στη μελέτη της αρχαιοελληνικής πνευματικής κληρονομιάς. Επίτιμο διδάκτορά της τον έχει ανακηρύξει και η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ η Ακαδημία Αθηνών τον ονόμασε μέλος της.                          


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου