ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Σε μερικές ημέρες στην χώρα μας, θα εορταστεί Η Ημέρα της Ποίησης, με μεγάλη αναγνωστική
λαμπρότητα. Έστω και αν διαφωνεί κανείς με αυτές τις ετήσιες παγκόσμιες
επετείους περί πάντων και για τα πάντα, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι
υπάρχει κάποια κινητικότητα όσον αφορά το ημερήσιο εορταζόμενο θέμα. Κάποιοι
γνωστοί ποιητές ή ποιήτριες θα διαβάσουν τα ποιήματά τους σε δημόσιους χώρους,
κάποια ποιητικά βιβλία θα πωληθούν από τα βιβλιοπωλεία, κάποιος εκπαιδευτικός
θα κάνει μια συζήτηση με τους μαθητές του. Τώρα, τι επίδραση έχει στην ζωή μας,
στην ζωή των σύγχρονων παλαιότερων ηλικιακά και νεότερων ελλήνων; είναι άλλου
παπά ευαγγέλιο, που θα έλεγε και ο κυρίαρχος και υπερήφανος λαός. Το σίγουρο
πάντως είναι ότι, έστω και για μία ημέρα το χρόνο θα γίνει λόγος για τον
ποιητικό λόγο. Κάποιο μικρό πολύχρωμο σηματάκι θα κοσμήσει την πάνω αριστερή
κόχη της οθόνης της τηλεόρασης, της δημόσιας
κυρίως-
κάποιοι
δημοσιογράφοι θα ζητήσουν να πάρουν μια μικρή συνέντευξη από έναν προβεβλημένο
ποιητή ή ποιήτρια, ρωτώντας τον συνήθως, για την σύγχρονή μας πολιτική,
κοινωνική, πνευματική και οικονομική μίζερη επικαιρότητα. Τέλος, και η ημερήσια
αυτή επέτειος θα τελειώσει πανηγυρικά προετοιμαζόμενοι όλοι μας, για την
επόμενη. Σερβάιβορ η Ποίηση.
Ας δούμε μαζί διαρκείς
θιασώτες ή μη του ποιητικού λόγου, και λιγότερο γράφοντες ποίηση, τι μας έχει
εκθέσει σε παλαιότερο μελέτημά του, ο ομότιμος πανεπιστημιακός δάσκαλος,
δοκιμιογράφος και ποιητής Νάσος Βαγενάς για τον ποιητικό λόγο και την επίδραση
που έχει αυτός στην ζωή μας, ακολουθώντας ή συνεχίζοντας μια παλαιά παράδοση
των ποιητών, να μας αφήνουν γραπτά τους, που μας μιλούν για το τι σημαίνει για
έναν ποιητή η ποίηση, και προσδιορίζοντάς μας ταυτόχρονα τα ερμηνευτικά κλειδιά
της δικής τους ποιητικής γραφής.
Νάσος Βαγενάς
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Εκδόσεις στιγμή 1985, αριθμός έκδοσης 24, διαστάσεις
15Χ11, τιμή 1000 δραχμές, σελίδες 48
Τις
προηγούμενες δεκαετίες, οι άνθρωποι της γενιάς μου-γενιά του 1980-συνήθιζαν να
κάνουν δώρα βιβλία στους φίλους, τις φίλες τους, στους γνωστούς τους. Γνώριζαν,
ότι η προσφορά ενός βιβλίου, ως δώρου, ήταν
κάτι που θα έφερνε χαρά και ικανοποίηση στο άτομο που θα το δέχονταν στον κύκλο
τους. Η ανταλλαγή βιβλίων επίσης, ήταν μέσα στις συνηθισμένες χειρονομίες των
φίλων προς τους φίλους, τα χρόνια μετά την πολιτική μεταπολίτευση του 1974 στην
χώρα μας. Οι άνθρωποι διάβαζαν. Διάβαζαν μανιωδώς, ότι τους έπεφτε στο χέρι,
κατά το κοινώς λεγόμενο. Διάβαζαν στα διαλείμματα των μαθημάτων τους εμείς οι
νέοι στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στο πανεπιστήμιο, στα μεταπανεπιστημιακά τους
χρόνια, στις αργίες, ακόμα και στα ημίωρα κενά των εργασιακών τους ασχολιών.
Θυμάμαι, σαν εργαζόμενος έφηβος σε εργοστάσιο με βάρδιες, και ιδιαίτερα τις
βραδινές 10μμ-6πμ., το μισάωρο που καθόμασταν, να υπάρχουν εργάτες και
εργάτριες που δεν είχαν καν τελειώσει το δημοτικό, και να διαβάζουν
μυθιστορήματα, ή ορισμένοι και ορισμένες ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη ή
του Γιάννη Ρίτσου. Τα χρόνια εκείνα, οι άνθρωποι αναζητούσαν και διάβαζαν τα
μυθιστορήματα της Μαρίας Ιορδανίδου που κυκλοφορούσαν από τις εκδόσεις και το
βιβλιοπωλείο της Εστίας, τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη των εκδόσεων της
Ελένης Καζαντζάκη, τα έργα της Έλλης Αλεξίου των εκδόσεων Καστανιώτη, τα
μυθιστορήματα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, και πολλά άλλα. Ιδιαίτερα τις
δεκαετίες 1975 με1985 και 1986 με1996, όπου η δημόσια κυρίως τηλεόραση,
πρόβαλλε τηλεοπτικές σειρές βασισμένες πάνω σε μυθιστορήματα ελλήνων και
ελληνίδων συγγραφέων. Μια παράδοση, που είχε αρχίσει το δημόσιο ραδιόφωνο,
κυρίως το Τρίτο Πρόγραμμα, του Μελωδού του γένους των Ελλήνων Μάνου Χατζιδάκι,
αλλά και του Πρώτου και Δευτέρου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Θυμάμαι την μητέρα, να μου ζητά να της αγοράσω το βιβλίο «Διάλογοι σε
Μοναστήρι» του Κωνσταντίνου Τσάτσου που το άκουγε τα πρωινά στο ραδιόφωνο. Τα
«Πέτρινα λιοντάρια» της Ιουλίας Ιατρίδη, το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή
και πολλά άλλα, που άκουγε με χαρά τα πρωινά στο ραδιόφωνο και παρακολουθούσε
ανελλιπώς στα βραδινά σίριαλ της τηλεόρασης. Επιτυχημένες σειρές, όπως «Η
αστροφεγγιά», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Η Λωξάνδρα» και άλλα. Θεωρούσαν οι
έλληνες των δεκαετιών αυτών, υποχρέωσή τους να διαβάζουν, ή αν δεν προλάβαιναν
εξαιτίας των καθημερινών τους εργασιακών ασχολιών, να ακούσουν τον
μυθιστορηματικό λόγο στο ραδιόφωνο, όπως παλαιότερα,-στα μεταπολεμικά χρόνια
των νιάτων τους-άκουγαν τα θεατρικά έργα από το ραδιόφωνο.
Αν ένα
μεγάλο μέρος των εργαζομένων εργατών και υπαλλήλων, των ατόμων της
«προλεταριακής τάξης» διάβαζαν με μεγάλη ικανοποίηση, δεν είναι δύσκολο να
φανταστούμε, το τι διάβαζαν οι αστοί, οι σπουδαγμένοι νέοι και νέες της εποχής
που, ασχολούνταν συστηματικά και εξακολουθητικά με την Τέχνη. Έλληνες, που από
τότε, πίστευαν στην δια βίου μάθηση. Οι καιροί όμως άλλαξαν, οι ιστορικές
συνθήκες επίσης, καθώς και οι καθημερινές ανάγκες και οι συνήθειες των
ανθρώπων. Η οικονομική κρίση και η πτώχευση της χώρας μας, ανέτρεψε πολλά από
τα τότε σταθερά πνευματικά δεδομένα της ζωής και του βίου των συμπατριωτών μας,
όλων μας. Αν και οι Έλληνες, άρχισαν αργά και σταθερά να μην διαβάζουν πλέον,
να μη θέλουν να έχουν κριτική σκέψη, να μην προβληματίζονται σε προσωπικό
επίπεδο, να μην έχουν ιδιαίτερη ατομική πολιτική συνείδηση-παρά μόνο
κομματική-όταν τις δεκαετίες της «κρατικοδίαιτης σοσιαλιστικής αλλαγής» (ανεξαρτήτως
κομματικών κυβερνήσεων και ιδεολογικών παρατάξεων) ήρθαν στην εξουσία, οι
νεόπλουτοι γόνοι ηγέτες και ηγετίσκοι οι οποίοι άλωσαν την δημόσια διοίκηση και
διαμόρφωσαν τον νέο μαλθακό και ραχάτ χαρακτήρα των σημερινών ελλήνων. Τον
χαρακτήρα των τηλεριάλιτη. Τον κοινωνικό χαρακτήρα του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ
ρε!». Νωπή είναι ακόμα η μνήμη μου, από την ευγενική και θερμή ασφαλώς
χειρονομία συγγραφέα, ο οποίος επισκεπτόμενος το σπίτι, μου έφερε σαν δώρο ένα
βιβλίο, το οποίο του είχε κάποιος άλλος συγγραφέας δωρίσει, και υπήρχε μέσα
στις σελίδες του η κάρτα του πρώτου συγγραφέα προς αυτόν που μου το πρόσφερε.
Φιλικές
χειρονομίες καλής θέλησης, κοινωνικής επαφής, ζεστών προσφορών που όμως, μας
δήλωναν ξεκάθαρα προς τα πού βαδίζει πλέον το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ένθερμο, χλιαρό, αδιάφορο.
Γιατί
κάνω αυτή την μικρή και ίσως φλύαρη εισαγωγή; Γιατί η μνήμη ξαναγύρισε πίσω σε
εκείνα τα χρόνια, καθώς ξαναδιαβάζω το μικρό σημαντικό βιβλιαράκι του ποιητή
και δοκιμιογράφου Νάσου Βαγενά «Ποίηση και Πραγματικότητα», που είχε εκδοθεί
από τις καλαίσθητες εκδόσεις «στιγμή». Η δική μου γενιά, που ασχολούνταν με τον
ποιητικό λόγο, αλλά και μελετούσε παράλληλα δοκίμια γι’ αυτόν, διάβαζε και
διέδιδε την γνωστή μελέτη του γερμανού ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Γράμματα σ’
ένα νέο ποιητή» εκδόσεις Ίκαρος, που είχε μεταφράσει στα ελληνικά ο Πειραιώτης
διανοούμενος και άοκνος εργάτης της θεατρικής τέχνης Μάριος Πλωρίτης. Καθώς και
τις δίτομες «Δοκιμές» του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη που κυκλοφορούσαν
επίσης από τις ίδιες εκδόσεις. Μελετήματα που για κάποιον νέο και νέα που
ασχολούνταν και έγραφε ποίηση,-τότε- ήσαν απαραίτητα στην μετέπειτα δημιουργική
καλλιτεχνική του εξέλιξη. Συμπληρωματικά και ενδεικτικά, οφείλω να αναφέρω και
τις δοκιμιακές μελέτες περί ποιήσεως του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ που
μελετούσαμε, προσπαθώντας εμείς οι νεότεροι, να αφήσουμε το ποιητικό μας ίχνος
μουτζουρώνοντας τις λευκές σελίδες των τετραδίων ο καθένας και η κάθε μία με
τις δικές του δυνατότητες, και παράλληλα, να οικοδομήσουμε τα αναγκαία πνευματικά
προσωπικά μας στηρίγματα που, διαισθανόμασταν, ότι θα μας είναι χρήσιμα στην
κατοπινή μεγάλη ή μικρή μας σημαντική ή λιγότερο σημαντική, ενδιαφέρουσα ή
αδιάφορη για τους άλλους συγγραφική μας δημιουργία. Άλλωστε, όπως μας έχει πει ξεκάθαρα
εδώ και χρόνια ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, το ταξίδι είναι
εκείνο που μετράει. Το Ταξίδι των διαφόρων εμπειριών της Ζωής, και φυσικά αυτό
της Ποίησης. Η Ιθάκη, είναι ο ιδιαίτερος παραδείσιος τόπος ή ου-τόπος που
αναζητά κάθε δημιουργός ή αναγνώστης στην διάρκεια του συγγραφικού του βίου. Τα
άλλα. ανήκουν στον χρόνο και τις σελίδες των γραμματολογιών της κάθε χώρας.
Και ένα
μελέτημα που κατά την γνώμη μου, επέδρασε θετικά στην σκέψη των νέων δημιουργών
και αναγνωστών της γενιάς μου που ασχολούνταν με τον ποιητικό λόγο, και
αναζητούσαν αναγνωστικά στηρίγματα για να ανέβουν τον ποιητικό Παρνασσό της
εποχής τους-και ίσως να αναγνωριστούν και αυτοί-ήταν και το σπονδυλωτό μελέτημα
του ποιητή Νάσου Βαγενά. Ενός δημιουργού της γενιάς του 1970, που ηλικιακά, δεν
προέρχονταν από έναν συγγραφέα των παλαιότερών μας προηγούμενων γενεών, της
πρώτης αθηναϊκής σχολής, του μεσοπόλεμου, της μετακατοχικής γενιάς, κλπ, όπως
παραδείγματος χάριν είναι ο διδακτικός δοκιμιακός λόγος του γεραρού ποιητή Κωστή
Παλαμά, το μελέτημα του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, «Η Ποίηση στη ζωή μας», εκδ.
Βανιάς 1991, οι θέσεις του Γιώργου Θέμελη, έτσι όπως μας τις διατύπωσε στις
μελέτες του «Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ» εκδ. Βάκων 1967 και «ΕΝΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΠΟΙΗΣΗ» εκδ. Κωνσταντινίδη 1975. Επίσης, οφείλουμε να αναφέρουμε τις διάσπαρτες
ποιητικές δοκιμιακές κρίσεις του σεμνού αγωνιστή ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, το
μελέτημα περί ποιήσεως του ιστορικού της λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά,
δες «Δοκίμιο για την Ποίηση» εκδ. Γκοβόστη χ.χ. ή τα μελετήματα του Ζήσιμου
Λορεντζάτου, του πολιτικού και ιστορικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του ποιητή
Κρίτωνος Αθανασούλη το μελέτημα «ΣΗΜΕΡΑ Η ΠΟΙΗΣΗ-ΘΕΩΡΙΑ» εκδ. Οικονόμου 1972,
τις θέσεις του Χρήστου Μαλεβίτση ή του Ανδρέα Καραντώνη τα μελετήματα «Γύρω από
τη σύγχρονη ελληνική ποίηση» και «Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση», δες εκδόσεις Παπαδήμα,
κείμενα περί ποιήσεως, σημαντικών ποιητών και δοκιμιογράφων των παλαιότερων
γενεών δημιουργών, πριν εμφανιστεί στο προσκήνιο η γενιά του1970, που
δημοσίευσαν τις σκέψεις τους, τις ιδέες τους, τις κρίσεις τους, τις απόψεις
τους, τις ρήσεις τους, τις συγγραφικές τους αψιμαχίες με άλλους ομοτέχνους
τους, σχετικά με τον ρόλο της ποίησης στην εποχή τους. Ποιητικές φωνές, που μας
κληροδότησαν σημαντικές δοκιμιακές καταθέσεις για την λειτουργία της, την
χρησιμότητά της, τα κατά καιρούς αδιέξοδά της, τις ενδοκειμενικές της
συνομιλίες, τις επιρροές της από ξένους ή έλληνες δημιουργούς, τις ρίξεις και
τις ανατροπές της, την επαναστατικότητά της ή την συντηρητική της μορφή, τον
παραδοσιακό ή ελεύθερο στίχο της, την γλώσσα που υιοθέτησε κατά καιρούς, με δυό
λόγια, την όποια σημαντική της στην ζωή των ανθρώπων και των χρόνων που αυτή
φανερώνεται.
Το μαύρο
μελάνι πάνω στην πρώτη λευκή σελίδα του μικρού βιβλίου, αποτυπώνει την επιθυμία
της παλαιάς φίλης δωρήτριας φιλολόγου Μαρίας Νικολαϊδου, 25 Οκτωβρίου 1985 να
με φέρει σε επαφή-τότε-με έναν σύγχρονο καλογραμμένο και εύληπτο δοκιμιακό λόγο
περί ποιήσεως, που εκείνη γνώριζε και αγαπούσε. Η αφιέρωση που γεμίζει την
σελίδα, είναι από κείμενο του ποιητή Νάσου Βαγενά.
«Η
καθημερινότητα είναι απαραίτητη για ν’ απολαύσει κανείς την ποίηση, όσο
απαραίτητη είναι η ποίηση για να μπορέσει, κανείς να υπομείνει την καθημερινή
ζωή». Νάσος Βαγενάς
Με αγάπη Μαρία
Το
βιβλίο αυτό, είναι μια μικρή διαμερισματοποιημένη θα γράφαμε πραγματεία περί
ποιήσεως και του ρόλου της, μέσα στην καθόλου ζωή των ανθρώπων και του
ιστορικού χρόνου που βιώνει το άτομο που ασχολείται με τον ποιητικό λόγο και
όχι μόνο. Μικρές στιγμές δροσιάς και ευφορίας καθαρά διατυπωμένες, με σαφήνεια
και ταυτότητα, όπως είναι και όλες οι προηγούμενες και κατοπινές δοκιμιακές
μελέτες του ποιητή και θεωρητικού της ποίησης Νάσου Βαγενά. Σκέψεις και
ποιητικοί αφορισμοί που ο ποιητής, δεν γράφει κλεισμένος στο αναγνωστήριό του
στοχαζόμενος περί ποιήσεως, αλλά αναζητά δρόμους επικοινωνίας της ποίησης με
την ίδια την ζωή και τους καθημερινούς γύρω μας ανθρώπους, όλους αυτούς, που
διαθέτουν ποιητικό αισθητήριο, έστω και αν δεν έχουν το ταλέντο και την στόφα του
συγγραφέα. Η ποιητική αίσθηση του απλού ανθρώπου συμβαδίζει με αυτήν του
ποιητή. Πρωταρχική σημασία έχει η ποιητική αίσθηση του κόσμου παρά η γραπτή
αποτύπωσή του. Ένας λόγος συμπυκνωμένος, περιεκτικός, αφοριστικός συνήθως, και
μάλλον, τονισμένος ιδεαλιστικά. Μια ιδεαλιστική ποιητική αχλύ «σκεπάζει» τις
απόψεις του δοκιμιογράφου και ποιητή. Απόψεις για την ποίηση που γράφονται με διάθεση
ειλικρινή και βαθειά αγάπη για την λειτουργία του ποιητικού λόγου. Θέσεις
προσανατολισμένες σε μια σταθερή και ακλόνητη υπεράσπιση του ποιητικού φαινομένου.
Κρίσεις διατυπωμένες αβίαστα και με περίσκεψη, σε μια γλώσσα καλλιεργημένη,
εύκαμπτη και πλαστική, χωρίς υφάλους δύσκολων ή δυσνόητων εννοιών και όρων. Μια
αφοριστικής υφής ποιητική γλώσσα, ενός σύγχρονου έλληνα ποιητή που, δεν έρχεται
να διαφοροποιηθεί ή να «καταρρίψει» σχηματικά παλαιότερους ή σύγχρονους του
μύθους που κυκλοφορούν για την ποίηση, εκ καθέδρας, αλλά να μας φανερώσει το
κρυφό ποιητικό συναίσθημα που φυλά μέσα στην ψυχή του κάθε ευαίσθητη ανθρώπινη
ύπαρξη. Η έκθεση του λόγου του, έτσι όπως την διαβάζουμε στο μικρό αυτό βιβλίο,
έχει την καθαρότητα και ισορροπημένη μεθοδολογία που έχει ο δοκιμιακός λόγος
των αγγλοσαξόνων δημιουργών, παρά εκείνη των γάλλων, με τις απερίγραπτες
σχοινοειδείς λεκτικές υφολογικές περικοκλάδες τους. Μέσα στην ευσύνοπτη και
λογική του τεκμηρίωση, ο λόγος του Βαγενά, δεν παύει να έχει χαραμάδες
προσωπικής ευαισθησίας, όταν αναφέρεται παραδείγματος χάριν στην ψυχή και το
σώμα του ποιητικού λόγου, ή τις παράλληλες διαδρομές ευαισθησίας του ποιητή με
εκείνες του κειμένου του, τονίζοντάς μας ταυτοχρόνως, την υπέρβαση των θέσεων
του ποιητικού κειμένου έναντι των απόψεων του ίδιου του δημιουργού του καθώς
και την πλήρη αυτονομία και ανεξάρτητη πορεία του μέσα στο χρόνο. Μια και η
γλώσσα, που είναι η πηγή και η αφετηρία της όποιας ποιητικής σύνθεσης,
διαμορφώνει το δικό της πεδίο αναφοράς και στοχασμού, έχει τους δικούς της
κανόνες προσέγγισης των αναγνωστών, πολλές φορές πέρα από εκείνες των προθέσεων
των εκάστοτε δημιουργών που την επέλεξαν. Ο ποιητής το μόνο που ίσως του
επιτρέπεται να πράξει, είναι να εφεύρει τις λέξεις, να τις πλάσει ή να τις
μεταπλάσει, και να τις βαπτίσει μέσα στην κολυμπήθρα της προσωπικής του
ευαισθησίας. Τα μικρά αυτά μελετήματα άπτονται όλων των εκδοχών της ζωής των
απλών καθημερινών ατόμων που απλώνονται μέσα στον χώρο, τον χρόνο, όσο και μέσα
στην καθόλου πολιτική ιστορία των. Ερωτήματα μόνο μάλλον γεννούν, οι θέσεις που
διατυπώνει ο Βαγενάς όσον αφορά τους φιλοσόφους και τους οραματικούς τους περί
Πολιτείας σχεδιασμούς, που εξορίζουν από την ιδανική τους πολιτεία τους
ποιητές,-κάτι που συναντάμε για πρώτη φορά στις Πλατωνικές ιδέες, και εκείνες
οι θέσεις του, που αναφέρονται στο μαρξιστικό όραμα, και που ο Βαγενάς, το
συνδέει άμεσα με το ποιητικό, αν όχι το ταυτίζει. Το κείμενο με τον γενικό
τίτλο «ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ», θεωρώ και ίσως να λαθεύω, ότι χρειαζόταν
περισσότερη επεξήγηση για να δηλωθούν καθαρότερα οι εσωτερικοί δεσμοί μιας
οικονομικής καθαρά ιδεολογίας όπως είναι η μαρξιστική, με το καθαρό ποιητικό
όραμα, και μάλιστα, όταν η ταύτιση αυτή, υπερβαίνει την Πλατωνική παράδοση.
Γιατί αν υπάρχει ταύτιση, αυτό σημαίνει ότι, η ποίηση θα πρέπει να χρεωθεί τα
ιδεολογικά μαρξιστικά πολιτικά και κοινωνικά εγκλήματα μέσα στην σύγχρονή μας
ιστορία. Και αυτά των ανοιχτών κοινωνιών, των καπιταλιστικών κοινωνιών που
στηρίζονται στην εκμετάλλευση, την παντοδυναμία της οικονομικής κυριαρχίας, τις
σταυροφορίες από ιππότες ποιητές, κλπ. Πράγμα που σημαίνει επίσης, ότι η ποίηση
είναι υπεύθυνη για τον θάνατο εκατομμυρίων ψυχών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή
στα γκούλακ, και όχι τον εξαγνισμό τους μέσω αυτής, και του οραματικού
δυναμισμού της. Πως μπορεί δηλαδή να συγχωνευτεί η μαρξιστική με την ποιητική
ουτοπία, όταν οι ιστορικές συνθήκες μας έχουν δείξει στο που οδηγείται και σε
ποιες ενέργειες προβαίνει ο στρατευμένος δημιουργός-άνθρωπος καλλιτέχνης. Πως
δηλαδή μπορεί να συνταυτιστεί η καλλιτεχνική ιδανική απεικόνιση του Κόσμου, με
την ιδεολογική πολιτική του ιστορική πραγμάτωση; Που αρχινά η ποιητική
οραματική καθαρότητα και πως συνδέεται με την αντίστοιχή της πολιτική και
ταξική επαναστατικότητα; Και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, πως συμβαδίζει με την
ευθύγραμμη ταύτιση Ιστορίας και Ποίησης; Αν κατανοώ σωστά η Ιστορία, είναι θεραπαινίδα
της Ποίησης; Και πως τεκμηριώνεται αυτό μέσα στην διαρκή κίνηση των αιτιών της
Ιστορίας. Και ο κυρίαρχος ρόλος της ιδεολογίας πως μπορεί να ταυτιστεί με την «αντανάκλαση
της ανθρώπινης ευαισθησίας που είναι η ποίηση». Δες το μελέτημά του «Για έναν ορισμό
του μοντέρνου στην ποίηση», εκδόσεις στιγμή 1984. Γιαυτό μίλησα παραπάνω για
μια ιδεαλιστική αχλύ, με την οποία είναι περιτυλιγμένα τα κείμενα. Μια ονειρώδης
κατάσταση μέσα στην οποία χουχουλιάζει η ποιητική συγκίνηση. Τώρα, όσο για το
διαρκές ανοιχτό πρόβλημα-ερώτημα της μετάφρασης ενός ποιητικού κειμένου, ο
Νάσος Βαγενάς, μεταφραστής και ο ίδιος-επανέρχεται στο θέμα αυτό και σε
κατοπινά μελετήματά του, που αξίζουν την προσοχή του αναγνώστη.
Το βιβλίο
είναι αφιερωμένο στην δοκιμιογράφο Νόρα
Αναγνωστάκη. Άλλωστε, ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου, μας δηλώνει ξεκάθαρα,
το τι πιστεύει ο καθηγητής και ποιητής Νάσος Βαγενάς σχετικά με τον ρόλο της
ποίησης στην σύγχρονή μας πραγματικότητα.
Το σπονδυλωτό αυτό μελέτημα, αποτελείται από τα εξής
μικρά εύληπτα, σύγχρονου και επίκαιρου προβληματισμού κείμενα:
-Ποίηση και κοινός άνθρωπος
-Ποίηση και γλώσσα
-Ποίηση και χρόνος
-Ποίηση και ανάγνωση
-Ποίηση και ρυθμός
-Ποίηση και μοναξιά
-Ποίηση και γλώσσα (β)
-Ποίηση και πρόοδος
-Ποίηση και ρυθμός (β)
-Ποίηση και γλώσσα (γ)
-Ποίηση και στράτευση
-Ποίηση και ηθική
-Ποίηση και πολιτεία
-Ποίηση και χρόνος (β)
-Ποίηση και καθημερινότητα
-Ποίηση και Ιστορία
-Ποίηση και πραγματικότητα
Συνολικά δέκα επτά κείμενα, αν συν μετρήσουμε και
τις επανερχόμενες σκέψεις του δοκιμιογράφου και ποιητή για την γλώσσα, τον
ρυθμό, τον χρόνο. Δηλαδή για τον ορισμό της γλώσσας, την πρωτεύουσα πηγή της
ποίησης που είναι οι λέξεις, αυτά τα μικρά μαύρα αινιγματικά, ονειρικά ή
εφιαλτικά σημάδια πάνω στην λευκή σελίδα, που κατά κάποιον τρόπο προσδιορίζουν
την αισθητική ματιά και τις αισθήσεις του δημιουργού που τα επέλεξε και τα
σύνταξε σε μια σειρά πάνω στο χαρτί, καθώς ανεξαρτητοποιούνται από τον δημιουργό
τους, απελευθερώνονται απ’ αυτόν και ακολουθούν αυτόνομη διαδρομή. Τον ορισμό
του ρυθμού, που ποικίλλει ανάλογα τις περιόδους δημιουργίας και το πρόβλημα της
ακολουθούμενης τεχνοτροπίας και τεχνικής της μέσα στην διάρκεια των εποχών, εδώ
αν ερμηνεύουμε ορθά τον ποιητή, η μουσικότητα των ήχων είναι εκείνη που γεννά
την ανάγκη της γλωσσικής ποιητικής έκφρασης, και τέλος, τον ορισμό του χρόνου,
που όπως στέκεται καταλύτης και δημιουργικός στις ζωές των απλών ανθρώπων, όλων
εμάς, έτσι και στον χώρο της τέχνης, στην συγκεκριμένη περίπτωση του ποιητικού
λόγου, είναι αυτός που κατά κάποιον τρόπο «ρυθμίζει» την εξέλιξή και την πορεία
του μέσα στους αιώνες. Αβάσταχτη η ποιητική αίσθηση για μεγάλο διάστημα, εξίσου
αβάσταχτη με την στέρησή της. Κείμενα, που έχουν μια αρμονική οργανική ενότητα
μεταξύ τους.
Ας διαβάσουμε και αντιγράψουμε τα κεφάλαια
ξεχωριστά.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η γενικά ισχύουσα άποψη ότι ο ποιητής είναι άνθρωπος
με μεγαλύτερη ευαισθησία απ’ ό,τι ο κοινός άνθρωπος, και ότι η ποιητική
ικανότητα είναι αποτέλεσμα αυτής της μεγαλύτερης ευαισθησίας, δεν μπορεί ν’
αποδειχτεί. Γιατί δεν γνωρίζουμε τον δεύτερο όρο σύγκρισης, το έργο της
ευαισθησίας του κοινού ανθρώπου. Το έργο αυτό-το πώς αισθάνεται ο κοινός
άνθρωπος- είναι αόρατο, γιατί αναλώνεται τη στιγμή που παράγεται χωρίς ν’
αφήνει ίχνη. Ή, όταν αφήνει, τα ίχνη αυτά δεν είναι καλλιτεχνικά και συνεπώς
δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως όρος σύγκρισης.
Φαίνεται
πως η ποιητική ικανότητα οφείλεται κυρίως στη μεγαλύτερη ευαισθησία ορισμένων ανθρώπων
όχι τόσο ως προς τη βίωση της εμπειρίας τους όσο ως προς το υλικό με το οποίο η
βίωση αυτή μπορεί να γίνει τέχνη. Ο ζωγράφος έχει μιάν ιδιαίτερη σχέση με τα
χρώματα, ο μουσικός με τους ήχους, ο γλύπτης με τις πλαστικές μορφές, ο ποιητής
με τη γλώσσα. Ένας άνθρωπος που δεν έχει αυτή την ιδιαίτερη ευαισθησία δεν
μπορεί να γίνει καλλιτέχνης, αυτό όμως δεν σημαίνει πώς δεν μπορεί να
αισθάνεται ποιητικά. Όχι μόνο μπορεί, αλλά η κάθε του πράξη προς αυτό
αποβλέπει. Όπως ο ήρωας του Μολιέρου, ο κάθε άνθρωπος κάνει (ή προσπαθεί να
κάνει) ποίηση χωρίς να το ξέρει, αδιάφορο αν δεν είναι σε θέση να μεταδώσει
καλλιτεχνικά την εμπειρία του. Όλοι αναζητούν εκείνη την ιδανική ψυχολογική
κατάσταση, την εσωτερική αρμονία πού μοιάζει με τα αισθήματα που έχει κανείς για
τον κόσμο όταν είναι παιδί, εκείνη την απόλυτη ελευθερία όπου η αίσθηση του
χρόνου φαίνεται να έχει καταλυθεί, η οποία αποτελεί και το σκοπό της τέχνης. Η
διαφορά είναι ότι ο κοινός άνθρωπος προσπαθεί να φτάσει σ’ αυτή την κατάσταση
με ποικίλους τρόπους, μέσα από διάφορες εμπειρίες-με τη θρησκευτική, την
ερωτική, την παραισθησιακή των ναρκωτικών, με την ίδια την καλλιτεχνική
εμπειρία (που είναι η υψηλότερη-η λεπτότερη και περιεκτικότερη-μορφή αυτής της
αρμονίας)-αλλά και με τις πιο ασήμαντες ενέργειές του, που όλες κατευθύνονται
ασυνείδητα προς αυτήν, ενώ ο ποιητής την κατακτά κυρίως μέσα από την εμπειρία της
προσπάθειάς του να εκφράσει αυτό που αισθάνεται η γλώσσα.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
Η γλώσσα της ποίησης είναι η γλώσσα στην υπέρτερη
κατάστασή της, στην απόλυτη λειτουργία της. Η μόνη γλώσσα που δεν είναι
συμβατική. Γιατί τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενά της δεν μπορούν να νοηθούν
χωριστά, όπως στην κοινή γλώσσα.
Αυτός
είναι ο λόγος που η ποίηση δεν μεταφράζεται. Κατά τη μετάφραση μιας ποιητικής
φράσης από μιας γλώσσας στην άλλη δεν αλλάζει μόνο η μορφή των λέξεων, αλλάζει
και το περιεχόμενο των λέξεων, (αφού η μορφή και το περιεχόμενο των ποιητικών
λέξεων ταυτίζονται-η μορφή είναι και περιεχόμενο, και αντιστρόφως). Το ενιαίο
της υπόστασης των λέξεων διασπάται, η μορφή αποταυτίζεται από το περιεχόμενο, η
γλώσσα ξαναγίνεται συμβατική.
Η γλώσσα
της ποίησης είναι η πλέον φυσική γλώσσα, γιατί δεν πάσχει από κανένα διχασμό
ανάμεσα στο σώμα της και την ψυχή της. Είναι η γλώσσα στην πιο ευτυχισμένη
στιγμή της. Η ιδανική γλώσσα.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ
Η ποίηση είναι ο χρόνος του άχρονου παρόντος. Γιατί
απογυμνώνει το παρελθόν και το παρόν από τη χρονικότητά τους: αποχρονοποιεί τις
εικόνες του παρελθόντος αποσπώντας τες από τη μνήμη, απαλείφει από το παρόν τα
επίκαιρα στοιχεία του εμβαπτίζοντάς το σε μια παρθενική λήθη. Παρελθόν και
παρόν συναντιούνται στην ποίηση σ’ ένα διαχρονικό σημείο, σ’ ένα βαθύ,
ακατάλυτο, αέναο παρόν.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Η εμπειρία μας ενός ποιήματος δεν τελειώνει με την
ανάγνωσή του. Αυτή είναι η πρώτη επαφή, η πράξη της γνωριμίας μας μ’ αυτό. Η
εμπειρία μας ενός ποιήματος είναι και η εμπειρία της ανάμνησής του, κι αυτό δεν
είναι το ίδιο με την εμπειρία της ανάγνωσής του. Γιατί τα καινούργια βιώματά
μας, που έχουν παρεμβληθεί στο μεταξύ, τροποποιούν την ανταπόκρισή μας προς
αυτό. Η εμπειρία της ανάμνησης ενός ποιήματος είναι αυτό που θα μπορούσαμε να
ονομάσουμε κρυφή ανάγνωση, γιατί κάθε φορά που θυμόμαστε ένα ποίημα, το
διαβάζουμε αόρατα ακόμη μια φορά. Η ανάγνωση ενός ποιήματος δεν τελειώνει ποτέ.
Συνεχίζεται κάθε φορά που ερχόμαστε σε κρυφή επαφή μαζί του, κι ακόμα
περισσότερο. Συνεχίζεται και όταν το ποίημα κοιμάται μέσα μας, σαν μια αδιάκοπη
κυοφορία, που διακόπτεται από στιγμές καρποφορίας, απ’ τις στιγμές της κρυφής
επαφής.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΡΥΘΜΟΣ
Το ποίημα είναι ρυθμός ενσαρκωμένος με λέξεις που
συντίθεται από στίχους. Ο στίχος μπορεί να είναι και σε πεζό. Με άλλα λόγια ο
στίχος δεν είναι κάτι το μορφικά καθορισμένο. Μπορεί να είναι έμμετρος,
ελεύθερος ή πεζόμορφος, ανάλογα με τις διαθέσεις ή τις ανάγκες του ρυθμού (στην
τελευταία περίπτωση το μήκος του ισούται με αυτό που αισθανόμαστε ως ελάχιστη
ρυθμική μονάδα).
Ένα
ποίημα ξεκινάει από μιάν αίσθηση ρυθμού που βγάζει στην επιφάνεια κάποιες
λέξεις. Ή ξεκινάει από την αίσθηση κάποιων λέξεων, που βγάζει στην επιφάνεια
έναν ρυθμό. Έπειτα αυτά τα δύο προχωρούν συγχωνευμένα.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ
Τά λεγόμενα για την μοναξιά του ποιητή είναι μύθος.
Η ποίηση είναι το αντίθετο της μοναξιάς. Ο ποιητής (ο άνθρωπος που γράφει ή ο
άνθρωπος που αισθάνεται ποιητικά) υποφέρει από τη μοναξιά λιγότερο απ’ ό,τι
οποιοσδήποτε άλλος, γιατί έχει την ποίηση.
Η μοναξιά
δημιουργείται κυρίως όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε διάσταση με τον εαυτό του,
όχι όταν δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους-η αδυναμία επικοινωνίας με
τους άλλους είναι αποτέλεσμα, όχι αιτία της μοναξιάς.
Αν η
ποίηση είναι μια καταβύθιση του ποιητή στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του,
τότε είναι και μια μέθοδος αυτογνωσίας-ένας δραστικός τρόπος για να
επικοινωνήσει κανείς με τον εαυτό του (ο πιο δραστικός τρόπος), ένα μέσο για να
συμφιλιωθεί μαζί του. Ο ποιητής είναι ο πιο ισορροπημένος άνθρωπος, παρά τα
διαθρυλούμενα περί του αντιθέτου, ισορροπημένος με την ουσιαστική έννοια της
λέξεως, όχι με τη μορφή μιας επιφανειακής ισορροπίας. Και ακριβώς επειδή
βοηθάει τον άνθρωπο να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, η ποίηση κάνει την
επικοινωνία του με τους άλλους ευκολότερη.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ (β)
Ένα μεγάλο μέρος από τη γοητεία της ποιητικής
γλώσσας πηγάζει από την αντιφατικότητά της. Γιατί η γλώσσα της ποίησης, που
είναι η πιο τολμηρή γλώσσα, και ταυτόχρονα η γλώσσα η πιο συντηρητική. Είναι
τολμηρή, γιατί ο ποιητής εκφράζεται με τρόπους πού δεν έχουν χρησιμοποιηθεί
προηγουμένως, ανατρέπει τη συμβατικότητα της καθεστηκυίας έκφρασης, συνθέτει νέους
συνδυασμούς λέξεων και φράσεων (ήχων και εννοιών). Και είναι συντηρητική, γιατί
γνωρίζοντας πώς από τά μέσα της τέχνης η γλώσσα είναι το λιγότερο ανθεκτικό στο
χρόνο-πώς οι λέξεις παλιώνουν πιο γρήγορα από κάθε καλλιτεχνικό υλικό-ο ποιητής
διαλέγει τις λέξεις του από τις πιο καθιερωμένες και συνηθισμένες, από τις
λιγότερο επίκαιρες και νεοφανείς.
Η γλώσσα
της ποίησης είναι γλώσσα αντιδραστική ως προς το υλικό της και επαναστατική ως
προς τις χρήσεις αυτού του υλικού.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ
Η ποίηση δεν προοδεύει. Απλώς αλλάζει πρόσωπο. Ή, αν
δεν προοδεύει, δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Γιατί η ποίηση δεν είναι
ένα ποιητικό κείμενο, αλλά αυτό που αισθανόμαστε όταν διαβάζουμε ένα ποιητικό
κείμενο. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την ποίηση της εποχής μας με την ποίηση
μιας άλλης εποχής, γιατί δεν ξέρουμε τι αισθάνονταν από τα ποιήματα της εποχής
τους οι άνθρωποι της άλλης εποχής. Αυτό που ονομάζουμε ποίηση μιας άλλης εποχής
είναι τα ποιήματα της άλλης εποχής όπως τα αισθανόμαστε στην εποχή μας. Με άλλα
λόγια είναι ποίηση της εποχής μας.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΡΥΘΜΟΣ (β)
Η ποιητική εμπειρία δεν είναι άλλο από το
ευτυχισμένο αποτέλεσμα της σύγκρουσης δύο ρυθμών: του ρυθμού της
καθημερινότητας, που είναι η αίσθηση της βίωσης του τρέχοντος χρόνου, και του
ρυθμού της επιθυμίας της υπέρβασης αυτής της αίσθησης, που είναι η βίωση της
αναζήτησης ενός χρόνου ποιητικού. Κάθε ποιητική εμπειρία αποτελεί έναν
εκτροχιασμό από τη στεγνή άσφαλτο της καθημερινότητας, μιάν υπέροχη εκτροπή μας
σ’ έναν ρυθμό ιδανικό.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ (γ)
Η φράση του Κητς ότι ο ποιητής είναι ο λιγότερο
ποιητικός άνθρωπος, θέλει, νομίζω, να πεί τούτο: ότι ο ποιητής δεν ξεκινάει από
την ποίηση αλλά καταλήγει στην ποίηση, δεν ζητάει τις λέξεις που είναι
ποιητικές, ζητάει να κάνει τις λέξεις ποιητικές. Γιατί πριν από την ποίηση δεν
υπάρχει ποιητική γλώσσα για ν’ αντλήσει κανείς. Η κάθε λέξη στην ποίηση αρχίζει
από την αρχή, οικοδομεί εκ του μηδενός
την ποιητική της φύση. Η ποιητικότητά της δεν είναι μεταθέσιμη σε άλλο ποίημα,
γιατί αποκτά την υπόστασή της από τις συγκεκριμένες λέξεις που την περιβάλλουν.
Γι’ αυτό είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Δημιουργείται με το ποίημα που την
περιέχει και υπάρχει μόνο για το ποίημα που την περιέχει.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ
Η άποψη ότι ο ποιητής πρέπει ν’ αποφεύγει τη στράτευση
είναι τόσο επιζήμια για την ποίηση, όσο κι εκείνη που επιθυμεί τον ποιητή
στρατευμένο. Ένα τέτοιο μέλημα σημαίνει αυτοπεριορισμό κάποιων διαθέσεων της
ψυχής, η οποία είναι αδύνατο να λειτουργήσει ποιητικά, αν δεν αφήσει το ποίημα
να την οδηγήσει όπου αυτό θέλει.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ
Σε τελευταία ανάλυση η ηθική ενός ποιητή είναι θέμα
γλωσσικής συμπεριφοράς. Η ανηθικότητα της ποίησής του δεν είναι ανάλογη με τά
επονείδιστα πράγματα που μπορεί να λέει, αλλά με την αδυναμία του να εξαγνιστεί
από το προπατορικό αμάρτημα της γλώσσας: από τη διάσπαση της λέξης σε μορφή και
περιεχόμενο. Η ποιητική γλώσσα είναι η γλώσσα μιας θρησκευτικότητας: της
επιθυμίας του ανθρώπου να υψωθεί στον παράδεισο της έκφρασης. Η ηθική της
εξαρτάται από το πάθος με το οποίο ανακτά τη χαμένη ενότητα του σημείου.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Η απόφαση ορισμένων φιλοσόφων να εξορίσουν την
ποίηση από την ιδανική πολιτεία τους δηλώνει βέβαια άγνοια του νοήματος της
ποίησης, αλλά κυρίως άγνοια του νοήματος της πολιτείας. Γιατί η ποίηση είναι η ιδανική
κατάσταση, και η ιδανική πολιτεία δεν είναι άλλη από την ποιητική πολιτεία.
Όπως ο
ιδανικός άνθρωπος είναι ο ποιητικός άνθρωπος, η ιδανική πολιτεία είναι η
συλλογική βίωση της ψυχολογικής κατάστασης του ανθρώπου που τελεί εν ποιητική
εμπειρία. Με άλλα λόγια, η πολιτεία που βρίσκεται σε ποιητική κατάσταση.
Ενώ η
κάθε πολιτεία θα μπορούσε να γίνει ιδανική, η ιδανική πολιτεία με τη μορφή που
τη φαντάστηκαν οι αντιποιητικοί φιλόσοφοι δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί η
αρμονία, που αποτελεί την ενσάρκωση της ιδανικής της κατάστασης, είναι αρμονία
επίπλαστη, εξωτερική. Η πραγματική ιδανική, η μόνη ιδανική κατάσταση που μπορεί
να υπάρξει, είναι κατάσταση εσωτερική, ψυχολογικής φύσεως.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ (β)
Επειδή είναι ψυχολογικής φύσεως, η ποιητική κατάσταση
δεν είναι κάτι που μπορεί να διαρκεί. Γιατί διάρκεια σημαίνει συνέχεια, και
συνέχεια σημαίνει διαδοχικότητα, επανάληψη, ομοιομορφία, στασιμότητα, δηλαδή
εκείνο ακριβώς που η ποιητική κατάσταση θέλει να ανατρέψει. Η αίσθηση της
εσωτερικής αρμονίας είναι αίσθηση δυναμική, όχι στατική. Όμως είναι μια αίσθηση
παράδοξη, γιατί η δυναμικότητά της είναι μια στατική δυναμικότητα, ή, καλύτερα,
μια δυναμική στατικότητα. Είναι αίσθηση δυναμική επειδή, όταν επιτευχθεί, κάνει
το χρόνο να παύει να βιώνεται ως διαδοχικότητα, διακόπτει τη γεύση της
συνέχειας, της μονοτονίας, της «στατικότητάς» του. Αλλά ταυτόχρονα αυτή η
διακοπή συνεπάγεται μιάν άλλη «στατικότητα» (μια στιγμιαία στατικότητα), που
είναι δυναμική ακριβώς γιατί είναι στιγμιαία, γιατί δεν είναι διαδοχική,
«χρονική», μονότονη.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Τα συναισθήματα και οι πεποιθήσεις που εκφράζει ο
ποιητής σ’ ένα ποίημα, δεν ταυτίζονται με τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις
του της καθημερινής ζωής. Γιατί η ποίηση είναι λόγος συμπυκνωμένος και εξηρμένος,
κι αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποίημα είναι με υπόσταση βαθύτερη απ’ ό,τι όταν
βρίσκεται έξω από το ποίημα. Αυτή είναι η άλλη όψη της αιτίας που η ποιητική
κατάσταση δεν είναι δυνατόν να διαρκεί. Ο ποιητικός εαυτός ενός ανθρώπου είναι
ο εαυτός του στην υπέρτατη μορφή του, και το βάρος αυτής της μορφής δεν μπορεί
να το σηκώσει κανείς επί πολύ. Η ποίηση, που είναι η πιο ανθρώπινη κατάσταση,
είναι ταυτόχρονα και η πιο απάνθρωπη. Η φόρτιση της ποιητικής εμπειρίας είναι
τόση, ώστε η παράτασή της θα ήταν ικανή να συντρίψει αυτόν που τη βιώνει. Είναι
αδύνατο να ζει κανείς συνεχώς ποιητικά.
Η
καθημερινότητα είναι απαραίτητη για ν’ απολαύσει κανείς την ποίηση, όσο
απαραίτητη είναι η ποίηση για να μπορέσει κανείς να υπομείνει την καθημερινή
ζωή.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η άποψη ότι η Ιστορία προχωρεί μέσα από τις
ανθρώπινες αντιθέσεις, ότι η κινητήρια δύναμή της είναι η πάλη των τάξεων,
είναι σωστή, όμως καλύπτει μόνο την ορατή πλευρά του θέματος. Το βαθύτερο
ερώτημα είναι γιατί παλεύουν οι τάξεις μεταξύ τους. Στον πυθμένα αυτού του
ερωτήματος ή απάντηση δονείται μακάρια, περίλαμπρη, αδιατάραχη: Η ποίηση είναι
η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Όλες οι πράξεις της Ιστορίας υπαγορεύονται από
την επιθυμία των ανθρώπων να βιώσουν την ιδανική κατάσταση. Το μαρξιστικό
όνειρο της αταξικής κοινωνίας, που είναι το όραμα μιας ευτυχισμένης κοινωνικής
αταραξίας, το όραμα μιας δυναμικής στατικότητας, δεν είναι παρά μια μεταφορά
του οράματος της ποιητικής κατάστασης σ’ ένα επίπεδο συλλογικό. Με τη διαφορά
ότι το όραμα αυτό λειτουργεί, όπως εκείνο της πλατωνικής πολιτείας, μέσα στα
πλαίσια της χρονικής διαδοχής (που είναι συσσωρευτική αντιθέσεων): είναι ένα
όραμα «χρονικό» και γι’ αυτό απραγματοποίητο. Εντούτοις το μαρξιστικό όραμα
βρίσκεται πιο κοντά στην ποιητική πραγματικότητα απ’ ό,τι το πλατωνικό, γιατί
είναι όραμα αταξικό. Η αρμονία του απορρέει από μια άρση των ανθρώπινων
αντιθέσεων που, όπως εκείνη της ποίησης, είναι αποτέλεσμα της συγχώνευσής τους,
όχι ενός συμβιβασμού τους, όπως συμβαίνει στο πλατωνικό όραμα.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η ποίηση εκφράζει την πραγματικότητα. Όμως τι είναι
πραγματικότητα; Δεν είναι βέβαια η καθημερινή πραγματικότητα, την οποία η
ποίηση ποτέ δεν εκφράζει, απλώς χρησιμοποιεί για να την υπερβεί. Η καθημερινή
πραγματικότητα είναι ένα φθαρτό υλικό, και η ποίηση με μόνο αυτήν δεν μπορεί να
φτιάξει ένα ποίημα. Η ποίηση εκφράζει την πραγματική πραγματικότητα, που είναι
αόρατη, όμως διάχυτη και σφύζουσα μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα, εκφράζει
τη βαθύτερη πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τη μόνιμη, τη διακαή, την
αιώνια επιθυμία του ανθρώπου να υπερβεί την καθημερινή κατάσταση, να βιώσει την
ιδανική πραγματικότητα.
Η
πραγματική πραγματικότητα είναι η άφθαρτη επιθυμία του ανθρώπου για ποίηση.
Αυτά
είναι τα μικρά κείμενα συνηγορίας του ποιητικού λόγου, που μας εκθέτει ο
ποιητής και θεωρητικός της ποίησης Νάσος Βαγενάς στο μικρό και καλαίσθητο
βιβλίο του με τίτλο, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, πριν τριάντα δύο χρόνια.
Δεκαετίες που προετοίμασαν ίσως, την «εξασθένιση» του ποιητικού φαινομένου, και
που τόσο οι ποιητές όσο και η ποίηση στην χώρα μας, έχασαν την δυναμική τους
και την δραστική επίδρασή τους στις συνειδήσεις και τις ψυχές των σύγχρονων
νεοελλήνων.
Αναγκαία σημείωση, δανεισμένη από την βιβλιογραφία
που συνέταξε για τον ποιητή ο Σάββας Παύλου, έκδοση του Κέντρου Μελετών Ιεράς
Μονής Κύκκου, Λευκωσία-Κύπρος 2010. Στην σελίδα 158, αναφέρονται επτά
βιβλιοκριτικές υποδοχής του μελετήματος την εποχή εκείνη. Της κριτικού Ελισάβετ
Κοτζιά στην εφημερίδα Η Καθημερινή 23/1/1986, του Ηλία Κουτσούκου στην
εφημερίδα Θεσσαλονίκη της συμπρωτεύουσας 23/1/1986, του Κώστα Σταματίου στην
εφημερίδα Τα Νέα 8/2/1986, του Ξενοφών Α. Μπρουντζάκη στο περιοδικό Πολιορκία
τχ.30/2,1986, του Διαμαντή Μπασαντή στο περιοδικό Διαβάζω τεύχος 138/26-2-1986,
του Νίκου Γ. Δαββέτα στην εφημερίδα Εξόρμηση 11/1/1987 και του M. Byron Raizis, στο περιοδικό World Literature Today, Norman Oklahomma, Autumm 1986
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, περιμένοντας εναγωνίως την Ημέρα της Ποίησης
21 Μαρτίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου