ΝΙΚΟΣ
Χ. ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ
Καλύτερα τύψεις παρά απωθημένα
Ιστορίες του θεάτρου, της δημοσιογραφίας και της
πολιτικής
εκδ. Άγκυρα 2005
--
Είσαι παράνομος ρε
Αφηγήματα
εκδ. Δυτικός Άνεμος 2015
Παράξενες
και απρόβλεπτες οι ζωές των ανθρώπων, δύσκολες οι μεταξύ τους σχέσεις, γεμάτες
προστριβές, αντιξοότητες, βασανιστικά διλήμματα, καταστάσεις μετέωρων
προθέσεων, σπασμωδικές κινήσεις ανέξοδης επικοινωνίας, ονειρώδη ανδραγαθήματα
για να γνωρίσεις τον άλλον που ευελπιστείς να καλύψει τα δικά σου κενά ψυχής
και σώματος. Πειρατικά αισθήματα κυριαρχίας των εμπειριών του άλλου, φιλοδοξίες
υστερόβουλες ή ανυστερόβουλες για να εισβάλεις στον κόσμο των συναισθημάτων
του, να καταλύσεις τα πνευματικά του καταφύγια, την ανθηρότητα των σωματικών
του προκλήσεων. Χρησιμοποιούμε ψευδαισθησιογόνες ελπίδες, που ούτε και εμείς οι
ίδιοι, δεν μπορούμε να κουμαντάρουμε από ένα σημείο και έπειτα, με απώτερο
σκοπό, να γίνουμε κυρίαρχοι στην ζωή του άλλου, να καταπατήσουμε τα ψυχικά του
βίου του ερείσματα. Επαναλαμβανόμενες ανθρώπινες χειρονομίες πολλαπλών επιδιώξεων
χωρίς όρια, δίχως ενδοιασμούς, χωρίς φόβο, στο ατέρμονο παιχνίδι ζωής και
θανάτου των θνητών και πρόσκαιρων όντων μέσα στη Φύση, μέσα στην Ιστορία, μέσα
στο Κοινωνικό περιβάλλον. Σωματικές κινήσεις απερίσκεπτης αγαπητικής ή ερωτικής
μεγαλοσύνης, παράλληλες της αυτοκαταστροφής. Παρακινδυνευμένες για την
ισορροπία μας ενέργειες επιβολής κυριαρχίας. Επιθυμούμε την γνωριμία του άλλου,
για να αντικρίσουμε στον καθρέπτη της ζωής του την δική μας ζωή, για να
επαληθεύσουμε τις δικές μας εμπειρίες, για να επιβεβαιώσουμε την αλήθεια των
ονείρων μας για την δική μας ζωή. Ανθρώπινες υπάρξεις γεμάτες παλαιά έλκη
εμπειριών και διαψευσμένα πάθη που αναζητούν την αποδοχή τους στην πρόθεση του πλησιάσματός
μας προς τον άλλον, στην καλή του προαίρεση. Χιλιάδες προσωπικά του καθημερινού
μας βίου γεγονότα ατράνταχτης ανεπικοινωνίας, που, ανακυκλώνονται αενάως μέσα
στο διάβα της ανθρώπινης περιπέτειας των σχέσεων μέσα στον κόσμο. Συμβάντα
ανολοκλήρωτων επαφών που επιδρούν βαθειά στην μετέπειτα ψυχοσύνθεσή τους,
στάσεις ζωής των ανθρώπων που συνήθως, καθορίζονται από τις προηγούμενες τους
εμπειρίες, τα παιδικά τους τραύματα, τις εφηβικές τους απορρίψεις από τον κόσμο
των μεγάλων, τα νεανικά τους ερωτικά στραπατσαρίσματα, το σβήσιμο των
πρωταρχικών ελπίδων τους από το άμεσό τους οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον. Η
τραυματισμένη ζωή μας, προσδιορίζεται από τυχαία γεγονότα, από οικογενειακούς
εθιμικούς φραγμούς, από κοινωνικές ηθικές απαγορεύσεις, από θρησκευτικές του
φόβου δοξασίες ή μεταφυσικές αγκυλώσεις, από βαθειά ριζωμένες προλήψεις του
άμεσου και έμμεσου περιβάλλοντός μας κατά την παιδική μας ηλικία. Βιώματα
πανανθρώπινης καχεξίας επικοινωνίας τόσο μεταξύ των ανθρώπων όσο και των
ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον, που, ο κόσμος της αρχαίας τραγωδίας μας
φώτισε τόσο παραστατικά και ανεπανάληπτα, και προετοίμασε τα πρώτα
σταθεροποιητικά βήματα της ερμηνείας των ανθρωπίνων σχέσεων από την Επιστήμη
της Ψυχανάλυσης, και ειδικότερα, τις αρχές της που έθεσε ο Σίγκμουντ Φρόιντ.
Δύσκολες
και ακανθώδεις οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, το μεγαλύτερο μέρος της
καλλιτεχνικής δημιουργίας, αυτό μας αντικατοπτρίζει σε ποικίλες μορφές και
εκδοχές. Δυσκολότερες επίσης, και οι σχέσεις των ζευγαριών. Αυτό το πανάρχαιο
και επαναλαμβανόμενο παιχνίδι της αντιπαλότητας του αρσενικού με το θηλυκό
στοιχείο μέσα στην φύση, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην ίδια την οικογενειακή
εστία, ένα παιχνίδι ερωτικών προθέσεων που παρά τις όποιες παθογένειές του,
είναι αναγκαίο για την διαιώνιση του είδους. Οι ανθρώπινες σχέσεις, και
ιδιαίτερα, οι σχέσεις του άντρα με την γυναίκα, βαδίζουν πάντα πάνω σ’ ένα
τεντωμένο σχοινί, ακροβατούν μεταξύ αλήθειας και ψέματος, κρυφών πόθων και ανομολόγητων
επιδιώξεων, πρόσκαιρων ονείρων και
εφιαλτικών καταστάσεων. Ένα συνεχές κυνηγητό μεταξύ δυό της ζωής
θηραμάτων, για επιθυμία σταθερών ασφαλών σχέσεων και προσωπικής συμβίωσης. Τα
σκαμπανεβάσματα των συζυγικών σχέσεων, τα αδιέξοδα των νυμφευμένων, οι
αποτυχίες τους, οι άγονες παρεμβάσεις τους για την διατήρηση της οικογενειακής
στέγης, οι ερωτικές παρασπονδίες τόσο του άντρα όσο και της γυναίκας, τα
ερωτικά τους κρυφά ή φανερά τσιλημπουρδήματα με νεότερές τους πάντα υπάρξεις
και από τα δύο φύλα, η έλλειψη κατανόησης, οι διαψεύσεις των προσδοκιών τους,
οι παρεμβάσεις του άμεσου συγγενικού περιβάλλοντος στην ζωή και το σπιτικό των
αντρόγυνων, τέλος, όλα εκείνα τα συμβάντα, που θα λύσουν την σχέση συζυγίας που
άρχισε με άλλες ονειρικές επιδιώξεις και κατέληξε στο αναπόφευκτο διαζύγιο. Ο
άνθρωπος άντρας ή η άνθρωπος γυναίκα, δυσκολεύεται να αντέξει το βάρος της
μοναξιάς του, εξίσου ίσως, και το βάρος μιας αβάσταχτης συζυγίας. Και ίσως, δεν
είναι τόσο άστοχο αν γράφαμε, ότι, όταν είσαι μακριά από ένα πρόσωπο που αγαπάς
υποφέρει το σώμα σου, ενώ όταν είσαι κοντά σε ένα πρόσωπο που δεν θέλεις,
υποφέρει η ψυχή σου.
Και αυτά
τα εκατοντάδες μικρά ή μεγάλα προβλήματα, οι δεκάδες κοινωνικές αποτρεπτικές
συμβάσεις προσέγγισης του διπλανού μας, οι κρυφές ή φανερές αυτοκαταστροφικές
ενέργειες στις σχέσεις των συντρόφων που προκαλούν τα ακραία ερωτικά πάθη, ή αυτά
που καιροφυλακτούν σε κάθε βήμα απόπειρας επικοινωνίας τόσο του άντρα όσο και
της γυναίκας, και μας ανακαλύπτουν το βάθος και το βαθμό των εσωτερικών τους
συγκρούσεων και ερωτικών τους αδιεξόδων, καθώς και την διάλυση των φιλικών και
οικογενειακών σχέσεων, είναι που μας εξιστορεί με μεστή δημοσιογραφική γραφή, καθαρό
λόγο και σκληρή γλώσσα, ο από πεποίθηση θεατράνθρωπος και καλλιεργημένος
δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Χ. Λαγκαδινός, στο πρώτο του βιβλίο.
Για τον
Λαγκαδινό, όπως ο ίδιος σημειώνει, το γράψιμο, είναι μια ατομική πράξη
ψυχοθεραπείας, ενστερνιζόμενος την άποψη του άγγλου μυθιστοριογράφου Γκράχαμ
Γκριν:
«Εκατοντάδες
σελίδες τετραδίων έχω γεμίσει με γραφτά μου όταν βρισκόμαστε σε διακοπές, αλλά
και σε περιόδους συναισθηματικών εξάρσεων. Δεν έχω καταλάβει ακόμα αν αυτό
οφειλόταν σε μια βαθύτερη επιθυμία μου να γίνω συγγραφέας, ή αν απλώς
αποζητούσα κάποιον συνομιλητή αφού οι παρέες μου πάντοτε ήταν λιγοστές και
άκρως επιλεκτικές ή, αν ακούσουμε τον Γκράχαμ Γκριν, το γράψιμο ήταν για μένα
μάλλον μια μορφή θεραπείας!».
Κάνοντας
και εμείς, όπως ο συγγραφέας μέσα στο έργο του,- μια κριτική αναγνωστική
σύντομη παρέμβαση-αυτά τα μνημονικά φλάς μπακ, ας δούμε τι διαπραγματεύεται το
δεύτερο βιβλίο του, που συνεχίζει την εξιστόρηση της ιστορίας της οικογένειας,
των συγγενικών της προσώπων, και των γύρω από αυτήν ανθρώπων, που σπονδυλώνουν
τους ήρωες του συγγραφέα. Μια ημερολογιακή εν μέρει, αφηγηματική καταγραφή της διαρκούς
μετανάστευσης των απλών διπλανών μας ατόμων, που, αρχινά την περίοδο των
πέτρινων χρόνων της χώρας, και φτάνουν μέχρι των ημερών μας,-περνώντας από τα
δύσκολα χρόνια της χούντας,-πολιτικής κυβερνητικής περιόδου των πολιτικών
επιγόνων του ηγέτη της Αλλαγής.
Το δεύτερο
βιβλίο του, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δυτικός Άνεμος, με τον προκλητικό
κάπως τίτλο «Είσαι παράνομος ρε», και
αποτελείται από πέντε αφηγηματικές ιστορίες που μας εξιστορούν την ιστορία της
οικογένειάς του αλλά και των ανθρώπων της επαρχίας κατά την περίοδο του πολέμου,
της κατοχής του εμφύλιου που επακολούθησε και φυσικά, των διώξεων των αντιπάλων
τους από μέρους των νικητών. Τραυματικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν
καθοριστικά τις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων της περιόδου εκείνης, διέπλασαν
τον χαρακτήρα τους, οριοθέτησαν τον τρόπο κοινωνικής συμπεριφοράς τους,
ποδηγέτησαν τις κατοπινές τους ζωές, και, οικοδόμησαν τις οικογενειακές τους
σχέσεις, μέσα σε ένα περιβάλλον που συνεχώς αιμορραγούσε. Άτομα υπαρκτά, της
διπλανής πόρτας, που το κοχλάζον αίμα της ιστορικής και πολιτικής περιπέτειας
της χώρας κύλησε στις φλέβες τους και προσδιόρισε τις μετέπειτα ανάγκες του
βίου τους και τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Οικογένειες ξεριζωμένες,
οικογενειακές εστίες κατεστραμμένες, συγγενικές σχέσεις διαλυμένες, ισχυρά
ιδεολογικά πάθη, που ζυμώνουν τις προσωπικές μυθολογίες των ανθρώπων που
βιώνουν τον πολιτικό σπαραγμό και αγωνίζονται να επιβιώσουν όπως-όπως. Άτομα
και οικογένειες, ατομικές μονάδες και κοινωνικές συλλογικότητες, που ο
εξομολογητικός λόγος των γυναικών παρακολουθεί και μας λέει σαν παραμύθι, την
εσωτερική τους εξορία, την αναγκαστική τους μετανάστευση εντός και εκτός της
χώρας, την διαρκή τους περιπλάνηση από πόλη σε πόλη, από την επαρχία στα μεγάλα
αστικά κέντρα, από το κέντρο στην περιφέρεια, από την χώρα στο εξωτερικό. Τα βασανισμένα
πρόσωπα του Νίκου Χ. Λαγκαδινού, δεν γίνονται απολογητές των ιδεολογικών τους
αντιστασιακών πράξεων την περίοδο εκείνη της εμφύλιας σύρραξης, όπως διαβάζουμε
σε αρκετά πεζογραφήματα σύγχρονών μας δημιουργών,-αρχίζοντας από το πρώτο βιβλίο
που αναφέρεται στον εμφύλιο αυτό του συγγραφέα Ρένου Αποστολίδη, «Πυραμίδα 67»-μυθοπλαστικά αφηγήματα, που ηρωοποιούν τα άτομα
της περιόδου του εμφύλιου σπαραγμού και σκεπάζουν με φωτοστέφανο αγωνιστικών
μαρτυριών το ηττημένο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Δεν γίνονται επίσης απολογητές συμπεριφορών και ενεργειών της νικήτριας παράταξης, όπως διαβάζουμε
σε έργα άλλων, δες παραδείγματος χάρη το έργο του Ρόδη Ρούφου-Κανακάρη, και το
τρίτομο πεζογράφημά του «Το χρονικό μιας
σταυροφορίας», που μας δίνει την άποψη της αστικής τάξης της εποχής, αλλά
και άλλων σύγχρονών μας μυθιστοριογράφων, όπως το μυθιστόρημα «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού. Ο
Λαγκαδινός, κρατά μια αφηγηματική ισορροπία, δίνει έναν ιδιοσυγκρασιακό
σχολιασμό στις αυθεντικές μαρτυρίες των ατόμων, καθώς δεν αρκείται μόνο στην
ιστορική αναδίφηση. Η θερμοκρασία του λόγου του είναι ισόβαθμη κατά κάποιον
τρόπο και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, χωρίς να σημαίνει αυτό, ότι
αρνείται να ενταχθεί με την πλευρά της ηττημένης παράταξης και των ανθρώπων της,-παλαιό
στέλεχος της Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου, και οπαδός του Γέρου της Δημοκρατίας,
με οικογενειακούς συγγενικούς δεσμούς με τον εκτελεσμένο Νίκο Μπελογιάννη-,την
χαλασματική αυτή ιστορική περίοδο για την χώρα, ή να επικροτεί τις
αντιανθρώπινες αντιδράσεις και εκδικητικές πολιτικές ενέργειες των ατόμων που
στάθηκαν όρθιοι από την άλλη πλευρά του ποταμού στα κατοπινά χρόνια. Τα
πρόσωπα, το καθένα ξεχωριστά και όλοι μαζί, ωριμάζουν από τις αντίξοες αυτές συνθήκες,
και με ευαισθησία και ελπιδοφόρα αντοχή, αγωνίζονται μέσα στο πύρινο αυτό
καμίνι της ιστορίας και εξακολουθούν να δημιουργούν, αφήνοντας πίσω τους
συντρίμμια ψυχών, ερείπια συνειδήσεων, πληγωμένα κορμιά, χωρισμούς οικογενειών,
διαμάχες συντοπιτών, που δίχασαν καταλυτικά το σώμα της Ελλάδας. Μόνο τους εφόδιο,
το σεντούκι της μνήμης τους, και οι παραστάσεις των χαμένων πεπρωμένων τους.
Ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης και επαναλαμβανόμενης στο χρόνο εξορίας. Ένα
Εθνικό Καραβάν Σεράι, που ο ιστορικός χρόνος της κατεστραμμένης πατρίδας
συνδέεται με τον προσωπικό χρόνο των ανθρώπων και σχηματίζουν το πρόσωπο της
μοίρας τους. Πρόσωπα υπαρκτά και δρώντα που μέσα από τις ανυπέρβλητες
δυσκολίες της ζωής, αγωνίζονται να διατηρήσουν άσβεστο το καντήλι της
συναισθηματικής τους θέρμης.
Χαρακτήρες μιας άλλης εποχής, που βρίσκονται στον
αντίποδα των ενεργειών και πράξεων των προσώπων και των χαρακτήρων του πρώτου
του βιβλίου, που όμως, συνεχίζουν την ιστορία της πατρίδας τους και την ατομική
τους.
Στο πρώτο
του βιβλίο, το «Καλύτερα τύψεις παρά
απωθημένα»- ένα βιβλίο που ίσως με την ξηρότητά του, να προετοίμασε την
αφηγηματική αναφορά και την θέρμη του δεύτερου που επακολούθησε αρκετά χρόνια
αργότερα-αποτελείται από οκτώ συγγενικού ύφους και θεματολογίας καθημερινές μας
ιστορίες, ανθρώπων των μεταπολιτευτικών χρόνων, και για την ακρίβεια, κυρίως,
την περίοδο μετά την διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ το 1981, εποχή των
ραχάτ σοσιαλιστικών πολιτικών αλλαγών των κρατικοδίαιτων κοινωνικών σχέσεων και
ανέξοδων επαναστατικών προτροπών. Ο γεννημένος στην Δραπετσώνα του Πειραιά,-ο
πατέρας του, ήταν στενός φίλος με τον αδερφό του αποστάτη πολιτικού Στέφανου
Στεφανόπουλου, πράγμα που τον βοήθησε να διοριστεί στα Λιπάσματα-ο δικηγόρος
και συγγραφέας Νίκος Χ. Λαγκαδινός, αναπλάθει μια ολόκληρη εποχή περίπου 50
χρόνων, τους ανθρώπους της και τα ποικίλα αδιέξοδά τους, μέσα από τις
ιδιαίτερες, προσωπικές, φιλικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, δημοσιογραφικές
κουλτουριάρικες, και κυρίως, ερωτικές και σεξουαλικές τους σχέσεις. Θα
μπορούσαμε να γράφαμε χωρίς να λαθεύουμε, ότι το βιβλίο αυτό του συγγραφέα,
ενεργού και δραστήριου καθ’ όλη την διάρκεια της επαγγελματικής του
σταδιοδρομίας στον χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της μαχητικής
δημοσιογραφίας, μας δείχνει μια περίοδο της πρόσφατης ελληνικής κοινωνικής ζωής
σε αφασία, σε πλήρη ακοινωνησία, σε καθολική διάλυση των πάσης φύσεως
εσωτερικών αντιστάσεων των ελλήνων και ελληνίδων την περίοδο εκείνη. Αν στο «Είσαι παράνομος ρε» τα πρόσωπα
σημαδεύονται από την Ιστορία, στο «Καλύτερα
τύψεις παρά απωθημένα»
σταμπάρονται από την Ψυχολογία. Είναι μια εποχή, απότομης κοινωνικής και
οικονομικής ευμάρειας των κατώτατων οικονομικά στρωμάτων, που μέχρι την
συγκεκριμένη σύγχρονη αυτή ιστορική περίοδο, δεν είχαν ξαναζήσει. Όπου
φερέγγυο κοινωνικής και ατομικής επιτυχίας, θεωρείται, ότι μπορεί να παράγει
άμοχθο και αντιπαραγωγικό κέρδος. Και εθνική επιτυχία, η οικονομική συλλογική
μας ρεμούλα και η κάθε μορφής αισχροκέρδεια. Μια φανφαρόνικη συμπεριφορά των
ελλήνων σε όλες τις πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Έχουμε δυστυχώς την
ανάπτυξη μιας κοινωνικής παθογένειας και άλογης και στρεβλής πολιτικής
συμπεριφοράς, παρά τις καθαρές και άδολες επιδιώξεις, και αριστερίζουσες ιδέες
του Σοσιαλιστικού Κινήματος, και αρκετών αξιόλογων πολιτικών κυβερνητικών και
μη στελεχών του, με αντιδικτατορικές περγαμηνές, και εύσημα αγωνιστικής δράσης.
Που όλοι μας βιώσαμε-οι σημερινοί πενηντάρηδες και οι των παλαιότερων γενεών-ο
κάθε πολίτης με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, και που έβγαλε στην σύγχρονή μας
πολιτική και κοινωνική επιφάνεια, την κληρονομική μας εγωπάθεια και την
υπερηφανευόμενη εθνική μας μπαγαπόντικη ατομική και κοινωνική συμπεριφορά. Οι
έλληνες την πολιτική εκείνη περίοδο, φέρθηκαν σαν ανώριμα παιδιά, ανερμάτιστα
και εγωπαθή που «προβοκάρανε» την ίδια τους την επιθυμία για αλλαγή. Δεν
κατόρθωσαν να διαχειριστούν την πολιτική και κοινωνική ελευθερία που τους
δόθηκε, ενώ την επεδίωκαν χρόνια, για να απαλλαγούν από τους εφιάλτες της
μετακατοχικής εποχής και των ανοιχτών ακόμα πληγών του εμφύλιου σπαραγμού που
διατηρούσε η συντηρητική παράταξη, μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο
δυνάστη. Σαν λαός, εμείς οι Έλληνες, είμαστε άθεσμοι και αναρχικοί, εγωπαθείς
και φοβερά ανασφαλείς, ιδιοτελείς και ανεμοδούρες. Με το όπλο της παντογνωσίας
παρά πόδας. Ξερόλες. Μέσα στην συλλογική μας συνείδηση το ιδιωτικό συμφέρον του καθενός μας,
ταυτίζεται με το συλλογικό εθνικό, αλλά όχι το αντίθετο. Απόδειξη μάλλον,
αποτελεί η σημερινή μας χρεοκοπία, και το στοίχημα που βάλαμε με τον εαυτό μας,
δηλαδή, ότι θα καταφέρουμε να πτωχεύσουμε την χώρα, αλλά, όχι εμάς τους ίδιους.
Και εν μέρει, το κατορθώσαμε, αν κρίνουμε από την συνέχιση της πολιτικής
φαυλοκρατίας ακόμα και σήμερα και της οικονομικής φοροδιαφυγικής μας
καπατσοσύνης. Όμως, που βρίσκεται η ουσιαστική ζωή των ανθρώπων; Στην επίπλαστη
ευμάρεια; ή στην κοινωνία των σχέσεων; Στην ανθρώπινη απροσποίητη επικοινωνία
των καθημερινών ατόμων ή στην εικόνα της από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας;
Ποιος διαμορφώνει στους καιρούς μας συνειδήσεις, η Ιστορία ή η Τηλεόραση;
Ανοιχτά ερωτήματα, ξεκάθαρες όμως οι ατομικές μας συμφεροντολογικές πρακτικές.
Ο Νίκος Χ. Λαγκαδινός, γνώστης από χρόνια αυτού του πονηρού παιχνιδιού που διαδραματίζεται
στην πολιτική και κοινωνική σκηνή, δηλαδή μεταξύ της εικονικής ζωής και
ατσαλάκωτης πραγματικότητας ως αληθινού βίου των ανθρώπων, και των ιλουστρασιόν
κοινωνικών σχέσεων που προβάλλουν οι διάφορες γραφίδες των εφημερίδων και
προπαγανδίζει αφειδώς ο τηλεοπτικός φακός κυρίως, και των πραγματικών αναγκών
και προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι γύρω μας, οικοδομεί ένα θεατρικό
σκηνικό με μαεστρία και ειλικρίνεια, άφοβα και εν μέρει κοιτώντας τα πράγματα
από κάποια απόσταση,-αυτές τις ατομικές πύλες εξόδου του καθενός μας-μιλώντας
μας, για το πώς ένα πλέγμα επίπλαστων κοινωνικών αξιών και αναγκών, διαπλάθει συνειδήσεις,
αναγορεύει αξιακά πρότυπα, καθορίζει προσωπικές επιλογές, προσδιορίζει τις
ατομικές ανάγκες των ανθρώπων, διαμορφώνοντάς τους, την κοινωνική εικόνα με
την οποία περιφέρονται ανάμεσά μας. Αν στο πρώτο του βιβλίο, η ιστορική μοίρα
της οικογένειας του και των συγγενικών της και φιλικών της προσώπων,
αναδεικνύονται από τις ιστορικές αφηγήσεις και τα μάτια των γυναικών,
γυναικών-ηρωίδων που ζουν και βιώνουν τις δραματικές στιγμές της κατοχής και
του εμφυλίου, της συνεχιζόμενης εσωτερικής εξορίας και της μετανάστευσης, στο
δεύτερο, ο Γρατσουνιάς ο κοντός, που
δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, έχει πλέον μεγαλώσει, και αναζητά
την προσωπική του ταυτότητα μέσα στο νέο μετεμφυλιακό πολιτικό περιβάλλον, που
και αυτό με την σειρά του, διαπλάθει τις συνειδήσεις των νέων επιγόνων της
πρώτης γενιάς. Κυρίαρχο σημείο κοινό των χαρακτήρων και των δύο του έργων,
είναι η φυγή, η περιπλάνηση, με, ή χωρίς σκοπό, μέσα στον χώρο και τον χρόνο.
Έτσι, όπως περιπλανώνται οι κινηματογραφικοί ήρωες και ιδιαίτερα εκείνοι του
Βιμ Βέντερς, που τόσο λατρεύει ο Γρατσουνιάς και αναφέρει συχνά στις
αφηγηματικές του καταθέσεις. Ενώ ο ξεριζωμένος κόσμος του πρώτου του βιβλίου,
παρότι τσακισμένος και τραυματισμένος από τις πολεμικές και πολιτικές κακουχίες
ακολουθεί μια πορεία σύνθεσης των οικογενειακών δεσμών και σύσφιξη των σχέσεων, με ανάδειξη των εσωτερικών ψυχικών δεσμών που κρατά τα μέλη μιας κοινότητας ή
μιας οικογένειας ενωμένα, στο δεύτερο, έχουμε μια πολυδιάσπαση των διαφόρων
κοινωνικών σχέσεων. Μια πολυδιάσπαση, που έχει ως αποτέλεσμα το τραγικό
αδιέξοδο των ηρώων και την σταθερή αυτοκαταστροφή τους. Διαλυμένοι χαρακτήρες,
που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της διάλυσής τους δια της αναβολής, σαν να
ξορκίζουν τον χρόνο, προκαλώντας αρκετές φορές την ίδια τους την μοίρα με την
αλλοπρόσαλλη και χαώδη συμπεριφορά τους. Και σε αυτές τις ιστορίες, πρωταρχικό
και κυρίαρχο ρόλο παίζει η γυναίκα, είτε ως ερωμένη, είτε ως φιλενάδα, είτε ως
γκόμενα, είτε ως σύζυγος. Η παρουσία της είναι καταλυτική τόσο στην ζωή του
άντρα όσο και στην εξέλιξη της ιστορίας. Η προσωπικότητά της είναι πιο ισορροπημένη
από εκείνη του άντρα. Με μία μόνο διαφορά, το ανθρωπιστικό της πρόσωπο όπως
σκιαγραφείται στις αυτοβιογραφικές περιγραφές του πρώτου βιβλίου, εδώ έχει
χαθεί, έχει αμαυρωθεί, έχει φανερωθεί η κυνική του όψη, η κυριαρχία και αλαζονεία του, η
παμφάγα σεξουαλική στάση της γυναίκας, που καταστρέφει συναισθηματικά και διαλύει ψυχικά
τον άντρα που είναι δίπλα της. Έστω και αν, το πληρώνει με την ίδια της τη
ζωή. Δες την περίπτωση του μεγαλοδικηγόρου Μιχάλη. Τα γυναικεία πορτραίτα του
συγγραφέα έχουν ποιο χειραφετημένο κοινωνικά χαρακτήρα. Ο Λαγκαδινός, φιλμάρει
θα γράφαμε τις ιστορίες του με αγάπη, ευσυνειδησία και μεράκι. Παρατηρεί και
σχολιάζει, βλέπει και σαρκάζει ή ηθικολογεί, συναναστρέφεται και σιχτιρίζει,
συνεργάζεται και μελαγχολεί. Η μεγάλη προσωπική εμπειρία του στον χώρο του
θεάτρου και των ανθρώπων του, του προσφέρει την δυνατότητα να σκηνοθετήσει όχι
τόσο τους χαρακτήρες των ηρώων του, αυτούς τους αφήνει αλώβητους στην δική τους αλήθεια, όσο να
αναδείξουν τον αληθινό τους εσώτερο εαυτό, το πραγματικό ποιόν τους. Έναν
εαυτό, που τα ίδια τα πρόσωπα, κυρίως τα αντρικά, μέσα από τις εσωτερικές
ψυχικές τους παλινωδίες σκαλίζουν την προσωπική τους μοίρα. Αυτά τα τυχαία
συμβάντα που στέκονται καθοριστικά στην εξέλιξη των γεγονότων μιας εποχής και
της ατμόσφαιρά της και που διαμορφώνει την ψυχοσύνθεση των ατόμων. Ήρωες
καθημερινοί της διπλανής μας πόρτας, αριβίστες ή μη, με τραυματικά βιώματα, που προέρχονται
είτε από τον χώρο της δικηγορίας, είτε από τον χώρο της πολιτικής, είτε από τον
χώρο της δημοσιογραφίας, είτε από τον χώρο της τηλεόρασης, είτε από τον χώρο
του θεάτρου-ηθοποιοί κυρίως, που δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία στην εξέλιξη
της πλοκής με την συμπεριφορά τους, αλλά αναμενόμενα επακόλουθα ενός τρόπου
ζωής και αντιμετώπισης του άλλου. Ο Λαγκαδινός, με νατουραλιστική μαεστρία,
εξιστορεί τις ακραίες καταστάσεις συναισθημάτων και συμπεριφορών ατόμων που
κύριο μέλημά τους είναι η επιβεβαίωση της ταυτότητάς τους, μέσω ενός ακραίου
πολλές φορές σεξουαλισμού. Χωρίς να υπάρχουν στοιχεία σεξουαλικής παρέκκλισης,
εκτός μίας ανεπίγνωστης φοράς, όταν ο ήρωας ψωνίζει στην οδό Σόλωνος μία
κουλτουριάρα τραβεστί και περνάει το βράδυ μαζί της, όσα ακραία στοιχεία
συναντάμε στο βιβλίο,-όπως αυτό με τις χειροπέδες- έχουν να κάνουν με τον
αχαλίνωτο γυναικείο πόθο να καθυποτάξει ερωτικά τον αρσενικό σεξουαλικό
σύντροφό της. Η αφήγηση είναι μάλλον πολλές φορές κάπως ακανόνιστη. Έχει μακριές
περιόδους περασμένων συμβάντων και καλλιτεχνικών προσώπων που ίσως και να μην ήταν
απαραίτητο, παρά τις ψηγματικές κρίσεις του συγγραφέα. Άλλοτε είναι νευρώδης,
άλλοτε είναι πιο χαλαρή, άλλοτε ρέπει προς την εκζήτηση περιγραφών σεξουαλικών
σκηνών, άλλοτε σκανδαλοθηρεί,-όπως στην ερωτική περίπτυξη των δύο αντρών δημοσιογράφων
στην αποθήκη-άλλοτε κρατά μια στάση επαμφοτερίζουσα απέναντι στα συμβάντα,
άλλοτε πολιτικολογεί, άλλοτε ηθικολογεί που κάπως ξενίζει, για ένα άτομο
πολιτικά χειραφετημένο και δραστήριο αντιστασιακό την περίοδο της χούντας. Ο
ίδιος ο δημοσιογράφος-συγγραφέας άλλωστε, μας δηλώνει το πέρασμά του από τα κατηχητικά
σχολεία της εποχής των γυμνασιακών του σπουδών. Ο Λαγκαδινός, κάνει συχνές
μνημονικές παρεμβολές άλλοτε μεγαλύτερες και άλλοτε μικρότερες, πράγμα που του
προσφέρει την ευκαιρία να αφηγηθεί στιγμιότυπα της παιδικής και εφηβικής του
ηλικίας, καθώς και τα διάφορα πολιτικά-αντιστασιακά του ανδραγαθήματα. Αλλά,
και να αυτοσαρκαστεί με ειλικρίνεια, όπως όταν αναφέρει την σκηνή που τα έκανε
πάνω του όταν τον συνέλαβαν ασφαλίτες. Οι ήρωες μπλέκονται με τα πολιτικά
τεκταινόμενα της εποχής, μετέχουν στις ιστορικές αλλαγές της εποχής τους,
συμμετέχουν στις πολιτικές διεργασίες, κριτικάρουν τα γεγονότα, ρουφιανεύουν
τους συμμαθητές τους, απολαμβάνουν τον ποδόγυρο των ορμών της ηλικίας τους. Το
παιχνίδι αυτό της γραπτής αφήγησης που στήνει πάνω στις λευκές σελίδες του
βιβλίου του ο Νίκος Χ. Λαγκαδινός, μας φανερώνει μια δημοσιογραφική δεοντολογία που
διατήρησε κατά την διάρκεια του επαγγελματικού του βίου, αλλά και μια ποιητική
ιδιοσυγκρασία, στα σημεία εκείνα της αφήγησης που αφήνει να ξετυλιχτεί ο
λυρισμός της γλώσσας του, και να φανερωθεί η ευαισθησία των λέξεων, όπως στο
διήγημα «Ο Λόρκα της Ναυσικάς» και που οδηγεί την αφηγηματική του πένα στο να
μας δημιουργήσει μια ανεπιτήδευτη ατμόσφαιρα ποιητικού λυρισμού, και ενός
συγγραφικού ρυθμού που υπερβαίνει τον φωτισμό της περιγραφόμενης
πραγματικότητας, μέσω ποιο διαυγών εικόνων και εσωτερικών εξομολογήσεων που
απηχούν έναν ονειρικό νατουραλισμό που σε μαγεύει. Στα σημεία αυτά η γραφή μετατρέπει το βιωματικό υλικό σε μια επεξεργασμένη και καλοδουλεμένη
θεματολογία που μας κάνει πειστικότερη την σύζευξη ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός
και την επαλήθευσή του ως κοινωνικό συμβάν. Οι αυτοτελείς αυτές ιστορίες του
Νίκου Χ. Λαγκαδινού, δεν μας αποκαλύπτουν μόνο την συνειδησιακή ενηλικίωση του
ίδιου του Γρατσουνιά του κοντού μέσα από την κατοπινή και αναδρομική καταγραφή
των συμβάντων, αλλά και την ενηλικίωση μιας γενιάς, που συνήθισε να
επεξεργάζεται τις διάφορες αντιξοότητες της ζωής της και τα ατομικά αδιέξοδα
των μελών της, μέσω του τηλεοπτικού φακού και της διαφημιζόμενης εικόνα της,
στο παγιδευτικό φαίνεσθαι καθώς περιδιαβαίνει ανερμάτιστα μέσα στα διάφορα
μπαράκια, αναζητώντας εφήμερες σχέσεις, με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, ή μέσω
των σεξουαλικών της επαφών. Τα χρόνια αυτά, οι άνθρωποι,-άντρες και γυναίκες- λες
και κινούνται πάνω σε ένα ερωτικό κρεβάτι. Όλοι εμπλέκονται μεταξύ τους, είτε
μέσω σεξουαλικών σχέσεων είτε μέσω της τηλεόρασης. Μια σύγχρονή μας πασαρέλα
διασημοτήτων σαν αυτές που εμφανίζονται καθημερινά στις οθόνες της τηλεόρασης
και κενολογούν χαριεντιζόμενοι. Ο Λαγκαδινός, συνηθίζει να διανθίζει την γραφή
του με διάφορα «τσιτάτα» ή αναφορές σε πρόσωπα της τέχνης, είτε αυτά
προέρχονται από τον χώρο του κινηματογράφου είτε τον χώρο της λογοτεχνίας Μίνως
Βολανάκης, Γιώργος Α(ράγης), Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, και πολλούς συγγραφείς θεατρικών
έργων.
Τέλος συνοπτικά
θα σημειώναμε, ότι στήνει μπροστά στα μάτια μας μια φιλμαρισμένη εσωτερική
βιογραφία τόσο της οικογένειάς του όσο συνειρμικά και των προσώπων των νεανικών
του χρόνων, όπου ο χώρος και ο χρόνος αλληλοσυνδέονται αρμονικά, χωρίς να
διασπούν πάντα την ενότητα αυτή, τα συχνά άλματα της μνήμης που πραγματοποιεί.
Τα φλας μπακ που κάνει, του δίνουν την δυνατότητα να συνδέσει το χρονικό καταγραφής
των προσωπικών του βιωμάτων και σχέσεων με την ιστορική πραγματικότητα της
εποχής που κάθε φορά αφηγείται. Η πρωτεύουσα και τα προάστιά της, η Θεσσαλονίκη
του Γιώργου Ιωάννου και η ατμόσφαιρά της, το Παρίσι των φοιτητικών του χρόνων και
η ελληνική επαρχία, φωτογραφίζονται με ευαισθησία και με λεπτές πινελιές αναπόλησης και μελαγχολίας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 2 Μαρτίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου