ΓΙΩΡΓΟΣ
ΣΕΦΕΡΗΣ
ΤΕΤΡΑΔΙΟ
ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ Β΄
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Πρώτη έκδοση 1976
Φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Π. Σαββίδης
Σελίδες 186, διαστάσεις 13,5Χ21,
δραχμές 350.
δραχμές 350.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α΄ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1945-1951»
Β΄ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1968-1971)
Γ΄ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ (1931-1971;)
Δ΄ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΗΜΑΤΑ (1941-1942)
Ε΄ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ (1968-1970)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ
«Επειδή
τα κακά ενταύθα και τόνδε τον τόπον περιπολεί εξ ανάγκης, βούλεται δε η ψυχή
φυγείν τα κακά, φευκτέον εντεύθεν….».
Πλωτίνος, «Περί αρετών», Εννεάς Πρώτη
Διαβάζω
και ξαναδιαβάζω την ποιητική συλλογή του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη,-παράλληλα με την «Ρημαγμένη Χώρα», του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ-και όσο χαίρομαι
και ευχαριστιέμαι με τα ποιήματα αυτά του Γιώργου Σεφέρη, μετά από τόσες
δεκαετίες, άλλο τόσο ανακαλύπτω ότι τα σκόρπια αυτά ποιήματα, που μας
παρουσίασε το 1976 από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ ο κυρός καθηγητής Γιώργος Π.
Σαββίδης, αυτός ο άοκνος και εργατικότατος επιμελητής, αντιπροσωπεύουν επάξια
και προφητικά την εποχή μας. Είναι τόσο σύγχρονα και επίκαιρα, όσο είναι και η
βίωση της εθνική μας κρίσης που περνάμε σαν χώρα και σαν λαός εδώ και επτά
χρόνια που η πατρίδα μας πτώχευσε. Ένας ποιητικός λόγος που αντικατοπτρίζει
αβίαστα και καθαρά την πορεία της χώρας μας τις τελευταίες δεκαετίες, την
πολιτική και κυβερνητική ανακολουθία των κυβερνητών μας (κυβέρνησης και
αντιπολίτευσης),εκφράζουν με ξεκάθαρο τρόπο την συνειδησιακή μας παθογένεια,
την εθνική μας χαρακτηρολογία, μέσα στο καθόλου ιστορικό γίγνεσθαι σαν λαός,
δηλαδή όλους εμάς τους έλληνες πολίτες-τους ψηφοφόρους. Ένας αμέθυστος από
εθνικές κομπορρημοσύνες λόγος, που καθρεφτίζει τους γράφοντας και διαβάζοντας
ποίηση και τους αδιάφορους για τα κοινά, τους κάθε κατηγορίας καλλιτέχνες και τους
καθημερινούς βιοπαλαιστές, τους φορολογούμενους πολίτες και τους φοροφυγάδες,
τους λαϊκιστές και τους εθνοκάπηλους, τους μεροληπτικά ανθρωπιστές και τους
κάθε μορφής ρατσιστές, τους διανοούμενους και τους άνεργους, τους έχοντες
οικονομική ευμάρεια και τους ρακένδυτους. Όλους μας, τους πριν και μετά την
πτώχευση. Τους σημερινούς νεοέλληνες που ο καθένας και κάθε μία βιώνουν την
κρίση μοναδικά και με μια δόση αυτοκαταστροφής τρόπο. Ίσως ακόμα, χωρίς
περίσκεψη και χωρίς αιδώ, μια που, δεν επήλθε Κάθαρση μέσα στη συλλογική μας
συνείδηση. Η χώρα μας, που γέννησε την αρχαία τραγωδία και δίδαξε μέσω του ποιητικού
της λόγου τι σημαίνει ΚΑΘΑΡΣΗ παγκοσμίως και ανά τους αιώνες, είναι η ίδια που
την πέταξε στις χωματερές της ζωής. Και, Κάθαρση, δεν εννοώ πολιτικά
δικαστήρια, εννοώ συναίσθηση το που οδηγήσαμε την χώρα μας και την ζωή μας,
εμείς, οι σημερινοί νεοέλληνες-έλληνες, που εξακολουθούμε κομπάζοντας να
συνεχίζουμε τις ίδιες πολιτικές πρακτικές και να έχουμε τις ίδιες κοινωνικές
του βίου παθογενείς νοοτροπίες.
Η
ποιητική συλλογή «ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄» του Γιώργου Σεφέρη που εκδόθηκε εδώ
και σαράντα ένα χρόνια, θεωρώ ότι έχει έντονο εθνικό και πολιτικό χαρακτήρα. Απορίας
άξιο είναι, πως δεν την μνημονεύουν οι σημερινοί μεγαλόσχημοι αναλυτές της
εθνικής και κοινωνικής μας κρίσης.
Η συλλογή αποτελείται από διάφορα ποιήματα γραμμένα
ή σχεδιασμένα σε διαφορετικές ιστορικές χρονικές περιόδους της ελληνικής
εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Επεξεργασμένα ποιήματα άλλα λιγότερο άλλα
περισσότερο, με παραδοσιακό ή μοντέρνο τρόπο, ποιήματα με ρυθμό και
μουσικότητα, με λέξεις ιδιωματικές, σε δημοτικοφανή μορφή, σχεδιαστικά ολοκληρωμένα
τα περισσότερα αλλά και άλλα με κατατιθέμενο τον ποιητικό τους πυρήνα,
περιπαιχτικά ή ειρωνικά, συγκρατημένης πικρής διάθεσης, νοσταλγικά, και με
έντονη ατμόσφαιρα μιας προσωπικής εσωτερικής θλίψης, και κυρίαρχο το στοιχείο της
τραγικότητας, άλλα και ποιήματα με εύθυμο κατοπτρισμό. Ποιήματα ολιγόστιχα ή
μακροσκελή, δίστιχα ή σύντομου περιεκτικού σχήματος, με φιλόζωη θεματική ή ιστορικού
καθαρά περιεχομένου και αναφοράς, αρχαιόθεμα με σύγχρονες κοινωνικές
προεκτάσεις, πολιτικού προβληματισμού και εσωτερικής πνοής. Ποιητικές
μονάδες που σκιαγραφούν πολιτικές προσωπογραφίες και ιστορικά καθέκαστα έτσι
όπως τα βιώνει η ευαίσθητη και λυρική ψυχή του ποιητή. Ενός δημιουργού, που η
πολιτική του αξιοπρέπεια συμβαδίζει με την ποιητική του. Ποιήματα, με έντονη
την σφραγίδα της Πολιτικής αναφοράς και καθρεφτίσματος. Ποιήματα, όπως το «ΕΠΙ
ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ…», της σελίδας 50, γραμμένο το Μάη του 1971, που φωτογραφίζει τους
τυράννους και λαοπλάνους όλων των εποχών, και όχι μόνον της χρονικής εκείνης περιόδου. Πολιτικά ποιήματα, με την εθνική έννοια του όρου που έχει η
κουρασμένη από την πολυχρησία αυτή λέξη. Άβαρα και αψεγάδιαστα από κομματικές ή
ιδεολογικές ιδεοληψίες. Ο Γιώργος Σεφέρης είναι ο ποιητής,-υπήρξε διπλωμάτης
στην επαγγελματική του σταδιοδρομία-που δεν παύει σε κάθε του κείμενο, πεζό ή
ποιητικό, ημερολογιακής καταγραφής ή δοκιμιακό, να μας εκφράζει την βαθιά του
αγωνία για την τύχη αυτής της χώρας. Μας μιλά συνεχώς για την μεγάλη θλίψη που
αισθάνεται καθώς παρακολουθεί την δραματική έκβαση των ιστορικών και πολιτικών
πραγμάτων στην χώρα, από ανόητες και άμυαλες πολιτικές ή διπλωματικές πρακτικές
ελλήνων υπευθύνων. Τα κείμενά του, πεζά ή ποιητικά, αποτυπώνουν την αιχμηρή
κατασταλαγμένη του πίκρα για τα συμβάντα των ημερών του-μας, τον ουσιαστικό του
πόνο για το κατάντημα αυτής της ρημαγμένης γης, της κοινής μας πατρίδας, από
τους ίδιους τους Έλληνες και τις άφρονες και ασχεδίαστες εθνικές επιλογές μας.
Προφητικός λόγος, με την σημασία που δίνουμε στον λόγο των ποιητών που αναζητούν ανθρωπιστικές διεξόδους καθώς αισθάνονται την δίνη της
καταστροφής γύρω τους. Βαδίσματα ποιητικά ενός δημιουργού, που παρότι έχει
φύγει από κοντά μας, είναι έντονα παρών και σύγχρονος που σε εκπλήσσει.
Ένας λόγος μετρημένος μέσα στην βαθιά του απογοήτευση, σφιχτός μέσα στην
ανθρωπιστική του άπλα, περιεκτικός μέσα στην τραγικότητα της επαληθευσιμότητάς
του, καίριος στην υποδειγματική του κατάθεση, καθαρός στους στόχους των
προθέσεών του. Στίχοι, λέξεις, εικόνες, περιγραφές, νοήματα, εσωτερικές
καταστάσεις, σκέψεις και θέσεις, έρωτος αναβαθμοί, που όλα ευωδιάζουν Ελλάδα.
Μια Ελλάδα των κατάλευκων ερειπίων και του μαγευτικού φωτός της που τα σκέπει,
που δεν σταθήκαμε άξιοι εμείς οι σύγχρονες έλληνες να την διασώσουμε εθνικά.
Και διάσωση, δεν σημαίνει μόνο μοντέρνοι μουσειακοί χώροι, μεγαλόπρεπα της
τέχνης μαυσωλεία, ακαταλαβίστικες ιδιοτελείς γραφές πολιτιστικής έκφρασης, λόγια
περιφερόμενων διανοούμενων εκφραστών της εθνικής συνείδησης, ούτε πολιτικές
επαναστατικές αναφορές περασμένων μεγαλείων, αλλά, εθνικός πολιτισμός και
παράδοση με οικουμενικές αξίες που αφουγκράζεται το καθόλου ανθρώπινο σώμα της
χώρας μέσα στην ιστορική της πορεία. Πολιτισμός που δεν εξαντλείται στη λευκή
σελίδα, στο θεατρικό σανίδι, στην παρτιτούρα, ή στο καναβάτσο, αλλά
κατοικοεδρεύει στις συνειδήσεις και τις ψυχές όλων μας, δηλαδή, στις
καθημερινές του βίου πρακτικές μας. Αυτό είναι που χάθηκε πλέον από τους
συμπατριώτες μας. Δεν είμαστε ποιο ανεκτικοί, δεν είμαστε ποιο φιλάνθρωποι,
φαινόμαστε έτσι, γιατί είμαστε ποιο αδιάφοροι απέναντι στα κοινά. Και αυτήν την
επίσημη καθημερινή μας αδιαφορία την καλύπτουμε με πολιτιστικές εκδηλώσεις, με
μεγαθήρια πολιτισμού, με επαναστατικές ανθρωπιστικές χειρονομίες, που είναι
τόσο ψεύτικες, όσο και η εθνική μας ψωρο-υπερηφάνεια. Οι ελεύθερες και ανεξάρτητες Γάτες του Άι-
Νικόλα χάθηκαν θυσιαζόμενες, γιατί εμείς δεν θελήσαμε συλλογικά να τις σώσουμε
από το αργό δηλητήριο που τις ποτίζαμε, εμείς οι σύγχρονοι Ελπήνορες, να τις
γλυτώσουμε από το δηλητήριο της εθνικής μας διαχρονικής πολιτικής και
κοινωνικής αυτοκαταστροφικότητας.
Ο λόγος
του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, στέκει σαν ερημικός αρχαίος φάρος μόνος, μέσα στην
υπερηφάνεια του, θλιμμένος μέσα στο ενορατικό του χάρισμα, έρημος χωρίς
συντρόφους μέσα στο άξενο σύγχρονο ελληνικό πλήθος, ασβεστωμένος όμως με την
διαπίστωση της εθνικής του αλήθειας. Ένας ποιητικός λόγος που πιστεύω εξακολουθεί
να φωτίζει τις συνειδήσεις των νεοελλήνων των ημερών μας, ίσως, γνωρίζοντας
κατά βάθος, ότι κανείς δεν θέλει πλέον τον φωτισμό του. Οι συνέλληνες,
προτιμούν τον φωτισμό των κινητών τους από τον ποιητικό φωτισμό. Όμως ο λόγος αυτός,
επειδή είναι καθαρός και αληθινός λόγος ελληνικός, δεν φοβάται να αναμετρηθεί
με τους σημερινούς φωτισμούς γιατί προέρχεται από τις πολιτιστικές
ανθρωπιστικές στοές της πανάρχαιας ελληνικής συνείδησης, από τις μύχιες κρύπτες
αλήθειας ζωής της ελληνικής αυτοσυνειδησίας. Είμαστε οι σύγχρονοι Ούτιδες, που
ο ποιητικός λόγος αγωνίζεται να μας δώσει μια ταυτότητα, ένα όνομα, ένα
ξεχωριστό του καθενός μας όνομα που ταιριάζει στην ιστορική μας εθνική
ιδιοσυγκρασία.
Είναι
πολλά τα ποιήματα αυτής της συλλογής που μου αρέσουν, εδώ περιορίζομαι σε
εκείνα που κατά την αναγνωστική μου επάρκεια καθρεφτίζουν την εποχή μας σε όλο
το ανθρωπολογικό και καλλιτεχνικό της φάσμα, σε περιόδους πτώσης. Ελπίζοντας,
όσοι έχουν τον χρόνο και την διάθεση να διαβάζουν αυτά τα κείμενα του
ιστολογίου, να αγοράσουν την συλλογή και να διαβάσουν και ξαναδιαβάσουν τα
ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, στην επιμελημένη και φροντισμένη έκδοση του
Γιώργου Π. Σαββίδη. Γιατί ανάγνωση της ποίησης στους καιρούς μας, σημαίνει
πολιτική πράξη.
Να μελετήσουν αυτόν τον προφητικά πολιτικό λόγο, που
είναι τόσο επίκαιρος και αντιπροσωπευτικός των καιρών μας και του τόπου μας,
και που στωικά μας αναμένει να μας φιλοξενήσει στην ποιητική του αγκαλιά όχι
για να μας παρηγορήσει, όχι για να μας κανακεύσει, όχι για να μας κολακεύσει,
αλλά για να μας αφυπνίσει, όλους μας, έστω και αν πορευόμαστε στα τυφλά και
ανάμεσα στα εθνικά μας χαλάσματα που εμείς οι ίδιοι κομπάζοντας και άφρονα
δημιουργήσαμε.
Μια
προσωπική ανθολόγηση
«ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ»
Τραυματισμένο κορμί, τραυματισμένος ο τόπος,
τραυματισμένος ο καιρός-
Νοέμβρης
1949, σ. 32
(Άτιτλο)
Βγήκαμε από τά τείχη-ποιος μας τρόμαζε;
Έξω κανείς’ στο χώμα χρώματα μαβιά, μαβιά πουλιά.
Κάποτε μεγάλοι βράχοι λάμποντας σαν τους καθρέφτες
κι ο άγγελος με τά χρυσά τακούνια
ντύθηκε τη γύμνια του μ’ ένα γαλάζιο φτερούγισμα-
22.6.1950,
σ.33
(Άτιτλο)
Ήταν καλό το χοιροστάσι’
πέρ’ απ’ τη λάσπη τίποτε
σαν τ’ όνειρο το χαμηλό
στη βαθιά κοίτη’
τίποτε παρακάτω
κι ο θάνατος περίπου σαν το δικό σας
χωρίς μελέτη-
Νοέμβρης 1949, σ. 31
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΧΟΡΟΣ
Ένα παραλλαγμένο παραμύθι ξεπληρώνουμε κι εμείς
και οι άλλοι
όπως και οι αποτεφρωμένοι γέροντες
που είχαν ραβδιά στα χέρια και μιλούσαν ήρεμα.
Το βουρκωμένο λουτρό, το δίχτυ, το μαχαίρι
η πορφύρα κι η φωνή που ρωτούσε για τη θάλασσα
ποιός θα την εξαντλήσει,
θρέψανε τη ζωή μας.
Την αγάπη μας την πίναμε σιγά-σιγά
μας φαίνουνταν καταπότιο για μιθριδατισμό΄
ώσπου το τέλος ήρθε κι απονεκρώθηκε.
Αλήθεια, πάντα φρόνιμα μας οδήγησε
ο λαός μας.
Αρκείτω βίος, τούτη η ζωή
ανάμεσα Πεντέλη και Υμηττό και Πάρνηθα.
Όμως οι ρίζες
οι ρίζες δεν μαραίνονται εύκολα
δε φεύγουν εύκολα τα μιάσματα
της αλλοφροσύνης, της αδικίας, της κενοσπουδίας.
Τρείς χιλιάδες χρόνια και περισσότερα
πάνω στους ίδιους βράχους
πληρώνουμε το παραλλαγμένο παραμύθι.
Λυπήσου εκείνους που περιμένουν!
26/11/1934,
σ. 60
[ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ
«ΩΔΩΝ»]
«Θλίβει ο καπνός το διάστημα γαλάζιων των αέρων…»-
διαβάζω
Κάλβο, πού τύπωσε στα ’26 και τον γνωρίσαμε στα ‘88
Και πού έμεινε αξομολόγητος στα γεροντάματα, σαν ένα
«ραγισμένο βάζο»,
στα χέρια μιάς γριάς Εγγλέζας δασκάλας, σύμβολο
ακατά-
λυτο και φριχτό
για όσους επιμένουν να γράφουν στίχους ή πρόζα που
κανείς
δεν καταλαβαίνει,
και γυρεύουν να δοξαστούν, οι τυχάρπαστοι, από τους
λογάδες
και τους σοφούς,
ενώ θα να ‘ταν χίλιες φορές προτιμότερο, και η τέχνη
πολύ
πιο ευτυχισμένη,
αν πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα, ή στη
Γλυ-
φάδα να ψαρεύουν ροφούς.
Τράνσβααλ, 11.12.1941, σ. 77
(Άτιτλο)
Ήταν ένας νέος στην Αντιόχεια
που ‘λεγε μόνος: «Αντίο; Όχι, ά-
βριο μπροστά
στο πλοίο
θα σου πώ στ’ αλήθεια αντίο
σένα πού μ’ έμπλεξες στού ηδονισμού τα βρόχια».
2.10.1941, σ. 76
ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ
Ή
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ‘43
Στα νερά του Τάμεση
στα νερά του Νείλου
ένιβε τα χέρια του
κι έλεγε: δεν είμ’ εγώ
κι έλεγε: δεν είμ’ εγώ.
σ.
78
ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΗ Μ. Α.
(Αφήγηση για τά παιδιά)
Ήσυχοι ήμασταν, άς πούμε,
εδώ πού ‘λαχε να ζούμε
μές στη ζέστη την ογρή
μές στη Μέση Ανατολή.
Φούσκωνε και το ποτάμι,
φούσκωναν και τα μυαλά
κι ήμασταν σαν το καλάμι
στην παχιά ακροποταμιά.
Όταν ήρθανε οι αντάρτες
με πιστόλες και με χάρτες
να ταράξουν τη ζωή μας.
Ήρθε ο Ρούκος, ήρθε ο Ντύμας,
ο Κατάρλης με τον Πύρο,
κι ο Δεσπότης με τον Τζίρο,
και τους βάλαν στ’ αψηλά
με χαφιέδες και δροσιά
να θυμούνται τά βουνά.
«Τι γυρεύουν; Τι γυρεύουν;»
φώναζαν στις παροικίες.
«Τι γυρεύουν; Τι γυρεύουν;»
φώναζαν στις νταχαμπίες.
«Ποιος τους έφερε δώ-πέρα
να μας πάρουν τον αέρα;»
«Μην τους φέραν οι Συμμάχοι;»
«Άλλ’ αυτοί μας αγαπούν
και δε θέλουν την αμάχη
στους λαούς πού πολεμούν
για να ζήσει η ανθρωπότη
έξω απ’ της σκλαβιάς τα σκότη».
«Μην τους φέραν οι Αραπάδες
για να πάρουνε μπαξίσι;»
«Αδερφέ μου, οι Ελληνάδες
που γλεντούν σε κάθε κρίση,
αυτοί πάλι βρήκαν κάτι
να μας κόψουν το ραχάτι».
Κίτρινος και σιωπηλός,
όταν τον ρωτήσουν κάτι,
μ’ ένα νεκρωμένο μάτι
τους κοιτάει και τους ρωτά:
«Πού τα βρήκατε όλα αυτά;
Τι ‘ναι αυτός ο λουκουμάς;
Άρτζι μπούρτζι και λουλάς,
πράσινα άλογα και θειάφι,
δεν τ’ αφήνετε στο ράφι
με μια τρύπια κατσαρόλα,
μ’ ένα πράσο, με μια φόλα-
μολονότι ορθόν θα ήτονα
να ρωτήστε και το γείτονα,
να ρωτήστε το χασάπη,
να ρωτήστε τον αράπη
που πουλάει ζεστά σουδάνια
καλοχώνευτα και σπάνια».
Οι αντάρτες σαν τον είδαν
πήγε να τους φύγει η βίδα.
Μέρα-νύχτα συζητούσαν,
μέρα-νύχτα, πολεμούσαν,
για να βρούνε κάποια λύση
στής Ανατολής την κρίση
πού ήταν πιά μασκαραλίκι.
Μά οι Εγγλέζοι πού τους θρέψαν
χωρίς να πλερώνουν νοίκι,
έπαψαν να παίζουν πρέφα
και σά να μοιράζαν κόλλυβα
τους εμάζεψαν αθόρυβα
και τους στείλανε ξανά
στα ψηλά τους τα βουνά.
«Τα
Περιστέρια» 5.9.-24.10.1943, σ.79-
ΑΠΟ
ΒΛΑΚΕΙΑ
Ελλάς΄ πύρ! Ελλήνων΄πύρ! Χριστιανών΄ πύρ!
Τρείς λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
Αθήνα, καλοκαίρι-
Princeton N. J. Χριστούγεννα 1968, σ. 103
ΦΘΑΡΜΕΝΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ
….Λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;…
σ. 103
ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΣΥΓΓΡΟΥ, Β΄
Η λεωφόρος Συγγρού, το γιοφύρι με τους δυό κόλπους
και τις
δυό κορυφές,
πού μας δοκίμαζε και τη δοκιμάζαμε, αφήνοντας τις
προσεχτικές
γραφές,
ώσπου να βρούμε
τη θάλασσα γεμάτη πίκρα και στοργή, γαλήνια,
γαλάζια,
γραμμένη μέσα σε νησιά, στολισμένη με βαπόρια και
καράβια΄
η λεωφόρο Συγγρού πλατιά και μυστική κρύβοντας κι
αργοπο
ρώντας κι έπειτα δείχνοντας ξαφνικά
το κορμί της γοργόνας γυμνό, με ξέπλεκα ως τον
ορίζοντα μαλλιά,
με δέρμα τριανταφυλλί, βυθισμένο λιγάκι στο κρασάτο
νερό, με
το στήθος
αναγυρτό και κόκκινο στην άκρη καθώς έπαιρνε να
βασιλέψει
ο ήλιος΄
ο δρόμος με τις φρόνιμες πιπεριές, αλλά ο δρόμος πού
μας έμαθε
τη γυμναστική
ν’ αφήνεις κάποτε τους φίλους, την αγάπη και τη
μουσική
για να ξεκινήσεις χωρίς να ξέρεις πού θα σε βγάλει η
άκρη-
Είδε ένα όνειρο, Φαβρίκιε, βυθισμένος σε μια λουλακιά
πού τον
έπνιγε νάρκη:
Δεν ήταν ο Μουσολίνι πού έκανε πόλεμο του Ράς,
ήμαστε εμείς,
ήμαστε εμείς οι Ρωμιοί΄ και μας πήραν οι Αιθίοπες το
κατόπι
και ρίξαν καράβια στο γιαλό, και στείλαν κήρυκας, κι
είπαν:
«Άνθρωποι,
σείς πού μαλώνετε και σαλιαρίζετε, πού τά πάντα
αρχίζετε και
δεν τελειώνετε καμιά πράξη,
αποφασίσαμε-μια πού τις φάγατε-να σας δώσουμε ένα
βασι-
λιά να σας βάλει σε τάξη».
Κι εμείς-μια πού τις φάγαμε-για να είμαστε συνεπείς,
κράξα-
με αμέσως «Ζήτω η βασιλεία!»
κάναμε κι ένα δημοψήφισμα, για να φανεί πώς είμαστε
λαός
μ’ ελευθερία.
Κι έφτασε ο βασιλιάς στις Τζιτζιφιές, με φτερά και
με γένια
σγουρά, πολύ μελαμψός, ο Ράς Πουπουναμπί.
Στον ώμο του καθόταν μια κοκκινόκωλη μαϊμού, δεμένη
με χρυσή
καδένα στο κουμπί
του σακακιού του, και με το ζερβί του χέρι κρατούσε
έναν πράσινο
παπαγάλο΄
κι ήταν ξιπόλητος, κι εμείς ξιπόλητοι φωνάζαμε «Δόξα
και
δύναμη στο βασιλιά μας το μεγάλο!»
Έπειτα ο βασιλιάς, ο παπαγάλος κι η μαϊμού πήραν
θριαμβικά
την ανηφόρα΄
ταμπούρλα και λαλούμενα, πέταλα αλόγων και
κραυγές-θα
‘λεγες σιδερένια και μπρούντζινη μπόρα
πού σάρωνε τη λεωφόρο Συγγρού και τρύπωνε μέσα σε
παρδαλές
αψίδες:
τά φλάμπουρα σύννεφο στον ουρανό, σά βαφτισμένες
στις χίλιες
μπογιές ακρίδες.
Και τράβηξε η πομπή τον ανήφορο και στάθηκε σ’ ένα
μεγάλο
στόλο.
Εκεί ήταν κρεμασμένο το σκουτάρι το βασιλικό
σκαλισμένο σε
πολύτιμο ξύλο
από τρείς τεχνίτες ξακουστούς πού μήνες μελέτησαν
τις νέγκρικες
αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου
και πάνω στο σκουτάρι, το πατρογονικό ρητό πού έλεγε
με χρυσά
γράμματα: «ΔΙΑ ΒΙΟΥ».
Πήδηξε βλέποντας ο βασιλιάς κι απιθώνοντας τη
μαϊμού, τον
παπαγάλο και τα σκουτιά του,
είπε να παίξουν τ’ όργανα για να χορέψει και να
καταλάβουμε
τη χαρά του.
Δεν ήταν χορός ήταν σίφουνας, χάβρα οι φωνές κι ο
ρυθμός
τραμουντάνα
μανιάζοντας στη ράχη της λεωφόρος Συγγρού και την
έδερνε και
την εκοπάνα
κι έτρεμε η δύστυχη μές στο βραχνά και βόγκα και
λόγιαζε
πώς θα βούλιαζε η χτίση…
Αυτό είναι τ’ όνειρο, Φαβρίκιε. Δεν ξέρω πότε ο
δρόμος μας θα
ξυπνήσει.
25.11.1935,
σ.64-
(Άτιτλο)
Τα φύλλα της λεύκας γέμισαν αναστεναγμούς
κι οι στεναγμοί γέννησαν αναστενάρηδες
χάλασαν το δάσος.
Δεν
έχουμε πιά δέντρα-
σ. 105
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Αύριο Λαμπρή. Βρέχει αλλά δε θα ‘χουμε γραφείο.
Τ’ αρνιά, στο φούρνο, μου θυμίζουν ένα απέραντο
βρεφοκομείο.
Κορυτσά, 1.5.1937, σ.68
ΙΠΠΟΣ ΚΟΛΩΝΟΣ
Τ’ αηδόνια και τά λιόδεντρα
τα σάρωσαν οι πολυκατοικίες
οι άνθρωποι σκόρπισαν εμπρός στις μηχανές.
Στην κορφή του λόφου ένα πουλάρι
κοίταζε αγέρωχα ώρα την Αθήνα
χλιμίντρισε ξαναχλιμίντρισε
και τ’ άκουσα να λέει «Γιαχού»
στυλώνοντας τ’ αυτιά του.
Έπειτα ελεύθερο μ’ ολόρθη ουρά
γλάκησε κατά την κατηφόρα.
Μάης
1970, σ. 49
ΟΙ ΓΑΤΕΣ Τ’ ΑΪ-ΝΙΚΟΛΑ
Τον δ’ άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ού το πάν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«… και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την
Αφροδίτη΄
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο
χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένο ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
… ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τά κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν την μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα-μέρα πού είναι-
μού θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
«Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί΄
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Άϊ-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλόγεροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια βοσκή΄
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ως την ώρα
πού σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μά στο τέλος
χαθήκανε΄ δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σού
κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι΄ γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969, σ. 45-
Σημειώσεις: Τα άτιτλα ποιήματα μέσα στην συλλογή, δεν
φέρουν την ένδειξη «άτιτλα», για καλύτερη κατανόηση εδώ, χρησιμοποιώ τη λέξη.
Τα ποιήματα είναι γραμμένα στο πολυτονικό της εποχής. Προσπάθησα να κρατήσω την
διάταξη των ποιημάτων όπως τα διαβάζουμε στην λευκή σελίδα του βιβλίου. Οι λέξεις
που δεν αναγνωρίζει ο Η/Υ είναι του ποιητή, δεν είναι ορθογραφικά λανθασμένες.
Δίπλα στην χρονολογική ένδειξη αναφέρω την σελίδα που συναντάμε το ποίημα μέσα
στην συλλογή, που με την αντιγραφή των περιεχομένων, δίνεται το στίγμα της
ενότητας που ανήκει, σύμφωνα με την φιλολογική φροντίδα της επανέκδοσης του
Γιώργου Π. Σαββίδη. Δανείζομαι την λέξη «ρημαγμένη γη» τόσο όταν αναφέρω την
ποιητική σύνθεση του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ «Έρημη Χώρα», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ-όπως
την μεταφράζει στα ελληνικά ο Σεφέρης για πρώτη φορά,-όσο και όταν αναφέρομαι
στην χώρα μας, δανειζόμενος τον τίτλο από την μετάφραση ενός άλλου ποιητή, του
Κλείτου Κύρου, δες «Ρημαγμένη Γη», εκδόσεις Ύψιλον 1990, θεωρώντας ότι εκφράζει
ακριβέστερα την κατάσταση της χώρας μας, τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο σε πολιτικό
όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Το απόσπασμα του Πλωτίνου, είναι από τον πρώτο τόμο των εκδόσεων Κάκτος. Πολλά ποιήματα, έχουν φανερό το ιστορικό στίγμα της
γραφής τους και της εποχής τους, κατά την γνώμη μου, εκφράζουν και την εποχή
μας, πέρα φυσικά από τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην χώρα μας. Παραδείγματος
χάριν, οι στίχοι του Γιώργου Σεφέρη «Ελλάς πύρ! Ελλήνων πύρ! Χριστιανών πύρ!...»,
μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη αντιπροσωπευτική Δημοκρατία των σύγχρονων ημερών
μας. Λέξεις νεκρές, κούφιες, ανέξοδες. Οι ίδιοι άνθρωποι που φώναζαν έξω από το
Κοινοβούλιο, «Να καεί, να καεί, το μπορντέλο η Βουλή» και άλλα πολλά, τώρα θέλουν
να μας σώσουν. Ένα διεφθαρμένο πολιτικά κοινοβουλευτικό σύστημα που διαιωνίζει με
τους κρατικούς του θεσμούς την εσωτερική δεσποτεία, των νέων τζακιών. Πού το ένα
κόμμα κάνει πλακάκια στο άλλο, και όλοι μαζί άδουν για την πολιτική τους επιβίωση.
Και εμείς οι ψηφοφόροι, που δεν έχουμε συνείδηση το τι ψηφίζουμε, το τι πράττουμε
πολιτικά και κοινωνικά. Γιαυτό θεωρώ, ότι η συλλογή αυτή του Γιώργου Σεφέρη, είναι
δραματικά επίκαιρη ακόμα και σήμερα. Καθώς και η «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη,
και ορισμένα πολιτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Απροστάτευτη
και χωρίς πανοπλία η ποίηση, με μόνο της λάβαρο την σημαία της ελευθερίας όπως η
γυναίκα του γνωστού πίνακα του Ντελακρουά, βαδίζει πάνω σε ανθρώπινα συντρίμμια
ελπίζοντας, ίσως σε μια αφύπνισή μας. Ή όπως μας λέει το τρίστιχο «ΧΑΪΚΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΣΌ»
που μεταφράζει ο Σεφέρης, σελίδα 130, το 1970:
Φάρσα
της μοίρας:
κάτω
απ’ το κράνος λαλεί
ένα
τριζόνι.
Μια ποιητική
φάρσα, που ευτυχώς ακόμα, ιστορικά συνεχίζεται.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 31/3/2017
Πειραιάς, Ο Ακάθιστος Ύμνος της Ποίησης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου