Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Η ΕΣΧΑΤΗ ΚΡΙΣΙΣ

Γιώργος Θέμελης
Η ΕΣΧΑΤΗ ΚΡΙΣΙΣ
     Στις 17 Απριλίου, συμπληρώνονται σαράντα τρία χρόνια από τον θάνατο του γεννημένου στην Σάμο ποιητή, δοκιμιογράφου, θεατρικού συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου Θέμελη (Σάμος 23/8/1900-Θεσσαλονίκη 17/4/1974), ενός ανθρώπου των ελληνικών γραμμάτων, που κατά την διάρκεια του βίου του, αφιερώθηκε ολόψυχα-ψυχή τε και σώματι-στον ποιητικό και όχι μόνο λόγο. Το πολύπλευρο έργο-του πολιτογραφημένου Θεσσαλονικιού δημιουργού-που άφησε πίσω του, από την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα το 1933 με το μελέτημά του «Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», έως την εκδημία του, είναι μεγάλο και εκτείνεται σε πολλές πτυχές της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ποίηση, Μελετήματα, Δοκίμια, Θέατρο, Μεταφράσεις, Αυτοβιογραφικά Κείμενα, Εργασίες για έλληνες ποιητές και πεζογράφους, κ.ά. Ένα συγγραφικό έργο, που στην εποχή του, και σίγουρα και μεταγενέστερα, σημάδεψε εποικοδομητικά τα ελληνικά γράμματα, με τις αναλύσεις του και τα ουσιαστικά ερωτήματα που ο Γιώργος Θέμελης, έθετε στα έργα με τα οποία καταγίνονταν. Αν μελετήσει ο αναγνώστης το δοκιμιογραφικό έργο και τα μελετήματα του Θεσσαλονικιού δημιουργού, αμέσως θα διαπιστώσει ότι ο Θέμελης, δεν παύει να θέτει συνεχώς ερωτήματα στα κείμενα που μελετά. Θέτει σύγχρονα ερωτήματα περί ποιήσεως και για τον ρόλο της μέσα στην κοινωνία, την αληθινή της ουσία της, τον στόχο της, τα πραγματικά της στοιχεία, την αυτοτέλεια του κόσμου της, τον οραματικό της σκοπό, την ιδιαιτερότητά της, την μυστική της χάλκευση, την εσχατολογία της, την αυτάρκειά της, και φυσικά, την πραγματική επίδραση που έχει το ποιητικό φαινόμενο τόσο στην συνείδηση του ίδιου του δημιουργού, όσο και σε αυτές των αναγνωστών του.
      Το ποιητικό φαινόμενο, με την ευρύτερη σημασία του όρου που έχει η λέξη και ότι αυτή αντιπροσωπεύει μέσα στην ιστορική διαδρομή της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας, εύοσμο και μυριάνθεμο, χαρμολυπικό και ιδεώδες, ονειρώδες και ταξιδιάρικο, δεν «επιτρέπει» να παγώσει μέσα στις ανθρώπινες συνειδήσεις, μέσα στις φάτνες της ψυχής των ανθρώπων, η θερμή ζωογόνα ώθηση της Ζωής. Οι διάφορες μορφές πνοής της ποίησης είναι οι αντίστοιχες στάσεις  και τρόποι αληθινής ζωής. Η Ποίηση, με τον ανεξάντλητο μαγνητισμό των λέξεών της οικοδομεί τις εσωτερικές της συγγένειες μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία των αναγνωστών της, που ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι ίσως, είναι εξίσου ισχυρές, ή λειτουργούν συνεκτικά παράλληλα με τις ισχυρές συγγενικές μορφές, τους άρρηκτους εσωτερικούς δεσμούς που σμιλεύουν ακλόνητα οι συγγένειες εξ αίματος, μέσα στην εξελικτική ιστορία των ανθρώπων. Με την θέση αυτή, δεν θέλω να προσδώσω καμία χρησιμοθηρική ταυτότητα στο ποιητικό φαινόμενο, δεν πιστεύω ότι το ίδιο το φαινόμενο της ζωής αυτό καθ’ αυτό, είναι υποτελές στο ποιητικό φαινόμενο, αντίθετα θεωρώ, ότι το ποιητικό φαινόμενο, παρέχει περισσότερους αναβαθμούς ελευθερίας μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων από ότι του παρέχει οποιοδήποτε άλλο ιδεολογικό ή μεταφυσικό φαινόμενο που οι αδήριτες ανάγκες της ζωής κατά καιρούς και συστηματικά δημιουργούν. Η Φύση διχάζει, ο ποιητικός λόγος ενώνει. Και αυτό εύκολα το συνειδητοποιεί κανείς, αν η ματιά του περισκοπήσει την ίδια την ανθρώπινη Ιστορία και την εξέλιξή της. Η Ιστορία από την φύση της σκηνοθετεί τα γεγονότα πάνω στην κόψη του ξυραφιού των ανθρωπίνων αντιθέσεων, ενώ η Ποίηση, έστω και με μόνη την χιμαιρική αποτύπωση του εφήμερου, αρχιτεκτονεί Κόσμους .
Που στηρίζονται οι μεγάλες θρησκευτικές δοξασίες; Στον ποιητικό λόγο και στην πίστη των ανθρώπων σε αυτόν. Που στηρίζονται τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα; Σε ποιητικές έννοιες. Που στηρίζεται η Ιδεολογία; Στις ποιητικές ιστορικές φόρμες που δημιουργήθηκαν μέσα στην επαναστατική διαδρομή των ανθρώπων. Που στηρίζονται οι μεγάλοι οικουμενικοί μύθοι; Στον ποιητικό λόγο. Τον ανώνυμο ή επώνυμο ποιητικό Λόγο, που καθιστά κοινά μέσα στις ανθρώπινες συνειδήσεις τα μνημειώδη της ιστορίας του εφήμερα. Το ποιητικό φαινόμενο τέλος, είναι αυτό, που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μπολιάζει την καθόλου μνήμη των ανθρωπίνων υπάρξεων διαχρονικά και σταθερά, ώστε να μην συννεφιάσει μέσα της, η εικόνα και οι εμπειρίες των ανθρώπων που νυχτώθηκαν στον Κάτω Κόσμο. Αυτό κρατά ζωντανή την παρουσία τους μέσω της μνήμης των ζώντων, και καλλιεργεί την δημιουργό πίστη στην κοινή τους μοίρα.
     Αντιγράφω εδώ, το κεφάλαιο «Η ΕΣΧΑΤΗ ΚΡΙΣΙΣ», από το βιβλίο του ποιητή Γιώργου Θέμελη με τον ομώνυμο τίτλο. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1964 από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Φέξη, έχει 126 σελίδες και περιλαμβάνει τα εξής δοκίμια για λογοτέχνες που όλοι τους εξετάζονται κάτω από το βλέμμα της αρχικής θεώρησης του συγγραφέα για το ποιητικό φαινόμενο.  Δηλαδή, κατά πόσον η ποίηση ως ένα ιδιαίτερο είδος βίου και προορισμού και όχι ως μια απλή καλλιτεχνική απασχόληση, μια ενασχόληση για αργόσχολους, ένα διανοητικό παιχνίδι ακαδημαϊκής περιπέτειας, μπορεί να οδηγήσει στην σωτηρία ή την απώλεια της ψυχής, ή από άποψη βιοτική, στη διαμόρφωση του αληθινού προσώπου του ποιητή. Ο Γιώργος Θέμελης, στην δοκιμιακή του αυτή εξερεύνηση, δίνει στον ποιητικό λόγο μια εσχατολογική διάσταση, ίσως κάπως μονοσήμαντη, σίγουρα κάπως ιδεαλιστικά φωτισμένη, όμως επιμένει μέχρι τέλους στην σωτηριολογική αποστολή του ποιητικού λόγου. Οι καιροί από τότε που ο ποιητής διατύπωσε τις θέσεις αυτές έχουν αλλάξει όπως και οι επιλογές και οι συνειδήσεις και τα πιστεύω των ανθρώπων. Ίσως όμως μπορούμε ακόμα και σήμερα, σε εποχές απομάγευσης του ίδιου του φαινομένου της ζωής, τραγικής απαξίωσης των εσωτερικών αρχαίων παγκόσμιων ποιητικών ιστών που στηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, να υποστηρίξουμε ότι το σωτηριολογικό άγγελμα που υποστηρίζει ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, για την λειτουργία της ποίησης, είναι ακόμα επίκαιρο και ζωντανό. 
- Η ΕΣΧΑΤΗ ΚΡΙΣΙΣ
-ΣΟΛΩΜΟΣ Ή Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
-Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
-ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ-ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ Ή ΤΑ ΠΤΕΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
-ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
-Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
     Αυτοί είναι οι τίτλοι των δοκιμίων που περιέχει το βιβλίο. Το πρώτο που περιέχει τις θεωρητικές αρχές εξέτασης και των υπολοίπων καταλαμβάνει τις σελίδες 7 έως 17 και δανείζει και τον τίτλο του βιβλίου.
Πριν αρχίσω την αντιγραφή, θα ήθελα να επισημάνω ότι, οφείλει κάποιος αρμόδιος κρατικός παράγοντας που ασχολείται με την εκδοτική παραγωγή, κάποια από τις Εταιρίες Ελλήνων Λογοτεχνών, το ΕΚΕΒΙ, η Εταιρεία Συγγραφέων, η Εθνική Βιβλιοθήκη, ή κάποιος εκδοτικός οίκος, ή κάποιος Πανεπιστημιακός φορέας, ή η δημόσια τηλεόραση, να ασχοληθεί με την ιστορία και τις εκδόσεις του αξιόλογου αυτού εκδοτικού οίκου του Γεωργίου Φέξη και του εκδότη του. Ένας εκδοτικός οίκος που εξέδωσε σημαντικά διαμαντάκια ελλήνων και ξένων δημιουργών. Του οφείλουν οι παλαιότεροι αλλά και οι νεότεροι αναγνώστες πολλά. Ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, ένα βιβλίο, μια διάλεξη, μια εργασία, μια καταγραφή των εκδόσεών του, των συνεργατών του, των μεταφραστών του, των ποικίλων έργων του που εκδόθηκαν την εποχή εκείνη, που μας διασώζουν φωνές, ήχους, λέξεις, ιδέες, οράματα, όνειρα, απόψεις, κρίσεις, θεωρίες, εικόνες ενός ελληνικού εκδοτικού και συγγραφικού κόσμου, που προετοίμασε τις κατοπινές συγγραφικές δημιουργίες και τους δημιουργούς. Οι εκδόσεις του Γεωργίου Φέξη, όσοι νεότεροι τυχεροί αναγνώστες τυγχάνει να ανακαλύψουν σε παλαιοπωλεία τα βιβλία που εξέδωσαν, είναι ένας μικρός πολύτιμος θησαυρός, έστω και αν κοστίζει ένα βιβλίο τους 5 ευρώ. Δεν έχουν συλλεκτική, αλλά, συναισθηματική, καλλιτεχνική και πνευματική αξία.
Η ΕΣΧΑΤΗ ΚΡΙΣΙΣ
     Σκέπτομαι, αν θα μπορούσε κανείς να δεχτεί κρίση ψυχών στην Ποίηση, γενικότερα στην Αισθητική, όπως αντίστοιχα στην Ηθική, με μέτρο τη διαγωγή ή τον τρόπο βίου στον αισθητικό χώρο.
     Θα χρειάζονταν να παραδεχτεί, ότι υπάρχει και στην Αισθητική μια ηθική, ηθική της Αισθητικής, ανάλογη με κείνη της Ηθικής στην περιοχή του πρακτικού βίου, με ανάλογη βαρύτητα και σημασία για τον καθορισμό της μοίρας ενός ανθρώπου ως ποιητή στον εδώ και στον άλλο κόσμο, εάν υπάρχει.
     Ο Κίρκεγκαρντ είπε, θεωρώντας από θρησκευτική σκοπιά, ότι η Ποίηση είναι μια Illusion. Κινείται έξω και πάνω από την πραγματικότητα, σε μεγάλη απόσταση, στον ανύπαρκτο χώρο της φαντασίας. Ο ποιητής ξέρει να υποκρίνεται. Ελάχιστοι άνθρωποι θάθελαν σοβαρά και τίμια να «μεταφέρουν στην πραγματικότητα» αξίες που η Ποίηση τις ενεργεί πέρα απ’ αυτήν και σε βαθμίδα απρόσιτη.
     Μά θα μπορούσε κανείς επίσης να ισχυριστεί, ότι «ελάχιστοι άνθρωποι» θάθελαν σοβαρά και τίμια να επιδιώξουν «να μεταφέρουν» στην πράξη αξίες που προβάλλει η Ηθική ως ιδεώδη βίου και σε βαθμίδα απρόσιτη. Και πραγματικά ελάχιστοι ξεχώρισαν στην ιστορία: ένας Σωκράτης, ένας Βρούτος-ο τελευταίος πολύ επικίνδυνα για τη ζωή-οι ήρωες.
     Ωστόσο δεν πρόκειται εδώ για τη «μεταφορά» αξιών, πού ενεργεί η Ποίηση, από την Ποίηση στην Πράξη, ή στη Ζωή.
Το αντίστροφο: για τη «μεταφορά» ή μετάταξη αξιών της Ζωής στην Ποίηση.
     Μά για να βγούμε από το αδιέξοδο, πρέπει να θεωρήσουμε την ποιητική περιοχή ως μια πραγματικότητα, μια άλλη πραγματικότητα ή σφαίρα βίου παράλληλη με κείνη του πρακτικού βίου, όπου ζή και κινείται ο άνθρωπος ως ποιητής.
     Εδώ, σ’ αυτό το σημείο ανάγεται το πρόβλημα, αν και κατά πόσον η Ποίηση για έναν ποιητή είναι καθαρή φαντασίωση και σε μεγάλη απόσταση από τη ζωή, επομένως ηθοποιία ή «υποκρισία», έξω και πάνω από τη βιωματική σφαίρα, ήτοι έξω από την ψυχή, ή μήπως είναι τρόπος και χώρος βίου, μια «ηθική». Όπως είπε ο Βαλερύ, “La poesie nous intime de devenir plus qu’ elle ne nous invite a comprendre”.
     Θέλω να πιστεύω ότι και στην Αισθητική ισχύει η ίδια διαδικασία ανάμεσα στην πραγματικότητα ή τη βιωματική ζωή του ποιητή και στην τέχνη του, όπως και στην Ηθική, όπου η ίδια σχέση καθορίζει την υποκρισία και την ειλικρίνεια, το φαρισαϊσμό και την αγνότητα, το στόμφο και τη σιωπή.
     Υπάρχει και στην Πράξη στόμφος, «κόμπος λόγου», ή σιωπή, οίηση ή ειλικρίνεια, όπως στην Ποίηση. Αν λοιπόν η ηθική της Ηθικής καθορίζει τη μοίρα μιάς ψυχής στραμμένης στην πρακτική ζωή, άλλο τόσο και η ηθική της Αισθητικής καθορίζει τη μοίρα μιάς ψυχής στραμμένης στην αισθητική ζωή-όταν η Ποίηση είναι ζωή και όχι απομάκρυνση απ’ αυτήν, δραπέτευση.
     Θα μπορούσαμε τώρα να κάμουμε μια επικίνδυνη υπόθεση «σοβαρά και τίμια» και δίχως ίχνος ειρωνείας ή παιχνιδιού. Υπόθεση για μια έσχατη κρίση στην Αισθητική. Ένας άλλος Ντάντε με ζυγό την ηθική της Αισθητικής υποθέτω-υποθέτω-πως θα τοποθετούσε το Σολωμό πχ. στον Παράδεισο.
     Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας
Πλάι στη Φραγκίσκα Φράϊζερ, την Αιμιλία Ροδόσταμο, τη “Donna Velata”. Εκεί κάπου κοντά και ο Ρίλκε, ατενίζοντας χωρίς τρόμο και συντριβή «τα τάγματα των Αγγέλων».
     Εκεί επίσης, σε κάποιο παράλληλο ή επάλληλο ουρανό, ο Παπαδιαμάντης κι ο Κάλβος. Ο πρώτος με το πρόσωπο γυρισμένο προς τα «θεία ψηλώματα», για να ισορροπεί την έλξη της γής, που θα εξακολουθεί κι εκεί ν’ ασκεί στην ψυχή του επικίνδυνη γοητεία:
     Αλλ’ αν μαζί σου υπερβώ τα νέφη
     κ’ είς τον Θεόν η χείρ σου αν με φέρη,
     το πνεύμα μου οπίσω επιστρέφει
     και θεατής της γης να μείνη χαίρει.
Του Κάλβου, αντίθετα, στραμμένο προς τα κάτω, να επισκοπεί απ’ εκεί τον κόσμο του Θεού και «πάντα τα έθνη», που:
     Κρέμονται υπό τους πόδας Του.
Εκεί, νομίζω, προορίζεται να τοποθετηθεί και ο Τάκης Παπατσώνης, όπου θα βλέπει άμεσα, ρεαλιστικά και όχι συμβολικά το «ό,τι προτρέχει της ουσίας», και θα επιχειρεί μαζί με τον Παπαδιαμάντη εωθινές ορειβασίες:
     Αλλά ιδού κάποτε φτάνει και εισορμά
     ώρα αποφάσεως μεγάλης. Ξεκίνημα τραχύ
     για τη μεγάλη ανάβαση…
     Με τον ίδιο ζυγό της αισθητικής ανθρωποδικίας, τον Παλαμά θα τον έρριχνε σε κάποιο Κύκλο, in Inferno μαζί με τον σωσία του το «Γύφτο» του «Δωδεκάλογου», να γιουχαϊζει αυτός για λογαριασμό του τα ιερά και τα όσια, να τα σκοτώνει κι ύστερα να τ’ ανασταίνει, ενώ ο ίδιος ο Παλαμάς να κυνηγάει την ψυχή του σά μια σκιά και ποτέ να μην την πιάνει. Γύρω του κάποια φιλάνθρωπα χέρια θ’ αγωνίζονται να τον σώσουν εκλέγοντας για χάρη του μοίρα Δαναϊδων. Εκεί θάναι και ο πόθος, όπου θ’ αντλούν ματαιόσχολα μαζί με τις παλαιές και κάμποσες άλλες νεώτερες Δαναϊδες.
Σκέπτομαι πού άραγε θα τοποθετούσε το Σικελιανό. Ίσως κάπου στον πρώτο Κύκλο, στην είσοδο της Κόλασης, όπου ιεροφάντης με άμφια φανταχτερά να θύει σε παγανιστικούς βωμούς και να κοινωνεί τον «ελευσίνιο κυκεώνα» αντί τ’ «άχραντα μυστήρια», ανάμεσα σε μυκηθμούς επιφωνημάτων:
Παλιό ιερό ποτό,
Κυκεώνα.
Ώ μυρουδιά όλων των καρπών μαζί, των σπόρων όλων, ώ χυμέ…
…………………………
Πολύ  πιο κάτω, σ’ ένα τοπίο βυθισμένο σε ύπνο μαγικό, με ποταμούς και δάση, παγανά και ξυλοκόπους, ο Απόστολος Μελαχρινός, γινωμένος Νέραϊδος να συνευρίσκεται αδιάκοπα και δίχως τέλος με νωχελικές Νεραΐδες σε πουπουλένιες παστάδες…
     Ιδιαίτερα ενδιαφέρομαι για την τύχη του μοναδικού και ιδιότυπου Καβάφη. Ελπίζω να τον τοποθετούσε τουλάχιστον στην κορυφή του Καθαρτηρίου, μέσα σε κάποια κρυστάλλινα «μεγάλα και υψηλά τείχη», όπου να ψιθυρίζει το:
     Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
     Εκεί υποθέτω θάβαζε κι όλους τους poetes maudits, αποκαθαρμένους από την αμαρτία και την κατάρα, έτοιμους να διεκδικήσουν ανώτερες σφαίρες.
     Είναι αδύνατο να εικάσει κανείς με ακρίβεια τις ταλαντεύσεις ενός τέτοιου λεπτού ζυγού της Δικαιοσύνης. Κινδυνεύει διαρκώς να γύρει «κατά το μέρος της Αδικίας» με το ελάχιστο, με τους πιο αόρατους και αστάθμητους παράγοντες. Το εδήλωσα, άλλωστε, ότι η απόπειρα είναι επικίνδυνη και πρώτος εγώ φοβάμαι, πώς θέλοντας-μη θέλοντας είναι πολύ πιθανό και ίσως και αναπόφευκτο να περιπέσω σε αδικήματα.
Και τότε:
Ά! κύριε, κύριε Μαλακάση,
Ποιος θα βρεί να μας δικάσει(!).
Έτσι μοιραία συναντούμε τον Καρυωτάκη, πού καλύτερα να μη μας ερχόταν έτσι απροσδόκητα στο νου. Θα παρακάμπταμε μια περίπτωση άκρως λεπτή και δύσκολη, γιατί επισφραγίζονται με την αυτοκτονία.
     Το ερώτημα είναι ποιο το νόημά της, και αυτό πάλι καθορίζεται από το εσωτερικό της ελατήριο.
     Έχει επικρατήσει ομόφωνα η γνώμη, ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη επισφραγίζει τη ζωή και την Ποίηση, και μάλιστα πιο καθαρά την Ποίηση, αν δεχτούμε ότι η Ποίηση ήταν modus Vivendi του Καρυωτάκη.
Ήταν πραγματικά;
Εγώ ο ίδιος έχω πεί: «η ζωή και η ποίηση, δύο παράλληλα και ταυτόσημα φαινόμενα, ένα βάθος, με πλήρη ανταπόκριση ανάμεσά τους, δεν μπορούσαν παρά να τελειώσουν έτσι με το θάνατο σαν ένα έσχατο ποίημα». (Βασική Βιβλιοθήκη, τομ. 29).
     Τώρα το σκέπτομαι πολύ, αν πραγματικά ο θάνατος του Καρυωτάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί «σαν ένα έσχατο ποίημα».
Το αμφιβάλλω πιά:
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθανε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
     Ο Καρυωτάκης δεν αυτοκτόνησε ως ποιητής, αλλά ως άνθρωπος, από μαύρη απελπισία και «αηδία», ως άτομο γεμάτο από ένα μέσα του κενό ανικανοποίητο, άτομο εγωκεντρικό, μάλλον εγωτικό. Η αυτοκτονία έρχεται σά μια προδοσία της Ποίησης ή ως μια άρνησή της, το πιο ελαφρυντικό. Βεβαιώνει, ότι ο Καρυωτάκης δεν τοποθετήθηκε ολόκληρος μέσα στην Ποίηση με μια ριζική μετάσταση εκεί της ζωής, όπου θα μπορούσε να σταθεί και να ζήσει. Δε βρήκε καταφυγή και λύτρωση στην Ποίηση, και αυτό σημαίνει ότι δεν παραδόθηκε υποστασιακά σ’ αυτήν, δεν την έκαμε στέγη του και κόσμο του. Το αντίθετο: την υπόταξε στην απελπισμένη του διάθεση ως δοχείο συναισθηματικών εκκενώσεων για πρόσκαιρες ανακουφίσεις.
Το βεβαιώνει επίσης η σάτιρα, ο καγχασμός, που διαπνέει κυριαρχικά τους στίχους του.
     Ένας συναισθηματικά απελπισμένος άνθρωπος, ένα «παράξενο παιδάκι γερασμένο», διαβρωμένος από αθεράπευτη ανία, χρησιμοποιεί την Ποίηση για να ζήσει στη ζωή όσο του είναι δυνατόν, και όχι για να ζήσει στην Ποίηση και με την Ποίηση. Κι αν έχει κάποια αξία η ποίησή του, είναι από την οξύτητα του σαρκασμού, πού την κινεί. Λείπει η βίωση του βαθύτερου εαυτού του ως ανθρώπου μέσα στην Ποίηση, ήτοι η μετάταξη της ύπαρξης σ’ αυτήν. Η Ζωή στέκει χωριστά από την Ποίηση, δε «μεθίσταται» σ’ αυτήν, ώστε η Ποίηση να γίνει σφαίρα βίου.
     Η αυτοκτονία λοιπόν, πράξη ζωής και όχι της Ποίησης, βεβαιώνει την ειλικρίνεια του ανθρώπου, όχι του ποιητή. Και η ποίηση και η αυτοκτονία είναι τεκμήρια για τη γνησιότητα της ιδιοσυγκρασίας του Καρυωτάκη ως ανθρώπου.
     Η σάτιρα, άλλωστε, ως είδος είναι κάτι προς τά έξω, άσχετα με την καλλιτεχνική της αξία, έστω κι αν είναι κανείς Juvenalis. Στέκει έξω από την υποστασιακή ή οντολογική σημασία της Καθαρής Ποίησης. Χωρίς τούτο να σημαίνει πώς δεν έχει τη δική της ιδιαίτερη σημασία μέσα στα όριά της και τη λειτουργία της ως είδος, σημασία κοινωνική. Ενώ η Καθαρή Ποίηση, η χωρίς καμιά σκοπιμότητα, είναι κόσμος αυτοϋπαρκτος, χωρίς μοίρα.
     Η εποπτεία μου στη συνέχεια θα περιοριστεί σε μερικούς δικούς μας, από τους παλαιότερους παραδειγματικά. Όμως πολύ νοιάζομαι για την τύχη κάποιων ονομαστών ψυχών: πχ. του Γκαίτε, του Νίτσε, του Μαλλαρμέ… Πιστεύω να κερδίσουν τον Παράδεισο, γιατί πολύ μέσα τους τον πόθησαν, όπου ο πρώτος θα βλέπει «περισσότερο φώς», ο δεύτερος θ’ ακούσει «μουσική! μουσική!», και ο τελευταίος θ’ αναγεννηθεί:.
Au ciel anterieur ou fleuril la Beaute.
«Αν δέν πεθάνεις, πώς θ’ αναστηθείς;»
     Μακάριοι όσοι πεθαίνουν, πού θα πεί αναλίσκουν ολόκληρη την ύπαρξή τους στην ποίηση, και δεν κάνουν απλώς και μόνο τέχνη του λόγου ή ηθοποιία στο απόμακρο κλίμα της φαντασίας, χωρίς οδύνη και στεναγμό. Όσοι από βιωματική πραγματικότητα δημιουργούν μια άλλη αισθητική πραγματικότητα, όπως θα το ήθελε ίσως ο Κίρκεγκαρντ, «μεταφέροντας» τον εαυτό τους από τη μια στην άλλη σφαίρα ή ζώντας ολόψυχα και αποκλειστικά στην αισθητική, γιατί θ’ αναστηθούν….
     Ποιος μπορεί να βεβαιώσει και να πεί, ποιοι απ’ όσους ζούν και αναπνέουν ακόμα κάνουν ποίηση για να πεθάνουν, και ποιοι για να ζήσουν.
     Ο Εγγονόπουλος είπε τούτο:
Η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε
η τέχνη και η ποίηση μας βοηθάνε να πεθάνουμε.
     Άς μη νομιστεί, το ξαναλέω, ότι παίζω εν ου παικτοίς.
Θέλω να πιστεύω, πώς η Ποίηση μπορεί να σώσει ή να βουλιάξει την ψυχή στον κόσμο της Ανυπαρξίας ή της Ματαιότητας, και προσπαθώ να το εκφράσω και να το στηρίξω με προβολή περιπτώσεων.
     Ο τρόπος έχει το χάρισμα να επισημαίνει όχι απλώς μια κρίση αξιολογική για ένα ποιητικό έργο ή περισσότερα, αλλά την υποστασιακή τύχη του κάθε ποιητή μέσα στην Ποίηση και με την Ποίηση.
     Εδώ ακριβώς είναι η δυσκολία και για τούτο εξαιτούμαι την επιείκεια. Άς εκτιμηθεί πιο πολύ η θέση παρά το αποτέλεσμα της εφαρμογής της, που κινδυνεύει να μην είναι απόλυτα αντικειμενική, να υπόκειται σε αναθεώρηση.
     Αν η ποίηση είναι ένας κόσμος αυτοϋπαρκτος, τότε πρέπει να έχει δικιά της Νομοτέλεια, δικιά της Ηθική και Δικαιοσύνη. Ακόμα και δικιά της Θρησκεία: θέλω να πω, ότι και ο Θεός αποκαλύπτεται, ούτως ή άλλως, ως υπαρκτός ή ανύπαρκτος, παρών ή υπονοούμενος, αγνοούμενος ή αναζητούμενος, φανερός ή absconditus, στον ποιητικό κόσμο σαν σε κόσμο παράλληλο στους άλλους κόσμους της ύπαρξης, σε συσχέτιση και ανταπόκριση, όπως οι ουράνιες σφαίρες.
     Πρέπει να έχει όλα τούτα τα συστατικά σε αντιστοιχία με κείνα του κόσμου της βιωματικής εμπειρίας ως μια άλλη πραγματικότητα.
     Έχει ακόμα η Ποίηση τη γλώσσα της, τη γεωμετρία της, τη μουσική της, το χώρο και το χρόνο της, την «Έσχατη Κρίση» της.
     Αν είναι έτσι, μπροστά σε μια τέτοια ποιητική εσχατολογία, όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα, σχεδόν ασήμαντα, και η συμβατική καλλιτεχνική επιτυχία, αυτή καθ’ εαυτήν, και η κοινωνική επιβολή, και η δόξα και η ματαιοδοξία…
     Και αυτή τη στιγμή με κυριεύει η έγνοια για την τύχη της ψυχής κάποιων αδελφών και φίλων…
Τι θα γίνουμε Θεέ μου;
-Ελέησον και σώσον ημάς από πάσης κηλίδος.
     Υπάρχει πάντα καιρός για προσευχή και μετάνοια, για όσους τυχόν αμάρτησαν ψευτίζοντας την ψυχή τους με θυσίες σε ψεύτικα είδωλα ή κάνοντας φαρισαϊσμό, ή δραπετεύοντας σε ακίνδυνους αισθητισμούς εν αγνοία της ψυχής και αναίμακτα, ή υποβιβάζοντας την ιερή Ποίηση σε ancilla οποιασδήποτε εξωτερικής σκοπιμότητας, αμάρτημα από τα πιο θανάσιμα της αισθητικής Ηθικής, γιατί αντιστοιχεί με ιεροσυλία, ως να χρησιμοποιεί ένα ναό για σταύλο ή οίκον εμπορίου, ή ακόμα για όσους αμάρτησαν χρησιμοποιώντας βέβηλα την ποίηση ως δοχείο εγωτικών εκκενώσεων, αμάρτημα άλλο τόσο θανάσιμο και ακόμα χειρότερο…..
     Η Ποίηση, όπως και η Ηθική, δέν είναι διαφυγή ή δραπέτευση, illusion, αυθαιρεσία ή απέριττο παιγνίδι, όπου ξοδεύουμε την περίσσεια των δυνάμεών μας, όπως τα μικρά παιδιά και οι γάτες, ή ένας τρόπος να σκοτώσουμε τον καιρό. Αν και το σκότωμα του καιρού δεν είναι ούτε κι αυτό αναίμακτο, έστω κι αν σκοτώνουμε παίζοντας πχ. χαρτιά ή τάβλι, ώστε να ενεργείται έξω από μας, έξω από τη μοίρα μας. Όλα καταγράφονται, χαράζονται στο μαυροπίνακα της ύπαρξής μας, Πολύ περισσότερο που η Ποίηση δεν είναι αυτό ή μόνο αυτό.
     Ή~ αν τη θεωρήσουμε Παιγνίδι με κεφαλαίο-όλα κατά κάποιον τρόπο είναι παιγνίδι, όλες οι εκδηλώσεις του εγκόσμιου βίου, όταν παίζοντας κανείς οτιδήποτε παίζει την ψυχή του, να την κερδίσει ή να την χάσει-ή ανάποδα: να την κερδίσει χάνοντάς την, να την χάσει κερδίζοντάς την-τότε ζούμε ή κάνουμε Ποίηση για να σκοτώνουμε τον καιρό, τέρας αδηφάγο, που κατατρώει την ύπαρξή μας, εφόσον μας περιέχει και μας δυναστεύει.
     Η ποιητική πράξη, όταν δεν είναι άσκηση τεχνικής, είναι εξ ίσου καθοριστική της μοίρας μας, όπως και η ηθική πράξη και δεν είναι μια ωραία ματαιοπονία για εφήμερη τέρψη, έστω υψηλής ποιότητας.
     Δέν μας ενδιαφέρει άλλωστε εδώ η οποιαδήποτε ματαιοπονία με ποιητική απασχόληση, που άφθονη υπάρχει γύρω μας. Ανήκει στην κατηγορία των distractions ή divertissements, όπως θάλεγε ο Πασκάλ, και εκεί εξαντλείται, όπως η κοσμικότητα. Είναι ακόμα κι ένα είδος στολιδιού, που κολακεύει και τροφοδοτεί το «ζωτικό ψεύδος» μιάς ωραιοπαθούς αυταπάτης, όπως το φλάουτο ή η απαγγελία του Γιάλμαρ Έγκνταλ στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Και ο Γιάλμαρ Έγκνταλ υπάρχει. Ζή ανάμεσά μας και μέσα μας, πολλαπλασιασμένος σε χίλιες αποχρώσεις.
     Μας ενδιαφέρει η Ποίηση ως η μόνη από την άποψη της προσωπικότητας του ποιητή, πού αποβλέπει στη διαμόρφωση του αληθινού προσώπου του βήμα προς βήμα μ’ επώδυνους βηματισμούς, όπως η ηθική αγωγή.
     “Lart, mes enfants, cest detre absolument soi-meme είπε ο Βερλαίν, ένα ποιητής που από την κραιπάλη του βίου με την ακόρεστη δίψα στρεφόταν προς την αγνότητα μέσα στην ποίηση και με την ποίηση.
     Ένός αληθινού ποιητή το μερτικό ως ανθρώπου είναι η ποίηση.
     Τον απασχολούν παράλληλα και όλα τ’ άλλα «πάρεργα», όλες οι παραφυάδες του βίου. Αρκεί να μη διασπούν την ενότητα του είδους βίου, αρκεί όλα να καταλήγουν στην Ποίηση και να γίνονται ύλη της και τροφή της.
     Η πολύπλευρη βιωματική ιδιότητα τροφοδοτεί την ποιητική ως κυρίαρχη και αποκλειστική γραμμή της ύπαρξης και του προορισμού της. Επομένως, η Ηθική διοχετεύεται στην Αισθητική και μετουσιώνεται σε ηθική της Αισθητικής.
     Ηθική και Αισθητική βρίσκονται σε άμεση σχέση και αμοιβαιότητα, κοινωνούν. Είναι μιά στο βάθος, που αντί να πραγματώνεται σε πράξη, υψώνεται σε αισθητική πράξη. Η αδιάκοπη αυτή μετάσταση παίζεται στην ψυχή.
     Είναι λοιπόν η αληθινή ποίηση ως οδός βίου, illusion; Με την οποία κατά τον Κίρκεγκαρντ ο ποιητής εξαπατά υποκριτικά τον εαυτό του κατασκευάζοντας ένα φανταστικό είδωλο του προσώπου που, ψευτίζοντας το αληθινό, και συνάμα εξαπατά και τους άλλους, προσφέροντάς τους τεχνητά κατασκευάσματα, όπου μπορούν ανώδυνα να διοχετεύουν την έμφυτη υποκριτική ματαιοδοξία τους;
     Αν είναι έτσι, τότε η ποίηση είναι τέχνασμα του Σατανά, το πιο σατανικό, μια χάρτινη σαγήνη στημένη επιδέξια, για να παίρνει όψη και ύφος πάσχοντος Θεού. Και θάπρεπε πίσω από τη σοβαροφανή κατασκευή της ν’ ακούγεται ο καγχασμός του.
     Ένα από τα δύο: ή είναι του Σατανά ή είναι του Θεού. Πιστεύω πώς είναι του Θεού «Από το Θεό αρχίζει και εις τον Θεό επιστρέφει».
     Θα τολμούσα να πώ πώς ο Θεός είναι ποιητής, «Ποιητής των πάντων». Όπως είπε ο Ζάν Μαριταίν: “Unus est artifex Deus”. Κάνοντας ποιητική πράξη με υλικά: την ύλη και το πνεύμα, το περασμένο και το άπειρο, το φως και το σκοτάδι, το ορατό και το αόρατο… μέσα σε μια θεία σύνθεση των αντιθέσεων αδιάκοπη, καταπληκτική, με απώτερη σκοπιμότητα ένα έσχατο θαύμα:
Un grand miracle s’ accomplit dans l’ univers.
                                                                (Rilke)
     Και η θεία ποιητική πράξη επιμερίζεται στον εδώ ανθρώπινο κόσμο σε Ηθική και Αισθητική. Η ενότητα τεμαχίζεται. Περιορίζεται στα όρια μιάς επικίνδυνης σχετικότητας, όπου ο ανταγωνισμός των αντιθέσεων μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας παίζεται εναγώνια, και διακυβεύεται αδιάκοπα η δημιουργία του θαύματος σχετικά με τον άνθρωπο, ή να επιτευχθεί προς τη φορά της θείας δημιουργίας ή να εκπέσει σε μια δαιμονική απάτη και καταστροφή.
     Μα πρέπει τελικά να πιστεύει κανείς στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου…
      Από τούτη τη σκοπιά δεν έχει καμία σημασία ποιά η θέση ενός ποιητή στον «Παρνασσό», όπως λέμε. Σημασία έχει ως ποιο σημείο και πως ένας ποιητής κερδίζει το πρόσωπό του και σώζει την ψυχή του.
     Αυτό το νόημα έχει η «Έσχατη Κρίσις». Και από τούτη τη θέση θα θεωρηθούν οι ποιητικές περιπτώσεις που ακολουθούν.
      Αυτό είναι το κείμενο προάγγελος θα γράφαμε του ποιητή και δοκιμιογράφου Γιώργου Θέμελη, με το οποίο μας μιλά για τους στόχους και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ερευνητική και μεθοδολογική του σκοπιά που θα εξετάσει το έργο των δημιουργών. Όπως βλέπουμε, ο Γιώργος Θέμελης, δεν θα ήταν άστοχο αν σημειώναμε ότι, χρησιμοποιεί όρους από τον κόσμο της Θεολογίας, για να καθορίσει το τι είναι κατά την γνώμη του Ποίηση, και ποιους ατραπούς οφείλει να ακολουθήσει ο αληθινός ποιητής καθώς γράφει ποίηση. Ο Θέμελης πιστεύει στην σωτηριολογική αποστολή της Ποίησης, κάτι που τον φέρνει κοντά στο πανανθρώπινο φαινόμενο της Πίστης σε ένα θρησκευτικό δόγμα. Κατά κάποιον τρόπο ενώνει την εσωτερική πίστη του ανθρώπου με την λειτουργία του ποιητικού φαινομένου. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, και οι απόψεις που έχει διατυπώσει για τον ρόλο της ποίησης είναι κάτι παραπάνω από εμφανής μέσα στο δοκιμιακό λόγο του Θέμελη. Ο Θέμελης, δανείζεται επίσης όρους από την ηθική καθηκοντολογία του φιλόσοφου Εμμανουήλ Κάντ, όπως φαίνεται και σε άλλα του δοκίμια, και φυσικά, ενστερνίζεται τις απόψεις περί χριστιανικής σωτηριολογίας του δανού υπαρξιστή θεολόγου, φιλοσόφου και ποιητή Σαίρεν Κίρκεγκωρ, όπως μας δείχνει και το παράδειγμα που μνημονεύει από το θεατρικό έργο του Ερρίκου Ίψεν και όχι μόνο. Μέσα από ερωτήματα που θέτει, φιλοδοξεί να ενώσει τον κόσμο της Ηθικής με εκείνο της Αισθητικής, παρακάμπτοντας ίσως τις ηθικές απαγορεύσεις του Ηθικού σύμπαντος, ή μάλλον μεταφέροντας τις αρχές του στον κόσμο της Αισθητικής. Με τις ερωτηματικές του αυτές προσεγγίσεις και αναλύσεις ο ποιητή Θέμελης, θέλει να σχηματίσει ένα άλλο πεδίο αναφοράς μέσα στο οποίο θα κινείται ο καλλιτέχνης και το έργο του. Ένα σημείο αναφοράς, από το οποίο θα αντλεί, όχι τόσο εφόδια για μια τεχνική οικοδόμηση του ποιητικού του λόγου, το προσωπικό του ύφος, όσο μια βιωματική αναφορά καθαρτήριας επίδρασης του ποιητικού λόγου μέσα στην συνείδησή του, που θα καθαίρει πρώτα από όλα την ίδια την ψυχή του ποιητή και θα του προσθέσει τα απαραίτητα υποστηρικτικά στηρίγματα, ώστε ο ποιητικός του λόγος, η καλλιτεχνική του δημιουργία εν γένει, να παίξει τον ρόλο ενός εξομολογητηρίου των εσωτερικών του παθών και προσωπικών του αστοχιών, για να κερδίσει τον προσωπικό του προσώπου του παράδεισο. Η Έσχατη Κρίση, βρίσκεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα θεολογικής σωτηριολογίας, μέσα σε μια αχλύ θρησκευτικής οραματικής στοχοθεσίας. Έτσι και η αρνητική αν και στο ευρύτερο πλαίσιό της-σύμφωνα με τους κανόνες αξιολόγησης του ίδιου του Θέμελη-ορθή κρίση-άποψη για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, και την αυτοκτονία του. Μόνο που παραγνωρίζει τις κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε ο άνθρωπος-ποιητής. Το ίδιο πράττει και για τον αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Καβάφη, μην λαμβάνοντας υπόψιν του, ότι ο ποιητής πέρασε τον βίο του εργαζόμενος σαν υπάλληλος σε αγγλική εταιρεία της Αιγύπτου, πράγμα όπως και στον Καρυωτάκη, τους δυσκόλεψε και τους στέρησε χρόνο από την καλλιτεχνική τους δημιουργία. Πέρα από το γεγονός, ότι ήσαν υποχρεωμένοι και οι δύο ποιητές, να συναναστρέφονται με άτομα στου εργασιακούς τους χώρους, που δεν τους ενδιέφεραν οι πνευματικές τους ενασχολήσεις. Τα πράγματα αυτά, τα θεωρούσαν πάρεργα. Δεν είχαν ούτε την ατομική τύχη του Διονυσίου Σολωμού, που δεν εργάστηκε και έτσι έμεινε απερίσπαστος στις συνθέσεις του, ούτε του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Γιατί κακά τα ψέματα, άλλο είναι να ασχολείσαι βιοποριστικά με μεταφράσεις για εφημερίδες και περιοδικά, και άλλο να εργάζεσαι σαν δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος σε ξένα χέρια. Που θα εντάσσαμε το έργο ενός Γιώργου Κοτζιούλα που εργάζονταν ως τυπογράφος; Σε ποιόν κύκλο θα τοποθετούσαμε τον Γιάννη Ρίτσο; Σε ποιόν τον Κώστα Κρυστάλη;  Σε ποιόν τον Οδυσσέα Ελύτη, που δεν χρειάστηκε να εργαστεί χειρονακτικά ποτέ του; Γιαυτό οι Δαντικοί Κύκλοι τους οποίους ερανίζεται ο Θέμελης, για να εντάξει πρόσωπα της ελληνικής γραμματείας, μάλλον κατά την γνώμη μου είναι μια παρακινδυνευμένη υπόθεση. Και πάλι, μπορούμε να γράψουμε και με ποια βεβαιότητα, ότι η ποιητική δημιουργία ενός Αρθούρου Ρεμπώ προέρχεται από ένα εωσφορικό καλλιτεχνικό πνεύμα ή αυτό του Ρίλκε πηγάζει από ένα Θεϊκό; Στα καθ’ ημάς το ποιητικό ερωτικό σύμπαν ενός Ναπολέων Λαπαθιώτη που ανήκει; Και ο σατιρικός κόσμος του Κώστα Βάρναλη; Αυτός του Εμμανουήλ Ροΐδη, ή του Γιώργου Σουρή; Άλλο προς τα πού είναι στραμμένο το βλέμμα του ποιητή λόγω εσωτερικής ψυχοσύνθεσης και προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, και άλλο προς τα πού κοιτά ή σκοπεύει η ποίησή του. Και μια ψυχή σώζεται από τι; Και από ποιόν; Από τις ενέργειες και πράξεις του ίδιου του καλλιτέχνη, ή από αυτό καθ’ εαυτό το ίδιο το ποιητικό φαινόμενο;
     Το κείμενο του ποιητή και στοχαστή Γιώργου Θέμελη, εξακολουθεί να είναι ενδιαφέρον και στις ημέρες μας, γιατί θέτει ερωτήματα περί ποιήσεως, έστω και με ποιητικές αξίες μιας παρελθούσας εποχής, εποχής που ο καθαρτήριος λόγος της αρχαίας τραγωδίας μπόλιαζε συνειδήσεις και καλλιτεχνικές δημιουργίες. Η Ρομαντική άποψη περί ποιήσεως απασχόλησε για μεγάλο διάστημα τους δημιουργούς εντός και εκτός ελληνικού χώρου. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το φαινόμενο της εσωτερικής πίστης των ανθρώπων, των θρησκευτικών βιωματικών εμπειριών τους, με ότι αυτό συνεπάγεται μέσα στην εξελικτική διαδρομή της ανθρώπινης ψυχής και συνείδησης. Η ταύτιση Ποίησης και Πίστης με θέλγει και εμένα προσωπικά, μόνο που, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από ένα τέτοιο πλαίσιο ερμηνείας της τέχνης είναι πολλοί και παρακινδυνευμένοι. Ιεροφάντες της μυστικής ποίησης και πίστης, με κοινό πεδίο κοινωνικής αναφοράς, ίσως να μην έχουν θέση στους καιρούς μας. Ένας σύγχρονος Dante δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια, το ποιους θα περιελάμβανε στους τρείς συμπαντικούς του κύκλους. Ποιος δημιουργός θα ανελάμβανε μια τέτοια ευθύνη για άλλους ομοτέχνους του; Μπορεί η σαγήνη του πειράματος να είναι μεγάλη, αλλά ο Κόσμος και οι Άνθρωποι περί άλλων τυρβάζουν σήμερα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 16 του Απρίλη 2017, καθώς οι ευωδιές των πασχαλιών και των γιασεμιών πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα, και τα σήμαντρα μηνούν την ησυχία της Πόλης. Ενώ ο Έρωτας στήνει χορό με τον ξανθό Απρίλη.
Ποιος ανασταίνεται και ποιος όχι, ποιος μπορεί να μας το εξομολογηθεί με ασφάλεια.
Πάσχα πανσεβάσμιο,
Πάσχα άμωμο,
Πάσχα ημίν το πύλας του Παραδείσου ανοίξας
Πάσχα της Ποιήσεως Πάσχα.           
     

                        


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου