Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Τί είναι προλεταριακή λογοτεχνία;

ANGELO  RINALDI
Τι είναι η προλεταριακή λογοτεχνία ;

Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» LEXPRESS 23/3/1975

     Καθώς ξαναδιάβαζα τα ποιήματα του πάπα του σουρεαλισμού Αντρέ Μπετόν και το μανιφέστο του, έπεσαν από τις σελίδες των βιβλίων ορισμένα αποκόμματα εφημερίδων κιτρινισμένα από τον χρόνο και θρυμματισμένα από την πολυκαιρία. Τα αποκόμματα αυτά, ήταν από τις παραδοσιακές καθημερινές εφημερίδες της εποχής του εκδοτικού συγκροτήματος του κυρού Χρήστου Λαμπράκη του γνωστού μας ΔΟΛ, «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ». Πρωινή εφημερίδα η πρώτη, απογευματινή η δεύτερη. Ιστορικές δεκαετίες, που οι εφημερίδες που εξέφραζαν όλες τις πολιτικές αποχρώσεις και κομματικές παρατάξεις της εποχής, διαβάζονταν κατά κόρον από τους έλληνες αναγνώστες- πολίτες. Ήταν οι χρυσές εποχές του έντυπου Τύπου. Όλες οι τότε εφημερίδες παραδοσιακές και μη, ή αυτές που εκδόθηκαν εκείνες πάνω κάτω τις δεκαετίες, διέθεταν ένα δυνατό και έμπειρο ανθρώπινο δημοσιογραφικό επιτελείο, δημοσιογράφους με άποψη, γνώμη, θέση, κρίση, ήθος δημοσιογραφικό, επιχειρηματολογία, πολιτικό στίγμα, θεωρητική κατάρτιση, παιδεία και, αγωνιστικό φρόνημα, ανεξαρτήτως του ποια ιδεολογική ή πολιτική παράταξη υποστήριζαν. Είτε ήσαν κυβερνητικοί είτε ήσαν με την αντιπολίτευση, είτε ανήκαν στον συντηρητικό χώρο είτε στον προοδευτικό. Εφημερίδες πολυσέλιδες, που ευχαριστιόσουν να τις διαβάζεις όλη την εβδομάδα, παρά το μελάνι που σου άφηνε το ξεφύλλισμά τους στα χέρια και τα χείλη σου. Ευτυχώς, ο ήρωας του ιταλού συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο, ο τυφλός βιβλιοθηκάριος Χόρχε, του μυθιστορήματος «Το όνομα του ρόδου» δεν είχε ακόμα σχεδιαστεί στο Γραφείο του ιταλού συγγραφέα, ώστε να δηλητηριάζει τις σελίδες τους, όπως τις κόχες των βιβλίων, ή μάλλον, το αργό πότισμα της πτώσης των πωλήσεών των, το δημιούργησαν οι ίδιες οι εφημερίδες με τις πολλαπλές αστοχίες τους.
     Τα δύο αποκόμματα αφορούσαν, το ένα, τον γνωστό αριστερό Γάλλο φιλόσοφο Λουϊ Αλτουσέρ, και το προσωπικό της ζωής και της σταδιοδρομίας του Ρέκβιεμ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. «Τα Νέα» 19/11/1980 και «Το Βήμα» 23/11/1980, που απασχόλησε τότε τον τύπο σε διεθνές επίπεδο. Ενός πολύ γνωστού μαρξιστή και μεταφρασμένου στην χώρα μας φιλοσόφου, που διαβάζονταν από τους νέους και παλαιότερους της εποχής διανοουμένους, και που τα κείμενά του, προκαλούσαν πολλαπλές συζητήσεις και ζυμώσεις, μέσα στους τότε μαρξιστικούς και όχι μόνο κύκλους. Το άλλο απόκομμα, πέντε χρόνια νωρίτερα, το1975, αφορούσε μια κριτική που είχε δημοσιευτεί σε ξένο έντυπο και μετέφερε στα ελληνικά για το αναγνωστικό της κοινό, η πρωινή εφημερίδα «Το Βήμα», 23/3/1975. Η κριτική αφορούσε την κριτική ενός άλλου ξένου βιβλίου, του γάλλου Μισέλ Ραγκόν, και είχε θέμα της το «Τι είναι προλεταριακή λογοτεχνία;». Ένα θέμα, που και στην χώρα μας έχει απασχολήσει αρκετούς δοκιμιογράφους, συγγραφείς, ιστορικούς της λογοτεχνίας και κυρίως, δημοσιογράφους της αριστερής ιδεολογίας. Αλήθεια, ποιος από τους παλαιότερους δεν θυμάται τον τσαγκάρη ποιητή Σταύρο Μελισσηνό, στο σταθμό του Μοναστηρακίου, που σου πρόσφερε τις συλλογές του όταν αγόραζες σανδάλια που τα έφτιαχνε ο ίδιος στο μαγαζί του. Ένα μαγαζί που ήταν γεμάτο φωτογραφίες από διάσημα ξένα και ελληνικά πρόσωπα που πέρασαν από εκεί, και μικρά αφιερώματα εφημερίδων για το έργο του. Ποιος παλαιότερος Πειραιώτης, δεν θυμάται τον κουρέα στην οδό Νοταρά, που έγραφε ποιήματα και διάβαζε στους πελάτες του, και εκεί που οι άλλοι μπαρμπέρηδες είχαν στους τείχους φωτογραφίες ή τοπία, υπήρχαν βιβλία γνωστών μας ποιητών και μυθιστορήματα. Τον περιπτερά στην λεωφόρο Ηρώων Πολυτεχνείου στην διασταύρωση με την οδό Σωτήρος, που εξέδιδε μόνος του τις ποιητικές του συλλογές και τις πρόσφερε στους πελάτες του περιπτέρου που εργάζονταν. Ποιος δεν θυμάται τον παλαιοπώλη δίπλα σχεδόν από το μέγαρο του ΟΤΕ, που δημοσίευε ποιήματά του σε περιοδικά της πόλης. Και πολλοί άλλοι, περιφερόμενοι λαϊκοί αυθεντικοί δημιουργοί, ή αναρχοαυτόνομοι ωραίοι τύποι, όπως πχ. ο Νικόλας Άσιμος, που έγραφαν και εξέδιδαν ιδίοις αναλώμασι τα βιβλία τους, τα περιοδικά τους, τα έντυπά τους, και τα πωλούσαν είτε στους σταθμούς του Ηλεκτρικού, είτε στις Πλατείες, είτε στα κεντρικά περίπτερα της πρωτεύουσας, είτε σε χώρους διασκέδασης των τότε νεολαίων, ή στα διάφορα πολιτικά φεστιβάλ. Ευαίσθητες ανθρώπινες ανιδιοτελείς χειρονομίες, που χάθηκαν άδοξα μέσα στην τύρβη του χρόνου και της ανωνυμίας. Λησμονήθηκαν όπως και οι «ένδοξοι» ομότεχνοί τους, από τους μεταγενέστερους. Ο δρόμοι όμως της ζωής, της ομορφιάς, και των ελπιδοφόρων νιάτων, δεν είναι ούτε αιώνιοι ούτε ευρύχωροι.
     Με το θέμα Τι είναι Προλεταριακή Λογοτεχνία, και ποιοι συγγραφείς εντάσσονται σ’ αυτόν τον χώρο, και ποια έργα, ασχολούνταν κυρίως, οι Μαρξιστές ή Σοσιαλίζοντες διανοούμενοι, δοκιμιογράφοι, συγγραφείς, ιστορικοί και δημοσιογράφοι. Είναι ένα πρόβλημα, που αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει μάλλον διερευνηθεί σε βάθος και σε πλάτος στην ελληνική συγγραφική επικράτεια. Δεν έχουμε μάλλον ένα σαφές περίγραμμα που θα μας ορίζει έστω και σχηματικά, το ποια έργα ελλήνων συγγραφέων-ποιητών και μυθιστοριογράφων-εντάσσονται σε αυτό, και από ποια περίοδο της ελληνικής γραμματείας. Ποιοι συγγραφείς, αυτοί που έχουν σοσιαλιστικό προσανατολισμό θα γράφαμε όπως είναι ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Πέτρος Πικρός, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Δημοσθένης Βουτυράς και άλλοι, ή από την πλευρά της αστικής διανόησης, όπως είναι ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Θανάσης Πετσάλης Διομήδης, ο Γιάννης Μπεράτης, ο Τάσος Αθανασιάδης και άλλοι. Και επίσης, ποιοι κατά κάποιον τρόπο «μπαινοβγαίνουν» μέσα σε αυτό το λογοτεχνικό πεδίο της τέχνης με το έργο τους;  Δηλαδή, ποια ποιητικά έργα του Γιάννη Ρίτσου έχουν προλεταριακό φωτισμό, ανήκει στους προλεταριακούς συγγραφείς ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, ο  τυπογράφος συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας, ο δάσκαλος Κώστας Βάρναλης, ο πεζογράφος Ζήσιμος Σκάρος, ο Κωνσταντίνος Παρορίτης; Είναι προλεταριακός ζωγράφος ο Θεόφιλος; και πόσοι από τους λαϊκούς ζωγράφους της ελληνικής μας παράδοσης ανήκουν σε αυτόν τον χώρο; Το «λούμπεν» λαογραφικό έργο του συγγραφέα Ηλία Πετρόπουλου, που ανήκει; Μπορεί να κατατάξουμε το πεζογραφικό έργο του Νίκου Τσιφόρου στην προλεταριακή λογοτεχνία; Και ποια του έργα; Υπάρχουν προλεταριακά στοιχεία μέσα στα θεατρικά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, του Παύλου Μάτεση ή του Γιώργου Μανιώτη; Πιά έργα του ελληνικού κινηματογράφου εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία; Οι ταινίες του Ορέστη Λιάσκου; Ή του Γιάννη Δαλλιανίδη; Το παλαιό περιοδικό Ιδεοδρόμιο του Λεωνίδα Χρηστάκη που ανήκει;  Υπάρχει προλεταριακή αρχιτεκτονική; Μπορούμε να ανοίξουμε μια δημιουργική συζήτηση, για το αν υπάρχει προλεταριακή αισθητική; Διακρίνουμε ρεύματα ή τάσεις μέσα στον ευρύτερο ερευνητικό σχεδιασμό αυτού του προβλήματος; Το έργο της Ιωάννας Μπουκουβάλα-Αναγνώστου ανήκει στην λαϊκή λογοτεχνία, ή στην γυναικεία προλεταριακή; Οι αρχαίες κωμωδίες του παππού μας του Αριστοφάνη, έχουν σημεία που τα κάνουν προλεταριακά έργα; Τα μεσαιωνικά ληστρικά μυθιστορήματα; Ορισμένα από τα ανώνυμα Δημοτικά μας Τραγούδια; Αυτά που αποκαλούμε και εργατικά. Και, ποιος είναι προλετάριος συγγραφέας ή καλλιτέχνης, ο μεγαλοαστός Λέων Τολστόι ή ο λαϊκός Μαξίμ Γκόργκι; Ο εργάτης ή ο εργαζόμενος στην φάμπρικα που αποτυπώνει τις σκέψεις του ανορθόγραφα τις ελεύθερες ώρες του, ή κρατά ημερολογιακές σημειώσεις για τις αντίξοες συνθήκες της ζωής του;  Ή οι χαρτογιακάδες-υπάλληλοι των δημοσίων οργανισμών ή των ιδιωτικών επιχειρήσεων που στον καιρό της σχόλης τους γράφουν μυθιστορήματα ή ποιητικές συλλογές; Οι διάφοροι περιφερόμενοι μοναχοί που απαρνήθηκαν τα εγκόσμια και συγγράφουν βίους αγίων και τους πωλούν στις θρησκευτικές εορτές και τα πανηγύρια, σε ποια κατηγορία ανήκουν; Οι αυτοδίδαχτοι ζωγράφοι που στήνουν την παλέτα τους σε κεντρικά σημεία της πόλης και σχεδιάζουν πορτρέτα σε ποια κατηγορία ανήκουν επίσης; Οι ομάδες και ομαδούλες που παίζουν μουσική στους δρόμους, ή αυτοσχεδιάζουν διάφορα θεατρικά χάπενινγκ, έχουν θέση σε μια ιστορία της μουσικής ή του θεάτρου; Και όσον αφορά τώρα, την ίδια την συγγραφική ή καλλιτεχνική παραγωγή, του δημιουργικού έργου που αυτονομείται από τον δημιουργό του, τι έχουμε να σημειώσουμε σχετικά με το παραπάνω θέμα; Ποια έργα που άντεξαν μέσα στον χρόνο, ή βρίσκονται εν υπνώσει μέσα στα σκονισμένα ράφια των βιβλιοθηκών μπορούμε να εντάξουμε σε αυτόν τον θεματικό κύκλο; με ποια κριτήρια-καλλιτεχνικά ή ιδεολογικά ή και τα δύο; Ποιες οι προϋποθέσεις που οφείλουμε να ακολουθήσουμε σε μια τέτοια έρευνα, χωρίς φυσικά να λάβουμε υπόψιν μας τις κομματικές, πολιτικές, ή άλλου είδους σκοπιμότητες. Ή ακόμα διαχωρίζοντας τον βίο και την πολιτεία ενός δημιουργού, από την σπουδή έρευνας του ίδιου του έργου του. Ορισμένα έργα παραδείγματος χάριν του Νίκου Καζαντζάκη, ενός μη μαρξιστή συγγραφέα, μπορούν να ενταχθούν στον ευρύτερο χώρο της προλεταριακής λογοτεχνίας; Το έργο του Εμμανουήλ Ροϊδη, έχει στοιχεία που θα μας έκαναν να το προσδιορίσουμε σαν τέτοιο; Το θεατρικό έργο του ισπανού Φεδερίκου Γκαρθία Λόρκα; Αυτό του Μπέρτολτ Μπρέχτ; Πολλά μυθιστορήματα του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία; Όπως πάλι, το έργο του Θεοσοφιστή και Μαρξιστή Νίκου Καρβούνη, μπορεί να ενταχθεί σε αυτήν την ομάδα; Το θέμα αυτό, το Τι Είναι Προλεταριακή Λογοτεχνία, είναι μάλλον ακόμα ανοιχτό στις μέρες μας, έστω και αν έχουν αλλάξει οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, για διερεύνηση και σχολιασμό, από τους ειδικούς και μη.
     Τέλος, σήμερα, σε αυτήν την περίοδο κρίσης που περνάμε σαν χώρα και βιώνουμε σαν κάτοικοι, και που αν δεν πληρώσεις, δεν βλέπεις το βιβλίο σου να εκδίδεται, ισχύει ο παραπάνω όρος και για ποιους; Για ποια έργα, και για πόσο χρονικό διάστημα; Ή μήπως, έχοντας προλεταριοποιηθεί σαν λαός-και κατ’ επέκταση και οι καλλιτέχνες μας, ο όρος αυτός από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες έχει περιέλθει σε αχρηστία, μια και συμπεριλαμβάνει τους περισσότερους δημιουργούς;
      Με τις παραπάνω σκέψεις να έρχονται στο νου, αντιγράφω αυτό το μικρό απόκομμα της παλαιάς εφημερίδας, χωρίς να καταφεύγω σε ελληνικές συμπληρωματικές αναφορές που γνωρίζω από δημοσιεύματα, για το Τι είναι Προλεταριακή Λογοτεχνία. Το θέμα είναι ανοιχτό, και σηκώνει πολύ συζήτηση. Άλλοι, συνταξιούχοι ή μη, που δεν ανήκουν σε αυτήν την μεγάλη κατηγορία, νεότεροι εμού και μη προλετάριοι, ευελπιστώ θα ασχοληθούν μαζί του.
Όπως και ν’ έχει, μπορώ να γράψω: Προλετάριοι της Ελληνικής Επικράτειας, ενωμένοι ή διασπασμένοι, ασχοληθείτε και λίγο με την Τέχνη. Ούτως ή άλλως πάλι προλετάριοι θα παραμείνουμε.                 

Παρίσι, Μάρτιος
     Όλοι μας μοιάζουμε λίγο-πολύ στη θυρωρίνα του Κοκτώ. Η αγαθότατη αυτή γυναίκα, που είχε πάρει από τον διάσημο νοικάρη της ένα εισιτήριο πλατείας για τη «Γραφομηχανή», επέστρεψε βαθύτατα απογοητευμένη από μια παράσταση, της οποίας τα πρόσωπα θα μπορούσαν θαυμάσια να μπούνε στο θυρωρείο της χωρίς να ξαφνιάσουν κανένα.
-Πώς να το κάνουμε κύριε; Είπε στον Κοκτώ αναστενάζοντας. Για μένα το θέατρο είναι μια βασίλισσα που παθαίνει δυστυχίες».
     Δεν υπάρχουν ωστόσο, ούτε βασίλισσες ούτε βασιλιάδες σ’ αυτήν την προλεταριακή λογοτεχνία, της οποίας ο Μισέλ Ραγκόν, συμπληρώνοντας παλαιότερη εργασία του, μόλις αποπεράτωσε την συγκλονιστική ιστορία. Γρήγορα την αφήνουμε στην άκρη, γιατί δεν μας παρασέρνει στους κόσμους του ονείρου. («Ιστορία της προλεταριακής λογοτεχνίας στην Γαλλία»).
     Δεν περιγράφει παρά τους καϋμούς και τα βάσανα των μουντών ημερών του μεροκαματιάρη. Γράφεται από αυτοδίδακτους που δεν είναι προικισμένοι με τις χάρες και τις ευαισθησίες της «κατεστημένης» κουλτούρας. Δημοσιεύεται πολλές φορές με έξοδα του συγγραφέα… Έτσι, δεν αγγίζει πολύ κόσμο. Ούτε κάν το κοινό του οποίου αντανακλά τα ήθη , τις έγνοιες, την ιδιαίτερη ψυχολογία.
      Εκτός από αυτά, δυσκολεύεσαι να πιάσεις το περίγραμμά της. Πρέπει διαρκώς να ξεχωρίζεις, εφ’ όσον πρόκειται για τη σύγχρονη περίοδο, τον εργάτη συγγραφέα (τον προλετάριο δηλαδή πού κόβει από τον ύπνο του για να γράψει) από τον αυτοδίδακτο που μεταπήδησε στη διανόηση. Τον λαϊκό συγγραφέα(πρόκειται για ανοιχτομάτη αστό πολλές φορές που μυρίζεται την επικερδή επιχείρηση) από την άδολη καρδιά πού πάει προς το λαό σπρωγμένη από ένα αίσθημα ενοχής που δεν γεννήθηκε πληβεία κι είναι ολότελα ξένη ωστόσο προς τα υλικό με το οποίο καταπιάνεται. Κι αυτός ακόμα ο Μισέλ Ραγκόν (μυθιστοριογράφος κι ο ίδιος που πρωτοξεκίνησε στη ζωή σαν παιδί για θελήματα) δυσκολεύεται να προσδιορίσει τον γνήσιο «προλετάριο-συγγραφέα», τον εκατό τα εκατό προλετάριο. Υποχρεώνεται να πολλαπλασιάσει τις εξαιρέσεις, να βολέψει και μια θέση για την Αλμπερτίν Σαραζέν και τον Αλφόνς Μπουντάρ. Να παραδεχτή, ότι, αν ο Ύβ Ζιμπώ δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, τα κατάφερε ωστόσο, όσο κανένας άλλος να δονήσει την λαϊκή ψυχή.
     Με το να λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, στο τέλος πελαγώνεις. Και καταντάς καμιά φορά να κάνεις μια επιλογή που μπορεί ν’ αμφισβητηθή παραλείπεις τον Ζολά, γιατί γεννήθηκε αστός, αγνοείς τον Αντρέ Στιλ, γιατί ήταν κομμουνιστής, πλασάρεις όμως τον Ζουαντώ, με τη δικαιολογία, ότι είναι ο Σαίν-Σιμόν της φτωχογειτονιάς. Χώρια που αυτοί, εξ άλλου, δεν την στερήθηκαν τη δημοσιότητα. Στα θέματα ωστόσο της ουσίας, ο Ραγκόν είναι αχτύπητος.
     Μ’ ένα ένστικτο πιο σίγουρο από τη σκέψη του, μπόρεσε ν’ ανασύρει στο φώς όλους αυτούς τους αφανείς που, διά μέσου των αιώνων κι ακολουθώντας το οδυνηρό και τραχύ δρόμο της αθλιότητας προς την έκφραση, στάθηκαν άξιοι να ενσαρκώσουν το ρητό του Μισελέ: «Να ανεβαίνεις κοινωνικά παραμένοντας ο εαυτό σου». Πιστός δηλαδή στις ρίζες σου, πεπεισμένος, ότι ο καινούργιος άνθρωπος θα βγη απ’ τη μάζα. Και ικανός με την πέννα στο χέρι να βγάλει άλλους φθόγγους, άλλες αντηχήσεις με τις λέξεις που τις νομίζουμε φθαρμένες απ’ την επίσημη ρητορική.
     Η στρατιά των ασήμων της Λογοτεχνίας είναι πολυάριθμη, τόσο πολυάριθμη μάλιστα που εύκολα θα έτρεπε σε φυγή τους γαλονάδες, που οι Λαγκάρντ και Μισάρ παραθέτουν στο εγχειρίδιό τους για τους Γάλλους λογοτέχνες. Η αλυσίδα δεν κόβεται πουθενά, από τον Αντάμ Μπιλλώ, τον Μαραγκό του Νεβέρ που νοίκιαζε ο Κορνέϊγ, ως τον «σύντροφο» Αγκρικόλ Περντιγκιέ… από τον Ζεβακό (δημιουργό του Παρνταγιάν, είδους Ντ’ Αρτανιάν προλετάριου που εισάγει τον σοσιαλισμό με την αιχμή του ξίφους του στο ρομάν-φεϊγκόν (ως την Μαργκρίτ Ωντού που έγινε διάσημη το 1909 με την «Μαρί-Κλαίρ», και την Νεέλ Ντόφ που πήρε τρείς ψήφους στο Βραβείο Γκονκούρ του 1911 για το βιβλίο της «Μέρες πείνας και απόγνωσης».
     Γιατί έτυχε και σε μερικούς να δοξασθούν μια μέρα. Αλλά μία μόνο μέρα, το κοινό τους κύτταξε με τα μάτια της μαρκησίας που υποδέχτηκε στο σαλόνι της τον Ρουσσώ τον αλήτη, γρήγορα όμως τα έστρεψε αλλού. Κουρελήδες που συγγράφουν και παπαγάλους που μιλάνε, δεν σε διασκεδάζουν παρά μερικά μόνο λεπτά. Ο Μισέλ Ραγκόν ανατρέχει ακόμα και στο Μεσαίωνα για να βρεί τους μάρτυρες της «άχαρης ζωής». Και τους δικαιώνει: ύστερα από το Θεό, που μας έδωσε τη Βίβλο, αυτοί μας έδωσαν ένα απ’ τα παλιά βιβλία, τον «Μπάρμπα Αθλιότητα», ένα είδος καζαμία που μοίραζαν οι γυρολόγοι στα χωριά, και του οποίου οι μύθοι και τα θέματα προμηνούνε τον Ραμπελαί και τον Θερβάντες.
     Στην αρχή έχουμε λοιπόν μια λογοτεχνία αγροίκων, που περιφρονούσε βαθύτατα ο Ρονσάρ. Ύστερα, με την εμφάνιση της μηχανής, μια εργατική λογοτεχνία. Πρόκειται ωστόσο για μια λογοτεχνία της οποίας την ύπαρξη οι πάντες απαρνούνται (με μόνη εξαίρεση την ρομαντική εποχή, κατά ην οποία ο Βίκτωρ Ουγκώ, από τη φύση του αγαθός, χαιρετίζει μ’ ενθουσιασμό τον κάθε τσαγκάρη στιχουργό) και που φέρνει τα στίγματα της φυσικής και πνευματικής φθοράς των συγγραφέων της. Η Κλαίρ Εστερελί (Βραβείο Φεμινά 1967) διηγείται κάπου πόσο στοιχίζει η συγγραφή όταν βαραίνει επάνω σου δεκάωρη ορθοστασία στο εργοστάσιο. Αυτός νάναι ο λόγος που οι προλεταριακοί μας συγγραφείς, δεν απέκτησαν τον Τζάκ Λόντον ή τον Γκόρκι τους; Ο Μισέλ Ραγκόν, διαπιστώνει, όλοι όσοι χαρακτηρίσθηκαν μεγάλοι Γάλοι συγγραφείς, ποτέ τους δεν γνώρισαν οικονομικές δυσχέρειες, είτε γιατί είχαν οικογενειακή περιουσία, σαν τους Μωριάκ, Ζίντ, Μοντερλάνν, Λαρμπώ, είτε γιατί ήσαν ανώτεροι υπάλληλοι, σαν τους Σαίν-Τζών Πέρς, Ζιρωντού, και Κλωντέλ… είτε γιατί ήσαν καθηγητές σαν τον Σαρτρ…. Μήπως λοιπόν οι άθλιες κοινωνικές συνθήκες ευθύνονται γι’ αυτήν την απώλεια των μεγαλοφυϊών μεταξύ των προλεταριακών συγγραφέων με τις νύχτες χωρίς νύχτα και τις μέρες χωρίς μέρα; Από την άποψη αυτή, τα αποσπάσματα που αναφέρονται στο βιβλίο του Μισέλ Ραγκόν, μολονότι συγκινητικά στο σύνολό τους, δεν είναι και όλα απολύτως πειστικά. Εξ αιτίας, όμως, των λίγων έστω εξαιρέσεων, η υποψία μετατρέπεται σε πεποίθηση: πίσω από την αλαζονική πρόσοψη της γαλλικής λογοτεχνίας (ενός ναού υπόπτου κάλλους, του οποίου η θυρωρίνα του Κοκτώ αξίζει ν’ αποβή η εσαεί φρουρός), στοιβάζοντας τα πτώματα μιάς πνευματικής γενοκτονίας που δεν πρόκειται να σταματήσει και πόσο σύντομα.
          ANGELO RINALDI

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, πρώτη γραφή σήμερα, 6/4/2017.
Αναμένοντας τον εορτασμό της ανάστασης του προλετάριου Λαζάρου.
         

       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου