Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ, Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ, ΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.

ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ, Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ, ΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.
εκδόσεις «ΝΕΣΤΩΡ», Καλαμάτα 1959, σελίδες 96
διαστάσεις 14,5Χ 22, δραχμές 180

     Πάνε χρόνια τώρα, που είχα την χαρά και την τιμή να γνωρίσω από κοντά, έναν άνθρωπο σοφό και δίκαιο, μετρημένο στα λόγια και τις κρίσεις του, και φοβερά μορφωμένο, με παιδεία που ξεπερνούσε τα όρια των συγγραφικών του ενασχολήσεων και καταθέσεων. Έναν ουσιαστικό δημοκράτη άνθρωπο, με έντονη την αίσθηση της προσωπικής ευθύνης για τα κοινά, διαρκής ενεργός πολίτης αυτής της χώρας. Έναν πολιτικοποιημένο με την βαθύτερη έννοια του όρου οικογενειάρχη έλληνα πολίτη, πανεπιστημιακό και συγγραφέα, λαογράφο και ιστορικό της λογοτεχνίας, βιβλιοκριτικό και δοκιμιογράφο, σχολιαστή της επικαιρότητας και μεταφραστή αρχαίων και λατινικών κειμένων. Η διαρκή συγγραφική και ερευνητική παρουσία του κυρίου Μιχάλη Γ. Μερακλή, όχι μόνο κατά την γνώμη μου, κόσμησε εποικοδομητικά τον χώρο της τέχνης της λαογραφίας και της λογοτεχνίας γενικότερα. Σεμνός σαν χαρακτήρας, μετρημένος στις δημόσιες επιλογές του, διακριτικός στις δημόσιες δηλώσεις και παρεμβάσεις του, ευγενής και ζεστός στις προσωπικές του σχέσεις, έχει κάθε φορά έναν καλό λόγο να εκφράσει για τους άλλους, τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του κυρία Μαρκέλλα Μερακλή. Ακόμα και αν είναι στεναχωρημένος ή απογοητευμένος από άτομα του δημόσιου πολιτικού ή πνευματικού χώρου προς το πρόσωπό του, αγωνίζεται να βρει τις κατάλληλες πιο ανώδυνες λέξεις και φράσεις για να εκφράσει το παράπονό του και την πίκρα του, για αυτούς που θεωρεί ότι τον αδίκησαν ή για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Πάνω από όλα όμως, για όσους είχαν την τιμή και την χαρά να τον γνωρίσουν από κοντά και να συνομιλήσουν μαζί του, ο κύριος Μιχάλης Γ. Μερακλής είναι ένας δάσκαλος, που χαίρεσαι να συνομιλείς μαζί του και να ακούς τις ορθές κρίσεις του για τα πράγματα στο χώρο της λογοτεχνίας και της λαογραφίας και όχι μόνο.
     Δεν θυμάμαι ποιος μας έφερε σε επικοινωνία, εδώ και αρκετές δεκαετίες, θυμάμαι όμως, το πόσο άβολα ένιωθα, τότε, ενώ είχα μελετήσει κείμενά του που μου άνοιξαν δρόμους ανάγνωσης και έρευνας, όταν τον συνάντησα, μια και γνώριζα, ότι ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας αυτός ανήκε στον κομμουνιστικό χώρο, θήτευε δηλαδή στην Μαρξιστική ιδεολογία. Η ελευθερία και ανεξαρτησία της νεότητάς μου και τα διαβάσματά μου, με είχαν κάνει από πολύ νωρίς, να μην πιστεύω στην πολιτική ιδεολογία αυτή, έτσι όπως εφαρμόστηκε τόσο στην πρώην Σοβιετική Ένωση, όσο και στα υπόλοιπα δορυφόρα κράτη που επιβλήθηκε με την βία. Πολιτικές των κλειστών κοινωνιών και συνόρων, των μονοκομματικών χωρίς αντιπολίτευση κυβερνήσεων μιας ιδεολογικής ταξικής πολιτικής που εκφράζονταν από τα πάνω «επί του προλεταριάτου» όπως έλεγε τόσες φορές ο ιστορικός ηγέτης του τότε κομμουνιστικού κόμματος του εσωτερικού, κυρός Λεωνίδας Κύρκος. Σιδηρόφρακτες κοινωνίες που κυβερνούνταν από στελέχη μιας κομματικής νομενκλατούρας. Όμως ω! του θαύματος, που θα αναφωνούσαν οι παλαιότεροι. Από την πρώτη μας συνάντηση, ο άνθρωπος αυτός, ο δάσκαλος αυτός, ο συγγραφέας αυτός, ο ιστορικός της λογοτεχνίας και λαογράφος, με έκανε να νιώσω τόσο άνετα, τόσο βολικά δίπλα του, μου έδωσε το δικαίωμα να εκφράσω τις απόψεις και τις κρίσεις μου, όσο δεν είχα την ευκαιρία μέχρι τότε στην συγγραφική μου διαδρομή. Ο πάγος ανάμεσα σε έναν κόκκινο δημοκράτη και σε ένα πράσινο και ροζ πολιτικά παιδαρέλι έσπασε αμέσως. Την ίδια άνεση και θαυμασμό, ένιωσα όταν γνώρισα και τον ομότιμο καθηγητή και δάσκαλο, ποιητή και δοκιμιογράφο, θεωρητικό της λογοτεχνίας κύριο Νάσο Βαγενά.
     Η γνωριμία μας συνεχίστηκε καθώς και οι τακτές επικοινωνίες μας. Ο ομότιμος πλέον καθηγητής και συγγραφέας Μιχάλης Γ. Μερακλής, μου έκανε την τιμή να γράψει έναν μικρό πρόλογο στο πρώτο βιβλίο που εξέδωσα το 1989. Η ευγενική αυτή χειρονομία, ήταν πολύ σημαντική και ελπιδοφόρα για έναν νέο άνθρωπο που πρωτόβγαινε στις εκδοτικές αρένες της λογοτεχνικής παρουσίας, καθώς ο ανταγωνισμός ήταν τεράστιος και ο χώρος υπερκορεσμένος από εκδόσεις παλαιότερων και νεότερων της γενιάς μου συγγραφέων. Χρόνια αργότερα, όταν ασχολήθηκα με τον πολιτιστικό χώρο του Πειραιά, τόσο ο Μιχάλης Μερακλής για δεύτερη φορά, όσο και ο Νάσος Βαγενάς, δυό καταξιωμένοι δάσκαλοι και συγγραφείς, με τίμησαν με την ευγενική τους χειρονομία, προλογίζοντας το καινούργιο μου βιβλίο. Μεγάλη τιμή και χαρά οι χειρονομίες αυτές, που έθεσαν την σφραγίδα ευγνωμοσύνης μέσα μου, για τα δύο σημαντικά αυτά πρόσωπα, όπως κατόπιν, για όλους εκείνους που στα έντυπά τους μου πρόσφεραν την δυνατότητα να δημοσιεύσω τα διάφορα κείμενά μου, και στα πρόσωπα εκείνα, που σχολίασαν θετικά ή αρνητικά τις μέχρι σήμερα εκδόσεις των βιβλίων μου. Μια που θεωρώ, ότι η γραφή, είναι ένας ακόμα τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων που δημοσιεύουν και εκδίδουν, και όχι μια ιδιοτελή σχέση επιβράβευσης των ατομικών μας δημοσιευμάτων.
     Η αγάπη μου για την λαογραφία, ήταν αυτή που για πρώτη φορά με έφερε σε επαφή με τον λόγο και τα κείμενα του Μιχάλη Γ. Μερακλή. Διάβαζα ανελλιπώς τα δημοσιεύματά του στα διάφορα έντυπα και τις εφημερίδες καθώς και τα βιβλία του. Μετέπειτα, ήρθε και η γνωριμία μου με τον δοκιμιακό και ερευνητικό του λόγο που άπτεται του χώρου της ελληνικής λογοτεχνίας, παλαιότερης και νεότερης. Εκατοντάδες κριτικά του κείμενα βρίσκονται διάσπαρτα σε πάμπολλες εφημερίδες της εποχής και λογοτεχνικά περιοδικά, άγνωστα στους περισσότερους. Κείμενα, που με την φιλάνθρωπη επιστημονική κριτική τους προσέγγιση, ορθή κριτική τους ανάλυση, καίρια και έμπειρη δημοκρατική ματιά του, φωτίζουν το έργο και την πορεία του συγγραφέα που ο Μιχάλης Γ. Μερακλής εξετάζει, και βοηθούν εμάς τους αναγνώστες στην καλύτερη κατανόηση των εξεταζόμενων κειμένων. Μελετήματα και κριτικές που άνοιξαν νέους δρόμους προσέγγισης στον χώρο της λογοτεχνίας παλαιότερων και νεότερων δημιουργών, και έθεσαν καινούργιες ερευνητικές βάσεις για τους νεότερους ιστορικούς και ερευνητές του χώρου. Η ευρύτητα της λογοτεχνικής παιδείας του Μιχάλη Γ. Μερακλή είναι μεγάλη, παράλληλη με εκείνη της λαογραφίας. Μπορεί η αγάπη του για την Παλαμική ποίηση και το πρόσωπο του Κωστή Παλαμά, να είναι ευδιάκριτη στα κείμενά του, αβίαστα όμως ο αναγνώστης των δοκιμιακών και κριτικών αναφορών και αναλύσεων του Μερακλή, αναγνωρίζει την εξέλιξη της κριτικής του σκέψης, τον εμπλουτισμό της με νέες θεωρίες, την τόλμη της να αναμετρηθεί με τα σύγχρονά της ρεύματα, και την αφοβία της να αναδείξει τις λογοτεχνικές ρήξεις των νεότερών του συγγραφέων μέσα στα κείμενά τους που με αγάπη παρουσιάζει. Ο κριτικός Μιχάλης Γ. Μερακλής, αν δεν κάνω λάθος, είναι το μοναδικό πανεπιστημιακό πρόσωπο, που με τα κείμενά του, έχει αναδείξει τόσες πολλές συγγραφικές φωνές. Φωνές και δημιουργούς που δεν προέρχονται μόνο από τον χώρο των παλαιότερων γενεών αλλά και γενεών ηλικιακά νεότερων της δικής του ηλικίας. Και παρά την πολιτική και ιδεολογική του επιλογή, στον χώρο της μαρξιστικής κομμουνιστικής αριστεράς, ποτέ δεν μερολήπτησε κρίνοντας έργα διαφορετικής του ιδίου φιλοσοφίας, ερεύνησε έργα που δεν συνάδουν με το ερμηνευτικό μοντέλο της ιδεολογίας αυτής, και ξεδίπλωσε τα αναγνωστικά του ενδιαφέροντα σε νέους δρόμους, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς συγγραφείς της δικής μου και νεότερης γενιάς να ακουστεί η γραφή τους από τα έντυπα που δημοσίευε με τις κριτικές και αναλύσεις του. Όπου επισήμαινε ότι το έργο αξίζει, χωρίς να γνωρίζει τον δημιουργό, ο Μερακλής μιλούσε για αυτό και το προωθούσε με τα μέσα που διέθετε. Το χρονικό διάστημα που δημοσίευε, οι στήλες των εντύπων, ήταν μια πύλη γνωριμίας τόσο για καταξιωμένους συγγραφείς, όσο και άγνωστους καθημερινούς μας ανθρώπους. Και εννοώ, στην δεύτερη περίπτωση, όταν δημοσίευε τα μονόστηλά του στο κομματικό έντυπο του κομμουνιστικού κόμματος ελλάδος, και μιλούσε για τους λαϊκούς αγωνιστές της εποχής της εθνικής αντίστασης. Ανθρώπους καθημερινούς, απλούς και υπερήφανους, πατριώτες και αγωνιστές, που για τον Μερακλή, άτομα που είχαν την ίδια βαρύτητα μέσα στην ελληνική ιστορική και πνευματική περιπέτεια, όπως και οι φτασμένοι και καταξιωμένοι δημιουργοί. Γιαυτό παραπάνω, μίλησα για την φιλάνθρωπη ανθρωπιστική διάσταση πολλών κειμένων του. Ακόμα και αν διαφωνεί κανείς με παλαιότερες κρίσεις του σε θέματα κριτικής προσέγγισης για ορισμένους συγγραφείς και το έργο τους, δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει την αλήθεια των λόγων του, την ευρυμάθειά του, την αγωνία του για το μέλλον της λογοτεχνίας στην χώρα μας και την ειλικρινή του διάθεση να εξετάσει θέματα και προβληματισμούς των νεότερών του δημιουργών.
     Τα βιβλία που έχει εκδώσει ο Μιχάλης Γ. Μερακλής είναι δεκάδες, όπως πολλά είναι και εκείνα που έχει επιμεληθεί, έχει γράψει προλόγους, έχει μεταφράσει και έχει συμμετάσχει. Και αξίζει να τονιστεί, όλα αυτά χωρίς οικονομικό όφελος.
Μια καταγραφή των βιβλίων του, ίσως θα αγνοούσε τίτλους, εξάλλου, στην βάση της Βιβλιονέτ υπάρχουν για κάθε ενδιαφερόμενο. Αξίζει να αναφερθεί εδώ, ο τιμητικός τόμος που εκδόθηκε το 2002 από το ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ για τον καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή, με τίτλο ΘΗΤΕΙΑ ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗ, Αθήνα 2002,σε επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή Μηνά Αλ. Αλεξιάδη, και που για τον δάσκαλο Μερακλή «το μεμνήσθαι του διδασκάλου αεί πάντων ήδιστον» δημοσιεύουν κείμενά τους σημαντικοί καθηγητές και άνθρωποι των γραμμάτων.
     Στο σημείωμα αυτό, δημοσιεύω τον πρόλογο του βιβλίου του Μιχάλη Γ. Μερακλή, Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ, Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ, ΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, εκδόσεις Νέστωρ-Καλαμάτα 1959, που διαβάζω ξανά με μεγάλη ικανοποίηση, έστω και αν έχουν περάσει πάνω από πέντε δεκαετίες από την έκδοσή του, ανεξάρτητα αν οι κατοπινές μελέτες του ιστορικού της λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή, έχουν συμπληρωθεί, αναθεωρηθεί έχουν υποστεί την αναγκαία του χρόνου επεξεργασία για αρκετούς συγγραφείς. Θεωρώ, ότι για τους ασχολούμενους με την ιστορική πορεία και εξέλιξη της ελληνικής λογοτεχνίας, το βιβλίο αυτό, είναι χρήσιμο να μελετηθεί ακόμα και στις μέρες μας, και όχι μόνο από όσους αγαπούν τον ερευνητικό και συγγραφικό λόγο-μόχθο του δασκάλου Μιχάλη Γ. Μερακλή.
     Οι «γενιές» και οι «εποχές» (όχι μόνον οι λογοτεχνικές), είναι τεχνητά φράγματα που επιχειρεί να υψώσει ο πεπερασμένος άνθρωπος στον άπειρο χρόνο, για να μην εκμηδενιστεί μέσα σ’ αυτόν. Ο χρόνος είναι δύσκολο να τεμαχιστεί, δεν έχει σύνορα ο χρόνος. Τον τεμαχίζουμε εμείς με τον νου, για να δυνηθούμε να τον συλλάβουμε. Αυτές οι τομές, οι γενεές και εποχές, προσπαθούμε να είναι ενότητες με κάποιαν ιδιάζουσα ιστορική προσωπικότητα: Την παίρνουν από ένα θεμελιακό γεγονός, το οποίο ακτινοβολεί πάνω σε κάθε μιάν από αυτές τις ενότητες.
     Η «σύγχρονη» εποχή φαίνεται πώς σημαδεύεται από το 1914. Ίσως να μην αποτελεί σφάλμα επιστημονικό, να ισχυρισθεί κανείς πως ο 2 παγκόσμιος πόλεμος είταν επεισόδιο του πρώτου. Γιατί ο χαρακτηρισμός του κόσμου, ο διαφορισμός και η μοίρα της ανθρωπότητας, έλαβαν χώρα μές στη βράση του 1 παγκοσμίου πολέμου.
     Η «σύγχρονη» εποχή της ποιήσεως μάλλον από το ίδιο σημείο φαίνεται να ξεκινάει, με θεμελιακό γεγονός δικό της, το σημαδιακό παιδί του πολέμου, τον υπερρεαλισμό, με την οργιώδη ανάπτυξη που έλαβε κυρίως στην Γαλλία. Βέβαια η νεώτερη ποιητική εξέλιξη δεν έχει αποκλειστική αφετηρία το μεταπολεμικό υπερρεαλισμό, ούτε αποκλειστική κοιτίδα της τη Γαλλία. Ο γηραιότερος συμβολισμός, ανανεωμένος και προωθημένος στα έσχατα από το Βαλερύ, πολύ εργάστηκε για τις τύχες της νεώτερης ποίησης. Και πέρα από αυτό ατομικές ιδιοφυϊες, από όλα σχεδόν τα σημεία της γης, άλλοι κάπως νωρίτερα και άλλοι αργότερα, εργάστηκαν και αυτοί για τις τύχες της νεώτερης ποίησης: «Τούτη η αντικατάσταση των παλιών εκφραστικών τρόπων με νέους, εκείνους ακριβώς που ανταποκρίνονταν στην ανάγκη της εξυπηρέτησης νέων καλλιτεχνικών ιδανικών, είχε συντελεστεί στην Ευρώπη πολύ πρίν από μας, και στη Γαλλία αρχίζει από την ανατολή στο ποιητικό στερέωμα της συννεφιασμένης ποίησης του Μαλλαρμέ και του μαθητή του, του πολύ Βαλερύ, ίσαμε τον Μπρετόν και τους Ελυάρ και Αραγκόν, στην Ισπανία με τον Λόρκα, στην Αμερική με τον Έζρα Πάουντ, στην Αγγλία με τον Τόμας Στερν Έλιοτ και σε άλλες χώρες με αντιπροσωπευτικούς επαναστάτες, γνωστούς ηγήτορες ή οπαδούς διαφόρων σχολών και τάσεων». Οπωσδήποτε και οι μονάδες, όσο φως και αν ρίχνουν, είναι δύσκολο να δημιουργήσουν την ιστορία μόνες των, και ο συμβολισμός τελικά αντιδιαστέλλει τη μοίρα του από του υπερρεαλισμού τη μοίρα. Έτσι μένει ο τελευταίος ένα αυτοτελές, έναντι των άλλων κίνημα, που μπορεί με το επιβλητικό ανάστημά του να μοιράσει το χρόνο στα δύο: στα περασμένα και στα παρόντα. Είναι γνωστό πως μνημονεύονται και του υπερρεαλισμού πρόδρομοι (Λωτρεαμόν, ως ένα σημείο και ο Απολιναίρ), αλλά αυτός στην πραγματικότητα είναι παιδί του πολέμου. Είναι ο εξαμβλωματικός γιός που γυρεύει να πνίξει με τα ίδια τα χέρια του τους μοιραίους γονείς του, τη λογική δηλαδή και την ηθική του 19ου αιώνα, που δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν ην τραγωδία του 1. παγκοσμίου πολέμου. Της Ανάγκης παιδί. Της Ανάγκης, που είχεν αναδυθεί από τέτοιες διαπιστώσεις: «Ο,τι ως τώρα ξέρουμε για πραγματικό, σωστό λογικό και ωραίο, τίμιο, υψηλό, παντού στη ζωή, στην κοινωνία, την φιλοσοφία, στην τέχνη, πρέπει να το αρνηθούμε σύρριζα, φανατικά, αφού αυτό μας οδήγησε στον πόλεμο, αφού αυτό, όχι μόνο δεν μπόρεσε ν’ αποτρέψει τον πόλεμο μα τον ενίσχυσε. Αηδία αισθανόμαστε γι’ αυτόν τον κόσμο, για τον σημερινό άνθρωπο και για όλες τις ως τα τώρα εκδηλώσεις του. Πρό παντός για την τέχνη του» (1). Αυτή η ανταρσία εναντίον παντός παραδεδομένου αποδέσμευσε τεράστιες δυνάμεις, που οργανωμένες αργότερα και γαληνεμένες έδωσαν πλήθος ωθήσεις σε ανανεώσεις.
     Η Ελλάδα δεν έλαβε αμέσως μέρος στην πανδαισία των καινούργιων ρευμάτων. Κατά την περίοδο 1912-1922 στον ελληνικό χώρο παρατηρείται μια νέα εξόρμηση (Βενιζέλος), αίσθημα επιτυχίας, έλλειψη αγωνίας και πάθους. Αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα θεωρεί ακατάλληλη για να εμπνεύσει γενναίες προσπάθειες και ανακαινιστικές τάσεις στην περιοχή της ποιήσεως, ο Κ. Θ. Δημαράς (2). Γι’ αυτό κι υπερρεαλισμός δεν ήρθε τότε, αλλά αργότερα, μόλις το 1930 (3), αν όχι το 1935 (4), απαλλαγμένος από την αιματηρή σχέση του με τον πόλεμο. Τους αντιχτύπους απ’ τον τυφώνα εκείνον πήραν επάνω τους μάλλον ανώδυνα μια άλλη γενιά ποιητών, που μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως «η τελευταία παραδοσιακή» (5).
     Όμως έχει και η Ελλάδα το δικό της 1914. Είναι το 1922. Είναι μια βαθιά τομή στην πρόσφατη ιστορία της. Από το 1922 και δώθε η τραυματισμένη Ελλάδα συντόνισε τους λυγμούς της με τα βογγητά της ματωμένης Ευρώπης. Θα μπορούσε λοιπόν, γενικά, να θεωρηθεί το 1922 οροθετική γραμμή της δικής μας σύγχρονης εποχής, εθνικής αλλά και ποιητικής: «Συμβατικά, η εποχή που αρχίζει η ανανέωση στην παράδοση και σύγχρονα γεννιέται η πρώτη εκδήλωση της νέας ποίησης, άς τεθεί στα 1922.
Εποχή αποφασιστική, γιατί ο Ελληνισμός από τότε πυκνώνεται σ’ ένα πιο φανερό πνευματικό σύνολο και με την εισροή του στοιχείου των Νέων Χωρών και των Προσφύγων αποκτά μεγαλύτερη ζωντάνια, και εντατικώτερα αγωνίζεται για την αυτοσυνείδηση και την αυτοέκφραση» (6).
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με τις μεταβολές που έφερε σε διεθνή κλίμακα (μεταβολές πολιτικές, ηθικές, ιδεολογικές), η εθνική συμφορά του 1922, η επανάληψη της παγκόσμιας φρικωδίας με το 2. Παγκόσμιο πόλεμο, που οι Έλληνες τον εχόρεψαν, και με τις κατοχικές προεκτάσεις του, δίπλα στους κορυφαίους, έσπειραν στο παρόν της Ελλάδος (όπως και αλλού) μιάν ανισορροπία παντού. Σεισμοί στην πολιτεία, τις ιδέες, την τέχνη, άρα και την ποίηση. Και οι ποιητές, για να «σωθούν» άρχισαν να κινούνται, να μεταναστεύουν. Αλλά και τούτη η emigration διχάστηκε, άλλοι έφυγαν προς τα μέσα, άλλοι προς τα έξω. Άλλοι προσέπεσαν στο μυστικό βωμό του πνεύματος, άλλοι βρέθηκαν στο λιθάρι της πνύκας, μπρος στα πλήθη του κόσμου. Έτσι είναι μπρός στα πλήθη του κόσμου. Έτσι είναι που διχάστηκε η ποίησή μας: από το ‘να μέρος οι «ενδοστρεφείς», με τις ποικίλες εκβάσεις του εσωτερικού δράματος, από το άλλο οι «εξωστρεφείς». Τους χωρίζει κενό, σαν το πλατύ ποτάμι που του τίναξαν τις γέφυρες και χώρισε οριστικά δύο τόπους. (7)
     Ο Κρίτων Αθανασούλης είναι μέσα στο ποτάμι. Οι άλλοι ποιητές έχουν την όχθη τους. Έχουν και κάποιο αίσθημα ασφάλειας που το δίνει η γη που πατούν, οργάνωσαν πάνω σ’ αυτή τη γη τη ζωή τους, ίδρυσαν τις κοινωνίες τους. Έχουν αποφασίσει. Ο άλλος μένει αναποφάσιστος. Αυτή η αναποφασιστικότητα, τον τοποθετεί στο χάσμα που άνοιξε η διχασμένη ποίησή μας, σαν ένα μεταίχμιο.
     Στο σχήμα τούτο που θα μπούν δύο κεφάλαια της ποιήσεώς μας, δηλαδή ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος; Σε ποιάν όχθη πατούν; Αυτοί όδευσαν από το ένα σημείο στο άλλο. Ανήκαν στην μιάν όχθη, και ταξίδεψαν στην άλλη. Πάνω σ’ αυτή θεώνται τώρα «τον άνθρωπο σαν άτομο της πολιτείας» (8). Και οι δύο, δεν αρκούνται «σε μια τέχνη πού περιορίζεται και εξαντλείται στον εαυτό της, σε μια δηλαδή «καλλιτεχνία», αλλά επιθυμούν και αγωνίζονται να θέσουν την τέχνη στην υπηρεσία ευρύτερων κοινωνικών ή ιδεολογικών επιδιώξεων. Είναι ποιητές και αγωνιστές» (9). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πώς η φωνή του Βρεττάκου π.χ. είναι όμοια με τη φωνή του Βάρναλη, και δεν μπορεί ο Γιάννης Ρίτσος να «εσωτερικεύεται και να ανιχνεύει ουσίες», και ο Βρεττάκος πάλι να γίνεται «όχι σπάνια ενδοστρεφής» (10). Αλλά: όλα αυτά γίνονται πάνω στην ίδια όχθη. Η ενδοστρέφειά τους με όλα τα παρεπόμενά της τελικά υποτάσσεται στο ακμαίο, πιά, κοινωνικό και αγωνιστικό τους συναίσθημα, που κυριαρχεί και πάνω στην ποίησή τους.
     Ως προς τον Οδυσσέα Ελύτη, είναι μια ιδιότυπη περίπτωση εξωστρεφούς ποιητού, που εκφράζεται με ενδοστρεφή μέσα.
     Και ο Κωστή Παλαμάς; Το χρονικό ορόσημο που τέμνει το χρόνο σ’ αυτή τη μελέτη (1922) (11), θα μπορούσε νομίμως να μη τον συμπεριλάβει, αφού η καταθλιπτική πλειονότης των έργων του είδαν το φως πρίν απ’ αυτό. Αλλά ο Παλαμάς δεν είναι εύκολο να κλειστεί έξω από τα κάγκελα. Είναι, λοιπόν, «παρών» ο Παλαμάς; Ίσως, όχι. Ο Παλαμάς, τώρα, είναι ίσως «παράκαιρος». Αλλά παράκαιρος, σε περιπτώσεις όπως ο Παλαμάς, δε σημαίνει πεθαμένος. Αν ο Παλαμάς αυτή την ώρα δεν έχει «παρόν», είναι γιατί το έργο του έχει μερισθεί σε παρελθόν και σε μέλλον. Με αυτό το μέλλον μας περιμένει, χρόνων και χρόνων πρωτοπόρος, σε μιάν απόμακρη γωνιά του χρόνου, να πάμε. Όταν παρούσες δόξες μπορεί και να ‘χουν γίνει μουσείο για φιλοπερίεργους θεατές, ο Παλαμάς θα βρεί, λέω, μια πανηγυρικήν ανανέωση, μια φωτεινή νεότητα πάλι. Κυριότερα με το 12λογο του Γύφτου. Άς μην έχει παρόν ο Παλαμάς. Κι ας έχει ένα του μέρος πολύ γεράσει, σά να ‘χει πεθάνει. Υπάρχει και το άλλο μέρος του έργου του, τόσο νέο, πού ‘ναι σά να μην έχει ακόμη γεννηθεί. Άς μείνει εδώ ο λόγος λιτός, δίσημος, όπως οι προφητείες. Ίσως σε άλλο τόπο, καταλληλότερο, να καταδειχθεί διεξοδικά τούτη η «δυνάμει» ζωή του Παλαμά.
     Η μικρή αυτή μελέτη φιλοδοξεί να δώσει αυτό το σχήμα της διχασμένης ποιήσεώς μας. Από μια παιδαγωγική, θα ‘λεγε κανείς, αρχή, χρησιμοποιούνται και λίγα «παραδείγματα». Τα παραδείγματα, αν πρέπει πάντα να είναι χαρακτηριστικά, σχεδόν ποτέ δεν είναι εξαντλητικά. Το ότι δε θα χρησιμοποιηθούν όλα τα άξια ονόματα, δε σημαίνει πώς αυτά δεν έχουν δημιουργήσει την ιστορία τους. Πώς θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει ονόματα όπως της Ζωής Καρέλλη, του Γιώργου Σαραντάρη, ή των Γιώργου Βαφόπουλου, Ζ. Οικονόμου, Γιάννη Σκαρίμπα, Μίλτου Σαχτούρη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Γιώργου Γεραλή, Μελισσάνθης, Γιάννη Σφακιανάκη, Τάκη Μπαλή, του Αντρέα Καραντώνη, του Νάνου Βαλαωρίτη, ή της Ρίτας Μπούμη, των Τίτου Πατρίκιου, Τάσου Λειβαδίτη, Σαράντου Παυλέα, Στέλιου Γεράνη, Μανόλη Αναγνωστάκη, τέλος δε και τα ονόματα των δόκιμων καινοτόμων του υπερρεαλισμού στον τόπο μας; (12). Αλλά εδώ, απλώς ένα δοκίμιο σχεδιάζεται. Άλλωστε και η εντελώς πρόσφατη ιστορία της ποιήσεώς μας γράφτηκεν από εκείνους που άρμοζε, και με τρόπο που να καθιστά σχεδόν περιττή για πολύν καιρό ανάλογη προσπάθεια: Κατά πρώτο λόγο από το Σπανδωνίδη. Κατά δεύτερο λόγο από τον Καραντώνη.
     Οι ποιητές που αναφέρονται, μόνο τοποθετούνται. Δεν αξιολογούνται. Για να τοποθετηθούν όμως, πρέπει να ερευνηθεί ο πυρήνας της ποιητικής των ιδεολογίας. Συνεξέταση μορφής και ουσίας επιχειρείται μόνο στον ποιητή του μεταιχμίου (13).
     Αν στην εξέταση και των «ενδοστρεφών» ποιητών αποκαλύπτεται μές στη φωνή τους η συνήχηση από τις έξω φωνές του καιρού μας, τόσο το καλύτερο. Η μοναξιά, μάλιστα η δημιουργική μοναξιά των ποιητών, φέρνει κάποτε «ανεπαισθήτως» από σκολιούς δρόμους στο φως μιάς καθολικότητας.
     Εδώ τελειώνει ο «πρόλογος» για την ακρίβεια, το γενικό ιστορικό και πνευματικό ευρωπαϊκό και ελληνικό περίγραμμα μέσα στο οποίο ο καθηγητής Μιχάλης Γ. Μερακλής εντάσσει τους ποιητές που συνεξετάζει, καθώς και το μέχρι τότε έργο τους, και τους τοποθετεί μέσα στις τομές που εισαγάγει, στην διαρκή πορεία της ελληνικής ποίησης. Βλέπουμε ότι οι στηρικτικές παραπομπές του, του δοκιμιακού αυτού λόγου που με αγάπη σχεδιάζει, στηρίζονται στον δοκιμιακό λόγο σημαντικών παλαιότερων κριτικών και δοκιμιογράφων. Ονόματα συγγραφέων, που ξεπέρασαν το όριο του χρόνου (Καραντώνης, Παράσχος, Σπανδωνίδης, Αργυρίου, Δημαράς κλπ.) και μνημονεύονται ακόμα και σήμερα, από τους ασχολούμενους με την ελληνική γραμματεία, μια που μας άφησαν σημαντικά ερμηνευτικά της ελληνικής ποίησης μελετήματα. Εκείνο που μάλλον εκπλήσσει, είναι η απουσία παραπομπή σε δοκιμιακές μελέτες και θέσεις του ποιητή Κωστή Παλαμά. Μια συνεξέταση των πρώτων αυτών θέσεων του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή για τους παραπάνω ποιητές, με άλλες του δοκιμιακές εργασίες που εκδόθηκαν πολύ μεταγενέστερα, μελέτες αμιγώς λογοτεχνικές, για την ποίηση και την πεζογραφία, δες τα βιβλία του των εκδόσεων Κωνσταντινίδη, Πατάκη, Σοκόλη κλπ., καθώς και οι αυτόνομες μελέτες του που έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, και μας φανερώνουν τις θέσεις και τις κρίσεις του για έλληνες λογοτέχνες, θα χρειάζονταν μια άλλη, φιλολογικού σχεδιασμού εργασία. Εδώ, θέλησα να δώσω κυρίως το στίγμα του ανθρώπου και του συγγραφέα, όπως μου το φανέρωσε η γνωριμία μου μαζί του και η ανάγνωση του έργου του. Ένα έργο, που με μεγάλο σεβασμό και προσοχή επανέρχομαι, όταν εξετάζω θέματα που αφορούν την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία. Θα είχε ενδιαφέρων μια συνεξέταση των απόψεων και των διαχρονικών θέσεων του Μιχάλη Γ. Μερακλή για πρόσωπα και έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, με άλλους παλαιότερους ή νεότερούς του κριτικούς, που ενστερνίζονται την μαρξιστική ιδεολογία, πχ. του Γιάννη Κορδάτου, του Μ. Μ. Παπαϊωάννου, του Μανόλη Λαμπρίδη, του Νίκου Παππά, του Κώστα Βάρναλη και άλλων διανοουμένων που συναντάμε τις απόψεις του στο γνωστό παλαιό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Όχι τόσο για να τους αξιολογήσουμε, όσο για να ανακαλύψουμε το τι καινούργιο κόμισε ο καθένας στον χώρο της ελληνικής γραμματείας, και τι καινούργιους δρόμους άνοιξαν, αν άνοιξαν οι παλαιότεροι και νεότεροι αυτοί δημιουργοί, που ανήκαν στην αντίπερα όχθη της αστικής κριτικής ματιάς.
     Οι σελίδες που καταλαμβάνει το κείμενο του συγγραφέα στο βιβλίο είναι 7-13. Ακολουθεί η ενότητα «Οι ενδοστρεφείς», που μας παρουσιάζονται οι εξής ποιητές: Κωνσταντίνος Καβάφης, σ. 13-17, Γιώργος Σεφέρης σ. 17-23, ο Τάκης Παπατζώνης σ.23-26, ο Άρης Δικταίος σ.27-33, ο Μηνάς Δημάκης σ. 33-39, Γιώργος Θέμελης σ.39-45, ο Γιώργος Κότσιρας σ.45-53, ο Τάκης Σινόπουλος σ.53-58. Ακολουθεί η ενότητα «Οι εξωστρεφείς» σε αυτή εντάσσονται ο Κώστας Βάρναλης σ. 58-60, ο Νίκος Παππάς σ. 60-62. Ακολουθεί τέλος η ενότητα «Το μεταίχμιο» που περιλαμβάνει ένα εκτενές δοκίμιο για τον ποιητή Κρίτωνα Αθανασούλη σ.62-89. Ακολουθεί ένας δισέλιδος Πίνακας Ονομάτων.
     Αναγκαία διευκρίνιση, ο Μερακλής τοποθετεί τις αναγκαίες παραπομπές στο τέλος της σελίδας του μελετήματος, και, οι αριθμοί είναι σε κάθε σελίδα από την αρχή. Εδώ επειδή είναι διαφορετική η συνέχεια του κειμένου ενοποίησα τους αριθμούς για καλύτερη κατανόηση στις ακολουθούμενες σημειώσεις που δίνω παρακάτω.         

Σημειώσεις:
1.Αντρέας Καραντώνης, Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση, Αθήνα 1958, σσ. 77-78
2.Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (α΄ έκδοση), τ. Β΄, σ. 181 κ.έ.
3.Η πρώτη υπερρεαλιστική συλλογή στην Ελλάδα: Θεόδωρος Ντόκος, «Στού γλυτωμού το χάζι».
4.Ο ουσιαστικός ερχομός του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα: Ανδρέας Εμπειρίκος, «Υψικάμινος».
5.Καρυωτάκης, Τέλλος Άγρας, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Μαρία Πολυδούρη. Μιχαήλ Στασινόπουλος, Κλέων Παράσχος, Μήτσος Παπανικολάου και μερικοί άλλοι. Πρ. Γιώργου Θέμελη, Εισαγωγή στον τόμο «Νεοέλληνες Λυρικοί» της σειράς «Βασική Βιβλιοθήκη», σ. λβ΄. Και ο Αιμίλιος Χουρμούζιος την ίδια περίπου ομάδα ποιητών καλεί «γενεά του 1910-14». Είναι αυτή που διασκέλισε το όριο του πολέμου, με διατηρημένα όμως τα δικά της σύμβολα: «δεν εμφανίζεται , πλήν εξαιρέσεών τινών», ιδιαιτέρως ευαίσθητος εις τας μεταπολεμικάς αυτάς ανησυχίας, τάς οποίας θα απηχήση τόσον ως έκφρασις, όσον και ως περιεχόμενον, η ποίησις των νεωτάτων ποιητών μας». Από την εικοσαετία που χωρίζει τους δύο πολέμους, στην πρώτη δεκαετία τοποθετεί περίπου τους ίδιους εκείνους, στη δεύτερη μιάν άλλη γενιά, από ποιητές περισσότερο «επιρρεπείς» από τους πρίν προς τις ανανεωτικές τάσεις της μορφής. Μέσα σε τούτη τη γενιά επικρατούν δύο επιρροές: ο Καρυωτακισμός (Τεύκρος Ανθίας, Καίσαρ. Εμμανουήλ κ. ά.), ο Υπερρεαλισμός (Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Καββαδίας, Γιάννης Σφακιανάκης, Γιώργος Βαφόπουλος κ. ά.). Και καταλήγει στις μέρες μας. (Πβ. Λεξικό «Ήλιος», τ. 7 (Ελλάς), σσ. 1103-6. Σαφή διαχωριστικά όρια δεν υπάρχουν. Η αναζήτηση ενός σταθερού terminus post quem δεν είναι εύκολη.
6.Πέτρου Π. Σπανδωνίδη. Η Νεώτερη ποίηση στην Ελλάδα (1955) σ. 13.
7.Σε ποιόν από τους δύο τόπους φυτρώνει η ποίηση; Η ποίηση φυτρώνει υπό  ορισμένες προϋποθέσεις βέβαια, και στον ένα και στον άλλο τόπο: «Το αρχέγονο λυρικό κύτταρο (…), έχει το δικαίωμα να περάσει από ένα σωρό πράγματα: να πέσει μέσα στη θάλασσα της περασμένης ή της συγκαιρινής του ιστορίας, να στραφεί οραματικά προς τα μελλούμενα, να ταυτιστεί με τον άνθρωπο ή με τους ανθρώπους (ο έρωτας, η πατριδολατρεία, η ανθρωπιά), ν’ αγαπήσει τη φύση, να κυκλογυρίσει στους δρόμους της Πολιτείας, να ταξιδέψει όπου το σέρνει ο άνεμος, ν’ αγκαλιάσει τους θεούς και να τους νιώσει είτε ξεμοναχιασμένους είτε διχασμένους στο αντικείμενο είτε συμμαζεμένους στο δημιουργικό άτομο, ν’ ανέβει στο λιθάρι του κήρυκα, να πάρει τη στάση του υμνωδού, να τραγουδήσει με τον ξωμάχο ή να ψιθυρίσει την αγωνία του στο θαμπό αργαστήρι του σοφού-όλα μπορεί να τα επιχειρήσει, αρκεί μονάχα να μην ξεπεράσει το διπλό τούτο σύνορο: να μη νοθέψει την καταγωγή του και να βρει την έκφραση που τελειότερα του ταιριάζει» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα Πρόσωπα και τα Κείμενα, Γ΄ (Κωστής Παλαμάς), 1944, σσ. 15-6.
8.Κοίτα την Εισαγωγή του Αλέξανδρου Αργυρίου στην «Ανθολογία Μεταπολεμικών Ποιητών»(1957) των Ντ. Γιωργούδη και Κ. Γεννατά, σ. θ΄.
9.Κοίτα την Εισαγωγή του Γιάννη Σφακιανάκη στη «Μοραΐτικη Ποιητική Ανθολογία 1708- 1958» (1958) του Νίκου Καράμπελα, σ. 14.
10.Πβ. Γιάννης Σφακιανάκης, όπου πιο πάνω, σ. 15.
11.Ακόμη ας μη λησμονείται, πως το όριο τούτο λαμβάνεται σαν ένα γενικό όριο, και πως, τελικά, ο λόγος εδώ κατατείνει σε μια στενώτερη χρονική έκταση, πιο άμεση, και πιο «παρούσα». Από την άποψη αυτή είναι εντελώς ενδιαφέρουσα η γνώμη του Κλέωνος Παράσχου (Έλληνες Λυρικοί, 1953, σ. 129), ότι ο χρόνος «γύρω στα 1940» είναι ένα κρίσιμο σημείο, όπου ο Ελληνικός υπερρεαλισμός έδωσε, πιά, ό,τι πιο καλό θα μπορούσε, και έτσι αναγκάζεται ο καθένας να πάρει απέναντί του μιά, ή όχι άσχετα, θέση. Αυτό σημαίνει, πώς εκείνη τη στιγμή ζούμε έναν καινούργιο προσανατολισμό της ποιήσεώς μας, πιο «επίκαιρο». Αλλά αυτές οι τομές είναι ακόμη μάλλον αχάρακτες, είναι ακόμη νωρίς.
12.Γιά ακόμη πιο παλιούς(Κώστα Ουράνη π.χ. και για άλλους προμνημονευθέντες στην εισαγωγή) δε μιλάω, γιατί εκφεύγουν από την έννοια του χρόνου που πάει να συλληφθεί εδώ μέσα. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, γενικά, πιστεύεται πώς είναι ένας από τους προδρόμους της «νεώτερης» ελληνικής ποιήσεως.
13.Έτσι μοιραία αποβαίνει μια αναλυτικότερη μνεία του ποιητή αυτού, γιατί δίνεται η ευκαιρία στο γράφοντα να πεί ορισμένα πράγματα που νομίζει καινούργια, κυρίως ως προς τη θέση πού του δίνει, και από μια βαθύτερη ψυχική ροπή του γράφοντος πάλι, προς τις «μοναχικές» περιπτώσεις. Ακόμη οι άλλοι, κορυφαία παραδείγματα καθώς είναι στις πιο πολλές περιπτώσεις, έχουν πολλές φορές απασχολήσει την κριτική. Πάντως το καλοπροαίρετο μάτι θα μπορέσει εύκολα να δεί, πώς τα περιεκτικά σημειώματα πού αφιερώνονται εδώ σ’ εκείνους, άνετα μπορούν να λάβουν την έκταση ευρύτερων μελετημάτων, πράγμα πού δεν είταν εφικτό εδώ τώρα για διάφορους λόγους.   
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, πρώτη γραφή σήμερα, πρώτη Απρίλη του 2017.

             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου