Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

ο ποιητής Τάκης Κ. Παπατσώνης


             Τάκης Κ. Παπατσώνης
(Αθήνα 18/30-Ιανουαρίου 1895-Αθήνα 26 Ιουλίου 1976)
                    Τιμητικό ψέλλισμα

    Για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το έργο του ποιητή και μεταφραστή Τάκη Κ. Παπατσώνη μέσω  των  λογοτεχνικών περιοδικών που κυκλοφορούσαν την περίοδο μετά την μεταπολίτευση του 1974 στην χώρα μας. Σε τεύχη του παραδοσιακού περιοδικού Νέα Εστία των δεκαετιών του μεσοπολέμου και των μεταγενέστερων περιόδων, διάβαζε η γενιά μου, ποιήματα και κείμενά του. Το όνομα του αθόρυβου ποιητή το συναντούσαμε επίσης στο περιοδικό Ευθύνη του εκδότη και ποιητή Κώστα Ε. Τσιρόπουλου. Ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος καθώς και ο εκδοτικός οίκος Οι Εκδόσεις των Φίλων, είχαν εκδώσει συγκεντρωτικούς τόμους (δύο) τα ποιήματα και τα δοκίμιά του. Μεταφραστικές αυτόνομες εργασίες του μας ήταν γνωστές, αν και δυσεύρετες, στο εμπόριο και μερικές φορές ακόμα και στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Αν άκουγες τους τότε ορθόδοξους έλληνες διανοούμενους, λαϊκούς ή μοναχούς, αγιορείτες ή αθηναίους, συγγραφείς ή δοκιμιογράφους, θα σε πληροφορούσαν ότι ο Τάκης Κ. Παπατσώνης ήταν ένας ιδιαίτερος, ιδιόρρυθμος και κάπως ξενίζων θρησκευτικός ποιητής, (λόγω γλώσσας και μείξεις δογμάτων), ο οποίος όμως ήταν καθολικός. Ασπάζονταν δηλαδή, το καθολικό χριστιανικό δόγμα και εκκλησιαστικό τυπικό, και πίστευε-σαν έλληνας πιστός-στο αλάθητο του αρχηγού της καθολικής εκκλησίας, τον Πάπα. Στο καθολικό βιβλιοπωλείο στην οδό Σίνα στην Αθήνα, ο φιλέρευνος νέος τότε αναγνώστης θα έβρισκε δίπλα στο δίτομο δεμένο έργο Πολιτεία του ιερού Αυγουστίνου και τόμους με ποιήματα του Παπατσώνη που είχε εκδώσει ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος του ποιητή Δημήτρη Καρύδη. Επίσης, στους 5 από τους 6 τόμους του παλαιότερου ετήσιου θρησκευτικού περιοδικού «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», 1ος τόμος 1966, με διευθυντή τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο, που κυκλοφορούσε από το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις Εστία, συναντούσες το όνομά του, καθώς και σποραδικά σε λογοτεχνικά περιοδικά που εκδόθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Γνωρίζαμε ακόμα, αν και δεν ασχολούμασταν ιδιαίτερα, και ίσως δεν δίναμε την πρέπουσα ερευνητική σημασία, ότι ο ποιητής Τάκης Κ. Παπατσώνης ελάχιστα χρόνια πριν την κυκλοφορία της μετάφρασης της ΄Ερημης Χώρας του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ από τον νομπελίστα μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη, το σπουδαίο αυτό έργο είχε μεταφραστεί και δημοσιευτεί στο περιοδικό Κύκλος του ποιητή Απόστολου Μελαχρινού από τον ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη. Ψήγματα λογοτεχνικών άρθρων μας ενημέρωναν για την ποιητική παρουσία του Παπατσώνη εμάς, της νέας γενιάς αναγνωστών της ελληνικής ποίησης. Τους νέους που διαβιούσαμε μέσα σε ένα καθαρά Σεφερικό και Καβαφικό ποιητικό κλίμα, αγωνιστικής και αντιστασιακής επιρροής του ποιητικού κόσμου του Γιάννη Ρίτσου, και ασφαλώς, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της ποιητικής δημιουργίας του Οδυσσέα Ελύτη (λίγο πριν της απονομής του με το νόμπελ). Του Ελύτη που οι στίχοι του δεύτερου ελληνικού ποιητικού νόμπελ, βρίσκονταν συνεχώς στα χείλη μας και λόγω της μουσικής του μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τις ογκώδεις και πολυπληθείς συναυλίες του στα διάφορα στάδια. Τον Παπατσώνη σπάνια τον συναντούσαμε στις ελληνικές ανθολογίες και μάλλον και στις ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας. Το ενδιαφέρον της γενιάς μου (γενιά του 1980) αναζωπυρώθηκε την χρονιά του θανάτου του. Δύο περιοδικά, το φιλοσοφικών ενδιαφερόντων περιοδικό ΕΠΟΠΤΕΙΑ της Ζηνοβίας Δρακοπούλου και το λαθρόβιο μεγάλου μεγέθους λογοτεχνικό περιοδικό ΝΕΑ ΔΟΜΗ, (το περιοδικό ήταν έκδοση αν δεν με απατά η μνήμη μου του συγκροτήματος Λαμπράκη. Εκδόθηκαν λίγα τεύχη του. Η κυκλοφορία του σταμάτησε απότομα), καθώς και το αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας, ήρθαν επικουρικά να συμπληρώσουν την επιθυμία μας για τον ποιητή αυτόν, με τον τόμο που εξέδωσαν τα ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ 1976, ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ για τα ογδοντάχρονά του. Ένας πλούσιος σε κείμενα τόμος που άνοιγε την εκδοτική αφιερωματική αυλαία των Τετραδίων Ευθύνης.
Μέσα σε αυτό το αναγνωστικό ενδιαφέρον για τον κόσμο της Ελληνικής Ποίησης, εντάσσεται και η δική μου γνωριμία μαζί του. Σε ένα μικρό κίτρινο φάκελο, συγκέντρωνα τα αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών που αναφέρονταν στην συγγραφική του παρουσία και ιστορία, και κατά διαστήματα, κατέφευγα στον ποιητικό του λόγο, προσπαθώντας να κατανοήσω τα νοήματά του, να ξεκλειδώσω την τεχνική του, να αφουγκραστώ τα μηνύματα της γλώσσα του, να ερευνήσω τους λεκτικούς του κώδικες, που προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής γλωσσικής ιστορίας. Τον διάβαζα με δυσκολία οφείλω να ομολογήσω, αν και μου άρεσε, και ενώ με «ενοχλούσε» ή μου ξένιζε η γλώσσα που χρησιμοποιούσε, δεν έβρισκα την σημασία των λέξεών του και την γραφική τους αποτύπωση στα λεξικά που τις αναζητούσα, επέμενα στην ανάγνωση του ποιητικού του έργου παρά τις γλωσσικές μου καχυποψίες και προσωπικές επιφυλάξεις. Μια ποιητική γλώσσα-πρωτόγνωρη τουλάχιστον σε μένα- που δεν έμοιαζε ούτε με την επεξεργασμένη ποιητική γλώσσα και χρήση της, όπως είναι αυτή των υπερρεαλιστών εκείνης πάνω κάτω της περιόδου, ούτε είχε την καθαρότητα της υμνολογικής γραφής και άμεσης συγκίνησης που νιώθαμε αμέσως στους κατ’ εξοχήν θρησκευτικούς ή οντολογικούς κυρίαρχους ποιητές και ποιήτριες. Δεν ήταν επίσης, η στρωτή και επεξεργασμένη και όχι περίπλοκα πεποιημένη γλώσσα των ποιητών της γενιάς του που αναδύθηκε σιμά με την δική του παρουσία. Η γλώσσα, η ποιητική γλώσσα του Τάκη Κ. Παπατσώνη δεν συγγένευε με καμία όμοιά της. Με αυτούς τουλάχιστον τους ποιητικούς κώδικες και χρήσεις της γλώσσας που είχαμε διαβάσει μέχρι τότε. Ας μην μας διαφεύγει, ότι ημών των δικών μας χρονολογικά γενεών αναγνωστών, ο ποιητικός και δοκιμιακός φωτισμός του Κωστή Παλαμά ήταν εντονότερος μάλλον από τον Σεφερικό και ίσως των προηγούμενων ποιητικών γενεών. Οι μετά την δικτατορία αναγνωστικές γενιές, διψούσαν για μια ποίηση που δεν θα θύμιζε τα σκληροπυρηνικά εθνικοπατριωτικά και θρησκευτικά διδάγματα, που μας επέβαλε στα εκπαιδευτικά χρόνια το καθεστώς της εφτάχρονης δικτατορίας. Καθώς επίσης και ο ασφυκτικός εναγκαλισμός μας από τα περιβάλλοντα των κατηχητικών. Οι ορίζοντες οι αναγνωστικοί ήσαν πολύ περιορισμένοι εκείνα τα χρόνια και με πυξίδα σταματημένη σε στείρες περιοχές καλλιτεχνικής έκφρασης και οραματισμών. Ο ποιητικός πολύπλοκος λόγος του Παπατσώνη ορισμένες φορές μόνο, ανακαλούσε στην μνήμη μας την ποιητική γλώσσα του Αλεξανδρινού, ενός ποιητή που τον ανακαλύπταμε παράλληλα και κάτω από άλλα της ζωής και του έρωτα δεδομένα. Όμως αδιόρατα διαισθανόμασταν ότι ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, είχε οικοδομήσει μιας τέτοιας υφής και ποιότητας γλωσσική επικράτεια, υιοθετούσε ένα τόσο ιδιαίτερο γλωσσικό ύφος, μια αποκλειστικά ατομική έκφραση, μια γλωσσική εκφορά, των ελλήνων της λογοτεχνικής περιφέρειας, που αρνιόσουν κάτω από την βαριά της σκιά, την ελληνική αυτοκρατορική σκιά των επιγόνων του μεγάλου Αλεξάνδρου, να εντάξεις έστω και κατά τι την γλωσσική επικράτεια του Παπατσώνη. Να την συναριθμήσεις μέσα στο ποιητικό αυτό, ξεχωριστό ιδίωμα των περιφερειακών περιπετειών (έστω και μιας ελληνικής φωνής) του ελληνικού ποιητικού λόγου. Ο διαφορετικής ψυχοσύνθεσης και ιδιοσυγκρασίας ερωτικός Παπατσώνης αλλά και δημόσιας στάσης απέναντι στα προβλήματα της ζωής, απείχε τόσο θεματικά, και οραματικά, αλλά και επιλογικά από τον Αλεξανδρινό, με τα ισχυρά ιστορικά του προσωπεία, ειρωνικών θρησκευτικών του αναφορών. Τους ευδιάκριτους κανόνες ποιητικής και αισθητικής και τρόπους γραφής, τις τεχνικές που υιοθετούσε για να «ξεζουμίσει» τις λέξεις της δημοτικής και αρχαϊζουσας από κάθε περιττό στολίδι και εννοιολογικό βάρος που θα γονάτιζαν το ποιητικό του νόημα και θα σκοτείνιαζαν την ατμοσφαιρική του εικονοποιία. Μια γλώσσα ελκυστική, μυθοποιητική, ρυθμική, με διαρκείς συνηχήσεις και εσωτερική μουσικότητα.  Έχουν τέτοια ξεχωριστή δυναμική οι λέξεις της Καβαφικής ποίησης που δύσκολα «αντιγράφονται» ή και αν αντιγραφούν διακρίνονται με την πρώτη ματιά. Αναγνωρίζεις αμέσως ότι αυτό το γλωσσικό σήμα είναι Καβάφης. Αυτή η ποιητική εικόνα προέρχεται από τον Καβάφη. Από τον έλληνα της περιφέρειας ποιητή που η ανθρώπινη μνήμη συνεχίζει το έργο της ατομικής και συλλογικής ιστορίας.
     Από την άλλη μεριά, ο γράφων τουλάχιστον αυτό το σημείωμα, αναζητούσε γέφυρες γλωσσικής και ποιητικής επικοινωνίας με τους κοντινότερούς του ηλικιακά ποιητές (εννοώ τον Παπατσώνη) όπως ήταν πχ. ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, με την γλώσσα της Στροφής του και των Δοκιμιακών του μελετημάτων. Έργα που στήνονται οι γέφυρες για τις μελλοντικές ποιητικές των ελλήνων γενιές. Ο Σεφέρης υπήρξε ο ποιητής που πήρε τα ηνία του άρματος της μοντέρνας ποίησης στα χέρια του από τον κατ’ ελάχιστα χρονικά προγενέστερό του Τάκη Κ. Παπατσώνη. Αυτό το ελάχιστο κόψιμο του νήματος, στέρησε τον Παπατσώνη από την δίκαιη ηγεμονία της ποιητικής πρωτοπορίας στην χώρα μας. Δηλαδή, στις σύγχρονές του αθηναϊκές ποιητικές συντροφιές. Ανήκαν και οι δύο άντρες στην ίδια γενιά, οι κανονάρχες όμως εκπρόσωποί της, βλέπε Ανδρέα Καραντώνη και άλλους, πρόσφεραν την σκυτάλη της ποιητικής πρωτοπορίας στον μικρασιάτη διπλωμάτη ποιητή και όχι τον αθηναίο ανώτατο υπάλληλο της οικονομικής ελληνικής διοίκησης. Το μικρό χρονικό διάστημα της φανέρωσης στα ελληνικά γράμματα του αριστοκράτη Παπατσώνη δεν προσμετρήθηκε στα υπέρ της πρωτοκαθεδρίας του στον χώρο της ποιητικής πρωτοπορίας και του μοντερνισμού στα ποιητικά επακόλουθα πράγματα της χώρας μας. Στην αλλαγή δηλαδή του ποιητικού πλαισίου και θεματολογίας που κινήθηκαν οι νεότεροι έλληνες ποιητές. Στην υπέρβαση εκ μέρους τους των παλαιότερων τεχνοτροπιών αποδοχής των ποιητικών τεχνικών του παραδοσιακού στίχου. Νέων ποιητικών φωνών που αψήφησαν τις τεχνικές και τους κανόνες, τις ρυθμίσεις και τις φόρμες των προηγούμενων δημιουργών, κατάργησαν τους αποδεκτούς κανόνες της ομοιοκαταληξίας, άλλαξαν τους εσωτερικούς ρυθμούς των στίχων, εμπλούτισαν με νέους οραματισμούς τα θέματα που διαπραγματεύτηκαν. Ξεστράτισαν από το ηθογραφικό ποιητικό φρέσκο, που κινούνταν οι ποιητές των προηγούμενων γενεών. Αναμόχλευσαν τα λαϊκά στοιχεία της γλώσσας και το εμπλούτισαν με νέο υλικό, αναδιάταξαν τους ποιητικούς στόχους, άλλαξαν τις ποιητικές σημάνσεις, συμπεριέλαβαν ευρωπαϊκές προσλαμβάνουσες γνώσεων και αναφορών στο έργο τους. Ξέκοψαν από την επαναστατική ηρωολατρεία  των προγενέστερων ποιητών και των αναθρεμμένων μέσα σε ειδυλλιακά ποιητικά τοπία, διαφόρων ρομαντικών αναβαθμών αναγνώσματα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού των δεκαετιών των αρχών του αιώνα και του μεσοπολέμου. Ο Διονύσιος Σολωμός, ο γενάρχης της ελληνικής ποίησης, φάνταζε ως ο κορυφαίος φάρος, όμως, το καράβι της ποίησης των νεότερων ελληνικών γενεών είχε αποπλεύσει από το λιμάνι της παράδοσης. Ο κόσμος από την άλλη, ο ποιητικός, των αρχαίων κατάλευκων ερειπίων των σιωπηλών μαρμάρων μέσα στα χαλάσματά τους, των ένδοξων ερειπίων που ξεκουράζονταν πάνω τους οι αγωνιστές ήρωες απόγονοι του Περικλή και του Θεμιστοκλή, του Γιώργου Σεφέρη, δεν συγγένευε με τον νέο αισιόδοξο οραματισμό του Παπατσώνη. Του Παπατσώνη της ποίησης με την καινούργια αισιόδοξη αναστάσιμη προοπτική και ορίζοντες ζωής, της φλογισμένης πίστης που μετουσιώνεται σε σταυροαναστάσιμη διάθεση και χαροποιό ελπιδοφόρο αντικατοπτρισμό ζωής για τον άνθρωπο, και όχι σε απέλπιδα και μουντή απαισιόδοξη διάθεση όπως είναι ο Σεφερικός μικρασιατικός λόγος. Παρότι γνώριζαν ο ένας το έργο του άλλου και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις όπως μας δείχνει ο επιστολικός τους λόγος, δεν ακολούθησαν κοινά μονοπάτια ούτε επηρεάστηκαν ο ένας από τα έργο του άλλου. Μοναχικές κατά βάθος συνειδήσεις και οι δύο ποιητές, συντήρησαν και καλλιέργησαν τα δικά τους ξεχωριστά πεδία ποιητικών αναφορών και τεχνικής στο χώρο της ποίησης. Έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις στα αδιέξοδα του ανθρώπου της εποχής τους. Ενσάρκωσαν κάτω από διαφορετικές ποιητικές αναφορές και σηματοδοτήσεις την συντριβή και την απώλεια, την φυσική και ατομική φθορά, την θλίψη και τον θάνατο, την αναζήτηση μιας μεταφυσικής- οντολογικής αναφοράς και αρχής. Κοινό τους στοιχείο, μεταξύ άλλων, η έλλειψη αντιφατικότητας μέσα στο έργο τους. Μόνο που ο Γιώργος Σεφέρης, καλλιέργησε μια αστική αποδεκτή γλώσσα στο έργο του, ένα καθαρό ύφος, μια σαφήνεια στους στόχους των στοχασμών του και θέσεών του, ενώ ο Τάκης Παπατσώνης, κατασκεύασε ένα περίεργο γλωσσικό σύστημα εικόνων, από εκεί που δεν το περιμένεις σημάνσεων πίστης, ανυπότακτων ονειρικών θρησκευτικών της πίστης του προθέσεων, άλλοτε με καλαισθησία και άλλοτε με χιούμορ. Ο Παπατσώνης έθεσε τον εαυτό του εντός της θρησκευτικής Κιβωτού της πίστης του, και μέσα σε αυτήν μέχρι το τέλος ταξίδεψε αναμένοντας την ανάσταση μαζί με τα άλλα της γλώσσας θρησκεύοντα ή ατενίζοντας το θαύμα του κόσμου και το μυστήριό του ζώα. Σφυρηλάτησε ένα αποδεκτό για τον ίδιο πλαίσιο δογματικών προσλήψεων και κοινωνικών επιταγών που του παρείχε την βεβαιότητα και την στερεότητα μιας οικουμενικότητας ενιαίας και αδιαίρετης. Που μέσα της χωρούσε και η καθολικότητα και η ορθοδοξότητα των δύο εκκλησιαστικών ημισφαιρίων. Δηλαδή η καθόλου ανθρώπινη ύπαρξη. Στον Παπατσώνη συντελείται μια ένωση πίστης πέρα από την ιστορική ένωση,-το άχαρο και αντιμυστηριακό του κόσμου ιστορικό ανάθεμα των δύο εκκλησιών-καλλιεργείται μια ειρηνική συνύπαρξη των πλέων πρωτεϊκών εσωτερικών δυνάμεων του ανθρώπου μέσω ενός ποιητικού σώματος και παρουσίας, που η γλώσσα ίσως και μέσα στην απροσδιοριστία της συλλαμβάνει την όντως ουσία της ανθρώπινης περιπέτειας. Η ποίηση του Τάκη Κ. Παπατσώνη εξαιτίας της εσωτερικής της βεβαιότητας, της πίστης του υποκειμένου που αποτυπώνει πάνω στην λευκή σελίδα τις σκέψεις του, παραμένει αδιαίρετη, ενιαία, σαν μια ολότητα κοινών συνειδησιακών όχι προθέσεων αλλά αποτελεσμάτων βίου, εμπειριών, παραστάσεων, προσεγγίσεων που επαναλαμβάνονται μέσα στην φύση σαν ένα ερωτικό τεριρέμ θαυμασμού και έκπληξης της πρώτης αίσθησης αφήγησης των θαυμάτων του Κόσμου. Της θεικής δημιουργίας χωρίς ιστορικά δόγματα και επιταγές. Τα διάφορα επίπεδα της πίστης του ποιητή προβάλλονται πάνω στο ποιητικό πεδίο χωρίς αναφορές σε μυθοπλασίες ιστορικές, αλλά εκκλησιολογικές αλήθειες ιστορικών συμβάντων και γεγονότων θείων σκηνών και επεισοδίων του χριστιανικού δραματικού ρεπερτορίου. Σαν μια αενάως επαναλαμβανόμενη ποιητική παραμυθιακή αφήγηση γεγονότων δοξαστικών και μη που συμβαίνουν τώρα κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας των κοινωνούντων ανθρώπων και λέξεων. Αν ίσως παραβλέπαμε την δική μας αδυναμία, να συλλάβουμε- κατανοήσουμε την γλώσσα, αυτές τις περίεργες και χαρχαλεύουσες στους ήχους τους λέξεις του, τα περιοδικά ξαφνιάσματα των εικόνων του, τον κρυφό του λυρισμό που δεν θέλει να εκτεθεί, πέρα από το κουκούλι της πίστης του, σαν ενιαία αίσθηση γλωσσικού ύφους και μάλλον και οργανικού, ο κόσμος του θα άγγιζε την ουράνια σφαίρα χωρίς να χρειαστεί να δρασκελίσουμε το πουργκατόριο των λέξεών του για να συναντήσουμε την πανταχού παρούσα αιωνιότητα. Τον Τάκη Κ. Παπατσώνη τον διασώζει μάλλον η απαστράπτουσα ποιητικότητα της γραφής του παρά η στίλβουσα λάμψη των λέξεών του. Η αλήθεια των προσωπικών του προθέσεων παρά η ασθμαίνουσα ανάβαση του λεξιλογίου του. Εγκαυστικές ιδιοτροπίες γλωσσικής εκφοράς καθυστερούν την ούτως ή άλλως αναμένουσα ανάβασή του στο ποιητικό και δογματικό εκκλησιαστικά όρος Θαβώρ. Ο εμφανής από την άλλη αξιοπρεπής αυτοσεβασμός του απέναντι στο καθόλου θαύμα της ζωής, του επιτρέπει να συμπλέκει αρμονικά την αρχαία παγανιστική παράδοση με τις μυστικές διδαχές και αποφθέγματα της εκκλησιαστικής γραμματείας. Γιατί οι ανθρώπινες αξίες του Παπατσώνη δεν είναι ψεύτικες, παρά τις ριψοκίνδυνες λεκτικές του προσχώσεις στο κυρίως σώμα της ποιητικής ανάβασης προς τα ελπίζοντα ουράνια. Παρά τις καθυστερήσεις των αναγνωστών του σε λέξεις σημεία-κόχες ακανθώδεις και ξηρών αποχρώσεων. Η ανθρώπινη οντότητα είναι ενιαία, οδηγείται προς τα άνω ενιαία, δεν διαφοροποιείται στις επιμέρους βιωτές των ανθρώπων, αρκεί η πίστη να είναι βεβαία και λειτουργική μέσα στην ζωή του ανθρώπου.  Σε αυτό το σημείο πίστης-σύμπτωσης και κοινών αναφορών η ποίησή του συγγενεύει και συμπορεύεται με τον ποιητικό λόγο της πειραιώτισσας ποιήτριας Όλγας Βότση, παρά του ότι η Βότση είναι περισσότερο υπαρξιακών τονισμών. Ενώ συμπορεύεται ο λόγος του με τον κυρ Αλέξανδρο στα αθώα τεχνάσματα εικονογράφησης της πίστης τους μέσα από παγανιστικά της φύσης λιβάδια. Μια κοινή αρχική γενεσιουργό σύλληψη του κόσμου και της δημιουργίας που προϋποθέτει όμως την ακλόνητη πίστη στον χριστιανικό ιδεότυπο και αρχηγό της χριστιανικής εκκλησίας που είναι ο Ιησούς και τα άλλα σημαίνοντα πρόσωπα του χριστιανικού δράματος. Έτεκε υιόν τον Εμμανουήλ, Ανατολή το όνομα αυτού. 
Ο Παπατσώνης στα περισσότερα ποιήματά του αυτοβιογραφείται χωρίς προσπάθεια απόκρυψης των εσωτερικών του ελάχιστων έστω αμφιβολιών, που σπανίως τις συναντάμε. Πότε γίνεται ιεροεξεταστής και πότε μυστικιστής. Τουλάχιστον το εύχεται όπως διαβάζουμε σε πεζά του. Ο Παπατσώνης αποτυπώνει τα χνάρια των ψυχικών του αναβάσεων μέσα σε ένα σύμπαν που είναι εξ αρχής προσδιορισμένο να σωθεί από το μαγικό ή ελεήμων χέρι του Θεού. Του Θεού που εμπιστεύεται και χουχουλιάζει μέσα στα φιλάνθρωπα σπλάχνα της αυτού αγαθότητος. Ο Παπατσώνης διαπραγματεύεται τις συνθήκες του κόσμου βάσει ενός σχεδίου που τον υπερβαίνει γιατί προέρχεται από τα άνω, αλλά, δεν διστάζει να διαλαλήσει ότι σε αυτό το θαύμα του σύμπαντος μπορεί να μετέχει και το φθαρτό ανθρώπινο ον παρά τις ατέλειές του. Παρά την χθόνια αδυναμία του και αστοχίες του. Είναι μια ερωτική της βαθιάς του πίστης προθετικότητα κοινής αξίας αναφορών και τελετουργικών πρακτικών που δεν αναιρεί η πολλαπλών αποχρώσεων ποιητική του θεματική. Συνενώνοντας με τον τρόπο αυτόν τα διεστώτα που δεν γίνονται αντιληπτά από τον άνθρωπο ως ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο στην καθολικότητά του σχεδιαστικό σύνολο. Η χρήση της αποτελεσματικής εκκλησιαστικής ορθόδοξης ή λατινικής αυτοτέλειας βιώματος τον βοηθά να οικοδομήσει και την ποιητική του αυτοτέλεια. Την αυτοτέλεια της ποιητικής του γραφής. Γιαυτό ενώ ξενίζουν και ίσως μας ξινίζουν πολλές του λέξεις, είναι σαν να ρίχνει ένας μάγειρας υπερβολική ποσότητα λεμονιού στο φαγητό, χάνοντας το μέτρο και την ισορροπία της γεύσης, δεν μας ξενίζει η πανδαισία η ερωτική του και ορισμένες φορές ηδονοθηρική ματιά μεταποιημένη της γραφής του. Η αιώνια Εύα είναι τα διάφορα προσωνυμία της Παναγίας που εξαγνίστηκαν και εξαγιάστηκαν στην συλλογική συνείδηση. Εδώ να θυμηθούμε τα διάφορα ονόματα που χρησιμοποιεί για την Παρθένο ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα στο έργο του. Είναι διάσπαρτη η ποίηση του Ελύτη με το ιερό σύμβολο της Παναγίας μεταποιημένο σε δεκάδες της φύσης μαγευτικά φανερώματα και εκδηλώσεις. Η Μακρινή Μητέρα των ποιητών που συνεχώς επανέρχεται με άλλα ονόματα στην ποιητική επιφάνεια σαν σωσίβιο ελπίδας. 
Ο Τάκης Κ. Παπατσώνης, αυτός ο προερχόμενος από το γονιμοποιό ποιητικό παρελθόν ποιητής, δεν δραπετεύει από την ζωή όπως έπραξε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο ηδυπαθής νάρκισσος του ποιητικού παρνασσού, ή ο αυτόχειρας μονήρης και είρων, ο χλευαστής της δημόσιας ζωής και κοινωνίας Κώστας Καρυωτάκης. Αυτό θα ήταν αδιανόητο για την δική του ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία, έστω και του δημόσιου λειτουργού. Ο οργανωμένος και δομημένος πάνω στην βαθιά του πίστη κόσμος του, τον βοηθά να συστεγάσει και τις προσωπικές του προσλήψεις των βασάνων του κόσμου, θλίψεις και κακουχίες, προκλητικά της ζωής αδιέξοδα, σιγοπερπάτημα με τον θάνατο, που συνεχώς παραμονεύει και καιροφυλαχτεί, αλλά βρίσκει εμπόδιο την πίστη του ποιητή. Γιαυτό ο ποιητικός του λόγος μεταφέρει μέσα του την δική του αυταξία, την κειμενική αυταξία του ποιητή και ευταξία του πιστού. Ο Παπατσώνης γνωρίζει είναι βέβαιος για την πίστη του και τον κόσμο της, δεν αμφιβάλλει για αυτήν. Δομείται μέσα της και γράφει. Αντίθετα, από την άλλη, η μονήρης και ενδιαφέρουσα ακόμα ανοιχτή περίπτωση πληγής του αυτόχειρα της Πρέβεζας, του Τριπολιτσιώτη Κώστα Καρυωτάκη, συνηγόρησε και εκείνη-με την συμπαράσταση των μελετητών του και της ανάδειξής του στην οροφή του ποιητικού στερεώματος στα κατοπινά χρόνια, με τον τρόπο της, ώστε να χάσει τα σκήπτρα του ελληνικού μοντερνισμού ο ποιητής Παπατζώνης ο Nobilissimus. Ο πλέον πολυταξιδεμένος και πολλαπλά μορφωμένος δημιουργός της γενιάς του, ο ποιητής που δεν πρόλαβε να δει να προσφέρεται το δεύτερο νόμπελ της ποίησης (1979) στον έλληνα ακριδοκτόνο ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, που μας μιλά θετικά στα «Ανοιχτά του χαρτιά» για την περίπτωσή του. Μια και τον Παπατσώνη τον βρήκε ο θάνατος την χρονιά που πέθανε η αγγλίδα μυθιστοριογράφος αστυνομικών βιβλίων Άγκαθα Κρίστι και ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του προηγούμενου αιώνα ο γερμανός Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο Τάκης Κ. Παπατσώνης, απεβίωσε στις 26 Ιουλίου του 1976, επτά μήνες από ότου κυκλοφόρησε το λογοτεχνικό περιοδικό Διαβάζω, που ίδρυσε ο Περικλής Αθανασόπουλος. Και δύο χρόνια από τον θάνατο του Κώστα Βάρναλη (16/12/1974) και ένα από τον θάνατο του πειραιώτη ποιητή Νίκου Καββαδία (10/2/1975) και του υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Οι παλαιότερες ελληνικές ποιητικές γενιές τα χρόνια αυτά, άρχισαν να αποδεκατίζονται από τον χρόνο. Έμενε μόνο (;) η βαριά συγγραφική σκιά τους, και ιδιαίτερα, η Σεφερική ποιητική σκιά, δοκιμιακή και ημερολογιακή του παρουσία πάνω στην πολιτικοποιημένη γενιά του 1970.
Η γενιά του 1930 που κυοφόρησε τα πάμπολλα πολύοσμα ποιητικά και συγγραφικά άνθη, δυνάστευσε κατά κάποιον τρόπο τις κατοπινές γενιές των ελλήνων δημιουργών, δημιουργώντας ένα είδος ελεγχόμενης ή μη «ασφυξίας». Όπως και μέσα στο διάβα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας έτσι και στον χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας, οι μύθοι που οικοδομούνται δύσκολα ή πολύ αργόσυρτα αναιρούνται από τους έλληνες και καταρρίπτονται, αν γκρεμίζονται ποτέ από τις συνειδήσεις των ανθρώπων .
     Ο Τάκης Κ. Παπατσώνης, παρά του ότι υπήρξε ένας καθαρόαιμος θρησκευτικός ποιητής, ένας ποιητής με φοβερά ανοίγματα τόσο προς την καθολική όσο και την ορθόδοξη υμνογραφία, δογματική, τελετουργικό και σκηνική παρουσία, τα ποιήματά του είναι διάσπαρτα από φράσεις, ρήσεις, λέξεις, αποσπάσματα από την καθολική υμνολογία στην λατινική γλώσσα αλλά και την ορθόδοξη υμνογραφία, παρά το πλήθος των ποιητικών του καταθέσεων που εικονίζουν και αναφέρονται σε πρόσωπα του χριστιανικού δράματος και ιδιαίτερα της Παναγίας, σε εορτές και σκηνές της θείας ζωής, εδώ συγγενεύει με τον ρομαντικό Χέλντερλιν και τον θρησκευτικής πνοής ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε, παρά το μεγάλο φορτίο θρησκευτικού και εκκλησιαστικού λυρισμού που κουβαλά ο λόγος του, δεν προσομοιάζει και τόσο, με τον δικό μας κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη σαν ποιητή. Ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αν και ήταν και παρέμεινε ένας ορθόδοξος καθαρά θρησκευτικός ποιητής, με διηγηματικές ερωτικές πινελιές και εικόνες σε πολλά του έργα, με συγγραφικές κόχες «παγανιστικής» ατμόσφαιρας, έντονα φυσιολατρικές εικόνες και σκηνές βίου, διαφέρει όχι μόνο στην σύνθεση που επιχείρησε και πέτυχε των δύο δογμάτων μέσα στο έργο του ο Παπατσώνης, αλλά και στην καθαρότητα των ποιητικών του νοημάτων, στην σαφήνεια της γλώσσας του, στην εικονοποιία του, στην ψυχοσύνθεσή του ως πιστού της εκκλησίας. Ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος και ποιητής-ο επονομαζόμενος και άγιος των ελληνικών γραμμάτων-κράτησε την ορθόδοξη ασκητική του αυστηρότητα και δογματική καθαρότητα, σε όλη την διάρκεια του βίου του, ως φτωχός και πένης, αλλά λαμπροφόρος εκπρόσωπος της θρησκευτικής και εκκλησιαστικής λογοτεχνικής μας παράδοσης.
Από την άλλη πλευρά της πίστης, ο Παπατσώνης που πίστευε και κατόρθωσε να συνενώσει τα δύο θρησκευτικά δόγματα που δεν κατόρθωσαν να ενώσουν οι δογματολόγοι μέσα στην χριστιανική ιστορία, μας αφηγείται την εσωτερική του πρόσληψη δύο εκκλησιαστικών δογματικών αξιακών προτύπων πίστης μέσα από έναν ποιητικό λόγο με πολλά λεκτικά αγκάθια. Η γλώσσα του αν δεν λαθεύω είναι σχεδιασμένη πολύ εξεζητημένα. Είναι σε σημεία της ιλουστρασιόν και κακόηχη, με παράξενες καταλήξεις, σύνθετες λέξεις σε διαφορετικές πτώσεις από ότι περιμένεις, με κλίσεις διαφορετικές από αυτές που γραμματικά έχεις συνηθίσει, λέξεις πρωτόγνωρες για νέους της εποχής μας, που αναζητούσαμε την ορθότητα μόνο στην δημοτική, μετά την κατάργηση της καθαρεύουσας επίσημα από την ελληνική πολιτεία, και ανακουφιζόμασταν ποιητικά από το ποιητικό λαϊκό ιδίωμα της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου και την καλλιεργημένη φινέτσα της γλώσσας του Οδυσσέα Ελύτη. Κάτω από αυτούς τους τότε ποιητικούς αστερισμούς, η ποίηση του Τάκη Παπατσώνη παρέμεινε μια μοναχική πορεία χωρίς διάθεση εξερεύνησης και ανακάλυψης των μυστικών της. Η ατομική του σεμνότητα από την άλλη, δεν μας επέτρεψε να τον γνωρίσουμε νωρίτερα. Όμως, ο ποιητικός του Κόσμος παρέμενε σταθερά παρών, μέχρι την επανά- εξερεύνησή του. Μπορούμε να σημειώσουμε συμπληρωματικά τα εξής: Ότι υπάρχει η πρώτη περίοδος του ποιητικού και μεταφραστικού Κόσμου του Τάκη Κ. Παπατσώνη, από τους ανθρώπους και δημιουργούς της γενιάς του που  είχαν γνώμη αρνητική για το έργο του και έτσι αποσιωπήθηκε σχεδόν εντελώς το έργο του, χωρίς και ο ίδιος να ενδιαφερθεί για την υστεροφημία του ακόμα και όταν έγινε ακαδημαϊκός. Ο κύριος εκπρόσωπος της κριτικής φωνής της γενιάς του 1930 Ανδρέας Καραντώνης, ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, ο ιστορικός της λογοτεχνίας της ίδιας γενιάς και πολλοί ποιητές και συγγραφείς, αγνόησαν τον Παπατσώνη και το έργο του. Αλλά και ο ίδιος σατίρισε φίλους και μη ποιητές, συνομήλικους του σχεδόν. Παρότι εξακολουθούσε να δημοσιεύει ποιήματά του σε διάφορα περιοδικά και να γράφει μελετήματα που έβλεπαν το φως στις σελίδες των εφημερίδων, δες η Καθημερινή, η συνολική του παρουσία έμενε μάλλον υπό σκιάν. Μέχρι την δεύτερη φάση της επανά ανακάλυψής του από τα αφιερώματα που αναφέρω την χρονιά πάνω κάτω του θανάτου του. Γιαυτό και τα κείμενα που αντιγράφω, είναι από τα περιοδικά και όχι από τα βιβλία που πολλοί συγγραφείς συμπεριέλαβαν κατόπιν στα περιεχόμενά τους. Η τρίτη περίοδος ξανά ανακάλυψης (;) αν λησμονήθηκε ποτέ ο Τάκης Κ. Παπατσώνης, είναι αυτή, μετά την δημοσίευση του κειμένου του ομότιμου καθηγητή και ποιητή Νάσου Βαγενά, «Ο ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΤΗΤΑ» βλέπε το μελέτημά του « Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ» δεύτερη έκδοση επαυξημένη, εκδόσεις μικρή άρκτος 2015, σελίδες 65-69, Οι περιπέτειες της πρόσληψης ενός αιρετικού. Που είναι μια εμπεριστατωμένη και ενδελεχή επισκόπηση των διαφόρων φάσεων της μη πρόσληψης του από τους κριτικούς και ποιητές της γενιάς του, του έργου του Τάκη Π. Παπατσώνη. Της αποσιώπησής του. Με αφορμή το κείμενο του κριτικού Αλέξη Ζήρα, «Ο Τάκης Παπατσώνης Αινιγματικός και αταίριαστος» που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Κ τετραμηνιαίο περιοδικό κριτικής λογοτεχνίας και τέχνης, τεύχος 6ο, Νοέμβριος 2004, σελίδες 26-31, που είναι αφιερωμένο στον ποιητή. Ο Νάσος Βαγενάς, αποκαθιστά παραναγνώσεις μεταγενέστερων και δίνει την θέση-την πρώτη που δικαιωματικά του αξίζει στον Τάκη Κ. Παπατσώνη. Ο Νάσος Βαγενάς επανέρχεται στον Παπατσώνη και στην κριτική του «Ένας υπερβατικός ερωτικός ποιητής» καθώς κρίνει το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, Αρχή Σοφίας και κατακόκκινα όνειρα: Πίστη και έρωτας στον Τ. Κ. Παπατσώνη», εκδ. Πόλις 2017,βλέπε περιοδικό The Athens Review, τχ. 99/10, 2018, σ.47-49.   

Άρθρα για τον Τάκη Κ. Παπατσώνη
-ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, περιοδικό ΝΕΑ ΔΟΜΗ τχ. 5/5-10-1976
Τ. Κ. Παπατσώνης, ο ιδιότυπος και πρωτοπόρος
    Η νεώτερη ποίηση έχει αμβλύνει σήμερα την εντύπωση από την επικοινωνία μας με ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ιδιοτυπία στον ποιητικό χώρο, αφού κι η ίδια, πρίν αποτελέσει έναν καινούργιο κανόνα, λειτούργησε για ένα μεγάλο διάστημα σαν εξαίρεση κι άντλησε περισσότερο απ’ τους ιδιότυπους και σχεδόν καθόλου απ’ το πλήθος όσων αντιπροσώπευαν την ορθόδοξη παράδοση. Μα όταν ο Τ. Κ. Παπατσώνης έκανε τα πρώτα του πιο σταθερά βήματα στη λογοτεχνία, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της ποίησής του ήταν αληθινή ανταρσία για τους συγχρόνους τους. Το άστρο του Παλαμά τότε ακόμα μεσουρανούσε, κι ο δημοτικισμός διέτρεχε τη δεύτερη αγωνιστική φάση του, εξακολουθώντας να μάχεται για την επικράτηση και την επιβίωσή του. Τον ίδιο καιρό, βέβαια, είχαν ξεκινήσει κι ανέβαιναν και οι παλαιότεροι εκπρόσωποι της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής: ο Λαπαθιώτης, ο Ουράνης, ο Κλέων Παράσχος, ενώ ο Καρυωτάκης κι ο Άγρας βρίσκονταν «επί θύρας». Όλοι ετούτοι, ωστόσο, μολονότι δημιούργησαν ήδη ένα ρήγμα στα καθιερωμένα, δεν έπαυαν να διατηρούν τους δεσμούς τους με τους παραδοσιακούς τρόπους, δίχως να ξεφύγουν απ’ τα «επιτρεπτά» όρια.
     Ο Παπατσώνης συμπορεύτηκε χρονολογικά μαζί τους, δέχτηκε από κάποια απόσταση τα μηνύματα του εκλεκτισμού και της λεγόμενης «νέας ευαισθησίας», αλλά, ιδιότυπος από τη φύση του και στραμμένος στον εσωτερικό του χώρο, προχώρησε πολύ πιο μπροστά, προτρέχοντας κατά μία περίπου εικοσαετία. Γιατί ο ποιητής αυτός δεν υπήρξε μονάχα ένας σύγχρονός μας, μά κι ο πρώτος μετά τον Καβάφη πρόδρομος της «νέας ποίησης». Σε μια εποχή, που τα ποιήματα τα λέγαν «τραγούδια», εκείνος είχε εισχωρήσει σε περιοχές αδιανόητες για τους περισσότερους γύρω του, χρησιμοποιώντας μια καινούργια γλώσσα, και πρώτος πάλι είχε παρουσιάσει το 1933 στο περιοδικό Κύκλος μεταφρασμένη την Έρημη χώρα του Eliot, ένα έργο με τόση επίδραση, προπάντων μετά τη μετάφραση του Σεφέρη. Αποτραβηγμένος όμως από τον πάταγο και την καθημερινή συναλλαγή της πνευματικής μας ζωής, δυσκολοπλησίαστος εξ αιτίας της ιδιοτυπίας του, ιδιοτυπίας ανάλογης με το προηγούμενο του Κάλβου και του Καβάφη, αφέθηκε αδιαμαρτύρητα να παραμεριστεί και ν’ αποσιωπηθεί, χωρίς να βάλει να χτυπήσουν τα τύμπανα της δημοσιότητας και χωρίς να φροντίσει ποτέ για τη μεγαλύτερη προβολή του. Και τη στάση αυτή κράτησε, με την ίδια συνέπεια, από την εμφάνισή του στα γράμματα γύρω στα 1913-1914 ως την επίσης αθόρυβη είσοδό του στην Ακαδημία το 1967 κι ως το θάνατό του στις 26 Ιουλίου 1976.
     Ο Τάκης ή, πιο επίσημα, Παναγιώτης Παπατσώνης-στην αρχή μάλιστα και Παπατσώνης Nobilissimus, κι αργότερα, για λίγο καιρό, Παπατζώνης-γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου του 1895, σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Το 1914 διορίστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου υπηρέτησε σαράντα χρόνια, από απλός υπάλληλος ίσαμε Γενικός Διευθυντής και Σύμβουλος. Έλαβε μέρος σε πολλές διεθνείς αποστολές και διεθνή συνέδρια, και συχνότατα του δόθηκε η ευκαιρία, πότε με τη μια και πότε με την άλλη αφορμή, να κάνει πολύμηνα και πολυήμερα υπερπόντια ταξίδια. Νεώτατος είχε τιμηθεί με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920), υπήρξε κατά καιρούς. Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου στην Εμπορική Τράπεζα (1941). Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-64). Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1955-64). Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής (1963) και τέλος πρόεδρός της (1966). Μα όλα αυτά τα κουβαλούσε απάνω του με σεμνότητα μοναδική, και μόνο κάποια διακριτική πίσω απ’ την ευγένεια και τη σεμνότητά του ειρωνεία άφηνε να διαφανεί πόσο πολυσύνθετος ήταν μέσα στην αυτάρκειά του.
     Ποιητής με αναμφισβήτητο ψυχικό και πνευματικό πλούτο, πνεύμα βαθιά καλλιεργημένο, πολυμαθής και πολύγλωσσος, μ’ ένα πλήθος ουσιαστικές εμπειρίες κι επικοινωνίας με άλλα πνεύματα και έργα, επικοινώνησε ιδιαίτερα με τους μεγάλους μυστικούς και με όσους προπάντων συγγένευε πιο στενά: με τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, με τον Holderlin, με τον Novalis, αλλά και με τον Dante, τον Poe, τον Eliot, τον Claudel και τον Saint- John Perse. Τους πιο πολλούς μάλιστα τους μετέφρασε κιόλας ή έγραψε παράλληλα γι’ αυτούς αξιόλογα μελετήματα και δοκίμια. Σημαντική προσφορά εξ άλλου, αποτελεί και το υπόλοιπο πεζό έργο του, τόσο το συγκεντρωμένο όσο κι ένα μέρος απ’ το διάσπαρτο σε περιοδικά και εφημερίδες. Από τα ποικίλα τούτα δημοσιεύματα κι απ’ όσα είχαν μείνει καιρό ανέκδοτα στα συρτάρια του, έχει εκδώσει σε βιβλία: τα ταξιδιωτικά Άσκηση στον Άθω (1963) και Μολδοβαλαχικά του μύθου (1965), τα δοκίμια Ο τετραπέρατος κόσμος (τόμος Α΄ 1966 και Β΄ 1976), Friedrich Holderlin 1770, 1843, 1970- εγκώμιο, τρείς ύμνοι, τρία σχόλια (1970), Εθνεγερσία: Σολωμός, Κάλβος (1970) και Όπου ήν κήπος (1972), κι απ’ τις μεταφράσεις του Τρία ποιήματα του Aragon (1945), την Ανάβαση του  Saint- John Perse (1959) και τον Ταμερλάνο του  Poe (1959)
     Αργά άρχισε να συγκεντρώνει και το ποιητικό του έργο. Το 1934 τύπωσε μια πρώτη εκλογή απ’ τα ως τότε ποιήματά του, και το 1944 κυκλοφόρησε η ποιητική σύνθεση Ursa minor. Είκοσι χρόνια περίπου πιο ύστερα, το 1962, αποφάσισε να δώσει και μια δεύτερη εκλογή, και με την ευκαιρία αυτή ξανατύπωσε μαζί και τα προηγούμενα. Μέσα στους δυό ομοιόμορφους τούτους τόμους, την Εκλογή Α΄- όπου συμπεριλαμβάνεται και η Ursa minor –και την Εκλογή Β΄, βρίσκεται στην οριστική του μορφή το μεγαλύτερο και το κυριότερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής, όσο και όποιο έκρινε ο ίδιος ικανό να τον αντιπροσωπεύσει, από το 1914 που άρχισε να δίνει τα πρώτα υπολογίσιμα δείγματα, ως το 1962. Φυσικά, υπάρχουν και τα μετά το 1962 δημοσιευμένα ή τυχόν αδημοσίευτα ποιήματά του, καθώς και όσα άφησε ο ίδιος έξω απ’ τις δυό εκλογές-κι απ’ ό,τι έχω υπ’ όψη μου πρέπει νάναι αρκετά. Αλλά, βέβαια, μονάχα μια υπεύθυνη συγκεντρωτική έκδοση θα μας επιτρέψει ν’ αναμετρήσουμε όλη την έκταση και τη σημασία τους.
     Η ποίηση του Παπατσώνη είναι, κατά βάση, αν όχι ακριβώς θρησκευτική, οπωσδήποτε όμως ποίηση θεολογική- και γύρω απ’ αυτό το σταθερό κέντρο κινείται ολόκληρη. Ωστόσο, για να μπορέσει κανείς να εισχωρήσει στα ενδότερα του ποιητή, πρέπει να μπεί πρώτα μέσα στην ιδιορρυθμία του, να δει τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Έτσι μόνο θα μας ανοιχτεί ο ατομικός του χώρος, ένας χώρος απάτητος, με έντονο χαρακτήρα καθολικότητας, που ξεκινάει απ’ τα πιο βαθιά στρώματα, για ν’ απλωθεί και να καλύψει την επιφάνεια. Γιατί ο ιδιότυπος αυτός πρωτοπόρος βλέπει τα πάντα μέσα από ένα δικό του πρίσμα. Και το πρίσμα τούτο δεν είναι άλλο από το πρίσμα της θρησκευτικής του πίστης. Μέσα απ’ την πίστη κοιτάζει την ζωή και τον κόσμο, κι από τον τρόπο που εννοεί και βιώνει την πίστη πηγάζει και η ιδιοτυπία του. Κι είναι χαρακτηριστικό, όπως το έδειξε ο Νίκος Φωκάς, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα το Rapina Sabinarum (1), ότι απ’ όπου κι αν πιάνει στην αρχή θεματικά το ποίημα, τις πιο πολλές φορές, θα βρει έναν τρόπο, ακόμα και τον πιο απροσδόκητο, να τον οδηγήσει στη θεολογική κατάληξη.
     Συχνά μου δόθηκε ως τώρα η ευκαιρία, μιλώντας παλαιότερα για ορισμένους μεταπολεμικούς εκπροσώπους, να θίξω το θέμα της πίστης και της μεταφυσικής. Άλλωστε, ολόκληρη η σύγχρονη ποιητική παραγωγή, όταν δεν κινείται από κοινωνικά ελατήρια και δε θέλει να έχει μόνο κοινωνικό χαρακτήρα, πότε συνειδητά και πότε ασυνείδητα, περιστρέφεται γύρω απ’ το επίκεντρο αυτής της δίνης. Μά ο Παπατσώνης είναι ένας πραγματικός πιστός. «Όχι τα τιποτένια εκείνα, τ’ αχάραχτα», αλλά με πίστη και στο γράμμα του Νόμου, «πούρχεται από του Όρους, απαράβατος. Δεν έχει Μόσχους και Ομοιώματα χρυσού» (2). Και  η ιδιοτυπία του είναι κι εκείνη ιδιοτυπία δόγματος, όπως διαμορφώθηκε με τον καιρό μέσα του: ένα περίεργο μίγμα βυζαντινισμού και Δυτικής Εκκλησίας, Ορθοδοξίας και Καθολικισμού, ριζωμένο στο ελληνικό έδαφος, που συνδέεται αδιάρρηκτα με τη ζωή κι απλώνει τις ρίζες του ως τις βαθύτερες περιοχές της εθνότητα;, πράμα που γίνεται φανερό αμέσως κι από τη γλώσσα: μια γλώσσα ανάμικτη δημοτική και καθαρεύουσα, που άλλοτε πάει να μοιάσει στο καβαφικό ιδίωμα, απ’ όπου διατηρεί κάποια ίχνη στενής συγγένειας, άλλοτε θυμίζει βυζαντινά και βιβλικά κείμενα, ενώ παράλληλα διανθίζεται με αποσπάσματα και φράσεις της εκκλησιαστικής λατινικής, για να μεταπηδήσει την ίδια στιγμή σε αβίαστες δημοτικές εκφράσεις ή σε αναφορές στην κλασική αρχαιότητα, έτσι ώστε και μόνη της να μας δείχνει πόσες μορφές βίου συγχωνεύσει και πόσες αντιθέσεις έχει καταφέρει να συμφιλιώσει μέσα του ο ποιητής:
Όχι έτσι εμείς: τους νιοσκαμμένους τάφους
θα τους ανοίγουν οι νεκροί για τους νεκρούς τους,
άφετε τούτους θάπτειν, όχι εμείς,
«την των Ελλήνων νεκράν φωνήν καταθάπτει
όλος ο Δήμος των Αποστόλων, καθώς θεολογεί».
Άς καταθάπτει, αλλά όχι εμείς.
Είπαν και τούτο το στενόκαρδο,
σε ώρα υψηγορίας: «Ο Πέτρος ρητορεύει,
ο Πλάτων κατεσίγησε΄ διδάσκει Παύλος,
Πυθαγόρας έδυσεν». Αλλά όχι εμείς
δεν θα το πούμε. Και Πέτρο κηρύσσουμε,
και Πυθαγόρα με τα τρίγωνα. Και τον Ταρσέα Παύλο
και Πλάτωνα υψιπετή κι όλους τους ομίλους
άχρονους και πνευματικούς, κι όλους τους εις Χριστόν,
Εβραίων κι Ελλήνων σκάνδαλο και μωρία.
                («Εις ήχον αναστάσιμον») (3)
     Η συμφιλίωση τούτη βγαίνει από μια βαθιά βίωση της ψυχής του με τα πράγματα του κόσμου στην περιοχή της ζωής και του πνεύματος, για να καταλήξει σε απόλυτη ταύτιση του φυσικού και μεταφυσικού στοιχείου. Γιατί, όσο κι αν η ποίησή του ξεκινάει από «πλάκας χαλύβδινης το χάραγμα» (4), ο ποιητής δεν μένει αμέτοχος στα εγκόσμια. Συμμετέχει και τα ζει με μια στάση φιλοσοφική, αδέσμευτος ουσιαστικά απ’ το δόγμα, αφού το δόγμα πηγάζει από μέσα του. Δεν πρόκειται για μια έτοιμη συνταγή και  μια τυφλή προσκόλληση στο «χάραγμα της πλάκας». Ο Παπατσώνης έχει βαλθεί «να δαμάσει τα εσώτατα του ανθρώπου», επειδή «ιδρύθη εντός του Πίστη, που αυτό τον συμβουλεύει» (5). Ταυτόχρονα όμως ξέρει, πώς «είναι τούτο πράξη που μάχεται τη φύση». Η πίστη του δεν περιορίζεται στη βεβαιότητα και τη μακαριότητα, αλλά συντηρείται με αδιάκοπη εσωτερική πάλη, «πού διορθωμό δεν έχει», «πάλη βαρειά», πού «σβήνει τη μέθη της Ζωής» (6). Και κάθε τόσο ακούγεται κι «ο ψίθυρος του Πειρασμού». «Επεμβαίνει, δίχως να φανερώνεται […] και καρφώνει το μάτι μας στην ξεραϊλα μιάς σβωλιασμένης γης» (7). Και τότε έρχεται αναπόφευκτα η πτώση και η συντριβή:
Αισθάνομαι κηλιδωμένος άνθρωπος να είμαι,
μερόνυχτα να περπατώ έξω από Κάγκελα
πλουσίου Περιβολιού με άνθη και στέρνες
και να μη βλέπω να ξανοίγεται η Μεγάλη Πόρτα για να μπώ.

[…] Και τα κουτά τα ζώα, Λαγοί και Νυχτερίδες,
Κότες και Περιστέρια, ελεύθερα γυρίζουν στους θάμνους.
Τραγουδάν τα Μελίσσια. Και τα Σαλιγκάρια,
υστερ’ απ’ τη βροχή, πηγαίνουν αμαξάδα Πασχαλιάτικη.
Μονάχα εγώ, στα Κάγκελα, σά Λαθροθήρας, σα Ζητιάνος,
διωκόμενος απ’ τους Περιβολάρηδες και τις κακές τις Υπηρέτριες,
πλησιάζω να πεθάνω, στην υγρασία την πνιγηρή.
Φωνάζω, φωνάζω στο Κατώφλι της Οξώπορτας,
φωνάζω, σαν Ψευδοπροφήτης, καταφρονεμένος απ’ όλους:
Τουλάχιστον στην Εκκλησίαν, ανοίχτε μου να διευθυνθώ,
εκεί πού δέχεσθε τους Πλανώμενους Αλήτες των Βουνών.
Και δεν ακούγεται ευσπλαχνία στη δεητική φωνή
Η Τιμωρία με κολαφίζει σά χειμώνας χιονοδαρμένος,
σαν ανυπόφορη Παγωνιά, δίχως φωτιά, δίχως κρεβάτι,
δίχως τραπέζι, δίχως στέγη, δίχως οίκτο και συχώρεση.
          («Πρό της Ελεύσεως») (8)
     Ακόμα κι η λέξη «δυστυχία», μια λέξη που ξαφνιάζει σ’ έναν πιστό, πότε η ίδια και πότε κάποια άλλη με παραπλήσιο νόημα, όχι σπάνια γίνεται αυτές τις ώρες επίμονη υπόκρουση στα ποιήματά του. Σε μερικά μάλιστα, όπως στό Τά εις εμαυτόν (9), βλέπουμε έναν πιστό, πού δεν του αρκεί τελικά μονάχη της η πίστη…..
Όμως η ποίηση τρέφεται από τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις και τις μεταπτώσεις. Κανένας αληθινός ποιητής δε μένει άκαμπτος κι αναλλοίωτος, όσο μονολιθικός, όσο αλύγιστος κι αν θέλει να δείχνεται. Μα ό,τι έχει εδώ σημασία είναι, πώς στον Παπατσώνη «οι Άγγελοι, οι Επισκέπτες των χωριών, με τα χαρούμενα κάλαντα (10), έρχονται πάντα, έστω και καθυστερημένα κάποτε. Και «τι σημασία τότε μπορούνε νάχουνε οι χιλιάδες αρνητικές φωνές, μπροστά στη δύναμη της μιάς φωνής, που λέει το ΝΑΙ» (11). Είναι συνήθως, οι στιγμές εκείνες, -«κι απ’ αυτές ζούμε» (12)-, πού σαν από θεία χάρη σμίγει η ψυχή με τη φύση, και μέσα σε μια μυστική δόνηση νιώθει να τις ενώνει η ίδια πνοή όταν προπάντων ο ποιητής, κοιτάζοντας τους αστερισμούς, «αστερισμούς πολύ πιο λάλους και σπουδαίους, απ’ ό,τι άλλοι τους φαντάζονται» (13), περιπλανιέται στα πολύπλοκα σχήματά τους ή, «ξεφεύγοντας του ύπνου της αρνήσεως», κάτω απ’ τά «θάμπη» της σελήνης δέχεται αναπάντεχα τη συγγνώμη: …………………………….       
1.Τ. Κ. Παπατσώνης, ένας καταραμένος ποιητής, στο αφιέρωμα για τα ογδοντάχρονα του ποιητή Τιμή στον Τ. Κ. Παπατσώνη. Τετράδια «Ευθύνης» 1 [Αθήνα, Μάϊος 1976], σελ. 62-64.
2.Τ. Κ. Παπατσώνη: Εκλογή Α΄, έκδ. Ίκαρος [Αθήνα 1962] κοίτα το ποίημα Νόμος, σελ. 19
3.Τ. Κ. Παπατσώνη: Εκλογή Β΄, Ίκαρος [Αθήνα 1962], σελ. 124-125
4. Νόμος όπου και στην υποσ. 2.
5. Κοίτα και το ποίημα Ο ψίθυρος του Πειρασμού ΄ όπου και στην υποσ. 3, σελ. 40.
6. Ο ψίθυρος του Πειρασμού ΄ όπου και παραπάνω.
7. Κοίτα και την τελευταία στροφή του Έλεγχος ΄ όπου και στην υποσημ. 3, σελ. 44.
8. όπου και στην υποσημ. 2, σελ. 103.
9. όπου και στην  υπος. 3, σελ. 74.
10. Κοίτα και τους τελευταίους στίχους του Πρό της Ελεύσεως όπου και στην υπος. 8.
11. Κοίτα και στο Η λατρεία του ειδώλου το 12 όπου και στην υπος. 3, σελ 55
12. Τελευταίος στίχος του Έλεγχος όπου και στην υπος. 7
13. Κοίτα το Πρίν από ταξίδι στην Ursa minor όπου και στην υποσημείωση 2, σελ. 144.
-ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 8/8/1976
Προτάσεις για έναν τάφο του ποιητή Τ. Κ. Παπατσώνη
     Μελέτες περιδιαβάσεις, μετεωρισμοί, αιώνων απασχόληση για ν’ αποβεί κάποτε ανέβασμα ψυχών των νέων παιδιών, πολλάκις άκαρπη, πάντοτε μισερή…
     Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ έχασε, μέσα σε έντεκα μήνες, δύο από τους «πατέρες» της νεοτερικής ποίησής του: τον περασμένο Αύγουστο πέθανε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τούτο τον Ιούλιο ο Τάκης Παπατσώνης. Δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο για να σταθμίσουμε το βάρος του κενού που άφησε ο καθένας τους. Ήταν μοναδικοί και ασύγκριτοι, στα μέτρα όχι απλώς της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μα και της ευρωπαϊκής-και, φυσικά, παραγνωρισμένοι. Από την τελευταία αυτήν άποψη, ίσως πιο αδικημένος στάθηκε ο Παπατσώνης-κι άς τον «ανακάλυψε» ο Γαβριηλίδης στα 1915 κι άς έγινε ακαδημαϊκός στα 1967. Μόλις τώρα, σε ένα ισχνό αφιέρωμα που εκδόθηκε τρείς μήνες πρίν από τον θάνατό του, είδαμε να εδραιώνεται κάπως η πεποίθηση ότι πρόκειται για τον ουσιαστικότερο ανανεωτή της ποιητικής μας μετά τον Καβάφη-είκοσι χρόνια πρίν από τον Εμπειρίκο και από τον Σεφέρη.
     Την καθυστερημένη αυτή αναγνώριση δεν την οφείλουμε, βέβαια, στους συνομήλικους του Παπατσώνη: γεννημένος το 1895, ανήκε μόνο ληξιαρχικά στην ίδια ποιητική γενεά με το Φιλύρα, τον Ουράνη, τον Λαπαθιώτη, τον Δούρα, τον Κλ. Παράσχο (που μάταια επιχείρησε να τον καταλάβει), τον Καρυωτάκη, τον Άγρα. Δεν την οφείλουμε κάν στους κριτικούς νομοθέτες της «Γενιάς του ‘30»: π.χ. ο Κ. Θ. Δημαράς δεν έγραψε, ή πάντως δε δημοσίευσε ποτέ το όγδοο από τα «Επτά κεφάλαια για την ποίηση», που θα σάρκωνε την γοητευτική ποιητική του θεωρία με τον κατεξοχήν παράδειγμα της ποιητικής πράξης του Παπατσώνη. Και ο Αντρέας Καραντώνης τον αγνόησε συστηματικά στην «Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση». Έτσι το χρέος τιμής άρχισε να εκπληρώνεται κυρίως από νεότερους ομοτέχνους του: ξεκινώντας από τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γ. Θέμελη και την Ζωή Καρέλλη, και φτάνοντας ως τον Ματθαίο Μουντέ, τον Νίκο Φωκά, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη-δηλαδή από όσους αλήθεια ποτίστηκαν από τον λόγο και το πνεύμα, και από το ήθος και τη στοργή του Παπατσώνη.
     Ωστόσο το χρέος των νεότερων κριτικών μας και νεοελληνιστών, απέναντι στον Παπατσώνη (όσο και στον Εμπειρίκο), παραμένει ορθάνοιχτο. Οσοδήποτε καίριες είτε ευοίωνες και αν θεωρηθούν οι ολίγες σελίδες που του αφιέρωσαν περιστατικά ο Α. Αργυρίου, ο Μ. Γ. Μερακλής, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ή ο Ελληνοαμερικανός Κώστας Μυρσιάδης, σίγουρα δεν αρκούν έστω και για μια προκαταρκτικήν ιχνογράφηση μιάς τόσο πολύτροπης πνευματικής φυσιογνωμίας, ενός τόσο «εκκεντρικού» λυρισμού, μιάς τόσο ιριδίζουσας πρόζας. Δεν διστάζω να ομολογήσω πως η δική μου συμβολή στην μελέτη του έργου του Παπατσώνη υπήρξε ως τώρα ασήμαντη: περίπου δέκα μαθήματα στους πρωτοετείς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κλιμακωμένα σε πέντε ακαδημαϊκά έτη. Λόγος παραπάνω λοιπόν, για να προτείνω  εδώ, δίπλα στον νωπό του τάφο, ένα διάγραμμα κριτικών είτε φιλολογικών εργασιών που μας είναι απαραίτητες, όχι αλίμονο πια για να τιμήσουμε τον Τάκη Παπατσώνη, αλλά για να ανταποκριθούμε στο χρέος πού το έργο του απαιτεί για λογαριασμό των ουσιαστικών πνευματικών του κληρονόμων, δηλαδή για το πλατύ και ολοένα ανανεούμενο κοινό αναγνωστών της μεγάλης ποίησης.
     Προϋπόθεση για οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη πάνω στον ποιητή και το έργο, είναι η συστηματική έρευνα του αρχείου του. Ένας άνθρωπος τόσο πολυάσχολος και με τόση διοικητική πείρα, όπως ήταν ο Παπατσώνης, σίγουρα θα κρατούσε αρχείο, καλά ταξινομημένο. Δεν θα περίμενα να βρω πολλά αδημοσίευτα χειρόγραφά του, γιατί πρόθυμα ανταποκρινόταν σε παρακλήσεις συνεργασίας ΄ ούτε θα έλπιζα σε σχεδιάσματα δημοσιευμένων κειμένων του, γιατί ήταν προικισμένος με ρηματικήν εύροια. Θα προσδοκούσα όμως μιάν άφθονη αλληλογραφία, που θα μας οδηγούσε κιόλα στην αναζήτηση των δικών του επιστολών σε μύριους παραλήπτες: ήταν ευγενικός, χαριτωμένος (ενίοτε δηκτικός) και ακούραστος επιστολογράφος. Εύλογο επίσης θα είναι να έχει συνάξει βιογραφικά και οικογενειακά μνημόνια, καθώς και τεκμήρια της δημόσιας σταδιοδρομίας του ΄ παράλληλα πλήθος αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών: διέθετε μεν άριστη μνήμη, μα προφανώς είχε μάθει και πώς να την ενισχύει.
     Η έρευνα αυτή θα βοηθούσε σημαντικά να συνταχτούν με κάποια επάρκεια δύο βασικά όργανα μελέτης: η Βιβλιογραφία (ιδίως των δημοσιευμάτων του σε εφήμερα έντυπα και σύμμεικτες εκδόσεις) και το χρονολόγιο των έργων και ημερών, τόσο του δημόσιου άντρα όσο και του λογοτέχνη. Χρήσιμα εργαλεία επίσης θα ήταν ο Πίνακας Λέξεων των συσσωματωμένων ποιημάτων και το Ευρετήριο Κυρίων Ονομάτων που απαντούν στους τόμους των πεζών κειμένων του: δείκτες της βαθιάς ελληνομάθειάς του και του πλάτους της πολιτισμικής του εμπειρίας. Σπεύδω να προσθέσω σε τούτα τα προκαταρτικά, πως δεν τίθεται προσώρας θέμα κριτικής έκδοσης για όσα κείμενα συγκέντρωσε ο ίδιος σε τόμους από το 1962 και δώθε. Χρειάζονται όμως ερμηνευτικές σημειώσεις-και, φυσικά, μας ενδιαφέρουν οι ενδεχόμενες παραλλαγές των πρώτων δημοσιεύσεων, καθώς και όσα ποιήματα δεν περιέλαβε στους δύο τόμους της «Εκλογής». Έτσι υα αξιωθούμε να μπούμε στο εργαστήρι του.
      Εκεί πιά, νομίζω πως προέχει να μελετηθεί διεξοδικά (εννοώ: συγκριτικά και διαχρονικά) η Ποιητική του Παπατσώνη: δηλαδή η Ρητορική-ή, αν, προτιμάτε, το ύφος του, που αφορά και τον αμίμητο πεζό του λόγο-και η Μετρική του, επειδή σε τούτες παρατηρείται η εμφανέστερη ιδιοτυπία και πρωτοπορία του. Λιγότερο θα επέμεινα στην διερεύνηση της ποιητικής του θεωρίας και ακόμα λιγότερο στην ιχνηλάτηση των τεχνικών επιδράσεων πού αφομοίωσε. Αντίθετα, θα προσδοκούσα κάμποσην ωφέλεια από τις «συντεχνικές» παρατηρήσεις του στα ξένα κείμενα που διάβασε (πολλά, φαντάζομαι, μας επιφυλάσσουν τα MARGINALIA της βιβλιοθήκης του) και από την προσεχτική μελέτη της μεταφραστικής του άνεσης: είχε κρυσταλλώσει από νωρίς μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, ώστε η φωνή του απλώς να χρωματίζεται και να λαμπικάρεται από την σιωπηρή συνομιλία με τους «μείζονες» ομοτέχνους του.
     Άφησα επίτηδες τελευταία την Θεματική του, όχι γιατί είναι απλούστερη, αλλά γιατί είναι  οπωσδήποτε προσιτότερη στις τρέχουσες κριτικές μεθόδους μας. Προσωπικά, θα έδινα προτεραιότητα στην Αισθητική, Ηθική και Φυσική των θεμάτων του, σε βάρος της Μεταφυσικής και της Πολιτικής- ή, αλλιώς ειπωμένο, βρίσκω πως ποιητικά η ερασιτεχνική Αστρονομία του είναι λειτουργικότερη από την «αιρετική» Θεολογία του. Γιατί πιστεύω πώς, κατά βάθος, ο Παπατσώνης ήταν προπάντων ένας αισθησιαρχημένος μεγαλοαστός λόγιος που αγωνίστηκε, επί εξήντα τόσα χρόνια, να αποπνευματώσει κατανυκτικά τον ρηματικό κρουνό του ερωτικού λυρισμού του. Το ασκημένο ένστικτό του και η καλλιεργημένη ευφυΐα του, σωστά τον οδήγησαν να παρακάμψει την επική, την δραματική και την σατιρική ποίηση και να ακολουθήσει μιάν έμφυτη λυτρωτική «ροπή προς το καλό και προς το ατάραχο, μιάν Αγάπη κι ένα αγκάλιασμα προς όλα τα γύρω». Διέγνωσε όμως εύστοχα τις πλούσιες δυνατότητες της ειρωνείας και του χιούμορ για τον έλεγχο της λυρικής μεταρσίωσης. Αυτή η σοφή εναλλαγή θέρμης και ψυχρολουσίας, αγνότητας χωρίς αφέλεια και τετραπερατοσύνης χωρίς υπόκριση αθωότητας, αυτό το γονιμοποιό πάντρεμα αισθητισμού και τραχύτητας, είναι θαρρώ η στερεότερη εγγύηση της επίγειας αθανασίας του ποιητή Τάκη Παπατσώνη.
-ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΝΙΑΡΧΟΣ, περιοδικό Χρονικό 1976, εκδ. Ώρα 1976, σ. 80
Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1895-1976)
     Ο Τ. Κ. Παπατσώνης ήταν από τους τελευταίους αβίαστα μεγάλους ποιητές και στοχαστές μας. Το λέγω αυτό με την έννοια πως το τεράστιο ποιητικό, δοκιμιογραφικό και μεταφραστικό μαζί έργο που όρθωσε, δεν φαίνεται να του στάθηκε μια προσπάθεια επώδυνη στην σύνθεσή τους, αλλά ξεπήδησε από μέσα του με την αυθορμητικότητα μιάς φυσικής λειτουργίας. Ακόμη η μεγαλωσύνη του ήταν αβίαστη γιατί δεν στηρίχτηκε στα συνδυαστικά τεχνάσματα των μέσων δημοσιότητας, αλλά έλαμψε- σ’ όσους έλαμψε-ενώ όλοι προσπαθούσαν να την αποκρύψουν. Συνάγεται ακόμη η μεγαλωσύνη του από τη φυσικότητα που διατηρούσε στις συναναστροφές του με τα σπουδαία έργα της λογοτεχνίας (που τα γνώριζε τα περισσότερα στη γλώσσα που είχαν γραφτεί), αλλά και τα θαυμαστά του κόσμου, γεγονός που έπειθε πως γι’ αυτόν η καθημερινότητα δεν είχε παρά τον υψηλό χαρακτήρα των δικών του ποιητικών επιτεύξεων.
     Τώρα που με την αποδημία του το έργο του έχει πια συντελεστεί, πώς θ’ ανακαλείται στις συνειδήσεις των επιγόνων του, ποια στοιχεία του θ’ ανακύπτουν αμέσως μέσα μας στο άκουσμα του ονόματός του; Γιατί αν η μνεία και μόνος ενός ποιητή, δεν συνδέεται με μιάν αυτόματη σχεδόν τοποθέτησή του σ’ έναν χώρο σαφή, που τον οριοθέτησε και τον εξέφρασε ως βίωμα προσωπικό, δεν μπορεί να λογαριάζεται μεγάλος ποιητής.
     Ο Τ. Κ. Παπατσώνης που πρώτος αυτός (όπως έχει επανειλημμένα ειπωθεί) καλλιέργησε τη νέα ποίηση στη χώρα μας είναι ένα από τα προσωπικότερα κεφάλαια της λογοτεχνίας μας. όχι μόνο γιατί είναι ο αρχηγός της ποίησης αυτής που έσπασε τις παλιές φόρμες κι ελευθέρωσε την ποιητική δημιουργία από τα δεσμά των συμβάσεων της λογικής και του μέτρου (το 1914 πρωτογράφτηκε από τον Παπατσώνη ο ελεύθερος στίχος), αλλά ακόμη γιατί η απόλυτη ριζοσπαστικότητά  του στη γραφή δεν ακολουθήθηκε από μιάν ανάλογη στα θέματά του πού σ’ αυτά υπήρξε με την αυθεντικότερη έννοια του όρου παραδοσιακός. Το ποιητικό όραμα που σ’ αυτό με πάθος και συνέπεια είχε αφιερωθεί, είχε συλληφθεί στο σύνολό του ως θέση και κατάφαση αντίκρυ και μέσα στις αξίες του χριστιανικού πνεύματος. Ενιαίο το ύφος και το ήθος του έργου του Παπατσώνη απ’ αρχής μέχρι τέλους, σε βαθμό που να μην παρουσιάζει καμιάν «αλλαγή» ή εξέλιξη, στάθηκε τέτοιο γιατί ο δημιουργός του δεν το πραγματοποίησε παρά ως διακονία στα ύψιστα και τα έσχατα.
      Ο Τ. Κ. Παπατσώνης πορεύτηκε συντροφικά με τα μεγάλα πνεύματα της ανθρωπότητας, με τα πνεύματα εκείνα που στέκονται στις κορυφογραμμές της αγωνίας και της μεταθανάτιας ελπίδας κι ολόκληρο το έργο του ευωδιάζει ως μυστικός κήπος που μέσα του η ανθρώπινη συνείδηση ιερουργεί το μυστήριο και προετοιμάζεται διαρκώς για το κλητήριο σάλπισμα που θα της δώσει τη μόνιμη της μορφή. Έζησε σε απόλυτη οικείωση με το σύμπαν και τα μυστήρια που μας περιβάλλουν, ως μύστης του και ευαίσθητος και δυναμικός μεταγραφέας των μηνυμάτων που το διαπερνούν. Ολόκληρο το έργο του Παπατσώνη είναι ο λόγος ενός «μυημένου» που συνδιαλέγεται με το σταθερό άγνωστο.
     Αποκαλυπτικός ποιητής κατ’ εξοχήν ο Παπατσώνης. Αποκαλυπτικός με την έννοια ότι δρά μέσα στον κόσμο ως συνεργός και συνδημιουργός του Θεού. Ο λόγος του δεν είναι για να δώσει μορφή σε παροδικά ανθρώπινα αισθήματα και διανοήματα, αλλά για ν’ αποκαλύψει αιώνιες αλήθειες, να τις φωτίσει κι ακόμη ν’ αποκρυσταλλώσει σε τελεσίδικες μορφές την αγωνία του ατελούς πλάσματος που είναι ο άνθρωπος στην σταθερή του σχέση με την απόλυτη πραγματικότητα που είναι ο Θεός. Πρόθεσή του δεν είναι ποτέ να παρουσιάσει ένα πρόσωπο στη σχέση του μ’ άλλα πρόσωπα και να δώσει το βάθος του ατομικού του δράματος, όπως δημιουργείται μέσα σ’ αυτήν, αλλά να διασώσει μέσα από το ένα πρόσωπο τη σημασία των πολλών ή και αντίστροφα ως ουσίας με προέλευση και απόληξη υπερβατική, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε κοινωνικές ή άλλες συνθήκες που μέσα τους βρίσκεται αγκιστρωμένος. Χάρη σ’ αυτή τη θέση ο κόσμος του παρουσιάζεται αυτόματα με σαφήνεια συγκροτημένος και ιεραρχημένος και οι εποχές (που η ευρύτατη γνώση του του επιτρέπει να κινείται μ’ άνεση μέσα τους) διακρίνονται σε φωτεινές ή σκοτεινές ανάλογα με την τοποθέτησή τους αντίκρυ στο πρόβλημα του Θεού. Ένα πρόβλημα που βιώνεται όμως σ’ όλη τη δραματικότητά του γιατί προϋποθέτει μια επικοινωνία επικίνδυνη, κάθετη αλλά συνάμα δεν στερεί στον φορέα της την αυθορμητικότητα και τη δροσερότητα των εμπνεύσεών του. Κι αυτή είναι η μέγιστη χάρη και δωρεά του Παπατσώνη: συνέπεσε να εκδηλωθεί πηγαία και να δώσει μια προσωπική και εντελέστατη έκφραση σ’ ένα χώρο «δεδομένων» αξιών και μάλιστα τις αξίες αυτές και μέσα στο καθαρό δοκιμιογραφικό του έργο να τις συνδέσει με την πολύτροπη αγωνία των καιρών, με τις ριζοσπαστικές αλλαγές και ανατοποθετήσεις τους. Αν και ο χώρος που σ’ αυτόν εκδηλώθηκε εξαρχής, διέγραψε την ποιότητα και τη μορφή των ερεθισμών του, ο Παπατσώνης με την τόλμη του αυθεντικά πρωτοπόρου ανανέωσε και τη γλώσσα και τα σύμβολα του χώρου αυτού. Δημιούργησε μια γλώσσα μικτή όπου ο τόνος των εκκλησιαστικών κειμένων μεταγγίζεται ανανεωμένος κι όπου ένας φαινομενικά πεζολογικός λυρισμός εκπυρώνεται από μιάν άγρυπνη πνευματικότητα. Η γλώσσα αυτή υπηρετεί θαυμάσια το μεταφυσικό διασκελισμό του Παπατσώνη, και πρόκειται για διασκελισμό γιατί ο Παπατσώνης δεν αντιδιαστέλλει την πραγματικότητα από την υπερβατικότητα ούτε το φυσικό από το μεταφυσικό. Το μυστήριο καθώς και το θαύμα στο έργο του Παπατσώνη έχουν μια χειροπιαστή λαβή γι’ αυτό και δεν του χρειάζεται ειδική προετοιμασία ώστε οι λέξεις να λειτουργήσουν μέσα στον αναγνώστη σε μιάν εξειδικευμένη διάσταση, εισάγει κατευθείαν στην καθημερινότητα, θα λέγαμε του μυστηρίου, μ’ αποτέλεσμα και η πιο κοινή, ταπεινή ή φθαρμένη λέξη να γίνεται σ’ αυτόν αυθόρμητα πολλαπλής σημασίας.
     Πρόσφερε στην ελληνική λογοτεχνία και την ελληνική γλώσσα κείμενα υψηλού ποιητικού οίστρου και αμετακίνητης πνευματικής εμβέλειας που δικά του ή ξένα-γιατί ο Παπατσώνης υπήρξε κι ένας συνειδητότατος μεταφραστής κλασικών κειμένων- θα λογαριάζονται πάντα ως ένα αγκωνάρι του νεοελληνικού πολιτισμού και μια «ταυτότητα» του εικοστού αιώνα όπως θ’ ανακαλείται στις συνειδήσεις των επιγενομένων.
--ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, περ. Ευθύνη τχ. 79/7, 1978, σ. 403-405,
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ
(Λίγα ακόμη, μετά δύο χρόνια)
     Θρησκεία και θρησκευτικότητα είναι δύο έννοιες  που μοιάζουνε στη διαφορά τους και διαφέρουνε στην ομοιότητά τους. Στον κόσμο της τέχνης-συνηθέστερα-θα δούμε ανθρώπους με έντονη θρησκευτικότητα, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε θρησκεία. Η θρησκεία είναι η φλούδα, το ντύμα, το δέρμα. Ενώ η θρησκευτικότητα είναι ο χυμός, το αίμα του σώματος. Ο Παπατσώνης βυθίζει το ένα χέρι στην ουσία της θρησκείας, δηλ. στη θρησκευτικότητα, και με το άλλο χουφτιάζει αχόρταγος όλες τις εκφράσεις του φαινομένου της θρησκείας, είτε αυτές είναι ακολουθία είτε πανηγύρι είτε γιορτή είτε ώρες λειτουργικές κλ. Ο κόσμος του ποιητή ανήκει σ’ όλο το πλάτος της θρησκείας  του Χριστού, όπως το βίωσε και το εικόνισε η παράδοση στο χώρο και το χρόνο. Δεν υπήρξε ένας άνθρωπος φανατισμένος, αλλά πέρα για πέρα ανεξίκακος και γι’ αυτό ακριβώς ανεξίθρησκος.
     Οι κεραίες του Παπατσώνη δέχονταν το φως απ’ όπου και να έφτανε. Του ήταν καλοδεχούμενο και το υποδεχόταν με τραγούδια. Ναι, ήταν ένας αχόρταγος της ωραιότητας, ένας αδηφάγος της θεότητας. Και πάντα ξεδίψαγε στη θρησκευτική πηγή. Και πάντα θα ειπεί στο θεό μαζί με τον ψαλμωδό: «ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με!».
     Έτσι, ο λόγος του ποιητή στολιζόταν από θεότητα και ανθρωπιά. Η στάση του απέναντι στο Θεό είταν ειλικρινής. Δεν είχε, δηλαδή, την υποκρισία και την εμπορικότητα.- Προτιμά κανείς τον άνθρωπο που πολεμάει το Θεό από κείνον που τον αγνοεί. Ο Nietzsche π.χ. είχε περισσότερο Θεό μέσα του από κείνους πού δεν καταδέχονταν να του πετάξουν μια πέτρα!- Ο Παπατσώνης δεν ανήκει ούτε στους πρώτους ούτε στους δεύτερους. Ούτε στην επίθεση ούτε στην άγνοια΄ βρισκόταν στην θέση, στην κατάφαση, στην αγάπη.
     Ο ποιητής ως θρησκευτική προσωπικότητα βίωνε, μελετούσε και έκφραζε την αισθητική της θρησκείας,-του Χριστιανισμού. Το σπίτι του Θεού-μιλώ με τις λέξεις που μας απόμειναν, όπως το αίμα κι η αναπνοή μας, ενώ δεν έχει κάποιο σπίτι ο Θεός,-το σπίτι, λοιπόν, του Θεού είναι η δική μας ύπαρξη. Εδώ μπήκε, εδώ μέσα σαρκώθηκε ο Λόγος του «και εθεασάμεθα την δόξα αυτού» Το γεγονός αυτό της ενανθρώπισης του Θεού το ζούσε έντονα ο ποιητής κι ευτρέπιζε τον κόσμο με τα πυρίπνοα άνθη της ευσέβειας της ψυχής του.
     Απ’ όσα έγραψα στον τόμο «Τιμή στον Τ. Κ. Παπατσώνη», (Τετράδια «Ευθύνης» 1), παίρνω μόνο αυτές τις φράσεις που έχουν άμεση σχέση με το θέμα της ομιλίας μου:
«Το μύχιο κέντρο της ύπαρξής μας, όπου κοινωνεί κανείς με τα ορατά και τ’ αόρατα, είναι οπωσδήποτε η θρησκεία και η ποίηση. Η αναπνοή του Παπατσώνη ανήκει σ’ αυτές τις ουσίες, όπου καταυγάζει το πνεύμα. Είσοδος, έξοδος, κατοικία του Παπατσώνη, είναι το υπέροχο εκείνο βλέμμα της ψυχής, το ποιητικοθρησκευτικό, σε κάθε επίγεια διάσταση του διαβατάρικου χρόνου μας σας ιστορίας και μέλλοντος και προπαντός σαν υπερχρόνιου γεγονότος του ζωοφόρου θανάτου. Εδώ ακριβώς συμπορεύονται η θρησκεία σαν δίδυμη αδερφή της ποίησης, και συνταιριασμένες οδεύουν σαν δυό γνήσιες όψεις της αλήθειας και της ελευθερίας του προσώπου» (σελ. 90).
     Τα όσα λέγονται εδώ δεν είναι προσφορά ή έπαινος στον ποιητή Παπατσώνη. Εκείνος άλλωστε το είχε ειπεί: «αποστρέφομαι τα εγκώμια». Η σύντομη ομιλία είναι για σας που παραστέκεστε δω και για μένα. Κι επειδή βλέπετε πως σπανίζουν τα «τρόφιμα», ετοιμάστηκε στα πρόχειρα το «τραπέζι» κι όχι ταιριαχτά κι επιδέξια όπως θ’ άξιζε στον ποιητή πού στ’ όνομά του συγκεντρωθήκαμε να τον τιμήσουμε, αλλά τουλάχιστον στην δική μας «πείνα» και «δίψα» να βρούμε κάποια πνευματική ευχαρίστηση!
     Εκείνος που η πρόσκλησή του μας τιμάει σήμερα δεν βρίσκεται «παρών» σ’ αυτό το τραπέζι που στολίζουμε. Αυτός πέτυχε τέλος ό,τι νοσταλγούσε: την μακαριότητα. Πέταξε πέρα στην άλλη όχθη κατάμεστος από πλούσια έργα, από ποιήματα, από γνώσεις, από ταξίδια.  Κι αυτά, τα φανερά όσο και τα μυστικά φτερά του τον οδηγήσανε στον παραδείσιο κήπο του Επέκεινα, στον κόσμο της νοσταλγίας του, στο Άγιο.
     Δεν έχουμε παράπονο. Όλα τ’ αντίγραφα της αγαθής του καρδιάς τ’ άφησε σε μας. Όλα του τα υπάρχοντα μείνανε σε μας. Αρκεί να δώσουμε το χέρι στη βιβλιοθήκη μας! Τόσο κοντά μας βρίσκεται. Ο ανεξίκακος εκείνος άνθρωπος με τον τόσο άφατο ψυχικό πλούτο την Πέμπτη το μεσημέρι (22 Ιουλίου 1976) μου έδωσε το χέρι ως ο έσχατος πένης. «Από πολλές επιδρομές χειμάζομαι καλοκαιριάτικα», είπε. Από τη χειραψία εκείνη ένιωσα πως ο σεβαστός φίλος ήταν πιο πολύ κοντά στην απογείωσή του. Κρατούσε κιόλας έναν ολοστρόγγυλο μεγενθυτικό φακό για να βλέπει από πέρα κει τα γράμματα του κόσμου τούτου. Στην παρέα μας ήταν και μια κοινή φίλη ποιήτρια. Καθίσαμε στο πάρκο του Ξενοδοχείου του, εκεί στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς. Θυμάμαι την καταπληκτική διαύγεια του πνεύματός του και την απέραντη μνήμη του.
     Αυτό το άρωμα της ευδίας, της αδερφής της πραότητας, είταν και η ολοτελευταία επίγεια προσωπική αγαθή τύχη από τον σεβαστό φίλο ποιητή Τάκη Παπατσώνη. Από τον Γέροντα. Αυτό γράφεται με Κεφαλαίο. Γιατί ο «Γέροντας» έχει μια γοητεία εσώτατη πέρα από τη καθημερινή τύρβη, την απληστία, την ιδιοτέλεια. Είναι ο σοφός. Εκείνος συνδύαζε τη σοφία και την ταπεινοφροσύνη και γι’ αυτό ο πλούτος της πενίας του είταν καταστόλιστος με την απλότητα της ειρήνης του.
     Λίγες ημέρες πρίν από της ζωής του το έσχατο ταξίδι του είχα στείλει την τελευταία μου ποιητική συλλογή, τα «Αίσι(μ)α». Για πρώτη-και τελευταία- φορά μου έγραψε κάτι διαφορετικό: «Λυπάμαι, έγραφε με τρεμουλιαστό χέρι, που η πολύ κακή όρασή μου (προσωρινά ελπίζω), μου αποκλείει το άμεσο διάβασμα». Η όραση δεν ήρθε. Η ελπίδα του μετατέθηκε αδιάψευστη πέρα κει. Όχι πιά σαν ελπίδα, αλλά μεταμορφωμένη σε ευφρόσυνη ατελεύτητη. (Αυτά μας τα βεβαιώνει η αγάπη του ίδιου του Θεού στις Γραφές). Τώρα πιά δεν ήρθε η πρόσκαιρη όρασή του αλλά άνοιξαν τα μάτια του στο θαύμα, στο μυστήριο και στη μακαριότητα του Επέκεινα. Έτσι η μετοίκησή του στο νέφος των υιών του Θεού» τον απάλλαξε για πάντα από τις καθημερινές επιδρομές της φθαρτότητας.
     Σε λίγες ώρες από την επίσκεψη εκείνη έφυγα και πάλι για το Όρος. Εκείνες τις τελευταίες ημέρες του Ιούλη 1976 ήρθε πολλές φορές στη σκέψη μου. Μια νύχτα μάλιστα είδα στο όνειρό μου πως πεζοπορούσαμε για την κορυφή του Άθω! Σε δυό μέρες άφησα με θλίψη μου το Όρος. Φτάνοντας στην Ουρανούπολη, από κοινό φίλο έμαθα πώς τις ημέρες αυτές είχε αποδημήσει ο σεβαστός φίλος Παπατσώνης!
     Έτσι το καλοκαίρι του 1976 ο ιδρώς από τα πνευματικά του αγωνίσματα στον εξαίσιο κήπο της ποίησης σώπασε. Φτάσαν τότε στη μνήμη μου κάποιοι στίχοι από το ποίημά του «Χούς εσμέν»:
«Πεθαίνομε, και την εικόνα
αφήνομε του υπέροχου καλοκαιριού, πού ο χλιαρός
μας περιλούζει ολόκληρους χαυνωτικός ιδρώς,
πού οι οπώρες μέλι αργοσταλάν…»
     Αλλά το αηδόνι στον παρενθετικό «θάνατό» του δεν είναι νεκρό. Απλώς καθεύδει. Μας το είπε με βεβαιότητα στο ποίημά του «Γλυκύ έαρ» με βαθιά θρησκευτική ενόραση:
«Άνθρωπος της δικής μου Γης, γεύομαι το έαρ,
το γλυκύ μου έαρ το θεοποιημένο…
κι επά στο χώμα τούτο προσδοκώ
την έγερσή μου…»
     Υπογραμμίζω την «έγερση», το αναστάσιμο γεγονός που είναι η απόλυτα θρησκευτική ιστορία της τύχης του πνεύματός μας.       
-ΚΩΣΤΑΣ Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, περ. Ευθύνη τχ. 213/9, 1989, σ. 441, στις σελίδες «ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ». Ο Κώστας Π. Μιχαηλίδης τον μήνα αυτό ξαναδιάβασε.
Τάκη Παπατσώνη, “Ursa Minor”, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1944.
     Μια ποίηση παγανιστική και μυστηριακή μαζί, που βυθίζεται μέσα στις υπαρξιακές συγκρούσεις, εκτείνεται μέσα στους κοσμικούς ρυθμούς και εξίσταται προς το αέναο θαύμα της δημιουργίας, που συντελείται ακόμα, είναι η ποιητική αυτή σύνθεση του Παπατσώνη. Τα οκτώ ποιήματα, που συγκροτούν, κυκλώνουν με ένα βαθύ ιεροτελεστικόν ερωτισμό το ίδιο ενιαίο κέντρο τους, που διαθλάται πολυοπτικά μέσα σε σύμβολα, αλληγορίας, σήματα και εικόνες αποκρυπτογραφώντας την πανάρχαιη θεότητα της Αγάπης. Και πρώτα: «Η θαρραλέα γυναίκα στολισμένη με πολλά γαρύφαλλα» μας μεταφέρει στον κόσμο των σωμάτων, που πληγώνονται, που σήπονται κι όμως ανθούν, όπως σ’ ένα «επιτάφιο έαρ». Τα γαρύφαλλα είναι οι πληγές μιας λεγεώνας νεομαρτύρων, μέσα σ’ ένα κόσμο, όπου «πριονίζονται αυτούσιοι  οι άνθρωποι», που κατοικούσανε άλλοτε σε κήπους. Η κρυμμένη και παντού επιφαινόμενη θεότητα είναι η αγαπημένη του ποιητή «η αιμοσταγής Εριννύα». Το εισαγωγικό αυτό ποίημα δονείται από τη φρίκη του σπαραγμού. Με το «Θήραμα» ωστόσο βρισκόμαστε  τώρα στον κόσμο των συμβόλων. Οι επιθυμίες ντύνονται με παραβολές και εικόνες, τρέφονται με τη φαντασίωση μιάς μετάρσιας πραγματικότητας, με το όραμα ενός θηράματος, που μας κρατεί σε μια μυθική νάρκη, ώσπου ξάφνου γίνεται η ενσάρκωση, η εξαστράπτουσα παρουσία της αγάπης, που καθιστά το θήραμα προσιτό. Στην «Πίστη και Ελπίδα» σε μια νέαν έκπτυξη, καταλύεται η στέρηση και η απουσία. Μισολανθάνουσα, εσπερινή, με το «πνεύμα του θυμαριού καταμεσής στο πέλαγος» φτάνει η θεότητα σκορπίζοντας τον κρυφό φόβο, βεβαιώνοντας, ότι θ’ αποτελέσουμε την καινούργια θερινή μέρα της γης στο χρόνο της αγάπης μας, στο ηλιοστάσιο του χρόνου. Πάντα στην ίδια τελετουργική περιφορά η «Εξαγγελλομένη» μας στέλλει τα καλά της μηνύματα, στις νύχτες, στις δαιδάλιες πορείες των άστρων, μας συνοδεύει «η ιδέα του θάμπους γινόμενη σώμα ζων. Κατά την προσδοκίαν αυτή συμπλέκονται τα αντίθετα, το δήλο και το άδηλο, στο γνόφο της θεότητας, που γίνεται η δότειρα των διακρίσεων. Μέσα στον κοσμογονικό της κυκεώνα όλα ζούν στην έλξη των διαστημάτων. Έτσι και σαν «Πρίν από ταξίδι»  όλα προετοιμάζονται γι’ αυτό, που έρχεται. Όλα καίονται σε μια προσευχή, στην οποία ενώνονται όλοι οι ταξιδιώτες της στιγμής. Και τότε «Οι μοίρες άγουν», υπερνικώντας τους δισταγμούς μας, πέρ’ από τον φράκτη της αδράνειάς μας σπρώχνοντάς μας στο μεθύσι της υπέρβασης. Κι ενώ το «Πέτρινο Έντομο» σύμβολο απολίθωσης του ανέκφραστου, δεν αποκαλύπτει το μυστικό του, η δημιουργία ζει τη διαπύρωσή της. Ο θεός βάζει φωτιά στα πάντα σε μιάν έκταση εκτύπωσης. Γιατί η Αγάπη τελικά («Έλξεις») είναι η πολυώνυμη θεότητα, ο μεγάλος μαγνήτης, που έλκει τα πάντα, γεννά, σκοτώνει κι ανασταίνει, πανάρχαιη βασίλισσα των ερώτων, που βασιλεύει από σήμερα.
     Ο τετραπέρατος Κόσμος του Παπατσώνη περιδινείται σε οκτώ θεσπέσιους Πλανητικούς Κύκλους, γύρω από την αείζωην εστία του, που σύμβολό της είναι η Μικρή Άρκτος.
-ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ, εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ 23/4/1989
Ο ευγενέστατος ποιητής Τάκης Παπατσώνης
Τ. Κ. Παπατσώνη: Εκλογή Α΄ Β΄ Ίκαρος, ανατύπωση, 1989
      Το 1946 ο Γιώργος Σεφέρης γράφει τη σατιρική «Ωδή εις μιξοκαλβείους στροφάς προς τον ευσεβέστατον, εμβριθέστατον, προσηνέστατον, οτρηρόν των μουσών θαλαμηπόλων Κύριον Τάκην Παπατζώνην»:
Κατέβα, ω Παν! Και συ Πρίαπε
του καλαμαρίου, ελθέ! Νύμφαι
των πευκών κρυφθήτε! Τώρα θα υμνήσω
τον Παπατζώνην!
     Αν αληθεύει η θεωρία πως η ειρωνεία δεν λειτουργεί (δεν «περνάει» κατά το κοινώς λεγόμενο) παρά μόνο μέσα από την πίεση που ασκούν δεδομένα συμφραζόμενα (γλωσσικά και άλλα), θα ‘χε γούστο να φανταστούμε μια μελλοντική εποχή, επαύριο ολοκαυτώματος, όπου οι παραπάνω στίχοι, ως μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα, θα έπειθαν τους φιλολόγους πως ο Παπατσώνης ήταν μεγάλος ποιητής, εξαιρετικά υμνηθείς από τους ομοτέχνους του.
     Κι όμως, το απατηλό αυτό συμπέρασμα θα απέδιδε δικαιοσύνη: αφενός θα εξοφλούσε εκ των απωτάτων υστέρων μια  οφειλή που χρεωστά η κριτική στον πράγματι σπουδαίο νεοέλληνα ποιητή Τάκη Παπατσώνη, και αφετέρου θα τιμωρούσε όπως πρέπει τον Σεφέρη, εκλαμβάνοντας ως σωστή ωδή την ατυχέστατη παρωδία του (που είχε μεν την σύνεση να μην την συμπεριλάβει στο κύριο σώμα του έργου του, αλλά και την καθ’ έξιν πρόνοια να την φυλάξει επιμελέστατα στα κατάλοιπά του. Αν κάποτε αποκαλυφθεί ότι ο Σεφέρης έγραψε και κείμενα που μετά έσχισε, πέταξε στη φωτιά, ή γενικώς κατέστρεψε, τούτο υα αποτελέσει φιλολογικό γεγονός).
     Τα πράγματα έγιναν βέβαια διαφορετικά. Μπορούμε με σιγουριά να εικάσουμε πως ο Σεφέρης εννοούσε τον σαρκασμό του για τον Παπατσώνη, όπως και γνωρίζουμε ότι ο στενός του κύκλος (ο Θεοτοκάς, ο Καραντώνης) τον υποτιμούσε αγρίως. Πιθανόν, γιατί δεν τον καταλάβαιναν. Πιθανόν γιατί ο άκρατος σεφερικός βολονταρισμός, οικοδομώντας εις εαυτόν και δι’ εαυτού το μέλλον της νεοελληνικής ποίησης, δεν άφηνε χώρο για κανέναν άλλον. Πιθανόν, γιατί ο ίδιος ο Παπατσώνης δεν ενδιαφερόταν πράγματι για την προβολή του έργου του-κι ας έγινε στο τέλος ακαδημαϊκός. Ό,τι κι αν είναι, γεγονός παραμένει πως τελικά δημιουργήθηκε στην κριτική μια παράδοση απορίας απέναντι στο έργο του (αμηχανίας, αλλά και ένδειας) που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Όλοι χαρακτηρίζουν τον Παπατσώνη «ιδιότυπο» και ξεμπερδεύουν. Ελάχιστοι τον μελετούν ή ριψοκινδυνεύουν άποψη.
     Κι ωστόσο, έχει ο καιρός γυρίσματα. Σήμερα, μετά από πενήντα σχεδόν χρόνια συνεχούς βομβαρδισμού με ποίηση σεφερική και σεφερογενή, καρυωτακική και καρυωτακικίζουσα, υπερρεαλιστική και, αλίμονο, ακόμη, στο τέλος του αιώνα, σουρρεαλίζουσα, η αναγνωστική μας ανταπόκριση σ’ αυτές τις ποιήσεις έχει φτάσει σχεδόν στο σημείο μηδέν. Ο κορεσμός επήλθε- ίσως γιατί θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους (γλώσσα, στάσεις, πράγματα) έγιναν κοινοί τόποι, κοινό ιδίωμα, καθημερινότητα-δεν βγάζουν είδηση, δεν αιφνιδιάζουν πια.
     Διαβάζοντας σήμερα τα ποιήματα του Παπατσώνη, ανακαλύπτεις έκπληκτος την ποίηση για πρώτη φορά. Είναι τόσο ευπρόσδεκτα ανοίκεια η ποιητική γλώσσα του (η σκέψη και το ήθος που εκφράζει), προκαλεί τόσο ευφρόσυνη διάθεση, ώστε αισθάνεσαι αποδέκτης αναπάντεχης δωρεάς-σαν τον γείτονα του ποιήματός του  «Των Θυρών Κεκλεισμένων»:
Καθώς ο διπλανός σου
αγνοεί τι πανηγύρι μέσα σου έχει στηθεί,
μια και δεν συμμετέχει σε τίποτα γνωστό του,
ξυπνάει και σε αντικρίζει κι ευθύς αναρωτάται:
πώς έτσι ο γείτονάς μου ξανάνθισε αδοκήτως;
ποιό Πάσχα του Κυρίου, έξω ταγμένου χρόνου,
γιορτάζει εν αγνοία των άλλων χριστιανών;
Και το σημαντικό είναι πως η λεγόμενη «Θρησκευτικότητα» ή «θεολογικότητα» της ποίησής του δεν απαιτεί εξάπαντος από τον αναγνώστη ή κριτικό την κατάθεση των τίτλων θεολογικών σπουδών, ούτε προσβάλλει το ενδεχόμενο αγνωστικισμό του, την αθεΐα του ή απιστία του. Τα όσα αντίθετα έχουν συχνά υποστηριχθεί με βρίσκουν εντελώς αντίθετο. Ίδιο κάθε καλής ποίησης είναι να αγνοεί, ή και να υπονομεύει εκ των έσω, ερήμην της θέλησης του ποιητή, την ίδια την ιδεολογική της βάση. Πίσω απ’ την πλάτη του ποιητή, η ποίησή του μας κλείνει πάντα το μάτι.
     Στους συμπάσχοντες συνέλληνες που έχουν απηυδήσει από τη μιζέρια, τη χαμέρπεια και την ξηρασία των καιρών που ζούμε, θα πρότεινα ν’ αγοράσουν τούτες τις Εκλογές της ποίησης του Παπατσώνη (κι όσοι τις έχουν από παλιά να τις ξεσκονίσουν), να πάνε σπίτι, να κλείσουν τηλεόραση κι εφημερίδα, και να διαβάσουν με προσοχή το ποίημα «Εν Ώρα Θερινή», από την Εκλογή Α΄, σελ. 93. Για δόλωμα παραθέτω τους αρχικούς στίχους:
Έχω αντικρύ μου τις δήθεν δροσιές αυτού του κήπου.
Ποτέ πια θα περάσει ο μπερδεμένος κόμπος των ζεστών ημερών.
Πότε πια θα περάσουμε τον κατάξερο κάβο των ζεστών ημερών.
Πιέζομαι να καταλάβω αυτό που λένε Θαύμα του ήλιου.
Αυτό που λένε φως της Ελλάδας ή Απωλλώνιαν Αίγλη,
ο μισός εαυτός μου μονάχα το νιώθει, ο άλλος μισός
το απωθεί. Άλλωστε με το να παρατραβά
ο κόμπος των ζεστών ημερών, έγινε μια σκονισμένη
μουντάδα όλος ο ουρανός ΄ και τα βουνά
με τις γαλήνιες γραμμές, Πεντέλες, Υμηττοί,
είναι σαν είδη για ξεσκόνισμα, τόσο βουτημένα
στις ανταύγειες της δύσπνοιας. Έφυγε και ο Απόλλωνας,
εφύγαν κι οι Δρυάδες, πάνε μακριά από την αναμμένη πέτρα.
Κατοικήσαν φαίνεται άλλα βουνά. Τα πράσινα χρώματα
από κοντά είναι πολύ ωραία, αλλά μόνο ως χρώματα΄
γιατί φύλλο τους δεν σείεται, η δροσιά δεν τα ενοικεί,
πουλιού λαλιά δεν βγαίνει, παρεχτός κάτι ροκανίσματα,
καμώματα της ζέστης, τζιτζίκια, τριζόνια, γρύλλοι,
όλο κάτι ξύλινα οντάρια, γεννήματα της ασφυξίας,
όλα σαν φωνές από χύτρες, τσιτσιρίσματα αλχημείας…
Η συνέχεια ή απόδοση αυτού του λαμπρού υποθετικού λόγου (του είδους: Αν το Θέρος έρθει, μπορεί ο Χειμώνας να ‘ναι μακριά;) διαβεβαιώ πως επιφυλάσσει κι άλλες εκπλήξεις.
-ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ-ΓΚΙΚΑΣ, περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ-Περιοδικό Ελευθερίας και Γλώσσας, τχ. 289/1, 1996, σ. 1-2.
Η ΑΠΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΦΙΛΙΑΣ
     Το 1935 γνώρισα τον Π. Π. ζν [Τ. Κ. Παπατσώνη] καλά, βγάλαμε τότε με τον Πικιώνη και άλλους ένα περιοδικό καλλιέργειας και τέχνης «Το Τρίτο Μάτι». Και οι δυσκολίες ήταν πολλές, οικονομικές πρωτίστως, όπως σε όλα τα περιοδικά, αλλά και τυπογραφικές, γιατί φιλοδοξούσαμε να παρουσιάσουμε στο Ελληνικό κοινό ένα πρωτοποριακό περιοδικό, «πρωτοποριακό και στην ύλη και στην παρουσίασι: τυπογραφία, σελιδοποίηση, σχήμα». Έτσι μεταχειριζόμαστε έντονες διαφορές στον οφθαλμό των στοιχείων, παιχνίδια με τα όρθια και τα πλάγια γράμματα, τα λεπτά, τα ημίμαυρα, τα πλατέα, τα αρχαϊκά και ούτω καθ’ εξής, καθώς και διαφορετικές πολλαπλές αναλογίες στους τίτλους, τα κείμενα, τις σημειώσεις, τα περιθώρια κλπ. (πράγμα για το οποίον εγώ κυρίως εισέπραττα ουκ ολίγα παράπονα, γρίνια, μούντζες και αναθέματα από τους εργάτες στην «κάσσα» τους ή στην «μηχανή». Ακόμη, όταν τους γύρευα την τελευταία στιγμή να μου βάλουν ένα διάστιχο, μια αραίωσι ή μια αλλαγή στους τίτλους, ή να φύγουν τα κεφάλαια, ή να προστεθούν αριθμοί, ή οι αριθμοί να γίνουν από αραβικοί ελληνικοί και το κεφαλάκι του κ. Εφέτου πατσάς).
     Ο Απόστολος Μελαχρινός, λαμπρός συμβολικός και παρακμαϊκός (ή παρηκμασμένος;) ποιητής που ευχαρίστως απήγγελνε τους στίχους του προφέροντας αλά γαλλικά τα ρό σαν γό και συνάμα προσθέτοντας στην ωραία του φωνή ένα είδος ρογχώδες τρέμουλο που γαλλικά θα το λέγαμε en grassoullant, ήταν επίσης ιδιοκτήτης τυπογραφείου όπου έβγαζε το δικό του περιοδικό, τον «Κύκλο». Ακούγοντας τα παράπονα και την αγανάκτηση των δύο εργατών του και τις δικές μου μεμψιμοιρίες, χρησιμοποιούσε το ακατανίκητον χαριτόβρυτο μειδίαμά του και επωφελείτο πολύ σωστά να μου φουσκώσει τον τελικό λογαριασμό.
     Αλλά σοβαρότερες δυσκολίες παρουσίαζε ένα άλλο. Οι εικαστικές τέχνες, είτε επρόκειτο περί των νέων της ζωγραφικής, γλυπτικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη ή εδώ, είτε επρόκειτο για τεκμήρια από αρχαίες τέχνες και τεχνικές ανά τον κόσμο, είτε επρόκειτο περί γεωμετρικών και αφηρημένων σχημάτων, δεν εχρειάζοντο τίποτε άλλο από ένα καλό κλισέ και μια λεζάντα. Φιλοδοξία μας όμως ήταν να ενημερώσουμε το κοινό και με κείμενα ανάλογα των οποίων υπήρχε σωρεία και που ήταν άγνωστα στον τόπο μας, και εξακολουθούν να είναι άγνωστα. Αλλά, όπως είπα, οι εικαστικές τέχνες έχουν το θαυμάσιο προνόμιο να ομιλούν γλώσσα διεθνή, ενώ τα λογοτεχνικά κείμενα χρήζουν μεταφραστού-και καλού μεταφραστού. Ήταν δε τα κείμενα αυτά λογιώ-λογιώ. Αλλά ξηρά και τεχνικά, αλλά γλαφυρά και τεχνοκριτικά, αλλά καθαρά λογοτεχνικά, αλλά ποιητικά και τα πρωτότυπα, άλλα μέν στην Αγγλική, άλλα στην Γαλλική, αλλά στην Γερμανική, άλλα στην αρχαία ελληνική ή λατινική.
     Τότε παρουσιάσθη ο Ππζνς [Παπατσώνης]  ως θεός και μάλιστα ως από μηχανής θεός. Τα ανέλαβε όλα συλλήβδην και αθρόως και τα μετέφερε στην πιο θαυμάσια ελληνική γλώσσα, ένα έκαστον καθ’ ό ήρμοζεν άνευ περιττών ενδοιασμών, χρονοτριβών, κομπασμών, ζευζεκιών, και σούπα μούπες, και άσε να δούμε, και σου λέω αργότερα, και βλέπουμε και τα παρόμοια. Και έτσι επί τέλους ησθάνθημεν μια τέλεια ανακούφισι.
     Αλλ’ η ανακούφιση μετεβλήθη εντός ολίγου εις θαυμασμόν, διότι την έξοχη μεταφραστική εργασία ακολούθησε η πιο πρωτότυπη και μαγευτική δημιουργική εργασία, είτε ως πολυσπούδαστα και πλούσια εις εννοίας άρθρα, είτε ως εξαίσια ποιήματα ερμητικά, σκοτεινά ενίοτε αλλά γεμάτα από αισθήσεις και αισθήματα λεπτοφυή, ιδιοφυή, ρεμβώδη, νοσταλγικά, πλήρη αποχρώσεων, αντικατοπτρισμών, αναφορών εις ποιήματα και ποιητάς παλαιούς ή αρχαίους ή νέους ή χριστιανικούς, και εις τοπία εξ ίσου πλούσια, ποικίλα, αναπάντεχα, αλλά ποτισμένα με την αίσθησι της ύλης, του καιρού, του ανέμου, του υγρού ή του ξηρού, του ρίγους του ταραγμένου ή του δυσδιάκριτου, του μουντού ή του κενού, της Ανατάσεως ή του Συνεπαρμού.
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή 30/11/2003
Επισκέπτες
«Ι. Κ. Παπατσώνης, Έλληνας»
     Προεξαγγελτική επεξήγηση του –δανείου-τίτλου μου: είναι ο ακροτελεύτιος στίχος του ποιήματος Το Ποτήριον τούτο, το οποίο ανήκει στην ποιητική του συλλογή Αναβαθμοί προς Παρνασσόν. Άρα, δικός του ο χαρακτηρισμός –ο αυτοχαρακτηρισμός, ακριβέστερα. (Έτσι, για να μην ενοχληθούν οι θιασώτες της μεταμοντέρνας globalite, των οποίων τα γραφόμενα, επ’ εσχάτων, τόσον όμορφα δένουν με τ’ αντίστοιχα των σταυροφόρων της πούρας διεθνικότητας, ουμην αλλά και με τα καμώματα των παραζαλισμένων της χριστιανικής υπερ- εσχατολογίας). Όμως, σε λίγο, γι’ αυτό το Έλληνας, και για το πώς ο ίδιος το εννοούσε. Τώρα να πάμε πίσω, κάπου στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνος-του απατεώνος.
1914. Ο ποιητής στιχουργεί για το Ροζάριό του, έτσι ονομάζοντας το κομποσκοίνι του που τον βοηθά, ώστε να μην χάνει «την προσοχή, την προσευχή και την παράκλησή του».
1919. Την ίδια χρονιά του ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε επί έξι μήνες, γεννιέται η Beata Beatrix. Η Βεατρίκη του στον δρόμο. «[…] Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των Μεσονυχτίων, που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του Στερεώματος, κι ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση. […]». Να προσέξουν, οι εχέφρονες. Μιλάμε για τα 1919. Είναι τότε που ανατέλλει, με το ποίημα αυτό, ο φλογερός ο Ήλιος των Μεσονυχτίων. Ας ξεχάσουμε, τι έχουμε παπαγαλίσει για τις οριοθετήσεις και για τις γενεαλογίες. Ο ελληνικός μοντερνισμός στα ποιητικά μας πράγματα, φλέγεται στην ανατολή του ως ο Ήλιος των Μεσονυχτίων. Εναρκτήριά του φανέρωση: το ποίημα αυτό του Τ. Κ. Παπατσώνη Beata Beatrix.
     Η περίπτωση του Παπατσώνη παραμένει απολύτως ιδιότυπη και απαρομοίαστη στο ελληνικό ποιητικό στερέωμα. Γνωρίζουμε την ποίησή μας στη συνέχειά της, από τον Σολωμό στον Παλαμά και τον Σικελιανό κι ύστερα στο ’30 και τις κοσμογονικές του εκρήξεις. Όμως, αταξινόμητες και, ως ένα βαθμό, «παραβατικές» περιπτώσεις, οι οποίες εκ φύσεως δεν μπορούν να ενταχθούν σε συνομοταξίες, έχουμε μόνον τρεις: Ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Παπατσώνης. Ας δούμε, όσο μπορούμε καλύτερα, την περίπτωση του τελευταίου, που μας απασχολεί. Το Ροζάριο του 1914, ενσωματώνει το παπαδιαμαντικό κομποσκοίνι, δίχως να χάνει τίποτα από το φως του, αλλά η δι’ αυτού προσευχή μας πηγαίνει πολύ πίσω. Μη αρνούμενος τις θεμελιώδεις διαφορές, αφήνει όμως κατά μέρος τα αμυντικά απωθημένα ως προς τη Δύση-έστω κι αν δέχεται τις ιστορικές αιτίες αυτών των απωθημένων. Ο Έλλην Τ. Κ. Παπατσώνης δημιουργεί στην ποίησή του το κλίμα μιας χριστιανικότητας όπου ως ιστορική σάρκα εμπειρίας βλάστησε τους πρώτους δέκα αιώνες της χριστιανικής ιστορίας. Εννοείται ως Έλληνας μόνον μέσω της οικουμενικότητας που έδωσε στον όρο η χριστιανική του σημασιοδότηση. Εκεί περί τα 1920, αυτή η ευρύτητα πνευματικών αναφορών-κι ενόσω τελεί σε ενημέρωση για το τι τεκταίνεται στην ευρωπαϊκή ποίηση, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την τροπή των ποιητικών δεδομένων στην ελληνική γλώσσα, κομίζοντας τις παράξενες αύρες της ιδιότυπης αισθαντικότητας και πνευματικότητάς του. Στις μορφές η ελευθερία που φέρνει ο Παπατσώνης, κατακυρώνεται από τη μίξη της καθαρεύουσας και της δημοτικής, από τα ενσωματωμένα αποσπάσματα της Υμνογραφίας, ελληνόγλωσσης και λατινικής. Και πάνω απ’ όλα από τον ελεύθερο στίχο του. Να γιατί, η γλώσσα του απηχεί τον Καβάφη. Γιατί και οι δυό τους-τόσο διαφορετικοί ιδιοσυγκρασιακά- δημιουργούν γλώσσα παλίμψηστη: Ο Αλεξανδρινός με αποσπάσματα και ήχους από την κοινή Αλεξανδρινή μέχρι και τη φαναριώτικη ΄ ο Nobilissimus Παπατσώνης από την εκκλησιαστική ρωμανική παράδοση. Γνωρίζοντας ο Παπατσώνης τις ποιητικές ανακατατάξεις στην Ευρώπη, δεν αναμηρυκάζει. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως τον βοηθούν μονάχα για το καλύτερο ξεδίπλωμα της δικής του πνευματικότητας, που τον ωθεί προς τις συγκεκριμένες μορφές. Μορφές πρωτόγνωρες, άσχετες με τα ρεύματα που, στα 1920, διατρέχουν τον ευρωπαϊκό ποιητικό λόγο (καθαρή ποίηση, υπερρεαλισμός κ. ά.).  Απροσδόκητη ανάδειξη της δραστικότητας τετριμμένων από την κατάχρηση λέξεων, συνδυασμοί στοιχείων της ποιητικής παράδοσης με λόγιες εκφράσεις, φως και κλίμα πρωτοχριστιανικής ευαγγελικότητας. Η επερχόμενη γενιά του ’30, ξενίσθηκε από το ιδιότυπο κλίμα της παπατσωνικής θρησκευτικότητας, που φανερώνονταν ως ανοίκεια γι’ αυτούς παραδοξότητα. Οι όροι συνομιλίας της με την Ευρώπη, αλλά και τα συμφραζόμενα μέσω των οποίων έσκυψε στην ελληνική παράδοση, ήταν διαφορετικοί. Η χριστιανική-στην ιστορική της και πνευματική καθολικότητα- ελληνικότητα του Τ. Κ. Παπατσώνη, πήγαινε πολύ βαθύτερα στην ιστορία και έδινε καρπούς-ίσως ίσως- εξωτικούς, εν αναφορά προς την επανεύρεση του τοπίου και των αναλογιών του στις αισθήσεις, ή του βάρους του ιστορικού δράματος, νοουμένου στο πεδίο της τραγωδίας. (Στοιχεία που συγκροτούν την πορεία της γενιάς του ’30).
     Σήμερα, που ο κορεσμός γίνεται περισσότερο αισθητός στα ποιητικά μας πράγματα, ο Παπατσώνης μπορεί να μας δώσει πολλά. Πρώτα απ’ όλα, μπορεί να μας συμφιλιώσει με την πνευματικότητα του ιστορικού μας παρελθόντος, για να κατανοούμε το παρόν μας πληρέστερα. Η ποίησή του μας βοηθά, κατόπιν, να διαβάσουμε γονιμότερα και τη μεσοπολεμική περίοδο αλλά και το ’30.
     Όσο για τις νευρασθένειες περιφερειακού και μεταπρατικού τύπου, οι οποίες θεσμοθετούν αλλοιώσεις και παραναγνώσεις- γι’ αυτές και για κάθε αντίστοιχη ιδεοληψία, ο Παπατσώνης θα αποτελεί Γη που τρέμει ως προς τις βεβαιότητες που διατυπώνουν. Αυτές κατά βάθος είναι παραισθήσεις. Επιστρέφοντας στις νύξεις της αρχής του κειμένου, θα παραδειγματολογούσα, λέγοντας ότι ο Παπατσώνης εμπράκτως καταρρίπτει την πεποίθηση της χαώδους-δήθεν-αντιθέσεως, μεταξύ ιθαγένειας και οικουμενικότητας ΄ αποδεικνύει δε, ότι το δεύτερο δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την ύπαρξη του πρώτου ΄ η πρωτοποριακή του ποιητική ευρύτητα δένει σε μορφές υψηλού κύρους, το τοπικό με το καθολικό, το εθνικό με το υπερβατικό. Το ποιητικό υποκείμενο πολιτεύεται- με την έννοια του υμνογραφικού εν τω βίω πολιτευσάμενος- συγκροτώντας έναν ποιητικό χώρο όπου το κοινό δένεται με το προσωπικό. Το κοινωνικό με το πνευματικώς υπερβατικό. Δύσκολα πράγματα, όταν απολυτοποιείς στην ανάγνωσή σου το μέρος εις βάρος του καθόλου. Όταν, για να βεβαιώσεις τους ιδεολογικούς σου κώδικες, οριζοντιώνεις, στην προκρούστεια λογική των ζντανοφικών εμμονών ή του άσαρκου μεταμοντερνισμού της υπερ-εσχατολογίας, ακόμη και την ποίηση.
--
Σημειώσεις:
-Στο τέλος του «Εγκωμίου του Friedrich Holderlin» αναφέρονται στην έκδοση τα εξής: Το παραπάνω κείμενο είναι ομιλία κατά τον πανηγυρισμό της διακοσιετηρίδος από τη γέννηση του ποιητή, που έγινε στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών στις 10 Απριλίου 1970. Η Ελένη Κυπραίου, μετά την ομιλία, απήγγειλε τους τρείς ύμνους, που δημοσιεύονται πιο κάτω, σε μετάφραση του ομιλητή, σελ. 27. Στην επομένη σελίδα, 28 πριν το κεφάλαιο «Ο ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΣ» Εισαγωγικό Σημείωμα στην Παράφραση του Ποιήματος «ΘΡΗΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕΝΩΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΤΙΜΑ», δημοσιεύονται 7 ξενόγλωσσοι τίτλοι βιβλίων, «Μερικά χρήσιμα βιβλιογραφικά στοιχεία από την υπάρχουσα απέραντη διεθνή βιβλιογραφία». Αναφέρονται το μελετήματα του φιλόσοφου Martin Heidegger Erlauterungen  zu Holderlins Dichtung 1953, και η έκδοσή του στην γαλλική της μετάφραση από Gallimard 1968. Το γραμμένο στα γερμανικά μελέτημα, στη γαλλική του μετάφραση του φιλόσοφου Karl Jaspers, Strindberg et Van Gogh Holderlin et Swedenborg. Το βιβλίο του Maurice Blanchot: La Folie par Excellence. Με την διευκρίνιση μέσα σε παρένθεση «(Πρόλογος πολύ ενδιαφέρων στην παραπάνω μελέτη του Jaspers, 1953)». Το βιβλίο του Dr. Med. Wilhelm Lange: Holderlin. Eine Pathographie 1909. Το βιβλίο του Jean Laplanche: Holderlin et la Question du Pere 1961. Και, Hans Schneider: Holderlins “Halfte des Lebens”, ein daseinanalytischer Versuch. (Από τη Μηνιαία Επιθεώρηση Ψυχιατρικής και Νευρολογίας, Basel, Switzerland, 1946).
- Στην σελίδα 75 της έκδοσης στο κεφάλαιο «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ» ο ποιητής και μεταφραστής Τάκης Παπατσώνης σημειώνει: «Εκτός των πολλών γερμανικών (περισπούδαστων έργων) πρέπει να μνημονευθεί η αξιόλογη αλλά συντομώτατη, σχεδόν επιγραμματική, διπλή ελληνική συμβολή του Δ. Καπετανάκη («Χαίλδερλιν», εκδ. «Κύκλου», 1938 και «Η Μυθολογία του Ωραίου», εκδ. Παπαδογιάννη, 1937)».
-στην σελίδα 113 στο «Σχεδίασμα παραφράσεως» του ποιήματος «ΠΑΤΜΟΣ», σημειώνει μεταξύ άλλων ο Τάκης Παπατσώνης: «Την ημιτελή όμως μορφή παραθέσαμε ολόκληρη (βλ. σελ. 349-352 του γερμανικού κειμένου), γιατί παραλλάζει τόσο σημαντικά, ώστε ν’ αποτελή ένα αξιοθαύμαστο συμπλήρωμα και τελείωσι, παρ’ όλο το κολόβωμά της, των δύο πρώτων. Το ακέραιο ποίημα υποδιαιρείται σε δεκαπέντε στροφές (υποτυπωδώς, χωρισμένες στο νόημα) των δεκαπέντε στίχων ΄ σύνολο στίχοι 225».
-Στο περιοδικό «Εποπτεία» τχ. 58/6, 1981, σ. 525-, στην ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ο πειραιώτης Ευάγγελος Ν. Μόσχος υπογράφει το κείμενο «Η Εξαστράφτουσα Παρουσία» ένα μελέτημα για τον ποιητή Τάκη Παπατσώνη. Εκ παραδρομής, αναγράφεται το όνομα του ποιητή ως Γ. Παπατσώνης.
-Το κείμενο «Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ» του Δημήτρη Σταθόπουλου, στο περιοδικό «Ευθύνη» τχ. 79/7, 1978, σ. 403-405, είναι όπως αναγράφεται, «Ομιλία στο «Παρνασσό», στις 17/2/1978 σε τιμητική βραδιά για τον ποιητή Παπατσώνη. Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι ο Δημήτρης Σταθόπουλος, υπογράφει και το κείμενο «ΤΑ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΡΦΙΑ». Πασχαλινός περίπατος στο Όρος με συντροφιά το «αγιορειτικόν εργόχειρον» του Παπατσώνη, σ. 87-92 στον τόμο «ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ» ΓΙΑ ΤΑ ΟΓΔΟΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ, έκδοση «ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ», Μάϊος 1976. Με αυτόν τον τόμο αυτόν, τον αφιερωμένο στον ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη αρχίζουν την οσάνω αφιερωματική σειρά τους οι εκδόσεις και το περιοδικό «Ευθύνη» του ποιητή και μεταφραστή Κώστα Ε. Τσιρόπουλου. Στο ίδιο αφιέρωμα ο Παπατσώνης, δημοσιεύει την «Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΠΩΝ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ», σ. 393-395, Ανέκδοτη ραδιοφωνική ομιλία. Του δασκάλου της θεατρικής τέχνης Κώστα Γεωργουσόπουλου, «ΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ» σ.396-399. Το κείμενο του ποιητή Ματθαίου Μουντέ (ποιος δεν θυμάται την ραδιοφωνική του εκπομπή «Αιγαίο ρίζα και παράδοση),  «ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΠΙΚΡΟ …». Μνήμη Τάκη Παπατσώνη σ. 400-402.
-Ο Θεσσαλονικιός ποιητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Θέμελης, είναι νομίζω ο πρώτος που συσχετίζει τους δύο αυτούς θρησκευτικούς ποιητές της γραμματείας και παράδοσής μας. Του καθολικού ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη και του ορθόδοξου διηγηματογράφου κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το μελέτημα του ποιητή Γιώργου Θέμελη (Σάμος 23/8/1900- Αθήνα 14/4/1974) «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ-ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ», σ.43-56, «Ο Παπατσώνης σα να συνεχίζει τον Παπαδιαμάντη, προχωρώντας πιο πέρα με αφετηρία το «πράγμα», όπως εκείνος. Η απογείωση από το συγκεκριμένο και απ’ το πράγμα είναι, νομίζω, στοιχείο αυστηρά «μοντέρνο», αν και ειδικώτερα «ελληνικό» και επομένως ο Παπατσώνης από τούτη τη μεριά είναι ποιητής μοντέρνος στην ουσία, όσο κι αν δείχνει στην επίφαση, δηλαδή στην όψη της μορφής, ότι ανήκει στην ανανεωμένη παράδοση. Και έχει πράγματι στοιχεία από κεί, διαμορφωμένα μ’ ένα δικό του προσωπικό τρόπο.», είναι από το βιβλίο του «Η ΕΣΧΑΤΗ ΚΡΙΣΙΣ» εκδόσεις Γεωργίου Φέξη 1964. Όπου ξεχωρίζουν επίσης τα μελετήματα «Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ», «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ», «ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ Ή ΤΑ ΠΤΕΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ» κ. ά. Ο μοντέρνος ποιητής Τάκης Κ. Παπατσώνης, εξετάζεται και σε άλλα μελετήματα του Θέμελη, όπως πχ. «Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ»-ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ, τόμος β΄, εκδ. Κωνσταντινίδη-Θεσσαλονίκη 1969, στον τόμο «ΕΝΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ»- Πορεία προσανατολισμού προς το Άγαλμα, εκδ. Κωνσταντινίδης 1975, στον τόμο «Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ» ΙΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ, εκδ. Βάκων 1967.
-Ο εικαστικός και συγγραφέας Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ένας από τους πλέον εμβληματικούς ζωγράφους της γενιάς του 1930. Της γενιάς που την μάχονται τα τελευταία χρόνια, νεότεροι μετασεφερικοί μελετητές και κριτικοί των μεταγενέστερων λογοτεχνικών γενεών Ο Γκίκας, είναι ο μπροστάρης του τιμητικού αφιερώματος των Τετραδίων Ευθύνης το αφιερωμένο στον Τ. Κ. Π., με το κείμενο «ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ», σ.9-10, «Παρ’ όλο που δεν είμαι άνθρωπος της πέννας έχω κατά καιρούς γράψει για την ποίηση του φίλου μου Τάκη Παπατσώνη καθώς και για τον ίδιο τον άνθρωπο, για την πολυμάθειά του και για το μεταφραστικό του έργο.» και καταλήγει ο Γκίκας, «Φαντάζομαι πώς ο Παπατσώνης μοιάζει λίγο με τον μεγάλο Θιβετιανό ασκητή και δεν θα απεποιήτο το απόφθεγμα». Η στιχομυθία που αναφέρει ο ζωγράφος είναι η εξής: «Έτσι, όταν κάποτε ένας νέος θρησκευόμενος μοναχός και επίδοξος αναχωρητής παρουσιάσθη στο χιονισμένο ασκητήριο του διάσημου θιβετιανού διδάσκαλου παρακαλώντας να τον δεχθή για μαθητή του, εκείνος αφού τον κοίταξε προσεκτικά, τον ρώτησε αν ξέρη να λέη ψέμματα και όταν ο νεαρός απάντησε με αγανάκτηση: «Ποτέ», «έ, τότε» του λέει, «πήγαινε πρώτα να μάθης κι’ ύστερα έρχεσαι πάλι σε μένα», σ.9-10.
Το γνωστό καλλιτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε η φιλική ομάδα των καλλιτεχνών τον μεσοπόλεμο 1935-1937, μεταξύ των οποίων στενός συνεργάτης υπήρξε και ο πειραιώτης Δημήτρης Πικιώνης είναι το 3Ο μάτι, τεύχη 1-12. Έκδοση Πνευματικής Καλλιέργειας και Τέχνης. Τα τεύχη του περιοδικού ανατυπώθηκαν σε έναν μεγάλου μεγέθους τόμο τον Ιούνιο του 1982 στην Αθήνα από το «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ» στην σειρά «περιοδικά του 20ου Αιώνα, 4» του κυρού Μάνου Χαριτάτου. Στο ευρετήριο των ονομάτων των τελευταίων σελίδων συναντάμε και το όνομα του ποιητή και μεταφραστή Τάκης Κ. Παπατζώνη στις σελίδες: 50,83,112,113,158,162. Ας δούμε τις συνεργασίες (ποίηση και μετάφραση) του Τάκη Κ. Παπατσώνη στο περιοδικό:
«ΤΡΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ JOHN RUSKIN» μτφ. Τ. Κ. Παπατζώνη σ.50-61, τχ. 1. 
Στην σελίδα 69, που δεν αναφέρεται στο ευρετήριο, δημοσιεύεται το κείμενο του Jiro Harada, The Gardens of Japan. ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟΙ ΚΗΠΟΙ, σε μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη. Μετά το κυρίως κείμενο ακολουθεί ένα επεξηγηματικό, «Γενική διαίρεση. Τα περιβόλια της Ιαπωνίας έχουν από πολύ καιρό υποδιαιρεθή, σύμφωνα με το χαρακτήρα του εδάφους, σε δύο γενικές κατηγορίες….» στο τέλος του κειμένου, αναφέρονται τα αρχικά Τ. Κ. Π. Προσμετρώ την μετάφραση στον Παπατζώνη ελπίζοντας να μην λαθεύω, μια και δεν υπάρχει όπως τονίζει και ο ποιητής Νάσος Βαγενάς μια εργογραφία και βιβλιογραφία για τον ποιητή μέχρι σήμερα.
Στο τριπλό τεύχος 4,5,6 του 1936, σ.83-88, δημοσιεύεται το κείμενο του Τ. Κ. Παπατζώνη, «ΕΝΑ ΨΙΧΙΟΝ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΙΠΝΟ. (DANTE), «Κάποιος βουδδικός μύθος διηγάται πως…».
Στις σελίδες 112-115, ο Παπατζώνης παρουσιάζει «ΤΕΣΣΕΡΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ». Α΄ ΜΥΘΟΣ. Β΄ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ. Γ΄ ΤΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΕΡΜΑΡΙΑ. Δ΄ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ.
Στην σελίδα 158, μετά το παραμύθι I FURMIKA KE O PONTIKO- PARAMITHI TIS KALABRIAS, δημοσιεύονται σκηνές από την «εξωφρενική ιλαροτραγωδία» του ALFRED JARRY, UBU-ROI, τις σκηνές II, III τις μεταφράζει ο Τάκης Κ. Παπατζώνης, σ.159.
Τέλος, στις σελίδες 162-163, ο Παπατζώνης μεταφράζει: ΙΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ, JAMES JOYCE, ULYSSES (Η αρχή του μονολόγου της Κυρίας Μπλούμ).
- Το τεύχος του περιοδικού Κ,  είναι αφιερωμένο στον ποιητή. Στο ίδιο τεύχος επίσης, η Βασιλική Κοντογιάννη, δημοσιεύει «Από την Αλληλογραφία Σεφέρη-Παπατσώνη-Δημαρά. Ποίηση, γλώσσα και ιδεολογία» σ.5-25. Ο Αλέξης Ζήρας επίσης, γράφει την εισαγωγή και σχολιάζει «Ένα αυτοβιογραφικό κείμενο  και δύο επιστολές» σ. 32-36. Στις σελίδες 37-38 δημοσιεύεται «Ανέκδοτη μετάφραση του Τ. Παπατσώνη Adventus της Christina Rossetti (1830-1894). Ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου δημοσιεύει το «Η ποιητική ουτοπία της μικράς άρκτου. Παρατηρήσεις για την Ursa Minor (1944) του Τ. Κ. Παπατσώνη, σ. 39-44. Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Δημήτρης Κοσμόπουλος, υπογράφει το κείμενο «Παπατσώνης Nobilissimus” σ. 45-51. Ο Δημήτρης Αγγελής, γράφει το «Ο ποιητής που στις ανθολογίες παραλείπεται» σ. 51-53. Ο Δημήτρης Ελευθεράκης γράφει το «Τ. Κ. Παπατσώνης: Γραμματολογική κατάταξη, θρησκευτική ποιητική και προϋποθέσεις της έρευνας» σ.54-62. Η Βαρβάρα Παπασταύρου- Κορωνιωτάκη γράφει το «Τάκης Παπατσώνης- Πωλ Κλωντέλ όταν «η Μούσα είναι η θεία Χάρις», σ. 62-68.Ο ποιητής Γιάννης Κοντός στην μνήμη του Ματθαίου Μουντέ δημοσιεύει το κείμενο «Η βαθιά συνείδηση και η ποίηση, το γαλάζιο ιμάτιο της Παναγίας» του Τάκη Παπατσώνη» σ. 69-79.
- ΒΙΒΛΙΑ
 -ΟΠΟΥ ΗΝ ΚΗΠΟΣ, Δοκίμια, εκδ. «Οι Εκδόσεις των Φίλων», Δεκέμβριος 1972, σελ. 176. Δραχμές 250
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ποικίλματα και Σχολιασμοί στην εορτή της Πεντηκοστής, σ. 7
Όταν ανθίση το αμύγδαλον, σ. 51-
Φόβος Κυρίου, σ. 54
Η πολυπράγμων δεξιά, σ. 57
Διαθήκη αιώνος, σ. 61
Βάρος δόξης, σ. 65
«Μύλος ονικός», σ. 68
Το αίμα της ειρήνης, σ. 71
Περί ανίας και περί ανοίας, σ. 74
Πέρα κι από τη συντέλεια, σ. 79
Ελληνοχριστιανισμός, σ. 83
De libero arbitrio et de Gratia Divina, σ. 85
Ή άτρωτη Μούσα, σ. 91
Οι νέοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, σ. 94
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σ. 98
Τά κατά Παύλον, σ. 103
Το θέατρο του Κλωντέλ, σ. 134
Ο Έλιοτ ζή, σ. 142
Παύλος Βαλερύ, σ. 146
Schicksalsverbundenheit, σ. 167
-ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ, Ο ΚΛΗΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ. Δράμα σε τρείς πράξεις, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη Οκτώβριος 1973, (Προλεγόμενα σ.7-27 Τ. Παπατσώνης) σ. 148 
-ΕΚΛΟΓΗ Α΄ URSA MINOR έκδ. Ίκαρος, Μάϊος 1975, σ. 174, έκδ. γ΄, δραχμές 150.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σχήμα (1929), σ. 7
ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ
Βραδύνοια (1931), σ. 11
Η Πέτρα (1929), σ. 12
Σχήμα περί Πλάνης (1930), σ. 13
Η Παρηγοριά (1930), σ. 14
Εστία (1933), σ. 15
Ο Αθροιστής (1932), σ. 16
Έξοδος (1932), σ. 17
Παροιμία (1932), σ. 18
Νόμος (1932), σ. 19
Η Εξάρτηση (1932), σ. 20
Μνήμες (1933), σ. 21
Η Κυριακή (1933), σ. 22
Περιηγητές στη Λειτουργία (1929), σ. 23
Ο Δίκαιος (1933), σ. 24
Οι Νέες Βλαστήσεις (1933), σ. 25
Η Εξαγορά (1933), σ. 26
Τέρμα (1933), σ. 27
Περί των Πάντων (1932), σ. 28
Αφθαρσία (1933), σ. 29
Οι Εκβεβλημένοι (1932), σ. 30
Ταραχή (1933), σ. 31
Συνάντημα (1933), σ. 32
Συρραφές (1933), σ. 33
Adventus (1934), σ.34
Ο Δυνάμενος (1933), σ. 36
Τα Σημεία (1933), σ. 37
Λαβύρινθοι (1933), σ. 38
Credo (1931), σ. 39
ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Beata Beatrix (1920), σ. 43
Rapina Sabinarum (1921), σ. 44
Νυχτερινόν Ελάφι (1919), σ. 46
Daniel in fovea leonum signata (1921), σ.48
Μεγάλη Αναμονή της Επιούσης (1930), σ. 50
Εμφάνιση Μεδουσών τον Σεπτέμβριο (1933), σ. 52
Gigantes Gog et Magog (1921), σ. 53
Ημέρες θολές και βορινές την Άνοιξη (1926), σ. 55
Απόψεις της θαλάσσης (1933), σ. 57
Πλήρωμα Αγιότητας (1925), σ. 59
Lourdes (1933), σ. 60
Ίβίσκος (1933), σ. 62
Τριανταφυλλιά (1925), σ. 63
Ο ΕΝΙΑΥΤΟΣ
Το Ροζάριό μου (1914), σ. 67
Κυριακή Ε΄ μετά την Πεντηκοστή (1921), σ. 68
Πέτρου και Παύλου των Κορυφαίων (1921), σ. 69
Των Κορυφαίων Πέτρου και Παύλου στην Λειτουργία (1921), σ. 70
Των Κορυφαίων στον Δεύτερον Εσπερινό (1921), σ. 72
Μνήμη του Αποστόλου Παύλου (1921), σ. 73
Του Βαπτιστού Ιωάννου (1921), σ.74
Το σκίρτημα της Ελισάβετ (1921), σ.76
Στην Απόδοση της Γιορτής των Κορυφαίων (1921), σ. 78
Στην Απόδοση της Γιορτής των Κορυφαίων (Νέα Εντύπωση) (1921), σ. 81
Μία Δευτέρα του Έτους (1921), σ. 82
Μία Τετάρτη του Έτους (1921), σ. 83
Φωτοβόλη τιμωρία του Πραίτωρα (1934), σ.84
Χριστουγεννιάτικη Αγρυπνία (1914), σ. 86
Κατά την  Γέννησιν του Κυρίου (1915), σ. 87
Τριώδιον (1934), σ. 88
Του Λαζάρου (1933), σ. 89
Η Κυριακή των Βαϊων (1914), σ. 90
Περί του Ξύλου (1929), σ. 91
Έν ώρα θερινή (1928), σ. 93
Ωδή (στον παλιόν ιρλανδικό τρόπο) (1929), σ. 95
Βάϊα (1915), σ. 97
Κατά τον Δείπνον (1934), σ. 98
In Parasceve (1934), σ. 100
Τα Εγκώμια (1915), σ. 101
Κατάνυξις Μεγάλης Παρασκευής (1914), σ. 102
Πρό της Ελεύσεως (1925), σ. 103
Των θυρών κεκλεισμένων (1934), σ. 104
Είς Κόρην, όπου αναθρέφετο μέσα εις Μοναστήριον (1919), σ. 105
Τρία Ρόδα (1919), σ.106
Της Υπαπαντής (1934), σ. 108
Το Υπέρ Χιόνα (1915), σ. 109
ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Λιτανείες της Παναγίας (1919), σ. 115
URSA MINOR (1944)
Αφιέρωση: Θαρραλέα γυναίκα στολισμένη με πολλά γαρύφαλα… σ. 125
Α΄. Τό θήραμα, σ.131
Β΄. Πίστη κι’ ελπίδα, σ. 135
Γ΄. Η εξαγγελλόμενη, σ. 138
Δ΄. Πρίν από ταξίδι, σ. 143
Ε΄. Οι μοίρες άγουν, σ.147
ΣΤ΄. Το πέτρινο έντομο, σ.151
Ζ΄. Οι έλξεις, σ. 157
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Χρονικό της σκλαβιάς και της καρτερίας (1944), σ. 163
-Ο ΤΕΤΡΑΠΕΡΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Β΄ ΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ. Εξωλογικό σχόλιο πάνω σε δυό ποιήματα Juvenilia του Edgar Allan Poe. εκδ. Ίκαρος, Απρίλιος 1976, σ.416.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ταμερλάνος, ποίημα (παραφραστική προσπάθεια, σχολιασμός), σ. 9-57
Η μεταφυσική ερμηνεία, σ. 57
Νέα ζωή, σ.93
6 Ιουλίου 1974, Σπέτσες, σ. 110
20-23 Ιουλίου 1974, σ. 144
Τρίτη 23, Τετάρτη 24 Ιουλίου, σ. 148
Εισοδικό σε άλλον κόσμο, σ. 207
Άλ’ Ααραάφ (σχόλιο στο ποίημα Άλ’ Ααραάφ), σ. 214
Εισαγωγή σε μια πρώτη ερμηνεία, σ. 242
Άλ’ Ααραάφ, το δεύτερο μέρος (σχόλιο), σ. 307
Άλ’ Ααραάφ, ποίημα (δοκιμή μεταφραστική), σ. 337
Σχολιασμός στο δεύτερο μέρος, σ. 361
Ερμηνευτικοί στοχασμοί του δεύτερου μέρους, σ. 371
Επιλεγόμενα, σ. 407-409
Ο τόμος που παρουσιάζω με τίτλο: Ο Τετραπέρατος Κόσμος Β΄, έρχεται σαν συνέχεια του τόμου Ο Τετραπέρατος Κόσμος Α΄, που δημοσιεύθηκε εδώ και δέκα χρόνια (Ίκαρος 1966).
Κι’ οι δύο τόμοι περιέχουν δοκίμια και μελέτες μου. Ανάμεσα στους δύο αυτούς τόμους υπάρχουν οι εξής δύο διαφορές: Ο τόμος Α΄, περιέχει μεγάλον αριθμό δοκιμίων και μελετών πάνω σε παντοία θέματα, ενώ ο Β΄, αποτελεί μία και μόνη εκτεταμένη μελέτη, σχετική με δύο νεανικά ποιήματα του Edgar Allan Poe. Η δεύτερη διαφορά είναι πώς τα δοκίμια του Α΄ τόμου είχαν όλα δημοσιευθεί σε παλιούς καιρούς σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ενώ, η μελέτη του Β΄ τόμου είναι ανέκδοτη. Εδαπάνησα πέντε χρόνια για να την καταρτίσω΄ μεσολάβησαν μακρά διαλείμματα, όπου αναγκαζόμουν για διάφορους λόγους να διακόπτω. Θα γίνει φανερή στον αναγνώστη η διαφορά κι’ η εναλλαγή των διαθέσεων και η συνακόλουθη (μάλλον θελημένη) ασυναρτησία. Άς μην περιμένει αυστηρούς λογικούς συνειρμούς σε ένα έργο, που ο εργάτης του ο ίδιος του δίδει για υπότιτλο «Λήρος και Λόγος».
     Αναγκαστικά ο τόμος περιέχει ενσωματωμένες στην μελέτη: α) προσπάθεια παραφραστική του νεανικού ποιήματος «Ταμερλάνος» (αυτή έχει δημοσιευθεί στις εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου, μαζί με τη μετάφρασή μου της “Anabase” του  Saint- John Perse), β) προσπάθεια ελληνικής αποδόσεως του δεύτερου ποιήματος της μελέτης, νεανικού κι’ αυτού, του “Al Aaraaf” και γ) μετάφραση του ποιήματος της ωριμότητας του Poe, της “Ulalume” που χρονολογείται από το 1917! Για το τελευταίο αυτό ποίημα γίνεται λόγος στο μελέτημα, για τούτο και το παραθέτω.
     Σκοπός του Σχολίου είναι κυρίως η επιθυμία μου ν’ αποδείξω τον μαντικό, τον προφητικό χαρακτήρα που έχουν τα δύο αυτά καταπληκτικά νεανικά κείμενα. Μαντικά και προφητικά, καθώς βρίσκουν την πλήρωσή τους στην μετέπειτα τραγικά ταραχώδη ζωή του ονειροπόλου Ποιητή, του μεγάλου και τραγικού Έρωτα, της θεοποιημένης ιδανικής Εξαδέλφης και Συζύγου του, συμπάρεδρο των Αγγέλων πού την αφήρπασαν από την αγκαλιά της απέραντης στοργής του.
     Δεν αισθάνομαι διόλου ασφαλής για την πειστικότητα των οραματισμών μου και για την σωστή ερμηνεία των οραματισμών του Ποιητή: έχω τη συναίσθηση πώς βαδίζω ανάερα μέσα σε πυκνή νεφέλη και παραληρώ. Αλλά και η ύπαρξη του Ποιητή πού μου επιβλήθηκε από τη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου ως τα σημερινά έσχατα χρόνια, δεν ήταν διαφορετική. Λήρος ήταν μάλιστα Λήρος χωρίς ίχνος Λόγου.
1971-1975 Σπέτσες-La-Tour-du-Pin (Dauphine)-
Κέρκυρα-Σπέτσες-Κηφισιά 
Ουλαλούμη, ποίημα (μετάφραση, σ. 410
-ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. κριτική παρουσίαση Γιάννας Νταουντάκη, εκδ. Κουλτούρα-ΑΘΗΝΑ Φθινόπωρο 1979, σελ.80
-ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΘΩ ήτοι Πηδάλιον νηπτικόν για περιδιάβαση του Όρους, εκδ. Ίκαρος Απρίλιος 1984, σελ. 198. (Φωτολιθογραφική ανατύπωση της έκδοσης του 1963)
-EDGAR ALLAN POE, ΤΑΜΕΡΛΑΝΟΣ, μετάφραση Τάκη Παπατσώνη, εκδ. Διάττων- Εκδοτικό Τυπογραφείο Οκτώβριος 1984, σελ. 40, δρχ. 150
Κείμενο σ. 7-29, Επίμετρο του μεταφραστή σ. 33-34
EDGAR ALLAN POE
Ο Poe ανήκει από πολύν καιρό στην ιστορία και συγκαταλέγεται με τους δοξασμένους της γης. Όσο κι’ αν οι σύγχρονοι συμπατριώτες του προσπαθούν να τον ρίξουν στην καταφρόνηση ή την λησμονιά, μένει πάντα μεγάλος, κι’ η Ευρώπη πολλά του χρωστάει. Για τον Poe όποιαν έκδοση κι’ αν ανοίξει κανείς, θα βρή την τραγική υποβλητική του βιογραφία. Για τούτο θ’ αρκεσθώ μόνο να επαναλάβω εδώ τρείς χρονολογίες: της γέννησής του, 19 Ιανουαρίου 1809, του θανάτου του, σε ηλικία σαράντα ετών, μια Κυριακή, 8 Οκτωβρίου 1849, και της σύνθεσης του πρώτου του ποιήματος που είδε το φως της δημοσιότητος στα 1827, δηλαδή σε ηλικία του ποιητή δέκα οκτώ ετών: Ένα φυλλαδάκι τυπώθηκε με χίλια βάσανα με τίτλο:
TAMERLANE
AND
OTHER POEMS
BY A BOSTONIAN
Young heads are giddly, and young hearts are warm, And make mistakes for manhood to reform.- Cowper Boston
Calvin F. S. Thomas…. Printer 1827
Το τομίδιο αυτό «για λόγους καθαρά προσωπικούς» αλλά που μένουν άγνωστοι, αποσύρθηκε πρίν ακόμη μπεί στην κυκλοφορία, για να ξανα-εκδοθεί ύστερ’ από δυό χρόνια αναθεωρημένο, στην τελειωτική του μορφή. Αυτού του εφηβικού «πρωτόλειου», που έχει όμως την ίδια ακέραια σφραγίδα του μεγάλου του δημιουργού όπως και το ύστατο, πρίν το θάνατό του, “Ulalume” επιχείρησα την απόδοση. 
-ΕΚΛΟΓΗ Α΄ URSA MINOR- ΕΚΛΟΓΗ Β΄ εκδ. Ίκαρος Νοέμβριος 1988, σ.352
-FRIEDRICH HOLDERLIN 1770   1843   1970   Εγκώμιο Τρείς Ύμνοι   Τρία Σχόλια, εκδ. Ίκαρος Σεπτέμβριος 1993, σ. 128. Β΄ έκδοση, δρχ. 1800
Περιεχόμενα
Εγκώμιο του Friedrich Holderlin, σ.7-
Βιβλιογραφικά στοιχεία, σ. 28
Ο Προσωκρατικός, σ. 29
«Θρήνοι του Μένωνος για τη Διοτίμα», (MENONS KLAGEN UM DIOTIMA)- Σχεδίασμα παραφράσεως, σ. 37-
Διονυσιακά, Σχόλιο ερμηνευτικό στον ύμνο «ΆΡΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙΝΟΣ», σ. 44-
«Άρτος και Οίνος», (BROT UND WEIN)-Σχεδίασμα παραφράσεως, σ. 65-
Το τραγούδι της εκστάσεως και της λατρείας του Χριστού. Σχόλιο στο Ποίημα «ΠΑΤΜΟΣ», σ. 75-
«Πάτμος», Σχεδίασμα παραφράσεως, σ. 112-
 ΠΑΤΜΟΣ. Απόσπασμα από μεταγενέστερο ημιτελές σχεδίασμα, Παράφραση από το πρωτότυπο, σ. 121-
-ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ. ΓΙΑ ΤΑ ΟΓΔΟΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ. εκδ. Τετράδια Ευθύνης 1/ Μάϊος 1976, σελ. 158.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
-ΧΡΕΟΣ, σ. 7
-Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ. 9-
-Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ΠΕΡΙ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ ΤΙΝΑ, σ. 11-
-Ζωή Καρέλλη, ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΗΤΩ, σ. 15-
-Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, ΔΙΑΔΟΧΗ «ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ», σ. 25-, (ποίημα)
-Μηνάς Δημάκης, ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, σ. 28-
-Γιώργος Θέμελης, Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟΥ, σ. 34-
-Δημήτρης Π. Παπαδήτσας, Η ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΑ ΔΥΣΤΥΧΙΑ, σ. 44-
-Μελισσάνθη, Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΠΑΥΣΗΣ (Μια μικρή νύξη σ’ ένα μεγάλο Θέμα), σ. 51-
-Τάκης Βαρβιτσιώτης, ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ. 57-
-Νίκος Φωκάς, Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, σ. 59-
-Μιχάλης Γ. Μερακλής, ΟΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΤΙΒΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ. 72-
-Δημήτρης Σταθόπουλος, ΤΑ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΡΦΙΑ, σ. 87-
-Κίμων Φράϊερ, ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, σ. 93-
-Ματθαίος Μουντές, Η ΔΑΨΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ, σ. 97-
-Κώστας Μυρσιάδης, Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΕΑΤΡΙΚΗΣ ΣΤΗΝ URSA MINOR ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ. 100-
-Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ΣΥΡΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ, σ. 113-
-Στέφανος Ροζάνης, Ο ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΜΑΓΟΣ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ, σ. 123-
-Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, Ο ΣΥΝΔΟΞΑΣΜΟΣ, Αναπόληση του Τ. Κ. Παπατσώνη, σ. 141-
-ΒΙΟΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ του Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ. 151-
-περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος Ν΄ τόμος 100ος τεύχος1185/ Αθήναι, 15 Νοεμβρίου 1976, δρχ. 50.
ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ. Πολυσέλιδα κριτικά κείμενα.- Ανέκδοτες σελίδες. – Επιλογή από το ποιητικό και το πεζογραφικό έργο του, σελ.1463-1529
-Πέτρος Χάρης, Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, σ. 1463
-Νικηφόρος Βρεττάκος, ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, 1464-1469
-Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ «ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», σ.1470-1471
-Τ. Κ. Παπατσώνης, ΑΝΕΚΔΟΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ. ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ (ποίημα 1918), σ.1471-1472,
-Μηνάς Δημάκης, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, σ.1473-1484
-Ματθαίος Μουντές, ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ. 1484-1485
-Θεόδωρος Ξύδης, Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ.1486-1493
-Τάκης Κ. Παπατσώνης, ΔΥΟ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, σ.1494
-Ματθαίος Μουντές, ΕΡΗΜΙΚΗ ΦΩΝΗ ΣΑΝ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ, σ.1496-1499
-Πέτρος Χάρης, Η «ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΘΩ», σ.1500-1501
-Βασίλης Ι. Λαζανάς, ΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ. 1502-1510
-ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, σ.1511-1521:
Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ/ ΕΞΟΔΟΣ/ ΠΑΡΟΙΜΙΑ/ Ο ΔΙΚΑΙΟΣ/ ΤΑΡΑΧΗ/ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ/ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ/ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ/ Ο ΤΡΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΜΑΓΟΣ/ ΕΝ ΤΩ: ΑΔΥΤΩ/ ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ/ ΣΟΦΙΑ/ Ο ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ/ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ/ ΠΟΡΟΣ/ ΤΑ ΕΙΣ ΕΜΑΥΤΟΝ/ ΜΝΗΜΕΣ ΠΙΚΡΕΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ.
-Τάκης Κ. Παπατσώνης, ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ, σ. 1522-1524
-Τάκης Κ. Παπατσώνης, ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΛΕΡΥ (Ή η αφαίρεση πού χαρίζει την αφθαρσία), σ. 1525-1529
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ
-ΚΩΣΤΑΣ Ι. ΠΑΠΑΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ,
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ, εκδ. Αθήνα 1992, σ. 72
-ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΕΓΚΛΗ,
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ στην Γιολάντα Πέγκλη. Επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια: Γιολάντα Πέγκλη- Τάσος Κόρφης, εκδ. Πρόσπερος βιβλίο 81/Φεβρουάριος 1994, σελ. 110
-ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ,
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΑΚΗ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, εκδ. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο-Αθήνα 1997, σελ. 32
-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ,
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, εκδ. Γαβριηλίδης, Απρίλιος 2009, σελ. 224
-ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ,
ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑ. Πίστη και έρωτας στον Τ. Κ. Παπατσώνη, εκδ. Πόλις Οκτώβριος 2017, σ. 78.
[Προλόγισμα] σ.9-
«Αρχή Σοφίας», Εκλογή Α΄ (1934), σ. 15-
Άσκηση στον Άθω (1963), σ. 33-
Εκδοτικό σημείωμα, σ. 77-   
-Από τις σελίδες των βιβλίων του ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη, αντιγράφω και τις εξής εκδοτικές πληροφορίες των βιβλίων του:
ΕΚΛΟΓΗ Α΄ Ποιήματα, εκδ. «Κασταλία», 1934
URSA MINOR, Ποιήματα, εκδ. «Ίκαρος» 1944
ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ. (Ανάτυπο από τον τόμο «Για τον Σεφέρη», 1961)
ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ, εκδ. «Ίκαρος» 1970
ΕΚΛΟΓΗ Α΄- URSA MINOR, β΄ έκδ. «Ίκαρος» 1962
ΕΚΛΟΓΗ Β΄ Ποιήματα, εκδ. «Ίκαρος» 1962
ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΘΩ, εκδ. «Ίκαρος» 1963
ΕΝΑ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΟΥ ΔΑΝΤΕ, Δοκίμιο. (Ανάτυπο από τα «Χρονικά Αισθητικής», 1963)
DANTE ALIGHIERLIN (1265-1965), Δοκίμιο (Ανάτυπο από τις «Εποχές», 1965)
HOLDERLIN, εκδ. «Ίκαρος» 1970
ΜΟΛΔΟΒΛΑΧΙΚΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ, εκδ. «Ίκαρος» 1965
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Paul Claudel, Στίχοι Εξορίας, (Ανάτυπο από τη «Νέα Εστία», 1940)
Paul Claudel, Ο Δρόμος του Σταυρού, (Ανάτυπο από τη «Νέα Εστία», 1940)
Paul Claudel, Ο Κλήρος του Μεσημεριού, δράμα (Ανάτυπο από τη «Νέα Εστία», 1940)
Paul Claudel, Ο Κλήρος του Μεσημεριού, δράμα β΄ έκδοση Κέντρου Σχολής Μωραϊτη)
Τρείς Ύμνοι του Holderlin και Τρία Σχόλια, (Ανάτυπο από τη «Νέα Εστία», 1942)
Aragon, Τρία Ποιήματα, (Έκδοση Γαλλικού Ινστιτούτου 1945)
Saint- John Perse, Ανάβαση, (Έκδοση Γαλλικού Ινστιτούτου 1959)
Edgar Allan Poe, Ταμερλάνος (Έκδοση Γαλλικού Ινστιτούτου 1959).
ΥΓ.
Για να μην το λογοκρίνουν οι διάφοροι που αναδημοσιεύουν τα κείμενα αυτά σε άλλες ιστοσελίδες, που δεν κατανοούν την σημασία του υστερόγραφου, το εντάσσω μέσα στο κείμενο: Τα περιοδικά που συναντά κανείς ποιήματα, κείμενα και μεταφράσεις του Τάκη Κ. Παπατσώνη είναι πάρα πολλά και χρειάζονται ειδική καταγραφή. Πέρα από το γεγονός ότι το κείμενο αυτό υπερβαίνει τις 15.500 λέξεις. Αφήνω για δεύτερο σημείωμα τα άλλα στοιχεία. Αποδελτίωσα το 3ο μάτι και συμπληρωματικά αντιγράφω και τους τόμους του ετήσιου καλαίσθητου περιοδικού ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
Τόμος 1,Εστία 1966. Όταν ανθήση το αμύγδαλο (εσχατολογικό σχόλιο στον Εκκλησιαστή), σ.45-
Τόμος 2, Εστία 1967. Ποικίλματα και σχολιασμοί στην εορτή της Πεντηκοστής, σ.75-
Τόμος 4, Εστία 1969. Εσχατολογικό ή περί προδοσίας, σ. 21-
Τόμος 5, Εστία 1970. Πώλ Κλωντέλ, Winters Tale, σ. 18-, ποίημα
Τόμος 6, Εστία 1971. De libero arbitrio et de Gratia Divina, σ. 69-
και, να συμπληρώσω ότι το κείμενο του καθηγητή και ποιητή Κώστα Στεργιόπουλου, το μεταφέρω από το περιοδικό αποσπασματικώς. 
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου