Οι
Μεταφράσεις του ποιητή Νίκου Σπάνια
Εφημερίδα
ΤΑ ΝΕΑ 6 Φεβρουαρίου 1988
Η
«περίπτωση» Νίκος Σπάνιας
Ένας
ποιητής στη Νέα Υόρκη
Η ΜΟΝΙΜΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Φλεβάρης.
Φαντάζομαι πως πολλοί ασχολούμενοι με τα
λογοτεχνικά θα ‘χουν ασφαλώς συναντήσει το όνομα του Νίκου Σπάνια. Σε συλλογές
του ποιημάτων. Σε μεταφράσεις θεατρικών έργων. Σε περιοδικά κι ανθολογίες.
Πιστεύω πως ελάχιστοι έχουν συναντήσει τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα πρέπει να ‘χουν
διασχίσει τον Ατλαντικό. Διότι ο Νίκος Σπάνιας, δημοσιογράφος, ποιητής,
διηγηματογράφος, μεταφραστής είναι μόνιμα εγκατεστημένος στην Αμερική από το
1953 και-γεγονός σπανιότατο για «μετανάστη»-δεν έχει από τότε, 35 ολόκληρα
χρόνια, πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, ούτε για καλοκαιρινές διακοπές. Η ίδια
η αδελφή του-μοναδικός στενός συγγενής του-αναγκάστηκε να πάει στη Νέα Υόρκη,
για να τον δει!
Από χρόνια παρακολουθούσα τα γραφτά του.
Κάπου θα πρέπει να ‘χω ένα ή δύο ευγενικά του γράμματα. Επιδίωξα εδώ μια συνάντηση.
Μιλήσαμε «εφ όλης της ύλης». Ποιός είναι, επιτέλους αυτός ο άνθρωπος, η
«περίπτωση Νίκος Σπάνιας», για τον οποίο πολλοί μου είχαν πει
πολλά;
-Γεννήθηκα, μου λέει, στην Αθήνα πριν από 60 τόσα
χρόνια. Σπούδασα στην Ανώτατη Εμπορική χωρίς να την τελειώσω. Ως γλωσσομαθής,
υπηρέτησα στον Ελληνικό Στρατό έξι χρόνια, αξιωματικός- διερμηνέας. Το ’46 είχα
γνωριστεί με τον Κάρολο Κουν. Μου έδωσε να μεταφράσω τον «Γυάλινο Κόσμο» του,
άγνωστου τότε, Τενεσή Ουίλιαμς. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε
μουσική για το θέατρο. Το 1952 έμελλε ν’ αλλάξει η μοίρα μου: με συστατική
επιστολή του Ουίλιαμς, πήρα υποτροφία από την αμερικάνικη κυβέρνηση για να
σπουδάσω θέατρο. Σκηνοθεσία. Έτσι, έφυγα από την Αθήνα (Ελλάδα) και βρέθηκα στην… Αθήνα (Athens Ohio). Αποφάσισα να μείνω στην Αμερική.
Έκανα ένα συμβατικό γάμο ’53, αλλά ο μακαρθισμός παραλίγο να μ’ απελάσει, γιατί
ανακάλυψαν ότι μικρός ήμουν στην… ΕΠΟΝ. Έφυγα για το Καράκας (Βενεζουέλα).
Ξαναγύρισα και, για να ζήσω, έκανα όλα τα επαγγέλματα: σερβιτόρος, πλασιέ,
μπάρμαν, δάσκαλος (γλωσσών), φορτηγατζής (σε νταλίκα του «πεθερού» μου,
μετέφερα λαχανικά), μεταφραστής στον ΟΗΕ, ένα χρόνο μάγειρας σε… γαλλικό
εστιατόριο….
-Και τα γράμματα;
-Άρχισα σαν διηγηματογράφος. Είχαμε συγγραφικό
συνεργείο στην ΕΠΟΝ κι ακολούθησα τον τότε αχώριστο φίλο μου Τάσο Λειβαδίτη.
Μας πιάσανε τον Δεκέμβρη, έμεινα αιχμάλωτος στο Χασάνι (Σ. Σ. νυν αεροδρόμιο
Ελληνικού), δραπέτευσα με τη Βάρκιζα. Τελικά, τα διηγήματά μου δεν
δημοσιεύτηκαν: άρεσαν στην Έλλη Αλεξίου, αλλά δεν άρεσαν στην αδελφή της, τη
Γαλάτεια (Καζαντζάκη). Θα τα βγάλω τώρα, 40 χρόνια αργότερα, με τον τίτλο
«Μωσαϊκό».
-Τελικά, πότε δημοσιεύσατε;
-Το ’47, στο περιοδικό «Θεμέλιο». (Το θυμόσαστε; Θα
ήσαστε τότε μικρός…) ήταν το διήγημα «Ο αποσπασματάρχης», κι ακολούθησαν αλλά 7
ή 8… Ύστερα, μετάφρασα ποιητές: Άγγλους, Αμερικανούς… Ξαφνικά, το 1958, άρχισα
να γράφω δικά μου ποιήματα. Κυκλοφόρησαν σε τρείς συλλογές, «Τα Ποιήματα της 3ης
Λεωφόρου» (γατί εκεί έμενα τότε), το ’58, το ’60, το ’62. Ακολούθησαν: «Γλυκός
Τρόμος» (έκδοση Θεσσαλονίκη, 1964), «Φόρος τιμής στον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο» και
«Μαύρο γάλα της αυλής». Θα γνωρίζετε ίσως την Ανθολογία μου του Ισπανικού
Εμφυλίου Πολέμου;
-Έχετε γράψει ποτέ στ’ αμερικάνικα;
-Μολονότι είναι βασικά δίγλωσσος κι έχω γράψει στα
αγγλικά, τα μη ελληνικά ποιήματά μου δεν μου αρέσουν. Ξέρω πως ποτέ δεν θα
μπορέσω να συναγωνιστώ έναν καλό Αμερικανό ποιητή. Η γλώσσα, ξέρετε…
ΜΙΛΑΕΙ
κάτι εξαίσια, «καβαφικά» ελληνικά, σε τόνους μουσικούς, χωρίς καμιάν
«ελληνοαμερικανική» παρεμβολή, μ’ ελάχιστη ίσως εκζήτηση και πάντα με διάθεση
χιούμορ. Συνεχίζει:
-Στο μεταξύ δημοσιογραφώ. Στον «Εθνικό Κήρυκα» της
Νέας Υόρκης, εδώ, από το 1955: Χρονογράφημα κάθε βδομάδα, λογοτεχνική στήλη.
Έχω πάρει αποκλειστικές συνεντεύξεις από πολλούς διάσημους: Όρσον Ουέλς, Τενεσή
Ουϊλιαμς, Ουίλιαμ Ίντζ, κ. ά. κ. ά. Δίνω διαλέξεις σε πανεπιστήμια και
πολιτιστικά κέντρα. Για τον Καβάφη και τον Σεφέρη στα εγγλέζικα, γιατί υπάρχουν
και άριστες μεταφράσεις των ποιημάτων τους που χρησιμοποιώ. Συνεργάζομαι και με
το ραδιοφωνικό δίκτυο WEVD,
που εκπέμπει σε τρείς πολιτείες.
-Ποιους λογοτέχνες ξεχωρίζετε εδώ στην ομογένεια;
-Υπάρχουν αρκετοί, ίσως άγνωστοι στην Ελλάδα
ορισμένοι: Τάσος Μουζάκης, Μάκης Τζιλιάνος (που είναι και πρόεδρος της
«Εταιρείας Ελληνοαμερικανών Συγγραφέων»), Χρήστος Τσιάμης, Μανώλης Πολέντας,
Γιώργος Δανιήλ, Ελένη Παϊδούση, Νίκος Κορκίδης, όλοι ωραίοι ποιητές, ο
πεζογράφος Δημήτρης Διαμαντής, και άλλοι.
-Μιλήσατε για «Εταιρεία Συγγραφέων;
-Ναι, υπάρχει από το 1985, με έδρα την Αστόρια.
Είμαι σ’ αυτήν αντιπρόεδρος. Πρίν υπήρχαν απλώς ομάδες….
-Γιατί δεν επιστρέψατε ποτέ στην Ελλάδα;
-Πίστεψα σ’ αυτό που λέει ο Αντρέ Ζίντ: «Πιο πολύ μ’
ενδιαφέρει ένα ωραίο πρόσωπο από ένα ωραίο τοπίο». Αλλά κι από τοπία, η Αμερική
είναι πολύ ωραιότερη ΄ εμένα τα νησιά δεν μου λένε τίποτα… Θα σας πω όλη την
αλήθεια: Δεν μ’ αρέσει καθόλου η ελληνική νοοτροπία. Έχω την εντύπωση πως οι
περισσότεροι Έλληνες είναι άξεστοι. Το μόνο που με συνδέει ειλικρινά με την
Ελλάδα είναι η γλώσσα. Αυτήν δεν μπορώ ούτε να την αποβάλω ούτε να την ξεχάσω.
Άλλωστε, θα τα πω όλα στην αυτοβιογραφία μου, που θα ‘χει τον τίτλο “4C”, δηλαδή Τέταρτος όροφος ,
διαμέρισμα C,
εκεί που έμενα, τότε…
Με το
«τότε», ο Νίκος Σπάνιας εννοεί την «εποχή στην Κόλαση», που πέρασε τρία
ολόκληρα χρόνια (1965-1968), στα ίχνη ενός Λαπαθιώτη, ενός Μήτσου Παπανικολάου.
-Θα τα πω όλα: πώς ήρθα στην Αμερική πως εγώ που δεν
είχα βάλει ποτό στο στόμα μου κυλίστηκα στα ναρκωτικά ‘ πώς κατάντησε ένας
μεταφραστής του Τεννεσή Ουϊλιαμς να ζει στο Χάρλεμ και να καλεί στο σπίτι του
Μαύρους ΄ μου άρεσε η παρέα των νέων και τους καλούσα να πάρουν τη δόση τους
μαζί μου. Ώσπου ο Λόμπο, ένας Πορτορικανός, πήρε μια σπασμένη βελόνα από χάμω
και μου έκανε ένεση ΄ μολύνθηκα στον πνεύμονα, πήγα να πεθάνω. Έτσι
θεραπεύτηκα, σταμάτησα, πριν ακριβώς από είκοσι χρόνια…
Ας αλλάξουμε, θέμα: -Από μακριά, παρακολουθείτε την
ελληνική λογοτεχνία. Πως τη βλέπετε;
-Πιστεύω, όπως και άλλοι πολλοί, ότι η Ελλάδα έχει
βγάλει θαυμάσιους ποιητές και θαυμάσιους πεζογράφους: Λειβαδίτης, Παπαδίτσας,
Σινόπουλος, Σαχτούρης, ο περισσότερο «εύκολος» αλλά και αιχμηρός Μιχάλης
Κατσαρός, ο Ταχτσής, ο Βαλτινός, ο Νόλλας, ο Κουμανταρέας…
-Κι απ’ τη νεότερη γενιά;
-Αυτή πιστεύω πως υπήρξε πιο τυχερή, πιο ευνοημένη.
Στα νιάτα μου, έβγαιναν ένα δύο περιοδικά ΄ ή σε δημοσίευαν ή δεν υπήρχες. Ενώ
τώρα…. Βρίσκω πως η «Γενιά του ‘70» έβγαλε πολλούς καλούς ποιητές: Γιώργος
Βέης, Γιάννης Βαρβέρης, ο πρόωρα χαμένος Νίκος Λαδάς, ο ολιγογράφος Γιώργος
Χουλιάρας, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Γιώργος Χρονάς…
ΕΙΠΑΜΕ κι
άλλα, κι άλλα. Πριν χωρίσουμε, επιμένει:- Γράψτε ότι η ΕΡΤ είναι απαίσια! Μας
στέλνει κάτι κασέτες γεμάτες ανοησίες, φρίκη, φρίκη! Πού ζούνε αυτοί οι
άνθρωποι;…
[Το «θαύμα» τους φτάνει ως τη Νέα Υόρκη. Δεν τους
αρκεί, άραγε, που βασανίζουν τους ιθαγενείς;].
--
ΒΙΒΛΙΑ
-ARTHUR RIMBAUD, UNE SAISON EN ENFER, ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ,
μετάφραση Νίκου Σπάνια, με ειδικό πρόλογο Carl Shapiro, επίλογο Γιάννη Σφακιανάκη,
έκδοση Β΄ Αθήνα, έκδοση Οκτώβρη του 1974 σ.108 για λογαριασμό του εκδότη Νίκου Παϊρίδη.
«Τι με ώθησε να μεταφράσω το Une Saison en Enfer;
Κι’ ακόμη τι με ώθησε να παραθέσω το γαλλικό κείμενο πλάϊ στη μετάφρασή
μου γνωρίζοντας κάλλιστα από πρίν την συντριπτική υπεροχή ενός τέτοιου
πρωτοτύπου; Γνωρίζοντας τις παγίδες και τους κινδύνους που μοιραία κι’
αναπόφευκτα ξεπηδούνε από τη σύγκριση; Τι είναι ο Rimbaud για
μένα, για σένα, για τον άλλον, για όλους μας; όλα αυτά τα σοβαρά ζητήματα
πιάνουν πολύν τόπο………..
Όχι με
λίγο φόβο και με αρκετήν ανακούφιση τελείωσα το χειρόγραφο αυτό. Το να
μεταφράσεις Rimbaud
δεν
είναι ζήτημα απλό, να παίξεις με λέξεις, να ζυγιάσεις λέξεις, να βρείς
λέξεις-την κατάλληλη λέξη. Εδώ οι λέξεις, κάθε συλλαβή λέξης, ξεκινούν από τα
φοβερά και σκοτεινά μύχια σα λευκά φωτεινά σήματα να σημάνουν ολοκληρωτικό
συναγερμό αισθήσεων.
Με κομμένη
την αναπνοή συμπάσχεις με την εμπειρία του κειμένου.
Ένα διπλό, διττό μαρτύριο. Σωματικό και ψυχικό……»
Un soir, j ai
assis la Beaute sur mes genoux.-
Et je ai trouvee
amere.-Et je l’ ai injuriee.
Je me suis arme
contre la justice.
Je me suis
enfui.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη.
Δραπέτευσα.
-ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
1941-1971, εκδ. Νέα Υόρκη 1972, σ.64, δρχ. 120
Τούτο το βιβλίο αφιερώνεται στον Πρίαπο
Λυρίτη, πανάκριβο βλαστάρι του Νίκου…. Νίκος Σπάνιας
Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη μετάφραση, δηλώνει ο Robert Frost. Ένας τέτοιος αφορισμός, στο
κάτω-κάτω της γραφής, από ένα ποιητή με διεθνές και αναγνωρισμένο (με τη
βοήθεια των μεταφράσεων) κύρος, καθίζει στο σκαμνί τη μετάφραση και καθιστά το
μεταφραστή, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα ανεξιλέωτο και θλιβερό θύμα…… Μα νομίζω,
στην προσπάθειά του να κυριολεκτήσει, ο ποιητής πέφτει σε μιάν ακυριολεξία.
Απαγγέλλει μια καταδίκη στη μετάφραση δίχως ταυτόχρονα να μας ορίσει τι είναι
ποίηση. Γιατί πώς να οριστεί κάτι που δεν είναι υπάρχει, κάτι που χάθηκε; Είναι
ένας αφορισμός-υπεκφυγή, μια ανταναφορά……
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ, VII-XIX.
Νέα Υόρκη Σεπτέμβριος 1971-Δεκέμβριος 1972
HOLDERLIN,
1-2
-ΑΡΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙΝΟΣ (απόσπασμα)
-ADVOCATUS
DIABOLI
Με μίσος άσβεστο μισώ τη φάρα αυτή των Δεσποτών και
των
Καλαμαράδων αλλά ακόμη περισσότερο μισώ τη
Μεγαλοφυϊα σαν
γίνεται ένα με μια φάρα τέτοια…
-ΑΡΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙΝΟΣ (απόσπασμα)
-ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
PAUL VALERY, 2-3
-ΠΟΣΟ ΓΑΛΗΝΙΑ…
CHARLES BAUDELAIRE,
3-4
-ΕΝΑ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΟ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ (από τα πεζά)
STEPHANE
MALLARME,
4-5
-ΜΑΡΑΖΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ (από τα πεζά)
GIACOMO LEOPARDI,
5
-ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
PIERRE-JEAN-JOUVE,
6-7
-ΝΟΜΟΣ ΒΑΡΥΤΗΤΟΣ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV
PABLO NERUDA,
7-8
-ΩΔΗ ΣΤΟΝ WALT WHITMAN
FEDERICO GARCIA
LORCA, 9
-ΑΥΓΗ
PAUL ELUARD,
9-10
«Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΓΙΑ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗΝ
ΑΛΗΘΕΙΑ» (Για τους ακριβοδίκαιους φίλους μου)
GUILLAUME
APOLLINAIRE, 10-11
-Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
JUAN RAMON
JIMENEZ, 12
-ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ
-ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΝΑΥΤΗ
Πρέπει κανείς αν ψάξει το στερέωμα για νάβρει τον
τάφο σου.
Ο θάνατος σου ψιχαλίζει από ένα άστρο. Δεν σε πιέζει
η
πέτρα πιά-σύμπαν ονείρου. Άγνωστός, ζεις, μες το
κάθε τι,
θάλασσα, γη κι’ ουρανός, νεκρός.
STEPHEN
SPENDER,
12-13
-ΑΠ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
D.
H.
LAWRENCE,
13-14
-ΚΥΤΤΑ! ΦΘΑΣΑΜΕ ΑΝΤΙΚΡΥ
HENRI
MICHAUX,
14-15
-ΣΑΝ ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
EZRA
POUND,
15
-Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΑΚΗΣ
JORGE
GUILLEN,
16-18
-ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ Η ΕΛΠΙΔΑ
WALT
WHITMAN,
18-19
-MANHATTAN
-ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ
-ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ
BLAISE
CENDRARS,
19-20
-ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ ΜΟΥ
JORGE CARRERA
ANDRADE, 20
-ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑΣ
ARCHIBALD
MACLEISH, 21
-AERERNA POETAE
MEMORIA
EDUARDO CARRANZA,
21-22
-ΚΥΡΙΑΚΗ
VLADIMIR
MAYAKOVSKY,
22-23
-ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
CESAR
VALLEJO,
23-24
-ΙΣΠΑΝΙΑ, ΠΑΡΕΛΘΕΤΩ ΑΠ’ ΕΜΟΥ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥΤΟ
PAUL CELAN,
24-25
-CORONA
ARTHUR RIMBAUD,
25
-ΑΡΧΑΪΚΟ
STEPHEN SPENDER,
25-26
-ΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ
GUISEPPE
UNGARETTI, 26-27
-ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
ALAIN BOSQUET,
27-28
-ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΥ, 28
ΣΟΝΕΤΤΟ
Κάνε με να σε βλέπω σε όποιον τόπο!
Πάσχω για ομορφιά, για σάρκα ανθρώπου
Ωϊμέ! Διαμιάς το φώς μου σβύνεται όπου
σε ιδώ, και μεταστράφτει δίχως κόπο.
--
Ώ, Παναγιά μου! Βοήθεια σου ζητώ!
βγάλε με απ’ το τύφλο παράπονο μου,
σύ, μόνο σύ, μπορείς το βασανό μου
να γλυκάνεις, μη με κάνεις να πονώ.
--
Ματώνει αυτή η ψυχή μου κάθε χρόνο
τρυπιέται με σύρματα στο σώμα αυτό
ρέπιο κι’ αμαρτωλό, τι πεπρωμένο
φαρμακερό, πνοή δεν βγάζω μόνο
με βλέμμα πληγωμένο σ’ εκλιπαρώ:
μου σφίγγεται η καρδιά κι’ αργοπεθαίνω.
BYRON,
28-30
-ΣΗΜΕΡΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ-ΕΞΗ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ…
RUPERT
BROOKE,
30-31
-ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V
KARL
SHAPIRO,
31-33
-ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
F. G. LORCA, 33
-ΤΟ ΚΛΑΜΑ
ZBIGNEW HERBERT,
33-34
-ΔΥΟ ΣΤΑΓΟΝΕΣ
ANTONIO MACHADO,
34
-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
MIROSLAV HOLUB,
35
-ΕΡΩΤΑΣ
ΣΤΡΑΤΩΝ, 35-37
-ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
-ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ ΜΟΥΣΑ ΠΑΙΔΙΚΗ (μεταφράζονται 10 άτιτλα
αποσπάσματα)
ΠΑΛΛΑΔΑΣ, 37
-«Άνθρωπε, ενθυμού πως σ’ έσπειρε ο πατέρας σου.
Σκέψου. …..»
ΠΛΑΤΩΝ, 38
-«Η ψυχή μου, φιλώντας τον Αγάθωνα, ανέβηκε έως τα
χείλη μου,
σα νάθελε, η καϋμένη, κι αυτή να του δοθεί…»
ΒΙΑΝΩΡ, 38
-«Αυτός ο τιποτένιος, η νούλα, ο δούλος, το μηδενικό,
το χυδαίο
αυτό υποκείμενο,
κάποιος τον ερωτεύθηκε και έγινε τώρα αφέντης μιας
ψυχής».
ΜΑΡΚΟΣ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΣ, 38
-«Τις προάλλες, καθώς ξεφύλλιζα τα «Έργα και τις
Ημέρες»,
είδα τον
Πύρρο μου να πλησιάζει. Βιβλίο, ξεφορτώσου με! «Τι
στο καλό»,
φώναξα
«κάθουμαι κι’ αραχνιάζω τις μέρες μου με Έργα του
γερο-
Ησιόδου;»
STEPHEN
SPENDER,
38-39
-ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΔΙΑΚΟΠΑ…
ANDRE BRETON,
39-41
-ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΩΣΗ
JORGE LUIS
BORGES, 41-42
-ΜΙΑ ΣΕΛΙΔΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΧΟΥΑΡΕΖ…
ZBIGNEW HERBERT,
42-43
-ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ
RAFAEL ALBERTI,
43-44
-ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΠΕΛΑΟΥ
PABLO NERUDA,
44-45
-ΣΕΡΕΝΑΤΑ
ALAIN BOSQUET,
45-46
-ΑΙΝΙΓΜΑ
Εδώ γεννήθηκε το γέλιο. Εδώ γεννήθηκε η λαλιά του
δέντρου. Εδώ η χειρονομία του πυρόλιθου. Εδώ γεννήθηκε μία μετάλλινη αμφιβολία,
μετά το ψέμμα που κοιμάται στο σπλάχνο του βουνού. Εδώ γεννήθηκε του σκελετού
το όνειρο, κι’ ύστερα η πρωτεϊκή στοργή της αράχνης για τον απορφανεμένον
ουρανό. Εδώ γεννήθηκε η ροπή των πραγμάτων για τη γυναίκα και των αντικειμένων
για τον άντρα. Εδώ, πέθανε, αιφνίδια η ερμηνευμένη και ήδη απηρχαιωμένη, η φυλή
του ανθρώπου. Άλλο παρά αυτό. Μα πρόσεξε τα τελευταία μου λόγια: «Παίρνω πίσω
ό,τι είπα. Με την μεγαλύτερη πικρία του κόσμου: ΠΑΙΡΝΩ ΠΙΣΩ Ο,ΤΙ ΕΙΠΑ.
ARCHIBALD MAC LEICH,
46-49
-ΣΥ, ANDREW MARVELL
-ΠΡΟΛΟΓΟΣ
-LE SECRET
HUMAIN
T. S. ELIOT,
49-50
-ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΜΕΩΝ
EDGAR
LEE
MASTERS,
50-51
-ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΟΥΪΛΜΑΝΣ
PAUL
VALERY,
51
-ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
HENRI
MICHAUX,
52
-ΝΑΥΤΙΑ, Ή ΜΗΠΩΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΙΜΩΝΕΙ…
PABLO NERUDA,
52-56
-ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ
-SOLO LA MUERTE
-CABALERO SOLO
ΚΑΤΟΥΛΛΟΣ, 56
-ΑΝΤΕΚΔΙΚΗΣΗ
T. S. ELIOT,
57-58
-ΠΟΡΕΙΑ ΘΡΙΜΒΟΥ
LEON-PAUL FARGUE,
58-59
-«Un seul etre
vous manqué et tout est depeuple
Κι’ από τότε κρεμάστηκε για πάντα στο μέτωπό μου
και με πονά,….»
SALVATORE
QUASSIMODO,
59-60
-ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
CARL
SANDBURG,
60-61
-A.
E.
F.
-ΘΥΜΗΣΗ ΤΡΥΦΕΡΗ
-ΤΟ ΕΠΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟ
LOUIS MACNEICE,
62-63
-INSIDIAE
-ΣΕΛΗΝΗ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ
NICANOR PARRA,
64
-ΠΑΙΡΝΩ ΠΙΣΩ Ο,ΤΙ ΕΙΠΑ
Πρίν φύγω
εκφράζω μια τελευταία ευχή:
Γενναίε αναγνώστη
κάψε το βιβλίο τούτο: δεν περιέχει ακριβώς
ό,τι ήθελα να πω, παρά το γεγονός ότι έχει γραφτεί
με αίμα, δεν περιέχει ακριβώς ό,τι ήθελα να πω.
--
Συγχώρα με, ευγενικέ
και αισθνατικέ αναγνώστη
αν φεύγω δίχως εγκάρδια χειραψία. Σε αφήνω με ένα
βεβιασμένο, μελαγχολικό χαμόγελο. Μπορεί και να μην
είμαι
τίποτα.
-ΠΟΙΗΤΙΚΗ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ, εκδ. Εγνατία-Θεσσαλονίκη 1980,
σ.144, δρχ. 100
Η Ισπανία (κι η Ελλάδα μαζί) είναι η χώρα των ηχηρών
pronunciamentos….
Τα ποιήματα της ανθολογίας αυτής είναι μια συλλογή,
δυναμική έκφραση του εμφύλιου πολέμου στην Ισπανία και θέλω να ελπίζω ότι
κλείνουν αν όχι όλο, τουλάχιστον το μεγαλύτερο, συγκινητικότερο και
ποιητικότερο κομμάτι του. Είναι, για να δανειστώ τα λόγια W. H. Auden η
υποθήκη για πράγματα ενάρετα….
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ, 7-27
ANTONIO
MACHADO,
33-34
-Το κρίμα γίνηκε στην Γρανάδα
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
-Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΟΣ
W. H. AUDEN,
37-41
-ΙΣΠΑΝΙΑ 1937
PABLO NERUDA,
45-50
-ΠΩΣ ΗΤΑΝ Η ΙΣΠΑΝΙΑ
-7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΠΙΝΙΚΕΙΑ ΜΕΡΑ
-ΑΛΜΕΡΙΑ
PAULL
ELUARD,
55-62
-ΙΣΠΑΝΙΑ
-ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ
-VENCER
JUNTOS
-Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ
-«ΘΑ ΧΑΘΟΥΝ ΟΙ ΧΤΕΣΙΝΟΙ ΚΑΤΑΧΤΗΤΕΣ»
PIERRE
JEAN
JOUVE,
67
-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ
MIKHAIL
ARKADYEVICH
SVETLON,
71-73
-ΓΡΑΝΑΔΑ
(Μετάφραση: Alexander Kaun, Νίκου Σπάνια)
STEPHEN SPENDER, 79-80
-ULTIMA RATIO
REGUM
CESAR VALLEJO, 83-85
-ΜΑΖΕΣ
-ΙΣΠΑΝΙΑ, ΠΑΡΕΛΘΕΤΩ ΑΠ’ ΕΜΟΥ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ
JESE RAMON HEREDIA, 89-91
-ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΙΚΟΥ
ΠΟΛΕΜΟΥ
ARTURO SERRANO PLAJA, 95-96
-ΑΝΟΙΞΗ
-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
LUIS CARDOZA Y ARAGON, 99-100
-ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ FEDERICO GARCIA LORKA
ARCHIBALD MACLEISH, 103-104
-ΤΟ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΨΕΜΑ
LULES SUPERVIELLE, 107-108
-Η ΒΡΟΧΗ ΚΙ ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ
-ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
LUIS CERNUDA, 111-112
-ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
BLAS DE OTERO, 117-118
-ΛΟΓΙΑ ΣΥΝΤΑΙΡΙΑΣΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΟΝΙΟ MACHADO
PAULL CELAN, 121
-ΣΥΝΘΗΜΑ
MIGUEL HERNANDEZ, 127-132
-ΠΑΜΦΩΤΟΣ, ΠΡΟΧΩΡΩ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
-18 ΙΟΥΛΙΟΥ, 1936- 18 ΙΟΥΛΙΟΥ, 1938
-«ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΤΩΜΑΤΑ»
-ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΩΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΩΝ
RAFAEL ALBERTI, 135-140
-ΤΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ ΚΙ Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ
-ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΕΝΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ (F. G. L.)
-ΓΚΙΓΙΩΜ
ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. «ΓΝΩΣΗ» 1982, σ.78.
Πρόλογος-μετάφραση Νίκος Σπάνιας
…Από μοίρα αναπόδραστη υπήρξε ποιητής deracine, και το έργο του
μοιραία αντανακλά την αίσθηση του ιλαροτραγικού, του σύγχρονου και
περιπεπλεγμένου αλλά και του καθολικού. Η ποίησή του αντλεί την έμπνευσή της από τη Γαλλία, μα είναι
ταυτόχρονα βαθύτατα ευρωπαϊκή, είναι, από αγάπη-θα τολμούσε να πει
κανείς-διχασμένη. Το ακράτητο μεσογειακό κέφι του Apollinaire και
ο λατινισμός του στάζουν νοσταλγία. Αγαπά το απλό φως της μέρας αλλά νοιώθει
ακατανίκητη έλξη για τη σφοδρότητα και το μυστήριο της γερμανικής ψυχής.. Η
χώρα του-γεωγραφία και ποίηση-είναι το αιώνιο παράπονο του Schubert: “Gesucht, geahnt, und nie gekannt”: την αποζήτησε, την
οραματίστηκε μα ποτέ δεν τη βρήκε. Στο τέλος, παρ΄όλα αυτά, δεν υπήρξε ο
αποδημητής ποιητής, σαν τον Rimbaud
ή σαν τον Rilke.
Οι ορέξεις του ήσαν γήινες. Εγκατεστημένος στο Παρίσι απ’ την αρχή του αιώνα,
έγινε ο εμψυχωτής και έμπρακτος υποστηρικτής κάθε νέας μορφής τέχνης και
κινήματος, όταν όλα αυτά άρχισαν σιγά-σιγά να συσπειρώνονται και να
μορφοποιούνται, εμπνευσμένα από τη διδαχή του Bergson πάνω
στην πρωταρχική σπουδαιότητα της έμφυτης αντίληψης, της διαίσθησης και του ονείρου……
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ, 9-25
GUILLAUME
APOLLINAIRE-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΡΟΚΟΙ, 29
ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΓΑΜΟ ΤΟΥ ANDRE SALMON, 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 1909, 30-32
ΛΟΦΟΙ, 33-42
ΤΟΜΕΑΡΧΗΣ, 43
ΠΟΛΕΜΟΣ, 44
ΠΟΛΕΜΟΥ ΘΑΥΜΑΤΑ, 45-47
ΠΑΝΤΑ, 48
ΩΚΕΑΝΟΣ ΞΗΡΑΣ, 49
ΣΚΟΠΟΣ, 50
ΑΛΟΓΑ ΔΙΑΖΩΜΑΤΟΣ, 51
Η ΟΜΟΡΦΗ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΛΛΟΥΣΑ, 53-54
ΔΕΣΜΟΙ, 55
ΕΙΧΑ ΤΟ ΚΟΥΡΑΓΙΟ, 56
ΖΩΝΗ, 57-63
Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, 64-66
ΛΕΥΚΟ ΧΙΟΝΙ, 67
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ, 68-70
ΑΓΑΠΗ ΑΠΑΞΙΩΤΙΚΗ ΚΙ ΕΛΠΙΔΑ, 71-73
-ΑΝΤΡΕ
ΖΙΝΤ, ΚΟΡΥΝΤΟΝ, Andre
Gide, Corydon, εκδ. «ΓΝΩΣΗ» 1984,
(δεύτερη έκδοση) εισαγωγή-μετάφραση Νίκος Σπάνιας, σ, 147, δρχ. 300. Πρώτη
έκδοση Νέα Υόρκη Σεπτέμβριος 1965
Η Μετάφραση αυτή είναι-χωρίς περιστροφές, επιδείξεις
και λογοτεχνικές επιδιώξεις-μια ομολογία πίστης. Εδώ, κανονικά, πρέπει να βάλω την
υπογραφή μου φαρδιά-πλατιά και να μην προχωρήσω. Επειδή όμως η οποιαδήποτε πίστη
μου κάθε άλλο παρά με απαλλάσσει από την ευθύνη απέναντι του κειμένου, προσπαθώ
να δώσω μια δικαιολογία και μια εξήγηση, όσο μου είναι δυνατό σ’ έναν τόσο σύντομο
πρόλογο-και σε πολλές περιπτώσεις επικαλούμαι τη συγνώμη και την επιείκεια του συγγραφέα
και του αναγνώστη-ως προς τον τρόπο της εργασίας μου πάνω στην ελληνική απόδοση
του Corydon.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος του Μεταφραστή, 7-15/ Πρώτος Διάλογος,
17-38/ Δεύτερος Διάλογος, 39-89/ Τρίτος Διάλογος, 91-120/ Τέταρτος Διάλογος, 121-145
-ΤΕΝΝΕΣΗ
ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ, Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, εκδ. Δωδώνη Νούμερο 99/1987,
μτφ. Νίκος Σπάνιας, σ.90, δρχ. 2600
Στην Ελλάδα το παρουσίασε το Θέατρο Τέχνης το
Νοέμβριο 1946, σε μετάφραση Νίκου Σπάνια, σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, σκηνογραφία
Γιάννη Στεφανέλλη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Το έργο αποτελείται από 7
σκηνές.. Η πρώτη σκηνή έχει σαν μότο τον στίχο του αμερικανού ποιητή E. E. CUMMINGS: «Κανένας, ούτε η
βροχή ακόμα, δεν έχει τόσο μικρά χέρια»
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ, 9-16/ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, 17-23/ ΣΚΗΝΗ
ΤΡΙΤΗ, 24-29/ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, 30-40/ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ, 41-50/ ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ, 51-64/ ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ, 65-89
-ΡΗΓΑΣ
ΚΑΠΠΑΤΟΣ, περιοδικό Η Λέξη τχ. 110/7,8, 1992, σ.569-571
Η
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟ ΣΠΑΝΙΑ
(Δύο
χρόνια από το θάνατό του)
Η γνωριμία
μου με τον Νίκο Σπάνια έγινε πρίν έρθω στην Αμερική, δι’ αλληλογραφίας. Του
είχε ζητηθεί εδώ, στη Νέα Υόρκη, να κάμει μια μετάφραση ποιημάτων μου για
εντελώς ιδιωτική χρήση και επί πληρωμή. Όταν τέλειωσε τη μετάφραση ζήτησε την
διεύθυνσή μου και μου έγραψε, επαινώντας τους στίχους μου και στέλνοντάς μου
και την πρώτη δική του ποιητική συλλογή. Αυτά γύρω στα 1965 ή 66. Ανταλλάξαμε
μερικά γράμματα και μετά από μερικά χρόνια βρέθηκα κι εγώ στη Νέα Υόρκη.
Ο Σπάνιας
ήταν σχεδόν ο μοναδικός «γνωστός» που είχε φτάνοντας στο Νέο Κόσμο και φρόντισα
να επικοινωνήσω μαζί του σχεδόν αμέσως. Έμενε τότε κάπου στην 3η
λεωφόρο, δεν θυμάμαι σε ποιο ύψος, και δώσαμε ραντεβού να πάω να τον δω, «για
να γνωριστούμε κι από κοντά», μου είπε στο τηλέφωνο.
Πέρασαν
τόσα χρόνια αλλά ακόμα έχω χαραγμένη στη μνήμη μου τη μοναδική εκείνη επίσκεψη
στο σπίτι του Νίκου Σπάνια. Το διαμέρισμά του έμοιαζε σα να ήταν σε
εγκαταλειμμένο κτίριο. Ήταν τόσο ακατάστατο και κατερειπωμένο που τώρα, ύστερα
από τόσα χρόνια, προσπαθώ να θυμηθώ αν είχε πόρτα. Και αυτό γιατί θυμάμαι πως
έλειπαν οι εσωτερικές πόρτες των δωματίων κι ενώ κουβεντιάζαμε όρμησαν ξαφνικά
μέσα στο δωμάτιο δύο κοντόλιγνοι Πορτορικανοί μ’ ένα πελώριο σκυλί χωρίς να
ακουστεί «ήχος κλειδιών ή πόρτας». Ο Νίκος μου τους σύστησε σαν φίλους του. Το
σκυλί έτρεξε καταπάνω μου, και κατατρόμαξα. Αλλά ήταν μόνο για να μου μυρίσει
τα παπούτσια και μετά απομακρύνθηκε. Μια άλλη λεπτομέρεια που θυμάμαι είναι ένα
ρητό ή στίχο του Βιργίλιου γραμμένοι στα λατινικά, με κιμωλία, πάνω από το
κρεβάτι του.
Αφού
μιλήσαμε για ποίηση και ποιητές και προτιμήσεις στη νεοελληνική λογοτεχνία, η
κουβέντα έφτασε και στο φλέγον για μένα θέμα της εργασίας. Σαν τέως ναυτικός
που ήμουνα, τι μπορούσα να κάμω;
-Όλοι αρχίζουν από τη λάτζα (ήταν το θέσφατο του
Νίκου).
-Μά μιλάω αγγλικά, θα μπορούσα να κάμω κάτι άλλο,
ίσως; Ας πούμε σερβιτόρος;
-Αποκλείεται, ήταν η απάντησή του, πρέπει πρώτα να
περάσεις το Γολγοθά των πιάτων, έτσι συμβαίνει με όλους τους καινούργιους.
Ο ίδιος
δούλευε σερβιτόρος σ’ ένα αρμένικο εστιατόριο που ιδιοκτήτες και μάγειροι ήταν
δύο… Έλληνες, Ηπειρώτες!
Έφυγα από το σπίτι του κι άρχισα να φαντάζομαι,
ποιητική αδεία, πελώριες ντάνες πιάτα από ακριβή πορσελάνη και κολονάτα ποτήρια
από κρύσταλλο Βοημίας! Αφού ήταν ο νόμος έτσι, πως θα μπορούσα να τον καταλύσω
εγώ; Έπρεπε να περάσω από κεί! Ο Νίκος μου είχε δώσει και το τηλέφωνο ενός
γραφείου ευρέσεως εργασίας, που σου βρίσκανε δουλειά και τους πληρώνεις ένα
βδομαδιάτικο ή δύο, ανάλογα. Δώσαμε όμως ραντεβού να συναντηθούμε σε μια
εκδήλωση για τον Ελύτη πού θα γινότανε σε μερικές μέρες. Εκεί θα μου γνώριζε κι
άλλους έλληνες λογοτέχνες.
Έτσι κι
έγινε. Εκεί μου γνώρισε τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Μπάμπη Μαλαφούτη, τον
Θεοδόση Άθα, τον Γιώργο Δανιήλ, περαστικό από τη Νέα Υόρκη, και τον Νίκο
Σαμαρά, πρόεδρο τότε, του Συλλόγου Αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων (όλοι
έχουν πεθάνει). Ο Σαμαράς, αγνοώντας το νόμο του Σπάνια περί Γολγοθά πιάτων, μου
βρήκε και την πρώτη μου δουλειά: σ’ ένα γραφείο ανεφοδιασμού πλοίων. Ιδιοκτήτες
του ήταν ένας Έλληνας κι ένας Εβραίος που είχαν παντρευτεί δύο αδελφές,
Ελληνίδες. Εκεί ήταν πραγματικά στιγμές που νοσταλγούσα τη λάτζα με τα πιάτα
στο εστιατόριο που δούλευε ο Νίκος, γιατί τα πράγματα δεν ήταν καθόλου
παίξε-γέλασε. Αφού οι υπάλληλοι έκαναν όλη τη γραφική εργασία της ημέρας,
γράφοντας τιμολόγια, παραγγέλνοντας εμπορεύματα κ.τ.λ., μετά, σαν είδος
γυμναστικής, ήμασταν υποχρεωμένοι να φορτώσουμε τα εμπορεύματα στα καμιόνια.
Ασφαλώς, χωρίς να πληρωθούμε ιδιαίτερα γι’ αυτό. Τα αντικείμενα που φορτώναμε
ήταν ασήκωτα: συρματόσκοινα, κάβοι, παγωμένα σφαχτά, βαρέλια με τυρί, μέχρι
άλμπουρα! Κόντευα να γίνω Κουταλιανός!
Ο Νίκος
έρχονταν συχνά σπίτι μου. Ήταν η εποχή που ταυτίζονταν με την πιο ανώμαλη νεοϋορκέζικη νύχτα, με τα
παραισθησιογόνα της και ό,τι άλλο υποκοσμικό είχε να προσφέρει στις αισθήσεις.
Και ήταν επίσης εκείνο τον καιρό που ένα πρωί μου τηλεφώνησε ο Μαλαφούρης για
να μου πεί πώς ο Σπάνιας έπαθε πνευμονικό οίδημα από μια βρώμικη σύριγγα που
χρησιμοποίησε για να κάμει ένεση ηρωϊνης. Πήγαμε να τον δούμε και να του
συμπαρασταθούμε. Η κατάσταση του ήταν σοβαρή. Τελικά τη γλίτωσε.
Λίγο μετά
απ’ αυτή την περιπέτεια άρχισε ο Άθας το ραδιοφωνικό του πρόγραμμα και πήρε τον
Νίκο να του γράφει τις ειδήσεις, με την υπόσχεση πώς θα σταματούσε τα ναρκωτικά.
Μετά από ένα ή δύο χρόνια πέθανε ο Άθας, πρόωρα, και τον διαδέχτηκε η Τίνα
Σαντοριναίου. Ο Νίκος έμεινε μαζί της ίσαμε που πέθανε κι εκείνος, τον Αύγουστο
του 1990. Αγαπούσε πολύ αυτήν τη δουλειά που τον απάλλαξε από τον κόσμο των
εστιατορίων. Από poete
maudit
νοικοκυρεύτηκε,
αγόρασε δικό του διαμέρισμα. Μετά αγόρασε κι ένα δεύτερο.
Τα
τελευταία χρόνια τον επισκεπτόμουνα συχνά στο ραδιοφωνικό σταθμό. Χαίρονταν
όταν μ’ έβλεπε, γιατί τον βοηθούσα να γράφει τις ειδήσεις κι έτσι τέλειωνε πιο
νωρίς. Κι’ αυτό γιατί όλο και φαίνονταν πιο κουρασμένος. Κάθε φορά που τον
έβλεπα, είχε και λιγότερες δυνάμεις. Η τελευταία φορά ήταν σε μια εκδήλωση για
τους λογοτέχνες πού οργάνωσε ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας. Ήταν τρομερά
καταβεβλημένος. Μου ανακοίνωσε πως εκείνες τις μέρες είχε συνταξιοδοτηθεί και
«τι λές, θα μου φτάσουν αυτά τα λεφτά για να ζήσω στην Ελλάδα;» με ρώτησε και
παραξενεύτηκα γιατί στην Ελλάδα δεν ήθελε να γυρίσει ποτέ. Η αιτία: «Το γήρασμα
του σώματος και της μορφής» του. Το θεωρούσε στίγμα που δεν ήταν πιά νέος. Ήταν
κι η τελευταία φορά που τον είδα όρθιο.
Τον είδα
ξανά στο νοσοκομείο, δύο μέρες πρίν ξεψυχήσει. Λέω πρίν ξεψυχήσει, γιατί η
κατάστασή του ήταν πραγματικά τραγική. Ο ίδιος δεν με είδε. Είχε αρχίσει να
βουλιάζει σ’ εκείνη την περιοχή απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Μάλλον κατάλαβε
πως ήμουν εγώ ή πώς είχε επισκέπτη, από κάτι συσπάσεις του προσώπου του, όταν
του μιλούσα. Και είναι το άχαρο αυτό τέλος, που αποτέλεσε τον επίλογο της
άλλοτε ταραγμένης ζωής του στους γαλαξίες των παραισθησιογόνων, που μετράει
περισσότερο κι από τον ίδιο το θάνατό του. Ή, πάλι, το να καεί μέσα σε μια
μπανιέρα με ζεματιστό νερό σαν σε μια μπορχική παραδοξολογία, μπορεί να αποτέλεσε τη συνέχεια των
παραισθήσεων που έζησε.
Στην
Ελλάδα δεν ήθελε να γυρίσει ποτέ, αλλά αγαπούσε την ελληνική γλώσσα και τη
χρησιμοποιούσε με πολλή δεξιοτεχνία, εμπλουτίζοντάς την με καίρια διαλεγμένες
λέξεις της αρχαίας και της καθαρεύουσας. Όπως επίσης, ήταν ένας από τους
αξιόλογους έλληνες ποιητές της διασποράς.
Πάντα μου
έλεγε (το έλεγε σε όλους τους γνωστούς του) πώς όταν πεθάνει ήθελε να του γράψω
τη νεκρολογία. Και στη διαθήκη του άφησε γραμμένο να αποτεφρωθεί. Δεν ήθελε κηδεία,
ούτε τελετές. Μιά επιθυμία που εναρμονίζεται με τον τρόπο που έζησε. Επίσης,
άφησε γραμμένο να ρίξουν τις στάχτες του στον ποταμό Χούντσον, ανάμεσα στα
νησιά Staten
και Manhattan, δηλαδή θέλησε να
ενωθεί με το υγρό στοιχείο, εκεί πού το ποτάμι ενώνεται με τον ωκεανό.
Ο
εκτελεστής της διαθήκης του, ποιητής Μάκης Τζιλιάνος, πού το ταξιδιωτικό του
γραφείο ήταν το μόνιμο πρωινό στέκι του Νίκου στην Αστόρια (το προάστειο της
ελληνικής παροικίας) είχε πρόβλημα με την εκτέλεση της παραγγελίας του: οι αρχές
δεν δίνουν άδεια για τέτοιου είδους «ταφές», γιατί «βρωμίζουν τα νερά»! Η
απαγόρευση όμως ξεπεράστηκε με το να ποντιστεί η τέφρα τη νύχτα, «εν κρυπτώ».
Όσο για
μένα, πραγματώνω κι εγώ την επιθυμία του, με το δικό μου τρόπο, δύο χρόνια
αφότου οι στάχτες του άρχισαν να ταξιδεύουν στον Ατλαντικό, με αυτή την
ιστόρηση της γνωριμίας μας εδώ, «Στη Νέα Υόρκη του βόρβορου» (ο στίχος είναι
του Λόρκα). Νίκο, καλό κατευόδιο! Ποιος ξέρει, μετά από χρόνια κάποιο μόριο από
τη σκόνη σου μπορεί ν’ αράξει σε κανένα ακρογιάλι της πατρίδας.
Νέα Υόρκη, Ρήγας Καππάτος.
--
-ΝΤΙΝΟΣ
ΣΙΩΤΗΣ, περιοδικό Αντί τχ. 445/24-8-1990, σ.55-57
ΕΦΥΓΕ
Ο ΣΠΑΝΙΑΣ
Κι εκεί
που το «Γαϊτανάκι διαρκών ανατιμήσεων
για τα καύσιμα» και το «Οπλοστάσιο στην Κυψέλη» μαζί με την «Οσμή
Πολέμου» διεκδικούσαν μια καλή θέση στην πρώτη σελίδα της ΠΡΩΤΗΣ 9ης
Αυγούστου 1990, μετά την «Πολυεθνική δύναμη στον Περσικό Κόλπο», στις μέσα
σελίδες, στη σελίδα για τον πολιτισμό, με περίμενε οδυνηρή έκπληξη: «Ο Νίκος
Σπάνιας, έφυγε από τη ζωή». Πρίν λίγες μέρες είχα διαβάσει στην ΠΡΩΙΝΗ της Νέα
Υόρκης ένα σύντομο σημείωμα της Ρεγγίνας Παγουλάτου για νοσηλεία του Νίκου
Σπάνια σε νοσοκομείο στο Μανχάταν, αλλά δεν πήγε ο νους μου στο κακό γιατί τα
τελευταία πέντε-έξι χρόνια, ο Νίκος μπαινόβγαινε συχνά στα νοσοκομεία ακόμα και
για ψύλλου πήδημα.
Τον
χάσαμε λοιπόν τον Νίκο Σπάνια. Τον έχασε η Αστόρια, τον έχασε η Νέα Υόρκη, τον
έχασε ο ελληνισμός της Αμερικής και τον έχασε η ελληνική ποίηση.
Κίρρωση
ήπατος είπαν οι γιατροί. Όμως από το συκώτι του υπέφερε εδώ και είκοσι σχεδόν
περίπου χρόνια, από τότε που, φυγάς και αυτοεξόριστος, έκανε όσο πιο πολύ κακό
μπορούσε στην υγεία του με το ποτό και τα ναρκωτικά. Από τότε, βέβαια, πέρασαν
πολλά χρόνια: έκανε πλήρη αποτοξίνωση, έκοψε το ποτό, έκανε τον εμπορικό
πλασιέ, τον μάγειρα, το σερβιτόρο, τον μπάρμαν, το φορτηγατζή, το δάσκαλο, το
μεταφραστή, το δημοσιογράφο. Απ’ όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα παρ’ εκτός από
ένα: ποιητής με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Νίκος Σπάνιας έκανε ποιητική ζωή
ποιητή. Η ζωή του ήταν ξέχειλη από ποίηση. Οι μέρες του ήταν γεμάτες χίμαιρες,
αναζητήσεις μάταιες στον κόσμο της ουτοπίας και οι νύχτες του (καλύτερες από τις μέρες μας;) πλήρεις
εντάσεων στον κόσμο του περιθωρίου, της πλάνης και του τυχοδιωκτισμού.
Για πρώτη
φορά ανταλλάξαμε βιβλία το 1975, εκείνος στη Νέα Υόρκη, εγώ στον Άγιο
Φραγκίσκο. Αρχίσαμε να αλληλογραφούμε και από τότε γίναμε «κολλητοί». Τον Δεκέμβριο
του 1978 γνωριστήκαμε στο σπίτι του ποιητή Χρήστου Τσιάμη, στο διαμέρισμά του
στο Βίλλετζ, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ο Νίκος ήρθε στου Τσιάμη να φάμε
μακαρονάδα- το αγαπημένο του φαγητό. Ανέβηκε με τα πόδια τα τέσσερα πατώματα
και-πληθωρικός, θεατρικός, φωνακλάς, φαλακρός και εκκεντρικός,- άρχισε αμέσως
τα πειράγματα λες και γνωριζόμασταν εδώ και χρόνια ΄ του ανταπέδωσα τα ίδια.
Ήταν η αρχή μας βαθιάς φιλίας.
Από τότε, 19 Δεκεμβρίου 1978 που πρωτοαντίκρισα
στου Τσιάμη, μέχρι την 1 Ιουνίου 1990 που τον είδα για τελευταία φορά στο
ζαχαροπλαστείο Ήβη στην Αστόρια, η φιλία μας ήταν γεμάτη πειράγματα, συζητήσεις
σοβαρές και αστείες επί παντός επιστητού, συγκινήσεις και άφθονο κουτσομπολιό,
με την καλή και την κακή του έννοια, για τους πάντες και τα πάντα- από Κώστα
Ταχτσή, Τάκη Σινόπουλο, Τάσο Λειβαδίτη, Μιχάλη Κατσαρό και Γιώργο Δανιήλ έως
τον Μανχαττανά Νικόλαο Κάλλας και τους άλλους ντόπιους, Ρεγγίνα Παγουλάτου,
Ρήγα Καπάτο, Μάκη Τζιλιάνο και άλλους.
Τον
Οκτώβριο του 1981 ήρθε στον Άγιο Φραγκίσκο που τόσα χρόνια ποθούσε να γνωρίσει
μιας και ήταν το βασίλειο των Gays.
Και σε τρείς μέρες από την άφιξη του Νίκου, νάσου και η Έρση Σωτηροπούλου που
είχε βρεθεί στην Αμερική με υποτροφία της Ford Foundation. Και που δεν πήγαμε!
Με ένα παλιό αυτοκίνητο, γυρίσαμε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριουδάκια. Δεν
αφήσαμε κινέζικο εστιατόριο, μπαρ, βιβλιοπωλείο, γκαλερί και οτιδήποτε
«αξιοθέατο» που να μην το επισκεφτούμε. Ξενυχτούσαμε και οι τρείς διαβάζοντας ο
ένας στον άλλο ποιήματα, διαφωνώντας ζωηρά, καβγαδίζαμε, τρωγόμασταν,
γκρινιάζαμε και πέφταμε να κοιμηθούμε τα ξημερώματα.
Ήταν
όμορφα χρόνια! Ο Νίκος ήταν ξεκούραστος και γεμάτος ιδέες και κέφι. Είχε βγει
από το περιθώριο, όπου εθελουσίως είχε καταδικάσει τον εαυτό του να ζει την
δεκαετία του ’60, Είχε σταθερή δουλειά με την Τίνα Σαντοριναίου στο ελληνικό ραδιοφωνικό
πρόγραμμα του σταθμού WEVD
στο Μανχάτταν, όπου με το ψευδώνυμο Ζανής Ζακυνθηνός ήταν υπεύθυνος των
«λογοτεχνικών σελίδων», εργαζόταν σε εφημερίδα γράφοντας κριτική βιβλίου, είχε
οικονομική άνεση, ήταν ένας «κανονικός» άνθρωπος. Είχε έμπνευση, διάβαζε και
έγραφε πολύ, ήταν κινητικότατος. Μπορεί να είχε κάτι παραπάνω σε κιλά, αλλά
είχε μια ελαφράδα η ψυχή του και μια περίσσια χάρη, και το έδειχνε. Είχε βγει
από το λούκι της μιζέριας, το χαιρόταν, το διασκέδαζε, το ‘λεγε η καρδιά του.
Γιατί ο
Νίκος είχε περάσει άσχημα χρόνια, τότε που σε αναζήτηση τεχνητών παραδείσων,
περιπετειών και εύκολου έρωτα, είχε «χαθεί» στη ματαιότητα των ηδονών.
Άρχισε να
γράφει ποιήματα το 1958, σε ηλικία 34 ετών. Το πρώτο του βιβλίο ήταν τα
«Ποιήματα της 3ης Λεωφόρου» και ακολούθησαν «Γλυκός Τρόμος» το 1964,
«Φόρος Τιμής στον Τζιόρτζιο ντε Κίρικο» το 1981 από την Γνώση και τα δύο
τελευταία του από τις εκδόσεις Οδός Πανός του Γιώργου Χρονά, «Το Μαύρο Γάλα της
Αυγής» το 1987 και «Αμερική» το 1988.
Γεννημένος στο Νέο Φάληρο, στην Αμερική έζησε τριάντα οκτώ
χρόνια-ακριβώς τα μισά του-και ποτέ δεν ξαναπάτησε το πόδι του στην Ελλάδα.
Βρέθηκε εκεί έπειτα από υποτροφία που είχε κερδίσει μεταφράζοντας για το Θέατρο
Τέχνης του Καρόλου Κουν τον Γυάλινο Κόσμο του Τέννεσυ Ουϊλιαμς, ο οποίος του
είχε στείλει στην Αμερική συστατική επιστολή.
Ο Νίκος
Σπάνιας αντιπροσωπεύει ανάμεσα στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς
τον χαρακτηριστικό τύπο ενός ποιητή πληθωρικού, προκλητικού, ερωτικού,
κατακλυσμιαίου. Η φωνή του ακούγεται τραγική μέσα από επεισοδιακές ερωτικές
στιγμές, πανικό και μεταφυσική. Η ευρηματικότητά του συγκατοικεί με τον
σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, ενώ «αποκαλύπτει» εικόνες που καταρρέουν από το
βάρος βιωμένων συμβάντων. Στην ποίησή του υπάρχει λυρικός παλμός και πόνος
ερωτικός φιλτραρισμένος από την αμερικανική καθημερινότητα, πιο συγκεκριμένα,
την νεοϋορκέζικη καθημερινότητα, έτσι καθώς ξεδιπλώνεται ραγδαία μέσα από το
άγχος ανθρώπων και κτιρίων.
Η οδύνη,
η λαχτάρα, ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι πρώτες ύλες με τις οποίες ο ποιητής
φτιάχνει την ανθρώπινη σκαλωσιά του οδεύοντας προς την ολοκλήρωση της ζωής. Και
μέσα από τις ρωγμές αυτής της ζωής ξεχειλίζει η αυτογνωσία και η ωριμότητα που
θα αντέξουν στη φθορά του χρόνου. Τα ποιήματά του δεν είναι ούτε κομψά ούτε
ευδαιμονικά- δαιμονικά μάλλον θα έλεγα, με τον δαίμονα της έκπληξης, του
αναπάντεχου και της ταπεινότητας να ελλοχεύει εδώ και εκεί.
Αλλά δεν
ήταν μόνο ποιητής ο Νίκος Σπάνιας, ήταν και πεζογράφος και μεταφραστής από τους
καλύτερους. Τα διηγήματά του υπάρχουν σκόρπια εδώ και εκεί σε περιοδικά και
χέρια φίλων του, ενώ οι μεταφράσεις του από γαλλικά και ισπανικά στα ελληνικά
καθώς και από τα ελληνικά στα αγγλικά, είναι δείγματα ενός μάστορα της γλώσσας.
Χαρακτηριστικός τύπος τυχοδιώκτη, δεν θα μπορούσε να έκανε διαφορετικά
παρά να περιφρονεί τους «ευτυχισμένους ηλίθιους ανθρώπους», όπως μου έλεγε σε
στιγμές περισυλλογής. Γιατί ο ίδιος ήταν «καταραμένος» ποιητής, στα χνάρια του
Μπωντλαίρ, ανήσυχος, ανέστιος (αλλά όχι ανέραστος) και ανικανοποίητος.
Τον
τελευταίο χρόνο που ήμουνα στην Νέα Υόρκη ερχόταν τακτικά σπίτι μου. Και αφού τρώγαμε
στης Marta’
s
επί
της οδού Washington Square Place την αγαπημένη του μακαρονάδα,
επιστρέφαμε στο σπίτι μου όπου του άρεσε να του βάζω να ακούει όπερα. Σιγά σιγά
τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ. Ξυπνούσε από τις άριες του Ντονιζέττι και
σιγανομουρμούριζε:
-Σιώτη, θα πεθάνω.
-Δεν θα πεθάνεις ακόμα. Είσαι νέος και γερός.
Αλήθεια, πόσων χρονών είσαι;
-Πενήντα επτά και μισό.
-Νίκο, μου λες πενήντα επτά και μισό εδώ και επτά χρόνια. Δεν νομίζεις ότι
πάτησες τα εξήντα;
-Πενήντα επτά και μισό, μου έλεγε αυστηρά
συγκρατώντας το γέλιο του.
Το
χιούμορ δεν τον εγκατέλειπε ούτε στιγμή.
Με τον
θάνατό του φεύγει ο καλύτερος εκπρόσωπος της ελληνοαμερικανικής ποίησης και ο
σπουδαιότερος Έλληνας ποιητής της Νέας Υόρκης. Ξοδεύοντας το μισό της ζωής του
έξω από τα ελληνικά σύνορα, δίκαια θα του απένειμε κανείς τον τίτλο του
πατριάρχη της ελληνικής ποίησης στο εξωτερικό.
Στο
ποίημά του «Θα ‘ρθει ο Θάνατος» ο Νίκος Σπάνιας είχε προβλέψει τον θάνατό του
τρία χρόνια πριν έρθει να τον ανταμώσει:
ΘΑ ΄ΡΘΕΙ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Θα
‘ρθει ο Θάνατος φορώντας μαύρα
γάντια
και
μια στολή δερμάτινη σε χρώμα
σκοτωμένου
αίματος.
Θα
καθίσει στην πολυθρόνα απέναντί
μου.
Θα
περιεργαστεί το δωμάτιό μου που
για
μένα
είναι
κάστρο των ονείρων μου τα
τελευταία
δεκαπέντε χρόνια.
Θα
εκφράσει την αποδοκιμασία του για
τους
τίτλους των βιβλίων μου,
και
θα κοιτάξει το ποτήρι με το
καθαρό
νερό απ’ όπου ήπια το μισό.
Θα
χαμογελάσει σαν φίλος.
Θ’
ακουμπήσει στον ώμο μου το
γαντοφορεμένο
χέρι του
που
θάναι αλαφρό σα μια φωλιά
πουλιού.
Θα
τον κοιτάξω έντρομος γιατί θ’
αντιληφθώ
πως το χαμόγελό του έχει παγώσει.
Θα
κάνω να σηκωθώ να βάλω την
άλλη
πλευρά του δίσκου στο
γραμμόφωνο.
Δεν
θα μπορώ να κουνηθώ από την
θέση
μου.
Ο
Σούμαν θα αντηχεί στ’ αυτιά μου
με
κείνη την ανακτητική μελωδία του
μια
μελωδία που σε καθηλώνει από
πάθος
και γαλήνη.
Τα
καρφιά στη βύρσινη ζώνη του
θανάτου
θα
γυαλίζουν. Οι ανταύγειες τους θα με
κάνουν
να κλείσω τα μάτια.
Τότε,
ακριβώς τότε, θα σταθεί εμπρός
μου
και
θα μου πει με ύφος που δεν
επιδέχεται
αντίρρηση:
Καιρός να ‘ρθεις μαζί
μου…
Μόνο που
ο θάνατος δεν τον βρήκε τον Νίκο Σπάνια στο διαμέρισμά του στην Αστόρια,
ανάμεσα στα βιβλία του, όπως το φανταζόταν, αλλά σε ένα ψυχρό δωμάτιο του New York General Hospital, στις 7 Αυγούστου 1990.
--
-εφημερίδα
ΤΑ ΝΕΑ 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1990
Ο
Νίκος Σπάνιας πέθανε στη Νέα Υόρκη
«Θα
ρθει ο θάνατος φορώντας
μαύρα
γάντια
και
μια στολή δερμάτινη σε χρώμα
σκοτωμένου
αίματος.
Θα
καθίσει στην πολυθρόνα απέ-
ναντί
μου.
Θα
περιεργαστεί το δωμάτιό μου
που
για μένα
είναι
το κάστρο των ονείρων μου
τα
τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Θα
εκφράσει την επιδοκιμασία
του
για τους τίτλους
των
βιβλίων μου,
και
θα κοιτάξει το ποτήρι με το
καθαρό
νερό απ’ όπου
ήπια
το μισό.
Τα κακά μαντάτα πέρασαν γρήγορα από την
άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τρίτη, ώρα 8.00 Νέας Υόρκης, πέθανε ο Νίκος
Σπάνιας. Την είδηση μετέδωσε ο ραδιοσταθμός της Αστόριας της ελληνικής
συνοικίας.
Τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Νίκο Σπάνια, τον
λογοτέχνη-μετανάστη, είναι σαν τα μεγάλα δέντρα που ρίχνουν στην αυλή τον
προστατευτικό τους ίσκιο. Πέφτουν και κάτι χάνεται, οριστικά και ανεπανόρθωτα.
Ήταν ένας
πνευματικός άνθρωπος- ποιητής, μεταφραστής και σπουδαία προσωπικότητα.
Δημοσιογράφος, άνθρωπος που αγαπούσε, συναναστρεφόταν και βοηθούσε τους νέους,
ταλαντούχους, με φλέβα τυχοδιώκτη και τη σφραγίδα του «καταραμένου ποιητή». Η
παρουσία του ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος της ελληνικής παροικίας της Νέας
Υόρκης, της έδινε υπόσταση. Για την ελληνική λογοτεχνική οικογένεια, ήταν ο
ξενιτεμένος αδελφός, που έδινε το «παρών» του μέσα από την αλληλογραφία, τις
δημοσιεύσεις σε περιοδικά, τις εκδόσεις συλλογών ποιημάτων και διηγημάτων. Ένα
ύστατο δείγμα, της περίφημης εκείνης γενιάς της πνευματικής διασποράς, που τόσα
έχει προσφέρει στα ελληνικά γράμματα.
Η πορεία
του Νίκου Σπάνια ήταν λίγο
διαφορετική. Πέρασε ένα μέρος της ζωής του σαν περιθωριακός τύπος.
Ποτό, ναρκωτικά,…. Όμως αυτά ήταν «τα κύματα που δεν έπνιγαν τα καράβια»-
φράση δική του από ένα ποίημα αφιερωμένο στον Διονύσιο Σολωμό-με τον οποίο
συνδεόταν και λόγω τόπου καταγωγής, τη Ζάκυνθο.
Ο Νίκος Σπάνιας γεννήθηκε στην Αθήνα το
1924. Σπούδασε στην Ανωτάτη
Εμπορική-«χωρίς να την τελειώσω», έλεγε πρίν από δύο χρόνια σε συνέντευξή
του με τον Κώστα Σταματίου στα «ΝΕΑ»
«Ως γλωσσομαθής υπηρέτησε στον ελληνικό
στρατό έξι χρόνια αξιωματικός διερμηνέας. Το δε ’46 είχε γνωριστεί με τον
Κάρολο Κουν. Μου έδωσε να μεταφράσω τον «Γυάλινο Κόσμο» του, άγνωστου τότε, Τενεσί Ουίλιαμς. Το 1952 έμελλε
ν’ αλλάξει η μοίρα μου με συστατική επιστολή του Ουίλιαμς, πήρα υποτροφία
αμερικάνικη κυβέρνηση για να σπουδάσω θέατρο-σκηνοθεσία. Έτσι έφυγα από την
Αθήνα (Ελλάδα) και βρέθηκα στην… Αθήνα
(Οχάιο). Αποφάσισα να μείνω στην Αμερική. Έκανα ένα συμβατικό γάμο το ’53 αλλά
ο μακαρθισμός παραλίγο να μ’ απελάσει, γιατί ανακάλυψαν ότι μικρός ήμουν στην
ΕΠΟΝ.
«Έφυγα για το Καράκας. Ξαναγύρισα και, για να ζήσω,
έκανα όλα τα επαγγέλματα: σερβιτόρος, πλασιέ, μπάρμαν, δάσκαλος (γλωσσών),
φορτηγατζής σε νταλίκα του «πεθερού» μου, μετέφερα λαχανικά, μεταφραστής στον
ΟΗΕ, ένα χρόνο μάγειρας σε… γαλλικό εστιατόριο («ΤΑ ΝΕΑ» 6.2.88).
Καθ’
ομολογίαν του ίδιου του Σπάνια,
άρχισε τη λογοτεχνική πορεία του σαν διηγηματογράφος.
«Είχαμε συγγραφικό συνεργείο στην ΕΠΟΝ». Πρωτοδημοσίευσε όμως το 1947 στο
περιοδικό «Θεμέλιο» το διήγημα «Ο αποσπασματάρχης».
Μετά
ρίχθηκε στη μετάφραση ποιητών και το 1958 άρχισε να γράφει δικά του ποιήματα,
από τη Ν. Υόρκη. Πρώτη συλλογή «Τα
ποιήματα της 3ης Λεωφόρου»- όπου έμενε-κι ακολούθησαν ο «Γλυκός τρόμος» (1964 Θεσσαλονίκη), «Φόρος τιμής στο Τζόρτζιο ντε Κίρικο»
(1981), «Το μαύρο γάλα της αυγής»
(1987), «Αμερική» (1988), ενώ το
Δεκέμβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Γνώση» η ανέκδοτη
ποιητική συλλογή του «Το ράμφος της
αϋπνίας». Δική του μεταφραστική δουλειά είναι ακόμα η «Ποιητική ανθολογία από τον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο» με ποιήματα
Αραγκόν, Ελυάρ, Οντέν, Ματσάδο, Νερούδα, Ζουβ, Μακ Λιλ, Σπέντερ κ. ά
Από τότε
που έφυγε, ο Νίκος Σπάνιας, 37 ολόκληρα χρόνια, δεν ξαναπάτησε το πόδι του στην
Ελλάδα. «Δεν μ’ αρέσει καθόλου η
ελληνική νοοτροπία. Έχω την εντύπωση πως οι περισσότεροι Έλληνες είναι άξεστοι.
Το μόνο που με συνδέει ειλικρινά με την Ελλάδα είναι η γλώσσα». Κι
ανατρέχοντας στο ποίημα «Διονύσιος Σολωμός» διαβάζουμε:
«Πολεμούσε
με τη γλώσσα καθώς
ο
ακονιστής σαν
ακονίζει
το μαχαίρι του και κείνο
εκπέμπει
σπίθες…»
Και το
ποίημα κλείνει με τους παρακάτω στίχους:
«Κάποτε
γινόταν άλογο αφηνιασμένο
και
αφηνόταν σε μια υπερκοχλάζουσα
ηδονή
του θανάτου.
Έφυγε,
τέλος, η ανασεμιά του
σαν
λιγοστός καπνός κεριού».
--
-εφημερίδα
ΤΑ ΝΕΑ 8 Σεπτεμβρίου 1990
Ο
ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ
Η τέφρα του Ν. Σπάνια σκορπίστηκε στη θάλασσα
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ «ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Ιδιαίτερη ανταπόκριση για τα «ΝΕΑ»
ΛΙΓΟ πριν πεθάνει, 67 ετών, στις 7 Αυγούστου 1990,
στο «Νοσοκομείο Νέας Υόρκης», ο κορυφαίος Ελληνοαμερικανός ποιητής και
στοχαστής Νίκος Σπάνιας είχε ζητήσει από τους κοντινούς του να φροντίσουν να
καεί η σορός του κι οι στάχτες να διασκορπιστούν στον Ατλαντικό, κοντά στο
«Άγαλμα της Ελευθερίας». Σύμφωνα με την επιθυμία του αυτή, η σορός του
αποτεφρώθηκε σε μικρή ιδιωτική τελετή, κατά την οποία αποχαιρέτησε το νεκρό, ο
φίλος του Μάκης Τζιλιάνος, ο οποίος, μεταξύ των άλλων είπε:
«Χαρακτήρισα κάποτε το Νίκο Σπάνια «πατριάρχη» της ελληνικής τέχνης του
λόγου στην ελληνική παρουσία της διασποράς στην Αμερική, σχεδόν «πρωτοπόρο». Το
επαναλαμβάνω και πιστεύω ότι θα μείνει εκεί, στο περίλαμπρο σημείο της έκφρασης
στο λόγο μας… Του συγχωρώ τα ανθρώπινα λάθη σαν τελευταία του εξιλέωση, είτε
στην αδελφή του, στο «New
York
Hospital”
«Μαίρη,
έκαμα πολλά παρατράγουδα στη ζωή μου»- σας ικετεύω, κι εσείς να του τα
συγχωρήσετε μπροστά στη σορό του. Δεν πρέπει ελαττώματα της γήινης συντήρησης
να αμαυρώσουν την ψυχή και το πνεύμα που δούλεψε για την άρθρωση ελληνόφωνου
λόγου στη διασπορά…»
Σύμφωνα
πάλι με επιθυμία του Νίκου Σπάνια, φίλοι και συγγενείς του επιβιβάστηκαν το
πρωινό της 19ης Αυγούστου στο πορθμείο της γραμμής Μανχάταν-Στάτεν
Άιλαντ, μεταφέροντας την τέφρα του, την οποία και διασκόρπισαν στη θάλασσα λίγο
ανατολικώτερα από το γνωστό στο Πυρσό του Αγάλματος της Ελευθερίας.
Εκτός από
την αδελφή του Μαίρη, την τέφρα του Σπάνια έριξαν στα νερά του λιμανιού της
αγαπημένης του Νέας Υόρκης, η συγγραφέας
Ιωάννα Καρατζαφέρη, ο Μάκης Τζιλιάνος, ο Χρίστος Τζιάμης, ο Τάσος Μουζάκης και
άλλοι φίλοι.
Τέλος,
για να διατηρηθεί η μνήμη του, η «Εταιρεία Λογοτεχνών Αμερικής», θέσπισε
«Λογοτεχνικό βραβείο Νίκου Σπάνια», με πρώτη κατάθεση την αδελφή του με το ποσό
των 8.000 δολαρίων. Για την ενίσχυση του βραβείου, ανοίχτηκε ειδικός
λογαριασμός στην Atlantic
Bank,
στην «ελληνική» συνοικία Αστόρια (όπου, στους 29 Δρόμους , έζησε για χρόνια ο
Νίκος Σπάνιας), με αριθμό 304-001879. Σ’ αυτόν καταθέτουν «αντί ανθέων», οι
φίλοι του ποιητή στη μνήμη του
--.
Σημειώσεις:
-Διατήρησα την ορθογραφία των εφημερίδων και των
περιοδικών. Διόρθωσα ελάχιστες αβλεψίες, όπως παραδείγματος χάριν στην
συνέντευξη που πήρε ο γνωστός πειραιώτης δημοσιογράφος και κριτικός κυρός
Κώστας Σταματίου από τον ποιητή Νίκο Σπάνια, και δημοσιεύτηκε στην απογευματινή
εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 6 Φεβρουαρίου 1988, «Ένας ποιητής στη Νέα Υόρκη»,
αναφέρεται το όνομα του ποιητή και θεατρικού κριτικού κυρού Γιάννη Βαρβέρη, ως
Γιώργος. Και τούτου δοθέντος, βλέπουμε ότι ο ποιητής Νίκος Σπάνιας, ήταν μέχρι
τέλους ενημερωμένος πάνω στα ποιητικά πράγματα και τους δημιουργούς της
Ελλάδας, παρότι δεν την επισκέφτηκε ποτέ μετά την μετανάστευσή του στις ΗΠΑ. Τα
ονόματα των ποιητών που αναφέρει, είναι από τα πλέον αξιόλογα και παραγωγικά
της Γενιάς του 1970. Επίσης, ίσως να μην έχουν μάλλον προσεχθεί οι εκπληκτικές
εισαγωγές και πρόλογοί του στις μεταφράσεις του. Κείμενα που μας φανερώνουν
έναν έλληνα ποιητή της διασποράς, φοβερά ενημερωμένο πάνω στην ευρωπαϊκή και
αμερικάνικη ποίηση και λογοτεχνία. Οι γενικές του μεταφράσεις ίσως να μην
ευστοχούν πάντα όπως τις διαβάζουμε στο βιβλίο του «Μεταφράσεις», όμως, οι
μεμονωμένες του φιλοδοξίες, Ρεμπώ, Απολλιναίρ, Αντρέ Ζίντ, Τέννεσυ Ουίλλιαμς,
Ισπανική ανθολογία και άλλες, είναι θαυμάσιες αποδόσεις στα ελληνικά ποιημάτων
των σημαντικότερων ποιητών της ευρωπαϊκής γραμματείας. Ας το επαναλάβουμε, οι
εισαγωγές και οι πρόλογοί του, είναι σύγχρονοι, κατατοπιστικοί, ενημερωμένοι,
γραμμένοι με σαφήνεια και τεκμηριωμένοι, τουλάχιστον για την εποχή του. Τα
κείμενα αυτά και οι αναλύσεις του πάνω στην ποίηση ξένων ποιητών, είναι μικρά
σοβαρά και επιστημονικά δοκίμια, που μας αποκαλύπτουν έναν ποιητή με στέρεα και
ευρεία παιδεία. Ο Νίκος Σπάνιας πράττει και κάτι χρήσιμο και αποτελεσματικό,
συνενώνει την ποίηση με την ιστορία όπως βλέπουμε στην εισαγωγή του για την
ανθολογία ποιημάτων για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Το μεγαλύτερο μέρος της
εισαγωγής είναι μια αναλυτική συμπερίληψη του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου και
των πρωταγωνιστών του. Ο ίδιος κρατά μια απόσταση ασφαλείας από τις πληροφορίες
που παραθέτει. Από την άλλη, η εισαγωγή του στον Ρεμπώ, είναι μια χρονολογική
επαρκέστατη παρακολούθηση του ποιητή από τα πρώτα του βήματα μέχρι τέλους.
-Ένα ζήτημα μεταφραστικό που θα άξιζε νομίζω να
εξεταστεί, είναι το τι μεταφράζουν, από πού, (βιβλία, συλλογές, περιοδικά) και
ποιους ποιητές, από ποιες χώρες, ποιες λογοτεχνικές σχολές, ποια γλώσσα, οι
διάφορες κατά διαστήματα ελληνικές ποιητικές γενιές αντρών και γυναικών
ποιητών. Ποιες κοινές μεταφράσεις συναντάμε από γενιά σε γενιά, πχ. πόσοι είναι
οι έλληνες ποιητές που έχουν μεταφράσει ποιήματα του γάλλου ποιητή Αρθούρου
Ρεμπώ ή του Γκιγιώμ Απολλιναίρ, σε ποιές γενιές ανήκουν, ποια έργα προτιμούν,
πως εντάσσουν τα μεταφρασμένα έργα μέσα στην ελληνική σύγχρονή τους λογοτεχνική
πραγματικότητα. Ποιες οι γλώσσες που προτιμούν, αν μεταφράζουν από την γλώσσα
του πρωτοτύπου ή από δεύτερη, και ποιες οι λογοτεχνικές τους σταθερές.
Ιδιαίτερα η πιο πρόσφατη, η ποιητική γενιά του 1970. Και φυσικά ποιοι είναι οι
νέοι, μοντέρνοι γλωσσικοί κώδικες της ελληνικής γλώσσας που υιοθετούν και
χρησιμοποιούν κατά τις μεταφράσεις τους. Έχουμε δηλαδή μια νέα επεξεργασία της
ελληνικής γλώσσας κατά την διάρκεια της μετάφρασής τους, συμπληρωματική της
δικής τους πρωτογενούς ποιητικής παραγωγής; Αυτά όμως είναι ζητήματα προς
εξέταση από ειδικούς ερευνητές και μεταφραστικές σχολές, ανοιχτά και συνεχώς
αναδιαπραγματευόμενα. Όπως επίσης, και ένας συγκεντρωτικός κατάλογος, ένα αρχείο
των ελλήνων αντρών και γυναικών μεταφραστών.
Το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιευμένων μεταφράσεων
του ποιητή Νίκου Σπάνια, βρίσκεται σκόρπιο στα δεκάδες ελληνικά λογοτεχνικά
περιοδικά του περασμένου αιώνα.
-Το 1945 στην Αθήνα από την Εταιρία «Φλόγα» εκδίδονται
σε Απόδοση του συγγραφέα Γιάννη
Σφακιανάκη, τα «Πεζά Ποιήματα» του Arthur Rimbaud, «Οι ερημιές του
έρωτα» (Les Deserts de l’ Amour), «Οι ελλάμψεις» (Les Illuminations), «Μια εποχή στην
κόλαση» (Une
Saison
en
En
fer)
και (Poems
en
prose).
Της απόδοσης προηγούνται ολιγοσέλιδα προλεγόμενα του Γιάννη Σφακιανάκη,
αναφέρει στην σελίδα 5, ο Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης που συνέταξε την πρώτη
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΟΥΡΟΥ ΡΕΜΠΩ (ARTHUR RIMBAUD), έκδοση δεύτερη,
Αθήνα Ιούλιος 1964. (Η πρώτη κυκλοφόρησε το 1955, σελίδες 14) Δεκαεπτά χρόνια μετά, το 1962 στην συμπρωτεύουσα, την Θεσσαλονίκη,
εκδίδεται η Μετάφραση του ελληνοαμερικανού ποιητή Νίκου Σπάνια του έργου του γάλλου
ποιητή Arthur
Rimbaud,
Une
Saison
En
Enfer,
με
ειδικό Πρόλογο του Carl
Shapiro
και επίλογο του Γιάννη Σφακιανάκη. Την οποία καταγράφω παραπάνω στα
μεταφραστικά έργα του ποιητή. Η δεύτερη αυτή έκδοση των εκδόσεων «ΠΑΪΡΙΔΗ»,
ανοίγει την αυλαία του βιβλίου με τα λόγια του Νίκου Σπάνια: “The translation is dedicated to K. Olsen for our intrepid, splendid love” N. S. Ακολουθούν «ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ» σ. vii-x, του Ν. Σπάνια. Έπονται
«ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ RIMBAUD,
σ. xi-xxiv του
μεταφραστή. Ακολουθεί ο «ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΕΙΔΙΚΑ ΑΠΌ ΤΟΝ KARL SHAPIRO ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΚΛΕΙΤΟ ΚΥΡΟΥ σ. xxv-xxxi. Σελίδες 1-99, το ποίημα του
Αρθούρου Ρεμπώ που γράφτηκε στην Avril-
Aout
το 1873 UNE
SAISON
EN
ENFER-ΜΙΑ
ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ. Τέλος, η δεύτερη αυτή έκδοση της μετάφρασης κλείνει με «ΕΝΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΣ «ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ» σ.101-108, του πρώτου μεταφραστή
του Ρεμπώ, συγγραφέα και μεταφραστή Γιάννη Γ. Σφακιανάκη. Για την πρώτη έκδοση
της μετάφρασης του έργου από τον Νίκο Σπάνια, πληροφορούμεθα από τον Γιώργο Κ.
Κατσίμπαλη, στο τελευταίο λήμμα 129 της ελληνικής βιβλιογραφίας και στο δεύτερο
μέρος της «ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ», σ. 12, τα εξής: «Μαυρουδής, Ε: Arthur Rimbaud «Μια
εποχή στην Κόλαση», μετάφραση του Νίκου Σπάνια, περιοδικό Νέα Πορεία,
Θεσσαλονίκης, Έτος Η΄, Μάϊος 1962, σ. 195.».
-Η πρώτη έκδοση της Βιβλιογραφίας του γάλλου ποιητή
από τον Γιώργο Κ. Κατσίμπαλη εκδόθηκε το 1955, η δεύτερη το 1964, δύο χρόνια
μετά την μετάφραση του Νίκου Σπάνια, πράγμα που σημαίνει ότι ο εργασιομανής
βιβλιογράφος Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης, καταγράφει μόνο μία βιβλιοκριτική για την
έκδοση.
-Μαζί με τις μεταφράσεις των βιβλίων που γνωρίζω,-όχι
όλες- συμπληρώνω το δεύτερο αυτό σημείωμα, με κείμενα που αφορούν το έργο και
την παρουσία του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Σπάνια για πληρέστερη ενημέρωση
της πνευματικής του παρουσίας. Δεν αποδελτίωσα όλες τις ποιητικές του συλλογές
που κυκλοφορούν στο εμπόριο, αλλά μόνο αυτές που εκδόθηκαν στην Αμερική και
έτυχε να συναντήσω.
-Τέλος, κατόρθωσα να βρω και να αγοράσω το περιοδικό
«ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ», περιοδικό για την τέχνη και τη ζωή, τεύχος 1 Νοέμβριος 1993, με
το αφιέρωμα στον ποιητή. Από την εργογραφία Νίκου Σπάνια, λείπει η ποιητική του
συλλογή «ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ ΤΗΣ ΑΫΠΝΙΑΣ», εκδόσεις οδός Πανός 2001, λογικό μια και το
περιοδικό εκδόθηκε το 1993, αλλά έχουμε και μια παράλειψη. Δεν αναφέρεται το
βιβλίο του Νίκου Σπάνια, ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ,
εκδόσεις Εγνατία-Θεσσαλονίκη 1980, σελ.144, δραχμές 100. Αλλά αναφέρονται και
οι εξής μεταφραστικές του εργασίες:
Γάϊος Βαλέριος Κάτουλος, Ποιήματα, Γνώση, (1981)
Ελληνική Ανθολογία Ποίησης, Registance –Exile-Love (Αντίσταση- Εξορία-Έρωτας), Νέα
Υόρκη, (1976)
V.
larband,
Ποιήματα ενός βαθύπλουτου ερασιτέχνη, Θεσσαλονίκη, (1963)
Rainer
Maria
Rilke,
Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε,
εκδόσεις Ζάρβανος, Αθήνα (1963)
Αποδελτιώνω τους συνεργάτες και τα κείμενα του
αφιερώματος:.
-ΝΤΙΝΟΥ ΣΙΩΤΗ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ, (Ομιλία του
ποιητή κι εκδότη του περιοδικού «Ρεύματα» Ντίνου Σιώτη, σε εκδήλωση για τον
ποιητή Νίκο Σπάνια που οργάνωσε η Ελληνοαμερικανική Ένωση).
Επιμέλεια-απομαγνητοφώνηση: Λεφτέρης Μονοκρούσος, σελ. 15-18
-ΜΑΙΡΗ ΣΠΑΝΙΑ, Ο αδελφός μου, ο Νίκος Σπάνιας, σελ.20
-Παναγιώτης Καραβασίλης, δημοσιεύονται τρία γράμματα
που έστειλε ο ποιητής Νίκος Σπάνιας στον ποιητή και μεταφραστή Παναγιώτη
Καραβασίλη, Νέα Υόρκη 20/6/1989, Νέα Υόρκη 25/6/1989 και Νέα Υόρκη 17/8/1989.
Καθώς και ένα ποίημα του Παναγιώτη Καραβασίλη «Αμερική Αμερική του ποιητή Νίκου
Σπάνια» από την ποιητική συλλογή του Καραβασίλη «Η ΝΕΑ ΒΙΑ» εκδόσεις Θέμα,
Αθήνα 1991. σελ. 21
-ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, «ΜΠΑΡΜΠΑ ΣΑΜ» (ποίημα), σελ.22
-ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ, «ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟ»,
(ποίημα), σελ. 22
-ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, «Ίσως κάποτε ο Νίκος Σπάνιας
επανέλθει ξανά στον εαυτό του», σελ. 23
-ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΥΛΑΚΟΥ, «Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ». Αναφορά
στην ποίηση του Νίκου Σπάνια, σελ. 24-25
-ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, «Η ΗΔΟΝΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΗΤΑΝ ΚΙ
ΑΥΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ», πόσο θεατρική εντέλει υπήρξε η ποίηση του Νίκου Σπάνια, σελ.
26-27
-ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ, Δημοσιεύουμε τρία ανέκδοτα ποιήματα
κι ένα μονόπρακτο θεατρικό έργο του Ν.Σ. Το Χέρι, Seigneurs, vous plait-il d’ entendre un beau conte d’ amour et de mort?, σελ. 28. Αίθουσα Αναμονής
Μεταναστών, σελ. 29 (ποιήματα). Γιατί τ’ άνθη τα λένε λουλούδια, σελ. 30-31.
-Στέφανος Κατής: επιμέλεια: ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΝΙΚΟΥ ΣΠΑΝΙΑ,
σελ. 31.
Δημοσιεύονται επίσης, το ποίημα ΘΑ ‘ΡΘΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ,
μαζί με κείμενο του ποιητή, σελ. 19, και αυτοβιογραφικό κείμενο σελ. 19.
Θα κλείσω το δεύτερο αυτό πληροφοριακό σημείωμα για
τον μεταφραστή και ποιητή της διασποράς Νίκο Σπάνια, με μέρος των
βιβλιοκριτικών θέσεων του φιλόλογου και κριτικού Γιάννη Κουβαρά, που
δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Διαβάζω» τχ. 235/21-3-1990. Ο Κουβαράς κρίνει την
ποιητική του συλλογή «Αμερική» που κυκλοφόρησε το 1988. Η βιβλιοκριτική
συμπεριλαμβάνεται στον τόμο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡ ΑΣ, ΕΠΙ ΠΤΕΡΥΓΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, Κριτικά
σχεδιάσματα 1987-1994. Τόμος Α΄, εκδόσεις Σοκόλη 1995, σελ.105-107.
«Χρόνια
τώρα ο Ν. Σ. εκτίει τη βαβυλωνιακή του αιχμαλωσία στη λαβυρινθούπολη της Νέας
Υόρκης, που με τους αμέτρητους ουρανοξύστες της, προσφέρει και τις περισσότερες
ευκαιρίες αυτοκτονίας. Ο Ν.Σ. δεν έχει βέβαια αυτοκτονήσει, αλλά το να
υπηρετείς και να υπερασπίζεσαι παντί σθένει τη χαμένη υπόθεση της ποίησης μέσα
στο άντρο του τεχνοκρατισμού, στην καρδιά του υλοκρατισμού τι άλλο είναι από
καθημερινή ψυχοκτονία;
Ο Ν. Σ. είναι ο καλύτερος πρεσβευτής της
γλώσσας μας στη Βαβέλ των γλωσσών, τη Νέα Υόρκη, και ταυτόχρονα φαροφύλακας και
το πιο προωθημένο Α-κριτικό φυλάκιο της ποίησής μας καθώς μέσα από τις στήλες
του «Εθνικού κήρυκα» και τη σχετική εκπομπή στο ραδιόφωνο ενημερώνει τους
απόδημους για τα πνευματικά μας πράγματα, προσπαθώντας να διατηρήσει άκοπο τον
μητρικό ομφάλιο λώρο. Και βέβαια όταν δεν είχες την τύχη ν’ ακούσεις αφηγήσεις
μεταναστών πρώτης μεταπολεμικής γενιάς πως κάθε Τετάρτη τρέχανε σαν κυνηγημένοι
στους δρόμους με δάκρυα στα μάτια να προφτάσουν την ελληνική εκπομπή δεν
μπορείς να εκτιμήσεις την προσφορά του Ν. Σ., μικρή ή μεγάλη, αδιάφορο.
Ο
Ν. Σ. υπηρετεί την ποίηση διπλά. Εκτελωνίζοντάς την αφενός-έχει μεταφράσει στα
αγγλικά τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, κι αντίστροφα, έχει μεταφέρει στη
γλώσσα μας σπουδαία ξένα έργα- κι αφετέρου παράγοντας ο ίδιος ποίηση αξιόλογη.
Στην συνείδηση των πιστών της ποίησης ο Ν. Σ. κατέχει ξεχωριστή θέση στο
Μαρτυρολόγιό της.»…., σελ. 105
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 3 Οκτωβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου