Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

Μνήμη ποιητή και κριτικού Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

 

Μνήμη  ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (Αθήνα 1945-Αθήνα 3/5/2021)

            ΓΙΩΡΓΟΣ  ΣΕΦΕΡΗΣ

                   Κ Ι Χ Λ Η

        Η  μυθοποιημένη  μνήμη

Του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, εφημερίδα Ελευθεροτυπία- ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, τεύχος 82. Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 1999, σ. 16-17. Ο αιώνας που φεύγει σε μια βιβλιοθήκη

       Δεν θυμάμαι’ δεν ξέρω, θα ήταν το σωστότερο να πω, άλλο ελληνικό ποίημα, συνοδευμένο από τέτοιο πλούτο ουσιαστικών ή και απλώς ληξιαρχικών στοιχείων, όσο η Κίχλη του Γιώργου Σεφέρη. Στοιχείων, μάλιστα, απολύτως έγκυρων, αφού παρέχονται από τον ίδιο τον ποιητή, από τον προσεχτικό συσχετισμό των οποίων προκύπτουν, με ακρίβεια, τα στάδια και οι συνθήκες-του περιβάλλοντος και οι απολύτως προσωπικές-της σύλληψης, της κυοφορίας και εν τέλει του τοκετού του εν λόγω ποιήματος.

     Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Η Κίχλη «δίνεται» στον Σεφέρη τον Οκτώβριο του 1946 στον Πόρο, όπου πηγαίνει για διακοπές, εκμεταλλευόμενος μια δίμηνη άδεια που του παρέχει το υπουργείο, για πρώτη φορά ύστερα από οκτώ ολόκληρα χρόνια (από το 1938). Το ποίημα συναρμολογείται από βιώματα και εμπειρίες που είχε «δοκιμάσει και κάποτε σημειώσει, από τον Οκτώβρη του ’44, που γύρισε στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία. Το βίωμα, καθώς λένε, της «Κίχλης» αρχίζει εκεί που τελειώνει το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄, με τον «Τελευταίο Σταθμό».

    Από τον Οκτώβριο του ’44 εξάλλου, ως τον Οκτώβριο του ’46, μεσολαβούν συγκλονιστικά γεγονότα, με τραγική συνέπεια τα Δεκεμβριανά, τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και το διορισμό του ποιητή στη θέση του διευθυντή του Πολιτικού Γραφείο του Δαμασκηνού-Αντιβασιλέα. Με αυτά τα δεδομένα: αφ’ ενός της άμεσης εμπλοκής του Σεφέρη στα ιστορικά δρώμενα μιας από τις πιο σκοτεινές και πιο αιματοβαμμένες εποχές της νεοελληνικής ιστορίας κι αφ’ ετέρου της επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως εκφρασμένης άποψής του ότι «ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του δεν είναι διανοητικός ή και αισθητικός ακόμη […] αλλά ένας ομφάλιος λώρος, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός», μπορούμε να πούμε ότι δικαίως θεωρήθηκε από την κριτική, το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄, (και ο «Τελευταίος Σταθμός») ως ο απόηχος που άφησε στην ψυχή του ποιητή ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κίχλη ως μια εκδοχή της «μυθοποιημένης» μνήμης του Εμφυλίου.

     Δύο είναι, κυρίως, τα κείμενα που «συνοδεύουν», κατά κάποιο τρόπο, το ποίημα, προστατεύοντάς το από οποιαδήποτε παραποιητική της ουσίας του προσέγγιση ή, εν πάση περιπτώσει περιορίζοντας το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης, αν μη τι άλλο, αυθαιρεσίας-και τα δύο γραμμένα από τον ίδιο τον Σεφέρη: Το ένα έχει τη μορφή επιστολής που στάλθηκε το Δεκέμβριο του 1949 (ακριβώς πριν από πενήντα χρόνια) στον Γιώργο Κατσίμπαλη, ύστερα από παραίνεση του τελευταίου προς τον ποιητή, να γράψει «ένα γράμμα που θα βοηθούσε τον καλοπροαίρετο αναγνώστη για να διαβάσει ευκολότερα την «Κίχλη», πού τότε φαινόταν «απροσπέλαστη» (είχε προηγηθεί και άλλη σχετική επιστολή του Σεφέρη προς τον Γάλλο μεταφραστή του Robert Levesque, το 1948). Στο εκτενές αυτό γράμμα, που πήρε τον τίτλο «Μία σκηνοθεσία για την «Κίχλη»», ο ποιητής επιχειρεί μια αναγνωστική προσέγγιση του ποιήματός του, υποδυόμενος, όπως λέει χαρακτηριστικά, «το πρόσωπο ενός κοινού αναγνώστη, λιγότερο ή περισσότερο επαρκή’ το κύρος της ερμηνείας μου δεν μπορούσε να ήταν βαρετό». Το άλλο κείμενο «συντίθεται» από σελίδες ημερολογίου που κρατούσε ο Σεφέρης κατά το διάστημα που έγραφε την «Κίχλη». Πρόκειται για ένα κείμενο που «εισάγει τον αναγνώστη στην κρυφή περιπέτεια του ποιητή, δείχνοντας παραστατικά πώς αισθάνεται αυτός πριν και μετά τον τοκετό’ συνάμα παρέχει υλικό που τελικά περιέρχεται στην επεξεργασία του ποιητικού έργου» (Mario Vitti).

      Και από τα δύο αυτά κείμενα προκύπτουν πολλά και ενδιαφέροντα, τόσο γύρω από τον ποιητή, όσο και γύρω από το ποίημα, στοιχεία, ουσιαστικά ή και απλώς ληξιαρχικά, τα οποία, όμως συνδυαζόμενα με τα πρώτα, βοηθούν στο φωτισμό ή στη διαλεύκανση των όχι και τόσο ευδιάκριτων πλευρών του ποιήματος. Από το ημερολόγιο, λ.χ. προκύπτει ότι η «Κίχλη» γράφτηκε μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα: η πρώτη, σχετική με το ποίημα, εγγραφή, με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου και με τον τίτλο «Νότες για ένα ποίημα (Μάης-Ιούνης)», κλείνει με το «υστερόγραφο»: «(Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Το ποίημα πρέπει να προχωρήσει μόνο του και να συντελεστεί. Δεν είναι τόσο εύκολο σιγά σιγά)». Η συντέλεσή του χρειάστηκε λιγότερο από ένα μήνα, όπως προκύπτει από άλλες δύο ημερολογιακές εγγραφές: «Βράδυ. Τ’ απόγεμα έκοψα ξύλα ώσπου να σκοτεινιάσει. Γύρισα ιδρωμένος, με τα χέρια γεμάτα ρετσίνι, Λουτρό, κι έπειτα κάθισα στο τραπέζι μου. Τέλειωσα το ποίημα. Τίτλος «Κίχλη». Δεν ξέρω αν είναι καλό’ ξέρω πως τέλειωσε. Τώρα πρέπει να στεγνώσει» (31 Οκτώβρη). Και την επομένη 1 Νοέμβρη: «Αντιγραφή της «Κίχλης» και μικροδιορθώματα».

      Το «γράμμα», εξάλλου, παρέχει στοιχεία διαφωτιστικά για το ποίημα, κυρίως, πράγματα απολύτως δικαιολογημένα, αφού είναι το αποτέλεσμα μιας αναγνωστικής απόπειρας, την οποία πραγματοποιεί ο ποιητής υποδυόμενος έναν «λιγότερο ή περισσότερο επαρκή αναγνώστη», με σκοπό να φωτίσει-χωρίς να καταστήσει ασφαλείς- κάποιες, ούτως ή άλλως, επισφαλείς διόδους που θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσουν τον καλοπροαίρετο αναγνώστη στους κεντρικούς αρμούς του ποιήματος. Απομακρυσμένος από το στάδιο της δημιουργίας, με τη νηφαλιότητα ενός τρίτου, προσεγγίζει το ποίημά του και καταγράφει-καταθέτει την εμπειρία του από αυτή την προσέγγιση, η οποία είναι περισσότερο μια «εμπειρία τρίτου αναγνώστη παρά του ποιητή όταν γράφει». Θέλοντας μάλιστα να γίνει όσο μπορεί κατατοπιστικότερος και διαφωτιστικότερος, «με το κέφι που δίνει η γραφή σ’ ένα φίλο, κάθισε και του έφτιαξε μια σκηνοθεσία», ως εάν επρόκειτο να παιχτεί κάποτε η «Κίχλη» στον κινηματογράφο. Από τις «σκηνοθετικές» του οδηγίες προκύπτει η ακριβής (;) ταυτότητα και η συμπεριφορά του εκάστοτε δρώντος, στο πλαίσιο του ποιήματος, μυθικού ή ιστορικού προσώπου (του Οδυσσέα, της Κίρκης, του Ελπήνορα, του Τειρεσία, του Σωκράτη), με προεξάρχουσα, βέβαια, τη μορφή του Οδυσσέα’ αυτός («ένα κάποιος Οδυσσέας») είναι η κύρια persona του ποιητή στην «Κίχλη», ο οποίος μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, εκφράζει την αγωνία του, καθώς βλέπει τα υψηλά του οράματα να κατατοπίζονται εξ αιτίας της όποιας ανεπάρκειας των ανθρώπων που τον περιστοιχίζουν-στην προκειμένη περίπτωση των αδύναμων συντρόφων του. («Εάν το φάντασμα του Οδυσσέα είναι ο κύριος αφηγητής της σύγχρονης Οδύσσειας του Σεφέρη, παρατηρεί ο Έντμουντ Κήλυ, ο Ελπήνωρ είναι το βασικό θέμα της αφήγησής του: ο χαρακτηριστικός «σύντροφος» του ταξιδιού, η μορφή που αποκαλύπτει την αδυναμία του πνεύματος, που απογοητεύει τον καπετάνιο του και κάνει το ταξίδι αγωνιωδώς και ατέλειωτο»).

     Από τα όσα ειπώθηκαν ως εδώ, θα έγινε, φαντάζομαι, αντιληπτό ότι δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου, να εκθειάσω, διατρέχοντας τον κίνδυνο της επανάληψης και της κοινοτοπίας, την «Κίχλη» του Γιώργου Σεφέρη. Το ποίημα μελετήθηκε και εκτιμήθηκε, όπως του άξιζε, πολύ νωρίς, από τους σημαντικότερους μελετητές της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας (Ανδρέα Καραντώνη, Mario Vitti, Ερατοσθένη Καψωμένο, Δ. Ν. Μαρωνίτη, Νάσο Βαγενά, Αλέξανδρο Αργυρίου, Γιάννη Δάλλα, Έντμουντ Κήλυ, Γιώργο Δανιήλ κ. ά.) Το 1972, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, επισημαίνοντας ότι η «Κίχλη» είναι ίσως η πιο ώριμη και πολυφωνική σύνθεση του Σεφέρη, όψιμη ελληνική απόκριση, υποθέτω, στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ» και με δεδομένο ότι «έχουν γραφεί πολλά και άξια πράγματα για το ποίημα», κρίνει ότι ήρθε «πια ο καιρός να περάσουμε από τις γενικές κρίσεις στις ειδικές παρατηρήσεις»’ για να συνεχίσει καταθέτοντας-και επεξηγώντας-την προσωπική του άποψη ότι «η βασική αρετή της σύνθεσης βρίσκεται στην αλληλουχία των θεμάτων της».

       Αν έφτασα σ’ αυτό το αμήχανο σημείο, το έκανα παρακινημένος από την ενδόμυχη επιθυμία να σταθώ σε άλλο, ειδικό ζήτημα’ ερώτημα μάλλον, σχετικά με τη χρησιμότητα που θα μπορούσε να έχει για το σημερινό, καλοπροαίρετο έστω, λιγότερο ή περισσότερο επαρκή αναγνώστη του ποιήματος, το γράμμα του Σεφέρη προς τον Κατσίμπαλη, του ’49 (για το Ημερολόγιο της «Κίχλης» δεν νομίζω ότι γεννάται παρόμοιο θέμα). Θέλω να πω, αν ό,τι πριν από 30-40 χρόνια θεωρείται εύνοια για το ποίημα-(ο Αλέξανδρος Αργυρίου θεωρούσε την «Κίχλη», απ’ αυτή την άποψη, «ως το πιο ευνοημένο ποίημα του Σεφέρη, έστω κι αν δεν πάρουμε κατά γράμμα όσα ο ίδιος έχει καταθέσει»)- ενδεχομένως, σήμερα, που οι κοινοί μυθικοί και ιστορικοί κώδικες μοιάζουν ξεθωριασμένοι και, οπωσδήποτε, περιθωριοποιημένοι, να λειτουργεί ανασταλτικά. Μια προσεκτικότερη, ωστόσο, ανάγνωση του «γράμματος», δείχνει, αποδεικνύει ότι οι «σκηνοθετικές» κατευθύνσεις που δίνει ο Σεφέρης στον υποθετικό αναγνώστη του ποιήματός του αποβλέπουν, πρωτίστως, στο να προσδοθούν ρεαλιστικές διαστάσεις στα μυθικά δεδομένα και, αντιστρόφως, να αναχθούν τα τραυματικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας (λ.χ. Εμφύλιος) στο «επίπεδο της άχρονης καθολικότητας».

      Κυρίως, όμως, φανερώνει την προσπάθεια του ποιητή να στραφεί  η προσοχή του αναγνώστη σε εκείνους τους ιστούς του ποιήματός του που συμβάλλουν στη «δραματοποίηση του μύθου-στην παράσταση, δηλαδή, της αλήθειας που έχει να προσφέρει ο μύθος, μέσα από πρόσωπα εν δράσει», «βγάζοντας τα μυθικά του φαντάσματα πάνω σε μια σκηνή στημένη με ακρίβεια για να εξιστορήσει κάποια πράξη οικουμενικής σημασίας» (Έντμουντ Κήλυ).

      Το ερώτημα, βεβαίως, αυτό, είναι παρεπόμενο της ουσίας και καθόλου δεν κλονίζει τη βεβαιότητά μου ότι η «Κίχλη» είναι ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα της ελληνικής ποίησης του αιώνα, που όπου και να ‘ναι μας αφήνει χρόνους. Απεναντίας την ενισχύει η σκέψη ότι η «Κίχλη» έθεσε, εκτός των άλλων, επί τάπητος, καινοφανή και οπωσδήποτε, πρώιμα, για τα ελληνικά δεδομένα ζητήματα μυθοπλασίας και αφηγηματικής, εν γένει, λειτουργίας, γεγονός που θα πρέπει να βρήκε απροετοίμαστους, ειδικούς και μη, αναγκάζοντας τον Γιώργο Κατσίμπαλη να ζητήσει από τον ποιητή τη σύνταξή του γνωστού βοηθητικού, για «τον καλοπροαίρετο αναγνώστη», γράμματος. Για να καταλήξω επαναλαμβάνοντας, όχι χωρίς αμηχανία ότι, για τους λόγους που εξέθεσα, αλλά και για άλλους, που δεν μπόρεσα ή δεν πρόλαβα να εκθέσω, θεωρώ ότι η «Κίχλη» είναι ένα από τα σημαντικότερα και, συνάμα, από τα πιο πρωτοποριακά ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα.

ΚΩΣΤΑΣ  Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία- ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, τεύχος 82. Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 1999, σ. 16-17. Ο αιώνας που φεύγει σε μια βιβλιοθήκη.

Σημειώσεις:

     Το Πάσχα που μας πέρασε, η οικογένεια των ελλήνων και ελληνίδων ποιητών, κριτικών και δοκιμιογράφων έχασε ένα επίλεκτο μέλος της, τον ανθολόγο και εκδότη, ποιητή και κριτικό Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. Η προσφορά του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου στα ελληνικά γράμματα, ιδιαίτερα στην εδραίωση της «φήμης» της συγγραφικής διαδρομής, αξιολόγησης και καταγραφής των δημιουργών και των έργων της ποιητικής Γενιάς του 1970, (της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς) είναι σημαντικότατη και καίρια. Βλέπε το κλασικό μελέτημά του «Η Γενιά του ‘70». Ιστορία-Ποιητικές διαδρομές, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1989, σ.152, δρχ.721. Ο τόμος απαρτίζεται από τον Πρόλογο, τις Πέντε ενότητες, τον Επίλογο, τις Σημειώσεις, Ανθολόγιο και Ευρετήριο Ονομάτων. Ερμηνευτικά χρήσιμη, ερευνητικά παραγωγική (για τον αναγνώστη της ποίησης, τον ερευνητή και τον ιστορικό), κριτικά αποτελεσματική και αναγνωστικά χρηστική, η δοκιμιακή γραφή του ποιητή και κριτικού Κ.Γ. Π. Οι κριτικές και ερμηνευτικές του επισημάνσεις, οι χαρακτηρισμοί του για πρόσωπα και έργα της ελληνικής γραμματείας, οι καίριες υποδείξεις του, ο φωτισμός του σωστότερα, των ομαλών μεταβάσεων του ποιητικού φαινομένου από γενιά σε γενιά, των διαφόρων πτυχών και μυστικών πλευρών ενός έργου, μια ποιητικής σύνθεσης, τα νέα προσδιοριστικά στοιχεία ανάγνωσης ενός ποιητή ή πεζογράφου που μας προτείνει και φέρνει στην επιφάνεια, αποτελούν για το ευρύ κοινό της λογοτεχνίας χρήσιμοι και αποτελεσματικοί οδοδείχτες πλοήγησης τους. Ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου για την Γενιά του 1970 αποτελεί τον ένα από τους δύο πυλώνες της ιστορικής της πορείας και των περιπετειών της, των εσωτερικών συνεχών διεργασιών που συμβαίνουν μέσα στους κόλπους της, των εμπλουτισμών της και εξερευνήσεών της. Ο άλλος, είναι ο εργασιομανής και πολλαπλά δραστήριος πολυσχιδής συγγραφικά κύριος Αλέξης Ζήρας. Τα δύο αυτά πρόσωπα-των νεότερων γενεών-κυρίως και πρωτίστως, (μετά την μεταπολίτευση και την πτώση της χούντας) αποτελούν την απαρχή της καταγραφής της καθόλου Ιστορίας, της πλέον πολιτικοποιημένης και κοινωνικά χειραφετημένης Γενιάς και πολυσυζητημένης. Της οποίας πολλοί της εκπρόσωποι είναι ακόμα δραστήριοι και παραγωγικοί σε πολλούς τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ιδιαίτερα, να τονίσουμε, η κριτική παραγωγή και δοκιμιακή αντίστοιχη του Κ. Γ. Παπαγεωργίου, που σαν εκδότης διεύθυνε και διατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε υψηλό επίπεδο συνεργασιών και δημοσιευμάτων το κλασικό λογοτεχνικό περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (1982) θα σημείωνα ότι έφτιαξε μια συγγραφική και κριτική ατμόσφαιρα, για να μην πω «σχολή» κριτικής σκέψης, με την πληθώρα των δημοσιευμάτων του. (Την ίδια θέση θα υποστηρίζαμε και για τον Αλέξη Ζήρα). Θέλω να πω ότι, διαβάζοντας ένα κείμενο των περιόδων εκείνων και των εντύπων που δραστηριοποιήθηκε συγγραφικά ο Παπαγεωργίου, αντιλαμβανόμαστε αμέσως την ταυτότητα και το ύφος του δημιουργού, τους προσανατολισμούς του κειμένου. Η παράλληλη «ιδιότητα» του ποιητή που επάξια κατείχε ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου τον τροφοδότησε με την ευαισθησία εκείνη ώστε να μην είναι ξηρός ο λόγος του, να έχει μια «ρευστότητα» στις εννοιολογικές του εκφάνσεις και παρατηρήσεις. Μια καθαρότητα στην διατύπωση των νοημάτων που εξήγαγε από μια ποιητική συλλογή, ένα ποίημα, μια αλληλοσυσχέτιση ποιητικών φωνών και επιδράσεων. Και υπηρετώντας, ευσυνείδητα και τον κριτικό λόγο, εμπλούτισε και διάνθισε το κριτικό και ερμηνευτικό του βλέμμα, έδωσε στην γραφή του μια πλατύτερη διάσταση και στον οπτικό του ορίζοντα μεγαλύτερη ακτίνα εξέτασης. Ένας ευτυχής συγκερασμός δύο «εκδοχών» του ποιητικού, πεζογραφικού και κριτικού αποτελέσματος. Τόσο ο ποιητικός όσο και ο κριτικός του κόσμος είναι πολύπτυχος, πολύμορφος και μας αποκαλύπτει ακόμα πολλές κρυφές του οσμές και μονοπάτια που περπάτησε. Κάτι που δεν αφορά μόνο το γλωσσικό μέρος των κειμένων και κριτικών του περιδιαβάσεων, αλλά, την ευρύτερη σύλληψη του κριτικού, τους στόχους που έθεσε, τον εμπλουτισμό των αναζητήσεων του, ενός δημιουργού του έργου του και του ιδίου. Τα ερωτήματα που θέτει, τις απαντήσεις που μας προτείνει, τα προσωπικά ίχνη που αφήνει σε κάθε του κείμενο, και εν συνόλω, τα προσωπικά του διαβάσματα τα οποία υπερβαίνουν τα όρια των κριτικών του «υποχρεώσεων». Η εν γένει ερμηνευτική του ματιά είναι, αν δεν κάνω λάθος, διαρκώς εν εξελίξει. Το ίδιο θα γράφαμε για την μορφή του κείμενου που μας δίνει,το ύφος του, την κωδικοποίηση και διεύρυνση των γλωσσικών ερεθισμάτων που αφουγκράζεται σε ένα κείμενο που έχει μπροστά του. Στους γλωσσικούς επαναλαμβανόμενους κώδικες που υιοθετεί και χρησιμοποιεί, στο πλαίσιο που θέτει το προς εξέταση κείμενο-βιβλίο, στην προϊστορία του. Ταυτόχρονα στον τρόπο που αποτυπώνει το αποτέλεσμα της ανάγνωσης και ερμηνευτικές του προσεγγίσεις. Ο Παπαγεωργίου δεν καταδεικνύει απλώς, αλλά προτείνει ένα πιο ευρύτερο μοντέλο ανάγνωσης, μια προσέγγιση ξεχωριστή χωρίς να παρεκκλίνει από τους βασικούς κανόνες της Κριτικής, όπως αυτοί έχουν καθιερωθεί ή «θεσμοθετηθεί» από τις παλαιότερες γενιές δημιουργών και ιδιαίτερα, το νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Οι σταθερές του είναι εμφανείς και αρκετές φορές επαναλαμβανόμενες. Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου όπως και ορισμένοι άλλοι της γενιάς του κριτικοί, μας προετοιμάζει να αποδεχθούμε ανετότερα, ευκολότερα, τους εσωτερικούς αρμούς που δένουν τις προηγούμενες γενιές με την τελευταία-την Γενιά του 1970-που εξετάζει. Εστιάζεται στις δυσερμήνευτες πλευρές της δημιουργίας της, τις πλέον ιδιαίτερες και ίσως και σκοτεινές, τις απροσπέλαστες για τους πολλούς, και άλλες παραμέτρους που καλλιέργησαν ξεχωριστά πολλοί από τους εκπροσώπους της γενιάς αυτής. Οι συγγραφικοί δρόμοι της Γενιάς του 1970 είναι ακόμα και σήμερα αν όχι για αρκετούς δύσβατοι τουλάχιστον μη προσπελάσιμοι στις συγγραφικές εκδοχές της. Μια και το ποιητικό έργο και η παραγωγή πλήθος εκπροσώπων της υποσκελίζεται από άλλες τους σύγχρονες συγγραφικές δραστηριότητες και ασχολίες. Σε συγγενείς ή όμορους τομείς ή ακόμα και απόκεντρους της κεντρικής τους παρουσίας που είναι η ποιητική δημιουργία. Η ποίηση υποχώρησε στον δοκιμιακό ή μεταφραστικό τους λόγο, την κριτική, τον σχολιασμό της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, στην επιφυλλιδογραφία, στην πολιτική επικάλυψη του κεντρικού ζητούμενου που είναι το ποιητικό αίσθημα και πρόσωπο της γενιάς αυτής. Ανοίχτηκαν άλλοι σύγχρονοι δρόμοι δίχως δυνατότητα επιστροφής. Το κριτικό βλέμμα του Παπαγεωργίου, κατά κάποιον τρόπο, οργανώνει τα εσωτερικά επίπεδα γραφής και εξέλιξής της και της αποτύπωσης των ιχνών της γενιάς αυτής στο χρόνο πρωτίστως. Δεν θα σταθώ σε ονόματα και επώνυμες αναφορές ποιητών ή ποιητριών που μας είναι αγαπητά και γνωστά, εξάλλου, τα δύο μελετήματα που κυκλοφόρησαν το περασμένο διάστημα-και τα δύο το 2019- φωτίζουν με τον καλύτερο τρόπο την ατομική πορεία και ταυτότητα του έργου και την προσωπικότητα του Κ. Γ. Παπαγεωργίου, στον κριτικό και ποιητικό χώρο. Αναφέρομαι στον τόμο που συνέγραψε ο ποιητής Στέφανος Μπεκατώρος «ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ» των εκδόσεων Γκοβόστη, Αθήνα 2019 της σειράς Έλληνες ποιητές. Η Γενιά του 1970, σελ. 160, τιμή 6.50 ευρώ και στον συλλογικό τόμο «ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ» Κριτικά κείμενα. Ανθολόγηση: Θεόδωρος Βάσσης. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός- Θεόδωρος Βάσσης. Εκδόσεις Αιγαίον-Λευκωσία Κύπρος 2019, τιμή 21.20 ευρώ. Ένας πλούσιος τόμος με την συμμετοχή δεκάδων ανθολογημένων κριτικών και δοκιμιακών φωνών, αντρών και γυναικών, οι οποίες σχολιάζουν, αναλύουν, ερμηνεύουν, καταγράφουν, διερευνούν το συγγραφικό corpus του συγγραφέα Κώστα Γ. Παπαγεωργίου που κατά κάποιον τρόπο, είναι η οφειλή των μεταγενέστερων αλλά και προγενέστερων συγγραφικών φωνών στην εν γένει παραγωγή και παρουσία του. Έχουμε τους κρίκους που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν της παρουσίας του.

     Ο γράφων και αναδημοσιεύων το κείμενο του για τον Γιώργο Σεφέρη, στην Μνήμη του, ήρθε σε επαφή με την γραφή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου όταν προμηθεύτηκε-όπως και άλλοι της γενιάς του/μας, τον συλλογικό τόμο «ΚΑΤΑΘΕΣΗ ‘73» των εκδόσεων Μπουκουμάνη-Αθήνα 1973, β΄ έκδοση. Στα Περιεχόμενα του αντιστασιακού αυτού τόμου, διαβάσαμε για πρώτη φορά το κείμενο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, «Σημειώσεις για μια ομιλία σε παιδιά», το κείμενο του Θεόφιλου Δ. Φραγκόπουλου, «Για το Σεφέρη», και φυσικά, το πολυσέλιδο κείμενο του Κ. Γ. Παπαγεωργίου, «Σημειώσεις πάνω στα «Τρία κρυφά ποιήματα» του Σεφέρη, σ. 106-204. Για να σταθώ μόνο στην Σεφερική παρουσία του τόμου με την ευκαιρία της αντιγραφής του άρθρου του Παπαγεωργίου στην Βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία για την περιπέτεια της «Κίχλης» από τον ποιητή και κριτικό Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. Η εκτενής αυτή μελέτη, που κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο ένα χρόνο μετά, αποτελείται από τα κεφάλαια: Α΄, Ο Σεφέρης και ο κοινωνικός του περίγυρος, 109-138. Β΄, Σεφέρης και ποιητική, 138-155, Γ΄, Ο Σεφέρης και το σώμα του 156-166. Δ΄, Ο Σεφέρης και το φως 167-201. Επίλογος 201. Βιβλία και περιοδικά που χρησιμοποίησα 202-204. Το μελέτημα αυτό μας έφερε σε επαφή με την σκέψη και τους πνευματικούς ορίζοντες του κριτικού Κ. Γ. Παπαγεωργίου και με τον ποιητικό κόσμο του Σεφέρη. Ο επόμενος τόμος που συναντήσαμε την παρουσία του, ήταν ο επίσης ογκώδης και πλούσιος σε ύλη τόμος, «ΚΑΤΑΘΕΣΗ ‘74» όπου ο Παπαγεωργίου μας παρουσιάζει «ΤΟ ΓΙΟΤΟΠΑΤΟ» 415-426, Ένα απόσπασμα από εκτενέστερο κείμενο που ανήκει στον αμπελιανίτη Παναγιώτη Μιχόπουλο όπως μας λέει ο Παπαγεωργίου στην σημείωσή του. Και στον τόμο αυτόν διαβάζουμε το κείμενο «Πρόλογος στα «Τρία κρυφά ποιήματα» του Σεφέρη 169-180 του Walter Kaiser, σε μετάφραση του Στέφανου Μπεκατώρου. Έκτοτε, παρακολουθούσα την ποιητική και συγγραφική του διαδρομή, αγόραζα και διάβαζα τα ποιήματά του, τα βιβλία του και τα κριτικά του κείμενα και άλλα δημοσιεύματα που δημοσίευε είτε στο περιοδικό που ίδρυσε είτε σε άλλα έντυπα που συμμετείχε. Η Σεφερική αναγνωστική και ερμηνευτική διαδρομή του Παπαγεωργίου, δεν στάθηκε μόνο στο πρώτο αυτό εκτενές μελέτημα για το νομπελίστα μας ποιητή που μας έδωσε το 1973, μετά την αποδημία του ποιητή, στο πέρασμα του χρόνου και στην συγγραφική του περιπέτεια, μας πρόσφερε και νέα του δημοσιεύματα, άρθρα, σχόλια, κριτικές του παρεμβάσεις για τον Γιώργο Σεφέρη. Κείμενα τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Τομές» τχ. 1/12, 1975, στο περιοδικό «Διαβάζω» τχ. 5-6/11, 1976, στο περιοδικό «Αντί» τχ. 98/6-5-1978, στο περιοδικό που ο ίδιος ίδρυσε «Γράμματα και Τέχνες» τχ. 9/9, 1982, στην εφημερίδα της αριστεράς «Η Αυγή» και στο ένθετο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπίας» ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ σε αρκετά αφιερώματά της στο νομπελίστα ποιητή. Ένα από αυτά  αντιγράφω στο παρόν σημείωμα. Πολλά του δημοσιεύματα και συμμετοχές συμπεριελήφθησαν σε ξεχωριστούς τόμους που κυκλοφόρησε ο Παπαγεωργίου, όπως τα βιβλία του «ΤΑ ΑΔΕΙΑ ΓΗΠΕΔΑ» Ποιητικές κριτικές δοκιμές, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1994, σ. 264, δρχ. 2600. Το «ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΨΙΕΣ», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα Μάιος 2003, σ. 248, τιμή 14.56 ευρώ. Και στους δύο αυτούς τόμους που γνωρίζω συμπεριλαμβάνονται οι πρώτες του δημοσιεύσεις και φυσικά και οι Σεφερικές του.

     Για να μην βαρύνω το σημείωμα αυτό στην Μνήμη του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου με την ευκαιρία των πενήντα ετών από τον θάνατο του νομπελίστα μας ποιητή, δεν το συμπληρώνω με αποσπάσματα τρίτων κριτικών και σχολιαστών για την «Κίχλη» που γνωρίζω και αναφέρει ή παραπέμπει ο Παπαγεωργίου στο άρθρο του. Απλά μόνο θα σημειώσω ότι το αφιέρωμα της ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ τεύχος 82 Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 1999, σελίδες 32, όπου ερανίζομαι το κείμενο είναι αφιερωμένο στον «Ο αιώνας που φεύγει σε μια βιβλιοθήκη». «Ο 20ος αιώνας φεύγει και μας αφήνει μια πολύτιμη κληρονομιά σπουδαίων έργων, που σημάδεψαν την ιστορία του στοχασμού και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Πνευματικοί άνθρωποι και συνεργάτες της «Ε» επιλέγουν και παρουσιάζουν ορισμένα από τα σημαντικά βιβλία της μεγάλης βιβλιοθήκης του 20ου αιώνα». Από την ελληνική επικράτεια ο Γιώργος Ξενάριος παρουσιάζει τον πεζογράφο ΚΟΣΜΑ ΠΟΛΙΤΗ και το βιβλίο του “Eroica”, Στο μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας. Ο ποιητής και κριτικός Βασίλης Κ. Καλαμαράς συν-παρουσιάζει τους ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ-ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ. «Μπολιβάρ»- «Οκτάνα». Οι δύο Διόσκουροι του υπερρεαλισμού. Ο κριτικός και σταθερός συνεργάτης της εφημερίδας Ευγένιος Αρανίτσης, τον ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ. «Το Φωτόδεντρο» Μεταφυσική της παιδικής αθωότητας. Ο υπερεαλιστής ποιητής και μεταφραστής Νάνος Βαλαωρίτης, (δίπλα στον Κ. Γ. Παπαγεωργίου, στην μεσαία σελίδα) παρουσιάζει τον αλεξανδρινό ΚΩΣΤΑ ΚΑΒΑΦΗ, «Ποιήματα» Ο μέγας φαρμακοποιός του σύγχρονου κόσμου. Ο ποιητής Κώστας Γκιμοσούλης παρουσιάζει τον κάπως αδικημένο ποιητή ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ. «Βιολέτες για μια εποχή». Λεπτή μωβ γραμμή. Ενώ το αφιέρωμα της ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ στους Δημιουργούς που σημάδεψαν τον αιώνα, κλείνει με το άρθρο του πειραιώτη ποιητή, κριτικού και πανεπιστημιακού Βαγγέλη Αθανασόπουλου, για τον Άγγλο νομπελίστα ΤΟΜΑΣ Ε. ΕΛΙΟΤ. Στην Έρημη Χώρα του μοντερνισμού. Ένας ποιητής και ένα έργο που έχει άμεση σχέση και αλληλεξάρτηση με τον έλληνα νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη.

     Με το σημείωμα αυτό, δεν είχα πρόθεση να αποδελτιώσω κάθε αναφορά του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου πάνω στο ποιητικό ή δοκιμιακό σώμα του Σεφερικού έργου παρά μόνο να επισημάνω με την ευκαιρία που μου δίνει ένα επετειακό σημείωμα τις εκλεκτικές συγγένειες και συνομιλίες των παλαιότερων  ποιητικών γενεών με τις νεότερες. Να ανιχνεύσω τα ίχνη, να τα περπατήσω ξανά-μέσα από τα κείμενα των νεότερων, και στην προκειμένη περίπτωση μέσα από ένα άρθρο του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου που, θέλω να πιστεύω, ότι αρκετά οφείλει στις εργασίες του και στα κείμενά του τόσο η Γενιά του 1970 όσο και μεμονωμένες άλλες ποιητικές μονάδες της νεότερης ελληνικής γραμματείας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Κυριακή, 19 Σεπτεμβρίου 2021.    

 

    

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου