Μια άλλη ελεύθερη Ελλάδα μέσα στην Ελλάδα ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Τι είναι αυτό που κάνει τους πνευματικούς δημιουργούς, τους καλλιτέχνες μιας χώρας αγαπητούς , αποδεκτούς από τους συμπατριώτες τους. Την τεράστια ανώνυμη ανθρώπινη χοάνη, την ετερόκλητη πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, ιδεολογικά μερίδα του κόσμου, τον απλό λαό, δηλαδή όλους εμάς, διαχρονικά και σταθερά. Εμάς τους ανώνυμους συμπατριώτες των μεγάλων και ξεχωριστών αυτών λαϊκών φυσιογνωμιών που ιστορικά-γεωγραφικά ανήκουμε στην ίδια πληθυσμιακή δεξαμενή και κληρονομιά. Αν και δεν διαθέτουμε στο ελάχιστο, το χάρισμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας Εκείνων, το ταλέντο, την έμπνευση, την ευφυΐα, τον οραματισμό, τον εγερτήριο ενθουσιασμό και δυναμισμό των Δασκάλων του Έθνους μας, της δικής μας Ιστορίας και Πολιτιστικής παράδοσης. Στην έσχατη της προσωπικής τους μοίρας στιγμή, της απώλειας, εδώ του Οικουμενικού Έλληνα Μίκη Θεοδωράκη, η Ελλάδα ολάκερη πενθεί ανυστερόβουλα, αυθεντικά, ειλικρινά, πηγαία, σιωπηλά ή φωναχτά δημοσιογραφικά. Και αυτό δεν είναι λόγος καθ’ υπερβολή ενός παλαιού πειραιώτη, για έναν μαϊστορα της ελληνικής μουσικής παράδοσης και πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας. Για την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και Ελληνίδων πέρα από την δική μου μεταπολιτευτική γενιά, ο Μίκης Θεοδωράκης, υπήρξε και αντιπροσώπευε ένα εθνικό λαϊκό μουσικό και πολιτικό σύμβολο αντίστασης και αγώνων που προέρχονταν από την εαμική-κουμουνιστική γενιά της κατοχής και του πολέμου, της εμφύλιας διαμάχης και συμφοράς. Διαρκής χρονικά και ανθοφορούσα η μουσική προσφορά του και η πολιτική του συμμετοχή στα κοινωνικά κοινά. Έλληνας ευφυής μουσικός πνευματικός δημιουργός, ποιητής συνθέτης με ρίζες βαθιά ελληνικές και ταυτόχρονα οικουμενικές, παγκόσμιες. Άγγιξε τις ψυχές των ελλήνων, τόνωσε το εθνικό και αγωνιστικό τους φρόνημα, συμμετείχε χωρίς έπαρση και τουπέ πάντα κοντά στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες όλων των Ελλήνων. Μπροστάρης και μουσικός καθοδηγητής. Μουσικός επαναστάτης που κουβάλησε στα ισχυρά φτερά του την μουσική και ποιητική παράδοση της χώρας μας στα πέρατα της οικουμένης. Την γνώρισε σε λαούς χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα και την δόξασα, την έκανε γνωστή και διάσημη όσο ελάχιστοι έλληνες δημιουργοί και ακόμα πιο ελάχιστοι πολιτικοί. Αν τύχαινε και συνομιλούσες με έναν τουρίστα που επισκεπτόταν την Ελλάδα, θα σου μιλούσαν για την αλησμόνητη Μελίνα Μερκούρη και τον Μίκη Θεοδωράκη, και ορισμένοι, για τον πεζογράφο Νίκο Καζαντζάκη και την εικόνα του χορευτή Ζορμπά, στην κινηματογραφική εκδοχή του Μιχάλη Κακογιάννη σε δική του μουσική επένδυση. Αυτός ο θεόρατος επιφανής Έλληνας, όχι μόνο όταν βρίσκονταν πάνω στο πόντιουμ αλλά και όταν μιλούσε και αγόρευε στις πλατείες, στα συνέδρια, στις συγκεντρώσεις, όταν άνοιγε τα χέρια του ήταν σαν να αγκάλιαζε ολάκερη την Ελλάδα και τον μουσικό και ποιητικό πολιτισμό της. Διαφύλαγε το παρελθόν της με διονυσιακή διάθεση, στήριζε το παρόν της με την επαναστατική μουσική του και αγωνιστική ατομική του δράση. Υπήρξε πάντα παρόν και αγωνιστικά δραστήριος σε όλες τις κρίσιμες ιστορικές περιόδους που διένυσε η χώρα που τον γέννησε. Ονειρεύτηκε ένα μέλλον για την κοινή μας Εστία, την πατρίδας μας ελεύθερο, ανεξάρτητο, κοινωνικά δίκαιο, ισότιμο ανάμεσα στα άλλα γειτονικά κράτη, ακέραιο γεωγραφικά, όπως μας παρέδωσαν αυτά τα αιματοβαμμένα χώματα οι ήρωες αγωνιστές του Έθνους των Ελλήνων μέσα στην ιστορική τους πορεία για ανεξαρτησία. Αγωνίστηκε και στάθηκε δίπλα στην λεγόμενη δημοκρατική παράταξη και ιδιαίτερα συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδος και την μαρξιστική ιδεολογία περισσότερο μάλλον «συναισθηματικά» παρά πνευματικά ή καλλιτεχνικά και πλήρωσε για αυτή του την πολιτική επιλογή με εξορίες, φυλακίσεις, βασανιστήρια, πνευματικούς και μουσικούς αποκλεισμούς. Πρέσβευε μια Ελλάδα που να ανήκει πραγματικά στους Έλληνες. Μια Ελλάδα που θα ενώνει τους Έλληνες και δεν θα τους χωρίζει. Ίδρυσε τους Λαμπράκηδες την δεκαετία του 1960, πολιτικούς αριστερούς σχηματισμούς στα μεταγενέστερα χρόνια. Συμμετείχε σε κάθε πολιτική και αντιστασιακή δράση τα τελευταία πενήντα χρόνια. Εκλέχθηκε βουλευτής του ΚΚΕ, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην δεξιά κυβέρνηση που έστειλε στο Ειδικό Δικαστήριο έναν πρώην πρωθυπουργό. Διοργάνωσε λαϊκές συναυλίες-αγωνιστικά μουσικά πανηγύρια- σε όλη σχεδόν την επικράτεια της Ελλάδας. Αντιστασιακός «από κούνια» θα σημειώναμε σε όλον τον πολυτάραχο και ορισμένες φορές ακατανόητο πολιτικό του βίο. Μέχρι σήμερα το πρωί, που πέρασε τα σκαλιά της αιωνιότητας, μόνη του έγνοια και φροντίδα η Ελλάδα, οι Έλληνες και ο όπου γης παγκόσμιος Ελληνισμός. Η πορεία του, οι δράσεις του, τα ακλόνητα σταθερά πολιτιστικά του πιστεύω, η ταυτότητα, η κληρονομιά, η ενότητα όλων των Ελλήνων, ήσαν ένα. Με τις μουσικές του δημιουργίες και την πολιτική του δράση και επαναστατική φωνή στάθηκε σύμβολο σύγχρονων ιστορικών αγωνιστικών και δημοκρατικών επιτευγμάτων για εκατομμύρια έλληνες και ελληνίδες. Μουσικός και πολιτικός παιδαγωγός για πάνω από μισό αιώνα, γέμιζε με την παρουσία του και τις μουσικές του εκδηλώσεις τα στάδια, τις πλατείες, τα γήπεδα, τα ανοιχτά υπαίθρια θέατρα τις θεατρικές αίθουσες. Υπήρξε ο μουσικός συνθέτης και δημιουργός των μεγάλων συγκεντρώσεων, των μεγάλων επαναστατικών μαζών, των πολυπληθών δημόσιων διαδηλώσεων, των πολιτικών και κομματικών φεστιβάλ. Τα μεγάλα πλήθη και οι δημοκρατικές τους ιαχές τον σαγήνευαν, τον γοήτευαν, τον έθελγαν. Ο Μίκης Θεοδωράκης εμπνεόταν και δημιουργούσε για τις μεγάλες ανθρώπινες ανώνυμες μάζες του λαού, τα ανώνυμα πλήθη που αναζητούσαν εμψύχωση από τις μουσικές του προτάσεις. Υπήρξε λαϊκός και όχι αριστοκράτης όπως ο άλλος μεγάλος μουσικός έλληνας παιδαγωγός ο Μάνος Χατζιδάκις με τον οποίο υπήρξαν παιδικοί φίλοι και μουσικοί συνεργάτες και συνοδοιπόροι. Η λαϊκότητα του Μίκη Θεοδωράκη είναι ξεχωριστή, χαρακτηριστική, διαθέτει το δικό της ηχόχρωμα, φέρει έντονα τους ερεθισμούς του πλήθους, των ονείρων και ελπίδων των απλών καθημερινών Ελλήνων. Ο Μάνος Χατζιδάκις 'πειραματίστηκε" μέσα σε ένα πλαίσιο αριστοκρατικής λαϊκότητας, καλλιέργησε την άλλη εσωτερική του ανθρώπου ευαισθησία, ο Μίκης Θεοδωράκης διοργάνωνε με τις συναυλίες του την δική του-της γενιάς του μουσική Συνοικία το Όνειρο. Το πιάνο του ενός και το μπουζούκι του άλλου ήσαν η μουσική ορχηστρική των Ελλήνων παιδαγωγίας ευαισθησία και μουσική αγωγή. Οι καθαρές λαϊκές φωνές που χρησιμοποίησε στα μουσικά του έργα ο Μίκης Θεοδωράκης, αντρικές και γυναικείες ήσαν τα κατάλληλα για την εποχή τους αυθεντικά ηχεία ψυχαγωγίας και γνωριμίας των ελλήνων και ελληνίδων με τον έντεχνο ποιητικό λόγο. Η λόγια ποίηση έφτασε στα αυτιά των ελλήνων και των πιο απομακρυσμένων ελληνικών περιοχών. Ο ποιητικός λόγος με την χρήση του από τον Μίκη Θεοδωράκη πότισε τις συνειδήσεις των Ελλήνων για δεκαετίες και πράυνε των ψυχών τους βασανισμό. Ποιητικά έπη όπως αυτό του Οδυσσέα Ελύτη, παρά την μεγάλη και σημαντική τους ποιητική αξία, θα παρέμεναν μη αναγνωρίσιμα-πέρα από έναν μικρό κύκλο διανοουμένων-χωρίς την μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη. Το λαϊκό στοιχείο, η ποιητική και βυζαντινή λειτουργική παράδοση του έργου του Ελύτη, η ποιητική του γλώσσα, δεν τραγουδήθηκε απλώς από τις τεράστιες ανώνυμες μάζες των ελλήνων στους δρόμους αλλά έγιναν και επαναστατικά συνθήματα για την αλλαγή των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών της κοινωνίας. Η προγενέστερη μουσική λαϊκή παράδοση των ελλήνων συνθετών ολοκλήρωσε και οργανώθηκε μέσα στο έργο του Θεοδωράκη με το τεράστιο εύρος μουσικών ερεθισμάτων και τον ακόμα μεγαλύτερο όγκο των μουσικών του συνθέσεων. Η ελληνική ποίηση κατέβηκε στους δρόμους δίχως να ενοχληθούν οι επίσημοι γραμματολόγοι, τουναντίον, αποδέχτηκαν το άνοιγμά της προς τις μεγάλες μάζες. Ευτυχισμένη συγκυρία μουσικών και ποιητικών συνθέσεων. Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Τάσος Λειβαδίτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Γιάννης Ρίτσος, Διονύσης Καρατζάς, Κώστας Καρυωτάκης, Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός και άλλοι έλληνες ποιητές, επικοινώνησαν με την λαϊκή βάση από όπου προέρχονταν και ήθελαν να εκφράσουν, δηλαδή τον ελληνικό λαό. Οι μουσικές συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη είναι εγερτήριες για όλες τις σχολές και τα ρεύματα της ελληνικής ποίησης. Υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ της ποιητικής και της μουσικής μελωδίας στα έργα του Θεοδωράκη. Ένα αρμονικό πάντρεμα ποιητικής γλώσσας μουσικής σύνθεσης και φωνητικού μέλους. Εξαιρετικά επίσης είναι και τα Συμφωνικά του έργα, τα Ορατόρια, η μουσική του πρόταση και εκδοχή της Θείας Λειτουργίας όπως ακούστηκε πριν μερικά χρόνια μέσα στην Μητρόπολη των Αθηνών αν θυμάμαι σωστά, επί προηγούμενου αρχιεπισκόπου. Η μουσική φήμη και οι άλλες καλλιτεχνικές δράσεις του Μίκη Θεοδωράκη ξεπέρασαν τα σύνορα της Ελλάδας. Έγραψε τους εθνικούς ύμνους άλλων φιλικών προς την Ελλάδα λαών. Παλαιστινίων. Συνέθεσε μουσική για κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικά έργα, χορογραφίες. Τραγούδια του τραγουδήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από τραγουδιστές διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών και των ΗΠΑ. Τζόαν Μπαέζ. Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέδεσε την φωνή της αριστεράς και τον επαναστατικό της παλμό με την έντεχνη μουσική, την λόγια και λαϊκή πολιτική ποίηση και παράδοση των Ελλήνων. Εργασιομανής και παραγωγικός μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Διέθεται ένα βαθύ και στέρεο μουσικό ένστικτο που τον έκανε να ξεχωρίζει και να διακρίνει τις νέες γενιές των ελλήνων και ελληνίδων αοιδών που συνεργάζονταν μαζί του στις επανεκτελέσεις ή ενορχηστρώσεις παλαιότερων έργων του. Διοχέτευε ο ίδιος το έργο του σε νέα φωνητικά μοντέλα με επιτυχία, με τον τρόπο αυτόν κέρδιζε το προσωπικό μουσικό του στοίχημα με τον χρόνο. Το έργο του ξεπέρασε τα κοινωνικά και πολιτικά κράσπεδα άλλων ιστορικών εποχών και μαζί με τον μελοποιημένο των προηγούμενων ελληνικών γενεών ποιητικό λόγο επανήλθαν στην σύγχρονη ιστορική επικαιρότητα όχι σαν μουσειακή ακουστική πρόταση αλλά σαν μια νέα σύγχρονη επανεκτέλεση και ερμηνεία της μουσικής παράδοσης της χώρας μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, διέθετε γνήσια λαϊκή συνείδηση δημιουργού, λαϊκή αυθεντικότητα και πηγαιότητα προθέσεων και στόχων, μια δημοκρατική πολιτική παρουσία Έλληνα-αν και ορισμένες φορές στον πολιτικό της σταδιοδρομίας του στίβο κυκλοθυμική, ακατανόητη ακόμα και για τους παραδοσιακούς παλαιούς κόκκινους συντρόφους του. Χαρακτήρας ανεξάρτητος πέρα από την εποχή του και από κόμματα, αγαπήθηκε θερμά από τον απλό καθημερινό ανώνυμο Έλληνα, λατρεύτηκε πέρα και πάνω από τον κομματικό πολιτικό χώρο που υποστήριζε κατά περίσταση και την ιδεολογία που πρέσβευε. Του συγχωρέθηκε η μη σταθερή πολιτική του κρίση και εμπλοκή, αυτές οι πολιτικές του ήξεις αφίξεις έναντι της κομμουνιστικής παράταξης από όπου προέρχονταν από τις εποχές της κατοχής και της εθνικής αντίστασης και της συμμετοχής του στα δεκεμβριανά. Παράβλεψαν την συμμετοχή του σαν ανεξάρτητος βουλευτής σε συντηρητικές κυβερνήσεις. Την συμμετοχή του σε συλλαλητήρια και παλλαϊκές συγκεντρώσεις για αντεθνικές- αντιπατριωτικές όπως πίστευε- διπλωματικές διακρατικές συμφωνίες με γειτονικά κράτη. Υπήρξε ένθερμος πατριώτης και διαπαραταξιακά ενωτικός. Έλληνας μέχρι τα μπούνια αλλά ταυτόχρονα σύγχρονα οικουμενικός. Το έργο του «Ματχάουζεν» με την φωνή της Μαρίας Φαραντούρη πάνω σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη είναι η καλύτερη υμνογραφία για τους χαμένους και δολοφονημένους Εβραίους και των άλλων εθνικοτήτων λαούς των στρατοπέδων του Άουσβιτς και του Νταχάου από τους Ναζί. Η Μουσική του επένδυση και σύνθεση πάνω στο «Γενικό Άσμα» του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα, σε ελληνική μετάφραση της τραγουδίστριας του Αττίκ, Δανάης Στρατηγοπούλου, είναι ακόμα και σήμερα αξεπέραστη. Παροιμιώδη έμεινε η φράση του που λέγεται ότι είπε μετά την μεταπολίτευση, «Καραμανλής ή Τανκς», για εμάς τους νέους της μεταπολίτευσης. Ότι και αν έπραξε στον πολιτικό στίβο κατά την διάρκεια του πολιτικού του βίου ο Μίκης Θεοδωράκης, στην κοινωνική του δημόσια δράση του συγχωρέθηκε από τον ελληνικό λαό. Σαν τα λάθη και τις παρασπονδίες ενός μικρού παιδιού, ήθελε πάντα να τον αγαπούν και να τον λατρεύουν, αν και είχε συνείδηση της μουσικής και καλλιτεχνικής του μεγαλοφυΐας. Ποτέ, μα ποτέ δεν του αμφισβητήθηκε η δημοκρατική και αγωνιστική του εθνική συνείδηση, το αστείρευτο πατριωτικό του φρόνημα, η σταθερή και αναλλοίωτη, υπερβολική και παθιασμένη του αγάπη για την Ελλάδα, την χώρα που τον γέννησε, τα χώματα που περπάτησε και δόξασε με τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες και μουσικές εμπνεύσεις, συγγραφικές του ιστορικές αποτυπώσεις. Δεν αμφισβητήθηκε σχεδόν ποτέ και από κανέναν το ελληνικό πατριωτικό του φρόνημα. Σήκωσε στους ώμους του την Ελλάδα και την πρόβαλε στα πέρατα της οικουμένης, ακόμα και με τρόπους παράδοξους, ακατανόητους για τον μέσο ανώνυμο έλληνα και ελληνίδα με τις παγιωμένες πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις και επιλογές. Η Ιστορία της Ελλάδος της τελευταίας πεντηκονταετίας αντιπροσωπεύτηκε κατά κάποιον τρόπο μέσα από το πολυσχιδές και πολύπλευρο πολιτικό και μουσικό έργο, δημόσιο λόγο και κείμενα του πιο ψηλού της ελληνικής μουσικής σκηνής.
Άκουσα για πρώτη φορά το όνομα του Μίκη Θεοδωράκη στα χρόνια της χούντας όταν παιδί του δημοτικού ακούγαμε ορισμένα βράδια από το ραδιόφωνο την αγωνιστική και αντιστασιακή μουσική του από τον γερμανικό σταθμό της Ντόιτσε Βέλλε, και έναν άλλο λαθρόβιο σταθμό του ανατολικού μπλοκ, που λέγονταν αν θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια Φωνή της Αλήθειας. Την περίοδο της εκδημοκρατικοποίησης του χουντικού καθεστώτος από τον ιστορικό και δοτό πρωθυπουργό Σπύρο Μαρκεζίνη, και το διάστημα των γεγονότων πριν το Πολυτεχνείο του 1973, είχα αγοράσει από το δισκοπωλείο του Θεοφανίδη στον Πειραιά πίσω από την Αγία Τριάδα το πρώτο δισκάκι των 45 στροφών με αντιστασιακά τραγούδια του Μίκη, τα οποία ακούγαμε στα τότε επιτραπέζια πικάπ της Φίλιππς. Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αγοράζαμε τους μεγάλους δίσκους του με τραγούδια του, και δεν χάναμε συναυλία για συναυλία του σε γήπεδα και στάδια. Όλες τις μεγάλες συνθέσεις του τις έχουμε παρακολουθήσει με φιλικές συντροφιές ή μονάχοι μας και τις έχουμε χιλιοτραγουδισμένες. Είμασταν στο Στάδιο Καραΐσκάκη όταν έγινε των ηλεκτρονικών μουσικών μηχανημάτων «σαμποτάζ» όπως είπε τότε ο Μίκης, και δημιουργήθηκε ένας μεγάλος επαναστατικός πανζουρλισμός μέχρι να φτιαχτούν τα καλώδια. Το Κάντο Χενεράλε το απολαύσαμε και κατόπιν δια ζώσης αρκετές φορές. Με την θρυλική φωνή της αφήγησης του Μάνου Κατράκη,, τον Πέτρο Πανδή και την Μαρία Φαραντούρη. Σταθερή ερμηνεύτρια του Μίκη Θεοδωράκη. Μουσική του ιέρεια. Και μια μικρή παρένθεση επί προσωπικού. Ο αδερφός της Μαρίας Φαραντούρη εργάζονταν στον ΟΛΠ όπου εργάζονταν και ο πατέρας μου, και γνωριζόντουσαν και ορισμένες φορές μας έφερνε ο κυρ Μπάμπης προσκλήσεις να πάμε να ακούσουμε την μικρή αδερφή του, σχεδόν άγνωστη ακόμα τραγουδίστρια του συναδέρφου του. Παρακολουθήσαμε αρκετές πολιτικές εκδηλώσεις του Μίκη στον Πειραιά όταν εκλέγονταν βουλευτής. Θυμάμαι την φράση του, εγώ από κάτω από την πολιτική εξέδρα που μας έλεγε μεταξύ άλλων πολιτικών του συνθημάτων, «Το Πασοκ που θα πάθει εκλογικό σοκ». Που να ήξερε ο μεγάλος Μίκης όταν μετά μας χαιρετούσε, ότι χαιρετούσε έναν ακροατή και θαυμαστή της μουσικής του έφηβο "πρασινοφρουρό". Εκείνη πάνω κάτω την περίοδο μαζί με τους μεγάλους δίσκους με τα τραγούδια του αγόρασα το δύο τόμων έργο του «Το Χρέος», το οποίο το διάβασα μέσα σε μία εβδομάδα. Αγόρασα κατόπιν και άλλα του βιβλία πάνω στην πολιτική και την τέχνη της μουσικής τα οποία έδωσα σε φιλικό πρόσωπο όταν ο πολιτικός Μίκης Θεοδωράκης, έσουρνε τα εξ αμάξης και κατηγορούσε τον Αντρέα και το Πασοκ. Αργότερα, όταν συμμετείχε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάλαβα ίσως λανθασμένα, ότι στον Μίκη οφείλεις να ακούς τις μουσικές του δημιουργίες, τα τραγούδια του, αλλά όχι τις πολιτικές του απόψεις. Ο Μίκης ξεπερνούσε την προσωπική μικροαστική μου πολιτική επιλογή. Μεταξύ Ανδρέα και Μίκη, υπερίσχυσε ο Ανδρέας και το ζιβάγκο του. Οι πολιτικοί δρόμοι ήσαν πλέον διαφορετικοί όχι όμως ο απέραντος θαυμασμός μου προς το ογκώδες έργο του, ακόμα και όταν γνώρισα και δέθηκα με το έργο του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι.
Όπως και νάχει ο Μίκης Θεοδωράκης όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις-χωρίς διάθεση ύβρις προς τους ιερούς έλληνες κεκοιμημένους πλέον δημιουργούς-ο ένας έφυγε μέσα στην σιωπή και αθόρυβα, διακριτικά για την γειτονιά των αγγέλων, ο άλλος φεύγει μέσα σε λαϊκά προσκυνήματα και εκδηλώσεις με δημοσιογραφικές ιαχές. Δύο σπουδαίες και σημαντικές ελληνικές και οικουμενικές προσωπικότητες, που προήλθαν από τα σπλάχνα της παλαιάς αριστεράς οι οποίες χάραξαν τα πολιτιστικά τους ίχνη εντός και εκτός Ελλάδας. Όταν ο θόρυβος του πρόσφατου θλιβερού γεγονότος περάσει και η σορός του δαφνοστεφανωμένου Μίκη επιστρέψει στο χώμα που τον γέννησε, τον σκεπάσει η Ελληνική γη που λάτρεψε και εκείνος με την σειρά του δόξασε, τότε ίσως αρχίσουν οι έρευνες και οι ενασχολήσεις με το ογκώδες και ακόμα αχαρτογράφητο έργο του. Αυτού του λεβέντη Έλληνα που είχε ψυχή μικρού παιδιού γιαυτό ήταν συνεχώς παραπονούμενο.
Πολύ καλά έπραξε η Ελληνική Πολιτεία και κήρυξε τριήμερο δημόσιο πένθος. Την Ιστορία δεν την γράφουν μόνο οι πολιτικοί.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Πέμπτη, 2 Σεπτεμβρίου 2021
«Χάθηκα, μέσα στους δρόμους……..»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου