Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Ο Μωρίς Μπεζάρ συνομιλεί με τον Μάνο Χατζιδάκι

 

Ο ΜΩΡΙΣ ΜΠΕΖΑΡ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Περιοδικό ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 

Μηνιαίο περιοδικό πολιτικής και τέχνης, τεύχος 2/Ιούνιος 1985, σ.40-44

Με τον Μωρίς Μπεζάρ γνωριστήκαμε το ’59, σαν πρωτοήρθε στην Ελλάδα. Από το’62 γίναμε φίλοι κι έκτοτε συναντιόμαστε παντού στα ταξίδια μας ανά τον κόσμο. Φάγαμε μαζί στη Νέα Υόρκη, στο Μόντρεαλ, στο Μεξικό, στο Λονδίνο, στη Ρώμη και βέβαια άπειρες φορές στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι. Και λέω φάγαμε, γιατί και για τον Μπεζάρ, όπως και  για μένα, η ώρα του καλού φαγητού είναι στιγμή βαθιά φιλική και ευκαιρία για σχεδιασμό εργασίας, για εξομολόγηση εργασίας. Και τέτοιες στιγμές είχαμε πολλές, στα είκοσι τρία χρόνια που είμαστε φίλοι. Όταν του ζήτησα να συνομιλήσουμε για το Τέταρτο, δέχτηκε χωρίς κανένα δισταγμό. (Συνηθίζω, βλέπετε, να μη ζητώ ποτέ από φίλους, κάτι, όσα χρόνια κι αν τους γνωρίζω. Έτσι, σαν έρθει η ώρα να τους ζητήσω οτιδήποτε, ποτέ δεν σκέφτονται να μ’ αρνηθούν.)

Στις 14 Μαϊου βρεθήκαμε και οι δυό σπίτι του, στις Βρυξέλλες, κι ύστερα σ’ ένα θαυμάσιο ρεστοράν, όπου και καλοφάγαμε.

Είπαμε: Γι’ ανθρώπους πολυτελούς ασκητισμού, όπως ο φίλος μου Μπεζάρ κι εγώ, το καλό φαγητό είναι επικοινωνία.

                    Μ.  Χ.

Μάνος Χατζιδάκις: Η  θρησκευτική σου περιπέτεια, πέρα από την προσωπική σου αγωνία να βρείς μιά αιτιολογία που να σου ταιριάζει στο ανεξήγητο, περιέχει και μιά αισθητική αναζήτηση;

Μωρίς Μπεζάρ: Δεν είναι δυνατό να νοηθεί θρησκευτική περιπέτεια έξω από την προσωπική αγωνία του ανθρώπου. Κι’ αυτό, νομίζω, ισχύει για όλους. Γεννιόμαστε βγάζοντας μιά κραυγή, η ίδια η γέννησή μας είναι κραυγή, κι η κραυγή αυτή ακολουθεί τον άνθρωπο σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Είναι το αγωνιώδες και αναπάντητο ερώτημα για το τι γυρεύουμε πάνω σ’ αυτή τη γη, από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε, γιατί παραμένουμε εδώ για ένα τόσο μεγάλο διάστημα-γιατί η ζωή του ανθρώπου είναι από μιά άποψη αρκετά μεγάλη-ή γιατί μένουμε τόσο λίγο. Όταν γεράσουμε, όταν φτάσει κανείς στην ηλικία μου, ανακαλύπτει πώς έχει ακόμα πολλά πράγματα να πεί και ότι δεν του μένει πολύ καιρός.

      Η θρησκευτική αναζήτηση, επομένως, είναι προσπάθεια να εξηγηθεί το ανεξήγητο, για μένα δε προσωπικά είναι και κάτι ακόμα: Η ζωή μου ολόκληρη, η θεωρία μου και οι αναζητήσεις μου στηρίζονται σ’ ένα αίσθημα ενότητας των πραγμάτων. Για τη ζωή μου τίποτα δεν είναι ξέχωρο απ’ αυτήν την ενότητα. Στα ερωτήματα που μου έστειλες γραπτά, μιλάς χώρια για τον έρωτα και χώρια για τη δουλειά μου. Στην πραγματικότητα όμως δεν μπορώ να διαχωρίσω τον Μωρίς που κάνει έρωτα με τον Μωρίς που αναζητάει τη θεότητα και τον Μωρίς που κάνει την δουλειά του. Για μένα και τα τρία αυτά είναι ένα και αδιαχώριστο. Δεν ξέρω π.χ. αν δουλεύω κάνοντας έρωτα, αν κάνω έρωτα προσευχόμενος ή αν προσεύχομαι δουλεύοντας στην μπάρα.

Μ. Χ.: Ξέρω ότι όλ’ αυτά είναι ένα πράγμα, μιά ενότητα όπως λες, θέλω όμως να μού την αναλύσεις, γι’ αυτό και σου έκανα την ερώτηση.

Μ. Μπ.: Για μένα, η αναζήτηση που κάνω δεν είναι αισθητικής φύσεως. Η αισθητική ακολουθεί. Οι αναζητήσεις μου είναι ζωτικής σημασίας, μ’ άλλα λόγια, κάνω κάποιο έργο, ένα μπαλέτο, μιά όπερα ή μιά ταινία, επειδή μου το υπαγορεύει η υπαρξιακή μου κατάσταση σε σχέση με τις υπαρξιακές μου ανάγκες, τη φιλία ή τον έρωτα.

      Το έργο έχει απόλυτη σχέση με την αγάπη που νιώθω γι’ αυτό, κάνω π.χ. την Ιεροτελεστία της Άνοιξης επειδή αγαπώ τον Στραβίνσκι, την Τραβιάτα του Βέρντι επειδή αγαπώ τον Βέρντι και τη Βιολέτα Βαλερύ, την Κυρία με τις Καμέλιες του Αλέξανδρου Δουμά, και όλ’ αυτά ταυτόχρονα μέσα από τον ερμηνευτή, γιατί δεν μπορώ να είμαι μόνος χωρίς αυτόν. Έτσι π.χ. κάνω ένα μπαλέτο για κάποιο αγόρι ή για κάποιο κορίτσι, κάνω όπερα για μιά τραγουδίστρια, θέατρο για την Μαρία Καζαρές ή τον Ζάν Λουί Μπαρρώ.

      Γι’ αυτό η θρησκεία έχει τόση μεγάλη σημασία στη ζωή μου. Χάρη στη θρησκεία μπορεί να επιτευχθεί η πολυπόθητη ενότητα. Η ζωή μου μπορεί να σκορπίζεται σε κάθε κατεύθυνση, εγώ όμως ταυτόχρονα «τρώω» Θεό, «φιλάω» Θεό, «πίνω» Θεό, «χορεύω» Θεό και σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές της ζωής μου αισθάνομαι βαθιά την παρουσία κάποιου άλλου.

Μ.Χ.:  Υπάρχουν γεγονότα που έχουν χαράξει τον ψυχισμό σου και την προσωπικότητά σου: Γεγονότα που έχουν σημαδέψει την εξέλιξή σου;

Μ. Μπ.: Τα παιδικά μου χρόνια ήταν για μένα πάρα πολύ σημαντικά. Σημαδεύτηκαν από τον πόνο για τον χαμό της μητέρας μου και τη μεγάλη φιλία που μ’ ένωνε με τον πατέρα μου, πού ήταν φιλία και έρωτας μαζί. Ο πατέρας μου υπήρξε καταπληκτικός άνθρωπος, ένας από τους λίγους πραγματικά ελεύθερους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου. Τα παιδικά μου χρόνια, ακόμα, σημαδεύτηκαν από τον πόλεμο, όπως και τα δικά σου, Μάνο. Ο πόλεμος, η γερμανική κατοχή, οι βομβαρδισμοί, η Απελευθέρωση και κυρίως η πείνα, ναι η πείνα, και δεν μετανιώνω γι’ αυτό. Θυμάμαι πολύ καλά πώς δώδεκα χρόνων πεινούσα συνέχεια. Δεν είχαμε ψωμί, δεν είχαμε γάλα, όσο ήμουν παιδί δεν είχα δει ποτέ μου σοκολάτα. Αυτό το πράγμα με σημάδεψε βαθιά. Ακόμα και σήμερα καμιά φορά, περπατώντας στον δρόμο και σκεφτόμενος όπως συνήθως τη δουλειά μου, αν τύχει και συναντήσω ένα κατάστημα τροφίμων, τυχαίνει να σταματάω εμβρόντητος, σαν να αντικρίζω το πιό απίθανο και φανταστικό θέαμα. Γενικότερα πιστεύω πώς τα γεγονότα που μ’ επηρέασαν βαθιά είναι τα όσα έζησα μέχρι τα δεκαοχτώ μου. Η παιδική μου ηλικία, η εφηβεία μου, Η Μασσαλία, η θάλασσα, η οικογένειά μου.

Μ.Χ.: Μετά την Απελευθέρωση ένιωσες την έλξη του Παρισιού;

Μ. Μπ.: Πήγα στο Παρίσι για πρώτη φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια. Το Παρίσι δεν ήταν για μένα μόνο μιά άλλη πόλη, ήταν μιά άλλη ζωή. Μόλις είχα εγκαταλείψει τότε τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, για ν’ ασχοληθώ αποκλειστικά με τον χορό και το θέατρο. Ήμουν μόνος κι ένας καινούργιος κόσμος ανοιγότανε μπροστά μου.

Μ. Χ.: Και η Απελευθέρωση; Για μένα υπήρξε μιά χρονολογία ορόσημο για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και του προσώπου μου. Βλέποντας το Παρίσι εκείνου του καιρού από τις ταινίες, νιώθω μιά παράξενη συγκίνηση, κάτι διαφορετικό απ’ τη δικιά μου μελαγχολική απελευθέρωση και κάτι σχετικό. Μιά ελευθερία που δεν γνωρίζαμε την τεχνική της.

Μ. Μπ.: Για μένα η Απελευθέρωση ήταν κάτι σαν μιά μεγάλη αναπνοή. Σήμαινε το τέλος του πολέμου και της γερμανικής κατοχής. Το τέλος του δράματος και ταυτόχρονα τη δυνατότητα να φύγω από τη Μασσαλία, να πάω στο Παρίσι, που μέσα του ήταν κάτι σαν μύθος, κάτι σαν μαγεία. Ανακάλυψα τότε το θέατρο, τον χορό, την τέχνη, τα φιλολογικά καφενεία, σύχναζα στο Flores, με τον Ζάν Πώλ Σάρτρ στο πλαϊνό τραπέζι.

     Η Απελευθέρωση ήταν μαζί κι ένα είδος δικής μου προσωπικής απελευθέρωσης. Η απελευθέρωση του νεαρού έγκλειστου στη Μασσαλία-από την οποία απομακρύνθηκα τότε μονάχα για πρώτη φορά.

Μ.Χ.: Σαν άτομο έντονης ευαισθησίας, ποιές ήταν οι σχέσεις σου με τους γονείς σου, και ποιός ο ρόλος τους στη διαμόρφωσή σου;

Μ. Μπ.: Οι γονείς μου, ρωτάς… Θα μιλήσω περισσότερο για τον πατέρα, γιατί η μητέρα μου, όπως σου είπα, πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός, επτά χρονών, κι είναι καταπληκτικό, γιατί τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά και το πρόσωπό της είναι πολύ νέο, πολύ όμορφο στη μνήμη μου. Η εικόνα της μάνας για μένα είναι μιάς πανέμορφης γυναίκας τριάντα χρονών. Η δική μου πέθανε πρίν κλείσει τα τριάντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν μιλάνε για τη μητέρα τους, βλέπουν μιά γυναίκα μεγαλύτερη από αυτούς. Ενώ εγώ, όταν σκέφτομαι τη μητέρα μου, είναι σαν να σκέφτομαι την κόρη μου. Αυτό το πράγμα δεν μπορεί να το καταλάβει κανείς, αν δεν το έχει ζήσει. Είναι ψυχολογικό, κι είναι πολύ περίεργο συναίσθημα. Για μένα η μητέρα δεν είναι μιά ηλικιωμένη κυρία που πέθανε στα εβδομήντα, εβδομήντα πέντε, ογδόντα της χρόνια. Βλέπεις π.χ. τη δική σου μητέρα, τη γνώρισα, ήταν πάρα πολύ όμορφη αλλά ήταν μιά όμορφη ηλικιωμένη κυρία, ενώ η δική μου ήταν κοριτσάκι. Αυτό με σημάδεψε βαθιά. Ακόμα και σήμερα, στα μπαλέτα μου, όταν υπάρχει μητέρα, διαλέγω πάντα το πιό όμορφο κορίτσι για το ρόλο.

     Ο πατέρας μου τώρα, ήταν ο καταπληκτικότερος άνθρωπος πού γνώρισα ποτέ, ο πιό ελεύθερος με την αληθινή σημασία της λέξης. Ο πατέρας μου ήταν ένας self-made man. Ήταν πολύ φτωχό παιδί, κι αναγκάστηκε να δουλέψει από πολύ μικρός σπουδάζοντας τα βράδια μόνος του. Έτσι, στα είκοσι πέντε του χρόνια πήρε το μπακαλωρεά του, στα τριάντα του το δίπλωμα της Φιλοσοφίας, στα τριάντα τρία-τριάντα τέσσερα τη δικτατορική του διατριβή κι έγινε καθηγητής της Φιλοσοφίας στα σαράντα του. Ως τα σαράντα του όμως είχε υπάρξει πραματευτής, εμποροϋπάλληλος, έμπορος, τα είχε κάνει όλα. Ήταν ένας άνθρωπος που τάκανε όλα: έπαιζε βιολί πχ. είχε μάθει μόνος του να παίζει βιολί και πολύ καλά. Σ΄ όλη μου τη ζωή δεν συνάντησα ξανά παρόμοια περίπτωση. Του άρεσε η γλυπτική. Έχω γλυπτά του κι είναι αριστουργηματικά, έγραφε, μιλούσε πέντε-έξι γλώσσες, μιλούσε κι ελληνικά, γιατί στον Πρώτο Πόλεμο ήταν στη Θεσσαλονίκη. Ένας άνθρωπος εκπληκτικά ελεύθερος. Άφησε φιλοσοφικά συγγράμματα πού θεωρούνται σπουδαία σήμερα… Ο καθηγητής Betzet ήταν μιά προσωπικότητα. Εγώ, ως παιδί, τον γνώρισα σαν άνθρωπο πάρα πολύ αστείο και πάρα πολύ ζωηρό, αγαπούσε τις διασκεδάσεις, τα ξεφαντώματα. Θυμάμαι είχε κάνει μιά ορχήστρα στα νιάτα του μαζί με τον θείο μου, αδελφό της μητέρας μου, κι έναν φίλο του. Τα Σαββατόβραδα πήγαιναν στους χορούς και παίζανε κιθάρα, ενώ ο φίλος του τούς συνόδευε στο πιάνο. Φορούσαν μάλιστα και την τοπική σχολή. Ο θείος μου ήταν ντυμένος άντρας και ο πατέρας μου γυναίκα. Όταν σκέφτομαι τον καθηγητή Berzet, σκέφτομαι έναν άνθρωπο πάρα πολύ αστείο, τρομερά ελεύθερο και θεότρελο. Κι όμως, υπήρξε ιδιοφυΐα στη φιλοσοφία και δούλευε πάρα πολύ. Είχε μιά διπλή φύση, τί να πώ…

Μ.Χ.: Όταν μεγάλωσες σου δόθηκε η δυνατότητα ή η ευκαιρία να μιλήσεις σοβαρά μαζί του; Σαν δύο σκεπτόμενοι άνθρωποι. Γνώρισε εκείνος τον δικό σου τρόπο σκέψης;

Μ. Μπ.: Όχι… Ο πατέρας μου, βλέπεις, ήταν πολύ κοντά μας όσο ήμασταν παιδιά. Μετά τον θάνατο της μητέρας μου μάς μεγάλωσε εκείνος. Για παράδειγμα, δεν μάς αγόρασε ποτέ παιχνίδια. Τα έφτιαχνε ο ίδιος τα βράδια και μας τα έδινε: κούκλες για την αδερφή μου, στρατιωτάκια ξύλινα για μένα. Εκείνος μου έφτιαξε και μου έδωσε και το πρώτο μου θέατρο. Δεκαοχτώ χρονών όμως έφυγα από τη Μασσαλία. Εκείνος αργότερα έγινε καθηγητής στο ίδρυμα Φουλμπράιτ στην Αμερική, και γυρίζοντας πίσω ήταν υπεύθυνος για τις σχέσεις ανάμεσα στα γαλλικά και τα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Τέλος έγινε διευθυντής Ανώτατης Εκπαιδεύσεως. Με όλα αυτά δεν είχαμε την ευκαιρία να ιδωθούμε πολύ. Ερχότανε στις παραστάσεις, αλλά πέθανε νέος- και κείνος σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, πάνε είκοσι πέντε χρόνια από τότε. Πέθανε ακριβώς μιά βδομάδα μετά την ίδρυση των «Μπαλέτων του 20ου αιώνα».

Μ.Χ.: Αν θέλουμε να καθορίσουμε τις περιόδους της ζωής σου, θα τις παραθέταμε ως εξής:

α) Η επαφή σου με τους μοντέρνους του καιρού σου, Henry Moore, Boulez, Schaeffer, Vian, Pierre Henry, με αποτέλεσμα την αλησμόνητη Ιεροτελεστία.

Μ.Μπ.: Άς αρχίσουμε από την εποχή που πρωτοήρθα στο Παρίσι. Ήταν η ανακάλυψη του χορού, του κλασικού χορού, των δασκάλων του κλασικού χορού, των διαφόρων χορευτικών ομάδων. Για ενάμιση χρόνο περίπου έμεινα στο Λονδίνο. Πρωτοδούλεψα σ’ ένα εγγλέζικο μπαλέτο και χόρεψα στη Λίμνη των Κύκνων, στην Ωραία Κοιμωμένη του Δάσους, στη Gisele.  Roland Petit. Απέκτησα την παιδεία ενός χορευτή κλασικού μπαλέτου.

     Και ξαφνικά, εκεί γύρω στο ’54, ήρθα σ’ επαφή με τον μοντερνισμό. Τότε συνάντησα τον Πιέρ Σέφφερ και τον Πιέρ Ανρί, πήγα στα εργαστήριά τους, άκουσα τη μουσική τους. Πρέπει να πω ότι αυτή η μουσική ήταν ένα μεγάλο σοκ για μένα. Εγώ, έτσι καθώς ερχόμουν από τον Σοπέν και τον Τσαϊκόφσκι, βρέθηκα στον χώρο της σύγχρονης μουσικής εντελώς ξαφνικά. Αλλά αυτή ήταν η αρχή. Το ’55 ήμουν μέσα σ’ αυτούς που παρακολούθησαν την πρώτη εκτέλεση του Martean sans Maitre, του Πιέρ Μπουλέζ. Στό Petit Marigny, μιά μικρή αίθουσα εκατό θέσεων το πολύ, πού ήταν σχεδόν άδεια. Εκείνα όμως τα χρόνια, το 1955 και το 1956 ανακάλυψα τον μοντερνισμό σε όλες του τις εκφράσεις.

      Το 1956 βρισκόμασταν με τη χορευτική ομάδα, πού είχα δημιουργήσει τότε, στην Ελβετία, σε περιοδεία. Ο Giacometti είχε ερωτευτεί μιά χορεύτρια και για δύο ολόκληρους μήνες ήταν στην περιοδεία μαζί μας. Έτσι γνώρισα έναν άλλο μεγάλο σύγχρονο καλλιτέχνη. Σε λίγα χρόνια όλα μπήκαν σε κάποια τάξη, σε μιά ενότητα. Συνάντησα τον Μπουλέζ, τον Νταλί, ανθρώπους που ανήκαν σε διαφορετικές γενιές και που μας έδειξαν τον δρόμο της σύγχρονης ζωγραφικής, γλυπτικής, μουσικής και αρχιτεκτονικής.

Μ.Χ.: Επίσης ήταν φίλος σου ο Μπορίς Βιάν, έτσι δεν είναι;

Μ. Μπ.: Και τον Βιάν εκείνη την εποχή τον γνώρισα, γύρω στο 1955. Είχα ήδη φτιάξει, καθώς σου είπα, την πρώτη μου χορευτική ομάδα κι ήμασταν τελείως άφραγκοι. Ο ποιητής Jacques Prevert είχε ένα καμπαρέ πάρα πολύ γνωστό, «Την Πηγή των 4 Εποχών», στη rue des Bac στο Παρίσι. Όλο το καλλιτεχνικό και ζωντανό στοιχείο του Παρισιού περνούσε από κει. Ο Πρεβέρ είχε δει την δουλειά μου, του άρεσε και μου πρότεινε να ανεβάσω στο καμπαρέ του ένα δικό μου θέαμα. Χρησιμοποίησα διάλογο, χορό, τραγούδι σ’ ένα χώρο ελάχιστο, 3Χ4 μόνο, και δούλεψα με τρείς χορευτές. Παίζαμε εκεί ένα χρόνο σχεδόν. Πρίν από μας εμφανιζόταν ο Μπορίς Βιάν. Και γίναμε πολύ φίλοι. Κάποια στιγμή μάλιστα, πού δεν είχα σπίτι στο Παρίσι και τριγυρνούσα εδώ κι εκεί, με κάλεσε να μείνω σπίτι του. Η γυναίκα του, η Ursula Kubler, ήταν χορεύτρια και χόρευε σε μας. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι για πολλά χρόνια βλεπόμασταν κάθε μέρα.

Μ.Χ.: β) Και η έλξη απ’ τη γερμανική μυθολογία της μεταπολεμικής παρακμής, με πρόσωπα μάλιστα που τη φωτίζουν περίεργα από το παρελθόν. (Βάγκνερ, Γκαίτε, Τόμας Μαν) Υπήρχε μέσα σου ή αποτελεί στάδιο, περίοδο ζωής;

Μ. Μπ.: Ο γερμανικός μύθος ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια. Η γερμανική μυθολογία… Η Γερμανία έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωσή μου, γιατί ήταν μιά χώρα που μας έφερε την καταστροφή, που μας είχε κατακτήσει. Κι εγώ ήμουν παιδί… Ο πατέρας μου ήταν στην Αντίσταση και θυμάμαι πολύ καλά ότι οι Γερμανοί τον έψαχναν και τον κυνηγούσαν. Τους φοβόμασταν. Ταυτόχρονα, η γερμανική γλώσσα ήταν υποχρεωτική τότε για μας στο σχολείο, κι έτσι, πολύ νέος, ανακάλυψα τη γερμανική ποίηση, διάβασα γερμανική φιλοσοφία, γνώρισα τον Γκαίτε, τον Νίτσε, τον Χόφμαν… Ο φόβος των Γερμανών συνυπήρχε με τη γοητεία που ασκούσε πάνω μας μιά κουλτούρα πολύ υψηλή.

Μ.Χ.: γ) Και η ανατολική σου εποχή; Οι Ινδίες και η Ιαπωνία; Το εξωτικό και το ιεροτελεστικό (rituel); Η Ράγκα και το Νό; Κι ύστερα η «Τέταρτη περίοδος», η Μεσόγειος; Αποτελούν κι αυτές ενυπάρχοντα στοιχεία του εαυτού σου ή ευρήματα των ανησυχιών σου;

Μ. Μπ.: Προς τις Ινδίες τώρα και την Ιαπωνία στράφηκα κινούμενος από το ίδιο πάντα αίσθημα της ενότητας, για την οποία μίλησα στην αρχή. Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι στον αιώνα της τηλεόρασης, του τηλεφώνου, των δορυφόρων και του Σπούτνικ, δεν μπορούσαμε πιά να ζούμε απομονωμένοι. Αναζητούσαμε τις πολιτισμικές μας ρίζες, εγώ πχ. δεν νιώθω Γάλλος, είμαι Μαρσεγιέζος. Οι δικές μου ρίζες είναι θάλασσα. Μαζί όμως μ’ αυτές, κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου και θέλησα να τον βρω στις Ινδίες, στην Κίνα, στην Ιαπωνία. Παντού η γνωριμία έγινε μέσα από τη μουσική. Η μουσική μου αποκάλυψε τις χώρες και τους ανθρώπους.

     Όσον αφορά τη Μεσόγειο, αυτή δεν μπαίνει στη διαδρομή. Στη Μεσόγειο γεννήθηκα κι έζησα. Πρέπει εδώ να προσθέσω πώς ό,τι υπάρχει μέσα μου σήμερα είναι διαμορφωμένο από τον καιρό της εφηβείας μου. Εκτός από τον μοντερνισμό ίσως. Αλλά όλα τ’ άλλα, τα γερμανικά πχ., είναι από το σχολείο μου, η θάλασσα από τη γέννησή μου.

     Η γιαγιά μου είχε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, στα περίχωρα της Μασσαλίας. Πηγαίναμε εκεί τρείς μήνες κάθε καλοκαίρι κι όλη την ημέρα την περνούσαμε ψαρεύοντας. Υπήρχε και μιά βάρκα εκεί. Τρώγαμε μόνο ψάρι, αυτό που ψαρεύαμε μόνοι μας. Η θάλασσα λοιπόν, βλέπεις, είναι για μένα μιά πραγματικότητα. Είναι τα παιδικά μου χρόνια.

Μ.Χ.: Κι η γνωριμία σου με το άλλο μέρος της Μεσογείου; Μ’ εμάς και τους Ιταλούς;

Μ. Μπ.: Αυτό έγινε πολύ αργότερα. Στο μεταξύ είχα γνωρίσει τον Βορρά, δούλεψα έναν χρόνο στην Όπερα της Στοκχόλμης. Έπειτα γνώρισα την Ιταλία, νωρίς σχετικά. Την Ελλάδα όμως την γνώρισα πολύ αργότερα, γύρω στο ’59.

Μ.Χ.: Την εποχή δηλ. πού γνωριστήκαμε. Τότε που είχες κάνει την Ιεροτελεστία της Άνοιξης.

Μ. Μπ.: Ναι, μάλλον προηγουμένως είχα πάει στην Ελλάδα για διακοπές. Στη Μύκονο, την εποχή πού ήταν ακόμα πολύ όμορφη, πρίν γίνει δηλαδή κάτι σαν Λούνα Πάρκ. Τότε υπήρχε μόνο ένα ξενοδοχείο, το «Λητώ», ένα dancing, οι «9 Μούσες». Το καράβι έκανε 12-14 ώρες για να φτάσει.

Μ.Χ.: Εγώ βέβαια τη γνώρισα πολύ νωρίτερα. Όταν δεν υπήρχε ούτε ένα ξενοδοχείο, ούτε το dancing που αναφέρεις. Μονάχα οι 14 ώρες απόσταση κι ένα φεγγάρι πάνω από τα λευκά σπιτάκια του νησιού.

                Προς αναγνώστες:

                Υπάρχω κι εγώ μαζί με τον  Βάγκνερ. Στην αρχή ήταν να γράψω μουσική κι ίσαμε να τη γράψω, είπαμε να μεταχειριστεί μουσική μου που να ταιριάζει εκεί που του χρειάζεται. Μετά, σαν είδα το αποτέλεσμα, σκέφτηκα πώς θάταν καλύτερο ν’ αφήσω τις επιλογές του Μπεζάρ απείραχτες μιά και τις βρήκα επιτυχείς, όπως άλλωστε έκανε και με τη μουσική του Βάγκνερ.

                Πώς να επέμβω σ’ ένα τόσο προσωπικό Δημιούργημα;

                Άλλωστε η εποχή των ρωσικών μπαλέτων τέλειωσε ανεπιστρεπτί. Δεν γράφονται πλέον μπαλέτα, και χαίρομαι γι’ αυτό. Έτσι, απόλαυσα τον Μισέλ Γκασκάρ να χορεύει την Μελισσάνθη μου μέσα σ’ αυτή τη συγκλονιστική λειτουργία του Μπεζάρ που λέγεται Διόνυσος.

Μίλησέ μας τώρα για τον Διόνυσο, που κατά την κρίση μου είναι το κορύφωμα μιάς εσωτερικής σου κρίσης και μεγαλοφυής προσπάθεια να επανασυνθέσεις τα στοιχεία που σε σχημάτισαν. Ο γερμανισμός, η ελληνική ταβέρνα στην πιό «αφηρημένη» της μορφή, η ελληνική μυθολογία μεταφρασμένη από τα γερμανικά στους «μεσογειακούς» σου στίχους, ο Ιάπωνας ζωγράφος με την πυροτεχνική ζωγραφική του, ο Ιταλός σχεδιαστής μόδας με την «ψυχρή» αισθητική του, όλα να υπηρετούν ένα όραμα-θέαμα της ψυχής σου.

Μ.Μπ.: Ο Διόνυσος έχει μιά πολύ παράξενη ιστορία. Ξεκίνησε τελείως διαφορετικά. Για πάρα πολλά χρόνια δούλευα τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτήν την εκπληκτική φυσιογνωμία.

      Ο Μέγας Αλέξανδρος αντιπροσωπεύει στη συνείδησή μου πάρα πολλά πράγματα: Ήταν πρώτα απ’ όλα ένας Ευρωπαίος, ένας άνθρωπος της Μεσογείου, αν και Βορειοελλαδίτης. Ένας Ευρωπαίος λοιπόν, πού είχε την τρέλα της Ανατολής, πού όπως κι εγώ πίστευε στην ενότητα του πολιτισμού και του κόσμου. Πήγε στην Αίγυπτο, πήγε στο Ιράν, και ήταν ένα πρόσωπο που με γοήτευε πάντα. Δουλεύοντας λοιπόν πάνω στην προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανακάλυψα κάποια στιγμή ότι ο Αλέξανδρος ήταν συνεπαρμένος από την ιδέα του Διόνυσου. Ότι ξεκίνησε για τις Ινδίες αναζητώντας τον θεό Διόνυσο, κι όταν έφτασε στις Ινδίες, ντύθηκε ο ίδιος Διόνυσος. Άρχισα λοιπόν να διαβάζω για τον Διόνυσο κι έτσι, στην εξελικτική πορεία αυτής της εργασίας μου, το μπαλέτο που σχεδίαζα για τον Μέγα Αλέξανδρο, κατέληξε να γίνει μπαλέτο για τον Διόνυσο.

Μ.Χ.: Παρεμβαίνει όμως και η γερμανική μυθολογία. Πώς έγινε η σύνδεση αυτή;

Μ. Μπ.: Εδώ ξαναγυρνάμε σ’ αυτό πού ονομάσαμε πρίν, γοητεία της γερμανικής σκέψης. Από μιά άποψη, η Ελλάδα για πάρα πολλούς Ευρωπαίους ήταν κατά κάποιο τρόπο κατασκεύασμα των Γερμανών του 19ου αιώνα. Είναι πχ. η δεύτερη εκδοχή του Φάουστ του Γκαίτε και το πρόσωπό της Ωραίας Ελένης. Οι Γερμανοί γοητεύτηκαν από τον Νότο, και πολύ περισσότερο από την Ελλάδα απ’ ό,τι απ’ την Ιταλία, και κατασκεύασαν μιά Ελλάδα στα μέτρα της σκέψης τους, τελείως ψεύτικη και φανταστική αλλά ενδιαφέρουσα.

Μ.Χ.: Δεν νομίζεις ότι αυτός ο τρόπος να βλέπει κανείς την Ελλάδα, ο «γερμανικός», δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

Μ. Μπ.: Μά ναι, είπα, πρόκειται για μιά Ελλάδα ψεύτικη και φανταστική. Εμένα όμως μ’ ενδιέφερε, γιατί μέσα απ’ αυτήν την εικόνα μπορούσε να καταλάβω τον Νίτσε. Ο Νίτσε έγραψε τη Γένεση της Τραγωδίας στα είκοσι πέντε του χρόνια και σ’ όλη του τη ζωή κατατρυχόταν από την ελληνική τραγωδία και τον μύθο της Ελλάδας. Όταν ο Νίτσε ανακάλυψε τον θεό Διόνυσο κι άρχισε να μελετά τις καταβολές του, ταυτίστηκε σε τέτοιο σημείο που τρελάθηκε. Στο τέλος της ζωής του υπέγραφε τα γράμματα που έστελνε με το όνομα Διόνυσος. Στα ερωτικά του γράμματα προς την Κόζιμα Βάγκνερ τελειώνει ως εξής: «Αριάδνη σ’ αγαπώ, Διόνυσος».

     Ο Διόνυσός μου είναι ένα έργο που περιέχει τον αληθινό μύθο του ελληνικού θεού και ταυτόχρονα τον μύθο ξαναϊδωμένο μέσα από τον Νίτσε, που βίωσε τον σπαραγμό και το πάθος του Διόνυσου κι έφτασε στο σημείο να τρελαθεί. Πρόκειται λοιπόν για μιά σύνθεση, ανάμεσα στην αληθινή Ελλάδα πού γνώρισα, στη θάλασσα, στις ταβέρνες, στους φίλους, εσένα, στους  ψαράδες, για τους οποίους έχω μιά ιδιαίτερη αδυναμία από μικρό παιδί, στην Ελλάδα πού μυρίζει φύκι και θάλασσα, και μαζί η ψεύτικη Ελλάδα των αρχαιολόγων, η αρχαία αγορά των Αθηνών, κάτι σαν την Madeleine στο Παρίσι ή τα ανάλογα κτίρια στο Μόναχο. Τα δύο αυτά στοιχεία μαζί φτιάχνουν έναν παράδοξο κόσμο. Ακόμα και στη σημερινή Αθήνα μπορεί να το δει κανείς αυτό. Ένα μείγμα της πραγματικής Ελλάδας, που είναι οι άνθρωποι του λαού, οι εργάτες, οι ημερομίσθιοι, οι καλλιτέχνες, πλάι σε σπίτια του 19ου αιώνα, που μιμούνται την δυτική αρχιτεκτονική.

Μ.Χ.: Μιλάς για τα νεοκλασικά μας σπίτια. Έχουν μεγάλη πέραση σήμερα στον τόπο μας. Τα προφυλάσσουμε πιό πολύ κι από τ’ αρχαία.

Μ. Μπ.: Και η καρτεσιανή λογική, που σημαίνει τάξη. Λογική που ακολουθεί τη συμμετρία, την ανάλυση, την εξήγηση, την ακριβολογία. Είναι κι αυτή πιστεύω μέρος της ελληνικής σκέψης, με την έννοια «της καθαρότητας του λόγου», και η οποία επηρέασε όλη τη Δύση. Η Δύση βέβαια είναι παιδί του χριστιανισμού. Η χριστιανική θρησκεία όμως έχει πολλές και διαφορετικές καταβολές. Συνδυάζει την εβραϊκή σκέψη με την ελληνική φιλοσοφία και το ρωμαϊκό δίκαιο, τον πάπα με τον αυτοκράτορα. Πιό πολύ ο καθολικισμός βέβαια από την ορθοδοξία. Η ορθοδοξία είναι πιό καθαρή. Η χριστιανική θρησκεία μέσα από τον καθολικισμό μας οδήγησε στον καρτεσιανισμό. Είναι η επίδραση του ρωμαϊκού δογματισμού στην αριστοτελική σκέψη. Ταυτόχρονα υπάρχει το ρομαντικό στοιχείο, το σύγχρονο αίσθημα της εξέγερσης, της αναζήτησης, της καταστροφής και της αυτοκρατορίας, ο πόνος, που είναι κι αυτά στοιχεία του συνόλου που λέγεται ευρωπαϊκή σκέψη.

Μ.Χ.: Όταν αναφέρομαι σ’ αυτήν τη «φιλολογική» σου γαλλική πλευρά, το κάνω σε αντιπαράθεση με την άλλη λογική, την πιό ελεύθερη, πού προέρχεται από άλλες θρησκευτικές ρίζες και για μας τους Έλληνες από την ίδια την τραγωδία. Μιά λογική που συμπεριλαμβάνει, εμπεριέχει το φανταστικό.

Μ. Μπ.: Ναι, καταλαβαίνω. Η γοητεία που έχει η προσωκρατική σκέψη. Ποιητική και μεταφυσική μαζί, μυστική, μια λογική ολότητα διαφορετική από τη δική μας, πολύ κοντά στην ινδική σκέψη. Τη σκέψη αυτή τη συνάντησα στην Ελλάδα και περισσότερο στα λαϊκά στρώματα. Μιά σκέψη πολύ ελεύθερη και ανατρεπτική. Έχει μιά αλήθεια εξωλογική. Μιά εξυπνάδα πρίν από την τηλεόραση και τον τουρισμό. Ο τουρισμός, βλέπεις, είναι η πραγματική ρύπανση. Είναι χειρότερος κι από τον πόλεμο.

Μ.Χ.: Ο έρωτας, είναι φανερό, σε βοηθάει ν’ αυτοτιμωρείσαι. Θέλεις να ξεφύγεις ή θα προτιμήσεις την ατέλειωτη κόλαση των παθών;

Μ. Μπ.: Ο έρωτας είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή. Αν καταφέρουμε να του ξεφύγουμε, μπορεί να νιώσουμε ξαλαφρωμένοι και ήσυχοι. Μόνο πού την ησυχία αυτή δεν τη θέλουμε, γιατί μοιάζει με τον θάνατο, είναι το αντίθετο της δημιουργίας. Η δημιουργία είναι αγωνία, όπως και ο έρωτας, αγωνία και καταστροφή και ταυτόχρονα μοναδικά εμπλουτιστικός. Έρωτας για μένα είναι ο μύθος του φοίνικα, που καίγεται για να ξαναζήσει, ν’ αναστηθεί. Γι’ αυτό και κάθε φορά ο έρωτας είναι μιά αγωνία, πού αρνιόμαστε μ’ όλη μας την ψυχή αλλά εκείνος μας κατακτάει,  καιγόμαστε για να ξαναγεννηθούμε. Ξεκίνησα και έκανα τον Διαγωνισμό γιατί βρήκα έναν πολύ μεγάλο έρωτα.

Μ.Χ.: Σού κάνω αυτήν την ερώτηση γιατί έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία κι εγώ νιώθω πώς έχω αλλάξει πολύ. Η στάση μου δηλαδή απέναντι στον έρωτα πιστεύω ότι έχει αλλάξει.

Μ. Μπ.: Εγώ είμαι πάντα ο ίδιος. Το ίδιο χαζός, το ίδιο τρελός.

Μ. Χ.: Δεν μιλάω για την τρέλα. Και ‘γώ έχω την ίδια τρέλα, αλλά προσπαθώ να παρουσιάζεται μ’ άλλον τρόπο. Θέλω να πώ, ελπίζω πώς έχω αλλάξει. Είμαι όμως έτοιμος να διαψευστώ.

Μ. Μπ.: Και ‘γώ το είχα ελπίσει ότι άλλαξα, αλλά τελικά φαίνεται πώς για μένα η υπόθεση αυτή αποτελεί μιά μνήμη χωρίς ελπίδα.

Μ. Χ.: Η επιτυχής σου πορεία ως τα σήμερα δεν σου δίνει τη διάθεση να μεγαλώσεις τη δόση δηλητηρίου προς το κοινό σου; (Εφ’ όσον παραδεχτούμε πώς η επαφή  μας μ’ ένα απροετοίμαστο κοινό είναι πάντα σχεδόν «δηλητηριώδης».)

Μ. Μπ.: Αυτή την ερώτηση για την επιτυχία δεν την πολυκαταλαβαίνω. Όταν δημιουργώ, δεν σκέφτομαι καθόλου το κοινό. Για μένα η δημιουργία τελειώνει τη βραδιά της πρώτης παράστασης. Από τη μιά μεριά, αγαπάω το κοινό που βρίσκεται στην αίθουσα κι από την άλλη σκέφτομαι: «Κι εγώ τώρα τί γυρεύω εδώ πέρα;».

     Για μένα δημιουργία, δημιουργική ευτυχία, είναι νάμαι κλεισμένος στο εργαστήρι μου μαζί με τους χορευτές μου. Περνάω ένα-δύο μήνες κάνοντας πρόβες. Είναι σκληρή δουλειά, κουραστική, φριχτή καμιά φορά και απελπιστική, αλλά είναι ευτυχία.

     Μετά την παράσταση, η επιτυχία, οι καλές ή κακές κριτικές, το κέρδος, όλ’ αυτά μου είναι αδιάφορα. Δεν δουλεύω για να με δούν. Δουλεύω για να υπάρχω. Αν δεν το έκανα, δεν θα ήμουν βέβαιος ότι υπάρχω!

Μ.Χ.: Το καταλαβαίνω αυτό που λες, αλλά θα σου ξανακάνω την ερώτηση. Όταν είμαστε νέοι, νιώθουμε πλούσιοι και αισιόδοξοι γιατί έχουμε τη νεότητα που μας υποβάλλει. Στην ηλικία μας όμως, δεν κινδυνεύουμε μόνον επειδή θέλουμε να παραμείνουμε νέοι, αλλά γιατί γνωρίζουμε πιά πόσο κοστίζει αυτή η επιθυμία μας. Γνωρίζουμε την τιμή του  ρίσκου. Αυτό ήταν κάπως το νόημα της ερώτησής μου.

Μ. Μπ.: Μπορώ πάντα να δημιουργώ ριψοκίνδυνα, γιατί, ενώ λατρεύω την επιτυχία, μου είναι και απόλυτα αδιάφορη. Δουλεύω για τον εαυτό μου-όχι για να πείσω κανέναν. Το έκανα κάποτε αυτό, γιατί δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Τώρα πιά μπορώ να κάνω ό,τι μού κάνει κέφι; Ό,τι πιστεύω πάρα πολύ. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σου απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση.

Μ.Χ.: Υπάρχει κάποια γραμμή, κάποια κατεύθυνση στο έργο σου;

Μ. Μπ.: Όχι, καμιά. Η δουλειά μου είναι ένα ζίγκ-ζάγκ, γεμάτη λοξοδρομήσεις και παλινδρομήσεις. Υπάρχουν στιγμές πολύ δυνατές κι άλλες πολύ αδύνατες. Υπάρχει πολύ άχρηστο πράγμα, πολύ σκατό. Στη ζωή μου όμως υπάρχει γραμμή. Γιατί έχω τη συνείδηση μιάς αγνότητας, μιάς κατεύθυνσης, μιάς πίστης. Νομίζω ότι πάντα κράτησα μέσα μου αυθεντικά πράγματα. Στο έργο μου όμως υπάρχουν τα πάντα.

Μ.Χ.: Και μιά τελευταία ερώτηση. Μίλησέ μου για το τελευταίο σου έργο. Τον Διαγωνισμό, πού είδα στο Παρίσι και μου έκανε πολύ έντονη εντύπωση.

Μ. Μπ.: Το θέμα του  τελευταίου μου μπαλέτου είναι η αγάπη του χορού, η αγάπη του επαγγέλματος, και μάλιστα η αγάπη του επαγγέλματος έτσι όπως την έζησα παιδί, όταν εγώ ο ίδιος περνούσα διαγωνισμούς και περνούσα από διάφορες ακροάσεις, μέχρι να βρω τον δρόμο μου και να φτάσω στο σημείο να κρίνω τους άλλους. Όμως δεν δέχομαι να κρίνω τους άλλους, γιατί δεν θέλω και ‘γω να κρίνομαι. Να μιά αλήθεια! Είναι ένα μπαλέτο λοιπόν πάνω στον χορό. Δεν είναι αστυνομικό μπαλέτο. Είναι ο χορός που δολοφονήθηκε και ο χορός που αναστήθηκε.

Σ΄ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ.

Νομίζω ότι είπα πολλά πράγματα, συνήθως δεν μιλάω πολύ.

Μίλησα σε σένα γιατί σε γνωρίζω κι είσαι φίλος.

Αλλιώς δεν θα τάλεγα όλα αυτά.

--

    Την άλλη μέρα ήρθα στην Αθήνα. Μέσα μου είχα άλλη μιά εξαίσια στιγμή επικοινωνίας με τον φίλο μου Μωρίς Μπεζάρ. Και μάλιστα σ’ ένα χώρο που τον γνωρίζουμε και οι δυό καλά, Στις Βρυξέλλες, 14 Μαϊου του ’85.

          Μάνος  Χατζιδάκις

Περιοδικό το Τέταρτο τεύχος 2 Ιούνιος 1985, σελίδες 40-44

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας παλαιά σκόρπια τεύχη περιοδικών, έπεσα πάνω σε μία παλαιά συνέντευξη, για την ακρίβεια φιλική συνομιλία μεταξύ του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι και ενός μάγου του χορού του Μωρίς Μπεζάρ. Η θερμή, ειλικρινής και ουσιαστική κουβέντα μεταξύ δύο ταλαντούχων προσωπικοτήτων, ευρωπαίων παγκοσμίου φήμης καλλιτεχνών, ο καθένας στον τομέα και το είδος της τέχνης που υπηρέτησε, δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού «Το Τέταρτο», ενός πολιτιστικού-πολιτικού περιοδικού (όπως αναφέρεται και στον υπότιτλό του) του οποίου εκδότης και διευθυντής υπήρξε ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ. Το 114 σελίδων μεγάλου σχήματος (23Χ30) πολύχρωμο περιοδικό ήταν ιδιοκτησία της Γραμμής Α.Ε. Το επιτελείο των συνεργατών που είχε επιλέξει να έχει κοντά του ο σοφός, διορατικός, αριστοκράτης «αναρχικός», και δάσκαλος των μαγευτικών στιγμών της μουσικής και όχι μόνο, προέρχονταν από ένα ευρύ φάσμα  σημαντικών καλλιτεχνών από όλα σχεδόν τα πεδία της τέχνης της περιόδου εκείνης. Βρισκόμαστε στην δεύτερη κυβερνητική τετραετία του Ανδρέα Παπανδρέου, τα πολιτικά πράγματα στην χώρα μας είναι οξυμένα, οι πολώσεις πολλαπλές, ο αυριανισμός σαν πολιτική στάση και πολιτικός λόγος βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της κυβερνητικής και αντιπολιτευτικής επικαιρότητας. Το Πασοκ από την μία πλευρά των πολιτικών χαρακωμάτων, η Νέα Δημοκρατία και ο ευρύτερος χώρος της Ανανεωτικής και Κομμουνιστικής Αριστεράς από την άλλη. Τα πάθη έντονα όπως και ο πολιτικός και κομματικός φανατισμός και διχασμός εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών τειχών. Στα «πράσινα» στα «μπλε», στα «κόκκινα» και τα «ροζ» καφενεία και στέκια οι αψιμαχίες και οι διαξιφισμοί, οι τσακωμοί ήσαν ισχυροί και έντονοι, και πολλές φορές, γινόντουσαν επικίνδυνοι και καταστροφικοί για την πορεία της κοινοβουλευτικής μας τότε δημοκρατίας και Αλλαγής. Εμείς οι Έλληνες, όπου πολιτικά ή ιδεολογικά και αν ανήκουμε, όποιον κομματικό σχηματισμό και αν υποστηρίζουμε, κατορθώνουμε πάντα να παθιαζόμαστε μέχρι εξαντλήσεως. Το περιοδικό το οποίο διεύθυνε και υπήρξε εκδότης ο Μάνος Χατζιδάκις δεν γίνονταν, και αυτό, να αποφύγει το πολιτικό σκηνικό του καιρού του. Να μην ενδιαφερθεί και σχολιάσει, κρίνει, καταδικάσει, εκφράσει αυτήν την πολιτική της πόλωσης ατμόσφαιρα μέσα από τις σελίδες του. Τουλάχιστον όσον αφορά τα κύρια και κεντρικά άρθρα και σχολιασμούς του, τα οποία υπέγραφε είτε ο Μελωδός των Ονείρων μας είτε δημοσιεύονταν στις άλλες σελίδες του από τους σταθερούς συνεργάτες του «Τέταρτου». Παρόλα αυτά, η πολιτιστική ύλη του μάλλον βραχύβιου αυτού περιοδικού είναι ακόμα και σήμερα-τριάντα επτά χρόνια μετά-προκλητικά ενδιαφέρουσα. Το περιοδικό δεν είχε την αναγνωστική ανταπόκριση και δεν έτυχε του συνεχούς ενδιαφέροντος των ελλήνων και ελληνίδων αναγνωστών που ευελπιστούσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ενός πολιτιστικού και ανοικτού πολιτικά, σε νέες, φρέσκες ιδέες περιοδικού ευρωπαϊκών προδιαγραφών, με εστιασμένο κυρίως το ενδιαφέρον του στην ελληνική πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα εκείνων των δεκαετιών. «Το Τέταρτο» ήταν η άλλη καλλιτεχνική μαρτυρία της εποχής, πολύπλευρη, πλουραλιστική, σύγχρονης ύλης και θεματολογίας εκδοτική πρόταση. Διέθεται αρθρογραφία με άποψη, είχε γνώμη και την εξέφραζε ανοιχτά, είχε ταυτότητα, κρίση, κριτική ματιά απέναντι στα καθόλου πολιτικά και πολιτιστικά τεκταινόμενα της εποχής και τους ανθρώπους της εντός και εκτός Ελλάδος. Ενημερωμένη και έγκυρη πληροφόρηση άγγιζε την επικαιρότητα και τα προβλήματά της. Το περιοδικό αφουγκράζονταν τις σύγχρονες ιστορικές και πολιτικές αλλαγές, τα παγκόσμια γεγονότα και εξελίξεις, τις νέες τάσεις και ρεύματα της τέχνης και του πολιτισμού, των μουσικών εκδηλώσεων. Δημοσίευε κριτικές για βιβλία, για δίσκους, παρακολουθούσε τις νέες μουσικές τάσεις στον χώρο της δισκογραφίας, των εκδόσεων. Ενημερωνόταν για τις καινούργιες θεατρικές παραστάσεις, τον σύγχρονο κινηματογράφο. Ένα περιοδικό το οποίο φιλοδοξούσε να αγγίξει και να κεντρίσει με τα θέματά του τον νεότερο-και όχι μόνο-σε ηλικία αναγνώστη και ελληνικό κοινό. Να προκαλέσει το ενδιαφέρον του μέσου μορφωμένου Έλληνα και Ελληνίδας όπως το ονειρεύονταν ο εκδότης και διευθυντής του, ο χαρισματικός και ταλαντούχος Μάνος Χατζιδάκις. Το Τρίτο Πρόγραμμα του ελληνικού ραδιοφώνου που ο ίδιος είχε εμπνευστεί και δημιουργήσει, τα προηγούμενα χρόνια, είχε καλλιεργήσει το ανάλογο και κατάλληλο κλίμα και  ατμόσφαιρα. Είχε επίσης οικοδομήσει τις ανάλογες των νέων δημιουργών σχέσεις και συνεργασίες. «Το Τέταρτο», δεν ήταν ένα περιοδικό για κουλτουριάρηδες, δεν απευθύνονταν αποκλειστικά στο κοινό και τα ενδιαφέροντα της αστικής τάξης της χώρας μας. Στην ελίτ του πνεύματος και της τέχνης, του πολιτισμού. Οι σελίδες του αναπνέουν ακόμα και σήμερα μια ζωντάνια, μια φρεσκάδα μάλλον «πρωτόγνωρη» για τα εκδοτικά πράγματα της χώρας. Ένα πολιτιστικό άρωμα, ανακαλύπτουμε μια πλειάδα προτάσεων διαφορετικών από εκείνη των σκληρών δεκαετιών που κυκλοφόρησε. «Το Τέταρτο» ήταν μια άλλη πρόταση πολιτιστικών οραμάτων, για την ακρίβεια, ήταν ο πολιτιστικός και πνευματικός οραματισμός ενός ευφυούς Έλληνα και παιδαγωγού, του Μάνου Χατζιδάκι. Όποια σελίδα και να ξεφυλλίσεις το στίγμα της παρουσίας του είναι συγκλονιστικά παρόν με τον έναν ή άλλον τρόπο, σε ένα πολύπλευρο πεδίο και δίκτυο σχέσεων πολιτικών, κοινωνικών, μουσικών συμβάντων, της ελληνικής παιδείας και του πολιτισμού. Αναφορών, σχολιασμών και κρίσεων που ξεφεύγει από τα στενά όρια του βλέμματος ενός εκδότη και τείνει προς το διαχρονικό, το κλασικό, το οικουμενικό, το διαρκές πρωτοποριακό. «Το Τέταρτο» υπήρξε ένα πολιτιστικό των Ελλήνων Καφενείο σοβαρών και πολιτισμένων συζητήσεων, που άρθρωνες πολιτικό λόγο, αντιρρητικό και αιχμηρό, αντικυβερνητικό της τότε πολιτικής ηγεσίας αλλά, δεν κατέληγε ποτέ σε καφενειακή χάβρα. Ένα άνοιγμα σκέψης, απόψεων, θέσεων, κρίσεων, προτάσεων, της καθημερινότητας των ελλήνων των τρόπων ψυχαγωγίας τους. Σε εκπλήσσει η ακόμα και αρνητική σχολιαστική ποιότητα των άρθρων και απόψεών του. Σε κάνει να θαυμάζεις τις πνευματικές και πολιτισμικές ρίζες αυτής της πατρίδας που  γονιμοποίησαν τέτοιες προσωπικότητες και ανέδειξαν τέτοια μυαλά και συνειδήσεις. Ένα φυτώριο νέων ιδεών και σκέψεων, νέων αντρικών και γυναικείων καλλιεργημένων φωνών και γραφίδων της εποχής. «Το Τέταρτο» ήταν η άλλη εκδοτική πρόταση. Η πρόταση η οποία δεν προέρχονταν ούτε από τα κλειστά στεγανά της κομμουνιστικής και ανανεωτικής αριστερής διανόησης (ανεξάρτητα αν αρκετοί συνεργάτες του υποστήριζαν τις πολιτικές θέσεις της), όπως ήταν τα πολιτικά και πολιτιστικά περιοδικά «Ο Πολίτης», το «Αντί» παραδείγματος χάρη, ούτε από τα αμιγώς λογοτεχνικά περιοδικά όπως ήταν «Η Λέξη», «Το Δέντρο», το «Διαβάζω» και άλλα, ούτε και από τα ποιο παραδοσιακά πολιτικά περιοδικά που υποστήριζαν την συντηρητική παράταξη όπως ήταν τα «Πολιτικά Θέματα». Απείχε από την ακαδημαϊκή εικόνα των συνεργατών του περιοδικού «Η Ευθύνη». Κάλυπτε αν δεν λαθεύω, τον αναγνωστικό χώρο του περιοδικού «Επίκαιρα» και «Ο Ταχυδρόμος», δίχως να αντανακλά τις πολιτικές και πολιτιστικές αξίες περί τέχνης του συγκροτήματος Λαμπράκη. Καραμανλικός ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έκρυψε ποτέ τις πολιτικές του προτιμήσεις, αλλά, πάντα μέσα του κουφόβραζε ο επαναστατικός ψυχισμός του «εαμίτη» και αναρχικού παιδιού που ζητά να αλλάξει πρωτίστως την αισθητική μας και να διατηρήσει αναμμένη την δάδα της ευαισθησίας μας και του υγιούς ερωτισμού μας, το άπλωμα των σκέψεων και των κρίσεών μας.  Ο Μελωδός των Ονείρων μας, ήταν ο έφηβος που έφερε τα όνειρα και τα παιχνίδια του ουρανού κάτω στη γη και τα μοιράστηκε μαζί μας. Αν Διαβάσουμε έστω σποραδικά κείμενα και άρθρα, σχόλια και κρίσεις των συνεργατών του περιοδικού, θα διαπιστώσουμε, να το επαναλάβω, ότι όλοι και όλες, όλα, βρίσκονται μέσα σε ένα κλίμα ομαδικής-φιλικής συνεργασίας χωρίς να σημαίνει αυτό απαραίτητα και ομοφωνία, ταύτιση των απόψεων. Σαν να έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη και πολύχρωμη ορχήστρα όπου ο κάθε συνεργάτης και το αντίστοιχο μουσικό όργανο έχει την δική του φωνή και χροιά αλλά ταυτόχρονα εκφράζει ένα ομαδικό-συλλογικό πνεύμα πολιτιστικών και καλλιτεχνικών προτάσεων. Η ορθή επιλογή των συνεργατών από τον Μάνο Χατζιδάκι, το αλάνθαστο ένστικτό του, η ελευθερία του πνεύματός του, των κινήσεων και απόψεων που πρόσφερε στους συνεργάτες του, να γράψουν και να εκφράσουν και να εκθέσουν τις σκέψεις τους, βοήθησε στο να στηθεί μία εκδοτική «συμποσιακή του πολιτισμού» προσπάθεια πολύτιμη, ενδιαφέρουσα, αισθητικά διαφορετική από την εποχή της. Έστω και αν δεν συμφωνούσαμε με το αντι-πασοκ «μπλοκ» των κρίσεών του. Εξάλλου, η Μελίνα Μερκούρη ήταν η γέφυρα αγάπης που ένωνε τον αειθαλή έφηβο με τον πράσινο ήλιο. Όσοι είχαμε την ευλογία και την χαρά και ακούγαμε το Τρίτο Πρόγραμμα που έστησε ο Μάνος Χατζιδάκις, γνωρίζαμε όχι μόνο την ελευθερία της έκφρασης και γνώμης, του αυτοσχεδιασμού που επέτρεπε στο επιτελείο των συνεργατών του αλλά, και στην δια βίου βοήθεια που πρόσφερε στην ανάδειξη νέων μουσικών και καλλιτεχνικών ταλέντων και φωνών στην πατρίδα μας. Αυτό το ρεύμα αισθητικής του πολιτισμού που απλώνονταν και διαχέονταν τόσο στα Μέγαρα και Αίθουσες Μουσικής όσο και στις απλές λαϊκές ταβέρνες και τα κουτούκια που ο καθημερινός μεροκαματιάρης έλληνας, ο καφενόβιος στις κρίσεις του έλληνας (που θεωρεί τον χώρο του καφενείου ένα είδος προέκτασης του βράχου της αρχαίας Πνύκας) άκουγε τις πενιές του, το μπαγλαμαδάκι του, τα ρεμπέτικα τραγούδια του και χόρευε τις ζεμπεκιές του και τα τσιφτετέλια του. Αυτός ο αιώνιος αναρχικός έφηβος δεν χωρούσε σε κανενός είδους καλούπι, ακόμα και στο πολιτικό καλούπι της πολιτικής και ίσως και μουσικής που εξακολουθητικά υπηρετούσε με ανιδιοτελές πάθος. Εξάλλου, το προσωνύμιο «Δρακουμέλ» με το οποίο τόσο εύστοχα χαρακτήρισε τον ψηλό πρωθυπουργό από την Κρήτη, δεν προήρθε από πασοκική πένα. Ο Μάνος Χατζιδάκις, υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας φανός μουσικής ταυτότητας του πολιτισμού στην χώρα μας τον περασμένο αιώνα. Ήταν και εξακολουθεί να παραμένει ένας από τους πολιτιστικούς και της εθνικής ελληνικής παιδείας παιδαγωγός Ελλήνων και Ελληνίδων, των νεότερων γενεών. Μια ανεξάντλητη πηγή καλαισθησίας και ερωτικής τρυφερότητας, ικμάδα πνεύματος και αγωγής πρόταση, εικόνα ελληνικού πολιτισμού παγκοσμίως. Ο Μάνος Χατζιδάκις μεταξύ άλλων, μας δίδαξε τι σημαίνει να είναι κανείς πολιτικά ενεργός πολίτης. Πολίτης με θέση και κρίση, άποψη και επιλογή, πρόταση και αντιπρόταση, αλλά προπάντων, ελεύθερη βούληση και ατομικό φρόνημα, όραμα ζωής και σχέσεων με τους άλλους και τον εαυτό μας. Μια φωνή που δεν ποδηγετήθηκε από τα κόκκινα ή μπλε της ιδεολογίας καλούπια. Ένας ενεργός πολίτης που ύψωνε το ανάστημά του σε κάθε κρατική αυθαιρεσία και εξουσίας καταστολή. Αν δούμε τις στοχευμένες πολιτικές και άλλες δημόσιες παρεμβάσεις του σε όλη την διάρκεια του επίγειου βίου του, -για ανώνυμους νέους πολίτες και επώνυμους- δεν μπορούμε να μην τον παρομοιάσουμε με αρχαίο εκλεκτικό φιλόσοφο. Ενδεχομένως ορισμένοι σχολιασμοί του για το τότε πολιτικό σκηνικό να μην είναι και τόσο ψύχραιμοι, ακόμα και για πολιτικά πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή και την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. (δυστυχώς, το χάσμα όπως φαίνεται μεταξύ της πολιτικής-κυβερνητικής διακυβέρνησης και των οραματικών επιδιώξεων των ανθρώπων της τέχνης, δεν μπορεί να γεφυρωθεί μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Είτε στην κυβερνητική εξουσία βρίσκεται ένας Πλάτων είτε ένας Κωνσταντίνος Τσάτσος. Είτε ένας Παναγιώτης Κανελλόπουλος είτε ένας λάτρης της Ρίτας Σακελλαρίου, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.) Οι κρίσεις του είναι ανυστερόβουλες ακόμα και όταν του επιτίθεντο άγρια και σκληρά σε ζητήματα που δεν άπτονται των μουσικών και άλλων ενδιαφερόντων και επιλογών του. Μέσα σε ένα πολλαπλά ταραγμένο, πολιτικά διχαστικό ιστορικά περιβάλλον που έζησε η χώρα, που αρχινά από τον μεσοπόλεμο (Βασιλικοί- Βενιζελικοί), περνά τις επόμενες δεκαετίες (Κομμουνιστές- Δεξιοί) με όλα τα ιστορικά και πολιτικά συνακόλουθα παρατεταμένα τραύματα και πληγές που επιφέρει ο εμφύλιος σπαραγμός σε έναν λαό, δεν γίνεται να υπάρχει ούτε παρθενογένεση στην τέχνη ούτε να μην επηρεαστούν οι φωνές των πνευματικών ανθρώπων και καλλιτεχνών της χώρας και τα αντίστοιχα έργα τους. Ο Μάνος Χατζιδάκις όπως και ο Μίκης Θεοδωράκης, και άλλοι μουσικοί δάσκαλοι του γένους, υπήρξαν παιδιά αυτών των ταραγμένων και σκληρών εποχών. Παλαιός εαμίτης κράτησε το ανθρωπιστικό όνειρο και το όραμα μιας ιδεολογίας που εγκλωβίστηκε μέσα στα της εφαρμογής της ιδεολογικά αδιέξοδα και αντιφάσεις. Έζησε την σκληρότητα των χρόνων της Κατοχής και του Εμφύλιου, δίχως να πάψει ούτε στιγμή να είναι με την πλευρά των αδικημένων και κατατρεγμένων. Αυτός ο νεαρός «παγοπώλης» που δρόσιζε τα κατοπινά όνειρά μας με τις μελωδίες του. Ακόμα και σήμερα, που τα μουσικά ακούσματα και οι φωνές είναι τόσο μα τόσο διαφορετικές, μας αγγίζει η θερμοκρασία των κάθε είδους σχολίων και σχολιασμών του.

     Ο Μελωδός των Ονείρων μας, αυτός ο τόσο τρυφερός και πλέρια ερωτικός έλληνας, ο τόσο ευαίσθητος, δεν περιορίζονταν μόνο στον χώρο της τέχνης και της πολιτικής, εξέφραζε θαρραλέα την άποψή του ακόμα και για τον αθλητισμό. Το ποδόσφαιρο. Στην ύλη του τεύχους διαβάζουμε τις απόψεις του για το κλοτσοσκούφι. Στις σελίδες 56-57, στο «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΑΪΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ «ΜΕΤΑ ΣΧΟΛΙΩΝ»» που υπογράφει, και στην ημερομηνία Τετάρτη, 29 Μαϊου 1985 διαβάζουμε την είδηση: 42 νεκροί στον τελικό Λίβερπουλ – Γιουβέντους μέσα στο Χέιζελ των Βρυξελλών. Γράφει στο σχόλιό του: «Το ποδόσφαιρο υποβαθμίστηκε σε παθιασμένη πολιτική συγκέντρωση. Η κτηνωδία χτύπησε ανεπανάληπτα την αισθητική του αγώνα. Κι απόμεινε το φασιστικό ιδεώδες που κυριαρχεί στο εσωτερικό των υποανάπτυκτων οπαδών αδέσμευτο να εκρήγνυται μέσα στο γήπεδο καταστροφικά. Ελπίζουμε αυτή τη φορά να αποκαλυφθούν τα όργανα του σκότους και να υποστούν τη δίκαιη τιμωρία τους. Κι όσο για την αστυνομία των Βρυξελλών το μόνο που κατάφερε ήταν να δείρει ανηλεώς μερικούς κυνηγημένους από τους Άγγλους φασίστες. Βλέπετε δεν της ήταν δυνατόν να ξεχωρίσει τα θύματα από τους θύτες. Μια βασική ανωμαλία κάθε αστυνομίας.», σελ. 57. Χρειάζεται σχολιασμός η κρίση αυτή, ή δεν είναι ακόμα και σήμερα επίκαιρη μετά τα επαναλαμβανόμενα τραγικό συμβάν στην Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, με την οπαδική ανεξέλεγκτη βία; Ενώ στις σελίδες που ακολουθούν σ.59-64 στο «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ», δημοσιεύται μία ενδιαφέρουσα συζήτηση «ΠΕΡΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ». Αντιγράφω σχετικά: «Η περί ποδοσφαίρου συζήτηση έγινε μεσούσης της προεκλογικής περιόδου. Δεν έχει επομένως τίποτε το βεβιασμένο ή τεχνητό-όσον αφορά και στο θέμα της και στον «καφενειακό» τρόπο διαπραγμάτευσής του. Το μόνο «στημένο» στην όλη συζήτηση είναι η απουσία πολιτικών ανδρών: δεν προσεκλήθησαν, προκειμένου να επιτευχθεί μιά αυθεντική «καφενειακή» σύνθεση-αφού, ως γνωστόν, στην παρέα του καφενείου σπανίως θα βρεθεί ένας «ειδικός» επί του θέματος πού συζητούν οι θαμώνες.  Στην συζήτηση έλαβαν μέρος, ως προσκεκλημένοι, οι ποδοσφαιριστές Αριστείδης Καμάρας και Νίκος Σαργκάνης, ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, ο αοιδός Τζίμης Πανούσης. Το Τέταρτο εκπροσώπησαν επαξίως οι Μάνος Χατζιδάκις, Τάκης Θεοδωρόπουλος και Γιώργος Κοροπούλης». Μεταφέρω την αρχική τοποθέτηση του Μάνου Χατζιδάκι που προσδιορίζει και το πνεύμα της συζήτησης, και την θέση του, έπειτα από την θέση του ποιητή Γιώργου Κοροπούλη που μας φανερώνει την ποιότητα και το ήθος των σκέψεων αυτού του Έλληνα που ονομάζεται Μάνος Χατζιδάκις. Ενός έλληνα πολίτη ο οποίος δεν ήτανε ούτε εκτός κοινωνίας ούτε πέρα από την εποχή του, ούτε μακρυά από τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του απλού καθημερινού έλληνα βιοπαλαιστή και τις ανάγκες του, τους τρόπους εκτόνωσής του.

«Μάνος Χατζιδάκις: Είχαμε αποφασίσει να μαζευόμαστε μερικοί άνθρωποι και να συζητάμε κάθε φορά για ένα θέμα όπως στο καφενείο: δίχως στόχο και δίχως προορισμό. Είχαμε σκεφτεί να γίνει αυτήν την φορά περί Βουλής η συζήτηση, αλλά φαίνεται ότι το θέμα προεκλογικά κρίθηκε επικίνδυνο για μερικούς κι είδαμε και πάθαμε για να τους πείσουμε να έρθουν. Καταλήξαμε να οργανώσουμε μιά συζήτηση για το ποδόσφαιρο.

     Το θέμα έχει πολλές πλευρές και θα μ’ ενδιέφερε ν’ ακουστούν πολλές θέσεις. Να μιλήσουμε δηλαδή ανοιχτά για όσα πράγματα μας κάνουν εντύπωση, είτε είμαστε εντός είτε εκτός ποδοσφαίρου.

     Δεν έχουμε συγκεκριμένο σκοπό. Απλώς, με τη συζήτηση αυτή επιδιώκουμε να θέσουμε επί τάπητος οποιαδήποτε σκέψη ή συναίσθημα θα μπορούσε να μας προκαλέσει το ποδόσφαιρο.».

Γιώργος Κοροπούλης: Επειδή ακριβώς η συζήτηση είναι εντελώς ελεύθερη, κανείς δεν έχει προετοιμαστεί, ώστε να έχει μιάν οργανωμένη άποψη που να μπορεί να την απαγγείλει. Γι’ αυτό, μήπως θέλετε ν’ αρχίσετε να ρωτάτε πράγματα που εσείς σκέφτεστε; Ίσως έτσι διευκολυνθεί η συζήτηση.

Μάνος Χατζιδάκις: Υπάρχουν πολλά να ρωτήσει κανείς. Ο φανατισμός πού αναπτύσσεται είναι κάτι που μου κάνει μεγάλη εντύπωση. Θυμάμαι μιά φορά που είχα πάει, και μάλιστα με παγωνιά, στο γήπεδο κι έβλεπα ανθρώπους τη μιά στιγμή ν’ αποθεώνουν έναν ποδοσφαιριστή και την άλλη να τον βρίζουν χυδαία. Δεν το έχω συναντήσει πουθενά αλλού αυτό. Η κακή απόδοση, η ατυχία ενός μετέχοντος σε μιά διαδικασία, είτε καλλιτεχνική είτε αθλητική, προκαλεί πάντοτε μιά δυσαρέσκεια, μιά στενοχώρια, αλλά το μόνο που δεν σκέφτεται ο θεατής είναι να λιθοβολήσει τον αποτυγχάνοντα. Αυτό όμως γίνεται στο ποδόσφαιρο. Παραδείγματος χάριν, όταν κάποιος δεν πετυχαίνει ένα σκορ στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κανένας δεν σφυρίζει. Εκφράζει απλώς μιά δυσφορία, μιάν απογοήτευση. Στο ποδόσφαιρο όμως παρατηρούμε βιαιότερες αντιδράσεις: έντονη δυσφορία και αποδοκιμασία και έντονη επιδοκιμασία. Το ίδιο πρόσωπο που υβρίζεται μπορεί την επόμενη στιγμή να βάλει γκολ, και να αποθεωθεί. Αυτό μού προξενεί απορία.

     Ένα άλλο θέμα που εμένα, που είμαι και λιγάκι ερασιτέχνης, μου έχει κάνει πολλή εντύπωση είναι το γεγονός ότι τους διαιτητές τους λένε κυρίους. Λέει ο σπίκερ: Ο Σαργκάνης πήγε από δω, ο άλλος από κεί έκανε αυτό και ο κύριος Τάδε ύψωσε την κάρτα. Γιατί κατά κανόνα ο διαιτητής είναι κύριος και οι άλλοι δεν είναι; Αυτό συμβαίνει νομίζω και στα ξένα ματς. Δεν έχει να κάνει με την ηλικία, γιατί πολλές φορές οι διαιτητές είναι επίσης νέοι: δεν πρόκειται για ηλικιωμένους που τους αποδίδεται ο απαιτούμενος σεβασμός. Μου φαίνεται ότι ο διαιτητής είναι ένα είδος επιλοχία, τον οποίο δεν μπορείς να αποκαλείς απλώς ο «Τάδε», πρέπει να τον πείς «ο κύριος Τάδε», όσο βιαστική και να είναι η αναφορά.».

     Παρά την χαμηλή τιμή του περιοδικού, «Το Τέταρτο» πωλούνταν 200 παλαιές δραχμές, την αισθητική του πρόταση, την ποικιλία της ύλης του, τις πολλές φωτογραφίες που εμπλούτιζαν τα κείμενα, τις θέσεις του εκδότη και διευθυντή και των συνεργατών του, το περιοδικό δεν μακροημέρευσε. Η κυκλοφορία του διακόπηκε σχετικά σύντομα ίσως και εξαιτίας του ότι η «ΓΡΑΜΜΗ Α.Ε.» ήταν ιδιοκτησία του μεγαλοτραπεζίτη από την Αμερική και το οικονομικό σκάνδαλο που κουφόβραζε και ξέσπασε με τις γνωστές συνέπειες σε όλο  το πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία. Στο χρονικό διάστημα όμως που «Το Τέταρτο» κυκλοφόρησε, άφησε τα ίχνη του και οι θέσεις των συνεργατών του όπως και του Μάνου Χατζιδάκι συζητιόνταν και προκαλούσαν την προσοχή των ανωνύμων αναγνωστών του περιοδικού τύπου και των πάσης φύσεως καλλιτεχνών.

Για την ιστορία, επιβάλλεται να μνημονεύσουμε τα στελέχη του περιοδικού όπως αυτά αναγράφονται στο δεύτερο τεύχος: Εκδότης-Διευθυντής: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ.- Διευθυντής σύνταξης: Τάκης Θεοδωρόπουλος.-Καλλιτεχνικός διευθυντής: Δημήτρης Καλοκύρης.- Σύνταξη: Γιώργος Κοροπούλης, Αντώνης Κυριαζάνος, Ειρήνη Λεβίδη, Κατερίνα Σχινά.- Σε αυτό το τεύχος συνεργάστηκαν: Γιώργος Βότσης, Παντελής Βούλγαρης, Νίκος Δαββέτας, Τάσος Δενέγρης, Αγαθή Δημητρούκα, Βασίλης Καλαμαράς, Αριστείδης Καμάρας, Ελισσάβετ Κοτζιά, Αχιλλέας Κυριακίδης, Άμμυ Μίμς, Κλαίρη Μητσοτάκη, Δημήτρης Μυταράς, Βασίλης Νικολαϊδης, Τζίμης Πανούσης, Πολυδεύκης Παπαδόπουλος, Αλέξης Παπαχελάς, Νίκος Σαργκάνης, Γιώργος Σημαιοφορίδης, Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, Άλκης Χριστοφέλλης. –Προϊστάμενος ατελιέ: Θέμος  Ηλιάκης.-Ατελιέ: Χάρης Χρηστίδης,-Σκίτσα: Αλέξης Κυριτσόπουλος.-Εικονογράφημα: Γιάννης Καλαϊτζής.-Κόμικ: Αντώνης Κυριαζάνος.-Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός, Τζούλια Κωνσταντίνου, Τάσος Παυλίδης, Βαγγέλης Ρασσιάς. –Υπεύθυνος διαφημίσεων: Χρήστος Αντωνόπουλος.-Διευθυντής τυπογραφείου: Σταύρος Κοσκωτάς.-Αρχείο: Κλώντ Λεμουάν, Μαρία Σιγάλα, Πόπη Χρύσου.-Διόρθωση: Αρετή Μπουκάλα.-Υπεύθυνη φωτοσύνθεσης: Σμαρούλα Δουλάμη.-Φωτοσύνθεση: Τζένη Μιχαλαρόγιαννη, Όλγα Χατζοπούλου.-Διαχωρισμοί: Κώστας Αδάμ.-Φωτ. Αναπαραγωγή-Μοντάζ: Λάκης Μαστραντώνης.- Συνδρομές δρχ. 2700, για μαθητές και σπουδαστές 1890 δραχμές. Γραφεία: Βουκουρεστίου 15 Αθήνα.

     Στο περιοδικό επίσης, δημοσιεύεται κατ’ αποκλειστικότητα το νέο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, «Η φανέλα με το εννιά». Ο ποιητής, μεταφραστής και εκδότης Δημήτρης Καλοκύρης γράφει στις σελίδες «Άτλας» για τον αργεντινό πεζογράφο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ο δημοσιογράφος Στάθης Τσαγκαρουσιάνος παίρνει συνέντευξη από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, σ.98-104. Η στιχουργός Αγαθή Δημητρούκα μεταφράζει τις «Συμβουλές σ’ έναν νέο συγγραφέα»  του Ντανίλο Κις, σ. 106-107. Ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς γράφει για την «Αμερικανική Νέα Δεξιά» Ένα δίκτυο πολιτικών οργανώσεων της Αμερικής που αλλάζει την πολιτική της φυσιογνωμία, σ.65-67. Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος της εφημερίδας Ελευθεροτυπία Γιώργος Βότσης, δημοσιεύει το πολιτικό άρθρο «Πριμοδοτημένο το ΠΑ.ΣΟ.Κ από Αριστερά και Δεξιά, σ. 58. Ενώ πολιτική είναι και η αρθρογραφία του πεζογράφου και διευθυντή σύνταξης του περιοδικού Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Αντιστάσεις «Εσωτερικού»», σ.53. του ιδίου: «Πίσω από το σκηνικό», σ.35-36, και το «Δελτίο Ειδήσεων με απλή αναλογική», σ,49.  Ενώ αρνητική είναι η κριτική του για την ταινία «Αμαντέους», στο «Το τραγικό της μετριότητας», σ. 23-24. Ο Βασίλης Νικολαϊδης μας μιλά για την όπερα του Ζωρζ Μπιζέ, ΚΑΡΜΕΝ, έχουμε ανάλυση του έργου και σχετική δισκογραφία, σ. 17-23. Για το βιβλίο του Απόστολου Κωστίου, «Δημήτρης Μητρόπουλος, Ο καλόγερος της Μουσικής» γράφει η Κατερίνα Σχινά. Η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά γράφει για το βιβλίο της Καίη Τσιτσέλη, «Το χαμένο πάτωμα» σ.7, και ο Νίκος Δαββέτας για τον τόμο του Σάμουελ Μπέκετ, «Χωρίς», μτφ. Π. Χριστοδουλίδη, σ.6-7. Ενώ ακόμα μεταξύ  άλλων, ο Μάνος Χατζιδάκις υπογράφει το κείμενο «Μια μοβ σκιά Μαϊου», σ.3., για τους δίσκους του Charles Koechlin (1867-1950), σ.15-16. Υπογράφει ακόμα το «Μια πράσινη σκιά Ιουνίου ή ο Ιούνης που δεν λέει να γίνει Ιούνιος»., σ. 52. Ενώ στην σελίδα 91 μας παρουσιάζει το «Ταγκό».

Από όσο γνωρίζω, για την ιστορία και την διαδρομή του δημοφιλούς περιοδικού και των δύο του περιόδων, συνολικά το περιοδικό από τον Μάιο του 1985 έως τον Δεκέμβριο του 1988 εξέδωσε 44 τεύχη, εκτός από σκόρπια και διάσπαρτα άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο και σε σχετικά κείμενα σε βιβλία που αναφέρονται στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι, υπάρχει το λήμμα της Λαμπρινής Κουζέλη σελίδες 2159-2160 του Λεξικού της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη 2007, και το βιβλίο του συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Το τελευταίο τέταρτο» Ένα Ελληνικό χρονικό», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, Οκτώβριος 2012, σελ. 176, τιμή 14 ευρώ. Που, όπως ο ίδιος εν κατακλείδι γράφει: «Το Τέταρτο μπορεί να μην ήταν «καλό» περιοδικό, αλλά ήταν ζωντανό περιοδικό. Προκαλούσε το ενδιαφέρον. Όσοι έγραφαν μες στις σελίδες του έμοιαζε να έψαχναν κάτι. «Κάτι» που μπορεί να μην είχαν βρει τον τρόπο να το εκφράσουν ολοκληρωμένα, όμως έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να δείξουν ότι το έψαχναν. Σημασία έχει πως ήταν «κάτι». Αυτό το κάτι του οποίου η αναζήτηση λείπει από την Ελλάδα του 2012 η οποία, γερασμένη, εξουθενωμένη, ζώντας με τεχνητή αναπνοή, το μόνο που διεκδικεί είναι μερικές ακόμη ημέρες ζωής.

     «Εγώ αθεράπευτα πιστός σ’ αυτόν τον δρόμο θα ξενυχτίσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούργια όνειρα που θα γεννήσετε», όπως τραγουδάει ο ίδιος ο Χατζιδάκις στην «Οδό Ονείρων»., σ, 175-176.

     Όσο για τον άλλον καλλιτέχνη, έναν από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους καλλιτέχνες και μάγου του χορού του 20ου αιώνα, τον Μωρίς Μπεζάρ, τι να γράψουμε και να μην υπολείπεται τις προσωπικότητάς του και της λάμψης του. Όσοι ευτύχησαν να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις του, να τον γνωρίσουν από κοντά, να ακούσουν τα λόγια του και τις εκμυστηρεύσεις του, το όραμά του για την τέχνη και την μαγεία του Χορού, παραμένει ακόμα ζωντανός στην μνήμη τους. Σαν μια προσωπικότητα που έβγαλε την τέχνη του Χορού από την ακαδημαϊκή σκόνη με τις μοντέρνες και πρωτοποριακές χορογραφίες του, τα μπαλέτα που σχημάτισε, τους χορευτές που ανέδειξε, τις ιστορίες που μας διηγήθηκε και τα όνειρα που μας εξιστόρησε μέσα από τις διδασκαλίες και καθοδηγήσεις του. Ο Μωρίς Μπεζάρ, μας ξανά έδωσε, όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις το χαμένο πρόσωπο της παιδικότητάς μας. Μας ξαναγύρισαν στην πρωταρχική πηγή της παιδικότητάς μας, τότε που όλα μας ήταν πρωτόγνωρα και άγνωστα και γιαυτό ψηλαφητά. Και τα αντικρίζαμε με το θάμβος του μικρού παιδιού που δεν χρειάζονταν να διαχωρίσει το θαύμα από την πραγματικότητα. Το παιχνίδι από το καθήκον απέναντι στην ζωή.  Το ταλέντο από την εργασία. Γιατί, τα πάντα μας γίνονταν αποδεκτά ως ένα παιχνίδι των αισθήσεων και των παραισθήσεων.

     Στα ελληνικά κυκλοφορεί το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μωρίς Μπεζάρ, «Μια στιγμή στη ζωή κάποιου άλλου» σε μετάφραση Κατερίνας Παπαϊακώβου, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1981, σελίδες 340, δραχμές 500. (Maurice Bejart, Un instant dans la vie d’ autrui, Flammarion 1979). Μια συν-ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του ανθρώπου που, «είμαι χορογράφος γιατί δεν ξέρω να κάνω τίποτε άλλο» όπως μας λέει ο ίδιος ο Μπεζάρ στην αρχή της εξομολογητικής του αυτοβιογραφίας και της συνέντευξης του με τον Μελωδό των Ονείρων μας, θα μας αποκαλύψει το καθόλου πολιτιστικό κοινό όραμα ζωής φωτισμένων ανθρώπων όπως ο γάλλος Μωρίς Μπεζάρ και ο έλληνας Μάνος Χατζιδάκις. Δύο ενεργοί πολίτες του Κόσμου μέσα στον Χρόνο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 5-13 Φεβρουαρίου 2022.     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου