Ν Α Τ Α Σ Α Κ Ε Σ Μ Ε Τ Η- ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
(Αθήνα 21/2/1947-
Παράτολμα σίγουρα, θα αρχίζαμε το μικρό αυτό σημείωμα Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για το έργο της διηγηματογράφου, μεταφράστριας, κριτικού και ποιήτριας Νατάσας Κεσμέτη λέγοντας ότι, το γυναικείο της μνήμης της έντονο στίγμα, το θηλυκό άρωμα που εξακτινώνεται σε όλα τα διηγήματά της, το επικεντρωμένο βλέμμα σε γυναικεία κυρίως θέματα και ζητήματα, ο γυναικείος ψυχισμός που ακτινογραφεί και αφηγείται, τα κοριτσίστικα παιδικά και εφηβικά βιώματα, οι γυναικείοι χαρακτήρες που διαρκώς εικονογραφεί και μεταφέρει από διήγημα σε διήγημα, αυτό το της ιστορίας και του θρύλου ατομικό της θηλυκό σύμπαν, μας θυμίζει το αντίστοιχο πολύβουο θηλυκό σύμπαν του ιταλού σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελλίνι, παρά το ανάλογο οικογενειακό γυναικείο περιβάλλον του αγχωτικού αλλά σημαντικού θεολόγου σκηνοθέτη σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο κόσμος των γυναικών του Φεντερίκο Φελλίνι,-είτε στην πιο ακραία γκροτέσκικη απεικόνισή του, είτε στην πλέον λυρική αποτύπωσή του και εξιστόρησή του, κινείται μέσα σε ένα κινηματογραφικό τσίρκο προσωπικών του στιγμών, συγκινήσεων, δραματικών στιγμών, ανατροπών και εξελίξεων της ιστορίας, γυναικείας κοκεταρίας μα και μοναξιάς, που σπονδυλώνουν τις ταινίες του. Οικογενειακές καταστάσεις και παράδοξες εμπειρίες, προσωπικά βιώματα, ερωτικές στιγμές και περιπέτειες, αψιμαχίες με το άλλο φύλο, συγκινητικές στιγμές (της Τζουλιέτα Μασίνα) αντρικά διλήμματα και δισταγμοί, στιγμιότυπα καθημερινού συζυγικού βίου και ερωτικής περιπλάνησης, διασκέδασης και τρυφηλότητας, τρυφερότητας, ευαισθησίας, μνήμες και αναμνήσεις του ιταλού σκηνοθέτη προερχόμενα όλα αυτά από τα παιδικά του χρόνια και αναμνήσεις από τον κόσμο των γυναικών που του παρείχαν το κουκούλι των κατοπινών του αισθήσεων. Φθασμένος και καταξιωμένος σκηνοθέτης πιά, ο Φελλίνι μας εξιστορεί με τον κινηματογραφικό του φακό, με θαυμάσιες κινηματογραφικές πινελιές και πολύχρωμα πλάνα αυτό το γυναικομάνι, τον δικό του κόσμο των γυναικείων φωνών και εικόνων, σε ένα Τσίρκο ψυχαγωγίας και διασκέδασης, συνεχίζοντας τις αναμνήσεις και μνήμες του, από το προσωπικό της ζωής του σύμπαν, γυναικείας αίσθησης στον κινηματογραφικό Χρόνο. Δηλαδή στην αθανασία μέσω της Τέχνης. Σταθερές Μούσες του Ιταλού σκηνοθέτη οι γυναίκες και ο ψυχισμός τους, η παρουσία τους και ο ερωτισμός τους, διαχειριζόμενος την ατομικότητά τους, την θηλυκή τους ετερότητα και εικόνα, όπως εκείνος σαν παιδί, έφηβος, άντρας, σκηνοθέτης τον εξέλαβε και τον αντιλαμβανόταν, μας αφηγείται με τον κινηματογραφικό του φακό το διαρκές παρόν σύμπαν τους. Μια πολλαπλών προτύπων γυναικείες φιγούρες και σκιές, που περιδιαβαίνουν ασταμάτητα τους χώρους της αφήγησης, τα τοπία και τις πόλεις που κινούνται, μια διαρκή ροή γεγονότων και αναμνήσεων οι οποίες προέρχονται από τον γυναικόκοσμό του. Γυναικεία αισθαντικότητα, χάρη, τρυφεράδα και ευαισθησία, σκληράδα και θλίψη, ένας της ζωής κλαυσίγελος, κοινωνική κριτική και σάτιρα, αυτά και άλλα στοιχεία που συναντάμε στα διηγήματα και της ελληνίδας πεζογράφου Νατάσας Κεσμέτη. Ο Φεντερίκο Φελλίνι με τις κινηματογραφικές του ιστορήσεις και εξιστορήσεις οικοδομεί ένα κινηματογραφικό ταμπλό το οποίο αναπαριστά το Τσίρκο της Ζωής των Ανθρώπων, του Κόσμου των Γυναικών. Κάτι ανάλογο αντιλαμβανόμαστε ότι συμβαίνει και στο γυναικείο της ψυχής και τους σώματος περιπέτειας και μνήμης στο διηγηματικό φρέσκο της ελληνίδας Νατάσας Κεσμέτη. Μόνο που η γυναικεία της ανθρωπογεωγραφία και αισθαντικότητα, ο γυναικείος λυρισμός και στοχασμός της κινείται και περιστρέφεται μέσα σε ένα της ελληνικής κοινωνικής παράδοσης και μεταφυσικών δοξασιών, της θεολογίας Τσίρκο της Ανθρώπινης μοίρας, εμπειρίας και ορθόδοξης ελπιδοφορίας. (Η χρήση του όρου Τσίρκο δεν φέρει μέσα της κανέναν αρνητικό προσδιορισμό ή αρνητικό φορτίο, αλλά μια ιερότητα του τυχαίου παιχνιδιού της Ζωής και του Θανάτου. Απροσδιόριστων Θαυμάτων). Οι γυναικείες μορφές της Νατάσας Κεσμέτη-ανεξαρτήτου ηλικίας και προέλευσης- είτε προέρχονται από το οικογενειακό της Μικρασιατικό άμεσο περιβάλλον είτε από άλλα συγγενικά και φιλικά-γειτονικά της περιβάλλοντα, τόπους καταγωγής ή συγκατοίκησης, με τον έναν ή άλλον τρόπο αποτελούν ένα συνεχές κομβόι θηλυκών υπάρξεων που συνομιλούν με πρόσωπα, περιστρέφονται γύρω από τα ίδια της θρησκείας σύμβολα, ενστερνίζονται τους ίδιους μύθους, ακολουθούν τους ίδιους αξιακούς κανόνες συμπεριφοράς, εξιστορούν από την ίδια δεξαμενή παραμυθίας της ζωής, τηρούν με ευλάβεια λαογραφικές συνήθεις, προσκυνούν και λατρεύουν τους ίδιους αγίους και οσίους. Διαβάζουν και γαληνεύουν με κοινές εκκλησιαστικές και ποιητές φωνές, συμμετέχουν ενεργά και οικεία βουλήσει σε εκδηλώσεις ορθόδοξης μαρτυρίας ζωής, χτίζουν κοινότητες βίου και συμπεριφοράς. Με δύο λόγια, ακολουθούν το παράλληλο πολλές φορές σύμπαν που ονομάζουμε των πατέρων μας ορθόδοξη χριστιανική πίστη και παράδοση του Ελληνισμού. Ιδιαίτερα, του Μικρασιατικού Προσφυγικού Κόσμου της άλλης πλευράς του Αιγαίου. Ένας γυναικείος κόσμος ανθηρός και ακμαίος, γεμάτος αναμνήσεις και μνήμες στοργής και περηφάνιας, θερμών αισθημάτων και συμπεριφορών γυναικόκοσμος, που μας φανερώνει τις προτεραιότητες της ζωής τους πάνω στην στρογγυλή σκηνή της ορθόδοξης τέντας (του μεταφυσικού θόλου) του Τσίρκου της ζωής σε όλες τις φωτεινές και σκοτεινές εκφάνσεις και φανερώματά της. Γυναίκες που μας μιλούν για τα όνειρα και οράματά τους, τα βάσανα και τις οικογενειακές τους περιπέτειες, τις πληγές και τα τραύματα των ψυχών και των σωμάτων τους. Μια διαδρομή της προσωπικής τους ιστορίας μέσα στο χρόνο της διηγηματικής αφήγησης. Που είναι ταυτόχρονα και η πορεία του Ελληνισμού. Του προσφυγικού Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Ο κόσμος της γυναικείας κυρίως παρουσίας, αλλά και ο αντρικός, που σπονδυλώνει τα διηγήματα της Νατάσας Κεσμέτη, είναι τα ανθρώπινα ηχεία μαρτυρίας μέσω των οποίων η συγγραφέας συνομιλεί και κοινωνεί με τους οσίους, τους αγίους, τα ιερά πρόσωπα και σύμβολα της εκκλησίας, τις εικόνες ορθόδοξης λατρείας τους προαπελθόντες προγόνους που μας εποπτεύουν και μας σκέπουν στην διάρκεια του επίγειου βίου μας. Ο διηγηματικός κόσμος της Νατάσας Κεσμέτη όσο και αν θέλει να ξεφύγει ή να διατηρήσει ανάσες θύραθεν διαφυγής είναι καθαρά χριστιανικός και μάλιστα στην «υγιέστερη μορφή του», αυτήν της νηπτικής μυστικής ασκητικής. Ενός όχι και τόσο μυστικού ρεύματος της εκκλησιαστικής παράδοσης που μεταφέρει μέσα στις κατακόμβες της ελληνικής ιστορίας, τα πέτρινα μοναστήρια της Καππαδοκίας, τις σκήτες και τα κελιά, τις μονές που κρέμονται σαν τσαμπιά από πανύψηλα βράχια και απότομες αετοκορφές, την αθόρυβη παρουσία οικογενειακών εστιών, την μαρτυρία ζωής των βιωμάτων Ελλήνων και Ελληνίδων, των παιδιών και των οικογενειών τους, των αντρών και των υιών τους στην μετάπλαση της Διονυσιακής μέθης σε ασκητικό οίστρο του Υιού του Ανθρώπου. Μιάς άλλης Ελλάδας μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο που εκθέτει διαρκώς το πρόσωπό της στο της Ιστορίας Τσίρκο (αν θέλετε σφαγείο) καθώς αγωνίζεται ασθμαίνοντας να διατηρήσει την ιδιαιτερότητα της μεταφυσικής της ταυτότητάς, την ιδιοπροσωπεία του χαρακτήρα της, τα καίρια και τα ουσιώδη της φιλανθρωπίας της, του ήθους της ζωής της που διαρκώς στερεύει και συνεχώς περισσεύει. Της καθόλου ζωής και του θανάτου των ανθρώπων γονιμοποιά ριζώματα στο χρόνο. Όλα όσα μπορεί να αντέξει και να ελπίσει ο αψίκορος και φοβισμένος, παράτολμος και πλάνης άνθρωπος στην μικρή αυλή που του αναλογεί από την γέννησή του ως κληρονομιά, και σκουντουφλώντας αναζητά σταθερές και πρότυπα, δημιουργεί σύμβολα και μύθους πίστης για να τα αμφισβητήσει κατόπιν, να τα ανατρέψει στα ταξίδια των εμπειριών του μέσα στην ιστορία. Νόστος και Πίστη οικοδομούν το σπιτικό του, την παράδοση της οικογένειάς του. Εργάζεται, αφήνει τα ίχνη του πάνω στα λευκά μάρμαρα, στις σελίδες ειληταρίων και παπύρων και όμως επιμένει, σκοντάφτοντας πάνω σε ξέρες της σύγχρονης μοντέρνας ιστορίας και των αντανακλαστικών του σύγχρονου κόσμου θεαμάτων. Κλείνει τα αυτιά του δεμένος στο μεσαίο κατάρτι (όπως ο αρχαίος ήρωας Οδυσσέας) για να μην μαγευτεί από τις φωνές των νέων σειρήνων της Ιστορίας. Ο Κόσμος της Νατάσας Κεσμέτη, αν παραβλέψουμε πολλές πολιτικές ή επικαιρικές και άλλες παρεμβάσεις της, προσωπικούς της στοχασμούς, που ξεστρατίζουν την διηγηματική ροή και ορισμένες φορές μάλλον μπουκώνουν τον διηγηματικό προβληματισμό της, οι τόσες προμετωπίδες αναφορών της, είναι ένα ατέλειωτο παραμύθι του νέου Ελληνισμού. Με την έννοια ότι οι Ήρωες και Ηρωίδες της με τις αφηγήσεις και εξομολογήσεις τους παράγουν παραμυθία, ελπιδοφορία. Εκείνο που οφείλουμε να επισημάνουμε στα έργα της Νατάσας Κεσμέτη-διαβάζοντάς τα εν συνόλω-δεν είναι τόσο οι στοχασμοί και οι προβληματισμοί της όπως αποτυπώνονται στις λευκές σελίδες των βιβλίων της, δεν είναι οι εμβόλιμες επικαιρικές της παρεμβάσεις, οι καλογραμμένες ανάγλυφες εικόνες και αναφορές της σε τόπους και μέρη που μας περιγράφει στα ταξίδια της, οι οικολογικές της ευαισθησίες, οι συναντήσεις με ανθρώπους που ήρθε και εξακολουθεί να έρχεται σε φιλική ή κοινωνική επαφή. Δεν είναι οι πάρα πολλές και συχνές αφιερώσεις της σε συγγενικά και φιλικά της πρόσωπα, σε άτομα προερχόμενα από τον χώρο της λογοτεχνίας (που μάλλον κουράζει η διαρκής επανάληψή τους), ο εμπλουτισμός των διηγημάτων της με μότο, αποφθέγματα, αποσπάσματα από σπαράγματα εκκλησιαστικών κειμένων, φράσεις, στίχους από έλληνες και ξένους ποιητές και συγγραφείς, που ο διηγηματικός χρόνος και ρυθμός της γραφής δηλώνει τις συγγενικές του προσμίξεις και κοινές πλοκές αφήγησης, κείμενα και στίχοι που αγάπησε, και θέλει να διαδώσει μέσα στα βιβλία της, διακειμενικές φωνές συγγενών συγγραφέων και ποιητών που μας δηλώνουν τις οφειλές της. Δεν είναι το αβίαστο και με μεγάλη ευχέρεια άπλωμα της φαντασίας της που νοτίζει την διηγηματική της γραφή, το φανταστικό και σε ορισμένες στιγμές το «παράλογο» που μπλέκεται στην εξιστόρηση μαγευτικά. Όλα αυτά τα δάνεια και δικά της στοιχεία αποτελούν τα αναγκαία εφόδιά της στο διάβα της ατομικής συγγραφικής περιπλάνησης και την καθιστούν μια ισχυρή γυναικεία συγγραφική φωνή των σύγχρονων ημερών μας. Εκείνο που κατά την προσωπική αναγνωστική μου κρίση πρυτανεύει και μας ελκύει ίσως περισσότερο, είναι η σταθερή και διαρκής συνομιλία των ζωντανών της ηρώων και ηρωίδων της με τους κεκοιμημένους προγόνους τους. Οι ήρωες της Νατάσας Κεσμέτη διαρκώς βρίσκονται «σε ανοικτή ακρόαση» με όλους και όλα. Συνομιλούν με ιστορικά πρόσωπα, με της ζωής της οικείες ανθρώπινες φιγούρες εξίσου και με φανταστικούς ήρωες της μυθοπλασίας. Όλοι δίχως διάκριση υφαίνονται αρμονικά στον αργαλειό της. Φύση και πρόγονοι, άγιοι και πατροπαράδοτες αξίες, συγγραφείς και ξένοι ήρωες αιμοδοτούν τους ήρωές της. Αναπνέουν με την αναπνοή των ηρωίδων της. Οι γυναίκες συνομιλούν με τους προγόνους τους όπως ανοίγουν κουβεντολόι και μεταξύ τους. Οι άγιοι συνομιλούν με τους εν ζωή πιστούς και απίστους, αμαρτωλούς και στάρετς σε ένα κοινό δείπνο κατανόησης και ελέους, εν ζωή παρηγορίας. Οι γιαγιάδες μεταφέρουν στις εγγονές τους εμπειρίες και καθήκοντα ζωής, μαρτυρίες πίστης που αληθεύει όχι στις λευκές σελίδες των βιβλίων αλλά στο Τσίρκο της Ζωής. Σε ένα ενιαίο υφαντό στον αργαλειό που υφαίνει τα πάνω με τα κάτω διεστώτα, του ουρανού το αινιγματικό μυστήριο με της ομορφιές και τα θαύματα της γης-φύσης. Που ενώνει τις ψυχές με τα σώματα δεσμωτήρια. Οι μανάδες με την σειρά τους, συμπαραστέκονται στις κόρες τους και συνεχίζουν τις ζωές τους μέσα από τις δικές τους ζωές. Επίσης, οι νεότερες γενιές ακούνε τους μεγαλύτερους να χρησιμοποιούν μια ελληνική της καθημερινότητας γλώσσα πλουμιστή, ηχητικά όμορφη, εύηχη, γλωσσικά ίσως παράξενη αλλά θαυμαστική, νυφιάτικη, πανηγυρική. Ελληνικές λέξεις φυλαγμένες στο σεντούκι της παράδοσης. Λησμονημένους γλωσσικούς τύπους μετοχών μέσα σε μπαούλα που φυλάνε τα τζιβαερικά προικιά και τους θρύλους των προγόνων τους. Λέξεις αχρησιμοποίητες πλέον, χαραγμένες πάνω σε κορμούς δέντρων της ελληνικής ιστορίας, ιδιωματισμούς οι οποίοι ανήκουν σε παλαιότερες σχέσεις ζωής και συνύπαρξης ανθρώπων, γραφής και εκπαίδευσης. Οι ηρωίδες της Κεσμέτη, δεν διδάσκουν αλλά συμβουλεύουν με την στάση και τον τρόπο ζωής τους, το ήθος τους, τις κοινωνικές συμπεριφορές τους, την αποδοχή της πανάρχαιας κληρονομιάς. Δείχνουν στις νεότερες γενιές πώς να κρατήσουν τον οικογενειακό ιστό σε πλαίσια αλληλεγγύης, συλλογικής στοργής και υπευθυνότητας, αλληλοκατανόησης, ζώσας μνήμης και ζωντανών αναμνήσεων. Οι Μικρασιατικές εστίες των ελληνικών οικογενειών είναι φυτώρια πολιτισμού, μεταλαμπαδεύουν αρχέγονες αλήθειες και τρόπου ζωής. Ότι με σπάνια καρτερία, υπομονή και μόχθο, χαμόγελο και πόνο κατάκτησαν οι Μικρασιάτες και Μικρασιάτισσες πρόσφυγες, θυσίες, εξορίες και ταλαιπωρίες, μας δίδεται απλόχερα μέσα από τα λόγια, τις συμπεριφορές, τις στάσεις ζωής των ηρώων και ηρωίδων της Νατάσας Κεσμέτη. Είναι ο πολύχρωμος μέσα στην φτώχεια του αρχοντικός και περήφανος κόσμος της Ελληνικής Προσφυγιάς στις γήινες συμπεριφορές και μεταφυσικές δοξασίες μαρτυρίες ζωής και ορθόδοξης πίστης, όπως τον γνωρίσαμε από τις ατομικές αφηγήσεις των ηρώων και ηρωίδων των Μικρασιατών συγγραφέων. Του κυρ Φώτη Κόντογλου, του Ηλία Βενέζη, του Στράτη Μυριβήλη, και μια πλειάδα άλλων ανθρώπων της τέχνης και του πολιτισμού, οι οποίοι ερχόμενοι από τα πανάρχαια βάθη της Μικρασιατικής ανατολής, με μοναχικό βιό τους ένα εικόνισμα και ένα μπόγο ρούχα πάνω σε κάρα που τα οδηγούσαν υπομονετικά βόδια, ξεριζωμένοι και ανέστιοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην κυρίως Ελλάδα και κόσμησαν, εμπλούτισαν, ομόρφυναν, τον ντόπιο πληθυσμό αυτής της πατρίδας. Είναι η νέα ικμάδα του σύγχρονου Ελληνισμού που διασκορπίστηκε σε όλες τις περιοχές της χώρας και καλλιέργησε χώματα και συνειδήσεις. Καλλιέργησε αισθητική και αγωγή. Ο νέος κατατρεγμένος και κυνηγημένος Ελληνικός Κόσμος του Τσίρκου της καθόλου Ιστορίας του Ανθρώπου που κινείται στο Χρόνο, αγνοώντας προσωπικά βάσανα και ταλαιπωρίας, όνειρα και φιλοδοξίες.
Το ανθρώπινο σύμπαν της Νατάσας Κεσμέτη και οι Ηρωίδες της, μας αποκαλύπτει τον περίφρακτο Κήπο των αισθήσεων, των γεύσεων, των αμίλητων λέξεων και φράσεων, των εικόνων και των αναμνήσεων, των εμπειριών και των μεταφυσικών της πίστης λαϊκών δοξασιών. Των μυστικών θρύλων (της Ανατολής) που, μεταδίδονται από στόμα σε στόμα, από αφήγηση σε αφήγηση σε προσωπικό πάντα επίπεδο, σε ένα πεδίο συνύπαρξης των ανθρώπων στον μέλλοντα χρόνο. Όπως αντίστοιχα, ο Ιερώνυμος Μπος μας φανερώνει στους πίνακές του, τον κόσμο και τα πάθη της εποχής του, τις μεταφυσικές αμφισβητήσεις των ανθρώπων που οι ζωές τους περιστρέφονται μέσα σε ένα παρόν ηδονής και σωματικής απόλαυσης, Από την μία η ουράνια βεβαιότητα της συγγραφέως, ο Περίφρακτος Κήπος της αφήγησης, από την άλλη, ο Κήπος των ηδονών και ο μεταφυσικός οραματισμός του ζωγράφου. Δυό Κόσμοι της ανθρώπινης δυστυχίας, γυμνοί (κατατρεγμένοι από τις αναμνήσεις τους, τις προλήψεις τους, τις χαρές και τα πάθη τους) αλλά Κόσμοι. Ένα ανθρώπινο σύμπαν που στροβιλίζεται κάτω από την τέντα του Τσίρκου της Ζωής μέσα στη ροή του ατομικού και συλλογικού Χρόνου χαράσσοντας την Ιστορία.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Η πεζογράφος Νατάσα Κεσμέτη παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1972 με την συλλογή διηγημάτων της «Τα 7 της Άρκτου». Δύο χρόνια αργότερα, Αθήνα 1974 εκδίδει την Ποιητική της συλλογή «Αχ!, να ‘μουν ρημαγμένος καφενές!», ακολουθούν τα «Τρία Διηγήματα» Ανάτυπο από το περιοδικό «Τετράμηνα» αριθ. 30, Άμφισσα 1986. Το 1999 από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το βιβλίο της με διηγήματα «Μαγεμένο Χώμα». Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ακρίτας η διασκευή του βιβλίου «Ο Αντρειωμένος Ευστάθιος και το ελάφι του Θεού». Ενώ έχει επιμεληθεί για τις εκδόσεις Εν Πλω, Αθήνα 2015 το βιβλίο του Αντώνιου (Αναστάσιου) Ρωμαίου, «Σταλάγματα από τα κεραμίδια. Κεφάλαια θεολογικού αναστοχασμού».
Επίσης κυκλοφορούν οι εξής ακόμα τίτλοι βιβλίων της:
1., Το Αιώνιο Ρολόϊ. Διηγήματα, εκδ. Νεφέλη 1987, σ.158. Εξώφυλλο Νίκος Χουλιάρας. (Το βιβλίο είναι αφιερωμένο: «κι όλα του Νικόλα»).
2., Κήπος Περίφρακτος, Διηγήματα (1987-1992) εκδ. Πλανόδιον, Νοέμβριος 1992, σ.96. (Το καλαίσθητο βιβλίο είναι αφιερωμένο στο σύζυγό της: «και τούτα όλα του Νικόλα») Η εικόνα του εξωφύλλου είναι του Josef Schart. Ενώ οι Στίχοι του οπισθόφυλλου «Ει και φρέαρ Δέσποτα υπάρχεις βαθύ βλύσον μοι νάματα…» του Ανδρέα Κρήτης του Μελωδού. Την αυλαία του βιβλίου ανοίγουν Στίχοι του ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη: «Γιατί στο βάθος δεν έχει τίποτα λυπητερό να κλαίει κανείς/ Γιατί στο βάθος αυτής της ιστορίας είν’ όλξ η ανάβλυση του φρέατος της ζωής!» από Εν ώρα θερινή.
3., Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια. (Διηγήματα 1973-1996), εκδ. Νεφέλη 1996, σ. 252. Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Νίκος Χουλιάρας. (Τα διηγήματα είναι αφιερωμένα: Στις φίλες που μου παραστάθηκαν: Την Αθηνά Παπαμαρινοπούλου. Την Έλενα Στριγγάρη. Σ’ όσους προσεύχονται για μας. όλα της Λυδίας Χαράς Και του Νικόλα) Τον τόμο ανοίγουν απόσπασμα από ποίημα της ποιήτριας Ζέφης Δαράκη, του ποιητή Τάσου Παππά και από τους Ψαλμούς.
4., Μικρό Ωρολόγιο, εκδ. Ευθύνη, Αθήνα 2005/Ο Μικρός Αστρολάβος νούμερο 11, σ.46. Σχέδιο του Πέτρου Βαμπούλη. (Το μικρό βιβλιαράκι είναι αφιερωμένο στους: Στην Νίκη Κεσμέτη, την αδερφή μου.-Στη Λυδία μας.-Με ευγνωμοσύνη Στον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο. Και, φυσικά, στον Νικόλα). Των Ωρών προηγείται απόσπασμα από τον Στάρετς Σεραφείμ: «Η ύπαρξή σας θα είναι γεμάτη από γεγονότα ασυνήθιστα και απίστευτα, με το κοσμικό και το πνευματικό στοιχείο ανάμικτα μέσα σας κατά τρόπο τόσο αξεδιάλυτο, που μετά βίας μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει».
5., Ο εραστής μου ο Ερρίκος. Δώδεκα διηγήματα και μία νουβέλα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Απρίλιος 2005, σ. 256. Υπεύθυνος σειράς: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου. Εικόνα εξωφύλλου Γιάννης Μόραλης. Καπέλα, Παρίσι 1939. Λάδι σε μουσαμά 0.50Χ 0.77μ. Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Μακέτα εξωφύλλου Γιάννης Λουζιώτης. Ο πίνακας που εικονίζεται στη σελίδα 5 είναι έργο του Κώστα Κουνάδη με τίτλο Το Βαθύ-Μάνη. (Το βιβλίο αφιερώνεται: Της Λυδίας για κάθε Χαρά και πάλι όλα του Νικόλα)
6., Νησί από ελαφρόπετρα και άλλα της κυρίας Νηρού, εκδ. Αλεξάνδρεια, Νοέμβριος 2008, σ.216. Μακέτα εξωφύλλου: Ορέστης Λαζαρίδης. Υπεύθυνος σειράς: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου. Διορθώσεις Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. (Το βιβλίο είναι Μνήμη Χαρίκλειας Ωραιοπούλου-Κεσμέτη. Και πάντα όλα: Της Λυδίας-Χαράς και του Νικόλα). Την αυλαία ανοίγει η «ΤΡΟΦΩΣ». Αγγλόγλωσσο απόσπασμα από το έργο του Charles Dickens, A Christmas Carol.
7., Εξόριστες φωνές. Στοχασμοί και Ιστορίες 2006-2012, εκδ. Αρμός 2013, σ. 160. Όπως η συγγραφέας σημειώνει: «Θερμές ευχαριστίες στον ζωγράφο Κώστα Παππή-Γεωργίου για το έργο του εξωφύλλου «Ο φάρος στην άκρη του κόσμου» και για τα κοσμήματα που σχεδίασε».(Το βιβλίο αφιερώνεται Στην Λυδία-Χαρά για το Δημιουργικό της Θάρρος «σε πείσμα» * του καιρού… *Πάουλ Τίλλιχ: Το θάρρος εις πείσμα.) Το βιβλίο ανοίγει με μότο από τον Εφραίμ τον Σύρο: «Τόσον παρεδόθης εις την λύπην/ως αν επορεύθης εις αιχμαλωσίαν» και κλείνει με το απόσπασμα του Ε. Ν. Cioran, «υα είμαι μιά μέρα αρκετά αγνός/ για να αντικαθρεφτιστώ μέσα στα δάκρυα των αγίων;» από “Lacrimi si Sfinti” Για Δάκρυα και Για Αγίους. Βουκουρέστι, 1937.
8., IVA (Ιτιά). Έσοπτρο Μυστηριώδους Οθόνης, Μυθιστορία. εκδ. Αρμός 2017, σ.420. Το σχέδιο του εξωφύλλου προέρχεται από μια σειρά σχεδίων με τίτλο Mon Cine του ζωγράφου Κώστα Παππή-Γεωργίου. (Η Μυθιστορία αφιερώνεται: Η IVA αφιερώνεται στη Μνήμη του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου.-Έσχατα μα πάντα πρώτα στην Λυδία-Χαρά και στον Νικόλα) Του έργου προηγείται απόσπασμα στίχων από το Η της Ομηρικής Οδύσσειας 112-131. «Παρέξω απ’ την αυλή, σιμά στη θύρα, έχει περβόλι…..». Η έμμετρη μετάφραση είναι του Αργύρη Εφταλιώτη.
9., Ερωτήματα σε ανάλγητους καιρούς, εκδ. Παρασκήνιο 2018 (σειρά Λίθυρον νούμερο 6) Υπεύθυνοι Α. Κ. Χριστοδούλου & Γιάννης Πατίλης., σ. 130. (Το βιβλίο αφιερώνεται: Στον Γιώργο και την Μαρία Μαρκαντωνάτου. Στον Παντελή και την Βάσω Πάσχου για την αγάπη τους)
ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΤΗΣ ΣΕ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥΣ ΤΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
-Να δής που άμα θάρθης… σ.1651(ποίημα). – Ο άντρας μου είναι χτισμένος!, σ.1652 (ποίημα).-Τη θάλασσα τη θυμόμαστε…, σ. 1653 (ποίημα).- Στο Στρατοδικείο, σ.1653 (ποίημα)- Κι όμως… σ. 1653. 9/12/1971 Τα πέντε ποιήματα δημοσιεύθηκαν ως Νατάσα Κεσμέτη-Ωραιοπούλου, στον Γ΄ τόμο της Ανθολογίας της Νεοελληνικής Γραμματείας. Η Ποίηση λόγια και δημοτική από τον μεσαίωνα ως τις μέρες μας, του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη, 10η έκδοση, εκδ. Τα Νέα Ελληνικά, Αθήνα 1972
-Η καλύπτρα, σ.92-98 (διήγημα, ανέκδοτο, 1988). Στον τόμο ΜΠΑΛΑΝΤΕΖΑ. Ανθολογία από τις βραδιές Ποίησης και Μουσικής με 16 χαρακτικά της Εθνικής Πινακοθήκης. Επιμέλεια: Έλενα Στριγγάρη, εκδ. Νομαρχία Αθήνας (Ν.Ε.Λ.Ε), Αθήνα 1990
-Στην Εξαίσια Νύχτα της Εγκλείστρας του Γ. Θ. Βαφόπουλου, σ.43-45. Στον τόμο Σπουδή στον ποιητή Γιώργο Θ. Βαφόπουλο. Στέφανος τιμής και φιλίας. Τετράδια Ευθύνης 34/10,1996
-Ανορθόδοξη και Ακατέργαστη Απόπειρα Πρόσβασης στο ποιητικό συγκείμενο της Ζωής Καρέλλη, σ.43-48. Στον τόμο Η Πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Ως δόξα και τιμή της «πεποικιλμένης». Τετράδια Ευθύνης 35/3,1997.
-Ο καιρός του Τάκη Παπατσώνη, σ. 162-171. Στον τόμο Τιμή στον Τ.Κ. Παπατσώνη. Για τα ογδοντάχρονά του. Τετράδια Ευθύνης 1999. Επανέκδοση του πρώτου τόμου συμπληρωμένη με νέες συμμετοχές.
-Στον τόμο Αίσθηση Γυναίκας. Προσεγγίσεις Ζωής, εκδ. Καστανιώτη 2000, σ. 571-572 βιογραφικό. Διάσπαρτα μικρά κείμενά της στις σελίδες του τόμου.
-Ο Λυρικός λίθος του Ορέστη Αλεξάκη, σ.9-72. Στον τόμο ΑΚΡΟΑΤΗΣ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ. Προσεγγίσεις στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη, εκδ. Γαβριηλίδης 2004
-Η μαλαματένια των γκρεμών, σ.15-25. Στον τόμο Το Σχήμα της Όλγας Βότση. Εκδ. Ursa Minor νούμερο 10/ Ευθύνη Νοέμβριος 2009.
-Από τον Πεντηκοστό στον Εικοστό Δεύτερο: Το αποσπασματικό χρονικό μιάς ακρόασης (22. 50), σ. 115-125 και (298-299 βιογραφικά) στον τόμο Τα λόγια σου σαν μέλι (Ψαλμός 118, στίχος 103). Σύγχρονες αναγνώσεις των ψαλμών. Επιμέλεια π. Βασίλειος Θερμός. Εκδ. Εν Πλω 2012.
-Καρδιακή συνάντηση με την Αδερφή μου, σ.37-42, Στον τόμο ΔΥΣΚΟΛΗ ΑΔΕΡΦΟΣΥΝΗ Κείμενα για την Αδερφή μου του Σταύρου Ζουμπουλάκη. (Δημήτρης Αγγελής-Μιχάλης Πάγκαλος-Νατάσα Κεσμέτη) εκδ. Manifesto/Φρέαρ 1/2013, σ.48
-Γύρω από το δυσπρόσιτο του Τάκη Παπατσώνη, σ.21-28. Στον τόμο Τάκης Κ. Παπατσώνης, εκδ. Manifesto Ιούνιος 2015.
-Ο Παπατσώνης των Αναβαθμών μέσα από τέσσερα συγκλίνοντα κάτοπτρα. Ο πολιτισμός των αγρίων.-Η Ελεγεία της Καίτης Χιωτέλλη.-Το Κλειδί της Βροχής.-Η Απώλεια του χρόνου κατά τον Μισέλ Σέρ, σ.1911-1923.στο αφιέρωμα στον ποιητή (11 μελετήματα για τον Τάκη Παπατσώνη) του περιοδικού Κουκούτσι, εξαμηνιαίο περιοδικό περί ποίησης, τεύχος 10/2,3,4,5,6, 2015.
-Ο φθόνος του Ιωνά στα χρόνια του κραχ, σ.114-116 (απόσπασμα από ανέκδοτη σύνθεση). Στον τόμο Τα Πάθη στη λογοτεχνία. 100 φανατικοί συγγραφείς, εκδ. Καστανιώτη-Εταιρεία Συγγραφέων 2016.
-«Δαιμόνιο των ορυχείων» στο Νύχτωμα ή Νύχτα Χτές Νύχτα, σ.187-194. Στον τόμο Χαιρετισμός στον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο. Φωτογραφίες Βασίλης Δ. Γόνας, Επιμέλεια: Δημήτρης Αγγελής-Virginia Lopez Recio-Κώστας Θ. Ριζάκης, εκδ. Manifesto/ Φρέαρ 2016.
-Εκτός πεδίου, Μάϊος 2016, Χείμαρρος Σύρου, πρώτη δημοσίευση) σ.102-103. Στον τόμο 83 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ. Επιλογή-Μεταφραστική Επιμέλεια: Βασίλης Μανουσάκης-Ηρώ Νικοπούλου-Έλενα. Σταγκουράκη. Φιλολογική επιμέλεια: Πένυ Χριστοπούλου, εκδ. Μιχάλη Σιδέρη, Αθήνα, Ιούλιος 2017
-περ. Η Λέξη τχ. 149-150/1,4,1999, σ.124-133. ΟΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΡΑ ή Το Ιστορικό Τρίγωνο.
-περ. Η Λέξη τχ. 156/3,4,2000, σ.158-168. Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ.
-περ. Ποίηση, εξαμηνιαίο περιοδικό για την ποιητική τέχνη τ.14/Φθινόπωρο-Χειμώνας 1999 σ.261-264. β/κη για Αγγελική Σιδηρά «Ο πιο μικρός περίπατος», Πλανόδιον, 1998 (Η ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΙΟ ΜΙΚΡΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΙΔΗΡΑΣ *)
*Το κείμενο αυτό προέκυψε από επεξεργασία και αναδιάρθρωση της αρχικής παρουσίασης του βιβλίου Ο Πιό Μικρός Περίπατος στο Σπίτι της Κύπρου, στις 26 Φεβρουαρίου 1999, από τη Νατάσα Κεσμέτη.
-περ. Νέα Εστία τχ. 1754/3,2003, έτος 77ο, τόμ.153ος, σ. 445-448. Ο λειτουργικός ρυθμός και το φευγαλέο. β/κη για Άγγελος Καλογερόπουλος, Αργά μαθήματα. Το κοινόν των Ωραίων Τεχνών, Αθήνα 2002, σ.39. (στις σελίδες του περιοδικού Μηνολόγιο)
-περ. Πλανόδιον τχ. 2/Άνοιξη 1987, σ.65-70. Το Κρεοπωλείο
-περ. Πλανόδιον τχ.4/Φθινόπωρο 1987, σ. 160-167. Πέρα από τον Κόσμο τον σχηματισμένο. Μικρή προσφορά στη μνήμη του Άθω Δημουλά
-περ. Πλανόδιον τχ.
5/ Χειμώνας 1987-1988, Ειδικό τεύχος. PERCY BYSSHE SHELLEY, Μια υπεράσπιση της ποίησης, σ.223-249 μετάφραση Νατάσα
Κεσμέτη.- Graham Hough:
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, σ.250-253 μετάφραση Νατάσα Κεσμέτη. Από το
The Romantic Poets, Hutchinson University Library, London,
1967, σελ.
150-155. (Επιμέλεια: Γιάννης Πατίλης)
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
-Γιώργος Μπλάνας,
περιοδικό Πλανόδιον τχ. 10/Αθήνα, Ιούλιος 1989, σ.188-190. (στις σελίδες ΕΝ
Παρόδω. Βιβλιοκρισίες/Αναφορές/Σχόλια). β/κη
για «Το αιώνιο ρολόϊ, διηγήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1987.
Το Αιώνιο Ρολόϊ είναι το τρίτο βιβλίο της πεζογράφου Νατάσας Κεσμέτη [Αθήνα 1947] γ οποία πρωτοφάνηκε στη λογοτεχνία μας πρίν από 15 χρόνια με τη συλλογή διηγημάτων Τα 7 της Άρκτου (ιδιωτική έκδοση, 1972). Ο Ρένος Αποστολίδης προλογίζοντας το βιβλίο εκείνο είχε επισημάνει την αρτιότητα των αφηγημάτων που περιελάμβανε και άφηνε να εννοηθεί πώς η αρτιότητα αυτή ήταν παράγωγο μιάς φωνής που ξεπηδούσε από την καρδιά της συγγραφέως. Είναι αλήθεια πως ο αναγνώστης εκείνων των αφηγημάτων, και πολύ περισσότερο των προσφάτων του Αιωνίου Ρολογιού, αποκομίζει την αίσθηση μιάς αρτιότητας παρόλη τη χαλαρή δομή των διηγημάτων πού αρνούνται συστηματικά κάθε τυπολογική κατάταξη. Στην πραγματικότητα η αρτιότητά τους απορρέει από την τελείωση και της παραμικρής κίνησης της συγγραφέως μέσα σε μία ψυχική περιοχή πού δεν αποτελεί υφολογική ιδιοτροπία της ίδιας αλλά ιστορική κατάθεση ενός ολόκληρου πολιτισμού. Η Νατάσα Κεσμέτη σαν δημιουργός κινείται στα πλαίσια της μυθολογίας πού έφεραν μαζί τους οι κάτοικοι των παραλίων της Μ. Ασίας μετά τον ξεριζωμό τους διατηρώντας την για πολλές δεκαετίες ανέπαφη στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Από την άποψη αυτή-και εφόσον δεν έχουμε να κάνουμε με έναν αφηγητή λαϊκών παραδόσεων αλλά με μιά σύγχρονη προσωπική συγγραφέα-η γραφή της Ν.Κ. παίρνει με το σπαθί της μιά θέση στην τρέχουσα λογοτεχνίας μας ανήκοντας στο μεταμοντερνιστικό ρεύμα που αμφισβητεί την έννοια της γραμμικής προόδου και στρέφεται άμεσα προς τη δυναμική ισορροπία του αρτιωμένου κύκλου της παράδοσης.
Η κυκλική φυσιογνωμία του κόσμου της Ν.Κ. δίνεται κιόλας από τον τίτλο του βιβλίου της. Η ζωή δηλώνεται με την εικόνα ενός ρολογιού πού αποβάλλει τη μηχανική του υπόσταση από τη στιγμή που χαρακτηρίζεται ως αιώνιο υποδηλώνοντας την ύπαρξη ενός αρχετυπικού «ωρολογίου», το οποίο βρίσκεται πίσω από κάθε συγκεκριμένη πραγμάτωση του μοντέλου του. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή μ’ έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης, έναν τρόπο σκέψης μυθολογικό που βασίζεται στην αντιστροφή της μοντέρνας προοπτικής (από το αποτέλεσμα προς το αίτιο). Χαρακτηριστικό είναι το τμήμα του διηγήματος. «Η ιστορία του Γιώτη», όπου σχολιάζεται η οργάνωση του χρόνου σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό. Οι φωνές των πλανόδιων πωλητών παρουσιάζονται σαν παραγωγοί των ωρών της ημέρας: «… γι’ αυτό ξεκίναγε η μέρα: γιατί την έσπρωχνε, σα ρόδα σε κατηφόρα, η φωνή του σκουπά, πρώτη-πρώτη!».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πώς ο αναγνώστης δεν μπορεί εύκολα ν’ αντισταθεί στην παραδοχή μιάς τέτοιας άποψης που στην εποχή μας φαίνεται όχι απλώς αφελής, μα παιδαριώδης. Και δεν μπορεί να αντισταθεί γιατί έτσι του το επιβάλλει η οργανική προφάνεια της αφήγησης που στα περισσότερα διηγήματα εγκαταλείπει τη γραμματική της εξωτερικής πλοκής και βυθίζεται στο συνειρμικό συντακτικό της ψυχικής εικόνας, εκεί όπου εδρεύει η ποιητική ικανότητα σαν λειτουργία της γλωσσικής ικανότητας. Η Ν. Κ. παρουσιάζει τα αφηγήματά της με τρόπο γλωσσικής χειρονομίας (άς μην πάει ο νους του αναγνώστη στο μοντερνιστικό ντελίριο). Έχει κανείς την αίσθηση πώς η αφήγηση συντάσσεται με επιλογές από παραδειγματικές σειρές μιάς ποιητικής γλώσσας, όπως λ.χ. στο δημοτικό τραγούδι. Και όμως το πράγμα είναι απλούστερο. Τα περισσότερα από τα διηγήματα ανήκουν στον εξαιρετικά παραγνωρισμένο τύπο της ομοδιηγητικής αφήγησης. Το θέμα τους στρέφεται γύρω σε κάποια επεισόδια από τη ζωή της συγγραφέως τα οποία έθεσαν σε δοκιμασία την παιδική της ηλικία. Καθώς λοιπόν η αφήγηση επικεντρώνεται σε μιά δοκιμασία, το πέρασμα της οποίας θα οδηγήσει στην ωριμότητα και την προοπτική της, ο αναγνώστης αναγκάζεται να συμμετάσχει ανακαλώντας σημασιολογικά ισοδύναμες δοκιμασίες από τη δική του ζωή. Στο σημείο αυτό ο αφηγητής εγκαταλείπει την πλοκή και οδηγεί τον αναγνώστη όχι στον τόπο των δικών του προοπτικών-όπως πραγματοποιήθηκαν ή όπως ναυάγησαν- αλλά στο μονοπάτι που φέρνει στην αφετηρία του νοήματος κάθε δοκιμασίας. Έτσι ξεπηδά η αίσθηση της ύπαρξης ενός κόσμου άλλου, υπόγειου, ενός κόσμου που χαράζει μιά μοναδική εσωτερική προοπτική: το νόημα. Χαρακτηριστική είναι η δοκιμασία της έφηβης που πρέπει να ταΐσει το τέρας του υπογείου, προκειμένου να γίνει γυναίκα («Το Τέρας ή η Ζώσα Αγάπη»). Ό,τι απομένει από τις προοπτικές της ωρίμανσης του θηλυκού είναι αυτή η δοκιμασία, πού προσδένοντας στην έντασή της τη δοκιμαζόμενη, δημιουργεί ένα δεσμό θρησκευτικού δέους με τη σεξουαλικότητα και ασφαλίζει τη σημασία της καθώς η δυνατότητα τεκνοποίησης βυθίζει την ηδονή σε μιάν υπόγεια γλώσσα της οποίας η μυθική δομή επιβάλλει διαρκή έλεγχο στη χρήση των προοπτικών της απόλαυσης. Ο άλλος, υπόγειος κόσμος εμφανίζεται αποκαλύπτοντας μάλιστα τη γλωσσική του υπόσταση σαν συλλογικό ασυνείδητο το οποίο εξασφαλίζει τη γνώση των ορίων του ανθρωπίνου όντος, όρια που αν διαρρηχθούν μπορεί να υποχρεωθούμε να οδεύσουμε προς την απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών μας.
Η Ν. Κ. με το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο της αρκετά απομακρυσμένο από το πρώτο, βαθαίνει ακόμη περισσότερο στην περιοχή που πλανιέται χρόνια τώρα, ρίχνοντας όλη τη δύναμή της όχι στην παραγωγή «πρωτότυπων» μορφών, αλλά στην ανασύνθεση διαλυμένων ιδεών. Και ίσως έτσι να είναι το σωστό. Γιατί η περιοχή αυτή αφορά στην ουσία και όχι στην παρουσία, στην υπόσταση και όχι στη στάση του ανθρωπίνου όντος.
-Νίκος Μπακόλας, περιοδικό Εντευκτήριο τχ. 39/Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1997, σ.81-85 β/κη
για «Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια. Διηγήματα (1973-1996).
Αθήνα, Νεφέλη 1996, σ.248.
Αινίγματα κι ανοίγματα
Η παρουσίαση του βιβλίου της Νατάσας Κεσμέτη Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια, πέρα απ’ όσο γίνεται για την αξία του βιβλίου αυτή καθεαυτή, γίνεται πιο πολύ σαν πράξη δικαιοσύνης, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη πεζογράφο αλλά για όλους εκείνους τους άξιους και όλες τις άξιες συγγραφείς πού, ενώ έχουν πλούσιο έργο πίσω τους, μένουν ή τους κρατούν-σε σχετική αφάνεια, την ίδια ώρα που σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης, από ποικίλους λόγους κινούμενα, προβάλλουν μέτρια ή μετριότατα ονόματα, με μέτρια ή και κακά έργα, σε σημείο πού τελικά να δημιουργείται μιά στρεβλή ή απατηλή εικόνα της πεζογραφίας μας, ιδίως των νεότερων γενιών-αλλά όχι μόνον αυτών.
Η Νατάσα Κεσμέτη παρουσιάστηκε στα γράμματά μας το 1972, με τη συλλογή διηγημάτων Τα 7 της Άρκτου, δηλαδή έχει διαγράψει μιά εικοσιπενταετία στην πνευματική μας ζωή. Θεωρώ απαραίτητο να αναφερθώ, έστω και με συντομία, στα προηγούμενα βιβλία της, στα πολύ αξιόλογα διηγήματα που τα απαρτίζουν. Βασικά χαρακτηριστικά της γραφής της Κεσμέτη είναι, κατά τη γνώμη μου, οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια κυρίως, μια γλώσσα χυμώδης, εύστοχη, ευφρόσυνη, και μιά αξιοζήλευτη περιγραφή της φύσης, ενός σύμπαντος που αρκετές φορές αποτελεί ένα ακόμη «πρόσωπο» των διηγημάτων της. Στα χαρακτηριστικά της γραφής της θα μπορούσε μάλλον να περιληφθεί και μιά ιδιότυπη ενόραση του θείου, του υπερβατικού, του παραμυθένιου κάποτε, στοιχείο μάλιστα που ενισχύεται με το πέρασμα των χρόνων και την εμφάνιση νέων διηγημάτων της, νεότερων τουλάχιστον, αν πάρουμε υπόψη τη διαδοχή των βιβλίων και όχι τις ημερομηνίες συγγραφής, που η Κεσμέτη τις πιό πολλές φορές έχει τη συνήθεια να σημειώνει στο τέλος κάθε διηγήματος. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς κι άλλα χαρακτηριστικά της γραφής της, όπως για παράδειγμα τη συχνή αναφορά της σε κλασικούς και νεότερους συγγραφείς (στον Γκόγκολ, στον Ντοστογιέφσκι αλλά και στη Βιρτζίνια Γούλφ), στην εντυπωσιακή εμμονή της να προτάσσει στα κείμενά της motto από ποιήματα, και μάλιστα Ελληνίδων δημιουργών.
Αρχίζοντας από Τα 7 της Άρκτου, πρέπει να πούμε ότι η γραφή της από τότε ακόμη σου άφηνε την εντύπωση ενός καλογραμμένου και περιεκτικού λόγου, ενός προβληματισμού γύρω από τη σημασία των παλιών πραγμάτων στη ζωή μας (διήγημα «Οι μπότες»), ή κάποιων καταστάσεων που υπαγόρευαν τα όνειρα. Πολλές φορές, με ψήγματα φράσεων στους διαλόγους, με εκκρεμότητες που αφήνονταν να προβληματίζουν, με μιά περίεργη κοινωνικότητα πρό του θανάτου, πρό της τελικής κρίσεως, που κατέληγαν σε μακάβριο χιούμορ (όπως στο διήγημα «Ανύπαρκτα θες να πεις. Άνθιμε»), ο αναγνώστης ένιωθε ότι, πέραν των καθημερινών και τετριμμένων, η Κεσμέτη άγγιζε ένα υπερβατικό στοιχείο.
Έπρεπε να περάσει μιά δεκαπενταετία για να ξαναβγάλει η συγγραφέας νέα δουλειά της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε μειωθεί η συγγραφική της δραστηριότητα. Το 1987 κυκλοφόρησε το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο της, με τίτλο Το Αιώνιο Ρολόι (εκδ. Νεφέλη). Η αλλαγή, η βελτίωση της γραφής είναι ολοφάνερη, όπως και ο πλουτισμός του προβληματισμού της Κεσμέτη. Έτσι (τα γράφω πολύ περιληπτικά), στο διήγημα «Η ιστορία του Γιώτη» αναφύεται το γενικότερο πρόβλημα της γλώσσας, της συγγραφής, που αργότερα, πρόσφατα κυρίως, θα επεκταθεί και στον αναγνώστη ως παράγοντα της σχέσης γραφής και ανάγνωσης. Γράφει στην αρχή της «Ιστορίας του Γιώτη», που ξεκινάει με την πρόθεση μιάς παιδικής ανάγνωσης. Οι λέξεις πολύ συχνά προδίδουν, για να μην πω πώς οι λέξεις αυτό που κάνουν είναι να προδίδουν, σαν αυτό να ‘ναι το μοναδικό λειτούργημα ή ο προορισμός τους…
Στο ίδιο βιβλίο, σχεδόν πάντα στο πρώτο πρόσωπο, τα διηγήματα εισάγουν παιδικές αναμνήσεις από επισκέψεις σ’ ένα σχεδόν μυθικό ή μαγικό σπίτι των Π… όπου συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα κι όπου ζουν πρόσωπα’ που έχουν χαραχθεί στη μνήμη της αφηγήτριας σαν σχεδόν παραμυθένια, όπως η Φιόρα, η Φλώρα, η Μαρούσκα-το καθένα σε άλλο διήγημα.
Το τρίτο βιβλίο διηγημάτων της Κεσμέτη είναι το Κήπος Περίφρακτος, που εκδόθηκε το 1992 («Πλανόδιον»), με οχτώ διηγήματα αυτή τη φορά και με δηλωμένες τις ημερομηνίες συγγραφής τους, από το 1987 ως το 1992. Στη συλλογή αυτή καθιερώνονται τα motto από ποιητές και πεζογράφους, καθώς και η αφιέρωση κειμένων σε διάφορα πρόσωπα, συγγενικά ή του πνευματικού κόσμου. Η Κεσμέτη νιώθει έντονη την ανάγκη της δωρεάς- κι αυτό δεν είναι χωρίς σημασία, εννοώ πνευματική.
Άλλο βασικό χαρακτηριστικό της συλλογής είναι η εκ νέου ανακίνηση της σχέσης αφηγητή-αφήγησης-αναγνώστη, που και πιό παλιά απασχόλησε τη διηγηματογράφο, αλλά και στο καινούργιο της βιβλίο. Το πρώτο πεζό της συλλογής φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τα ίχνη τα υγρά», από μιά φράση του Παπαδιαμάντη, και συμπληρώνεται με τον υπότιτλο «Ο πειρασμός της αφήγησης»-συχνά η Κεσμέτη δίνει στα διηγήματά της και υπότιτλους-και κατά κάποιον τρόπο εισάγει στα πρόσωπα των επόμενων διηγημάτων. Αυτό το πρώτο κείμενο λειτουργεί ως οδηγός και είναι περισσότερο μιά θεωρητική εισαγωγή σε όλο το βιβλίο. Η δύναμη και η ευελιξία της σκέψης της αφηγήτριας μου θυμίζει μιάν άλλη πεζογράφο, εκείνη από τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, άλλη αδικημένη της σύγχρονης λογοτεχνικής κριτικής. Γράφει σ’ ένα σημείο η Κεσμέτη: Τί πλάνη η γραμματική! Δεν υπάρχουν κοινά ονόματα. Όλα τα ονόματα είναι κύρια. Όμως ούτε κύρια ονόματα υπάρχουν, γιατί στ’ αλήθεια ουσιαστικά είναι όλα τα ονόματα. Και τα ρήματα, κι αυτά ουσιαστικά είναι,(…) Όμματα και όχι ονόματα είναι γεμάτη η γλώσσα, πρίν απ’ τους ήχους ειν’ τα μάτια…
Το καινούργιο βιβλίο της Νατάσας Κεσμέτη φέρει τον επιμήκη τίτλο Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια και περιλαμβάνει διηγήματα που γράφτηκαν από το 1973 ‘ως το 1996. Να προσέξουμε όμως πώς τα περισσότερα από αυτά έχουν γραφτεί παλαιότερα και θα μπορούσαν να έχουν περιληφθεί στο Αιώνιο Ρολόι ή στον Κήπο Περίφρακτο, ενώ μόνο τα τελευταία διηγήματα της συλλογής ανήκουν στην πρόσφατη παραγωγή της Κεσμέτη. Διαβάζοντάς τα από τη σκοπιά αυτή, θα μπορούσε και υφολογικά αλλά και από άποψη περιεχομένου να τα χωρίσει κανείς σε δύο κατηγορίες και να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα, αφού πρωτίστως δηλώσει πώς το βιβλίο είναι ιδιαίτερα αξιόλογο. Παρόλο που η ανάγνωσή του είναι δύσκολη, παρόλο που ο δρόμος προς την κορυφή είναι ανηφορικός, ωστόσο η θέα από κει πάνω είναι θαυμάσια. Υπάρχουν και στο βιβλίο αυτό σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων βιβλίων της Κεσμέτη, οι παιδικές αναμνήσεις, η ροπή προς το φανταστικό και το θείο, η αναζήτηση της ρίζας, η αγωνία για τη γραφή και τη σχέση με τον αναγνώστη, οι επιμήκεις τίτλοι, το φαινόμενο της δωρεάς, του χαρίσματος, η πλούσια και περίτεχνα λαξεμένη γλώσσα, η απαράμιλλη περιγραφή της φύσης και ως μικρόκοσμου και ως μακρόκοσμου, η υπαρξιακή αγωνία, το μεταφυσικό στοιχείο-όλα όμως σε μιά μεστότερη διάσταση, όπως αυξάνεται η εμπειρία ζωής και απορρίπτονται σιγά-σιγά τα περιττά φορτώματα.
Θα ξαναγυρίσω στα δύο μέρη της συλλογής (από άποψη χρόνου συγγραφής) και θα προσπαθήσω να βγάλω κάποια συμπεράσματα τόσο για το καθένα από τα δύο μέρη όσο και για το κάθε διήγημα. Λοιπόν, στο πρώτο μέρος, σ’ εκείνα δηλαδή πού είναι γραμμένα από το 1973 ως το1984 και που είναι περισσότερα από τα μισά του βιβλίου, ανήκουν τα πιό δύσκολα της Κεσμέτη, εκείνα στα οποία η συγγραφέας περιδίνει τον αναγνώστη σε σημείο γριφώδους σκέψης και δυσδιάκριτου στόχου. Γράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «από το Φώτη το Έλκυθρο και τις Δυόμισι Καλύτερες μέχρι τα χρυσά, τα λαζουρένια κελαϊδόνια της Βίργκως ο δρόμος δεν είναι μόνο μακρύς. Είναι μιά σπείρα γεμάτη αινίγματα αλλά και ανοίγματα…»
Ας δούμε τα διηγήματα αυτά ένα-ένα. Το πρώτο, με τον μεγάλο-ως συνήθως-τίτλο «Ο Φώτης, το Έλκυθρο κι οι «Δυόμισι καλύτερες»», αποτελεί μιάν αφηγηματική σύνθεση, ένα ερωτικό παραμύθι, που συνδυάζει το νεανικό όνειρο, την ελπίδα, τη ζωή και τη φαντασία, παλιούς καημούς και παλιές αγάπες μ’ έναν τρόπο γλυκό, όπου το λαϊκό στοιχείο και το ποιητικό δένονται σε μιάν αφήγηση που αφήνει πολλά ερωτηματικά, αν πραγματικά συνέλαβες την αλήθεια, την όποια αλήθεια, και οπωσδήποτε θυμίζει τον Σκαρίμπα στα μεγάλα του κέφια. Αυτά το 1973. Στο δεύτερο διήγημα, με τον τίτλο «Τα Φοβερά Τηλεσκόπια», με στίχο της Ζωής Καρέλλη στην προμετωπίδα, κι αφού η Κεσμέτη θυμάται πώς πρέπει ν’ αποφεύγει τον συμβολισμό, έχουμε την αφήγηση γύρω από ένα ατύχημα, αφήγηση που εξελίσσεται σε κείμενο σχεδόν επιστημονικής φαντασίας, με αναφορές στον Σουίφτ (και άρα πίσω, στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ) και στα Παραμύθια της Κανταρβρυγίας του Τσόσερ, και με έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα (ίσως εκεί παραπέμπει και ο στίχος της έντονα διανοούμενης Καρέλλη). Η ανθρωπιά, η τεχνολογία, η ζωή, κοιταγμένα όλα κάτω από το φοβερό, φανταστικό τηλεσκόπιο ή ενδοσκόπιο. Το «Ζήτημα Ζωής και Θανάτου», με διευκρίνιση «Σαν σε όνειρο…», μοιάζει περισσότερο με παραμύθι-εφιάλτη ή με εφιάλτη παραμυθιού, με μιά περίεργη ύπαρξη στο επίκεντρο, τον ωραίο, καλοντυμένο, άξιο, δυσθεώρητο, ταλαντούχο Ιερώνυμο, πιθανώς έναν Μπος, μια και γίνεται νύξη περί Φλαμανδίας. Ουσιαστικά, παρακολουθούμε ένα καθημερινό πλάσμα, διψασμένο για το ανώτερο και το ωραίο, απέναντι σε κάτι εκλεκτό, θεϊκό ή ιερό, που τελικά, μετά από κόπους και περιπλανήσεις, βρίσκεται και αποκαλύπτει έναν κόσμο σχεδόν θείο. Το διήγημα τελειώνει με τις φράσεις: «Άλλοι προτιμούν περισσότερες φωνές για περισσότερα αγαθά, μέσα, εφόδια./ Εγώ προτιμώ τη Φωνή του Ιερώνυμου για περισσότερες εικόνες./ Θείες εικόνες./ Μπορεί και να ‘ναι ζήτημα προοπτικής./ Για μένα είναι σίγουρα ζητήματα Ζωής ή Θανάτου». Τέλος, μιά τοιχογραφία οικογένειας, τόπων, αισθημάτων, απειλών, φόβων, αμφιταλαντεύσεων αποτελεί το διήγημα «Το Συγγενικό Στοιχείο», πού κλείνει, κατά τη γνώμη μου, τον πρώτο κύκλο των διηγημάτων του βιβλίου, που γράφτηκαν πρίν από το 1984. Σε όλα αυτά τα κείμενα οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες δεν είναι παιδιού, όπως γινόταν με τα προηγούμενα βιβλία, αλλά πεποιημένες αναμνήσεις (το «πεποιημένες» από τη ρίζα «ποίηση») ενός ενήλικου ατόμου με παιδική ψυχή.
Πρίν έλθουν τα διηγήματα που γράφτηκαν πιό πρόσφατα, παρεμβάλλεται ένα σύνθετο κείμενο με τον τίτλο “The Portrait of an Artist ή «Τρείς Δυσοίωνες Παραλλαγές»», χωρισμένο σε τρία μέρη’ το πρώτο τιτλοφορείται «Δείπνο με τον Γκόγκολ» και αρχίζει με τη φράση «Νικολάι, φοβάμαι… κάποτε μη μου λειφθούν τα θέματα… Τα θέματα ή τα ψέματα; […]», οπότε ξαναγυρίζει στις παλιές της αγωνίες η Κεσμέτη, για τις λέξεις και για τον αναγνώστη, μιά νεκρή ψυχή σαν του Γκόγκολ. «Τί θ’ απογίνω», αγωνιά, «αν αυτός [: εννοεί τον αναγνώστη] μ’ εγκαταλείψει!». Και στα δύο άλλα μέρη του ιδιότυπου αυτού κειμένου (το μεσαίο γραμμένο σε στίχους), η συγγραφέας αγωνιά για την ποίηση και για την έμπνευση, μην τυχόν και στερέψει. Ιδού λοιπόν και πάλι ο προβληματισμός του συγγραφέα πάνω στην ίδια τη δουλειά του, πάνω στην ύπαρξή του και στο μέλλον του ως πνευματικού ανθρώπου, στις προοπτικές της.
Να μή θεωρηθεί ότι τα τέσσερα τελευταία διηγήματα του βιβλίου, γραμμένα στα τρία τελευταία χρόνια, είναι εύκολα στην ανάγνωση. Η Κεσμέτη δεν προδίδει την τέχνη της, ούτε τον εαυτό της. Στο πρώτο, με τον τίτλο «Φώς-Χνούς», η συγγραφέας, ξεκινώντας πάλι από μιάν ιστορία-φαντασία παππούδων, έρχεται στο σήμερα και στο αύριο, σε ερωτήματα και αγωνίες. Και πάλι ο λόγος της Κεσμέτη προϋποθέτει κλασικά κείμενα, πλούσια γλώσσα, έμφορτη από ιερές γραφές. Με το διήγημα «Η Κυρία Νηρού», η Κεσμέτη ξαναθυμάται τον κόσμο των παιδικών της χρόνων, των παιδικών ονείρων ή παιδικών φαντασιώσεων, μέσα στην τέλεια φύση, στον αμυγδαλεώνα, ίσως πάλι στο κτήμα των Π., όπου η μάταιη αναζήτηση μιάς εξιδανικευμένης μορφής γυναίκας, της κυρίας Νηρού, καταλήγει στην ανεύρεση ενός παιδιού- τελώνιου, μιάς κατάστασης φθοράς σε αντίστιξη με το όνειρο.
Ένα σπαρταριστό ρέκβιεμ για τη φθορά αποτελεί και το επόμενο διήγημα, το τιτλοφορούμενο «Οι Φθαρτές Μαρίκες». Φθορά της ομορφιάς δυο γυναικών με έντονο ταμπεραμέντο, φθορά των αγώνων, όπως του Ελ Αλαμέιν, φθορά του πλούτου, φθορά του έρωτα. Κι όλα αυτά δοσμένα με κέφι που μου ξαναθυμίζει τον Σκαρίμπα, σε μια παραζάλη καταστάσεων, φράσεων, υπαινιγμών, ευρημάτων. Σίγουρα, από τα καλύτερα πράγματα που δημιούργησε η συγγραφέας.
Και το βιβλίο κλείνει με το διήγημα «Η Βίργκω της Ερημιάς και ο Μύθος του Μεταφορέα», με το οποίο η Κεσμέτη ξαναγυρνά στο φιλοσοφικό παραμύθι, σε ιστορίες μοναχικών και ευαίσθητων γυναικών, στη νοσταλγία, στον θρύλο, στην ιστορία, στην αγωνία της Βιρτζίνια Γούλφ, σε μιάν αχλή γοητείας και γυναικείας αβεβαιότητας για το αύριο, για το επέκεινα του κόσμου τούτου.
Η Αναστασία Κεσμέτη είναι ένα ιδιότυπο ταλέντο αφήγησης και προβληματισμού, γνώσεων και πιστεύων, που σε εισάγει με τον δικό της τρόπο από τα καθημερινά στα πιό αόρατα, με τρόπο πανούργο, ή ύπουλο, αν θέλετε, παίρνοντάς σε από οικεία, καθημερινά τοπία και καταδύοντάς σε, σε υπόγεια και λαβυρίνθους σκέψεων, όπου περιπλανιέσαι γοητευμένος μαζί της, χωρίς να είσαι σίγουρος ότι θα ξαναβρείς την έξοδο ή μια διέξοδο. Εκεί πιά χρειάζεται να επιστρατεύσεις όλες τις δικές σου συνατότητες.
-Αλέξης Ζήρας, λήμμα
σελ. 1082. Στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007
...........
"Υποβλητικές ιστορίες, με εντυπωσιακή ποιητική χρήση του αφηγηματικού χρόνου. Παρά την ισχυρή παρουσία του φανταστικού, ως στοιχείου που ενεδρεύει στις συμβατικότερες όψεις της ζωής, τα διηγήματα της Κ είναι αρχιτεκτονημένα με μεγάλη προσοχή, προβάλλοντας έμμεσα την άποψη ότι η συντακτική δομή δεν είναι ανεξάρτητη από το ύφος Έχοντας δημιουργήσει από τις αρχές του 1970 ένα σύμπαν ριζωμένο στις αναπλαστικές μνήμες των παιδικών χρόνων της, μας εισάγει σε έναν κόσμο επιφανειακά αποστασιοποιημένο από δραματικές, τραγικές ή αισθησιακές πρόσφατες εμπειρίες......"
-Αλέξης Ζήρας, Ελευθεροτυπία
10/11/2000. β/κη για «Μαγεμένο χώμα». εκδ. Κέδρος, σελ. 275.
Προσφύγων πάθη
Ένα γοητευτικό αμάλγαμα από οικογενειακές
εμπειρίες με φανταστικά στοιχεία.
Χωρίς να αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος της παραμυθητικής,
γοητευτικής περιπλάνησης στον κόσμο της προσφυγικής μετοικεσίας, η Νατάσα
Κεσμέτη με την παιγνιώδη διάθεσή της και το σπινθηροβόλο χιούμορ της οργανώνει
ένα καινούργιο αφηγηματικό σύμπαν.
Με την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων της, Η Βίργκω της ερημίας και τα κρυφά κελαϊδόνια (1996) η Νατάσα Κεσμέτη προαναγγέλλει σε ορισμένα από αυτά τον τύπο μιάς αφήγησης η οποία θα την απασχολήσει στα επόμενα χρόνια και θα αποτελέσει το βασικό κορμό του πρόσφατου βιβλίου της. Όχι ότι στις προηγούμενες συλλογές της δεν πρόστρεξε επικουρικά στην επινόηση, για να μπορέσει να αναβιώσει έναν κόσμο της περιφερειακής Αθήνας, με κοινές, μικρασιατικές γενεαλογικές ρίζες, έναν κόσμο αρκετά συμπαγή και αυτάρκη ίσαμε τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Όμως, εκεί το εμπειρικό και βιωματικό έδαφος της ήταν τόσο πλούσιο, ώστε η δημιουργός μνήμη να μη χρειάζεται ιδιαίτερη στήριξη από τη φαντασία. Οι αναγωγές στη ζωή και στα πάθη των προσφύγων γίνονται σχεδόν αυτόματα, πραγματογνωστικά, χωρίς να χρειάζονται τις περισσότερες φορές παρά ένα από τα άλλα εναύσματα για συνειρμούς που παρείχε μια συνεκτική, ακόμα, οικογενειακή και κοινοτική παράδοση.
Εξ αυτού, ίσως, και η αρχική προτίμηση της Κεσμέτη στη ρεαλιστική αναπαραστατική διαδικασία, μια τεχνική που ενισχυόταν από τις λεπτομερείς περιγραφές συνηθειών και γεγονότων, με πρωταγωνιστές πρόσωπα του γνώριμου ή, πάντως, του βιωματικά οικείου περιβάλλοντός της. Μάλιστα στα πρώτα αφηγηματικά βιβλία της, Τα 7 της Άρκτου (1972). Το αιώνιο ρολόι (1987), Κήπος περίφρακτος (1992, συνέβαινε να περνούν ορισμένα από αυτά τα πρόσωπα από διήγημα σε διήγημα, αναπαριστάνοντας έτσι όχι μόνο μια ανθρωπογεωγραφία των συνοικιών που χτίστηκαν προπολεμικά στις υπώρειες του Υμηττού, αλλά και ένα γενικότερο, παραμυθητικό σύμπαν εξιστορήσεων, θρύλων και μύθων του ελληνόδοξου κόσμου της Μικράς Ασίας, από όπου άντλησε για χρόνια τις αρχικές εμπνεύσεις της η συγγραφέας.
Με την πάροδο του χρόνου και όσο απομακρυνόταν από την κοίτη των παιδικών και νεανικών βιωμάτων της, άρχισε να επινοεί περισσότερο τον κόσμο των αφηγήσεών της, αντικαθιστώντας εν μέρει την «εξ αντικειμένου» περιγραφή με τη στοχαστική εκδίπλωση, και την παράθεση αναμνημονευμένων γεγονότων με την ενδοσκόπηση. Αναμφίβολα, αυτή η «στροφή» της Κεσμέτη προς τρόπους αφήγησης όπου είναι συχνότατες οι ωσμώσεις διαφορετικών χρόνων και όπου η ιστορία καθεαυτή είναι ισχνότατη-πολλές φορές ο πυρήνας της είναι μια εικόνα- δεν προέρχεται από την έλλειψη εναυσμάτων της μνήμης. Εξάλλου, έτσι ή αλλιώς, η κίνηση της αφηγηματικής ροής από τα πρώτα ακόμα βιβλία ήταν όπως και τώρα, διασταλτική. Σε μια συγγραφέα που ο ψυχοσωματικός παράγοντας-ή, με άλλα λόγια, το διακύβευμα της γνησιότητας και της άμεσης σχέσης του προσωπικού συναισθήματος με τον κόσμο της λογοτεχνίας-είχε ανέκαθεν σπουδαίο ρόλο, η μεταστροφή της ως προς τη θεματική των ιστοριών της νομίζω ότι δείχνει την αναζήτηση ενός άλλου οικείου περιβάλλοντος όπου θα αναπτυχθεί η φαντασία της.
Το διήγημα που έδωσε τον τίτλο στη Βίργκω της ερημίας και το «Φιγουρίνια στη σκιά της Ντάνκαν» από το Μαγεμένο χώμα είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της στροφής της Κεσμέτη προς έναν τύπο αφήγησης όπου συγκλίνει και συρρέει μια ποικιλία στοιχείων (σκέψεων, στοχασμών, εικόνων, διαλόγων) που διακρίνονται κυρίως για τη συμβολική διατύπωσή της, την αναπαραστατική αφαίρεση τους και την απόσπασή τους από το προηγούμενο γενεαλογικό σύμπαν του Κήπου περίφρακτου και των άλλων βιβλίων.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως του αφηγήματος «Η θεολογία των θόλων και των βρόγχων» (σ.σ. 75-97), η αφαίρεση γίνεται η κατευθυντήρια γραμμή της αναπαραστατικής τεχνικής, κατευθύνοντας τον αναγνώστη σε μια μυστικιστική αναγωγή προς το φανταστικό απόλυτο και ρίχνοντάς τον στην περιγραφή ιλιγγιωδών εμπειριών που εν τούτοις δεν του διαθέτουν στην κειμενική μορφή τους σημεία πρόσβασης. Στο Μαγεμένο χώμα, έτσι, όπως και σε μερικά διηγήματα των προηγούμενων βιβλίων, συστεγάζονται διαφορετικοί τύποι και διαφορετικοί τρόποι αφήγησης, πράγμα που κατά τεκμήριο είναι προοίμιο μιας συναίρεσής τους σ’ έναν άλλο τόπο και τρόπο αναπαραγωγής των πραγματογνωστικών και των φανταστικών στοιχείων που πηγάζουν από τη συγγραφική εμπειρία.
Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των διηγημάτων του Μαγεμένου χώματος ήδη προσανατολίζονται σ’ αυτόν το συγκλίνοντα τύπο ιστοριών, όπου χωρίς να αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος της παραμυθητικής, γοητευτικής περιπλάνησης, στον κόσμο της προσφυγικής μετοικεσίας, η Νατάσα Κεσμέτη με την παιγνιώδη διάθεσή της και το σπινθηροβόλο χιούμορ της οργανώνει ένα καινούργιο αφηγηματικό σύμπαν. Ας πούμε, αρχίζει τα πιο ολοκληρωμένα διηγήματά της με μια ενθύμηση «προσδιορισμένη» εμπειρική ή και ιστορικά, για να λοξοδρομήσει όμως σχεδόν αμέσως και, μέσω συνειρμών και μεταφορών, να της δώσει συμβολικές ή και αλληγορικές προεκτάσεις. Για να επανέλθει και πάλι στο γνώριμο πεδίο της και να ανασυνδεθεί με τον οικείο πατρογονικό κόσμο, ο οποίος είναι εύλογο ότι ολοένα και λιγότερο ανακαλείται ως πρωτογενής εμπειρία και ολοένα και περισσότερο επινοείται, μυθοποιημένος, από τη φαντασία της.
Και στην πρόσφατη αυτή συλλογή αφηγημάτων, όπως ήδη επισήμανα, η μέριμνα της Κεσμέτη για τη γλωσσική διαστρωμάτωσή τους είναι ιδιαίτερη. Το αφηγηματικό κείμενο είναι κυριολεκτικά διεμβολισμένο από πλάγια υφή και στιβάδες ομιλιών, δείχνοντάς μας ακόμη μία φορά το πόσο δομικής σημασίας είναι η γλωσσική επεξεργασία –ανάλογό της μόνο στον ποιητικό λόγο μπορούμε να βρούμε-όπως και η συνάλληλη αφηγηματική τεχνική. Εύστροφη, κινητική και λυρική η γραφή της, διατηρώντας καίρια τα συναισθηματικά της ευδιάκριτα κοιτάσματα, και επιπλέον υποβλητική, αφού σε σημαντικό βαθμό κρατάει τη μεταφορική ικανότητα του καταγωγικού, ποιητικού λόγου της (Αχ, να ‘μουν ρημαγμένος καφενές, 1974), αρκετά συχνά εντάσσει στη ροή της αφήγησης παραθέματα από ποιήματα, παροιμίες, ρητά, τα οποία παίζουν το ρόλο διακειμένων και προσανατολίζουν τη φαντασία του αναγνώστη σε γόνιμες συσχετίσεις και συνειρμούς.
Συγκεντρώνοντας λοιπόν τις βασικές μου παρατηρήσεις και επισημάνσεις, θα έλεγα ότι η συγγραφέας αναμιγνύει με μια ενδιάθετη ευφροσύνη, εμπειρικά δεδομένα της οικογενειακής της σάγκα με απολύτως φανταστικά στοιχεία, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα ιδιαίτερα γοητευτικό. Βέβαια η ισορροπία δεν επιτυγχάνεται πάντοτε και νομίζω ότι έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα όταν η Κεσμέτη κατορθώνει να γειώσει το ονειρικό της ιστορίας της από τη σφαίρα του στοχασμού και της ενόρασης, και να το συνδέσει με μια πραγματικότητα που της είναι περισσότερο αισθησιακή και γνώριμη. Όταν δηλαδή επιστρέφει από άλλους δρόμους, αναμφίβολα πιο δύσβατους από εκείνους των νεανικότερων διηγημάτων της, σ’ αυτό το σύμπαν της θερμογόνου εγκαρτέρησης που μας ενώνει άμεσα με τις σημαντικότερες όψεις της πεζογραφικής παράδοσής μας: από τον Παπαδιαμάντη και τους μεγάλους ηθογράφους του 1880, έως την Ιουλία Περσάκη, τον Γιώργο Ιωάννου και τον Τόλη Καζαντζή. Από αυτή την πλευρά, έχει τη σημασία του το γεγονός ότι οι μεταγενέστερες βιβλικές και πατρολογικές αναφορές της, που προέκυψαν μάλλον ως συνάγωγα μιας βαθύτατης αλλαγής των κοσμοθεωρητικών οριζόντων της, παρά το ότι φορτώνουν μερικές φορές υπερβολικά το νοηματικό πλαίσιο της αφήγησης, στην ουσία επικαλούνται την ίδια γυμνή αθωότητα και τον ίδιο απέριττο αισθησιασμό αυτής της παράδοσης.
-Παντελή Μπουκάλα, Η
Καθημερινή Τρίτη 11/1/2000, σ. 12, β/κη για «Μαγεμένο χώμα», εκδ. «Κέδρος»,
1999, σελ. 275.
«Τι ελπίζουν
λοιπόν οι λέξεις;»
Η μνήμη και η λογοτεχνία στα δώδεκα
διηγήματα του νέου βιβλίου της πεζογράφου Νατάσας Κεσμέτη «Μαγεμένο χώμα».
Το βιβλίο «Μαγεμένο χώμα» της Νατάσας Κεσμέτη (γενν. Στην Αθήνα το 1947) είναι το δεύτερο της πρόσφατης ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής, μετά το μυθιστόρημα «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε» της Νίκης Αναστασέα, που χρησιμοποιεί ως τίτλο του στίχο της Έμιλυ Ντίκινσον. Υπό τη σκέπη της σπουδαίας Αμερικανίδας λυρικής ποιήτριας του 19ου αιώνα, η Ελληνίδα διηγηματογράφος, σε τούτο το έβδομο βιβλίο της σκαλίζει και ξανασκαλίζει το «μαγεμένο χώμα» της εντελώς προσωπικής της μνήμης («πρωτεύουσα» της οποίας εμφανίζεται, και εδώ, η Κωνσταντινούπολη) αλλά και της μνήμης που έχει «δεσμευτεί» και καταγράφει σε λογοτεχνήματα διαφόρων εποχών και γλωσσών.
Χωρίς να καθυστερεί ιδιαίτερα στην πλοκή ή στην τελείωση χαρακτήρων, και χωρίς να αποδέχεται, ούτε καν σαν σύμβαση, τη διαφορά «ζωής και λογοτεχνίας», μυθοπλασίας και (αυτό) βιογραφικού πραγματισμού, η συγγραφέας επιχειρεί να συζεύξει τις δύο ηπείρους, ενεργώντας κατά πρόγραμμα πολυσυλλεκτικά. Η τάση της αυτή αποτυπώνεται τόσο στο περιεχόμενο των φράσεών της, όπου συμπλέκεται το νατουραλιστικό με το παραμυθένιο, το ευθύγραμμο με το εσκεμμένα χαοτικό και το τυπικά αφηγηματικό με το έκδηλα πολιτικό ή πολιτικολογικό (κάποιες περίοδοί της έχουν τον τόνο μπροσούρας μάλλον παρά οικείου διηγήματος), καθώς και με το θεολογικό, όσο και στη γλώσσα της, όπου συνυπάρχει το «τέλεψε», πχ. με το «ρέπουσα, αμφιρρέπουσα, προσπίπτουσα, εγκύπτουσα, συγκύπτουσα, ή το «βρυχόταν» με το «εβρυχάτο».
Επί παραδείγματι, σε μία από τις πολλές περιπτώσεις όπου η συγγραφέας, κατά το νεοτερικό έθος, εμφανίζεται να μιλάει (προς εαυτόν ή προς τον εγκαλούμενο αναγνώστη) δίχως να καταφεύγει σε κάποια περσόνα, απευθύνεται ευθέως το ερώτημά της σε κάποιαν άλλη Έμιλυ, την Μπροντέ, αλλού κάποιος ήρωας, αντί άλλης περιγραφής του, συσχετίζεται και εξισώνεται με τον ήρωα κάποιου δημοσιευμένου διηγήματος ενός λογοτέχνη που υποδηλώνεται με το αρχικό του ή πάλι απέρχεται «σαν άλλος παπαδιαμαντικός ήρωας», σε άλλη σελίδα ο Τσέχοφ συνυπάρχει με τον Ντοστογιέφσκι, στίχοι Νεοελλήνων ποιητών σφηνώνονται στο κείμενο(και ταυτίζονται από τη συγγραφέα στις Υποσημειώσεις που παραθέτει μετά τα δώδεκα διηγήματά της, γραμμένα στην εικοσαετία 1979-1999), η φυματίωση θυμίζει, τι άλλο, τον Τόμας Μαν και το Μαγικό βουνό του, γενικά οι άνθρωποι εμφανίζονται «καμωμένοι από τα υλικά της λογοτεχνίας».
Όλα (ή σχεδόν) έχουν την-ενδοκειμενική-εξήγησή τους: «Να ζεις για να γράφεις ιστορίες, όχι να ζεις… ως να γράφεις ιστορίες» προτρέπει τη συγγραφέα ένα από τα πρόσωπά της, η Τόρια (το «καθόλου τυχαίο» όνομά της οποίας παραδίδεται ως καταγόμενο από το “His-toria” και το “Hers-toria”), εκείνη όμως, καθώς επιλέγει το διήγημα «Φιγουρίνια στη σκιά της Ντάνκαν» συνοψίζει τη δική της «ποιητική»: «Μη γίνεις ποτέ πολύ διαυγής. Μη χαλάς το αίνιγμα, μη βρίσκεις ποτέ την έξοδο απ’ το Λαβύρινθο. (…) Μην αφαιρείς όλα τα πέπλα. Κοίταξε τι παθαίνουνε οι σύγχρονες ανόητες με τη μανία τους να γίνουνε πολύ πραγματικές . Όσο για τα διδάγματα, τις κατακλείδες… άσ’ τες στους άνδρες συγγραφείς ή μάλλον τεχνοκράτες της αφήγησης-ρακοσυλλέκτες μ’ άλλα λόγια και ματάκηδες, φτηνές δουλειές: μικροαπατεώνες με το νου στην τσέπη τους, και τόσο μόνο!».
Η «σκιά της Ντάνκαν» του προαναφερθέντος διηγήματος δεν είναι η μοναδική του βιβλίου’ το αντίθετο: τις σελίδες του τις καταλαμβάνει μια μεγάλη παρέα που την απαρτίζουν ίσκιοι. Αγαπημένοι ίσκιοι (σύμφωνα με τα κεφαλαία αρχικά που τα συνηθίζει η συγγραφέας, όπως και τις αραιογραφημένες ή πλαγιογραφημένες λέξεις, επιδιώκοντας ίσως την εικαστική ανάδειξη των γραφομένων της και πιθανόν κατά το αφηγηματικό πρότυπο του Ρένου Αποστολίδη, ο οποίος ανήκει στους συγγραφείς που η Κεσμέτη τους τιμά με ρητές ή πλάγιες αναφορές σ’ αυτήν την ανάδειξη, πολύ λίγο πιστεύω συμβάλλει η συχνή χρήση των αποσιωπητικών που δεν νομιμοποιείται πάντοτε, ιδίως όταν ανακόπτει την ίδια την ανάσα της ανάγνωσης, πχ. «εμείς κι… εσείς», ή εμφανίζεται να διαδηλώνει ένα χιούμορ που αξιώνεται όταν μένει σιωπηλό και εσωτερικό). Ίσκιοι φίλων και συγγενών (οι τόσες θείες, σαν τις γερόντισσες που κλώθουν πικρά παραμύθια), ίσκιοι πόλεων και τόπων, ίσκιοι σπιτιών, ίσκιοι θεών, ίσκιοι λογοτεχνικών προσώπων-ένα επίμονο «θυμάσαι;». Η γραφή, εντολοδόχος της μνήμης αλλ’ όχι σκλάβα της, αναλαμβάνει να τους ξαναδώσει αίμα και λόγο, να τους προσφέρει μιαν επισφαλή ανάσταση, έναν νόστο-κι ας δηλώνεται ευθέως πως «ο νόστος είναι νόσος» σε ένα από τα λογοπαίγνια που η Κεσμέτη δείχνει να τα εμπιστεύεται ανεπιφύλακτα, όπως άλλωστε και τις σχεδόν συνωνυμικές επαναλήψεις λέξεων (κι ας βαρυφορτώνει έτσι ιδιαίτερα το λόγο της), πεπεισμένη πιθανόν από την ίδια της την απόφανση πως «οι λέξεις δεν χωρατεύουν αλλά και δεν επαρκούν».
Τα κείμενα της Κεσμέτη, λοιπόν, δοκιμάζουν σταθερά ν’ ανοίξουν έναν δίαυλο αμφίδρομης ροής ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, οι περιοχές των οποίων δεν εκτείνονται διακριτές και σαφώς χωρισμένες, με τείχη υψηλά, παρά συνάπτονται στενά ή και συγχέονται. Εμφανίζονται έτσι σαν αποδείξεις μιας περί της γραφής έμμονης αντίληψης, αρκετές από τις οποίες είναι ισχυρές και πρωτότυπες, ορισμένες πάντως εκτίθενται σαν απλές επαναληπτικές ασκήσεις ή σαν επαληθεύσεις ενός κεκτημένου τρόπου: στη δεύτερη περίπτωση η ισορροπία απειλείται από την υπερβολή και η ιθαγένεια από τον ετεροπροσδιορισμό.
Η Κεσμέτη, που γνωρίζει τα όρια της λογοτεχνίας («τι ελπίζουν λοιπόν οι λέξεις;» αναρωτιέται μόλις στην τέταρτη σελίδα του βιβλίου) ξέρει να μαστορεύει και να ξετυλίγει ιστορίες, κι όταν αποφασίζει να οικονομήσει την ευφράδειά της και να εντάξει σε σχέδιο τις εκδρομές των συνειρμών της, η τέχνη της προσφέρει ικανή τέρψη. Πιστεύω λοιπόν ότι και η γραφή και η ανάγνωση θα έβγαιναν περισσότερο κερδισμένες αν η συγγραφέας πειθαρχούσε αυστηρότερα στους όρους που διαφοροποιούν τη λογοτεχνική αφήγηση από την έκθεση οικολογικής, θεολογικής ή άλλης φύσεως ιδεών, καθώς επίσης και αν εμπιστευόταν σαφέστερα την καθαυτό αφηγηματική περιουσία της (τις «βερικοκένιες λέξεις» των θειάδων της, λόγου χάρη) και μείωνε τα δάνειά της από την τράπεζα της λογοτεχνίας, που τείνουν να μετατρέψουν κάποια μέρη του γραπτού της σε ένα υφαντό όπου δεν είναι πάντα σαφή) τα σχέδια και ζωηρά τα χρώματα. Το γράψιμό της έχει άρωμα, το άρωμα της έμπειρης ευαισθησίας, μπορεί λοιπόν να λειτουργήσει αυθύπαρκτο, δίχως τις τόσες διαδρομές σε ήδη λογοτεχνικά καλλιεργημένες περιοχές.
-Χρίστος
Παπαγεωργίου, Η Κυριακάτικη Αυγή 17/4/1993, σ.16 β/κη για «Κήπος περίφρακτος»
Διηγήματα, εκδόσεις «ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ»
Διηγήματα της ψυχής
Μια θαυμάσια και ξεχειλισμένη από
μεράκι έκδοση, που προκαλεί με την αισθητική της εμφάνιση και με τη σεμνότητα
της συγγραφέως της, αποτελεί το βιβλίο της Νατάσας Κεσμέτη «Κήπος περίφρακτος»
Πρίν από κάθε κριτική αξιολόγηση που μπορεί να είναι απόλυτα θετική, θετική με κάποιες ενστάσεις ή ολοκληρωτική αρνητική, ενός βιβλίου που περιλαμβάνει μόλις οκτώ ολιγοσέλιδα διηγήματα όντως της ψυχής, οφείλει κανείς να λάβει υπόψη του διάφορα πράγματα που έχουν σχέση λιγότερο με την ίδια την συλλογή και περισσότερο με την εν γένει φιλοσοφία που τη διαπερνά: έτσι η θαυμάσια, ξεχειλισμένη από μεράκι, έκδοση που προκαλεί με την αισθητική της εμφάνιση, το περιθωριακό και γι’ αυτό ανίσχυρο να μπει για καλά εμπορικό παιχνίδι εκδοτικό πρότυπο, η σεμνότατη παρουσία της συγγραφέως στο χώρο της λογοτεχνικής κοινότητας, όπου όσοι γράφουν, έχουν την εντύπωση ότι διαφέρουν από τους κοινούς θνητούς απορρίπτοντας κάθε αντίθετη άποψη, και τέλος η καταπληκτική θεματολογία που υφαίνεται από μια γλώσσα του παρελθόντος, θα λέγαμε «παλιακιά», είναι στοιχεία που προσδίδουν αυτό, τον κατά κάποιο, τρόπο ξεχασμένο, νόημα των καιρών που παρήλθαν. Γιατί, πράγματι, ο μύθος, οι πρωταγωνιστές, οι ήρωες, το σκηνικό, η ατμόσφαιρα με δυό λόγια το έργο τέχνης που κρύβεται κάτω από τον επίσης παρελθοντολογικό τίτλο «Κήπος περίφρακτος», δηλαδή όλα έχουν μια εξαίσια δυναμική, που αφαιρούν κάθε σκέψη διαφορετικής αντιμετώπισης από εκείνη που πραγματικά αξίζει και που είναι διαρκώς επαναλαμβανόμενη και διαχρονική, δηλαδή θετικά οικεία και σαφώς καλόπιστα αποδεκτή.
Οκτώ διηγήματα, λοιπόν, μετουσιωμένα από ερεθίσματα που έχουν τη βάση τους-αν και η λέξη «βάση» δεν ανταποκρίνεται τόσο στην αλήθεια που κρύβουν, μια και η δωρική δομή τους «στηρίζεται» σε άναρχα μέσα-σε εποχές όπου με πολύ μεγάλη δυσκολία μπορεί κανείς να διακρίνει το λογικό από το παράλογο, το εφικτό από το ανέφικτο, τη χαρά από τη λύπη, σε τελευταία ανάλυση, τη διαδρομή μέσα στον τόπο και χρόνο από την προσωπική παράμετρο που είναι ακαριαία παρούσα. Μπροστά στις λεπτομέρειες που παγιδεύουν κάθε νόημα συναισθηματικό, δίπλα στο καλοδουλεμένο υλικό που μας παραδίδεται σχεδόν άρτιο, κοντά στην πληθώρα των καλλωπιστικών στοιχείων που μας αφοπλίζουν, για να μην πω μας κόβουν την ανάσα με την αληθοφάνειά τους, χωρίς τίποτε το υπερβολικό, το απίστευτο, το εγκεφαλικό, το βιβλίο «Κήπος περίφρακτος» της Νατάσας Κεσμέτη διδάσκει σύγχρονο λόγο και τεχνική διηγήματος. Σε καμιά περίπτωση η διαφάνεια των προθέσεων της συγγραφέως και η προσωπική της τόλμη, ακόμη και σε λημέρια όπου ευόδωσαν οι μεγάλοι του είδους Έλληνες και ξένοι, δεν διαψεύδεται, δεν χάνει τον ιστό που τη συνδέει με τον καμβά της τέχνης, δεν χάνει την αυτοκυριαρχία της ή το ρεαλισμό, που έρχεται όμως καλυμμένος από ένα σωρό απόκοσμο, ψυχικά ναρκοπέδια, με λίγα λόγια δεν εκλιπαρεί την ανάγνωση αλλά την επιζητεί με όλη τη δύναμη που η καλοστημένη και αδιάκριτη προσωπική μας αντιέπαρση προσδοκά. Και, γι’ αυτό, αν σκεφτούμε πως πολλά καλά βιβλία χάνονται στην ανωνυμία και στις αποθήκες των εκδοτών κάτω από το βάρος αμφίβολων μπεστ σέλερ, ο «Κήπος περίφρακτος» κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητος, έτσι που ποτέ δεν θα χαρίσει τις σπάνιες στιγμές του, παρά μόνο σ’ εκείνους τους ελάχιστους που εξακολουθούν, να ψάχνουν αδιαφορώντας για το μέγεθος των ονομάτων.
Ενώ η θεματολογία έχει, όπως είπαμε, όλη τη δροσιά που ένα παρελθόν αφιλοκερδώς προσφέρει σε συγγραφείς με μεγάλο ταλέντο και αναγνώστες της γλωσσικής τεχνικής και ταυτόχρονα θα μπορούσε να πει κανείς χαρακτηρίζεται ενιαία, προσωπικά θέλω να σταθώ σε δύο διηγήματα, το «καλύτερο» και το «λιγότερο καλό» της συγκεκριμένης συλλογής για δύο λόγους: πρώτον, γιατί είναι πιο πρόσφατα, με μια διαφορά από τα υπόλοιπα τεσσάρων ή πέντε χρόνων και, δεύτερον, γιατί αυτά κλείνουν το βιβλίο αφήνοντας γεύσεις περίεργες και δυσπρόσιτες. Τα διηγήματα αυτά είναι «διαγωνισμός: ιδανική γυναίκα», όπου η Νατάσα Κεσμέτη προκαλεί τη γυναικεία της φύση και θέση, γράφοντας όπως «Μια γυναίκα συγγραφέας»’ ενώ μέχρι το σημείο εκείνο ο οδυνηρός και άρα σύγχρονος λόγος επισκιάζει καθετί που έχει σχέση με φύλο και λογοτεχνίες φύλων, έτσι ώστε η πρώτη ματιά να χαρακτηρίζεται «πρόχειρη» και να απαιτείται μια δεύτερη για να εξαγάγει κανείς τα συμπεράσματά του, που ασφαλώς δεν είναι τα πιο ελπιδοφόρα. Στο άλλο διήγημα, που είναι και το τελευταίο, με τίτλο «ο δύτης του περιβολιού», αριστουργηματικά μεταφέρει όλο το βάρος της τεχνικής ενός κειμένου αμφιβόλως προσεγγίσιμου, άρα και πιο συναρπαστικού. «Ο δύτης του περιβολιού», διήγημα, που γλωσσικά και ψυχικά σε τέλεια μυθοπλαστική ερμηνεία και αρμονία, συμπεριλαμβάνεται σε ότι το καλύτερο δόθηκε σ’ αυτόν τον τομέα, σηματοδοτώντας μια οικουμενική και συνάμα αδιαφιλονίκητη γοητεία, που μέσα στα λεπτά της ανάγνωσης μας μεταφέρει σε κόσμους άγνωστους και παράξενους, με μια δραματική λογική υπεκφυγή, που υφέρπει τόσο στο ερέθισμα που την κέντρισε όσο και στην τροπή που αυτή εξέλαβε.
Δεν μπορώ να ξέρω την απήχηση που ένα τέτοιο έργο, όπως ο «Κήπος περίφρακτος», μπορεί να έχει στο σημερινό αναγνωστικό κοινό, αλλά για να διαφοροποιήσουμε τελείως αυτό που είπαμε παραπάνω, υπάρχει και η άποψη πως τα καλά βιβλία όχι μόνο δεν χάνονται, αλλά διαδίδουν ιδέες που είναι τόσο κοντά μας, που αρκεί να απλώσουμε το χέρι για να τις αγγίξουμε. Η Νατάσα Κεσμέτη σε καμιά περίπτωση δεν θα μείνει εδώ. Είμαι σίγουρος. Το μέλλον είναι κάτι που της ανήκει, αφού διαθέτει σπάνια και παράτολμα λογοτεχνικά εφόδια.
-Χρίστος
Παπαγεωργίου, Η Κυριακάτικη Αυγή 6/4/1997, σ. 43. β/κη για «Η Βίργκω της
Ερημίας και τα Κρυφά Κελαϊδόνια» Διηγήματα 1973-1996, Αθήνα 1996, εκδ. Νεφέλη
Συνειδησιακό ορμητήριο
Το γεγονός ότι η περίπτωση της διηγηματογράφου Νατάσας Κεσμέτη δεν έχει ερευνηθεί, παρουσιαστεί και αφομοιωθεί μέχρι σήμερα επαρκώς από την κριτική και τους αναγνώστες θέτει ευθύς εξ αρχής ένα σημαντικό ερώτημα και μια αλυσίδα αποριών που έπονται, έτσι ώστε ξεκινάμε από εδώ τη δύσκολη και δυσπρόσιτη αναφορά μας, σ’ αυτή. Γιατί λοιπόν τα διηγήματα της συγκεκριμένης συγγραφέως δεν ολοκληρώνουν το ταξίδι και τον προορισμό τους, δεν φτάνουν στον πολύ κόσμο, δεν συζητιούνται ευρέως, δεν πυροδοτούν αντεγκλήσεις, δεν δημιουργούν κύματα σε ένα λογοτεχνικό τοπίο μάλλον υποβαθμισμένο, παρ’ ότι η ποιότητά τους αγγίζει σε πολλές στιγμές το μυαλό και τη σπονδυλική του στήλη; Στη συνέχεια, τι φταίει γι’ αυτή τη μη αποδοχή και παραδοχή της εργασίας της τόσο από το αναγνωστικό κοινό όσο επίσης και από τις ειδικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών που ασχολούνται σοβαρά με τη λογοτεχνία; Είναι τα θέματά της παρηκμασμένα; Ο τρόπος εκφοράς μήπως μας πάει πολύ πίσω; Μήπως αυτή η καταμέτωπη επίθεση ερεθισμάτων και εμπνεύσεων τρομάζει τον αναγνώστη; Μήπως μιλάμε για πεζογραφική οπισθοδρόμηση, για αφηγηματική αντι-προοδευτικότητα, για παράθεση ολοκληρωτική; Ή μήπως εδώ δεν συντελείται η προσδοκώμενη ταύτιση ποιότητας και εμπορικότητας που συναντάμε στις δουλειές άλλων ομοτέχνων και η χαρά όλων είναι μεγάλη, γιατί ένα καλό βιβλίο βρίσκει φανατικούς οπαδούς και φίλους που το διαδίδουν με κάθε τρόπο.
Κι αν είναι έτσι-που έτσι είναι- γιατί η χαμηλόφωνη στις αντιδράσεις Νατάσα Κεσμέτη κρατά όλο της το συνειδησιακό ορμητήριο κλεισμένο στους τέσσερεις τοίχους του γραφείου της και δεν το αφήνει ελεύθερο, ώστε να γίνουμε αποδέκτες στο εκατό τοις εκατό της πλουσιοπάροχης και ασφαλώς γοητευτικά πλήρους από συγκινήσεις προσφοράς της;
Θα δώσουμε απαντήσεις όπου υπάρχουν, αναλύοντας ταυτόχρονα το έργο με όση ευχέρεια το ίδιο περιέχει. Πράγματι, η Νατάσα Κεσμέτη είναι μια ιδιόμορφη παρουσία στην ελληνική πεζογραφία, γράφει εσωτερικά και αφήνεται σε σκόπιμους παραλληλισμούς, είναι ουσιαστικά ενταγμένη σε ένα σύνολο προτάσεων διαμετρικών και βγαίνει από αυτή τη διαδικασία γεμάτη από υψηλών προδιαγραφών εμφάνιση και θεωρητικά και φιλοσοφικά. Από αυτή την άποψη τα πονήματά της έχουν και λογική αλλά και θέση σε μια μελλοντική ιστορία της λογοτεχνίας, άρα ο καλόπιστος δέκτης οφείλει να υπερφαλαγγίσει τις δυσκολίες που παρουσιάζονται με τη βαθιά προσήλωση στο χθες, όπως αυτό κι αν ερμηνεύεται, με περαιτέρω απόκτηση γνώσεων και κατά επέκταση έρευνας από μεριάς του. Το ταξίδι λοιπόν γίνεται, ο προορισμός είναι δεδομένος, τώρα αν οι επιβάτες του οχήματος είναι σε αριθμό περιορισμένοι αυτό δεν σημαίνει πως η προσπάθεια πρέπει να κάνει πίσω, έστω και στην παραμικρή της λεπτομέρεια. Γιατί η Νατάσα Κεσμέτη είναι αληθινά μια συγγραφέας που η ογκώδης λογοτεχνική της γραφή παρασύρει σε τόπους και χρόνους απροσδιόριστους, σε μύθους υπερβατικούς και ονειρικούς, αλλά παράλληλα, σε άλλες στιγμές, σε κόσμους ρεαλιστικούς, καθημερινούς, οικείους και μαγικούς. Άρα το ότι δεν συνταράσσει εποικοδομητικά τα σύγχρονα λογοτεχνικά πράγματα στη χώρα μας, πρέπει να το ομολογήσουμε, αυτό οφείλεται στην έλλειψη από πλευράς της κάθε δυνατής πρότασης για περιδιάβαση στο σώμα κάποιων εμπνεύσεων που ενσαρκώθηκαν τη μεγάλη τιμή να αποτελούν τμήμα της ψυχοσύνθεσης, του χαρακτήρα και εν γένει της συνείδησής της. Τα εμπόδια που υψώνονται είναι πολλές φορές αδύνατο να υπερπηδηθούν, έστω κι αν ένας προσεκτικός αναγνώστης της ψυχής της βρίσκει τον τρόπο να τα ενστερνιστεί σαν συνισταμένες ενός ιδιότυπου οράματος για τη ζωή και την τέχνη.
Μια άλλη παράμετρος που πρέπει να προσεχθεί στο έργο της Κεσμέτη είναι εκείνη που αφορά την εντολή, η οποία έχει πάντα βάση βιωματική, και το αποτέλεσμα, που πάντα ή σχεδόν πάντα ξεφεύγει, χωρίς να ανατρέπει τα πλαίσια συγγραφής σε χώρους που μόνο η καθοδηγητική της παραδοσιακής τεχνική οσμίζεται, αιχμαλωτίζει και καταλαμβάνει. Έτσι λοιπόν τα θέματα είναι σύγχρονα ως προς το πρώτο σκέλος, ενώ στη συνέχεια και κατά την ώρα της δημιουργίας γίνονται-για πολλούς- μάλλον εφαπτόμενα σε προσπάθειες συγγραφέων των αρχών του αιώνα. Σ’ αυτό συγκλίνει-και δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς-και ο τρόπος παράθεσης, αρκούντως βαρύς και δυσανάλογος, ενίοτε, με το εύρος του ερεθίσματος. Σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν έχουμε επαναφορά σε πρότυπα ξεπερασμένα, το σίγουρο όμως είναι πως η σημερινή εποχή δεν ενδείκνυται για τέτοιου είδους αφηγηματικές εκπομπές. Ταυτόχρονα δε κανείς- πολύ δε περισσότερο η κριτική- δεν έχει δικαίωμα γι’ αυτή την αιτία είτε αποσιώπησης της συγκεκριμένης δοκιμής είτε παροχής συμβουλών σε μια δημιουργό ολοκληρωμένη και συστηματικά παρούσα τα τελευταία χρόνια στο λογοτεχνικό στίβο, με τις καταπληκτικές της ηθογραφικές και παραλλαγμένες δραματικές περιπλανήσεις.
Το βιβλίο «Η Βίργκω της Ερημίας και τα κρυφά κελαϊδόνια», όπως και τα προηγούμενα της Νατάσας Κεσμέτη, επιζητούν τη βεβαιότητα της συμμετοχής και ανατρέχουν στην απρόσμενη παραδοξολογία των εννοιών: Η θρησκευτικότητα που το διακρίνει ίσως απαντά σε μορφές λόγου, αν όχι παρωχημένου, σίγουρα αναποτελεσματικού. Έτσι που κάποιες φορές και όταν η εξιχνίαση μιας απόπειρας πεζογραφικής μένει κάπου κλειστή, αυτό να φανερώνει πως όλες οι υπερβάσεις είναι θεμιτές.
-Χρίστος
Παπαγεωργίου, Η Κυριακάτικη Αυγή 13/2/2000, σ.41, β/κη για «Μαγεμένο χώμα»,
διηγήματα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος 1999, σ. 275
Λεξιθηρίας
λαγνεία
Αμηχανία που διαχέεται, σαν ανασταλτικός παράγοντας ψυχαγωγικής εκδοχής, μετά το κλείσιμο κάθε νέου βιβλίου της Νατάσας Κεσμέτη δεν αφορά βέβαια ούτε τη δυναμική εκπομπής μηνυμάτων- η οποία ούτως ή άλλως είναι από ομιχλώδης έως γνωσιολογικά άτακτη-ούτε την ακρίβεια του κριτικού σχολιασμού-ο οποίος πραγματώνεται κάτω από συνθήκες το λιγότερο ειδικές. Αφορά τη δρομολογημένη στάση της συγγραφέως, μέσω του έργου της, τόσο απέναντι στο αναγνωστικό κοινό όσο και απέναντι στην ίδια την τέχνη του λόγου, μια στάση που δίχως άλλο σπαταλιέται, από τις θετικότερες προσκομίσεις έως τις εντελώς «αρνητικές» παραμέτρους, από τις ικανότατες και υψηλού διαμετρήματος εκτοξεύσεις ψυχής έως αδιάφορες σελίδες μιας πεπαλαιωμένης γραφής, η οποία ούτε σε εκείνους τους ξεχασμένους καιρούς θα λειτουργούσε. Δεν θα διατρέξω τη συλλογή ως λογιστής, μετρώντας θετικά και αρνητικά, αλλά ως αναγνώστης, ο οποίος διαβάζει τέτοια έργα στο γραφείο του και όχι στο κρεβάτι λίγο πριν κοιμηθεί.
Ένα σημείο που αξίζει τον κόπο ν’ αναλυθεί στην πεζογραφία της Κεσμέτη έχει να κάνει με την αδιαπραγμάτευτη θέση της γύρω από το είδος, την τεχνική, την εκφορά, τη θεματολογία, την πνοή, το χρώμα, τη φιλοσοφία, όλων εν τέλει των στοιχείων που συνθέτουν τη σύγχρονη λογοτεχνία.
Εδώ στ’ αλήθεια και προ ουδενός οφέλους, πολύ δε περισσότερο εμπορικού, δεν οπισθοχωρεί ούτε βήμα, καθώς έχοντας κατακτήσει μετά από προσπάθειες το προσωπικό της στυλ, θεωρεί δεδομένη την ατομική της συμβολή στα γράμματα, έστω και αν οι αναφορές στην τέχνη της είναι πάντα υπερβολικά περιθωριακές. Και παρακάτω, επιμένει, με όλη τη σοβαρότητα που τη διακρίνει σαν συγγραφέα, να χειρίζεται θέματα που λίγο ή καθόλου απέχουν από θεολογικές παρορμήσεις-που προκαλούν ποικίλες αντιδράσεις όχι τόσο γι’ αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενό τους όσο για το βάθος ενός λογοτεχνικού είναι- αφετέρου, σχεδόν λεξιθηρικά και σε ατμόσφαιρα λεξιλαγνείας, κατασκευάζει μύθους δύσκαμπτους, δυσκίνητους και άτονους, με μια λογοτεχνική μανιέρα που ασφαλώς προβληματίζει. Αφού είναι δεδομένη η εποχική γραμματολογική ένδεια και ως εκ τούτου η πρόσβαση μόνο σε ό,τι θεωρείται-και συνήθως είναι-εύκολο. Με αυτή τη λογική η εντελώς άναρχη πεζογραφική παράθεση, ακόμα και εκείνων των σκέψεων που πρέπει να τυπωθούν ανοιχτά, ακόμη και των δανείων ή των γνώσεων που αποκομίστηκαν στη διάρκεια ευρέων διαβασμάτων, πνίγει τα κείμενα, καθώς η σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν ομιλούσα γραφή θα έπρεπε να παραδίδει κώδικες επικοινωνίας, θα έπρεπε να ολοκληρώνει απόψεις και όχι να διευρύνει το χάος, θα έπρεπε να «απαθανατίζει» τον ήρωα και όχι να τον «ανασταίνει». Ασφαλώς και ο συγγραφέας ιστοριών με πεζά χαρακτηριστικά δεν είναι δωμάτιο σε κοινή θέα, αφού οφείλει να κρύβει κάτι στα γραπτά του για τη φαντασία του αναγνώστη, το γεγονός όμως παραμένει, καθώς αυτού του τελευταίου πρέπει να του δοθεί τουλάχιστον ένας μεγεθυντικός φακός.
Ένα άλλο σημείο συντηρητικής πρόθεσης έχει να κάνει με την ιδεολογία αυτών των διηγημάτων-τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τα περισσότερα άρχισαν να γράφονται στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ολοκληρώθηκαν πρίν λίγα χρόνια-δηλαδή αυτό που κουβαλάνε και το εναποθέτουν στο μυαλό και στην ψυχή όλων των ανθρώπων που θα τα μελετήσουν. Τι έχουμε λοιπόν εδώ: Μια συγγραφέα η οποία όχι απλώς αναπολεί ένα υπέρτατο ον, όπως το ορίζει η πίστη μας, αλλά, επιπλέον, γνωρίζοντας κυριολεκτικώς τους τύπους και τους θεσμούς που το υπηρετούν-πατέρες, μονές, γραφές, εσωτερικά ναών, «κύκλοι», εκκλησιαστικά έντυπα-με δυό λόγια μια γυναίκα θρησκευόμενη που γράφει, ουσιαστικά και παρά τον εντελώς προσωπικό χαρακτήρα των κειμένων της, ωθεί προς μια κατεύθυνση ιδεολογικής σύγχυσης, με κάτι στερούμενο οποιασδήποτε αλήθειας. Και ως εδώ καλά.
Η κατάληξη όμως, ακόμη κι αν τα πονήματά της Κεσμέτη διακρίνονται από αισθαντικότητα, ειλικρίνεια, λεπτότητα, ευγένεια, καλλιέργεια και έμπνευση, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπόρα, για τον απλούστατο λόγο πως παρασέρνει τον αναγνώστη σε κόσμους, τόπους ή προτάσεις μιας μεταφυσικής ηθικής, που εκ των πραγμάτων ακολουθεί ιδεαλιστικές, πατερναλιστικές και παγανιστικές λεωφόρους, που ίσως δεν αποτελούν και ό,τι καλύτερο για μια λογοτεχνία αξιώσεων.
Το «Μαγεμένο χώμα», συλλογή διηγημάτων μιας συναισθηματικής και ψυχότροπης έκφρασης, της γνωστής συγγραφέως Νατάσας Κεσμέτη, δίνεται ως σοβαρότατο έναυσμα ακόμη και για κοινή προβληματική, πάνω τόσο στα θέματα που εγείρει και ερευνά σε βάθος όσο και στο ρόλο που η τέχνη του γραπτού λόγου οφείλει να παίζει στις μέρες μας. Κι αν δεχτούμε πως παραπέμπει σε άλλες εποχές, η εξίσωση μας τροφοδοτεί μεν με την ποιότητα όχι όμως και με την προσδοκώμενη, από τους συγγραφείς, αναγνωστική ταύτιση.
-Ηλίας Χ.
Παπαδημητρακόπουλος, περ. Αντί τχ. 715/9-6-2000, σ.60 β/κη για «Μαγεμένο Χώμα».
εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999
Σύναξη μύθων και ψυχών
Η Νατάσα Κεσμέτη συμπληρώνει ήδη εικοσιοκτώ χρόνια στον λογοτεχνικό στίβο: από το 1972 έως σήμερα έχει δημοσιεύσει έξι συλλογές διηγημάτων και ενδιαμέσως (το 1974) μιά συλλογή με ποιήματα.
Αναδιφώντας το πλούσιο έργο της Κεσμέτης, δεν μπόρεσα να μην επισημάνω την συχνότατη χρήση ποιημάτων, τα οποία και προτάσσονται των πεζών, εν είδει μόττο. Είναι χαρακτηριστική η επιλογή των ποιητών-κυρίως γυναικών. Πρόκειται για την Ζέφη Δαράκη, την Ζωή Καρέλλη, την Βικτωρία Θεοδώρου, την Όλγα Βότση, την Μαρία Σερβάκη, την Αγγελική Αδάμ,-αλλά και τον Τάσσο Παππά, τον Κώστα Τσιρόπουλο, τον Κάλβο κ. ά., δεν λείπουν παραθέματα από τους Ψαλμούς.
Νομίζω ό το κλίμα, μέσα στο οποίο κινήθηκε όλα αυτά τα χρόνια η Νατάσα Κεσμέτη, καθώς και τον χώρο, πού σφραγίζει την προσφορά της, μπορεί κανείς να τα ανιχνεύσει (και να τα απολαύσει) στο σημαδιακό βιβλίο της του 1996 Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια.
Θα προσπαθήσω να μεταφέρω από εκεί την ατμόσφαιρα και το πνεύμα 2-3 εξαίρετων (και άκρως καθοριστικών) διηγημάτων: με εντυπωσιάζει, πχ., στο «Το Συγγενικό Στοιχείο» η περιγραφή ενός ολόκληρου σογιού από την Ανατολία-την Καππαδοκία, την Σινασσό. Ανασταίνεται, κυριολεκτικά, ένας χαμένος κόσμος, αρχέγονος, πατριαρχικός, αλλά εν ταυτώ διαλυόμενος, προσαρμοζόμενος προοδευτικά στα νέα ήθη. Το μεταφυσικό στοιχείο (πού παρακολουθεί κατά πόδας την Κεσμέτη, σχεδόν την καταδιώκει), βρίσκει σε αυτό το διήγημα κορυφαίες στιγμές, όπως όταν, π.χ., παιδί, σε ένα έρημο κήπο, βλέπει έναν άγνωστο λουλούδι, που έκτοτε ουδέποτε θα ξανασυναντήσει. Ουδέποτε; Ναι-δηλαδή όχι, γιατί το ξαναβλέπει ξαφνικά, μετά από χρόνια και χρόνια, σε ένα χαλί, που θα κεντήσει στους νέους τόπους ένας δικός τους άνθρωπος, ένας από το σόϊ.
Ένα ακόμα διήγημα από την Βίργκω, το δυνάμει αριστούργημα «Φώς -Χνούς», οριοθετεί κατά κάποιον τρόπο και την γενικότερη αφηγηματική οπτική της Κεσμέτη: μιά συγκλονιστική διήγηση της τρομαχτικής ώρας, όπου εγκαταλείπονται τα πάτρια εδάφη. Η οικογένεια άρον-άρον ξεσπιτώνεται, φορτώνει τα υπάρχοντά της στις αρχαίες βοϊδάμαξες και φθάνει στην παραλία της Μερσίνας. Εκεί όλοι φορτώνονται στα πλοία-και τότε συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι αφήνουν πίσω τους στην παραλία, για πάντα, τα βόδια του σπιτιού. Εκείνα γυρίζουν το κεφάλι όλα μαζί, και τους προσβλέπουν έκπληκτα, απορημένα μάλλον, να τα εγκαταλείπουν…
Καθώς έχω ήδη σημειώσει, σταθερό σημείο αναφοράς στο έργο της Κεσμέτη αποτελούν τα ποιήματα. Ακόμη και ο τίτλος του τελευταίου της βιβλίου Μαγεμένο Χώμα είναι ειλημμένος από ένα ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον, του 1868, το οποίο και παρατίθεται στην θαυμάσια μετάφραση της Αγγελικής Σιδηρά.
Τα γνώριμα μοτίβα της Κεσμέτη επανέρχονται και πυκνώνουν στο Μαγεμένο Χώμα: τα σύμβολα περιίπτανται στις αφηγήσεις. Η Ψυχή, οι Μύθοι, η Μνήμη, ο Χνούς… Πρόκειται για ένα είδος επίμονου Μυστικού Δείπνου, όπου με παραμύθια και μεταφορές, με σύμβολα και παραβολές (και με έντονη και συνεχή ανάπτυξη ενός πνεύματος χριστιανικού) , επιχειρείται η Μεγάλη Σύναξη-η σύναξη των ψυχών πού χάθηκαν.
Φθαρμένα όνειρα, φθαρμένα σώματα, Φθαρτές Μαρίκες-και το μόνο άλγος της μεγάλης πατρίδας, της χαμένης Ανατολής.
Καίτοι η (εμφανής) διάθεση για μιά φιλοσοφική θεώρηση των εγκοσμίων (και μάλιστα από μιά δεδομένη σκοπιά) κατακλύζει το βιβλίο, ο αναγνώστης, όταν επιμείνει έχει να ανακαλύψει πολλούς κρυμμένους θησαυρούς. Σκληρές σκηνές σφαγμένων και κατακρεουργημένων συντρόφων, εναλλάσσονται αρμονικά με τρυφερότατες περιγραφές ενός αυτοσχέδιου μοδιστράδικου της προπολεμικής επαρχίας. «Ακριβές λέξεις (γράφει η Κεσμέτη), χρώματα όπως το ρουά, το γκρι αρζάν, το γκρι σουρί, το ραφ, το βεραμάν, το ιβουάρ, το σικλαμέν, το τυρκουάζ…» -χρώματα χαμένα πιά, λέξεις αποξεχασμένες κι αυτές.
Σε ένα διήγημα της συλλογής, «Στη Νερατζιώτισσα», όπου γίνεται λόγος για ένα μικρό ξωκκλήσι, σημείωσα στο κείμενο το ρήμα θυμάμαι να επαναλαμβάνεται δεκατρείς φορές- κι έτσι η Κεσμέτη μας ταξιδεύει και πάλι στην άλλη Πατρίδα, «την εγγύτατη, την προσφιλέστατη Ανατολή της καρδιάς μας:
Σήμερον εμού. Αύριον ετέρου. Ουδέποτε ουδενός.
Πλήρης προσδοκιών. Έμπλεος αναμνήσεων.
Η Κεσμέτη στέκεται μόνη σε αυτό, το προσωπικό της Πορθμείο. Κοιτάζει απέναντι, πέρα από τη Σινασσό, το Νέβσεχιρ, την Καππαδοκία: είναι απόγευμα Κυριακής, περιδιαβαίνουν ωραίες γυναίκες, τυλιγμένες σε οργαντίνες, μιλώντας την Ελληνική, πατάνε πάνω σε χαλιά, απολαμβάνουν τα καλούδια του τόπου…
Ας θυμηθώ τώρα και εγώ τους στίχους του Γιώργου Χρονά (τους οποίους και παραθέτω από μνήμης), και με τους οποίους κλείνω την σύντομη αυτή περιδιάβαση:
Ευτυχισμένοι όσοι πενθούν σε αυλές
με σπασμένα πλακάκια,
περιμένοντας να φανεί
ο φωτογράφος της Κυριακής…
-εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ 3/1/1993 β/κη για «Κήπος περίφρακτος» (Μάρυ Θεοδοσοπούλου (;))
Νατάσα Κεσμέτη,
«Κήπος περίφρακτος» εκδόσεις Πλανόδιον, Αθήνα 1992
Σε ένα διάστημα πέντε ετών, 1987-1992, η Ν. Κεσμέτη μαζεύει προσεκτικά οκτώ διηγήματα και τα παρατάσσει κατά χρονολογική σειρά γραφής. Μία συλλογή που έρχεται να μας θυμίσει τα 12 διηγήματα του προηγούμενου βιβλίου της, «Το αιώνιο ρολόι», 1987, και ταυτόχρονα να υπογραμμίσει τις διαφορές. Τότε, μία γυναίκα θυμόταν πράγματα και πρόσωπα από την παιδική της ηλικία’ δεκαετία του ’50, σε μία συνοικία με Μικρασιάτες πρόσφυγες, πιθανόν ο Υμηττός. Ευαίσθητη διήγηση που κατέγραψε τα βιώματα της σπιτικής ζωής, στην οποία περιοριζόταν ένα κορίτσι εκείνα τα χρόνια.
Στην πρόσφατη συλλογή, ο αφηγητής παραμένει ο ίδιος, μόνο που η αναδρομή στο παρελθόν αλλάζει χαρακτήρα. Αντί για το αλλόκοτο ονειροπόλημα της κοπέλας, συναντούμε έναν συνεχώς αυτοαναλυόμενο στοχασμό, από όπου όμως δεν λείπουν οι φανταστικές παρεκβάσεις. Κυριαρχεί η συνείδηση ενός συγγραφέα που δοκιμάζει τον «πειρασμό της αφήγησης», θέτοντας ερωτήματα για τη φύση της γραφής, του λόγου και τελικά της εμπειρίας. Φιλοσοφεί, υπομνηματίζει, αλλά στον οίστρο της εξιστόρησης εμπλέκονται πολλοί νοηματικοί πυρήνες, που με δυσκολία αναπτύσσονται στην περιορισμένη έκταση του διηγήματος.
Σε αυτήν τη συλλογή, δεν υπάρχει τρυφερότητα από τις μοναχικές αναμνήσεις. Αντ’ αυτής, η Ν. Κεσμέτη προτείνει μία διαφορετική, περισσότερο εγκεφαλική γραφή, που όμως συχνά εγκαταλείπεται σε μεταφυσικές εξάρσεις! Μάλλον, φαίνεται ως ένα ενδιάμεσο στάδιο, με περιόδους πειραματισμού με τη γλώσσα και το ύφος. Μένει ο περίφρακτος κήπος να δώσει στο μέλλον κάποιους ωριμότερους καρπούς.
-Ανωνύμως περ. Αντί
τχ.512/8-1-1993, β/κη για «Κήπος
περίφρακτος»
Καλή χρονιά! Και η συλλογή «διηγημάτων» Κήπος περίφρακτος της Νατάσας Κεσμέτη μου δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσω με μια πεζογραφία που ξέρει να γράφει-και δεν αστειεύομαι. Καθώς τα «αφηγήματα» πληθαίνουν, όλο και σπανιότερα εμφανίζεται μια μορφή πεζογραφίας που δεν εξαντλείται στην πλοκή’ σπάνια συναντάμε ένα κείμενο αφηγηματικό που να νοιάζεται για το πώς: «Ωστόσο δεν είναι τόσο τα ονόματα ή έστω τα όμματα που μετράνε, που δηλώνουν τι το σημαντικό ή ασήμαντο, το ουσιώδες ή επουσιώδες, ο ούτως ή άλλως ουσιαστικό. Δεν είναι καν οι περιπέτειες και εξερευνήσεις, δεν είναι τα μικρά ή μεγάλα, τα μετρημένα ή τα πολλά ταξίδια, το ένα και ‘Μόνο της Ζωής του Ταξίδιον’ ή τα ατέλειωτα άλλα-τίποτ’ απ’ αυτά δεν είναι».
-Ανωνύμως,
Απογευματινή 19/3/2000, β/κη για «Μαγεμένο Χώμα». (Γιώργος Σαββίδης(;))
«Μαγεμένο χώμα»
Συλλογή διηγημάτων είναι το βιβλίο της Νατάσας Κεσμέτη «Μαγεμένο χώμα» («Κέδρος» σελ. 28). Δώδεκα ιστορίες άγριων καιρών του τόπου, της συνείδησης, της μνήμης. Η ηρωίδα με το καθόλου τυχαίο, όνομα Τώρια (His-toria, Hers-toria) έρχεται και επανέρχεται… Η Καππαδοκία, η Κωνσταντινούπολη, παρούσες και σ’ αυτά τα διηγήματα της Νατάσας Κεσμέτη. Ένας μεγάλος θίασος από συγγραφείς, ποιητές «αθέατους» μέσα στην αναφορικότητα ή σαφώς ορατούς, συμπαρίσταται. Όλα, τραύματα και θαύματα καθώς και λογοτεχνικές εμμονές, καταλήγουν σε αφηγήσεις που προβάλλουν μέσα από άλλες αφηγήσεις και που όλες μαζί αναδίνονται από το μαγεμένο χώμα της ιστορίας και της λογοτεχνίας. Στο οποίο, όπως λέει η Εμιλι Ντίκινσον, και… επιστρέφουν!
-Ανωνύμως, Έθνος
11/11/1987, β/κη για «Το αιώνιο ρολόι» διηγήματα. «Νεφέλη», σ.160, δρχ. 500
(Κώστας Τσαούσης (;))
Όπως κουβεντιάζουμε…
Δώδεκα «περίεργα» διηγήματα, που είναι περισσότερο χρονογραφήματα: αν τους λείπει όμως, η τέχνη της αφήγησης, διαθέτουν το ενδιαφέρον που προκαλεί η καθημερινή κουβέντα. Άλλωστε, πρόσωπα και πράγματα που πέρασαν από τη ζωή της συγγραφέως είναι οι «ήρωες» των πεζογραφημάτων της αυτών: μια τριχιά, ένας «τύπος» της παλιάς προσφυγικής γειτονιάς, η γραφική «Ζυλ» με τα νεοπλουτίστικα σκέρτσα της, μια περιπέτεια στα χιόνια, ένα ψεύτικο ρολόι…
Από τα καλύτερα κείμενα του βιβλίου είναι, το «Ένα κλικ», και ο επόμενος διάλογος μια καλή συμβουλή για το σύγχρονο κοινωνικό άνθρωπο:
-Τι μυστικό
κρύβει η ανεμελιά σου; Γιατί εσύ ποτέ δεν παραπονιέσαι για έλλειψη χρόνου; Πώς
είσαι πάντα δροσερή και φρέσκια σαν αγουροξυπνημένο νήπιο;
-Ένα κλικ!
Αυτό είν’ όλο. Κατάργησα τις συγκρίσεις-απολύτως.
Αυτό το «Ένα κλικ» είναι ένα άριστο χρονογράφημα, όμως όχι διήγημα. Γι’ αυτό και πολύ σκέφτηκα για το βιβλίο της Νατάσας Κεσμέτη: τόσα περιμένουν στη σειρά για να τα διαβάσω, και τούτο γιατί τόσο σύντομα και μάλιστα αφού δεν πρόκειται για «καθαρό» λογοτέχνημα.
Να, στα κείμενα αυτά βρήκα ένα αμήχανο γράψιμο με πλούσια όμως, γνώση του κόσμου και εκείνων που τον κατατυραννούν’ και βρήκα επίσης καίριους χαρακτηρισμούς για τον άνθρωπο της εποχής μας.
(Η Νατάσα Κεσμέτη-Παυλοπούλου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947, αλλά κατάγεται από την Πόλη και την Καππαδοκία. Μεγάλωσε σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους κυρίως από τη Σμύρνη. Σπούδασε νομικά και αγγλική φιλολογία).
-Βαγγέλης
Χατζηβασιλείου, Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΡΕΜΟΥΣ. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική
πεζογραφία: 1974-2017, εκδ. Πόλις, Αθήνα, Ιούνιος 2018, σ.476-477. Στο έκτο
κεφάλαιο «Καθημερινές και αλληγορικές κοινωνίες».
Η Νατάσα Κεσμέτη (γεν. 1947) έχει γράψει τις συλλογές διηγημάτων Τα 7 της Άρκτου (1972), Το αιώνιο ρολόι (1987). Κήπος περίφρακτος (1992). Η Βίργκω της ερημιάς και τα κρυφά κελαϊδόνια (1996). Μαγεμένο χώμα (1999). Ο εραστής μου ο Ερρίκος (2005) και Νησί από ελαφρόπετρα (2008). Το βιβλίο της Εξόριστες φωνές (2013) περιλαμβάνει δοκίμια συν κάποια διηγήματά της. Το παράθυρο, το όνειρο, το μυθικό, το θαυμαστό, το φανταστικό, το μαγικό, το μεταφυσικό και το υπερβατικό διασταυρώνονται στη διηγηματογραφία της Κεσμέτη με τις εικόνες των παιδικών χρόνων, με τη λαϊκή τοπιογραφία, αλλά ενίοτε και με το μαύρο χιούμορ. Στο κέντρο της προβληματικής της βρίσκονται το άγχος της φθοράς της ύπαρξης και η γυναικεία μοναξιά. Στην πεζογραφία της τίθενται πολλές φορές και ερωτήματα γύρω από το νόημα της γλώσσας και τους σκοπούς της γραφής, από όπου και πηγάζει το συχνά δοκιμιακό της ύφος (816).
816. Για μιά εμπεριστατωμένη επισκόπηση της πεζογραφίας της Κεσμέτη μέχρι και το 1996, βλ. Ν. Μπακόλας, κριτική για τη Βίργκω της ερημιάς και τα κρυφά κελαϊδόνια, περ. Εντευκτήριο, τχ.39 Φθινόπωρο 1997.
-περιοδικό Η Λέξη τχ. 75-76/7,8,1988, σ. 601. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΤΗ από Ν. Κ. «Το αιώνιο ρολόι», Νεφέλη, 1987.
-περιοδικό Η Λέξη τχ. 155/1,2,2000, σ.103. ΣΤΗ ΝΕΡΑΤΖΙΩΤΙΣΣΑ Ή ΠΟΡΘΜΕΙΟ από Ν.Κ. «Μαγεμένο Χώμα», Κέδρος 1990.
-Ανθούλα Δανιήλ, β/κη για ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ, 3 Διηγήματα. Ανάτυπο από τα «Τετράμηνα», Άμφισσα 1986, περιοδικό Γράμματα και Τέχνες τχ. 54/1,3,1988, σ. 46
Τα 3 διηγήματα της Νατάσας Κεσμέτη έχουν
κεντρικό θέμα τη Ζωή. Προβληματισμοί και υπαρξιακής φύσεως ερωτήματα πάνω στο
θέμα του ανθρώπινου προορισμού και της ανθρώπινης μοίρας. Ποιος είμαι, τι
είμαι, από πού ήρθα, που πάω, τι υπάρχει πέρα από μένα, είναι τα θέματα που
θίγονται στα διηγήματα. Η μαύρη οπή στο πρώτο. Το κάδρο στον τοίχο ή το
γειτονικό οικόπεδο στο δεύτερο και το Κενό στο τρίτο διήγημα δίνουν τις
προσβάσεις στη συγγραφέα για να
ξεγλιστρήσει από την παρατήρηση του καθημερινού
στη φιλοσοφική συλλογή. Ο λόγος της πολύ ρευστός, άλλοτε κουβέντα καθημερινή,
στην ουσία μονόλογος, και άλλοτε διάλογος πολύ ζωντανός μ’ ένα ρευστό και
χειμαρρώδες στυλ αφήνει να βγουν στην επιφάνεια τα αιώνια ερωτηματικά που
απασχόλησαν και απασχολούν τον άνθρωπο., σ. 46.
--
Ακόμα με το έργο της έχουν ασχοληθεί η ποιήτρια Νανά Ησαϊα, β/κη για "Μαγεμένο χώμα" εφημερίδα Το Βήμα 20/8/2000, η πεζογράφος Βερονίκη Δαλακούρα, β/κη για "Το αιώνιο ρολόϊ" εφημερίδα Το Βήμα 6/3/1998, και, για την ίδια συλλογή διηγημάτων ο Χρίστος Παπαγεωργίου, "μνήμες μιας ζωής όλο ζωντάνια" βλέπε περιοδικό Διαβάζω τχ. 193/8-6-1988 σελίδες 70-72.. (Το τεύχος είναι αφιερωμένο στον ΡΕΗΜΟΝΤ ΤΣΑΝΤΛΕΡ).
Συμπληρωματικές Σημειώσεις:
-Το βιβλίο της πεζογράφου Νατάσας Κεσμέτη.«Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΜΟΥ Ο ΕΡΡΙΚΟΣ» Δώδεκα διηγήματα και μιά νουβέλα», έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμάς τους Πειραιώτες. Μπορούμε να το εντάξουμε στα μυθιστορήματα εκείνα, τις συλλογές διηγημάτων ή πεζών κειμένων τα οποία αναφέρονται στην Πόλη μας. Έργα, που, είτε είναι αφιερωμένα στην πόλη του Πειραιά-περιοχές του, ή σε πρόσωπα του πειραϊκού χώρου, καλλιτέχνες , συγγραφείς, φίλους ή φίλες των συγγραφέων-ποιητών. Τα βιβλία είναι αρκετά. Τις τελευταίες δεκαετίες, εκδόθηκαν μια σειρά από μυθιστορήματα τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στην πόλη μας από μη Πειραιώτες άντρες και γυναίκες δημιουργούς. Ας αναφέρουμε ενδεικτικούς από μνήμης τίτλους: Καδιώ Κολύμβα, η Πάνω Μεριά του κόσμου, Αρμός Μάιος 2000. Φιλομήλα Λαπάτα, Η χήρα του Πειραιά, Καστανιώτη 2012. Λένα Μερίκα, Νόστος γι’ αλλού.. (διηγήματα), εκδ. Ergo 2000. Εύα Τζαβέλλα, Ανθρωπογραφίες (διηγήματα), Νέα Σκέψη1995, και μια σειρά από άλλους τίτλους που επάξια συμπληρώνουν τις σύγχρονες πειραϊκές συγγραφικές παρακαταθήκες της πόλης μας, όπως πχ. τα πεζά της ποιήτριας Ρούλας Κακλαμανάκη ή το μυθιστόρημα της Κατερίνας Πιπεροπούλου, Αναζητώντας την Ευρυδίκη, εκδ, Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη 1998. Σε αυτό το στέγαστρο εντάσσω και το οσάνω βιβλίο διηγημάτων της Νατάσας Κεσμέτη. Κατ’ αρχάς έχουμε το «ΟΡΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ», σ.68-78. Μιά ωραία περιγραφή-περιήγηση του μικρού ορμίσκου της Πειραϊκής και των γύρω περιοχών. Αντιγράφω ενδεικτικά: «Μπορεί ο δρόμος τους να ήταν στενός, με πανωσηκώματα του πενήντα και του εξήντα κυρίως, αλλά στο βάθος της κατηφόρας έλαμπε η θάλασσα. Κι αν δεν έλαμπε… υπήρχε, κι αυτό ήταν αρκετό. Μαζί της, κατά μήκος της παραλίας, υπήρχαν τα παλαιά αρχοντικά, τα λεγόμενα νεοκλασικά κι αργότερα ωραίες δίπατες κατοικίες με κήπο και εξώστη και μικρό περιστύλιο. Ακόμα και όταν η ακτή γέμισε πολυκατοικίες στους γύρω δρόμους και στις πλατείες, τα σπίτια με τις στολισμένες προσόψεις, τις γύψινες γιρλάντες, τα στενόμακρα παράθυρα και τις μικρές γοητευτικές βεράντες δεν απόλειψαν ποτέ εντελώς. Ώσπου πρόσφατα άρχισαν να τα εκτιμούν πάλι, να τα μιμούνται στις νέες κατασκευές και πιό συχνά να τα διατηρούν προσθέτοντας ωραίους συνδυασμούς ώχρας και άλλων χρωμάτων στις προσόψεις, τα κουφώματα ή τα κιγκλιδώματα. Έτσι ό,τι είχε καταφέρει να περισωθεί από αρχοντικά σε όλο τον Πειραιά, στο κέντρο, την ακτή, το λιμάνι, ξανάπαιρνε όχι μόνο την πρώτη μεταπολεμική αλλά κι αυτή την προπολεμική λάμψη του καινούργιου-πού πιά είναι η λάμψη του ανακαινισμένου. Τα μοντέρνα ή μεταμοντέρνα κτίρια, οι γυάλινοι όγκοι μπορούν μιά χαρά να γειτονεύουν με την παλιά ή πιό πρόσφατη αρχιτεκτονημένη ιστορία της παράκτιας πόλης, του αρχαίου λιμανιού». Το λιμάνι και η πόλη του Πειραιά αναφέρεται σποραδικά και σε άλλες σελίδες, βλέπε Δεύτερο μέρος του βιβλίου και στην νουβέλα «Η Σκιά του», στο «Εκείνα τα ποδάρια» που αφιερώνει στην «Αγαπημένη Μνήμη Περικλή Σινόπουλου» κλπ. Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι η πεζογράφος δημοσίευσε στο περιοδικό «Φρέαρ» τχ. 19/ Ιούλιος 2017 τον «Άρχοντα της Μαντζουρίας» το οποίο έχει άμεση και στενή σχέση με τον Πειραιά. Επίσης, όπως συνηθίζει η Ν. Κ. να αναγράφει στις τελευταίες σελίδες των βιβλίων της να σημειώσουμε τα εξής: Πρώτες Δημοσιεύσεις. Το «Μηλαράκι γλυκό» πρωτοδημοσιεύθηκε στο τεύχος 381. Σεπτέμβριος 2003 της Ευθύνης.- Το «Ροφός και πένες από αγκάθια ή Το κάλεσμα» πρωτοδημοσιεύθηκε στο τεύχος 57, Χειμώνας 2004 του περιοδικού Γραφή. «Οφειλή στον Κώστα Μόντη» τον Κύπριο ποιητή είναι το διήγημα «Στους πορτοκαλεώνες της Μόρφου». Όπως συνηθίζει η συγγραφέας ο τόμος μπολιάζεται και με ποιήματα.
-«Το Αιώνιο Ρολόι» Διηγήματα, είναι αφιερωμένο στον σύζυγό της. «κι όλα του Νικόλα». Περιλαμβάνει τα διηγήματα: Η τριχιά, 9-17./ Η ιστορία του Γιώτη, 18-37./ Το Τέρας ή Η Ζώσα Αγάπη, 38-51./Τα νεκρικά τσάγια και η «Ζύλ»,52-60 (είναι αφιερωμένο «Στις φίλες μου»)./«Ένα κλίκ», 61-67./ Ο Χιονοδρόμος, 68-91./ «Ο Κλέφτης»,92-98. (είναι αφιερωμένο Στον Δρόσο)./Ζεστό Σαμαβάρ, 99-108./ Το Αιώνιο Ρολόι, 109-116./Το Βαλιτσάκι, 117-128./ «Χαράς και Νυμφών»,129-140./Το Κρεοπωλείο, 141-153. Ξεχωρίζει «Η ιστορία του Γιώτη» του ταλαίπωρου παγοπώλη, που ήταν ο ίδιος υποζύγιο στην αρχή, μέχρι να αγοράσει την «γερμανικού τύπου» μηχανή του και να τοποθετεί στην καρότσα τις κολώνες πάγου με τις οποίες προμήθευε τα ψυγεία-πάγου της εποχής. Ενώ, πολλές από τις πελάτισσές του, του ζητούσαν τα Καλοκαίρια που ανέβαινε η ζήτηση του πάγου, να πάρει κοντά του τα παιδιά τους, να βγάλουν ένα χαρτζιλίκι και να τους στρώσει στην δουλειά, να μάθουν πως βγαίνει το μεροκάματο. Στο διήγημα αυτό, η Κεσμέτη, βρίσκει την ευκαιρία και μας καταγράφει μέσα από τα μάτια των παιδικών κοριτσίστικων αναμνήσεων («ένας τόσο δα μπίκος») μια σειρά από πλανόδιες φωνές περιπατητών εμπόρων και μικροπωλητών, που, εκείνα τα χρόνια γύριζαν από γειτονιά σε γειτονιά διαλαλώντας με στεντόρεια φωνή τις πραμάτειες τους. Όπως ήταν ο σκουπάς, που κουβαλούσε στην πλάτη του τις πανύψηλες ψάθες του με τα σχοινιά με τα οποία έπλεκε τις ψάθινες ξύλινες καρέκλες. Ο φωτογράφος που γύριζε συνήθως γύρω από εκκλησίες ή κάθονταν στις πλατείες τα Σαββατοκύριακα προτείνοντάς μας να βγάλουμε την παραδοσιακή οικογενειακή φωτογραφία. Ο ψαράς με το ψαθάκι στο κεφάλι του, τον δυόσμο στο αυτί και την κασέλα με τα ψιλά ψάρια που τα σκέπαζε με κομμάτια πάγου για να διατηρηθούν φρέσκα. Ο κοφινάς με τα μικρά και μεγάλα κοφίνια του φορτωμένα στην πλάτη του. Ο μανάβης με τη σούστα και τον πάντα κουρασμένο και βαρυφορτωμένο γαϊδαράκο με τα μπιχλιμπίδια να κρέμονται από τα αυτιά του, που πωλούσε φρούτα και λαχανικά και κάθε είδους φρέσκα ζαρζαβατικά. Ο λουλουδάς με τις πήλινες γλάστρες και το καστανόχωμα και τους σπόρους λουλουδιών και το θειάφι για την μελίγκρα για τις τριανταφυλλιές . Ο ακονιστής μαχαιροπήρουνων με την μεγάλη ρόδα και το μικρό φορητό αμόνι με το λάδι, Ο γανωτής με την μικρή μεταφερόμενη φουφού, που μέσα στο ασημί υγρό ή πάστα έβαζε τα ασημικά, τα μαχαίρια και τα πιρούνια, τα κουτάλια για να γυαλίσουν. Ο «μεσημεριανός ψαράς» για τα πιο ακριβά βαλάντια και «πολυτελείας» ψάρια. Ο μπαλωματής με τα σουράβλια του, τις βελόνες και τις πολύχρωμες κλωστές του. Ο πάντα φωνακλάς γαλατάς και γιαουρτατζής με τα μεγάλα ταψιά με τα γιαούρτια του με την νόστιμη άσπρη πέτσα, που κρατούσε ισορροπία καθώς το ξύλο τρεμόπαιζε στους ώμους του. Ο αυγουλάς με τα «κακαρίσματά του». Ο σκορδάς με τις πλεξούδες σκόρδα τυλιγμένες γύρω από τον λαιμό του, να μυρίζει από μίλια μακριά, και μια σειρά άλλα «ανθρώπινα λαϊκά λαρύγγια» μικροεμπόρων οι οποίοι με χωνί τις φούχτες των χεριών τους διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, έκαναν γαλιφιές στις κυράδες που έβγαιναν στα σκαλοπάτια τους μόλις άκουγαν τις φωνές τους, έλεγαν γλυκόλογα στις νοικοκυρές που έβγαιναν στην πόρτα του σπιτιού τους με το τουρμπάνι στο κεφάλι, το σκαρπίνι, την κλαρωτή φούστα τους, έχοντας τα χέρια τους στις τσέπες μετρώντας τα φραγκοδίφραγκα και τα πενηνταράκια, τις τρύπιες δεκάρες για να πληρώσουν τα προϊόντα που έφταναν έξω από την πόρτα τους. Κάνοντας φυσικά, και τα απαραίτητα παζάρια. Ξεχωρίζει ακόμα το χαριτωμένο διήγημα «Η τριχιά» με το οποίο ανοίγει το παραβάν των διηγημάτων της, με την «ευγενική σαβούρα της λόξας» που είχαν οι γυναίκες ης εποχής να μαζεύουν και να στολίζουν τα δωμάτια των σπιτιών τους με ότι περίεργο και παράξενο μπορεί να βάλει ο νους. Από μπακιρένιες κανάτες και κανατάκια μέχρι κλωστές και κουβαρίστρες, παλαιά μπαλώματα και ξύλινα αυγά με τα οποία μαντάριζαν τις κάλτσες. Μικρά κάθε μεγέθους βαζάκια για να βάζουν μέσα το γλυκό του κουταλιού που έφτιαχναν οι περισσότερο «χρυσοχέρες». Ευθυμία προκαλεί η χιουμοριστική περιγραφή της ταφής της γιαγιάς Μια που «η κοκαλιάρα μοίρα» αργεί αλλά δεν λησμονεί. Ξεχωρίζει και το «Ζεστό Σαμαβάρ» διήγημα μιάς άλλης ατμόσφαιρας.
-Οι 14 ιστορίες που περιλαμβάνονται στο «ΝΗΣΙ ΑΠΟ ΕΛΑΦΡΟΠΕΤΡΑ» είναι αφιερωμένες «Μνήμη Χαρίκλειας Ωραιοπούλου-Κεσμέτη» - «Και πάντα όλα: Της Λυδίας-Χαράς και του Νικόλα». Ο τόμος ανοίγει την αυλαία του με αγγλόγλωσσο απόσπασμα από το έργο του Charles Dickens, A Christmas Carol. Περιλαμβάνει: ΤΡΟΦΩΣ, 13-16./Η ΚΥΡΙΑ ΝΗΡΟΥ, 16-28./ ROSA MYSTIKA, 29-36./ΔΕ ΝΟΓΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ…, 37-46./ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΨΑΡΕΥΑ, 46-68 (αφιερωμένο «Στη Φρίντα, την αδελφή μου από την Κορυτσά»)./ ΚΟΥΖΝΕΤΣΚ, 69-85 (αφιερωμένο «Στον Γ. Α. ευγνώμων»)./ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΙΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΟΥΝΕΣ, 87-101 (αφιερωμένο «Στον Άγγελο Χαριτόπουλο»)./Η ΕΡΝΑ ΚΑΙ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ, 103-118, Η ιστορία αρχινά με ποίημα της ποιήτριας Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, «Δεν έχω κινητό/ Δεν έχω εξοχικό/Δεν έχω γιωταχί/Δεν έχω διαδίκτυο…/ ΣΟΥΣΣΑ Η ΞΕΝΟΔΟΧΑ, 119-135./ΔΕΡΜΑΤΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, 137-148 (αφιερωμένο «Μνήμη Ελένης Χατζηαργύρη»)./ ΜΩΒ ΚΑΣΤΟΡΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΤΗΣΗ, 149-158 (αφιερωμένο «Μνήμη Γιάννη Δουβίτσα»)./ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ή ΝΗΣΙ ΑΠΟ ΕΛΑΦΡΟΠΕΤΡΑ, 159-183,Πριν την ιστορία δημοσιεύται ποίημα του Γιώργου Γιαννιού. «Είχες γεράσει από καιρό μητέρα…../ ΚΑΜΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΝΗΡΙΤΗ, 185-205. (αφιερωμένο «Στη φίλη μου Κλαίρη Σωτηριάδου, για την αγάπη στα δοκίμια που μοιραζόμαστε, και όχι μόνο») Πριν την ιστορία δημοσιεύεται απόσπασμα από κείμενο του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου: «Κι όμως ακόμα υπάρχουν κάτι λέξεις μαγικές./ Με βυθισμένο στην καρδιά υγρό καθρέφτη…../. SALIX, 207-213. Πριν την ιστορία υπάρχει απόσπασμα του π. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Βρίσκομαι κι εγώ στο καραβάνι που περιπλανιέται στις απέραντες ερήμους…../ Ενώ από τις ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ, σελίδα 215, αντιγράφουμε: Το διήγημα Η Κυρία Νηρού πρωτοδημοσιεύτηκε στην συλλογή Η Βίργκω της ερημίας και τα κρυφά Κελαϊδόνια, (Νεφέλη 1996). Τα διηγήματα Rosa Mystica, Δερμάτινα γάντια για μιάν απογευματινή, Μώβ καστόρινο καπέλο για την πτήση και απόσπασμα από το διήγημα Εικαστική Λογοτεχνία ή νησί από ελαφρόπετρα, δημοσιεύθηκαν σε τεύχη του περιοδικού «Ευθύνη». Το Δε νογάς ελληνικά, δημοσιεύθηκε στο «Αναλόγιον» και το Εκεί που ψάρευα, στο περιοδικό «Ίνδικτος». Τέλος η Τροφώς παρουσιάστηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό www poein. gr. Μόνο το διήγημα Rosa Mystica, στην τωρινή του μορφή έχει κάποιες αλλαγές. Το διήγημα «Δερμάτινα γάντια για μιαν απογευματινή» είναι «Μνήμη Ελένης Χατζηαργύρη». Ενώ το «Μωβ καστορινό καπέλο για την πτήση» είναι «Μνήμη Γιάννη Δουβίτσα». Διαβάζουμε ευχάριστα το ποίημα του Γιώργου Γιαννιού, που μας εισαγάγει στην «Εικαστική Λογοτεχνία ή Νησί από Ελαφρόπετρα». «Είχες γεράσει από καιρό μητέρα…..». Και τα «Καμωμένα από Νηρίτη» αρχίζουν με απόσπασμα από τον κριτικό, εκδότη και ποιητή Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. Και αφιερώνεται «Στη φίλη μου Κλαίτη Σωτηριάδου, για την αγάπη στα δοκίμια που μοιραζόμαστε, και όχι μόνο».
-Στο βιβλίο της «Κήπος περίφρακτος» αναφέρονται ακόμα και οι εξής τίτλοι έργων της:-Τα 7 της Άρκτου, ΄Διηγήματα΄, Αθήνα 1972. -Άχ, να ΄μουν ρημαγμένος καφενές! Ποιήματα, Αθήνα 1974.-3 ΄Διηγήματα΄ Ανάτυπο από το περιοδικό Τετράμηνα, αρ. 30 Άμφισσα, Άνοιξη 1986. Το «Το Εκεί και το απ’ Έξω» αφιερώνεται στην ποιήτρια και κριτικό «Στη Βερονίκη Δαλακούρα». Το «Στής Μιμής με πόντους και την ξανθιά του Sante η συγγραφέας το αφιερώνει στον ποιητή «Του Στέφανου Μπεκατώρου κάπου «35 χρόνια μετά…»» Ενώ μέσα στο διηγηματικό κλίμα των παιδικών αναμνήσεών της και παραστάσεων που μας μεταφέρει στα βιβλία της, το «Τα ίχνη τα υγρά» ή ο Πειρασμός της Αφήγησης» το μότο είναι από τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη: «Τι έγιναν όλαι εκείναι αι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, τα ίχνη τα υγρά, τα μαλακά πτίλα, ο χνούς όν ερρίπει ο άνεμος;».
-Από το «ΜΙΚΡΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟ» αντιγράφουμε
«Ωρα Έβδομη»
Μιά απειλή υπάρχει κι αυτή είναι η απειλή του μηδενός. Μας έχει κυκλώσει σε τέτοιο βαθμό που κάθε έκφραση της ζωής, το παραμικρό σκίρτημά της, να είναι διαποτισμένο από αυτό το φαρμάκι. Μιά μάχη υπάρχει κι αυτή είναι η μάχη με την επέλαση του μηδενός.
Άγγελέ μου, που είσαι; Φώναξε Αγγελέ μου, Γαβριήλ του Καλού Μηνύματος σπεύσε!, σ.19-20.
«Ενδέκατη Ώρα»
Αίφνης στον καταποντισμό από τα αιωρούμενα κελλιά των σπλάχνων, από τα κρεμασμένα οστά των μελών καταφύονται κλήματα. Απόηχοι από πολύ μακρινές καμπάνες ακούγονται αμυδρά ολοένα φύονται κλήματα και έλκονται, όλα έλκονται ανάστροφα προς τα άνω περιστρεφόμενα ολόγυρα από την καθημαγμένη φτέρνα… Πάλι σιωπή και καταποντισμοί νύχτας αλλά… καταστιγμένη ύπαρξη τι έγινες; Μελανό λέπι πώς έπεσες;
Ώ τι βάρος σηκώνεις καρφί της παντοδύνης! Ποιες άβυσσοι αναρροφώνται στο στρόφαλο της δίνης σου Ελκόμενε!, σ.24
«Δεύτερη μεταμεσονύκτια»
Τώρα έχουν πυκνώσει τα νέφη των νεκρών. Εδώ είστε όλοι; Γνωστοί και άγνωστοι; Αγαπημένοι και μισητοί; Αδιάφοροι μακρινοί ή εγγύς ζήσαντες; Τι ζητάτε εσείς που δεν βογγάτε πιά από της καρδιάς το απαραμύθητο σπαρτάρισμα.
Πατέρα τι θές; Μητέρα τι γνέφεις;
Γοναστοί παρακαλείτε; Γονατιστοί προσεύχεστε για μας; Γονατιστοί αιτείτε να μας δοθεί Ελπίδα;, σ.30
Και από «Τρίτη μεταμεσονύκτια»
Ύπνε, μικρέ θεέ της εγκατάλειψης τώρα μ’ αρνιέσαι;, σ.31
-Οι «Εξόριστες φωνές» Στοχασμοί και Ιστορίες 2006-2012» κινούνται μέσα στο πλαίσιο αναφορών της πεζογράφου. Δάνεια στοιχεία από ποιητές και ποιήτριες, βλέπε συλλογή «Λιμός» της ποιήτριας Δήμητρας Χριστοδούλου, ρουμάνους φιλόσοφους Εμίλ Σιοράν, ή μνεία σε έργα γερμανών θρησκευτικού κλίματος ποιητών όπως ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, και την χρήση motto από μια ποικιλία διαβασμάτων της που είναι διάσπαρτα και επαναλαμβανόμενα στα γραφτά της, και ασφαλώς από πατερικά ή ευαγγελικά κείμενα, από πρόσωπα της χριστιανικής εκκλησιαστικής παραμυθίας, όπως το σημείο Ιωνά, βλέπε «Οι πεσόντες», ή από τον ευαγγελικό λόγο του ευαγγελιστή Ιωάννη, βλέπε «Η Θάλασσα της Αράλης», του Εφραίμ του Σύρου ή του π. Δοσίθεου Καστόρη κ.ά. Η Νατάσα Κεσμέτη με τα δικά της και τα ξένα, με τις αναμνήσεις και τους στοχασμούς της, το κουβεντολόι της με ζωντανούς και θανόντες, γνωστούς και άγνωστούς μας, διατηρεί ζωντανή την συνομιλία και επικοινωνία μας με τον πλούσιο σε αισθήματα και συναισθήματα κόσμο της. Αυτόν τον τεράστιο χείμαρρο ανθρώπινων φωνών, σκέψεων και κινήσεων, συμπεριφορών και πρακτικών. Ανθρώπινων καταστάσεων που, διατηρούνται στο μπαλκόνι του Κόσμου και ποτίζουν τα παρτέρια των συναναστροφών τους. Βεβαιώνοντάς μας για άλλη μία φορά ότι η ανθρώπινη Μνήμη μεταφέρει την του ανθρώπου αθανασία στο τσίρκο της ζωής και της ιστορίας.
Από την σελίδα 67
«Η ματιά που ανοίγει στον κόσμο η εσωτερική ειρήνη είναι μια ματιά φωτεινή, ήσυχη, ακόμα κι αν ακουμπάει στις πιο σκοτεινές του όψεις.
Έρχεται αίφνης, όπως επί μακρόν αναμενόμενη ποτιστική βροχή, στην ψυχή που άφωνα κουβεντιάζει. Δοσμένη σε μιά συνομιλία που περισσότερο μοιάζει με δεκτικότητα της ακοής και του βλέμματος, αφήνει να μαγνητίζεται, πέρα από τις ταραχές που διαδέχονται η μία την άλλη ακατάπαυστα μέσα στον ορυμαγδό της Ιστορίας, όσο φρικώδεις κι αν είναι. Πέρα…
Πού είναι ο μαγνήτης; Ίσως στην επωνυμία του ανώνυμου.
Δεν πρόκειται για παραδοξολογία αλλά για παραδοξότητα.».
Μια δεκτικότητα λόγου και σκέψεων σαν μια «ακτιβιστική» πράξη-γραφή που επιβεβαιώνει τα γυναικεία πιστεύω της και αναφορές της, και κρατά την αυθεντικότητα του λόγου της στην ημερήσια διάταξη της άδολης και καθαρής πίστης της.
-Από το βιβλίο της «Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια» (Διηγήματα 1973-1996), ξεχωρίζει το πρώτο διήγημα με το πασίγνωστο Οσκουαρλδικό μόττο “Yet each man Kills the he loves” Oscar Wilde, «Ο ΦΩΤΗΣ, ΤΟ ΕΛΚΗΘΡΟ ΚΙ ΟΙ «ΔΥΟΜΙΣΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ»»., Σταθήκαμε στο Ποίημα «Σου είναι μιά… «Σου είναι μιά ρουφιάνα η Ποίηση/Με όποιον της γυαλίσει’ και του ρουφάει/Το μεδούλι: Πρίν ζήσει κάτι, να το πεί…..». Το τρισέλιδο ποίημα σ. 144-146, εντάσσεται μέσα στο διήγημα «Δείπνο με τον Γκόγκολ» στο “THE PORTRAIT OF AN ARTIST Ή ΤΡΕΙΣ ΔΥΣΟΙΩΝΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ. Το οποίο αφιερώνει στον θεσσαλονικιό πεζογράφο Νίκο Μπακόλα. Το «Η ΚΥΡΑ ΝΗΡΟΥ» έχει σαν μόττο απόσπασμα από ποίημα της πειραιώτισσας ποιήτριας Όλγας Βότση. Ενώ οι «ΦΘΑΡΤΕΣ ΜΑΡΙΚΕΣ» από απόσπασμα της ποίησης Μαρίας Σερβάκη. Από την σελίδα 247 και τις Πρώτες Δημοσιεύσεις, αντιγράφουμε: «Τα διηγήματα: «Σαν με το Φαίδρο παραριγμένοι…», «Η Φεβρωνία και οι Μαύρες Οπές», «Το Συγγενικό Στοιχείο» στην αρχική τους μορφή καθώς και το διήγημα «Ο Φώτης, το Έλκηθρο και οι Δυόμισι Καλύτερες», στην τωρινή του, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Τετράμηνα στα τεύχη 8-9 Άνοιξη και Καλοκαίρι ΄76, 30 Άνοιξη ’86 και 56-58 Χειμώνας ’95-’96 αντίστοιχα. «Η Κυρία Νηρού» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ευθύνη τ.286. Οκτώβριος 1995. Ενώ αμέσως μετά μας η Ν.Κ. αναφέρει τις ποιητικές συλλογές και τα πεζά από τα οποία ερανίστηκε τα μόττο της. Από Ζέφη Δαράκη, από Τάσο Παππά, από Ζωή Καρέλλη, από Βικτώρια Θεοδώρου, από Όλγα Βότση, από Μαρία Σερβάκη και από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο.
Παρόμοιες πληροφορίες έχουμε (δηλαδή δάνεια στοιχεία και συνομιλίες) και στις σελίδες «Σημειώσεις 412-414 του πολυσέλιδου έργου της , IVA ΕΣΟΠΤΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΟΥΣ ΟΘΟΝΗΣ.
-Οι 83 ιστορίες Μπονζάϊ για το Σημείο Μηδέν είναι η πρώτη ανθολογία διηγημάτων στα ελληνικά που συγκροτείται και εκδίδεται με αφορμή τη μαύρη επέτειο των δεκαπέντε χρόνων από τη μοιραία 11/9/2001 και των πτώση των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης. Οι επιπτώσεις εκείνης της επίθεσης μεταλλασσόμενες επιβιώνουν ακόμα αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε την καθημερινότητα και τον κόσμο. Η εικόνα του ασφαλούς και άτρωτου δυτικού πολιτισμού έχει πλέον καταρρεύσει μαζί με τους Πύργους. Με το βιβλίο αυτό προτείνεται ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από τη διεθνή μυθοπλαστική παραγωγή με θέμα ή αφορμή το καθοριστικό εκείνο γεγονός και τον αντίκτυπό του. Γι’ αυτό επιλέξαμε και συμπεριλάβαμε πέραν των γνωστών Ελλήνων συγγραφέων και διηγήματα αναγνωρισμένων συγγραφέων από τα αγγλικά, ισπανικά, ρωσικά και βουλγαρικά, που μετέφρασαν ειδικά για τον αφιερωματικό αυτόν τόμο συνεργάτες μας μεταφραστές, και τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Εκδίδουμε αυτή την ανθολογία πιστεύοντας στη δύναμη της λογοτεχνίας και ελπίζοντας στη μεταμορφωτική δράση των κειμένων πάνω στην καθημερινή μας σκέψη και πράξη.
Τέλος,
-Το καλαίσθητο βιβλίο της «ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΑΝΑΛΓΗΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ» είναι και πάλι οι προσωπικές της σκέψεις και στοχασμοί οι οποίοι κινούνται μέσα σε ένα χριστιανικό πλέγμα προβληματικής και ερωτημάτων. Υπαρξιακών αναζητήσεων και διλημμάτων.Οι επιρροές της είναι εμφανείς και έκδηλες τόσο από τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ όσο και από τον Γερμανό συγγραφέα Χέρμαν Έσσε και άλλους συγγραφείς και στοχαστές της εποχής μας. Η δομή του έργου, χωρισμένη σε εβδομαδιαία και ημερήσια μικρά κεφάλαια, ακολουθεί την αντίστοιχη των Ωρών του βιβλίου της «Μικρό Ωρολόγιο». Τα ερωτήματα που θέτει η ελληνίδα συγγραφέας φέρνουν στην μνήμη μας όχι μόνο αντίστοιχες χριστιανικές φωνές της ρώσικης διασποράς του προηγούμενου αιώνα, οι περισσότερες έχουν βάση τους, το μυστήριο της αγωνίας και του πόνου του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, και άλλων Ρώσων μεγάλων συγγραφέων, αλλά μας γυρίζουν ακόμα πιο πίσω χρονολογικά. Μας φέρνουν στη σκέψη το στοίχημα περί πίστης του Μπλαζέ Πασκάλ και όχι το δομημένο, πυκνό, συγκροτημένο δοκιμιακό λόγο περί Τραγικότητας και της ουσίας της Πίστης του Χρήστου Μαλεβίτση. Μέσα στην ροή της περιπέτειας του ελληνικού στοχασμού και σκέψης, συναντάμε ονόματα όπως του Άγγελου Τερζάκη, του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του Στέλιου Ράμφου, του Χρήστου Γιανναρά, του Χρήστου Μαλεβίτση και ορισμένων άλλων, ονόματα ελλήνων στοχαστών τα όποια άνοιξαν ή διεύρυναν τους δρόμους της χριστιανικής σκέψης και αντίληψης περί του τι είναι αληθινή και αυθεντική πίστη και τι ορθόδοξη παράδοση και αξίες. Αν δεν λαθεύω, αν εξαιρέσουμε τις χριστιανές καθαρά ελληνίδες ποιήτριες (βλέπε Ε. Παπαχρήστου-Πάνου) ή ποιητές, (Ν. Τυπάλδος) δεν έχουμε χριστιανικές φωνές θηλυκού γένους οι οποίες εκφράζονται μέσω του στοχασμού. Ελληνίδες που να εκφράζουν την προβληματική τους σε ζητήματα ελληνικότητας, υπαρξιακής φύσεως ζητήματα, πίστης κλπ. Οι δύο κύριες ποιητικές φωνές αυτή της Όλγας Βότση και της Ζωής Καρέλλη, εκδηλώνουν τους στοχασμούς τους μέσω του έμμετρου και πεζού λόγου τους. Η Νατάσα Κεσμέτη μεταπλάθει τις προσωπικές της μνήμες, αισθητοποιώντας τις εφιαλτικές και ευοίωνες στιγμές των ηρώων και ηρωίδων της και τις αναμειγνύει με παραβολές λόγων, σκέψεων, φράσεων, εικόνων, από την χριστιανική γραμματεία και την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία και παράδοση. Έτσι η παράξενη αίσθηση που αφήνει η γραφή της για τον ρόλο και την σημασία του ίδιου του υποκειμένου που μας εξιστορεί τις αληθινές ή μη ιστορίες της, το υποσκάπτων χιούμορ με το οποίο τροφοδοτεί τα διηγήματά της, η αντισυμβατική της ματιά, η νοσταλγία και η θλίψη, οι αιμάσσουσες μνήμες της, οργανώνονται κάτω από την αποδοχή της πίστης και ελπιδοφόρας δοξασίας που ασπάζεται. Σίγουρα δεν μπορούμε να σημειώσουμε μάλλον με άνεση ότι είναι μια ελληνίδα Σιμόν Βέιλ, όμως, τα όρια της σκέψης και η προβληματική της ξεπερνούν τα κράσπεδα της γυναικείας γραφής όπως παραδοσιακά την γνωρίζουμε και απλώνεται σε νέους ορίζοντες. Εξάλλου, η αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον από την οποία δανείζεται τίτλο βιβλίου της, της άνοιξε τον δρόμο.
Η Νατάσα Κεσμέτη που γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 1947. Οι γονείς της ήρθαν από την Ανατολή. Ο πατέρας της από την Βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολη και η μητέρα της από την περιοχή της Καππαδοκίας. Τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια τα πέρασε μέσα σε ένα προσφυγικό συνοικισμό- περιβάλλον με έλληνες και ελληνίδες που προέρχονταν από την περιοχή της κοσμοπολίτικης Σμύρνης. Αυτές οι μνήμες της, δικές της, της οικογένειάς της και των γύρω της, είναι που σαν παλιρροϊκό κύμα έρχονται και επανέρχονται διαρκώς στα γραπτά της και μας βυθίζουν σε ένα κλίμα παραμυθίας. Καθρεφτίζονται ξεκάθαρα στα λόγια της και δίνουν τον τόνο προφορικότητας στα γραπτά της. Σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή Αθηνών, μετά την αποφοίτησή της, φοίτησε στο Πανεπιστημιακό τμήμα του Κολεγίου της Αγίας Παρασκευής, (Pierce College) Αγγλική Φιλολογία. Εκτός από ποιήματα, στοχασμούς της, διηγήματα, μυθιστόρημα, δοκίμια και βιβλιοκριτικές της έχει μεταφράσει Μ Π. Σέλλεϋ, Τζον Ντον, Κόλντγουελ και άλλους. Κείμενά της διαβάζουμε και σε διάφορα των ημερών μας ηλεκτρονικά περιοδικά. Βλέπε της συγγραφέως Νατάσας Ζαχαροπούλου-blogspot.com. Στην συνεργασία της με την ιστοσελίδα διαβάζουμε μεταφράσεις της για του: D. H. Lawrence, Margaret Atwood, Emily Dickinson, Thomas Merton, Marry Oliver, Stephen Muse, R. Tagore, Olan Hauge και πολλών σύγχρονων ποιητών. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
1-18 Φεβρουαρίου 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου